Άγνωστη υμναγιολογική παραγωγή του Αγίου Όρους από τα...

69

Transcript of Άγνωστη υμναγιολογική παραγωγή του Αγίου Όρους από τα...

Η' ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚO ΣΥΝEΔΡΙΟ8th INTERNATIONAL SCIENTIFIC CONFERENCE

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ

MOUNT ATHOS AND SCHOLARSHIP

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥCONFERENCE PROCEEDINGS

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 22-24 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

THESSALONIKI 22-24 NOEMBRIOY 2013ΑMPHITHEATRE OF THE MUNICIPAL LIBRARY OF THESSALONIKI

ΚΕΝΤΡΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝΕΡΕΥΝΩΝ (Α.Π.Θ.)

CENTRE FOR BYZANTINERESEARCH (AUTH)

ΕΝΩΣΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

THESSALONIKI WRITERS’ASSOCIATION

ΣΥΝ∆ΙΟΡΓΑΝΩΤΕΣCO-ORGANIZERS

M O U N T A T H O S C E N T E R

Λογιοσύνη και αγιον οροσ κατα τη νεοτερη Περιοδο

(19ος - αρχές 20ού αι.)

275

Ὅταν ἦλθε στὴ μονή μας τὸ 1511 ὁ ὅσιος Θεόφιλος ὁ Μυροβλύτης1, ὁ γνωστότερος βιβλιογράφος τῆς μεταβυζαντινῆς ἐποχῆς της, τὴ βρῆκε βιβλία τινὰ σπανιζομένην2. Γι᾿ αὐτό, μὲ τὴν παρότρυνση καὶ εὐλογία τοῦ Γέροντά του Διονυσίου3, ἀνέλαβε νὰ πλουτίσει τὴ βιβλιοθήκη της. Σπουδὴν πᾶσαν ἐθέμην, γράφει, τοῦ ταῦτα αὐτὴν κτήσασθαι διὰ τῆς ἐμῆς ἀδρανοῦς καὶ ἐξιτήλου χειρός4. Τὰ περισσότερα βιβλία ποὺ ἀντέγραψε εἶναι λειτουργικὰ καὶ ὑμνολογικά5, ἀφο-ροῦν δηλαδὴ τὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς μονῆς. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ τὸ βιβλιογραφικὸ καὶ τὸ μεταφραστικὸ ἐργαστήριο ποὺ λειτούργησαν ἐδῶ τοὺς 10ο καὶ 11ο αἰῶνες, ἀρχίζει μιὰ νέα περίοδος βιβλιογραφικῆς δραστηριότητας στὴ Μονὴ Ἰβήρων, χωρὶς σχεδὸν καμία διακοπὴ μέχρι καὶ τὴν τέταρτη δεκαετία τοῦ 20οῦ αἰώνα6.

Ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι πολλοὶ νομίζουν, στὸν ξενοκρατούμενο ἑλληνόφωνο χῶρο ἡ παραγωγὴ χειρογράφων δὲν σταματᾶ μὲ τὴν ἐφεύρεση τῆς τυπογρα-φίας. Τὰ ἔντυπα παραμένουν ἀκριβὰ καὶ ἀπρόσιτα γιὰ τοὺς πολλούς, μέχρι σχεδὸν τὸ 1800. Ὅσον δὲ ἀφορᾶ τὰ λειτουργικὰ βιβλία ποὺ τυπώνονται στὴ

* Στὸ παρὸν ἄρθρο χρησιμοποιοῦνται οἱ παρακάτω συντομογραφίες: BHG: F. Halkin, Bibliotheca Hagio-graphica Graeca, τ. I-III, [Subsidia Hagiographica 8A], Bruxelles 1957 / ΓΜ: Δ. Γκίνης - Β. Μέξας, Ἑλληνικὴ Βιβλιογραφία 1800-1863, Ἀθήνα, τ. 1-3, 1939-1957 / ΘΠ: Θ. Παπαδόπουλος, Ἑλληνικὴ Βιβλιογραφία (1466 ci – 1800), τ. 1, Ἀθήνα 1984.

1. Γιὰ τὸν ὅσιο Θεόφιλο ὡς βιβλιογράφο βλ. Κρ. Χρυσοχοΐδης, «Τὸ βιβλιογραφικὸ ἐργαστήριο τῆς Μονῆς Ἰβήρων στὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 16ου αἰώνα», Ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ κατὰ τοὺς 15ο καὶ 16ο αἰῶνες, Ἀθήνα 2000, 533-545, πίν. 13-22.2. Βλ. Κώδ. Ἰβήρων 834 καὶ Χρυσοχοΐδης, ὅ.π., 535. Στὸ ἑξῆς, ὅταν δὲν ὑπάρχει ἔνδειξη συλλογῆς πρὶν ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τοῦ κώδικα, ἐνν. «Ἰβήρων».3. Γράφει στὸν Κώδ. 436: Ὡρίσθην τοίνυν ἐγὼ παρὰ τοῦ πανοσιωτάτου πατρὸς ἡμῶν καὶ καθηγουμένου κὺρ Διονυσίου τούτους ἐγγράψαι, Χρυσοχοΐδης, ὅ.π., 536.4. Κώδ. 834 καὶ Χρυσοχοΐδης, ὅ.π., 535.5. Βλ. τὸν κολοφώνα τοῦ Κώδ. 581, Σ. Λάμπρος, Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἑλληνικῶν κωδίκων, τ. 2, Cambridge 1900, 173-174, καὶ Χρυσοχοΐδης, ὅ.π., 536-538.6. Βλ. Π. Σωτηρούδης, Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων. Κατάλογος ἑλληνικῶν χειρογράφων, τ. Α´, Ἅγιον Ὄρος 1998, 241-250.

Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρουςἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα ἕως τὸ 1927

μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

276 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

Δύση, ὑπάρχει ὁ φόβος τῆς νοθεύσεώς τους7. Καὶ τὸ νὰ στείλουν οἱ ἀπομονω-μένοι μοναχοὶ τῆς ἐποχῆς τὰ χειρόγραφά τους στὰ τυπογραφεῖα τῆς Δύσης, γιὰ νὰ ἐκδοθοῦν, εἶναι μιὰ ὁλόκληρη περιπέτεια, μιὰ ὀδύσσεια ἐνίοτε8. Πολλὲς φο-ρές, τοὺς λείπουν τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἔκδοση χρήματα, κι εἶναι δύσκολο νὰ βροῦν συνδρομητὲς γιὰ ἁγιολογικὰ ἢ ὑμνολογικὰ κείμενά τους, ἢ γιὰ κάποιες μεταφράσεις πατερικῶν ἔργων ποὺ ἐκπονοῦν, τὰ ὁποῖα συνήθως ἀπευθύνονται σὲ περιορισμένο ἀναγνωστικὸ κοινό. Καὶ τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἢ τῆς θύραθεν ἑλληνικῆς μουσικῆς δὲν ἐκδίδονται μέχρι τὸ 1820, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν τὰ ἀπαιτούμενα τυπογραφικὰ στοιχεῖα.

Ὅμως, ὁ ἑλληνόφωνος χῶρος, τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τῆς Βενετοκρατίας, βρίθει ἀπὸ ὑμνολογικά, λειτουργικά, ἁγιολογικά, μουσικὰ καὶ ἄλλα χειρόγραφα. Ἂν ἐξαιρέσουμε ἀρκετὰ λειτουργικά, τὰ ὑπόλοιπα δὲν ἔχουν τὴν αἴγλη καὶ τὴ διακόσμηση τῶν χειρογράφων τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς. Οὔτε οἱ βιβλιογράφοι εἶναι τόσο δεξιοτέχνες. Πολλά, ὅμως, συνήθως αὐτὰ ποὺ προέρ-χονται ἀπὸ τὰ χέρια κάποιων λογίων ἢ καὶ εὐκατάστατων γραφέων, ἔχουν μιὰν ἁρμονία καὶ χάρη, μιὰ φιλοκαλία μετ᾿ εὐτελείας.

Τὰ περισσότερα ὑμνολογικά, μουσικὰ καὶ ἁγιολογικὰ χειρόγραφα κάλυ-πταν συγκεκριμένες λατρευτικὲς ἀνάγκες, γι᾿ αὐτὸ καὶ ποτὲ δὲν παρέστη ἡ χρεία νὰ ἐκδοθοῦν τύποις. Δηλαδή, κάποια μονὴ ἢ κελλὶ ἢ καλύβη ἤθελε νὰ τιμήσει ἕναν Ἅγιο (συνήθως αὐτὸν στὸν ὁποῖο εἶχε ἀφιερωθεῖ ὁ ναὸς τοῦ κελ-λιοῦ ἢ ἕνα παρεκκλήσι τῆς μονῆς, ἢ τὸν κτίτορά της ποὺ τιμᾶται ὡς Ἅγιος) καὶ δὲν ὑπῆρχε ἀκολουθία του στὰ ἐν χρήσει λειτουργικὰ βιβλία. Ἤ, πράγμα πιὸ σύνηθες, ἡ ἀκολουθία δὲν εἶχε δοξαστικά, ἀπόστιχα, ἀπολυτίκια, κοντάκια, καθίσματα, ἐξαποστειλάρια ἢ προσόμοια τῶν Αἴνων. Ἢ ἤθελε νὰ διπλασιάσει τὰ προσόμοια ἢ τὸν κανόνα ἑνὸς Ἁγίου συνεορταζόμενου μὲ ἄλλους, ὥστε ὅ,τι ψάλλεται στὴν ἀκολουθία νὰ ψάλλεται μόνο πρὸς τιμήν του.

Αὐτά, παλαιότερα. Ὅμως, στὸ β΄μισὸ τοῦ 18ου καὶ στὸν 19ο αἰώνα ἄρχι-σαν να ζητοῦνται καὶ μεγαλυνάρια, προεόρτιοι καὶ μεθεόρτιοι κανόνες, παρα-κλήσεις καὶ Χαιρετισμοὶ γιὰ ἕναν Ἅγιο ἢ μιὰ δεσποτικὴ ἢ θεομητορικὴ ἑορτή. Πολλὲς φορὲς καὶ τὰ ὑπάρχοντα ὑμνογραφήματα δὲν ἄρεσαν σὲ κάποιους μο-ναχοὺς ἢ τυπικάρηδες, καὶ ζητοῦσαν νέα, μέσα σ᾿ ἕνα πνεῦμα ἀνανεώσεως καὶ ἐκσυγχρονισμοῦ ποὺ ἐμφανίζεται τὸν 19ο αἰώνα, μὲ μεγάλες ἐπιρροὲς ἀπὸ τὴν ἐν πολλοῖς δυτικότροπη ρωσικὴ εὐσέβεια τῆς ἐποχῆς.

Κάτι παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τὴ μελοποιΐα, καθὼς καὶ μὲ τὶς μεταφράσεις ἁγιολογικῶν ἢ πατερικῶν κειμένων στὰ νέα ἑλληνικά. Ἡ χρεία συνθέσεως πιὸ ἀργῶν ἢ περίτεχνων μουσικῶν μελῶν, γιὰ νὰ τελεσθοῦν πιὸ πανηγυρικὰ κά-

7. Βλ. Τρ. Σκλαβενίτης, «Ἡ δυσπιστία στὸ ἔντυπο βιβλίο καὶ ἡ παράλληλη χρήση τοῦ χειρογράφου», Τὸ βιβλίο στὶς προβιομηχανικὲς κοινωνίες, Ἀθήνα 1982, 283-293.8. Βλ. τὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, σχετικὰ μὲ τὶς ἐκδόσεις τοῦ Πηδαλίου (Σ. Πασχαλίδης, Τὸ ὑμναγιολογικὸ ἔργο τῶν Κολλυβάδων, Θεσσαλονίκη 2007, 22-24) ἢ τῶν Ἁπάντων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (Θεόκλητος Διονυσιάτης, Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἀθήνα 21978, 210-212).

277Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

ποιες ἀκολουθίες, τὰ ὁποῖα εἴτε δὲν ὑπῆρχαν μέχρι τότε ἤ, ἂν ὑπῆρχαν, δὲν ἱκανοποιοῦσαν τὸ μουσικὸ αἴσθημα Γερόντων ἢ τυπικάρηδων ἀφ᾿ ἑνός, καὶ ἡ ἀνάγκη κατανοήσεως τῶν πατερικῶν ἢ ἁγιολογικῶν κειμένων πού, ὡς ἀπαραί-τητα συμπληρώματα τοῦ ἑορτασμοῦ, διαβάζονταν στὶς ἀγρυπνίες ἢ τὶς τρά-πεζες τῶν πανηγύρεων ἀφ᾿ ἑτέρου, ὁδήγησε κάποιους μοναχοὺς σὲ συνθέσεις νέων μουσικῶν μελῶν καὶ σὲ μεταφράσεις κειμένων στὰ νέα ἑλληνικὰ ἢ στὴν ἐκ νέου σύνταξη βίων Ἁγίων ἢ ἐγκωμιαστικῶν λόγων.

Τὴ μερίδα τοῦ λέοντος τὴν εἶχαν οἱ ὑμνογράφοι καὶ οἱ μελουργοί. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔγιναν γνωστοὶ σὲ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἶχαν συχνὲς παραγγελίες καὶ κατέληξαν νὰ κάνουν ἐργόχειρο, δηλαδὴ μέσο βιοπορισμοῦ τους, τὴν ὑμνο-γραφία ἢ τὴ μελουργία. Μερικὲς φορὲς ἡ ἀνάγκη αὐτὴ χαμήλωσε τὴν ποιότητα κάποιων ἔργων τους, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω.

Ὅλη αὐτὴ ἡ δραστηριότητα εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα μιὰ μεγάλη παραγωγὴ χειρογράφων. Ὅμως, οἱ κατάλογοι τῶν συλλογῶν τῶν ἁγιορειτικῶν καθιδρυ-μάτων ποὺ ἐκδόθηκαν μέχρι τὴ δεκαετία τοῦ 1970 κατὰ κανόνα παρέλειψαν τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἐν λόγῳ χειρόγραφα, ποὺ τότε χρησιμοποιοῦνταν ἀκόμα στὴν καθημερινὴ λατρεία καὶ φυλάσσονταν στὸ τυπικαριὸ τῶν μονῶν ἢ σὲ ἐξαρτήματά τους (κελλιὰ ἢ καλύβες). Μερικὲς φορὲς τὰ παραπάνω χειρόγραφα δὲν συμπεριελήφθησαν στοὺς καταλόγους, γιατὶ οἱ συντάκτες τους τὰ θεώρη-σαν εὐτελῆ καὶ ἀνάξια γιὰ καταλογογράφηση.

Ἡ ἀναδιοργάνωση, ὅμως, τῶν ἱερῶν μονῶν στὰ τέλη τοῦ περασμένου αἰώνα, ἡ εὔκολη πλέον προμήθεια ἐντύπων λειτουργικῶν βιβλίων καὶ ἡ πρὸς Κύριον ἀποδημία πολλῶν Γερόντων, ποὺ ἄφησαν ἀδιάδοχα τὰ κελλιὰ ἢ τὶς κα-λύβες τους, ὁδήγησε τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ χειρόγραφα στὶς μοναστηρι-ακὲς βιβλιοθῆκες. Ἡ καταλογογράφηση, ὅμως, ἀργεῖ, καὶ ἐλάχιστοι κατάλογοι ἔχουν παρουσιαστεῖ μέχρι τώρα ποὺ νὰ καταγράφουν ἢ νὰ περιγράφουν αὐτὰ τὰ χειρόγραφα9.

Μετὰ τὴν καταλογογράφηση τοῦ Λάμπρου, στὴ βιβλιοθήκη τῆς μονῆς μας προστέθηκαν ἄλλα 958 χειρόγραφα, εἴτε ἀπὸ ἐξαρτήματα ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἁγίου Ὄρους, εἴτε ἀπὸ τὸ καθολικὸ καὶ τὰ παρεκκλήσια της. (Ἐπίσης, πολλὰ αὐτοτελῆ ὀλιγόφυλλα φυλλάδια ἐξήχθησαν ἀπὸ τοὺς ὀγκώδεις φακέλους, ὅπου εἶχαν τοποθετηθεῖ παλαιότερα, καὶ ἔλαβαν νέα ἀρίθμηση.) Ἀπὸ αὐτά, ὁ καθηγητὴς Π. Σωτηρούδης κατέγραψε 182, κυρίως βιβλικοῦ, ἁγιολογικοῦ, θεολογικοῦ καὶ λειτουργικοῦ περιεχομένου10. Ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα 776, τὰ 357, δηλαδὴ περίπου τὰ μισά, εἶναι ὑμνολογικά, ἐξ ὁλοκλήρου ἢ ἐν μέρει11. Ἔχει ἀναλάβει νὰ τὰ πε-

9. Γ. Παπάζογλου, Συμπληρωματικὸς κατάλογος χειρογράφων Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀθήνα 1990· Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Κατάλογος τῶν χειρογράφων κωδίκων τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης Ἁγίας Τριάδος Καυσοκαλυβίων, Ἀθήνα 2005· Π. Σωτηρούδης, Κατάλογος ἑλληνικῶν χειρογράφων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμω-νος Πέτρας, Ἅγιον Ὄρος 2012· Ζαχαρίας Ξηροποταμηνὸς καὶ Π. Σωτηρούδης, Συμπληρωματικὸς κατάλογος ἑλληνικῶν χειρογράφων Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου Ἁγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 2012.10. Π. Σωτηρούδης, Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων. Κατάλογος ἑλληνικῶν χειρογράφων, τ. IA΄, Ἅγιον Ὄρος 2007.11. Ἄλλα 192 εἶναι μουσικά. Ὁ καθηγητὴς Γρ. Στάθης περιγράφει 32 ἀπὸ αὐτὰ στὸν 4ο τόμο τοῦ καταλόγου

278 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

ριγράψει ὁ Χαρίτων Καρανάσιος, καὶ εὐχόμαστε σύντομα νὰ μᾶς παρουσιάσει τὶς περιγραφὲς ἑνὸς σημαντικοῦ μέρους τους.

Καταγράφοντας καὶ ταξινομώντας τὰ ἐκτὸς καταλόγου Λάμπρου χειρόγρα-φα καὶ βοηθώντας τὸν κ. Καρανάσιο στὴν καταλογογράφηση, συναντήσαμε ἕνα μεγάλο ὄγκο ὑμνολογικῶν καὶ ὑμναγιολογικῶν κωδίκων ποὺ γράφτηκαν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα. Διακρίναμε ἀρκετοὺς ἄλλους γραφεῖς αὐτῆς τῆς περιόδου· πέντε ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὑμνο-γράφοι, ἔστω καὶ κατ᾿ ἐλάχιστον, ὅπως ὁ Μιχαὴλ Θηραῖος. (Στὴν πορεία τῆς ἔρευνας ἀνακαλύψαμε καὶ ἕναν ἕκτο, τὸν Δαμασκηνό.)

Τὰ ἰδιόχειρα χειρόγραφα τῶν ἕξι ποὺ παραδίδουν δικές τους ἢ ξένες συν-θέσεις εἶναι 94 (+2 ποὺ περιγράφονται στὸν 11ο τόμο τοῦ Καταλόγου μας), περισσότερα δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ¼ τῶν ἀκαταλογογράφητων ὑμνολογικῶν χειρο-γράφων τῆς μονῆς μας, ἐνῶ ἄλλα ἕξι εἶναι ἀπόγραφα ἔργων τους. Ἐπειδὴ ἔτυχε οἱ τέσσερις ἀπὸ τοὺς ἐν λόγῳ γραφεῖς καὶ ὑμνογράφους νὰ ἔχουν ζήσει στὴ σκήτη μας, ἐρευνήσαμε καὶ τὰ χειρόγραφα τοῦ κυριακοῦ της καὶ βρήκαμε ἄλλα πέντε δικά τους, ἐνῶ ἄλλο ἕνα φυλάσσεται σὲ μιὰ καλύβη τῆς ἐν λόγῳ σκήτης.

Μετὰ δὲ ἀπὸ μιὰ πρόχειρη ἔρευνα στὰ χειρόγραφα τῆς βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα ποὺ δὲν περιέγραψε ὁ Λάμπρος, ἐντοπίσαμε καὶ δύο αὐτόγραφα ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πέντε ὑμνογράφους κι ἕνα ἀπόγραφο ἑνὸς ἄλλου ἀπὸ αὐτούς· καὶ τὰ τρία, ἄγνωστα μέχρι τώρα. Παρακάτω, λοιπόν, ἐξετάζουμε 113 κώδικες συνολικά, ἐνῶ κάνουμε μνεία καὶ κάποιων χειρογράφων ἀπὸ ἄλλες ἱερὲς μονές, ποὺ τὰ ἐντοπίσαμε ἀπὸ τοὺς σχετικοὺς καταλόγους ἢ ἐξετάσαμε φωτογραφίες τους.

Φαίνεται, λοιπόν, πὼς τὴν περίοδο ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω γίνεται μιὰ ὑμνογραφικὴ ἔκρηξη12 στὸ Ἅγιον Ὄρος. Καὶ οἱ ὑμνογράφοι ποὺ ἐξετάζουμε καλύπτουν σχεδὸν ὅλη τὴ διάρκειά της. Ὁ Δαμασκηνὸς Θεσσαλονικεύς, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ 18ου αἰώνα. Ὁ Χριστοφόρος Προδρομίτης, τὸ τελευταῖο τέταρτό του καὶ τὴν πρώτη δεκαετία του 19ου. Ὁ Ἰάκωβος Νεασκητιώτης, τὴν περίοδο 1824-1869. Ὁ Νήφων Ἰβηροσκητιώτης, τὸ διάστημα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1866 καὶ 1892. Ὁ Γεράσιμος ὁ Νάξιος, τὰ ἔτη 1901-1913. Κι ὁ Μιχαὴλ Θηραῖος συνθέτει κάποιους ὕμνους μᾶλλον τὴ δεύτερη καὶ τὴν τρίτη δεκαετία τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἔτσι, τὸ δεῖγμα μας εἶναι ἀρκετὰ ἀντιπροσωπευτικὸ τῶν τάσεων καὶ τῶν ρευμάτων τῆς ἀθωνικῆς ὑμνογραφικῆς παραγωγῆς αὐτῆς τῆς περιόδου.

Στοὺς ἐν λόγῳ κώδικες περιέχονται ἑκατοντάδες ὑμνογραφήματα, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα παραδίδονται ἀνωνύμως. Γιὰ νὰ ἐλέγξουμε ποιὰ ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι ἔργα ἄλλων ὑμνωδῶν, καταφύγαμε στὰ ἔντυπα Μηναῖα, στὰ καταλογογραφημένα χειρόγραφα τῆς μονῆς μας, στὸ βιβλίο Ἔντυπες

του (Τὰ χειρόγραφα βυζαντινῆς μουσικῆς. Ἅγιον Ὄρος), ποὺ εἶναι ἕτοιμος πρὸς ἔκδοσιν, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ περιλάβει σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἑπόμενους.12. Ἔκφραση τοῦ καθηγητῆ Σ. Πασχαλίδη, τὸν ὁποῖο εὐχαριστοῦμε θερμὰ γιὰ τὴν ὁλοπρόθυμη βοήθεια καὶ ἐνθάρρυνση σ᾿ αὐτὴν τὴ μελέτη μας.

279Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

Ἀκολουθίες τοῦ Δ. Στρατηγόπουλου (Ἀθήνα 2007) καὶ στὰ εὑρετήρια τῶν κατα-λόγων τῆς σημειώσεως 9, καθὼς καὶ σ᾿ αὐτὰ τοῦ Καταλόγου χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος, ἀρ. 1857-2500 τῶν Λ. καὶ Μ. Πολίτη (Ἀθήνα 1991), τοῦ Καταλόγου χειρογράφων τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τῶν Λ. Πολίτη, Π. Σωτηρούδη καὶ Ἀ. Σακελλαρίδου-Σωτηρούδη (Θεσσαλονίκη 1991), τοῦ «Καταλόγου χειρογράφων τοῦ Κέντρου Θεολογικῶν καὶ Ἁγιολογικῶν Μελετῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης» (στὸ περ. Ἑλληνικά, τ. 44, Θεσσαλονίκη 1994) τοῦ Π. Σωτηρούδη καὶ στὸν Κατάλογο τῶν κωδίκων τῆς Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης Τυρνάβου (Ἀθήνα 2007) τοῦ Ζ. Μελισσάκη. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις, ἐλέγξαμε καὶ κάποιες ἔντυπες ἀκολουθίες τῆς Βιβλιοθήκης μας καὶ ἐρευνήσαμε τὸ Διαδίκτυο.

Φυσικά, πολλὰ ἀκόμα χειρόγραφα, ἐκδόσεις καὶ κατάλογοι ἔχουν μείνει ἀνεξερεύνητα, ὁπότε δὲν βλέπουμε τὴν ἐργασία μας αὐτὴ ὡς κάτι τελικό, ἀλλὰ σὰν μιὰ πρώτη προσπάθεια καί, μὲ χαρά, ἀναμένουμε τυχὸν προσθῆκες καὶ διορθώσεις.

Μετὰ ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω, ὀφείλω νὰ εὐχαριστήσω τὸν σεβαστὸ Γέροντα τῆς μονῆς μας ἀρχιμανδρίτη κ. Ναθαναήλ, γιὰ τὶς εὐχὲς καὶ εὐλογίες του ποὺ διαμόρφωσαν εὔκρατο κλίμα, γιὰ ν᾿ ἀφοσιωθῶ σ᾿ αὐτὴν τὴ μελέτη.

Ὁ «κολλυβὰς» Χριστοφόρος ΠροδρομίτηςὉ Χριστοφόρος Προδρομίτης ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες προσω-

πικότητες τῆς ἐποχῆς του. Ἂν καὶ συγκαταλέγεται στοὺς τέσσερις ἡγέτες τῶν ἀποκαλουμένων «κολλυβάδων»13, ἦταν σεβαστὸς σὲ μοναστικὲς καὶ ἐκκλησι-αστικὲς ἀρχές, σὲ ὁμοϊδεάτες καὶ ἀντιπάλους του.

Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1776, μαζὶ μὲ τρεῖς ἄλλους ἐπιφανεῖς «κολλυβάδες», κατα-δικάστηκε ἀπὸ τὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο, λόγῳ τῆς ἐπίμονης ἀντίδρασής του στὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων τὶς Κυριακές. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἦταν φίλερις καὶ καταλάβαινε τί πνευματικὸ κακὸ τοῦ προξενοῦσε ἡ διάστασή του μὲ τὴ Μητέρα Ἐκκλησία, γρήγορα ζήτησε συγγνώμη καὶ ἀποκαταστάθηκαν οἱ σχέσεις του μὲ αὐτήν. Ἔτσι, ἕνα μήνα μετὰ τὴν καταδίκη του ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τὸ 1776, ὁ «ἀντικολλυβὰς» Σέργιος Μακραῖος τὸν ἐγκωμιάζει σὲ ἐπιστολή του14, ἐνῶ γράφει γι᾿ αὐτὸν στὸ ἔργο του Ὑπομνήματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας15: «τὰς λογικὰς τέχνας καὶ ἐπιστήμας ἀπακριβώσας, τὸν ἥσυχον ἐν ὁσιότητι βίον προ-ελόμενος, τῇ διηνεκεῖ μελέτῃ τῶν θείων Γραφῶν, σοφίαν ἐκτήσατο». Ἔτσι, τὸ 1801 εἶναι ἐπίτροπος τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Νικόδημο16, ἐνῶ 13. Τὴν τετράδα, ὅπως διαμορφώθηκε μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτη γιὰ τὴν Οὐγγροβλαχία, τὴν ὁρίζει ἐμμέσως ὁ Σ. Πασχαλίδης, συγκαταριθμώντας τον σὲ αὐτὴν μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, Μακάριο Νοταρᾶ καὶ Ἀθανάσιο τὸν Πάριο (Πασχαλίδης, ὅ.π., 39-42, 45-46, 239).14. Πασχαλίδης, ὅ.π., 242.15. Κ. Σάθας (ἐπιμ.), Μεσαιωνικὴ Βιβλιοθήκη, τ. 3, Βενετία 1872, 277.16. Πασχαλίδης, ὅ.π., 240. Πολλὲς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο καὶ τὰ ἔργα τοῦ Χριστοφόρου στὸ Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Οἱ Ἁγιορεῖτες ὑμνογράφοι Ἀντώνιος Νεοσκητιώτης καὶ Χριστοφόρος Προδρομίτης»,

280 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

τὸ 1799 εἶχε ἀποσταλεῖ στὴ Σκήτη Κουτλουμουσίου, ὡς πατριαρχικὸς ἔξαρχος, μαζὶ μὲ τὸν πνευματικὸ Ἰωάννη Ἁγιαννανίτη καὶ τὸν προηγούμενο Διονύσιο Ἰβηρίτη, γιὰ νὰ τὴ φέρουν σὲ εὔρυθμη λειτουργία, ἐφαρμόζοντας τὰς συνηθείας καὶ τάξεις ὁποῦ διατηρεῖ ἡ ρηθεῖσα σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῶν Ἰβήρων, διὰ νὰ φυλάττῃ καὶ αὕτη ἡ σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος διὰ παντὸς ἀπαρα-τρέπτους καὶ ἀπαραβάτους17.

Στὴν καλύβη τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς ἰβηριτικῆς σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ Χριστοφόρος ἀποσύρθηκε τὸ 1776, μετὰ τὴν καταδίκη του, χωρὶς νὰ γράφῃ ἢ νὰ λαλῇ εἰς τὸ ἑξῆς γιὰ τὸ θέμα τῶν μνημοσύνων, ὅπως γράφει σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πρώην Θεσσαλονίκης Δαμασκηνό18, καὶ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ γιὰ περίπου τέσσερις δεκαετίες19.

