Η πρόσληψη της νιτσεϊκής φιλοσοφίας από το Ν....

75
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΗΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΝΙΤΣΕ - ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Η πρόσληψη της νιτσεϊκής φιλοσοφίας από το Ν. Καζαντζάκη. Τσινή Χριστίνα Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία Επιβλέπων καθηγητής: κ. Δημήτρης Κόκορης Θεσσαλονίκη 2017

Transcript of Η πρόσληψη της νιτσεϊκής φιλοσοφίας από το Ν....

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΗΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

ΝΙΤΣΕ - ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ:

Η πρόσληψη της νιτσεϊκής φιλοσοφίας από το Ν. Καζαντζάκη.

Τσινή Χριστίνα

Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία

Επιβλέπων καθηγητής: κ. Δημήτρης Κόκορης

Θεσσαλονίκη 2017

2

Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία υποβληθείσα στο

καθηγητικό σώμα ως ολοκλήρωση των υποχρεώσεών μου για την

απόκτηση του μεταπτυχιακού τίτλου του προγράμματος Ιστορίας

της Φιλοσοφίας.

Μέλη τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής:

κ. Κόκορης Δημήτρης (Επιβλέπων Καθηγητής)

κ. Γκολίτσης Παντελής

κ. Παιονίδης Φιλήμων

3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ………………………………………………………….…σελ. 5.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ……………………………………………………….…...σελ. 6-7.

Α΄ ΜΕΡΟΣ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ ………..σελ. 9-11.

Η ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ...............................σελ. 12-15.

Β΄ ΜΕΡΟΣ

«Ο ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑΣ» ....................................................... σελ. 17-20.

«ΑΣΚΗΤΙΚΗ» …………………………………………………..σελ. 21-24.

«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ» ………………...σελ. 25-31.

«Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ» ……………………………………...σελ. 32-36.

Γ΄ ΜΕΡΟΣ

Η ΤΕΡΤΣΙΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΤΣΕ …………………………………....σελ. 38-40.

Ο ΝΙΤΣΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΚΡΕΚΟ …………..………....σελ. 41-48.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ …..………….σελ. 49-63.

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ ………………………………………………..……...σελ. 64-66.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ Φ. ΝΙΤΣΕ ………………………..……………...σελ. 68.

ΕΡΓΑ ΤΟΥ Φ. ΝΙΤΣΕ …………………………………..…………..σελ. 69.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ………………………..………......σελ. 70.

4

ΕΡΓΑ ΤΟΥ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ………………………..………...σελ. 71-72.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ………………………………….…………….....σελ. 73-75.

5

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ολοκλήρωση του κύκλου των μεταπτυχιακών σπουδών με την παρούσα

εργασία αποτελεί μια σημαντική στιγμή που πίσω της αφήνει μια ξεχωριστή

διαδρομή στις σπουδές της φιλοσοφίας. Η ενασχόλησή μου με τη φιλοσοφία του

Φ. Νίτσε, ήδη από τις προπτυχιακές σπουδές μου στο τμήμα Φιλοσοφίας και

Παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθώς και η

αγάπη μου για τη λογοτεχνία δε θα μπορούσαν παρά να με οδηγήσουν στο

μεταπτυχιακό πρόγραμμα του τμήματος και συγκεκριμένα στην κατεύθυνση της

Ιστορίας της φιλοσοφίας, όπου προσπάθησα μέσα από τα μαθήματα και με την

αρωγή των καθηγητών της σχολής να ενώσω και να αναπτύξω μέσα μου αυτούς

τους δύο κόσμους της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας, που αλληλοεξαρτώνται

και αλληλοπροσδιορίζονται. Η κλίση μου προς τη γραφή του Ν. Καζαντζάκη και

ο θαυμασμός μου για τον Έλληνα δημιουργό, σε συνδυασμό με τη μελέτη της

νιτσεϊκής σκέψης, δε μου άφησαν περιθώριο για την επιλογή του θέματος της

διπλωματικής μου εργασίας, που με χαρά και δημιουργικότητα έφερα εις πέρας.

Πολλές ευχαριστίες οφείλω να δώσω στους καθηγητές της σχολής μου που με

βοήθησαν καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών μου, τόσο σε προπτυχιακό όσο και

σε μεταπτυχιακό επίπεδο και ιδιαιτέρως στον κ. Δημήτρη Κόκορη, τον

εποπτεύοντα καθηγητή μου, ο οποίος πέρα από τη σημαντική του συμβολή μέσω

των μαθημάτων του για τη σχέση της φιλοσοφίας με τη λογοτεχνία, υπήρξε

παραπάνω από πρόθυμος στη συνεργασία μας και καλός καθοδηγητής σ’ όλη

αυτή την πορεία. Τέλος, θερμά ευχαριστώ στους φίλους μου και την οικογένειά

μου για τη μεγάλη συμπαράσταση και βοήθεια όλα αυτά τα χρόνια των σπουδών

μου, στάθηκαν και στέκονται πραγματικά πρότυπα.

6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) είναι ένας από τους πιο σημαντικούς

Έλληνες δημιουργούς στο χώρο των γραμμάτων. Το πολυδαίδαλο έργο του

ενέχει διαχρονικότητα και χάρη στην ιδιαίτερη γραφή του έχει καθιερωθεί ως

ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, τόσο στην Ελλάδα

όσο και στο εξωτερικό. Του αποδίδονται οι ιδιότητες του μυθιστοριογράφου,

ποιητή, δημοσιογράφου, θεατρικού συγγραφέα, φιλοσόφου, ακόμα και πολιτικού

(έχει υπάρξει υπάλληλος σε Υπουργεία κι έχει συνεργαστεί επίσημα με την

κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, το 1919). Το έργο του στο σύνολό του έχει υπάρξει

καινοτομικό, ριζοσπαστικό και όπως ήταν φυσικό ξεσήκωσε θύελλα

αντιδράσεων (πολλοί κύκλοι της Εκκλησίας επιζητούσαν τον αφορισμό του). Το

κοσμοθεωρητικό του πιστεύω που εντοπίζεται σε όλα τα κείμενά του, από άρθρα,

δοκίμια μέχρι τα μυθιστορήματα και τα ταξιδιωτικά του, είναι ένα κράμα της

δικής του ψυχοσύνθεσης και της σκέψης σπουδαίων ανθρώπων με τους οποίους

ταυτίστηκε (λίγο ή πολύ) και τον επηρέασαν στη διαμόρφωση του εαυτού του και

στον πυρήνα της ιδεολογίας του. Ένας από αυτούς ήταν και ο Φρειδερίκος Νίτσε

(1844- 1900), ο Γερμανός φιλόσοφος με τη μεγάλη επιρροή εξαιτίας του βάθους

της φιλοσοφίας του, βάθος το οποίο αναγνώρισε ο Καζαντζάκης απ’ την πρώτη

επαφή με το έργο του σε νεαρή ηλικία.

Η επίδραση του Νίτσε και η πρόσληψη της φιλοσοφίας του απ’ τον Έλληνα

λογοτέχνη υπήρξε έντονη κι όπως ήταν φυσικό άνοιξε το δρόμο για πολλές

μελέτες πάνω στη νιτσεϊκή και καζαντζακική σκέψη και τη σύνδεσή τους. Στην

παρούσα εργασία επιλέχθηκαν κείμενα στα οποία διακρίνεται έντονα η

πρόσληψη αυτή. Στόχος της μελέτης αυτής είναι να εντοπίσει στοιχεία της

νιτσεϊκής φιλοσοφίας σε έργα του Καζαντζάκη, καθώς και να φωτίσει τη σχέση

του με τη σκέψη του Γερμανού. Στο πρώτο μέρος γίνεται μια συνοπτική θεώρηση

των βασικών στοιχείων της φιλοσοφίας του Νίτσε, που θα συμβάλει στην

κατανόηση της μετέπειτα ανάλυσης, όπως επίσης και μια σύντομη αναφορά στην

7

επίδραση του φιλοσόφου σε Έλληνες στοχαστές και την πρόσληψη της σκέψης

του στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, προχωρώντας στο κύριο μέρος, παρουσιάζονται

τέσσερα έργα του Καζαντζάκη που ενέχουν έντονες αναφορές στη φιλοσοφία του

Νίτσε: Ο Πρωτομάστορας, η Ασκητική, ο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, ο

Καπετάν Μιχάλης (εδώ πρέπει να σημειωθεί πως το σημαντικό ποίημα Οδύσσεια

που κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης θεωρούσε το magnum opus του και περιέχει πολλές

νιτσεϊκές αναφορές, παραλείφθηκε από τη συγκεκριμένη μελέτη εξαιτίας της

μεγάλης έκτασής του, που θα απαιτούσε μια μελέτη μόνο πάνω στο

συγκεκριμένο κείμενο ώστε να εξετασθεί με ακρίβεια). Τέλος, στο τρίτο μέρος

του βασικού κορμού της εργασίας εξετάζονται κείμενα του Καζαντζάκη στα

οποία ο Κρητικός είτε μιλά και απευθύνεται στον εμπνευστή του φιλόσοφο είτε,

παρουσιάζει ο ίδιος τη φιλοσοφία του Γερμανού. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο της

Αναφοράς στον Γκρέκο, αφιερωμένο στο Νίτσε, ένα ποίημα από τη συλλογή

Τερτσίνες και τέλος την επί υφηγεσία διατριβή του: Ο Φρειδερίκος Νίτσε και η

φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας.

Φυσικά η πρόσληψη της νιτσεϊκής σκέψης από το Ν. Καζαντζάκη είναι

έντονη και διαπιστώνεται σχεδόν σε κάθε έργο του, όπου ενυπάρχουν σπέρματα

της φιλοσοφίας του Νίτσε. Αυτό που επιχειρείται εδώ να επισημανθεί είναι η

ένταση με την οποία ο Καζαντζάκης βίωσε αυτή την επίδραση και ως σχέση και

ταύτιση.

8

Α΄ ΜΕΡΟΣ

9

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ

Η φιλοσοφία του Φρειδερίκου Νίτσε θεωρείται μία απ’ τις πιο ριζοσπαστικές και

σπουδαίες του 19ου αιώνα κι όχι μόνο, όπως και ο ίδιος θεωρείται από πολλούς ως ο

φιλόσοφος με τη μεγαλύτερη επίδραση στη δυτική φιλοσοφία και το δυτικό κόσμο

γενικότερα. Το σύστημα της κοσμοθεωρίας του (αν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει

κάποιο σύστημα σ’ αυτό το πολυδαίδαλο νιτσεϊκό σύμπαν) υπήρξε καινοτόμο σχεδόν

σε κάθε έκφανσή του. Διαπίστωσε τον θάνατο του Θεού1, πέρασε πάνω απ’ τον

μηδενισμό και τον υπερέβη ενώνοντας την απαισιοδοξία της σοπενχαουερικής του

επιρροής με τη θετική θέληση για δύναμη, πάντρεψε την επιστήμη και τον

ορθολογισμό με το ένστικτο και το πάθος στο εσωτερικό του ανθρώπου και χάραξε

τον δρόμο για τον Υπεράνθρωπο2. Ο «τρελός» στη Χαρούμενη Επιστήμη3 φώναξε

δυνατά ότι ο Θεός πέθανε. Ο Νίτσε μέσω ενός ανθρώπου που ξεχωρίζει στο πλήθος

γνωστοποιεί αυτόν τον θάνατο, τον οποίο προκάλεσε ο σύγχρονός του δυτικός

κόσμος, γκρεμίζοντας τα προηγούμενα ηθικά του στηρίγματα κι έχοντας την ανάγκη

για τη δημιουργία καινούριων με σκοπό τη διέξοδο απ’ την τρωτή του ζωή.

Η δημιουργία μεσολαβητικών θεών, το γκρέμισμά τους απ’ το βάθρο και η

συνεχής ανικανοποίητη ανάγκη για δημιουργία καινούριων ειδώλων δηλώνει τον

φόβο και την τρωτότητα του ανθρώπου μπροστά στον φαύλο κύκλο της ζωής, τον

Αιώνιο Γυρισμό. Ο Νίτσε μίλησε για την αιώνια επιστροφή και σημείο επιρροής του

υπήρξαν οι Πυθαγόρειοι και ο κυκλικός χρόνος, ο Ηράκλειτος με την αέναη κίνηση

και το σχετικό «τα πάντα ρει» αλλά και ο φυσικός Henri Poincare που διατύπωσε τη

θεωρία της αιώνιας επανάληψης. Στο κείμενο της Χαρούμενης Επιστήμης δείχνει τη

βαρύτητα αυτής της αιώνιας επιστροφής, της επανεμφάνισης του κόσμου, του

ανθρώπου μέσα στον κόσμο στις ίδιες καταστάσεις ξανά και ξανά και πώς αυτό

αποτελεί φορτίο και ένδειξη ματαιότητας για τον άνθρωπο που είναι ανέτοιμος να

κάνει το άλμα της υπέρβασης. Αυτός ο αιώνιος κύκλος φανερώνει στον άνθρωπο την

1 Φρειδερίκος Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρα, μτφρ. Γ. Αλεξίου-Πρωταίου (Αθήνα, εκδ. Δαμιανός), σ. 12. 2 ό. π., παρ. 3. 3 Φρειδερίκος Νίτσε, Η Χαρούμενη Επιστήμη, μτφρ. Ζ. Σαρίκας (Θεσσαλονίκη, εκδ. Πανοπτικόν, 2010) σ. 182.

10

οδύνη και την έλλειψη νοήματος της ζωής και εξαιτίας της αβάσταχτης κυκλικής

κίνησης οδηγείται στην κατάρρευση.

Ο Νίτσε εντοπίζει τη διαφοροποίηση ανάμεσα στην αδύναμη φύση και τη

δυνατή, αυτή που είναι ικανή να ανυψωθεί και να επιβληθεί στη ζωή. Αν λοιπόν,

επισημαίνει, ένας δαίμων έρθει και αποκαλύψει στους ανθρώπους την αιώνια

επανάληψη, οι άνθρωποι της «αγέλης», αυτοί που ζητούν καθοδηγητές και

αφήνονται σαν έρμαια στα δόγματα διαφόρων θρησκειών του θεού και θρησκειών

του λαού (χριστιανισμός, κομμουνισμός-σοσιαλισμός), διαπιστώνοντας τη

ματαιότητα της ύπαρξης θα γονατίζουν και θα παραδοθούν μην αντέχοντας τη γνώση

της φύσης του κόσμου. Αντίθετα, αυτόν τον φαύλο κύκλο, ο άνθρωπος που έχει

αναμετρηθεί με τον εαυτό του είναι σε θέση να τον χειριστεί. Δεν ποθεί τίποτε

περισσότερο απ’ την αναμέτρηση με το βάρος αυτό της έσχατης αιώνιας

επιβεβαίωσης και επισφράγισης. Ανήκει στην εκλεκτή ομάδα των δυνατών, αυτών

που μπροστά σε κάθε επανάληψη φωνάζουν αχόρταγα «da capo»4.

Ο φιλόσοφος επισημαίνει πολλές φορές στο έργο του την ανθρώπινη ανισότητα

και την ύπαρξη δύο ομάδων ανθρώπου: του αγελαίου και του ευγενή. Ασκεί σκληρή

κριτική στον χριστιανισμό και τον σοσιαλισμό που πρεσβεύουν την ισότητα όλων

των ανθρώπων και αξιώνουν ίσα δικαιώματα για όλους. Ο ίδιος φρονεί πως οφείλει

να υπάρχει διαχωρισμός των ανθρώπων που φέρουν διαφορετικές ιδιότητες, όχι τόσο

όμως σε κοινωνικό επίπεδο, όσο σε υπαρξιακό. Πρόκειται για τους ανθρώπους της

μάζας-της αγέλης5 και τους ανθρώπους της δύναμης, του υψηλού, μια εκλεκτή ελίτ

των ανθρώπων του μέλλοντος όπως τους αποκαλούσε, με υψηλά κι αριστοκρατικά

φρονήματα. Αυτούς έψαχνε να βρει ο προφήτης Ζαρατούστρα που θα ήταν έτοιμοι

να περάσουν σ’ ένα στάδιο πάνω απ’ το ανθρώπινο («ο άνθρωπος είναι κάτι που

πρέπει να ξεπεραστεί»6).

4 Φρειδερίκος Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, μτφρ. Ζ. Σαρίκας (Θεσσαλονίκη, εκδ. Πανοπτικόν, 2010) σ. 94. 5 Νίτσε, ό. π. σημ. 3, σ. 175. 6 Νίτσε, ό. π. σημ. 2.

11

Ο Νίτσε κάνει τη διάκριση αυτή παρατηρώντας την ιστορική συνέχεια του

ανθρώπινου είδους και προσδοκώντας την αλλαγή των ηθικών δομών με την

επικράτηση των δυνατών φύσει ανθρώπων. Ο Ζαρατούστρα φώναξε στους

ανθρώπους πως η ζωή είναι επιβολή της δύναμης και για να έχεις τη δύναμη αυτή και

να μπορείς να ζεις, οφείλεις να βρεις πρώτα αυτό που είσαι (γίνε αυτό που είσαι) και

στη συνέχεια να ανυψωθείς πάνω από τον άνθρωπο, να γίνεις Υπεράνθρωπος. Στον

Υπεράνθρωπο αυτόν ο Νίτσε εναποθέτει όλες του τις ελπίδες για τη συνέχιση της

ζωής. Με το μεγαλείο που τον διακρίνει βλέπει την οδύνη της και την υπερνικά μέσω

της διονυσιακής έκστασης, μετουσιώνοντας αυτό το μαρτύριο σε χαρά, περνώντας

μέσα απ’ τον πόνο και διακινδυνεύοντας7.

7 Νίτσε, ό. π. σημ. 4., σ. 191.

12

Η ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο Νίτσε «εισέβαλε» στην Ελλάδα στο σβήσιμο του 19ου αιώνα, όταν μετά το

1897 κυρίως έκαναν την εμφάνισή τους κείμενα διαφόρων στοχαστών με σαφείς

επιρροές απ’ τη φιλοσοφία του. Η πολιτικοοικονομική κατάσταση που

επικρατούσε στην Ελλάδα μετά τα γεγονότα κατά τη διακυβέρνηση του Χ.

Τρικούπη, η κοινωνική αστάθεια με τις συνεχείς συρράξεις στο εξωτερικό αλλά

και το εσωτερικό της χώρας δημιουργούσαν την ανάγκη για ανασύνθεση και

πίστη σε νέα συνθήκη, ικανή να ανατρέψει το υπάρχον σκηνικό κι άφηναν χώρο

για την ανάπτυξη της φιλοσοφίας του Υπερανθρώπου, που πολεμώντας την

παλιά ηθική εγκαθιδρύει με τη βοήθεια της βούλησης για δύναμη, εξισωμένης με

την αγάπη για τη ζωή, μια καινούρια αξιολογική κλίμακα (ένα νέο πίνακα αξιών,

μιλώντας με καζαντζακικούς όρους) ως αντίδοτο στην υπάρχουσα παρακμή.

Πέρα απ’ τον Καζαντζάκη, του οποίου η επίδραση του Νίτσε θα αναλυθεί

στην παρούσα μελέτη, ισχυρή επίδραση δέχτηκαν ο Κ. Παλαμάς και κυρίως απ’

το 1900 και μετά ο Π. Νιρβάνας, ο οποίος ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε μελέτη

στην Ελλάδα πάνω στη φιλοσοφία του Νίτσε, ο Γ. Καμπύσης, ο Δ. Χατζόπουλος

ή Μποέμ και άλλοι λόγιοι, λογοτέχνες ή και κριτικοί: Κ. Θεοτόκης (το «Πάθος»

είναι το πρώτο διήγημα που ενέχει στοιχεία του κηρύγματος του νιτσεϊκού

Ζαρατούστρα)8, Π. Βλαστός, Ι. Δραγούμης, και άλλοι. Αξίζει βέβαια να

σημειωθεί πως αρκετοί από τους Έλληνες υποστηρικτές της νιτσεϊκής

φιλοσοφίας επηρεάστηκαν απ’ την σκοπίμως αλλοτριωμένη εικόνα του

συνολικού έργου του, για το οποίο υπαίτιοι ήταν κυρίως η αδερφή του Ελίζαμπεθ

και άλλοι υποστηρικτές της ναζιστικής ιδεολογίας, που απομονώνοντας μέρη του

έργου του και παραφράζοντάς τα πολλές φορές, συνέβαλλαν στη διαστρέβλωση

της νιτσεϊκής σκέψης και τη σύνδεσή του με το ναζισμό9.

8 Παντελής Βουτουρής, Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα. Παλαμάς-Νίτσε (Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 2006) σ. 20. 9 Βουτουρής, ό. π., σ. 92 και Δ. Ν. Λαμπρέλλης, Η επίδραση του Νίτσε στην Ελλάδα (Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 2009) σ. 235-60.

13

Κάποιοι απ’ τους Έλληνες μελετητές του Νίτσε, έχοντας ήδη διαμορφώσει

μια ρατσιστική κοσμοθεωρία, άκρως φυλετική κι εθνικιστική ερμήνευσαν με

δική τους πρωτοβουλία τη σκέψη του Γερμανού ως τέτοια, προβάλλοντας μόνο

αυτά τα σημεία του έργου του που ταίριαζαν στη δική τους αντίληψη. Ανάμεσα

σ’ αυτούς ήταν: ο Π. Νιρβάνας, ο οποίος στη μελέτη του «Η φιλοσοφία του

Νίτσε», παρουσιάζοντας το κήρυγμα για τον Υπεράνθρωπο και ότι η ζωή είναι

βούληση για δύναμη το προβάλλει ως κοινωνικό δαρβινισμό, αγνοώντας φυσικά

ή μάλλον παραλείποντας τη θέση του Νίτσε για τον δαρβινισμό, όταν στο Ecce

Homo επισημαίνει πως μόνο «επικίνδυνα βόδια» μπορούν να εννοήσουν τη

θεωρία του Υπερανθρώπου μέσα σε δαρβινικά συμφραζόμενα10. Άλλωστε ο

Νιρβάνας στήριξε την επιχειρηματολογία του πάνω στην επιστήμη, με τη

βοήθεια της οποίας, όπως πίστευε, πρέπει να εξαλείφονται πλήρως οι αδύναμοι

απ’ το κοινωνικό σύνολο11.

