Ημέρα Ανεξαρτησίας: Η αυτονομία της κοινοτικής...

32
«Ημέρα Ανεξαρτησίας: Η αυτονομία της κοινοτικής έννομης τάξης την επαύριον της απόφασης του ΔΕΚ επί των υποθέσεων Kadi (C-402/05) και Al-Barakaat (C-415/05 P)» Μανώλης Περάκης Ι. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Την 3 η Σεπτεμβρίου 2008 το ΔΕΚ εξέδωσε την πολυαναμενόμενη απόφασή του επί της αναιρέσεως των Yassin Abdullah Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (εφεξής Kadi) 1 . Η συγκεκριμένη υπόθεση, που είχε αχθεί πρωτοδίκως ενώπιον του ΠΕΚ, αφορούσε σημαντικές πτυχές συνταγματικής υφής της ενωσιακής έννομης τάξης. Στην παρούσα μελέτη θα επιχειρηθεί μία προσέγγιση των θεμελιωδών ζητημάτων που έθιξε και διαμόρφωσε η απόφαση Kadi, καθώς και η ανάδειξη της διαφοράς του σκεπτικού μεταξύ του δικαστή του ΠΕΚ και του συνταγματικού δικαστή του ΔΕΚ. Αρχικά θα γίνει μία ανασκόπηση του ιστορικού πλαισίου της διαφοράς (ΙΙ). Στη συνέχεια θα αναλυθεί και θα σχολιαστεί η απόφαση του ΔΕΚ ως προς τα τρία βασικότερα σημεία της, ήτοι το ζήτημα των εξωτερικών αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η σχέση μεταξύ κοινοτικού και διεθνούς δικαίου, και η εξασφάλιση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (III). Τέλος, θα αντληθούν τα ανάλογα συμπεράσματα (ΙV). ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Κατά την περίοδο 1999 με 2002, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (εφεξής ΣΑ) εξέδωσε τα Ψηφίσματα 1267, 1333, 1390 και 1453 2 , με τα οποία επέβαλε κυρώσεις κατά προσώπων και οντοτήτων ύποπτων για σχέση με τρομοκρατικές Δικηγόρος Δ.Ν., Ειδικός Επιστήμων Νομικής Σχολής Αθηνών. 1 ΔΕΚ C-402,415/05 Ρ, απόφαση της 03/09/2008, Kadi and Al Barakaat International Foundation / Συμβούλιο και Επιτροπή, Συλλ. 2008, σελ. Ι-6351.

Transcript of Ημέρα Ανεξαρτησίας: Η αυτονομία της κοινοτικής...

«Ημέρα Ανεξαρτησίας: Η αυτονομία της κοινοτικήςέννομης τάξης την επαύριον της απόφασης του ΔΕΚεπί των υποθέσεων Kadi (C-402/05) και Al-Barakaat

(C-415/05 P)»

Μανώλης Περάκης

Ι. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Την 3η Σεπτεμβρίου 2008 το ΔΕΚ εξέδωσε τηνπολυαναμενόμενη απόφασή του επί της αναιρέσεως των YassinAbdullah Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου καιΕπιτροπής (εφεξής Kadi)1. Η συγκεκριμένη υπόθεση, που είχεαχθεί πρωτοδίκως ενώπιον του ΠΕΚ, αφορούσε σημαντικέςπτυχές συνταγματικής υφής της ενωσιακής έννομης τάξης.

Στην παρούσα μελέτη θα επιχειρηθεί μία προσέγγισητων θεμελιωδών ζητημάτων που έθιξε και διαμόρφωσε ηαπόφαση Kadi, καθώς και η ανάδειξη της διαφοράς τουσκεπτικού μεταξύ του δικαστή του ΠΕΚ και τουσυνταγματικού δικαστή του ΔΕΚ. Αρχικά θα γίνει μίαανασκόπηση του ιστορικού πλαισίου της διαφοράς (ΙΙ). Στησυνέχεια θα αναλυθεί και θα σχολιαστεί η απόφαση του ΔΕΚως προς τα τρία βασικότερα σημεία της, ήτοι το ζήτημα τωνεξωτερικών αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η σχέση μεταξύκοινοτικού και διεθνούς δικαίου, και η εξασφάλιση τηςπροστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (III). Τέλος, θααντληθούν τα ανάλογα συμπεράσματα (ΙV).

ΙΙ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Κατά την περίοδο 1999 με 2002, το ΣυμβούλιοΑσφαλείας του ΟΗΕ (εφεξής ΣΑ) εξέδωσε τα Ψηφίσματα 1267,1333, 1390 και 14532, με τα οποία επέβαλε κυρώσεις κατάπροσώπων και οντοτήτων ύποπτων για σχέση με τρομοκρατικές

Δικηγόρος Δ.Ν., Ειδικός Επιστήμων Νομικής Σχολής Αθηνών.1 ΔΕΚ C-402,415/05 Ρ, απόφαση της 03/09/2008, Kadi and Al BarakaatInternational Foundation / Συμβούλιο και Επιτροπή, Συλλ. 2008, σελ. Ι-6351.

πράξεις. Οι συγκεκριμένες κυρώσεις αποτελούσαν μόνο έναμέρος ενός ευρύτερου συνόλου μέτρων κατά τηςτρομοκρατίας, που υιοθετήθηκαν σε διεθνές επίπεδο3 καιείχαν ως στόχο την οικονομική αποδυνάμωση τωντρομοκρατικών οργανώσεων και κατ’ επέκταση τη σύλληψη καιτιμωρία των μελών τους.

Κεντρικό ρόλο στο σύστημα αυτό διαδραμάτισε ηΕπιτροπή Κυρώσεων του ΟΗΕ, η οποία είχε εντολή ναεντοπίσει όσους συσχετίζονται καθοιονδήποτε τρόπο με τηντρομοκρατική οργάνωση Αλ Κάιντα και να τους καταχωρήσεισε μία δημοσίως προσβάσιμη λίστα. Στη συνέχεια τα κράτημέλη του ΟΗΕ υποχρεούνταν να παγώσουν τις καταθέσεις τωνσυγκεκριμένων προσώπων και να τους επιβάλουν περιορισμούςστη μετακίνηση.

Κρίνοντας ως επιβεβλημένη την από κοινού δράση ωςπρος την εφαρμογή των παραπάνω Ψηφισμάτων του ΣΑ, τοΣυμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθέτησε δύο ΚοινέςΘέσεις περί περιοριστικών μέτρων κατά των Ταλιμπάν στοπλαίσιο της ΚΕΠΠΑ4, οι οποίες συνοδεύτηκαν από δύοΚανονισμούς σε κοινοτικό επίπεδο5, προκειμένου ναεπιτευχθεί η σύνδεση του πρώτου με τον δεύτερο πυλώνα.

Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος των Ταλιμπάν, τοΣυμβούλιο υιοθέτησε δύο νέες Κοινές Θέσεις6, πουυλοποιήθηκαν σε κοινοτικό επίπεδο από δύο νέους

2 S/RES/1267 (1999) της 15 Οκτωβρίου 1999, S/RES/1333 (2000) της 19ηςΔεκεμβρίου 2000, S/RES/1390 (2002) της 16 Ιανουαρίου 2002, καιS/RES/1453 (2002) της 24ης Δεκεμβρίου 2002.3 Βλ. ειδικότερα «Η παγκόσμια στρατηγική του ΟΗΕ κατά τηςτρομοκρατίας», Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης A/RES/60/288 της 8ηςΣεπτεμβρίου 2006.4 Κοινή Θέση 1999/727/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 294, σελ. 1) και Κοινή Θέση2001/154/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 57, σελ. 1).5 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 337/2000 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου2000, για την απαγόρευση πτήσεων και το πάγωμα κεφαλαίων και άλλωνοικονομικών πόρων που αφορούν την Ταλιμπάν του Αφγανιστάν (ΕΕ L 43,σελ. 1), και Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 467/2001 του Συμβουλίου, της 6ηςΜαρτίου 2001, για την απαγόρευση της εξαγωγής ορισμένων αγαθών καιυπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυση της απαγόρευσης πτήσεων καιτην παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων και άλλων οικονομικών πόρων όσοναφορά την Ταλιμπάν του Αφγανιστάν, και την κατάργηση του κανονισμού(ΕΚ) αριθ. 337/2000 (ΕΕ L 67, σελ. 1).6 Κοινή Θέση 2002/402/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 139, σελ. 4) και Κοινή Θέση2003/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 53, σελ. 62).

Κανονισμούς7, ήτοι τον 881/2002/ΕΚ και τον 561/2003/ΕΚ,ούτως ώστε οι κυρώσεις να στρέφονται και σε πρόσωπα μησχετιζόμενα με κράτη ή κυβερνήσεις, ζήτημα που είναιεξαιρετικά λεπτό ως προς τις νομικές του πτυχές. Για τολόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως νομική βάση των Κανονισμών,εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 60 και 301 ΣυνθΕΚ, καιη «συμπληρωματική» διάταξη του άρθρου 308 ΣυνθΕΚ.

Έπειτα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης

Σεπτεμβρίου 2001, η Επιτροπή Κυρώσεων του ΟΗΕ αναγνώρισετον κύριο Kadi και το ίδρυμα Al Barakaat ως υπόπτουςτρομοκρατικής δράσης, εντάσσοντάς τους στηνπροαναφερθείσα λίστα υπόπτων. Κατόπιν αυτού, και προςεφαρμογή των αντιστοίχων Ψηφισμάτων του ΣΑ του ΟΗΕ, ηΚοινότητα υιοθέτησε δύο Κανονισμούς, βάσει του οποίουπάγωναν όλες οι τραπεζικές τους καταθέσεις εντός τωνκρατών μελών8.

Το Δεκέμβριο του 2001 τα εν λόγω πρόσωπα προσέφυγανκατά των δύο συγκεκριμένων Κανονισμών και του Κανονισμού467/2001 ενώπιον του ΠΕΚ, και ζήτησαν την ακύρωσή τους. Ηπροσφυγή τους βασιζόταν κατ’ ουσίαν στο ότι η Κοινότηταδεν έχει αρμοδιότητα να υιοθετήσει έναν Κανονισμόεπιβάλλοντα οικονομικές κυρώσεις σε συγκεκριμένα πρόσωπα,άσχετα με κυβερνήσεις κρατών, και ότι ο επίδικοςΚανονισμός παραβίαζε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπωςαυτό της ιδιοκτησίας, της προηγούμενης ακρόασης και τηςδίκαιης δίκης.

7 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 881/2002 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2002,για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένωνπροσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, τοδίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση τουκανονισμού (ΕΚ) αριθ. 467/2001 του Συμβουλίου για την απαγόρευση τηςεξαγωγής ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών στο Αφγανιστάν, την ενίσχυσητης απαγόρευσης πτήσεων και την παράταση της δέσμευσης κεφαλαίων καιάλλων οικονομικών πόρων όσον αφορά τους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν (ΕΕ L139, σελ. 9), και Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 561/2003 του Συμβουλίου, της27ης Μαρτίου 2003, για την τροποποίηση, σε ό,τι αφορά τις εξαιρέσειςαπό τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων, του κανονισμού (ΕΚ)αριθ. 881/2002 για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρωνκατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον ΟσάμαΜπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν (ΕΕ L 82, σελ.1).8 Κανονισμός 2062/2001/ΕΚ και 2199/2001 αντίστοιχα.

Στις αποφάσεις του, το ΠΕΚ απέρριψε όλα τα σκέλη τωναιτήσεων ακύρωσης9. Κατόπιν αυτού, οι δύο προσφεύγοντεςκατέθεσαν αναίρεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ενώπιοντου ΔΕΚ, με αίτημα να εξαφανιστεί η απόφαση και ναακυρωθούν οι επίδικοι Κανονισμοί του Συμβουλίου. Ταεπιχειρήματα των αναιρεσειόντων ήταν η έλλειψη ορθήςνομικής βάσης του Κανονισμού και η λανθασμένη εφαρμογήαπό το ΠΕΚ κανόνων του διεθνούς δικαίου, με αποτέλεσμα τημη ορθή εκτίμηση των αιτιάσεων που υπεβλήθησαν πρωτοδίκωςπερί προσβολής των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η απόφαση εξεδόθη την 3η Σεπτεμβρίου 2008, αφούυπέβαλαν παρατηρήσεις και τέσσερα κράτη μέλη, και πιοσυγκεκριμένα το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρεςκαι η Ισπανία. Το σκεπτικό του ΔΕΚ είναι συνολικώςδιαφορετικό από αυτό του ΠΕΚ10, ακόμη και στα σημείαεκείνα, στα οποία τα δύο δικαστήρια καταλήγουν στο ίδιοσυμπέρασμα.

