Τα νεωτεριστικά κοινωνικά συμβόλαια από τις απαρχές...

23
Τα νεωτεριστικά κοινωνικά συμβόλαια από τις απαρχές της γαλλικής επανάστασης ΚΥΡΙΚΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΑ

Transcript of Τα νεωτεριστικά κοινωνικά συμβόλαια από τις απαρχές...

Τα νεωτεριστικά κοινωνικάσυμβόλαια από τις απαρχές της

γαλλικής επανάστασης

ΚΥΡΙΚΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΑ

Εισαγωγή

Ως πρώτος φιλόσοφος που εισήγαγε την θεωρία του κοινωνικού

συμβολαίου θεωρείται ο Επίκουρος, που επιχειρεί να συνδέσει

την ατομικιστική ηδονιστική φιλοσοφία με την έννοια της

δικαιοσύνης, θεωρώντας ότι ο μόνος τρόπος για να πετύχει ο

άνθρωπος την επικούρεια αταραξία είναι η σύναψη μιας συνθήκης

με τους άλλους ανθρώπους, ως μέσω αποφυγής της αδικίας

(Thrasher, 2012). Ο Επίκουρος ήταν ο πρωτος που έθεσε

ξεκάθαρα το θέμα του κράτους, όχι ως φυσικού σχηματισμού,

αλλά ως ανθρώπινης συνθήκης, ως κοινωνικού συμβολαίου. Η

ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου, ως ιδρυτικής πράξης της

ανθρώπινης κοινωνίας επανήλθε κατά τον 17ο αιώνα, εν μέσω

της ανόδου της αστικής τάξης και των ταραχών που την

συνόδεψαν μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα (Αγγλικός

Εμφύλιος Πόλεμος, Γαλλική Επανάσταση). Στην παρούσα εργασία

εξετάζονται οι τρείς βασικές θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου

της νεώτερης σκέψης, εκείνες του Thomas Hobbes, του John

Locke και του Jean Jacques Rousseau, καθώς και οι ομοιότητες

και οι διαφορές που αυτές παρουσιάζουν.

Η συμβολαιακή θεωρία του Hobbes

Ο Hobbes παρουσίασε τις θέσεις του σε σχέση με την

ανθρώπινη φυσική κατάσταση και το κοινωνικό συμβόλαιο στο

έργο του Leviathan or the Matter, Form and Power of a Commonwealth

Ecclesiastical and Civil (Hobbes, 1651/2006.). Επηρεαζόμενος από την

ιδιότητά ως μαθηματικός, προσπάθησε να εφαρμόσει την

απαγωγική μέθοδο της ευκλείδιας γεωμετρίας στην πολιτική

θεωρία, δεχόμενος ένα σύνολο αξιωμάτων και θεμελιωδών αρχών,

δομώντας μια μηχανιστική – υλιστική θεώρηση για τον άνθρωπο

και την ανθρώπινη κοινωνία. Κατά αυτή την έννοια, ο Hobbes

θεωρούσε την άνθρωπο ως αυτόματη μηχανή, της οποίας οι

πράξεις καθοδηγούνται από δύο βασικά συναισθήματα: την

αυτοσυντήρηση και τον φόβο του θανάτου (Μολύβας, 2000), ενώ

η ελεύθερη βούληση είναι απούσα, καθώς ο άνθρωπος

κυριαρχείται από την αναγκαιότητα, αντί της ελευθερίας, και

οι πράξεις του καθορίζονται από αυτή (Φαρμάκης, 2010).

Για την κατανόηση της πολιτικής θεωρίας του Hobbes,

είναι απαραίτητη η αναφορά στην «αρνητική ανθρωπολογική

τοποθέτηση» του. Ο Hobbes αναφέρεται στην προ-κοινωνική /

φυσική κατάσταση του ανθρώπου, ως μια κατάσταση στην οποία ο

άνθρωπος διαθέτει απεριόριστη ελευθερία, αλλά βρίσκεται

ταυτόχρονα σε καθεστώς φόβου και ανασφάλειας (Κιτρομηλίδης,

1992; Μεταξόπουλος, 2006). Η ανασφάλεια αυτή προέρχεται

ακριβώς από την προ-κοινωνική κατάσταση στην οποία

βρίσκονται και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι: η συμπεριφορά

τους καθοδηγείται με άξονα το προσωπικό συμφέρον και το

ένστικτο της αυτοσυντήρισης, θέτοντας τις σχέσεις μεταξύ των

ανθρώπων σε ένα καθεστώς διαρκούς πολέμου ή της απειλής

αυτού, μια κατάσταση στην οποία «ο κάθε άνθρωπος είναι εχθρός κάθε

άλλου ανθρώπου» (homo homini lupus) (Hobbes, 1671/2006:196).

Έτσι, στην φυσική κατάσταση του ανθρώπου, την προ-κοινωνική,

αρχέγονη κατάσταση, επικρατεί απόλυτη αναρχία, με το κάθε

άτομο να καθοδηγείται αποκλειστικά από το προσωπικό του,

εγωϊστικό συμφέρον. Επίσης, ο Hobbes αναγνωρίζει την ύπαρξη

μιας ακόμα «ανθρωπολογικής σταθεράς»: την «δίψα» του

ανθρώπου για εξουσία και ισχύ. Κατ’α αυτή την έννοια, στην

προ-κοινωνική ανθρώπινη κατάσταση υπάρχει απόλυτη ισότητα

μεταξύ των ανθρώπων, με την έννοια ότι όλοι οι άνθρωποι

είναι εχθροί ο ένας προς τον άλλο, επικρατεί διαρκής

ανταγωνισμός μεταξύ τους και ο καθένας επιβουλεύεται τον

άλλον, όπως και φοβάται ότι οι άλλοι επιβουλεύονται τον ίδιο

(Hobbes, 1651/2006; Φαρμάκης, 2010).