Γεννημένος στὴν Ἄρτα τὸ 1730, εἶχε προηγουμένως μαθητεύσει στὸν Εὐγένιο Βούλγαρι, στὰ Γιάννινα καὶ τὴν Ἀθωνιάδα, κι εἶχε χρηματίσει δάσκαλος τῶν ἀνεψιῶν τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ, σχολάρχης στὴν Ἀλιστράτη καὶ δάσκαλος στὴν Ἀθωνιάδα20. Κάποια στιγμή, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1773 καὶ 1775, ὁ κατὰ κόσμον Χριστόδουλος ἐγκατέλειψε τὴ διδασκαλία, ἐπέ-λεξε τὴν ἡσυχία, τὴν πνευματικὴ μελέτη καὶ τὴν ἄσκηση καί, σὲ ὥριμη ἡλικία, ἐκάρη μοναχὸς στὴ Νέα Σκήτη21. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν καλύβη τῶν Εἰσοδίων τῆς ἰβηριτικῆς σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ποὺ εἶχε ἀνασυσταθεῖ πρὶν ἀπὸ λίγες δεκαετίες καὶ περνοῦσε τότε νέα περίοδο ἀκμῆς22. Σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀκμὴ ἔβαλε κι ὁ ἴδιος τὴ σφραγίδα του κι ἔμεινε στὴν Ἱστορία ὡς Προδρομίτης.

Οἱ μαρτυρίες θέλουν τὸν Χριστοφόρο κάτοχο πολλῶν βιβλίων23. Σήμερα στὴ μονή μας καὶ στὴ σκήτη του διασώζονται σχετικὰ λίγα ἀπὸ αὐτά. Τὰ πε-ρισσότερα πρέπει νὰ βρίσκονται στὴ Μεγίστη Λαύρα, ὅπου κατέληξαν ἀπὸ τὴν καλύβη τῶν Ἰωασαφαίων τῶν Καυσοκαλυβίων, οἱ ὁποῖοι τὰ ἀπέκτησαν ἀπὸ

Πρωτᾶτον 92, 152-163.17. Λ. Πολίτης - Μ. Κατραμάδος, «Κατάλογος χειρογράφων Σκήτης Ἁγίου Παντελεήμονος», Ἑλληνικὰ 20 (1967), 381.18. Πασχαλίδης, ὅ.π. (σημ. 8), 241-242.19. Πρέπει νὰ ἐκοιμήθη μετὰ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1811, ὁπότε χρονολογεῖται ἡ τελευταία ἐπιστολή του (Πα-τάπιος Καυσοκαλυβίτης, ὅ.π., 155) καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ 1813, ὁπότε μνημονεύεται ὡς μακαρίτης στὸν βίο τοῦ ὁσιομάρτυρος Εὐθυμίου, ποὺ συνέγραψε ὁ Ὀνούφριος Κουντούρογλου (Ἀκολουθίαι καὶ μαρτύρια τῶν ἁγί-ων ἐνδόξων τεσσάρων νέων ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου, Ἰγνατίου, Ἀκακίου καὶ Ὀνουφρίου, Ἀθήνα 1862)· βλ. Δ. Γκίνης - Β. Μέξας, Ἑλληνικὴ Βιβλιογραφία 1800-1863, Ἀθήνα, τ. 1-3, 1939-1957, 8950, σ. 42.20. Ὁ Χριστοφόρος Προδρομίτης δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὸν ὁμώνυμο ἡγούμενο τῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν, ποὺ διετέλεσε σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος ἀπὸ τὸ 1879 ἕως τὸ 1886 (βλ. Χριστοφόρος Κτενᾶς, Ἡ σύγχρονος Ἀθωνιὰς Σχολὴ καὶ οἱ ἐν αὐτῇ διδάξαντες ἀπὸ τοῦ 1845-1916, Ἀθήνα 1930, 57-59). Σ᾿ αὐτὸ τὸ λάθος ὑπέπεσε ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης, σὲ σχόλιό του σὲ ἄρθρο τοῦ Χριστοφόρου Κτενᾶ στὸ περ. Γρηγόριος Παλαμᾶς 2 (1918), 116. Τὴ σύγχυση αὐτὴ τὴ διορθώνει ὁ Ἀρκάδιος Βατοπεδινὸς σὲ ἑπόμενο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ (ὅ.π., 160).21. Πασχαλίδης, ὅ.π., 239-240. Βλ. καὶ παρακάτω, σημ. 27.22. Ἡ σκήτη ὑφίσταται ἤδη ἀπὸ τὸ 1500, ὅταν ἡσυχάζει ἐκεῖ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἰβηροσκητιώτης. Ἐγκατα-λείπεται μᾶλλον γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ ἐπαναλειτουργεῖ λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα. Τὸ 1779 κτίζεται τὸ κυριακό της, ποὺ ἁγιογραφεῖται τὸ 1799.23. Βλ. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Οἱ Ἁγιορεῖτες ὑμνογράφοι», ὅ.π., 158.

281Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

τοὺς διαδόχους του στὴν καλύβη24. Ἡ καλύβη τῶν Εἰσοδίων τῆς σκήτης εἶχε μείνει ἔρημη ἐπὶ δεκαετίες, καὶ τὰ

ἀγριόχορτα τῆς αὐλῆς της εἶχαν θεριέψει. Ὅταν, τὸ 2000, ἀδελφοὶ καὶ ἐργάτες τῆς μονῆς μας τὰ καθάρισαν καὶ μπῆκαν στὴν καλύβη, βρῆκαν ἐκεῖ 17 παλαί-τυπα. Τὰ 13 ἀπὸ αὐτὰ (11 Μηναῖα, 1 Παρακλητικὴ καὶ 1 Τριώδιο25) χρονολο-γοῦνται πρὶν ἀπὸ τὸ 1781 καὶ φέρουν μιὰν ἀνορθόγραφη σημείωση ἀπὸ χέρι λίγο μεταγενέστερο τοῦ Χριστοφόρου: Χριστοφορο τὸν εἱσωδίον.

Τὴν ἴδια σημείωση φέρουν ἄλλα δεκατρία ἔντυπα26 καὶ δύο χειρόγραφα τῆς συλλογῆς μας27· ἕνα ἀκόμα ἔντυπο28 ἔχει μεταγενέστερο ἀνορθόγραφο κτητορικὸ σημείωμα, ἐνῶ ἄλλα δύο29 φέρουν σημείωμα τοῦ 1807, μὲ τὸ χέρι τοῦ τότε βιβλιοθηκάριου Νεοφύτου ἐξ Ἰωαννίνων: Τὸ παρὸν βιβλίον ἀφιερώθη εἰς τὴν βιβλιοθήκην τῶν Ἰβήρων παρὰ τοῦ διδασκάλου κὺρ Χριστοφόρου, ἐκ τῆς ἡμετέρας σκήτης τοῦ Προδρόμου. Ἄλλα πέντε30 ἔχουν ἰδιόχειρό του κτητορικὸ σημείωμα. Ἑπτὰ ἀπὸ τὰ ἔντυπα ἔχουν καὶ τὸ κτητορικὸ τοῦ προηγούμενου κατόχου τους: τοῦ «μουσικωτάτου» πρωτοψάλτου Ἰωαννίνων Δαμασκηνοῦ τοῦ

24. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Οἱ Ἁγιορεῖτες ὑμνογράφοι», ὅ.π., 159 καὶ Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Κα-τάλογος Καυσοκαλυβίων, ὅ.π., 13.25. Πρόκειται γιὰ τὰ ἔντυπα πού, στὸ Θ. Παπαδόπουλος, Ἑλληνικὴ Βιβλιογραφία (1466 ci – 1800), τ. 1, Ἀθήνα 1984, ἔχουν τοὺς ἑξῆς ἀριθμούς: 3863, 3891, 3929, 3963, 3993, 4027, 4053, 4090, 4125, 4156, 4224, 4660 καὶ 5813. Ἡ ταύτιση κάποιων βιβλίων τοῦ Χριστοφόρου κατέστη δυνατὴ χάρη στὰ δοκίμια ποὺ μᾶς ἔχουν παραδώσει οἱ Ζήσης Μελισσάκης, Μάρκελλος Πιρὰρ καὶ Δημήτρης Χατζημιχαήλ, συνεργάτες τοῦ Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη καὶ ἐμοῦ στὴν καταλογογράφηση τῶν παλαιῶν ἐντύπων τῆς μονῆς μας. Τοὺς εὐχαριστοῦμε θερμά.26. Ἡ Συμφωνία ἢ Σύλλεξις τῆς Διαθήκης τῆς Καινῆς (Βασιλεία 1546), τὸ Ἀνθολόγιον τοῦ Ἰωάννου Στοβαί-ου, ἀχρονολόγητη ἔκδοση τοῦ 16ου αἰώνα, οἱ τρεῖς τόμοι τῶν Ἁπάντων τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (Paris 1721, 1722 καὶ 1730), ἡ Γεωγραφία τοῦ Μελετίου Ἀθηνῶν (Βενετία 1728, ΘΠ 3830), οἱ δύο τόμοι τῆς συλ-λογῆς τῶν ἱερῶν κανόνων ποὺ ἐξέδωσε τὸ 1761 ὁ Σπυρίδων Μήλιας στὴ Βενετία (ΘΠ 566), τὰ Ἅπαντα τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ φιλοσόφου (Βενετία, 1747), οἱ δύο πρῶτοι τόμοι τῶν Ἁπάντων τοῦ Θεοφυλάκτου ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, ποὺ ἐκδόθηκαν τὸ 1754 καὶ 1755 στὴν ἴδια πόλη, καὶ οἱ δύο τόμοι τῶν εὑρι-σκομένων ἔργων τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (Βενετία 1748). Σὲ κάποια ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ σημειώσεις μὲ τὸ χέρι τοῦ Χριστοφόρου.27. Ὁ κώδ. 276, τοῦ 18ου αἰώνα, θεολογικοῦ περιεχομένου (βλ. Λάμπρος, 69), ποὺ εἶναι τὸ μόνο βιβλίο ποὺ φέρει κτητορικὸ τοῦ Χριστοφόρου μὲ τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του: Χρῆμα Χριστοδούλου Ἀρτηνοῦ καὶ τόδε μετὰ καὶ τῶν φίλων. Ἐφ᾿ ὅσον, ὅπως καὶ ἄλλα βιβλία τοῦ Χριστοφόρου, προηγουμένως ἀνῆκε στὸν Δαμα-σκηνὸ τὸν Θεσσαλονικέα, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε τὸ 1773 (βλ. τὸ ἑπόμενο κεφάλαιο τῆς παρούσας μελέτης), ἄρα τότε θὰ ἦλθαν στὴν κατοχὴ τοῦ Χριστοφόρου· καὶ ἐφ᾿ ὅσον ὁ τελευταῖος γράφει τὸ 1776 γιὰ τὴν καλύ-βη του στὴ Νέα Σκήτη: εἰς τὴν ὁποίαν ἀρκετὰ εἶχον κοπιάσει (Πασχαλίδης, ὅ.π., 242), ἄρα, θὰ εἶχε μείνει ἐκεῖ ἀπὸ ἕνα ἕως τρία χρόνια. Ἔτσι, μποροῦμε νὰ τοποθετήσουμε τὸν χρόνο τῆς μοναχικῆς κουρᾶς τοῦ Χριστο-φόρου μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1773 καὶ 1775. Ὁ κώδ. 71 (βλ. Σωτηρούδης, Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων, ὅ.π., τ. Α΄, 134-137) ἀνῆκε στὸν Χριστοφόρο.Τὰ χαρτῶα, ὅμως, φύλλα του μᾶλλον ἐσφαλμένα ἀποδόθηκαν στὴ γραφίδα του.28. Ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἐξέδωσε ὁ Γλυκὺς τὸ 1795 (ΘΠ 553).29. Ὁ Τόμος Καταλλαγῆς τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δοσιθέου, τοῦ 1694 (ΘΠ 4445) καὶ ὁ 2ος τόμος τοῦ Κυριακοδρομίου τοῦ Νικηφόρου Θεοτόκη (Μόσχα 1796, ΘΠ 5608).30. Ὁ 4ος τόμος τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Bibliorum graecorum latinorumque pars quarta) ποὺ ἐκδόθηκε στὴ Βασιλεία τὸ 1550, αἱ Διαταγαὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων (Βενετία 1563), ὁ τετράγλωσσος Θησαυρὸς τοῦ Γερα-σίμου Βλάχου, τοῦ 1723 (ΘΠ 1370), καὶ οἱ 1ος καὶ 3ος τόμοι τῆς ἑλληνικῆς μεταφράσεως τῆς Γραμματικῆς γεωγραφικῆς τοῦ Gordon Patrick ἀπὸ τὸν Γεώργιο Φατζέα (Βενετία 1760, ΘΠ 2524).

282 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

Θεσσαλονικέως31. Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ μέχρι τώρα ἔρευνα, συνολικὰ στὴ βιβλιοθήκη μας φυλάσσονται 34 ἔντυπα καὶ δύο χειρόγραφα ποὺ ἀνῆκαν στὸν Χριστοφόρο.

Ὁ Χριστοφόρος διατηροῦσε στενὴ φιλικὴ σχέση32 μὲ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Χαρακτηριστικὴ τῶν ἀδελφικῶν σχέσεων μεταξὺ ἁγίου Νικοδήμου, Χριστοφόρου καὶ τοῦ Ἰβηρίτη Ὀνουφρίου Κουντούρογλου εἶναι μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ Ὀνουφρίου πρὸς τὸν Ὅσιο, μὲ ἡμερομηνία 4 Ἰουνίου 1809, ποὺ φυλάσσεται στὸ ἀρχεῖο τῆς μονῆς μας (πίν. 1, 2, 3). Στὸ ἄγραφο φύλλο της ὁ ἅγιος Νικόδημος ἔγραψε μὲ τὸ χέρι του τὸ προσχέδιο τῆς ἐπικυρωτικῆς ἐπιστολῆς ποὺ δημοσι-εύθηκε μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοφόρου στὸ βιβλίο του Νέα Κλίμαξ. Τὸ ἐν λόγῳ σχέδιο ἔχει πολλὲς ἰδιόχειρες διορθώσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου καὶ δημοσιεύ-θηκε στὴν ἀρχὴ τῆς πρώτης ἐκδόσεως τοῦ βιβλίου, τὸ 1844, ἀπὸ τὸν Ἱλαρίωνα Ἰβηρίτη, μὲ ἐλάχιστες ἐπουσιώδεις φραστικὲς ἀλλαγές. Μιὰ χαρακτηριστικὴ διόρθωση εἶναι αὐτὴ στὴν ὑπογραφὴ τοῦ Χριστοφόρου: Χριστοφόρος μοναχὸς ἐκ τῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου σκητιώτης στὸ χειρόγραφο, ἀντὶ τοῦ «Ὁ ἐκ τῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτεως ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Μοναχός» τῆς ἐκδόσεως33.

Ἐδῶ φαίνεται ἡ ἐμπιστοσύνη ποὺ εἶχαν μεταξύ τους οἱ δύο ἄνδρες καὶ ὁ συμπνευματισμός τους. Ἄγνωστο εἶναι ἂν τὶς παραπάνω διορθώσεις τὶς ἔκανε ὁ Χριστοφόρος ἢ ὁ ἐπιμελητὴς τῆς ἐκδόσεως. Θεωροῦμε ὡς πιθανότερο τὸ δεύτερο, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἐν λόγῳ ἐπιστολὴ βρέθηκε στὸ ἀρχεῖο τῆς μονῆς μας, προερχόμενη μᾶλλον ἀπὸ τὰ κατάλοιπα τοῦ Ἱλαρίωνος.

Μιὰ ἀκόμη ἐπιστολὴ (ἀχρονολόγητη34) ποὺ βρήκαμε στὸ ἀρχεῖο εἶναι αὐτὴ τοῦ Ὀνουφρίου πρὸς τὸν Χριστοφόρο. Ὁ ἀποστολέας ἀναφέρεται στὰ θαύμα-τα τοῦ ἁγίου Μακαρίου, γιὰ τὰ ὁποῖα τὸν πληροφόρησε ὁ Χριστοφόρος, κι ὀ Ὀνούφριος, μὲ τὴ σειρά του, τὸν ἅγιο Νικόδημο (κάτι, ποὺ δείχνει τὶς ἀδελφικὲς σχέσεις μεταξὺ τῶν τριῶν35), καθὼς καὶ στὴ Νέα Κλίμακα. (Ἡ άναφορὰ στὰ

31. Περισσότερα γι᾿ αὐτὸν στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο.32. Γιὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὸν «φίλτατό του» ὅσιο Νικόδημο καὶ τὶς ἐπικυρωτικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Χριστοφό-ρου σὲ τέσσερα βιβλία τοῦ Ἁγίου, βλ. Πασχαλίδης, ὅ.π. (σημ. 8), 242-244.33. Ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ὀνουφρίου δημοσιεύθηκε, μαζὶ μὲ τὴν ὡς ἄνω ἐπιστολὴ τοῦ Χριστο-φόρου, ὡς προοίμιο τῆς ἐκδόσεως τῆς Νέας Κλίμακος, μὲ σημαντικὲς διορθώσεις. Σὲ ἄλλο μέρος τῆς ἐπι-στολῆς του ὁ Ὀνούφριος ἐκφράζει πρὸς τὸν Ὅσιο τὴ χαρά του γιὰ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Μακαρίου Νοταρᾶ ποὺ πληροφορήθηκε, τὰ ὁποῖα θεωρεῖ κοσμοχαρμόσυνον ἀγγελίαν τῆς τοῦ ἀοιδίμου Πατρὸς ἡμῶν Μακα-ρίου ἁγιότητος. Ὁ Μανουὴλ Γεδεὼν δημοσιεύει μέρος τῶν περὶ τοῦ ἁγίου Μακαρίου πληροφοριῶν τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς στὸ Πατριαρχικαὶ Ἐφημερίδες, Ἀθήνα 1937, 376-377, ἀλλά, λανθασμένα, μὲ ἀποστολέα τὸν Χριστοφόρο Προδρομίτη. Ἔχει καὶ δύο λάθη στὴ μεταγραφή. Γράφει: ἀσθενείᾳ [ἡμῶν], ἀντὶ οὐθενείᾳ καὶ [πάθη ἀνίατα] ἀξιουμένη, ἀντὶ ἐξιουμένη. Προφανῶς μπέρδεψε τὸν φερόμενο, στὸ recto τοῦ δεύτερου φύλλου, ὡς συντάκτη τῆς ἐπικυρωτικῆς ἐπιστολῆς μὲ τὸν πραγματικὸ ἀποστολέα της.34. Ἡ μόνη χρονική της ἔνδειξη εἶναι αὐτὴ τῆς ἡμέρας: τῇ Kυριακῇ.35. Μιὰ ἄλλη ἔνδειξη τῆς φιλικῆς σχέσης τοῦ Χριστοφόρου μὲ τοὺς ἡγέτες τῶν «κολλυβάδων», ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν δάσκαλό του Εὐγένιο Βούλγαρι, εἶναι τὰ ἰδιόχειρα σημειώματά του σὲ ἔντυπα τῆς σκήτης. Στὴ Φιλοκα-λία, τοῦ 1782 (ΘΠ 4417), στὸν «Εὐεργετινό», τοῦ 1783 (ΘΠ 4686), καὶ στοὺς δύο τόμους τοῦ βιβλίου τοῦ Βούλγαρι Ἀδολεσχία φιλόθεος, τοῦ 1801 (ΓΜ 49), ὁ Χριστοφόρος ἔχει γράψει κτητορικὸ τῆς σκήτης, ἐνῶ ἔγραψε ἀφιερωτήριο σημείωμα στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στὶς ἑπτὰ Καθολικὲς Ἐπιστολές, τοῦ 1806 (ΓΜ 398). Ἤ, λοιπόν, ὁ Βούλγαρις καὶ οἱ ἄγιοι Μακάριος καὶ Νικόδημος ἔστειλαν αὐτὰ τὰ βιβλία στὴ

283Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

ἴδια θέματα, μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα πὼς ἡ χρονικὴ διαφορά τους εἶναι λίγων μόνο ἡμερῶν.) Γράφει πρὸς τὸ τέλος της: Ἐκεῖνο ὁποῦ ἤθελα νὰ κάμω εἰς αὐτὴν ἦτον μία σύντομος ἱστορία χρονολογικὴ τῶν ἀναφερομένων εἰς αὐτήν· πλέον δὲν ἔγιναν, ἐξ αἰτίας ἀπὸ κάτι γραψίματα ὁποῦ μὲ ἔδοσαν νὰ γράψω τοῦ μοναστηρίου· αὐτὸς ὁ ἱστορικὸς πίναξ συνηθεῖται εἰς ὅλα τὰ νεοφανῆ βιβλία.

Κι ὁ Χριστοφόρος ἀναλάμβανε τέτοια «γραψίματα» γιὰ κάποιες μονές. Μιὰ ἐγγραφὴ τοῦ 1795 στὸν Κώδικα τῆς Σκήτης36 τὸν ἀναφέρει ὡς τὸν τοῦ Ἐφραὶμ καλόγηρον Χριστοφόρον37. Καὶ συνεχίζει: Οὕτως ἱστορεῖ αὐτὸς ὁ Χριστοφόρος, ἐπειδὴ εἶχε τὴν δεξιότητα νὰ ἐξυφαίνῃ ἐπιστολὰς γλαφυράς, τὸν ἠγγάρευε ὁ τότε σκευοφύλαξ τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Ξηροποτάμου παπὰ Ἄνθιμος Σκοπελίτης, καὶ τοῦ ἔγραφεν ἀμισθὶ τοιαύτας ἐπιστολὰς διὰ χρείαν τοῦ ἰδίου του μοναστηρίου.

Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὁ Χριστοφόρος ὑπῆρξε ὑμνογράφος. Ὅμως, ἀπὸ τὰ περισσότερα χειρόγραφά του ποὺ ἐντοπίσαμε, φαίνεται πὼς ἦταν καὶ σπουδαῖος καλλιγράφος. Ἡ γραφή του εἶναι στρογγυλή, καθαρὴ καὶ ἐπιμε-λημένη. Ξεχωρίζουν ἕνα μικρὸ καλλιγραφικὸ π, ποὺ τὸ χρησιμοποιεῖ μαζὶ μὲ δύο ἄλλους τύπους τοῦ ἴδιου γράμματος, καὶ τὰ δεξιοτεχνικὰ συμπλέγματα τοῦ ει καὶ τοῦ ευ38 (βλ. πίν. 4, 5). Πιστεύουμε πὼς ἡ ἔρευνα σὲ ἄλλες συλλογὲς χειρογράφων, ἐντὸς ἢ ἐκτὸς Ἁγίου Ὄρους, θὰ φανερώσει πολλὰ ἀκόμα χειρό-γραφα τοῦ Χριστοφόρου (στὴ Μονὴ Σταυρονικήτα ἐντοπίσαμε δύο ἀπὸ αὐτά, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω), ἀναδεικνύοντάς τον ἕναν ἀπὸ τοὺς σημαντικοὺς βιβλιογράφους τοῦ β΄ μισοῦ τοῦ 18ου αἰώνα.

Στὶς συλλογὲς τῆς μονῆς, τῆς σκήτης μας καὶ τῆς Σταυρονικήτα ἐντοπίσα-με ἕντεκα κώδικες γραμμένους μὲ τὸ χέρι του (ὅλοι, ὑμναγιολογικοῦ καὶ λει-τουργικοῦ περιεχομένου)39. Σὲ δύο μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ὑπάρχουν ὑμνογραφικὲς σκήτη μέσῳ τοῦ Χριστοφόρου, ἢ τὰ ἔστειλαν στὸν Χριστοφόρο, κι αὐτὸς τὰ δώρισε στὸ κυριακό.36. Ὁ ἐν λόγῳ Κώδικας ἀντιγράφηκε τὸ 1898 στὸν κώδ. 6 τῆς Σκήτης (βλ. Λ. Πολίτης καὶ Μ. Μανούσακας, Συμπληρωματικοὶ κατάλογοι χειρογράφων Ἁγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 1973, 243).37. Πράγματι, ὁ Γέροντάς του ὀνομαζόταν Ἐφραίμ (βλ. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Οἱ Ἁγιορεῖτες ὑμνο-γράφοι», ὅ.π., 155).38. Ὁ Χριστοφόρος μιμεῖται μιὰ ἀπὸ τὶς δύο γραφὲς τοῦ Διονυσίου, τοῦ Ζακυνθηνοῦ καὶ Ἰβηρίτη βιβλιογρά-φου ποὺ ὑπογράφει ὡς μελανείμων καὶ ἀλιτρός (βλ. Δ. Μούσουρας, Αἱ μοναὶ Στροφάδων καὶ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Κρημνῶν Ζακύνθου, Ἀθήνα 2003, 229-234), 21 κώδικες τοῦ ὁποίου φυλάσσονται στὴ βιβλιοθήκη μας (βλ. Σωτηρούδης, Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων, ὅ.π., τ. Α´, 247). Καὶ δὲν θὰ πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὸν ἱερομόναχο Χριστοφόρο, ποὺ φαίνεται νὰ κινεῖται κοντὰ στὴν ἰβηριτικὴ σκήτη, μᾶς παραδίδει τροπάρια γιὰ τὸν προ-στάτη της Τίμιο Πρόδρομο καὶ ὑπογράφει δύο χειρόγραφα τῶν ἐτῶν 1803 καὶ 1814.39. Στὴ μονή μας, τοὺς κώδ. 1449 (Διήγηση γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας ‒ βλ. Σωτη-ρούδης, Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων, ὅ.π., τ. ΙΑ´, 126-127), 1644 (Ἀκολουθία τῶν κτιτόρων τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων), 2098 (Ἀκολουθία τοῦ γενεσίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ δύο λόγοι γι᾿ αὐτὴ τὴν ἑορτή), 2099 (Ἰωάν-νου Μαυρόποδος, Ὀκτώηχοι κανόνες εἰς τὸν Τίμιον Πρόδρομον), 2118 (Ἐκλογὴ τοῦ Πολυελέου) καὶ 2266 (Ἀκολουθία τῆς Πεντηκοστῆς καὶ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου γι᾿ αὐτήν). Στὴ σκήτη, τὸν κώδ. 7 (ὁ Χριστοφόρος ἔχει γράψει τὸ 1ο, δηλαδὴ τὴν ἀκολουθία τῆς Ἀποτομῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ λόγο στὴ δημώδη γιὰ τὸν βίο του, καὶ τὸ 3ο μέρος της, δηλαδὴ τρεῖς κανόνες ψαλλόμενους τὸ Σάββατο τοῦ Ἁκαθίστου), τὸν κώδ. 9 (ὁ Χριστοφόρος ἔχει γράψει τὸ 1ο μέρος του, δηλαδὴ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ στὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου (BHG 1087) καὶ τὸ γνωστὸ ἰδιόμελο τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, στὸ τέλος) καὶ τὸν κώδ. 17. Γιὰ τὴν περιγραφή τους βλ. Πολίτης - Μανούσακας, ὅ.π., 243-244 γιὰ τὸν κώδ. 7, 244-245 γιὰ τὸν κώδ. 9, καὶ 251 γιὰ τὸν κώδ. 17. Στὴ Μονὴ Σταυρονικήτα, τὸν κώδ. 190

284 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

συνθέσεις ποὺ μποροῦμε νὰ τὶς ἀποδώσουμε στὸν Χριστοφόρο: Ἡ ἀκολου-θία καὶ ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἀκακίου ἐν τῇ Κλίμακι κι ἕνα ἀπολυτίκιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου40, προστάτη τῆς σκήτης, πού ἤδη ἔχει ἐκδοθεῖ μὲ τὸ ὄνομά του41. Σὲ ἔνθετα φύλλα σ᾿ ἕνα ἔντυπο τῆς μονῆς μας καὶ σὲ δύο τῆς σκήτης βρήκαμε κι ἄλλα αὐτόγραφά του: τέσσερα ἰδιόμελα στὴ λιτὴ τῆς Μεταμορφώσεως42, ἕνα ἰδιόμελο γιὰ τὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα43 κι ἕνα κοντάκιο τῆς ἁγίας Θωμαΐδος44.

Σὲ κανένα ἀπὸ τὰ αὐτόγραφα τοῦ Χριστοφόρου δὲν ὑπάρχει βιβλιογραφικό του σημείωμα, κι ἡ γραφή του εὔκολα συγχέεται μὲ αὐτὴν τοῦ Διονυσίου, τοῦ «μελανείμονος». Δείξαμε κάποια δείγματα τῆς γραφῆς καὶ τῶν δύο στὸν Π. Σωτηρούδη καί, μὲ τὴν ὁλοπρόθυμη βοήθειά του, ξεκαθαρίστηκαν τὰ πράγ-ματα. Σ᾿ αὐτὸ μᾶς βοήθησαν καὶ οἱ μαρτυρίες δύο μεταγενέστερων κατόχων κωδίκων του45.

Ἀπὸ τὰ ὑμνολογικὰ ἔργα του ποὺ μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος στὸν Συναξαριστή του46 ἕνα μόνο ἰδιόχειρό του ἐντοπίσαμε, στὴ Μονὴ Σταυρονικήτα, στὸν ἀκαταλογογράφητο κώδ. 227. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀκολουθία (μὲ ἀρχὴ τοῦ κανόνος: «Τὴν τεθολωμένην μου ψυχήν, ταῖς ἀθεμίτοις κινήσεσι κάθαρον...») καὶ τὸν ἐγκωμιαστικὸ βίο τοῦ ἁγίου Ἀκακίου ἐν τῇ Κλίμακι (μὲ ἀρχή: «Ὅλες οἱ ἀρετές, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, καὶ ἐδῶ εἰς ταύτην τὴν ζωὴν ἐπαινοῦνται, καὶ εἰς τὴν ἄλλην ἐξαιρέτως δοξάζονται...»), γιὰ τὰ ὁποῖα γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Σημείωσαι, ὅτι ὁ σοφολογιώτατος διδάσκαλος κὺρ Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης, διὰ παρακλήσεως ὑποτακτικοῦ τινος μοναχοῦ συνωνύμου τοῦ Ἁγίου, ἔπλεξεν ἀκολουθίαν εἰς τὸν ἅγιον Ἀκάκιον μελωδικωτάτην, καὶ βίον πλατύτερον ἢ ἐγκώμιον47».