ΙΙΙ. ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΕΚ

i . Νομική βάση των «έξυπνων κυρώσεων» και υπέρβαση του πυλωνικού διαχωρισμού αρμοδιοτήτων

α) Το σκεπτικό του ΔΕΚ

Η πρώτη αιτίαση των προσφευγόντων στην αίτησηακύρωσης ήταν ότι οι διατάξεις των άρθρων 60, 301 και 308ΣυνθΕΚ χρησιμοποιήθηκαν μη ορθώς ως νομική βάση τωνεπιδίκων Κανονισμών.

Το ζήτημα των οικονομικών κυρώσεων, που συνιστούνακόμη σήμερα τη σπονδυλική στήλη στο πλαίσιο της

9 ΠΕΚ Τ-306/01, απόφαση της 21/9/2005, Yusuf and Al Barakaat InternationalFoundation / Συμβούλιο και Επιτροπή, Συλλ. 2005, σελ. ΙΙ-3533, Τ-315/01,απόφαση της 21/9/2005, Kadi / Συμβούλιο και Επιτροπή, Συλλ. 2005, σελ. ΙΙ-364910 Για συνολική παρουσίαση της απόφασης του ΠΕΚ, που προδίδει μία«αμηχανία» του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, βλ. Ρ. Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,«Έξυπνες κυρώσεις και κοινοτικό δίκαιο: το «μετέωρο βήμα» τουκοινοτικού δικαστή – Σκέψεις με αφορμή τις αποφάσεις του ΠΕΚ Kadi καιYsyuf / Al Barakaat της 21ης Σεπτεμβρίου 2005», Εφαρμογές ΔημοσίουΔικαίου, Τεύχος 2/2006.

παγκόσμιας ασφάλειας11, συνιστά ένα εξαιρετικά πολύπλοκονομικά θέμα όσον αφορά του ενωσιακού δικαίου, καθότιαπαιτεί μία δια-πυλωνική προσέγγιση12.

Ειδικότερα, μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τηδημιουργία του διαμορφούμενου από την ΚΕΠΠΑ δεύτερουπυλώνα, έγινε επιτακτική η ανάγκη για μία διάταξη –«γέφυρα»13, που θα επιτελούσε το ρόλο διόδου μετατροπήςμίας πολιτικής απόφασης της Ένωσης σε κοινοτική επιταγήκύρωσης οικονομικού και εμπορικού περιεχομένου.

Για το σκοπό αυτό εισήχθη στη ΣυνθΕΚ η διάταξη τουάρθρου 301, κατά την οποία: «Όταν μία κοινή θέση ή κοινή δράση,που εγκρίθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης για την ΕυρωπαϊκήΈνωση σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας,προβλέπει δράση της Κοινότητας για τη μερική ή ολοκληρωτική μείωση ήδιακοπή των οικονομικών σχέσεων με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, τοΣυμβούλιο αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση τηςΕπιτροπής, λαμβάνει τα αναγκαία επείγοντα μέτρα». Παρόμοιαλειτουργία επιτελεί και η διάταξη του άρθρου 60 ΣυνθΕΚόσον αφορά τα κεφάλαια και τις πληρωμές.

Ο Κανονισμός, η ακύρωση του οποίου ζητήθηκε από τουςπροσφεύγοντες στην Kadi είχε υιοθετηθεί βάσει των άρθρων60, 301 και 308 ΣυνθΕΚ. Ο λόγος που θεωρήθηκαν ανεπαρκείςοι δύο πρώτες διατάξεις και χρησιμοποιήθηκεσυμπληρωματικά το άρθρο 308 ήταν ότι επρόκειτο για«έξυπνες κυρώσεις», οι οποίες επιβάλλονταν κατά προσώπωνκαι όχι κρατών ή κυβερνήσεων. Η νομική αυτή πρωτοτυπία, ηοποία ωστόσο σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής ασφαλείαςτείνει να γίνει ο κανόνας μετά την 11η Σεπτεμβρίου, δενπροβλέπεται ρητώς από το κοινοτικό δίκαιο και πιοσυγκεκριμένα τις διατάξεις των άρθρων 301 και 60 ΣυνθΕΚ,με αποτέλεσμα να προσφύγουν τα όργανα στο «άρθροδιαφυγής», ήτοι το 308 ΣυνθΕΚ14.

11 Για περισσότερα βλ. P. FORLATI and L. SICILIANOS, Les sanctionséconomiques en droit international, Martinus Nijhoff, 2004.12 Βλ. μεταξύ άλλων P. KOUTRAKOS, EU International Relations Law, HartPublishing, 2006, σελ. 428 επ.13 Βλ. Γ. ΚΑΡΙΨΙΑΔΗ εις Σκουρή, Ερμηνεία Συνθηκών για την ΕΕ και τη ΕΚ, άρθρο308 ΕΚ, σελ. 1661.14 Κατά το άρθρο 308 ΣυνθΕΚ: «Αν ενέργεια της Κοινότητας θεωρείται αναγκαία γιατην πραγματοποίηση ενός από τους στόχους της στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινήςαγοράς και δεν προβλέπονται από την παρούσα Συνθήκη οι προς το σκοπό αυτόναπαιτούμενες εξουσίες, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεων

Πράγματι, το άρθρο 308 (πρώην 235) ΣυνθΕΚ, τουοποίου το γράμμα έχει μείνει αμετάβλητο από τη Συνθήκητης Ρώμης, έχει εξελιχθεί σε μία από τις συχνότεραεφαρμοζόμενες στην πράξη και από τις πλέον αμφιλεγόμενεςστη θεωρία διατάξεις15, εισάγοντας προ του γράμματος τουνόμου κοινές ρυθμίσεις σε τομείς που στη συνέχειαπεριελήφθησαν ρητώς στη ΣυνθΕΚ16.

Κατά τη δίκη ενώπιον του ΠΕΚ, το τελευταίο συμφώνησεμε τους διαδίκους17 ότι τα άρθρα 301 και 60 ΣυνθΕΚ δεναρκούν ως νομική βάση για κυρώσεις, που απευθύνονται σεπρόσωπα18. Πράγματι, δεδομένης της ανάγκης τήρησης τηςαρχής των «απονεμημένων αρμοδιοτήτων», ο όρος «χώρες» τωνάρθρων 60 και 301 ΣυνθΕΚ δεν μπορεί να μεταβληθεί σετέτοιο βαθμό δια της ερμηνευτικής διαδικασίας, ώστε ναπεριλαμβάνει και άτομα. Στην αναίρεση το ΔΕΚ συμφώνησε μετην κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου19.

Κατόπιν αυτού, το ερώτημα που τέθηκε είναι εάν ηδιάταξη του άρθρου 308 ΣυνθΕΚ μπορούσε, ακόμη μία φορά,να «διορθώσει» την έλλειψη νομικής βάσης. Όπως γίνεταικατανοητό, η χρήση της συγκεκριμένης διάταξης για τησυμπλήρωση ενός κενού νομικής βάσης σε ένα μέτρο, τουοποίου οι ρίζες βρίσκονται στην ΚΕΠΠΑ, ενέχει σοβαρούςκινδύνους υπερ-διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων της Κοινότηταςεις βάρος του δευτέρου πυλώνα της Ένωσης, άρα και τηςίδιας της Ένωσης εις βάρος των κρατών μελών.

Στο ερώτημα αυτό το ΠΕΚ απάντησε θετικά, διασώζονταςτο κύρος του Κανονισμού, και εκτιμώντας ότι ο σκοπός τουάρθρου 301 ΣυνθΕΚ είναι να εφαρμοστεί η Κοινή Θέση πουλήφθηκε στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ. Το ΔΕΚ ωστόσο απέρριψε τοσκεπτικό του και τη δυνατότητα χρήσης για το σκοπό αυτότου άρθρου 308 ΣυνθΕΚ. Πιο συγκεκριμένα, έκρινε ότι:

με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θεσπίζει ομοφώνως τις κατάλληλες διατάξεις».15 Βλ. Ε. ΠΡΕΒΕΔΟΥΡΟΥ εις Σκουρή, Ερμηνεία Συνθηκών για την ΕΕ και τη ΕΚ,άρθρο 308 ΕΚ, σελ. 1689. Βλ. και ΔΕΚ C-2/94, γνωμοδότηση της28/3/1996, Γνωμοδότηση περί ΕΣΔΑ, Συλλ. 1996, σελ. Ι-1759.16 Βλ. Ν. ΣΚΑΝΔΑΜΗ, Ευρωπαϊκό Δίκαιο: Θεσμοί και έννομες τάξεις της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης, Α. Ν. Σάκκουλας, 1997, σελ. 305.17 Αντίθετα ο Γενικός Εισαγγελέας στις Προτάσεις του για τη δίκηενώπιον του ΔΕΚ της 16/1/2008, σκ. 13.18 Σκέψεις 87-97 της απόφασης ΠΕΚ.19 Σκέψη 168 της απόφασης ΔΕΚ.

197. Μολονότι είναι ακριβής η επισήμανση του Πρωτοδικείου ότι υφίσταταιμία δίοδος επικοινωνίας μεταξύ των δράσεων της Κοινότητας που συνίσταταιστην επιβολή οικονομικών μέτρων δυνάμει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, καιτων σκοπών της Συνθήκης ΕΕ στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων, δηλαδήτης ΚΕΠΠΑ, εντούτοις ούτε στο γράμμα των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ ούτεστην οικονομία της Συνθήκης αυτής μπορεί να στηριχθεί η άποψη ότι ηδίοδος αυτή υφίσταται και ως προς άλλες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ, ιδίωςως προς το άρθρο 308 ΕΚ.198. Ειδικότερα, όσον αφορά το άρθρο 308 ΕΚ, αν γινόταν δεκτή η άποψητου Πρωτοδικείου, η διάταξη αυτή θα καθιστούσε δυνατή, στο ειδικότεροπλαίσιο των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, την έκδοση κοινοτικών πράξεων πουδεν θα απέβλεπαν στην υλοποίηση ενός από τους σκοπούς της Κοινότητας,αλλά ενός από τους σκοπούς της Συνθήκης ΕΕ στον τομέα των εξωτερικώνσχέσεων, στους οποίους περιλαμβάνεται η ΚΕΠΠΑ.…202. Η συνύπαρξη της Ενώσεως και της Κοινότητας ως ολοκληρωμένων μεναλλά διακριτών μεταξύ τους νομικών τάξεων, το σύστημα συνταγματικήςδιαρθρώσεως σε πυλώνες που επέλεξαν οι συντάκτες των ισχυουσών σήμερασυνθηκών, που ορθώς επισήμανε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 120 τηςαναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως Kadi και 156 της αναιρεσιβαλλομένηςαποφάσεως Yusuf και Al Barakaat, συνιστούν συνταγματικής τάξεως λόγουςαντιτιθέμενους στην επέκταση της διόδου επικοινωνίας ως προς άρθρα τηςΣυνθήκης ΕΚ πέραν εκείνων προς τα οποία αυτή ρητώς διασυνδέει.

Ωστόσο, κατά το ΔΕΚ, παρότι το άρθρο 308 ΣυνθΕΚ δενθα μπορούσε να επιτελέσει το ρόλο συμπλήρωσης του σκοπούτου άρθρου 301, κάτι τέτοιο τελικώς δεν απαιτείται.Πράγματι, κατά το Δικαστήριο η επιβολή οικονομικώνκυρώσεων εμπεριέχεται σιωπηρά στο σκοπό του άρθρου 301ΣυνθΕΚ, και το άρθρο 308 ΣυνθΕΚ χρησιμεύει μόνο για τησυμπλήρωση των μέσων, για την ειδικότερη δηλαδήδυνατότητα επιβολής οικονομικών κυρώσεων σε πρόσωπα. Κατάσυνέπεια, το ΠΕΚ έκρινε ορθώς, αλλά με λάθοςσυλλογιστική. Πιο συγκεκριμένα, κατά το αναιρετικόδικαστήριο:224. Επιβάλλεται, σχετικώς, να υπομνησθεί ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη203 της παρούσας αποφάσεως, εφόσον αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο ενόςσυστήματος θεσμικής οργανώσεως που στηρίζεται στην αρχή των κατ’απονομή αρμοδιοτήτων, το άρθρο 308 ΕΚ δεν μπορεί να αποτελέσει βάσηπρος διεύρυνση του τομέα αρμοδιοτήτων της Κοινότητας πέραν του γενικούπλαισίου που προκύπτει από το σύνολο των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ.