Η κατάσταση αυτή που περιγράφει ο Hobbes στον Leviathan

δεν αποτελεί «πραγματική» κατάσταση, με ιστορική ύπαρξη,

αλλά πρόκειται για μια μεθοδολογική υπόθεση, ένα θεωρητικό

κατασκεύασμα χωρίς πραγματική / ιστορική υπόσταση: μια

λογική αφαίρεση η οποία χρησιμεύει ως μεθοδολογικό εργαλείο.

Από την χρήση αυτού του μεθοδολογικού εργαλείου της λογικής

αφαίρεσης προκύπτει και η ίδια η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο

Hobbes, ο οποίος θεωρεί απαραίτητη την εξέταση των

συστατικών στοιχείων της κοινωνίας / του κράτους. Το

συστατικό αυτό στοιχείο είναι ο άνθρωπος στην καθαρά ατομική

του υπόσταση, η οποία δεν μπορεί να βρεθεί σε συνθήκες

οργανωμένου κράτους και κοινωνίας, αλλά πρέπει να μελετηθεί

σε μια προ-κοινωνική, προ-πολιτική κατάσταση, ώστε η

εκδήλωση της ανθρώπινης φύσης να είναι ελεύθερη. Έτσι, ο

Hobbes καταλήγει σε μια σταθερή και αναλλοίωτη θεώρηση της

ανθρώπινης φύσης, ώστε να δομήσει πάνω σε αυτή την σταθερά

την πολιτική του θεωρία με την χρήση της απαγωγικής μεθόδου

και της εφαρμογής ορθολογικών κριτηρίων (Φαρμάκης, 2010).

Με βάση λοιπόν την θεώρηση του Hobbes για την

αρχέγονη / προ-κοινωνική ανθρώπινη κατάσταση, η ύπαρξη της

απόλυτης ελευθερίας έχει ως τίμημα τον διαρκή ανταγωνισμό /

πόλεμο και, τελικά, τον θάνατο. Ο αμοιβαίος φόβος που

προκύπτει μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονται σε αυτή την

κατάσταση, φόβος που έχει να κάνει με τον διαρκή πόλεμο του

ενός προς τον άλλο, με βάση τα εγωϊστικά συμφέρονται, είναι

η βασική αιτία σύναψης του Κοινωνικού Συμβολαίου. Το Κοινωνικό

Συμβόλαιο αποτελεί μια ορθολογική επιλογή των ανθρώπων, κατά

την οποία η εκχώρηση της ελευθερίας και των προ-κοινωνικών /

φυσικών δικαιωμάτων τους διασφαλίζει την αποφυγή της

ανασφάλειας και του φόβου. Υπάρχει λοιπόν μια ορθολογικά

υπαγορευόμενη τάση της ανθρωπότητας να ξεφύγει από την

αρχέγονη ελευθερία, ώστε να προστατευθεί από τον θάνατο, η

παρουσία του οποίου είναι ιδιαίτερα έντονη στην φυσική

κατάσταση, ακριβώς λόγω του διαρκούς πολέμου (Μεταξόπουλος,

2006). Έτσι, υπάρχει ένας διαχωρισμός μεταξύ των παθών: η

ανθρωπότητα δεν διακατέχεται μόνο από τα παράλογα πάθη που

οδηγούν στον θάνατο, αλλά και από έλλογα πάθη, όπως η

διάθεση για ειρήνη, που την οδηγούν στην επιβίωση. Με την

χρήση ορθολογιστικών κριτηρίων, η ανθρωπότητα αντιλαμβάνεται

ότι ο διαρκής πόλεμος δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα και

επιλέγει να τον τερματίσει, μέσω μιας ενσυνείδητης επιλογής

(Φαρμάκης, 2010). Καθοριστικός όρος για αυτή την σύναψη του

κοινωνικού συμβολαίου είναι η αμοιβαιότητα: για να

λειτουργήσει το συμβόλαιο, η εκχώρηση των φυσικών ατομικών

δικαιωμάτων πρέπει να γίνει από όλους, ανεξαιρέτως, τους

ανθρώπους. Έτσι, οι άνθρωποι επιλέγουν να παραιτηθούν των

φυσικών δικαιωμάτων τους και να μεταβιβάσουν σε κάποιον

άλλο. Όπως αναφέρεται και στον Leviathan (Hobbes, 1651/2006:

241), το συμβόλαιο παίρνει την εξής μορφή

:

«Εξουσιοδοτώ αυτό το άτομο ή την συνέλευση ατόμων και απεμπολώ το

δικαίωμά μου να αυτοκυβερνώμαι υπό τον όρο ότι θα απεμπολήσεις και εσύ το

ίδιο δικαίωμά σου και θα εξουσιοδοτήσεις τις πράξεις σου κατά τον ίδιο τρόπο.»

Με την σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου, οι άνθρωποι

απεμπολούν τα φυσικά τους δικαιώματα, αλλά ουσιαστικά

βγαίνουν ωφελημένοι από την σύναψη αυτή, αφού διασφαλίζουν

το τέλος της ανασφάλειας και την επιβίωσή τους, η οποία τους

επιτρέπει να αναπτύξουν οικονομικές δραστηριότητες και

ατομικές ικανότητες, αφού, όπως αναφέρει ο Κιτρομηλίδης

(1992:78):

«Αν και οι υπήκοοι εμφανίζονται απογυμνωμένοι από κάθε δικαίωμα

πολιτικής συμμετοχής, ωστόσο διατηρούν αξιόλογες ελευθερίες στην σφαίρα της

οικονομικής δραστηριότητας».

