Η νομική διάσταση της εξόδου κράτους μέλους από τη...

34
Η νομική διάσταση της εξόδου κράτους μέλους από τη ζώνη του ευρώ ή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπό το φως του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου Ι. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η οικονομική και κοινωνική κρίση που διέρχεται η χώρα μας έχει οδηγήσει σε ανατροπές, αμφισβητήσεις και επαναπροσδιορισμό πολλών παραμέτρων, οι οποίες κατά τα τελευταία χρόνια έδειχναν σταθερές και ακλόνητες. Η παρούσα ανασφάλεια που φέρνει μία κατάσταση, εντός της οποίας τίποτα δεν είναι δεδομένο, αφού επηρέασε την καθημερινή οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή, αγγίζει κατά τους τελευταίους μήνες και τους τεθειμένους κανόνες που καθορίζουν τις έννομες σχέσεις μεταξύ των οικονομικών παραγόντων και των κρατών, αλλά και αυτές μεταξύ των ίδιων των κρατών. Πράγματι, οι ραγδαίες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις παγκοσμίως έχουν αφυπνίσει αρχέγονα ένστικτα επιβίωσης των κρατών σε διεθνές επίπεδο, τα οποία αντιδρούν με τον παλαιότερο τρόπο που είναι εντυπωμένος στην ιστορία τους: το «σώζων εαυτόν σωθήτω». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πλήττονται στον πυρήνα τους οράματα που πάντοτε προϋπέθεταν την επιδίωξη κοινών στόχων και πολιτικών, καθώς και μία υψηλού επιπέδου ενότητα και αλληλεγγύη. Ένα από τα οράματα αυτά, και ίσως το πιο εξελιγμένο αλλά και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, είναι αυτό της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπως ενσαρκώνεται στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ένωση συνιστά μία «κοινότητα δικαίου» 1 , και οι κανόνες που θεσπίζονται διά της «κοινοτικής μεθόδου» 2 αποτελούν το βασικό εργαλείο της ενωσιακής διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, το δίκαιο διαδραματίζει τον πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη της Ένωσης, στις σχέσεις της με τα κράτη μέλη, αλλά και στις σχέσεις των κρατών μελών μεταξύ τους. Το σύστημα της Ένωσης είναι παραδειγματικά 1 ΔΕΚ 1/91, γνωμοδότηση της 14/12/1991, Γνωμοδότηση περί ΕΟΧ, Συλλ. 1991, σ. Ι-6079. 2 Η οποία σήμερα αναδεικνύεται μέσω της «συνήθους νομοθετικής διαδικασίας» (άρθρο 294 ΣΛΕΕ). 1

Transcript of Η νομική διάσταση της εξόδου κράτους μέλους από τη...

Η νομική διάσταση της εξόδου κράτους μέλους από τη ζώνητου ευρώ ή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπό το φως του

διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου

Ι. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η οικονομική και κοινωνική κρίση που διέρχεται ηχώρα μας έχει οδηγήσει σε ανατροπές, αμφισβητήσεις καιεπαναπροσδιορισμό πολλών παραμέτρων, οι οποίες κατά τατελευταία χρόνια έδειχναν σταθερές και ακλόνητες. Ηπαρούσα ανασφάλεια που φέρνει μία κατάσταση, εντός τηςοποίας τίποτα δεν είναι δεδομένο, αφού επηρέασε τηνκαθημερινή οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή,αγγίζει κατά τους τελευταίους μήνες και τους τεθειμένουςκανόνες που καθορίζουν τις έννομες σχέσεις μεταξύ τωνοικονομικών παραγόντων και των κρατών, αλλά και αυτέςμεταξύ των ίδιων των κρατών.

Πράγματι, οι ραγδαίες πολιτικές και οικονομικέςεξελίξεις παγκοσμίως έχουν αφυπνίσει αρχέγονα ένστικταεπιβίωσης των κρατών σε διεθνές επίπεδο, τα οποίααντιδρούν με τον παλαιότερο τρόπο που είναι εντυπωμένοςστην ιστορία τους: το «σώζων εαυτόν σωθήτω». Αυτό έχει ωςαποτέλεσμα να πλήττονται στον πυρήνα τους οράματα πουπάντοτε προϋπέθεταν την επιδίωξη κοινών στόχων καιπολιτικών, καθώς και μία υψηλού επιπέδου ενότητα καιαλληλεγγύη. Ένα από τα οράματα αυτά, και ίσως το πιοεξελιγμένο αλλά και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, είναιαυτό της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπως ενσαρκώνεται στοπεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Ένωση συνιστά μία «κοινότητα δικαίου»1, και οικανόνες που θεσπίζονται διά της «κοινοτικής μεθόδου»2

αποτελούν το βασικό εργαλείο της ενωσιακής διακυβέρνησης.Με άλλα λόγια, το δίκαιο διαδραματίζει τον πρωταρχικόρόλο στην εξέλιξη της Ένωσης, στις σχέσεις της με τακράτη μέλη, αλλά και στις σχέσεις των κρατών μελών μεταξύτους. Το σύστημα της Ένωσης είναι παραδειγματικά1 ΔΕΚ 1/91, γνωμοδότηση της 14/12/1991, Γνωμοδότηση περί ΕΟΧ, Συλλ.1991, σ. Ι-6079.2 Η οποία σήμερα αναδεικνύεται μέσω της «συνήθους νομοθετικήςδιαδικασίας» (άρθρο 294 ΣΛΕΕ).

1

δικαιογενές3. Παρόλα αυτά, ακόμη και οι άτεγκτοι και μεμακρά νομολογία διαμορφωμένοι και με το στόχο τηςενοποίησης ερμηνευόμενοι ενωσιακοί κανόνες τέθηκαν υπόέντονη αμφισβήτηση, όταν η χιονοστιβάδα των οικονομικώνκαι πολιτικών εξελίξεων σάρωσε κατά τα τελευταία χρόνιακαι τον ευρωπαϊκό χώρο, πλήττοντας ιδιαίτερα τηνοικονομική και νομισματική πτυχή της Ένωσης4, δηλαδή τηνΟ.Ν.Ε., μα πάνω απ’ όλα το κύρος και την πίστη στοενοποιητικό εγχείρημα.

Εντός όλου αυτού του κλίματος ριζικής αμφισβήτησης,εδώ και πολλούς μήνες εξελίσσεται σε εθνικό και ευρωπαϊκόεπίπεδο μία συζήτηση περί του εάν είναι ωφέλιμη ήεπιβλαβής για την Ελλάδα αλλά και τα υπόλοιπα κράτη μέλητου ευρώ η παραμονή της στην ευρωζώνη. Λόγω τηςπροαναφερθείσας δικαιογένειας και δικαιοκρατίας τουενωσιακού συστήματος, αναπόφευκτα ο προβληματισμός αυτόςμεταφέρθηκε και στο νομικό πεδίο5, όπου λόγω τουαντικειμένου το ζήτημα τίθεται διαφορετικά: είναι νομικάδυνατή μία οικειοθελής ή μία επιβαλλόμενη αποχώρησηκράτους μέλους από την ευρωζώνη ή και ολότελα από τηνΕυρωπαϊκή Ένωση; Είναι εφικτή σε νομικό επίπεδο η έξοδοςαπό την ευρωζώνη με ταυτόχρονη παραμονή στους κύκλους τηςΈνωσης;

Στο παρόν άρθρο εξετάζονται αυτά ακριβώς ταερωτήματα και επιχειρείται η απάντησή τους πάντα με βάσητους τεθειμένους κανόνες του διεθνούς και του ενωσιακούδικαίου. Η μελέτη δεν υπεισέρχεται σε ζητήματα οικονομικάή πολιτικά, παρότι δίχως άλλο συνιστούν καθοριστικούςπαράγοντες για την εκτίμηση μίας τέτοιας εξέλιξης και«επισκιάζουν τελικώς οιαδήποτε νομική ανάλυση»6. Γιαλόγους τήρησης μίας συγκεκριμένης συλλογιστικής,

3 D. Berlin, «Interactions between the Lawmaker and the Judiciarywithin the EC», Legal Issues of European Integration, 1992, σ. 36.4 Έντονος και με διφορούμενες απόψεις υπήρξε, για παράδειγμα, οδιάλογος περί του εάν τα «πακέτα διάσωσης», όπως τελικώςδιαμορφώθηκαν μετά από πολλές διαμάχες και πιέσεις, είναι συμβατά μετους κανόνες της ΟΝΕ και ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 125 ΣΛΕΕ(βλ. ενδεικτικά V. Louis, «The no-bailout clause and rescuepackages», CMLRev, Vol. 47 (2010), σ. 976 επ.).5 Για το πρώτο εμπεριστατωμένο (και με τα δεδομένα της ΣτΛ) κείμενοπάνω στο ζήτημα αυτό βλ. Ph. Athanassiou, «Withdrawal and Expulsionfrom the EU and the EMU: Some Reflections», ECB Legal Working PaperSeries, No. 10 / December 2009.

2

προκειμένου να δοθεί μία απάντηση στο ως άνω ερώτημα, θαεξεταστεί πρώτα το maius, ήτοι το ενδεχόμενο εξόδου ενόςκράτους μέλους από την Ένωση, και στη συνέχεια το minus,δηλαδή η δυνατότητα εξόδου από την ευρωζώνη ειδικότερα.

ΙΙ. ΕΞΟΔΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

1. Εθελούσια

Πριν τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας(ΣτΛ) την 1η Δεκεμβρίου 2009 δεν υπήρχε διάταξη στιςΣυνθήκες, που να ρύθμιζε τη δυνατότητα ενός κράτουςμέλους της Ένωσης να αποχωρήσει από αυτή. Παρότι ουδέποτετέθηκε το ζήτημα μίας τέτοιας εξέλιξης, με εξαίρεση τηΓροιλανδία που δεν ήταν ωστόσο κράτος μέλος7, το νομικό-θεωρητικό σκέλος μίας τέτοιας πράξης απασχόλησε τηνεπιστήμη.

Δεδομένου ότι στο προ-Λισαβόνας καθεστώς δενυφίστατο ρητή πρόβλεψη μονομερούς αποχώρησης κράτουςμέλους, και παρότι σε θεωρητικό επίπεδο είναι οπωσδήποτεαμφίβολο το εάν η Ένωση μπορεί να χαρακτηριστεί νομικά ως«διεθνής οργανισμός», είναι βέβαιο ότι το συγκεκριμένοκενό θα μπορούσε να καλυφθεί μόνο με βάση τους κανόνεςτου διεθνούς δικαίου, οι οποίοι δεσμεύουν την Ένωση.Πράγματι, ανέκαθεν το Δικαστήριο των ΕυρωπαϊκώνΚοινοτήτων (πρώην ΔΕΚ, σήμερα Δικαστήριο της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης) δεχόταν ως «αναπόσπαστο τμήμα της ενωσιακήςέννομης τάξης» εκείνους τους διεθνείς κανόνες, που παρότιαπορρέουν από διεθνείς συμβάσεις στις οποίες η Ένωση δενείναι μέλος, τη δεσμεύουν ως γενικές αρχές του διεθνούςδικαίου8.

Τέτοιοι κανόνες εντοπίζονται στη Σύμβαση της Βιέννηςγια το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969 (ΣΒΔΣ)9. Σχετικώς, το

6 Ν. Σκανδάμης, Το κράτος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκδ. Α. Ν.Σάκκουλας, 1986, σ. 217.7 F. Harhoff, «Greenland’s Withdrawal from the European Communities»,CMLRev, Vol. 20 (1983), σ. 13.8 Μ. Περάκης, Η ένταξη και εφαρμογή του διεθνούς κανόνα στην έννομητάξη της ΕΕ, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σ. 36 επ.9 ΔΕΚ C-162/96, απόφαση της 16/6/1998, Racke / Hauptzollamt Mainz,Συλλ. 1998, σ. Ι-3655.

3

άρθρο 56 § 1 της Σύμβασης ρυθμίζει την περίπτωση τηςμονομερούς αποχώρησης μέλους από πολυμερή διεθνήσυμφωνία, όταν δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στην ίδια τησυμφωνία. Βάσει του άρθρου αυτού, μία τέτοια αποχώρησηδεν είναι νόμιμη, παρά μόνο εάν αποδεικνύεται ότι τασυμβαλλόμενα μέρη είχαν ήδη από τη σύναψη της συμφωνίαςτην πρόθεση να αποδεχθούν μία τέτοια δυνατότητα ή ότιδικαίωμα αποχώρησης εξυπακούεται από τη φύση τηςσυμφωνίας.

Ωστόσο, αφενός η τέως Συνθήκη για την ΕυρωπαϊκήΟικονομική Κοινότητα (όπως και οι σημερινές Συνθήκες γιατην Ευρωπαϊκή Ένωση και για τη Λειτουργία της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης) είχε συναφθεί με αόριστη διάρκεια, αφετέρου δε σεπολλά σημεία της τονιζόταν η πρόθεση των κρατών μελών τηςνα επιδιώκουν μία συνεχή εμβάθυνση και διεύρυνση τηςευρωπαϊκής ενοποίησης. Επομένως, από τη μία η διάρκειατων Συνθηκών και από την άλλη ο στόχος της «ολοένα καιστενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης» απέκλειαν τοενδεχόμενο να ισχύει μία από τις προαναφερθείσες δύοπεριπτώσεις νόμιμης αποχώρησης ενός κράτους μέλους. Μίατέτοια πράξη θα επέσυρε τη διεθνή ευθύνη τουαποχωρούντος10.