225. Ο σκοπός, όμως, που επιδιώκει ο προσβαλλόμενος κανονισμός μπορείνα συναρτηθεί με έναν από τους σκοπούς της Κοινότητας, κατά την έννοια τουάρθρου 308 ΕΚ, ώστε η έκδοση αυτού του κανονισμού να μην συνεπάγεταιυπέρβαση του τομέα των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, όπως αυτόςπροκύπτει από το γενικό πλαίσιο που τάσσουν οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚστο σύνολό τους.226. Πράγματι, τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, καθόσον προβλέπουν κοινοτικήαρμοδιότητα προς επιβολή περιοριστικών μέτρων οικονομικής φύσεωςπροκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή δράσεις που έχουν αποφασιστεί στοπλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, αποτελούν έκφραση ενός σιωπηρού και λανθάνοντοςσκοπού, της παροχής δηλαδή της δυνατότητας λήψεως τέτοιων μέτρων διάτης αποτελεσματικής χρησιμοποιήσεως μιας κοινοτικής νομοθετικήςδυνατότητας.…230. Πράγματι, αν οικονομικά και χρηματοπιστωτικά μέτρα όπως αυτά πουπροβλέπει ο προσβαλλόμενος κανονισμός, συνιστάμενα σε δέσμευση, κατ’αρχήν γενικευμένη, όλων των κεφαλαίων και λοιπών οικονομικών πόρωντων προσώπων κατά των οποίων στρέφονται, μπορούσαν να επιβληθούνμονομερώς από κάθε κράτος μέλος, η διασπορά τέτοιων εθνικών μέτρων θαμπορούσε να επηρεάσει τη λειτουργία της κοινής αγοράς. Ειδικότερα, τέτοιαμέτρα θα μπορούσαν να επηρεάσουν το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο,ιδίως όσον αφορά την κυκλοφορία κεφαλαίων και πληρωμών, καθώς και τηνεκ μέρους των επιχειρηματιών άσκηση του δικαιώματος εγκαταστάσεως. Θαμπορούσαν, επίσης, να προκύψουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, στομέτρο που ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ των μέτρων που μονομερώς θαελάμβαναν τα κράτη μέλη θα μπορούσε να ευνοήσει από πλευράςανταγωνισμού ορισμένους επιχειρηματίες, χωρίς αυτά τα πλεονεκτήματα ήμειονεκτήματα να δικαιολογούνται για οικονομικούς λόγους.

Κατόπιν αυτών των σκέψεων, το ΔΕΚ έκρινε ότι ορθώς οΚανονισμός υιοθετήθηκε βάσει των άρθρων 60, 301 και 308ΣυνθΕΚ.

β) Σχόλιο

Η συγκεκριμένη συλλογιστική του ΔΕΚ είναι εξαιρετικάπολύπλοκη, και επικρίθηκε ως αντιφατική20. Ωστόσο, κατάτην άποψη του γράφοντος έχει μία αυστηρή εσωτερική20 Βλ. μεταξύ άλλων Α. ΜΗΤΣΟΛΙΔΟΥ, «Τα ψηφίσματα του ΣυμβουλίουΑσφαλείας και η δικαστική προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων στοκοινοτικό δίκαιο: Σχόλιο στην απόφαση Kadi», Ευρωπαίων Πολιτεία, Τεύχος3/2008, σελ. 811.

λογική, που βασίζεται στη θεμελιώδη διαφοροποίηση μεταξύενός σκοπού της Κοινότητας και των μέσων που μετέρχεται οκοινοτικός νομοθέτης για την επίτευξή του.

Ειδικότερα, το ΠΕΚ στο σκεπτικό του έκρινε ότι τοάρθρο 301 ΣυνθΕΚ έχει ως σκοπό, με την ιδιότητα της«γέφυρας» μεταξύ δύο πυλώνων, την εφαρμογή της ειλημμένηςστο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ πολιτικής απόφασης, αλλά με μέσατου κοινοτικού δικαίου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριοκατέληξε ότι τα μέσα αυτά δεν παρέχονται βάσει της ίδιαςδιάταξης, γι’ αυτό είναι απαραίτητη η προσφυγή στο άρθρο308 ΣυνθΕΚ.

Αντίθετα, το ΔΕΚ προσέγγισε διαφορετικά το ζήτημα.Πιο συγκεκριμένα, ερμήνευσε διασταλτικά το άρθρο 301ΣυνθΕΚ, καταλήγοντας στο ότι, ναι μεν ενεργοποιείταιέπειτα από απόφαση του δευτέρου πυλώνα, ο σκοπός του όμωςείναι αυτοτελής, και ορίζεται ως η «δράση της Κοινότηταςγια τη μερική ή ολοκληρωτική μείωση ή διακοπή τωνοικονομικών σχέσεων». Επομένως, επειδή πρόκειται γιαεπίτευξη σκοπού της Κοινότητας, εδώ μπορεί να εφαρμοστείτο 308 ΣυνθΕΚ, για να καλύψει το κενό που δημιουργείταιαπό τη διάταξη του άρθρου 301 ΣυνθΕΚ, που αναφέρεται σε«τρίτες χώρες» και όχι πρόσωπα.

Με άλλα λόγια, εάν, όπως έκρινε το ΠΕΚ, το άρθρο 301ΣυνθΕΚ ήταν απλά μία «δίοδος» μεταξύ των πυλώνων, τότεδεν θα επιτελούσε αυτόνομο κοινοτικό σκοπό, αλλά θαεξυπηρετούσε έναν ενωσιακό. Στην περίπτωση αυτή το άρθρο308 ΣυνθΕΚ, το οποίο αναφέρεται αποκλειστικά σε εκπλήρωσησκοπού μόνο της Κοινότητας, δεν θα μπορούσε ναεφαρμοστεί. Τελικώς όμως το άρθρο 301 ΣυνθΕΚ, όπωςερμηνεύθηκε από το ΔΕΚ, θεμελιώνει αυτόνομα έναν «σιωπηρόκαι υπολανθάνοντα» σκοπό της Κοινότητας, και επομένως ταμέσα πραγματοποίησης του σκοπού του μπορούν νασυμπληρωθούν από το άρθρο 308 ΣυνθΕΚ.

Η διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 301ΣυνθΕΚ, στην οποία προέβη το ΔΕΚ, είναι σίγουρα τολμηρή.Η βάση της βρίσκεται στο παραδοσιακό κριτήριο της άμεσηςσύνδεσης με την Κοινή Αγορά21, αφού, όπως ορθώςεπισημαίνει ο κοινοτικός δικαστής, οι οικονομικές21 Για την ενίσχυσης της αγοράς ως κριτήριο νομολογιακής ερμηνείας τουκοινοτικού δικαίου, και ειδικότερα ως προς τη δια-πυλωνικότητα, βλ.Μ. ΠΕΡΑΚΗ, Τα δικαιοδοτικά όρια του ΔΕΚ υπό ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, ΝομικήΒιβλιοθήκη, 2009, σελ. 433 επ.

κυρώσεις έχουν επιπτώσεις στους κανόνες λειτουργίας της,όπως ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Παρά ταύτα, δεν παύει νασυνιστά ένα ακόμη νομολογιακό βήμα προς την πλήρηαυτονομία αλλά και την ενίσχυση του πρώτου πυλώνα έναντιτων υπολοίπων.

Πιο συγκεκριμένα, το ΔΕΚ ξεκινάει το συλλογισμό τουαπό την επισήμανση της λανθασμένης κρίσης του ΠΕΚ, πουέγκειται σε μία ερμηνεία οδηγούσα στην υπερβολικήεπέκταση των κοινοτικών αρμοδιοτήτων έναντι τωνενωσιακών. Κατά τον αναιρετικό δικαστή, δεν μπορεί ναγίνει δεκτό ότι το άρθρο 308 ΣυνθΕΚ μπορεί να προσθέσειέναν σκοπό ανάμεσα σε αυτούς που έχουν ειδικάαναγνωριστεί στην Κοινότητα από τα κράτη μέλη.

Στη συνέχεια όμως, με μία κίνηση συλλογισμού, ηοποία ομοιάζει με μεταβολή αλλά είναι στην πραγματικότηταελιγμός, το ΔΕΚ καταλήγει στο ότι το άρθρο 301 ΣυνθΕΚεμπεριέχει έναν αυτοτελή σκοπό, χωρίς να τον αντλεί απότην αντίστοιχη Κοινή Θέση ή Δράση της ΚΕΠΠΑ. Επομένως ησύνδεσή των δύο πράξεων δεν είναι κατ’ ουσία νομική, αλλάκαθαρά χρονική, αφού πρέπει βάσει του λεκτικού τηςδιάταξης να προηγηθεί η ενωσιακή πολιτική απόφαση τηςκοινοτικής.

Με άλλα λόγια, το άρθρο 301 ΣυνθΕΚ δεν είναι ένακέλυφος κοινοτικής υφής, εντός του οποίου μεταφέρεται καιεφαρμόζεται σε κοινοτικό πλαίσιο μία απόφαση ΚΕΠΠΑ, αλλάμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου που βαίνει παραλλήλωςμε αυτές του δεύτερου πυλώνα, χωρίς όμως να τις τέμνει.

Προκύπτει από τα παραπάνω ότι τόσο το ΠΕΚ, όσο καιτο ΔΕΚ, προέβησαν σε μία ιδιαίτερα ευρεία ερμηνεία τηςκοινοτικής αρμοδιότητας, επιθυμώντας να καταλήξουν στηνορθότητα της νομικής βάσης του επίδικου Κανονισμού.Προκειμένου να το πετύχουν, ακολούθησαν διαφορετικήδικαιοδοτική οδό. Το μεν ΠΕΚ ερμήνευσε κατά υπερβολικήδιαστολή το άρθρο 308 ΣυνθΕΚ, το δε ΔΕΚ έκανε το ίδιο,αλλά με το άρθρο 301 ΣυνθΕΚ.

Θα μπορούσε ακόμη να υποστηριχθεί ότι η συλλογιστικήτου ΔΕΚ αποτελεί μία ακόμη παραλλαγή της αρχής του«χρησίμου αποτελέσματος». Πράγματι, η αναγνώριση ενόςσυγκεκριμένου και αυτόνομου σκοπού στο άρθρο 301 ΣυνθΕΚεξυπηρετεί σαφώς την αποτελεσματικότητα της διάταξης, καιπιο συγκεκριμένα την ολοκληρωμένη εφαρμογή των

οικονομικών κυρώσεων. Σε διαφορετική περίπτωση, όπου τοάρθρο 301 ΣυνθΕΚ θα εξυπηρετούσε ουσιαστικά σκοπό τουδεύτερου πυλώνα, τότε το άρθρο 308 ΣυνθΕΚ δεν θα μπορούσενα εφαρμοστεί, με συνέπεια η απόφαση του Συμβουλίου σταπλαίσια της ΚΕΠΠΑ να μείνει ανεφάρμοστη22.

Εξάλλου η επιμονή του ΔΕΚ στη διατήρηση του άρθρου308 ΣυνθΕΚ ως νομικής βάσης του επιδίκου Κανονισμούοφείλεται και σε ένα συλλογισμό δημοκρατικήςνομιμοποίησης. Πιο συγκεκριμένα, ενώ τα άρθρα 60 και 301ΣυνθΕΚ δεν προβλέπουν κανένα ρόλο για το Κοινοβούλιο,αντίθετα το άρθρο 308 ΣυνθΕΚ επιβάλλει διαβούλευση με τοΚοινοβούλιο. Συνεπώς, όπως σε πάγια νομολογία του το ΔΕΚεπιλέγει ως ορθή ανάμεσα σε ισοδύναμες νομικές βάσειςεκείνη, που εξυπηρετεί περισσότερο τη δημοκρατικότητα καιτις συμμετοχικές διαδικασίες23, έτσι και στην απόφαση Kadiείναι πιθανό να έπαιξε ρόλο η συλλογιστική αυτή.

Σε κάθε περίπτωση είναι ευδιάκριτο το νομολογιακόράπισμα που δέχεται ακόμη μία φορά ο διαχωρισμός τηςΈνωσης σε πυλώνες, όπως εγκαθιδρύθηκε από τη Συνθήκη τουΜάαστριχτ. Πράγματι, σε πολύ σημαντικές αποφάσεις τουκατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, το ΔΕΚ έχεικαταστήσει σαφές ότι η Ένωση είναι ουσιαστικά μία ενιαίατάξη αρχών και αξιών, και ότι η πυλωνική κατάτμησή τηςδεν μπορεί να φτάνει σε βαθμό τέτοιο, ώστε να οδηγήσει σεαμφισβήτηση του χαρακτήρα της αυτού24.