Μετά τον κοινωνικό δαρβινισμό του Νιρβάνα και τον υπαινιγμό της

ευγονικής12, ο Π. Βλαστός και ο κοινωνικός και φυλετικός ρατσισμός του

παρεισφρέουν στην ανάλυση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, αλλοιώνοντάς την και

προτάσσοντας μονάχα μια ρατσιστική όψη. Ο Βλαστός στη «Φυλή» και το «Η

φυλετική συγγένεια» προτείνει την κάθαρση της κοινωνίας και του ελληνικού

έθνους συγκεκριμένα από τους οικονομικά ασθενείς, τους αρρώστους αλλά και

από διαφόρων μορφών επιμειξίες όπως για παράδειγμα η φυλετική και

συγκεκριμένα η επιμειξία της Άριας φυλής με τη σημιτική. Την επιστήμη

επικαλείται και ο Βλαστός με την υπογράμμιση της αξίας της ευγονικής και της

ευθανασίας των κοινωνικά ασθενών. Αυτό που ουσιαστικά προβλήθηκε τόσο από

τον Νιρβάνα όσο και από τον Βλαστό είναι η αξία της φυλετικής διάκρισης -

σημείο στο οποίο πάτησε ο εθνικοσοσιαλισμός του Χίτλερ και ο ναζισμός- και η

απαλοιφή των κοινωνικά ασθενέστερων, εκφράζοντας τις δικές τους θέσεις και

10 Βουτουρής, ό. π. σημ. 8, σ. 122. 11 Λαμπρέλλης, ό. π. σημ. 9, σ. 55. 12 ό. π., σ. 115.

14

παραγκωνίζοντας τη συνολική φιλοσοφία του Νίτσε και το υπαρξιακό κήρυγμα

του Υπερανθρώπου.

Παρόμοια αντιμετώπιση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, αλλά σε πολύ πιο ήπια

μορφή, εντοπίζεται και στα κείμενα του Γ. Καμπύση, κυρίως στο περιοδικό

Τέχνη και του Μποέμ, Δ. Χατζόπουλου, εκδότη του Διόνυσου, οι οποίοι όμως αν

και επηρεάστηκαν σαφώς απ’ τον Γερμανό, δεν τήρησαν ηχηρή στάση στο

ζήτημα του νιτσεϊσμού. Ο Χατζόπουλος μάλιστα από ένα σημείο κι έπειτα τηρεί

πιο ήπια στάση στις τοποθετήσεις του.

Μία απ’ τις πιο έντονες επιδράσεις, τέλος, δέχτηκε ο Κ. Παλαμάς που

εξέφρασε την ταύτισή του με αρκετά σημεία της νιτσεϊκής φιλοσοφίας τόσο στην

ποίησή του όσο και σε άρθρα και βιβλιοκρισίες του (έκρινε θετικά τη μελέτη του

Π. Νιρβάνα για τον Νίτσε, όπως και κάποια κείμενα του Βλαστού)13. Ο Παλαμάς

αφού είχε ενστερνιστεί τον ιδεαλισμό, πέρασε στο τέλος της δεκαετίας του 1890,

περί τα 1899 στην περίοδο μύησής του στη φιλοσοφία του Γερμανού, με

αποκορύφωμα το 1907 και τον Δωδεκάλογο του Γύφτου, ο οποίος φέρει σαφείς

επιρροές της νιτσεϊκής σκέψης και μέχρι περίπου το 1913 και τη Φλογέρα του

Βασιλιά. Ο αριστοκρατισμός του Νίτσε, η υπέρβαση με τη βοήθεια της δύναμης

και η ριζική αλλαγή με την έλευση του Υπερανθρώπου βρήκαν αντίκρισμα στη

σκέψη του Παλαμά που με ηρωικό μανδύα τα σκεπάζει όλα μαζί στο έργο του. Η

σχέση του με τη φιλοσοφία του Νίτσε υπήρξε από την αρχή επιλεκτική και

εντοπίζονται τα σημεία στα οποία διαφοροποιήθηκε, όπως η σχέση με τον

χριστιανισμό, με αποτέλεσμα μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ίσως τη

μεταβολή πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά να αλλάξει λίγο η στάση του και

να κλονιστεί κάπως η θέρμη του για τη φιλοσοφία αυτή14. Συνοπτικά η άποψή

του για τον φιλόσοφο μπορεί να συνοψιστεί στην εξής φράση του : «Ο Νίτσε

13 Λαμπρέλλης, ό. π. σημ. 9, σ. 57. 14 Βουτουρής, ό. π. σημ. 8, σ. 276.

15

αξίζει απ’ άκρη σ’ άκρη να μελετηθεί, να συζητηθεί, να πολεμηθεί, ν’

αφομοιωθεί».

16

Β΄ΜΕΡΟΣ

17

«Ο ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑΣ»

Ο Καζαντζάκης γράφει το θεατρικό έργο Η θυσία το 1908, το οποίο

υποβλήθηκε στον Λασσάνειο Δραματικό Διαγωνισμό και βραβεύτηκε. Την ίδια

χρονιά δημοσιεύεται με τον τίτλο Ο Πρωτομάστορας στα Παναθήναια,

αφιερωμένο στον «Ίδα», τον Ίωνα Δραγούμη (τόμ. 20, σελ. 131-141), όπου ο

Καζαντζάκης χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης. Ο

Πρωτομάστορας, επισημαίνει ο Β. Πούχνερ15, «συνδέει την ανήσυχη και

πρωτοποριακή πρώιμη θεατρική παραγωγή του Ν. Καζαντζάκη» με τις μετέπειτα

ιστορικές και μυθολογικές τραγωδίες του. Πρόκειται για ένα δράμα, ως

παραλλαγή του δημοτικού τραγουδιού «Το γιοφύρι της Άρτας», που φέρει

συμβολισμούς νεορομαντικής υφολογίας. Ο Καζαντζάκης μέσα στο κλίμα του

νιτσεϊκού Υπερανθρώπου γράφει το έργο αυτό και ανοίγει έναν διάλογο με την

παράδοση. Στο δημοτικό τραγούδι υπάρχει μυθική, διονυσιακή ατμόσφαιρα καθ’

όλη την ανάγνωση: απαιτείται ο εντοιχισμός της αγαπημένης του Πρωτομάστορα

για να στεριώσει το γιοφύρι και ο Καζαντζάκης, υπό το φως του πρώιμου Νίτσε,

δημιουργεί τη σύνθεση της αρχαίας Ελλάδας και του κόσμου των μυστηρίων και

της διονυσιακής έκστασης -που θαύμαζε πολύ ο Νίτσε- με τον σύγχρονο Έλληνα

(γιατί όχι με τον άνθρωπο συλλήβδην) που ζητά την αλλαγή, ένα καινούριο

οικοδόμημα. Ο Πρωτομάστορας, λέξη που παραπέμπει σε αναμορφωτή, χτίστη,

είναι αυτός που θέλει να κυριαρχήσει της Μοίρας- στο έργο έχει τον ρόλο της

Μάνας- η οποία ανάγεται στην υπέρτατη υπαρξιακή δύναμη και αποκαλύπτει τα

όρια της δύναμης του Υπερανθρώπου-Πρωτομάστορα16. Έτσι ο Καζαντζάκης

αναδεικνύει ένα ζευγάρι υπαρξιακών αντιθέσεων που βρίσκουν απόκριση μέσα

στο κείμενο: ο πραγματικός αντίπαλος του Υπερανθρώπου είναι η μοίρα και του

Πρωτομάστορα η Μάνα. Η τελευταία είναι αυτή που του υποδεικνύει ενώπιον

όλου του χωριού και της αγαπημένης του Σμαράγδας, την θυσία που χρειάζεται

15 Νίκος Καζαντζάκης, Ο Πρωτομάστορας (Αθήνα, εκδ. Καζαντζάκη, 2012), σ. θ΄. 16 Roderick Beaton (επιμ.), Εισαγωγή στο έργο του Καζαντζάκη (Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2015) σ. 56.

18

να γίνει, να θυσιάσει ό, τι ακριβότερο έχει-τη μοναδική του αδυναμία δηλαδή-για

να μπορέσει να στεριώσει το γιοφύρι που γκρεμιζόταν συνεχώς.

Ο Πρωτομάστορας του Καζαντζάκη είναι άξιος συνεχιστής του

Υπερανθρώπου που οραματίστηκε ο Νίτσε. Αρνείται τις καθιερωμένες νόρμες

και ηθικούς κώδικες, συνάπτει ερωτική (ελεύθερη) σχέση με την Σμαράγδα και

δεν είναι σε θέση να δέχεται οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ τη δίκη του δύναμη και

επιθυμία (είναι σίγουρος ότι το γιοφύρι θα κρατήσει γιατί το έχτισε με τα ίδια του

τα χέρια). Στέκεται έναντι στο σαθρό κοινωνικό γίγνεσθαι, είναι ένας desperado

που επιδιώκει την ελευθερία και την ανωτερότητα μέσα από μία μυσταγωγική

βίωση της ματαιότητας του κόσμου (Ο Νίτσε κι ο αιώνιος γυρισμός παρόν κι

εδώ).Στο πρόσωπο του Πρωτομάστορα, όπως και του χορού των μαστόρων, ο

Καζαντζάκης αποτυπώνει τις κοσμοθεωρητικές του απόψεις περί «αισιόδοξου

και διονυσιακού μηδενισμού»17, με τον πρώτο να ενσαρκώνει τον Υπεράνθρωπο

που περιφρονεί τον όχλο (Θεριστάδες) ο οποίος είναι δέσμιος των θρησκειών και

των καθιερωμένων κανόνων της ηθικής και τονίζει τη δύναμη κόντρα στην

αδυναμία.

Τη θυσία του Πρωτομάστορά ζητά, χωρίς να είναι γνωστή η σχέση του με την

Σμαράγδα, την κόρη του Άρχοντα, ο χορός των θεριστών που φοβούνται για τις

καταστροφικές συνέπειες του γκρεμίσματος και βρίσκονται απόλυτα

παραδομένοι στη Μοίρα. Ο Καζαντζάκης φανερά επηρεασμένος από τον

Γερμανό φιλόσοφο,-άλλωστε ο Πρωτομάστορας εντάσσεται στην πρώιμη

δημιουργική περίοδο του κατά την οποία η επιρροή του Νίτσε ήταν πολύ

εμφανής-αποδίδει στους θεριστές τον ρόλο του «όχλου», αυτόν τον οποίο

απεχθανόταν ο Νίτσε, τους ανθρώπους με την μικρή και ασθενική ψυχή που

σκύβουν το κεφάλι μπροστά στον φόβο για το υψηλό, το δυνατό. Ο

Πρωτομάστορας τους χαρακτηρίζει σακάτηδες και απαιτεί να μη τον αγγίζουν18.

17 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 15, σ. ιε΄. 18Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 15, σ. 28.

19

Κι εδώ εντοπίζεται η ελιτιστική διάθεση του Καζαντζάκη, την οποία εξέφρασε

και ο Νίτσε καθ’ όλη τη διάρκεια της δημιουργικής του πορείας. Ξεχωρίζει τον

χορό στους ανώτερους ανθρώπους, αυτούς που «με λατρεία δίνονται στο δυνατό

που το ιδανικό τους δημιουργεί και αγαπούν το άφταστο γι’ αυτούς»19, τους

Μαστόρους και στους Θεριστές με τη «στενή ψυχή» και τα μικρά όρια, τους

«τεμπέληδες». Η αδυναμία τους εξαγριώνει τον Υπεράνθρωπο-Πρωτομάστορα,

του οποίου τα όρια φτάνουν πάνω απ’ τον Θεό (- Δεν είσαι Θεός! – Είμαι

άνθρωπος, τι παραπάνω θέλω;)20.

Η μοναδική του αδυναμία, η Σμαράγδα, της οποίας η θυσία απαιτείται,

θαυμάζει τον αγαπημένο της για την αντιπαλότητα με το κοινωνικό γίγνεσθαι και

την επιβολή μιας άλλης δύναμης, ξένης προς αυτόν. Στο πρόσωπο της Σμαράγδας

ο Καζαντζάκης δημιουργεί ένα ζευγάρι αντιθέσεων (η Σμαράγδα δημιουργήθηκε

απ’ τον ίδιο τον Καζαντζάκη, δεν υπάρχει στο δημοτικό τραγούδι):

A. ενσαρκώνει μία ακόλουθη του Υπερανθρώπου κι αυτή, όπως

και οι Μαστόροι, διαθέτει δυνατή ψυχή κι επιζητά το ανώτερο, το

οποίο βλέπει στα μάτια του Πρωτομάστορα και το εξυμνεί.

Ταυτόχρονα εξαλείφει κι εκείνη τον φόβο και με την απόφαση της να

γίνει θυσία γνωστοποιείται στον αναγνώστη το καζαντζακικό μοτίβο,

ότι η θυσία φέρει μέσα της ελευθερία καθώς δηλώνει τον

εναγκαλισμό –όχι την ήττα- με το πεπρωμένο του(«Γίνε αυτό που

είσαι», Νίτσε). Οι δύο πρωταγωνιστές από τους οποίους ζητείται να

αποδεχτούν την θυσία και να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον,

αντιλαμβάνονται πως μονάχα με την δική τους θέληση θα έρθει η

ελευθερία και η λύτρωση, αφού «επωμιστούν αυτόβουλα το

πεπρωμένο»21, με άλλα λόγια το amor fati του Νίτσε παίρνει σάρκα

και οστά. Ο Καζαντζάκης άλλωστε το έδειξε και στο μανιφέστο της

19 Beaton, ό. π. σημ. 16. σ. 70. 20 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 15, σ. 27. 21 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 15, σ. κ΄.

20

κοσμοθεωρίας του, την Ασκητική (η θυσία που απαιτείται για να έρθει

η προσωπική ελευθερία, η ελευθερία του Θεού και της

ανθρωπότητας.).

B. η Σμαράγδα αποτελεί την μοναδική αδυναμία του

Πρωτομάστορα, το μοναδικό τρωτό του σημείο, αυτό που με

νιτσεϊκούς όρους (γιατί όχι και καζαντζακικούς; ) τον απομακρύνει

από την απόλυτη ελευθερία. Ο φόβος να μην την χάσει τον καθιστά

ευάλωτο και λυγίζει την δύναμή του, στενεύει τα όριά του, γίνεται

πιο ανθρώπινος. Συχνά ο Καζαντζάκης παρουσιάζει στα έργα του τη

γυναίκα ως τρωτό σημείο αδυναμίας του ανθρώπου. Ωστόσο στον

Πρωτομάστορα η γυναίκα μάλλον αποκτά εξιδανικευτική χροιά

παίρνοντας μέσα της το νιτσεϊκό υπεράνθρωπο ή τον καζαντακικό

υιό του ανθρώπου.

Η παραπάνω αντιφατικότητα άρεται φυσικά με τη θυσία της Σμαράγδας και

την αποκατάσταση της τάξης, όχι μιας τάξης ηθικολογικά και κοινωνικά

επιβληθείσας, αλλά της αποδοχής του πεπρωμένου χωρίς ωστόσο να θυσιαστεί ο

αγώνας για την ανοικοδόμηση του πίνακα των αξιών που οδηγείται απ’ τον

δυνατό, τον ασυμβίβαστο ή τον Υπεράνθρωπο.

21

«ΑΣΚΗΤΙΚΗ»

Η Ασκητική ή Salavatores Dei (μτφ οι Σωτήρες του Θεού) αποτελεί την

πρώτη ουσιαστικά φιλοσοφική πραγματεία του Ν. Καζαντζάκη που γνώρισε τόσο

μεγάλη απήχηση. Είχε προηγηθεί η Εναίσιμος επί υφηγεσία διατριβή: Ο

Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας, το Συμπόσιο, το

οποίο γράφεται σχεδόν παράλληλα με την Ασκητική, αλλά δε χαίρει της ίδιας

αποδοχής-μάλιστα χάθηκε για να επανεκδοθεί αργότερα-καθώς και άλλα

φιλοσοφικά άρθρα που δημοσίευσε είτε ως Ν. Καζαντζάκης είτε

χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο. Η Ασκητική γράφεται το 1923 στη Βιέννη, σε μία

εποχή στην οποία ο Κρητικός δημιουργός ζύμωνε ακόμα μέσα του όλες τις

επιρροές που είχε δεχτεί και ακόμα δεχόταν. Το μυσταγωγικό αυτό έργο

αποτυπώνει την κοσμοθεωρία του Καζαντζάκη, η οποία είχε διαμορφωθεί με τη

συμβολή του μυθικού κόσμου του Ομήρου, του νιτσεϊκού Υπερανθρώπου, της

μπεργκσονικής ζωτικής ορμής και ελεύθερης βούλησης, της βουδιστικής

θρησκείας της ολικής απάρνησης. Διαφορετικά, το κοσμοθεωρητικό του

πιστεύω, συγκεκριμένα δοσμένο μέσα από την γραφή της Ασκητικής φέρει μέσα

του τον βιταλισμό του Μπεργκσόν, τον διονυσιακό μηδενισμό, το όραμα του

Υπερανθρώπου και την θεωρία της θνητότητας των πολιτισμών του Νίτσε, καθώς

και την επαναστατική φλόγα του Λένιν.

Όπως αναφέρθηκε, το έργο γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τη δημοσίευσή

του το 1927, μιας και αποτέλεσε ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό μανιφέστο, μία

ηθική και μεταφυσική, θεολογική, μετακομμουνιστική εξαγγελία του

Καζαντζάκη προς τον άνθρωπο για τον Άνθρωπο. Στην πρώτη του βιβλιοκρισία,

υπογραφόμενη με ένα Π. (μάλλον πρόκειται για τον κριτικό λογοτεχνίας Πέτρο

Χάρη), που δημοσιεύεται την 1 Νοεμβρίου του 1927 στο περιοδικό Νέα Εστία

αναφέρεται: «Το Salvatores Dei είναι ένα μακρόπνοο φιλοσοφικό ποίημα,

γραμμένο σε τόνο κηρύγματος, ωσάν τον Ζαρατούστρα του Νίτσε, και όπου

θίγονται (και λύονται κατά κάποιον τρόπο) τα μεγαλύτερα ανθρώπινα

22

προβλήματα, ηθικά και μεταφυσικά».22 Όπως ο Νίτσε κήρυξε με τον

Ζαρατούστρα του τον Υπεράνθρωπο και μέσα στην ματαιότητα του αιώνιου

γυρισμού αναφώνησε την κυριαρχία του δυνατού που γκρεμίζει τα καθέκαστα κι

αποζητά το υψηλό, ομοίως και ο κατά κάποιο τρόπο μαθητής του (συχνά τον

αποκαλεί δάσκαλο) θέλησε να δείξει στον άνθρωπο μία νέα ηθική, νέους κανόνες

και αξίες, μέσω μιας πορείας ανοδικής που περικλείει την σχέση του ανθρώπου

με τον Θεό, την γη, τον άνθρωπο και πρώτα με τον ίδιο του τον εαυτό.

Διαβάζοντας την Ασκητική διακρίνεται αμέσως το μεγαλόπνοο ύφος, ο

λυρισμός και ο συναισθηματικός λόγος. Το κήρυγμα του Καζαντζάκη ενέχει

δύναμη και την πορεία προς την υπέρβαση (και αυθυπέρβαση), προς το Αόρατο,

με σκληρότητα και αποφασιστικότητα. Ακριβώς όπως ο Νίτσε διακήρυττε την

αλλαγή της παρούσας συνθήκης και την «Ανάγκη» για την ανάδειξη του

Υπερανθρώπου, έτσι και ο Καζαντζάκης καλείται να προετοιμάσει τον άνθρωπο

να αποδεχτεί-νιτσεϊκά-αυτό που είναι («γίνε ό, τι είσαι»)23 κι ό, τι φέρει απ’ τους

προγόνους και τη ράτσα του και να οδηγηθεί μέσα από μια δύσκολη και επίπονη

πορεία (ο πόνος είναι παρών και στους δύο στοχαστές) στη θέαση του υψηλού.

Σκοπός του ανθρώπου, κατά τον Κρητικό, πρέπει να είναι το πέρασμα μέσα από

την Άβυσσο χωρίς φόβο. Η Κραυγή στην Ασκητική την οποία οφείλει να ακούσει

ο έτοιμος-δυνατός άνθρωπος που θα τον οδηγήσει προς τα πάνω, ταυτίζεται με το

αυστηρό κήρυγμα του προφήτη Ζαρατούστρα, ο οποίος πατώντας πάνω στην

εγγενή θέληση για δύναμη που βρίσκεται παντού στην γη («όλα είναι θέληση για

δύναμη») έψαχνε αυτό που θα ξεπεράσει τον άνθρωπο, θα οδηγηθεί ψηλά, τον

Υπεράνθρωπο.

Το φιλοσοφικό ευαγγέλιο, ας επιτραπεί η έκφραση, του Καζαντζάκη

αποτελείται από στάδια και σκαλοπάτια στα οποία θα πατήσει ο άνθρωπος για να

22 Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική (Αθήνα, εκδ. Καζαντζάκη, 2014) σ. 20. 23 Νίτσε, ό. π. σημ. 1, σ. 247.

23

μπορέσει να δει την Άβυσσο κατάματα και να μην την φοβάται24. Σ’ όλα τα

στάδια αυτά διακρίνονται οι επιδράσεις του Γερμανού στη σκέψη του

Καζαντζάκη και τη φιλοσοφική του θέαση του κόσμου. Έχοντας ήδη μεταφράσει

την Γέννηση της Τραγωδίας (1912), ήρθε σε επαφή με τον αιώνιο γυρισμό του

Νίτσε και σε αρκετούς στίχους(αν θεωρηθεί η Ασκητική ποίημα, όπως

χαρακτηρίστηκε από τον Π. στην πρώτη βιβλιοκρισία του έργου στο περιοδικό

Νέα Εστία)25 ο συγγραφέας επισημαίνει μία αέναη επανάληψη, την αιώνια

γέννηση και φθορά(πριν από τον Νίτσε, ο Ηράκλειτος και «τὰ πάντα ῥεῖ»,

επιρροή που εντοπίζεται στον Γερμανό), την αδιάκοπη επιστροφή που μονάχα ο

δυνατός, υπερβατικός τύπος ανθρώπου βιώνει χωρίς να πτοείται απ’ τη

ματαιότητα («Είμαι ο θαυματοποιός φακίρης που ακίνητος, καθούμενος στο

σταυροδρόμι των αιστήσεων, θεάται τα πλήθη να σαλεύουν και να φωνάζουν στα

πολύχρωμα μονοπάτια της ματαιότητας»)26.

