Από την Εθνική Παράταξη στη Χρυσή Αυγή. Δεξιός...

24
[Λεζάντα φωτογραφίας] Μέλη της Χρυσής Αυγής πάνω σε μοτοσυκλέτες μπροστά στη Βουλή, στην Αθήνα. Από την Εθνική Παράταξη στη Χρυσή Αυγή. Δεξιός λαϊκισμός και εξτρεμισμός στην Ελλάδα της κρίσης Βασιλική Γεωργιάδου Η ακροδεξιά σκηνή στην Ελλάδα της κρίσης Πριν το ξέσπασμα της κρίσης, στα μάτια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης η Ελλάδα πρόβαλε από καιρό ως μια περίπτωση χώρας στην οποία είχε εδραιωθεί η πολιτική κανονικότητα. Η εντύπωση αυτή ενισχύθηκε προπάντων στο διάστημα που στην κυβέρνηση ήταν οι εκσυγχρονιστές με πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη εφαρμόζοντας ένα μοντέλο διακυβέρνησης που συνέκλινε αρκετά με εκείνο της «νέας σοσιαλδημοκρατίας», το οποίο από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 αποτελούσε την κυρίαρχη πρόταση πολιτικής στην καρδιά της Ευρώπης. Εκείνη την περίοδο, παρ’ όλες τις δυσκολίες, η Ελλάδα έγινε το δωδέκατο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Η ένταξη στην ευρωζώνη επιβεβαίωσε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας που δρομολογήθηκε στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης με την κύρωση της πράξης προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ ήδη το 1979. Ο εξευρωπαϊσμός και ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας συμβάδιζαν με την εξέλιξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη ύστερη φάση της Μεταπολίτευσης: η άμβλυνση της ιδεολογικής πόλωσης ανάμεσα στα κομματικά στρατόπεδα και η τάση των κυβερνητικών κομμάτων να συγκλίνουν προς το κέντρο του πολιτικοιδεολογικού φάσματος, σε συνδυασμό με την ομαλή εναλλαγή σοσιαλιστών (ΠΑΣΟΚ) και συντηρητικών (Νέα Δημοκρατία) στην κυβερνητική εξουσία, αποτέλεσαν κεντρικά στοιχεία της κομματικής δημοκρατίας στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Στα χαρακτηριστικά της Μεταπολίτευσης συγκαταλεγόταν επίσης το γεγονός ότι επί δεκαετίες δεν υπήρχε χώρος για τον δεξιό εξτρεμισμό στην κομματική της σκηνή. Το γεγονός αυτό οφειλόταν κατά πολύ στο ότι η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) εφαρμόζοντας συγκεκριμένες στρατηγικές απέναντι στον πολιτικό και ιδεολογικό χώρο στα δεξιά της (βλ. σχ. Georgiadou 2011) κατόρθωνε να απορροφά στις τάξεις της σημαντική μερίδα των υπερεθνικιστών, των φιλομοναρχικών και φιλοχουντικών συμβάλλοντας στην εκλογική ενίσχυση της δεξιάς παράταξης και συγχρόνως στην κομματική αποδυνάμωση του ακραίου δεξιού πόλου από το 1977/80 και μετά. Τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, όταν οι δεξιοί λαϊκιστές και οι ακροδεξιοί της Ευρώπης άρχιζαν να καταγράφουν εκλογικές επιτυχίες τη μία μετά την άλλη (βλ. ενδεικτικά Betz 1994: 3 Binder 2005), οι Έλληνες ομοϊδεάτες τους παρέμεναν κυριολεκτικά στο περιθώριο της κομματικής σκηνής. Η κατάσταση στην Ελλάδα άλλαξε λίγο πριν και ριζικά μετά την έκρηξη της παρούσας χρηματοοικονομικής κρίσης. Πρόκειται για ένα χρονικό διάστημα που σηματοδότησε το τέλος της ελληνικής «ομαλότητας». Η χρηματοοικονομική κρίση κατέδειξε ακριβώς πόσο στέρεα είχε ριζώσει εν τω μεταξύ ο δεξιός εξτρεμισμός. Πίσω από την «ελληνική ομαλότητα» κρυβόταν μια χώρα με υψηλές κρατικές δαπάνες και χαμηλή παραγωγικότητα με έναν κρατικό τομέα αναποτελεσματικό και αδιαφανή καθώς και με μια

Transcript of Από την Εθνική Παράταξη στη Χρυσή Αυγή. Δεξιός...

[Λεζάντα  φωτογραφίας]  Μέλη  της  Χρυσής  Αυγής  πάνω  σε  μοτοσυκλέτες  μπροστά  στη  Βουλή,  στην  Αθήνα.  

Από  την  Εθνική  Παράταξη  στη  Χρυσή  Αυγή.  Δεξιός  λαϊκισμός  και  εξτρεμισμός  στην  Ελλάδα  της  κρίσης  

Βασιλική  Γεωργιάδου  

 

Η  ακροδεξιά  σκηνή  στην  Ελλάδα  της  κρίσης  

Πριν  το  ξέσπασμα  της  κρίσης,  στα  μάτια  της  ευρωπαϊκής  κοινής  γνώμης  η  Ελλάδα  πρόβαλε  από  καιρό  ως  μια  περίπτωση  χώρας  στην  οποία  είχε  εδραιωθεί  η  πολιτική  κανονικότητα.  Η  εντύπωση  αυτή  ενισχύθηκε  προπάντων  στο  διάστημα  που  στην  κυβέρνηση  ήταν  οι  εκσυγχρονιστές  με  πρωθυπουργό  τον  Κ.  Σημίτη  εφαρμόζοντας  ένα  μοντέλο  διακυβέρνησης  που  συνέκλινε  αρκετά  με  εκείνο  της  «νέας  σοσιαλδημοκρατίας»,  το  οποίο  από  τα  μέσα  της  δεκαετίας  του  1990  αποτελούσε  την  κυρίαρχη  πρόταση  πολιτικής  στην  καρδιά  της  Ευρώπης.  Εκείνη  την  περίοδο,  παρ’  όλες  τις  δυσκολίες,  η  Ελλάδα  έγινε  το  δωδέκατο  μέλος  της  Ευρωπαϊκής  Οικονομικής  και  Νομισματικής  Ένωσης.  Η  ένταξη  στην  ευρωζώνη  επιβεβαίωσε  τον  ευρωπαϊκό  προσανατολισμό  της  Τρίτης  Ελληνικής  Δημοκρατίας  που  δρομολογήθηκε  στα  πρώτα  χρόνια  της  Μεταπολίτευσης  με  την  κύρωση  της  πράξης  προσχώρησης  της  Ελλάδας  στην  ΕΟΚ  ήδη  το  1979.  

Ο  εξευρωπαϊσμός  και  ο  εκσυγχρονισμός  της  Ελλάδας  συμβάδιζαν  με  την  εξέλιξη  της  κοινοβουλευτικής  δημοκρατίας  στη  ύστερη  φάση  της  Μεταπολίτευσης:  η  άμβλυνση  της  ιδεολογικής  πόλωσης  ανάμεσα  στα  κομματικά  στρατόπεδα  και  η  τάση  των  κυβερνητικών  κομμάτων  να  συγκλίνουν  προς  το  κέντρο  του  πολιτικο-­‐ιδεολογικού  φάσματος,  σε  συνδυασμό  με  την  ομαλή  εναλλαγή  σοσιαλιστών  (ΠΑΣΟΚ)  και  συντηρητικών  (Νέα  Δημοκρατία)  στην  κυβερνητική  εξουσία,  αποτέλεσαν  κεντρικά  στοιχεία  της  κομματικής  δημοκρατίας  στην  Ελλάδα  από  τη  δεκαετία  του  1990  και  μετά.  Στα  χαρακτηριστικά  της  Μεταπολίτευσης  συγκαταλεγόταν  επίσης  το  γεγονός  ότι  επί  δεκαετίες  δεν  υπήρχε  χώρος  για  τον  δεξιό  εξτρεμισμό  στην  κομματική  της  σκηνή.  Το  γεγονός  αυτό  οφειλόταν  κατά  πολύ  στο  ότι  η  Νέα  Δημοκρατία  (ΝΔ)  εφαρμόζοντας  συγκεκριμένες  στρατηγικές  απέναντι  στον  πολιτικό  και  ιδεολογικό  χώρο  στα  δεξιά  της  (βλ.  σχ.  Georgiadou  2011)  κατόρθωνε  να  απορροφά  στις  τάξεις  της  σημαντική  μερίδα  των  υπερεθνικιστών,  των  φιλομοναρχικών  και  φιλοχουντικών  συμβάλλοντας  στην  εκλογική  ενίσχυση  της  δεξιάς  παράταξης  και  συγχρόνως  στην  κομματική  αποδυνάμωση  του  ακραίου  δεξιού  πόλου  από  το  1977/80  και  μετά.  

Τις  δεκαετίες  του  1980  και  του  1990,  όταν  οι  δεξιοί  λαϊκιστές  και  οι  ακροδεξιοί  της  Ευρώπης  άρχιζαν  να  καταγράφουν  εκλογικές  επιτυχίες  τη  μία  μετά  την  άλλη  (βλ.  ενδεικτικά  Betz  1994:  3·∙  Binder  2005),  οι  Έλληνες  ομοϊδεάτες  τους  παρέμεναν  κυριολεκτικά  στο  περιθώριο  της  κομματικής  σκηνής.  Η  κατάσταση  στην  Ελλάδα  άλλαξε  λίγο  πριν  και  ριζικά  μετά  την  έκρηξη  της  παρούσας  χρηματοοικονομικής  κρίσης.  Πρόκειται  για  ένα  χρονικό  διάστημα  που  σηματοδότησε  το  τέλος  της  ελληνικής  «ομαλότητας».  Η  χρηματοοικονομική  κρίση  κατέδειξε  ακριβώς  πόσο  στέρεα  είχε  ριζώσει  εν  τω  μεταξύ  ο  δεξιός  εξτρεμισμός.  Πίσω  από  την  «ελληνική  ομαλότητα»  κρυβόταν  μια  χώρα  με  υψηλές  κρατικές  δαπάνες  και  χαμηλή  παραγωγικότητα·∙  με  έναν  κρατικό  τομέα  αναποτελεσματικό  και  αδιαφανή  καθώς  και  με  μια  

έντονα  πελατειακή  οικονομία·∙  με  ισχυρά  οργανωμένα  συμφέροντα  που  αξιοποίησαν  την  πελατειακή  νοοτροπία  και  την  λογική  του  καρτέλ  που  διήπε  τη  σχέση  τους  με  τα  κόμματα  και  το  κράτος.  Η  κρίση  ευνόησε  το  ακροδεξιό  δυναμικό  που  υπέβοσκε  να  βγει  στην  επιφάνεια.  Κάτω  από  το  μανδύα    της  αντικαπιταλιστικής  και  της  αντιευρωπαϊκής  ρητορικής,  όπως  και  ενός  λόγου  καταγγελτικού  της  παγκοσμιοποίησης  και  του  πολιτισμικού  πλουραλισμού,  το  κοινωνικό  δυναμικό  που  ήταν  επιρρεπές  σε  ένα  τέτοιο  patchwork-­‐αφήγημα  εξαπλώθηκε  διαπερνώντας  ολόκληρο  το  πολιτικό  πεδίο,  από  τα  αριστερά  ως  τα  δεξιά  του  ιδεολογικού  άξονα.  Σήμερα,  μετά  το  ξέσπασμα  της  χρηματοοικονομικής  κρίσης,  η  εμπιστοσύνη  στους  πολιτικούς  θεσμούς  έχει  υποχωρήσει  τόσο  πολύ  ώστε  δεν  είναι  σπάνιο  ακροδεξιές  ιδέες  να  διαδίδονται  και  μεταξύ  ψηφοφόρων  των  υπολοίπων  κομμάτων.  

Στην  ανάλυση  που  ακολουθεί  προσπαθούμε  να  αναδείξουμε  τα  θεμελιώδη  χαρακτηριστικά  του  δεξιού  εξτρεμισμού  στη  σημερινή  Ελλάδα.  Στο  επίκεντρο  του  ενδιαφέροντός  μας  βρίσκεται  μία  έως  πρόσφατα  (το  2009)  πολιτικο-­‐εκλογικά  περιθωριακή  οργάνωση  της  φιλοναζιστικής  ακροδεξιάς  σκηνής,  ο  Λαϊκός  Σύνδεσμος  –  Χρυσή  Αυγή.  Πρόκειται  για  ένα  ιδιότυπο  κόμμα  που  φέρει  γνωρίσματα  πολιτοφυλακής  και  δρα  ως  ιδιωτικός  παραστρατιωτικός  μηχανισμός  (militia).  Από  υπάρξεώς  του  (1983)  υπερασπίζεται  ανοικτά  τον  εθνικοσοσιαλισμό,  χρησιμοποιεί  τα  σύμβολά  του  (αγκυλωτός  σταυρός),  τις  τελετουργικές  αναπαραστάσεις  του  (χιτλερικός  χαιρετισμός),  τα  μοτίβα  του  λόγου  του  (φυλετισμός,  αντισημιτισμός),  τα  μέσα  της  δράσης  του  (πολιτική  βία).  Στις  διπλές  βουλευτικές  εκλογές  του  2012,  έχοντας  λίγο  πριν  δοκιμαστεί  στην  τοπική  σκηνή  του  Δήμου  της  Αθήνας  (2010),  πραγματοποίησε  ένα  μεγάλο  άλμα  μετακινούμενο  από  την  πολιτική  ασημαντότητα,  στην  οποία  επί  δεκαετίες  βρισκόταν,  στην  κεντρική  πολιτική  σκηνή  μιας  χώρας  βυθισμένης  στην  κρίση.  

Το  κείμενο  που  ακολουθεί  αποτελείται  από  τρία  μέρη.  Στο  πρώτο  μέρος  παρουσιάζουμε  τους  αποφασιστικούς  σταθμούς  της  νέας  άκρας  δεξιάς  στην  Ελλάδα  από  τη  Μεταπολίτευση  μέχρι  την  έκρηξη  της  κρίσης  (1974-­‐2009).  Στο  δεύτερο  μέρος  επικεντρωνόμαστε  στη  Χρυσή  Αυγή:  στην  ιστορία,  την  ιδεολογία  και  τις  πολιτικές  δράσεις  της.  Στο  τελευταίο  μέρος  αναλύουμε  τον  τύπο  του  ακροδεξιού  ψηφοφόρου:  το  κοινωνικο-­‐δημογραφικό  του  προφίλ  και  τις  πολιτικο-­‐ιδεολογικές  του  τοποθετήσεις  στην  παρούσα  συγκυρία  προσπαθώντας  να  κατανοήσουμε  γιατί  η  Χρυσή  Αυγη  έγινε  γι’αυτόν  μια  επιλέξιμη  επιλογή.    

Εκκινούμε  από  τη  διαπίστωση  ότι  τα  κόμματα  που  βρίσκονται  στα  δεξιά  της  κατεστημένης  συντηρητικής  Νέας  Δημοκρατίας  δεν  συγκροτούν  ομοιογενή  πολιτική  οικογένεια.  Κατά  τον  Cas  Mudde  μεταξύ  των  δεξιών  εξτρεμιστών  και  των  λαϊκιστών  ριζοσπαστών  της  δεξιάς  σε  ολόκληρη  την  Ευρώπη  υφίστανται  «θεμελιώδεις  διαφορές»  (Mudde  2007:  31).  Σύμφωνα  με  τους  ορισμούς  του,  οι  δεξιοί  ριζοσπάστες  είναι  (έστω  «κατ’  όνομα»  μόνο)  δημοκρατικοί,  ενώ  οι  δεξιοί  εξτρεμιστές  αρνούνται  τη  δημοκρατία  στην  «ουσία»  της  (όπ.  παρ.).  Βεβαίως,  η  διάκριση  μεταξύ  δεξιών  ριζοσπαστών  και  δεξιών  εξτρεμιστών  δεν  είναι  τόσο  σαφής  στην  πραγματικότητα  όσο  κάτι  τέτοιο  αποτυπώνεται  στις  τυπολογίες.  Οι  δεξιοί  ριζοσπάστες  τείνουν  επίσης  να  στρέφονται  «κατά  της  φιλελεύθερης  δημοκρατίας  και  των  αξιών  που  την  θεμελιώνουν,  της  ελευθερίας  και  της  ισότητας  καθώς  και  των  κατηγοριών  του  ατομισμού  και  της  καθολικότητας»  (Minkenberg  1998:  33).  Ακόμα  και  αν  αυτοπροσδιορίζονται  κυρίως  μέσω  της  άρνησης  του  πολιτικού  συστήματος,  χωρίς  να  επιδιώκουν  την  απονομιμοποίηση  του  κοινοβουλευτικού  συστήματος  διακυβέρνησης  συνολικά  (βλ.  Ignazi  2010:  33),  δεν  

μπορεί  να  αποκλειστεί  ότι  με  τον  τρόπο  αυτό  θέτουν  σε  εφαρμογή  μια  «διπλή  στρατηγική»  στοχεύοντας  ακριβώς  στο  να  θολώσουν  τη  διάκριση  μεταξύ  της  άρνησης  αφενός  και  της  απονομιμοποίησης  του  συστήματος  αφετέρου.  Αριστοτέχνες  αυτής  της  στρατηγικής  δεν  θεωρούνται  μόνον  οι  Ιταλοί  ακροδεξιοί  του  MSI  (Movimento  Sociale  Italiano)  ή  οι  δεξιοί  ριζοσπάστες  της  Alleanza  Nationale  (Milza  2004:  158-­‐160;  Scharsach  2002:  120)1,  αλλά  και  πολλοί  από  τους  Έλληνες  ομοϊδεάτες  τους,  οι  οποίοι  συχνά  υπερπηδούν  τα  όρια  μεταξύ  του  δεξιού  εξτρεμισμού  και  του  δεξιού  ριζοσπαστισμού  και  λαϊκισμού.    