Στὴ βιβλιοθήκη μας, ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Χριστοφόρου ποὺ μνημονεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ἔχουμε τὴ δεύτερη ἔκδοση τῆς ἀκολουθίας του στὸν ὅσιο Παΐσιο τὸν μέγα48 κι ἕνα χειρόγραφο49 ποὺ παραδίδει μιὰ κοινὴ ἀκολουθία τοῦ

(Πολίτης - Μανούσακας, ὅ.π., 189-190) καὶ τὸν ἀκαταλογογράφητο 227, μὲ τὴν αὐτόγραφη ἀκολουθία καὶ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἀκακίου ἐν τῇ Κλίμακι. Γιὰ τὸν τελευταῖο κώδικα βλ. παρακάτω.40. Στὸν κώδ. 2098. Ἂν καὶ δὲν τὸν ὑπογράφει ὁ Χριστοφόρος, γράφει μὲ τὸ χέρι του πάνω ἀπὸ τὸ τροπάριο: Ποίημα Χριστοφόρου διδασκάλου τῆς κατὰ τῆς σκύτεως(!) τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ.41. Στὴν τελευταία σελίδα τῆς ἀκολουθίας τῶν Ἰβηροσκητιωτῶν νέων ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου, Ἰγνατίου, Ἀκακίου καὶ Ὀνουφρίου, ποὺ συνέθεσε ὁ Ἰβηρίτης Ὀνούφριος Κουντούρογλου (βλ. σημ. 18). Ἡ ἔνταξη τοῦ ἀπολυτικίου σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔντυπο μᾶλλον ὀφείλεται στὴ φιλικὴ σχέση Ὀνουφρίου καὶ Χριστοφόρου.42. Σὲ Μηναῖο Αὐγούστου, τοῦ 1777 (ΘΠ 4092), τῆς συλλογῆς τῆς σκήτης.43. Σὲ Μηναῖο Νοεμβρίου, τοῦ 1778 (ΘΠ 4189), τῆς συλλογῆς τῆς σκήτης.44. Στὸ 1ο ἀντίτυπο τῆς ἐκδόσεως τοῦ Γλυκύ, τοῦ 1770 (ΘΠ 3963). Τὸ ἐντοπίσαμε ἀκολουθώντας μιὰ ση-μείωση τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου στὴ σ. 69 τοῦ φυλλαδίου Ι΄ τοῦ χφ 2324 (πίν. 14).45. Μιὰ ἀπὸ αὐτὲς (βλ. σημ. 44) μᾶς ὁδήγησε σὲ ἕνα Μηναῖο τοῦ Ἀπριλίου, ὅπου, πράγματι, εἶχε ἐπικολληθεῖ ἕνα αὐτόγραφο κοντάκιο τοῦ Χριστοφόρου γιὰ τὴν ἁγία Θωμαΐδα (πίν. 6).46. Βλ. Πασχαλίδης, ὅ.π. (σημ. 8), 248-259.47. Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Βενετία 1819 (ΓΜ 1195), τ. 1, 306.48. Ἑρμούπολη 1872 (Φ. Ἠλιοὺ - Π. Πολέμη, Ἑλληνικὴ Βιβλιογραφία 1864-1900. Συνοπτικὴ ἀναγραφή, Ἀθή-να 2006, 1872.13).49. Ὁ κώδ. 1818, ἔτους 1911.

285Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

Ἀποστόλου Ἰούδα μὲ τὸν ἀνωτέρω Ὅσιο. Σ᾿ αὐτό, ὅμως, μόνο ὁ ἕνας κανὼν στὸν β΄ ἦχο, αὐτὸς τοῦ Ὁσίου (καὶ πιθανῶς ὁ μικρὸς ἑσπερινὸς καὶ κάποια ἄλλα τροπάρια) προέρχεται ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ Χριστοφόρου. Ὁ ἄλλος, τοῦ Ἀποστόλου Ἰούδα, εἶναι ἀπὸ τὸ Μηναῖον καὶ ἐπιγράφεται: Θεοφάνους50.

Ἔχουμε καὶ μιὰ ἔκδοση τῶν Χαιρετισμῶν στὸν Τίμιο Πρόδρομο ποὺ ἔγινε τὴ δεκαετία τοῦ 1880 ἀπὸ τὸν μοναχὸ Κοσμᾶ, τὸν ζωγράφο51, ὁ ὁποῖος τὴν ἀποδίδει στὸν Χριστοφόρο. Ὅμως, εἶναι παλαιότερη σύνθεση. Παραδίδεται σὲ δέκα κώδικες τῆς μονῆς μας, ὁ παλαιότερός τους τοῦ 166052. Σὲ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς ἐπιγράφεται τοῦ Ραματᾶ53 ἢ τοῦ Ἰσιδώρου Κωνσταντινουπόλεως54.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος, μαζὶ μὲ ἄλλα ἔργα, ἀποδίδει στὸν Χριστοφόρο καὶ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Φιλαρέτου55. Ἕναν κανόνα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιο, μὲ ἀρχή: «Αἰνέσεως ὕμνον σοὶ τῷ κλεινῷ...», μᾶς παραδίδουν ὁ Νήφων ὁ Ἰβηροσκητιώτης56 καὶ ὁ βιβλιογράφος Ἰάκωβος ὁ Χῖος57, ἐνῶ τρίτος Ἰβηροσκητιώτης, ὁ ὑμνογρά-φος Γεράσιμος ὁ Νάξιος, περιλαμβάνει αὐτὸν τὸν κανόνα σὲ ἰδιόγραφη ἀκο-λουθία του στὸν ἐν λόγῳ Ἅγιο58.

Ὑπάρχουν δύο ἐνδεχόμενα: Ἢ ὁ Νήφων νὰ συνέθεσε τὸν κανόνα, ἢ νὰ τὸν ἀντέγραψε ἀπὸ κάποιο χειρόγραφο τῆς σκήτης. Καὶ μετὰ ἄλλα δύο: Ἢ ὁ Γεράσιμος νὰ τὸν βρῆκε κάπου καὶ νὰ τὸν ἐνσωμάτωσε σὲ ἀκολουθία ποὺ συνέθεσε, ἢ νὰ ἀντέγραψε ὁλόκληρη τὴν ἀκολουθία ἀπὸ ἄλλο χειρόγραφο. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ κανὼν στὸν ἅγιο Φιλάρετο εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ὑμνογραφικὰ ἔργα ποὺ παραδίδουν καὶ ὁ Νήφων καὶ ὁ Γεράσιμος ‒δηλαδὴ ὁ τελευταῖος κατὰ κανόνα δὲν ἀντιγράφει ἔργα τοῦ πρώτου‒, προκρίνουμε τὴν τελευταία ἐκδοχή: Τὸ χειρόγραφο τοῦ Γεράσιμου νὰ εἶναι ἀπόγραφο κάποιου ἄλλου καὶ νὰ μᾶς παραδίδει τὴ μέχρι τώρα «χαμένη» ὑμνογραφικὴ σύνθεση τοῦ Χριστοφόρου.

Ἡ ἀκολουθία τῶν κτιτόρων τῆς μονῆς μας εἶναι μιὰ ἀνασύνθεση τῆς ἀκο-λουθίας ποὺ συνέταξε ὁ Μέγας Ρήτωρ Μανουὴλ ὁ Κορίνθιος στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα γιὰ τὸν ἅγιο Εὐθύμιο, τὸν γνωστότερο ἀπὸ τοὺς κτίτορες, αἰτήσει μοναχῶν, τῶν ἐκ τῆς σεβασμίας μονῆς τῶν Ἰβήρων, καὶ παραδίδεται στὸν ἰδι-όγραφό του κώδ. 51259. Τὸ πρῶτο της γνωστὸ χειρόγραφο εἶναι ὁ κώδ. 1644, πού, κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον, γράφτηκε ἀπὸ τὸν Χριστοφόρο.

50. Ὁ Πασχαλίδης (ὅ.π., 254), παραπέμποντας στὸν Κατάλογο τῶν χειρογράφων τοῦ κυριακοῦ τῶν Καυ-σοκαλυβίων, ἀναφέρει κανόνα τοῦ Χριστοφόρου στοὺς δύο Ἁγίους, σὲ β΄ ἦχο. Ὅμως, ὁ κανὼν ἀφορᾶ μόνο τὸν μέγα Παΐσιο.51. Βλ. Δ. Στρατηγόπουλος, Ἔντυπες Ἀκολουθίες Ἁγίων, Ἀθήνα 2007, 195.52. Κώδ. 1863.53. Στὸν κώδ. 1847, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου.54. Στὸν κώδ. 1853, τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτη.55. Στρατηγόπουλος, ὅ.π., 326.56. Στὸν κώδ. 5 τῆς Σκήτης Ἰβήρων.57. Στὸν ἀκαταλογογράφητο κώδ. 25 τῆς Σκήτης Ἰβήρων, ἔτους 1899.58. Στὸν κώδ. 1843.59. Φφ. 123v-141v. Δὲν τὸν καταγράφει ὁ Λάμπρος, ὅ.π., (σημ. 5), 160-161.

286 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

Τὸ 1758, δηλαδὴ δυὸ ἢ τρεῖς δεκαετίες νωρίτερα, ἔχουμε τὸν κώδ. 453, γραμμένο ἀπὸ τὸν Κοσμᾶ Σάμιο60, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο γνωστὸ χειρόγραφο μὲ τοὺς βίους τῶν τριῶν κτιτόρων σὲ σχετικὰ ἑνιαῖο κείμενο, ποὺ οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ τὴν προσθήκη κάποιων πληροφοριῶν στὸν προϋπάρχοντα βίο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, ἔργο Μανουὴλ τοῦ Κορινθίου (μᾶλλον μετάφραση τοῦ συ-ναξαριακοῦ βίου του ἀπὸ τὰ γεωργιανά), ποὺ ἐπίσης μᾶς παραδίδεται στὸν κώδικα 51261 καὶ ἐκδόθηκε στὸ Νέον Ἐκλόγιον62 διασκευασμένος. Οἱ προσθῆκες ἀφοροῦν τοὺς δύο ἄλλους κτίτορες καὶ βασίζονται σὲ χειρόγραφα καὶ ἔγγραφα τῆς μονῆς μας63.

Ἡ ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ μεγάλου, ποὺ συνέθεσε ὁ Χριστοφόρος, ἔχει μιὰ ρέουσα χάρη καὶ γλαφυρότητα, ποὺ ἀπηχεῖ τοὺς μεγάλους ὑμνογρά-φους τῆς πρώτης μ.Χ. χιλιετίας. Φανερώνει ἕνα λόγιο καὶ ποιητὴ μὲ εὐχέρεια στὴ σύνθεση, βαθιὰ γνώση τῆς γλώσσας, ποὺ σπάνια ὀλισθαίνει σὲ φράσεις κοινοὺς τόπους τῆς ὑμνογραφίας καὶ συνάμα μαρτυρεῖ τὸ στιβαρὸ θεολογικὸ καὶ φιλολογικὸ ὑπόβαθρό του. Παραθέτουμε παρακάτω τὸ ἀκροτελεύτιο τρο-πάριο τοῦ πρὸς τὸν Ὅσιο κανόνα της, κατὰ τὸ «Ἀνάρχου γεννήτορος»:

Ἐφέσεως ἔληξας, τῆς σῆς ὁσίων μέγιστε, ὀρεκτῶν ἀπολαύσας εὐκτῶς τὸ ἄω-τον, καὶ τῆς ἀγλαΐας τῆς θείας, ἐμφορηθεὶς ἐν τοῖς οὐρανίοις, ἡμῶν τε μνημόνευε, τῶν ἐν πίστει μεμνημένων σου.

Καὶ τὸ θεοτοκίον τῆς α΄ ὠδῆς, κατὰ τὸ «Ἐν βυθῷ κατέστρωσε ποτέ»: Ἧκε σοι ἁγνὴ τὸν ἀσπασμόν, φέρων ὁ ἀρχάγγελος, λαμπροφανῶς ἐσταλμέ-

νος καὶ ἔξαλλος· συναντήσας ὅμως δέ, τοῖς πυρσεύμασι, τοῖς ἐκ σοῦ ὑπὸ σύγκρι-σιν, σελαγιζομένοις, μᾶλλον κατηυγάσθη ἢ κατηύγασεν.

Ἡ ἀκολουθία τῶν κτιτόρων δὲν ἔχει τὴν ἴδια γλαφυρότητα καὶ χάρη. Ἴσως, γιατὶ ἀποτελεῖ μιὰν ἀνασύνθεση. Μᾶλλον, ὅμως, γιατὶ δὲν τὴ συνέθεσε ὁ Χριστοφόρος. Καὶ ὁ κώδ. 1644, ἂν ἔχει γραφεῖ ἀπὸ τὸν Χριστοφόρο, τότε θὰ ἀποτελεῖ ἀπόγραφο κάποιου ἄλλου, συγχρόνου τοῦ κώδ. 453.

Ὁ Μιχαὴλ Θηραῖος, ποὺ ἔζησε στὴν ἴδια καλύβη μὲ τὸν Χριστοφόρο, τρεῖς γενιὲς μετά, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κοντάκιο τῆς ἁγίας Θωμαΐδος μᾶς παραδί-δει ὡς συνθέσεις τοῦ Χριστοφόρου ἕνα κοντάκιο κι ἕνα ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου64 (μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τὴν ὁποία, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος, «ἄριστα συνεπλήρωσε καὶ ηὔξησεν»65), καθὼς κι ἕνα κοντάκιο στοὺς Ἁγίους Πάντες66.

Τέλος, τὸ χειρόγραφο 7 τῆς σκήτης παραδίδει ἕναν ἐκτενῆ λόγο «διαλαμ-60. Βλ. Λάμπρος, ὅ.π., 147.61. Φφ. 129v-138v.62. Στὶς σσ. 218-222 τῆς 1ης ἔκδοσης, τοῦ 1803 (ΓΜ 221).63. Ἡ ἀκολουθία καὶ ὁ ἑνιαῖος βίος τῶν τριῶν κτιτόρων συνεκδόθηκαν τὸ 1857 στὸ Προσκυνητάριον τῆς Μονῆς μας ἀπὸ τὸν Ἰβηρίτη ἀρχιμανδρίτη Σεραφεὶμ τὸν Σινωπέα (ΓΜ 7368).64. Στὶς σσ. 26-27 τοῦ φυλλαδίου ΜΑ΄ τοῦ χφ 2324.65. Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ (ΓΜ 1195), τ. 3, 27.66. Στὴ σ. 22 τοῦ φυλλαδίου τῆς σημ. 64.

287Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

βάνοντα τὰ ἀπὸ τῆς γεννήσεως καὶ ἀνατροφῆς καὶ τὰ τῆς ἀποτομῆς τοῦ τιμίου ἐνδόξου Προφήτου Προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου»67, γραμμένο μὲ τὸ χέρι τοῦ Χριστοφόρου, ἐνῶ στὸν αὐτόγραφό του κώδικα 2098 τῆς μονῆς μας βρίσκονται, μεταφρασμένοι στὴν καθομιλουμένη, δύο λόγοι στὸ Γενέσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου68. Ἀπὸ διάφορες μαρτυρίες, ὁ Χριστοφόρος εἶναι γνωστὸς ὡς συντάκτης ἢ μεταφραστὴς κάποιων ἁγιολογικῶν κειμένων ποὺ λανθά-νουν69. Ἡ γλαφυρότητα τῶν ὡς ἄνω μεταφράσεων καὶ τὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρο, ποὺ μαρτυρεῖ ὁ λόγος πρὸς τὸν προστάτη τῆς σκήτης Τίμιο Πρόδρομο, μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἀπόδοση τῆς πατρότητάς τους σὲ αὐτόν.

Ο «μουσικώτατος» Δαμασκηνὸς ὁ ΘεσσαλονικεὺςΜὲ τὸν Χριστοφόρο Προδρομίτη σχετίζεται ἔνας προγενέστερός του, ὁ

Ἰβηρίτης μοναχὸς Δαμασκηνὸς ὁ Θεσσαλονικεύς. Ἕνα χειρόγραφο ποὺ τὸ συ-μπλήρωσε ὁ Δαμασκηνὸς μὲ 29 φύλλα70 καὶ ἀρκετὰ ἔντυπα τῆς συλλογῆς τῆς μονῆς μας, τὰ ὁποῖα φέρουν κτητορικὰ σημειώματα τοῦ Δαμασκηνοῦ71 (τὰ περισσότερα ἔχουν καὶ πίνακες τῶν περιεχομένων μὲ τὸ χέρι του72), κατέληξαν στὰ χέρια τοῦ Χριστοφόρου. Ἐπίσης, τὸν κώδ. 967, ἕνα ἰδιόγραφο μουσικὸ Μαθηματάριόν του τῆς βιβλιοθήκης μας (πίν. 7), τὸν κληρονόμησε ὁ μαθητής του Ἰβηρίτης ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Βλάχος73, ἐνῶ ἕνα ἀκόμα ἀκέφαλο χειρό-γραφο τῆς μονῆς μας, ὁ κώδ. 1856, μὲ τὸ σχεδίασμα ἀκολουθίας καὶ ὀκτώηχων κανόνων στὸν ὅσιο Εὐθύμιο τὸν μέγα, ἔχει γραφεῖ μὲ τὸ χέρι του (πίν. 8).

Ὁ κανὼν τῆς ἐν λόγῳ ἀκολουθίας ἀποδίδεται στὸν Χριστοφόρο ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Χαρίτωνα, γραφέα τοῦ κώδ. 163, ἔτους 1903, τοῦ κυριακοῦ τῆς σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων74, ἐνῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος μᾶς πληροφορεῖ: «Σημείωσαι, ὅτι εἰς τὸν μέγαν τοῦτον Εὐθύμιον ὀκτωήχους κανόνας ἐφιλοπό-νησεν ὁ ὁσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Χριστοφόρος ὁ Προδρομίτης, καὶ ὁ βουλόμενος ζητησάτω τούτους»75. Μιὰ ἐξέταση, ὅμως, τοῦ κώδικα μᾶς δείχνει

67. Βλ. Πολίτης - Μανούσακας, 243-244.68. Τοῦ ἁγίου Ἀντιπάτρου Βόστρων, μὲ ἀρχή: «Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὥρι-σε…» καὶ τοῦ Ἀετίου, πρεσβυτέρου Κωνσταντινουπόλεως, μὲ ἀρχή: «Καὶ ἄλλοι πνευματικοὶ διδάσκαλοι περισσαῖς φοραῖς…».69. Βλ. Πασχαλίδης, ὅ.π. (σημ. 8), 247-248.70. Ὁ κώδ. 276. Βλ. Λάμπρος, 279.71. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε: τοὺς 2ο καὶ 3ο τόμους τῶν Ἁπάντων τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (Paris, 1722 καὶ 1730), τὴ Γεωγραφία τοῦ Μελετίου (Βενετία 1728, ΘΠ 3830), τὰ Ἅπαντα τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου (Βενετία 1747), τοὺς δύο τόμους τῶν Ἁπάντων τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ (Βενετία 1748) καὶ τὸν 1ο τόμο τῶν Ἁπάντων τοῦ Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας (Βενετία 1755).72. Ἕνας πίνακας περιεχομένων, γραμμένος μὲ τὸ χέρι του, καταγράφει τὰ περιεχόμενα τοῦ 1ου τόμου τῶν Ἁπάντων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ποὺ ἐκδόθηκε στὸ Παρίσι τὸ 1609, ἐνῶ τὸ χφ 1381 περιέχει τὸν πίνακα περιεχομένων ἑνὸς ἄγνωστου κώδικα μὲ ἑρμηνεία στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κ.ἄ. κείμενα, καθὼς κι ἕναν ἄλλο πίνακα μὲ τὰ περιεχόμενα ἄγνωστου Νομοκάνονα, γραμμένους μὲ τὸ χέρι του.73. Βλ. Γρ. Στάθης, Tὰ χειρόγραφα βυζαντινῆς μουσικῆς. Ἅγιον Ὄρος, τ. 3, Ἀθήνα 1993, 706.74. Βλ. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Κατάλογος Καυσοκαλυβίων, ὅ.π., 244.75. Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τ. 2, 48. Καὶ ὁ πνευματικὸς Εὐθύμιος ὁ Κρὴς μᾶς πληρο-

288 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι ἀπόγραφο κάποιου ἄλλου, ἀλλὰ τὸ προσχέδιο τῆς ἀκολου-θίας καὶ τῶν κανόνων, μὲ πολλὲς διορθώσεις καὶ προσθῆκες ἀπὸ τὸν συντάκτη τους, ἄρα, ἡ ἀκολουθία καὶ οἱ κανόνες εἶναι συνθέσεις τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Προφανῶς, τὸ ἐν λόγῳ χειρόγραφο, ὅπως καὶ τὰ βιβλία ποὺ προαναφέραμε, τὰ κληρονόμησε ὁ Χριστοφόρος καὶ στὴ συνέχεια τὰ ἀντέγραψε καλλιγραφικά. Τὸ ἀπόγραφο αὐτὸ μᾶλλον θὰ τὸ εἶδε ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀνάμεσα στὰ βιβλία τοῦ Χριστοφόρου, μὲ τὸν γνωστό του γραφικὸ χαρακτήρα, καὶ θὰ συμπέρανε πὼς ὁ ἴδιος συνέθεσε τοὺς κανόνες. Ἀπὸ τὸ ἴδιο χειρόγραφο θὰ ἀντέγραψε καὶ τὸν κανόνα στὸν ὅσιο Εὐθύμιο ὁ παπὰ Χαρίτων καὶ θὰ τὸν ἀπέδωσε στὸν Χριστοφόρο.

Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ (σὲ σημείωμά του στὸν κώδ. 997, ἔτους 1806), ὁ μα-θητής του Ραφαήλ, μητροπολίτης Ἰκονίου καὶ μετέπειτα Λαρίσης (εἶχε ζήσει ἕξι χρόνια στὴ μονή μας, ὅπου καὶ ἐκάρη μοναχός), ὁ Δαμασκηνὸς γεννήθηκε τὸ 1688 καὶ ἀπεβίωσε τὸ 177376. Ἀπὸ ἄλλο σημείωμα τοῦ Ραφαὴλ77 πληροφορού-μαστε ὅτι ὁ μουσικῶν διδάσκαλος κὺρ Δαμασκηνὸς ἦτον ἐξ Θεσσαλονίκης τῆς πόλεως, καὶ τέλειος μαθητὴς ἐγένετο τοῦ περιφήμου πρωτοψάλτου κὺρ Ἰωάννου, ὅστις κὤμαζεν ἐν τῇ βασιλευούσῃ πόλει ἐν τῇ μεγάλῃ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ. Καὶ πορευθεὶς εἰς τὴν μητρόπολιν τῶν Ἰωαννίνων διέτριψε πολλοὺς χρόνους ψάλ-λειν(;) τὸ ἔργον του ἔχον, ἐν τῇ τῶν Ἰωαννίνων μητροπόλει. Εἶτα ἐρχόμενος εἰς τὴν ἱερὰν του μονὴν ταύτην τῶν Ἰβήρων ὡς κουρᾶ ον τῆς αὐτῆς μονῆς ἀνέκαθεν, παρέδωκε πολλοῖς τὴν μουσικήν, κατ’ ἐξοχὴν δὲ τέλειον κατόρθωσε τὸν εἰρημέ-νον κὺρ Ἄνθιμον ἱερομόναχον78.

Μουσικὲς συνθέσεις τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἰδιόγραφό του κώδ. 997, ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλα χειρόγραφα τῆς μονῆς μας ἢ ἄλλων ἁγιορείτικων ἱερῶν καθιδρυμάτων79. Ὑπῆρξε, λοιπόν, ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικοὺς ἁγιορεῖτες μελοποιοὺς τοῦ 18ου αἰώνα. Ἀλλά, ἀπὸ τὸν κώδ. 1856, φαίνεται πὼς ὑπῆρξε καὶ ὑμνογράφος. Οἱ κανόνες του στὸν μέγα Εὐθύμιο ἀπηχοῦν τὰ ὑμνολογή-

φορεῖ πὼς στὴν καλύβη τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου τῆς Σκήτης «εὑρίσκεται ἕνα χειρόγραφον βιβλίον πόνημα καὶ γραφῆς τοῦ διδασκάλου Χριστοφόρου, περιέχον 8ήχους Κανόνας εἰς τὸν ἅγιον Εὐθύμιον ὡς καὶ ἄλλα τινὰ τοῦ ἰδίου διδασκάλου» (Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη 22 [1957], 423). Προφανῶς πρόκειται γιὰ τὸ χειρόγραφο ποὺ εἶχε ὑπ᾿ ὄψιν του ὁ ἅγιος Νικόδημος· καὶ μᾶλλον ὁ Χριστοφόρος, κατὰ παράκλησιν τοῦ Γέροντος τῆς καλύβης, ἀντέγραψε τοὺς κανόνες γιὰ τὸν φερώνυμό της Ἅγιο.76. Βλ. Γρ. Στάθης, ὅ.π., 898. Ἀπὸ τὰ παραπάνω φαίνεται πὼς ὁ Δαμασκηνὸς ἔγραψε τὸν κώδ. 967 στὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα, ὅπως σαφῶς προκύπτει ἀπὸ τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμά του. Ὅμως, ὁ Στάθης ἀμφιβάλλει ἂν εἶναι αὐτόγραφός του, ἐνῶ ὁ Σπ. Λάμπρος τὸν χρονολογεῖ λανθασμένα στὸν 17ο καὶ ὁ Μ. Χατζηγια-κουμῆς στὸ α΄ μισὸ τοῦ ἴδιου αἰώνα (Μουσικὰ χειρόγραφα Τουρκοκρατίας [1453-1832], τ. 1, Ἀθήνα 1975, 288), ἀποδίδοντας ὅμως σωστὰ τὴ γραφή του στὸν Ἰβηρίτη μοναχὸ Δαμασκηνό.77. Στὴν ἔκδοση τοῦ 1779 τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Βαρίνου Φαβωρίνου στὴ Βενετία (ΘΠ 2295).78. Σὲ ἕνα ἄλλο σημείωμα, στὸν κώδ. 1091, ὁ ὑποτακτικός του Ἰωάσαφ σημειώνει πὼς ἐκάρη μοναχὸς τὴν Πεντηκοστὴ τοῦ 1763 καὶ καταλήγει: ἐδέξατό μοι ὡς πνευματικὸν αὐτοῦ τέκνον διὰ τοῦ σχήματος ὁ μουσικώ-τατος ἐν μοναχοῖς καὶ ἡμέτερὸς μοι γέρωντας ἐν τῇ αὐτῇ μονῇ τῶν Ἰβήρων κύριος Δαμασκηνὸς.79. Βλ. Γρ. Στάθης, ὅ.π., τ. 1 (1975), 38, 39-40, 60, 131, 183, 242, 255-256, 382, 464, 474, 489, 591, 598, τ. 2 (1976), 49, 81-82, 111, 119, 328, 349, 354, 355, 434-435, 677, 715, 725, 730, τ. 3 (1993), 61, 74, 295, 583, 890, 892, 898.

289Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

ματα τῆς πρώτης μ.Χ. χιλιετίας καὶ μαρτυροῦν μιὰν ἄνεση στὴ γλώσσα καὶ τὴ μετρικὴ κι ἕνα στιβαρὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρο.

Ἰδού, κάποια δείγματα:Ἔχων οὐρανῶν σκηνώματα, καὶ ἀπολαύων θειοτάτης λαμπρότητος, καὶ συμ-

μελῳδῶν, ταῖς ἀσωμάτοις δυνάμεσι, τὸ τρισάγιον μάκαρ μελῴδημα, ἡμῶν τε τῶν ἐν πίστει, ἀνευφημούντων νῦν μνημόνευε (τροπάριο τῆς θ΄ ὠδῆς τοῦ α΄ ἤχου).

Πλείστους κατηχοῦντος εὐσεβεῖς, αἱ σιαγόνες σου καθωραΐσθησαν· τῇ γὰρ δυνάμει τῶν λόγων σου, τὴν Τριάδα καὶ τὴν σάρκωσιν, ὁμολογοῦντες εὐσεβῶς πάτερ κράζομεν· εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον (τροπάριο τῆς η΄ ὠδῆς τοῦ δ΄ ἤχου).

Ὁ «ἀντικολλυβὰς» Ἰάκωβος ΝεασκητιώτηςὉ πληθωρικὸς καὶ παραγωγικότατος Ἰάκωβος Νεασκητιώτης δεσπόζει

στὸ Ἅγιον Ὄρος ὡς ὑμνογράφος καὶ βιβλιογράφος κατὰ τὶς τέσσερις μετὰ τὴν Ἐπανάσταση δεκαετίες. Γεννημένος στὰ Κύθηρα κατὰ τὴν ἐκπνοὴ τοῦ 18ου αἰώνα, πηγαίνει στὸ Ὄρος καί, πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση, γίνεται μοναχὸς στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου. Μετὰ ἀπὸ ὀλιγόχρονη ἀπουσία, λόγῳ τῶν ταραχῶν καὶ δεινῶν τῆς ἐπαναστατικῆς περιόδου, ἐπιστρέφει στὸ Ὄρος καὶ ἐγκαταβιώνει στὴ Νέα Σκήτη, ἂν καὶ φαίνεται πὼς ἔζησε καὶ ἀλλοῦ γιὰ μικρὰ χρονικὰ διαστή-ματα. Σφοδρὸς πολέμιος τῶν «κολλυβάδων», ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὑμνογραφία, τὴ συγγραφὴ καὶ τὴν ἀντιγραφὴ χειρογράφων ἀπὸ τὸ 1824/1825 ὣς τὸ 1868, ἕνα ἔτος πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του, ἀφήνοντας πάνω ἀπὸ 250 χειρόγραφα, κοντὰ στὶς 100 ὑμνογραφικὲς συνθέσεις καὶ δεκάδες ἁγιολογικά, θεολογικά, ἱστορικὰ καὶ λειτουργικὰ ἔργα80.

Ὁ Ἰάκωβος ὑπῆρξε μὲν βιβλιογράφος, ἀλλ᾿ ὄχι καλλιγράφος. Ἔχει μιὰν ἰδιότυπη γραφή, προχειρότητα καὶ ἀταξία στὸ γράψιμο, ἂν καὶ τὰ χειρόγραφά του εἶναι ἀρκετὰ εὐανάγνωστα, λόγῳ τῶν μεγάλων καὶ καθαρῶν γραμμάτων του (βλ. πίν. 9).