Νίτσε και Καζαντζάκης αγκαλιάζουν πολύ θερμά την αγωνία και τον κίνδυνο.

Ο πρώτος με τον προφήτη του, Ζαρατούστρα, προτρέπει τους ανθρώπους να

διακινδυνεύσουν, ο κίνδυνος και ο πόνος κρύβουν την αλήθεια και ωθούν την

ψυχή να νιώσει ελεύθερη («χτίστε τα σπίτια σας στις άκρες του Βεζούβιου,

διακινδυνέψτε»)27. Στην Πορεία της Ασκητικής του, στο δρόμο δηλαδή για την

ελευθερία και την ανάβαση, ο «μεγαλοκαστρίτης» Καζαντζάκης συμφιλιώνει τον

άνθρωπο με τον κίνδυνο(«αγάπα τον κίντυνο[…]μου αρέσει ο κίντυνος! Απίθωνε

κάθε στιγμή στα χέρια του κιντύνου τον κόσμο όλο»)28. Αυτός είναι ο δρόμος, η

πορεία που θα ακολουθήσει για την Πράξη, δηλαδή τη συμφιλίωση του με τον

Θεό, έναν Θεό προσωπικό, όχι μία μάσκα μιας παγκόσμιας ηθικής κλίμακας απ’

την οποία άλλωστε ο Καζαντζάκης ζητούσε(όπως και ο δάσκαλός του, Νίτσε)

διέξοδο, με την εγκαθίδρυση ενός νέου πίνακα αξιών, μιας ηθικής χωρίς ηθική,

24Ο Νίτσε επισημαίνει πως εκείνος που βλέπει την άβυσσο, εκείνος που πιάνει την άβυσσο, αυτός έχει θάρρος. Νίτσε, ό. π. σημ. 1, σ. 297. 25 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 22. 26 ό. π. σ. 39. 27Νίτσε, ό. π. σημ. 3, σ. 236. 28 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 22, σ. 52 και σ. 56-7.

24

«πέρα απ’ το καλό και το κακό». Σύμφωνα με τον Δ. Ραυτόπουλο πρόκειται για

μία ισχυρή επιρροή του Νίτσε και της «νιτσεϊκής ιδεολογίας της δύναμης»,

καθώς κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης διατυπώνει επιγραμματικά στην Ασκητική το

δρόμο προς τη λύτρωση πέρα απ’ το καλό και το κακό.29 Το καλό και το κακό

είναι ένα, όπως πρώτα αναφώνησε ο «θεοφονιάς» και ταυτίστηκε και ο

Καζαντζάκης και στο δρόμο που οδηγεί στη λύτρωση, είτε το ένα είτε το άλλο,

είτε και τα δύο μαζί, ο άνθρωπος οφείλει να τα αποδεχτεί για να σωθεί.

Η Αγωνία, ο κίνδυνος, η αέναη επιστροφή και ζήση, η υπέρβαση προς το

Αόρατο, το Υπερανθρώπινο, η μυστικιστική διάθεση διαπερνούν το

κοσμοθεωρητικό πιστεύω του Ν. Καζαντζάκη, το οποίο αποτυπώνεται στο

Salvatores Dei. Το 1923, έτος κατά το οποίο συγγράφει την Ασκητική, ο

Κρητικός έχει ήδη έρθει σε στενή επαφή με το έργο του φιλοσόφου, στοιχεία του

οποίου κράτησε σε όλο το υπόλοιπο της ζωής του και καλλιτεχνικής του

δημιουργίας (μαζί με άλλες σπουδαίες προσωπικότητες που επηρέασαν την

σκέψη του: Όμηρος, Βούδας, Χριστός, Μπερξόν, Λένιν κ.α.). Πέρα απ’ την

ανάλυση που προηγήθηκε και τις επιρροές της νιτσεϊκής φιλοσοφίας στην

Ασκητική, η μεγαλύτερη ίσως συμβολή της νιτσεϊκής ιδεολογίας τόσο στο

συγκεκριμένο έργο, όσο και στο σύνολο της καζαντζακικής δημιουργίας είναι η

συναισθηματική κλίση στο μεγάλο και η επική διάθεση.

29 Beaton, ό. π. σημ. 16, σ. 319.

25

«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ»

Ο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά κυκλοφόρησε το 1946 και θεωρείται

ένα από τα πιο πετυχημένα έργα του Ν. Καζαντζάκη σε παγκόσμια κλίμακα(η

μεταφορά του στην κινηματογραφική οθόνη με τίτλο Zorba the Greek βοήθησε

σ’ αυτό). Είναι μυθιστόρημα με βιογραφικά στοιχεία (το αφεντικό θεωρείται ο

ίδιος ο Καζαντζάκης και ο Αλέξης Ζορμπάς παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με

τον Γιώργη Ζορμπά, πρόσωπο που γνώρισε ο συγγραφέας κατά την παραμονή

του στην Πελοπόννησο και σύναψε φιλικές αλλά και επαγγελματικές σχέσεις –

συνεργάστηκαν σε μια επιχείρηση, όπως ακριβώς και στο μυθιστόρημα) και το

γεγονός αυτό, το οποίο συναντάται σε αρκετά καζαντζακικά έργα, συμβάλλει

στην πιο άμεση έκθεση της κοσμοθεωρίας του Καζαντζάκη και την κατανόηση

της φιλοσοφικής του θέσης, αφού στη συνείδηση του αναγνώστη ο δημιουργός

είναι παρών στην πλοκή και αποτελεί μέρος της δράσης.

Πιο συγκεκριμένα, αυτό που εντοπίζεται στο λογοτεχνικό έργο του

Καζαντζάκη είναι οι χαρακτήρες-οχήματα της φιλοσοφικής του θεωρίας. Έτσι

και στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά δεν συναντά κανείς την απλή

ψυχογραφία των ηρώων, αλλά μια έκθεση ενός φιλοσοφικού προτάγματος που

εκφράζει τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, μέσω των δύο βασικών φωνών του

μυθιστορήματος, δηλαδή το σώμα-πνεύμα, τρέλα-ορθολογισμός, που μαζί δίνουν

τη ζωή. Το δίπολο αυτό30, το οποίο υφίσταται φιλοσοφικά ήδη από την

αρχαιότητα, εμφανίζεται στον Καζαντζάκη όχι καρτεσιανά αλλά σαν μια

διαφορά που βρίσκει την ένωση στην ίδια τη ζωή, της οποίας τελικά αποτελεί το

βασικό συστατικό. Οι δύο πόλοι του ίδιου άξονα άλλοτε εκφράζονται ως

αντίθεση Δύσης με Ανατολή, άλλοτε ως σώμα και πνεύμα, ορθολογισμός και

εμπειρία, συνολικά σαν Απόλλων και Διόνυσος, σαν όνειρο και μέθη.

30 Για δίπολο στο μυθιστόρημα κάνουν λόγο αρκετοί μελετητές, μεταξύ των οποίων και ο Σ. Ν. Φιλιππίδης στο κείμενό του «Ο Λόγος του Πατρός και ο Λόγος του Υιού: Αυθεντική ζωή κι αυθεντικός λόγος στο μυθιστόρημα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη». Νίκος Καζαντζάκης: Το έργο και η πρόσληψή του, Πεπραγμένα διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, Ηράκλειο, εκδ. Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, 2006, σ. 166-7.

26

Έτσι λοιπόν, το αφεντικό είναι ο καθρέφτης του ανθρώπου του πνεύματος,

του αρνητή της ζωής και του βιώματος εμπειριών, εκφραστής ενός πεσιμισμού

που όμως, όπως συχνά φαίνεται στο κείμενο, κρύβει μια δίψα για αλλαγή. Ο

Ζορμπάς αποτελεί τον χωμάτινο άνθρωπο, το ένστικτο και την επαναφορά στην

πρωτόγονη κατάσταση του πολιτισμού, μέσω της επαναξιολόγησης των αξιών,

μακριά από τον ορθολογισμό και την ακραία πνευματικότητα. Είναι ο άνθρωπος

που με την ένταση του κάθε βιώματός του δείχνει πόσο λαχταρά να ζήσει,

σχεδόν μη πατώντας πάνω στη γη (η λατρεία του για τον χορό εκφράζει την

αποπεράτωση της ανθρώπινης μιζέριας, ξεπερνώντας τα όρια και εντοπίζεται η

ταύτιση με τον άνθρωπο ή «θεό» που έψαχνε ο νιτσεϊκός Ζαρατούστρα)31 και δεν

αποτελεί τον μέσο άνθρωπο ( μέσο νεοέλληνα, όπως θα ήθελε ο Καζαντζάκης να

δείξει), αλλά αυτό που πρέπει να γίνει ο άνθρωπος αφού πιστέψει στην ίδια τη

ζωή, βιώνοντας την με πάθος. Το ένστικτο και η λογική, ο πεσιμισμός μπροστά

στο αβέβαιο και τη ματαιότητα της ύπαρξης (με νιτσεϊκούς όρους, την οδύνη της

ζωής) και η διονυσιακή έκσταση, είναι ενωμένα συστατικά μιας ολοκληρωμένης

ατομικότητας που έχει υπερβεί τα ανθρώπινα όρια και φτάνει στο

υπερανθρώπινο.

Ο Νίτσε συνέλαβε και ερμήνευσε τη θέαση και το βίωμα της ύπαρξης μέσα

από ένα αρχαιοελληνικό δίπολο, τον Διόνυσο και τον Απόλλωνα. Το απολλώνιο

στοιχείο, όπως αναπτύσσεται στη Γέννηση όπως Τραγωδίας, είναι ο τρόπος

αντιμετώπισης της οδύνης της ύπαρξης μέσω μιας ονειρικής κατάστασης (συχνά

ταυτίζεται με το όνειρο), μιας ηρεμίας και γαλήνης, εκφράζοντας τη μορφή,

δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο. Είναι αυτό το οποίο μετριάζει την ένταση της

ύπαρξης-που συχνά είναι αβάστακτη λόγω της αιώνιας φθοράς-και μορφοποιεί

οτιδήποτε υπάρχει στον εσωτερικό κόσμο και δεν έχει ακόμα εξωτερικευθεί.

Δηλαδή μέσω της μορφής-μορφοποίησης δημιουργείται έμμεση σχέση με την

υπαρξιακή ένταση («απολλώνια ψευδαίσθηση, ο όμορφος αντικατοπτρισμός με

31 « Θα πίστευα μονάχα σ’ ένα θεό ή άνθρωπο που ξέρει να χορεύει». Νίτσε, ό. π. σημ. 1, σ. 46.

27

τον οποίο αντέχει κανείς την οδύνη»)32. Το απολλώνιο, χωρίς να είναι αυτιστικό

(ως κάτι που δεν στρέφεται στον εαυτό του), εκφράζει την εξατομίκευση όντας

όμως έτοιμο να εξωτερικευθεί, με την εκάστοτε μορφή και χαλιναγωγεί την

έκσταση που φέρει το διονυσιακό στοιχείο. Το τελευταίο αποτελεί μια εγγενής

τάση για ένωση, για εξωτερίκευση του εσωτερικού-μυστικού κόσμου και είναι

από τη φύση του υπερβατικό, καθώς οδηγεί το άτομο στη γνώση της

θεμελιώδους υπαρξιακής αντίθεσης που βρίσκεται στο δίπολο ΖΩΗ-ΘΑΝΑΤΟΣ.

Ενέχει έτσι μέσα του τη δημιουργία (ζωή) και την οδυνηρή επίγνωση του τέλους,

τον θάνατο. Είναι το εγγενές ενωτικό στοιχείο που αναδεικνύεται με τη μέθη, τον

χορό και την εκστατική ζήση (στοιχεία που πηγάζουν από τις μυστικιστικές

τελετές προς τιμήν του θεού Διόνυσου) και συναντά τον εξατομικευμένο κόσμο

του ονείρου, την ηρεμία, το απολλώνιο που ενέχει ορθολογισμό.

Αυτές οι δύο διαφορετικές διαστάσεις φωτίζονται σε όλο το μυθιστόρημα και

ο Καζαντζάκης δίνει ιδιαίτερη αξία στον χορό και την εκστατική διάθεση για ζωή

με τον υπερβατικό Αλέξη Ζορμπά, ενώ ο Λόγος, ο πεσιμισμός είναι αυτά που

συνοδεύουν το αφεντικό (που όπως ήδη επισημάνθηκε μοιάζει να εκπροσωπεί

τον ίδιο τον συγγραφέα). Ο Ζορμπάς είναι χαρακτήρας νιτσεϊκά πλασμένος, στα

πρότυπα του Υπερανθρώπου, αποτελεί την ενσάρκωση του πρωτόγονου,

διονυσιακού ανθρώπου και σε πολλά σημεία του έργου εξωτερικεύει τα πάθη

του, τη χαρά και την έκσταση για τη ζωή μέσω του χορού, κάτι που προσπαθεί να

εμφυσήσει και στον «καλαμαρά» συνοδοιπόρο του. Ακριβώς όπως ο

Υπεράνθρωπος που αναζητά ο Νίτσε, ο Ζορμπάς πιστεύει σε μια άλλη ηθική

πέρα από την καθιερωμένη, σε έναν δικό του Θεό, μια νέα πατρίδα, ζητά να

ανοίξει καινούριους δρόμους, να ορίσει τα δικά του νέα ηθικά προτάγματα-αν

υπάρχουν- , να διώξει τους φράκτες που του στερούν την απόλυτη ελευθερία, που

στέκονται εμπόδιο στη βούληση του για δύναμη και κυριαρχία σε έναν ελεύθερο

κόσμο χωρίς σύμβολα και άβουλα αποδεκτές αξίες, θέλει την κατάφαση στην

32 Φρειδερίκος Νίτσε, Η γέννηση της τραγωδίας, μτφρ. Χ. Μαρσέλλος (Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2009), σ. 71.

28

ίδια τη ζωή κι όχι σε μεσολαβητικές μορφές. Είναι ο άνθρωπος που υπερβαίνει

τις υπάρχουσες συμβατικές αξίες, χωρίς ωστόσο να ζει αυτιστικά και έξω από τη

ζωή.

Όπως επισημαίνει ο Σ. Ν. Φιλιππίδης: «ο άνθρωπος με την ηθικολογική

συμπεριφορά του και κανόνες, έχει χάσει πλέον την επαφή του με τον φυσικό

κόσμο, δηλαδή τη ζωή όπως μας καθοδηγούν τα ένστικτά μας να τη ζήσουμε.

Στον άνθρωπο αυτόν τα συναισθήματα έχουν ατροφήσει και μια επιθυμία

θανάτου έχει αντικαταστήσει την επιθυμία για ζωή».33 Εάν αποτάξει τους

ηθικολογικούς φραγμούς του σήμερα θα μπορέσει να είναι πλήρως ελεύθερος,

συνεπώς ως άνθρωπος της δράσης χρειάζεται να χτίσει στο σήμερα τον άνθρωπο

του αύριο. Ο Ζορμπάς ανήκει σε αυτούς τους υπερβατικούς ανθρώπους της

πράξης, αυτούς τους ανθρώπους θαύμαζε ο Καζαντζάκης, όπως και ο Νίτσε

(τονίζεται πολλές φορές στο κείμενο η διαφορά του με το αφεντικό και η

προτροπή του να φύγει από την απραξία) που θα χρίσουν νέες ηθικές, όπως

ακριβώς ο Νίτσε ζητούσε από τον Υπεράνθρωπο να πράξει. Επιζητά την

ελευθερία, την ανύψωση που πετυχαίνει ο άνθρωπος της δημιουργίας μέσω της

ανοδικής πορείας του. Μετουσιώνει το αναπόφευκτο (θάνατος) σε ελεύθερη

βούληση, την οποία ο Νίτσε τη συνδέει με την ανάγκη.

Τη δημιουργική έκσταση, που συχνά στο κείμενο δηλώνεται με τον χορό (ο

Ζορμπάς μαθαίνει στο αφεντικό τον χορό και τη μέθη), προσπαθεί να

μεταλαμπαδεύσει στον ορθολογιστή άνθρωπο ο υπερβατικός Ζορμπάς. Το

αφεντικό ζώντας σύμφωνα με τα βουδιστικά πρότυπα μια via negativa, έχει μια

αρνητική στάση προς τη ζωή. Η παραίτηση χαρακτηρίζει την ύπαρξη του, η

νωχελική διάθεση απέναντι στις απολαύσεις και την δημιουργικότητα (από την

αρχή του μυθιστορήματος φαίνεται να παραιτείται, είναι συνεχώς με κάποιο

βιβλίο στο χέρι κι αρνείται τη δράση). Ο μηδενισμός του αφεντικού πρέπει δίπλα

στη μαθητεία του Ζορμπά να μετατραπεί σε διονυσιακό πεσιμισμό-υπάρχει στα

33 Φιλιππίδης, ό. π. σημ. 30, σ. 170.

29

πρώτα στάδια της νιτσεϊκής φιλοσοφίας και κυρίως στη Γέννηση της Τραγωδίας-

δηλαδή την αντισταθμιστική δράση της ηρωικής διάστασης (ηρωικός μηδενισμός

του Καζαντζάκη), που έρχεται ως αντίπαλο δέος του μηδενισμού. Είναι η άρνηση

που οδηγεί στην κατάφαση, το «ναι» στη ζωή. Ο άνθρωπος δεν αρνείται πλέον τη

ζωή μοιρολατρικά, όπως ζει το αφεντικό στο μυθιστόρημα, αλλά την

επιβεβαιώνει. Η οργιαστική μέθη, το διονυσιακό, σμίγουν με την ατομικότητα.

Στο κείμενο, το αφεντικό ακολουθώντας δειλά τον Ζορμπά κάνει κάποια

βήματα να περάσει στο αντίπαλο στρατόπεδο της μηδενιστικής-αυτιστικής του

ζωής (σμίγει, μετά κι από προτροπή του Ζορμπά με τη χήρα), ωστόσο μέχρι το

τέλος του έργου εξακολουθεί ο Καζαντζάκης να κρατά την ίδια πορεία βιώματος

και για όπως δύο ήρωες. Ο Ζορμπάς θυμώνει με το αφεντικό του που δεν αντιδρά

στον λιθοβολισμό της χήρας μένοντας άπραγος, όπως και στο τέλος, αφού έχουν

χωρίσει οι δρόμοι τους, εξακολουθεί να τον χαρακτηρίζει καλαμαρά, καθώς

τονίζει ότι ξέρει πως δε θα τον επισκεφτεί όπως του ζήτησε στο γράμμα του, δε

θα κάνει δηλαδή ούτε τώρα την υπέρβαση. Αλλά κι ο ίδιος ο αφηγητής, το

αφεντικό-ή ο Καζαντζάκης-αποδέχεται τον χαρακτηρισμό αυτόν του Ζορμπά και

δεν ενδίδει στην αλλαγή αυτή όσο κι αν θαυμάζει τον άνθρωπο που υπερβαίνει

τα όρια. Έτσι λοιπόν, το δίπολο χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα ως το τέλος, ο

άνθρωπος της δράσης και της ανύψωσης διαμέσου της δημιουργικότητας από τη

μία και ο ορθολογιστής, οπαδός μιας μηδενιστικής στάσης. Ο Φιλιππίδης στην

ανάλυση αυτού του δίπολου υπογραμμίζει: «Στο τέλος του βιβλίου αντί ο

αφηγητής να παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος που έχει διδαχθεί να ζει έντονα τη

ζωή με τις αισθήσεις του, περιγράφεται ως κάποιος που γράφει ένα βιβλίο». Και

συνεχίζει παραθέτοντας τα λόγια του P. Bien: «Το Αφεντικό, μπορεί να έχει

χορέψει αλλά δεν είναι προορισμένος να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε

διονυσιακό ενθουσιασμό. Η απολλώνια σωφροσύνη του επιβεβαιώνεται όταν η

30

μετριοπαθής φωνή της λογικής τον αποτρέπει απ’ το να ταξιδέψει

παρορμητικά…το ανατολίτικο ένστικτο συμφιλιώνεται με την δυτική λογική.»34

Τέλος, μια μικρή μνεία αξίζει να γίνει στον βασικό γυναικείο χαρακτήρα του

μυθιστορήματος και τον σημαντικότερο ίσως γυναικείο χαρακτήρα στα έργα του

Καζαντζάκη, τη μαντάμ Ορτάνς. Η ηλικιωμένη γαλλίδα, πρώην πόρνη,

πλαισιώνει με πολύ συναισθηματικό τρόπο τις δύο αρχετυπικές, ανδρικές μορφές

του έργου και έχει θεωρηθεί υποτιμημένος χαρακτήρας στο Βίος και Πολιτεία του

Αλέξη Ζορμπά εξαιτίας της φιλοσοφικής διάστασης και της έκθεσής της μέσω

των δύο πρωταγωνιστών35. Ωστόσο πρέπει να αναφερθεί πως η μαντάμ Ορτάνς

με την άσβηστη δίψα της για ζωή, περνά φυσικά μέσα από τη γραφικότητα στο

να γίνει σύμβολο της Αιώνιας Γυναίκας στο καζαντζακικό έργο, που «σύμφωνα

με τη νιτσεϊκή αντίληψη, υποτάσσεται στη φυσική νομοτέλεια και στην ανδρική

κυριαρχία, εντούτοις η Ορτάνς ξεφεύγει απ’ τους βασικούς γυναικείους τύπους

που εμφανίζονται στα δημιουργήματα του κρητικού συγγραφέα, για να αντιτάξει

έντονα πρωτότυπα στοιχεία αντισυμβατικής συμπεριφοράς και κοσμοπολιτισμού

και ένα παρελθόν που εμφανίζει δείγματα μιας γυναίκας της δράσης, ταιριαστής

συντρόφου του Ζορμπά »36. Ο συμπαθής αυτός χαρακτήρας με τη διαφοροποίηση

του, μιας και ξεχωρίζει λίγο από τα υπόλοιπα καζαντζακικά γυναικεία πρότυπα,

αποτυπώνει τη θέση της γυναίκας στον κόσμο του ανδρός, μπροστά στο δρόμο

του για την ανύψωση. Άλλοτε παρουσιάζεται ως εμπόδιο και άλλοτε είναι

συνοδοιπόρος και αρωγός στο ανέβασμα (η Άξια γυναίκα). Σύμφωνα μάλιστα με

τον Θ. Αγάθο «χάρη σ’ αυτήν ο Ζορμπάς ικανοποιεί την αισθησιακή του

ζωτικότητα»37. Με κατάφαση στη ζωή, όπως ακριβώς και ο μυθιστορηματικός

της σύντροφος, ο Ζορμπάς και με την άρνηση του θανάτου (φοβάται, δε θέλει να

πεθάνει) συμπληρώνει τη φιλοσοφική διάσταση του έργου, μάλιστα είναι ο

34 Φιλιππίδης, ό. π. σημ. 30, σ. 168. 35 Το υπογραμμίζει ο Θ. Αγάθος στο κείμενό του: «Μαντάμ Ορτάνς, ένας ξεχωριστός μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Καζαντζάκη», Νίκος Καζαντζάκης: Το έργο και η πρόσληψή του, Πεπραγμένα διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, Ηράκλειο, εκδ. Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, 2006, σ. 137. 36 ό. π. σ. 138. 37 ό. π. σ. 137-8.