Η  συγκεχυμένη  εικόνα  ακροδεξιών  κομμάτων  στο  ελληνικό  κομματικό  σύστημα,  το  γεγονός  δηλαδή  ότι  ενίοτε  παραμένει  ασαφές  αν  πρόκειται  για  κατά  κυριολεξία  υπονομευτές  «του  συστήματος»  ή  για  λαϊκιστές  και  αρνητές  «του  κατεστημένου»,  μεγεθύνει  τον  αριθμό  των  δυνητικών  ψηφοφόρων  τους  δίνοντάς  τους  τη  δυνατότητα  να  αλιεύσουν  εκλογείς  από  τη  (μεγάλη)  δεξαμενή  των  δυσαρεστημένων  οπαδών  της  κομματικής  δημοκρατίας  μέχρι  και  από  πεπεισμένους  θιασώτες  της  απολυταρχίας  κάθε  είδους.  Επιπλέον,  αυτή  η  εικόνα  ακροδεξιών  κομμάτων  που  κινούνται  σε  όλο  το  φάσμα  της  εν  της  ευρεία  εννοία  ακροδεξιάς,  από  τον  δεξιό  λαϊκισμό/ριζοσπαστισμό  μέχρι  τον  δεξιό  εξτρεμισμό,  καθιστά  ευκολότερες  τις  διασυνδέσεις  μεταξύ  των  οργανώσεων  και  των  δρώντων  του  συγκεκριμένου  χώρου.  Μια  λογική  διασύνδεσης  και  συνέχειας  που,  παρά  τις  συγκυριακές  τομές,  διέπει  την  ελληνική  ακροδεξιά  μετά  το  1974  θα  καταδείξουμε  στην  ανάλυση  που  ακολουθεί.  Η  Χρυσή  Αυγή,  στην  οποία  επικεντρώνεται  το  ενδιαφέρον  της  παρούσας  μελέτης,  παρά  τις    διαφορές  της  από  τα  υπόλοιπα  συγγενή  μορφώματα  του  ακροδεξιού  πόλου,  δεν  αποτελεί  ένα  «κόμμα-­‐πυγολαμπίδα»  (flash  party)  που  απογειώθηκε  απότομα  στο  εσωτερικό  της  ευρύτερης  κομματικής  οικογένειας  της  ελληνικής  άκρας  δεξιάς.  Σε  αυτήν  την  πολιτική  βεντάλια  της  άκρας  δεξιάς  στην  Ελλάδα  της  περιόδου  της  Μεταπολίτευσης,  το  άνοιγμα  της  οποίας  απολήγει  σήμερα  στη  Χρυσή  Αυγή,  είναι  αφιερωμένο  το  παρόν  κείμενο.  

 

Ι.  Από  τη  Μεταπολίτευση  ως  την  έναρξη  της  κρίσης:  Η  ακροδεξιά  της  ιστορίας  και  της  συγκυρίας  

Α)  Παλαιοί  δεξιοί  ριζοσπάστες  και  εξτρεμιστές  στο  κοινοβουλευτικό  προσκήνιο:  Μια  αναδρομή  

Κοιτώντας  προς  τα  πίσω,  η  Εθνική  Παράταξις  ήταν  το  μόνο  αντικομμουνιστικό  και  φιλομοναρχικό  κόμμα  εθνικιστικoύ  προσανατολισμού,  με  άλλα  λόγια  ένα  κόμμα  της  «παλιάς»  ακροδεξιάς,  το  οποίο  μετά  την  κατάρρευση  της  στρατιωτικής  δικτατορίας  κατάφερε  να  εισέλθει  στο  εθνικό  Κοινοβούλιο  καταλαμβάνοντας  στον  άξονα  Αριστεράς-­‐                                                                                                                          1  Ο  Milza  (2004:  148-­‐180)  εξηγεί  τη  διπλή  στρατηγική  του  MSI,  ενός  νεοφασιστικού  κόμματος  της  μεταπολεμικής  εποχής,  ως  εξής:  Το  MSI  αφενός  προσπαθούσε  να  ενταχθεί  στο  πολιτικό  σύστημα  της  Πρώτης  Ιταλικής  Δημοκρατίας  («στρατηγική  ενσωμάτωσης»),  αφετέρου  επιχειρούσε  να  υπονομεύσει  το  σύστημα  αυτό  με  τη  χρήση  πολιτικής  βίας  («στρατηγική  της  έντασης»).  Παρόμοια  στρατηγική  εφάρμοζε  η  Alleanza  Nationale,  το  διάδοχο  σχήμα  του  MSI,  στα  πρώτα  χρόνια  του  βίου  του:  Το  κόμμα  του  G.  Fini  «καταδίκαζε  ‘κάθε  μορφή  ολοκληρωτισμού’  και  ‘κάθε  ρατσιστική,  αντισημιτική  και  εχθρική  προς  τους  ξένους  στάση’,  αλλά  διατηρούσε  την  πίστη  του  «στο  φασιστικό  κοινωνικό  υπόδειγμα  της  ‘λαϊκής  κοινότητας’»  και  στην  ιδέα  ενός  «οργανικού  κράτους»  (Scharsach  2002:  120-­‐121).    

Δεξιάς  μια  θέση  δεξιότερα  της  Νέας  Δημοκρατίας.  Ωστόσο  η  Εθνική  Παράταξη  δεν  γεννήθηκε  στη  Μεταπολίτευση  αμέσως  μετά  την  κατάρρευση  της  δικτατορίας  και  δεν  είχε  λάβει  μέρος  στις  πρώτες  ελεύθερες  εκλογές  που  έγιναν  στην  Ελλάδα  μετά  το  1964.2  Δημιουργήθηκε  λίγα  χρόνια  μετά  το  δημοψήφισμα  του  19743  που  οδήγησε  στην  κατάργηση  της  μοναρχίας.  Οι  ακραία  συντηρητικοί,  ένα  πολιτικο-­‐ιδεολογικό  ρεύμα  το  οποίο  μετά  το  τέλος  του  Εμφυλίου  Πολέμου  δρούσε  υπό  τη  σκέπη  της  κατεστημένης  δεξιάς,  απέσυρε  μετά  το  δημοψήφισμα  την  εμπιστοσύνη  του  από  τη  Νέα  Δημοκρατία.  Η  Εθνική  Παράταξη  ήταν  ένα  είδος  «κόμματος  εκδικητών»  (Βούλγαρης  2001:  55),  το  οποίο  θέλησε  να  τιμωρήσει  την  κυβερνώσα  Νέα  Δημοκρατία  στις  εκλογές  του  1977  για  την  «ουδέτερη  στάση»  (όπ.  παρ.)  του  προέδρου  της  (Κωνσταντίνου  Καραμανλή)  στην  κατάργηση  της  μοναρχίας.  

Το  κόμμα  του  Καραμανλή  έχασε  μεταξύ  1974  και  1977  πάνω  από  μισό  εκατομμύριο  ψηφοφόρους  (ήτοι  το  1/10  των  ψηφισάντων  στις  εκλογές  του  1977),  προπάντων  λόγω  των  εκλογικών  επιτυχιών  του  ΠΑΣΟΚ  που  εκείνη  την  εποχή  κατόρθωσε  να  διπλασιάσει  τον  αριθμό  των  ψηφοφόρων  του,  εν  μέρει  όμως  και  λόγω  της  δημιουργίας  της  Εθνικής  Παράταξης.  Οι  350.000  ψήφοι  που  κέρδισε  η  Εθνική  Παράταξη  στις  βουλευτικές  εκλογές  του  1977  συνέβαλαν  αποφασιστικά  στην  περαιτέρω  αποδυνάμωση  της  Νέας  Δημοκρατίας:  Ναι  μεν  το  κόμμα  των  Στέφανου  Στεφανόπουλου  και  Σπύρου  Θεοτόκη  –  ελέω  ενισχυμένης  αναλογικής  –  εκπροσωπήθηκε  μονάχα  με  πέντε  βουλευτές  στην  Ελληνική  Βουλή,  οι  σχεδόν  350.000  ψήφοι  που  συγκέντρωσε  προέρχονταν  ωστόσο  όχι  μόνο  από  τους  παραδοσιακούς  φιλομοναρχικούς,  αλλά  και  τους  οπαδούς  των  συνταγματαρχών,  στους  οποίους  επίσης  ο  σχηματισμός  αυτός  απευθυνόταν.  Οι  απογοητευμένοι  από  τον  Καραμανλή  «βασιλοχουντικοί»  της  Εθνικής  Παράταξης  (Clogg,  όπ.  παρ.:  72)  αποτελούσαν  κίνδυνο  για  τους  δεξιούς  συντηρητικούς,  οι  οποίοι  δέχονταν  επίθεση  τόσο  από  τα  αριστερά  (ΠΑΣΟΚ),  όσο  και  από  τα  δεξιά  τους  (Εθνική  Παράταξη).  Επειδή  η  Νέα  Δημοκρατία  έχανε  ένα  μεγάλο  μέρος  της  εκλογικής  της  βάσης  που  μετακινείτο  προς  το  ΠΑΣΟΚ,  προσπαθούσε  να  αντισταθμίσει  αυτές  τις  απώλειες  επαναφέροντας  οπαδούς  και  στελέχη  των  ακραία  εθνικο-­‐συντηρητικών  στο  πεδίο  της  δικής  της  εκλογικής  επιρροής.  

Πίνακας  1  

Δεξιά  ριζοσπαστικά  και  εξτρεμιστικά  κόμματα  με  κοινοβουλευτική  εκπροσώπηση  

Κόμματα         Ισχύς  στις  εθνικές  εκλογές  (Β)  και  στις  ευρωεκλογές  (Ε),  1974-­‐2009  

  1977  Β   1981  Ε   1984  Ε   2004  Ε   2007  Β   2009  Β   2009  Ε  Εθνική  Παράταξις  

 6,82%  (5)  

           

Κόμμα  των  Προοδευτικών  

   1,96%  (1)  

         

                                                                                                                         2  Για  το  κομματικό  τοπίο  της  πρώτης  περιόδου  μετά  τον  Εμφύλιο  Πόλεμο  στην  Ελλάδα  μέχρι  την  κατάρρευση  της  «καχεκτικής  δημοκρατίας»  των  δεκαετιών  του  1950  και  1960  βλ.  Νικολακόπουλος    (2001)  και  Clogg  (1987:  17  κ.  επ.).  3  Για  την  εμφάνιση  της  Εθνικής  Παράταξης  το  καλοκαίρι  του  1977,  τους  ιδρυτές  και  το  ιδεολογικό  προφίλ  του  κόμματος  βλ.  Clogg  (όπ.  παρ.,  σελ.  70-­‐73).  Η  επίσημη  δήλωση  ίδρυσης  του  κόμματος  φέρει  ημερομηνία  6.10.1977.        

ΕΠΕΝ       2,29%  (1)          

ΛΑΟΣ         4,1%  (1)   3,8%  (10)   5,36%  (15)   7,15%  (2)  Πηγή:  Επίσημα  αποτελέσματα.  

Σε  παρένθεση  ο  αριθμός  εκλεγμένων  βουλευτών  στις  εθνικές  εκλογές  ή  τις  ευρωεκλογές  που  αντιστοιχεί  σε  κάθε  κόμμα.  Αναφέρονται  μόνο  εκείνες  οι  εκλογικές  αναμετρήσεις  για  την  εγχώρια  και  την  ευρωπαϊκή  Βουλή,  στις  οποίες  κάποιος  κομματικός  σχηματισμός  της  άκρας  δεξιάς  εξέλεξε  βουλευτή.  

 

Ο  Hanspeter  Kriesi  (1995)  διακρίνει  μεταξύ  δύο  στρατηγικών  της  κατεστημένης  δεξιάς  στην  Ευρώπη  απέναντι  στους  ακροδεξιούς  δρώντες  της  κομματικής  σκηνής:  τη  «στρατηγική  της  εργαλειοποίησης»  και  τη  «στρατηγική  της  οριοθέτησης».  Όταν  «η  κατεστημένη  δεξιά  κάνει  παραχωρήσεις  σε  μερικούς  τομείς  πολιτικής  χωρίς  όμως  να  ανοίγει  απ’  ευθείας  διάλογο  με  τους  ακροδεξιούς  ή  καν  να  σχηματίζει  συνασπισμό  μαζί  τους»,  τότε  έχει  επιλέξει  τη  δεύτερη  στρατηγική.  Η  στρατηγική  της  οριοθέτησης  αφήνει  στους  ακροδεξιούς  «μικρά  περιθώρια  ελευθερίας»  για  να  δράσουν  με  επιτυχία  στην  κομματική  σκηνή.  «Όταν,  αντίθετα»,  γράφει  ο  Kriesi,  «η  κατεστημένη  δεξιά  επιχειρεί  να  εργαλειοποιήσει  την  άκρα  δεξιά,  δεν  προσδίδει  μόνον  αυξημένο  βάρος  στις  επιδιώξεις  της·∙  ταυτόχρονα  νομιμοποιεί  τους  ηγέτες,  τις  οργανώσεις  και  τις  πολιτικές  τους  θέσεις,  ενισχύοντας  έτσι  την  ικανότητά  τους  να  κινητοποιούν»  προς  όφελός  τους  ψηφοφόρους  στο  πλαίσιο  του  κομματικού  ανταγωνισμού  (όπ.  παρ.,  σελ.  34-­‐35).    

Ο  Κωνσταντίνος  Καραμανλής,  ο  τότε  πρωθυπουργός  και  πρόεδρος  της  Νέας  Δημοκρατίας,  ακολούθησε  –  όπως  και  ο  διάδοχός  του  Γεώργιος  Ράλλης  –  μια  υβριδική  τρίτη  στρατηγική.  Οι  δύο  τους  δρομολόγησαν  τις  (άτυπες  και  μέχρι  τώρα  άγνωστες  όσον  αφορά  τις  λεπτομέρειές  τους)  διεργασίες  ώστε  παραμονές  των  ψηφοφοριών  για  την  εκλογή  του  Προέδρου  της  Δημοκρατίας  το  1980  και  εν  συνεχεία  των  βουλευτικών  εκλογών  «της  Αλλαγής»  του  1981  να  υποδεχθούν  στη  Νέα  Δημοκρατία  πολιτικά  στελέχη  και  μέλη  της  Εθνικής  Παράταξης  («στρατηγική  εργαλειοποίησης»),  χωρίς  όμως  να  υιοθετήσουν  την  πολιτική  της  ατζέντα  στις  θεματικές  αιχμής  που  η  τελευταία  πρότασσε  και  αφορούσαν  τη  μορφή  του  πολιτεύματος,  τη  στάση  απέναντι  στο  ΚΚΕ,  τον  προσανατολισμό  απέναντι  στην  Ευρώπη  («στρατηγική  οριοθέτησης»).  Με  τον  τρόπο  αυτό  Καραμανλής  και  Ράλλης  πέτυχαν  να  προκαλέσουν  την  επί  της  ουσίας  βαθμιαία  διάλυση  του  ακραία  εθνικο-­‐συντηρητικού  κόμματος,  οι  περισσότερες  δυνάμεις  του  οποίου  βρήκαν  καταφύγιο  στο  εσωτερικό  της  Νέας  Δημοκρατίας.  Η  τακτική  τους  ήταν  απλή:  Στις  εθνικές  εκλογές  του  1981  τοποθέτησαν  τον  Σπύρο  Θεοτόκη,  πλέον  επικεφαλής  της  Εθνικής  Παράταξης4,  στην  τρίτη  θέση  του  ψηφοδελτίου  Επικρατείας  της  Νέας  Δημοκρατίας,  περιλαμβάνοντας  συγχρόνως  και  άλλους  βουλευτές,  πολιτευτές  και  στελέχη  της  Εθνικής  Παράταξης  στα  κομματικά  ψηφοδέλτια  του  μέχρι  τότε  κυβερνώντος  κόμματος.  Να  σημειωθεί,  πάντως,  ότι  για  τους  από  την  Εθνική  Παράταξη  προερχόμενους  υποψηφίους  βουλευτές  και  όλους  όσοι  από  τον  ίδιο  χώρο  συστρατεύθηκαν  με  τη  Νέα  Δημοκρατία  το  1981  κάθε  άλλο  παρά  εξέλιπαν  οι  λόγοι  που  είχαν  οδηγήσει  το  1974  σε  παραίτηση  τον  Θεοτόκη  από  το  αξίωμα  του  βουλευτή  που  είχε  καταλάβει  κατερχόμενος  στις  εκλογές  (και  τότε)  με  το  ψηφοδέλτιο  της  ΝΔ.    Με  τον  τρόπο  

                                                                                                                         4  Ο  Στέφανος  Στεφανόπουλος,  με  δήλωσή  του  προς  τον  Πρόεδρο  της  Βουλής  και  τον  Εισαγγελέα  του  Αρείου  Πάγου  που  φέρει  ημερομηνία  9.7.1981,  μεταβίβασε  το  όνομα  και  το  έμβλημα  της  Εθνικής  Παράταξης  στον  μέχρι  τότε  κοινοβουλευτικό  της  εκπρόσωπο  Σπύρο  Θεοτόκη.    