Έτσι, η σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου γίνεται βάση

καθαρά ατομικιστικών και ωφελιμιστικών κριτιρίων (Φαρμάκης,

2010). Για να εξασφαλιστεί, όμως, η αντικειμενικότητα στην

απονομή της δικαιωσύνης, η μεταβίβαση γίνεται σε έναν τρίτο:

κάποιον που δεν αποτελεί μέρος του συμβολαίου. Η αμοιβαία

εκχώρηση δικαιωμάτων σε κάποιον τρίτο, λοιπόν, δημιουργεί

τον ανώτατο άρχοντα, το Κράτος – Λεβιάθαν και την κοινότητα

Κυρίαρχου – Υπηκόου, που από την στιγμή που εγξαθιδρύεται η

εξουσία του, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν. Ο

Κυρίαρχος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της χρήσης φυσικής

βίας, λογοκρισίας και κάθε μέσου, ώστε να επιβάλλει την

τάξη, καθώς και την αρμοδιότητα της κατανομής οικονομικών

πόρων και της συγκέντρωσης όλων των εξουσιών (εκτελεστική,

νομοθετική, δικαστική, θρησκευτική) (Στυλιανού, 2006). Η

κρατική εξουσία του κυρίαρχου μπορεί να προκύψει είτε από

εκχώρηση δικαιωμάτων από την κοινότητα, είτε με κατάκτηση

(δια της βίας), αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στις

δύο περιπτώσεις: η τάξη αποκαθίσταται και η απόλυτη εξουσία

του κυρίαρχου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί (Στυλιανού, ο.π). Η

απολυτότητα της εξουσίας του κυρίαρχου, που συγκεντρώνει

κάθε εξουσιαστική μορφή και δυνατότητε, εκτός της παρέμβασης

στην προσωπική και οικονομική δραστηριότητα των υπηκόων του,

αποτελεί ευθεία επιρροή, κατά παραδοχή και του ίδιου του

Hobbes, της πολιτικής κατάστασης του 17ου αιώνα, και κυρίως

του εμφυλίου μεταξύ μοναρχικών και κοινοβουλευτικών, καθώς

και μιας πληθώρας θρησκευτικών πολέμων. Ο Hobbes, ζώντας τα

καταστροφικά αποτελέσματα των συγκρούσεων αυτών, εισάγει

στην πολιτική του φιλοσοφία την αναγκαιότητα της απόλυτης

πρωτοκαθεδρίας του κράτους, ενός κράτους του οποίου οι

υπήκοοι έχουν εκχωρήσει κάθε πολιτικό τους δικαίωμα, έχοντας

διατηρήσει, όμως, ιδιωτικής φύσης δικαιώματα και ελευθερία

στην προσωπική ζωή και στις οικονομικές συναλλαγές

(Φαρμάκης, 2010).

Η Συμβολαιακή Θεωρία του Locke

Σε αντίθεση με τον Hobbes, ο Locke θεωρεί ότι η φυσική

κατάσταση είναι ημικοινωνική και ότι η αρχέγονη ανθρώπινη

κοινωνία δεν χαρακτηρίζεται από απόλυτη αναρχία και

εξυπηρέτηση εγωϊστικών συμφερόντων. Αντίθετα, ο Locke θεωρεί

ότι οι άνθρωποι της αρχέγονης κοινωνίας ζούσαν με όρους

ισότητας, με ιδιοκτησία και ειρήνη. Έτσι, υπάρχει μια σαφής

διαφοροποίηση του Locke από τον Hobbes, αφού στον πρώτο ο

φυσικός νόμος διακατέχεται ήδη από ισότητα και ειρήνη, ενώ

υπάρχουν και στοιχεία συγκροτημένης κοινωνίας, όπως η

ιδιοκτησία, αλλά χωρίς περεταίρω καθορισμένες σχέσεις ή

κοινωνικούς θεσμούς. Επίσης, ο Locke πίστευε ότι η αρχέγονη

κοινωνία που περιέγραφε δεν ήταν απλά ένα μεθοδολογικό

τέχνασμα, αλλά έχει ιστορική υπόσταση, έχοντας υπάρξει στο

παρελθόν και υπάρχοντας ακόμα στην κοινωνική ζωή κάποιων

πρωτόγονων φυλών (Dunn, 2006).