Εξάλλου, μία μονομερής καταγγελία των Συνθηκών απόκράτος μέλος της Ένωσης δεν θα μπορούσε να λάβει χώραούτε με βάση την αρχή της ριζικής και απρόβλεπτηςμεταβολής των περιστάσεων (rebus sic standibus)11, δεδομένηςτης προσαρμοστικότητας του ενωσιακού δικαίου και τουκαθοριστικού ρόλου που διαδραματίζουν τα κράτη μέλη στηλήψη των αποφάσεων, και μάλιστα με δυνατότητα προβολήςveto στις πιο καθοριστικές εξ αυτών για τα θεμελιώδησυμφέροντά τους12.

Η θέση σε ισχύ της ΣτΛ έδωσε λύση στο παραπάνωθεωρητικό δίλημμα, με τη θέσπιση της διάταξης του άρθρου50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Βάσει τουάρθρου αυτού, κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσειμονομερώς, με βάση τους συνταγματικούς του κανόνες, νααποχωρήσει από την Ένωση. Σε πρώτο στάδιο, έχει την

10 Ε. Ρ. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, Τεύχος Πρώτο, εκδ. Α. Ν.Σάκκουλας, 2004, σ. 210.11 Η αρχή αυτή τίθεται στο άρθρο 62 ΣΒΔΣ.12 Ν. Σκανδάμης, όπ. π., σ. 227.

4

υποχρέωση σύμφωνα να γνωστοποιήσει την απόφασή του αυτήστο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στη συνέχεια, η Ένωση και τοκράτος μέλος διαπραγματεύονται και επιχειρούν να συνάψουνδιεθνή συμφωνία, η οποία καθορίζει τις λεπτομέρειες τηςεξόδου του και διαμορφώνει το καθεστώς των μελλοντικώντου σχέσεων με την Ένωση. Με την έναρξη ισχύος τηςσυμφωνίας αυτής ή – στην περίπτωση που δεν ευοδωθούν οιδιαπραγματεύσεις – δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση τηςαπόφασης για αποχώρηση, οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν γιατο εν λόγω κράτος και το ενωσιακό δίκαιο δεν εφαρμόζεταιπια σε ό,τι το αφορά13.

Είναι σαφές ότι, βάσει του γράμματος του άρθρου 50ΣΕΕ, η γνωστοποίηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της απόφασηςγια αποχώρηση από το κράτος μέλος επιφέρει άμεσααποτελέσματα και το τελευταίο εισέρχεται σε ένα δρόμοδίχως επιστροφή ή δυνατότητα ανάκλησης της απόφασής του.Πράγματι, οι διαπραγματεύσεις και η σύναψη της συμφωνίας– επιλόγου μεταξύ Ένωσης και κράτους λαμβάνουν χώρα μεβάση το άρθρο 218 της Συνθήκης για τη Λειτουργία τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο εφαρμόζεται στιςδιεθνείς συμφωνίες μεταξύ Ένωσης και τρίτων κρατών14.Επίσης, το αποχωρήσαν κράτος δεν συμμετέχει στιςσυζητήσεις και τις αποφάσεις των ενωσιακών οργάνων σεό,τι αφορά τις ενέργειες της Ένωσης τις σχετικές με τηναποχώρησή του, παρότι συνεχίζει να δεσμεύεται από τοδίκαιο των Συνθηκών15. Τέλος, εάν το κράτος που αποχώρησεζητήσει την εκ νέου προσχώρησή του, η αίτησή του θααντιμετωπισθεί με βάση το άρθρο 49 ΣΕΕ όπως οι αιτήσειςόλων εκείνων των τρίτων κρατών, τα οποία ουδέποτε υπήρξανμέλη της Ένωσης16.

Όπως προκύπτει, έπειτα από τη θέση σε ισχύ της ΣτΛοποιοδήποτε κράτος μέλος και για οποιοδήποτε λόγο, οοποίος δεν μπορεί να ελεγχθεί για τη βασιμότητα ή τηναναγκαιότητά του, μπορεί να αποχωρήσει από την Ένωση. Ηδιάταξη του άρθρο 50 ΣΕΕ ρυθμίζει δύο ουσιώδη ζητήματα ωςπρος την αποχώρηση αυτή. Το πρώτο είναι η διαπραγμάτευσηκαι η σύναψη της διεθνούς συμφωνίας, η οποία θα διέπει το

13 Άρθρο 50 § 3 ΣΕΕ.14 Άρθρο 50 § 2 ΣΕΕ.15 Άρθρο 50 § 4 ΣΕΕ.16 Άρθρο 50 § 5 ΣΕΕ.

5

νομικό καθεστώς της εξόδου αλλά και μετά την έξοδο τουκράτους μέλους, και το δεύτερο είναι η λήξη ισχύος τηςδέσμευσης του κράτους μέλους αυτού από τους κανόνες τουενωσιακού δικαίου.

Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, η ορθότερη ερμηνεία τηςδιάταξης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τόσο η Ένωση, όσο καιτο κράτος μέλος που αποχωρεί, έχουν την απορρέουσα από τοενωσιακό δίκαιο υποχρέωση να διεξαγάγουν διαπραγματεύσειςκαι να καταλήξουν σε συμφωνία σε πνεύμα συνεργασίας καικαλής πίστης. Πράγματι, η παρ. 2 του ως άνω άρθρου ορίζειότι «η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις…» και ότι «η Ένωσησυνάπτει με το εν λόγω κράτος μέλος…». Η οριστικότητα τηςδιατύπωσης αυτής17, η οποία χρησιμοποιείται και σε άλλασημεία των Συνθηκών18, δεν μπορεί παρά να θεμελιώνει μίαυποχρέωση καλόπιστης και ειλικρινούς καταβολήςπροσπαθειών, με κάθε διαθέσιμο μέσο και για όσο χρόνοχρειαστεί, όχι μόνο για την Ένωση, αλλά και για το κράτοςμέλος, το οποίο δεσμεύεται ως προς τα διαδικαστικά βήματατης αποχώρησής του από το άρθρο 50 ΣΕΕ. Άλλωστε,δεδομένου ότι η εν λόγω συμφωνία ρυθμίζει μεταξύ άλλωντις «λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρηση του κράτουςμέλους», καθίσταται σαφές ότι η έξοδος δεν μπορεί ναθεωρηθεί ολοκληρωμένη εάν δεν ρυθμιστούν νομικά όλες οιπτυχές της. Τέλος, η υποχρεωτικότητα ως προς τηνκαλόπιστη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων με ειλικρινήαπώτερο στόχο την ευόδωση και σύναψη της συμφωνίαςπροκύπτει και από την τήρηση της αρχής της καλόπιστηςσυνεργασίας μεταξύ Ένωσης και κρατών μελών (άρθρο 4 § 3ΣΕΕ), η οποία συνιστά θεμελιώδη αρχή του ενωσιακούδικαίου19. Κατά συνέπεια, εάν η σύναψη της συμφωνία δενκαταστεί τελικώς εφικτή λόγω μη ορθής συμπεριφοράς ενόςεκ των μερών ή ένα εκ των μερών αποχωρήσει από τη

17 Ο αγγλικός όρος είναι «the Union shall negotiate / conclude» και ογαλλικός είναι «l’ Union négocie et conclut», επομένως και στις δύοαυτές εκδοχές θεμελιώνεται υποχρέωση.18 Για παράδειγμα στο άρθρο 6 § 2 ΣΕΕ προβλέπεται ότι: «Η Ένωσηπροσχωρεί στην ΕΣΔΑ […]». Η διατύπωση αυτή δεν μπορεί να σημαίνειοπωσδήποτε υποχρέωση επίτευξης αποτελέσματος, αφού η εν λόγωπροσχώρηση δεν εξαρτάται μόνο από την Ένωση, αλλά επιβάλλει σαφέστατατην ειλικρινή και καλόπιστη καταβολής προσπαθειών σε εύλογο χρόνο καιμε κάθε διαθέσιμο μέσο.19 ΔΕΚ, απόφαση της 19/1/1993, Επιτροπή / Ιταλία, Συλλ. 1993, σ. Ι-191, σκ. 22-23.

6

διαπραγμάτευση, το μέρος αυτό θα υπέχει ευθύνη λόγωπαραβίασης του ενωσιακού δικαίου.

Μία διαφορετική ερμηνεία του γράμματος του άρθρου 50ΣΕΕ, που θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η ειλικρινής καικαλόπιστη διαπραγμάτευση με απώτερο στόχο τη σύναψησυμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και του αποχωρούντος κράτουςμέλους δεν είναι υποχρεωτική, με αποτέλεσμα η μηδιεξαγωγή της από ένα μέρος υπό τις παραπάνω προϋποθέσειςνα μην επισύρει την ευθύνη του, θα προσέκρουε όχι μόνοστα τρία παραπάνω επιχειρήματα αλλά και στην ίδια τηλογική, αφού οι συνέπειες της εξόδου ενός κράτους μέλουςαπό την Ένωση υπερβαίνουν σε μέγεθος και έκταση κάθελογική εκτίμηση, και επομένως η ύπαρξη ενός σαφώςκαθορισμένου μεταβατικού σταδίου διεπομένου από μίαδεσμευτική συμφωνία είναι απαραίτητη.

Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα που ρυθμίζεται από τοάρθρο 50 ΣΕΕ, ήτοι τη διάρκεια ισχύος του ενωσιακούδικαίου στο κράτος μέλος, στο σημείο αυτό η διάταξη δενανταπεξέρχεται στις απαιτήσεις των περιστάσεων. Θέτονταςουσιαστικά ως όριο τα δύο έτη μετά τη δήλωση αποχώρησηςτου κράτους μέλους, προβλέπει ως νόμιμη και λογική τηδιάρρηξη ενός τόσο στενού και πολυεπίπεδου συμβατικούδεσμού ενός κράτος μέλους με την Ένωση, η οποία λαμβάνειχώρα διά μίας απλής, μονομερούς του απόφασης και μετά τηνπάροδο δύο μόνο ετών, ανεξαρτήτως εάν έχει συναφθεί ή όχιη - απαραίτητη για τη ρύθμιση των νομικών σχέσεων μεταξύτων μερών – διεθνής συμφωνία.

Επιπλέον, η παύση της ισχύος των Συνθηκών ως προς τοκράτος μέλος που αποχωρεί, ανεξαρτήτως της ολοκλήρωσης ήόχι της σύναψης της παραπάνω συμφωνίας μεταξύ Ένωσης καικράτους μέλους, φαίνεται να «διαψεύδει» τους δηλωμένουςσκοπούς των Συνθηκών, να «προδίδει» το πνεύμα τους και τηφύση τους ως συνταγματικού χάρτη μίας νέας, αυτόνομηςέννομης τάξης20, και να βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τηδιάταξη περί καθήκοντος συνεργασίας Ένωσης και κρατώνμελών και παροχής υποστήριξης και διευκόλυνσης τωντελευταίων προς την πρώτη21.

20 ΔΕΚ 6/64, απόφαση της 15/7/1964, Costa / E.N.E.L., Συλλ. 1964, σ.1141. 21 Άρθρο 4 § 3 ΣΕΕ.

7

Ένα αντεπιχείρημα στην παραπάνω κριτική, που θαβασιζόταν στη θεμελιώδη αρχή της κρατικής κυριαρχίας δενθα μπορούσε να ευδοκιμήσει στην παρούσα συζήτηση. Ηαπόλυτη κυριαρχία των κρατών ως των ισχυρότερωνυποκειμένων του διεθνούς δικαίου τους απονέμει τοδικαίωμα να συμβάλλονται κατά βούληση, να αποδέχονται ήόχι την ανάληψη υποχρεώσεων και να ορίζουν το εάν καικατά πόσο θα περιορίσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματαπρος όφελος ενός σκοπού, τον οποίο τα ίδιασυμπροσδιορίζουν. Ωστόσο, άπαξ και λάβει χώρα ηπροσχώρηση σε μία σύμβαση, όταν αναληφθούν οι δεσμεύσειςκαι τα κράτη αυτο-περιορίσουν το εύρος της κυριαρχίαςτους, βάσει του διεθνούς αλλά και του ενωσιακού δικαίουδεν εναπόκειται πια στα ίδια να υπαναχωρήσουν όποτε τοθελήσουν και δίχως όρους, διότι μία τέτοια συλλογιστικήθα ερχόταν σε αντίθεση με τη θεμελιωδέστερη ίσως αρχή τουδικαίου, αυτή του «pacta sunt servanda».

Είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι, διά μέσου τωνΣυνθηκών και με στόχο την ολοένα και στενότερη ευρωπαϊκήενοποίηση, τα κράτη μέλη της Ένωσης έχουν «περιορίσει τακυριαρχικά τους δικαιώματα»22, και μάλιστα όχι μόνο προςόφελος της ίδιας της Ένωσης, αλλά – κυρίως – προς όφελοςτων ίδιων των πολιτών τους. Το σχήμα αυτό της μεταφοράςκυριαρχίας προς μία υπερεθνική οντότητα (προς τα πάνω)και παράλληλα προς τους πολίτες (προς τα κάτω) συνιστάμοναδικό φαινόμενο στο χώρο του δικαίου και αποτελεί τηθεμέλια λίθο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

Επομένως, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η(περιορισμένη) κυριαρχία των κρατών μελών της Ένωσηςπεριλαμβάνει εξ ορισμού το δικαίωμά τους να αποχωρούν απόαυτή άνευ όρων, και δίχως να υφίσταται πρόβλεψη για μίαενδιάμεση συμφωνία ή για τις συνέπειες που ένα «κενόδικαίου» θα επιφέρει όχι μόνο στην Ένωση και τα λοιπάκράτη μέλη, αλλά και στα άλλα υποκείμενα δικαίου τηςενωσιακής έννομης τάξης, δηλαδή τους ίδιους τους πολίτες.