Παράλληλα με τη διακριτική υποβάθμιση τηςδιαχωριστικής λειτουργίας των πυλώνων, και ενθαρρυμένοαπό τη διάταξη του άρθρου 47 ΣυνθΕΕ, που το ορίζει ωςφύλακα των ορίων τους, το ΔΕΚ προβαίνει και σε μία ακόμηνομολογιακή και δια της τελολογικής ερμηνείας του δικαίουενίσχυση των κοινοτικών αρμοδιοτήτων25. Αυτό που επικρίνει22 Για την προσέγγιση της εφαρμογής της αρχής αυτής από το ΔΕΚ αλλά μεάλλο σκεπτικό, βλ. C. ECKES, «Test Case for the Resilience of theEU’s Constitutional Foundations: International Sanctions againstIndividuals», European Public Law Review, Vol. 15 (2009), σελ. 361.23 Βλ. μεταξύ άλλων ΔΕΚ C-300/89, απόφαση της 11/6/1991, Επιτροπή /Συμβούλιο, Συλλ. 1991, σελ. Ι-2867.24 Βλ. π.χ. ΔΕΚ C-105/03, απόφαση της 16/6/2005, Pupino, Συλλ. 2005,σελ. Ι-5285.25 Βλ. και ΔΕΚ C-176/03, απόφαση της 13/9/2005, Επιτροπή / Συμβούλιο,Συλλ. 2005, σελ. Ι-7879, όπου το ΔΕΚ αναγνώρισε νομολογιακά τηναρμοδιότητα της Κοινότητας να υιοθετεί νομοθετικά μέτρα, που ναπροβλέπουν ποινικές κυρώσεις, καθώς και C-91/05, απόφαση της

το ΠΕΚ ότι έπραξε με την εκτός ορίων εφαρμογή του άρθρου308 ΣυνθΕΚ, το κάνει τελικώς το ίδιο, επεκτείνοντας τηναρμοδιότητα της Κοινότητας και πέραν των εξωτερικώνοικονομικών σχέσεων, στην εξωτερική οικονομική πολιτική.Η επί χρόνια ένταξη των οικονομικών κυρώσεων σε μία«καθαρά» κοινοτική διάταξη, και δη αυτή του άρθρου 133ΣυνθΕΚ, το διευκολύνει στη στάση του αυτή.

Τα συμπεράσματα αυτά παραπέμπουν στην κοινοτικήαρχή, η οποία, όπως θα φανεί και παρακάτω, διαπνέει όλητην απόφαση του ΔΕΚ και το πνεύμα της εντοπίζεται στηναπάντησή του σε όλους τους αναιρετικούς ισχυρισμούς τωνπροσφευγόντων. Πρόκειται για την αυτονομία της κοινοτικήςέννομης τάξης ως μίας «ιδιαίτερης έννομης τάξης»,διαφορετικής από τη διεθνή ή τις εθνικές των κρατώνμελών26.

Πράγματι, η ιδιαιτερότητα της αυτονομίας τηςκοινοτικής έννομης τάξης δεν αναιρείται από τη δημιουργίατης Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα στην οποία το κοινοτικόσύστημα υφίσταται ακέραιο και αναλλοίωτο ως υποσύστηματης Ένωσης27. Η ερμηνεία του άρθρου 301 ΣυνθΕΚ από το ΔΕΚστην απόφαση Kadi ενισχύει την αρχή αυτή της αυτονομίας,επιβεβαιώνοντας το ρόλο του ως συνταγματικούδικαστηρίου28.

ii . Σχέσεις διεθνούς και κοινοτικής έννομης τάξης

α) Το σκεπτικό του ΔΕΚ ως προς την «ασυλία» των κοινοτικών μέτρων πουενσωματώνουν Ψηφίσματα του ΣΑ

20/5/2008, Επιτροπή / Συμβούλιο, Συλλ. 2008, σελ. Ι-3651, όπου το ΔΕΚέκρινε ότι σκοπός του άρθρου 47 ΣυνθΕΕ είναι η διατήρηση και ηανάπτυξη του κοινοτικού κεκτημένου (σκ. 59).26 ΔΕΚ 26/62, απόφαση της 5/2/1963, Van Gend en Loos / Administratie derBelastingen, Συλλ. 1963, σελ. 3, ΔΕΚ 6/64, απόφαση της 15/7/1964, Costa /E.N.E.L., Συλλ. 1964, σελ. 1141, και C-1/91, γνωμοδότηση της14/12/1991, Γνώμοδότηση περί ΕΟΧ, Συλλ. 1991, σελ. Ι-6079.27 Βλ. Ν. ΣΚΑΝΔΑΜΗ, όπ. π. 16, σελ. 55.28 Βλ. P. CRAIG, «The Jurisdiction of the Community CourtsReconsidered», The European Court of Justice (edited by G. De Búrca andJ.H.H.Weiler), Oxford University Press, 2001, σελ. 177 επ.

Το δεύτερο σημαντικό ζήτημα που τέθηκε στην Kadiείναι η σχέση μεταξύ της διεθνούς και της κοινοτικήςέννομης τάξης, υπό την παράμετρο ότι η Κοινότητα δενείναι μέλος του ΟΗΕ. Πιο συγκεκριμένα, το ΠΕΚ έκρινεπρωτοδίκως ότι, λόγω των υποχρεώσεων που απορρέουν για τακράτη μέλη από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, ο επίδικοςΚανονισμός δεν μπορεί να ελεγχθεί από το ίδιο ωςεφαρμόζων απόφαση του ΣΑ, παρά μόνο με βάση το διεθνέςαναγκαστικό δίκαιο (ius cogens)29.

Στην αναιρετική απόφαση, και από την αρχή τηςεξέτασης του σκεπτικού αυτού του ΠΕΚ, το ΔΕΚ ξεκαθάρισεότι ο έλεγχος νομιμότητας μίας κοινοτικής πράξηςενσωμάτωσης Ψηφίσματος του ΣΑ με κριτήριο την προστασίατων θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τηνομιμότητα και την υπεροχή του ίδιου του Ψηφίσματος. Πιοσυγκεκριμένα, έκρινε ότι:288. Εξάλλου, ενδεχόμενη απόφαση κοινοτικού δικαιοδοτικού οργάνουκρίνουσα ότι κοινοτική πράξη εκδοθείσα προς εφαρμογήν ενός τέτοιουψηφίσματος αντιβαίνει προς υπέρτερο κανόνα της κοινοτικής εννόμου τάξεωςδεν θα συνεπαγόταν αμφισβήτηση της υπεροχής του ψηφίσματος αυτού σεεπίπεδο διεθνούς δικαίου.289. Το Δικαστήριο έχει ήδη ακυρώσει απόφαση του Συμβουλίουεγκρίνουσα διεθνή συμφωνία αφού προηγουμένως εξέτασε την εσωτερικήνομιμότητα της αποφάσεως αυτής σε σχέση με την οικεία συμφωνία και αφούδιαπίστωσε προσβολή γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, συγκεκριμένα,της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (απόφαση της 10ηςΜαρτίου 1998, C-122/95, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I-973).

Σύμφωνα με τη συλλογιστική του ΔΕΚ, το Πρωτοδικείοέσφαλε στο σημείο αυτό. Πράγματι, το ΠΕΚ αντελήφθη τηνιεραρχία των πηγών του δικαίου ως έχουσα στην πρώτη θέσητο ius cogens, έπειτα τις αποφάσεις του ΣΑ, και τέλος τιςιδρυτικές Συνθήκες της Ένωσης. Εξάλλου το ΠΕΚ έλαβεπροφανώς υπ’ όψη του την παράμετρο των πολιτικώνεπιπτώσεων, που θα ενείχε μία διακήρυξη δικαιοδοσίαςπαρεμπίπτοντος ελέγχου του κύρους ενός Ψηφίσματος του ΣΑτου ΟΗΕ.

Αντίθετα, το ΔΕΚ ακολούθησε την άποψη του ΓενικούΕισαγγελέα Maduro στο σημείο αυτό30, και έκρινε το ζήτημα

29 Σκέψεις 112-115 της απόφασης ΠΕΚ.30 Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα για τη δίκη ενώπιον του ΔΕΚ της16/1/2008, σκ. 39.

των σχέσεων διεθνούς και ενωσιακού δικαίου από τη σκοπιάτου εσωτερικού, συνταγματικού δικαστή, παραβλέπονταςτυχόν επιπλοκές πολιτικής φύσης κατά τη νομολογιακήενίσχυση της αυτονομίας της κοινοτικής έννομης τάξης.Ξεκίνησε τη συλλογιστική του τονίζοντας ότι:282. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι μια διεθνής συμφωνία δεν μπορεί να θίγειτο σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων που καθιερώνουν οι Συνθήκες και,συνακόλουθα, την αυτονομία του κοινοτικού νομικού συστήματος, τονσεβασμό της οποίας εγγυάται το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 220 ΕΚ,αρμοδιότητα που το ίδιο το Δικαστήριο έχει κρίνει ως αποτελούσα μία απότις βάσεις της Κοινότητας.…285. Εξ όλων των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις πουεπιβάλλει μια διεθνής συμφωνία δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τηνπροσβολή των συνταγματικών αρχών της Συνθήκης ΕΚ, μεταξύ των οποίων ηαρχή ότι όλες οι κοινοτικές πράξεις πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδηδικαιώματα, δεδομένου ότι ο σεβασμός αυτός αποτελεί προϋπόθεση τηςνομιμότητάς τους την οποία το Δικαστήριο ελέγχει στο πλαίσιο του πλήρουςσυστήματος μέσων παροχής ενδίκου προστασίας που καθιερώνει η Συνθήκηαυτή.

Στη συνέχεια, λειτουργώντας όπως ένα εθνικόσυνταγματικό δικαστήριο που βρίσκεται ενώπιον τηςεφαρμογής ενός διεθνούς κανόνα, το ΔΕΚ δεν δίστασε ναελέγξει τη νομιμότητα του καθεστώτος επιβολής οικονομικώνκυρώσεων που έχει εγκαθιδρύσει ο ΟΗΕ, και να καταλήξειστο ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν προστατεύονταιεπαρκώς εντός αυτού. Πιο συγκεκριμένα, επεσήμανε ότι:321. Εν πάση περιπτώσει, η ύπαρξη, στο πλαίσιο αυτού του συστήματος τωνΗνωμένων Εθνών, της διαδικασίας επανεξετάσεως ενώπιον της επιτροπήςκυρώσεων, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι προσφάτως επελθούσεςτροποποιήσεις αυτής, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα γενικευμένηδικαστική ασυλία στο πλαίσιο της εσωτερικής εννόμου τάξεως τηςΚοινότητας.322. Πράγματι, μια τέτοια ασυλία, η οποία θα συνιστούσε σημαντικήπαρέκκλιση από το σύστημα δικαστικής προστασίας των θεμελιωδώνδικαιωμάτων που προβλέπει η Συνθήκη ΕΚ, δεν κρίνεται δικαιολογημένη,δεδομένου ότι η εν λόγω διαδικασία επανεξετάσεως δεν παρέχει ασφαλώς τιςεγγυήσεις μιας δικαστικής προστασίας.

Περαιτέρω το ΔΕΚ έκρινε ουσιαστικά ότι οι κανόνεςπου απορρέουν από τον ΟΗΕ δεν έχουν διαφορά, από άποψηισχύος, από αυτούς που πηγάζουν από τους άλλους διεθνείς

οργανισμούς. Άλλωστε, κατά τον κοινοτικό δικαστή ταΨηφίσματα του ΣΑ πρέπει να εφαρμόζονται πάντα σεσυνάρτηση και με τις υπόλοιπες διατάξεις του ΚαταστατικούΧάρτη του ΟΗΕ. Πιο συγκεκριμένα:292. … το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι απορρέουσες από τα άρθρα177 ΕΚ έως 181 ΕΚ αρμοδιότητες της Κοινότητας στον τομέα της συνεργασίαςκαι της αναπτύξεως πρέπει να ασκούνται τηρουμένων των υποχρεώσεων πουέχουν αναληφθεί στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και των λοιπών διεθνώνοργανισμών (απόφαση της 20ής Μαΐου 2008, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C-91/05, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 65 και την εκείπαρατιθέμενη νομολογία).

Προκειμένου να περάσει στον έλεγχο του ίδιου τουεπιδίκου Κανονισμού με βάση το κοινοτικό δίκαιο, το ΔΕΚυπενθύμισε ότι ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ δενεπιβάλλει στα κράτη την επιλογή συγκεκριμένου προτύπουγια την εφαρμογή ψηφισμάτων, που εκδίδει το ΣυμβούλιοΑσφαλείας δυνάμει του κεφαλαίου VII του Χάρτη31. Με άλλαλόγια, το Ψήφισμα του ΣΑ καθορίζει το στόχο, καιεπαφίεται στα μέλη του οργανισμού να προσδιορίσουν τακατάλληλα μέσα για την επίτευξή του. Στο επίπεδο αυτό οιυποχρεώσεις των κρατών ομοιάζουν με αυτές στην περίπτωσημίας κοινοτικής Οδηγίας32. Σε κάθε περίπτωση ο κοινοτικόςνομοθέτης ελέγχεται βάσει του κοινοτικού δικαίου για τηνομιμότητα των μέτρων που επιλέγει, κατά συνέπεια υπόέλεγχο τίθεται και ο επίδικος Κανονισμός.

Κατόπιν των παραπάνω, το ΔΕΚ κατέληξε στο ότι τακοινοτικά μέτρα, που ενσωματώνουν Ψηφίσματα του ΟΗΕ, δενέχουν κάποια ιδιαίτερη θέση στην ιεραρχία των πηγών τουκοινοτικού δικαίου, αλλά ελέγχονται κανονικά για τησυμφωνία τους με τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου,μεταξύ των οποίων είναι και η γενική αρχή της προστασίαςτων θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Άλλωστε, επεσήμανε το ΔΕΚ33, ακόμη και εάν ηΚοινότητα ήταν μέλος του ΟΗΕ, του δίκαιο που θα απέρρεεαπό αυτόν θα λάμβανε ιεραρχικά μία θέση υψηλότερα αυτήςτου παραγώγου κοινοτικού δικαίου, αλλά θα υπόκειτο στο

31 Σκέψη 298 της απόφασης.32 Άρθρο 249 παρ. 3 ΣυνθΕΚ.33 Σκέψη 307 της απόφασης ΔΕΚ.

πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, όπως γενικότερα συμβαίνει μετους κανόνες του διεθνούς συμβατικού δικαίου34.

β) Το σκεπτικό του ΔΕΚ ως προς τα θεμέλια της κοινοτικής εννόμου τάξεως

Όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτωνεντός της κοινοτικής έννομης τάξης, το ΔΕΚ υπενθύμισε ότιτυχόν υποχρεώσεις, που απορρέουν από διεθνείς συνθήκες,δεν μπορούν να θίξουν ούτε την αυτονομία της κοινοτικήςέννομης τάξης, τόσο σε θεσμικό όσο και σε ουσιαστικόεπίπεδο, ούτε τις συνταγματικές της αρχές35.

Εν προκειμένω, όσον αφορά την κρίση τουΠρωτοδικείου, το Δικαστήριο έκρινε ως εσφαλμένη τη σκέψηότι, λόγω της σχέσεως της έννομης τάξης του ΟΗΕ με τηνκοινοτική, αποκλείεται ο κατά το κοινοτικό δίκαιο έλεγχοςτης κοινοτικής πράξης υπό το φως της προστασίας τωνθεμελιωδών δικαιωμάτων.

Επ' αυτού υπενθυμίζεται ότι κατά το ΠΕΚ ένας τέτοιοςέλεγχος μπορεί να λάβει χώρα μόνο βάσει του ius cogens36.Αντί του ius cogens, το ΔΕΚ αντιμετώπισε το ζήτημα ωςεσωτερικό συνταγματικό δικαστήριο, και ανέδειξε ως μόνοκριτήριο ελέγχου των κοινοτικών πράξεων την προστασία τωνθεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτή απορρέει απότην κοινοτική έννομη τάξη. Πιο συγκεκριμένα επεσήμανεότι:317. Πράγματι, το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου τίθεται εντόςτου πλαισίου της εσωτερικής και αυτοτελούς εννόμου τάξεως της Κοινότητας,στο οποίο εντάσσεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός και εντός του οποίου τοΔικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει το κύρος των κοινοτικώνπράξεων με κριτήριο τα θεμελιώδη δικαιώματα.

Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο κοινοτικός δικαστήςτόνισε ότι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ηοποία έως τώρα αναφερόταν ως «γενική αρχή του κοινοτικούδικαίου» έχουσα ίδια ιεραρχική θέση με τις διατάξεις τωνιδρυτικών Συνθηκών37, συνιστά «θεμέλιο της κοινοτικής34 ΔΕΚ C-61/94, απόφαση της 10/9/1996, Επιτροπή / Γερμανία, Συλλ. 1996,σελ. Ι-3989.35 Σκέψει2 282 και 285 της απόφασης ΔΕΚ.36 Σκέψη 299 της απόφασης ΔΕΚ.37 ΔΕΚ C-11/70, απόφααση της 17.12.1970, Internationale HandelsgesellschaftmbH / Einfuhr- und Vorratsstelle für Getreide und Futtermittel, Συλλ. 1970, σελ.

εννόμου τάξεως». Στο σημείο αυτό το ΔΕΚ φαίνεται ότιεισάγει μία νέα έννοια στο κοινοτικό δίκαιο, δεδομένουότι τα «θεμέλια της κοινοτικής εννόμου τάξεως» είναι κάτισαν «σύνταγμα μέσα στο σύνταγμα», έχουν δηλαδή ισχύανώτερη και από τις υπόλοιπες διατάξεις των ιδρυτικώνΣυνθηκών.

Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι:301. Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι το άρθρο 234 της Συνθήκης ΕΚ(νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 307 ΕΚ) μπορεί, αν συντρέχουν οιπροϋποθέσεις εφαρμογής, να επιτρέψει παρεκκλίσεις ακόμη και από τοπρωτογενές δίκαιο, π.χ. από το άρθρο 113 της Συνθήκης ΕΚ περί κοινήςεμπορικής πολιτικής.302. Είναι, επίσης, ακριβές ότι το άρθρο 297 ΕΚ επιτρέπει σιωπηρώς τηνπαρεμβολή κωλυμάτων στη λειτουργία της κοινής αγοράς απορρεόντων απόμέτρα που λαμβάνει κράτος μέλος προς εφαρμογήν διεθνών υποχρεώσεωνπου ανέλαβε προς τον σκοπό της εμπεδώσεως της διεθνούς ειρήνης καιασφάλειας.

Παρότι όμως τα άρθρα 297 και 307 ΣυνθΕΚ επιτρέπουνπαρεκκλίσεις από το πρωτογενές δίκαιο, δεν επιτρέπουν καιαποκλίσεις από τα «θεμέλια της κοινοτικής εννόμουτάξεως». Πιο συγκεκριμένα:303. Εντούτοις, οι διατάξεις αυτές δεν πρέπει να ερμηνευθούν υπό τηνέννοια ότι επιτρέπουν παρέκκλιση από τις αρχές της ελευθερίας, τηςδημοκρατίας, καθώς και του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου καιτων θεμελιωδών ελευθεριών, που καθιερώνονται με το άρθρο 6,παράγραφος 1, ΕΕ, ως θεμέλιο της Ενώσεως.304. Πράγματι, το άρθρο 307 ΕΚ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ναδικαιολογήσει παρέκκλιση από τις αρχές που συνιστούν τα θεμέλια τηςκοινοτικής εννόμου τάξεως, μεταξύ των οποίων η προστασία τωνθεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία περιλαμβάνει και τον έλεγχο εκ μέρουςτου κοινοτικού δικαστή της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων ως προς τησυμφωνία τους με τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα.

Με άλλα λόγια, το ΔΕΚ καταλήγει στο ότι εντός τωνιδρυτικών Συνθηκών και κυρίως στο άρθρο 6 παρ. 1 ΣυνθΕΕδιατυπώνονται αρχές, όπως η ελευθερία, η δημοκρατία και οσεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίεςθεμελιώνουν κανόνες και αρχές αξίας υπέρτερης και τουπρωτογενούς ακόμη δικαίου, και βάσει των οποίων πρέπει ναερμηνεύεται και το τελευταίο.

1125.

Τελικώς το ΔΕΚ επεσήμανε την ύπαρξη του αντίστοιχου«κοινοτικού» ius cogens, βάσει του οποίου ελέγχεται τοκύρος των κοινοτικών πράξεων, ακόμη και όταν έχουνεκδοθεί βάσει Ψηφισμάτων του ΣΑ ή αφορούν εφαρμογήπαραδοσιακών πια διατάξεων «διαφυγής», όπως είναι αυτέςτων άρθρων 307 και 297 ΣυνθΕΚ.

γ) Σχόλιο

Τα θεμέλια της κοινοτικής εννόμου τάξεως

Λόγω των συμπερασμάτων του περί ελέγχου τουΚανονισμού με βάση τις γενικές αρχές του κοινοτικούδικαίου, το ΔΕΚ έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση τηςνομιμότητας της επίδικης κοινοτικής πράξης με βάση το iuscogens38, χάνοντας (ή αποφεύγοντας) την ευκαιρία ναξεκαθαρίσει το ζήτημα της ιεράρχησης των διεθνών κανόνωναναγκαστικού δικαίου σε σχέση με το πρωτογενές και τοπαράγωγο κοινοτικό δίκαιο.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, βάσει του λεκτικούτης απόφασης του Δικαστηρίου, φαίνεται ότι αφήνεται ναεννοηθεί πως το ius cogens έχει τη θέση που έχουν όλοι οιδιεθνείς κανόνες, δηλαδή ανάμεσα στο πρωτογενές και τοκοινοτικό δίκαιο.

Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρτης άποψης αυτής.

Αφενός κάποιες διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη τουΟΗΕ εκφράζουν κανόνες αναγκαστικού διεθνούς δικαίου39,αλλά παρόλα αυτά το ΔΕΚ έκρινε ότι το δίκαιο που απορρέειαπό τον Χάρτη θα είχε, εάν η Κοινότητα ήταν μέλος τουοργανισμού, υπέρτερη μόνο του παραγώγου κοινοτικούδικαίου ισχύ. Αφετέρου από την επιχειρηματολογία τουΔικαστηρίου περί των «θεμελίων της κοινοτικής εννόμουτάξεως» φαίνεται ότι το ΔΕΚ επιλέγει τη συλλογιστική ενόςεθνικού συνταγματικού δικαστή, ο οποίος είναι απίθανο ναδεχόταν οποιαδήποτε αρχή του διεθνούς δικαίου ωςυπερέχουσα του εθνικού συντάγματος.

38 Σκέψη 329 της απόφασης του ΔΕΚ.39 Βλ. ΕΜΜ. ΡΟΥΚΟΥΝΑ, Διεθνές Δίκαιο, τεύχος 1ο, Α. Ν. Σάκκουλας, 1997,σελ. 215.

Όπως και να ‘χει, ο κοινοτικός δικαστής δενδιετύπωσε μία σαφή θέση πάνω στο ζήτημα. Το σίγουρο είναιότι, λόγω της αυτονομίας της κοινοτικής έννομης τάξης, οιίδιοι οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου είναι πουκαθορίζουν την ιεραρχική θέση που έχει το διεθνές δίκαιοοιασδήποτε φύσης και μορφής στο εσωτερικό τηςΚοινότητας40.

Ξεκάθαρη ήταν αντιθέτως η θέση του ΔΕΚ πάνω στοζήτημα της διάταξης του άρθρου 6 ΣυνθΕΕ. Η θεμελίωση μίαςνέας, υπέρτατης σε ισχύ τάξης στην πυραμίδα των πηγών τουκοινοτικού δικαίου, και πιο συγκεκριμένα αυτής των«θεμελίων της κοινοτικής εννόμου τάξεως», πουεντοπίζονται κατά κύριο λόγο στη διάταξη του άρθρου 6παρ. 1 ΣυνθΕΕ, είναι εξαιρετικά ρηξικέλευθη, ακόμη καιγια τα δεδομένα του ΔΕΚ. Ο εντοπισμός ενός «συντάγματοςμέσα στο σύνταγμα», ενός «ius commune europeum», όπωςεύστοχα χαρακτηρίσθηκε41, ομοιάζει με τις δικλείδεςασφαλείας που περιλαμβάνουν τα περισσότερα εθνικάσυντάγματα, βάσει των οποίων ορισμένες θεμελιώδειςδιατάξεις τους είναι μη αναθεωρήσιμες42.

Η αλήθεια είναι ότι μία τέτοια προσέγγιση του ΔΕΚδεν είναι απολύτως καινούργια. Έχει υποστηριχθεί η άποψηότι ο κοινοτικός δικαστής είχε αφήσει και στο παρελθόν ναεννοηθεί ότι υπάρχουν στις ιδρυτικές Συνθήκες διατάξεις,οι οποίες δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση43. Πράγματι, στηΓνωμοδότηση περί ΕΟΧ44, το Δικαστήριο είχε κρίνει, σε ένακάπως αινιγματικό σημείο, ότι:70. Όπως ήδη ειπώθηκε …, μία διεθνής συμφωνία που θα εγκαθιδρύει έναδικαιοδοτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου ενός δικαστηρίου μεαρμοδιότητα ερμηνείας των διατάξεών της, δεν είναι κατ’ αρχήν ασυμβίβαστη

40 Βλ. και G. PALOMBELLA, «The Rule of Law Beyond the State: failures,promises and theory», International Journal of Constitutional Law, Vol. 7(2009), σελ. 462.41 Βλ. Ρ. Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «Έξυπνες κυρώσεις και κοινοτικό δίκαιο:ξετυλίγοντας το «μίτο της Αριάδνης» – Μία συνολική θεώρηση με αφορμήτην απόφαση του ΔΕΚ της 3ης Σεπτεμβρίου 2008 στην υπόθεση Kadi και AlBarakaat», Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, Τεύχος 1/2009.42 Π.χ. στο ελληνικό Σύνταγμα αυτές ορίζονται στο άρθρο 110 παρ. 1.43 Σχετικώς βλ. και Μ. ΠΕΡΑΚΗ, όπ. π. 21, σελ. 294 επ.44 C-1/91, γνωμοδότηση της 14/12/1991, Γνώμοδότηση περί ΕΟΧ, Συλλ. 1991,σελ. Ι-6079.