αυτό  και  τη  στρατηγική  Καραμανλή-­‐Ράλλη  δρομολογήθηκε  η  «απόσυρση»  της  Εθνικής  Παράταξης  από  την  κομματική  σκηνή  λίγο  πριν  την  πρώτη  κυβερνητική  εναλλαγή  στην  ιστορία  της  Μεταπολίτευσης  από  τη  ΝΔ  στο  ΠΑΣΟΚ  της  «Αλλαγής».5    

Μπορεί  η  Εθνική  Παράταξη  να  απορροφήθηκε  από  τη  Νέα  Δημοκρατία,  όμως  ένα  τμήμα  ιδίως  της  οργάνωσης  νεολαίας  του  κόμματος,  της  Εθνικής  Νεολαίας  Εθνικής  Παράταξης  (ΕΝΕΠ),  προσχώρησε  στο  Κόμμα  των  Προοδευτικών,  το  οποίο  είχε  επανεμφανιστεί  στην  κομματική  σκηνή  της  Μεταπολίτευσης  γύρω  στα  1979.  Το  Κόμμα  των  Προοδευτικών  του  Σπύρου  Μαρκεζίνη,  το  οποίο  πήρε  μέρος  στις  διπλές  εθνικές  και  ευρωπαϊκές  εκλογές  του  1981  συγκεντρώνοντας  έναν  χαμηλό  αριθμό  ψήφων  (95  χιλ.  και  111  χιλ.  αντιστοίχως)  που  του  εξασφάλισε  πάντως  μια  έδρα  ευρωβουλευτή,  προέκυψε  από  τη  διάσπαση  του  εθνικού-­‐συντηρητικού  στρατοπέδου.  Στόχο  είχε  να  τερματίσει  τη  στρατηγική  της  «απορρόφησης»  των  «εθνικοφρόνων»  (Clogg,  όπ.  παρ.:  72)  στο  κόμμα  του  Καραμανλή.  Δεν  το  κατάφερε  ωστόσο.  Το  ποσοστό  των  ακραία  συντηρητικών  έως  και  φιλοχουντικών  («Παπαδοπουλικών»)  που  δήλωναν  ανεξάρτητοι  και  βρήκαν  καταφύγιο  στις  γραμμές  του  συγκεκριμένου  κόμματος  δεν  ήταν  επαρκές  (η  δύναμή  του  παρέμεινε  κάτω  από  το  2%  του  εκλογικού  σώματος)  για  να  εγγυηθεί  μια  αυτόνομη  πορεία  τους  εκτός  της  Νέας  Δημοκρατίας,  ενώ  ούτε  και  ο  Μαρκεζίνης  ήταν  το  κατάλληλο  πρόσωπο  για  να  σηματοδοτήσει  την  έναρξη  ενός  νέου  εγχείρηματος  στο  χώρο  της  δεξιάς  πέραν  της  κυβερνώσας  Νέας  Δημοκρατίας.6  

Εξάλλου  η  μερίδα  των  μετακινούμενων  «Παπαδοπουλικών»  από  την  Εθνική  Παράταξη  στο  Κόμμα  των  Προοδευτικών  βρήκε  εν  συνεχεία  μια  περισσότερο  κινηματική  και  αυτοπρόσωπη  έκφραση  στο  χώρο  με  τη  δημιουργία  της  Εθνικής  Πολιτικής  Ενώσεως  (ΕΠΕΝ).  Η  ΕΠΕΝ  συγκαταλέγεται  στα  μικρά  κόμματα  που  ανέκυψαν  μετά  τη  διάλυση  της  Εθνικής  Παράταξης.  Ήταν  μια  υπερεθνικιστική-­‐νεοχουντική  οργάνωση  που  υπερασπιζόταν  ανοικτά  το  στρατιωτικό  καθεστώς  της  7ετίας  και  ζητούσε  την  αποφυλάκιση  των  καταδικασθέντων  συνταγματαρχών.  «Πνευματικός  ηγέτης»  της  ΕΠΕΝ  υπήρξε  ο  πρώην  δικτάτορας  Παπαδόπουλος,  ο  οποίος  είχε  αναγγείλει  από  τη  φυλακή  την  ίδρυση  του  κόμματος.  Μάλιστα,  ηχογραφημένο  μήνυμά  του  εν  είδη  διαγγέλματος  μεταδόθηκε  στην  ιδρυτική  συνέλευση  που  έλαβε  χώρα  (30.1.1984),  στη  θέση  διακριτικού  εμβλήματος  της  οποίας  υπήρχε  αρχικά  η  φωτογραφία  του  δικτάτορα.7  Σε  εκλογικό  επίπεδο  η  ΕΠΕΝ  είχε  περιορισμένη  επιρροή.  Μολονότι  στις  ευρωεκλογές  του  1984  κατέκτησε  μία  (μόνο)  έδρα,  απέτυχε  ωστόσο  να  εκπροσωπηθεί  στην  εγχώρια  κοινοβουλευτική  σκηνή,  όπως  το  ίδιο                                                                                                                            5  Η  Εθνική  Παράταξις  τυπικά  συνέχισε  να  υπάρχει  με  αρχηγό  τον  Θεοτόκη  και  μετά  τον  θάνατό  του  τελευταίου  με  επικεφαλής  τον  Νικόλαο  Φαρμάκη,  παλιό  βουλευτή  της  ΕΡΕ  και  παρ’ολίγον  υπουργό  της  χουντικής  κυβέρνησης  του  Κωνσταντίνου  Κόλλια.  6  Το  Κόμμα  των  Προοδευτικών  ήταν  ένα  παλαιό  δεξιό  κόμμα  που  ιδρύθηκε  τη  δεκαετία  του  1950  ύστερα  από  διάσπαση  του  Ελληνικού  Συναγερμού.  Ο  πρόεδρός  του  Σπύρος  Μαρκεζίνης  ήταν  το  1973  ο  πρωταγωνιστής  του  λεγόμενου  «πειράματος  Μαρκεζίνη»,  μιας  αποτυχημένης  απόπειρας  «αυτομετασχηματισμού»  του  στρατιωτικού  καθεστώτος  σε  έναν  φαλκιδευμένο  κοινοβουλευτισμό  ελεγχόμενο  από  τους  στρατιωτικούς.  Ο  Μαρκεζίνης  είχε  λάβει  από  το  δικτάτορα  Παπαδόπουλο  την  εντολή  να  προκηρύξει  εκλογές  ώστε  να  δρομολογηθεί  μια  τέτοια  ελεγχόμενη  καθεστωτική  μεταβολή.  Αντιθέσεις  μεταξύ  των  πραξικοπηματιών  απέτρεψαν  αυτά  τα  σχέδια  και  έβαλαν  τέλος  στο  «πείραμα  Μαρκεζίνη».  Εκτενής  ανάλυση  του  θέματος  στο  Τζώρτζης  (2002).  7  Το  έμβλημα  άλλαξε  παραμονές  των  Ευρωεκλογών  του  Ιουνίου  1984,  η  συμμετοχή  στις  οποίες  απαιτούσε  προσαρμογή  στη  σχετική  νομοθεσία  που  απαγόρευε  τη  χρήση  «φωτογραφιών  προσώπων  που  είχαν  καταδικαστεί  για  τη  συμμετοχή  τους  στο  καθεστώς  της  21ης  Απριλίου».    

συνέβη  και  στις  αμέσως  επόμενες  εκλογές  για  την  Ευρωβουλή  (1989).  Παρόλα  αυτά  κατόρθωσε  να  εξελιχθεί  σε  ένα  κόμμα-­‐κόμβο  με  ισχυρή  επιρροή  εντός  του  κομματικού  υποπεδίου  της  ελληνικής  άκρας  δεξιάς:  Στην  ΕΠΕΝ  ανήκε  μια  οργάνωση  νεολαίας  που  επιδόθηκε  σε  έναν  βίαιο  ακτιβισμό·∙  ο  πρώτος  γραμματέας  της  υπήρξε  ο  κατοπινός  γενικός  γραμματέας  της  Χρυσής  Αυγής,  ενώ  ο  διάδοχός  του  έγινε  ο  επικεφαλής  του  Ελληνικού  Μετώπου,  πριν  ο  ίδιος  προσχωρήσει  στον  ΛΑΟΣ  και  αργότερα  στη  ΝΔ.  Οι  ιδεολογικές  αρχές  της  ΕΠΕΝ,  καθώς  και  του  διαδόχου  σχήματος  που  έφερε  την  ονομασία  Εθνικό  Κόμμα  –  ΕΠΕΝ,  επηρέασαν  καθοριστικά  τις  προγραμματικές  θέσεις  του  Λαϊκού  Ορθόδοξου  Συναγερμού  όσον  αφορά  προπάντων  το  πρώτο  εκλογικό  μανιφέστο  του  τελευταίου  για  τη  συμμετοχή  του  στις  εθνικές  εκλογές  του  2004,  το  οποίο  είχε  πολλά  κοινά  σημεία  με  το  αντίστοιχο  της  ΕΠΕΝ  σε  ό,τι  αφορά  τις  αντιλήψεις  του  για  το  πολίτευμα,  την  εξωτερική  πολιτική,  τις  σχέσεις  με  την  Τουρκία,  το  ζήτημα  της  μετανάστευσης,  κ.λπ.8  

Χρησιμοποιώντας  την  τυπολογία  του  Ignazi  (1996,  2010),  τα  τρία  κόμματα  που  αναφέραμε  παραπάνω  (Εθνική  Παράταξη,  Κόμμα  των  Προοδευτικών  και  Εθνική  Πολιτική  Ένωση)  κατατάσσονται  στην  κατηγορία  της  «παλαιάς»  ή  «παραδοσιακής»  ακραίας    και  ριζοσπαστικής  δεξιάς.  Και  τα  τρία  ήσαν  κομματικές  οργανώσεις  οι  οποίες  δραστηριοποιήθηκαν  στην  πρώτη  φάση  της  Μεταπολίτευσης,  στην  διάρκεια  της  οποίας  απόκτησαν  (περιορισμένη)  κοινοβουλευτική  εκπροσώπηση  στην  εγχώρια  βουλή  ή  την  ευρωβουλή.  Ταυτοχρόνως  αποτέλεσαν  το  πρόπλασμα  για  την  εμφάνιση  μιας  πολιτικά  δυναμικότερης  και  εκλογικά  ισχυρότερης  νέας  ακροδεξιάς  στην  ύστερη  φάση  της  Μεταπολίτευσης.  Στις  αναλύσεις  που  ακολουθούν  θα  επικεντρώσουμε  κατ’αρχάς  το  ενδιαφέρον  μας  στη  νέα  λαϊκιστική  ακροδεξιά  (ΛΑΟΣ),  καθώς  και  στον  τρόπο  που  συντελέστηκε  το  πέρασμα  σε  μια  νέα  κομματική  μορφολογία  στο  εσωτερικό  της  ελληνικής  ακροδεξιάς.    

Β)  Οι  «νέοι»  ακροδεξιοί  λαϊκιστές  και  η  εμφάνιση  του  Λαϊκού  Ορθόδοξου  Συναγερμού  (ΛΑΟΣ)  

Παρήλθαν  30  χρόνια  ώσπου  να  εμφανιστεί  και  πάλι  στην  εγχώρια  κοινοβουλευτική  σκηνή  της  Μεταπολίτευσης  ένα  κόμμα  στα  δεξιά  της  Νέας  Δημοκρατίας.  Η  ίδρυση  του  Λαϊκού  Ορθόδοξου  Συναγερμού  -­‐  ΛΑΟΣ9,  ενός  εθνικο-­‐λαϊκιστικού  κόμματος  του  τρίτου  κύματος  της  ευρωπαϊκής  ακροδεξιάς10,  ήταν  συνέπεια  της  αλλαγής  στρατηγικής  της  Νέας  Δημοκρατίας:  

                                                                                                                         8  Αναφέρουμε  ενδεικτικά  ότι  ιδεολογικά  και  προγραμματικά  ΕΠΕΝ  και  ΛΑΟΣ  συνέκλιναν  απολύτως  όσον  αφορά  τη  δημιουργία  μιας  «Σωματειακής  Βουλής»,  τη  εφαρμογή  μιας  «επιθετικής  εξωτερικής  πολιτικής»  που  συνοδευόταν  από  πλήθος  αλυτρωτικών  αναφορών,  την  «άμεση  απέλαση  των  λαθρομεταναστών»,  τον  αποκλεισμό  της  Τουρκίας  από  την  Ευρώπη.  9  Ο  επικεφαλής  του  Γ.  Καρατζαφέρης  επέμενε  πάντα  η  συντομογραφία  να  τονίζεται  στη  λήγουσα,  ακριβώς  όπως  στη  λέξη  «λαός»,  με  τα  σημαινόμενα  της  οποίας  ήθελε  να  διασυνδέσει  το  κόμμα  του.  Η  λέξη  «λαός»  και  τα  παράγωγά  της,  μαζί  με  τις  λέξεις  «εθνικός»,  «ελευθερία»  και  «πρόοδος»  είναι  από  τις  συχνότερα  χρησιμοποιούμενες  στους  τίτλους  πολιτικών  κομμάτων  της  ευρωπαϊκής  άκρας  δεξιάς.  10  Για  τα  τρία  κύματα  της  άκρας  δεξιάς  πρβλ.  Von  Beyme  (1988),  Zimmermann  και  Saalfeld  (1993),  Mudde  (2000:  5).  Εν  συντομία  (βλ.  Γεωργιάδου  2008),  το  „πρώτο  κύμα“  εμφανίζεται  τις  πρώτες  δεκαετίες  μετά  το  τέλος  του  Β’  Παγκοσμίου  Πολέμου  και  συγκεντρώνει  στις  τάξεις  του  υποστηρικτές  και  αντιλήψεις  των  ολοκληρωτικών  καθεστώτων  που  ηττήθηκαν  στον  πόλεμο·∙  το  „δεύτερο  κύμα“  είναι  ένα  ρεύμα  της  δεκαετίας  του  1970  που  συνδυάζει  την  αντικρατική  διαμαρτυρία  εναντίον  του  κράτους-­‐πρόνοια  με  την  υπεράσπιση  της  εθνικο-­‐πολιτισμικής  κλειστότητας·∙  το  „τρίτο  κύμα“  

η  «απορρόφηση»  των  ακροδεξιών  εγκαταλείφθηκε  για  να  ενισχυθεί  ο  προσανατολισμός  προς  το  πολιτικό  κέντρο,  επελέγη  δηλαδή  μια  στρατηγική  της  «οριοθέτησης»  από  την  άκρα  δεξιά.  Στην  ίδρυση  του  ΛΑΟΣ  το  2000  οδήγησε  η  κομματική  διαγραφή  του  παλαιού  μέλους  και  βουλευτή  της  ΝΔ  Γιώργου  Καρατζαφέρη  προσωπικά  από  τον  Κώστα  Καραμανλή.  Στον  Καρατζαφέρη  καταλογίστηκε  ότι  απέρριπτε  δημόσια  τη  λεγόμενη  στρατηγική  του  «μεσαίου  χώρου»,  δηλαδή  τον  –  συμβολικό  και  επικοινωνιακό  περισσότερο  –  προσανατολισμό  της  Νέας  Δημοκρατίας  στο  κέντρο  του  κομματικού  πολιτικού  φάσματος.11  Η  στρατηγική  της  οριοθέτησης  βοήθησε  το  κόμμα  της  κατεστημένης  συντηρητικής  δεξιάς  να  διεκδικήσει  το  πολιτικο-­‐ιδεολογικό  κέντρο.  Παρότι  το  αποτέλεσμα  αυτής  της  διεκδίκησης  δεν  αποτυπώθηκε  απτά  και  σε  εκλογικό  επίπεδο  η  ΝΔ  δεν  κατέκτησε  το  μερίδιο  κεντρώων  ψηφοφόρων  που  διεκδικούσε  (Vasilopoulos  και  Vernardakis  2011),  η  επιρροή  της  στο  δεξιό  άκρο  παρόλα  αυτά  εξασθένησε,  με  αποτέλεσμα  νέες  συνθήκες  πολιτικής  ευκαιρίας  να  αρχίσουν  να  διαμορφώνονται  για  τους  ακροδεξιούς  δρώντες  της  κομματικής  σκηνής.    

Όπως  αναφέραμε  προηγουμένως,  τις  δεκαετίες  του  1970  και  του  1980  η  Νέα  Δημοκρατία  ακολούθησε  μια  στρατηγική  «απορρόφησης»  και  μετά  το  2000  μια  στρατηγική  «οριοθέτησης»  απέναντι  στην  άκρα  δεξιά.  Στο  πλαίσιο  της  πρότερης  στρατηγικής  η  Νέα  Δημοκρατία  είχε  απορρίψει  την  πολιτική  ατζέντα  των  ακροδεξιών  και  σε  πολιτικά  ζητήματα  αρχών  ήταν  ανυποχώρητη.  Στο  πλαίσιο  της  στρατηγικής  της  οριοθέτησης  η  Νέα  Δημοκρατία  εγκαινίασε  μια  τακτική  της  κατά  περίπτωση  εξέτασης  ζητημάτων  που  ενδιέφεραν  την  άκρα  δεξιά,  όπως  για  παράδειγμα  στην  ονομασία  της  πρώην  Γιουγκοσλαβικής  Δημοκρατίας  της  Μακεδονίας.  Στην  περίπτωση  αυτή  ο  Έλληνας  πρωθυπουργός  αποφάσισε  πριν  από  τις  εκλογές  του  2007,  αν  χρειαστεί,  να  ασκήσει  βέτο  και  να  εμποδίσει  την  εισδοχή  του  βόρειου  αυτού  γείτονα  στο  ΝΑΤΟ,  εφόσον  η  χώρα  θα  επέμενε  να  διεκδικεί  την  αποκλειστικότητα  στη  χρήση  του  ονόματος  Μακεδονία.  Με  τον  τρόπο  αυτό  η  Νέα  Δημοκρατία  μπόρεσε  να  αφαιρέσει  αέρα  από  τα  πανιά  της  ελληνικής  εθνο-­‐λαϊκιστικής  δεξιάς  του  ΛΑΟΣ,  χωρίς  ωστόσο  να  εμποδίσει  την  είσοδό  του  στην  Βουλή.  

Στις  εκλογές  του  2007  το  ΛΑΟΣ  έλαβε  ένα  3,8%  των  ψήφων  κατορθώνοντας  για  πρώτη  φορά  στη  μέχρι  τότε  σύντομη  ιστορία  του  να  στείλει  δέκα  βουλευτές  στο  εθνικό  Κοινοβούλιο.  Κατόπιν  το  κόμμα  αύξησε  κι  άλλο  το  μερίδιό  του  και  στις  εκλογές  του  2009  έλαβε  το  5,6%  των  ψήφων  και  15  έδρες.  Το  μεγαλύτερο  εκλογικό  του  αποτέλεσμα  επέτυχε  το  ΛΑΟΣ  στις  ευρωεκλογές  του  2009:  Έλαβε  το  7,15%  των  ψήφων  (έναντι  4,12%  στις  ευρωεκλογές  του  2004),  το  υψηλότερο  ποσοστό  που  είχε  φτάσει  ποτέ  έως  τότε  κόμμα  της  άκρας  δεξιάς  στην  Ελλάδα.  

Το  ΛΑΟΣ  είναι  ένα  εθνικο-­‐λαϊκιστικό  κόμμα  του  ακροδεξιού  χώρου  –και  όχι  της  «λαϊκής  δεξιάς»  όπως  αρέσκονταν  να  λέει  ο  αρχηγός  του  (Ellinas  2010:  125  κ.  επ.)  –,  το  οποίο  εισήλθε  στην  πολιτική  σκηνή  της  Ελλάδας  μερικούς  μήνες  μετά  τις  εκλογές  του  Απριλίου  2000.  Το  κόμμα  που  δημιούργησε  ο  Γιώργος  Καρατζαφέρης  διακήρυξε  εξ  αρχής  την  

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           αναδύεται  στη  δεκαετία  του  1990  και  του  2000  προβάλλοντας  τις  αντιλήψεις  περί  της  „εθνικής  προτεραιότητας“  („Πρώτα  οι  Γάλλοι“,  κ.λπ.)  και  ενός  εθνικο-­‐σοβινιστικού  κρατισμού  (welfare  state  chauvinism)  στο  πλαίσιο  μιας  λαϊκιστικής  (αντιμεταναστευτικής/αντιισλαμικής)  κινητοποίησης.    11  Κατά  τον  Μαυρογορδάτο  (2005)  ο  αυτοπροσδιορισμός  της  ΝΔ  ως  κεντρώου  κόμματος  αποσκοπούσε  στην  απαλλαγή  της  από  το  χαρακτηρισμό  του  ακραίου  συντηρητισμού  που  της  είχε  προσδώσει  το  ΠΑΣΟΚ  (όπ.  παρ.:  1027).    