Για τους παραπάνω λόγους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι,κατά την ορθότερη ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 50ΣΕΕ, είναι υποχρεωμένη η Ένωση και το κράτος μέλος πουαποχωρεί να παρατείνουν την εφαρμογή του δικαίου των

22 ΔΕΚ 26/62, απόφαση της 5/2/1963, Van Gend en Loos / Administratieder Belastingen, Συλλ. 1963, σ. 3.

8

Συνθηκών στο τελευταίο, μέχρι να καταλήξουν σε συμφωνίαγια το μεταγενέστερο καθεστώς, υπό την έννοια ότι ηπλευρά που δεν συναινεί στην παράταση αυτή θέτει ενκινδύνω τα συμφέροντα των εμπλεκομένων μερών και τωνπολιτών της Ένωσης, και βαρύνεται με ευθύνη. Η υποχρέωσηαυτή μπορεί να βασιστεί στο γράμμα του άρθρου 50 ΣΕΕ ωςπρος την υποχρέωση διεξαγωγής διαπραγματεύσεων για όσοχρειαστεί και με ειλικρινή στόχο τη σύναψη της συμφωνίας,καθώς και στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4 §3 ΣΕΕ). Άλλωστε, η δυνατότητα ομόφωνης παράτασης τηςδιάρκειας ισχύος των Συνθηκών στο κράτος μέλος πουαποχωρεί παρέχεται ήδη στο άρθρο 50 § 3 ΣΕΕ (αν και όχιως υποχρεωτική), και δεν απαιτείται να «προστεθεί» απότον ερμηνευτή της διάταξης.

Η διαφαινόμενη από τα παραπάνω «διευκόλυνση» τηςμονομερούς αποχώρησης κράτους μέλους από την Ένωση υπό τοκαθεστώς της ΣτΛ προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλείερωτηματικά, αφενός ως προς τη σκοπιμότητά της, καιαφετέρου ως προς τη συνάφειά της με τις θεμελιώδεις αρχέςπου διέπουν το ενωσιακό δίκαιο αλλά και την ιδιαίτερηφύση του ίδιου του εγχειρήματος της ευρωπαϊκήςενοποίησης. Πράγματι, παρότι ο ενωσιακός συντακτικόςνομοθέτης θα μπορούσε να θέσει αυστηρότερους όρους καιπροϋποθέσεις, προκειμένου να περιορίσει και να«αποθαρρύνει» τις – οπωσδήποτε κολοσσιαίες – επιπτώσειςμίας τέτοιας αποχώρησης σε πολιτικό, οικονομικό καικοινωνικό επίπεδο, παρότι θα ηδύνατο για παράδειγμα ναθέσει ρητώς ως υποχρεωτική τη σύναψη της τελικής διεθνούςσυμφωνίας ή να προβλέψει την παράταση της ισχύος τωνΣυνθηκών στο κράτος που αποχωρεί έως τη σύναψη τηςσυμφωνίας αυτής, απέφυγε να το πράξει κατά τη διατύπωσητου άρθρου 50 ΣΕΕ, με αποτέλεσμα να υφίσταται κίνδυνοςκατάχρησης της διάταξης από ισχυρά κράτη, τα οποία θαβρίσκονται σε θέση να ασκούν έντονη πίεση στα πιο αδύναταεπικαλούμενα και μόνο τη διάταξη αυτή.

Οι σκέψεις αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουνδύο πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα του τι οδήγησε στηδιαμόρφωση της ρύθμισης του άρθρου 50 ΣΕΕ. Η πρώτη είναιη «νομική», και συνίσταται στο ότι ο ενωσιακόςσυντακτικός νομοθέτης θέλησε – χωρίς να ενσκήψει επαρκώς– να εντάξει στις Συνθήκες νομική πρόβλεψη ακόμη και γιαένα τόσο απίθανο ενδεχόμενο, όσο η αποχώρηση ενός κράτους

9

μέλους από την Ένωση, κάτι το οποίο κατά τα άλλα δενενθαρρύνεται. Η δεύτερη είναι «πολιτική», και διαβλέπειτο άνοιγμα μίας θύρας είτε για επιβολή αφόρητων πιέσεωνσε αδύναμα και - ανεπιθύμητα πλέον - κράτη μέλη νααποχωρήσουν «αυτοβούλως», εξέλιξη που δεν μπορεί πια ναπαρεμποδιστεί σε νομικό επίπεδο από τα τελευταία, είτεγια αποχώρηση μεγάλων κρατών, που θεωρούν πλέον ότιπερισσότερο ζημιώνονται παρά κερδίζουν από τη συμμετοχήτους στην Ένωση.

Πέραν των παραπάνω προβληματισμών ως προς τηδιατύπωση και το νόημα του άρθρου 50 ΣΕΕ μετά τη ΣτΛ,γεγονός παραμένει ότι υπό το σημερινό νομικό καθεστώς ημονομερής και εθελούσια αποχώρηση ενός κράτους μέλους απότην Ένωση είναι εφικτή και θεσμοθετημένη, υπό τον όροόμως της επιτυχούς σύναψης μίας συμφωνίας για τιςλεπτομέρειες της αποχώρησης και για τη νομική ρύθμιση τωνμετέπειτα σχέσεων μεταξύ των μερών.

10

2. Επιβαλλόμενη

Παρότι δεν είναι η σοφότερη οδός αντιμετώπισης τωνπροβλημάτων23, η «αποπομπή» κράτους από μία πολυμερήσύμβαση ή διεθνή οργανισμό, με άλλα λόγια ο τερματισμόςτης εφαρμογής των συμφωνηθέντων έναντι αυτού, είναισύμφωνη με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, εφόσον έχειπροβλεφθεί στη συμφωνία ή το καταστατικό και πληρούνταιοι προϋποθέσεις που έχουν τεθεί24. Για παράδειγμα, τέτοιαπρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 6 του Καταστατικού Χάρτη τουΟΗΕ, και στο άρθρο 8 του Καταστατικού του Συμβουλίου τηςΕυρώπης.

Βάσει του άρθρου 60 ΣΒΔΣ η παραβίαση από ένασυμβαλλόμενο κράτος μίας διατάξεως πολυμερούς συνθήκης, ηοποία είναι ουσιώδης για την πραγματοποίηση τουαντικειμένου και του σκοπού της, παρέχει το δικαίωμα σταάλλα συμβαλλόμενα μέρη, με ομόφωνη απόφασή τους, νααναστείλουν ή να τερματίσουν την εφαρμογή της έναντι τουκράτους αυτού.

Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν μπορεί να ισχύσει – σεπερίπτωση έλλειψης ειδικότερης ρύθμισης - ως κανόνας στηνενωσιακή έννομη τάξη. Η κατ’ ουσία «ένσταση της μηεκπληρώσεως της παροχής», η οποία κατοχυρώνεται στοπροαναφερθέν άρθρο 60 ΣΒΔΣ, θεμελιώνεται στην «αρχή τηςαμοιβαιότητας», η οποία ναι μεν διαδραματίζει σημαντικόρόλο στις διεθνείς σχέσεις και προβλέπεται και στο άρθρο28 § 1 και 3 του ελληνικού Συντάγματος, αλλά δεν γίνεταιαποδεκτή, ούτε εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ των κρατώνμελών της Ένωσης, ούτε συνάδει με το πνεύμα και τουςσκοπούς των Συνθηκών.

Ειδικότερα, η εγκαθίδρυση από την Ένωση του πιοεξελιγμένου δικαιοδοτικού συστήματος σε διεθνές επίπεδο,η θεμελίωση της υποχρέωσης επίλυσης των διαφορών μεταξύτων κρατών μελών με βάση το ενωσιακό σύστημα και κανόνες(άρθρο 344 ΣΛΕΕ), και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας τωνΣυνθηκών ως συνταγματικού χάρτη μίας «νέας έννομης τάξης»

23 L. Sohn, «Expulsion or Forced Withdrawal from an InternationalOrganization», Harvard Law Review, Vol. 77 (1964), σ. 1381 επ.24 Για εκτενή ανάλυση βλ. M. Magliveras, Law and Practice BehindMember States' Expulsion and Suspension of Membership, Kluwer LawInternational, 1999.

11

έχουν οδηγήσει το Δικαστήριο στην πάγια απόρριψη τηςεφαρμογής της exceptio non adimpleti contractus25. Επομένως,δυνατότητα αποπομπής κράτους μέλους από την Ένωση κατόπιναπόφασης των υπολοίπων κρατών μελών λόγω παραβίασηςουσιώδους διάταξης ούτε προβλέπεται, ούτε θα μπορούσε ναυφίσταται χωρίς ρητή πρόβλεψη στις ίδιες τις Συνθήκες.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η παραπάνω διαπίστωση τηςμη εφαρμογής του άρθρου 60 ΣΒΔΣ στην ενωσιακή έννομη τάξηδεν συνεπάγεται τη μη δυνατότητα πρόβλεψης μίας τέτοιαςαποπομπής ως κύρωσης για την παραβίαση ουσιώδους διάταξηςτων Συνθηκών, εφόσον λαμβάνει χώρα σε θεσμικό επίπεδο,υπό προϋποθέσεις και βάσει διαδικασίας που προβλέπονταιαπό το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο. Πράγματι, κατά το χρόνοεπεξεργασίας της ΣτΛ, μερίδα Ευρωβουλευτών υποστήριξε τηνανάγκη κατοχύρωσης συλλογικού δικαιώματος αποπομπήςκράτους μέλους, με στόχο τον περιορισμό του κινδύνουάσκησης πολιτικών εκβιασμών δια της απειλής ενεργοποίησηςαπό κράτος μέλος της ρήτρας εξόδου του άρθρου 50 ΣΕΕ26.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη πρόταση ή άλλη παρόμοιαδιάταξη δεν συμπεριλήφθηκε στη ΣτΛ, με αποτέλεσμα να μηνυφίσταται με βάση τις Συνθήκες δυνατότητα αποπομπήςκράτους μέλους από την Ένωση παρά τη βούλησή του.Αντιθέτως, στις διατάξεις περί παραβίασης του ενωσιακούδικαίου από κράτος μέλος, ορίζεται ότι η αναγνώριση τηςπαραβίασης αυτής από το Δικαστήριο επιφέρει την υποχρέωσητου κράτους αυτού να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, για ναάρει την παραβίαση27. Σε περίπτωση που κάτι τέτοιο δενσυμβεί, προβλέπεται ένας – επιταχυνθείς μετά τη ΣτΛ28 –μηχανισμός επιβολής κυρώσεων στο κράτος μέλος από τοΔικαστήριο, οι οποίες όμως είναι αποκλειστικά χρηματικήςκαι όχι άλλης φύσεως29.

Η διάταξη που προσεγγίζει περισσότερο από κάθε άλλητη φιλοσοφία της επιβολής αυστηρών κυρώσεων και τηςαναστολής δικαιωμάτων σε κράτος μέλος, το οποίο25 ΔΕΚ 90-91/63, απόφαση της 13/11/1963, Επιτροπή / Βέλγιο καιΛουξεμβούργο, Συλλ. 1964, σ. 625.26 Φ. Αθανασίου, «Έξοδος κράτους μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση καιτην ευρωζώνη», Ευρωπαίων Πολιτεία, Τεύχος 2/2010, σ.269.27 Άρθρα 258, 259 και 260 § 1 ΣΛΕΕ.28 Β. Χριστιανός, «Η Συνθήκη της Λισαβόνας και οι νέοι κανόνεςλειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ΝοΒ, Τόμ. 57 (2009), σ. 821.29 Άρθρο 260 § 2 και 3 ΣΛΕΕ.

12

παραβιάζει συστηματικά τις Συνθήκες, είναι αυτή τουάρθρου 7 ΣΕΕ30. Βάσει του άρθρου αυτού, που εισήχθη με τηΣυνθήκη του Άμστερνταμ, εγκαθιδρύεται ένα σύστημαδιαβαθμιζόμενων κυρώσεων κατόπιν αποφάσεων του Συμβουλίουέναντι κράτους μέλους, το οποίο διαπιστώνεται ότιπροβαίνει σε σοβαρή και διαρκή παραβίαση των θεμελιωδώναξιών της Ένωσης, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ31.

Οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 ΣΕΕ καιεπιβάλλονται κατόπιν αποφάσεων (με ενισχυμένη πλειοψηφία)του Συμβουλίου, οι οποίες με τη σειρά τους ελέγχονταιδικαστικά για τη νομιμότητά τους από το Δικαστήριο32,συνίστανται σε συστάσεις που απευθύνονται στο κράτοςμέλος, έως και – σε υψηλότερο βαθμό αυστηρότητας - τηναναστολή δικαιωμάτων του κράτους μέλους, που απορρέουναπό τις Συνθήκες, αλλά όχι και των αντιστοίχωνυποχρεώσεων. Κάποια από τα δικαιώματα του κράτους μέλους,των οποίων μπορεί να αποφασιστεί η αναστολή, είναι αυτότης ψήφου του στο Συμβούλιο33 και της χρηματοδότησής τουαπό τα Διαρθρωτικά Ταμεία ή το Ταμείο Συνοχής34. Τοενδεχόμενο σοβαρής και διαρκούς παραβίασης μίας εκ τωναξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ από κράτος μέλος της Ένωσης είναιμάλλον απίθανο, και ο μηχανισμός του άρθρου 7 ΣΕΕουδέποτε χρησιμοποιήθηκε έως σήμερα.

30 Το άρθρο αυτό εισήχθη εν όψει της ανάληψης της κυβέρνησης τηςΑυστρίας από την ακροδεξιά παράταξη, αφού έγινε αντιληπτό ότι η Ένωσηδεν θα είχε τρόπο αντιμετώπισης ενός κύματος παραβιάσεων τωνανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών αρχών της σε κράτος μέλοςτης.31 Στη διάταξη αυτή αναφέρονται οι σημαντικότερες εκ των αξιών, στιςοποίες βασίζεται η Ένωση και ασπάζονται τα κράτη μέλη της, όπως ηανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα, τοκράτος δικαίου, η απαγόρευση των διακρίσεων, η δικαιοσύνη, και οσεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατά το Δικαστήριο, οι αρχέςαυτές αποτελούν τα «θεμέλια της έννομης τάξης της Ένωσης», καιυπερισχύουν κάθε άλλου κανόνα, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και τωνλοιπών κανόνων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου (ΔΕΚ C-402,415/05Ρ,απόφαση της 03/09/2008, Kadi and Al Barakaat InternationalFoundation / Συμβούλιο και Επιτροπή, Συλλ. 2008, σ. Ι-6351, σκ. 301-304).32 Άρθρο 269 ΣΛΕΕ.33 Άρθρο 7 § 3 ΣΕΕ.34 Βλ. Κ. Σγουρίδου εις Β. Σκουρή, Εμηνεία Συνθηκών, άρθρο 7 ΣΕΕ, αρ.περ. 4.

13

Παρότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ηπροβλεπόμενη από το άρθρο 7 ΣΕΕ αναστολή δικαιωμάτων ειςβάρος κράτους μέλους είναι αυστηρότερη κύρωση από τηνολοκληρωτική αποπομπή του, λόγω του ότι στην πρώτηπερίπτωση εξακολουθούν να ισχύουν στο ακέραιο όλες οιυποχρεώσεις του απέναντι στην Ένωση, γεγονός παραμένειότι στις Συνθήκες δεν προβλέπεται αιτία ή τρόποςεπιβαλλόμενης σε κράτος μέλος αποχώρησης. Οι γενικότεροικανόνες του διεθνούς δικαίου περί αποπομπής μέλουςπολυμερούς διεθνούς συνθήκης ή διεθνούς οργανισμού δενμπορούν να τύχουν εφαρμογής στην ενωσιακή έννομη τάξη,λόγω της μη αποδοχής της αρχής της αμοιβαιότητας και τουπνεύματος των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει τα κράτημέλη.

Συναφώς θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα εάνστοιχειοθετείται «σοβαρή και διαρκής παραβίασηθεμελιώδους αρχής της Ένωσης» από κράτος μέλος λόγωδημοσιονομικής απειθαρχίας και παραβίασης αποφάσεων, πουέχει λάβει το Συμβούλιο στο πλαίσιο της Οικονομικής καιΝομισματικής Ένωσης (Ο.Ν.Ε.), εάν δηλαδή μία τέτοιαπαραβίαση θα μπορούσε να οδηγήσει έστω και στην αναστολήδικαιωμάτων του εντός της Ένωσης, εξέλιξη που θα μπορούσενα το εξωθήσει σε έξοδο.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό,πρέπει κατ’ αρχάς να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 7 ΣΕΕαναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στις «αξίες του άρθρου 2ΣΕΕ», και κατά συνέπεια καθίσταται σαφές ότι ο ενωσιακόςσυντακτικός νομοθέτης δεν θέλησε να καταστήσει «ευέλικτο»έναν τόσο αυστηρό μηχανισμό επιβολής κυρώσεων. Με άλλαλόγια, δεν μπορεί σε μία τέτοια περίπτωση διάταξης, όπωςαυτή του άρθρου 7 ΣΕΕ, να γίνει υπέρβαση του γράμματοςτου κανόνα και να αναζητηθούν παραβιαζόμενες «αξίες» σεδιατάξεις πέραν του άρθρου 2 ΣΕΕ. Όσον αφορά το ίδιο τοάρθρο 2 ΣΕΕ, τονίζεται ότι, όπως προκύπτει από τηδιατύπωσή του, δεν λαμβάνει χώρα ενδεικτική, αλλάεξαντλητική απαρίθμηση των «αξιών της Ένωσης». Επομένως,είναι εξαιρετικά αμφίβολη νομικά έως και λανθασμένη –τουλάχιστον στο παρόν στάδιο εξέλιξης του ενωσιακούδικαίου35 - η υπαγωγή των αρχών και των σκοπών της ΟΝΕ35 Η αλήθεια είναι ότι κατά τους τελευταίους μήνες διεξάγεται διάλογοςσε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ένταξη στις Συνθήκες αλλά και στασυντάγματα των κρατών μελών ρητρών περί δημοσιονομικής σταθερότητας

14

(οικονομία ανοιχτής αγοράς, ελεύθερος ανταγωνισμός,σταθερότητα των τιμών, υγιή δημόσια οικονομικά καινομισματικές συνθήκες, σταθερό ισοζύγιο πληρωμών)36 στοπεδίο του άρθρου 2 ΣΕΕ, η αναγωγή τους δηλαδή σε«θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης της Ένωσης».Πράγματι, προκύπτει σαφώς από το γράμμα του άρθρου 2 ΣΕΕ,ειδικά όταν συγκρίνεται με άλλες αρχικές διατάξειςδιακήρυξης σκοπών, ότι ο ενωσιακός νομοθέτης απέφυγεσκοπίμως να συμπεριλάβει στις θεμελιώδεις αξίες τηςευρωπαϊκής ενοποίησης αρχές οικονομικού περιεχομένου καιπολιτικής, οι οποίες είναι άλλωστε εξαιρετικά δύσκολο ναπροσδιοριστούν ως «κοινές» λόγω της ανυπαρξίας μίαςαπολύτως ενοποιημένης οικονομικά Ευρώπης.

Επιπλέον, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι διά τουμηχανισμού του άρθρου 7 ΣΕΕ είναι εφικτή η επιβολή μίαςαυστηρής κύρωσης για την περίπτωση μη συμμόρφωσης σε –έστω και δεσμευτικές – αποφάσεις και οδηγίες τουΣυμβουλίου με δημοσιονομικό χαρακτήρα, δεδομένου ότικαθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής η διαπίστωση της συνδρομήςευθύνης του κράτους μέλους για την παραβίαση, στοιχείοαπαραίτητο για την εφαρμογή του μηχανισμού και τηνεπιβολή της κύρωσης.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το σύστημα της ΟΝΕέχει το δικό του μηχανισμό διαπίστωσης παραβάσεων καιεπιβολής κυρώσεων στα μη συμμορφούμενα με τις αρχές τουκαι τις αποφάσεις των οργάνων του κράτη μέλη37, και κατάσυνέπεια είναι ορθότερο να αντιμετωπιστεί νομικά ως έναπιο «στενό» υποσύνολο σε σχέση με το σύνολο των σκοπών,των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τοσύνολο των Συνθηκών, ενώ συναφής και επαρκής είναι και ητυπική διαδικασία διαπίστωσης παραβίασης του ενωσιακούδικαίου από κράτος μέλος38. Στη λεπτή αυτή σχέση γενικούπρος ειδικό θα επανέλθει η μελέτη στη συνέχεια.

Επομένως, σε νομικό και συστημικό επίπεδο δεν θαμπορούσε να πιθανολογηθεί η εφαρμογή του άρθρου 7 ΣΕΕ

και ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, εξέλιξη που δεν αποκλείεται ναοδηγήσει σε αλλαγές στο παρόν σκεπτικό. Βλ. και Μ. Περάκης, «Ηδημοσιονομική σταθερότητα ως έννομο αγαθό στην κοινοτική έννομητάξη», Ευρωπαίων Πολιτεία, Τεύχος 1/2009, σ. 115 επ.36 Άρθρο 119 ΣΛΕΕ.37 Άρθρο 126 ΣΛΕΕ.38 Άρθρα 258-260 ΣΛΕΕ.

15

στην περίπτωση ευθύνης κράτους μέλους και η επιβολήκύρωσης εις βάρος του στον τομέα της ΟΝΕ, ενώ προκύπτεισαφώς από τα παραπάνω ότι κάτι τέτοιο κείται τελείωςεκτός της πρόθεσης του συντακτικού νομοθέτη της Ένωσης, ηοποία συνίστατο στην εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού για τηναποτροπή διαφορετικού αντικειμένου παραβάσεων.

ΙΙ. ΕΞΟΔΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ

1. Εθελούσια

Ως «ευρωζώνη» (ή «ζώνη του ευρώ») καλείται χάρινσυντομίας το σύνολο εκείνων των κρατών μελών της Ένωσης39,τα οποία έχουν υιοθετήσει το «ευρώ» ως κοινό νόμισμα καιέχουν έτσι ενταχθεί σε ένα σύστημα αρχών και οργάνων,όπου εφαρμόζονται ιδιαίτεροι κανόνες συντονισμένηςοικονομικής πολιτικής και αυστηρής δημοσιονομικήςπειθαρχίας. Σε αντίθεση με τη συνήθη αντίληψη, αξίζει νασημειωθεί ότι σημαντικό μέρος των διατάξεων που αφορούντην Ο.Ν.Ε. εφαρμόζεται σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλητης Ένωσης, των οποίων οι κεντρικές τράπεζες συμμετέχουνκαι στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, ενώυπάρχουν και ειδικότερες διατάξεις για τα κράτη μέλη πουέχουν υιοθετήσει το ευρώ (κράτη μέλη της ευρωζώνης)40.

Παρότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κοινή οικονομικήκαι νομισματική πολιτική απαιτεί συντονισμό μεταξύ όλωντων κρατών μελών της Ένωσης, είναι βέβαιο ότι η ένταξηενός εξ αυτών στη ζώνη του ευρώ συνεπάγεται περαιτέρω μίασημαντική παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και μείζονοςσπουδαιότητας αλλαγές στην οικονομική του δομή, φιλοσοφίακαι πολιτική, οι οποίες κατά την άποψη σημαντικής μερίδαςτης επιστήμης είναι οικονομικά μη αναστρέψιμες41. Η ίδιαδε η δημιουργία της ευρωζώνης υπήρξε ένα από τασημαντικότερα βήματα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, ίσως τομεγαλύτερο από άποψη πίστης και βούλησης από την εποχήτης ίδρυσης των Κοινοτήτων.

39 Σήμερα είναι τα 17 από τα 27 κράτη μέλη της Ένωσης.40 Π.χ. τα άρθρα 136-138 ΣΛΕΕ ή το Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ. 14 της ΣτΛ.41 Βλ. C. Proctor, «The Future of the Euro – What Happens if a MemberSate Leaves?», European Business Law Review, 2006, σ. 910.

16

Με βάση τα παραπάνω, λίγα χρόνια πριν θα φαινόταν ωςφανταστικό σενάριο η συζήτηση για αποχώρηση – και μάλισταοικειοθελή – ενός κράτους μέλους της Ένωσης από τη ζώνητου ευρώ. Ωστόσο, σήμερα τα σχετικά ερωτήματα τίθενταιεπιτακτικά, λόγω της οικονομικής και πολιτικής κρίσης πουμαστίζει τη γηραιά ήπειρο. Για το λόγο αυτό, είναισκόπιμο να αποτυπωθεί και η νομική διάσταση τους.

i . Δικαίωμα εξόδου από την Ευρωζώνη…

Στις διατάξεις των Συνθηκών δεν υφίσταται πρόβλεψηγια μονομερή εθελούσια έξοδο ενός κράτους από τηνευρωζώνη, αλλά μόνο για συνολική έξοδο από την Ένωση μεβάση το άρθρο 50 ΣΕΕ.

Κατά μία άποψη, η έλλειψη τέτοιας πρόβλεψης στιςΣυνθήκες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μονομερής έξοδος απότην ευρωζώνη είναι νομικά μη αποδεκτή42. Οι υποστηρικτέςτης άποψης αυτής υπενθυμίζουν ότι η είσοδος στο ευρώ, καιειδικότερα η μετάβαση στο τρίτο στάδιο της Ο.Ν.Ε., είναινομικά υποχρεωτική για τα κράτη μέλη της Ένωσης πουπληρούν τις τεθειμένες προϋποθέσεις43. Πράγματι, από τηδιατύπωση των άρθρων 129 § 1, 131, 140 § 1-2, 141 και 142ΣΛΕΕ αλλά και από την πρακτική των ενωσιακών οργάνων44

φαίνεται να προκύπτει μία τέτοια υποχρέωση, η οποίαουδέποτε βέβαια εξελήφθη από τα κράτη ως δυσάρεστη, αλλάπερισσότερο ως ένας επιθυμητός απώτερος στόχος. Έτσι,όταν ένα κράτος «με παρέκκλιση» 45 φτάσει σε σημείο ναπληροί τις προϋποθέσεις ένταξής του στο ευρώ, στόχος πουέχει δεσμευθεί να επιδιώξει, η μετάβασή του στο τρίτοστάδιο της Ο.Ν.Ε. είναι νομικά υποχρεωτική.