Στὴ μονή μας σώζονται 13 χειρόγραφά του, μὲ κάποιες ἄγνωστες ἀκολου-θίες, καθὼς καὶ πέντε ἀκόμα ἔργα του, ἀντιγραμμένα ἀπὸ ἄλλους γραφεῖς σὲ ἰσάριθμους κώδικες.

Τὰ αὐτόγραφα χειρόγραφά του εἶναι τὰ ἑξῆς: 1. Ὁ κώδ. 1454, ἔτους 1860, μὲ τὸν βίο καὶ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου

Βασιλείου τοῦ νέου81, κ.ἄ. κείμενα82.

80. Περισσότερα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἰακώβου βλ. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Ὁ μοναχὸς Ἰάκωβος Νεασκητιώτης καὶ τὸ ὑμναγιολογικό του ἔργο γιὰ τὴ Θεοτόκο καὶ τοὺς ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες, Θεσσα-λονίκη 2012 (δακτυλογραφημένη διδακτορικὴ διατριβή), 63-205, ἀπ᾿ ὅπου καὶ ἀντλοῦμε τὶς παραπάνω πληροφορίες.81. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Ὁ μοναχὸς Ἰάκωβος Νεασκητιώτης, ὅ.π., 166. Ὁ συγγραφέας θεωρεῖ τὴν ἀκολουθία ἔργο τοῦ Ἰακώβου, ὅμως στὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα (βλ. παρακάτω, σημ. 82) σαφῶς δηλώνε-ται: Ἤδη κόπῳ πολλῷ καὶ δαπάνῃ ἰδίᾳ ἀντιγραφέντα ἐκ παλαιῶν σωζομένων χειρογράφων βιβλίων.82. Βλ. Σωτηρούδης, Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων, ὅ.π., τ. ΙΑ΄, 137-139.

290 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

2. Ὁ κώδ. 1691, ἐτῶν 1842-1843, μὲ τὴν ἀκολουθία καὶ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Γρηγεντίου83, μὲ τὸ ἑξῆς βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ἐτελειώθη τὸ παρὸν χρόνους εἰς τοὺς χιλίους/δύω καὶ τεσσαράκοντα μὲ τοὺς ὀκτακοσίους/εἰς τὰς ἕξη καὶ εἴκοσι μηνὸς τοῦ Δεκεμβρίου/ἐπιμελείᾳ καὶ σπουδῇ μοναχοῦ Ἰακώβου/ὑπὲρ οὗ πάντες εὔχεσθε, οἱ τούτου ἐντυγχόντες./Τῷ ξυντελεστῇ τῶν καλῶν/Θεῷ ἡμῶν δόξα/ᾳωμγῳ.

3. Ὁ κώδ. 1837, ἔτους 1859, μὲ τὴν ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας στὴν Ἁγία Σκέπη καὶ λόγο στὴν ἑορτὴ αὐτή84. Στὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα διαβάζουμε: Ἐγράφη δὲ κατ᾿ αἴτησιν τοῦ ὁσιωτάτου ἐν μοναχοῖς Ἀνδρέου, εὐλαβείᾳ κινου-μένου ἵνα ἐκτελῇ καὶ ἑορτάζῃ τὴν ἑορτὴν ταύτην εἰς φύλαξιν καὶ σκέπην αὐτοῦ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος· ἐγράφη δὲ καὶ ἡ ἀνάγνωσις αὐτῆς εἰς στάσεις δύω, ἵνα ἀναγινώσκεται προσεχῶς...

4. Ὁ κώδ. 1840, ἔτους 1848, μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ζωτικοῦ τοῦ λω-βοτρόφου85 (πίν. 9).

5. Ὁ κώδ. 1853 (κολοβός), μὲ Οἴκους σὲ διαφόρους Ἁγίους γιὰ κάθε μέρα τῆς ἑβδομάδας καὶ τὴν ἀκολουθία τῶν ἐν Ἄθῳ Ὁσίων τοῦ ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου. Ἐνῶ τρεῖς Χαιρετισμοὶ φέρουν ὄνομα ὑμνογράφου στὸ χειρόγραφο καὶ οἱ Οἶκοι στοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο ἔχουν ἐκδοθεῖ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, οἱ «Οἶκοι κατὰ ἀλφάβητον εἰς τὴν ὁμοούσιον Τριάδα, τὴν τοῦ Θεοῦ κοσμοποιΐαν περιέχοντες», μὲ ἀρχή: «Ἄναρχε θεαρχία...», καὶ οἱ «Οἶκοι εἰς τὸν Τίμιον Σταυρόν· ἀναγινωσκόμενοι τὴν Τετάρτην», μὲ ἀρχή: «Ἄγγελοι οὐρανόθεν, ἀοράτως κυκλοῦσι...», μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν μὲ μεγάλη πιθανότητα στὸν Ἰάκωβο, ἐφ᾿ ὅσον δὲν τοὺς βρήκαμε κάπου ἀλλοῦ.

6. Ὁ κώδ. 2144, ἔτους 1834, μὲ τὴν ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας86 καὶ πα-ράκληση στοὺς Ἁγίους Πάντες87.

Ὁ κώδικας εἶναι μυόβρωτος, ὁπότε, στὰ δύο ἐκτενῆ βιβλιογραφικὰ σημειώ-ματα μποροῦμε νὰ διαβάσουμε τὰ ἑξῆς: Εἴληφε τέρμα ἐν ἔτει σωτηρίῳ/τετάρτῳ τοῦ τριακοστοῦ ἅμα ὀκτακοσίων/[...] χιλίων δὲ(;) σεπτῆς θεογονίας/[ἐν ὄρει τε] τοῦ Ἄθωνος τοῦ καὶ ἁγιωνύμου/[...]οἰκτροῦ Ἁγιορίτου/[...]νος οὗ μέμνησθ᾿ οἱ τυχόντες·/[...]ῷ τῶν Ἁγίων πάντων/[...] μὲν τῶν Ζακυνθίων/[...]άσαις ταῖς ὑφ᾿ ἡλίῳ/[...]πανσέπτοις(;) ἐπ᾿ ὀνόμασι τούτων καί: Ζῆλος μὲν διάπυρος, καὶ ὁ ἔνθερ-μος πόθος/καὶ εὐλάβεια διακαής τε ἔρως/πρὸς τοὺς ἅπαντας ἀπ᾿ αἰῶνος Ἁγίους/πρὸς τὴν πάναγνον καὶ ἁγίους Ἀγγέλους·/Τοῦ φιλαγίου [Ἰγνατίου (διαγρ.)] [Διονυσίου (μτγν. διόρθ.)] τοῦ θύτου/ὁρμομενου μὲν ἐκ κλεινῶν Ἐπιβάτων [ἐπαρ-χιῶν Σηλληβρίας (προσθ. μὲ μτγν. χέρι)]/παροικήσαντος δ᾿ ἐν νήσῳ Ζακυνθίων/83. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Ὁ μοναχὸς Ἰάκωβος Νεασκητιώτης, ὅ.π., 166.84. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Ὁ μοναχὸς Ἰάκωβος Νεασκητιώτης, ὅ.π., 283-296.85. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Ὁ μοναχὸς Ἰάκωβος Νεασκητιώτης, ὅ.π., 168. Ἡ ἀκολουθία μᾶς παραδίδεται καὶ στὸν κώδ. 1956, ἔτους 1887.86. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Ὁ μοναχὸς Ἰάκωβος Νεασκητιώτης, ὅ.π., 169.87. Ἡ παράκληση παραδίδεται καὶ ἀπὸ τὸν κώδ. 180, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου, καὶ τὸν κώδ. ΕΒΕ 2352, τοῦ 16ου αἰώνα.

291Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

μιᾶς τῶν ἑπτὰ κράτους τοῦ τῶν Ἰόνων/τὴν παροῦσαν συνέθεσεν ἀκολουθίαν/ἀσματικήν τε ἱερομελουργίαν/[...]ἀφιέρωσεν ἐν τῷ ὑπερθαυμάστῳ/[...] λαμπρῷ καὶ ἐξακούστῳ/[...]έλασσαν τῆς θεοσώστου ταύτης,/[...] τῆς περιφανεστάτης/[...]ην αὐτοῦ καὶ κλέος/[...]ἐνοριτῶν καὶ αὖχος.

7. Ὁ κώδ. 2145, μὲ τὴν ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας καὶ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Νικηφόρου καὶ παράκληση καὶ Χαιρετισμοὺς τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ὁ Ἰάκωβος τροποποιεῖ παλαιότερη ἀκολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ πρώτου, σύνθεση τοῦ Γαβριὴλ Φιλαδελφείας, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 182288, ἀντικαθιστώντας τὰ περισ-σότερα τροπάρια τοῦ κανόνα, μὲ ἀποτέλεσμα, ἡ ἀκροστιχίδα του νὰ ἐκδοθεῖ διαταραγμένη, καὶ προσθέτει μικρὸ ἑσπερινό.

Οἱ Χαιρετισμοὶ τοῦ ἁγίου Νικολάου, ποὺ περιέχονται σ᾿ αὐτὸν τὸν κώδι-κα, εἶναι γνωστὸ ἔργο τοῦ Ἰακώβου89. Ὅμως, ὁ βίος τοῦ ἁγίου Νικηφόρου, μὲ ἀρχή: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν... τὸ ὁποῖον οὐ μόνον εἰς τοὺς Ἀποστόλους εἶπεν...»90, ἡ παράκληση τοῦ ἁγίου Νικολάου, μὲ ἀρχή: «Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς, καὶ νόσοις παντοίαις...», καὶ ἡ μετάφραση ἑνὸς θαύματος τοῦ Ἁγίου «ἐκ τῆς Ἰλλυρικῆς διαλέκτου» (ἀπὸ τὰ ρωσικά), μὲ ἀρχή: «Ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ 290: ἐπὶ τῆς βασιλείας...», δὲν ἐντοπίστηκαν σὲ ἄλλα χειρόγραφα ἢ ὑπὸ ἄλλο ὄνομα καὶ πιθανῶς εἶναι ἔργα τοῦ Ἰακώβου.

8. Ὁ κώδ. 2216, ἔτους 1843, μὲ τὴν ἀκολουθία τῶν ἁγίων Γερασίμου τοῦ νέου καὶ Ἀρτεμίου, κ. ἄ., μὲ τὸ ἑξῆς βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ἐν ἔτει τῷ χιλι-οστῷ ὀκτακοσιοστῷ τε/πρὸς τρεῖς τῶν τεσσαράκοντα μηνί τε τῷ ἑβδόμῳ/εἴλη-φε πέρας αἴσιον ἡ παροῦσα φυλλάδα,/ἀκολουθίας ἱερᾶς ὁσίου Γερασίμου /καὶ Ἀρτεμίου τοῦ σοφοῦ, τοῦ ἐξ αὐγουσταλίου,/πόνῳ γραφεὶς τοῦ μοναχοῦ Ἰακώβου οἰκτροῦ τε/ὑπὲρ πάντες εὔχεσθε οἱ ταύτης ἐντυχόντες. Ὁ κανών, μὲ ἀρχή: «Τὸν ὕμνον προσάγει σοι, μάκαρ θεόφρον Γεράσιμε...» ταυτίζεται μὲ τὸν κανόνα τῆς ἐκδομένης ἀκολουθίας91 , ἐνῶ ἡ ὑπόλοιπη ἀκολουθία μᾶλλον ἔχει συντεθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο.

9. Ὁ κώδ. 2239, ἔτους 1858, μὲ ὀκτώηχους κανόνες, μὲ ἀρχὴ τοῦ α΄ κανόνα: «Ὑμνοῦντι πόθῳ τὰ ἆθλά σου...» καὶ στίχους εὐκτικοὺς πρὸς τὸν ἅγιο Γοβδελαᾶ, μὲ ἀρχή: «Γοβδελαᾶ μέγιστε ἐν ἀθλοφόροις, ...», συνθέσεις τοῦ Ἰακώβου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Νῦν πρῶτον ξυντεθέντες εἰς δόξαν τοῦ Ἁγίου· αἰτήσει μὲν τοῦ πανοσιομουσικολογιωτάτου κυρίου κυρίου Γερασίμου· εὐλαβείᾳ τῇ εἰς τὸν Ἅγιον, ἰδίᾳ αὐτοῦ δαπάνῃ εἰς ἀΐδιον αὐτοῦ μνημόσυνον· πόνῳ δὲ Ἰακώβου μοναχοῦ Νεασκητιώτου. Καθιεροῦται δὲ ἐν τῷ κελλίῳ τῷ ἐπ᾿ ὀνό-ματι τοῦ πανενδόξου μεγαλομάρτυρος Γοβδελαᾶ, ἵνα μένῃ ἀναπόσπαστον καὶ

88. Βλ. ΓΜ 1341.89. Παραδίδονται καὶ στοὺς κώδικες 1791, 1802 καὶ 1847, ὅλοι τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου.90. Στὸν πρόλογο τοῦ λόγου ὁ Ἰάκωβος «δανείζεται» καὶ παραθέτει αὐτολεξεὶ ἢ διασκευασμένες ἀρκετὲς φράσεις ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ Ἀγαπίου Λάνδου στὸν βίο τοῦ Μ. Ἀμβροσίου (Παράδεισος, Βενετία 1683 [ΘΠ 3382], 340-341. Στὸν ἐντοπισμὸ τῆς «κλεψίας» μᾶς βοήθησε ὁ Ἀγαμέμνων Τσελίκας).91. Βλ. Στρατηγόπουλος, ὅ.π., 54 [1870].

292 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

ἀναφαίρετον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ. Ἐν ἔτει 1858 ᾳωνη· ἐν τῷ ἁγιωνύμῳ ὄρει τοῦ Ἄθω. καὶ στὸν κολοφώνα: Τέλος τῶν ὀκτὼ τοῦ Ἁγίου κανόνων./Τῶν σῶν ναμάτων ἐμφορηθῆναι θέλων,/Γοβδελαᾶ ἔνδοξε ἀθλητῶν κλέος,/τῷ σῷ ναῷ πάρειμι καί με προσδέχου./Τῷ δὲ συντελεστῇ τῶν ἀγαθῶν Θεῷ δόξα92.

10. Ὁ κώδ. 2240, ἔτους 1839, μὲ τὴ μεθεόρτιο ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Γοβδελαᾶ, μὲ ἀρχὴ τοῦ κανόνα: «Τοὺς ἀγῶνας μάρτυς τοὺς λαμπρούς...», καὶ «Λόγον συγχωρητικὸν ἀναγινωσκόμενον εἰς τὴν τράπεζαν τῆς πανηγύρεως τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γοβδελαᾶ», μὲ ἀρχή: «Ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ καὶ πα-τέρες σεβασμιώτατοι, ὅσοι σήμερον συνήχθητε ἐνταῦθα...», ἔργα τοῦ Ἰακώβου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: ᾳωλθ΄. Μαρτίου κ΄. Πόνος τῆς μεθεόρτου ταύτης ἀκολουθίας καὶ δύω ἐγκωμίων93 Ἰακώβου τλήμονος μοναχοῦ ἀμονάχου· ὑπὲρ οὗ εὔχεσθε οἱ ἐντυγχάνοντες94.

11. Ὁ κώδ. 2241, ἔτους 1836, μὲ παράκληση στὸν ἅγιο Γοβδελαᾶ, μὲ ἀρχή: «Τὸν σὲ ἐν ἄθλοις ἱεροῖς δοξάσαντα...», μὲ τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Γοβδελαᾶ μὲν μοναχοῦ αἰτήσει, πόνῳ δὲ Ἰακώβου μοναχοῦ, ἡ παροῦσα παρά-κλησις συνετάχθη. Μέμνησθε οὖν οἱ τυχόντες ὑπὲρ αὐτῶν πρὸς Κύριον. ᾳωλϛ΄, Ἰουνίου κ΄95.

12. Ὁ κώδ. 2319, μὲ μετάφραση τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης στὸν ἅγιο Νικόλαο, μὲ ἀρχή: «Ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ καὶ πιστὲ θεράπον καὶ οἰκονό-με...», ἔργο τοῦ Ἰακώβου, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ ἀκαταλογογράφητο κώδικα τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα.

13. Ὁ δὲ κώδ. 1877 μᾶς παραδίδει μετάφραση τοῦ λόγου τοῦ Ἰωάννου Κοκκινοβάφου96 στὴ γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀπὸ τὸν «σοφώτα-το μοναχὸ Ἰάκωβο», μᾶλλον τὸν Νεασκητιώτη, μὲ ἀρχή: «Σήμερον προσκαλεῖ ὅλους ἡμᾶς εἰς τὴν ἐδικήν της τράπεζαν...»97.

Ὁ Μιχαὴλ Θηραῖος ἀντιγράφει καὶ κάποια ἄλλα ἔργα τοῦ Ἰακώβου: 1) τὴν παράκληση τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως98 στὸν κώδ. 1872·2) τὴν ἀκολουθία τῆς ἁγίας Θωμαΐδος, μὲ ἀρχή: «Ἐν τῷ μεγάλῳ ἑσπερινῷ.

92. Οἱ ἴδιες συνθέσεις ἀντιγράφονται καὶ στὸν κώδ. 2210.93. Μᾶλλον ὁ Ἰάκωβος ἀναφέρεται στὸν ἐγκωμιαστικὸ λόγο τοῦ κώδ. 2210, ἔτους 1835 (μὲ ἀρχή: «Ἡ θε-όφθεγκτος προφητεία τοῦ Κυρίου...»), καὶ στὸ ἐγκώμιο (μὲ ἀρχή: «Ὤ, πόσον μακάριοι εἶναι...») ποὺ μᾶς τὸ παραδίδουν οἱ κώδ. 2209 καὶ 2221, τοῦ β΄ μισοῦ τοῦ 19ου αἰώνα.94. Τὰ ἴδια κείμενα, μὲ τὰ ἴδια σημειώματα, ὑπάρχουν καὶ στὸν κώδ. 2209, μεταγενέστερο τοῦ 2240. Ὅμως, ἡ μετρικὴ καὶ ἡ σύνταξη φαίνεται πὼς δυσκόλευαν τοὺς χρῆστες τῆς ἀκολουθίας σὲ κάποια σημεῖα, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ χειρόγραφό του ἔχει ἀρκετὲς μεταγενέστερες διορθώσεις.95. Ἡ ἴδια παράκληση ὑπάρχει στὸν κώδ. 2209, τοῦ 19ου αἰώνα, καὶ σὲ ἔνθετα φύλλα στὸν κώδ. 2213, ἔτους 1853.96. Στὸν κώδ. 554 τῆς Μεγίστης Λαύρας, τοῦ 19ου αἰ., ὁ λόγος ἐπιγράφεται τοῦ «σοφωτάτου μοναχοῦ Ἰα-κώβου». Βλ. Παντελεήμων Λαυριώτης, «Συμπληρωματικὸς κατάλογος χειρογράφων Μ. Λαύρας», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 28 (1958), 188 (πληροφορία γιὰ τὴν ὁποία εὐχαριστοῦμε τὸν Ἀγαμέμνονα Τσελίκα)97. Ὁ ἴδιος λόγος ὑπάρχει καὶ στὸν κώδ. 1415, τοῦ δ΄ τετάρτου τοῦ 19ου αἰώνα.98. Στρατηγόπουλος, 183 [1922], Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Ὁ μοναχὸς Ἰάκωβος Νεασκητιώτης, ὅ.π., (σημ. 80), 163.

293Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

... Δεῦτε καθαρθῶμεν ἀδελφοί...» (ὁ κανών της ἔχει ἀκροστιχίδα· Ὁσιομάρτυς Θωμαΐς, σύ με σκέπε τὸν Ἰάκωβον99· καὶ ἀρχή: «Ὁ πόθος μὲν ἄπλετος, πέλει μοι...»), στὸν κώδ. 1796· καὶ

3) τοὺς 24 Οἴκους του στὸν ἅγιο Νικόλαο, μὲ ἀρχή: «Ἄγγελος οὐρανόφρων, ἐγνωρίσθης τῷ κόσμῳ...», στὸν κώδ. 1802100.

Ὁ ὄγκος τοῦ ὑμνογραφικοῦ του ἔργου ἐπιφυλάσσει στὸν Ἰάκωβο σημαντικὴ θέση στὴν ἁγιορειτικὴ ὑμνογραφία τοῦ 19ου αἰώνα. Πολλὲς ἀπὸ τὶς συνθέσεις του μαρτυροῦν ἄνετο χειριστὴ τῆς γλώσσας, ἐνῶ ἄλλες πάσχουν μετρικῶς καὶ συντακτικῶς101. Κάποιοι ὕμνοι του ἀντιγράφουν ἐξ ὁλοκλήρου ἢ τροποποιοῦν τροπάρια παλαιοτέρων ὑμνωδῶν, μερικὲς ἀκολουθίες του εἶναι γεμάτες ἀπὸ καλλιεπεῖς ἀλλὰ τετριμμένες ὑμνολογικὲς κοινοτοπίες, ἐνῶ σὲ πολλὲς λείπει ἡ ἔμπνευση...

Ἴσως νὰ δικαιολογήσει κανεὶς τὰ παραπάνω, ἂν σκεφθεῖ πὼς ὁ Ἰάκωβος εἶχε τὴν ὑμνογραφία ὡς ἐργόχειρο καὶ πιθανῶς νὰ ἔγραφε ὑπὸ τὴν πίεση βιωτικῶν ἀναγκῶν, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἔκπτωση στὴν ποιότητα τοῦ ἔργου του. Νομίζουμε, ὅμως, πὼς ὅσοι τὸν ἐπικρίνουν γιὰ ἀταξία102 ἔχουν δίκιο καὶ πὼς ὑστερεῖ σημαντικὰ κάποιων ποὺ προηγήθηκαν αὐτοῦ στὴν ἁγιορειτικὴ ὑμνογραφία, δὲν ἔχει δη-λαδὴ τὸ θεολογικὸ καὶ φιλολογικὸ ὑπόβαθρο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου καὶ τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτη, ἄρα καὶ τὴ γλωσσικὴ εὐχέρεια καὶ τὸ θεολογικὸ βάθος τους.

Ὁ «ἀνένδοτος» καὶ ἄνισος ὑμνογράφος Νήφων Ἰβηροσκητιώτης

Ὁ Ἰβηροσκητιώτης μοναχὸς Νήφων ὁ Σίφνιος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς παραγω-γικότερους ἁγιορεῖτες ὑμνογράφους τοῦ 19ου αἰώνα. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ πνευ-ματικὸς Εὐθύμιος ὁ Κρής, ὁ ὁποῖος «κοινοβίασε» στὴ σκήτη τὸ 1901, ὁ Νήφων ἀπεβίωσε πρὶν ἀπὸ τὸ 1900103. Κατὰ δὲ τὸν Εὐλόγιο Κουρίλα, ὁ Νήφων ἠσχο-λεῖτο «ἀνενδότως εἰς ἀντιγραφὰς κωδίκων καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ποίησιν, διαδεξάμενος τὸν Νεασκητιώτην Ἰάκωβον»104. Πράγματι, τὰ δύο παλαιότερα

99. Μὲ κάποια ἀμφιβολία ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ Νεασκητιώτης.100. Στὸ τέλος τῶν Χαιρετισμῶν ὑπάρχει τὸ ἑξῆς βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Τὴν 18ην τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ 1901. Ὁ γράψας ἐλάχιστος καὶ ἀνάξιος μοναχός. Ποίημα Ἰακώβου μοναχοῦ τοῦ Ἁγιορείτου, ὡς ἐκ τῶν ἑπομέ-νων πρὸς τὸν ἅγιον Νικόλαον ἱκετηρίων στίχων δείκνυται: Πανάγιε Νικόλαε, ὁ Μύρων τῆς Λυκίας [...] Σημ. Ὁ ἐν μοναχοῖς οὗτος ἀοίδιμος Ἰάκωβος ἤκμασε κατὰ τὸ ἔτος 1836. ἐποίησεν εἰς πολλοὺς Ἁγίους ᾲσματικὰς ἀκολουθίας, κατὰ τὸ ἁγιώνυμον Ὄρος τοῦ Ἄθῳ διανύσας ἀσκητικὴν δίαυλον.101. Βλ., π.χ., τὴν ἀκολουθία του στοὺς εἴκοσι ἕξι ἱερομάρτυρες τῆς ἱ. μονῆς Ζωγράφου (Πατάπιος Καυσο-καλυβίτης, Ὁ μοναχὸς Ἰάκωβος Νεασκητιώτης, ὅ.π., 679-706), ἰδιαίτερα τὸ ἄμετρο ἀπολυτίκιό της.102. Βλ. Π. Β. Πάσχος, «Ὑμνογραφία καὶ ὑμνογράφοι στὸ Ἅγιον Ὄρος», Ἅγιον Ὄρος. Φύση – Λατρεία – Τέ-χνη, τ. 1, 213.103. Βλ. Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη, 22 (1957), 348. Ἄρα, δὲν εἶναι ἀκριβὴς ἡ πληροφορία τοῦ π. Παταπίου Καυσοκαλυβίτη ὅτι ὁ Νήφων «ἐκοιμήθη τὸ 1904 σὲ ἡλικία πάνω ἀπὸ ἑβδομήντα ἐτῶν» (στὸ Πατάπιος Καυ-σοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων Ἰβηροσκητιώτης (περ. 1830-1904) καὶ οἱ χαιρετιστήριοι Οἶκοι του πρὸς τοὺς ἁγίους Ἀντώνιο καὶ Ἀθανάσιο, ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, τοὺς μεγάλους», Ἐκκλη-σιαστικὸς Φάρος, 75 (2004), 7.)104. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 7.

294 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

χειρόγραφά του ποὺ ἐντοπίσαμε χρονολογοῦνται στὸ 1866105, δύο χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸν τελευταῖο κώδικα ποὺ ἀντέγραψε ὁ Ἰάκωβος106, ἐνῶ ὁ τελευταῖος ποὺ ἔγραψε ὁ Νήφων, αὐτὸς τοῦ κυριακοῦ τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων 12107, χρο-νολογεῖται στὸ 1892.

Σ᾿ ἕνα γράμμα ποὺ ἔστειλε πρὸς τὸν ἱερομόναχο Νεόφυτο, στὸ βατοπεδινὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Προκοπίου, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε παραγγείλει τὴ σύνθεση κάποιων τροπαρίων πρὸς τιμὴν τοῦ ἐν λόγῳ Ἁγίου, γράφει στὶς 28 Ἀπριλίου 1889: Καὶ ἄλλα ἠβουλήθην ἵνα σοὶ γράψω, ἀλλ᾿ ἔτυχε νὰ εὑρεθῶ εἰς ἀθλίαν κατάστασιν· ὅτι καὶ αὐτὰ μετὰ μεγάλης ἀδημονίας σοὶ ἔγραψα108. Καὶ σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὴν ἀδελφότητα τῶν Ἰωασαφαίων τὸ 1892: Ἐπειδὴ ὁ νοῦς μου πλέον δυσκο-λεύεται εἰς τὸ εὑρίσκειν τὰς ἀπαιτουμένας λέξεις τῆς συντάξεως καὶ ἡ χείρ μου ἐβάρυνεν εἰς τὸ γράφειν, διὰ τοῦτο παραιτήθην τοῦ τοιούτου ἔργου109.

Ὁ Νήφων ἔζησε «τὰ περισσότερα ἔτη τῆς ζωῆς του» στὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τῆς ἰβηριτικῆς Σκήτης, ἐνῶ ἀπεβίωσε στὴν καλύβη τοῦ γενε-θλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ πνευματικὸς Εὐθύμιος ὁ Κρής110.

Φαίνεται πὼς τὴν περίοδο 1886-1892 εἶχε μειωθεῖ πάρα πολὺ ἡ ὑμνογρα-φικὴ παραγωγή του, εἴτε γιὰ λόγους ὑγείας εἴτε λόγῳ περασμένης ἡλικίας. Ἂν ἰσχύει τὸ δεύτερο, θὰ εἶχε γεννηθεῖ κάποια χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ 1830, ὑποτιθέ-μενη χρονολογία γεννήσεώς του, γιατὶ, τὸ νὰ σταματᾶ κανεὶς τὸ γράψιμο γιὰ λόγους γήρατος σὲ ἡλικία 56-62 ἐτῶν, ἀκόμα καὶ στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, δὲν μᾶς φαίνεται τόσο εὔλογο.

Ὁ Νήφων μιμεῖται παλαιότερούς του βιβλιογράφους, τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰώνα. Ἄλλοτε γράφει στρωτὰ καὶ καθαρά, κι ἄλλοτε ἄτακτα. Χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ σημείωσή του στὴν ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Νεοφύτου, στὸν κώδ. 1716, ἔτους 1884: Σημείωσαι ὅτι ἐπειδὴ τώρα οὐκ ἔστι καιρὸς τοῦ καλλιγραφῆναι διὰ τὸ ἐγγύς, διὰ τοῦτο ὁ οἰκοδεσπότης πρέπει νὰ φροντίσῃ καλὸν ἀναγνώστην τοῦ κανοναρχεῖν ἐλευθέρως, διὰ τὸ δυσειδὲς τοῦ γραψίματος. Φαίνεται πὼς ὅταν πιεζόταν ἀπὸ τὸν χρόνο, ἀναγκαζόταν νὰ «κάνει ἔκπτωση» στὴν ποιότητα τῆς γραφῆς του. (Καὶ μᾶλλον ἡ ὑμνογραφία ἦταν γι᾿ αὐτὸν ἕνα ἐργόχειρο, δηλαδὴ μέσο βιοπορισμοῦ, ὥστε κάποιες φορὲς νὰ χάνει τὴν ἔμπνευσή του καὶ νὰ μὴ ρέει εὔκολα ὁ ποιητικὸς λόγος του.) Χαρακτηριστικὰ τῆς γραφῆς του εἶναι τὰ συμπλέγματα στ, αι καὶ ει (πίν. 10, 11).105. Οἱ κώδικες 2218 καὶ 2318.106. Ὁ κώδ. Διονυσίου 647. Βλ. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Ὁ μοναχὸς Ἰάκωβος Νεασκητιώτης, ὅ.π., 141.107. Βλ. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Κατάλογος Καυσοκαλυβίων, ὅ.π., 86.108. Στὸ φυλλάδιο 2α τοῦ χφ 36 τῆς Μονῆς Ἁγίων Πάντων Πατρῶν. Ὅπως μὲ πληροφορεῖ ὁ μον. Συμεὼν τῆς Μονῆς Χρυσοποδαριτίσσης Ἀχαΐας, ὁ ὁποῖος φιλαδέλφως μοῦ ἔστειλε τὶς φωτογραφίες τῶν αὐτογράφων τοῦ Νήφωνος ποὺ περιέχει τὸ χφ 36, τὰ ἔφεραν οἱ ἁγιορεῖτες Εὐθύμιος καὶ Ἀνδρέας ἀπὸ τὸ κουτλουμουσιανὸ κελλὶ τοῦ Ἁγ. Εὐθυμίου «τοῦ βιβλιοδέτου Νήφωνος». Αὐτὸς ὁ πνευματικὸς Εὐθύμιος ἦτο καὶ καλλιγράφος, καὶ γι᾿ αὐτὸ εὑρέθησαν στὸ κελλὶ αὐτὲς οἱ ἀκολουθίες, γιὰ νὰ τὶς ἀντιγράψει καλλιγραφικῶς καὶ νὰ βιβλι-οδετηθοῦν μετὰ καλλιτεχνικῶς. Ἐκφράζω κι ἀπὸ ἐδῶ τὶς θερμὲς εὐχαριστίες μου στὸν ἀγαπητὸ π. Συμεών.109. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 15.110. Βλ. Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη 23 (1958), 48, καὶ 22 (1957), 348, ἀντιστοίχως.

295Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

Τὰ ἔργα του, ἰδίως οἱ αναπληρώσεις ἀκολουθιῶν, εἶναι πάρα πολλά, καὶ σώ-ζονται σὲ ἀρκετὲς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες, εἴτε αὐτόγραφα εἴτε σὲ ἀπόγρα-φά τους. Ὁ π. Πατάπιος ἀπαριθμεῖ περισσότερα ἀπὸ 30 ὑμναγιολογικὰ ἔργα του ποὺ φυλάσσονταν στὸ κυριακὸ καὶ σὲ κελλιὰ τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων111.

Σὲ αὐτὰ προσθέτουμε καὶ τὰ ἑξῆς: τὸ χφ Σιμωνόπετρας 39, ἔτους 1874112 (ταυτίσαμε τὴ γραφή του ἀπὸ δημοσιευόμενη φωτογραφία στὸν κατάλογο)· ἕξι φυλλάδια ποὺ ἐμπεριέχονται στὸ χφ 36 τῆς Μονῆς Ἁγίων Πάντων Πατρῶν113 τὸν κώδ. 5 τῆς Σκήτης Ἰβήρων114 κι ἕνα, ἀκαταλογογράφητο, στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς ἴδιας σκήτης.

Σὲ ἄλλα χειρόγραφα, κυρίως ἀπόγραφα, ἢ σὲ ἔντυπες ἐκδόσεις, ἐπονομά-ζεται «Ἁγιορείτης», ἐνῶ στὰ περισσότερα «Ἰβηροσκητιώτης». Εἴμαστε βέβαιοι πὼς πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο, μιὰ καὶ βρήκαμε τὰ ἴδια ἔργα του σὲ δια-φορετικὰ χειρόγραφα εἴτε μὲ τὴ μία εἴτε μὲ τὴν ἄλλη ἐπωνυμία.

Ἀπὸ τὰ πολλὰ ἔργα του, λίγα ἔχουν ἐκδοθεῖ. Ὁ Δ. Στρατηγόπουλος κατα-γράφει τὴν ἀκολουθία του στὸν ὅσιο Ἱερώνυμο (σ. 179 [1925]), αὐτὴν στὸν ἅγιο ἱερομάρτυρα Συμεών (σσ. 308-309 [1936]), τὴν Ἀκολουθία καὶ βίον τῶν ... ὁσίων Ἰσαὰκ καὶ Ἐφραὶμ τῶν Σύρων (σ. 184 [1962]) καὶ τοὺς Χαιρετισμούς του στὸν ἅγιο Χαραλάμπη (σ. 338 [1975]), ἐνῶ ὁ π. Πατάπιος ἐξέδωσε τοὺς Χαιρετισμούς του στὸν ὅσιο Ἀντώνιο115 καὶ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιo116, τοὺς μεγάλους117. Στὸ δὲ περιοδικὸ Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη ἐκδόθηκε ἡ ἀκολουθία καὶ ὁ λόγος του στὴ μνήμη τῶν τριῶν Ἁγίων τῆς Ἑπτανήσου118.

Στὰ χειρόγραφα τῆς μονῆς καὶ τῆς σκήτης μας βρίσκονται τὰ ἑξῆς ἔργα, καί, ἐφ᾿ ὅσον δὲν τὰ συναντήσαμε σὲ ἄλλους, προγενέστερούς του κώδικες ἢ μὲ τὸ ὄνομα ἄλλων ὑμνογράφων, ἔχουμε τὴ γνώμη πὼς ἀποτελοῦν συνθέσεις του:

Πρῶτα, στὰ ἰδιόγραφά του:1. Ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου,

στὸν κώδ. 1691. Στὴν προμετωπίδα τοῦ χειρογράφου ἀναγράφεται: Συντεθεῖσα παρά τινος μοναχοῦ, κατ᾿ αἴτησιν τοῦ ὁσιωτάτου ἐν μοναχοῖς Ἀκακίου Ἰβηρίτου ... Ἐν ᾗ προσετέθη καὶ δεύτερος κανὼν ἐν τῷ τέλει, διὰ πᾶσαν εὐκολίαν, ὁπό-

111. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 8-16.112. Βλ. Σωτηρούδης, Κατἀλογος ἑλληνικῶν χειρογράφων, ὅ.π., 86-87, πίν. 31.113. Βλ. σημ. 108.114. Βλ. Πολίτης - Μανούσακας, ὅ.π., 242-243.115. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 17-24.116. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 25-33.117. Ἀγνοοῦμε ποιὰ ἀκολουθία του στὸν ὅσιο Ἱερόθεο τὸν Ἰβηρίτη ἔχει κατὰ νοῦν ὁ καθηγητὴς Π. Β. Πά-σχος, ὅ.π. (σημ. 102), 214, τὴν ὁποία, χωρὶς παραπομπή, ἀναφέρει ὡς ἐκδομένη. Ἴσως νὰ ἐννοεῖ αὐτὴν ποὺ ἐξέδωσε ὁ Δουκάκης στὸ Οἱ ἀδάμαντες τοῦ Παραδείσου, Ἀθήνα 1885, 167-212, ἡ ὁποία συνετάχθη δὲ παρά τινος μοναχοῦ ἀνωνύμου ... ἐγένετο δὲ ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει ... ἐν ἔτει Σωτηρίῳ 1874 (βλ. L. Petit, Bibliographie des Acolouthies Grecques [Subsidia Hagiographica 16], Bruxelles 1926, 104-105). Αὐτή, ὅμως, εἶναι διαφορετικὴ τῆς τοῦ κώδ. 1816, αὐτόγραφου τοῦ Νήφωνος. Καὶ εἶναι ἀπίθανο ὁ ὑμνογράφος μας νὰ συνέθεσε δύο ἀκολουθίες στὸν ἴδιο Ἅγιο.118. Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη 2 (1937-38), 293-311.

296 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

ταν δηλονότι συμπέσῃ ἐντὸς ἢ ἐκτὸς τοῦ ἁγίου Πάσχα... Ἐγράφη ἡ παροῦσα ἀκολουθία, ἐν ἔτει 1873, κατὰ μῆνα Νοέμβριον. Ὁ δεύτερος κανών, μὲ ἀρχή: «Ἀναστάσεως ἡμέρα, σωτηρία πιστῶν, πτώσεως δὲ τῆς πλάνης...», εἶναι τοῦ Νήφωνος. Παραδίδεται καὶ στὸν αὐτόγραφό του κώδ. 1770 καὶ στὸν κώδ. 1735, μεταγενέστερό του.

2. Ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου μάρτυρος Νεοφύτου, στὸν κώδ. 1716. Στὸ «προοίμιό» του ὁ Νήφων σημειώνει πὼς διὰ τὸ εἶναι ὁ ναὸς ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Νεοφύτου μόνον, κατὰ διαταγὴν τοῦ οἰκοδεσπότου (τοῦ Ἰβηρίτη μοναχοῦ Κυρίλλου, στὸ διαμέρισμα τοῦ ὁποίου ἦταν ἐνσωματωμένο τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου), ἀνέλαβε τὴ φροντίδα νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀκολουθία τοῦ Μηναίου τὰ τροπάρια τοῦ συνεορταζομένου ἁγίου Μαξίμου καὶ νὰ τὰ ἀντικαταστήσει μὲ ἄλλα, πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Νεοφύτου. Ὁ κανών, μὲ ἀκροστιχίδα· Τὸν Νεόφυτον ὕμνοις γεραίρω θείοις· καὶ ἀρχή: «Τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, τοῦ παναγίου σου δώρησαι...», εἶναι ἔργο τοῦ Νήφωνος. Στὸ τέλος ὑπάρχει καὶ τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμά του: Τέλος τῆς ὅλης ἀκολουθίας· τῇ ιδ΄ Ἰαννουαρίου 1884.

3. Ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Τιμοθέου, στὸν κώδ. 1732. Στὴν προμετωπίδα τοῦ χειρογράφου ἀναγράφεται: Ἐπηυξήνθη προσέτι ἡ παροῦσα ἀκολουθία μετὰ προσθήκης μικροῦ ἑσπερινοῦ, ἀναγνωσμάτων, λιτῆς, ἀποστίχων, καθισμάτων, Πολυελέου, κανόνων δύο, τῆς Θεοτόκου δηλονότι καὶ τοῦ Ἁγίου, Αἴνων, δοξολογίας, καὶ βιογραφίας παρά τινος μοναχοῦ. Καὶ τὸ βι-βλιογραφικὸ σημείωμά του στὸν κολοφώνα: Τέλος τῆς ἀκολουθίας καὶ ἀνα-γνώσεως πάσης. Τῇ 28 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1885. Ὁ δεύτερος κανών, μὲ ἀρχή: «Τιμόθεον ἔνδοξον ἐπαινεῖν...», εἶναι πόνημα τοῦ Νήφωνος.

4. Ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, στὸν κώδ. 1743. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ καθίσματα μετὰ τὴν πρώτη στιχολογία, τὸν Πολυέλεο καὶ τοὺς Αἴνους, ποὺ μᾶλλον συνετέθησαν ἀπὸ τὸν Νήφωνα, τὰ ὑπόλοιπα μέρη τῆς ἀκολουθίας ὑπάρχουν στὰ Μηναῖα ἢ σὲ παλαιότερους κώδικες.

5. Δύο κανόνες στὸν ὅσιο Γαβριὴλ τὸν Ἴβηρα, στὸν κώδ. 1747. Ὁ ἕνας, μὲ ἀρχή: «Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς, πρὸς σὲ καταφεύγω, τὸν προστάτην μου...», ἐπιγράφεται «παράκλησις μικρά», ἐνῶ ὁ ἄλλος, μὲ ἀρχή: «Γεωπονήσας ὥσπερ γῆν ἀκάματον...», ἐπιγράφεται: «Κανὼν ἐγκωμιοπαρακλητοσύνθετος».

6. Ἀκολουθία ὅλων τῶν ἁγίων Θεοδούλων, «κατ᾿ ἐξοχὴν δέ, εἰς τοὺς τρεῖς ὁσίους Θεοδούλους», στὸν ἴδιο κώδικα. (Ὁ κανὼν ἀρχίζει: «Τοὺς τῆς Τριάδος τρεῖς ὁσίους σήμερον...») Καὶ τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμά του: Τέλος· τῇ 13 Σεπτεμβρίου 1886.

7. «Ἀναπληρώσεις τινὲς εἰς μόνον τὸν ἑσπερινὸν τῆς Ἁγίας Ἄννης», στὸν κώδ. 1770.

8. Ἡ ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἱεροθέου τοῦ Ἰβηρίτου, στὸν κώδ. 1816. Ὁ κανὼν

297Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

ἔχει ἀρχή: «Ἱεροθέου ἀνυμνῆσαι σπεύδοντι...»119 Καὶ τὸ βιβλιογραφικὸ σημεί-ωμά του: Τέλος· τῇ κγ΄ Μαρτίου, ᾳωοζ΄, 1877.

9. Ἡ ἀκολουθία τῶν ὁσίων Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, στὸν κώδ. 1839. Ὁ κανὼν ἔχει ἀκροστιχίδα· Βαρσανουφίῳ καὶ Ἰωάννῃ ὕμνον ἐξᾴδω ἅμα. Ἡ ἀρχή του: «Βαρσανουφίου τὴν ἁγίαν σήμερον...»120.

10. Ἡ ἀκολουθία τῶν ὁσίων Ὀνουφρίου τοῦ μεγάλου καὶ Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, στὸν κώδ. 1841. Ὁ κανὼν τοῦ ἁγίου Ὀνουφρίου ἔχει ἀκροστιχίδα· Ὀνουφρίῳ μέλπω σοι ὕμνον σὸς δοῦλος· καὶ ἀρχή: «Ὀνούφριον Δέσποτα, τὸν σὸν ὑμνῆσαι θεράποντα...» Ὁ κανὼν τοῦ ὁσίου Πέτρου ἔχει ἀκροστιχίδα· Πέτρῳ καὶ τούτῳ προσφέρω νέον ὕμνον·καὶ ἀρχή: «Πέτρῳ καὶ τούτῳ, πῶς μὴ φέρω ἔπαινον...»121

11. Ὁ κώδ. 2153 (βλ. πίν. 10) περιέχει πολλὲς ἀκολουθίες καὶ ἀναπληρώ-σεις, ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὴν προμετωπίδα του: Βίβλος ἱερῶν ἀκολουθιῶν καὶ ἀναπληρώσεων εἰς πολλοὺς ἑορτασίμους Ἁγίους ... Ἐγένετο ἡ παροῦσα ἐν τῇ ἱερᾷ ἰβηριτικῇ σκήτῃ τοῦ Τιμίου Προδρόμου... ἐν ἔτει ἀπὸ 1870 μέχρι τοῦ 1873.

Καταγράφουμε ἁπλῶς τοὺς τίτλους τῶν ἀναπληρώσεων τῶν ἀκολουθιῶν (ὅσων δὲν τὶς ἐντοπίσαμε μὲ ὀνόματα ἄλλων ὑμνωδῶν ἢ σὲ κώδικες προγενέστε-ρους τοῦ Νήφωνος): Τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀνθίμου. Τοῦ προφήτου Ζαχαρίου. Τῆς ἁγίας Εὐφημίας. Τοῦ ἁγίου μάρτυρος Εὐσταθίου. Εἰς τὴν σύλληψιν τοῦ τι-μίου Προδρόμου. Τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνανίου. Τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ. Τοῦ ἁγίου Λουκᾶ. Τοῦ ἁγίου Ἱλαρίωνος τοῦ μεγάλου. Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος. Τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου. Τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ὁπό-ταν ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ οὐ γίνεται ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς. Τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Πέρσου. Τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Στεφάνου τοῦ νέου. Εἰς τὴν σύλληψιν τῆς ἁγίας Ἄννης. Τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου. Τοῦ ἁγίου Ἐλευθερίου. Τῆς Περιτομῆς καὶ τῆς τοῦ ἁγίου Βασιλείου ἑορτῆς. Τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου. Τῆς προ-σκυνήσεως τῆς ἁλύσεως τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου. Τῶν προεορτίων τῆς Ὑπαπαντῆς καὶ τοῦ ἁγίου Τρύφωνος. Τοῦ ἁγίου Παρθενίου. Τοῦ ἁγίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου. Εἰς τοὺς ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας. Τῶν τριῶν νέων ὁσιομαρτύρων Εὐθυμίου, Ἰγνατίου, Ἀκακίου. Τῆς τοῦ ἁγίου λειψάνου ἀνακομιδῆς τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ μεγάλου. Εἰς τὸν Θεολόγον Ἰωάννην καὶ μέγαν Ἀρσένιον. Τοῦ «Ἄξιον ἐστὶν» καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Βαρθολομαίου καὶ Βαρνάβα. Τῶν ἁγίων Ὀνουφρίου καὶ Πέτρου. Τοῦ ἁγίου Παϊσίου. Τῶν ἁγί-ων Ἀναργύρων. Τῶν ἁγίων Αἰκατερίνης καὶ Μερκουρίου. Τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ. Τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου. Τῆς ἁγίας Μαρίνης. Τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς. Τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἑρμολάου καὶ τῆς ἁγίας ὁσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευῆς. Τῶν ἁγίων Νικάνορος, Τίμωνος, Προχόρου, Παρμενᾶ καὶ Εὐβούλης. Τῆς Ἁγίας Ζώνης.119. Βλ. καὶ παραπάνω, σημ. 117.120. Ὑπάρχει καὶ στὸν κώδ. 2152, τέλους τοῦ 19ου αἰώνα.121. Περιέχεται καὶ στὸν κώδ. Σταυρονικήτα 195, τέλους τοῦ 19ου αἰώνα.

298 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

12. Ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, στὸν ἴδιο κώδικα. Ὁ κανὼν τοῦ Ἁγίου, ὁ «νέος», μὲ ἀρχή: «Χριστοῦ θεράπων γεγένησαι...», εἶναι μᾶλλον τοῦ Νήφωνος.

13. Ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος. Ὁ «ἕτερος κανὼν τοῦ Ἁγίου κατὰ Α-Β», στὸν ἴδιο κώδικα, μὲ ἀρχή: «Ἀνευφημῆσαι τὴν φωσφόρον μνήμην σου...», εἶναι μᾶλλον τοῦ Νήφωνος122.

14. Ἡ ἀκολουθία τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Στεφάνου, στὸν ἴδιο κώδικα. Ὁ νέος κανὼν εἰς τὸν Ἅγιον, κατ᾿ ἀλφάβητον, μὲ ἀρχή: «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, τῇ ἐπικλήσει σου ἅγιε...», εἶναι τοῦ Νήφωνος, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα.

15. Ἡ ἀκολουθία τῆς ἁγίας νεομάρτυρος Ἀκυλίνης, στὸν ἴδιο κώδικα. Ὁ κα-νών, μὲ ἀρχή: «Παράσχου, Τριὰς Ἁγία ἄναρχε...» εἶναι μᾶλλον τοῦ Νήφωνος123.

16. Ἡ ἀκολουθία στὴ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ μεγάλου, στὸν κώδ. 2154. Ὁ Νήφων ἐξηγεῖ λεπτομερῶς τὶς προσθῆκες ποὺ ἔκανε (προσόμοια τοῦ ἑσπερινοῦ, ἰδιόμελα τῆς λιτῆς, «ἀπολυτίκιον ἕτερον», καθίσματα καὶ «ἕτερον κανόνα», μὲ ἀκροστιχίδα κατ᾿ ἀλφάβητον καὶ ἀρχή: «Ἀνοίξει τοῦ στόματος, σοῦ τὴν ἑόρτιον ᾄσμασιν...»), τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ἐπέλεξε συγκε-κριμένο ἦχο γιὰ κάποια τροπάρια καὶ τί θεώρησε καλὸ ὡς θέμα τοῦ κανόνα καὶ τῶν Χαιρετισμῶν. Στὴν ἀκολουθία, ποὺ ἀντιγράφηκε καὶ ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Θηραῖο στὸ φυλλάδιο Ε΄τοῦ χφ 2324, συμπεριλαμβάνεται καὶ ὁ «Κανὼν τῆς Θεοτόκου, νεοσύνθετος», μὲ ἀρχή: «Ἀνευφημῆσαι Θεοτόκε ἄχραντε, τὰ με-γαλεῖα τὰ σά...», ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1962 στὴν Ἀκολουθία τῶν ὁσίων Ἰσαὰκ καὶ Ἐφραὶμ τῶν Σύρων124.

17. Χαιρετισμοὶ στὸν ὅσιο Ἀντώνιο, στὸν ἴδιο κώδικα, ποὺ ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὸν μον. Πατάπιο Καυσοκαλυβίτη125. Στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας ὑπάρχει τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Τέλος τῆς ὅλης ἀκολουθίας τοῦ Ἁγίου· τῇ 11 Ἰουνίου, τῷ 1873 ἔτει, ἐνῶ στὸ τέλος τῶν Χαιρετισμῶν ἔγραψε: Ἐν ἔτει 1873, Ἰουλίου 13.

18. Κοινὴ ἀκολουθία τῶν ἁγίων Σπυρίδωνος, Διονυσίου καὶ Γερασίμου, προστατῶν τῶν Ἑπτανήσων, στὸν ἴδιο κώδικα126. Προηγεῖται «προοίμιον» τοῦ Νήφωνος, «ἐν εἴδει Τυπικοῦ». Ὁ κανὼν τῶν Ἁγίων ἔχει ἀκροστιχίδα· Ὑμνῶ σε τριὰς Τριάδος τῆς Ἁγίας καὶ ἀρχή: «Ὑμνῆσαι βουλόμενος, τοὺς τρεῖς Ὁσίους σου Κύριε...»

19. Ὁ μικρὸς ἑσπερινὸς τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, στὸν κώδ. 2158, μὲ ἀρχή: «Δαβιτικῶς ὥσπερ φοῖνιξ, ἐν ταῖς αὐλαῖς τῆς σεπτῆς...»127

122. Παραδίδεται καὶ στοὺς κώδ. 1733 (ca. 1900) καὶ 1777, τοῦ Γερασίμου Ναξίου.123. Τὴν ἴδια ἀκολουθία παραδίδουν ὁ κώδ. 1796, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου, καὶ ὁ κώδ. Ξηροποτάμου 475, τοῦ 20οῦ αἰώνα (βλ. Ζαχαρίας Ξηροποταμηνός - Σωτηρούδης, Συμπληρωματικὸς κατάλογος, ὅ.π., 115).124. Στρατηγόπουλος, 184. Ὁ κανὼν ὑπάρχει καὶ στὶς σσ. 161-164 τοῦ ἴδιου κώδικα, στὸν ἐπίσης αὐτόγραφό του κώδ. 2153, καθὼς καὶ στὸν κώδ. 1800, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου.125. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 17-24.126. Ἐκδόθηκε στὴν Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη 2 (1937-38), 293-303.127. Ἔτσι ἀρχίζει καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου στὸν ἅγιο Ἀρτέμιο, ἔκδ. «Ἁγιορειτικῆς

299Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

20. Ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου, στὸν κώδ. 2233. Ὁ νέος κανών, τὸν ὁποῖο συνέθεσε, ἔχει ἀκροστιχίδα· Ὕμνον δεύτερον Προκόπιε σοὶ μέλπω· καὶ ἀρχή: «Ὕμνος σοι πρέπει τῷ πιστῷ θεράπο-ντι...» Στὸ τέλος τοῦ κώδικα βρίσκουμε τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Τέλος·τῆ 20 Μαρτίου τοῦ 1869 ἔτους128.

21. Προεόρτιος κανὼν στὸν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Γοβδελαᾶ, στὸν κώδ. 2247, μὲ ἀρχή: «Κύματι θαλάσσης, ὁ κρύψας πάλαι Θεὸς τὸν τύραννον...»· καὶ τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Τέλος. Τῇ 8 Αὐγούστου 1884.

22. Ἀκολουθία τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Παρασκευῆς, στὸ χφ 2318. Ὁ πρῶτος κανὼν ἀρχίζει ὡς ἑξῆς: «Ὡς τοῦ Κυρίου ἀμνάδα, ἄμωμον ἄφθορον...» Ὁ δεύτερος ἔχει ἀκροστιχίδα· Φερώνυμον μέλπω σε μάρτυς προστάτιν· καὶ ἀρχή: «Φώτισον τὸν νοῦν μου μάρτυς Χριστοῦ...»

23. Παράκληση στὴν ἴδια Ἁγία, στὸ ἴδιο χειρόγραφο, μὲ ἀρχή: «Δεινῶς χειμαζόμενος ὑπ᾿ ἐχθροῦ...»

24. Χαιρετισμοὶ στὴν ἴδια, στὸ ἴδιο χειρόγραφο, μὲ ἀρχή: «Ἄγγελοι ἐν τοῖς ἄνω, καὶ βροτοὶ ἐν τοῖς κάτω...» Στὸ τέλος τῶν Χαιρετισμῶν, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Τῇ 29 Ὀκτωβρίου 1866129.

25. Ἀναπληρώσεις στὴν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Πολυκάρπου, ἀπολυτίκια τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος καὶ τῆς ἁγίας Εὐβούλης καὶ τὰ τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου130, στὸ ἴδιο χειρόγραφο.

26. Ἀκολουθία τοῦ προφήτου Δανιήλ, στὸν κώδ. 5 τῆς σκήτης131, γραμμένο τὸ 1874. Οἱ κανόνες, ὁ πρῶτος, μὲ ἀρχή: «Σοῦ ἀνευφημῆσαι Χριστὲ σωτήρ...», καὶ ὁ «ἕτερος», μὲ ἀκροστιχίδα Χριστοῦ προφῆτα Δανιὴλ σὲ γεραίρω· καὶ ἀρχή: «Χριστοῦ θεράπων γενόμενος...», εἶναι μᾶλλον τοῦ Νήφωνος.

27. Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ποὺ συμπεριέχει καὶ κανό-να τοῦ ἁγίου Φιλαρέτου, στὸν ἴδιο κώδικα, μὲ ἀρχή: «Αἰνέσεως ὕμνον σοὶ τῷ κλεινῷ...», εἶναι ἔργο τοῦ Νήφωνος ἢ τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτη132.

28. Κανὼν εἰς τὸν ὅσιον Ἰάκωβον τὸν Ἰβηροσκητιώτην, σὲ χειρόγραφο τῆς καλύβης τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς σκήτης, μὲ ἀκροστιχίδα· Κλῖνόν μοι τὸ οὖς σου Ἰάκωβε σῷ δούλῳ· καὶ ἀρχή: «Κλῖνόν μοι τὸ οὖς σου, καὶ πρόσχες δεήσεις μου...»

29. Χαιρετισμοὶ στὸν ἴδιο, στὸν ἴδιο κώδικα, μὲ ἀρχὴ τοῦ Α΄ οἴκου: «Ἄγγελος

Βιβλιοθήκης». (Βρῆκα, ὅμως, τὴν ἀκολουθία χωρὶς σελίδα τίτλου, κι ἔτσι ἀγνοῶ πότε ἐκδόθηκε.)128. Ἡ ἀκολουθία ὑπάρχει καὶ στὸ χφ 36 τῆς Μονῆς Ἁγίων Πάντων Πατρῶν (βλ. παραπάνω, σημ. 108).129. Οἱ Χαιρετισμοί, αὐτόγραφοι, περιέχονται καὶ στὸν κώδ. Καυσοκαλυβίων 97 (βλ. Πατάπιος Καυσοκα-λυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 9).130. Βλ. Στρατηγόπουλος, ὅ.π., 179 [1925]. Μὲ τὸν ὅρο Τὰ τῆς Λειτουργίας, ἐννοοῦνται τὰ τροπάρια τῆς γ΄ καὶ τῆς ς΄ ὠδῆς, ποὺ ψάλλονται μὲ τοὺς μακαρισμούς, καθὼς καὶ τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τοῦ Ἁγίου, ποὺ ψάλλονται λίγο μετά, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας.131. Βλ. Πολίτης - Μανούσακας, ὅ.π., 242-243, πίν. 11.132. Τὸν ἴδιο κανόνα ἀντιγράφει καὶ ὁ Γεράσιμος Νάξιος στὸν κώδ. 1843. Βλ. καὶ παραπάνω, σ. 285.

300 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

σαρκοφόρος, καὶ βροτὸς οὐρανόφρων, Ἰάκωβε ἐδείχθης ἐν κόσμῳ...»133 30. Ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Παγκρατίου, γραμμένη τὸ

1889, στὸ χφ 36 τῆς Μονῆς Ἁγίων Πάντων Πατρῶν134.31. Κανὼν στὸν ἅγιο Ἀντίπα, στὸ ἴδιο χειρόγραφο, μὲ ἀρχή: «Τὸν ἐκ τῆς

Ἑώας θεῖον βλαστόν...»32. Ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Νήφωνος, στὸ ἴδιο

χειρόγραφο135.33. Σὲ ἔνθετα φύλλα σὲ ἔντυπα τῆς Σκήτης Ἰβήρων ὑπάρχουν ἀναπληρώ-

σεις τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καὶ τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἁγίας Ἄννης, καθὼς καὶ ἀπολυτίκιο τῶν ὀκτὼ Ὁσιομαρτύρων τῆς σκήτης.

34. Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Γρηγεντίου, στὸν κώδ. 39 τῆς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, τοῦ 1874136.

35. Ὁ «Κανὼν νεοσύνθετος εἰς τὴν Θεοτόκον, φέρων τὰ ὀνομαστήρια αὐτῆς», μὲ ἀρχή: «Ὑμνῆσαι βουλόμενος, τὰ μεγαλεῖα σου Ἄχραντε...», ἔχει ἐκδοθεῖ τὸ 1877, στὴν Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου Θεολόγου (Στρατηγόπουλος, σ. 310) καὶ σὲ αὐτὴν τῆς ἁγίας Παρασκευῆς (ὅ.π., σ. 270). Ὅμως, πρέπει νὰ εἶναι τοῦ Νήφωνος, ἐφ᾿ ὅσον στὸν ἰδιόχειρό του κώδ. Καυσοκαλυβίων 126, ὁ ἴδιος τὸν ἐπιγράφει μὲ τὸ ὄνομά του137, ἀλλὰ καὶ στὸ φυλλάδιο Η΄ τοῦ χφ 2324 ὁ Μιχαὴλ Θηραῖος τὸν ἀποδίδει στὸν Νήφωνα.