με το κοινοτικό δίκαιο και μπορεί επομένως να έχει ως νομική βάση το άρθρο238 [νυν 310] της Συνθήκης ΕΟΚ.71. Το άρθρο 238 [νυν 310] της Συνθήκης ΕΟΚ δεν παρέχει έρεισμα για τηνμέσω συνάψεως διεθνούς συμφωνίας καθιέρωση ενός δικαιοδοτικούσυστήματος που θίγει το άρθρο 164 [νυν 220] της Συνθήκης αυτής και,γενικότερα, τα ίδια τα θεμέλια της Κοινότητας.72. Για τους ίδιους λόγους, η τροποποίηση του άρθρου 238 [νυν 310] δεν θαμπορούσε να άρει το ασυμβίβαστο του δικαιοδοτικού συστήματος τηςΣυμφωνίας προς το κοινοτικό δίκαιο.

Εάν όντως η πρόθεση του ΔΕΚ με τις παραπάνω σκέψειςήταν να ξεχωρίσει έναν «πυρήνα» αρχών του κοινοτικούδικαίου, οι οποίες δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση45, τότε ηαπόφαση επί της υποθέσεως Kadi φαίνεται ότι είναι ηαπόληξη της συγκεκριμένης συλλογιστικής, σε ενωσιακόπλέον επίπεδο46. Εξάλλου και ο ίδιος ο ενωσιακόςσυντακτικός νομοθέτης κρίνει ως θεμέλια της έννομης τάξηςτις αρχές του άρθρου 6 παρ. 1 ΣυνθΕΕ, αφού στο επόμενοάρθρο (7 ΣυνθΕΕ) εγκαθιδρύει ένα σύστημα κυρώσεων για τακράτη μέλη που τις παραβιάζουν, ενώ στο άρθρο 49 παρ. 1ΣυνθΕΕ τις ορίζει ως προϋποθέσεις ένταξης ενός κράτουςστην Ένωση.

Σε κάθε περίπτωση προκύπτει σαφώς από το σκεπτικότης απόφασης Kadi ότι οι συγκεκριμένες αρχές και αξίες,όπως αποτυπώνονται κυρίως στο άρθρο 6 παρ. 1 ΣυνθΕΕ,υπερισχύουν των υπολοίπων διατάξεων των Συνθηκών, με τηνέννοια ότι συνιστούν κριτήριο ερμηνείας των τελευταίων,δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, και κατά συνέπεια είναιυπέρτερης ισχύος ακόμη και σε σχέση με το πρωτογενέςδίκαιο.

Αξίζει ακόμη να επισημανθεί ότι η λογική του ΔΕΚπερί «θεμελιωδών διατάξεων» κείται υπεράνω του πυλωνικούδιαχωρισμού της Ένωσης, αφού ναι μεν γίνεται λόγος γιαθεμελιώδεις αρχές της κοινοτικής εννόμου τάξεως, στη

45 Βλ. π.χ. T. C. HARTLEY, «The European Court and the EEA»,International Comparative Law Quarterly, Vol. 41 (1992), σελ 846, καθώς καιP. NEIL, «The European Court of Justice: A Case Study in JudicialActivism», European Policy Forum, Frankfurter Institute, 1995, σελ. 36,και M. DOMINICK, «The European Economic Area Agreement: ItsComptability with the Community Legal Order», Hastings International andComparative Law Review, Vol. 16 (1992-1993), σελ. 481.46 Βλ. παραπάνω Γνωμοδότηση περί ΕΟΧ, σκ. 21.

συνέχεια όμως αυτές εντοπίζονται σε μία ενωσιακή διάταξη(άρθρο 6 παρ. 1 ΣυνθΕΕ). Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας,όπου ο διαχωρισμός σε πυλώνες καταργείται, τη διατύπωσητου άρθρου 6 παρ. 1 ΣυνθΕΕ αναπαράγει πλέον σχεδόναυτούσια το άρθρο 2 της Ενοποιημένης Συνθήκης για τηνΕυρωπαϊκή Ένωση.

Τέλος, εντοπίζεται μία διαφοροποίηση ανάμεσα στο ΔΕΚκαι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου(εφεξής ΕΔΔΑ) όσον αφορά την «ασυλία», που προσφέρει σεεθνικά ή κοινοτικά μέτρα ενσωμάτωσης μίας απόφασης του ΣΑη προέλευσή τους ως κανόνων επιβληθέντων με σκοπό τηνπαγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια. Πράγματι, το ΔΕΚ στοσκεπτικό του φαίνεται πιο αυστηρό και κάθετο στηδυνατότητα και τα κριτήρια ελέγχου των μέτρων αυτών, σεαντίθεση με το ΕΔΔΑ σε αντίστοιχες αποφάσεις του47. Η ίδιαδιαφοροποίηση παρατηρείται και σε σχέση με ανώτατα εθνικάδικαστήρια, όπως λ.χ. το House of Lords48.

Το δόγμα Solange

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα περιγραφέντα σημεία τηςαπόφασης του ΔΕΚ και για έναν ακόμη λόγο. Όπως προκύπτει,ήρθε η ώρα του κοινοτικού δικαστή να εκφράσει τιςαμφιβολίες του για την αποτελεσματικότητα του συστήματοςπροστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων μίας εξωγενούς έννομηςτάξης, υπερασπιζόμενος την αυτονομία της κοινοτικήςέννομης τάξης. Πράγματι, το ΔΕΚ γνωρίζει πολύ καλά τηθέση αυτή, αφού βρέθηκε στο παρελθόν στην αντίπερα όχθη.

Πιο συγκεκριμένα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70,το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο έκρινε στην υπόθεσηSolange Ι, ότι τα γερμανικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα ναεφαρμόζουν κοινοτικούς κανόνες, όσο δεν υπάρχει έλεγχοςσεβασμού από αυτούς των θεμελιωδών ανθρωπίνωνδικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο γερμανικόσύνταγμα49. Δήλωσε επιπλέον ότι από την Κοινότητα έλειπεένας κατάλογος ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ένα δημοκρατικά

47 ΕΔΔΑ, Behrami and another vs France και Saramati vs France and others, απόφασητης 31/5/2007, προσφυγές υπ’ αρ. 71412/01 και 78166/01, Bosphorus v.Ireland, απόφαση της 30/6/2005, Rep. 2005-VI.48 R. v. Secretary of State for Defence, [2007] UKHL 58.

εκλεγμένο κοινοβούλιο, το οποίο να είναι αρμόδιο νανομοθετεί.

Δύο δεκαετίες αργότερα, το γερμανικό συνταγματικόδικαστήριο έκρινε, στο πλαίσιο της νέας πραγματικότηταςμετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ότι οιεθνικές αρχές μπορούν να αγνοήσουν κοινοτικά μέτρα, εάναυτά έχουν υιοθετηθεί καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων πουέχουν αποδοθεί στην Κοινότητα, όπως αυτές ερμηνεύονταιαπό τα γερμανικά κρατικά όργανα50. Με την απόφαση αυτή τογερμανικό δικαστήριο καταφερόταν ευθέως ενάντια στηναντίληψη του ΔΕΚ για την αρχή της κοινοτικής προστασίαςθεμελιωδών δικαιωμάτων, ως αρχή υποσκάπτουσα τη γερμανικήσυνταγματική κυριαρχία51.

Στην ίδια λογική κινήθηκαν και άλλα εθνικάδικαστήρια. Το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριοεπικαλέστηκε την έλλειψη προστασίας των ανθρωπίνωνδικαιωμάτων για να κρίνει, την ίδια περίοδο με τοαντίστοιχο γερμανικό, ότι διατηρεί το δικαίωμα να μηνεφαρμόσει το κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και όταν απορρέειαπό τις Συνθήκες, στην περίπτωση που παραβιάζει ταανθρώπινα δικαιώματα52. Αποφάσεις που εξέφραζαν παρόμοιοπροβληματισμό εκφράστηκαν και από ανώτατα δικαστήρια

49 BVerfG, Internationale Handelsgesellschaft v. Einfuhr und Vorratsstelle für Getreide undFuttermittel, απόφαση της 29/5/1974, BVerfGE 1974, Tόμ. 37, σελ. 271.Την απόφασή του αυτή ανακάλεσε με επόμενη απόφαση, τη Solange II, βάσειτης οποίας δήλωνε ότι δε θα ασκούσε πια τον κατασταλτικό έλεγχο τωνκοινοτικών μέτρων, όσο το ΔΕΚ εποπτεύει την προστασία των θεμελιωδώνδικαιωμάτων σε κοινοτικό επίπεδο. BVerfG, Wünsche Handelsgesellschaft,απόφαση της 22/10/1986, ΒVerfGE 1986, Τόμ. 73, σελ. 339.50 BVerfG, Manfred Brunner et al v. The European Union Treaty, απόφαση της12/10/1993, BVerfGE 1993, Τόμ. 89, σελ. 155. Βλ. Μ. HERDEGEN,«Maastricht and the German Constitutional Court: ConstitutionalConstraints for an “ever closer Union”», Common Market Law Review, Vol.31 (1994), σελ. 235 επ.51 Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. M. KUMM, «Who is the FinalArbiter of Constitutionality in Europe? Three Conceptions of theRelationship between the German Federal Constitutional Court and theEuropean Court of Justice», Common Market Law Review, Vol. 36 (1999),σελ. 351 επ.52 Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο, Frontini v. Ministero delle Finanze, απόφασητης 27ης Δεκεμβρίου 1973, βλ. μετάφραση στα αγγλικά σε Common MarketLaw Reports, Vol. 2 (1974), σελ. 372.

άλλων κρατών μελών, όπως της Δανίας53, του Βελγίου54 καιτης Ισπανίας55.

Εξάλλου και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ΑνθρωπίνωνΔικαιωμάτων έκρινε στο παρελθόν ότι η μεταβίβαση εξουσιώναπό τα κράτη μέλη της ΕΣΔΑ σε ένα διεθνή οργανισμό δενσυνιστά παραβίαση της Σύμβασης, μόνο εάν και εφόσον στοδιεθνή αυτό οργανισμό υπάρχει ένα σύστημα αποτελεσματικήςκαι «ισοδύναμης» με την ΕΣΔΑ προστασίας των ανθρωπίνωνδικαιωμάτων56. Ειδάλλως η κάθε περίπτωση παραβίασηςελέγχεται χωριστά.. Στο ίδιο συμπέρασμα έχει καταλήξεικαι το ΕΔΔΑ57, ενώ σχετικά πρόσφατα έκρινε ότι το σύστημαπροστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ένωση είναι«ισοδύναμο» με αυτό της Σύμβασης58.

Καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι η συγκεκριμένηστάση του εκάστοτε δικαστή απορρέει από τη ρητή ή άρρητηιδιότητά του ως ελέγχοντος την τήρηση και φυλάττοντος τηνακεραιότητα της εσωτερικής συνταγματικής τάξης. Την ίδιασυλλογιστική ακολουθεί και το ΔΕΚ στην υπόθεση Kadi,ελέγχοντας τους σκοπούς του συστήματος λήψης αποφάσεωναπό το ΣΑ και ειδικότερα ως προς το καθεστώς επιβολήςοικονομικών κυρώσεων του ΟΗΕ και το ρόλο της ΕπιτροπήςΚυρώσεων σε αυτό, καταλήγοντας ότι δεν προσφέρουν τιςαπαιτούμενες εγγυήσεις προστασίας των θεμελιωδώνανθρωπίνων δικαιωμάτων59. Κατά συνέπεια, κάθε κοινοτικήπράξη που ενσωματώνει απόφαση του ΣΑ θα πρέπει να

53 Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας, I 361/1997, απόφαση της 6ης Απριλίου1998, UfR 1998, σελ. 800Η. 54 Cour d’arbitrage, arrêt 12/94, απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1994,Moniteur Belge, 1994, σελ. 6137-6147.55 Ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, διακήρυξη της 1ης Ιουλίου 1992,βλ. μετάφραση στα αγγλικά σε Common Market Law Reports, Vol. 3, 1994,σελ. 101.56 M & Co v FRG, [1990] 64 Decisions and Reports, σελ. 138. Στη συνέχειαη Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τοκοινοτικό δικαιοδοτικό σύστημα παρέχει τις κατάλληλες εγγυήσεις. Βλ.και S. DOUGLAS-SCOTT, «A Tale of Two Courts: Luxembourg, Strasbourgand the Growing European Human Rights Acquis», Common Market Law Review,Vol. 43 (2006), σελ. 636.57 ΕΔΔΑ, Matthews v UK, απόφαση της 18/2/1999, Rep. 1999-I.58 ΕΔΔΑ, Bosphorus v Ireland, απόφαση της 30/6/2005, Rep. 2005-VI, παρ.165.59 Σκέψεις 323-325 της απόφασης.

ελέγχεται για τη νομιμότητά της βάσει των γενικών αρχώντου κοινοτικού δικαίου. Πιο συγκεκριμένα:326. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα οφείλουν,σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που τους έχουν ανατεθεί από τη Συνθήκη ΕΚ,να διασφαλίζουν τον, κατ’ αρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων τωνκοινοτικών πράξεων με κριτήρια τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποίααποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου,περιλαμβανομένων των κοινοτικών πράξεων οι οποίες, όπως οπροσβαλλόμενος κανονισμός, αποσκοπούν στην εφαρμογή ψηφισμάτων πουεξέδωσε το Συμβούλιο Ασφαλείας δυνάμει του κεφαλαίου VII του Χάρτη τωνΗνωμένων Εθνών.