31

μοναδικός γυναικείος χαρακτήρας στον οποίο ο Καζαντζάκης δίνει τέτοιο

προνόμιο, να εκφράσει δηλαδή μια κοσμοθεωρία. Όπως συμπεραίνει ο Αγάθος,

πτυχές της Ορτάνς «φωτίζουν όλα όσα αντιπροσωπεύει η γυναίκα για τον

συγγραφέα και τον μεγάλο δάσκαλό του, Νίτσε, δηλαδή την αέναη επανάληψη

του ίδιου, τη ζωή, τη σοφία, την αλήθεια και την εντιμότητα απέναντι στην

αλήθεια».38

38 Αγάθος, ό. π. σημ. 35, σ. 145.

32

«Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ»

Ο Καπετάν Μιχάλης είναι ένα από τα τελευταία μυθιστορήματα του Ν.

Καζαντζάκη(δημοσιεύεται το 1950), με υπότιτλο Ελευτερία ή Θάνατος και η

δράση του τοποθετείται στην Κρήτη, συγκεκριμένα στο Ηράκλειο, «Μεγάλο

Κάστρο» το αποκαλεί ο συγγραφέας στο κείμενο, στα 1889. Το έργο αφηγείται

τη δράση των μεγαλοκαστριτών και τον ξεσηκωμό εναντίον των Τούρκων,

σκιαγραφώντας παράλληλα τους χαρακτήρες μέσα και από τη συμβίωση τους με

τους κατακτητές (ζούνε πολλά χρόνια μαζί κι όπως διαπιστώνεται στο έργο έχουν

αναπτύξει μέχρι και φιλικές σχέσεις: Καπετάν Μιχάλης-Νουρήμπεης). Ο

Καζαντζάκης, έχοντας έρθει σε επαφή με τη φιλοσοφία του Νίτσε, υιοθετεί και

σ’ αυτό το μυθιστόρημα την αξία του Υπερανθρώπου, το πρόταγμα ότι η ζωή

είναι θέληση για δύναμη και διαρκής αγώνας για ελευθερία.

Στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα, του Καπετάν Μιχάλη, ο συγγραφέας

συγκεντρώνει όλες τις ιδιότητες εκείνες που δημιουργούν τον δικό του39

υπεράνθρωπο: την τόλμη, την ηρωική ματιά, τη δίψα για ελευθερία και λύτρωση

από κάθε μορφής σκλαβιά (επιζητά την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, μα μέσα

στο κείμενο ξετυλίγεται κι ο εσωτερικός του αγώνας ν’ απελευθερωθεί απ’ τον

πόθο του για μια γυναίκα, την Εμινέ), τη δύναμη και τη διακινδύνευση. Ο

Καπετάν Μιχάλης είναι η προσωποποίηση της αντρείας, της κρητικής

«αντριγιάς»40, της γενναιότητας και του θάρρους μπροστά στον πόνο και τη

δυσχέρεια της ύπαρξης. Δεν παραδίδεται, είναι συνεχώς έτοιμος να ριχτεί στον

αγώνα για ελευθερία. Ο Καζαντζάκης μέσω ενός μυθιστορήματος με ιστορικές

αναφορές-και υπαρκτά πρόσωπα-αναδύει συμβολικά τον αγώνα του ανθρώπου

39 Η Αργυρώ Λιθαρή, στο άρθρο της «Ο νιτσεΪκός υπεράνθρωπος στο έργο ¨Καπετάν Μιχάλης¨ του Νίκου Καζαντζάκη», αναπτύσσει την άποψη περί σημείων ταύτισης και απόκλισης του νιτσεϊκού υπερανθρώπου με τον μυθιστορηματικό Καπετάν Μιχάλη, εντοπίζοντας τα σημεία επιρροής του Καζαντζάκη από τον Υπεράνθρωπο του Νίτσε, καθώς και εκείνα τα οποία ενέχουν την προσωπική πρόσληψη της νιτσεϊκής φιλοσοφίας από τον Κρητικό και διαφοροποιούνται (λίγο ή πολύ) από τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο, αποτυπώνοντας έτσι τη διάσταση του Καζαντζάκη για τον υπεράνθρωπο. Αργυρώ Λιθαρή, «Ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος στο έργο ¨Καπετάν Μιχάλης¨ του Νίκου Καζαντζάκη», Φιλόλογος, τχ. 159, 2015, σ. 72-83. 40 Όπως αναπτύσσεται στο κείμενο του Δ. Τζιόβα, «Η ποιητική της αντριγιάς», Beaton, ό. π. σημ. 16, σ. 423.

33

μέσα στην ύπαρξη. Ο άνθρωπος καθοδηγείται από μια φλογερή ψυχή μέσα του

και που συνεχώς μάχεται για το αδύνατο.

Μέσα σε μια συνεχή πάλη ο κεντρικός ήρωας στέκεται ανάμεσα στην

πραγματικότητα, την οδυνηρή κι αποπνικτική ζωή της τουρκικής κατοχής και την

ελεύθερη ψυχή του, που μάχεται συνεχώς και ψάχνει την υπέρβαση, καθώς

κουβαλά αυτή τη δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου.

Χαρακτηριστικός ο τρόπος που περιγράφεται η ανυπομονησία του, η δίψα για

λευτεριά, δε θα γελάσει ποτέ μέχρι να ελευθερωθεί η Κρήτη. Ακόμα και η

εμφάνιση του Καπετάν Μιχάλη συντελεί στο να πλάσει ο αναγνώστης μια εικόνα

ενός ανθρώπου που ξεχειλίζει δύναμη και μεγαλείο: «θεριό» τον χαρακτηρίζει ο

Καζαντζάκης, πελώριο, ως τον πιο δυνατό άντρα τον βλέπει ο γιος του, το

Θρασάκι, προκαλεί φόβο και σεβασμό σε όλους του κατοίκους του Μεγάλου

Κάστρου. Ήδη απ’ την πρώτη φράση του έργου γίνεται αντιληπτό το γόητρο, το

σθένος, η επιβλητική φυσιογνωμία του ήρωα, χαρακτηριστικά ενός πληθωρικού

ανθρώπου: «Ο Καπετάν Μιχάλης έτριξε τα δόντια, όπως το συνηθούσε όταν τον

καβαλίκευε ο θυμός. Ξεπρόβαλε από τα χείλια του το δεξό του σκυλόδοντο και

φέγγρισε ανάμεσα από τα μαύρα μουστάκια του. Καλά τον είχαν παρανομιάσει στο

Μεγάλο Κάστρο καπετάν Κάπρο. Απάνω στη μάνητά του, με τα στρογγυλά

κατασκότεινα μάτια του, με τον κοντό αλύγιστο σβέρκο, με τη βαριά χοντροκόκαλη

δύναμή του, έμοιαζε αληθινά με κάπρο, που είδε ανθρώπους κι αναστυλώθηκε στα

πισινά του να χιμήξει.»41

Ο Καπετάν Μιχάλης είναι ο άνθρωπος που πιστεύει σ’ αυτήν εδώ τη γη, στη

δύναμη που χρειάζεται ο άνθρωπος για να κυριαρχήσει και να νικήσει,

παλεύοντας με πάθος τους εξωτερικούς και εσωτερικούς του δαίμονες. Θα έλεγε

κανείς ότι ο νιτσεϊκός προφήτης Ζαρατούστρα αναζητούσε ακριβώς αυτόν τον

τύπο ανθρώπου, που θα μπορέσει να μετουσιώσει την εσωτερική του φλόγα και

θέληση για δύναμη σε ελπίδα ανύψωσης ώστε να ξεπεράσει τον άνθρωπο και να

41 Νίκος Καζαντζάκης, Ο Καπετάν Μιχάλης. Ελευτερία Ή Θάνατος, (Αθήνα, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη,1974) σ. 13.

34

οδηγηθεί στον Υπεράνθρωπο («ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να

ξεπεραστεί»). Ο Καζαντζάκης σκιαγραφεί στο πρόσωπο αυτού του ήρωα τον

δικό του υπεράνθρωπο, παίρνοντας απ’ το νιτσεϊκό Υπεράνθρωπο το αίσθημα

της διακινδύνευσης, το ρίσκο που ενέχει ο άνθρωπος με μεγαλείο. Η δίψα του

Καπετάν Μιχάλη για ελευθερία γίνεται κατανοητή από τα πρώτα κεφάλαια του

έργου, με τη βιασύνη και λαχτάρα να τελειώσουν όλα, όταν για παράδειγμα σα

«θεριό, ορμάει στο τούρκικο καφενείο και ρεζιλεύει την τουρκιά» ( ο Νίτσε

χαρακτηρίζει λιοντάρι αυτόν που ακολουθεί τα θέλω του). Ο φιλόσοφος πίστευε

πως τον Υπεράνθρωπο δε θα τον καταλαβαίνει κανείς , θα βρίσκεται πιο ψηλά

απ’ όλους και θα εμπνέει φόβο. Έναν τέτοιον Άνθρωπο έψαχνε κι ο Καζαντζάκης

στη ζωή του και ίσως μ’ αυτό τον τρόπο έπλασε στη φαντασία του τον πατέρα

του (συνδυάζοντας και τα υπάρχοντά του χαρακτηριστικά)42, ως Καπετάν

Μιχάλη. Θέλησε σ’ αυτόν να εναποθέσει όλη την υπαρξιακή αγωνία και δύναμη

για υπέρβαση.

Σημαντική διάσταση στο έργο έχει ο ρόλος της γυναίκας, της Τουρκάλας

Εμινέ, στο πρόσωπο της οποίας ο Καζαντζάκης εναποθέτει τον απαγορευμένο

έρωτα, σαν δαίμονα στην ψυχή του Καπετάν Μιχάλη που έρχεται αντιμέτωπος με

την αγάπη του για την πατρίδα και το μίσος που νιώθει για τον τουρκικό λαό

(εξαίρεση αποτελεί ο αδελφοποιητός του Νουρήμπεης, σύντροφος της Εμινέ κι

εκεί ακριβώς ενισχύεται η αντίδραση του Καπετάν Μιχάλη στον πόθο που νιώθει

για τη γυναίκα) και την έλξη για μια Τουρκάλα, την οποία προσπαθεί με μεγάλο

σθένος να χαλιναγωγήσει. Αναφορικά με τον Νίτσε και ο Καζαντζάκης φωτίζει

τη φλογερή καρδιά που έχει ο ανώτερος άνθρωπος στην οποία όμως «πρέπει να

βάζει χαλινάρι γιατί αν φύγει, δε θα αργήσει να φύγει και το κεφάλι του».

Παράλληλα με την απόφαση για τον ξεσηκωμό ο Καπετάν Μιχάλης μάχεται

εσωτερικά να διώξει το πάθος του αυτό κι ενώ θα μπορούσε να ενδώσει, να

42 Ο Καζαντζάκης μιλά για τον πατέρα του, οποίος φέρει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τον Καπετάν Μιχάλη, κυρίως στη σχέση με τον γιο του, στην Αναφορά στο Γκρέκο, στο κεφάλαιο: «Ο κύρης», Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στο Γκρέκο (Αθήνα, εκδ. Καζαντζάκη, 2014) σ. 32.

35

διεκδικήσει και να κερδίσει την Εμινέ (αυτό έκανε ο Καπετάν Πολυξίγγης,

ενέδωσε στο πάθος του), δεν δείχνει καμιά αδυναμία, επικρατεί κι επιβάλλεται

των παθών του και μάλιστα προβαίνει σε μια πράξη που απαιτεί τεράστια δύναμη

-δύναμη Υπερανθρώπου, για να ειπωθεί με νιτσεϊκούς όρους- και σκοτώνει την

Εμινέ για να λυτρωθεί από το συναίσθημα που τον κρατά δέσμιο, ανελεύθερο.

Ενώ αυτός ο φόνος θα μπορούσε να λειτουργήσει αρνητικά στον αναγνώστη

προς το πρόσωπο του ήρωα, ωστόσο ο Καζαντζάκης που με επιδεξιότητα

ξεδιπλώνει την κοσμοθεωρία και τη φιλοσοφία του στο έργο -όπως και σε κάθε

έργο του- δίνει ηρωική χροιά στην πράξη του Κρητικού γιατί επιδεικνύει τη

δύναμη που οφείλει να κουβαλάει ένας άνθρωπος έτοιμος να ξεπεράσει τα

ανθρώπινα όρια και να βάζει τέλος σε ό ,τι τον εμποδίζει απ’ το να είναι

ελεύθερος (η ελευθερία κι εδώ όπως και σε πολλά σημεία του έργου νοείται τόσο

εξωτερικά όσο και εσωτερικά)43.

Τα στοιχεία του νιτσεϊκού Υπερανθρώπου δεν εξαντλούνται στον κεντρικό

χαρακτήρα του έργου. Αξίες σαν αυτές που κήρυξε ο Ζαρατούστρα εντοπίζονται

και σε άλλους χαρακτήρες του μυθιστορήματος που όπως ο Καπετάν Μιχάλης

ποθούν να αγωνιστούν για τη λύτρωση του τόπου, όπως και για την προσωπική

τους λύτρωση. Ο Καπετάν Πολυξίγγης, εμβληματική φιγούρα του έργου,

παρουσιάζεται ως «αντίζηλος» του Καπετάν Μιχάλη, κάνοντας δικιά του την

Εμινέ. Εντούτοις η δίψα του για ελευθερία τον ωθεί να πολεμήσει δίπλα στον

φίλο του και σε μια υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων, τον συγχωρεί που

σκότωσε την αγαπημένη του. Ο Καζαντζάκης μέσω αυτού του ζεύγους

αντιθέτων: απ’ τη μια η αδύναμη φύση του Πολυξίγγη μπροστά στον έρωτα κι

απ’ την άλλη η δύναμη που δείχνει στη θέληση για ελευθερία, σκιαγραφεί έναν

λαϊκό άνθρωπο με πάθη που όμως καταφέρνει να τα μετουσιώσει σε φλόγα και

να οδηγηθεί στην υπέρβαση. Στο ίδιο μοτίβο καζαντζακικού αγωνιστή, ο

Τίτυρος, «χλεμπονιάρης, καχεκτικός δασκαλάκος», μετά τον άνανδρο φόνο του

43 Βλ. και Αργυρώ Λιθαρή, «Ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος στο έργο ¨Καπετάν Μιχάλης¨ του Νίκου Καζαντζάκη, Φιλόλογος, τχ. 159, 2015, σ. 72-83.

36

κουνιάδου του, οπλίζεται με γενναιότητα και σκορπίζει παντού το μήνυμα της

επανάστασης. Ο Δ. Τζιόβας μάλιστα υποστηρίζει πως ο Τίτυρος είναι από τους

πιο σύνθετους χαρακτήρες του έργου, περνά από έντονες διαβαθμίσεις, αλλάζει

τη στάση του στη ζωή και αποκτά δύναμη που κανείς δεν πίστευε ότι θα είχε

μέσα του: «Κι αλήθεια, ο Τίτυρος είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Από τη μέρα που

σκότωσε τον ομορφονιό τον κουνιάδο του, άλλαξε. Πήρε κουράγιο, είδε πως όλο

το μυστικό της αντριγιάς δεν είναι να’ χεις θεόρατο και δυνατό κορμί, παρά να’

χει η ψυχή σου τη δύναμη να παίρνει απόφαση. Μια αλογόμυγα που παίρνει

απόφαση μπορεί να βάλει κάτω ένα αναποφάσιστο βόδι».44 Όπως κι ο Κοσμάς,

πρόσωπο που πολλοί ταυτίζουν με τον Καζαντζάκη εξαιτίας της μόρφωσης, της

ζωής στο εξωτερικό και των ιδεών που πρεσβεύει, στο τέλος καταλαμβάνεται απ’

το αίσθημα της σωτηρίας και στέκεται γενναίος μπροστά στον αγώνα, γεμάτος

ορμή για ζωή και υπέρβαση των ορίων.

Ο Καζαντζάκης τόσο στο σύνολο του λογοτεχνικού του έργου, όσο και

συγκεκριμένα στον Καπετάν Μιχάλη δεν επιχειρεί να σχηματίσει μια εικόνα

ανθρώπου-θεού. Αποτυπώνει εδώ τον αγωνιζόμενο άνθρωπο της Κρήτης, που

μέσα του αναδύεται η φλόγα για επανάσταση και ελευθερία και καταφέρνει να

οδηγηθεί απ’ το πιο βαθύ του θέλω, τη θέληση για δύναμη, για ζωή, τη θέληση

για εξύψωση. Το νιτσεϊκό πρότυπο του Υπερανθρώπου αποτυπώνεται στους

ήρωες και κυρίως στον Καπετάν Μιχάλη, που αναβλύζει τα χαρακτηριστικά ενός

εκστατικού, διονυσιακού ανθρώπου με θεία μανία και φλογερή καρδιά.

44 Beaton, ό. π. σημ. 16, σ. 437.

37

Γ΄ ΜΕΡΟΣ

38

Η ΤΕΡΤΣΙΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ

Η συλλογή Τερτσίνες του Νίκου Καζαντζάκη δημοσιεύεται για πρώτη φορά

το 1960, τρία χρόνια μετά το θάνατό του. Πρόκειται για 21 ποιήματα

εκτεταμένης μορφής, κάντα όπως τα χαρακτήρισε ο Καζαντζάκης στον φίλο του

Π. Πρεβελάκη45, που το καθένα απ’ αυτά είναι αφιερωμένο σε ένα γνωστό

ιστορικό ή λογοτεχνικό πρόσωπο (ενδεικτικοί τίτλοι: Λένιν, Ψυχάρης,

Σαιξπήρος, Μουχαμέτης, Βούδας, Γκρέκο, Χριστός, Νίτσε, Μέγας Αλέξανδρος).

Το 1932 ολοκληρώνει τη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη και

επηρεασμένος απ’ τη γραφή του μεγάλου Ιταλού ποιητή, ξεκινά το ίδιο έτος να

γράφει το πρώτο ποίημα της συλλογής, προς τον εμπνευστή του, στο οποίο

έδωσε τίτλο «Δάντης». Ακολούθησαν τα υπόλοιπα κάντα για τα πρόσωπα που

τον επηρέασαν σημαντικά και τον ενέπνευσαν δημιουργικά.

Όπως είναι φυσικό, δε θα μπορούσε να λείπει απ’ την εν λόγω συλλογή ο

Νίτσε, με το έργο του οποίου ήρθε πρώτη φορά σε επαφή στα φοιτητικά του

χρόνια και που όπως κι ο ίδιος τόνισε στην Αναφορά στον Γκρέκο και την

αλληλογραφία του με τον Π. Πρεβελάκη, ο φιλόσοφος αν και τον πλήγωσε με τη

φιλοσοφία του, έτσι τον δίδαξε τη δύναμη και τον ανηφορικό δρόμο προς την

αλήθεια. Επηρεασμένος από τον «διονυσιακό μηδενισμό» του Νίτσε και

πλάθοντας τον δικό του ηρωικό μηδενισμό, σ’ ένα κλίμα φορτισμένο με

σπέρματα υπαρξισμού (αυτό κυριαρχεί σε όλα τα κάντα της συλλογής) αφιερώνει

στον «δάσκαλό» του 181 στίχους, σκιαγραφώντας τη δύναμη του χαρακτήρα και

το σκοπό του έργου του.

Τον αποκαλεί μεγαλομάρτυρα στον πρώτο στίχο και κρυφό πατέρα του,

προσφωνώντας τον σε δεύτερο πρόσωπο, δείγμα της αμεσότητας και της οικείας

σχέσης που ένιωθε πως είχε μαζί του, ακόμη κι αν η επαφή τους ήταν κυρίως

μέσα από τη μελέτη του έργου του (στην Αναφορά του βέβαια ο Καζαντζάκης

45 Παντελής Πρεβελάκης, Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη (Αθήνα, εκδ. Καζαντζάκη, 1984).

39

αναφέρει πως προκειμένου να έρθει πιο κοντά στον Νίτσε επισκέφθηκε τα μέρη

που επηρέασαν τη σκέψη του). Ο Νίτσε τον συντροφεύει έστω και με λιγότερη

ένταση σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και γι’ αυτό τον χαρακτηρίζει κρυφό

πατέρα και σηκώνει τα χέρια του να τον ακούσει απ’ τον γιαλό που στέκεται,

στην Κρήτη και τον περιμένει. Τονίζει τη φωτιά που αναβλύζει απ’ τη φιλοσοφία

του αλλά κι απ’ την προσωπικότητά του («φωτιές πυκνές ολόγυρά σου

τρέμουν»)46 και βλέπει στα μάτια του τον λυτρωτή που συνταράσσει τα πάντα

και με βακχική μορφή (αναφορά στη διονυσιακή υπόσταση της φιλοσοφίας του)

φτάνει για να ελευθερώσει ανθρώπους, ζώα, θεούς (στίχος 52)47.