Σε αντίθεση με την προ-κοινωνική αναρχία που αποτελεί

το αίτιο σύναψης του κοινωνικού συμβολαίου κατά τον Hobbes,

ο Locke αναφέρεται στους αναδυόμενους κοινωνικούς θεσμούς οι

οποιοι είναι εκείνοι που διαταρράσουν την αρμονία των

αρχέγονων κοινωνικών σχέσεων, αποτελώντας παράγοντες

παρακμής της φυσικής κατάστασης. Στην, κατά Locke, φυσική

κατάσταση, κάθε άνθρωπος είναι κύριος του εαυτού του και των

αγαθών που αποκτά με την εργασία που αυτός καταβάλλει. Αν

και στους φυσικούς πόρους και τα αγαθά έχουν δικαίωμα όλοι

οι άνθρωποι, τα προϊόντα της γής ή της θάλασσας που είναι

αποτέλεσμα της εργασίας κάποιου ανθρώπου ανήκουν στον ίδιο,

κατά τον νόμο της φυσικής ιδιοποιήσεως. Έτσι, όλοι οι άνθρωποι

ζουν σε μια ισότητα ως προς τον φυσικό νόμο, ο οποίος δίνει

το δικαίωμα σε όλους να αξιοποιούν τα φυσικά αγαθά και να τα

ιδιοποιούνται με την προϋπόθεση ότι θα έχουν εργαστεί για

αυτά και ότι θα λαμβάνουν μόνο όσα τους χρειάζονται και όχι

περισσότερα εις βάρος των υπολοίπων. Επιπλέον, η ζωή

καθορίζεται από την ελεύθερη βούληση, σε αντίθεση με την

μηχανιστική θεώρηση του Hobbes. Το πλαίσιο όμως δεν παύει να

είναι ωφελιμιστικό: οι άνθρωποι ζούν με βάση τον Φυσικό

Νόμο, ο οποίος ταυτίζεται με τον Λόγο και την θεϊκή βούληση,

επιτυγχάνοντας την αυτοσυντήρησή τους (Dunn, ο.π.). Έτσι, οι

επιδιώξεις εγωϊστικών συμφερόντων δεν ορίζουν μηχανιστικά

την ζωή των ανθρώπων, αλλά διαμεσολαβούνται από την έλλογη

σκέψη, η οποία περιορίζει τις πράξεις αυτές με βάση το

κοινωνικό συμφέρον. Συνυπάρχουν, δηλαδή, τα αισθήματα της

επιδίωξης εγωϊστικών στόχων και τα αισθήματα της κοινωνικής

αλληλεγγύης, αλλά τα δεύτερα διαμεσολαβούν τα πρώτα

καταλλήγοντας σε μια κοίνωνία η οποία διέπεται από μια αυτό-

περιοριστική ελευθερία, παρ’ ότι από μια απόλυτη ελευθερία η

οποία καταλήγει σε ασυδοσία (Φαρμάκης, 2010).

Οι περιπλοκές στην φυσική αυτή κατάσταση ξεκινούν όταν

εισάγονται πιο πολύπλοκοι κοινωνικοί όροι, οι οποίοι

διαταράσσουν αυτή την ισορροπία και την αρχέγονη ισότητα,

ειδικά ως προς την ιδιοκτησία και την εργασία. Η δυνατότητα

του ανθρώπου να μορφοποιεί τα προϊόντα της φύσης, καθώς και

ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας, δίνουν μια δυναμική

κατεύθυνση στην αρχέγονη κοινωνία, η οποία κατευθύνεται προς

την αλλαγή από το καθεστώς της κοινοκτημοσύνης στο καθεστώς

της ατομικής ιδιοκτησίας. Το όριο της επάρκειας, το να μην

καταναλώνει κάποιος περισσότερα από όσα χρειάζεται για να

του δώσουν αυτάρκεια, καθώς και ένα δεύτερο όριο, εκείνο της

φθοράς, καταρρέουν με την εισαγωγή του χρήματος στην

οικονομία. Η φθορά δεν παίζει πια ρόλο, εφ’ όσον το χρήμα

δεν φθείρεται, και η οικονομία προσανατολίζεται στην

παραγωγικότητα, αυξάνοντας τα αγαθά που παράγονται και

δίνοντας την δυνατότητα συσσώρευσης της ιδιοκτησίας

(Φαρμάκης, 2010).

Το πέρασμα αυτό, από την μη-παραγωγική κοινοκτημοσύνη

στην παραγωγικό καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας, είναι η

αιτία ανάδυσης μια σειράς συγκρούσεων που σχετίζονται με την

ιδιοκτησία. Η αρχέγονη φυσική κατάσταση μετατρέπεται σε μια

κοινωνία ατομικής ιδιοκτησία πριν την σύναψη του κοινωνικού

συμβολαίου. Στο διάστημα αυτό, μεταξύ της πολιτικής κοινωνία

που προκύπτει από το κοινωνικό συμβόλαιο και της αρχέγονης

κοινωνίας του φυσικού νόμου, η εισαγωγή του χρήματος και της

ατομικής ιδιοκτησία προκαλεί ανισότητες, καθώς δεν έχουν

όλοι οι άνθρωποι ατομική ιδιοκτησία, με αποτέλεσμα αυτοί που

την στερούνται να επιβουλεύονται τους κατόχους της (Μολυβάς,

2000; Στυλιανού, 2006). Πρόκειται για μια βίαιη, πολεμική

κατάσταση, κατά την οποία οι μη-ιδιοκτήτες προσπαθούν να

πάρουν με την βία την ιδιοκτησία από τους ιδιοκτήτες, οι

οποίοι με την σειρά τους αμύνονται με την βία. Εφ’ όσον δεν

υπάρχει κάποιος να διευθετήσει τις διαφωνίες που

εκδηλώνονται, η ανισότητα σε σχέση με την ιδιοκτησία

προκαλεί βίαιες αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε έχοντες και μη-

έχοντες, οι οποίες αδυνατούν να λυθούν με την επιβολή

κάποιας ποινής, από την στιγμή που δεν υπάρχει κάποια

νομοθετική και εκτελεστική εξουσία να επιβάλλει κάτι τέτοιο.

Η βίαιη αυτή κατάσταση και η θέληση αποφυγής της από τα

έλλογα ανθρώπινα όνταν είναι η αιτία σύναψης του κοινωνικού

συμβολαίου (Dunn, 2006 , Φαρμάκης, 2010).