Ωστόσο, η ίδια η συμπεριφορά ορισμένων κρατών μελώνκαι η ανοχή της από τα υπόλοιπα ως προς τηνυποχρεωτικότητα ένταξης στο ευρώ θέτει υπό αμφισβήτησηστην πράξη και επί της ουσίας την ως άνω ερμηνεία. Έτσι,

42 Βλ. την από 2-11-2011 δήλωση του νέου διευθυντή της ΕυρωπαϊκήςΚεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι.43 Βλ. Φ. Αθανασίου, όπ. π., σ. 268.44 Βλ. για παράδειγμα σκέψη Γ΄ του Ψηφίσματος του ΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίου σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής: Έκθεση σύγκλισης2002 — Σουηδία (COM(2002) 243 — C5-0326/2002 — 2002/2170(COS)).45 Άρθρο 139 § 1 ΣΛΕΕ.

17

διαφορετική είναι η περίπτωση για τα κράτη μέλη εκείνα,τα οποία έχουν εξαιρεθεί ρητώς από την υποχρέωση αυτή διάκανόνων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου46. Επίσης, άξιαμνείας είναι η περίπτωση της Σουηδίας, η οποία καίτοι δενθέλησε να αυτό-εξαιρεθεί από τη μετάβαση στο τρίτο στάδιοτης Ο.Ν.Ε., ωστόσο δεν έπραξε τα δέοντα για την τήρησητων προϋποθέσεων και τελικώς διεξήγαγε δημοψήφισμα γιατην ένταξη της χώρας στο ευρώ47, η έκβαση του οποίου ήταναρνητική. Όπως προκύπτει τελικώς, η επιβολή στην πράξητης υποχρέωσης προσχώρησης στην ευρωζώνη των κρατών μελώντης Ένωσης, που πληρούν τις προϋποθέσεις, είναι αμφίβοληκαι ελλιπής, ενώ η σχετική απόφαση φαίνεται να επαφίεταιπερισσότερο στην κρατική βούληση.

Εξάλλου, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι μία τέτοιανομική υποχρέωση ένταξης στη ζώνη του ευρώ πράγματιπροκύπτει από το γράμμα των ως άνω διατάξεων, κάτι που ηήδη περιγραφείσα πραγματικότητα θέτει ούτως ή άλλως υπόαμφισβήτηση, δεν μπορεί να σταθεί ως επιχείρημααποκλεισμού της νομικής δυνατότητας ενός κράτους μέλουςνα εξέλθει της ευρωζώνης μετά από την ένταξή του σε αυτή.Μπορεί πειστικά να υποστηριχθεί η εξαγόμενη ερμηνευτικάνομική υποχρέωση καταβολής προσπαθειών και τελικώςένταξης ενός κράτους μέλους στην ευρωζώνη, αλλά θα ήταννομικά επιπόλαιο να συναχθεί από τα παραπάνω άνευ ετέρουκαι η υποχρέωση παραμονής του. Η απόλυτη σιωπή τουσυντακτικού νομοθέτη εν προκειμένω αφήνει περιθώρια μόνογια τελολογικές και συστημικές προσεγγίσεις.

Σκόπιμο είναι πρώτα να εξεταστεί το εάν η σχετικήέλλειψη πρόβλεψης συνιστά γνήσια παράλειψη του ενωσιακούνομοθέτη ή ηθελημένο κενό, ούτως ώστε να καταστήσειπαράνομη την εθελούσια έξοδο ενός κράτους μέλους από τηνευρωζώνη. Παρά την ύπαρξη εγκαθιδρυμένου συστήματοςκαθοδήγησης και – σε μεταγενέστερο στάδιο – κυρώσεων απότα ενωσιακά όργανα εις βάρος κράτους μέλους, πουεπιδεικνύει «κακές οικονομικές επιδόσεις» ή«δημοσιονομική απειθαρχία»48, δεν δύναται να αποτελέσειαντικείμενο αμφισβήτησης ότι η ιδιότητα του μέλους τηςευρωζώνης θα μπορούσε, λόγω επέλευσης ορισμένων ακραίων46 Έτσι, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δανία έχουν εξαιρεθεί με ταΠρωτόκολλα υπ’ αριθμ. 15 και 16 της ΣτΛ αντίστοιχα.47 Το Σεπτέμβριο του 2003.48 Άρθρο 126 ΣΛΕΕ.

18

και απρόβλεπτων συνθηκών, να συνιστά περισσότερο απειλήκαι βάρος, παρά ανάταση και σωτηρία για την οικονομίαενός κράτους μέλους και του συνόλου της ευρωζώνης, μεεπεκτεινόμενες δυσμενείς συνέπειες για το σύνολο και τηνακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς. Με άλλα λόγια, δενμπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η συμμετοχή ενόςκράτους μέλους στην ευρωζώνη να καταλήξει όχι μόνο να μηβαίνει προς όφελος του ιδίου και των λοιπώνσυμμετεχόντων, αλλά και να θέτει σε κίνδυνο τηνπραγματοποίηση των στόχων και τη συνοχή της Ο.Ν.Ε. ήακόμη και τον πυρήνα του ενοποιητικού εγχειρήματος, ήτοιτην εσωτερική αγορά.

Πράγματι, το παραπάνω σενάριο δεν είναι απίθανο όσοη Ο.Ν.Ε. είναι ένα υδροκεφαλικό σύστημα με μία ισχυρήνομισματική ένωση και έναν αδύναμο οικονομικόσυντονισμό49, ενώ ήδη σήμερα παρουσιάζεται και αναλύεταιαπό μερίδα της επιστήμης ως συμβαίνον. Επομένως, σε μίατέτοια περίπτωση θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οιδιατάξεις περί υποχρεωτικής εισόδου ενός κράτους στο ευρώδεν μπορεί νομικά να συνεπάγονται και απαγόρευση εξόδουτου, και ότι η υποχρεωτική παραμονή ενός κράτους μέλουςστην ευρωζώνη ανεξαρτήτως των επιπτώσεων στη συνοχή καιστην ίδια της την επιβίωση αντίκειται στους σκοπούς τωνΣυνθηκών. Διά της τελολογικής ερμηνείας, το κενό πουάφησε ο ενωσιακός νομοθέτης θα πρέπει να θεωρηθεί ωςγνήσιο και να συμπληρωθεί με αναλογική εφαρμογή τηςδιάταξης του άρθρου 50 ΣΕΕ.

Επιπλέον, μία ερμηνεία της έλλειψης διάταξης στιςΣυνθήκες περί μονομερούς αποχώρησης ενός κράτους μέλουςαπό το ευρώ, η οποία θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ητελευταία είναι νομικά μη αποδεκτή, θα συνιστούσε, κατάτην άποψη του γράφοντος, και παραβίαση της αρχής τηςαναλογικότητας ως θεμελιώδους αρχής του ενωσιακούδικαίου50. Πράγματι, στο άρθρο 5 ΣΕΕ ορίζεται ότι «τοπεριεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν υπερβαίνουν τααπαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών». Επομένως, ηαρχή της αναλογικότητας συνιστά κανόνα οριοθέτησης των

49 G. Thieffry, «Not so Unthinkable – The Break-Up of the EuropeanMonetary Union», International Financial Law Review, Vol. 24 (2005),σ. 15.50 ΔΕΚ 8/55, απόφαση της 29/11/1956, Fédération Charbonnière de Belgique,Συλλ. 1956, σ. 292.

19

αρμοδιοτήτων μεταξύ Ένωσης και κρατών μελών(«περιεχόμενο») αλλά και όριο στον τρόπο άσκησής τους(«μορφή δράσης»), ενώ έχει ενταχθεί στις Συνθήκες ακριβώςγια να εξασφαλιστεί ότι η Ένωση θα ασκεί τιςαποκλειστικές της αρμοδιότητες με σεβασμό στα συμφέροντατων κρατών μελών51.

Έτσι, εάν η άσκηση της μεταβιβασθείσας στην Ένωσηαποκλειστικής αρμοδιότητας άσκησης νομισματικής πολιτικήςκατέληγε να βλάπτει την οικονομική επιβίωση ενός κράτουςμέλους αλλά και την ίδια τη συνοχή της ευρωζώνης, εάνδηλαδή η άσκηση ενιαίας νομισματικής πολιτικής δεν ήτανπια κατάλληλη52 για την επίτευξη των σκοπών των Συνθηκών53

η Ένωση θα έπρεπε να παύσει την άσκησή της ως προς τοσυγκεκριμένο κράτος μέλος, ούτως ώστε η αρμοδιότητα ναπεριέλθει ξανά σε αυτό54. Άλλωστε, τα κράτη μέληπαραμένουν οι «κύριοι των Συνθηκών»55, και η διάσταση αυτήεκφράζεται απόλυτα με την «αρχή της δοτής αρμοδιότητας»56.Η παραπάνω διεργασία θα μπορούσε να αποτελέσει τηνομιμοποιητική βάση και την «ανοιχτή θύρα» της μονομερούςαποχώρησης ενός κράτους μέλους από την ευρωζώνη57.

Εξάλλου, μία διαφορετική από την παραπάνω άποψη περίδικαιώματος κράτους μέλους να εξέλθει από την ευρωζώνη θαερχόταν σε αντίθεση και με τη θεμελιώδη δικαιική αρχή amaiore ad minus. Η θέσπιση της διάταξης του άρθρου 50 ΣΕΕμετά τη ΣτΛ και άρα η ρητή αναγνώριση του δικαιώματοςοποιουδήποτε κράτους μέλους της Ένωσης να αποχωρήσει απόαυτή, δεν μπορεί παρά να θεμελιώνει το αντίστοιχοδικαίωμα κράτους μέλους να υπαναχωρήσει από ένα επίπεδο51 Κ. Lenaerts and P. Van Ypersele, «Le principe de subsidiarité etson context: Étude de l’article 3B du traité CE», CDE, Vol. 30(1994), σ. 62.52 T. Tridimas, The General Principles of EC Law, OUP, σ. 9153 Οι αρμοδιότητες της Ένωσης δεν απονέμονται από τις Συνθήκες ως«καθ’ύλην» αρμοδιότητες, ούτε ασκούνται ανεξέλεγκτα ως τέτοιες, αλλάπάντα σε σχέση με τους σκοπούς που τίθενται από τις Συνθήκες. Βλ. Β.Χριστιανός, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΝομικήΒιβλιοθήκη, 2010, σ. 30.54 Άρθρο 5 § 1 ΣΕΕ.55 Α. Πλιάκος, Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, εκδ. Τυπωθήτω, 2003, σ. 32.56 Άρθρο 5 § 1 ΣΕΕ.57 Για το σχετικό προβληματισμό βλ. J. Usher, «Proportionality in theContext of Economic and Monetary Union», LIEI, Vol. 35 (2008), σ. 245επ.

20

αυτής, ένα υποσύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μία«στενότερη ένωση». Για να τεθεί αλλιώς: εάν ο ενωσιακόςσυντακτικός νομοθέτης κρίνει ότι ένα κράτος μέλος πρέπεινα μπορεί να εξέλθει μονομερώς (και χωρίς ιδιαίτεραεμπόδια) από την Ένωση (άρα και την ευρωζώνη) χωρίς ρητήυποχρέωση ή πρόβλεψη ως προς τις επιπτώσεις τηςαποχώρησής του από την εσωτερική αγορά και το ενωσιακόκεκτημένο, πόσο μάλλον αποδέχεται τη δυνατότητα μίαςεξόδου με (συγκριτικά) μικρότερες συνέπειες, ήτοι μόνοαπό την ευρωζώνη.

Άλλωστε, η αντίληψη περί μη δυνατότητας εξόδουκράτους μέλους από την ευρωζώνη καταλήγει σε άτοπο γιαέναν ακόμη λόγο. Ειδικότερα, η αποδοχή της θα οδηγούσεείτε στη θέση ότι η διάταξη του άρθρου 50 ΣΕΕ μπορείτελικώς να εφαρμοστεί μόνο στην περίπτωση κρατών μελώνπου δεν ανήκουν στην ευρωζώνη, συμπέρασμα παράλογο, είτεστη θέση ότι υπάρχει μία δεύτερη, διαφορετική διαδικασίααποχώρησης από την Ένωση ειδικά για τα κράτη μέλη τηςευρωζώνης, συμπέρασμα λανθασμένο.

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να προβληθεί το εξήςερώτημα: γιατί η σιωπή του ενωσιακού νομοθέτη περίαποχώρησης κράτους μέλους της Ένωσης πριν τη ΣτΛ κατέληγεστη διαπίστωση ανυπαρξίας τέτοιου δικαιώματος, ενώ ηαντίστοιχη απουσία πρόβλεψης δικαιώματος αποχώρησης απότην ευρωζώνη δεν οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα; Η απάντησηθα πρέπει να είναι ότι η έξοδος από την Ένωση συνιστάαποδέσμευση (μονομερή και «βίαιη») από μία νέα έννομητάξη, από ένα ευρύ σύνολο κανόνων, δικαιωμάτων καιυποχρεώσεων που απευθύνονται στα ενωσιακά όργανα, στακράτη μέλη, και στους ιδιώτες. Αντιθέτως, η αποχώρηση απότην ευρωζώνη συνιστά καταγγελία ενός μέρους αυτής,αποδέσμευση και υπαναχώρηση από ένα τμήμα της58. Εξ ου καιη εφαρμογή της αρχής a maiore ad minus.