ευθυγράμμισή  του  στην  αρχή  της  «εθνικής  προτεραιότητας»12  απαιτώντας  την  άμεση  απέλαση  όλων  των  «λαθρομεταναστών»  και  την  εθνική  περιφρούρηση  της  αγοράς  εργασίας.  Στρεφόταν  εξάλλου  εναντίον  της  παγκοσμιοποίησης,  της  ισχύος  των  τραπεζών  και  του  χρηματοπιστωτικού  κεφαλαίου,  αν  και  αποδεχόταν  τις  αρχές  της  οικονομίας  της  αγοράς.  Στην  ιδεολογική  του  διακήρυξη  και  στην  πρώτη  εκλογική  του  διακήρυξη  (2004)  το  ΛΑΟΣ    εξέφραζε  έναν  έκδηλο  μιλιταρισμό,  υποστήριζε  τον  αλυτρωτισμό  και  απαιτούσε  μιαν  επεκτατική  πολιτική  στους  αμυντικούς  εξοπλισμούς  (Miliopoulos  2011:  155).  Στην  επόμενη  εκλογική  διακήρυξη  του  2007/2009  εντούτοις  το  κόμμα  χαλάρωσε  την  αντιμεταναστευτική  του  ρητορική  και  προσπάθησε  να  αμβλύνει  κάπως  τις  ακραίες  θέσεις  του  κατά  της  ομοφυλοφιλίας  και  των  δικαιωμάτων  των  μειονοτήτων,  όπως  και  να  αποκρύψει  την  αντισημιτική  του  στάση  και  να  καμουφλάρει  την  άρνηση  του  Ολοκαυτώματος.13  Εξ  αρχής  ο  Καρατζαφέρης  είχε  ποντάρει  στον  ορθόδοξο  χριστιανικό  προσανατολισμό  του  κόμματός  του.  Όσο  χονδροκομμένες  και  αν  φαίνονταν  οι  επανειλημμένες  απόπειρές  του  να  εκφράσει  τη  σύνδεσή  του  με  την  ορθόδοξη  Εκκλησία,  πέτυχε  εντούτοις  να  οικοδομήσει  ένα  υποστηρικτικό  δίκτυο  ιερέων  και  μητροπολιτών  και  επιπλέον  να  κερδίσει  την  εμπιστοσύνη  του  τότε  Αρχιεπισκόπου  Αθηνών  Χριστόδουλου  (βλ.  Miliopoulos,  όπ.  παρ.:  154).  

Η  αμφιταλάντευση  και  η  αμφισημία  ανήκαν  στο  πολιτικό  ύφος  του  ΛΑΟΣ.  Το  κόμμα  οικειοποιήθηκε  τα  λεκτικά  μοτίβα  της  πολιτικής  διαμαρτυρίας  (τον  εναντιωματικό  λόγο,  την  καταγγελία  του  κατεστημένου,  τον  πολιτικό  κυνισμό),  μέσα  από  τη  χρήση  των  οποίων  βρήκε  πρόσβαση  σε  δυσαρεστημένους  από  τα  κόμματα  και  την  κυβέρνηση  εκλογείς  (Πίνακας  2)  που  δεν  έβλεπαν  διαφορές  μεταξύ  των  κυβερνητικών  κομμάτων  (Georgiadou,  Kafe  &  Nezi  2012·∙  Γεωργιάδου  2009:  325),  χωρίς  ωστόσο  το  ίδιο  να  είναι  ένα  τυπικό  κόμμα  διαμαρτυρίας.  Το  τελευταίο  στοιχείο  φάνηκε  από  την  (αρχικώς  πρόθυμη)  συμμετοχή  του  στην  κυβέρνηση  του  Λ.  Παπαδήμου·∙  επίσης,  από  τη  στρατηγική  συνεργασίας  με  τη  ΝΔ  που  ανέπτυξε  ο  αρχηγός  του  και  με  τον  πλέον  απτό  τρόπο  έκαναν  πράξη  στελέχη  του  ΛΑΟΣ  μετά  την  εκλογή  του  Α.  Σαμαρά  στην  ηγεσία  της  και  την  προσχώρηση  σταδιακά  των  κορυφαίων  από  τα  στελέχη  αυτά  (Μ.  Βορίδης,  Α.  Γεωργιάδης,  Κ.  Βελόπουλος)  στο  κόμμα  της  Νέας  Δημοκρατίας.    

Πίνακας  2  

Κίνητρα  ψήφου  των  εκλογέων  του  ΛΑΟΣ  

Ψήφισαν  τον  ΛΑΟΣ  προκειμένου:   Βουλευτικές  εκλογές  2009  Να  υποστηρίξουν  το  κόμμα  που  συμπαθούν    3%  Να  αποδοκιμάσουν  την  κυβέρνηση   13%  Να  υποστηρίξουν  τον  καταλληλότερο  για  πρωθυπουργό    3%  Να  καταδικάσουν  το  κόμμα  ή  τα  κόμματα  που  δεν  συμπαθούν   14%  Να  υποστηρίξουν  τους  υποψήφιους  βουλευτές  που  συμπαθούν    7%  

                                                                                                                         12  Για  τη  ριζοσπαστική  δεξιά  αρχή  της  «εθνικής  προτεραιότητας»  βλ.  μεταξύ  άλλων  Guibernau  (2010:  10,  12).  13  Ο  πρόεδρος  του  κόμματος,  μιλώντας  από  το  ιδιωτικό  του  κανάλι  ΤΗΛΕΑΣΤΥ  (22.10.2005),  είχε  εξαγγείλει  μια  τακτική  της  πολιτικής  απόκρυψης:  «Ο  πολιτικός  μας  λόγος  πρέπει  να  είναι  ιδιαίτερα  περίτεχνος.  Από  τη  μια  πλευρά  να  είναι  καταγγελτικός  [...]  και  από  την  άλλη  πλευρά  συνάμα  να  ρίχνει  γέφυρες  για  να  περάσει  ο  δυσαρεστημένος  ψηφοφόρος  σε  εμάς.  Επιθετικότητα  και  διαλακτικότητα  [...].  Στρογγυλοποιήσαμε  ορισμένα  πράγματα.  Είπαμε  με  άλλα  λόγια  αυτά  τα  οποία  πάντα  εμφορούν  την  ψυχή  μας.  Αυτή  είναι  η  νέα  πολιτική»  (αναφέρεται  στο  Ψαρράς  2010:  144).  

Πηγή:  Exit  poll  2009,  Metron  Analysis.  

 

Το  ΛΑΟΣ  λειτούργησε  κατ’  αρχάς  ως  μία  νέα  αφετηρία  όπου  συναντώνταν  τα  διάφορα  ρεύματα  της  εθνικολαϊκιστικής  και  της  εξτρεμιστικής  δεξιάς.  Κάτω  από  τη  σκέπη  του  βρήκαν  καταφύγιο  νεοναζιστές,  φιλοχουντικοί  και  φιλομοναρχικοί,  αλλά  επίσης  και  «δεξιοί  του  σαλονιού»  (Droumbouki  2012:  367).  Η  ανάδυση  του  ΛΑΟΣ  στην  κομματική  σκηνή  δημιούργησε  νέες  πολιτικές  ευκαιρίες  για  ολόκληρο  το  χώρο  στα  δεξιά  της  ΝΔ.  Μην  ξεχνούμε  ότι  το  ΛΑΟΣ  υπήρξε  (και)  ένα  μιντιακό  δημιούργημα  (Ellinas  2010,  Ψαρράς  2010):  χρησιμοποίησε  ευρέως  τα  ΜΜΕ  και  μέσα  από  αυτά  αύξησε  την  ορατότητά  του  στους  ψηφοφόρους,  ενώ  από  τον  δικό  του  τηλεοπτικό  σταθμό  (ΤΗΛΕΑΣΤΥ)  δόθηκε  βήμα  σε  πρόσωπα  όλων  των  ιδεολογικο-­‐πολιτικών  αποχρώσεων  της  παλιάς  και  νέας  ακροδεξιάς  σκηνής,  της  Χρυσής  Αυγής  περιλαμβανομένης.  Εκτός  από  τηλεοπτικό  βήμα,  όμως,  τους  δόθηκαν  και  θέσεις  στα  ψηφοδέλτια  του  ΛΑΟΣ  ήδη  με  την  πρώτη  συμμετοχή  του  τελευταίου  στις  εκλογές  για  την  τοπική  αυτοδιοίκηση  και  συγεκριμένα  για  τη  διεκδίκηση  της  υπερνομαρχίας  της  Αθήνας  το  2002,  όταν  στο  ψηφοδέλτιο  «Με  Καθαρή  Καρδιά»  του  υποψήφιου  υπερνομάρχη  Γ.  Καρατζαφέρη  συμμετείχαν  τέσσερα  στελέχη  της  Χρυσής  Αυγής.  Δεν  πρόκειται  να  είναι  η  μοναδική  πολιτική  ευκαιρία  που  το  ΛΑΟΣ  προσέφερε  στη  Χρυσή  Αυγή,  όπως  θα  δούμε  παρακάτω,  επικεντρώνοντας  το  ενδιαφέρον  μας  σε  μια  οργάνωση  που  συναιρεί  στον  ιδεολογικό,  πολιτικό  και  οργανωτικό  της  κορμό  όλα  τα  ρεύματα  της  μεταπολεμικής  ακροδεξιάς,  όπως  αυτά  εμφανίζονται  στην  Ελλάδα  και  την  Ευρώπη.  

 

ΙΙ.  Συναιρώντας  τον  παλαιό  και  το  νέο  δεξιό  εξτρεμισμό:  Η  Χρυσή  Αυγή  από  το  1980  έως  σήμερα  

Α)  Ιδεολογικό  φορτίο  και  εκλεκτικές  συγγένειες  

Η  Χρυσή  Αυγή  πρωτοεμφανίζεται  το  1980.  Αυτός  ήταν  αρχικά  ο  τίτλος  ενός  εντύπου  που  εξέδιδε  μια  ομάδα  πρώην  μελών  του  νεοφασιστικού  Κόμματος  της  4ης  Αυγούστου.14  Όσοι  μετείχαν  σε  αυτόν  τον  κύκλο  γύρω  από  το  συγκεκριμένο  έντυπο  θεωρούσαν  ότι  «η  πολιτική  είναι  μια  πολύ  βρώμικη  υπόθεση»  ενώ  οι  ίδιοι  αυτοπροσδιορίζονταν  ως  «πολύ  αγνοί»,  γι’αυτό  φιλοδοξούσαν  «να  κρατηθούν  μακριά  από  κάθε  μορφή  πολιτικού  αγώνος».15  Όταν  όμως  το  1983  αναδύθηκε  μέσα  από  τον  εκδοτικό  κύκλο  μια  «πολιτική  κίνησις»  με  το  όνομα  «Λαϊκός  Σύνδεσμος»,  οι  υπέρμαχοι  της  πολιτικής  δράσης  κατέθεσαν  στον  Άρειο  Πάγο  δήλωση  αναγνώρισής  της  υιοθετώντας  ένα  λεκτικό  που  οδήγησε  απρόσκοπτα  στην  

                                                                                                                         14  Γνωστό  με  τη  συντομογραφία  Κ4Α,  το  οποίο  είχε  ιδρύσει  το  1965  ο  δεδηλωμένος  εθνικοσοσιαλιστής  Κώστας  Πλεύρης.  Το  κόμμα  πρόβαλε  αντιδημοκρατικές  και  αντικομμουνιστικές  ιδέες  και  ονειρευόταν  την  επάνοδο  του  «Τρίτου  Ελληνικού  Πολιτισμού»  του  αλλοτινού  δικτάτορα  Ιωάννη  Μεταξά.  Για  την  περιγραφή  του  κόμματος  από  τον  ίδιο  τον  ιδρυτή  του  βλ.  Πλεύρης  (2013:  32  επ.),  ο  οποίος  χαρακτηρίζει  «εθνικοσοσιαλιστές»  όσους  μετείχαν  στο  Κ4Α:  «Σκοπίμως  μας  αποκαλούν  ‘νεοφασίστας’  και  ‘ναζιστάς’  μολονότι  εμείς  είμεθα  Έλληνες  εθνικισταί,  εθνικοσοσιαλισταί,  αν  θέλετε,  των  ιδεολογικών  αρχών  του  Ι.  Μεταξά»  (στο  ίδιο,  σ.  35).  15  ‘Ολα  τα  παραπάνω  αναφέρονται  στο  editorial  του  πρώτου  τεύχους  του  εντύπου,  βλ.  Χρυσή  Αυγή,  τεύχ.  1,  Δεκέμβιος  1980.  

αναγνώριση  της  κίνησής  τους  ως  πολιτικού  κόμματος  από  τις  αρχές.16  Ως  Χρυσή  Αυγή  –  Λαϊκός  Σύνδεσμος  κατέρχεται  για  πρώτη  φορά  στον  εκλογικό  στίβο  στις  ευρωεκλογές  του  1994  επιμένοντας  ωστόσο  στον  αυτοπροσδιορισμό  της  «πολιτικής  κινήσεως»,  ενώ  μόλις  τις  παραμονές  των  εκλογών  του  2009  οικειοποιείται  λεκτικά  την  ταυτότητα  του  πολιτικού  κόμματος  οριστικοποιώντας  και  τον  τίτλο  του  μορφώματος  ως  «Λαϊκού  Συνδέσμου  –  Χρυσής  Αυγής».  

Οι  λεπτές  αυτές  διακρίσεις  όσον  αφορά  τις  έννοιες  και  τους  τίτλους  που  χρησιμοποιήθηκαν  από  τους  ιθύνοντες  της  Χρυσής  Αυγής  δεν  εξαντλούνται  σε  μια  νομιναλιστική  διαμάχη  αλλά  αποτυπώνουν  μια  εσωτερική  διαπάλη  μεταξύ  δύο  ρευμάτων  που  ήταν  παρόντα  στον  κύκλο  της  οργάνωσης:  του  ρεύματος  που  ταύτιζε  τη  Χρυσή  Αυγή  με  ένα  «ιδεολογικό  όχημα»  για  την  ανάδειξη  και  τη  δικαίωση  των  αρχών  του  εθνικοσοσιαλισμού  και  εκείνου  που  επιδίωκε  την  πολιτική  κινητοποίηση  μέσω  της  μετεξέλιξής  της  σε  ένα  «εθνικοσοσιαλιστικό  τάγμα».17  Στην  αρχική  φάση  στην  Χρυσή  Αυγή  δέσποζε  η  «ιδεολογική  τάση».  Ο  εκδοτικός  κύκλος  όσον  αφορά  τη  λειτουργία  και  τους  στόχους  του  φαινόταν  στην  αρχή  να  δανείζεται  στοιχεία  από  τα  διάφορα  ρεύματα  της  ευρωπαϊκής  (γαλλικής  προπάντων)  «Νέας  Δεξιάς».  Όπως  αναφερόταν  στο  πρώτο  καταστατικό  της  Χρυσής  Αυγής  (βλ.  Ψαρράς,  όπ.  παρ.:  53-­‐54),  τα  ιδρυτικά  μέλη  της  εκδοτικής  κίνησης  ανέλαβαν  την  πρωτοβουλία  να  συστήσουν  την  «Εταιρία  Μελέτης  και  Προαγωγής  της  Ευρωπαϊκής  Πολιτιστικής  Δημιουργίας  ‘Χρυσή  Αυγή’»  παραφράζοντας  ελαφρώς  τον  τίτλο  της  GRECE,  ενός  ρεύματος  της  γαλλικής  εξτρεμιστικής  δεξιάς  που  στόχευε  «να  κατακτήσει  την  κοινωνία  κυριεύοντας  το  πολιτιστικό  πεδίο»,  πράγμα  που  προϋπέθετε  την  ανατροπή  της  πολιτιστικής  ηγεμονίας  της  αριστεράς  και  τη  ριζοσπαστικοποίηση  της  δεξιάς  (Milza  2004:  322-­‐4).18  Δεν  είναι  μόνο  οι  συμπτώσεις  και  συγκλίσεις  που  επισημάνθηκαν  μεταξύ  της  Χρυσής  Αυγής  και  της  GRECE,  γεγονός  που  αποτελεί  ένδειξη  ότι  τα  μέλη  του  εγχώριου  κύκλου  οπωσδήποτε  είχαν  υπ’  όψη  τους  τις  εξελίξεις  και  την  παραγωγή  ιδεών  που  από  καιρό  λάμβαναν  χώρα  εντός  του  περιβάλλοντος  της  ευρωπαϊκής  «Νέας  Δεξιάς».19  Κοινά  στοιχεία  διαπιστώνονται  επίσης  στις  επιδιώξεις  των  

                                                                                                                         16  Η  δήλωση  με  ημερομηνία  14.2.1983  κατατέθηκε  από  τον  Ν.  Μιχαλολιάκο,  ο  οποίος  μάλιστα  την  υπογράφει  ως  «Ο  Αρχηγός  της  πολιτικής  κινήσεως».  Παρότι  ο  Λαϊκός  Σύνδεσμος  δεν  αυτοπροσδιοριζόταν  ως  πολιτικό  κόμμα,  η  Εισαγγελία  του  Αρείου  Πάγου  υπερερμηνεύοντας  τη  δήλωση  Μιχαλολιάκου  την  κοινοποιεί  προς  την  αρμόδια  Διεύθυνση  Εκλογών  του  Υπουργείου  Εσωτερικών  με  συνοδευτικό  σημείωμά  της  στο  οποίο  αναφέρεται  η  «ίδρυση  πολιτικού  κόμματος  με  την  επωνυμία  Λαϊκός  Σύνδεσμος»  (πλαγιογραφή  Β.Γ.).  Ο  Λαϊκός  Σύνδεσμος,  ωστόσο,  μέχρι  τον  Οκτώβριο  2009,  σε  όλα  τα  έγγραφα  συμμετοχής  του  σε  εκλογές  ή/και  τροποποίησης  τίτλου  που  απευθύνει  προς  τις  αρχές  χρησιμοποιεί  την  έννοια  «πολιτική  κίνησις»  και  ουδέποτε  εκείνη  του  «πολιτικό  κόμματος»  για  τον  αυτοπροσδιορισμό  του.  17  Σε  αυτά  τα  δύο  ρεύματα  αναφέρεται  ο  Ίων  Φιλίππου  (ψευδώνυμου  του  Γ.  Περδικάρη  και  στελέχους  του  συγκεκριμένου  χώρου)  σε  πρόσφατο  βιβλίο  του  για  τη  Χρυσή  Αυγή.  Βλ.  Φιλίππου  (2013:  34,  37  και  passim).  18  GRECE  είναι  η  συντομογραφία  της  γαλλικής  οργάνωσης  Groupement  de  recherche  et  d’  etudes  pour  la  civilisation  europeenne  [Ομάδα  ερευνών  και  μελετών  για  τον  ευρωπαϊκό  πολιτισμό].  Επρόκειτο  για  ένα  κύκλο  διανοουμένων  υπό  τον  Alain  de  Benoist,  ο  οποίος  ήθελε  να  οικοδομήσει  την  ευρωπαϊκή  δεξιά  ως  απάντηση  στη  Νέα  Αριστερά  και  τη  συνολική  κοινωνική  της  επιρροή  μεταπολεμικά.  Η  GRECE  βρήκε  μιμητές  στην  Ευρώπη  και  εκτός  Γαλλίας.  Η  οργάνωση  συνέβαλε  αποφασιστικά  στην  ενδυνάμωση  της  άκρας  δεξιάς.  Πρβλ.  Milza  (όπ.  παρ.:  322-­‐382),  επίσης  Schields  (2007:  147  κ.  επ.).  Για  τη  «Νέα  Δεξιά»  σε  διάφορες  χώρες  βλ.  Minkenberg  (όπ.  παρ.:  141-­‐142).  19  Κάτι  τέτοιο  τεκμαίρεται  έμμεσα  και  από  τη  μετάφραση  στην  Ελληνική  και  την  κυκλοφορία  στη  δεκαετίας  του  1980  αρκετών  βιβλίων  του  Alain  de  Benoist,  πρωτεργάτη  και  θεωρητικού  της  GRECE,  

δύο  αυτών  περιβαλλόντων,  αιχμή  του  δόρατος  των  οποίων  αποτελεί  η  «προστασία»  του  ευρωπαϊκού  πολιτισμού  από  τους  υποτιθέμενους  διαρκείς  εχθρούς  του:  το  μαρξισμό,  τον  φιλελευθερισμό,  το  διαφωτισμό  (αρχή  της  ισότητας),  τον  χριστιανισμό.    