Με την σύναψη του πολιτικού συμβολαίου, οι άνθρωποι

εγκαταλείπουν την απεριόριστη φυσική ελευθερία τους και

συγκεκριμένα της ελευθερίας της αυτεπάγγελτης επιβολής

ποινών, δικαίωμα το οποίο μεταβιβάζεται στην πολιτική

κοινωνία που συγκροτήται μέσω της σύναψης του κοινωνικού

συμβολαίου. Έτσι, δεν γίνεται μεταβίβαση όλων των πολιτικών

δικαιωμάτων στην προκύπτουσα οργανωμένη εξουσία, αλλά μόνο

εκείνων των δικαιωμάτων που παρέχουν την δυνατότητα σε αυτή

να υπερασπιστεί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και της

ασφάλειας της περιουσίας, της φυσικής ύπαρξης και της

ελευθερίας (Φαρμάκης, 2010).

Μια δημοκρατική κυβέρνηση είναι η πλέον κατάλληλη, κατά

την άποψη του Locke, για να διασφαλίσει τα παραπάνω

δικαιώματα, ως πολιτική κοινωνία που προκύπτει από την

σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου, θέτει όμως περιορισμούς με

βάση την ιδιοκτησία, κατά τους οποίους για να έχει κανείς

πλήρες δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά θα πρέπει να είναι

ιδιοκτήτης, αποκλείωντας με αυτόν τον τρόπο τα φτωχότερα

κοινωνικά στρώματα από την κυβέρνηση (Μολυβάς, 2000). Η

οποία κυβέρνηση, πάντως, θα πρέπει να υφίσταται και η ίδια

έλεγχο και περιορισμούς, κυρίως μέσω της νομοθετικής

εξουσίας, η οποία δύναται να περιορίσει τις πιθανές

αυθαιρεσίες της κυβέρνησης, κυρίως σε σχέση με την

ιδιοκτησία, όπως η επιβολή υπέρμετρων φόρων. Αυτές οι θέσεις

του Locke, επηρέασαν σημαντικά την πολιτική κατάσταση της

εποχής, όπως την Αμερικανική Επανάσταση, η οποία είχε ως

βασική αιτία την υπέρμετρη φορολόγηση των αποικιών από την

Βρετανική Αυτοκρατορία (Φαρμάκης, 2010). Ο Locke, λοιπόν, σε

αντίθεση με τον Hobbes, δεν προϋποθέτει για το κοινωνικό

συμβόλαιο την πλήρη εγκατάλειψη των πολιτικών δικαιωμάτων

προς όφελος του Κυρίαρχου / Κράτους, αλλά μόνον των

δικαιωμάτων που δίνουν την δυνατότητα στο Κράτος να

υπερασπίσει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών του, δίνοντας

επιπλέων την δυνατότητα της πολιτικής ανυπακοής στους

πολίτες, όταν παραβιάζεται η συμβολαιακή συμφωνία, περίπτωση

στην οποία οι πολίτες νομιμοποιούνται να αντρέψουν την

κυβέρνηση. Αυτό αποτελεί μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις

δύο θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου. Αυτό δεν σημαίνει,

βέβαια, ότι δεν υπάρχουν και κοινά στοιχεία: τόσο ο Hobbes,

όσο και ο Locke προσπάθησαν να ξεφύγουν από μια θεοκρατική

αντίληψη της συγκρότησης του κράτους, όπως εκείνες που

νομιμοποιούσαν την ελέω θεώ βασιλεία. Και οι δύο

επηρεάστηκαν από θετικές επιστήμες και χρησιμοποίησαν

παρόμοια μεθοδολογία και κοινές φιλοσοφικές βάσεις,

αναλύοντας την κοινωνία στα συστατικά της μέρη και

επιχειρώντας την κατανόηση της σύστασής της μέσω

ορθολογιστικών επιχειρημάτων, με ατομικιστικό και

ωφελιμιστικό χαρακτήρα (Σατελέ, 2006). Όμως, η σημαντικότερη

διαφορά, πέρα από την διαφορετική βάση εκίνησης -αφού η

αφετηρία του Hobbes είναι μια προ-κοινωνική κατάσταση

αναρχίας, ενώ του Locke είναι μια αρχέγονη κοινωνική

κατάσταση ισότητας και αρμονίας- είναι η πολιτική επίπτωση

των θεωριών τους: ο Hobbes μπορεί να μην δέχτηκε την ελέω

θεού Μοναρχία για θεοκρατικούς λόγους, αλλά στήριξε την

απόλυτη μοναρχία πιστεύοντας στην παντοδυναμία της εξουσίας

του κράτους ως αναγκαίο κακό. Αντίθετα, ο Locke στήριξε την

πιθανότητα μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης, στην οποία ακόμα

και πολιτική ανυπακοή είναι εξασφαλισμένα και αναγκαία, όχι

ως μέσο αμφισβήτησης των όρων του κοινωνικού συμβολαίου,

αλλά ως μέσο αποκατάστασής τους.