Τέλος, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έξοδος κράτουςμέλους από την ευρωζώνη μπορεί να λάβει χώρα μόνοπαράλληλα με τη σύναψη συμφωνίας με την Ένωση, που ναρυθμίζει τις λεπτομέρειες της αποχώρησης και τομεταγενέστερο καθεστώς, κατ’ αναλογική εφαρμογή τουάρθρου 50 ΣΕΕ, ούτως ώστε να διευθετηθούν, όσο είναιδυνατόν, οι επιπτώσεις στη νομισματική συνοχή, να

58 Βλ. και P. Athanassiou, όπ. π., σ. 40.

21

αποφευχθεί ευθύνη του κράτους για πρόκληση ζημίας στουςαντισυμβαλλομένους του, και να περιοριστούν οι απώλειεςτων μερών. Την ερμηνεία αυτή επιτάσσει όχι μόνο το άρθρο50 ΣΕΕ αλλά και το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας59, τοοποίο σε διαφορετική περίπτωση θα παραβιαζόταν. Από τηνάλλη, σε περίπτωση απόφασης ενός κράτους μέλους ναεξέλθει από την ευρωζώνη, οι διαπραγματεύσεις για τησυμφωνία αποχώρησης θα πρέπει να λάβουν χώρα καλόπιστακαι από πλευράς της Ένωσης, η οποία δεν θα πρέπει ναπροβάλει δυσανάλογα εμπόδια προκειμένου να πιέσει τοαποχωρών κράτος για να αναθεωρήσει τη στάση του. Μίατέτοια συμπεριφορά θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής τηςκαλόπιστης συνεργασίας, αυτή τη φορά ως υποχρέωσης τηςΈνωσης έναντι των κρατών μελών60.

ii . … αλλά με παραμονή στην Ένωση

Κατά μία άποψη, η οποία έχει υποστηριχθεί κατά τατελευταία χρόνια, η έξοδος ενός κράτους μέλους από τηνευρωζώνη είναι μεν νομικά αποδεκτή, ισοδυναμεί όμως μεάρνηση της ίδιας του της ιδιότητας ως μέλους της Ένωσηςκαι άρα πρέπει να ακολουθηθεί και από αποχώρηση από τηντελευταία61. Με άλλα λόγια, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί ναεξέλθει από την ευρωζώνη αλλά να παραμείνει στην Ένωση. Ηάποψη αυτή, η οποία αποπειράται να «συμπληρώσει» τοπροαναφερθέν ρυθμιστικό κενό που υφίσταται στιςΣυνθήκες62, και ειδικότερα γύρω από το εάν έχει επιπτώσειςη αποχώρηση ενός κράτους μέλους από την ευρωζώνη στιςσχέσεις του με την Ένωση, στηρίζεται σε επιχειρήματα πουδεν είναι πειστικά.

59 Άρθρο 4 § 3 ΣΕΕ.60 ΔΕΚ C-2/88, απόφαση της 13/7/1990, Zwartveld, Συλλ. 1990, σ. Ι-3365, σκ. 16-18.61 Βλ. την από 3-11-2011 δήλωση με αυτό το περιεχόμενο της εκπροσώπουτύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Karolina Kottova(http://www.reuters.com/article/2011/11/03/us-greece-eu-eurozone-idUSTRE7A23TY20111103).62 Παρότι σε άλλες διεθνείς συμφωνίες υπάρχει σχετική πρόβλεψη, όπωςλ.χ. στην ΕΣΔΑ όπου το άρθρο 58 § 3 ορίζει τις συνέπειες αποχώρησηςενός κράτους από το Συμβούλιο της Ευρώπης, παρόμοια διάταξη στιςενωσιακές Συνθήκες περί των επιπτώσεων μίας αποχώρησης από τηνευρωζώνη δεν υφίσταται.

22

Ειδικότερα, η παραπάνω θέση βασίζεται αφενός σε μίαθεώρηση μη αναστρεψιμότητας της ένταξής ενός κράτουςμέλους στην ευρωζώνη63, και αφετέρου στο επιχείρημα ότι,εάν τα κράτη είχαν τη δυνατότητα εξόδου από την ευρωζώνη,θα είχαν την ίδια δυνατότητα και για την εσωτερική αγοράή το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και άλλαεπίπεδά της. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε τελικώς σε μία Ένωσηà la carte και θα ερχόταν σε αντίθεση με κάθε έννοια, αρχήκαι θεμέλιο των Συνθηκών, επομένως δεν μπορεί – κατά τηθεωρία αυτή - να γίνει δεκτό.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη θέση παραγνωρίζει τηνπραγματική φύση και σχέση του τρίτου σταδίου της Ο.Ν.Ε.με την Ένωση ως συνολικού οικοδομήματος. Ειδικότερα, δενλαμβάνει υπόψη της ότι η Ένωση ως ενοποιητικό εγχείρημαδεν αποτελείται από πολλούς κύκλους που τέμνονται, αλλάαπό πολλά επίπεδα που είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Ηενοποίηση συντελείται σε στάδια, και η υπαναχώρηση απόένα στάδιο εξ αυτών δεν σημαίνει αναγκαία την έξοδο απότο εγχείρημα, αλλά την επιστροφή στο αμέσως προηγούμενοστάδιο.

Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η συλλογιστική αυτή,αξίζει να γίνει αναφορά στο θεσμό των «ενισχυμένωνσυνεργασιών». Ο θεσμός αυτός, που ενισχύθηκε με τη ΣτΛ,συνιστά μία λύση για τα κράτη μέλη εκείνα, τα οποίαεπιθυμούν να προχωρήσουν μεταξύ τους σε μία στενότερησυνεργασία σε έναν τομέα πολιτικής, παραμένοντας εντόςτου ενωσιακού πλαισίου και εφορμώντας από το ενωσιακόκεκτημένο. Οι «ενισχυμένες συνεργασίες» διέπονται από τιςδιατάξεις των άρθρων 20 ΣΕΕ και 326 επ. ΣΛΕΕ, καιπαρουσιάζουν διαφορές αλλά και ομοιότητες με την ΟΝΕ.

63 Λόγω του πρώην άρθρου 123 § 4 ΣΕΚ και του πρώην Πρωτοκόλλου υπ’αριθμ. 24 για τη μετάβαση στο τρίτο στάδιο της Ο.Ν.Ε. Ωστόσο, ηαντίληψη ότι η διατύπωση των συγκεκριμένων διατάξεων παραπέμπει σε μηαναστρεψιμότητα της ένταξης ενός κράτους μέλους στην ευρωζώνη είναιμάλλον παρακινδυνευμένη. Για την ακρίβεια, το Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ.24 αναφέρεται στο σεβασμό προς τον αμετάκλητο χαρακτήρα της μετάβασηςτης Κοινότητας προς το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, και όχι των κρατών μελώνχωριστά, κάνει δε λόγο για όλα τα κράτη μέλη ανεξαιρέτως, είτεπληρούν, είτε δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για την είσοδο στο ευρώ.Συμπερασματικά, δύσκολα θα μπορούσε να θεμελιωθεί νομική απαγόρευσηεξόδου από το ευρώ στις διατάξεις αυτές.

23

Οπωσδήποτε, οι «ενισχυμένες συνεργασίες» αφορούνμόνο τομείς μη αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης64.Έχουν όμως ως στόχο να διευκολύνουν την πραγμάτωση τωνστόχων της Ένωσης, δεν συνιστούν ενωσιακό κεκτημένο, καιοι αποφάσεις που λαμβάνονται εντός του πλαισίου τουςδεσμεύουν μόνο τα «συνεργαζόμενα» κράτη μέλη65. Οιενισχυμένες συνεργασίες σέβονται τις αρμοδιότητες και ταδικαιώματα των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν σε αυτές,ενώ ισχύει και το αντίστροφο. Είναι ανοιχτές σεοποιοδήποτε κράτος μέλος πληροί τις προϋποθέσεις, οιοποίες τίθενται με την «εξουσιοδοτική απόφαση» τουΣυμβουλίου66. Τέλος, μετά τη ΣτΛ μπορούν να δημιουργηθούνκαι σε τομείς όπως η ΚΕΠΠΑ και η Αμυντική Συνεργασία, ενώκατά την ορθότερη άποψη θα μπορούσαν να λάβουν χώρα καιστον τομέα της οικονομικής πολιτικής, όπου δεν υφίσταταιαποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης αλλά απλόςσυντονισμός πολιτικών67.

Όπως προκύπτει, οι «ενισχυμένες συνεργασίες»συνιστούν έκφραση της «Ένωσης πολλών ταχυτήτων», όπωςακριβώς και η ίδια η Ο.Ν.Ε., και ειδικότερα η καθιέρωσητου ευρώ. Η ένταξη στην ευρωζώνη απαιτεί φυσικά πολύμεγαλύτερη προσπάθεια και μεταρρυθμίσεις, απ’ ό,τι ηπροσχώρηση σε μία «ενισχυμένη συνεργασία», ενώ οισυνέπειες της εξόδου από την καθεμία δεν είναι οι ίδιεςσε μέγεθος. Πέραν όμως του μεγέθους, η συλλογιστική και ηφύση των δύο μορφών εξέλιξης της Ένωσης έχει σημαντικέςομοιότητες. Η δε διαδικασία προσχώρησης ενός κράτους σεμία «ενισχυμένη συνεργασία»68 ομοιάζει στα βήματα και τηναξιολόγηση με αυτή της ένταξης ενός κράτους μέλους στοευρώ.

Τα ίδια με τα παραπάνω θα μπορούσαν να ειπωθούν καιγια τη «μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία» που προβλέπεταιστο άρθρο 42 § 6 ΣΕΕ (τομέας της άμυνας). Βάσει τουάρθρου 46 § 4 ΣΕΕ, εάν ένα συμμετέχον κράτος μέλος δενπληροί πλέον τα κριτήρια ή δεν μπορεί πλέον να τηρήσειτις δεσμεύσεις των άρθρων 1 και 2 του Πρωτοκόλλου υπ’

64 Άρθρο 20 § 1 ΣΕΕ.65 Άρθρο 20 ΣΕΕ.66 Άρθρο 328 § 1 και 329 § 1 ΣΛΕΕ.67 Συνδυασμός άρθρων 3 § 1 εδ. γ΄ ΣΛΕΕ και 5 § 1 ΣΛΕΕ.68 Άρθρο 331 ΣΛΕΕ.

24

αριθμ. 10 για τη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία, τοΣυμβούλιο μπορεί να εκδώσει απόφαση για την αναστολή τηςσυμμετοχής του κράτους αυτού.

Η έξοδος ενός κράτους μέλους από μία εκ των παραπάνω«υπο-ενώσεων» δεν μπορεί να συνεπάγεται και τηναυτοδίκαιη έξοδο από την Ένωση. Δεν μπορεί καν ναυποδηλώνει τέτοια πρόθεση του αποχωρούντος κράτους.Παρομοίως, η απόφαση της Πολωνίας και της Τσεχίας ναπαραμείνουν εκτός πεδίου εφαρμογής του Χάρτη τωνΘεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης69, ο οποίος συνιστά ένατεράστιο βήμα προς μία βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση, δενείχε ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση του δικαιώματός τουςνα παραμείνουν στην Ένωση70. Και φυσικά δεν θα μπορούσε μενομική λογική να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι, εάν στομέλλον διαλυθεί η ευρωζώνη, αυτό θα συνεπάγεται αυτόματακαι τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τέλος, υπάρχει ακόμη μία απάντηση στο ερώτημα, γιατίη ιδιότητα ενός κράτους ως μέλους της Ένωσης μπορεί να«επιζήσει» μίας εξόδου από την Ο.Ν.Ε., αλλά όχι μίαςεξόδου - για παράδειγμα - από την εσωτερική αγορά ωςχώρου εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών και των λοιπώνσυναφών διατάξεων. Η απάντηση είναι ότι, σε αντίθεση μετην εσωτερική αγορά, οι κανόνες δικαίου που ισχύουν στηνευρωζώνη δεν δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις στουςιδιώτες.