Η  θεματολογία  αυτή  εμπλουτίζεται  στην  περίπτωση  του  εγχώριου  κύκλου  της  Χρυσής  Αυγής  με  τα  ιδεολογικά  μοτίβα  του  αντισημιτισμού,  του  αντικομμουνισμού,  του  φυλετισμού,  του  ναζισμού  και  του  αντικοινοβουλευτισμού,  τα  οποία  παραμένουν  αναλλοίωτα  μέσα  στο  χρόνο.  «Είμεθα  εθνικοσοσιαλιστές,  συνειδητοί  και  στρατευμένοι»,  έγραφαν  το  1981  (Χρυσή  Αυγή,  τεύχ.  2)  και  επαναλάμβαναν  συχνά-­‐πυκνά  μέχρι  και  τη  δεκαετία  του  1990  (Ellinas  2013:  548)  επιδεικνύοντας  συγχρόνως  τον  θαυμασμό  τους  στους  πρωταγωνιστές  του  ναζισμού  και  στα  μέσα  της  ναζιστικής  ολοκληρωτικής  κινητοποίησης  (Waffen  SS),  πριν  καμουφλάρουν  (σχετικώς)  αυτή  τους  την  προτίμηση  με  την  επιλεκτική  προβολή  της  ιδιότητας  του  «Έλληνα  εθνικιστή»  σε  δημόσιες  παρουσιάσεις  τους.  Η  υπεράσπιση  του  εθνικοσοσιαλισμού  αναπτύσσεται  παράλληλα  με  την  απόρριψη  του  κοινοβουλευτισμού,  ο  οποίος  περιγραφόταν  ως  μια  «καρικατούρα  της  παρακμής»  (Χρυσή  Αυγή,  τεύχ.  4,  1981)  και  η  δημοκρατία  ως  ένα  «μασονικό»  κατασκεύασμα  (Χρυσή  Αυγή,  τεύχ.  6,  1982).  

Παρά  την  αποστασιοποίησή  τους  από  την  πολιτική  δράση  στην  αρχική  φάση  της  συγκρότησης  του  κύκλου  της  Χρυσής  Αυγής,  το  ρεύμα  που  εξέφραζε  την  άποψη  ότι  ο  χώρος  έπρεπε  να  μετεξελιχθεί  σε  μια  πολιτική  κίνηση,  η  λεγόμενη  «πολιτική  τάση»,  άρχισε  σιγά-­‐σιγά  το  1983  να  επιβάλλεται  έναντι  της  μέχρι  τότε  κυρίαρχης  «ιδεολογικής  τάσης».  Παρότι  η  σύγκρουση  των  δύο  ρευμάτων  θα  γίνει  αρκετά  χρόνια  μετά  –στην  αρχή  της  δεκαετίας  του  1990  σύμφωνα  με  τον  Περδικάρη  (Φιλίππου,  όπ.  παρ.:  37-­‐39)–,  ο  Λαϊκός  Σύνδεσμος,  το  επιχειρησιακό  σκέλος  της  Χρυσής  Αυγής,  πρωτοπαρουσιάζεται  το  1983  από  τις  σελίδες  του  εντύπου  (τεύχ.  10)  και  περιγράφεται  ως  ένα  «εθνικοσοσιαλιστικό  κίνημα»  που  έρχεται  να  συμπληρώσει  την  καλλιέργεια  της  εθνικοσοσιαλιστικής  ιδεολογίας,  στην  οποία  επιδίδονταν  οι  ιθύνοντες  του  κύκλου.  Οι  προετοιμασίες  για  την  εμφάνιση  του  Λαϊκού  Συνδέσμου  είχαν  ξεκινήσει  λίγο  καιρό  πριν,  όπως  προκύπτει  και  από  σχετική  αρθρογραφία  από  τις  στήλες  της  Χρυσής  Αυγής,  όπου  καταγγέλλονται  οι  νέες  συνθήκες  «ιουδαιοποιήσεως»  της  χώρας  μετά  το  1981,  στο  πλαίσιο  των  οποίων  η  θέση  ότι  «δεν  (τους)  ενδιαφέρει  η  Πολιτική»  «θα  (τους)  αποπροσανατόλιζε  από  τη  γενική  και  σφαιρική  αντίληψη  της  σημερινής  παρακμής»  (Χρυσή  Αυγή,  τεύχ.  8,  1983)  και  συνεπώς  έπρεπε  να  ξεπεραστεί.  

Έχοντας  κατά  νου  την  τυπολογία  του  Ignazi  (βλ.  παραπάνω)  για  τα  δύο  ρεύματα  της  ευρωπαϊκής  ακροδεξιάς,  τίθεται  το  ερώτημα  αν  αυτή  η  διευρυμένη  Χρυσή  Αυγή  –  Λαϊκός  Σύνδεσμος  αποτελεί  έναν  νέο  τύπο  οργάνωσης  στο  πλαίσιο  της  ελληνικής  άκρας  δεξιάς.  Η  απάντηση  δεν  μπορεί  να  είναι  ένα  σαφές  ναι  ή  όχι.  Η  Χρυσή  Αυγή  εμφανίστηκε  μεν  ως  μια  νεοϊδρυθείσα  οργάνωση,  αλλά  οι  ιθύνοντές  της  ήσαν  ήδη  γνωστοί  ακτιβιστές  της  προϋπάρχουσας  ακροδεξιάς  σκηνής.  Ο  επικεφαλής  της  και  ένας  στενός  κύκλος  ατόμων  που  δραστηριοποιήθηκαν  στη  Χρυσή  Αυγή  είχαν  πιο  πριν  θητεύσει  στο  Κ4Α,  ενώ  ορισμένοι  από  αυτούς  είχαν  περάσει  από  την  ΕΠΕΝ  και  από  άλλους  μικρότερους  σχηματισμούς  του  ακροδεξιού  χώρου  (όπως  το  Ενιαίο  ΕθνικιστικόΚίνημα/ΕΝΕΚ).  Η  Χρυσή  Αυγή  κατά  καιρούς  

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           από  τον  εκδοτικό  οίκο  Ελεύθερη  Σκέψις,  στον  οποίο  εκδίδονται  βιβλία  παραγόντων  του  εθνικιστικού  και  ακροδεξιού  χώρου.  

συνεργαζόταν  με  ομάδες,  οργανώσεις,  κόμματα  και  πρόσωπα  του  ευρύτερου  ακροδεξιού  περιβάλλοντος,  από  τον  Κώστα  Πλεύρη  μέχρι  τον  Γιώργο  Καρατζαφέρη.  Αυτή  η  συνεργασία  συγκάλυπτε  τις  συγκρούσεις  μεταξύ  των  ακτιβιστών  και  των  οργανώσεων  του  ακροδεξιού  χώρου,  καθως  και  τη  διαπάλη  για  την  εξουσία  που  διεξαγόταν  σε  όλα  τα  επίπεδα  στο  εσωτερικό  του:  στο  επίπεδο  της  ιδεολογίας,  του  ακτιβισμού,  της  πολιτικής  επιρροής.  Από  την  άλλη,  η  Χρυσή  Αυγή  δεν  ήταν  νέα  μόνο  χρονολογικά  και  σε  ό,τι  αφορά  την  ιδρυτική  της  πράξη.  Η  ίδια  εισήγαγε  νέες  μορφές  οργάνωσης  και  πολιτικής  κινητοποίησης  που  προσομοίαζαν  στον  τρόπο  οργάνωσης  και  λειτουργίας  των  φασιστικών  και  ναζιστικών  κομμάτων,  υιοθετώντας  ένα  μοντέλο  κόμματος  που  ο  Duverger  (1963:  36  επ.)  αποκάλεσε  «κόμμα-­‐πολιτοφυλακή»  (αλλιώς  «κόμμα-­‐μιλίτσια»).  Πρόκειται  για  έναν  τύπο  κόμματος  που  λειτουργεί  σαν  ιδιωτικός  στρατός,  με  παραστρατιωτική  δομή  και  με  αυστηρή  πειθαρχία  και  ιεραρχία  (Γεωργιάδου  2014).  Η  μιλίτσια,  που  έχει  τις  ρίζες  της  σε  ολοκληρωτικά  οργανωτικά  πρότυπα  και  μεταπολεμικά  υιοθετήθηκε  από  περιθωριακά  μορφώματα  του  δεξιού  εξτρεμισμού  στην  Ευρώπη  (π.χ.  από  το  Φλαμανδικό  VMO),  έγινε  η  νέα  οργανωτική  φόρμα  του  «εθνικοσοσιαλιστικού  κινήματος  Λαϊκός  Σύνδεσμος»  (Χρυσή  Αυγή,  τεύχ.  10),  στη  σαφή  προοπτική  ανάπτυξης  του  οποίου  προσανατολίστηκε  η  Χρυσή  Αυγή  από  το  1983.    

 

Β)  Οδομαχίες  

Σε  ένα  κείμενο  που  φέρει  τον  τίτλο  «Εμείς»  (Χρυσή  Αυγή,  τεύχ.  5,  1981)  διευκρινίζεται  η  ιδεολογική  ταυτότητα  του  χώρου.  Εκεί  χωρίς  καμία  επιφύλαξη  (με  εξαίρεση  τη  χρήση  και  μόνο  της  λέξης  «ναζισμός»20)  υιοθετείται  η  ιδεολογία  του  εθνικοσοσιαλισμού  ως  αυτοπροσδιοριστική  του  προσανατολισμού  του  συγκεκριμένου  χώρου.  Συγχρόνως  δηλώνεται  πίστη  στις  πρακτικές  και  τα  μέσα  του  ναζιστικού  ολοκληρωτισμού  και  του  εξτρεμισμού,  τη  χρήση  των  οποίων  διακηρύσσουν  ότι  σκοπεύουν  να  συνεχίσουν,  μετέχοντας  κατ’αυτόν  τον  τρόπο  σε  έναν  «αμείλικτο  πόλεμο  διαρκείας  εναντίον  της  πλουτοκρατίας  και  του  κομμουνισμού»,  όπως  αναφέρεται  σχετικά  (στο  ίδιο).    

Μετά  το  1ο  συνέδριο  του  κόμματος  (1990)21  η  Χρυσή  Αυγή  άρχισε  να  οργανώνει  μαχητικές  δράσεις.  Μεγάλο  βάρος  στην  τότε  πορεία  της  είχε  η  αλληλεγγύη  με  το  καθεστώς  του  Σλόμπονταν  Μιλόσεβιτς.  Μέλη  της  Χρυσής  Αυγής  λέγεται  ότι  μετείχαν  στη  σφαγή  της  

                                                                                                                         20  Χρυσή  Αυγή,  φ.  5,  όπ.  παρ.:  «Είμαστε  Ναζιστές,  αν  αυτό  δεν  σας  ενοχλεί  γλωσσικώς  (εμάς  μας  ενοχλεί)  γιατί  μέσα  στο  θαύμα  της  Γερμανικής  Επαναστάσεως  του  1933  είδαμε  τη  Δύναμι  που  θα  λυτρώσει  την  ανθρωπότητα  από  την  εβραϊκή  σαπίλα...».  21  Ο  Νίκος  Μιχαλολιάκος,  επικεφαλής  της  οργάνωσης  από  την  ίδρυσή  της,  εξελέγη  στο  1ο  Συνέδριο  της  Χρυσής  Αυγής  Γενικός  Γραμματέας.  Παραμένει  έως  σήμερα  στην  κορυφή  της  ιεραρχίας  και  αποκαλείται  «Αρχηγός».  Στο  καταστατικό  του  κόμματος  του  1987  (βλ.  Ψαρράς,  όπ.  παρ.:  59)  περιγράφονται  αναλυτικότερα  οι  ιδιότητες  του  αρχηγού.  Η  περιγραφή  αντιστοιχεί  στο  πρότυπο  του  Führer.  Σε  μερικά  χωρία  υπάρχει  μάλιστα  η  διατύπωση  «εθνικοσοσιαλιστής  Αρχηγός»  (στο  ίδιο:  59-­‐60).  Στο  νέο  καταστατικό  της  Χρυσής  Αυγής  (Αύγουστος  2012)  η  λέξη  Αρχηγός  έχει  υποκατασταθεί  από  εκείνη  του  Γενικού  Γραμματέα,  παρότι  οι  εξουσίες  του  τελευταίου  δεν  έχουν  περιοριστεί.  Η  οργανωτική  δομή  της  Χρυσής  Αυγής,  ωστόσο,  εξακολουθεί  να  είναι  απολύτως  αρχηγική,  όπως  τεκμαίρεται  και  από  τη  σκηνή  κατά  την  οποία  δημοσιογράφοι  που  παρευρίσκονταν  στα  γραφεία  της  Χρυσής  Αυγής  προκειμένου  να  καλύψουν  τη  συνέντευξη  τύπου  του  Γ.  Γραμματέα  της  μετά  τις  εκλογές  του  Μαΐου  2012  κατά  κυριολεξία  διατάσσονται  να  εγερθούν  ως  «έκφραση  σεβασμού  στον  αρχηγό».  Βλ.  σχ.  http://www.youtube.com/watch?v=yJesgmdpBTM  .  

Σρεμπρένιτσα  (βλ.  σχ.  Κουσουμβρής  2004:  20-­‐23).22  Στο  πλαίσιο  μιας  τέτοιας  μορφής  βίαιου  ακτιβισμού  συγκαταλέγεται  και  η  ενεργός  συμμετοχή  της  Χρυσής  Αυγής  στις  μαζικές  διαδηλώσεις  των  αρχών  της  δεκαετίας  του  1990,  οι  οποίες  στρέφονταν  κατά  της  αναγνώρισης  της  ΠΓΔΜ  (βλ.  Κουσουμβρής,  όπ.  παρ.:  17-­‐19,  Ψαρράς,  όπ.  παρ.:  63).  Κατά  τον  Danforth  (1995:  132),  η  συμμετοχή  μελών  της  Χρυσής  Αυγής  στις  δράσεις  αυτές  είχε  επιθετικό  χαρακτήρα,  καθώς  επιδίωκαν  την  άσκηση  βίας  εναντίον  του  νεότευκτου  αυτού  κράτους  στα  βόρεια  σύνορα  της  ελληνικής  επικράτειας,  ακόμη  και  την  κατάκτηση  της  ΠΓΔΜ.  Όπως  εξάλλου  αναφερόταν  σε  σχετική  αρθρογραφία  του  επικεφαλής  της  Χρυσής  Αυγής:  «Σε  αυτήν  την  περίπτωση  (αναγνώρισης  των  Σκοπίων  από  τον  ΟΗΕ)»,  «θα  ήταν  προτιμότερος  ένας  πόλεμος  από  μια  πολιτική  εθνικής  δειλίας»  (Μιχαλολιάκος  2001:  14)·∙  στον  πόλεμο  προσανατολιζόταν  και  για  την  «προστασία  των  Ελλήνων  της  Βορείου  Ηπείρου…  ‘Για  τον  Αδελφό  τον  σκλαβωμένο  και  για  της  Πατρίδος  την  Τιμή’  ακόμη  και  πόλεμο  πρέπει  να  κάνουμε  αν  χρειαστεί»  (στο  ίδιο:  32).  