Η Συμβολαιακή Θεωρία του Rousseau

Η θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου, έτσι όπως

εκφράστηκε από τον Jean-Jacques Rousseau (1712-1778)

βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με την πολιτική φιλοσοφία του

Hobbes και το κοινωνικό συμβόλαιο του «Λεβιάθαν». Η

διαφοροποίηση αυτή έχει, φυσικά, τις βάσεις τις σε μια

ριζικά διαφορετική θεώρηση της «φύσης του ανθρώπους» από

εκείνη των Hobbes και Locke, οι οποίοι, αν και με ριζικές

διαφορές στην θεώρηση της φυσικής κατάστασης, εν τούτοις

συμβαδίζουν στο ότι το κοινωνικό συμβόλαιο προέκυψε από

αναγκαιότητα προάσπισης ατομικιστικών συμφερόντων και δίνουν

μια καθαρά ατομικιστική και ωφελιμιστική διάσταση στην

οργανωμένη πολιτική κοινωνία. Πρόκειται, δηλαδή, και στις

δύο περιπτώσεις για ένα κράτος το οποίο εξαναγκάζει τους

πολίτες ή τους υπηκούους να συμμορφωθούν με τους όρους και

τους κανόνες του.

Σε πρώτη ανάγνωση, σε σχέση με το ζήτημα της «φυσικής

κατάστασης», ο Rousseau έχει κάποια κοινά σημεία με τον

Locke, καθώς υποστηρίζει ότι οι προ-κοινωνικοί / αρχέγονοι

άνθρωποι ζούσαν ειρηνικά, κυρίως λόγω σπανιότητας της επαφής

και των τριβών στα μεταξύ τους συμφέρονται. Θυμίζοντας

περαιτέρω κάποια στοιχεία του Locke, ο Rousseau υποστηρίζει

ότι η ανάδυση της κοινωνίας και της ιδιοκτησίας ήταν αυτή

που προκάλεσε τον πόλεμο μεταξύ των ανθρώπων. Η άποψη αυτή,

όμως, δεν ταυτίζεται με εκείνη του Locke, καθώς ο Rousseau

δεν εστιάζει στην προστασία της ιδιοκτησίας, αλλά σε ένα

κοινωνικό συμβόλαιο που βασίζεται στο κοινό καλό και την κοινή

βούληση, αντί στην προστασία του ατομικισμού και των

εγωϊστικών επιθυμιών (Παυλίδης, 2000). Σε σχέση με τους

Hobbes και Locke, ο Rousseau θεωρεί ότι οι στοχαστές της

φιλελεύθερης ατομικιστικής Αγγλικής παράδοσης, χρησιμοποιούν

το κοινωνικό συμβόλαιο ως μέσο επιβολής της εξουσίας των

ισχυρών απέναντι στους αδύνατους, μια προσπάθεια φιλοσοφικής

νομιμοποίησης μορφών του κράτους και της πολιτικής κοινωνίας

οι οποίες θεσμοθετούν και νομιμοποιούν τις ανισότητες που

προκύπτουν είτε σε σχέση με τα πολιτικά δικαιώματα, είτε σε

σχέση με την ιδιοκτησία. Έτσι, τόσο το κυρίαρχο κράτος του

Hobbes, όσο και η «δημοκρατική» πολιτική κοινωνία του Locke,

κατά την άποψη του Rousseau είναι μέσα εδραίωσης της

ανισότητας και της νομιμοποίησής της στην έννομη τάξη,

προκαλώντας το υπόβαθρο για να προκύψουν τυρρανικά και

δεσποτικά καθεστώτα. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Rousseau ασκεί

σκληρή κριτική τους ατομικιστές φιλοσόφους και τις θεωρίες

κοινωνικού συμβολαίου που αυτοί διατύπωσαν (Σατελέ, 2006).

Η θεωρία κοινωνικού συμβολαίου του Rousseau

διατυπώνεται στο έργο του Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ή Αρχές Πολιτικού

Δικαίου (1762/1963), στην οποία ο Rousseau προσπαθεί να δώσει μια

εναλλακτική προσέγγιση του κοινωνικού συμβολαίου,

αποφεύγοντας την ατομικιστική φιλελεύθερη παράδωση την οποία

θεωρούσε ως νομιμοποίηση της τυρρανίας και της ανισότητας.

Αντίθετα, το κοινωνικό συμβόλαιο κατά τον Rousseau είναι μια

σύμβαση η οποία υπογράφεται ομόφωνα και με πλήρη συνείδηση

και επίγνωση από ίσα μεταξύ τους ελέυθερα άτομα, τα οποία,

μέσω του συμβολαίου, δημιουργούν μια πολιτική κοινωνία που

ορίζεται από θεσμούς διακυβέρνησης και την διασφάληση της

δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Έτσι, το κοινωνικό συμβόλαιο

αποτελεί την υπέρτατη και ισχυρότερη δέσμευση ενός πολίτη,

όχι μόνο απέναντι στο κράτος ή τους άλλους ανθρώπους, αλλά

κυρίως απέναντι στον εαυτό του, προς διασφάλιση του κοινού

καλού και της ελεύθερης κοινωνίας του δικαίου (Σατελέ,

2006). Σε αντίθεση με τον Λεβιάθαν του Hobbes, το κοινωνικό

συμβόλαιο σε αυτή την περίπτωση δεν στηρίζεται στην εκχώριση

των ατομικών δικαιωμάτων και την στέρηση της πολιτικής

ελευθερίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιβίωση.

Αντίθετα, ο ρόλος των πολιτικών δικαιωμάτων ενισχύεται στην

πολιτική του φιλοσοφία, όπου η οργανωμένη κοινωνία γίνεται

αντιληπτή ως όρος προάσπισης των δικαιωμάτων αυτών και όχι

ως μέσο καταπίεσής τους. Κατά αυτή την έννοια, ο Rousseau

βρίσκεται ριζικά αντίθετος, τόσο με τον Locke (ο οποίος

εστιάζει στο ατομικιστικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας), όσο και

πολύ περισσότερο με τον Hobbes (Σατελέ, 2006; Στυλιανού,

2006).