Η παραπάνω θέση δεν αποτελεί σόφισμα. Θεμελιωδέστερηαρχή του ενωσιακού δικαίου είναι η θέση των υπηκόων των

69 O Χάρτης δεν δεσµεύει το Ηνωµένο Βασίλειο και την Πολωνία, χώρεςγια τις οποίες προβλέπεται παρέκκλιση βάσει του Πρωτοκόλλου υπ’ αρ.30, από την οποία απορρέει ότι ο Χάρτης δεν επεκτείνει τη δυνατότητατου Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οποιουδήποτε δικαστηρίου τωνδύο αυτών κρατών µελών να κρίνουν ότι νοµοθετικές, κανονιστικές καιάλλες διατάξεις, διοικητικές πρακτικές ή δράσεις είναι ασυµβίβαστεςπρος τα θεµελιώδη δικαιώµατα ή τις αρχές που αυτός κατοχυρώνει.Εξάλλου, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων συµφώνησαν να επεκτείνουνστο µέλλον την εν λόγω παρέκκλιση στην Τσεχική ∆ηµοκρατία. Πράγματι,στο Παράρτημα Ι των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 29ης

και 30ης Οκτωβρίου 2009, αναφέρεται ότι στο Πρωτόκολλο υπ’ αρ. 30 θαενταχθεί και η Τσεχική Δημοκρατία (έγγραφο 15265/09 CONCL 3).70 Για σύγκριση μεταξύ παραμονής εκτός Χάρτη και παραμονής εκτόςΟ.Ν.Ε. βλ. Τ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, «Ο Χάρτης των ΘεμελιωδώνΔικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: από τη Νίκαια στη Λισσαβώνα»,Ευρωπαίων Πολιτεία, Τεύχος 1/2008, σ. 118-119.

25

κρατών μελών ως υποκειμένων της ενωσιακής έννομης τάξης,ως φορέων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, και τελικώς ωςβάσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στην περίφημη απόφασηVan Gend en Loos71, το Δικαστήριο έκρινε ότι: «[…] η Κοινότητααποτελεί νέα έννομη τάξη του διεθνούς δικαίου, υπέρ της οποίας τα κράτηπεριόρισαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, και της οποίας υποκείμενα είναιόχι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά επίσης και οι υπήκοοί τους». Ολόκληρη ηεξέλιξη του ενωσιακού οικοδομήματος στηρίζεται στουςυπηκόους των κρατών μελών, τους απονέμει δικαιώματα, τουςεπιβαρύνει με υποχρεώσεις, και διαμορφώνει δεσμούς μεταξύτους που δεν μπορούν και δεν πρέπει να διαρρηχθούνμονομερώς ούτε από τις κυβερνήσεις.

Παρότι η διάταξη του άρθρου 50 ΣΕΕ δεν περιέχεικαμία ρύθμιση για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τωνυπηκόων του αποχωρούντος κράτους μέλους ή για τις ζημίεςπου θα υποστούν72, είναι βέβαιο ότι η απόσχιση ενόςκράτους από την εσωτερική αγορά έχει ως άμεση συνέπεια τησωρευτική και σημαντικών διαστάσεων παραβίαση καιαποστέρηση δικαιωμάτων των πολιτών, ως υποκειμένων τηςενωσιακής έννομης τάξης. Ωστόσο, δεν συμβαίνει το ίδιοκαι με μία αποχώρηση κράτους μέλους από την ευρωζώνη,γιατί δεν απονέμονται σε ιδιώτες δικαιώματα καιυποχρεώσεις, που να κινδυνεύουν να θιγούν.

Η εσωτερική αγορά συνιστά τον πυρήνα της Ένωσης ωςνέας έννομης τάξης με υποκείμενα τα κράτη μέλη και τουςυπηκόους τους. Υπάρχει και αναπτύσσεται επί πενήνταχρόνια και αριθμεί σήμερα είκοσι επτά μέλη, εκ των οποίωνκάποια επέλεξαν να προσχωρήσουν στην ευρωζώνη και κάποιαόχι. Το τρίτο στάδιο της Ο.Ν.Ε. με τον περιορισμένο ρόλοτων υπερεθνικών οργάνων (Επιτροπής και Κοινοβουλίου), τηναπουσία της δημοκρατικής «κοινοτικής μεθόδου»73 και τηνέλλειψη επαρκούς δικαστικού ελέγχου, συνιστά προς τοπαρόν ένα εξαιρετικά σπουδαίο αλλά ημιτελές βήμα μίαςομάδας ορισμένων κρατών μελών, το οποίο δεν έχει όλα ταθεμελιώδη χαρακτηριστικά της ενωσιακής έννομης τάξης και

71 ΔΕΚ 26/62, απόφαση της 5/2/1963, Van Gend en Loos / Administratieder Belastingen, Συλλ. 1963, σ. 3.72 H. Hofmeister, «Should I Stay or Should I Go? – A Critical Analysisof the Right to Withdraw from the EU», ELJ, Vol. 16 (2010), σ. 594.73 Ε.-Ρ. Παπαδοπούλου, «Το καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού στηνΕυρωπαϊκή Κοινότητα υπό το φως της δημοκρατικής αρχής: Συγκλίσεις καιαποκλίσεις», Ευρωπαίων Πολιτεία, Τεύχος 2/2009, σ. 374-375.

26

των ενωσιακών κανόνων δικαίου, ούτως ώστε να είναιαδιανόητη νομικά η αποχώρηση ενός κράτους από αυτό, χωρίςνα αποσυντεθεί το ενοποιητικό εγχείρημα.

iii . Συμπέρασμα

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, βάσει των αρχών τουενωσιακού δικαίου και παρά τη σιωπή του νομοθέτη τηςΈνωσης πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, ορθότερη νομικάείναι η θέση ότι ένα κράτος μέλος της ευρωζώνης έχειδικαίωμα μονομερούς αποχώρησης από αυτή, το οποίο θαπρέπει να ασκείται σε συντονισμό με τα λοιπά μέλη και ταενωσιακά όργανα και με ταυτόχρονη προσπάθεια σύναψηςσυμφωνίας, ώστε να περιορίζονται οι συνέπειες και να μηνπαραβιάζεται η αρχή της αλληλεγγύης και του καθήκοντοςσυνεργασίας74. Η αποχώρηση αυτή δεν συνεπάγεται σε νομικόεπίπεδο μία αναγκαστική έξοδο του κράτους μέλους από τηνΈνωση.

2. Επιβαλλόμενη

Ήδη έγινε αναφορά στην ανυπαρξία πρόβλεψης στιςΣυνθήκες για επιβαλλόμενη έξοδο κράτους μέλους από τηνΈνωση. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν υφίσταται τέτοιοςκυρωτικός μηχανισμός για την έξοδο από την Ένωση, δενσημαίνει ότι κατ’ επέκταση αποκλείεται και για τηναποπομπή από την ευρωζώνη. Το δεύτερο αυτό ζήτημα θαπρέπει να μελετηθεί ξεχωριστά.

Η ανασκόπηση των διατάξεων του ενωσιακού δικαίουοδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται διάταξη, που ναπροβλέπει μία τέτοια διαδικασία. Πράγματι, από το άρθρο126 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 104 ΣΕΚ) εγκαθιδρύεται η λεγόμενη«διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος», βάσει της οποίαςεπιβάλλεται καθοδήγηση και – σε ακραίες περιπτώσεις –κύρωση εις βάρος των κρατών μελών, στα οποίαπαρουσιάζεται υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα75. Εάν το74 Άρθρο 4 § 3 ΣΕΕ.75 Ένα κράτος μέλος παρουσιάζει «υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα»όταν το έλλειμμά του υπερβαίνει το 3% του Α.Ε.Π. του και / ή τοδημόσιο χρέος του υπερβαίνει το 60% του Α.Ε.Π. του (άρθρο 126 § 2ΣΛΕΕ και Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ. 12 της ΣτΛ).

27

κράτος μέλος που δεν τηρεί τη δημοσιονομική πειθαρχίαεξακολουθεί - παρά τις προειδοποιήσεις, τις δημόσιες καιμη συστάσεις, και την αντίστοιχη απόφαση του Συμβουλίου -να μη διορθώνει την κατάσταση, τότε οι πιο αυστηρέςκυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν από το Συμβούλιοείναι: α) απαίτηση δημοσίευσης προσθέτων πληροφοριώνπροτού εκδοθούν ομόλογα και χρεόγραφα, β) σύσταση στηνΕυρωπαϊκή Τράπεζα να αναθεωρήσει την πολιτική δανεισμούτης έναντι του παραβάτη, γ) απαίτηση άτοκης κατάθεσηςστην Ένωση ποσού κατάλληλου ύψους, εωσότου διορθωθεί τουπερβολικό έλλειμμα, και δ) επιβολή προστίμου ευλόγουύψους76.

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, ακόμη και οι πιοαυστηρές προβλεπόμενες κυρώσεις μακράν απέχουν από τηναποπομπή από την ευρωζώνη. Εξάλλου, σημασία έχει ηδιατύπωση του άρθρου ως προς την επιβολή των κυρώσεων, ηοποία λαμβάνει χώρα «εφόσον το κράτος μέλος δενσυμμορφώνεται με απόφαση που έχει ληφθεί από τοΣυμβούλιο». Είναι σαφές ότι η «αποτυχία» διόρθωσης τουυπερβολικού ελλείμματος παρά τη συμμόρφωση με τιςαποφάσεις του Συμβουλίου, εφόσον οφείλεται σεαπρόβλεπτους και ανεξέλεγκτους παράγοντες, δεν μπορεί ναοδηγήσει σε κύρωση.

Παρόμοιες είναι και οι προβλέψεις στους Κανονισμούςπου εκδόθηκαν βάσει του πρώην άρθρου 104 ΣΕΚ (νυν άρθρο126 ΣΛΕΕ), οι οποίοι απαρτίζουν το ευρέως γνωστό ως«Σύμφωνο Σταθερότητας» και έχουν ως στόχο την επιτάχυνσηκαι τη διασαφήνιση της διαδικασίας υπερβολικούελλείμματος77. Ξανά, δεν προβλέπεται κάποια καινούργιακύρωση σε σχέση με το άρθρο 126 ΣΛΕΕ (κάτι που άλλωστεδεν θα μπορούσε να συμβεί, λόγω του εξειδικευτικούχαρακτήρα του Κανονισμού ως πράξης παραγώγου δικαίου),ενώ καθίσταται πιο σαφής η ανάγκη ύπαρξης «πταίσματος»

76 Άρθρο 126 § 11 ΣΛΕΕ.77 Πρόκειται για τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου της7ης Ιουλίου 1997 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογήςτης διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 6 έως 11,όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1056/2005 τουΣυμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού(ΕΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση τηςεφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 174 της 7.7.2005, σ.5 έως 9).

28

του κράτους μέλους, προκειμένου να επιβληθούν οιβαρύτερες κυρώσεις της παρ. 11 του άρθρου αυτού78.

Επομένως, λόγω απουσίας πρόβλεψης στις Συνθήκες τηςδυνατότητας αποπομπής κράτους μέλους από την ευρωζώνη,εξάγεται το συμπέρασμα ότι βάσει των θεμελιωδών αρχών τουενωσιακού79 αλλά και του διεθνούς δικαίου μία τέτοιακύρωση δεν είναι εφικτή. Η έκδοση πράξης «αποπομπής»κράτους μέλους από την ευρωζώνη θα επέσυρε ευθύνη τηςΈνωσης τόσο απέναντι στο αποπεμφθέν κράτος, όσο καιαπέναντι στους υπηκόους του με βάση την αρχή τηςασφάλειας δικαίου και των νομίμων προσδοκιών. Διαφορετικήείναι, βέβαια, η περίπτωση, κατά την οποία η παραμονήενός κράτους μέλους στην ευρωζώνη ζημιώνει το ίδιο και ταυπόλοιπα, με αποτέλεσμα να συμφωνείται από κοινού ηέξοδος από αυτή, οπότε και βρισκόμαστε ενώπιον αποχώρησηςκαι όχι αποπομπής80.

Η απάντηση όμως στο ως άνω ερώτημα δεν ολοκληρώνεταιεδώ. Η ένταξη στην ευρωζώνη ως στόχος μπορεί ναεπιβάλλεται από τις Συνθήκες ως υποχρέωση στα κράτη μέλη(που δεν έχουν αυτό-εξαιρεθεί), όπως άλλωστε και ησυνεχής πορεία προς την ολοκλήρωση της Ο.Ν.Ε. Ωστόσο, ηίδια η ένταξη ενός κράτους μέλους στην ευρωζώνη (η οποίασυνιστά ουσιαστικά «κατάργηση παρέκκλισης») λαμβάνει χώρακατόπιν σειράς αποφάσεων του Συμβουλίου περί διαπίστωσηςσυνδρομής των τεθειμένων προϋποθέσεων και περίλεπτομερειών της ένταξης, οι οποίες εκδίδονται μετά απότη θετική εισήγηση και διαβούλευση με τα λοιπά ενωσιακάόργανα81. Με άλλα λόγια, ένα κράτος μέλος εντάσσεται στηνευρωζώνη διά της έκδοσης πράξεων του παραγώγου ενωσιακούδικαίου.

Κατόπιν αυτού, τίθεται το εύλογο ερώτημα, εάν είναι– έστω και σε θεωρητικό νομικό επίπεδο – δυνατή η

78 Το άρθρο 7 του Κανονισμού προβλέπει την επιβολή των κυρώσεων τηςπαρ. 11 στην περίπτωση που «το συμμετέχον κράτος μέλος παραλείψει ναενεργήσει σύμφωνα με τις διαδοχικές αποφάσεις του Συμβουλίου βάσει τουάρθρου 104 [νυν άρθρου 126] παράγραφοι 7 και 9 της συνθήκης» (ηεπισήμανση έγινε από το γράφοντα).79 Καθήκον συνεργασίας, μη εφαρμογή της αρχής της αμοιβαιότητας, αρχήτης αλληλεγγύης.80 Η οποία εξετάζεται παραπάνω υπό ΙΙ.1.81 Άρθρο 140 ΣΛΕΕ.