Την  περίοδο  που  ακολούθησε,  η  Χρυσή  Αυγή  μετατόπισε  βαθμιαία  το  κέντρο  βάρους  των  εξτρεμιστικών  της  δράσεων  από  ζητήματα  ενδιαφέροντος  εξωτερικής  πολιτικής  σε  εσωτερικά  θέματα,  χωρίς  ωστόσο  να  μεταβάλει  το  ύφος  του  βίαιου  και  επιθετικού  ακτιβισμού  στον  οποίο  επιδιδόταν  όπου  κάτι  τέτοιο  ήταν  δυνατόν:  Η  μετανάστευση  και  η  εγκληματικότητα  (καθώς  και  η  αλληλεπίδρασή  τους)  ανήχθησαν  στους  προσφιλέστερους  επιθετικούς  της  στόχους.  Η  συγκέντρωση  μεταναστών  στην  Αθήνα  καθώς  και  στην  περιφέρεια  της  Αττικής  (Georgiadou  2011:  38)  όξυνε  τις  ήδη  υφιστάμενες  εντάσεις  ανάμεσα  στις  αριστερές  ριζοσπαστικές  ομάδες  και  τους  ακροδεξιούς.  Η  αντιπαράθεση  μεταξύ  των  αντιφασιστικών  κύκλων  προπάντων  της  εξωκοινοβουλευτικής  αριστεράς  και  των  αντι-­‐αντιφασιστών  της  ακροδεξιάς  που  είχε  φουντώσει  από  τις  αρχές  της  δεκαετίας  του  1990,  έφθασε  στην  κορύφωσή  της  το  1998.  Τότε  ο  αναπληρωτής  πρόεδρος  της  Χρυσής  Αυγής  Αντώνιος  Ανδρουτσόπουλος  χτύπησε  άγρια  έναν  αριστερό  φοιτητή  τραυματίζοντάς  τον  βαριά.  Δυστυχώς  δεν  ήταν  η  τελευταία  εγκληματική  πράξη  σε  έναν  μακρύ  κατάλογο  βιαιοτήτων  που  μπορούν  έγκυρα  να  καταλογιστούν  σε  μέλη  της  Χρυσής  Αυγής,  κάποια  από  τα  οποία  είναι  πλέον  προφυλακισμένα  κατηγορούμενα  από  τις  δικαστικές  αρχές  για  την  τέλεση  αξιόποινων  πράξεων  ακραίας  βίας.23  

                                                                                                                         22  Ο  Κουσουμβρής  ήταν  μέχρι  το  2002  τρίτος  στην  κομματική  ιεραρχία  της  Χρυσής  Αυγής.  Στο  βιβλίο  του  βρίσκουμε  φωτογραφικό  υλικό  που  τεκμηριώνει  τους  ισχυρισμούς  του  συγγραφέα.  Κουσουμβρής,  όπ.  παρ.:  22-­‐23.  23  Αναλυτικός  κατάλογος  βίαιων  ενεργειών  της  Χρυσής  Αυγής  στο  Ψαρράς  (όπ.  παρ.:  118-­‐136).  Ο  Α.  Ανδρουτσόπουλος,  με  το  ψευδώνυμο  Περίανδρος,  κρυβόταν  επί  οκτώ  χρόνια  για  να  αποφύγει  τη  σύλληψή  του,  γεγονός  που  ενίσχυε  την  υποψία  ότι  η  Χρυσή  Αυγή  διαθέτει  στενές  σχέσεις  με  αρχές  της  κρατικής  τάξης.  Πρωτόδικα  ο  Ανδρουτσόπουλος  καταδικάστηκε  σε  21  χρόνια  κάθειρξη  για  απόπειρα  ανθρωποκτονίας.  Η  ποινή  περιορίστηκε  σε  δώδεκα  χρόνια  στο  εφετείο.  Έγκυρες  αναφορές  για  τέλεση  πράξεων  ρατσιστικής  βίας  εκ  μέρους  της  Χρυσής  Αυγής  υπάρχουν  στην  Ετήσια  Έκθεση  2012  του  Δικτύου  Καταγραφής  Περιστατικών  Ρατσιστικής  Βίας  της  Ύπατης  Αρμοστίας  του  ΟΗΕ  για  τους  Πρόσφυγες,  http://www.unhcr.gr/1againstracism/11940/.  Σημαντικό  κείμενο  είναι  το  πόρισμα  των  δύο  ειδικών  ανακριτιών  Ι.  Κλάπα  και  Μ.  Δημητροπούλου  όσον  αφορά  την  ιδεολογία,  τις  αντιλήψεις  και  τη  δράση  του  υπό  διερεύνηση  εγκληματικού  πυρήνα  της  Χρυσής  Αυγής.  Ολόκληρο  το  πόρισμα  http://www.enikos.gr/politics/216015,Oloklhro_to_porisma_gia_th_Xrysh_Aygh.html  .  Σε  ό,τι  αφορά  το  παρελθόν,  σε  βίαιες  επιθετικές  ενέργειες  της  Χρυσής  Αυγής  αναφέρεται  και  ο  Κουσουμβρής  (όπ.  παρ.:  30  κ.  επ.).      

[Λεζάντα  φωτογραφίας]  Εκατοντάδες  άνθρωποι  σε  αντιφασιστική  διαμαρτυρία  στους  Αμπελοκήπους  της  Αθήνας,  9/2/2013.  

Η  Χρυσή  Αυγή  είναι  ένα  κόμμα  εχθρικό  προς  όλους  τους  μετανάστες.  Εντούτοις  δεν  είναι  ένα  τυπικό  αντιμεταναστευτικό  κόμμα.  Αντιμεταναστευτικά  κόμματα  υπάρχουν  πολλά  στην  Ευρώπη·∙  αυτά  χρησιμοποιούν  την  αυξημένη  παρουσία  μεταναστευτικού  πληθυσμού  προκειμένου  να  προσελκύσουν  εκλογείς  με  ξενοφοβικά  συναισθήματα,  όπως  όμως  και  ένα  ευρύτερο  κομμάτι  διαμαρτυρόμενων  εκλογέων  για  την  ψήφο  του  οποίου  ενδιαφέρονται  πρωταρχικά  (Γεωργιάδου  2008).  Τα  αντιμεταναστευτικά  κόμματα  είναι  πάνω  απ’όλα  λαϊκιστικά  κόμματα  διαμαρτυρίας,  γι’αυτό  κι  όταν  η  αντιμεταναστευτική  διάθεση  στον  πληθυσμό  περιορίζεται  ή  ατονεί,  τα  κόμματα  αυτά  δεν  έχουν  δυσκολία  να  μεταβάλλουν  αναλόγως  του  κλίματος  που  κυριαρχεί  το  μείγμα  πολιτικής  που  υπερασπίζονται  και  έτσι  από  αντιμεταναστευτικά  να  γίνουν  επί  παραδείγματι  αντιισλαμικά  ή  αντιευρωπαϊκά  και  ευρωσκεπτικιστικά.  Η  Χρυσή  Αυγή  δεν  διαθέτει  μια  τέτοια  μετατρεπτική  ικανότητα.  Η  πολεμική  της  εναντίον  των  μεταναστών  στηρίζεται  σε  εθνικο-­‐φυλετικά  προαπαιτούμενα  καθώς  υπερασπίζεται  το  πρότυπο  ενός  οργανικού  κράτους,  ο  συνδετικός  ιστός  του  οποίου  βασίζεται  στην  ιδεολογία  της  συνέχειας  «της  φυλής,  του  αίματος  και  της  καταγωγής».24  Για  το  λόγο  αυτό  θεωρεί  ότι  οι  μετανάστες  απειλούν  τη  φυλετική  ομοιογένεια  του  έθνους25  και  απαιτεί  «όλοι  οι  μετανάστες  να  φύγουν  αμέσως  από  τη  χώρα».  Η  Χρυσή  Αυγή  εκμεταλλεύθηκε  τον  υψηλό  αριθμό  μεταναστών  και  το  φόβο  των  γηγενών  απέναντί  τους.  Ιδίως  μετά  το  2008,  όταν  προπάντων  η  Αθήνα  δέχθηκε  ένα  νέο  μαζικό  κύμα  μη  καταγεγραμμένων  μεταναστών  σε  συγκεκριμένες  γειτονιές  του  κέντρου  της,  η  πραγματικότητα  της  υπερσυγκέντρωσης  νεόφερτων  μεταναστών,  σε  συνδυασμό  με  το  διαρκές  έλλειμμα  κρατικής  πολιτικής  για  τη  μετανάστευση,  δημιούργησαν  μια  νέα  συνθήκη  πολιτικής  ευκαιρίας,  την  οποια  άδραξε  η  Χρυσή  Αυγή.  Επιδιδόμενη  σε  βίαιες  αντιμεταναστευτικές    πρακτικές  αφενός  και  λειτουργώντας  ως  ένας  χώρος  που  παρήγαγε  παραΰπηρεσίες  «νόμου  και  τάξης»  αφετέρου  απόκτησε  κατ’αρχάς  ορατότητα,  ενώ  της  αναγνωρίστηκε  από  ένα  τμήμα  των  εκλογέων  αρμοδιότητα  στη  διαχείριση  του  ζητήματος  της  μετανάστευσης:  Σύμφωνα  με  στοιχεία  δημοσκοπικής  έρευνας,  μεταξύ  εκείνων  των  ψηφοφόρων  που  το  2011  αυθόρμητα  αναγνώριζαν  το  μεταναστευτικό  ως  το  σημαντικότερο  πρόβλημα  στην  περιοχή  τους,  το  25%  θεωρούσε  ότι  η  Χρυσή  Αυγή  είναι  το  πλέον  κατάλληλο  κόμμα  για  να  αντιμετωπίσει  το  πρόβλημα  αυτό.26    

Οι  δημοτικές  εκλογές  του  2010  υπήρξαν  μια  εξαιρετικά  σημαντική  ευκαιρία  για  την  εδραίωση  της  παρουσίας  της  Χρυσής  Αυγής  κατ’αρχάς  στην  τοπική  πολιτική  σκηνή  και  εν  συνεχεία  για  την  εξακτίνωσή  της  στην  εθνική  επικράτεια  (Dinas  et  al  2013).  Στις  αυτοδιοικητικές  εκλογές  του  Νοεμβρίου  2010,  η  Χρυσή  Αυγή  είχε  επικεντρωθεί  στο  Δήμο  της  Αθήνας,  μετατρέποντάς  τον  σε  «κάστρο»  της:  αντί  να  διασπείρει  σε  όλη  τη  χώρα  τον  περιορισμένο  αριθμό  μελών  και  εν  γένει  οργανωτικών  δυνάμεων  που  διέθετε  τότε,                                                                                                                            24  Για  τις  ιδεολογικές  θέσεις  της  οργάνωσης  πρβλ.  http://xryshavgi.com/index.php/kinima/neolaia  (20.1.2013).  25  Βλ.  τη  νέα  ιδεολογική  διακήρυξη  της  οργάνωσης:  Χρυσή  Αυγή.  Ένα  κίνημα  ιδεολογικό.  Αθήνα  2012:  12.  26  Τα  στοιχεία  προέρχονται  από  δημοσκοπική  έρευνα  της  Μονάδας  Ερευνών  Κοινής  Γνώμης  και  Αγοράς  του  Πανεπιστημίου  Μακεδονίας,  11.-­‐31.5.2011.  Το  μερίδιο  των  εκλογέων  που  αυθορμήτως  αναγνώριζαν  το  μεταναστευτικό  ζήτημα  ως  σημαντικό  πολιτικό  διακύβευμα  έφθανε  το  30%  στις  περιοχές  της  4ης  και  της  6ης  διαμερισματικής  κοινότητας  του  Δήμου  Αθηναίων.  

συγκέντρωσε  το  μεγαλύτερο  μέρος  του  κομματικού  και  οργανωτικού  της  δυναμικού  στην  Αθήνα,  προπάντων  στο  4ο  και  το  6ο  διαμέρισμα,  όπου  διέμενε  και  ο  μεγαλύτερος  αριθμός  μεταναστών.  Η  παρουσία  και  οι  επιθετικές  δράσεις  της  Χρυσής  Αυγής  στο  κέντρο  της  Αθήνας  εναντίον  των  μεταναστών  συνέβαλαν  αποφασιστικά  στη  δικτύωση  της  με  τοπικές  κινήσεις  και  πρωτοβουλίες  πολιτών  που  πρόβαλαν  ένα  αντιμεταναστευτικό  προφίλ.  Υπήρχαν  γύρω  στις  είκοσι  τέτοιες  τοπικές  πρωτοβουλίες,  που  ήταν  πολύ  δραστήριες  στο  κέντρο  της  πόλης,  στις  μισές  περίπου  από  τις  οποίες  η  Χρυσή  Αυγή  ασκούσε  άμεση  επιρροή  (Γεωργιάδου  &  Ρόρη  2013).  Μέσω  της  τοπικής  της  δικτύωσης  και  της  παρουσίας  της  στην  πρωτεύουσα  η  Χρυσή  Αυγή  κατόρθωσε  να  αξιοποιήσει  αυτό  που  στη  βιβλιογραφία  αποκαλείται  δημιουργία  «δομών  πολιτικής  ευκαιρίας»  μέσω  «συνθηκών  εσωτερικής  προσφοράς»  (Mudde  2007:  256  κ.  επ.).  Ας  εξηγήσουμε  το  παραπάνω  με  τα  λόγια  του  Mudde  (όπ.  παρ.:  269):  «…  οι  πρόσφατες  εξελίξεις  φαίνεται  να  υποδηλώνουν  ότι  δύο  διαστάσεις  ενισχύουν  την  πιθανότητα  εκλογικής  παρουσίας,  ακόμα  και  πολιτικής  επιβίωσης  [για  τα  ακροδεξιά  κόμματα,  Β.Γ.]:  μια  βάση  τοπικών  κινήσεων  (grassroots)  και  τοπικά  ‘οχυρά’  (strongholds)».  Στην  περίπτωση  της  Χρυσής  Αυγής  συνέτρεχαν  από  το  2010  και  οι  δύο  αυτές  προϋποθέσεις:  η  οργάνωση  είχε  ήδη  δημιουργήσει  ορισμένα  οχυρά,  με  κυριότερο  εκείνο  της  Αθήνας,  αλλά  και  της  Β’  περιφέρειας  του  Πειραιά  (Νίκαια,  Πέραμα,  Κερατσίνι).  Έχοντας  αναγνωριστεί  εντός  του  οχυρού  από  εκλογικά  σημαντική  μερίδα  ψηφοφόρων  ως  θεματικά  αρμόδια  στην  αντιμετώπιση  συγκεκριμένων  πολιτικών  ζητημάτων  και  αποκτώντας  ορατότητα  μέσω  των  ΜΜΕ  σε  ολόκληρη  τη  χώρα,  η  Χρυσή  Αυγή  πληρούσε  πλέον  τις  προϋποθέσεις  για  να  εξακτινωθεί  στην  επικράτεια.  Οι  διπλές  βουλευτικές  εκλογές  του  Μαΐου  και  του  Ιουνίου  2012  και  οι  ιδιαίτερες  συνθήκες  υπό  τις  οποίες  αυτές  διεξήχθηκαν  (εκλογική  ρευστότητα,  κομματική  αποευθυγράμμιση,  οικονομική  κρίση)  δημιούργησαν  τις  προϋποθέσεις  ώστε  η  εκλογική  εξακτίνωση  της  Χρυσής  Αυγής  να  είναι  δυνατόν  να  συντελεστεί.    

 

ΙΙΙ.  Ποιοι  ψήφισαν  Χρυσή  Αυγή  και  γιατί.  Κοινωνική  δημογραφία  και  κίνητρα  της  εκλογικής  της  βάσης    

Η  παρουσία  της  Χρυσής  Αυγής,  σε  όλες  τις  εκλογικές  αναμετρήσεις  που  είχε  συμμετάσχει  από  το  1994  έως  και  το  2009,  ήταν  εντελώς  περιθωριακή.  Το  ρεκόρ  της  ήταν  οι  σχεδόν  50  χιλιάδες  ψήφοι  που  είχε  συγκεντρώσει  στις  Ευρωεκλογές  του  1999,  όταν  κατέβηκε  στον  εκλογικό  στίβο  συνεργαζόμενη  με  την  Πρώτη  Γραμμή  του  Κ.  Πλεύρη.  Ο  αριθμός  ψήφων  που  συγκέντρωσε  στις  βουλευτικές  εκλογές  του  2009  παρέμεινε  κάτω  από  τις  20  χιλιάδες,  ενώ  και  στις  Ευρωεκλογές  του  ιδίου  χρόνου  κινήθηκε  στα  ίδια  περίπου  επίπεδα.  Μετά  από  μια  μακρά  περίοδο  διαρκούς  εκλογικής  ασημαντότητας  η  Χρυσή  Αυγή  συγκέντρωσε  ένα  υψηλό  αριθμό  ψήφων  τόσο  στις  εκλογές  της  6ης  Μαΐου  2012  όσο  στις  επαναληπτικές  εκλογές  της  17ης  Ιουνίου  2012,  ο  οποίος  αντιστοιχούσε  περίπου  στο  7%  του  συνόλου  του  εκλογικού  σώματος.  Βέβαια,  μεταξύ  των  εκλογών  του  2009  και  του  2012  είχαν  παρεμβληθεί  οι  αυτοδιοικητικές  εκλογές  του  Νοεμβρίου  2010,  στις  οποίες  η  Χρυσή  Αυγή  κατόρθωσε  να  συγκεντρώσει  το  5,29%  των  ψήφων  στο  Δήμο  της  Αθήνας  και  να  εξασφαλίσει  την  εκλογή  του  επικεφαλής  της  στο  Δημοτικό  Συμβούλιο  της  πρωτεύουσας.  

Γράφημα  1  –  Εξέλιξη  της  εκλογικής  δύναμης  της  Χρυσής  Αυγής  (σε  %)    

 

Πηγή:  Επίσημα  αποτελέσματα.  

Σημείωση:  

Σε  παρένθεση  αναφέρεται  το  είδος  των  εκλογών:  ευρωεκλογές  (Ε),  εθνικές  (Β),  αυτοδιοικητικές  (Δ).  Η  Χρυσή  Αυγή  συνεργάστηκε  το  1999  με  την  Πρώτη  Γραμμή  και  το  2004  και  2006  με  την  Πατριωτική  Συμμαχία.  Το  εκλογικό  αποτέλεσμα  για  τα  έτη  2006  και  2010  αναφέρεται  σε  ποσοστά  για  το  Δήμο  Αθηναίων.  