Στο κοινωνικό συμβόλαιο του Rousseau, τα άτομα με

ατομικιστικά και εγωϊστικά κίνητρα γίνονται πολίτες, άτομα

που συμμετέχουν στην οργανωτική και κυβερνητική εξουσία και

στην λήψη των αποφάσεων, μεταμορφώνοντας ριζικά την

ανθρώπινη κοινωνία μετά την σύναψη του συμβολαίου, με άξονες

το κοινό και το δημόσιο συμφέρον. Ο ατομικισμός, ο εγωϊσμός

και η απουσία της έλλογης σκέψης, καθώς και η βίαιες

συγκρούσεις που παράγονται από την σύγκρουση των ιδιωτικών

συμφερόντων, δίνουν την θέση της σε μια πολιτική κοινωνία

όπου κυριαρχεί το αίσθημα της δικαιοσύνης. Κατά αυτή την

έννοια, η φυσική ελευθερία ναι, μεν, περιορίζεται, αλλά το

αποτέλεσμα δεν είναι η καταπίεση των ανθρώπων. Αντίθετα, η

φυσική ελευθερία αντικαθίσταται με την ηθική ελευθερία, το

άτομο μεταμορφώνεται σε πολίτη και οι νόμοι στους οποίους

οφείλει να υπακούει είναι νόμοι που έχουν θεσπιστεί από τους

ίδιους τους πολίτες. Έτσι, η θεώρηση του Rousseau τηρεί

σαφείς αποστάσεις από την μακιαβελική και ωφελιμιστική

προσέγγιση των Hobbes και Rousseau, προτάσσοντας την σύνδεση

της πολιτικής με την ηθική και υποστηρίζοντας ότι ο τρόπος

με τον οποίο είναι οργανωμένη η πολιτεία και οι κοινωνικοί

θεσμοί είναι αυτό που παίζει ρόλο και στην διαμόρφωση των

πολιτών: αν η πολιτική κοινωνία είναι οργανωμένη πάνω σε

ηθικές βάσεις της δικαισύνης, της ελευθερίας και της

συμμετοχής:

«Οι αντιλήψεις ενός λαού πηγάζουν από την οργάνωση του. Μ’ όλο που ο νόμος

δε ρυθμίζει τα ήθη, αυτά γεννιούνται από τη νομοθεσία. Όταν η νομοθεσία

αδυνατίζει τα ήθη εκφυλίζονται...» (Rousseau, 1963:182)

Το κοινωνικό συμβόλαιο κατά τον Rousseau δεν χρειάζεται να

απαιτεί την εκχώρηση δικαιωμάτων και ελευθερίας από τα

άτομα, αλλά πρέπει να αποτελεί μια συνένωση που θα

προστατεύει και θα διασφαλίζει τα δικαιώματα αυτά και την

ελευθερία κάθε μέλους της συνένωσης αυτής. Δεν αρκεί όμως

αυτό: ο Rousseau εισάγει την ηθική διάσταση του ζητήματος,

μια σαφής διαφοροποίηση από τον Hobbes και τον Locke, οι

οποίοι έμειναν προσκολημένει σε μια ωφελιμιστική προσέγγιση.

Έτσι, το κοινωνικό συμβόλαιο του Rousseau απαιτεί την

εσωτερίκευση των αξιών της πολιτικής κοινωνίας, των αξιών

της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της συμμετοχής: μόνο με

αυτόν τον τρόπο ο πολίτης μπορεί να υπακούει σε νόμους,

υπακούοντας, στην ουσία, στον ίδιο του τον εαυτό,

ταυτιζόμενος με την γενική βούληση (Στυλιανού, 2006; Σατελέ,

2006). Πάνω σε αυτές τις βάσεις, ο Rousseau διατυπώνει,

τελικά, την πιο ριζοσπαστική θεωρία του κοινωνικού

συμβολαίου, τεκμηριώνοντας το δικαίωμα της επαναστατικής

ανατροπής κάθε καταπιεστικής εξουσίας (όπως της εξουσίας που

προτάσσει ο Hobbes) και επηρεάζοντας, με τον τρόπο αυτό,

ριζικά τον διαφωτισμό και τις αξίες της Γαλλικής Επανάστασης

(Παυλίδης, 2000). Όπως αναφέρεται και στον ίδιο τον Rousseau

(1963:138) : «... από τη στιγμή που η κυβέρνηση σφετερίζεται την

κυριαρχία, το κοινωνικό συμβόλαιο διασπάται. Κι’ όλοι οι απλοί πολίτες,

αποκτώντας και πάλι δικαιωματικά τη φυσική τους ελευθερία, εξαναγκάζονται

μα δεν είναι κι υποχρεωμένοι να υπακούουν»

Επίλογος – Συμπεράσματα

Στην παρούσα εργασία αναλύθηκαν οι τρείς βασικότερες

θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου, αυτές των Hobbes, Locke

και Rousseau. Και οι τρείς θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου

έχουν ως αφετηρία τον ορισμό της «φυσικής κατάστασης», μιας

προ-κοινωνικής, αρχέγονης κατάστασης του ανθρώπου, ώστε να

χρησιμοποιηθεί μεθοδολογικά για να εξηγηθεί η μετάβαση στην

πολιτική κοινωνία, καθώς και οι αιτίες που προκάλεσαν την

σύναψη του συμβολαίου. Ουσιαστικά έχουμε τρείς διαφορετικές

ανθρωπολογικές θεωρήσεις: την αρνητική θεώρηση του Hobbes,

κατά την οποία αιτία σύναψης του συμβολαίου είναι ο φόβος

του θανάτου, την ουδέτερη του Locke, κατά την οποία η αιτία

είναι η κοινωνικής δικαιωδοσίας, και η θετική του Rousseau,

όπου η αιτία είναι η φόβος της απώλειας της ελευθερίας. Οι

κοινωνικές ενώσεις που προκύπτουν από αυτά τα τρία συμβόλαια

είναι επίσης σημαντικά διαφορετικές, καμιά φορά και ριζικά

αντίθετες. Στον Λεβιάθαν του Hobbes, κάθε πολιτικό δικαίωμα

και ελευθερία εκχωρείται στον κυρίαρχο, με αντάλλαγμα την

άνεση και την ασφάλεια της προσωπικής ζωής και των

οικονομικών συναλλαγών. Στην πολιτική κοινωνία του Locke,

εκχωρούνται στην κυβέρνηση όχι όλα τα δικαιώματα, αλλά μόνο

εκείνα που την βοηθούν στο να φέρει εις πέρας την αποστολή

της: την προστασία της ιδιοκτησία, της ασφάλειας και της

ελευθερίας του ατόμου. Στο κράτος δικαίου του Rousseau, η

φυσική ελευθερία μειώνεται για να δώσει την θέση της στην

ηθική ελευθερία του πολίτη, στην ουσία διασφαλίζοντας και

προωθόντας περισσότερο την ατομική ελευθερία, η οποία

διασφαλίζεται από τον νόμο. Και οι τρείς θέσεις παράγουν

διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες που είτε έχουν

εκφραστεί ιστορικά, είτε έχουν διαμορφώσει ιδεολογίες που

δεν έχουν ακόμα κάποια ιστορική πραγμάτωση. Σε κάθε

περίπτωση όμως, οι τρείς θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου

συνδέονται με τρείς ριζικά διαφορετικές μορφές του κράτους.

Ο Hobbes προτάσσει την αναγκαιότητα της επιβίωσης απέναντι

στην ελευθερία, στηρίζοντας εν τέλει ένα απολυταρχικό

κράτος, ακόμα και αν η θεμελίωση της απόλυτης μοναρχίας δεν

γίνεται σε θεολογική, αλλά σε υλική και ωφελιμιστική βάση. Η

πρόταση του Locke είναι η πιο κοντινή στις σημερινές αστικές

δημοκρατίες, όπου το κράτος διασφαλίζει μέσω της νομοθεσίας

τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, δεν προωθεί όμως την

συμμετοχή ή την εξάλλειψη της ανισότητας. Τέλος, το

κοινωνικό συμβόλαιο του Rousseau αποτελεί την πιο

ριζοσπαστική θεώρηση από τις τρείς, προτάσσοντας μια

ουτοπική, σχεδόν, κοινωνία στην οποία η συμμετοχή των ίσων

και ελεύθερων πολιτών στις συλλογικές αποφάσεις και την

νομοθεσία, λειτουργεί με όρους άμεσης δημοκρατίας, απόλυτης

ισότητας απέναντι στον νόμο και ελευθερίας, εφ’ όσον οι

νόμοι συναποφασίζονται από το σύνολο των πολιτών και

εσωτερικεύονται από αυτούς, κάνοντας την ανάγκη για έναν

κυρίαρχο να χαθεί, εφ’ όσον όλοι αυτό-πειθαρχούν στον νόμο,

στην θέσπιση και την εφαρμογή του οποίου συμμετέχει ο κάθε

πολίτης. Έτσι, ο πολίτης δεν υπακούει πλέον στον νόμο, αλλά

στον εαυτό του, όντας με αυτό τον τρόπο σε μια κατάσταση

απόλυτης ελευθερίας.

Βιβλιογραφία

Dunn, J. (2006) Λοκ: Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, Αθήνα: Ελληνικά

Γράμματα

Hobbes, T. (2006) Λεβιάθαν, Αθήνα: Γνώση

Jean Jacques Rousseau (1963) Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, Αθήνα:Εκδόσεις Δ. Δαρέμα ,

Κιτρομηλίδης, Π.Μ. (1992) Πολιτικοί στοχαστές των νεώτερων χρόνων,

Αθήνα: Γνώση

Μεταξόπουλος, Α. (2006) Εισαγωγή στο Hobbes, T. (2006)

Λεβιάθαν, Αθήνα: Γνώση

Μολυβάς, Γ. (2000) Φιλοσοφία στη Ευρώπη, τ. Β’ Η Εποχή του

Διαφωτισμού, (17ος – 18ος αιώνας), Πάτρα: εκδ. ΕΑΠ

Παυλίδης, Π. (2000) Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ως θεωρία τουκοινωνικού γίγνεσθαι και ως ιδεώδες, Ουτοπία, τ.41, 37-48

Σατελέ, Φ. (2006) Η φιλοσοφία, τόμος Α, από τον Πλάτωνα ως τον Θωμά

τον Ακινάτη, από τον Γαλιλαίο ως τον Ζ.Ζ. Ρουσώ, Αθήνα: Γνώση

Στυλιανού, Α. (2006) Θεωρίες του κοινωνικου συμβολαίου, από τον

Γκρότιους στον Ρουσσώ, Αθήνα: πόλις

Φαρμάκης, Δ. (2010) Η έννοια του κοινωνικού συμβολαίου στην

πολιτική φιλοσοφία του Thomas Hobbes και του John Locke,

Φιλοσοφείν, τ.2, 123-136