Ο όρος «κατ’ αρχήν» στη συγκεκριμένη σκέψη τουΔικαστηρίου φαίνεται ότι υποδηλώνει πως, εάν η διαδικασίαλήψης και επιβολής αποφάσεων του ΣΑ αλλάξει, παρέχονταςπλέον ουσιαστικές εγγυήσεις για την προστασία τωνανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο κοινοτικός δικαστής δεν θαείναι πια υποχρεωμένος να ελέγχει κάθε κοινοτική πράξηπου θα ενσωματώνει κάθε απόφαση του ΣΑ ξεχωριστά. Τοτεκμήριο θα έχει αντιστραφεί, και θα λειτουργεί πια υπέρτων Ψηφισμάτων του ΣΑ. Πρόκειται για το λεγόμενο πλέον«δόγμα Solange».

iii . Η προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων

α) Το σκεπτικό του ΔΕΚ

Στο τρίτο σκέλος της απόφασής του, το ΔΕΚ εξέτασετις αιτιάσεις των προσφευγόντων περί παραβίασης ορισμένωνθεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των οποίων η προστασίαεντός της κοινοτικής έννομης τάξης αποτελεί γενική αρχήτου κοινοτικού δικαίου.

Εξετάζοντας την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικήςπροστασίας, το Δικαστήριο έκρινε, παραπέμποντας συν τοιςάλλοις στη νομολογία του ΕΔΔΑ, ότι ο κοινοτικόςΚανονισμός παραβίασε το αντίστοιχο δικαίωμα τωνπροσφευγόντων. Ειδικότερα επεσήμανε ότι:342. … προκειμένου περί κοινοτικής πράξεως σκοπούσας στην εφαρμογήψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο τηςπροσπάθειας καταστολής της τρομοκρατίας, επιτακτικοί λόγοι αναγόμενοι

στην ασφάλεια ή απορρέοντες από τις διεθνείς σχέσεις της Κοινότητας καιτων κρατών μελών της ενδέχεται να αποκλείουν τη γνωστοποίηση στουςενδιαφερομένους ορισμένων στοιχείων και, επομένως, την ακρόαση τωνενδιαφερομένων όσον αφορά αυτά τα στοιχεία.343. Εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι, προκειμένου περί της τηρήσεως τηςαρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, περιοριστικά μέτρα όπωςαυτά που προβλέπει ο προσβαλλόμενος κανονισμός διαφεύγουν παντόςελέγχου του κοινοτικού δικαστή με το αιτιολογικό ότι η πράξη με την οποίαεπιβλήθηκαν αφορά τη διεθνή ασφάλεια και την τρομοκρατία.344. Εντούτοις, σε μια τέτοια περίπτωση, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει, στοπλαίσιο του δικαστικού του ελέγχου, να εφαρμόσει μεθόδους που νασυμβιβάζουν, αφενός, την εύλογη ανάγκη ασφάλειας των πηγώνπληροφόρησης που ελήφθησαν υπόψη κατά την έκδοση της οικείας πράξεωςκαι, αφετέρου, την ανάγκη παροχής στον πολίτη της δυνατότητας ναεπωφεληθεί από τις προβλεπόμενες διαδικασίες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια,ΕΔΔΔ, απόφαση Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 15ης Νοεμβρίου 1996,Recueil des arrêts et décisions 1996-V, § 131).…352. Κατά συνέπεια, πρέπει να κριθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός,καθόσον αφορά τους αναιρεσείοντες, εκδόθηκε χωρίς ουδόλως ναδιασφαλιστεί η γνωστοποίηση σ’ αυτούς των εις βάρος τους στοιχείων ή ηακρόασή τους επί των στοιχείων αυτών, ώστε να πρέπει να κριθεί ότι οκανονισμός αυτός εκδόθηκε κατόπιν μιας διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίαςδεν έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας των αναιρεσειόντων και ότι, κατ’ακολουθία, δεν τηρήθηκε η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικήςπροστασίας.

Όσον αφορά τον έλεγχο παραβίασης του δικαιώματοςστην ιδιοκτησία, το ΔΕΚ υπενθύμισε μεν τη σχετικήνομολογία του, αλλά παρέπεμψε επίσης και στην ΕΣΔΑ60, καιπιο συγκεκριμένα στο άρθρο 1 του Πρώτου ΠροσθέτουΠρωτοκόλλου, καθώς και στη νομολογία του ΕΔΔΑ που τοερμηνεύει61. Στη συνέχεια, τόνισε ότι:361. Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο ενός άλλουκοινοτικού συστήματος περιοριστικών μέτρων οικονομικής φύσεως πουελήφθησαν προς εφαρμογήν, επίσης, ψηφισμάτων που εξέδωσε το ΣυμβούλιοΑσφαλείας δυνάμει του κεφαλαίου VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ησημασία επιδιωκομένων με μια κοινοτική πράξη όπως ο προσβαλλόμενοςκανονισμός σκοπών δύναται να δικαιολογήσει –έστω και σοβαρές– αρνητικές

60 Σκέψη 356 της απόφασης ΔΕΚ.61 Σκέψη 360 της απόφασης ΔΕΚ.

συνέπειες, ως προς ορισμένους επιχειρηματίες, περιλαμβανομένων εκείνωνπου δεν φέρουν καμία ευθύνη για την κατάσταση η οποία οδήγησε στην λήψητων μέτρων αυτών, αλλά θίγονται, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμά τουςιδιοκτησίας.…363. Λαμβανομένου υπόψη αυτού του τόσο θεμελιώδους για τη διεθνήκοινότητα σκοπού γενικού συμφέροντος που συνίσταται στη με κάθε μέσοαντιμετώπιση, σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, των απειλώντης διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, των οφειλομένων σε τρομοκρατικέςπράξεις, η δέσμευση κεφαλαίων, χρηματοπιστωτικών πόρων και άλλωνοικονομικών πηγών προσώπων που το Συμβούλιο Ασφαλείας ή η επιτροπήκυρώσεων έκρινε ότι συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο ΑλΚάιντα και τους Ταλιμπάν δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθεαυτός, ωςαπρόσφορος ή δυσανάλογος.…369.  Ο προσβαλλόμενος, όμως, κανονισμός, καθόσον αφορά τον Y. A. Kadi,εκδόθηκε χωρίς ουδόλως να παρασχεθεί σ’ αυτόν η δυνατότητα ναδιατυπώσει την άποψή του ενώπιον των αρμοδίων αρχών, υπό περιστάσειςστις οποίες ο περιορισμός του δικαιώματός του ιδιοκτησίας πρέπει ναχαρακτηριστεί ως σημαντικός, λόγω της γενικής ισχύος και της διάρκειας τηςδεσμεύσεως των κεφαλαίων που του επιβλήθηκε.370. Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, υπό τις περιστάσεις τηςπαρούσας υποθέσεως, η επιβολή στον Y. A. Kadi περιοριστικών μέτρων με τονπροσβαλλόμενο κανονισμό, κατόπιν της αναγραφής του ονόματός του στονπεριεχόμενο στο παράρτημα I του προσβαλλομένου κανονισμού κατάλογοσυνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματός του ιδιοκτησίας.

Κατόπιν των παραπάνω σκέψεων, το Δικαστήριο κατέληξεστο συμπέρασμα ότι οι αναιρετικοί λόγοι, που προέβαλαν οιπροσφεύγοντες περί σφάλματος του ΠΕΚ, όσον αφορά τηνπροστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τον επίδικοΚανονισμό, ήταν ορθοί. Συνακόλουθα ακύρωσε τον Κανονισμό,περιορίζοντας ωστόσο την αναδρομική ισχύ της απόφασης καικαθυστερώντας το διαπλαστικό της αποτέλεσμα κατά τρειςμήνες μετά τη δημοσίευσή της, προκειμένου να μηνπεριορισθεί υπέρμετρα η διακριτική ευχέρεια τωνκοινοτικών οργάνων62.

β) Σχόλιο

62 Σκέψεις 373-376 της απόφασης ΔΕΚ.

Η ερμηνεία του περιεχομένου των υπό κρίση ανθρωπίνωνδικαιωμάτων στην απόφαση Kadi αναδεικνύει τις δύοπαράλληλες κατευθύνσεις του ΔΕΚ, όσον αφορά τη σχέση τηςκοινοτικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με αυτήστο πλαίσιο της ΕΣΔΑ.

Έτσι, από τη μία πλευρά το ΔΕΚ αναγνωρίζει την«ιδιαίτερη θέση» της ΕΣΔΑ ανάμεσα στις διεθνείς συνθήκες,βάσει των οποίων καθορίζεται το περιεχόμενο τωνανθρωπίνων δικαιωμάτων63. Ειδικότερα ως προς το ΕΔΔΑ, οκοινοτικός δικαστής έχει επιδείξει μία ιδιαίτερηαλληλεγγύη, παραπέμποντας με την πάροδο των δεκαετιώνολοένα και περισσότερο στη νομολογία του64, την οποίαχρησιμοποιεί ως ένα εργαλείο, προκειμένου να ερμηνεύσειτα ανθρώπινα δικαιώματα και βάσει αυτών να ελέγξει τηνομιμότητα πράξεων της Κοινότητας και των κρατών μελών65.Τη στάση αυτή ακολουθεί το Δικαστήριο και στην απόφασηKadi, παραπέμποντας τόσο στις διατάξεις της ΕΣΔΑ, όσο καιστη νομολογία του ΕΔΔΑ που τις ερμηνεύει.

Από την άλλη όμως, στο πλαίσιο της αυτονομίας τηςκοινοτικής έννομης τάξης, την οποία φυλάσσει αλλά καιπροφυλάσσει στη συγκεκριμένη απόφαση, το ΔΕΚ επισημαίνειότι η ερμηνεία που δίδει το ΕΔΔΑ στα ανθρώπινα δικαιώματαδεν είναι δεσμευτική, αφού οι σκοποί και οι αρχές της

63 ΔΕΚ C-260/89, απόφαση της 18/6/1991, ΕΡΤ / ΔΕΠ, Συλλ. 1991, σελ. Ι-2925, σκ. 41. Για την απόφαση Kadi βλ. σκέψη 283.64 Για περεταίρω ανάλυση βλ. P. ALSTON and J. H. H. WEILER, «An “EverCloser Union” in Need of a Human Rights Policy», The EU and Human Rights(edited by P. Alston), Oxford University Press, 1999, σελ. 30. Γιαπρόσφατα παραδείγματα βλ. μεταξύ άλλων ΔΕΚ C-308/07Ρ, απόφαση της19/2/2009, Gorostiaga Atxalandabaso / Κοινοβούλιο, μη ενταγμένη στη Συλλ.,C-465/07, απόφαση της 17/2/2009, Elgafaji, μη ενταγμένη στη Συλλ., C-341,342/06, απόφαση της 1/7/2008, Chronopost and La Poste / UFEX and others,Συλλ. 2008, σελ. Ι-4777, C-308/06, απόφαση της 3/6/2008, Intertanko andothers, Συλλ. 2008, σελ. Ι-4057, C-14/07, απόφαση της 8/5/2008, Weissund Partner, Συλλ. 2008, σελ. Ι-3367, C-303/05, απόφαση της 3/5/2007,Advocaten voor de Wereld, Συλλ. 2007, σελ. Ι-3633, C-229/05Ρ, απόφαση της18/1/2007, PKK and KNK / Συμβούλιο, Συλλ. 2007, σελ. Ι-439, C-300/04,απόφαση της 12/9/2006, Eman and Sevinger , Συλλ. 2006, σελ. Ι-8055.65 Βλ. J. COPPEL and A. O’NEIL, «The European Court of Justice: TakingRights Seriously?», Common Market Law Review, Vol. 31 (1992), σελ. 678.

κοινοτικής έννομης τάξης διαφέρουν από τους αντίστοιχουςτης ΕΣΔΑ66. Ειδικότερα, στην Kadi το Δικαστήριο τόνισε ότι:316. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 281 έως 284 της παρούσαςαποφάσεως, ο εκ μέρους του Δικαστηρίου έλεγχος του κύρους όλων τωνκοινοτικών πράξεων με κριτήριο τα θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει ναθεωρείται ως έκφραση, εντός μιας κοινότητας δικαίου, συνταγματικήςεγγυήσεως απορρέουσας από τη Συνθήκη ΕΚ ως αυτοτελούς νομικούσυστήματος και μη δυνάμενης να τεθεί εν αμφιβόλω από διεθνή συμφωνία67.317. Πράγματι, το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου τίθεται εντόςτου πλαισίου της εσωτερικής και αυτοτελούς εννόμου τάξεως της Κοινότητας,στο οποίο εντάσσεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός και εντός του οποίου τοΔικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει το κύρος των κοινοτικώνπράξεων με κριτήριο τα θεμελιώδη δικαιώματα.