29

ανάκληση ή η ακύρωση μίας τέτοιας πράξης, με συνέπεια τηνεπιβαλλόμενη έξοδο ενός κράτους μέλους από την ευρωζώνη.

Η δυνατότητα ανάκλησης θα πρέπει να αποκλειστεί,δεδομένου ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιοτου άρθρου 140 ΣΛΕΕ είναι νομοθετικές πράξεις πουθεσπίζονται με ειδική νομοθετική διαδικασία82, και κατάσυνέπεια δεν μπορούν παρά να καταργηθούν ή νααντικατασταθούν με νεώτερες πράξεις, και όχι ναανακληθούν. Από την άλλη, η έκδοση νέας πράξης από τοΣυμβούλιο, η οποία θα αντικαθιστούσε την παλιά και θαείχε ως συνέπεια την έξοδο κράτους μέλους από τηνευρωζώνη, θα ισοδυναμούσε με αποπομπή και άρα θα έπασχεαπό έλλειψη νομιμότητας για τους λόγους που εκτέθηκαν.

Ωστόσο, η δυνατότητα δικαστικής ακύρωσης μίαςτέτοιας πράξης, η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα καιάρα εντάσσεται στις προσβαλλόμενες πράξεις του άρθρου 263ΣΛΕΕ83, θα πρέπει να γίνει δεκτή. Οι λόγοι που θαμπορούσαν να οδηγήσουν στη θεμελίωση μίας αίτησηςακύρωσης κατά πράξης ένταξης ενός κράτους μέλους στηνευρωζώνη θα μπορούσαν να είναι δύο κατηγοριών. Η πρώτηείναι η μη τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας για τηνέκδοση των αντίστοιχων αποφάσεων, όπως λόγου χάρη η μηδιαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όταν αυτήεπιβάλλεται ή η παράβλεψη της εισήγησης της Επιτροπής ήτης ΕΚΤ. Η δεύτερη κατηγορία είναι η θεμελίωση τηςαπόφασης σε ψευδή στοιχεία, είτε λόγω πλάνης τωνενωσιακών ελεγκτικών οργάνων είτε λόγω εξαπάτησής τουςαπό τα εθνικά, γεγονός που οδηγεί στον παράνομο χαρακτήρατης πράξης, αφού οδηγεί στην ένταξη κράτους στην ευρωζώνηκατά παράβαση εκείνων των διατάξεων των Συνθηκών, πουθέτουν τις αντίστοιχες προϋποθέσεις.

82 Άρθρα 288-289 ΣΛΕΕ. Η αντίστοιχη απόφαση για την ένταξη της Ελλάδοςείναι η 2000/427/ΕΚ Απόφαση του Συμβουλίου της 19ης Ιουνίου 2000σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης για την υιοθέτησητου ενιαίου νομίσματος από την Ελλάδα από την 1η Ιανουαρίου 2001 (ΕΕ L167 της 7.7.2000, σ. 19 έως 21).83 Βλ. και ΔΕΚ 294/83, απόφαση της 23/4/1986, Les Verts / Κοινοβούλιο,Συλλ. 1986, σ. 1339.

30

Εάν αποδειχθεί ενώπιον των ενωσιακών δικαστηρίων84

ότι μία εκ των παραπάνω αιτιάσεων είναι ορθή, η εκδοθείσααπό το Συμβούλιο πράξη θα ακυρωθεί, ενώ το ενωσιακόδικαστήριο θα μπορεί μόνο να προσδιορίσει τα αποτελέσματατης ακυρωθείσας πράξης που θεωρούνται οριστικά (με άλλαλόγια να περιορίσει την αναδρομικότητα της απόφασης)85,προκειμένου να μειωθεί έστω και λίγο η προκαλούμενηκατολίσθηση πολιτικών και οικονομικών συνεπειών. Εξάλλου,και όσο η συζήτηση βρίσκεται ακόμη σε νομικό θεωρητικόεπίπεδο, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα άνοιγε και τη θύρααναζήτησης αποζημίωσης από εξωσυμβατική ευθύνη τηςΈνωσης86, ανοίγοντας στην πράξη τους ασκούς του Αιόλου.

Παρότι η ως άνω διαδικασία είναι νομικά αποδεκτή καισυνιστά ένα – έστω και απίθανο – ενδεχόμενο, θα πρέπει ναγίνει δεκτό ότι προς το παρόν τουλάχιστον τα κράτη μέλητης ευρωζώνης δεν κινδυνεύουν από μία τέτοια ανατροπή. Ηβάση της βεβαιότητας αυτής βρίσκεται στη δίμηνη χρονικήπροθεσμία που τάσσεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ για τηνπροσφυγή ακύρωσης. Δεδομένου ότι έχει παρέλθει προ πολλούτο δίμηνο, για την άσκηση της προσφυγής κατά τηςτελευταίας πράξης προσχώρησης κράτους μέλους στηνευρωζώνη87, οποιαδήποτε αίτηση ακύρωσης θα ήταν εκπρόθεσμηκαι θα απορριπτόταν.

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, στο παρόν στάδιοεξέλιξης του ενωσιακού δικαίου είναι αν μη τι άλλοαβάσιμες οι απειλές και οι πιέσεις, που δέχεται η χώραμας κατά τους τελευταίους μήνες από αξιωματούχους κρατώνμελών αλλά και ενωσιακών οργάνων, διά των οποίων της«υποδεικνύεται η θύρα εξόδου» από το ευρώ ως κύρωση γιατη μη συμμόρφωση με αποφάσεις άσκησης συγκεκριμένωνοικονομικών πολιτικών ή λήψης ειδικών μέτρων.

IV. ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

84 Το Δικαστήριο, εάν προσφεύγων είναι κράτος μέλος ή ενωσιακό όργανο,και το Γενικό Δικαστήριο, εάν προσφεύγων είναι ιδιώτης – φυσικό ήνομικό πρόσωπο.85 Άρθρο 264 ΣΛΕΕ.86 Άρθρο 266 ΣΛΕΕ.87 Πρόκειται για την Απόφαση 2010/416/ΕΚ της 13ης Ιουλίου 2010 για τηνένταξη της Εσθονίας στη ζώνη του ευρώ.

31

Με το παρόν άρθρο έγινε μία προσπάθεια να εξεταστούνιδιαιτέρως περίπλοκα νομικά ζητήματα, τα οποία συν τοιςάλλοις έχουν προεκτάσεις κοινωνικές, οικονομικές καιπολιτικές. Λόγω των περιορισμών στην έκταση της μελέτης,δεν θα ήταν δυνατόν να καλυφθούν εξαντλητικά όλες οιπτυχές των θεμάτων, αλλά απλώς εκτέθηκε το νομικόπερίγραμμα των απαντήσεων στα ερωτήματα που τέθηκαν σεμία terra incognita άλλοτε αδιανόητων εξελίξεων, όπως ηαποχώρηση κράτους μέλους από την Ένωση ή η αποπομπή τουαπό την ευρωζώνη.

Βάσει των όσων λέχθηκαν, προκύπτει ότι, ειδικά μετάτη θέση σε ισχύ της ΣτΛ και παρότι σημαντικά διαδικαστικάζητήματα παραμένουν αδιευκρίνιστα, το κράτος μέλοςδύναται να εξέλθει αυτοβούλως από την Ένωση ή και μόνοαπό την ευρωζώνη, χωρίς η τελευταία πράξη να συνεπάγεταικαι έξοδο από την Ένωση. Αντιθέτως, η αποπομπή ενόςκράτους μέλους είτε από την Ένωση είτε από την ευρωζώνηδεν είναι νομικά δυνατή, και είναι σαφές ότι μίααβάστακτη πολιτική πίεση προς την κατεύθυνση τηςαποχώρησης θα έθετε ζητήματα παραβίασης θεμελιωδών αρχώντου ενωσιακού (αλλά και του διεθνούς δικαίου), με πρώτηαυτή της καλόπιστης συνεργασίας και της τήρησης τωνσυμφωνηθέντων.

Πέραν των παραπάνω συμπερασμάτων, ο γράφων θα ήθελενα προσθέσει και μία ακόμη σκέψη στο ζήτημα πουαναλύθηκε, πάντα από νομική σκοπιά αλλά σε ένα λιγότεροτυπικό τόνο.

Η σκέψη αυτή αφορά την αλληλεγγύη. Παρότι με τη ΣτΛεγκαθιδρύεται για πρώτη φορά το καθήκον αλληλοβοήθειαςμεταξύ των κρατών μελών υπό τη συγκεκριμένη επικεφαλίδα,ο όρος αλλά – κυρίως – η έννοια της αλληλεγγύης είναισύμφυτη με το πνεύμα των Συνθηκών ήδη από την ίδρυση τωνΚοινοτήτων. Συνιστά το βασικό άξονα των άρθρων 3 § 3, 4 §3 και 24 ΣΕΕ, και των άρθρων 67, 80, 122 (που αφορά τηνΟ.Ν.Ε.) και 194 ΣΛΕΕ, ενώ αναφέρεται δεκάδες φορές στιςΣυνθήκες ως αρχή, στόχος ή θεμελιώδης κανόνας τηςσυμπεριφοράς μεταξύ των κρατών μελών αλλά και μεταξύαυτών και της Ένωσης.

Επομένως, προτού οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ένακράτος μέλος ή η ζημία που υφίσταται το φτάσουν σε σημείονα συζητήσει την αποχώρησή του από την ευρωζώνη ή και από

32

την Ένωση συνολικά, θα πρέπει εντός αυτής της Ένωσηςδικαίου και αλληλεγγύης να επιδειχθεί πνεύμα συνεργασίαςκαι αλληλοβοήθειας, ούτως ώστε να προληφθεί και νααποφευχθεί μία τέτοια εξέλιξη.

Τέλος, αξίζει να υπενθυμιστεί η πάγια κρίση τουΔικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι η ενοποιητικήδιαδικασία είναι μη αναστρέψιμη88. Η ορθότητα αυτής τηςκρίσης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αφού απορρέει από τογράμμα και το πνεύμα των Συνθηκών. Ούτε μπορεί όμως καινα οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η έξοδος κράτους μέλουςαπό τη ζώνη του ευρώ ή ακόμη και την Ένωση είναιαπαγορευμένη ή η πρόβλεψή της αντίκειται στον ίδιο τοναπώτερο στόχο.

Η ενοποίηση είναι ένας μακροπρόθεσμος, αγωνιώδης καιδύσκολος σκοπός, στην επιδίωξη του οποίου είναι ταγμένατα όργανα και τα κράτη μέλη της Ένωσης, και για τηναποτελεσματική επίτευξή του μπορεί να απαιτηθούν βήματαόπως η (ίσως προσωρινή) αποχώρηση κράτους μέλους ή ηεπαναφορά αρμοδιοτήτων στα κράτη μέλη. Σε ορισμένεςπεριόδους καθίσταται εμφανές ότι δεν έχουν όλοι οιδρομείς το ίδιο σθένος και τις ίδιες αντοχές για ναφθάσουν στον τερματισμό, όσο είχαν στο σημείο αφετηρίας.Σε άλλες πάλι περιόδους, η πάλη για την εξασφάλιση τωνκεκτημένων υπερισχύει ως προτεραιότητα από την επέκτασήτους. Με άλλα λόγια, όσο και εάν αυτό είναι απευκταίο, οδρόμος για την ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορεί να διέλθει καιαπό στάδια κατά τα οποία οι «πρόθυμοι» θα κινηθούν μεμεγαλύτερη ταχύτητα από τους πιο συντηρητικούς. Αυτό έχειγίνει αντιληπτό διαχρονικά από τον ενωσιακό νομοθέτη, καιοδήγησε σταδιακά στην εγκαθίδρυση του μηχανισμού κυρώσεων(άρθρο 7 ΣΕΕ), του συστήματος των «ενισχυμένωνσυνεργασιών», του τρίτου σταδίου της Ο.Ν.Ε. ως ξεχωριστούεπιπέδου, και τελικώς της δυνατότητας αποχώρησης κράτουςμέλους (άρθρο 50 ΣΕΕ), καθώς και της αποδοχής ύπαρξηςεξαιρέσεων και ιδιαιτεροτήτων για ορισμένα κράτη μέλη89.

Όσον αφορά εκείνους που επικρίνουν τη θέσπιση τουάρθρου 50 ΣΕΕ ή τη συζήτηση γύρω από τη νομική δυνατότητα88 ΔΕΚ 6/64, απόφαση της 15/7/1964, Costa / E.N.E.L., Συλλ. 1964, σ.1141.89 Π.χ. παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου έξω από το ευρώ και εξαίρεσητης Πολωνίας ως προς την εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτωντης ΕΕ στο έδαφός της.

33

αποχώρησης κράτους μέλους από την ευρωζώνη ωςαντικείμενες στο ιδεώδες της ευρωπαϊκής ενοποίησης(καίτοι είναι νομικά αποδεκτές), η ορθότερη απάντησηείναι μάλλον ότι, κατά έναν περίεργο «ανθρώπινο» τρόπο, ηγνώση από ένα κράτος της δυνατότητας εξόδου από μία ομάδακαθιστά ευκολότερη τη συνειδητοποίηση της αξίας και τηςαναγκαιότητάς της, και περιορίζει τελικώς τις πιθανότητεςεξόδου από αυτή, απ’ ό,τι η αντίληψη ενός εγκλωβισμού πουαφυπνίζει ένστικτα «απόδρασης».

34