Οι  διπλές  βουλευτικές  εκογές  του  2012  χαρακτηρίστηκαν  από  μια  τάση  μαζικής  μετακίνησης  εκλογέων  από  τα  κατεστημένα  κόμματα  προς  σχηματισμούς  ένθεν  κακείθεν  του  ιδεολογικο-­‐πολιτικού  κέντρου  (Dinas  &  Rori  2013).  Μεταξύ  Οκτωβρίου  2009  και  Μαΐου  2012  το  ΠΑΣΟΚ  έχασε  πάνω  από  τα  δύο  τρίτα  των  εκλογέων  του  και  η  ΝΔ  σχεδόν  το  ήμισυ  της  δύναμής  της.  Την  ίδια  περίοδο  ο  ΣΥΡΙΖΑ  τετραπλασίασε  τα  εκλογικά  ποσοστά  του,  ενώ  νέοι  σχηματισμοί  (Ανεξάρτητοι  Έλληνες/ΑΝ.ΕΛΛ)  και  περιθωριακά  μορφώματα  (Χρυσή  Αυγή)  σημείωσαν  καλά  αποτελέσματα  στην  κούρσα  του  κομματικού  ανταγωνισμού.  Ως  συνέπεια  της  χρηματοπιστωτικής  κρίσης  και  προπάντων  του  ελλείμματος  της  πολιτικής  εμπιστοσύνης,  η  διάθεση  τιμωρητικής  διαμαρτυρίας  εναντίον  του  πολιτικού  κατεστημένου,  αλλά  και  εναντίον  του  «συστήματος»  συνολικά,  υπήρξε  (και  εξακολουθεί  να  είναι)  έντονη.  Η  Χρυσή  Αυγή  διαθέτοντας  «καθαρά»  αντισυστημικά  χαρακτηριστικά  καθώς  αντιστρατεύεται  τις  θεμελιώδεις  επιλογές  της  Τρίτης  Ελληνικής  Δημοκρατίας  (κοινοβουλευτισμό,  εξευρωπαϊσμό,  εκσυγχρονισμό),  ευνοήθηκε  από  τη  διάθεση  των  ψηφοφόρων  να  αποστραφούν  το  πολιτικο-­‐κομματικό  κατεστημένο  και  το  «σύστημα»  που  το  συντηρεί.27  Μιλώντας  ειδικότερα,  η  ραγδαία  συρρίκνωση  των  δεξιών  νεο-­‐λαϊκιστών  του  ΛΑΟΣ  που  δεν  κατόρθωσαν  να  περάσουν  το  εκλογικό  σκαλοπάτι  του  3%  αποτέλεσε  μια  σημαντική  δεξαμενή  ψήφων  για  τη  Χρυσή  Αυγή,  μαζί  με  εκείνη  από  τη  ΝΔ  και  το  ΠΑΣΟΚ.  Μια  τέτοια  δεξαμενή  που  δημιουργήθηκε  από  τη  συνεχιζόμενη  εκλογική  ρευστότητα  στο  μεσοδιάστημα  ανάμεσα  στις  δύο  αναμετρήσεις  του  Μαΐου-­‐Ιουνίου  2012  όταν  25%  των  ψηφοφόρων  μετέβαλε  την  εκλογική  προτίμησή  του  (Κωνσταντινίδης  2013),  συνέβαλαν  

                                                                                                                         27  Για  το  περιεχόμενο  της  αντισυστημικότητας  και  τα  αντισυστημικά  χαρακτηριστικά  στο  κομματικό  σύστημα,  βλ.  Georgiadou  (2014).  Στοιχεία  για  το  θέμα  αυτό  αντλούνται  από  Gemenis  &  Triga  (2013).  

0  

1  

2  

3  

4  

5  

6  

7  

8  

ώστε  η  χαμηλή  εκλογική  συσπείρωση  της  Χρυσής  Αυγής  να  συμπληρωθεί  με  ικανοποιητικές  ροές  ψήφων  από  τους  Ανεξάρτητους  Έλληνες  (ΑΝ.ΕΛΛ)  και  μικρότερες  ροές  από  όλα  σχεδόν  τα  κόμματα  της  εκλογικής  σκηνής.    

Πίνακας  3  –  Προέλευση  ψηφοφόρων  της  Χρυσής  Αυγής  

  Βουλευτικές  εκλογές  Μαΐου  2012   Βουλευτικές  εκλογές    Ιουνίου  2012  ΠΑΣΟΚ   28,5%   2,4%  Νέα  Δημοκρατία   36,1%   4,6  ΣΥΡΙΖΑ    0,5%   4,6%  ΚΚΕ    1,7%   1,8%  ΛΑΟΣ   18,5%   3,9%  ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ    0,6%   0,5%  ΑΝΕΛ    -­‐   8%  ΔΗΜΑΡ    -­‐   1,4%  ΔΗΣΥ    -­‐   1,8%  Άλλα  Κόμματα   6,1%   2,7%  Χρυσή  Αυγή    -­‐   66,8%  Πηγή:  Κοινό  exit  poll  εκλογών  17ης  Ιουνίου  2012,  Metron  Analysis,  Opinion,  MRB,  Marc  και  Alco.  

Το  ήμισυ  και  πλέον  των  ψήφων  που  συγκέντρωσε  η  Χρυσή  Αυγή  προέρχονται  από  εκλογείς  του  ευρύτερου  δεξιού  και  κεντροδεξιού  φάσματος,  αλλά  και  ένα  αριθμητικά  σημαντικό  κομμάτι  πρώην  ψηφοφόρων  του  ΠΑΣΟΚ  μετατοπίσθηκε  προς  αυτήν.  Είναι  αξιοσημείωτο  ότι  ένα  μόρφωμα  με  τόσο  έντονα  ιδεολογικά  φορτία  δεξιού  εξτρεμισμού  όπως  η  Χρυσή  Αυγή  συγκέντρωσε  τα  2/3  της  εκλογικής  της  δύναμης  με  ροές  ψήφων  από  τα  δύο  κόμματα  που  μέχρι  το  2009  εναλλάσσονταν  στη  διακυβέρνηση  και  καταλάμβαναν  ένα  μεγάλο  μέρος  του  πολιτικο-­‐ιδεολογικού  πεδίου  στις  κεντρώες  τοποθετήσεις  του  άξονα  αριστεράς-­‐δεξιάς.  Στον  Πίνακα  4  παρουσιάζονται  τα  κριτήρια  ψήφου  των  εκλογέων  της  Χρυσής  Αυγής,  προκειμένου  να  κατανοηθεί  το  περιεχόμενο  της  εκλογικής  τους  επιλογής.  

 

Πίνακας  4  –  Κριτήρια  εκλογικής  επιλογής  

Κριτήρια  ψήφου   Ψηφοφόροι  ΧΑ   Εκλογικό  σώμα  Σχηματισμός  αυτοδύναμης  κυβέρνησης   8%   39%  Σχηματισμός  κυβέρνησης  συνεργασίας   14%   35%  Δημιουργία  ισχυρής  αντιπολίτευσης   38%   11%  Αποδοκιμασία  των  κομμάτων   40%   14%  Οι  συζητήσεις  για  το  Μνημόνιο   71%   53%  Οι  συζητήσεις  για  το  ευρώ   47%   29%  Πηγή:  Κοινό  exit  poll  εκλογών  17ης  Ιουνίου  2012,  Metron  Analysis,  Opinion,  MRB,  Marc  και  Alco.  

 

Στον  πίνακα  προβάλλουν  σαφώς  δύο  κατηγορίες  εκλογικών  κινήτρων  διαμαρτυρίας:  πρώτον  ενάντια  στους  κυβερνώντες  και  τα  κατεστημένα  πολιτικά  κόμματα  και  δεύτερον  ενάντια  στα  σκληρά  μέτρα  λιτότητας  και  το  Μνημόνιο  το  οποίο  συμφώνησε  η  Ελλάδα  με  την  Τρόικα  ως  ανταπόδοση  για  τη  διεθνή  χρηματοοικονομική  βοήθεια  που  χορηγήθηκε  στη  χώρα.  Διαμαρτυρόμενοι  εκλογείς  οι  οποίοι  αποφάσισαν  να  ψηφίσουν  τη  Χρυσή  Αυγή  είτε  επειδή  ήταν  δυσαρεστημένοι  με  τα  πολιτικά  κόμματα  και  επιθυμούσαν  να  τα  αποδοκιμάσουν,  είτε  από  αντιμνημονιακή  στάση,  αποτελούν  τις  δύο  κύριες  ομάδες  των  

ψηφοφόρων  της.  Βεβαίως,  στάση  διαμαρτυρίας  διαπιστώνουμε  τόσο  στους  ψηφοφόρους  της  Χρυσής  Αυγής  όσο  και  σε  ολόκληρο  το  εκλογικό  σώμα,  παρότι  μεταξύ  τους  εμφανίζονται  ορισμένες  σημαντικές  διαφορές.  Η  στάση  διαμαρτυρίας  στους  πρώτους  υπερέχει  έναντι  των  άλλων  εκλογικών  κινήτρων,  με  αποτέλεσμα  το  εκλογικό  σώμα  της  Χρυσής  Αυγής  να  παρουσιάζεται  περισσότερο  ομοιογενές  όσον  αφορά  τους  λόγους  που  προσδιόρισαν  την  εκλογική  του  επιλογή  συγκρινόμενο  με  το  συνολικό  εκλογικό  σώμα  που  ήταν  περισσότερο  διαφοροποιημένο  και  διχασμένο:  Ήταν  είτε  κατά  του  Μνημονίου,  είτε  υπέρ  του  σχηματισμού  ισχυρής  κυβέρνησης,  αυτοδύναμης  ή  συνεργασίας.  Η  εκλογική  βάση  της  Χρυσής  Αυγής,  αντίθετα,  τα  απέρριπτε  όλα:  το  σχηματισμό  κυβέρνησης,  την  προοπτική  της  διακυβέρνησης,  τα  κατεστημένα  κόμματα,  το  Μνημόνιο,  την  παραμονή  στην  ΟΝΕ,  το  Ευρώ.  Συνοψίζοντας  τα  κριτήρια  ψήφου  των  εκλογέων  της  Χρυσής  Αυγής,  ένα  κυνικό,  αντικομματικό  και  αντιθεσμικό  υπόβαθρο  διακρίνει  την  επιλογή  τους,  γεγονός  που  καταδεικνύει  το  αρνητικό  και  τιμωρητικό  υπόβαθρο  της  ψήφου  στη  Χρυσή  Αυγή.    

Κατόπιν  αυτών  το  ερώτημα  που  προβάλλει  αφορά  τα  κοινωνικά-­‐δημογραφικά  χαρακτηριστικά  των  ψηφοφόρων  της  Χρυσής  Αυγής.  Συνοψίζοντας  το  προφίλ  τους,  η  Χρυσή  Αυγή  εμφανίζεται  ως  ένα  «ανδρικό  κόμμα»,  νέων  σε  ηλικία  ψηφοφόρων,  με  μεσαίο  εκπαιδευτικό  επίπεδου.  Στην  περίπτωσή  της  επιβεβαιώνεται  αυτό  που  έχει  αποκληθεί  «οιονεί  σιδηρούς  κανόνας»,  σύμφωνα  με  τον  οποίο  «τα  εξτρεμιστικά  κόμματα  ψηφίζονται  αρχικά  περισσότερο  από  άνδρες  παρά  από  γυναίκες»  (Falter  1994:  28).  Πέραν  του  ότι  η  ΧΑ  εμφανίζεται  στις  τελευταίες  εκλογές  ως  ένα  «ανδρικό  κόμμα»,  αναδεικνύεται  παράλληλα  και  ως  ένα  «κόμμα  των  νέων»,  όπως  αυτό  συμβαίνει  και  με  άλλα  κόμματα  (αλλά  όχι  με  όλα)  της  ευρωπαϊκής  ακροδεξιάς  (όπ.  παρ.:  34).  Η  Χρυσή  Αυγή  διαθέτει  σημαντικό  αριθμό  ψηφοφόρων  από  τις  νεότερες  ηλικίες,  οι  οποίες  κατά  μεγάλη  πλειοψηφία  ψήφισαν  τη  ριζοσπαστική  αριστερά  (ΣΥΡΙΖΑ).  Η  Χρυσή  Αυγή  αποτελεί,  ωστόσο,  το  δεύτερο  ισχυρότερο  κόμμα  στην  ηλικιακή  κατηγορία  των  εκλογέων  έως  44  ετών,  συγκεντρώνοντας  μάλιστα  τα  υψηλότερα  εκλογικά  ποσοστά  της  μεταξύ  εκείνων  που  βρίσκονται  στην  ηλικία  των  35  έως  44  ετών.    

Όσον  αφορά  το  επίπεδο  εκπαίδευσης  των  ψηφοφόρων  της,  η  πλειονότητα  τους  βρίσκεται  σε  ένα  μέσο  επίπεδο  (διαθέτει  απολυτήριο  τεχνικού  ή  γενικού  λυκείου).  Ψηφοφόροι  της  στοιχειώδους  εκπαίδευσης  ψήφισαν  πάνω  από  τους  μισούς  τη  Νέα  Δημοκρατία,  το  ΠΑΣΟΚ  και  το  ΚΚΕ.  Τα  ανώτερα  εκπαιδευτικά  στρώματα  έδωσαν  την  ψήφο  τους  στο  ΣΥΡΙΖΑ  και  τη  Δημοκρατική  Αριστερά  (ΔΗΜΑΡ).  Η  πλειονότητα  των  ψηφοφόρων  της  Χρυσής  Αυγής  (58%)  έχει  ένα  μέσο  εκπαιδευτικό  επίπεδο·∙  συνολικά  την  ψήφισε  σχεδόν  το  9%  των  ψηφοφόρων  αυτής  της  ενδιάμεσης  κατηγορίας.  Όσον  αφορά  την  εκλογική  συμπεριφορά  εξεταζόμενη  βάσει  της  θέσης  των  εκλογέων  στο  σύστημα  της  απασχόλησης,  διαπιστώνουμε  ότι  η  διείσδυση  της  Χρυσής  Αυγής  είναι  χαμηλή  στις  νοικοκυρές  και  τους  συνταξιούχους.  Αν  αναζητήσουμε  κάποια  οιονεί  οχυρά  με  βάση  τη  θέση  των  ψηφοφόρων  στην  απασχόληση,  άνεργοι  και  επαγγέλματα  της  επισφάλειας,  όπως  ελεύθεροι  επαγγελματίες,  έμποροι,  αυτοαπασχολούμενοι,  αλλά  και  υπάλληλοι  του  ιδιωτικού  τομέα,  αποτελούν  εκλογείς  ή  δυνητικούς  εκλογείς  της  Χρυσής  Αυγής.  Εάν  κάτι  μας  δείχνουν  τα  στοιχεία  του  πίνακα  είναι  ότι  οι  ψηφοφόροι  που  βρίσκονται  σε  (επαγγελματικές  και  άλλες)  συνθήκες  επισφάλειας  τείνουν  να  ψηφίζουν  το  κόμμα  που  προσεγγίζει  με  υπεραπλουστευτικό  τρόπο  τα  προβλήματά  τους  και  εκμεταλλεύεται  τους  φόβους  τους.  

Πίνακας  5  –  Κοινωνική-­‐δημογραφική  σύνθεση  των  ψηφοφόρων  της  ΧΑ  (σε  %)  

Ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής 6ης Μαΐου 2012 17ης Ιουνίου 2012

ΦΥΛΟ

Άνδρες 9,1% 9,1%

Γυναίκες 4,3% 4%

ΗΛΙΚΙΕΣ

18-­‐34   10,2%   11,3%  

35-­‐54   7,8%   7,4%  

55+   3,7%   3,4%  

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Κατώτερη 4,4% 4,7%

Μέση 9,0% 8,8%

Ανώτερη 5,5% 5,7%

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Αγρότης-Κτηνοτρόφος 9,3% 8,6%

Ελεύθερος επαγγελµατίας 8,9% 8,8%

Μισθωτός Δηµοσίου Τοµέα 6,3% 8,1%

Μισθωτός Ιδιωτικού Τοµέα 8,4% 7,3%

Άνεργος 9,1% 10,1%

Φοιτητής /Σπουδαστής 9,5% 9,4%

Συνταξιούχος 3,2% 2,7%

Νοικοκυρά 4% 4%

Πηγή: Κοινό exit poll βουλευτικών εκλογών Μαΐου/Ιουνίου 2012, Metron Analysis, Opinion, MRB, Marc και Alco, 06.05.2012 και 17.06.2012.

 

 [Λεζάντα  φωτογραφίας]  (Ιανουάριος  2013)  

 

 

Τελική  παρατήρηση:  Προοπτικές  για  την  άκρα  δεξιά  στην  Ελλάδα  

Σε  μια  εκλογική  ανάλυση  του  Εθνικού  Μετώπου  οι  Ν.  Mayer  και  P.  Perrineau  διαπίστωσαν  ότι  οι  ψηφοφόροι  του  ανήκουν  σε  τρεις  διαφορετικές  κατηγορίες:  εκείνη  των  «τακτικών»,  των  «ευκαιριακών»  και  των  «δυνητικών»  ψηφοφόρων  του  Front  National  (FN).  H  πρώτη  κατηγορία  αναφέρεται  σε  εκλογείς  που  ψήφισαν  το  FN  τουλάχιστον  σε  δύο  διαδοχικές  εκλογές  και  μάλιστα  ορμώμενοι  από  ιδεολογική  πεποίθηση  όσον  αφορά  την  επιλογή  τους  αυτή.  H  δεύτερη  κατηγορία  περιλαμβάνει  εκλογείς  που  ψήφισαν  το  Εθνικό  Μέτωπο  συγκυριακά,  χωρίς  αυτό  να  προδικάζει  τις  επόμενες  εκλογικές  επιλογές  τους  αλλά  ούτε  και  να  αποκαλύπτει  τις  προηγούμενες.  Τέλος,  η  τρίτη  κατηγορία  απαρτίζεται  από  εκείνους  οι  οποίοι  δεν  έχουν  μεν  ψηφίσει  το  Εθνικό  Μέτωπο  μέχρι  τώρα  αλλά  δεν  αποκλείουν  κιόλας  ότι  θα  το  ψηφίσουν  στο  μέλλον  (όπ.  παρ:  134,  137).  Μια  παρόμοια  τυπολογία  επεξεργάστηκαν  οι  Fieschi,  Morris  και  Caballero  (χ.χ.)  σε  μια  συγκριτική  μελέτη  τους  για  τους  ακροδεξιούς  εκλογείς.  Οι  τρεις  συγγραφείς  διακρίνουν  μεταξύ  των  «αφοσιωμένων»,  των  «διστακτικών»  και  των  «δυνητικών»  ψηφοφόρων  της  ακροδεξιάς  (όπ.  παρ.:  32)  και  εκτιμούν  ότι  οι  δύο  τελευταίες  κατηγορίες  συγκροτούν  την  πλειονότητα  των  ψηφοφόρων  αυτών  των  κομμάτων.  