Σὲ χειρόγραφα ἄλλων βιβλιογράφων:36. Ἀκολουθία τοῦ προφήτου Ἰερεμίου, ποιηθεῖσα μὲν παρὰ τοῦ ὁσιωτάτου

ἐν μοναχοῖς Νήφωνος Ἁγιορείτου, ἀντιγραφεῖσα δὲ παρά τινος μοναχοῦ τὸ 1894, στὸν κώδ. 1739. Ὁ κανών, ὅμως, εἶναι τοῦ Μηναίου· ὁπότε, ὁ Νήφων μόνο κάποιες προσθῆκες θὰ ἔχει κάνει, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ π. Παταπίου γιὰ τὸν κώδ. Καυσοκαλυβίων 126, ἔτους 1891: «Ἀναπληρώσεις εἰς τὰς ἀκολουθίας ... καὶ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου. Ὑπὸ Νήφωνος Ἁγιορείτου»138.

37. «Κανὼν παρακλητικὸς εἰς τοὺς ἐν Ἄθῳ ὁσίους Πατέρας ... Ποίημα Νήφωνος μοναχοῦ ἁγιορείτου», στοὺς κώδ. 2254 καὶ 2255, γραμμένους ἀπὸ τὸν ἴδιο γραφέα, μὲ ἀρχή: «Ἀπὸ χειλέων ῥυπαρῶν ἐφύμνιον, δέξασθε ὅσιοι...».

38. Ὁ κώδ. 2254 μᾶς παραδίδει καὶ Χαιρετισμοὺς στοὺς ὡς ἄνω Ὁσίους,

133. Οἱ Χαιρετισμοὶ ἀντιγράφηκαν ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Θηραῖο στὸν κώδ. 1804.134. Βλ. παραπάνω, σημ. 108.135. Καὶ σὲ κώδικα τῆς καλύβης τοῦ Ἁγίου Παχωμίου τῶν Καυσοκαλυβίων (βλ. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 11-12).136. Βλ. Σωτηρούδης, Κατάλογος ἑλληνικῶν χειρογράφων, ὅ.π., 86-87. Ὁ Σωτηρούδης παρατηρεῖ πὼς ἡ ἀρχὴ τοῦ κανόνος εἶναι ἡ ἴδια μὲ τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου ποὺ συνέταξε ὁ ἅγιος Νικόδημος. Ἀπὸ τὴν παραβολή, ὅμως, μὲ αὐτὴν προκύπτει πὼς ὁ Νήφων ἀντέγραψε κάποια κῶλα δύο μόνο τροπαρίων τῆς α΄ ὠδῆς τοῦ κανόνος τοῦ χφ, ἐνῶ ἡ ὑπόλοιπη εἶναι πρωτότυπη.137. Βλ. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 13.138. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 12.

301Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

ἀκέφαλους ὅμως (λείπουν οἱ τέσσερις πρῶτοι Οἶκοι), μᾶλλον σύνθεση τοῦ Νήφωνος139.

Ὁ Μιχαὴλ Θηραῖος ἔχει ἀντιγράψει ἀρκετὲς συνθέσεις τοῦ ὑμνογράφου μας. Ἀναφέρουμε μόνο αὐτὲς ποὺ δὲν βρήκαμε γραμμένες μὲ τὸ χέρι τοῦ Νήφωνος:

39. Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Νικόλαο, ποίημα Νήφωνος μοναχοῦ τοῦ Ἰβηροσκητιώτου, στὸν κώδ. 1724. Ἀρχή: « Ἄγγελος ἐν ἀνθρώποις, καὶ βροτὸς ἐν Ἀγγέλοις, Νικόλαε ἐδείχθης ἐν βίῳ...»140

40. Χαιρετισμοὶ στὸν ὅσιο Παΐσιο τὸν μέγα, στὸν κώδ. 1791. Ἀρχή: «Ἄγγελος ἐν ἀνθρώποις, καὶ βροτὸς ἐν Ἀγγέλοις, Παΐσιε τῷ κόσμῳ ἐφάνης...»141

41. Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου (στὸν κώδ. 1796), ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1925, μὲ κάποιες προσθαφαιρέσεις ἀπὸ τὸν καθηγούμενο τῆς Σιμωνόπετρας Ἱερώνυμο (βλ. Στρατηγόπουλος, σ. 179)142.

42. Στὸν κώδ. 1800 ὁ Μιχαὴλ ἀντέγραψε ἀναπληρώσεις ἀκολουθιῶν, ποι-ηθέντες(!) παρὰ Νήφωνος μοναχοῦ τοῦ Ἰβηροσκητιώτου, τοῦ ἐκ Σίφνου: Τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀνθίμου. Τοῦ προφήτου Ζαχαρίου. Τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Θέκλης. Τοῦ ἁγίου Χαρίτωνος τοῦ ὁμο-λογητοῦ. Τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ143. Τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀλφαίου. Τοῦ ἁγίου Ἱλαρίωνος τοῦ μεγάλου. Τοῦ ἁγίου Ἀβερκίου. Τῶν ἁγίων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ. Εἰς τὴν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου. Τοῦ ἁγίου Παύλου Κωνσταντινουπόλεως. Τοῦ ἁγίου Μηνᾶ. Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος. Τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Φιλίππου. Τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης. Τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Πέρσου. Τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου. Εἰς τὴν σύλληψιν τῆς ἁγίας Ἄννης. Τῶν ἁγίων Εὐστρατίου, Εὐγενίου, Αὐξεντίου, Μαρδαρίου καὶ Ὀρέστου. Τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου. Τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς φαρμακολυτρίας. Τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ μεγάλου. Τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ κοινοβιάρχου. Εἰς τὴν προσκύνησιν τῆς ἁλύσεως τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Εἰς τὴν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου. Τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.

139. Τοὺς Χαιρετισμοὺς στοὺς ἐν Ἄθῳ Ὁσίους, ποίημα Νήφωνος μοναχοῦ ἁγιορείτου, τοὺς βρίσκουμε καὶ στὸν κώδ. Καυσοκαλυβίων 146. Βλ. καὶ Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 13.140. Οἱ Χαιρετισμοὶ παραδίδονται καὶ στὸν κώδ. Σίμωνος Πέτρας 79 (βλ. Σωτηρούδης, Κατάλογος ἑλλη-νικῶν χειρογράφων, ὅ.π., 112-113), ἔτους 1881, ἀλλὰ καὶ στὸν κώδ. 2253 (ca. 1900) τῆς μονῆς μας καὶ σὲ δύο ἀκόμα χειρόγραφα τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου: τοὺς κώδ. 1803 καὶ 1847.141. Περιέχεται καὶ στὸν κώδ. 1796, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου· ἀλλὰ καὶ στὸν Σίμωνος Πέτρας 105, ἔτους 1902, ποὺ τὸ ἀποδίδει στὸν Νήφωνα Ἁγιορείτη (βλ. Σωτηρούδης, Κατάλογος ἑλληνικῶν χειρογράφων, ὅ.π., 159-162).142. Ἡ ἴδια ἀκολουθία ὑπάρχει καὶ στὸν κώδ. 1692, ἔτους 1882. Στὴν ἔκδοση σημειώνεται πὼς ἡ ἀκολουθία φιλοπονήθηκε τὸ 1886· μᾶλλον, ὅμως, εἶναι ἡ χρονολογία τοῦ ἀπογράφου ποὺ εἶχε ὑπ᾿ ὄψιν του ὁ ἐκδότης, καὶ ὁ Νήφων τὴ συνέθεσε νωρίτερα, μὲ terminus ante quem τὸ 1882.143. Καὶ στὸ χφ 2324, φυλλάδιο ΜΒ΄.

302 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

Τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἰβηροσκητιώτου. Τοῦ ὁσίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου.43. Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου, στὸν κώδ. 1803. Ὁ Μιχαὴλ ση-

μειώνει: «Ἕτερος κανών, Νήφωνος Ἰβηροσκητιώτου, κατ᾿ ἀλφάβητον. Ἐν τοῖς θεοτοκίοις· Τέκνα Νφω». Ἡ ἀρχή του: «Ἀπὸ καρδίας καὶ ψυχῆς ἠγάπησας...»144

44. Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων. Ἀρχή: «Ἄγγελος μετ᾿ ἀνθρώπων...», στὸν κώδ. 1804145.

45. «Κανὼν νέος παρακλητικὸς εἰς τὸν ἠγαπημένον τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολον, καὶ Θεολόγον Ἰωάννην», μὲ ἀρχή: «Δεῦτε ἡμεῖς, ᾄσωμεν ᾆσμα τῷ μύστῃ Χριστοῦ...», στὸν κώδ. 1874146.

Συνολικά, δηλαδή, ἂν ἐξαιρέσουμε τὶς ἐλάσσονες ἀναπληρώσεις ἀκολου-θιῶν, βρίσκουμε 41 ὑμνογραφικὲς συνθέσεις του: 11 ἀκολουθίες, 15 ἀναπλη-ρώσεις ἀκολουθιῶν, 10 κανόνες καὶ 5 Χαιρετισμούς. Ἂν προσθέσουμε καὶ τρία ἀπὸ τὰ πέντε ἐκδομένα ἔργα του ποὺ δὲν συμπίπτουν μὲ τὰ παραπάνω καὶ ὅσα (περισσότερα ἀπὸ 30) βρίσκονται στὰ Καυσοκαλύβια καὶ δὲν συμπίπτουν μὲ ὅσα παρουσιάσαμε, ἀγγίζουμε τὸν ἀριθμὸ 90. Καί, ὁπωσδήποτε, πολλαπλάσια θὰ ὑπάρχουν σὲ ἄλλες συλλογές, τὶς ὁποῖες δὲν μπορέσαμε νὰ ἐξερευνήσου-με, τόσα ποὺ νὰ ἀναδείξουν τὸν Νήφωνα στὸν πολυγραφότερο, πρὶν ἀπὸ τὸν Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ἁγιορείτη ὑμνογράφο.

Ὁ Νήφων ἔχει συντάξει καὶ βίους ἢ ἐγκωμιαστικοὺς λόγους σὲ Ἁγίους ἢ ἔχει μεταφράσει παλαιότερους στὴ νέα ἑλληνική. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ κείμενα περιέχονται στὶς συλλογὲς τῆς μονῆς καὶ τῆς σκήτης μας:

1. Στὸν ἰδιόχειρό του κώδ. 2096 ὑπάρχει ὁ βίος τῶν ἁγίων Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, μὲ ἀρχή: «Οὐδὲν ἄλλο τιμιώτερον καὶ ἀξιέπαινον πρᾶγμα, ὡς ἡ ἀρετή...», μᾶλλον δικό του πόνημα.

2. Στὸν ἐπίσης ἰδιόχειρό του κώδ. 2153 περιέχεται ὁ βίος τοῦ ὁσίου Γερασίμου τοῦ νέου, μὲ ἀρχή: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν... Ἐπὶ τούτοις τοῖς τοῦ Κυρίου λόγοις...»

3. Στὸν ἴδιο κώδικα ὑπάρχει μιὰ μετάφραση τοῦ διηγηματικοῦ καὶ ἐγκωμι-αστικοῦ λόγου τοῦ Νικήτα φιλοσόφου στὸν ἅγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο, μὲ ἀρχή: «Ὁπόταν ὁ ἥλιος πληρώσῃ τὸν δρόμον...»147, κι ἕνας λόγος στὴν ἀνακο-μιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Στεφάνου, στὴ νέα ἑλληνική, ποὺ μᾶλλον πρέπει νὰ τὰ ἀποδώσουμε στὸν Νήφωνα.

4. Στὸν ἰδιόχειρό του κώδ. 2154 ὑπάρχει ὁ «λόγος ἐν περιλήψει τῆς βιο-γραφίας τῶν τριῶν ἁγίων ὁμοῦ Σπυρίδωνός τε, Διονυσίου καὶ Γερασίμου τῶν προστατῶν καὶ ἐφόρων τῆς ἑπτανήσου χορείας», μὲ ἀρχή: «Καθὼς μία λαμπρὰ

144. Τὴν ἴδια ἀκολουθία ἀντιγράφει ὁ Μιχαὴλ καὶ στὸ φυλλάδιο ΞΗ΄ τοῦ χφ 2324.145. Οἱ Χαιρετισμοὶ περιέχονται καὶ στὸν κώδ. 2316, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου, ὅπου καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ὑμνο-γράφου.146. Ὁ ἴδιος κανὼν ὑπάρχει καὶ στὸ φυλλάδιο ΙΗ΄ τοῦ χφ 2324, ὅπου καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ὑμνογράφου.147. Ὁ ἴδιος λόγος περιέχεται καὶ στοὺς κώδ. 1743 (αὐτόγραφο τοῦ Νήφωνος), 1835, ἔτους 1867, καὶ 1825, τοῦ 20οῦ αἰώνα.

303Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

πόλις...»148, ποὺ τὸν συνέταξε ὁ Νήφων τὸ 1873, σύμφωνα μὲ τὸ προοίμιό του, καὶ τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα στὸν κολοφώνα: τέλος τῆς παρούσης ἀναγνώ-σεως· τῇ 10 Ὀκτωβρίου 1883.

5. Στὸ φυλλάδιο Γ΄ τοῦ χφ 2318 ὁ Νήφων ἔγραψε «Λόγον ἐγκωμιαστικὸν εἰς τὴν ἔνδοξον ὁσιοπαρθενομάρτυρα ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἰσαπόστολον Παρασκευήν», μὲ ἀρχή: «Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ... Πολλὰ καὶ μεγάλα τὰ αἴτια, ἅτινα στενοχωροῦσί μου...» καὶ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Τέλος· τῆ 30 Ἰουνίου 1867.

6. Στὸν κώδ. 5 τῆς Σκήτης Ἰβήρων149 ὑπάρχει καὶ μιὰ μετάφραση στὴ νε-οελληνικὴ τοῦ λόγου τοῦ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ στὸ Μ. Σάββατο, μὲ ἀρχή: «Ὢ φρικτοῦ μυστηρίου φανερωθέντος...». Μᾶλλον κι αὐτὴν μποροῦμε νὰ τὴν ἀπο-δώσουμε στὸν Νήφωνα.

7. Στὸν ἀκαταλογογράφητο κώδικα 288 τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα, τοῦ ἔτους 1899, μαζὶ μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στοὺς Νεομάρτυρες, ποὺ τὴ διασκεύασε ὁ Νήφων, προσθέτοντας καὶ νεώτερους Μάρτυρες σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀπαριθμεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος150, ἔχει ἀντιγραφεῖ καὶ μιὰ συνοπτικὴ διήγησή του γιὰ ὅλους τοὺς Νεομάρτυρες, ποὺ ἀρχίζει: Ὅτε ὁ ἐν μοναχοῖς ἀοί-διμος διδάσκαλος Νικόδημος συνετάξατο τὴν ἀκολουθίαν πάντων τῶν ὁσίων ἁγιορειτῶν Πατέρων ἡμῶν καὶ τὴν περίληψιν τῆς βιογραφίας αὐτῶν, τότε ἐπίσης ἐφιλοπόνησε καὶ τὴν ἀκολουθίαν τῶν ἐν τῇ σήμερον Κυριακῇ ἐν κοινῇ συνάξει ἐορταζομένων νεοφανῶν Μαρτύρων τούτων. Ἀλλ᾿ ἐπειδή (οὐκ οἶδα πῶς) εἰς μὲν τοὺς Ὁσίους συνέταξε καὶ ἀνάγνωσιν μετὰ προοιμίου καὶ ἐπιλόγου, εἰς δὲ τοὺς Νεομάρτυρας προοίμιον μόνον καὶ οὐκ ἄλλο τι, διὰ τοῦτο μεταγενέστεροι τινὲς ἐπεχείρησαν τὴν ἔλλειψιν ταύτην πληρῶσαι, ὃ καὶ ἐποίησαν, ἀνεπαρκῶς ὅμως καὶ ἄνευ συμμετρίας τῆς προσηκούσης. Καθ᾿ ὅτι, εἴς τινας μὲν ἐπεκτείνεται εἰς πλά-τος, ἑτέρους δὲ συστέλλει ὑπερμέτρως καί τινας οὐδόλως ἀναφέρει. Ἐκ ταύτης οὖν τῆς ἀνωμαλίας παρεκινήθημεν εἰς αὐτὸ τοῦτο, ἵνα περιγράψωμεν ἀκριβῶς, ὡς δυνατόν, τὰ περὶ ἑκάστου Ἁγίου συνοπτικῷ τρόπῳ, ἀρχόμενοι ἀπὸ τοὺς πα-τριάρχας, ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, μοναχοὺς καὶ τοὺς λαϊκούς, ὅσους ἂν εὕρωμεν ἔν τε τῷ Μαρτυρολογίῳ, Λειμωναρίῳ καὶ ἐν ἑτέροις βιβλίοις καὶ φυλλαδίοις ἐντύποις καὶ χειρογράφοις ἅπασι.

Στὴ συνέχεια, ὡς ἐπίλογο, παραθέτει ἕνα λόγο «Περὶ τοῦ Ἁγίου Φωτὸς ἐν συνόψει», μὲ ἀρχή: «Τὸ πλάτος τῆς παρούσης ἀναγνώσεως ὅλης, ποτὲ μὲν εἰς βραχυλογίαν ἐπιλόγου ἀναγκάζει με...» Καὶ ὁ κώδικας τελειώνει μὲ τὸ βιβλι-ογραφικὸ σημείωμα τοῦ ἀνώνυμου γραφέα του: Ἐν τῇ ἱερᾷ καὶ σεβασμίᾳ μονῇ Σταυρονικήτα κατὰ Μάιον τοῦ 1899.

148. Ἐκδόθηκε στὴν Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη 2 (1937-38), 303-311.149. Βλ. Πολίτης - Μανούσακας, ὅ.π., 242-243.150. Διεσκευάσθη καὶ ἠρανίσθη ἐν τοῖς μετέπειτα τὰ κατὰ μεταγενεστέρους ἔτι χρόνους ἀναφανέντας ἁγίους Νεομάρτυρας παρὰ Νήφωνος μοναχοῦ τοῦ ἐκ τῆς ἰβηριτικῆς σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐν ἔτει 1872, ἀναγράφεται στὴν προμετωπίδα, κατ᾿ ἀντιγραφὴν μᾶλλον ἀπὸ τὸ πρωτότυπο τοῦ Νήφωνος.

304 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

Ἐδῶ ὁ Νήφων φαίνεται συνεχιστὴς τῆς φιλοκαλικῆς ἀναγέννησης τοῦ 18ου αἰώνα151, μιὰ ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῆς ὁποίας ἦταν ἡ συγγραφὴ μαρτυρολογίων καὶ ὁ ἐγκωμιασμὸς τῶν Νεομαρτύρων.

8. Στὸ φυλλάδιο Θ΄ τοῦ χφ 36 τῆς Μονῆς Ἁγίων Πάντων Πατρῶν, ὁ Νήφων ἔγραψε «Λόγον ἐγκωμιαστικὸν εἰς τοὺς ἁγίους τοῦ Χριστοῦ μεγαλομάρτυρας Γοβδελαᾶ καὶ Κασδόας(!) τῆς αὐτοῦ γνησίας ἀδελφῆς», μὲ ἀρχή: «Ἀληθῶς μέγα τι πρᾶγμα χρηστὸν καὶ ὠφέλιμον ἐστὶν εἰς τὸν ἄνθρωπον...». Ἀκολουθεῖ τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ἐγένετο τῇ 10 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1882152.

Ἄλλοι ἰδιόγραφοι κώδικες τοῦ Νήφωνος στὴ βιβλιοθήκη μας εἶναι οἱ: 1759 (Εὐχαὶ τοῦ Λυχνικοῦ), 2218 ([ψευδο-]Αἰνέα Ἰουδαίου, Διήγησις περὶ τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου) καὶ 2238 (τὰ ὀνόματα ποὺ μνημονεύονται στὶς ἀγρυπνίες τῆς μονῆς).

Ὁ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης ἔγραψε γιὰ τὸν Νήφωνα: «Τὸν διακρίνει εὐχέρεια καὶ ἑτοιμότης, ἀλλὰ δυστυχῶς τὸ ἔργον του ἐν πολλοῖς εἶναι ἄμετρον καὶ πεζόν, περιέχον ἔν τισι λέξεις ἀδοκίμους, δημιουργηθείσας ὑπ᾿ αὐτοῦ»153. Καὶ ὁ Εὐλόγιος Κουρίλας μᾶς πληροφορεῖ: «Ἦτο μετρίας μαθήσεως καὶ ἀπαι-τεῖται προσοχή, διότι πολλαὶ ξέναι ποιήσεις φέρουσι τὸ ὄνομα Νήφων»154.

Ἀπ᾿ ὅ,τι φαίνεται ἀπὸ τὶς ὑμνογραφικὲς συνθέσεις ποὺ διεξήλθαμε, ὁ Νήφων πράγματι δὲν εἶχε κάνει ἀνώτερες σπουδές· ἀλλὰ συνήθως χειρίζεται πολὺ καλὰ τὴ γλώσσα καὶ διαθέτει ἔμπνευση καὶ αἴσθημα, χαρίσματα ποὺ δι-ακρίνουν ἕναν ποιητή. Σὲ μερικὲς συνθέσεις του συναντήσαμε πεζότητα καὶ μετρικὰ προβλήματα. Ἀλλὰ δὲν νομίζουμε πὼς κάποιες λέξεις ποὺ συνθέτει εἶναι ἀδόκιμες. Οἱ ποιητὲς ἔχουν τὴν ἐλευθερία νὰ δημιουργοῦν νεολογισμούς, σύμφωνους μὲ τὴν τεράστια ποιητικὴ παράδοση τῆς γλώσσας μας, καὶ σὲ ἁρμο-νία μὲ τὸν ρυθμὸ καὶ τὴν ἰδιόλεκτο τῶν συνθέσεών τους. Αὐτὸ συμβαίνει στὴν πλειονότητα τῶν ἔργων του ποὺ διεξήλθαμε. Στὶς λίγες περιπτώσεις ποὺ πα-ρουσιάζεται μιὰ ἀνωμαλία στὸ μέτρο καὶ ἀπουσιάζει ἡ ποιητικὴ ἔμπνευση, αὐτὸ ὀφείλεται στοὺς λόγους ποὺ ἐξηγήσαμε παραπάνω. Φαίνεται λοιπόν, πὼς ὁ Νήφων εἶναι ἀρκετὰ ἄνισος ὡς ὑμνογράφος.

Φαίνεται πάλι πώς, ὅπως καὶ ὁ Ἰάκωβος, ὑπέπιπτε εἰς τὴν «καλὴν κλεψί-αν», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ἐνσωματώνοντας στὰ ἔργα του κάποια τροπάρια ἢ φράσεις παλαιοτέρων ὑμνογράφων· ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ

151. Μὲ τὸ χέρι τοῦ Νήφωνος ἔχουν γραφεῖ καὶ τὰ κτητορικὰ σημειώματα ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς σκήτης σὲ τρία βιβλία της: στοὺς 2ο καὶ 3ο τόμους τῆς Ἑρμηνείας τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἔκδοση τοῦ 1819 (ΓΜ 1183) καὶ στὴν ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας τοῦ 1782 (ΘΠ 4417). Ἴσως ὁ Νήφων νὰ δώρισε αὐτὰ τὰ βιβλία στὸ κυριακὸ τῆς σκήτης, ἐπιθυμώντας οἱ πατέρες νὰ μελετοῦν ἅγιο Νικόδημο· μιὰ ἀκόμα ἔνδειξη τῆς ἀγάπης του πρὸς αὐτόν.152. Τὸν ἴδιο λόγο ἔχει ἀντιγράψει ὁ Ἰάκωβος ὁ Χῖος στὸν κώδ. 2210, μὲ τὴν ὑποσημείωση: Ἐγένετο τῇ 10 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1882. Συντεθὲν παρὰ τοῦ ἐν μοναχοῖς κυρίου Νήφωνος ἀσκουμένου παρὰ τῇ σκήτῃ τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς ἱερᾶς μονῆς τῶν Ἰβήρων.153. Βλ. Πάσχος, ὅ.π. (σημ. 102), 213.154. Βλ. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ ἁγιορείτης ὑμνογράφος Νήφων», ὅ.π., 7.

305Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

ὁ μέγιστος τῶν ὑμνωδῶν τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς μὲ κάποιες φράσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου· τὸ ἴδιο ἔκανε κι ὁ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης πολλὲς φορές155.

Ἴσως κάποιες συνθέσεις νὰ τοῦ ἀποδόθηκαν ἀπὸ κάποιους γραφεῖς, γιὰ λόγους κύρους. Ὅμως, ἀπὸ τὰ σημειώματά του, ὁ Νήφων φαίνεται ταπεινὸς κι ὄχι κάποιος ποὺ θὰ εἶχε τὴ ματαιοδοξία νὰ ἐπιγράψει ἀκολουθίες ἄλλων μὲ τὸ ὄνομά του. Πάντως, ὁ Μιχαὴλ Θηραῖος πρέπει νὰ τὸν γνώριζε ἀρκετὰ καλὰ καὶ νὰ ἦταν ἀκριβὴς ὅταν ἐπέγραφε κάποια ὑμνογραφικὰ ἔργα μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Νήφωνος.

Δείγματα τοῦ ὑμνογραφικοῦ ταλάντου του καὶ τῆς ποιητικῆς του εὐχέρειας παραθέτουμε παρακάτω:

ᾨκοδόμησας πάτερ, ἀρεταῖς ἀντὶ λίθοις πύργον μετέωρον, δι᾿ οὗ καὶ ἀνέ-πτης, πρὸς αὐτὸ τῶν καλῶν τὸ ἀκρότατον, καὶ τὸν ὄντως ὄντα, φύσει Θεὸν ὁρῶν ὡς θέμις, ἀπολαύεις αὐτοῦ τῆς θεώσεως (τροπάριο τῆς ε΄ ὡδῆς τοῦ δεύτερου κανόνος του στὸν ὅσιο Γαβριὴλ τὸν Ἴβηρα, κώδ. 1747, σσ. 10-11).

Τῆς ὑπερθέου Τριάδος, καταλαμπόμενος, ταῖς νοηταῖς ἀκτῖσι, ὅλος φῶς χρη-ματίζεις, ὅλος ἐξαστράπτων θείῳ φωτί, ἱεράρχα Πολύκαρπε, φῶς καθορῶν τὸν Πατέρα, φῶς τὸν Υἱόν, φῶς τὸ Πνεῦμα τὸ πανάγιον» (στιχηρὸ προσόμοιο τῶν Αἴνων τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, χφ 2318, φυλλάδιο Δ΄, φ. 4r).

Ἄγγελοι ἐν τοῖς ἄνω, καὶ βροτοὶ ἐν τοῖς κάτω, τὴν μνήμην σου γεραίρουσιν ἅμα. Καὶ οἱ μὲν ὡς φύσει νοεροί, τὰς ἐκ τοῦ νοός σου πρὸ τῶν ἄλλων μνημονοῦσι χάριτας, οἱ δὲ πανένδοξε ὡς ἔνυλοι, ἐκ χειλέων σοι βοῶμεν ταῦτα (ὁ Α΄ Οἶκος στὴν ἁγία Παρασκευή, ὅ.π., φυλλάδιο Β΄, φ. 1r).

Ἐπίσης, ὁ Νήφων φαίνεται νὰ ἔχει βαθιὰ γνώση τῆς πατερικῆς γραμματεί-ας, τῆς ὑμνογραφίας, τῆς μελοποιΐας καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπικοῦ. Στὸν κώδ. 2154, στὸ προοίμιο τῆς ἀκολουθίας τοῦ Μ. Ἀντωνίου, γράφει μὲ μεγάλη ὡριμότητα τὸ 1873, λίγα χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἐμφάνισή του ὡς ὑμνογράφου:

Εἰς δὲ τοὺς κανόνας ἐποίησα οὕτως: ἐρανίσθην μὲν ἐκ τοῦ πεζογράφου Δαμασκηνοῦ τὰς ὅσας ὀνομασίας ἀναφέρει πρὸς τὴν Θεοτόκον ὁ λόγος εἰς τὴν κοίμησιν Αὐτῆς, διαιρέσας δὲ ταύτας, συνέταξα ὁλόκληρον κανόνα πρὸς τὴν Θεοτόκον· τὸν ὁποῖον συναρμόσας εἰς ἦχον καὶ εἱρμοὺς ὁμοίους τῷ τοῦ Ἁγίου κανόνι, κατεχώρησα αὐτὸν ἐκεῖ, προπορευόμενον κατὰ τὸ ἔθος· τὸν δὲ δεύτερον πρὸς τὸν Ἅγιον κανόνα διὰ τρεῖς τινὰς αἰτίας συνήρμοσα εἰς αὐτὸ τὸ μέλος: α΄. ὅτι ἅπαντες οἱ εἰς τὸν δ΄ ἦχον κανόνες χαροποιοὶ εἰσὶ καὶ πανηγυρικότατοι ὑπὲρ πάντας τοὺς λοιπούς, ὡς καὶ οἱ εἱρμοὶ καλοφωνικώτατοι καὶ εὐκολώτατοι ὑπὲρ πάντας τοὺς ἄλλους εἱρμούς· β΄. ὅτι ὁ δ΄ οὗτος ἦχος σχέσιν ἔχει μετὰ τοῦ πλ. δ΄ εἰς ὃν βάσιν ἔχει ὁ α΄ κανὼν τοῦ Ἁγίου· ὁ γὰρ δ΄ ἦχος πατήρ ἐστί, ὁ δὲ πλ. δ΄ υἱὸς αὐτοῦ· γ΄. ὅτι, εἰ καὶ ἤθελον παραλλαγὴν ποιῆσαι, οὐκ ἐπιτρέπει μοι ἡ κανονικὴ

155. Π.χ., βλ. παρακάτω, σημ. 187, καθὼς καὶ τὸν παρακλητικὸ κανόνα στὸ Παναγίας Πορταϊτίσσης παρα-κλητικοὶ κανόνες καὶ Χαιρετισμοὶ μὲ εἰσαγωγικὸ σημείωμα, Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων, 2003, 13-31, ὅπου ὁ Γεράσι-μος ἔχει ἐνσωματώσει ὀχτὼ τροπάρια ἀπὸ παλαιότερο κανόνα (ὅ.π., 33-43).