Αυτός που σμίγει χαρά και πόνο, ως άλλος Χριστός (Αντίχριστο τον αποκαλεί

ο Καζαντζάκης) με αγκάθινο στεφάνι και απλωμένα βάγια απ’ τον λαό του,

χαιρετά περήφανα (στίχοι 60-64)48 και μέσα στην αγαλλίαση, όπως αντιφατική

ήταν η φύση του και η φιλοσοφία του, ξεσπά σε πόνο, ένταση, δύναμη, έχοντας

μπροστά του το όραμα της αλλαγής, της υπεροχής και κηρύττει την ελευθερία

σαν αλήτης «πιο πέρα απ’ τη χαρά και την ελπίδα». Έτσι θεοφονιάς όπως είναι κι

αγρίμι (στίχοι 91-94)49 βρίσκεται μπροστά του στα νιάτα του και του δείχνει τον

δρόμο για τον περίπατο της αβύσσου, μέσα απ’ τη φωτιά και το φως, τον γεμίζει

επιθυμία να κάψει τον κόσμο και να γεννήσει ο ίδιος καινούριο απ’ την αρχή.

Ως μονιάς ο Νίτσε, όπως μοναχική ήταν και η φύση του Καζαντζάκη, έξω απ’

του κόσμου τις χαρές και τις λύπες, χτίζει το όνειρό του και με μεγάλη αντρεία

ψάχνει για την αλήθεια (στίχοι 124-127)50 όπως προτρέπει κι ο Καζαντζάκης

στην Ασκητική του, στο οικοδόμημα του νέου δεκαλόγου να πράξει ο άνθρωπος.

Ο φόβος δεν ξεγελά πια το νου, αποδεσμεύτηκε ο άνθρωπος απ’ αυτόν και

συνεχίζει το ανηφορικό του ταξίδι( στίχοι 148-154)51. Βάζοντας πλώρη για την

46 Νίκος Καζαντζάκης, Τερτσίνες. «Νίτσε», (Αθήνα, εκδ. Καζαντζάκη, 1960) σ.131. 47 ό. π. σ. 133. 48 ό. π. σ. 133-34. 49 ό. π. σ. 135. 50 ό. π. σ. 136. 51 ό. π. σ. 137.

40

άβυσσο καλεί τον Νίτσε, έχει πίσω τους επαναστάτες ακολούθους του, τα

«ρέμπελα παιδιά» του και φτάνει προς τη λευτεριά. Τον πληροφορεί ότι η ώρα

της μάχης είναι μπροστά και τον καλεί να τους μοιράσει τα όπλα. Ανάμεσα σ’

αυτούς τους ακολούθους κι ο Καζαντζάκης, που πιστεύει στην ίδια φλόγα για

δημιουργία κι υπέρβαση. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς ο Νίτσε, γαμπρός

φανερώνεται κι η Νίκη πλησιάζει (στίχοι 178-181)52.

Με μεγαλόπνοο ύφος κι έντονο λογισμό ο Έλληνας δημιουργός συνθέτει ένα

κάντο για το πρόσωπο που τον επηρέασε βαθιά ως νεαρό σπουδαστή με μεγάλα

όνειρα κι όραμα για τη δημιουργία μιας νέας συνθήκης, κατάλληλης να φέρει την

αλλαγή σ’ ένα κόσμο που βυθιζόταν, όπως πίστευε, ολοένα και περισσότερο στον

όλεθρο. Στους στίχους αυτός απευθυνόμενος στον φιλόσοφο, φωτίζεται η

ταύτιση που νιώθει με το κήρυγμά του για υπέρβαση του ανθρώπου, που χωρίς

φόβο στέκεται πια μπροστά στην άβυσσο, έτοιμος να ριχτεί στη μάχη.

52Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 46, σ. 138.

41

Ο ΝΙΤΣΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ

Η Αναφορά στον Γκρέκο (1961), το κύκνειο άσμα του Ν. Καζαντζάκη, έχει τη

μορφή της μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας. Δεν υπηρετεί πιστά τους όρους

της αυτοβιογραφίας, μα παρουσιάζει ομοιότητες με πολλά μυθιστορήματα του

Καζαντζάκη ( άλλωστε σε αρκετά από αυτά υπάρχουν αυτοβιογραφικές

αναφορές βλ. Ζορμπάς, ο Καπετάν Μιχάλης κλπ, ήταν κάτι που χρησιμοποιούσε

κατά κόρον) φέροντας την ιδιαίτερη γραφή και λυρικότητα που τον διακρίνει,

χωρίς να ακουμπά στις αυστηρές νόρμες της αυτοβιογραφίας. Ο Κρητικός μ’

έναν λυρισμό και την έντονη γλαφυρότητα στις περιγραφές του, αφηγείται σε

πρώτο πρόσωπο (όπως και στο « Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» ως

αφεντικό) γεγονότα και πρόσωπα που στάθηκαν πολύ σημαντικά στη ζωή του και

τη λογοτεχνική του πορεία. Είναι τα πρόσωπα που σύμφωνα με τον ίδιο

συνέβαλαν στην εξέλιξη του ως δημιουργός και κυρίως ως άνθρωπος , που το

καθένα από αυτά διαμόρφωσε λίγο ή πολύ την κοσμοθεωρία του και θεώρηση

για τη ζωή και τον άνθρωπο. Σε όλους σχεδόν έχει αποδώσει φόρο τιμής σε έργα

του ( Ζορμπάς, Οδυσσέας κλπ. ) είτε σε δοκίμια του και μελέτες (Νίτσε, Λένιν) ,

είτε εμμέσως, εκθέτοντας τη φιλοσοφική του θέαση για τον κόσμο, ορμώμενος

από την επιρροή που δέχτηκε από το εκάστοτε πρόσωπο.

Το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται γενικά στην Αναφορά του (ήδη γίνεται

γνωστό από τον τίτλο) είναι ο Ελ Γκρέκο (Δ. Θεοτοκόπουλος) στον οποίο ο

Καζαντζάκης έβλεπε τον πρόγονο του (τον αποκαλεί παππού) , αυτόν που

αποτελούσε πρότυπο για τον ίδιο (και ως συμπατριώτης του Κρητικός), που

δόξασε το γένος και πίστευε πως του όφειλε πολλά. Ο Θεοτοκόπουλος είναι το

ένα από τα τρία πρόσωπα στα οποία ο Καζαντζάκης απευθύνεται σε δεύτερο

πρόσωπο (Νίτσε, Οδυσσέας). Στο Νίτσε αφιερώνει ένα κεφάλαιο σκιαγραφώντας

ουσιαστικά τη ζωή του «δασκάλου» του όπως τον αποκαλούσε, εντοπίζοντας

ομοιότητες με τη δική του ζωή και τον τρόπο σκέψης του.

42

Ο Καζαντζάκης εξυμνεί τον «μεγαλομάρτυρα» Νίτσε μέσα σ’ ένα

συγκινησιακά φορτισμένο λόγο , δίνοντας την εντύπωση πως έχει την ανάγκη να

τιμήσει με αυτόν τον τρόπο τον δάσκαλό του ( έναν από τους δασκάλους του )

που στάθηκε ήδη από τη νεανική του πορεία στη λογοτεχνία ισχυρός αρωγός στη

διαμόρφωση της προσωπικότητας του και της αντίληψης για τον κόσμο , τον

άνθρωπο , τη ζωή (ο Καζαντζάκης μετέφρασε έργα του Νίτσε, έγραψε ποίημα

που φέρει τ’ όνομα του και εκπόνησε φιλοσοφική διατριβή με θέμα: Ο

Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας) και δε θα

μπορούσε το πρόσωπο που του άσκησε μεγάλη επίδραση να απουσιάζει απ’ την

Αναφορά του.

Το κεφάλαιο για το Νίτσε ξεκινά με την περιγραφή της πρώτης επαφής και

γνωριμίας με τον Γερμανό φιλόσοφο στη βιβλιοθήκη της Αγίας Γενεβιέβης στο

Παρίσι κατά τη διάρκεια των σπουδών του, όταν μια νεαρή κοπέλα τον πλησίασε

έκπληκτη και του τόνισε την ομοιότητα («Μα είστε εσείς, έκαμε η κοπέλα, εσείς,

απαράλλαχτος»)53. Ο Καζαντζάκης που δεν είχε ακούσει μέχρι τότε το όνομα του

Νίτσε , εντυπωσιάστηκε απ’ την ομοιότητα (δείχνει ήδη την ταύτιση που ένιωθε

μαζί του, ακόμα και εμφανισιακά), αλλά και η έκσταση της κοπέλας του κέντρισε

το ενδιαφέρον ώστε άρχισε με μανία να μελετά τα έργα του Γερμανού στοχαστή.

Εκείνη την πρώτη στιγμή την περιγράφει ως ένα καρτέρι που του έστησε η μοίρα

να γνωρίσει τον Αντίχριστο: «μου χε στήσει καρτέρι η μοίρα μου, εδώ με

περίμενε, φλογερός, αιματωμένος, μεγάλος πολεμιστής, ο Αντίχριστος».54

Η φιλοσοφία του στην αρχή τον τρόμαξε, δε μπορούσε να τον συγκρίνει με ό,

τι είχε διαβάσει εώς τότε. Διέκρινε αμέσως τον κίνδυνο που υπάρχει στα λόγια

του, στις διδαχές του προφήτη Ζαρατούστρα . Όπως εξηγεί , η μελέτη του Νίτσε

τού είχε γίνει καθημερινή συνήθεια ή μάλλον ανάγκη , αφού τελειώνοντας τα

μαθήματα βιαζόταν να γυρίσει σπίτι του και να χαθεί στον κόσμο του «

53 Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο. Παρίσι-Νίτσε ο μεγαλομάρτυρας (Αθήνα, εκδ. Καζαντζάκη, 2014) σ. 313. 54 ό. π. σ. 314.

43

μεγαλομάρτυρα» . Εκεί ένιωθε πως ο Αντίχριστος γινόταν ένα με το Χριστό, στο

τέλος έμοιαζαν να παίρνουν το ίδιο πρόσωπο. Ο Καζαντζάκης που έψαχνε τον

Θεό όπου βρισκόταν, που από μικρός αποκοιμιόταν με τα συναξάρια των αγίων,

είδε εξαρχής, τον Υπεράνθρωπο ως δολοφόνο του Θεού και βλαστημά όλα τα

κηρύγματα του Νίτσε («ανούσιες μου φάνταζαν βλαστημιές τα κηρύγματά

του»).55 Πολύ σύντομα όμως η μυστική διάθεση της φιλοσοφίας του τον

παρέσυρε στη μέθη και το χορό της καρδιάς. Βυθιζόταν στη εκστατική διάθεση

μιας « υπερανθρώπινης τραγωδίας »( αναφέρεται προφανώς στο πρώτο έργο του

Νίτσε, τη Γέννηση της τραγωδίας ,το οποίο και μετέφρασε) και δενόταν άθελά

του με τα μαρτύρια και τη θλίψη , την αγωνία του Αντίχριστου . Ώσπου σιγά σιγά

άρχισε να καταλαβαίνει τον δάσκαλό του, την ένωση που κρυβόταν πίσω απ’ την

αιρετική, αφοριστική διάθεση των λόγων του. Είδε τον Χριστό και τον

Αντίχριστο να σμίγουν, να μη μπορεί να υπάρξει ο ένας δίχως τον άλλο. Στην

αρχή πάλευε να διαχωρίσει το Καλό και το Κακό («Αλάκερος χειμώνας πέρασε

στο πάλεμα αυτό»)56, για να καταλάβει πως αυτά τα δύο ήταν πάντα ένα και

χώρισαν μόνο για να ξανασμίξουν. Το ενωτικό αυτό πνεύμα που διαπίστωσε στη

φιλοσοφία του Νίτσε, το ονόμασε ο ίδιος κόσμο, δηλαδή αρμονία.

Η ζωή του Νίτσε τον συγκινούσε, είδε απ’ την πρώτη στιγμή με συμπόνια τον

μακρινό δάσκαλό του και την αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε σ’ όλη σχεδόν

την ενήλικη ζωή του (το 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση κι αργότερα

διεγνώσθη με παραλυτική ψυχική διαταραχή). Ίσως γράφοντας την Αναφορά κι

ενώ πλησίαζε το τέλος (ο Καζαντζάκης αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας

προς το τέλος της ζωής του όταν και γράφεται η Αναφορά στον Γκρέκο) να τον

καταλάβαινε ακόμα πιο πολύ, να ένιωθε περισσότερο δίπλα του, συνέχειά του, να

ταυτιζόταν μαζί του .Όπως αναφέρει, αμέσως θέλησε να δεθεί μαζί του και να

τον κατανοήσει καλύτερα, πέρα κι απ’ την επαφή που είχε με το έργο του και

ταξίδεψε στα μέρη που γεννήθηκε και έζησε, αλλά και σ’ αυτά που επισκέφθηκε

55 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 54. 56 Καζαντζάκης ,ό. π. σημ. 53, σ. 315.

44

και εμπνεύστηκε τη φιλοσοφία του κάνοντας , όπως λέει, σχέδια να

απεγκλωβιστεί απ’ την αρρώστια, να είναι ανεξάρτητος. Στη Γένοβα , στην

Εγκαντίν όπου τον «πρωτοβάρεσε το όραμα του Αιώνιου Γυρισμού », ο

Καζαντζάκης έψαξε να βρει τις σπίθες της ζωντανής φιλοσοφίας του Νίτσε. Τον

Ζαρατούστρα, που «πρωτοέκατσε μαζί του » στο Σίλς Μαρία, τη θέληση για

δύναμη που μόνο αυτή επικρατεί αιώνια . Ο ανώτερος και ισχυρός που θέλει

συνεχώς να ανεβαίνει και να υπερβαίνει ζητώντας το υπερανθρώπινο , η σίγαση

του υπάρχοντος πίνακα αξιών και η ανοικοδόμηση του, η παύση των θρησκειών

,όλα αυτά ξεκινούν να συνθέσουν ένα δράμα ηρωικό, έναν μηδενισμό

διονυσιακής μορφής που ενέπνευσε τον Καζαντζάκη και τον οδήγησε στον

ηρωικό μηδενισμό του.

Ξεφυλλίζει τη δημιουργική πορεία του δασκάλου του ξεκινώντας απ’ τα

πρώτα του εγχειρήματα με οδηγητή τον Σοπενχάουερ και πολύ περισσότερο τον

Βάγκνερ, όταν στη ηλικία των 25 χρόνων μέσα του είχε ανθίσει η ιδέα της

Γέννησης της Τραγωδίας . Ορμώμενος από τη γερμανική μουσική και τον αρχαίο

ελληνικό πολιτισμό είδε την τέχνη σα μάσκα, σα μεσολαβητική μορφή για την

ανοχή στην οδύνη. Αυτό βρήκε πρώτα ζωή, σύμφωνα με το Νίτσε, στην αρχαία

Ελλάδα, όπου οι Έλληνες για να αντέξουν την οδύνη της ζωής δημιούργησαν

μεσολαβητικές μορφές, τους θεούς57 και μέσα στην Τραγωδία εξέφραζαν αυτήν

την πάλη ανάμεσα στην έκσταση- τρόμο και τη γαλήνη, με τους θεούς Διόνυσο

και Απόλλωνα να εκφράζουν την έκσταση και το όνειρο-αρμονία αντίστοιχα.

Μάλιστα ο Καζαντζάκης δίνει δική του χροιά στη μεταφορά των εικόνων που

του γεννήθηκαν διαβάζοντας τη Γέννηση της Τραγωδίας και την ανάπτυξη του

Νίτσε για το δίπολο Διονυσιακό – Απολλώνιο : την ένωση που εκφράζεται με τον

Διόνυσο, ο οποίος συντρίβει την ατομικότητα κι απελευθερώνει όλα τα ένστικτα,

57 «Ο Έλληνας γνώρισε και αισθάνθηκε τις αγωνίες και τους τρόμους της ύπαρξης. Για να επιβιώσει, του χρειάστηκε να σηκώσει μπροστά τους το ακτινοβόλο δημιούργημα των Ολυμπίων[…]όλα αυτά οι Έλληνες τα ξεπερνούσαν ξανά και ξανά, ή τουλάχιστον τα συγκάλυπταν και τα έκρυβαν από τα μάτια τους με το καλλιτέχνημα του μεσολαβητικού κόσμου των θεών». Νίτσε, ό. π. σημ. 32, σ. 69.

45

τα «θεριά» , την ερμηνεύει (ή σωστότερα, μεθερμηνεύει) ως ένωση όλων

μπροστά στη δημιουργία του Θεού («Ο Διόνυσος συντρίβει την ατομικότητα,

χιμάει στη θάλασσα τα φαινόμενα κι ακολουθάει τους φοβερούς

αλλοπρόσαλλους κυματισμούς της. Άνθρωποι και θεριά αδερφώνονται [….] όλοι

είμαστε ένα, όλοι μαζί δημιουργούμε το Θεό» )58 . Κλείνει αυτή τη διαδρομή για

το πλάσιμο της Γέννησης της Τραγωδίας με το συμπέρασμα ότι οι δύο Θεοί

συμφιλιώθηκαν και δημιούργησαν τη Τραγωδία, όμως «ο Σωκράτης με τη

διαλεκτική του συντρίβει την απολλώνια νηφαλιότητα και τη διονυσιακή μέθη»

και η Τραγωδία καταντά σοφιστικό κήρυγμα χωρίς καμιά ονειρική έκσταση.

Απευθύνεται στο Νίτσε σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, λέγοντας του ότι οι

ελπίδες του για δημιουργία ενός νέου τραγικού πολιτισμού κατέρρευσαν όταν

είδε το δάσκαλό του να κατευθύνεται σε άλλα μονοπάτια (ο Βάγκνερ γράφοντας

τον Πάρσιφαλ κήρυττε το άνοιγμα στο Χριστιανισμό) κι έτσι στη Γέννηση της

Τραγωδίας διαπίστωσε πως η τέχνη είναι μάσκα για όσους δε μπορούν να

αντέξουν την αλήθεια αυτή που ο ίδιος αναζητούσε. Κι αυτό θαύμασε ο

Καζαντζάκης όταν ταξίδευε μέσα στον κόσμο του Νίτσε. Τον βλέπει να έρχεται

αντιμέτωπος με τον αιώνιο γυρισμό, ψάχνοντας εναγωνίως να στερεώσει κάτι σ’

αυτό τον φαύλο κύκλο της ζωής.59 Η βαθιά έκσταση του να βρει την αλήθεια και

να ζήσει -προφανώς ο Καζαντζάκης γράφει με γνώμονα και την αρρώστια του

Νίτσε- του δείχνει τον δρόμο για τον Ζαρατούστρα που θα προφητεύσει το

«αδύνατο». Η καινούρια ελπίδα του Νίτσε, λέει ο Καζαντζάκης είναι ο

Υπεράνθρωπος.

Η Ευρώπη του καιρού του Νίτσε, αλλά και του Καζαντζάκη, είναι έτοιμη να

χαθεί και κάποιος (ή κάποιοι) πρέπει να κάνει το βήμα πέρα από τα όρια και να

εισάγει νέους κανόνες, να επιβληθεί της αδυναμίας και της αρρώστιας (τέτοιου

είδους επιχειρήματα χρησιμοποίησαν οι Ναζί, απομονώνοντας φράσεις του έργου

58 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 53, σ. 318. 59 «Πρέπει ν’ ανοίξω μια θύρα σωτηρίας στον κλειστό κύκλο του Αιώνιου Γυρισμού». ό. π. σ. 322.

46

του Γερμανού για να χρίσουν τον Νίτσε εκφραστή της εθνικοσοσιαλιστικής

ιδέας). Αυτή η δύναμη που έκρυβε την ελπίδα την οποία κήρυττε ο Νίτσε είναι

που τον έφερνε πιο κοντά σ’ αυτό που επιδίωκε να εγκαθιδρύσει κι ο ίδιος ο

Καζαντζάκης μέσα απ’ το έργο του και τον όπλιζε με θράσος , δημιουργούσε

τρικυμία στην ψυχή του που μονάχα όταν πήγαινε στα μαθήματα του στο

πανεπιστήμιο, ο άλλος μεγάλος δάσκαλος του, ο Μπεργκσόν τον ηρεμούσε.

Τέτοια φύση, όμοια με τον «θεοφονιά» Νίτσε ήταν κι ο νέος Καζαντζάκης.

Τα γεγονότα στην Ευρώπη, όπως τα ζούσε ως φοιτητής στο Παρίσι, τον ώθησαν

στην απόφαση να αλλάξει κι αυτός τον κόσμο, ή μάλλον να τον γκρεμίσει και να

ανοικοδομήσει έναν πιο στέρεο, πιο δυνατό. Συμπορεύεται μαζί του στην

προφητεία του Υπερανθρώπου, ανοίγει συχνά διάλογο μαζί του διαπιστώνοντας

την τόλμη του και τον ακέραιο εγωισμό του στο γκρέμισμα της υπάρχουσας

κοινωνικής δομής και συνειδητοποιεί κι ο ίδιος μαζί με τον συνοδοιπόρο του,

Νίτσε ότι αυτός ο κόσμος, ο σημερινός άνθρωπος όπως κατάντησε δε μπορούσε

να τον χωρέσει. Ασκεί κριτική στις θρησκείες που υπόσχονται τα μετά θάνατον

και αφήνουν το εδώ, «οι τοκογλύφοι», για τον αγώνα της εισόδου στον

Παράδεισο, «φοβούμενοι την Κόλαση». Ο εωσφορικός άνεμος αλαζονείας που

πρωτοσυνάντησε στα «συναξάρια» του Νίτσε, τώρα γεμίζει και τον ίδιο κι

επιθυμεί να είναι κι αυτός ο νέος άνθρωπος που «θα βάλει τάξη στο χάος και θα

το μετουσιώσει σε κόσμο».

Ο Νίτσε, λέει στην Αναφορά του, τού άνοιξε πληγές. Η αγωνία της

φιλοσοφίας του, η ένταση των κειμένων του, φώναζαν δυνατά και τάραζαν το

νου και την καρδιά του νεαρού φοιτητή, που όσο κι αν προσπαθούσε να απαλύνει

τον πόνο απ’ τις πληγές του Νίτσε με τα «μυστικά βοτάνια» του Μπερξόν, η

νεανική ψυχή του τις πληγές επιθυμούσε, την αρρώστια, κι όχι τη γιατρειά,

ζητούσε το επικίνδυνο.