Τα  δικά  μας  εκλογικά  δεδομένα  που  προέρχονται  από  τις  διπλές  βουλευτικές  εκλογές  του  2012  δεν  επαρκούν  για  να  διατυπώσουμε  μια  παρόμοια  εκτίμηση  ως  προς  τον  βαθμό  δέσμευσης  των  ψηφοφόρων  στη  Χρυσή  Αυγή.  Κάποιες  πρώτες  ενδείξεις  υφίστανται  ωστόσο,  καθώς  οι  ψηφοφόροι  της  Χρυσής  Αυγής  παρουσιάζουν  μικρότερη  ή  μεγαλύτερη  ετερογένεια,  ως  προς  την  κομματική  τους  προέλευση  (Πίνακα  3),  την  κοινωνική-­‐δημογραφική  τους  σύνθεση  (Πίνακα  5)  και  την  ιδεολογική  τους  εγγύτητά  με  το  κόμμα  της  εκλογικής  τους  επιλογής  (Πίνακας  6).  Συγκεκριμένα  σχεδόν  οι  μισοί  από  τους  ψηφοφόρους  της  Χρυσής  Αυγής  δηλώνουν  ιδεολογική  εγγύτητα  με  την  κομματική  τους  επιλογή,  ένα  ποσοστό  που  είναι  αρκετά  υψηλό  συγκρινόμενο  με  τα  πορίσματα  της  συγκριτικής  έρευνας  των  Fieschi,  Morris  και  Caballero  (όπ.  παρ.).  Επιπλέον,  πάνω  από  το  ένα  τρίτο  των  ακροδεξιών  ψηφοφόρων  στις  διπλές  βουλευτικές  εκλογές  του  2012  επιδεικνύει  αμφιθυμία  σε  σχέση  με  το  κόμμα  που  επέλεξε  να  ψηφίσει,  ενώ  (μόλις!)  το  ένα  έκτο  έως  ένα  πέμπτο  των  εκλογέων  της  Χρυσής  Αυγής  δηλώνει  σαφή  ιδεολογική  απόσταση  από  την  εκλογική  του  επιλογή.    

Πίνακας  6  –  Εγγύτητα  ψηφοφόρων  με  τη  Χρυσής  Αυγής  (σε  %)  

Ιδεολογική  απόσταση  από  τη  ΧΑ   Εκλογές  Μαΐου  2012   Εκλογές  Ιουνίου  2012  Κοντά   44   48  Ούτε  κοντά-­‐ούτε  μακρυά   37   37  Μακρυά   19   15  Πηγή:  Κοινό  exit  poll  βουλευτικών  εκλογών  Μαΐου/Ιουνίου  2012,  Metron  Analysis,  Opinion,  MRB,  Marc  και  Alco.  

 

Τα  δεδομένα  που  παρουσιάσαμε  και  τα  επόμενα  που  θα  υπάρξουν  στο  πλαίσιο  των  επικείμενων  εκλογικών  αναμετρήσεων  θα  προβληθούν  στο  ιστορικό  φόντο,  ώστε  να  αποφύγουμε  τον  κίνδυνο  της  υπερερμηνείας  αλλά  και  της  υποεκτίμησής  τους.  Αυτό  θα  συμβεί  και  με  το  ίδιο  το  κατ’εξοχήν  πολιτικό  αντικείμενο,  στο  οποίο  τα  δεδομένα  αυτά  αναφέρονται:  Οι  εκλογείς  έβγαλαν  προσωρινά  τη  Χρυσή  Αυγή  από  τη  θέση  του  κομματικού  

παρία  στην  οποία  βρισκόταν  επί  τρεις  δεκαετίες  ή  ο  πολιτικός  εξτρεμισμός  έχει  ήδη  εγερθεί  σε  μια  συνιστώσα  της  κομματικής  σκηνής;  Το  κομματικό  σύστημα  στην  Ελλάδα  εμφανίζει  ρευστότητα  και  μεταβατικότητα.  Εάν  διαθέτουν  βάθος  οι  πολιτικές  ευκαιρίες  που  εκκολάπτονται  για  τον  πολιτικό  εξτρεμισμό  και  τους  εκφραστές  του  θα  εξαρτηθεί  από  πολλά:  Από  τη  στάση  των  θεσμών  απέναντι  σε  ακραία  φαινόμενα  που  κινούνται  πέραν  των  ορίων  της  συνταγματικής  τάξης  και  της  δημοκρατικής  κουλτούρας,  αλλά  και  των  ίδιων  των  πολιτών  που  έχουν  καθήκον  να  ορθώσουν  ένα  στέρεο  φράγμα  ενάντια  στην  ακροδεξιά  πλημμυρίδα.  

 

Ευχαριστίες  

Ευχαριστώ  τον  Παναγιώτη  Κουστένη  και  τον  Στράτο  Φαναρά  που  πρόθυμα  έθεσαν  στη  διάθεσή  μου  εκλογικό  υλικό  και  εμπειρικά  δεδομένα  των  exit  polls.  Ιδιαίτερες  ευχαριστίες  οφείλονται  στον  Ηλία  Κατσούλη  που  διάβασε  το  κείμενο  στην  πρωτότυπη  γερμανική  του  έκδοση  και  το  ξαναδιάβασε  επικαιροποιημένο  στα  ελληνικά.  Νιώθω  επίσης  την  ανάγκη  να  εκφράσω  τις  ευχαριστίες  μου  στη  Λαμπρινή  Ρόρη,  τον  Γιάννη  Κωνσταντινίδη  και  τον  Ηλία  Ντίνα·∙  η  συνεργασία  μας  στην  έρευνα  του  φαινομένου  της  ελληνικής  άκρας  δεξιάς  μου  είναι  πολύτιμη.  Αυτονοήτως,  οι  αδυναμίες  και  ελλείψεις  με  βαραίνουν  προσωπικά.  

 

 

Βιβλιογραφία28  

Στα  ελληνικά:  

Βούλγαρης,  Γ.  (2001):  Η  Ελλάδα  της  Μεταπολίτευσης,  1974-­‐1990.  Αθήνα:  Εκδόσεις  Θεμέλιο.  

Γεωργιάδου,  Β.  (2008):  Η  άκρα  δεξιά  και  οι  συνέπειες  της  συναίνεσης.  Δανία,  Νορβηγία,  Ολλανδία,  Ελβετία,  Αυστρία,  Γερμανία.  Αθήνα:  Εκδόσεις  Καστανιώτη.  

Γεωργιάδου,  Β.  (2009):  Πώς  γεμίζει  η  δεξαμενή  της  άκρας  δεξιάς;  Στρατηγικές  αντιμετώπισης  του  ΛΑΟΣ  και  ψήφος  διαμαρτυρίας.  Στο:  Γ.  Κωνσταντινίδης,  Ν.  Μαραντζίδης  και  Τ.  Σ.  Παππάς  (επιμ.),  Κόμματα  και  πολιτική  στην  Ελλάδα.  Οι  σύγχρονες  εξελίξεις.  Αθήνα:  Εκδόσεις  Κριτική.  

Γεωργιάδου,  Β.  (2014):  Η  εκλογική  άνοδος  της  Χρυσής  Αυγής.  Ψήφος-­‐ρεβάνς  των  επισφαλών  και  νέες  πολιτικές  ευκαιρίες.  Στο:  Γ.  Βούλγαρης  και  Η.  Νικολακόπουλος  (επιμ.),  2012:  Ο  διπλός  εκλογικός  σεισμός.  Αθήνα:  Εκδόσεις  Θεμέλιο.  

Γεωργιάδου,  Β.  και  Λ.  Ρόρη  (2013):  Πώς  και  γιατί  τώρα;  Αφετηριακές  υποθέσεις  εργασίας  για  την  άνοδο  της  Χρυσής  Αυγής,  εισήγηση  σε  συνέδριο  του  Κέντρου  Πολιτικών  Ερευνών.  Αθήνα:  Πάντειο  Πανεπιστήμιο,  13-­‐14/1/2013.  

Κουσουμβρής,  Χ.  (2004):  Γκρεμίζοντας  το  μύθο  της  Χρυσής  Αυγής.  Αθήνα:  Εκδόσεις  Έρεβος.  

Κωνσταντινίδης,  Γ.  (2013):  Κοινοί  εχθροί  και  μακρυνοι  συγγενείς:  Αναζητώντας  της  ερμηνεία  των  μαζικότερων  μετακινήσεων  ψήφου  μεταξύ  Μαΐου  και  Ιουνίου  2012,  εισήγηση  σε  συνέδριο  του  

                                                                                                                         28  Στη  βιβλιογραφία  δεν  περιλαμβάνονται  οι  πηγές  (κομματικό  υλικό,  έντυπα,  κ.λπ.)  που  έχουν  χρησιμοποιηθεί  και  στις  οποίες  γίνεται  ακριβής  αναφορά  στο  κείμενο  και  τις  υποσημειώσεις.  

Δικτύου  Μελέτης  των  Εκλογών,  της  Κοινής  Γνώμης  και  των  Κομμάτων  (GrEPOP).  Θεσσαλονίκη:  Πανεπιστήμιο  Μακεδονίας,  6-­‐7/6/2013.  

Milza,  P.  (2004):  Οι  μελανοχίτωνες  της  Ευρώπης.  Η  ευρωπαϊκή  ακροδεξιά  από  το  1945  μέχρι  σήμερα.  Αθήνα:  Εκδόσεις  Scripta.  (Πρωτότυπο:  Milza,  P.  L’Europe  en  chemise  noire.  Les  extrêmes  droites  en  Europe  de  1945  à  aujourd’hui,  Fayard  2002).  

Μιχαλολιάκος,  Ν.  Γ.  (2001)  :  Εναντίον  όλων.  100  άρθρα  στη  Χρυσή  Αυγή.  Αθήνα.  Εκδόσεις  Ασκαλών.  

Νικολακόπουλος,  Η.  (2001):  Η  καχεκτική  δημοκρατία:  Κόμματα  και  εκλογές  1946-­‐1967.  Αθήνα,  Εκδόσεις  Πατάκη.  

Πλεύρης,  Κ.  (2013):  Γεγονότα  1965-­‐1977.  Τα  άγνωστα  παρασκήνια.  Αθήνα,  Εκδόσεις    Ήλεκτρον.  

Τζώρτζης,  Γ.  (2002):  Μετάβαση  στη  δημοκρατία  και  καθεστωτικός  μετασχηματισμός:  Αναζητώντας  μια  εναλλακτική  εξήγηση  της  διαδικασίας  εκδημοκρατισμού.  Επιστήμη  και  Κοινωνία,  8-­‐9,  171-­‐206.  

Φιλίππου,  Ί.  (2013):  Χρυσή  Αυγή.  Πολιτικός  Οδοδείκτης.  Αθήνα,  Εκδόσεις  Ήλεκτρον.  

Ψαράς,  Δ.  (2010):  Το  κρυφό  χέρι  του  Καρατζαφέρη.  Η  τηλεοπτική  αναγέννηση  της  ελληνικής  ακροδεξιάς.  Αθήνα:  Εκδόσεις  Αλεξάνδρεια.  

Ψαράς,  Δ.  (2012):  Η  μαύρη  βίβλος  της  Χρυσής  Αυγής.  Αθήνα:  Εκδόσεις  Πόλις.  

 

Σε  άλλες  γλώσσες:  

Betz,  H.-­‐G.  (1994):  Radical  right-­‐wing  populism  in  Western  Europe.  Λονδίνο,  MacMillan.  

Binder,  T.  (2005):  Die  Wahlerfolge  rechtspopulistischer  Parteien  –  eine  Folge  von  Modernisierungsprozessen?  Βερολίνο,  Wissenschaftszentrum  Berlin  für  Sozialforschung.  

Clogg,  R.  (1987):  Parties  and  elections  in  Greece.  The  search  for  legitimacy.  Ντέραμ:  Duke  University  Press.  

Danforth,  L.  M.  (1995):  The  Macedonian  conflict:  Ethnic  nationalism  in  a  transitional  world.  Princeton,  New  Jersey:  princeton  University  Press.  

Dinas,  E.,  Georgiadou,  V.,  Konstantinidis,  Y.,  &  Rori,  L.  (2013):  From  dusk  to  dawn:  Local  party  organization  and  party  success  of  right-­‐wing  extremism.  Party  Politics,  electronic  edition,  (http://ppq.sagepub.com/content/early/2013/11/27/1354068813511381.full),  1-­‐13.  

Droumbouki,  A.  M.  (2012):  Laikos  Orthodoxos  Synagermos  (Griechenland).  Στο  W.  Benz  (επιμ.).  Handbuch  des  Antisemitismus.  Judenfeindschaft  in  Geschichte  und  Gegenwart.  τ.  5,  Organisationen,  Institutionen,  Bewegungen.  Βερολίνο,  Βοστώνη:  Walter  de  Gruyter  GmbH  &  Co.  

Duverger,  M.  (1963):  Political  parties:  Their  organization  and  activity  in  the  modern  state.  New  York:  John  Wiley  &  Sons,  Inc.  

Ellinas,  A.  (2010):  The  Media  and  the  far  right  in  Western  Europe.  Playing  the  nationalist  card.  Νέα  Υόρκη,  Cambridge  University  Press.  

Ellinas,  A.  (2013):  The  Rise  of  the  Golden  Down:  The  New  Face  of  the  Far  Right  in  Greece.  South  European  Society  and  Politics,  electronic  edition,  18(4),  543-­‐565  (http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/13608746.2013.782838#.UxWaCeeSwVk).  

Falter,  J.  W.  (1994):  Wer  wählt  rechts?  Die  Wähler  und  Anhänger  rechtsextremistischer  Parteien  im  vereinigten  Deutschland.  Μόναχο:  C.H.  Beck.  

Fieschi,  C.,  M.  Morris  και  L.  Caballero  (χ.χ.):  Recapturing  the  reluctant  voter.  How  to  win  back  Europe’s  populist  vote.  Counterpoint.  

Gemenis,  K.  &  Triga,  V.  (2013):  Party  positions  for  the  May  and  June  2012  parliamentary  elections  in  Greece  [data  file  and  codebook].  Data  Archiving  and  Networked  Services  (DANS)  [distributor].  Persistent  Identifier:  urn:nbn:nl:ui:13-­‐ngcr-­‐q0.  

Georgiadou,  V.  (2011):  Glissement  des  partis  d‘  extreme  droite  vers  le  centre  et  renouvellement  de  l’extrémisme  à  leur  marge.  Revue  des  Sciences  Sociales,  46,  36-­‐45.  

Georgiadou,  V.  (2014)  :  Krise  aber  nicht  Unregierbarkeit.  Die  Reformwette  im  griechischen  Parteiensystem.  Στο:  W.  Schultheiss  και  H.-­‐D.  Klemm  (επιμ.),  Griechenland  in  der  Krise.  Berlin-­‐Münster-­‐Wien-­‐Zürich-­‐London:  LIT-­‐Verlag  (υπό  έκδοση).  

Georgiadou,  V.,  Kafe,  A.  &  Nezi,  R.  (2012):  The  radical  right  parties  under  the  economic  crisis:  The  Greek  case.  Εισήγηση  στο  62ο  Ετήσιο  Συνέδριο  του  Political  Studies  Association  (PSA).  Belfast,  03.-­‐05.  Απριλίου.  

Guibernau,  M.  (2010):  Migration  and  the  rise  of  the  radical  right.  Social  malaise  and  the  failure  of  mainstream  politics.  Λονδίνο:  Policy  Network.  

Ignazi,  P.  (1996):  New  challenges.  Post-­‐materialism  and  the  extreme  right.  Working  Paper.  Μαδρίτη:  Centre  for  Advanced  Study  in  the  Social  Sciences,  Juan  March  Institute.  

Ignazi,  P.  (2010):  Extreme  right  parties  in  Western  Europe.  Οξφόρδη.  Oxford  University  Press.  

Kriesi,  H.  (1995):  Bewegungen  auf  der  Linken,  Bewegungen  auf  der  Rechten.  Die  Mobilisierung  von  zwei  Typen  von  sozialen  Bewegungen  in  ihrem  politischen  Kontext.  Swiss  Political  Science  Review,  1(1),  1-­‐46.  

Mayer,  N.  και  P.  Perrineau  (1992):  Why  do  they  vote  for  Le  Pen?  European  Journal  of  Political  Research,  22,  123-­‐141.  

Mavrogordatos,  G.  Th.  (2005):  Greece.  European  Journal  of  Political  Research,  44,  1025-­‐1032.  

Miliopoulos,  L.  (2011):  Extremismus  in  Griechenland.  Στο:  E.  Jesse  και  T.  Tieme  (επιμ.)  Extremismus  in  den  EU-­‐Staaten.  Βισμπάντεν:  VS  Verlag.  

Minkenberg,  M.  (1998):  Die  neue  radikale  Rechte  im  Vergleich.  Οπλάντεν,  Βισμπάντεν,  Westdeutscher  Verlag.  

Mudde,  C.  (2000):  The  ideology  of  the  extreme  right.  Μάντσεστερ:  Manchester  University  Press.  

Mudde,  C.  (2007):  Populist  Radical  Parties  in  Europe.  Κέιμπριτζ:  Cambridge  University  Press.  

Scharsach,  H.-­‐H.  (2002):  Europas  Populisten.  Βιένη:  Ueberreuter.  

Shields,  J.  G.  (2007):  The  extreme  right  in  France.  From  Pétain  to  Le  Pen.  Νέα  Υόρκη:  Routeledge.  

Vasilopoulos,  P.  &  Vernardakis,  Chr.  (2011):  ‘The  Rise  and  Fall  of  the  Greek  Conservative  Party:  Ideological  Realignments  and  Egocentric  Economic  Voting  at  the  Dawn  of  the  Financial  Crisis’.  Εισήγηση  στο  61ο  Ετήσιο  Συνέδριο  του  Political  Studies  Association  (PSA).  Λονδίνο,  19-­‐21  Απριλίου.  

Von  Beyme,  Kl.  (1988):  Right  Wing  Extremism  in  Western  Europe.  Λονδίνο:  Frank  Cass  Publishers.  

Zimmermann,  E.  και  T.  Saalfeld  (1993):  The  three  waves  of  West  German  right-­‐wing  extremism.  Στο:  P.  H.  Merkl  και  L.  Weinberg  (επιμ.).  Encounters  with  the  Contemporary  Radical  Right,    Μπόουλντερ,  Κολοράντο:  Westview.