Σε κάθε περίπτωση το ΔΕΚ προέβη σε μία ευρείαερμηνεία του πεδίου προστασίας των ανθρωπίνωνδικαιωμάτων, μη αποδεχόμενο μία προσέγγιση απόδοσηςπλήρους προτεραιότητας σε κανόνες ασφάλειας καικαταπολέμησης της τρομοκρατίας που υιοθετούνται από τοΣΑ, στην οποία βασίστηκε κυρίως το ΠΕΚ κατά την πρωτόδικηαπόφαση.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι με τη Συνθήκη τηςΛισαβόνας και τη θέση σε (νομική) ισχύ του ΧάρτηΘεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ όχι μόνο ξεκαθαρίζεται ησχέση της ενωσιακής έννομης τάξης με την ΕΣΔΑ68, αλλάτίθεται και ως στόχος της Ένωσης η ένταξή της ως μέλουςστην ΕΣΔΑ69, βήμα που θα επιλύσει πολλά προβλήματα.

ΙV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στην απόφαση Kadi η συλλογιστική του ΔΕΚ επικρίθηκεως υποσκάπτουσα τα θεμέλια της πρωταρχίας του διεθνούςδικαίου. Κατά την άποψη του γράφοντος η παραπάνω κριτική

66 Βλ. και G. HARPAZ, «Judicial Review by the European Court ofJustice of UN “Smart Sanctions” Against Terror in the Kadi Dispute»,European Foreign Affairs Review, Vol. 14 (2009), σελ. 112.67 Υπενθυμίζεται ότι κατά το ΔΕΚ η ΕΣΔΑ είναι κατ’ αρχήν μία τυπικήδιεθνής συμφωνία (ΔΕΚ C-2/94, γνωμοδότηση της 28/3/1996, Γνωμοδότησηπερί ΕΣΔΑ, Συλλ. 1996, σελ. Ι-1759, σκ. 37)68 Άρθρα 52 παρ. 3 και 53 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.69 Άρθρο 6 παρ. 2 της Ενοποιημένης Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

παραβλέπει θεμελιώδη σημεία του σκεπτικού του Δικαστηρίουαλλά και σημαντικές πτυχές των αποτελεσμάτων της απόφασήςτου.

Σχετικώς αξίζει να σημειωθεί ότι είναι μεν ορθό απόάποψη παράδοσης αλλά ελλιπές από άποψη ουσίας το ναπροσεγγιστεί η συλλογιστική του ΔΕΚ με βάση το γνωστόδιαχωρισμό μεταξύ μονισμού και δυισμού, που αποσκοπεί σεζητήματα πρωταρχίας του κανόνα. Οι διαφορές μεταξύεννόμων τάξεων σήμερα θέτουν ζητήματα όχι τόσο ιεραρχίαςτων πηγών, όσο διαφορετικότητας των αξιών και αρχών70.

Πιο συγκεκριμένα, όπως πολύ ορθά έθεσε το θέμα οΙταλός συνταγματικός δικαστής στην υπόθεση Frontini71, οπεριορισμός της κρατικής κυριαρχίας, ακόμη και στοπλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πρέπει να συνοδεύεταιαπό την επιδίωξη νομίμων αξιών και αρχών, και ναβρίσκεται σε συμφωνία με τις θεμελιώδεις συνταγματικέςαρχές των κρατών μελών. Εκεί βρίσκεται και η ουσία τουαποκαλούμενου «δόγματος Solange»72.

Πράγματι, πρέπει να επισημανθεί ότι το ερώτημα πουαπασχολεί τον σύγχρονο δικαστή δεν είναι εάν ένα δικαιικόσύνολο κανόνων, εν προκειμένω το διεθνές δίκαιο, είτεσυνιστά ius cogens ή όχι, υπέρκειται ή υπόκειται ενός άλλουσυνόλου, εν προκειμένω του κοινοτικού δικαίου,πρωτογενούς ή παραγώγου. Αν αυτό ήταν το βασικό ζήτημα, ηαπάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα θα ήταν είτε θετική είτεαρνητική, και δεν θα απαιτούσε το συνεχή έλεγχο καιεποπτεία του σκοπού και της διαδικασίας έκδοσης τουδιεθνούς κανόνα, στον οποίο δηλώνει έτοιμος να προβεί οκοινοτικός δικαστής, ακριβώς όπως έπραξαν και τα εθνικάσυνταγματικά δικαστήρια των κρατών μελών στο παρελθόνόσον αφορά το κοινοτικό δίκαιο.

Αντίθετα, το πραγματικό και ουσιώδες ερώτημα σήμεραείναι εάν και κατά πόσο το υπό εξέταση κάθε φορά δικαιικόσύνολο κανόνων επιδιώκει νόμιμες αξίες και ακολουθείκαθορισμένες αρχές. Δεδομένου ότι ένας τέτοιος έλεγχοςαπαιτεί συνεχή εποπτεία, το γερμανικό συνταγματικόδικαστήριο λόγου χάρη κατέληξε στην απόφασή του περί της70 Βλ. G. PALOMBELLA, όπ. π. υποσ. 40, σελ. 463.71 Βλ. παραπάνω υποσ. 52.72 Από την περίφημη απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου, βλ. παραπάνω υποσ. 49.

Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση73 ότι θα παρακολουθεί διαρκώςτο χαρακτήρα, τις διαδικασίες και τους σκοπούς τουκοινοτικού δικαίου και θα παρεμβαίνει δικαιοδοτικά, όπουαυτό απαιτείται για τη διαφύλαξη των συνταγματικώςκατοχυρωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τη συλλογιστική αυτή του συνεχούς ελέγχου αξιών καιαρχών, και όχι της ιεραρχίας των πηγών ανάμεσα σεδιαφορετικές έννομες τάξεις, ακολούθησε και το ΔΕΚ στηναπόφαση Kadi, σε αντίθεση με το ΠΕΚ, που προσέγγισε τυπικάτα σημαντικά θεσμικά ζητήματα, επιχειρώντας μία ιεράρχησηανάμεσα στους κανόνες.

Το πρόβλημα βέβαια που προκύπτει στη συγκεκριμένησύγχρονη προσέγγιση είναι το που εντοπίζει ο δικαστής τιςαρχές και τις αξίες εκείνες, βάσει των οποίων ελέγχει καιαξιολογεί το «χαρακτήρα» και τους «σκοπούς» μίαςδιαφορετικής έννομης τάξης. Η λύση βρίσκεται μάλλον στηνπρακτική. Ο συνταγματικός δικαστής ανατρέχει πάντοτε στιςαρχές του υπέρτατου κανόνα, τον οποίο ερμηνεύει καιεφαρμόζει, δηλαδή του εθνικού του συντάγματος. Το ίδιοέκανε και εντός της αυτόνομης κοινοτικής έννομης τάξης οδικαστής του ΔΕΚ, επικαλούμενος τις «θεμελιώδεις αρχέςτης», όπως προκύπτουν ρητώς από τις Συνθήκες. Αντίθετα τοΠΕΚ δεν αποτόλμησε κάτι τέτοιο φοβούμενο τις πολιτικήςφύσεως περιπλοκές που θα δημιουργούνταν, και κατέφυγε στοius cogens, που όμως είναι μη απολύτως προσδιορισμένο καιμεταβαλλόμενο.

Εξάλλου η απόφαση Kadi επικρίθηκε από τη θεωρία ωςσυμβάλλουσα στον κατακερματισμό (fragmentation) τουδιεθνούς δικαίου74. Πράγματι, το ΔΕΚ συμπεριφέρθηκε ωςσυνταγματικό δικαστήριο εντός μίας ομοσπονδίζουσαςπολιτείας, και δεν επέλεξε να κρίνει το κοινοτικό δίκαιοως ένα υποσύνολο του διεθνούς δικαίου, όπως προτάθηκε απόμέρος της θεωρίας75.

Η στάση αυτή του κοινοτικού δικαστή, όπως τελικώςδιαμορφώθηκε στα πρότυπα ενός εσωτερικού συνταγματικού

73 Βλ. παραπάνω υποσ. 50.74 Βλ. μεταξύ άλλων K. ZIEGLER, «Strengthening the Rule of Law, butFragmenting International Law: the Kadi Decision of the ECJ from thePerspective of Human Rights», Human Rights Law Review, Vol. 9 (2009),σελ. 297.75 Βλ. K. ZIEGLER, όπ. παρ. υποσ. 73, σελ. 296.

δικαστηρίου, όντως επιτείνει τον κατακερματισμό τουδιεθνούς δικαίου, δεδομένου ότι ορίζει ως «σημείοαναφοράς» (point of reference) του νομικού ελέγχου τιςιδρυτικές Συνθήκες, και όχι τις γενικές αρχές τουδιεθνούς δικαίου ή το άρθρο 103 του Καταστατικού Χάρτητου ΟΗΕ σε συνδυασμό με τις Συμβάσεις περί ΑνθρωπίνωνΔικαιωμάτων των ΗΕ, όπως κρίθηκε από μέρος της θεωρίαςότι θα ήταν πιο ευνοϊκό για την ενότητα του διεθνούςδικαίου76.

Πάντως η συλλογιστική πίσω από την απόφαση Kadiμπορεί τελικώς να αποβεί θετική για το σύστημα λήψηςαποφάσεων του ΟΗΕ. Αφενός μπορεί να αποτελέσει έναέναυσμα, για την ευρύτερη νομιμοποίηση των αποφάσεων πουλαμβάνονται στο πλαίσιο του ΟΗΕ, αφού θα υπάρχει ηβεβαιότητα ότι θα ελέγχονται ως προς την τήρηση τωνθεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αφετέρου ίσωςπροκαλέσει αλλαγές προς την κατεύθυνση της«δικαιοποίησης» του συστήματος λήψης αποφάσεων του ΣΑ,ενδεχομένως με την αναγνώριση της δυνατότητας ελέγχουτους από ένα δικαιοδοτικό όργανο77.

Εν κατακλείδι θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Kadiαναμενόμενα προκάλεσε τόσο ενδιαφέρον, αλλά ανεξήγηταέγινε αιτία τόσο μεγάλης έκπληξης. Το ΔΕΚ δεν έθεσε μίακαινούργια αρχή, ούτε δημιούργησε νομολογιακά ένακαινοφανές δόγμα. Απλά ανέπτυξε περαιτέρω τη συλλογιστικήτης αρχής της αυτονομίας της κοινοτικής έννομης τάξης, ηοποία εξελίσσεται από την εγκαθίδρυσή της στις αρχές τηςδεκαετίας του ’60. Πράγματι, το μέσο ενίσχυσης της αρχήςαυτής παραμένει το ίδιο από τότε: η προάσπιση καιενίσχυση των δικαιωμάτων των ιδιωτών.

76 Βλ. P. CARDWELL, D. FRENCH and N. WHITE, «Case Comment: Kadi vCouncil of the European Union (C-402/05 P)», International & ComparativeLaw Quarterly, Vol. 58 (2009), σελ. 237 και 240.77 Το ενδεχόμενο ελέγχου αποφάσεων του ΣΑ βάσει του δικαίου τουΚαταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ άφησε ανοιχτό το Διεθνές Δικαστήριο τηςΧάγης στην απόφαση Lockerbie (ICJ, Questions on the Interpretation andApplication of the 1971 Montreal Convention Arising from the Aerial Incident at Lockerbie(Libya v. UK; Libya v. US), Provisional Measures, 1992 ICJ Rep.). Για περισσότεραβλ. V. GOWLLAND – DEBBAS, «The Relationship between the InternationalCourt of Justice and the Security Council in the Light of theLockerbie Case», AJIL, Vol. 88, 1994, σελ. 667, και Χ. ΑΡΩΝΗ, Έλεγχοςτων αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών από το ΔιεθνέςΔικαστήριο, Α. Ν. Σάκκουλας, 2006.

Ωστόσο, η ειδοποιός διαφορά, που καθιστά ιδιαιτέρωςενδιαφέρουσα την Kadi σε αυτό το πλαίσιο, είναι ότι, ενώ ηδιαμόρφωση της αυτονομίας της κοινοτικής έννομης τάξηςαπέναντι στις εθνικές των κρατών μελών κατέληξε σε ένασχήμα ιεραρχίας, με τη συνταγματοποίηση της Συνθήκης καιτην αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, η αυτονομίατης απέναντι στη διεθνή έννομη τάξη εκφεύγει μίαςσυλλογιστικής ιεράρχησης, και αντίθετα βασίζεται στηλογική του απόλυτου διαχωρισμού.

Πράγματι, με την απόφαση Kadi ο κοινοτικός δικαστήςέκαψε πλέον τις (τελευταίες;) γέφυρες που συνέδεαν τηνκοινοτική έννομη τάξη με τη διεθνή, διακηρύσσοντας πιατην πλήρη αυτονομία της πρώτης και κάνοντας ακόμη έναβήμα στον μακρύ και δύσκολο δρόμο της ομοσπονδίωσης.