47

Ο Γερμανός του συστήνει το Αόρατο κι αρχίζει να παλεύει μαζί του. Από

εκεί, όπως φαίνεται στην εξομολόγησή του, ξεκινά η αγωνιώδης αναμέτρησή του

με το αδύνατο, με τον κάθε φόβο και την κάθε ελπίδα. Αυτήν την αγωνία, το

κυνήγι του υψηλού θέλησε να εκφράσει με το έργο του σ’ όλη του τη ζωή και να

περιγράψει τόσο λυρικά την τελείωση του ανθρώπου που παλεύοντας με το φόβο

καταφέρνει να τον νικήσει και να κοιτάξει την άβυσσο χωρίς να τρομάξει

(«Πολύ αργότερα μπόρεσα να σταθώ, χωρίς να λυγίσουν τα γόνατά μου, στην

άκρα του γκρεμού και να κοιτάξω την άβυσσο χωρίς φόβο μα και χωρίς

αναίδεια») .60

Η ζωή του είχε αρχίσει στις πρώτες αυτές επαφές με το έργο του Νίτσε, να

μοιάζει με τη μοναχική ύπαρξη του Γερμανού (θα έλεγε κανείς ότι ταύτιζε τον

εαυτό του με τον στοχαστή). Η σπιτονοικοκυρά του στο Παρίσι είχε τρομάξει και

του έκανε παρατήρηση για την τόση μοναξιά του. Όπως μοναχικός, σχεδόν

ερημίτης, ήταν ο Νίτσε, έτσι κι ο Κρητικός μέσα του είχε κλείσει μόνο τον πόθο

για λύτρωση, για δημιουργία. Όπως τονίζει, ο κόσμος αυτός δε μπορούσε να

χωρέσει, να αντέξει, πόσο μάλλον να καταλάβει τέτοιους ανθρώπους: «Σε μια

κοινωνία άτακτη, ανήθικη, θορυβώδη, ένας άνθρωπος να ‘ναι τακτικός,

παραβαίνει τον κανόνα. Η ζωή μου ήταν πάντα πολύ απλή, θεωρήθηκε

επικίνδυνα πολύπλοκη» .61

Έτσι πέρασε η παραμονή του στο Παρίσι που τον έφερε σε επαφή μ’ έναν

απ’ τους ανθρώπους που στάθηκαν δίπλα του σ’ όλη τη διάρκεια της

λογοτεχνικής του δημιουργίας κι όχι μόνο. Εκεί, σε μια βιβλιοθήκη του

πανεπιστημίου ήρθε σε επαφή με τον μεγάλο οραματιστή, τον προφήτη του

Υπερανθρώπου. Ακόμα και το ίδιο το Παρίσι κι η αρχιτεκτονική του στάθηκε

αρωγός, όπως εξομολογείται στο τέλος του κεφαλαίου για το Νίτσε, στο να

ενστερνιστεί ό, τι είχε να του προσφέρει ο μεγάλος δάσκαλός του. Όπως η

60 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 53, σ. 329. 61 ό. π. σ. 330.

48

αρχιτεκτονική της Νοτρ Νταμ και των άλλων κτηρίων της γαλλικής

πρωτεύουσας βάζει τάξη στο ανθρώπινο χάος, ισορροπώντας την αρμονία και

την ανάγκη μέσα στο παράφορο και τρυπώντας σα βέλος τον ουρανό, το

άφταστο, έτσι και η κραυγή του Νίτσε διαπερνά τη συνείδηση, «βέλος είναι και

χιμάει στον ουρανό». Ο Καζαντζάκης τον θαύμαζε όσο λίγους, όπως αναφέρει

στο κλείσιμο της εγκωμιαστικής του Αναφοράς στον «μεγαλομάρτυρα,

θεοφονιά» δάσκαλό του : «ο Νίτσε με έμαθε να δυσπιστώ σε κάθε αισιόδοξη

θεωρία. Ήξερα πως η θηλυκιά καρδιά του ανθρώπου έχει ανάγκη πάντα από

παρηγοριά κι ο νους, ο τετραπέρατος σοφιστής είναι πάντα εκεί να την

εξυπηρετήσει. Κάθε θρησκεία που υπόσχεται στον άνθρωπο ό’ τι αυτός επιθυμεί

άρχισε να μου φαίνεται καταφύγι για τους φοβητσιάρηδες, ανάξιο του αληθινού

αντρός». 62Ήταν αυτός που είδε όσα δεν έπρεπε να δει ο άνθρωπος και

τυφλώθηκε, χόρεψε περισσότερο απ’ ό’ τι αντέχει ο άνθρωπος στο χείλος του

γκρεμού και γκρεμίστηκε.63

62 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 53, σ. 333. 63 ό. π. σ. 324.

49

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ

Η αμεσότερη –και ίσως πιο ισχυρή- απόδειξη της επίδρασης του Φρ. Νίτσε

στον Κρητικό δημιουργό είναι η επί υφηγεσία διατριβή «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν

τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Ο Peter Bien στο έργο του

Kazantzakis and the Linguistic Revolution in Greek Literature το 1972,

εγκωμιάζει την εν λόγω διατριβή για την «αξιοθαύμαστη διαύγειά της», όπως

επίσης ο Παντελής Πρεβελάκης στο δικό του Ο ποιητής και το ποίημα της

Οδύσσειας το 1958 για τον Καζαντζάκη επισημαίνει: «Ο Καζαντζάκης έχει

συνοψίσει ό, τι απ’ το Nietzsche πέρασε μέσα του, ιδέες, παραγγέλματα, ουτοπίες

που θα τις ανταμώσουμε, αξιοσημείωτα απαρασάλευτες, μέσα στην κατοπινή

παραγωγή του[…]στη διατριβή αυτή βρίσκεται ο πυρήνας της κοσμοθεωρίας

του» .64 Ο Καζαντζάκης ενόσω βρισκόταν στο Παρίσι για σπουδές, ήρθε σε

επαφή για πρώτη φορά με τον Γερμανό στοχαστή, σ’ ένα μάλιστα περίεργο

σκηνικό που εξήγησε ο ίδιος στην Αναφορά στον Γκρέκο, άρχισε το 1908 να

συγγράφει την εναίσιμον επί υφηγεσία διατριβή με την οποία, όπως πληροφορεί

ο Πάτροκλος Σταύρου στην εισαγωγή της επανέκδοσης της διατριβής το 1998,

«απέβλεπε σε θέση υφηγητού στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών,

στην έδρα της Φιλοσοφίας του Δικαίου, την οποία μέχρι τότε κατείχε ο

καθηγητής του Καζαντζάκη, Νεοκλής Καζάζης ο οποίος μάλλον τον προόριζε για

διάδοχο του».65

Η διατριβή αυτή που πρωτοτυπώθηκε τον Απρίλιο του 1909 στη γενέτειρα

του Καζαντζάκη, το Ηράκλειο, στο τυπογραφείο του Στυλιανού Μ. Αλεξίου και

της οποίας η τελική έκβαση (αν κατετέθη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ή αν

απορρίφθηκε) παραμένει άγνωστη, όπως επισημαίνει ο Π. Σταύρου, αποτελεί ένα

φιλοσοφικό δοκίμιο, με τη λυρική, ιδιαίτερη γραφή φυσικά του Ν. Καζαντζάκη,

64 Νίκος Καζαντζάκης, το έργο και η πρόσληψή του, Πεπραγμένα διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, Ηράκλειο, εκδ. Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, 2006, σ. 215. 65 Νίκος Καζαντζάκης, Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας (Αθήνα, εκδ. Καζαντζάκη, 2006) σ. 11.

50

στο οποίο αναπτύσσει ο ίδιος τη φιλοσοφία του Νίτσε όπως την κατάλαβε από τις

πρώτες ήδη επαφές μαζί της. Ο ανήφορος και η γόνιμη δημιουργική πορεία,

συστατικά της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, μίλησαν αμέσως στη νεανική ψυχή του:

«από τη μέρα εκείνη τον μελέτησα πολύ, τον αγάπησα πολύ κι έγραψα μια

μονογραφία: Ο Νίτσε κι η φιλοσοφία του δικαίου».66 Ο θερμός ενθουσιασμός του

για τον φιλόσοφο τον οδηγεί λοιπόν στη σύνθεση αυτού του δοκιμίου, στο οποίο

ξεκινώντας από την εξέταση -συνοπτικά- της εποχής του Νίτσε και του

χαρακτήρα του (τα οποία όπως υποστηρίζει διαμορφώνουν κάθε φιλοσοφική

σκέψη και ο μελετητής θα πρέπει να τα λαμβάνει υπόψη του για να μην

παρανοηθεί- όπως συνέβη κατά τον Καζαντζάκη κατά κόρον στην περίπτωση του

Νίτσε- η σκέψη και το έργο του φιλοσόφου), περνά α) στην ανάλυση του

μηδενισμού του και τις δύο εκφορές του, με τα αίτια και τα προσδοκώμενα

αποτελέσματά του, β) στην παρουσίαση των θέσεων του Νίτσε για τη Θρησκεία,

την Ηθική, το Δίκαιο και την Πολιτεία και καταλήγει στο Θετικό μέρος της

φιλοσοφίας του. Από τον εγκωμιαστικό τρόπο γραφής του, γίνεται αντιληπτή η

μεγάλη σύνδεση που ένιωσε αμέσως με τον «δάσκαλό» του. Η υπέρβαση, «το

τέντωμα της ψυχής και της σάρκας του ανθρώπου, το πέρασμα πέρα από τα

όρια» με στόχο τον Υπεράνθρωπο ήταν για τον Καζαντζάκη η φωτιά του Νίτσε

που έκαιγε δυνατά και τον ενέπνευσε στη δημιουργία της διατριβής του αλλά

συνέβαλε και στο σμίλεμα της δικής του κοσμοθεωρίας.

Στο πρώτο μέρος της διατριβής αυτής, ο νεαρός τότε Καζαντζάκης

αποφασίζει να μιλήσει -συνοπτικά- για τους δυο παράγοντες που κατά τη γνώμη

του επηρέασαν τη φιλοσοφία του Νίτσε, την εποχή κατά την οποία έζησε και τις

συνθήκες της και τη ζωή και τον χαρακτήρα του, συμφωνώντας μάλιστα με τη

νιτσεϊκή άποψη, όπως αναφέρει, ότι η φιλοσοφία είναι «η ζώσα αντανάκλαση της

66 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 65, σ. 16.

51

υποκειμενικότητας του φιλοσόφου, η αντικειμενοποίηση της υποκειμενικότητός

του».67

α) Η εποχή κατά την οποία έζησε ο Νίτσε, ο 19ος δηλαδή αιώνας, όπως και η

εποχή του Καζαντζάκη, είναι όπως τονίζει ο ίδιος η εποχή με τη μεγαλύτερη

ανάγκη για αναδιαμόρφωση. Η συνεχής αναζήτηση καινούριων ιδανικών που θα

καλύπτουν τις ανάγκες της «μοχθούσης ανθρωπότητος», μέσα σε ένα κλίμα

ανατροπών και εμφάνισης νέων ειδώλων τα οποία θα γκρεμίσουν με τη σειρά

τους και θα δώσουν τη θέση τους σε νεότερα, φανερώνει την απομάκρυνση του

ανθρώπου από τη θρησκεία η οποία δεν ανακουφίζει πλέον τις πληγές της

ματαιότητας του κόσμου και την ανάδειξη της Επιστήμης ως «νέα θρησκεία».

Ωστόσο, ούτε αυτή μπόρεσε, σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, να απεγκλωβίσει τον

άνθρωπο από την αβεβαιότητα και την πίστη σε σαθρούς νόμους και κανόνες.

Μοιάζει σαν «Μέσα σε τρεις ημέρες κατέστρεψε τον ναό, αδυνατεί μέχρι

σήμερον να ανεγείρη έτερον».68

Αυτό που εντόπισε ο Νίτσε στην εποχή του και συνεχίζει να επικρατεί μέχρι

τη στιγμή που ο Καζαντζάκης γράφει τη διατριβή του είναι η επικράτηση της

αναρχίας και της δυσφορίας σε όλες τις κοινωνικές διαβαθμίσεις και η ελπίδα για

μια νέα ηθική που θα δώσει τέλος στη διαιώνιση της άρνησης, της απαισιοδοξίας,

του κυνισμού, της απελπισίας, η οποία όμως δεν έρχεται. Διάφοροι σημαντικοί

άνθρωποι κήρυξαν στο διάστημα το οποίο σκιαγραφεί ο Κρητικός (σοφιστές,

ονειροπόλους και δημιουργούς τους αποκαλεί) νέα δόγματα και νέες ηθικές ή

καινούρια κοινωνικά γίγνεσθαι (Μαρξ, Λασσάλ, Φόυερμπαχ, κ.α.), εν τούτοις ο

μόνος που έχει το ρόλο τόσο του ανατροπέα όσο και του δημιουργού, αυτός που

κλείνει μέσα του την αγωνία, τη δίψα της αλήθειας, αγκαλιάζει την αναρχικότητα

και «ψάχνει με ασυστηματοποίητη ορμή» νέα ιδανικά, είναι ο Γερμανός

φιλόσοφος της ανατροπής, ο Νίτσε. «Κριτικό» και «ποιητή» τον χαρακτηρίζει ο

67 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 65, σ. 20. 68 ό. π. σ. 24.

52

Καζαντζάκης που αναβλύζει «διονυσιακή χαρά» και επιθυμεί να απαλλάξει την

ανθρωπότητα από τις υπάρχουσες ηθικές δομές της αβεβαιότητας και της

ματαιότητας.

β) Δύο είναι τα στοιχεία στα οποία ο Καζαντζάκης συνοψίζει τη φύση του

Νίτσε: η αδιάλλακτη ειλικρίνεια και η αλαζονεία. Η πρώτη είναι που τον

κρατούσε συνεχώς σε εγρήγορση, ώστε να αναζητά την αλήθεια στο καθετί, να

ψάχνει κάτω από κάθε προσωπείο και να αναιρεί ό, τι προηγουμένως είχε

πιστέψει για να επενδύσει σε κάτι καινούριο, ήθελε να υπερβαίνει συνεχώς τον

εαυτό του. Η αλαζονεία, ο εγωισμός είναι αυτό που τον πείσμωνε ακόμη

περισσότερο και τον έκανε να θέλει να ξεχωρίζει και να γίνει ανώτερος των

άλλων στην τόλμη διατύπωσης των ιδεών του. Σε βαθμό «γυναικείας

ευαισθησίας», με υστερικό τρόπο νιώθει ο Καζαντζάκης ότι ζητούσε ο

φιλόσοφος το γκρέμισμα οτιδήποτε ψευδούς και υπερασπιζόταν το κοσμοείδωλό

του, τον Υπεράνθρωπο.

Ο χριστιανισμός γρήγορα του φάνηκε καταστροφικός και ελλιπής για να

στηριχθεί πάνω του η ελπίδα της ανθρωπότητας, τον εγκατέλειψε λοιπόν νωρίς

και δάσκαλοι του έγιναν ο Βάγκνερ και ο Σοπενχάουερ, από τον οποίο

ενστερνίστηκε την επικράτηση της αιώνιας βούλησης στη ζωή η οποία όπως

κρίνει ο Καζαντζάκης, ενέχει πλήρη απελπισία και συναίσθημα της ήττας.69 Αυτή

η στυγνή απαισιοδοξία τον ακολούθησε ως το 25ο έτος της ηλικίας του, όταν -με

χαρά διαπιστώνει ο Καζαντζάκης- ήρθε σε επαφή με τον αρχαίο ελληνικό

πολιτισμό. Η Ελλάδα ήταν για τον Νίτσε η αποκάλυψη: «η αποκάλυψις αυτή

επήλθε. Ήταν για τον Νίτσε η Ελλάς».70 Ήρθε σε επαφή με την τραγωδία και τη

διονυσιακή της έκσταση και αντιλήφθηκε με πόση τέχνη οι Έλληνες μετέτρεπαν

την απαισιοδοξία σε συγκίνηση και «ηρωική αγάπη για τη ζωή», περνώντας από

την οδύνη και την ηδονή ταυτόχρονα. Αυτό το ελληνικό όραμα σύμφωνα με τον

69Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 65, σ. 32. 70 ό. π. σ. 33.

53

Κρητικό οδήγησε τον Νίτσε να αναφωνήσει: «Θέλω ο άνθρωπος να είναι όσο το

δυνατόν πιο υπερήφανος και να ζει και να ποθεί τη ζωή» και να στρέψει το

βλέμμα του στην Ευρώπη της εποχής του και την παρακμή που τη διέπει, ώστε

να βρει τα αίτια της κατάπτωσης αυτής στις θεμελιώδεις ιδέες στις οποίες είναι

βασισμένη η ανθρώπινη κοινωνία.

Όπως παρατηρεί ο Έλληνας δημιουργός εντοπίζεται μεγάλη διαφορά

ανάμεσα στο πρώτο του έργο -μάλιστα ο Καζαντζάκης το τονίζει: «Οποία

διαφορά μεταξύ του πρώτου του έργου»71 και των επομένων του, όπου έχοντας

πετάξει τον μανδύα της απαισιοδοξίας του Σοπενχάουερ και κατακρίνοντας

αρχές όπως η Κατηγορηματική Προσταγή του Καντ (ο Καζαντζάκης αναφέρει,

προφανώς επηρεασμένος από τα λόγια του Νίτσε, ότι δεν υπάρχει κανόνας

γενικός και βέβαιος που καθορίζει τα όρια του καλού και του κακού ), ψάχνοντας

για την αλήθεια καταρρίπτοντας συνεχώς μια άλλη, προσπαθεί να κατευθύνει

όλες τις αρνήσεις σε μια θριαμβευτική κατάφαση. Σ’ αυτό το σημείο κι ενώ

ανακάμπτει λίγο από την αρρώστια του (με συγκίνηση και θερμό λόγο ο

Καζαντζάκης το αναφέρει) μπροστά του βλέπει τον Ζαρατούστρα που θα του

αναγγείλει «τη δικιά του θρησκεία», τον Υπεράνθρωπο («Σας αναγγέλω τον

Υπεράνθρωπον»). Ο Κρητικός τονίζει κι εδώ την επίδραση των Ελλήνων στη

σκέψη του Γερμανού και παρομοιάζει το ιδανικό του νιτσεϊκού Υπερανθρώπου

με την ηρωική αποδοχή της ζωής από τους Έλληνες των προσωκρατικών χρόνων.

Τέτοιος ήταν, σύμφωνα με τον Καζαντζάκη ο χαρακτήρας του Νίτσε, συνεχώς

«αναζητών της καινούριας αλήθειας» και το νέο, ισχυρό οικοδόμημα σε μια ζωή

με μεγάλα διαστήματα ασθένειας, απομονωμένος «μακράν των ανθρώπων»,

ωστόσο λέγοντας ναι στη ζωή και συγκινημένος ο νέος φοιτητής στο Παρίσι

διαβάζει τότε τον Νίτσε να αναφωνεί «όχι, η ζωή δε με απάτησε».

Η σημαντική αναφορά στην εποχή και τον χαρακτήρα του Νίτσε από τον

Καζαντζάκη, είχε σκοπό να στηρίξει στη συνέχεια της διατριβής το πέρασμα του

71Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 65, σ. 37.

54

φιλοσόφου από το μηδενισμό και τη θετική έκβαση της διαδρομής του. Ο

μηδενισμός είναι σύμφωνα με τον Γερμανό η νόσος της εποχής του και ο

Καζαντζάκης τον ορίζει ως εξής: «Η κατάσταση που δημιουργείται στο άτομο

όταν αντιληφθεί ότι υπάρχει αδιάλλακτη κι αμετάκλητη αντίθεση μεταξύ του

ιδανικού και της πραγματικότητας, μεταξύ της ζωής που κρίνει καλή και βιώσιμη

και της ζωής που επιβάλλεται στην πραγματικότητα».72 Ο μηδενισμός επέρχεται

όταν ο πίνακας αξιών κάθε εποχής και πολιτισμού, δηλαδή η ιεραρχική

διαβάθμιση των αξιών , με την οποία ο «μεγαλοκαστρίτης» συμφωνεί,

αποδειχτεί σαθρός και ανεπαρκής. Αυτό συμβαίνει, παραδέχεται, με την εποχή

του και την εποχή κατά την οποία έζησε ο Νίτσε και η αιτία της κατάπτωσης του

Ανθρώπου και της Πολιτείας είναι ο επιβαλλόμενος στο σημερινό κόσμο πίνακας

των αξιών. Η ύπαρξη του θεού, του οποίου ο Νίτσε διαπίστωσε το θάνατο («ο

Θεός πέθανε»)73 αντικαταστάθηκε από τη συνείδηση και τις κατηγορικές

προσταγές, από το Λογικό της Γαλλικής Επανάστασης και τέλος από την

«λατρεία της ανθρωπότητας» του Comte, ώστε όλες αυτές οι ιδέες κατέρρευσαν

με αποτέλεσμα ο σημερινός άνθρωπος να βρίσκεται σε πλήρη άγνοια για το ποιος

είναι, από πού έρχεται και τι πρέπει να πράξει, δηλαδή την επέλαση του

μηδενισμού.

Ο Νίτσε, όπως φρόντισε να δείξει στο πρώτο μέρος της διατριβής του ο

Καζαντζάκης με την ανάλυση του χαρακτήρα του, πέρασε αρχικά από το

μηδενισμό και την απαισιοδοξία επηρεασμένος από τους Γερμανούς ρομαντικούς

και τον Σοπενχάουερ, για να φτάσει στην αναζήτηση μιας αισιοδοξίας μέσα από

την απαισιοδοξία της ζωής. Έτσι φτάνει στο συμπέρασμα, λέει ο Καζαντζάκης,

πως υπάρχουν δύο λύσεις για την ανθρωπότητα του ολέθρου: α) να διαλέξει την

καταστροφή κι εξαφάνιση της ζωής ή β) την καταστροφή μόνο του ισχύοντος

πίνακα των αξιών και την ηρωική αποδοχή της ζωής, με άλλα λόγια να πει «ναι»

είτε στον απαισιόδοξο μηδενισμό είτε στον αισιόδοξο ή διονυσιακό μηδενισμό.

72 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 65, σ. 43. 73Νίτσε, ό. π. σημ. 1.

55

Στην πρώτη περίπτωση ο Καζαντζάκης κατατάσσει τους «ονειροπόλους»

σοσιαλιστές οι οποίοι υπόσχονται την απαλοιφή της δυστυχίας, βασισμένης στις

σαθρές δημαγωγίες και είναι, επισημαίνει, σα να υπόσχονται πως η κοινωνία θα

διατηρείται πάντοτε νέα άνευ επιρροής χρόνου, τονίζοντας έτσι την αστάθεια των

αξιών τους που διαιωνίζουν αυτήν την κατάπτωση και οδηγούν στην επικράτηση

του μηδενισμού (εδώ διακρίνεται η νεαρή ακόμα ηλικία του Καζαντζάκη και η

έντονη επιρροή του Νίτσε -ο οποίος σαφώς είχε ταχθεί κατά του σοσιαλισμού ή

της θρησκείας του ελέου όπως την ονομάζει ο Κρητικός- μια και αργότερα, όπως

είναι γνωστό, ήρθε σε επαφή με το κίνημα αυτό και βρήκε ελκυστικές κάποιες

από τις ιδέες του).

Η εφαρμογή του πίνακα των αξιών βρίσκει θέση στον Άνθρωπο, την

Οικογένεια και την Πολιτεία, που όπως είναι φυσικό ασκούν επιρροή το ένα στο

άλλο. Έτσι λοιπόν η «ρυπαρότητα» του πίνακα αυτού που έχει ως αποτέλεσμα

την επικράτηση του απαισιόδοξου μηδενισμού, ξεκινά από τον αδύναμο

άνθρωπο, τον «αγελαίο τύπο»74 ο οποίος κατά την ιστορική εξέλιξη του

ανθρώπου παρατηρείται ότι αυξάνεται και επικρατεί των ανώτερων και

πολυπλοκότερων μορφών ανθρώπου. Οι τελευταίοι που μέσα στη μάζα

αποτελούν μειονότητα, εξαφανίζονται όπως οι εξαιρέσεις προς ωφέλεια του

κανόνος. Ισχύει, όπως υπογραμμίζει ο Καζαντζάκης με νιτσεϊκούς όρους, ο εξής

κανόνας: «η μεσαία μορφή αξίζει περισσότερο της υπερμεσαίας, η υπομεσαία

περισσότερο της μεσαίας» και χρεώνει στον Βούδα, τον Χριστό, τον

Σοπενχάουερ τη διαιώνιση της αξίας ότι ο πόθος της εκμηδένισης προστατεύεται

περισσότερο από τον πόθο της ζωής, παραθέτοντας τα λόγια του Νίτσε:

«Εξεγείρομαι κατά του τρόπου διατύπωσης των πραγμάτων για την εξαγωγή

ηθικού κανόνος. Γι’ αυτό μισώ θανάσιμα τον Χριστιανισμό, διότι κατόρθωσε να

74 Βλ. Νίτσε, Η Χαρούμενη Επιστήμη, μτφρ. Ζ. Σαρίκας (Θεσσαλονίκη, εκδ. Πανοπτικόν, 2010) σ. 101.

56

δημιουργήσει υπέροχες λέξεις και στάσεις για να σκεπάσει μια φρικιαστική

πραγματικότητα με το μανδύα της αρετής, της δικαιοσύνης, της Θεότητος».75

Η ατροφία του ενστίκτου της ζωής και η «υπερτροφία του ηθικού ή

επιστημονικού ενστίκτου» (αιτία της οποία αποτελεί και η πίστη στην αθανασία

της ψυχής αφού ο άνθρωπος αφήνει τη ζωή και επιδίδεται σε έναν άσκοπο αγώνα

για το μετά) που οδηγεί στην παραμόρφωση της αληθινής ουσίας του ανθρώπου,

ανορθώνει τον μηδενισμό και συντελεί στην εξάπλωσή του. Στο σημείο αυτό ο

Καζαντζάκης αναφέρεται στην άποψη του Νίτσε «περί της ισότητος των

ανθρώπων» και κατά πόσον η πίστη σε αυτήν αποτελεί αίτιο της παραμόρφωσης

της ουσίας του ανθρώπου. Όπως πληροφορεί, ο Γερμανός «μισεί» τον Δαρβίνο

και τον Σπένσερ διότι προτρέπουν τον άνθρωπο να εξαφανιστεί προς όφελος του

περιβάλλοντος, να απορροφηθεί υπό του συνόλου και να ισοπεδωθεί. Είναι

χαρακτηριστικό της φύσης, σύμφωνα με τον Νίτσε, να επικρατεί η ανισότητα η

οποία ωθεί κάθε οργανισμό να υπερβεί τον άλλον. Το ένστικτο του δυνατού

ανθρώπου πρέπει να επιβληθεί, εντούτοις η μάζα καταπνίγει οποιαδήποτε

υπεροχή και εν είδει δημοκρατικής συνειδήσεως -την οποία ο Νίτσε κατέκρινε

και συμφωνούσε, όπως αναφέρει ο Καζαντζάκης, με τον Αριστοτέλη στη

διάκριση της αριστοκρατίας και πάνω σ’ αυτό το επιχείρημα οικοδόμησε όλο το

φιλοσοφικό του σύστημα περί Δικαίου, Ηθικής και Πολιτείας - αναγκάζει τους

ευγενείς να ζουν ως παρίες, απομακρυσμένοι της αγέλης.

Η παρακμή και το σπέρμα του πεσιμισμού που φέρει το άτομο, ως συνέπεια

μεταφέρονται και στην οικογένεια όπου η διάβρωση της αληθινής ουσίας του

ανθρώπου εκφράζεται με την τάση της εποχής για εξίσωση του άντρα με τη

γυναίκα στο ρόλο τους μέσα στην οικογένεια. Ο Καζαντζάκης φωτίζοντας την

άποψη του Νίτσε για το διαχωρισμό ανδρός και γυναικός με την παράθεση

αποσπασμάτων του Γερμανού καταλήγει σύμφωνα με τον δάσκαλό του (η

προσωπική του άποψη εκφράζεται από τις δικές του τοποθετήσεις στο κείμενο

75 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 65, σ. 56.

57

όπου ταυτίζει την εποχή στην οποία έζησε ο Νίτσε με τη δική του κι όπως

υπογραμμίζει, κάποιοι σοφιστές και οχλαγωγοί προσπαθούν να αλλάξουν τη

φύση της γυναίκας και να τη μεταλλάξουν σε κάτι κατώτερο) πως αυτή η ιερή

σχέση με τον σαφή διαχωρισμό της θέσης του καθενός οδηγείται στην παρακμή,

αφού εξαιτίας διαφόρων ιδεοκρατών υπό τον μανδύα του εκσυγχρονισμού και

των ίσων δικαιωμάτων για όλους, η γυναίκα ζητά την εξίσωσή της με τον

άντρα.76 Ο Νίτσε ρίχνει την ευθύνη σε κάποιους φιλοσόφους «ηλίθιους και

διαφθορείς των γυναικών» που προσπαθούν να μεταβάλουν τη φύση της

γυναίκας, αφαιρώντας την αίγλη και τη μυστήρια επικινδυνότητά της. Ακόμα, ο

Καζαντζάκης εξυμνεί τη θέση του Νίτσε για το γάμο ο οποίος ως ιερός δεσμός

οφείλει να είναι σκαλί για τον Υπεράνθρωπο. Επισημαίνει ο Κρητικός: «σπανίως

φιλοσοφία ή θρησκεία εκφράστηκε με τέτοιο σεβασμό για το γάμο. Ο Νίτσε, ο

αναρχικός και ατομιστής, δεν επιτρέπει καμία παράβαση αυτού του ιερού

νόμου».77

Από το άτομο και την οικογένεια η παρακμή μεταφέρεται και στο ευρύτερο

σύνολο, την Πολιτεία. Η φύση του ατόμου, κατά τον Νίτσε, δεν είναι κοινωνική,

εν τούτοις η παρακμή και η φθορά εντοπίζεται στη συσπείρωση της αγέλης λόγω

φόβου των αδυνάτων ότι δε θα επιβιώσουν μόνοι. Σχηματίζονται έτσι δύο

ομάδες, 1) των δυνατών, οι οποίοι ακολουθούν το εγγενές ένστικτο του

ανθρώπου να επιβιώνει μόνος γιατί «η κοινωνικότητα είναι παρά φύσιν διότι

περιστέλλει και καταπνίγει την εξωτερίκευση του ατόμου» και ζητούν να

επικρατήσουν των άλλων και 2) της μάζας, του «ποιμνίου» των αδυνάτων. Έτσι

επικρατεί πάλη ανάμεσα στις δυο αυτές τάξεις που γεννούν την Πολιτεία, της

οποίας ο υγιής ρόλος είναι να εξωτερικεύει την αληθινή φύση του ανθρώπου και

να φανερώνει το σκοπό του μέσα σ’ αυτή, που είναι ένας και μοναδικός: η

ικανοποίηση του ενστίκτου της επικράτησης.

76 Βλ. και: Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, μτφρ. Ζ. Σαρίκας (Θεσσαλονίκη, εκδ. Πανοπτικόν, 2010) σ. 225 και Νίτσε, Η Χαρούμενη Επιστήμη, μτφρ. Ζ. Σαρίκα (Θεσσαλονίκη, εκδ. Πανοπτικόν, 2010) σ. 119. 77 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 65, σ. 74.

58

Θετικά παραδείγματα της ιδανικής κατά τον Νίτσε Πολιτείας είναι, όπως

πληροφορεί ο Καζαντζάκης, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η ελληνική

δημοκρατία, την οποία μάλιστα ο Κρητικός θεωρεί επί της ουσίας ολιγαρχία,

όπου λίγοι είναι αυτοί που έπαιρναν αποφάσεις και οι περισσότεροι, δούλοι και

άλλοι μη έχοντες λόγο, είχαν το καθήκον της υπακοής στην επικράτηση των

ευγενών. Η λογική της αγέλης συντελεί στη συνεχή υπονόμευση της ανωτέρας

τάξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «λυσσώδης αγώνας των Πληβείων κατά

των Πατρικίων» στην αρχαία Ρώμη, οι οποίοι με απεργίες και βιαιότητες

υπεισήλθαν στην τάξη των ευγενών.

Η ηθική είναι υπεύθυνη για τη χαλιναγώγηση και δέσμευση του πρότερου

ενστίκτου της Πολιτείας για επικράτηση των ευγενεστέρων («της ευγενούς

κάστας»)78. Αυτή η «συνομωσία των δειλών ενστίκτων κατά των ισχυρών»

κατάφερε υπό τον μανδύα -κυρίως- της Ιουδαϊστικής θρησκείας να παρεισφρήσει

στην Πολιτεία και να την οδηγήσει στην πτώση. Εν ονόματι της ισότητας όλων

ενώπιων θεού διασύρει τα πλήθη, τα οποία διακατέχονται από το αίσθημα της

αδυναμίας και της κατωτερότητας και τα οπλίζει με φθονερά ένστικτα εξόντωσης

των ισχυρών. Έτσι, με τη βοήθεια της θρησκείας αλλά και άλλων κινημάτων

παρόμοιας «οχλοκρατικής ιδεολογίας» (όπως η Γαλλική Επανάσταση για την

οποία ο Νίτσε πολλάκις εκφράστηκε αρνητικά και στο συγκεκριμένο κείμενο

φαίνεται πως κι ο Καζαντζάκης είχε την ίδια άποψη) επήλθε η κατάρρευση της

ιδανικής Πολιτείας κι η επικράτηση της σημερινής που οδηγεί στον μηδενισμό.

Παρηκμασμένες είναι, όπως διαπιστώνει ο Καζαντζάκης μέσω της μελέτης

των απόψεων του Νίτσε και οι τρεις θεμελιώδεις ιδέες που «διέπουν την

εσωτερική και εξωτερική ζωή του ανθρώπου». Η Θρησκεία, η Ηθική και το

Δίκαιο αποτελούν κι αυτά συμπτώματα της φθοράς του πίνακα αξιών ως

εφεύρεση των αδυνάτων και ηττημένων.

78 Νίτσε, Πέρα από το καλό και το Κακό, ό. π. σημ. 76, σ. 266.

59

Η Θρησκεία, όπως αντιμετωπίστηκε από τον Γερμανό φιλόσοφο, αποτελεί,

λέει ο Καζαντζάκης μια εκδήλωση ανάγκης του ανθρώπου να αντιμετωπίσει τον

φόβο της μοναξιάς του και της ματαιότητας της πραγματικότητας κι επιθυμεί να

στηριχτεί κάπου. Γι’ αυτό οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την πίστη στις δικές τους

δυνάμεις και δημιουργούν θεούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους που τους

αφήνουν να ορίζουν τις ζωές τους. Ξεκινώντας απ’ τον Ιουδαϊσμό, καταλήγει

στον Χριστιανισμό με τον οποίο βγαίνουν στο φως τα ένστικτα της αγέλης, η

ταπεινότητα, η ένδεια και η υπομονή. Υπό το δόγμα της ισότητας και της

ελεημοσύνης το δηλητήριο του μηδενισμού κυλά στις φλέβες της ανθρωπότητας.

Στη συνέχεια ο Καζαντζάκης καταπιάνεται με τον όρο της ηθικής, τα όρια

καλού και κακού που πολλούς φιλοσόφους έχουν απασχολήσει και που κατά τον

συγγραφέα έβλεπαν την ηθική μάλλον ωφελιμιστικά και πρακτικά (αναφέρεται

στον Καντ, τον Σοπενχάουερ και υπονοεί και κάποιους ωφελιμιστές). Εν

αντιθέσει ο Νίτσε «επιχειρεί να εμβαθύνει στο μυστήριο της ηθικής», στην οποία

βρίσκει, όπως προκύπτει από την ανάλυση του Καζαντζάκη, άμεση σχέση με τη

θρησκεία εξηγώντας: ο άνθρωπος θέλοντας να σκεπάσει τις δικές του πράξεις

υπό το πέπλο μιας ανώτερης οντότητας, εφευρίσκει θεότητες με τα

χαρακτηριστικά και την κρίση που θα επιθυμούσε ο ίδιος. Σπεύδει να

ικανοποιήσει λοιπόν τις επιθυμίες και τις κρίσεις «θεών κακών και ζηλότυπων»,

καταπατώντας τα δικά του ένστικτα. Ο, τιδήποτε απομακρύνεται από τους

κανόνες του θεού συνάδει με την εγκατάλειψή του. Με την επικράτηση λοιπόν

μιας τέτοιας ηθικής προερχόμενης από τις αδυναμίες και τα ένστικτα της μάζας,

η οδύνη -στην αξίας της οποίας τόσο πίστευε ο Νίτσε- έχασε την αθωότητά της

αλλά και τη σημασία της στη ζωή, δαιμονοποιήθηκαν η χαρά και η ηδονή και

ήρθαν στην επιφάνεια ευτελή αισθήματα όπως η αδυναμία, η ταπεινότητα και η

μετριοφροσύνη.79

79 Βλ. και Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, ό. π. σημ. 76, σ. 135-141.

60

Άλλωστε αν ο Νίτσε πίστευε σε κάποια μορφή ηθικής, αυτή θα ήταν πέρα

από το καλό και το κακό, εκεί όπου πρώτο μέλημα θα ήταν να επικρατεί η ζωή με

κάθε δυνατό τρόπο είτε μέσω της χαράς είτε μέσω του πόνου, της αδικίας και της

κακίας αν χρειαζόταν. Πάνω σ’ αυτή του τη θέαση της ηθικής ακουμπά και η

τοποθέτησή του για τη φύση του δικαίου, της οποίας τη δημιουργία ο

Καζαντζάκης συγχέει με το περιβάλλον του Νίτσε -όπως και όλων των

στοχαστών που ανέπτυξαν τη θεωρία τους περί δικαίου (ο Χομπς στην Αγγλία

και το Δίκαιο που ενισχύει το συμφέρον του ισχυρού, στη Γαλλία επικράτησε το

τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης: Ελευθερία, Ισότητα, Αδερφότητα, ο

Έγελος στη Γερμανία και την ταύτιση του Δικαίου με το συμφέρον του έθνους

και την ανάπτυξή του)80 - που ως «γνήσιο τέκνο λαού εβρισκόμενου σε πλήρη

οργασμό» κρίνει το δίκαιο αναπόσπαστο της δύναμης. Οι ισχυροί είναι αυτοί που

δημιουργούν τον πίνακα των αξιών και καθορίζουν τι είναι καλό, ηθικό και

δίκαιο με βάση μόνο το συμφέρον τους. Ο Καζαντζάκης δεν διστάζει να τον

παρομοιάσει με τον Καλλικλή στον πλατωνικό Γοργία, σύμφωνα με τον οποίο το

δίκαιο είναι πάντοτε με το μέρος του δυνατού. Συνεπώς, οτιδήποτε διαφορετικό

αποτελεί παρακμή του Δικαίου, όπως αυτή που εντοπίζεται στην εποχή την οποία

κατέκρινε τόσο ο Νίτσε όσο κι ο Καζαντζάκης μέσω της μελέτης του αυτής.

Όλα τα παραπάνω, όπως συμπερασματικά καταλήγει ο Καζαντζάκης στη

διατριβή του, αποτελούν, όπως κατέδειξε, την παρακμή και κατάπτωση της

ανθρωπότητας και την επικράτηση της απαισιοδοξίας και της πρώτης περίπτωσης

του νιτσεϊκού μηδενισμού. Παντού εξαιτίας αυτής της πτώσης σε όλες τις αξίες

και τις θεμελιώδεις αρχές επικρατεί ο «θρίαμβος της ηθικής και του δικαίου του

δούλου». Το αριστοκρατικό ιδεώδες που κρατιόταν ψηλά για αιώνες, όπως το

γέννησαν και το έθρεψαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, αντικαταστάθηκε απ’ το

«δημοκρατικό ιδεώδες» των πολλών οι οποίοι μέσω του χριστιανισμού τελικά

επεβλήθησαν. Κυριαρχεί η θρησκεία του ελέους και της ευσπλαχνίας και η

80 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 65, σ. 95-6.

61

έννοια της θρησκείας που παλεύει για τον άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο,

ικανοποιώντας και προάγοντας τη ζωή εδώ προς το ανώτερο και καλύτερο, χάνει

τη σημασία της αφού ο τόπος και ο χρόνος των υποσχέσεων της επικρατούσας

χριστιανικής θρησκείας μετατοπίζεται αλλού. Αυτή ζητά από τον άνθρωπο να

είναι ταπεινός, προάγει τη μετριότητα και υπόσχεται εξάλειψη του πόνου, ο

οποίος αποτελεί για τη νιτσεϊκή φιλοσοφία σημαντικό και συνεισφέρον κεφάλαιο

στη δημιουργία.81

Και φτάνει αισίως ο Καζαντζάκης στην ανάπτυξη του θετικού μέρους της

φιλοσοφίας του Νίτσε, όπως το εξήγγειλε ήδη. Μέσα σ’ αυτή την άκρατη

υπεροχή του μηδενισμού προκύπτει ένα φλέγον ερώτημα: είναι άραγε η

ανθρωπότητα προορισμένη να εκλείψει με την επικράτηση των άνωθεν

συνθηκών ή μήπως «ο απελπισμός αυτός δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι οδύνες

της γέννησης ενός κόσμου υγιούς και ισχυρού»; Η απάντηση του Νίτσε είναι

«διονυσιακά» καταφατική. Οφείλει κανείς να μεταχειρίζεται την απαισιοδοξία ως

όργανο ζωής και να την προάγει όχι απλά φυτοζωώντας αλλά με δύναμη για

δημιουργία, στηριζόμενος στο βαθύ ένστικτο της βούλησης για επικράτηση.

Είναι ανάγκη επομένως να οικοδομηθεί καινούριος πίνακας αξιών,82 στη

βάση του οποίου να βρίσκεται αυτή η βούληση για επικράτηση και υπεροχή. Απ’

αυτή την τάση για υπεροχή προκύπτει το συμπέρασμα και το θεμελιώδες στοιχείο

της νιτσεϊκής φιλοσοφίας ότι σκοπός του ανθρώπου είναι να υπερβαίνει συνεχώς

τον εαυτό του αλλά και τον Άνθρωπο γενικά, να δημιουργεί καινούριο τύπο πιο

πλήρη και πιο ισχυρό, τον Υπεράνθρωπο, δηλαδή αυτόν που, σύμφωνα με τον

ορισμό που δίνει ο Κρητικός, θα θεσπίσει τον καινούριο πίνακα αξιών με στόχο

την αρμονική ανάπτυξη των ανθρώπινων ιδιοτήτων και έχοντας ως σκοπό της

ζωής του να τον ξεπεράσει.

81 Βλ. και Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, ο. π. σημ. 76, σ. 208. 82 «Ετούτον τον πίνακα κρεμάω πάνω σας», Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρα, μτφρ. Γ. Αλεξίου-Πρωταίου (Αθήνα, εκδ. Δαμιανός) , σ. 212.

62

Έκανε γνωστό ήδη ο Καζαντζάκης τον διαχωρισμό της κοινωνίας κατά τον

Νίτσε, όπου επικρατούν δυο τάξεις, οι κατώτεροι άνθρωποι, αυτοί που

ακολουθούν τις διεφθαρμένες αξίες υπό τη σκέπη διαφόρων ουτοπιστών,

οχλοκρατών ή της θρησκείας, δηλαδή οι «δούλοι» της νιτσεϊκής κοινωνίας και οι

ισχυροί, οι ευγενείς που επικρατούν και κυριαρχούν της αγέλης. Ο

Υπεράνθρωπος που θα προκύψει απ’ τον ευγενή, αριστοκρατικό άνθρωπο ο

οποίος θα σπάσει τα όρια της ανθρώπινης αλυσίδας, οφείλει να είναι αυστηρός

ακόμη και κακός τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους άλλους. Γιατί είναι

αυτός που γνωρίζει καλά ότι πρέπει να λέει «ναι» σε οτιδήποτε προάγει τη ζωή,

είτε είναι κακία, ψεύδος, ασχήμια, πόνος, είτε καλοσύνη, χαρά κ.ο.κ, λέει λοιπόν

«ναι» σε ό, τι καθιστά τη ζωή εντονότερη και ωραιότερη.

Αυτή οφείλει να είναι η σωστή σύσταση της κοινωνίας και ο σκοπός της

ανθρωπότητας κατά τον Νίτσε, όπως τον αντιλαμβάνεται ο Κρητικός

συγγραφέας. Η φιλοσοφία του ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων, όπως τονίζει ο

Καζαντζάκης και εξήγειρε μίσος και αγάπη ταυτόχρονα και συζήτηση για το

αντιφατικό της πορείας του. Στηρίχθηκε και έχει ομοιότητες με φιλοσοφικές

θεωρήσεις προγενέστερών του στοχαστών (Μακιαβέλι, Χομπς, Σοπενχάουερ,

Καντ), μολοταύτα ο Γερμανός αναπτύσσει, ζωογονεί τις ιδέες αυτές και

προσδίδει μια νέα και πρωτότυπη αίγλη.83 Η διαφορά του απ’ τους άλλους που

τόλμησαν να χτίσουν ένα φιλοσοφικό σύστημα ισχυρό (βλ. Καντ) βρίσκεται,

όπως δοκεί ο Καζαντζάκης, στη μετουσίωση μιας μεγάλης ιδέας, που συγκινεί

και επιδρά στη ζωή των ανθρώπων, σε αίσθημα και πάθος, κάτι που κατόρθωσε

σε μεγάλο βαθμό ο Νίτσε. Όπως, τέλος, σημειώνει ο Καζαντζάκης

εγκωμιάζοντας τον δάσκαλό του, σε μια εποχή όπως η σύγχρονή του όπου

ανθίζει η αναρχία, ο ατομισμός χωρίς σκοπό κι ο μηδενισμός, η διδασκαλία του

Νίτσε μπορεί να καταστεί σωτήρια και λυτρωτική για τη νέα γενιά. Όσοι λαοί ή

άνθρωποι καταφέρουν «ηρωικά» να αντέξουν τη φιλοσοφία του και να την

83 Καζαντζάκης, ό. π. σημ. 65, σ. 119.

63

εφαρμόσουν, αυτοί είναι ικανοί να ζήσουν, ενώ όσοι καταστραφούν απ’ αυτή

είναι άξιοι μόνο του οίκτου. «Το δηλητήριο που σκοτώνει τις αδύναμες φύσεις

είναι δυναμωτικό για τις δυνατές, οι οποίες δεν το ονομάζουν δηλητήριο»84

Όπως έγινε κατανοητό από την ανάλυση της διατριβής του Καζαντζάκη που

προηγήθηκε, ο Κρητικός δείχνει μέσω της παρουσίασης της φιλοσοφίας του

Γερμανού στοχαστή, τη μεγάλη επίδραση που δέχτηκε από το έργο του και πόσο

σπουδαία θεωρούσε τη σκέψη του Νίτσε. Εγκωμιάζει συνεχώς το νέο του

σύντροφο και βλέπει στις ιδέες του τη σωτηρία του ανθρώπου και το οικοδόμημα

νέου «δεκαλόγου», όπως θα γράψει αργότερα στην Ασκητική του, που θα

συμβάλλει στην ανοικοδόμηση του κόσμου. Ο ελιτισμός, η δίψα για δύναμη και

επικράτηση, η υπέρβαση προς ανύψωση, η αλλαγή της υπαρξιακής και

κοινωνικής σαθρότητας είναι τα στοιχεία της νιτσεϊκής φιλοσοφίας που

συντροφεύουν τη σκέψη του Καζαντζάκη μέχρι το τέλος.

84 Νίτσε, Χαρούμενη Επιστήμη, ό. π. σημ. 76, σ. 70.

64

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ

Εξετάζοντας το καζαντζακικό έργο στο σύνολό του (κάτι που για λόγους

οικονομίας δεν επιχειρήθηκε στην παρούσα μελέτη), διαπιστώνεται η επιρροή

που ασκήθηκε σε αυτό τόσο απ’ τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα

και σε παγκόσμια κλίμακα (άλλωστε ο Καζαντζάκης έζησε αρκετό μέρος της

ζωής του στο εξωτερικό, πέθανε μάλιστα στη Δυτική Γερμανία) –έζησε δύο

Παγκόσμιους Πολέμους και την Κρητική Επανάσταση (1895-1898), τη Ρώσικη

Επανάσταση κι όλα όπως είναι φυσικό μέσα σ’ ένα κλίμα κοινωνικού

αναβρασμού- όσο κι από σπουδαίους ανθρώπους, δασκάλους όπως τους ονόμαζε

ο ίδιος, που του χάρισαν διαφορετικές προοπτικές και νέους ορίζοντες. Ανάμεσα

σ’ αυτούς πρότυπά του υπήρξαν ο Χριστός, ο Βούδας, ο Λένιν, ο Νίτσε, ο

Μπερξόν, ο Οδυσσέας και κάτι απ’ όλους ο Καζαντζάκης συνέχισε να κουβαλά

μαζί του μέχρι το τέλος.

Η γνωριμία του με τη φιλοσοφία του Νίτσε, τυχαία σε μια βιβλιοθήκη στο

Παρίσι, στάθηκε ικανή να τον επηρεάσει πολύ βαθιά και ως νεαρός οραματιστής

τότε είδε στο πρόσωπο του Γερμανού τον μεγάλο δάσκαλο που δείχνει τον δρόμο

για την αλλαγή. Έχοντας αφήσει πίσω του τον αισθητισμό των πρώτων χρόνων

της δημιουργικής του πορείας (Όφις και Κρίνο) βλέπει στο νιτσεϊκό έργο το

απροσκύνητο, δηλαδή μια φιλοσοφία γεμάτη ανεξαρτησία που στόχο έχει να

θέσει νέους όρους ζωής κι ελευθερίας του ανθρώπου απ’ τους παλιούς πίνακες

αξιών που οδηγούν στη φθορά. Ο μηδενισμός που επικρατεί στην εποχή του (το

επισημαίνει όπως ήδη αναφέρθηκε, στη διατριβή του για τον Νίτσε) εύκολα τον

οδηγεί να ταυτίσει τον εαυτό του με τον φιλόσοφο και τον μηδενισμό της

Ευρώπης της δικιάς του εποχής, με σκοπό όμως να τον ξεπεράσει.

Ο Νίτσε και η επιρροή που άσκησε στον Καζαντζάκη η φιλοσοφία του

συνέβαλαν πολύ στη δημιουργία του ηρωικού μηδενισμού του, ο οποίος

εντοπίζεται σε όλη του σχεδόν την εργογραφία απ’ το 1910 κι έπειτα. Πρόκειται

65

για ένα σύνθημα που στόχο έχει να στρέψει τη ματιά του ανθρώπου στην άβυσσο

και αγωνιζόμενος ηρωικά να απελευθερωθεί απ’ τον φόβο ατενίζοντάς την, να

υπερβεί την παρούσα συνθήκη και τον σημερινό άνθρωπο. Ο «διονυσιακός

μηδενισμός» λοιπόν του Νίτσε γίνεται ηρωικός μηδενισμός (σ’ αυτό βέβαια δε

συνέβαλε μόνο η επιρροή του Γερμανού αλλά και η μπερξονική ζωτική ορμή, η

οποία επίσης εντοπίζεται έντονα στα έργα του Καζαντζάκη) και η σύμπνοια μαζί

του, αν και εξασθενεί με την πάροδο των χρόνων και την έλευση νέων

επιδράσεων (μετανιτσεϊσμός), ωστόσο παραμένει η ταύτιση μαζί του πιο

εσωτερικά: ο τρόπος που τον εγκωμιάζει στο τελευταίο του έργο, Αναφορά στον

Γκρέκο, δείχνει πως μετά από αρκετά χρόνια απ’ την πρώτη τους επαφή και

ισχυρή επίδραση της νιτσεϊκής σκέψης πάνω του και την υιοθέτηση της

φιλοσοφίας του (όπως φάνηκε κι απ’ την ανάλυση που προηγήθηκε), ο

Καζαντζάκης συνεχίζει νοσταλγικά να φέρει στο νου του αυτούς τους μήνες στο

Παρίσι και μ’ έναν τόνο υπερηφάνιας θυμάται το περιστατικό με την υπάλληλο

της βιβλιοθήκης που του τόνισε έκπληκτη πόσο μοιάζουν εμφανισιακά (μάλιστα

ο Καζαντζάκης απέκτησε και μουστάκια που έμοιαζαν μ’ εκείνα του Νίτσε)85.

Υπήρξε επομένως πέρα απ’ τη φιλοσοφική του σχέση με την αποδοχή των

ιδεών του Γερμανού απ’ τον Καζαντζάκη και μια συναισθηματική και

πνευματική συγγένεια που ένιωθε ο δεύτερος προς το δάσκαλό του. Κι ο καλός

του φίλος Π. Πρεβελάκης θα επισημάνει τον παραλληλισμό της ζωής του: «ένας

παραλληλισμός του Νίτσε και του Καζαντζάκη, όχι μόνο από τα γεγονότα του

εξωτερικού βίου, παρά κι απ’ τα ουσιαστικά τους βιώματα- τη μοναξιά, την

έξαψη, τον αγώνα και τη δημιουργία-, και μάλιστα από τη συγγένεια, για να μην

πω την ταυτότητα των ιδεών τους».86 Μάλιστα, σε αναλύσεις που έχουν γίνει για

την επιρροή του απ’ τον Νίτσε και συγκεκριμένα για τη διατριβή του και την

παρουσίαση των ιδεών του φιλοσόφου σ’ αυτήν, ο G. De Boel παραθέτει ένα

85 Χριστίνα Ντουνιά, «Με αλήθεια και φαντασία: ο Καζαντζάκης αυτοβιογραφούμενος», στο βιβλίο: Νίκος Καζαντζάκης, το έργο και η πρόσληψή του. Πεπραγμένα διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου (Ηράκλειο, εκδ. Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, 2006) σ. 267. 86 ό. π. σ. 167.

66

απόσπασμα του P. Bien απ’ το άρθρο του “Kazantzakis’ Nietzscheanism”, το

1972, όπου υποστηρίζει ότι στην εν λόγω διατριβή μοιάζει η ανάλυση του

Καζαντζάκη περισσότερο με αυτοανάλυση ή τουλάχιστον με την προβολή της

άποψής του πάνω στην ανάλυση της σκέψης του δασκάλου του.87

Συνεπώς γίνεται αντιληπτό πόσο στενή υπήρξε η σχέση του Καζαντζάκη με

τη νιτσεϊκή φιλοσοφία. Ακόμα κι αν η νεανική έξαρσή του στην προβολή των

νιτσεϊκών ιδεών (έγραψε άρθρα, μετέφρασε έργα του) κόπασε λίγο, τα στοιχεία

που υιοθέτησε εντοπίζονται μέχρι το τέλος στα έργα του (Ο Καπετάν Μιχάλης

για παράδειγμα, ανάλυση του οποίου προηγήθηκε, αποτελεί ένα από τα τελευταία

μυθιστορήματά του και εμπεριέχει σε έντονο βαθμό στοιχεία της φιλοσοφίας του

«μεγαλομάρτυρα»). Ο Καζαντζάκης έλαβε απ’ το Νίτσε τον αγώνα για αλλαγή

της παρούσας συνθήκης, την εγκαθίδρυση μιας νέας ηθικής, τη θέληση για

δύναμη με σκοπό την υπέρβαση και το κήρυγμα μιας «νέας θρησκείας» ανάλογης

μ’ εκείνη του νιτσεϊκού Υπερανθρώπου. Ταυτίζοντας τον εαυτό του με τον

φιλόσοφο έψαξε μέχρι το τέλος της ζωής του να βρει αυτό που θα τον κάνει να

σταθεί μπροστά στην άβυσσο, να την κοιτά και να μη φοβάται, έτοιμος πάντα

όπως προτρέπει στα έργα του να ριχτεί στην αιώνια πάλη της ζωής.

87 Gunnar De Boel, «Ο Καζαντζάκης πιστός αναγνώστης των γάλλων σχολιαστών του Nietzsche”, στο βιβλίο: Νίκος Καζαντζάκης, το έργο και η πρόσληψή του. Πεπραγμένα διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου (Ηράκλειο, εκδ. Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, 2006) σ. 226.

67

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

68

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Φ. ΝΙΤΣΕ

Ο Φρίντριχ Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1844 στο Ρένκεν της

Πρωσικής Σαξονίας, κοντά στη Λειψία. Μεγάλωσε σ’ ένα θρησκόληπτο

περιβάλλον, με πατέρα πάστορα και μητέρα που προερχόταν από οικογένεια

ιερέων. Ξεκίνησε σπουδές κλασσικής φιλολογίας και θεολογίας στο

πανεπιστήμιο της Βόννης, που όμως εγκατέλειψε αφού ένιωθε πως δεν κάλυπταν

τις θεολογικές και υπαρξιακές του αναζητήσεις. Στη συνέχεια σπούδασε

φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας κι ερχόμενος σε επαφή με τη

φιλοσοφία του Α. Σοπενχάουερ ενώ παράλληλα σύναψε φιλικές σχέσεις με τον

Γερμανό μουσικό Ρ. Βάγκνερ κι επηρεάστηκε από τη σκέψη του, δημοσίευσε

άρθρα φιλοσοφικού περιεχομένου. Αυτό στάθηκε ικανό να του απονεμηθεί απ’

το Πανεπιστήμιο της Λειψίας τίτλος διδάκτορα, το 1869 και παράλληλα το

Πανεπιστήμιο της Βασιλείας τον εξέλεξε έκτακτο καθηγητή. Η σχέση του με τον

Βάγκνερ κλονίζεται, ενώ το επόμενο διάστημα αρχίζει να υποφέρει από

ημικρανίες που τον επηρεάζουν σωματικά, ψυχικά και πνευματικά. Αρχίζει να

ταξιδεύει στην Ευρώπη και να συνθέτει τη φιλοσοφία του, σε μια περίοδο άκρως

παραγωγική, εκδίδοντας βιβλία, τα οποία ωστόσο δεν είχαν μεγάλη απήχηση. Η

υγεία του χειροτέρευσε μετά και το θάνατο της μητέρας του που τού στοίχισε και

την φροντίδα του ανέλαβε η αδερφή του Ελίζαμπεθ, η οποία είναι υπεύθυνη και

για τη διάδοση (και τον τρόπο διάδοσης των έργων του). Ο Νίτσε, που τα

τελευταία έτη της ζωής του ισορροπούσε ανάμεσα σε πραγματικότητα και

παράνοια, απεβίωσε στη Βαϊμάρη στις 25 Αυγούστου του 1900.

69

ΕΡΓΑ ΤΟΥ Φ. ΝΙΤΣΕ

Η Γέννηση της Τραγωδίας

Κείμενα για την Ελλάδα

Τα κείμενα της νεότητας

Παράκαιροι στοχασμοί

Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο

Χαραυγή

Η Χαρούμενη Επιστήμη

Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα

Πέρα από το καλό και το κακό

Γενεαλογία της ηθικής

Το λυκόφως των ειδώλων

Ο αντίχριστος

Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος)

Η περίπτωση Βάγκνερ - Νίτσε εναντίον Βάγκνερ – Οι διθύραμβοι του

Διόνυσου.

Η θέληση για δύναμη

Επιστολές

70

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ο Ν. Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου

του 1883, όταν το νησί βρισκόταν υπό την Οθωμανική κυριαρχία. Σε μικρή

ηλικία ο πατέρας του Μιχάλης, βλέποντας την έφεσή του στα γράμματα τον

έστειλε σε γαλλική σχολή στη Νάξο όπου ήρθε σε επαφή με το δυτικό

πολιτισμό. Τελειώνοντας το σχολείο στο Ηράκλειο σπούδασε νομικά στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1906 πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με το

μυθιστόρημά του Όφις και Κρίνο, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κάρμα

Νιρβαμή. Το 1908 φεύγει για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου

γνωρίζεται με τη φιλοσοφία του καθηγητή του, Α. Μπεργκσόν καθώς και με το

έργο του Φ. Νίτσε. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του επιστρέφει στην Ελλάδα

και εργάζεται ως δημοσιογράφος, ταξιδεύοντας σε πολλές χώρες, παράλληλα με

τη συγγραφή μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων, ταξιδιωτικών οδοιπορικών και

δοκιμίων και υιοθετώντας ιδέες και θεωρίες που διαμόρφωσαν τη σκέψη του . Το

1919 διορίζεται απ’ τον Ελευθέριο Βενιζέλο διευθυντής στο Υπουργείο

Περιθάλψεως και επικεφαλής ελληνικής επιτροπής στον Καύκασο για τον

επαναπατρισμό των Ελλήνων του Πόντου. Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1911 τη

Γαλάτεια Αλεξίου και το 1945 την Ελένη Σαμίου. Ο Ν. Καζαντζάκης

πολεμήθηκε πολύ για την κοσμοαντίληψή του που εκφράστηκε σε κάθε έργο του,

κυρίως από εκκλησιαστικούς κύκλους, προτάθηκε πέντε φορές για το Νόμπελ

Λογοτεχνίας χωρίς να το αποκτήσει. Μετά από έναν έντονο βίο, με ταξίδια,

γνωριμίες με πρόσωπα που τον σημάδεψαν, μεταφράσεις έργων και δημιουργία

πολλών δικών του, πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ της Δ.

Γερμανίας από λευχαιμία.

71

ΕΡΓΑ ΤΟΥ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ

Όφις και Κρίνο

Σπασμένες Ψυχές

Τόντα-Ράμπα

Ο Βραχόκηπος

Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται

Ο Καπετάν Μιχάλης

Ο Τελευταίος Πειρασμός

Ο Φτωχούλης του Θεού

Οι Αδερφοφάδες

Αναφορά στο Γκρέκο

ΔΟΚΙΜΙΑ

Η αρρώστια του αιώνος

Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας

Henri Bergson

Συμπόσιον

Ιστορία της ρώσικης λογοτεχνίας

Ασκητική, Salvatores Dei

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Οδύσσεια

Τερτσίνες

72

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ

Ξημερώνει

Φασγά

Εώς πότε;

Ο Πρωτομάστορας

Κωμωδία

Οδυσσέας

Νικηφόρος Φωκάς

Χριστός

Μέλισσα

Ιουλιανός ο Παραβάτης

Προμηθέας

Καποδίστριας

Σόδομα και Γόμορρα

Κούρος (ή Θησέας)

Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος

Χριστόφορος Κολόμβος

Βούδας

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΑ

Ταξιδεύοντας: Ισπανία

Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία-Κίνα

Ταξιδεύοντας: Αγγλία

Ταξιδεύοντας: Ρουσία

Ταξιδεύοντας: Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά-Ιερουσαλήμ-Κύπρος-ο Μοριάς

73

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Roderick Beaton (επιμ.), Εισαγωγή στο έργο του Καζαντζάκη: επιλογή

κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011.

Roderick Beaton, Ο Καζαντζάκης μοντερνιστής και μεταμοντέρνος,

εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2009.

Peter Bien, Καζαντζάκης: η πολιτική του πνεύματος, Πανεπιστημιακές

εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001.

Παντελής Βουτουρής, Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα, Παλαμάς-Νίτσε,

εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2006.

Νικηφόρος Βρεττάκος, Νίκος Καζαντζάκης: η αγωνία και το έργο του,

Σύψας – Σιαμαντάς, Αθήνα 1960.

Ελένη Καζαντζάκη, Νίκος Καζαντζάκης, ο ασυμβίβαστος: βιογραφία

βασισμένη σε ανέκδοτα γράμματα και κείμενά του, Αθήνα 1977.

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στο Γκρέκο, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα

2014.

Νίκος Καζαντζάκης, Από το ποιητικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, Δήμος

Ηρακλείου, Ηράκλειο 1977.

Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 2014.

Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, εκδόσεις

Καζαντζάκη, Αθήνα 2015.

Νίκος Καζαντζάκης, Ο Καπετάν Μιχάλης, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα

1974.

Νίκος Καζαντζάκης, Ο Πρωτομάστορας, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα

2012.

Νίκος Καζαντζάκης, Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και

της Πολιτείας, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 2006.

Νίκος Καζαντζάκης, Τερτσίνες, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 1960.

74

Νίκος Καζαντζάκης: Το έργο και η πρόσληψή του. Πεπραγμένα διεθνούς

επιστημονικού συνεδρίου: Πανεπιστημιούπολη Ρεθύμνου, Γαλλος, 23-25

Απριλίου 2004, εκδόσεις Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας, Ηράκλειο 2006.

Γεώργιος Κουμάκης, Νίκος Καζαντζάκης: θεμελιώδη προβλήματα στη

φιλοσοφία του, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1982.

Δημήτρης Λαμπρέλλης, Η επίδραση του Νίτσε στην Ελλάδα. «Τέχνη» και

«Διόνυσος», Βλαστός και Καζαντζάκης, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2009.

Αργυρώ Λιθαρή, « Ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος στο έργο ¨Καπετάν

Μιχάλης¨ του Νίκου Καζαντζάκη», Φιλόλογος, τχ. 159, σ. 72-83, εκδ.

Ιανός, Θεσσαλονίκη 2015.

Παντελής Πρεβελάκης, Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας,

Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1958.

Παντελής Πρεβελάκης, Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον

Πρεβελάκη, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 1984.

Φρειδερίκος Νίτσε, Ecce Homo, εκδόσεις Πανοπτικόν, μτφρ. Ζήσης

Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 2010.

Φρειδερίκος Νίτσε, Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο, μτφρ. Ζήσης

Σαρίκας, εκδόσεις Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2010.

Φρειδερίκος Νίτσε, Γενεαλογία της ηθικής, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις

Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2010.

Φρειδερίκος Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας, μτφρ. Χρήστος Μαρσέλλος,

εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009.

Φρειδερίκος Νίτσε, Η Χαρούμενη Επιστήμη, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας,

εκδόσεις Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2010.

Φρειδερίκος Νίτσε, Ο Αντίχριστος, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις

Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2010.

Φρειδερίκος Νίτσε, Πέρα από το καλο΄και το κακό, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας,

εκδόσεις Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2010.

75

Φρειδερίκος Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρα, μτφρ. Γεωργία Αλεξίου-

Πρωταίου, εκδόσεις Δαμιανός, Αθήνα.

Φρειδερίκος Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρα, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας,

εκδόσεις Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2010.