306 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

τάξις καὶ ἡ κυρία συνήθεια. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ πλ. δ΄ τελευταῖος ἦχος ἐστίν, ἢ ἔπρεπέ μοι συναρμόσαι καὶ αὐτὸν τὸν δεύτερον κανόνα εἰς τοὺς αὐτοὺς εἱρμοὺς τοῦ α΄ κανόνος, ἢ εἰς τοὺς εἱρμοὺς τοῦ δ΄ ἤχου. Ἐπειδὴ ὅμως φέρει τινὰ ἀηδίαν εἰς ὅλους σχεδὸν τοὺς κανόνας τὸ αὐτὸ μέλος, διὰ τοῦτο οὕτως πεποίηκα (σσ. δ΄-ε΄).

Ὡς πεζογράφος (συγγραφέας ἐγκωμίων καὶ βίων Ἁγίων) ὅμως, ὁ Νήφων ἔχει κάποια ρητορικὴ ἱκανότητα, ἀλλὰ ὄχι τὶς ὑψηλὲς ἐμπνεύσεις ποὺ μαρτυ-ροῦν ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ποιητικὰ ἔργα του.

Γενικά, ὑπῆρξε ἕνας φιλόπονος καὶ φιλότιμος ὑμνογράφος, μὲ πολλὲς γνώ-σεις, ἀλλὰ καὶ μὲ κάποιες ἐλλείψεις, καί, λόγῳ χρονικῆς πιέσεως καὶ βιωτικῶν ἀναγκῶν, δὲν ἔγραφε πάντα κατόπιν ἐμπνεύσεως.

Ὁ βιβλιοφάγος καὶ βιβλιογράφος Μιχαὴλ ΘηραῖοςὉ μοναχὸς Μιχαὴλ Θηραῖος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς παραγωγικότερους γρα-

φεῖς τῆς συλλογῆς τῶν χειρογράφων τῆς μονῆς μας: 34 κώδικες (οἱ 33 μὲ ὑμνα-γιολογικὸ περιεχόμενο), γραμμένοι ἀπὸ τὸ 1900 ἕως τὸ 1927156, δύο ὀγκώδεις φάκελλοι (ὁ ἕνας, τὸ χφ 2324, ὑμναγιολογικοῦ περιεχόμενου, μὲ 74 φυλλάδια, ἀποτελούμενα ἀπὸ 1778 φύλλα [βλ. πίν. 14], κι ἄλλος, τὸ χφ 2325, κάπως με-γαλύτερος, μὲ διαφορετικοῦ περιεχομένου φυλλάδια), δεκάδες ἔντυπα μὲ τὰ σημειώματα, τὶς ὑπογραφὲς καὶ τὶς σφραγίδες του, καὶ λίγες ἐπιστολές, εἶναι τὰ κατάλοιπα ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ φιλόπονος καὶ εὐλαβὴς αὐτὸς μοναχός.

Ὁ κατὰ κόσμον Γάσπαρης Δρόσος γεννήθηκε, πιθανῶς γύρω στὰ 1860, στὸ Ἐμπορειὸ τῆς Θήρας, γιὸς τοῦ ἱερέως Ἐμμανουὴλ Δρόσου. Ἀπὸ τὰ πολλὰ σημειώματά του στὰ ρωσικὰ καὶ τὶς μεταφράσεις του ἀπὸ αὐτὴ τὴ γλώσσα, φαίνεται πὼς ἔζησε στὴ Ρωσία. Αὐτὸ πιστοποιεῖται κι ἀπὸ μία ἐπιστολή του, μὲ ἡμερομηνία 29-6-1886, πρὸς τὸν πατέρα του, ἀπὸ τὸ Ἀζώφ, ὅπου βρισκόταν μὲ τὸν θεῖο του Μαρκάκη καὶ κάποιον Σταθάκη, γιὰ ἐμπορικοὺς μᾶλλον λόγους.

156. Οἱ κώδ. 1685 (Χαιρετισμοὶ στὸν ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη), 1724 (εὐχές, Οἶκοι, κανόνες), 1753 (ἐτῶν 1900-1901, ποικίλες ἀκολουθίες), 1771 (Χαιρετισμοὶ στὸν ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη), 1772 (ποι-κίλες ἀκολουθίες), 1774 (ἔτους 1913, Χαιρετισμοὶ στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου), 1778 (τὰ τῆς Λειτουργίας τῶν ἁγίων Βάσσης, Ἀρτεμίου καὶ Μερκουρίου), 1779 (ἔτους 1913, Χαιρετισμοὶ καὶ παράκληση στὸν ὅσιο Σεραφεὶμ τὸν νέο), 1783 (παράκληση καὶ Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Σπυρίδωνα), 1784 (ἔτους 1907, παρακλή-σεις, Χαιρετισμοί, ἀναπληρώσεις ἀκολουθιῶν), 1785 (ἔτους 1910, Χαιρετισμοὶ σὲ θαυματουργικὲς εἰκόνες τῆς Θεοτόκου καὶ τοὺς ἐν Ἄθῳ Ὁσίους), 1786 (Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Ἱερώνυμο), 1787 (Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Πολύκαρπο), 1788 (ποικίλες ἀκολουθίες, κυρίως τῶν Ἀρχαγγέλων), 1789 (ἔτους 1905, ποικίλες ἀκο-λουθίες), 1790 (Χαιρετισμοὶ στὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα), 1791 (ἔτους 1902, Χαιρετισμοὶ σὲ διαφόρους Ἁγίους), 1792 (Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο), 1794 (Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο), 1796 (ἔτους 1905, ποικίλες ἀκολουθίες), 1798 (ἔτους 1924, Χαιρετισμοὶ στοὺς ἁγίους Κοσμᾶ καὶ Δαμιανὸ καὶ ποικίλες εὐχές), 1800 (ἀναπληρώσεις ἀκολουθιῶν διαφόρων Ἁγίων), 1801 (Χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου, τροπάρια καὶ εὐχές), 1802 (ἔτους 1901, Χαιρετισμοὶ στοὺς ἁγίους Παντελεήμονα, Ἠλία, Γεώργιο καὶ Νικόλαο), 1803 (ποικίλες ἀκολουθίες), 1804 (Χαιρετισμοὶ σὲ διαφόρους Ἁγίους), 1847 (ποικίλες ἀκο-λουθίες), 1874 (διήγηση γιὰ τὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα, τοὺς ἀναιρεθέντες ἀπὸ τὸν πάπα Ἁγιορεῖτες, κλπ.), 1878 (ποικίλα θεολογικά), 1967 (ἔτους 1901, χρήσιμες συμβουλὲς καὶ γιατροσόφια), 2166 (Χαιρετι-σμοὶ στοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο –βλ. πίν. 13), 2167 (Χαιρετισμοὶ στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ), 2316 (Νήφωνος Ἰβηροσκητιώτου, Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων) καὶ 2317 (Χαιρετισμοὶ στὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα καὶ ἀκολουθία πρὸς τιμήν της, ἀπὸ τὰ ρωσικά).

307Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

Φαίνεται πώς, λίγο μετὰ ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἐπιστολή, ἦλθε στὴ Σκήτη Ἰβήρων, ὅπου θὰ συνάντησε τὸν ὑμνογράφο Νήφωνα, κι ἔγινε μοναχὸς στὴν καλύ-βη τῶν Εἰσοδίων. Ἀπὸ τὸ πρῶτο μοναχολόγιο τῆς σκήτης, τοῦ 1927, προκύ-πτει πὼς προσῆλθε τὸ 1886 καὶ ἐκάρη μοναχὸς τὸ 1890. Τὸ 1927 στὴν καλύ-βη ἀσκοῦνταν αὐτὸς κι ὁ Γέροντάς του ἱερομόναχος Γαβριήλ, κατὰ κόσμον Γεώργιος Ν. Μαυρομάτης, ἐπίσης ἀπὸ τὴ Θήρα. Ἀπεβίωσε στὶς 5-4-1937, τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Σ᾿ ἕνα χειρόγραφο μὲ ἀκολουθίες ποὺ ἀντέγραψε ὁ Μιχαήλ, τὸν κώδ. 1802, ὁ τότε βιβλιοθηκάριος τῆς μονῆς μας ἱερομόναχος Ἀθανάσιος σημείωσε: Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀείμνηστε καὶ ἀγαπητὲ φίλε Μιχαήλ. Χαῖρε, εἰς τὰ ὑπερκόσμια σκηνώματα κατατρυφῶν τοῦ Κυρίου, ἕως ἂν καὶ τοὺς ἀλλήλους ἐντύχωμεν, ταῖς ἐντέυξεσί σου πρὸς τὸ ἐσφαγμένον Ἀρνίον. Ἀθανάσιος, Νοέμβριος 1940 (Διὰ τὸν ἀντιγραφέα τοῦ παρόντος βιβλίου.)

Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ πνευματικὸς Εὐθύμιος ὁ Κρής, ὁ «προρρηθεὶς αὐτὸς Μιχαὴλ ἐγνώριζε κάλλιστα τὴν Ρωσσικὴν γλῶσσαν, ὁπότε καὶ τὸ χειρό-γραφον [ἐνν. τῶν προφητειῶν] τοῦ ἁγίου Νείλου μετέφρασεν ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ εἰς τὴν Ρωσσικὴν γλῶσσαν»157.

Ἀπὸ τὶς σημειώσεις του σὲ διάφορα ἔντυπα ποὺ εἶχε στὴν κατοχή του, φαί-νεται πὼς κάποια ἀνῆκαν προηγουμένως στὸν Χριστοφόρο Προδρομίτη, ποὺ εἶχε ζήσει στὴν ἴδια καλύβη ἑβδομήντα περίπου χρόνια πρὶν νὰ ἔλθει ἐκεῖ ὁ Μιχαήλ, κάποια, τὰ περισσότερα, φαίνεται πὼς τὰ εἶχε ἀγοράσει, κάποια ἦσαν τοῦ πατέρα του158, κι ἄλλα φέρουν τὶς ὑπογραφὲς καὶ σημειώσεις ἄλλων προ-κατόχων του στὴν καλύβη τῶν Εἰσοδίων. Πάνω σὲ αὐτὰ σημείωνε διάφορα, κυρίως ἐγκυκλοπαιδικὲς πληροφορίες ποὺ τοῦ ἔκαναν ἐντύπωση, παραπομπὲς σὲ διάφορες σελίδες, ἢ καταλόγους τῶν περιεχομένων159· μιὰ ἔνδειξη τῆς φιλο-μάθειάς του καὶ μιὰ προσπάθεια συγκροτήσεως ἑνὸς προσωπικοῦ εὑρετηρίου. Σὲ δύο δὲ σημειώματα καταγράφει τὴν ἡμερομηνία τῆς κοιμήσεως τοῦ πατέρα του (22-8-1887, ὅταν ὁ Μιχαὴλ ἦταν δόκιμος), κάτι ποὺ δείχνει τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμό του πρὸς αὐτόν. Οἱ πολλὲς σημειώσεις καὶ οἱ ὑπομνηματισμοί του σὲ πολλὰ βιβλία μαρτυροῦν ἔφεση πρὸς μάθηση, καὶ νομίζουμε πὼς δικαιολο-γοῦν τὸν χαρακτηρισμὸ «βιβλιοφάγος».

Στὰ χειρόγραφά του ἀντιγράφει συνήθως ἀκολουθίες. Οἱ περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς εἶναι μικρὲς ἀναπληρώσεις (μικρὸς ἑσπερινός, καθίσματα, ἀπολυτίκια, κοντάκια, μεγαλυνάρια, προσόμοια τῶν Αἴνων...), Χαιρετισμοὶ καὶ παρακλή-σεις. Τὶς περισσότερες τὶς ἔχει ἀντιγράψει δύο ἢ καὶ τρεῖς φορές, συνήθως τὴ μία μὲ πρόχειρη γραφὴ καὶ τὴ δεύτερη μὲ ἐπισημότερη. Ἡ δεύτερη, σὲ δύο τύπους, δὲν ἔχει κάτι τὸ ἰδιαίτερο καὶ ἁπλῶς μιμεῖται τὰ τυπογραφικὰ στοιχεῖα

157. Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη 22 (1957), 423.158. Ἕνα ἔντυπο τοῦ κυριακοῦ τῆς σκήτης, τὸ Εὐχολόγιον τὸ μέγα, ἔκδ. Βενετίας (τυπ. τοῦ Ἁγίου Γεωργίου), τοῦ 1875, καὶ πέντε τῆς μονῆς (τὰ ΘΠ 902, 1080, 1330, 2295 καὶ 5187) ἔχουν κτητορικὰ σημειώματα τοῦ πατέρα του, Ἐμμανουὴλ Δρόσου, ἱερέως.159. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ σὲ κάποια ἔντυπα τοῦ κυριακοῦ τῆς σκήτης.

308 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

(πίν. 12, 13). Ἡ πρώτη, ἡ πρόχειρη, ἔχει μικρὸ μέγεθος καὶ κάποιες φορὲς εἶναι δυσανάγνωστη (πίν. 14). Αὐτὴν κυρίως χρησιμοποιεῖ στὶς μεταφράσεις του ἀπὸ τὰ ρωσικὰ ἢ στὶς ποικίλες σημειώσεις ἀπὸ διάφορα βιβλία, γιατὶ τὰ χει-ρόγραφα ποὺ ἔγραφε μὲ αὐτὸν τὸν τύπο φαίνεται πὼς τὰ εἶχε γιὰ προσωπικὴ μόνο χρήση.

Οἱ περισσότερες ἀκολουθίες ἀπὸ τὶς ἑκατοντάδες ποὺ ἔχει ἀντιγράψει εἶναι τῶν ἐπίσης Ἰβηροσκητιωτῶν Νήφωνος καὶ Γερασίμου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θησαυρὸς Ἁγίων» ποὺ ἐπιμελήθηκε ὁ πρώην Ἀργυρουπόλεως Σεραφεὶμ ὁ Βυζάντιος. Ἀντιγράφει ἐπίσης καὶ ἐννέα ἀκολουθίες τοῦ Ἰακώβου Νεασκητιώτη, τροπάρια τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτη, σεμνυνόμενος γιὰ τὸν προκάτοχό του στὴν καλύβη (ποίημα τοὺ σοφολογιωτάτου διδασκάλου κυρίου Χριστοφόρου τοῦ Προδρομίτου ἐκ τῆς καλύβης τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, σημειώνει), καὶ κάποιες ἄλλων ἁγιορειτῶν ὑμνογράφων: τῶν σχετικὰ ἀγνώστων Γερασίμου μοναχοῦ160, Ἰωάννου μοναχοῦ Κατουνακιώτου161, τοῦ Γέροντά του Δανιὴλ Κατουνακιώτου162, Γερασίμου Ἱερομονάχου Γιαννούλη τοῦ Ζακυνθίου163, μονα-χοῦ Ἀντωνίου164, Ἰσιδώρου τοῦ Σαμίου165 καὶ τῶν γνωστῶν: ἁγίου Ἀναστασίου Γορδίου, Καισαρίου Δαπόντε, ἁγίου Νικοδήμου καὶ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου. Τὶς μισὲς σχεδὸν τὶς ἔχει ἀντιγράψει χωρὶς νὰ σημειώνει τὸ ὄνομα τοῦ ὑμνογράφου τους.

Ὁ Μιχαὴλ πρέπει νὰ ἦταν γνωστὸς ὡς βιβλιογράφος166 καὶ νὰ ἔχει ἀντι-γράψει περισσότερα χειρόγραφα ἀπ᾿ ὅσα ἔχουμε στὴ μονή. Ὅπως δηλώνει, κάποιες ἀκολουθίες τὶς ἔχει ἀντιγράψει ἀπὸ δύο Μηναῖα τῆς μονῆς μας, τοῦ 17ου αἰώνα, ἐνῶ κάποιες ἄλλες, ἔκ τινος ἀρχαίου χειρογράφου τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τῆς ἐν Ἄθῳ167.

Μᾶς παραδίδει ἕνα ἐντυπωσιακὸ ὑλικό. Μιὰ πιὸ ἐπισταμένη ἔρευνα ὅλου αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ νέα συμπεράσματα γιὰ τὴν ὑμνο-γραφία στὸν ἑλληνόφωνο χῶρο, καὶ εἰδικότερα στὸ Ἅγιον Ὄρος, κατὰ τὴν Τουρκοκρατία. Ὅσο πολλὰ ὑμνογραφικὰ ἔργα νὰ ἔχει ἀντιγράψει ἀπὸ ἔντυπα· ὅσο πολλὲς ἀπὸ τὶς συνθέσεις ποὺ παραδίδει μπορεῖ νὰ περιέχονται σὲ κώδικες ποὺ ἔχουν καταλογογραφηθεῖ, πάλι θὰ παραμένουν δεκάδες ἢ ἑκατοντάδες αὐτὲς ποὺ θα μᾶς εἶναι γνωστὲς μόνο ἀπὸ τὰ χειρόγραφα τοῦ Μιχαήλ.160. Ἕναν κανόνα στὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα, στὸ χφ 2324. Παραδίδεται καὶ σὲ ἄλλους δέκα κώδικες τῆς Μονῆς μας, ἀπὸ τὸν 18ο αἰ. κἑ., κι ἔχει ἐκδοθεῖ στὸ Παρθενίου Ἰβηρίτου (ἐπ.) Θεοτοκάριον ὀκτώηχον, ἤτοι κανόνες ὀκτὼ εἰς τὴν ... θαυματουργὸν Πορταΐτισσαν, Ἱεροσόλυμα 1907, 32-36.161. Χαιρετισμοὺς στὸν ἅγιο Δημήτριο, στὸν κώδ. 1724, καὶ στὸν ὅσιο Δωρόθεο, στὸν κώδ. 1772.162. Κανόνα στὸν ὅσιο Δωρόθεο, στὸν κώδ. 1772.163. Ἰαμβικὸ κανόνα στὴν Ὑπαπαντή, στοὺς κώδ. 1724 καὶ 1874.164. Παρακλητικὸ κανόνα στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα, στὸν κώδ. 1784.165. Χαιρετισμοὺς στὸν προφήτη Ἠλία, γραφέντας ἐν τῷ Σπηλαίῳ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τῆς Μεγίστης Λαύ-ρας ἐν ἔτει 1898.166. Π.χ., τὸ 1905 ὁ τότε ἐφησυχάζων στὸ κάθισμα τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου στὸν Μυλοπόταμο πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ΄ τοῦ ἀναθέτει τὴν ἀντιγραφὴ τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἐν λόγῳ Ἁγίου (βλ. κώδ. 1789).167. Στὸ φυλλάδιο ΙΑ΄ τοῦ χφ 2324.

309Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

Στὰ σημειώματα καὶ τοὺς ὕμνους του εἶναι ἔκδηλη καὶ διάχυτη ἡ εὐλάβειά του πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καὶ ἰδιαίτερα πρὸς τὴ θαυματουργικὴ εἰκό-να της, τῆς Πορταΐτισσας. Διαπιστώνοντας πὼς δὲν ὑπῆρχαν Χαιρετισμοὶ γι᾿ αὐτὴν τὴν εἰκόνα, μεταφράζει Χαιρετισμοὺς ἀπὸ τὰ ρωσικὰ στὰ νέα ἑλληνικὰ καὶ τοὺς ἀντιγράφει σὲ δύο χειρόγραφα. Τὸ ἀποτέλεσμα, ὅμως, δὲν τὸν ἱκα-νοποιεῖ. Γι᾿ αὐτό, σημειώνει στὸ φυλλάδιο ΟΕ΄ τοῦ χφ 2324: Ὡσαύτως καὶ τὸ ἄνωθεν κοντάκιον, ἤτοι, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ Δεσποίνῃ ἡμῶν Θεοτόκῳ...» δὲν ψάλλεται κατ᾿ οὐδένα τρόπον μὲ βυζαντινὸν ἦχον ἐκκλησιαστικῆς ψαλμῳδί-ας, διότι δὲν εἶναι οὔτε ἰσόμετρον, οὔτε ὁμοιότονον, οὐδὲ ὁμοιοκατάληκτον, οὔτε ἰσοσύλλαβον, οὐδὲ τονισμένον μὲ τὴν βυζαντινὴν μουσικήν, ἤτοι μὲ τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια...» ἀλλ᾿ εἶναι παντελῶς ἄμετρον, ἀσύντακτον καὶ ἀμελοποίητον, διότι προέρχεται κατ᾿ εὐθεῖαν ἐξ ἁπλῆς μεταφράσεως τῆς ἐκκλησιαστικοσλαβωνορωσσικῆς γλώσσης εἰς τὴν ἁπλοελληνικὴν ἄνευ τινὸς προσθαφαιρέσεως, ἢ μετατροπῆς λέξεως, ἢ τροποποιήσεως, ἵνα μὴ μεταβληθῇ ἢ ἀλλοιωθῇ τὸ γνήσιον κείμενον τοῦ ἐκκλησιαστικοσλαβωνορωσσικοῦ ἡ ἔννοια τοῦ κοντακίου, ἤτοι τοῦ «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ Δεσποίνῃ ἡμῶν Θεοτόκῳ...» Εἴθε οὖν ἡ θαυματουργὸς Πορταΐτισσα φωτίσοι ἄλλον τινὰ ἁρμόδιον μεταφραστήν, συντάκτην καὶ μελοποιόν, ἵνα ἀναμεταφράσῃ, ἀνασυντάξῃ καὶ μελοποιήσῃ τὰ ἁπλῶς ἐνταῦθα μεταφρασθέντα εἰς τὴν ἁπλοελληνικήν.

Φαίνεται πὼς (λόγῳ ἴσως καὶ τῆς ἐπαφῆς του μὲ τὴ Ρωσία) τοῦ ἀρέσουν οἱ Χαιρετισμοί. Μεταφράζει, λοιπόν, καὶ ἄλλους δύο ἀκαθίστους στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἕνα γενικὸ κι ἕνα στὴν «Πάντων τῶν θλιβομένων χαράν». Ἐπίσης, ὕμνους στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ἀκαθίστους στὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ στοὺς ἁγί-ους Νικόλαο καὶ Αἰκατερίνα. Τὸ κάνει ὅμως ὄχι γιὰ λατρευτικὴ χρήση, ἀλλὰ γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν ὅσοι δὲν ξέρουν ρωσικὰ τὸν πλοῦτο τῆς ρωσικῆς ὑμνογραφίας.

Ὁ Μιχαήλ, μὲ τὸ νὰ προβάλλει τὶς νέες τάσεις τῆς ρωσικῆς εὐσέβειας, φαί-νεται πὼς μένει ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὶς ἐθνοφυλετικὲς διαμάχες τοῦ καιροῦ του, ἀπὸ τὸν πανσλαβισμὸ καὶ τὴν ἑλληνικὴ ἀντίδραση σ᾿ αὐτόν, εἴτε στὸ Ἅγιον Ὄρος εἴτε ἐκτὸς αὐτοῦ. Μένει πιστὸς στὴ γραμμὴ τῶν «κολλυβάδων», στὸ πνεῦμα τῶν ἁγίων Νικοδήμου καὶ Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, ποὺ ἔβλεπαν ἑνιαία τὴν κοινότητα τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν καὶ ποὺ ὡς κύριο ἐνδιαφέρον τους εἶχαν νὰ τὴν ποτίσουν μὲ τὰ νάματα τῆς ἔνθεης ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων καὶ τῆς σοφίας τῶν Πατέρων168.

Ἀπὸ τὸ ἐκτενὲς σημείωμά του ποὺ παραθέσαμε παραπάνω φαίνεται πώς, ἐνῶ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν ὑμνολογία, εἶχε συναίσθηση τῆς ἔλλειψης τοῦ χαρίσμα-

168. Ἐνῶ ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου μακαριστὸς Θεόκλητος Διονυσιάτης, ὅταν, μετὰ ἀπὸ τέσσερις δεκαετίες, ἐκδίδει μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου πρὸς τὸν ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφκσι, ὅπου ὁ συντά-κτης του ἐκφράζει τὴ χαρά του πρὸς τὸν ὅσιο Παΐσιο γιὰ τὴν ἐπάνδρωση τῆς Σιμωνόπετρας ἀπὸ Βλάχους μοναχούς (Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἀθήνα 21978, 289-291), ἀπαλείφει (ὁ ἐκδότης) τὴ λέξη Βλάχους ὅπου τὴ βρίσκει. (Τὸ ἔγγραφο αὐτὸ φυλάσσεται στὸ ἀρχεῖο τῆς Μονῆς μας.) Ἔχει ἀλλάξει πιὰ ἡ νοοτροπία, ἀκόμα καὶ τῶν θεωρούμενων ὡς συνεχιστῶν τῶν «κολλυβάδων».

310 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

τος τοῦ ὑμνογραφεῖν. Κάνει ὅμως, κάποιες προσπάθειες, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἔνα ἄτεχνο μεγαλυνάριο στὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό, γραμμένο στὸ ἐσώφυλλο ἑνὸς βιβλίου μὲ τὴ βιογραφία καὶ τὴν ἀκολουθία του169, κι ἀπὸ ἕναν παρακλη-τικὸ κανόνα στὸν Ἀπόστολο Μάρκο170. Αὐτός, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ θεοτοκία κι ἕνα μεγαλυνάριο, εἶναι σχεδὸν κατὰ λέξιν ἀντιγραφὴ τοῦ παρακλητικοῦ κανόνα τοῦ Νήφωνος στὸν ὅσιο Γαβριὴλ τὸν Ἴβηρα, μὲ τὶς ἀπαραίτητες προσαρμογές, ἐνῶ ὁ Μιχαὴλ ἔχει κάνει καὶ κάποιες διορθώσεις μὲ μολύβι. Στὴν τελευταία σελίδα ποὺ εἶχε μείνει λευκή, προσπάθησε νὰ ἀρχίσει νέο κανόνα, ἀλλὰ μόνο τὰ τρία πρῶτα τροπάρια τῆς α΄ ὠδῆς κατάφερε νὰ συνθέσει.

Ἀργότερα ὅμως, τὸ 1927, στὸ τελευταῖο χρονολογημένο χειρόγραφό του ποὺ ἔχουμε, τὸ φυλλάδιο Β΄ τοῦ χφ 2324, ὁ Μιχαὴλ παρουσίασε ἕνα ἱκανοποι-ητικὸ ἀποτέλεσμα. Ἀντέγραψε καὶ ἀναπλήρωσε, ὅπως δηλώνει, τὴν ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Ἱλαρίωνος τοῦ μεγάλου. Γράφει στὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ἡ παροῦσα ἀκολουθία ἀντεγράφη ἔκ τινος παλαιοῦ χειρογράφου ἄνευ τινος προ-σθαφαιρέσεως ἢ ἐπιδιορθώσεως κατ᾿ αἴτησιν τοῦ ἐν ὁσιωτάτοις μοναχοῖς πατρὸς Ἱλαρίωνος τοῦ Ἰβηρίτου, τὰ δὲ ἐκτὸς τῆς ἀκολουθίας προσετέθησαν αὐτοπροαιρέ-τως ἐκ τοῦ ἀντιγραφέως εἰς δόξαν καὶ τιμὴν καὶ προσκύνησιν τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ. Ἀντεγράφη ἐν τῇ καλύβῃ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς τῶν Ἰβήρων ἱερᾶς σκήτης, Ἰουλίου 30 τοῦ 1927. Στὸν πρόλογο ἀναφέρει πὼς προσέθεσε ἅτι-να τὸ Μηναῖον οὐκ ἔχει: Ὅλος ὁ μικρὸς ἑσπερινός, ἓν προσόμοιον εἰς τὰ τρία τοῦ μεγάλου ἑσπερινοῦ, καὶ ἕτερα τέσσαρα διὰ νὰ γίνωσιν ὀκτώ, τὰ ἀναγνώσματα, ἡ λιτή, τὰ ἀπόστιχα προσόμοια, τὸ ἀπολυτίκιον ... αἱ τρεῖς στάσεις τῶν καθισμά-των, τὸ μετὰ τὸν Ν΄ ἰδιόμελον, ὁ κανὼν τῆς Θεοτόκου μετὰ τῶν εἱρμῶν, ὅμοιος τῷ τοῦ Ἁγίου ἔν τε τῷ ἤχῳ καὶ εἱρμοῖς, ὁ δεύτερος κανών, τὸν ὁποῖον ἐφήρμοσα εἰς τέταρτον ἦχον, πρὸς τὸ Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, ... εἶτα, ἓν ἐξαποστειλάριον, ἓν εἰς τοὺς Αἴνους προσόμοιον. καὶ αὐτὸ τὸ εἰς τοὺς Αἴνους δοξαστικόν. Ἔπειτα ... τὸ ἀπολυτίκιον... Περὶ δὲ τοῦ ἀφιερωτικοῦ, καὶ τῶν στίχων, καὶ στιχηροῦ συνα-ξαρίου, ταῦτα εἰσὶν ἴσως περιττά, ἀλλ᾿ ἐγὼ πρὸς ἀπαρτισμὸν ἐποίησα ταῦτα...

Ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν μικρὸ ἑσπερινό, ἡ λοιπὴ ἀκολουθία ἔχει ἀντιγραφεῖ στὴ Σκήτη Ἰβήρων ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Γερμανό, συνασκητὴ τοῦ Γερασίμου Ναξίου, δέκα χρόνια πρὶν171 καί, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, δὲν εἶναι ἔργο τοῦ Μιχαήλ. Ἀλλὰ ὁ μικρὸς ἑσπερινὸς ἔχει καλλιέπεια καὶ μαρτυρεῖ ἔμπνευση καὶ ἄνεση μὲ τὴ μελοποιΐα, ὅπως τὸ ἀπολυτίκιό του ποὺ παραθέτουμε:

Τοῦ μεγάλου Φωστῆρος φυτεία πέφυκας, καὶ φωστὴρ ἀνεδείχθης ἐκείνου ὅμοιος, Ἱλαρίων θαυμαστὲ μεγαλώνυμε, τῶν ἁγίων οὐσιῶν συμπολίτης γεγονώς, ἡμῶν δὲ φρουρὸς καὶ πρέσβυς, πρὸς τὸν Θεὸν ᾦ παρέστης, ἀγλαϊσμένος καὶ πλήρης χάριτος.

Ἂν ὁ μικρὸς ἑσπερινὸς εἶναι δικός του, αὐτὸ σημαίνει πώς, μὲ τὴ χάρη τοῦ 169. Στρατηγόπουλος, ὅ.π., 222 [1887].170. Στὸ φυλλάδιο Β΄ τοῦ χφ 2324.171. Στὸν κώδ. 1795.

311Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

Θεοῦ, ὁ Μιχαὴλ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του κατάφερε νὰ βάλει ἕνα λιθαράκι στὴν ὑμνογραφία, ὅπως σὲ ὅλη τὴ διάρκειά της τὸ ποθοῦσε.

Οἱ δὲ Χαιρετισμοὶ στὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα ποὺ ὑπάρχουν μόνο σὲ τέσσερα δικά του χειρόγραφα καὶ ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὴ μονή μας172, ἴσως νὰ εἶναι ἡ ἐκπλήρωση ἑνὸς ἄλλου πόθου του· νὰ φώτισε δηλαδὴ ἡ Παναγία κάποιον ἁρμόδιο μελοποιό, κι αὐτὸς νὰ συνέθεσε τοὺς ἐν λόγῳ Οἴκους, ὅπως εὐχόταν ὁ Μιχαὴλ στὸ ἐκτενὲς σημείωμά του ποὺ παραθέσαμε παραπάνω, καὶ νὰ τοὺς ἔδωσε στὸν Μιχαήλ, νὰ τοὺς ἀντιγράψει.

Ὁ χαρισματικὸς καὶ «ἀκούραστος» βιβλιογράφος καὶ ποιητὴς Γεράσιμος Νάξιος

Οἱ συνθέσεις τοῦ ἱερομονάχου Γερασίμου Ναξίου ξεχωρίζουν ἀνάμεσα σὲ αὐτὲς τῶν συγχρόνων του ἁγιορειτῶν ὑμνογράφων. Ἄριστος χειριστὴς τῆς γλώσσας καὶ γνώστης τῶν τρόπων τῆς ὑμνογραφίας, θυμίζει τοὺς κλασικοὺς ποιητὲς αὐτῆς τῆς ἱερῆς τέχνης. Ἂν καὶ ἀπεβίωσε νέος, μᾶς ἄφησε δεκάδες συνθέσεις, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες μποροῦν νὰ σταθοῦν δίπλα σ᾿ αὐτὲς τῶν Μηναίων.

Ὁ κατὰ κόσμον Νικόλαος Σάλτης γεννήθηκε στὸ Κόρωνο τῆς Νάξου τὸ 1878. Μόλις τελείωσε τὸ σχολαρχεῖο τῆς πατρίδας του, σὲ ἡλικία 17 ἐτῶν, προσῆλθε στὴ σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου (ὅπου θὰ συνάντησε τὸν Μιχαὴλ τὸν Θηραῖο καὶ τὸν Νήφωνα τὸν Σίφνιο), στὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, καὶ ἐκάρη μοναχὸς τὸ 1897. Ἔζησε στὴ σκήτη μέχρι τὴν κοί-μησή του τὸ 1914, τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Διάκονος χειροτονήθηκε τὸ 1899. Δυὸ χρόνια μετὰ ἔγινε ἡ εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του, τὸ 1901, ἀπὸ τὸν μητροπολίτη πρώην Νευροκοπίου Νεόφυτο, ποὺ ἡσύχαζε τότε στὴ μονή μας. Σύντομα καὶ ἀπροειδοποίητα, ὁ ἴδιος τὸν χειροθέτησε πνευματικό, σὲ ἡλικία μόλις 23 ἐτῶν173. Ἀπὸ τότε, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ 1901, μαρτυρεῖται ἀπὸ τὰ χειρόγραφα καὶ ἡ ὑμνογραφικὴ δραστηριότητά του.

Ὁ πνευματικὸς Εὐθύμιος ὁ Κρής, ποὺ προσῆλθε στὴ σκήτη ὅταν ὁ Γεράσιμος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, γράφει γι᾿ αὐτόν: «Τούτου λοιπὸν τοῦ νέου Νικοδήμου τὰ συγγραφέντα ἔργα καὶ πονήματα, ἐμμέτρων ποιημάτων, λό-γων, ἀκολουθιῶν καὶ τροπαρίων, πολλοὶ πλουτοῦσιν ἁγιορεῖται πατέρες, διότι ἦτον ἀκούραστος καλλιγράφος καὶ ποιητής»174. Ὁ ἴδιος μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἐκτὸς ἀπὸ «ποιητὴς ᾀσματογράφος» ἦταν καὶ «ζωγράφος ἐπιδέξιος. Ὁ ἐμὸς οὗτος φίλος ἱερομόναχος Γεράσιμος ἀπεβίωσεν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ προσβληθεὶς

172. Παναγίας Πορταϊτίσσης παρακλητικοὶ κανόνες καὶ Χαιρετισμοί, ὅ.π. (σημ. 155), 45-58.173. Βλ. περισσότερα βιογραφικὰ στοιχεῖα του στὸν πρόλογο τοῦ ἐκδότη Γεράσιμος Σάλτης Νάξιος, Προ-σκυνητάριον τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, Καρυὲς Ἁγίου Ὄρους 1924, ς΄-ζ΄, καὶ Εἰ. Πολυκρέτη, Νάξιοι μοναχοὶ ἁγιορεῖται, Νάξος 2009, 76-78.174. Βλ. Πολυκρέτη, ὅ.π., 79.

312 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

ἐκ φυματιώσεως»175.Ἀπὸ τὰ ἔργα του ἔχουν ἐκδοθεῖ ἑπτά (ἀπ᾿ ὅσα γνωρίζουμε): Ἡ ἀναπλήρωση

τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως176, οἱ 24 Οἶκοι στὸν ὅσιο Ἱερώνυμο τὸν μέγα177, τὸ Προσκυνητάριον τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω178, ἡ Ἀκολουθία τοῦ νέου Ὁσιομάρτυρος Νεκταρίου τοῦ ἐκ Βρυούλλων καὶ τῆς ἁγίας Εὐφημίας179, ἡ Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Φλωρεντίου180, ἕνας κανών του στὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα σὲ ἦχο πλ. α΄181 καὶ ἡ ἀκολουθία τῶν ἁγίων Θεοδώρων ποὺ ἀναπλήρωσε182. Ὁ ἐκδότης τοῦ Προσκυνηταρίου μᾶς πληροφορεῖ πὼς ὁ Γεράσιμος εἶχε μεγάλη εὐχέρεια στὴ σύνθεση ἰαμβικῶν ὠδῶν καὶ πὼς ἀνελάμβανε καὶ ἀντιγραφὲς κωδίκων, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες τοῦ παρήγ-γειλε ὁ Σπυρίδων Λάμπρος. Ὑπολογίζει δὲ σὲ 67 τὰ ὑμνογραφικὰ ἔργα ποὺ ὁ Γεράσιμος συνέθεσε μέσα σὲ 13 χρόνια: 25 Οἴκους σὲ ἑορτές, 15 ἀναπληρώσεις ἀκολουθιῶν, 11 παρακλήσεις καὶ 16 ἄλλες ἀκολουθίες183.

Ἀπὸ αὐτὲς ἐντοπίσαμε 39 (+2 ἐκδομένες, τὶς ὁποῖες δὲν συναντήσαμε σὲ χειρόγραφα). Γιὰ τὴν πατρότητα τῶν περισσοτέρων δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε βέβαιοι, ἀλλὰ τὸ ὅτι γράφτηκαν μὲ τὸ χέρι του μᾶς δίνει μιὰ βάση γιὰ νὰ εἰκά-σουμε ὅτι τὶς συνέθεσε ὁ Γεράσιμος.

Αὐτὲς στὶς ὁποῖες δηλώνεται σαφῶς ὅτι ἀποτελοῦν συνθέσεις του εἶναι:1. Ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Φλωρεντίου, στὸν κώδ. 1780, μὲ

ἀρχή: «Εἰς τὸ Κύριε ἐκέκραξα... Πανεύφημε μάρτυς τοῦ Χριστοῦ...». Ὁ κανὼν ἔχει ἀκροστιχίδα· Πόθῳ ἀνυμνῶ τὰ τρόπαιά σου μάκαρ. Γεράσιμος· καὶ ἀρχή: «Πιστῶς τοὺς ἀγῶνάς σου, καὶ τὰ παλαίσματα...» Στὴ σ. 26, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Συνετάχθη καὶ ἐγράφη ἡ παροῦσα ἀκολουθία ὡς ὁρᾶται ὑπὸ τοῦ ἐλαχίστου ἐν ἱερομονάχοις Γερασίμου τοῦ Ναξίου. Ἐν τῇ ἱερᾷ σκήτῃ τῶν Ἰβήρων, τῇ 12 Σεπτεμβρίου, ᾳϡιβ΄184.

2. Ἡ ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τῶν ἁγίων Θεοδώρων, Τήρωνος καὶ Στρατηλάτου, στοὺς κώδ. 1819 (πίν. 15) καὶ 1824. Στὴ σ. 56 τοῦ πρώτου κώ-δικα ὑπάρχει τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ἀνεπληρώθη καὶ ἐπιδιορθωθεῖσα ἀντεγράφη ἡ παροῦσα ἀκολουθία, τῇ βοηθείᾳ τῶν ἁγίων Θεοδώρων, ὑπὸ τοῦ ἐν ἱερομονάχοις ἐλαχίστου Γερασίμου τοῦ Ναξίου. Ἐν τῇ ἱερᾷ σκήτῃ τῶν

175. Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη 23 (1958), 48.176. Στρατηγόπουλος, ὅ.π., 6 [1950].177. Συνέκδοση μαζὶ μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου ποὺ συνέθεσε ὁ Νήφων Ἰβηροσκητιώτης (Στρατηγόπου-λος, ὅ.π., 179 [1925]). Ὑπάρχει καὶ αὐτόγραφη, στὸ χφ 18 τῆς σκήτης, φυλλάδιο Ι΄, ἔτους 1911.178. Βλ. παραπάνω, σημ. 173.179. Στρατηγόπουλος, ὅ.π., 240 [1930].180. Ἔκδ. Εἰ. Πολυκρέτη (φωτοαναστατική, ἀπὸ τὸν κώδ. 1780), Νάξος 2009.181. Στὸ Θεοτοκάριον ὀκτώηχον (βλ. παραπάνω, σημ. 160), 19-22. Στὴ σ. 2 ὑπάρχει καὶ «Ἡρωελεγεῖον» ἐπίγραμμα τοῦ Γερασίμου, μὲ ἀρχή: «Ὦ Χριστοῖο Ἄνακτος Θεοῖο Παρθένε Μῆτερ...»182. Στρατηγόπουλος, ὅ.π., 107 [1932].183. Γεράσιμος Σάλτης Νάξιος, Προσκυνητάριον, ὅ.π., ζ΄.184. Ἡ ἀκολουθία ἐκδόθηκε πρόσφατα (βλ. παραπάνω, σημ. 180).

313Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

Ἰβήρων, τῇ 28 Ἰαννουαρίου, ᾳϡιβ΄ (πίν. 16), ἐνῶ στὸ φ. 28v τοῦ δεύτερου συνα-ντοῦμε καὶ τὸ ὄνομά του γραμμένο κρυπτογραφικά: Σκήτη Ἰβήρων, τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τῇ 8ῃ Φεβρουαρίου 1902 ᾳϡβ΄. ζεϡθωϟξλω ϟεϡλξλνθυλω [=γερασι-μος ιερομοναχος]. Ὁ κανὼν τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος ἔχει ἀντιγρα-φεῖ ἀπὸ τὸ Τριώδιο. Μᾶλλον ὁ δεύτερος κανών, αὐτὸς τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου, μὲ ἀρχή: «Φερωνυμίᾳ θεολήπτου κλήσεως...», εἶναι ἔργο τοῦ Γερασίμου. Ἡ ἀκολουθία ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1932, «ἐπιμελείᾳ ... Ἱερωνύμου ἱερομονάχου Ἁγιορείτου»185.

3. Ἡ ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, στὸν κώδ. 1795. Στὴ σ. 67 ὑπάρχει τὸ ἑξῆς βιβλιογρα-φικὸ σημείωμα: Ἀνεπληρώθη ἡ παροῦσα ἀκολουθία, ὑπὸ Γερασίμου ἱερομονάχου Ἰβηροσκητιώτου τοῦ Ναξίου. Ἐγράφη παρὰ ἐλαχίστου Γερμανοῦ ἱερομονάχου τοῦ(!) 1918, Ἰανουαρίου 14186. Ὁ κανὼν εἶναι τοῦ Μηναίου, ἐνῶ ὁ Γεράσιμος πρόσθεσε τρία στιχηρὰ προσόμοια στὸ «Κύριε ἐκέκραξα», δοξαστικά, ἀπόστιχα, καθίσματα, ἐξαποστειλάρια καὶ τέσσερα στιχηρὰ προσόμοια στοὺς Αἴνους187.

4. Οἱ «Οἶκοι ΚΔ΄ κατ᾿ Α-Β εἰς τοὺς ὁσίους καὶ θεοφόρους Πατέρας ἡμῶν τοὺς ἐν τῷ Ἄθῳ διαλάμψαντας», μὲ ἀρχή: «Ἄγγελοι σαρκοφόροι, καὶ βροτοὶ θεοφόροι...», στὸ φυλλάδιο Γ΄ τοῦ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου. Στὸ φ. 6r ὑπάρχει τὸ ἑξῆς βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ἐτελειώθησαν οἱ παρόντες Οἶκοι, τῇ θείᾳ ὄντως συνάρσει, τῇ 15ῃ Ἰαννουαρίου 1908. Γεράσιμος ἱερομόναχος Ἰβηροσκητιώτης188.

5. Ἡ «ἐπιδιόρθωσις» τῆς ἀκολουθίας τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Νικολάου στὸν κώδ. 1881, μὲ ἀρχή: «Ἐν τῷ ἑσπερινῷ, ... Ὅτε ἐπινεύσει θε-ϊκῇ...». Ὁ κανών, μὲ ἀκροστιχίδα· Τῶν λειψάνων σου τὴν ἀνεύρεσιν στέφω· ἀρχί-ζει: «Τὸν ῥύπον ἀπόσμηξον, τῆς ἐμπαθοῦς διανοίας μου...» Στὸ φ. 23v ὑπάρχει τὸ ἑξῆς βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ἐν μηνὶ Αὐγούστῳ β=α΄ ᾳϡβ΄. Ὁ ἀντιγράψας καὶ ἐπιδιορθώσας, Γεράσιμος ἱερομόναχος Νάξιος189.

6. Ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Εὐλογίου, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Σ. Καδᾶ190. Στὸ φ. 14v τοῦ κώδ. Βατοπεδίου 1624 ὑπάρχει τὸ ἑξῆς 185. Βλ. καὶ παραπάνω, σημ. 182.186. Ὁ Γερμανὸς ὑπῆρξε συνασκητὴς τοῦ Γερασίμου. Ἐκάρη μοναχὸς στὴν ἴδια μὲ αὐτὸν καλύβη τὸ 1894, τρία χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸν Γεράσιμο. Στὸν ἴδιο κώδικα ὁ Γερμανὸς ἀντέγραψε καὶ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἱλα-ρίωνος, μὲ νέο κανόνα, μὲ ἀκροστιχίδα· Ὕμνον δεύτερον προσκομίζω σοι μάκαρ· καὶ ἀρχή: «Ὑμνῆσαί σου ἄρχομαι, τὴν τῶν θαυμάτων συνέχειαν...», πιθανῶς ἔργο τοῦ Γερασίμου.187. Τὴν ἴδια ἀκολουθία (προσπελάσιμη στὸ http://voutsinasilias.blogspot.gr/2012/05/12.html· τελευταία προσπέλαση: 16.5.2014) ἀνεπλήρωσε καὶ ὁ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, διατηρώντας τὸν κανόνα τοῦ Μηναίου καὶ τὸ δοξαστικὸ τῶν Αἴνων τοῦ Γερασίμου Ναξίου.188. Καὶ στὸν κώδ. 1785, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου.189. Ἡ ἀκολουθία ὑπάρχει καὶ στὸν κώδ. Σίμωνος Πέτρας 14, ἐτῶν 1837-1838 (βλ. Σωτηρούδης, Κατάλογος ἑλληνικῶν χειρογράφων, ὅ.π., 52-53). Ἐκδόθηκε τὸ 1859 (βλ. Στρατηγόπουλος, ὅ.π., 251). Σὲ ἀντιπαραβολὴ τοῦ κώδ. 1881 μὲ τὸ σιμωνοπετρίτικο χειρόγραφο, φαίνεται πὼς ὁ Γεράσιμος ἔχει ἀντικαταστήσει τρία προ-σόμοια τοῦ ἑσπερινοῦ, τὸν κανόνα, ἕνα προσόμοιο καὶ τὸ δοξαστικὸ τῶν Αἴνων μὲ δικά του.190. Σ. Καδᾶς, Τὰ σημειώματα τῶν χειρογράφων τῆς Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, 293.

314 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ὁ συντάξας Γεράσιμος ἱερομόναχος Νάξιος. Σκήτη Ἰβήρων τῇ 1 Ιανουαρίου 1904191.

Οἱ ἀκολουθίες ποὺ ἔχουν γραφεῖ μὲ τὸ χέρι τοῦ Γερασίμου (ἄλλες συνοδεύει βιβλιογραφικὸ σημείωμα, καὶ ἄλλες ὄχι) καί, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἀνευρέθησαν ἀλλοῦ ὑπὸ ἄλλο ὄνομα, πιθανολογοῦμε ὅτι ἀποτελοῦν συνθέσεις του, εἶναι οἱ ἑξῆς:

1. Ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Φιλήμονος, στὸν κώδ. 1698, μὲ ἀρχή: «... εἰς τὸ Κύριε ἐκέκραξα ... Τὸν συνεργάτην τοῦ Παύλου...»

2. Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Θεράποντος, στὸν κώδ. 1776, μὲ ἀρχή: «Εἰς τὸ Κύριε ἐκέκραξα... Θεράπον πανεύφημε Χριστοῦ...» Ὁ κανὼν ἀρχίζει: «Ἱερωτάταις χο-ρείαις ἐν οὐρανοῖς...»

3. Ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, στὸν κώδ. 1777, μὲ ἀρχή: «Ἐν τῷ μικρῷ ἑσπερινῷ. ... Τῇ παμφαεῖ πανηγύρει τοῦ θείου μάρτυρος...» (συναντήσαμε τὸ πρῶτο τροπάριο ὡς στιχηρὸ προσόμοιο τῶν Αἴνων της 17ης Φεβρουαρίου). Ἔχει καὶ «ἕτερον κανόνα», κατ᾿ ἀλφάβητον, μὲ ἀρχή: «Ἀνευφημῆσαι τὴν φωσφόρον σήμερον...»

4. Ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Τρύφωνος, στὸν κώδ. 1834. Στὴ σ. 56, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ἐτελειώθη ἡ παροῦσα ᾀσματικὴ Ἀκολουθία, τῇ ιβ΄ Ἰαννουαρίου ᾳϡιγ΄. Ὁ προεόρτιος κανών, μὲ ἀρχή: «Ἀγκάλας ἁπλώ-σαντες...», ἔχει συντεθεῖ ἀπὸ κάποιον Φιλόθεο (βλ. Στρατηγόπουλο, σ. 360 [1929]). Ὁ κανὼν τοῦ ἁγίου Τρύφωνος, μὲ ἀρχή: «Τρυφῆς ἀκηράτου τε, τρυφῶν νῦν Τρύφων πανένδοξε...» μᾶλλον προέρχεται ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ Γερασίμου.

5. Τὰ τῆς Λειτουργίας τοῦ ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου τοῦ ἐν Μετεώροις, στὸν κώδ. 1843, μὲ ἀρχή: «Ἀσκήσει πρότερον σοφέ...»

6. Χαιρετισμοὶ στοὺς ἁγίους Θεοδώρους, Τήρωνα καὶ Στρατηλάτην, μὲ ἀρχή: «Ἄγγελοι ἀοράτως, κατεπλάγησαν ὄντως...» (στὸν ἴδιο κώδικα· ἐκδόθη-κε τὸ 1932, μαζὶ μὲ τὴν ἀκολουθία τῶν ἁγίων Θεοδώρων)192.

7. Τὰ τῆς Λειτουργίας τῶν ὁσίων Ζωσιμᾶ καὶ Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, στὸν κώδ. 1844, μὲ ἀρχή: «ᾨδὴ γ΄. ... Γεωπονήσας ἀληθῶς τὰς ψυχικάς σου ἀρούρας...»

8. Τὰ τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Γενναδίου, στὸν κώδ. 2162, μὲ ἀρχή: «ᾨδὴ γ΄. ... Χριστοῦ τοῦ φανέντος ἐπὶ γῆς...»

9. «Παράκλησις κοινὴ εἰς πάντας τοὺς ὁσίους Πατέρας, τοὺς ἐν τῷ ἁγιω-νύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω ἐκλάμψαντας, ἐν ᾗ ἀναφέρονται ὀνομαστὶ πάντες κατὰ σειρὰν οἱ γνωστοί», στὸ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλλάδιο Α΄, μὲ ἀρχή: «Πικροῦ Βελίαρ φοβερὰ ἀντίπνοια...»

10. «Οἶκοι ΚΔ΄ κατ᾿ Α-Β εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας», μὲ ἀρχή: «Ἄγγελοι ἀοράτως, Θεοτόκε Παρθένε...» Παραδίδεται στὸ χφ 18, φυλλάδιο Β΄, τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου καὶ στοὺς κώδ. 1774, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου, ἔτους 1913, καὶ Σίμωνος Πέτρας 37, ἔτους 1941. 191. Ὁ Καδᾶς ἀποδέχεται τὴ λανθασμένη μεταγενέστερη «διόρθωση» τῆς χρονολογίας ἀπὸ 1904 σὲ 1804.192. Βλ. παραπάνω, σημ. 182.

315Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

Στὸ φ. 5v, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Τῇ ι΄/ιβ΄/ᾳϡη΄. Γεράσιμος ἱερομόναχος.11. Παράκληση στὴ Θεοτόκο τοῦ « Ἄξιόν ἐστιν», μὲ ἀρχή: «Κινδύνων δι-

άσωσον Ἀγαθή...»193

12. Χαιρετισμοὶ στὴ Θεοτόκο τοῦ « Ἄξιόν ἐστιν», μὲ ἀρχή: «Ἄγγελος πρω-τοστάτης, οὐρανόθεν φοιτήσας...», στὸ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλ-λάδιο Δ΄ (καὶ στὸ φυλλάδιο ΞΒ΄ τοῦ χφ 2324). Στὴ σ. κα΄, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων ἱερᾷ σκήτῃ, τῇ 6ῃ Φεβρουαρίου ᾳϡη΄. Γεράσιμος ἱερομόναχος Νάξιος.

13. Χαιρετισμοὶ στὴν ἁγία Χριστίνα, μὲ ἀρχή: «Ἄγγελοι ἀοράτως, κα-θορῶντές σου μάρτυς...» Παραδίδεται στὸ φυλλάδιο Ε΄ τοῦ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου. Στὴ σ. 10, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Γεράσιμος ἱερομόναχος Νάξιος. Σκήτη Ἰβήρων, τῇ 12ῃ Μαρτίου 1910.

14. Παράκληση στὴν ἁγία Χριστίνα, στὸ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλλάδιο Ε΄, μὲ ἀρχή: «Πρεσβείαις σου Μάρτυς πρὸς τὸν Χριστόν...» Στὴ σ. 18, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Γεράσιμος ἱερομόναχος. Σκήτη Ἰβήρων, τῇ 12ῃ Μαρτίου 1910.

15. Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, μὲ ἀρχή: «Ἄγγελος σαρκοφόρος, ἐπὶ γῆς ἀνεδείχθης...» Παραδίδεται στὸ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλλάδιο ΣΤ΄ (καὶ στὸν κώδ. 1794, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου). Στὴ σ. 10, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Γεράσιμος ἱερομόναχος. Σκήτη Ἰβήρων, τῇ 26ῃ Μαρτίου 1910.

16. Παράκληση στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, στὸ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλλάδιο ΣΤ΄, μὲ ἀρχή: «Λύσιν πταισμάτων νῦν λαβεῖν αἰτού-μεθα...». Στὴ σ. 18, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Γεράσιμος ἱερομόναχος. Ἐν τῇ ἱερᾷ σκήτῃ Ἰβήρων, τῇ κζ΄ Μαρτίου 1910.

17. Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, μὲ ἀρχή: «Ἄγγελοι οὐρα-νόθεν, τοὺς βροτοὺς συγκαλοῦσιν...» Παραδίδεται στὸ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλλάδιο Ζ΄ (καὶ στὸν κώδ. 1792, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου). Στὸ φ. 5v, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Γεράσιμος ἱερομόναχος Νάξιος. Ἐν τῇ ἱερᾷ σκήτῃ Ἰβήρων, τῇ 6ῃ Νοεμβρίου 1910.

18. Χαιρετισμοὶ στὴν Ἁγία Ζώνη, μὲ ἀρχή: «Ἄγγελοι ἀοράτως, Θεοτόκε Παρθένε...» Στὸ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλλάδιο Η΄ (καὶ στὸ χφ 2324, φυλλάδιο Μ΄). Στὸ φ. 5v, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ἐν τῇ ἱερᾷ σκήτῃ Ἰβήρων, τῇ 16 Νοεμβρίου 1910. Γεράσιμος ἱερομόναχος Νάξιος.

19. Καθίσματα, μεθεόρτια τῶν Εἰσοδίων (Τοῦ ἁγίου Φιλήμονος. Τῶν ἁγίων Ἀμφιλοχίου καὶ Γρηγορίου. Τῶν ἁγίων Κλήμεντος καὶ Πέτρου Ἀλεξανδρείας. Τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης194.)

20. Παράκληση στὴν Ἁγία Ζώνη, μὲ ἀρχή: «Ζώνης μοι θείας καὶ σεπτῆς

193. Στὸ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλλάδιο Δ΄, καὶ στὸ χφ 2324, φυλλάδιο ΞΒ΄.194. Ὅ.π., φυλλάδιο Η΄.

316 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

σου Πάναγνε...»195

21. Χαιρετισμοὶ στὸν ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη, μὲ ἀρχή: «Ἄγγελος τοῖς ἀνθρώποις, μετὰ σώματος ὤφθης...» Παραδίδεται στὸ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλλάδιο Θ΄ (καὶ στοὺς κώδ. 1685 καὶ 1771, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου). Στὴ σ. 17, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Ἐν τῇ ἱερᾷ σκήτῃ τῶν Ἰβήρων, τῇ 15 Ἰανουαρίου 1911. Γεράσιμος ἱερομόναχος Νάξιος.

22. Χαιρετισμοὶ στὸν ὅσιο Σεραφείμ, τὸν ἐκ Λεβαδείας, μὲ ἀρχή: «Ἄγγελος θεοφόρε, ἐν σαρκὶ καθωράθης...» Στὸ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλλά-διο ΙΑ΄ (καὶ στὸν κώδ. 1779, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου). Στὴ σ. 10, τὸ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Γεράσιμος ἱερομόναχος. Σκήτη Ἰβήρων, τῇ 26 Αὐγούστου 1912.

23. Παράκληση στὸν ἅγιο Ἀντίπα, μὲ ἀρχή: «Ῥυόμενος φάνηθι δυσχερῶν...»196

24. Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Ἀντίπα, μὲ ἀρχή: «Ἄγγελος τῆς μεγάλης, βουλῆς ὄντως Ἀντίπα...»197

25. Χαιρετισμοὶ στὸν ἅγιο Ἐλευθέριο, μὲ ἀρχή: «Ἄγγελοι ἀοράτως, Ἐλευθέριε μάκαρ...»198

26. Ἀκολουθία τοῦ νέου ὁσιομάρτυρος Νεκταρίου τοῦ ἐκ Βρυούλλων καὶ τῆς ἁγίας Εὐφημίας. Ὁ κανὼν τοῦ ὁσιομάρτυρος ἀρχίζει: «Ἄναρχε Λόγε λόγον μοι πρυτάνευσον...». Ὁ δὲ κανὼν τῆς ἁγίας Εὐφημίας: «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται Πνεύματος, καὶ ᾄσω μελῴδημα...» Παραδίδεται στὸ χφ 18 τῆς Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλλάδιο ΙΓ΄ 199.

27. «Παράκλησις εἰς πάσας τὰς θαυματουργοὺς εἰκόνας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τὰς ἐν Ἄθῳ», μὲ ἀρχή: «Ἀλλεπαλλήλων πειρασμῶν οἱ ἄνεμοι...»200

28. «Χαιρετισμοὶ εἰς πάσας τὰς θαυματουργοὺς εἰκόνας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τὰς ἐν Ἄθῳ», μὲ ἀρχή: «Ἄγγελος πρωτοστάτης, καταπτὰς οὐρανόθεν...»201

29. Παράκληση στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο τὴν Εὐαγγελίστρια, μὲ ἀρχή: «Δέσποινα Κόρη ὀρθοδόξων καύχημα...»202

30. Χαιρετισμοὶ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο τὴν Εὐαγγελίστρια, μὲ ἀρχή: «Ἀνυμνῆσαι τολμῶντι, Θεοτόκε Παρθένε...»203

31. Παράκληση στοὺς ὁσίους Ἰωάσαφ, βασιλέα τῶν Ἰνδιῶν, καὶ Βαρλαάμ, μὲ ἀρχή: «Πολλαῖς συνεχόμενος συμφοραῖς...»204

32. Χαιρετισμοὶ στοὺς ὁσίους Ἰωάσαφ, βασιλέα τῶν Ἰνδιῶν, καὶ Βαρλαάμ,

195. Ὅ.π., φυλλάδιο Θ΄, καὶ χφ 2324, φυλλάδιο Μ΄, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου.196. Χφ 18 Σκήτης Τ. Προδρόμου, φυλλάδιο ΙΒ΄, καὶ στὸν κώδ. 2160, σύγχρονο τοῦ Γερασίμου.197. Ὅ.π., φυλλάδιο ΙΒ΄.198. Στὸ ἴδιο.199. Ἡ ἀκολουθία ἐκδόθηκε τὸ 1930 (βλ. παραπάνω, σημ. 179).200. Σκήτης Τ. Προδρόμου, χφ 18, φυλλάδιο ΙΔ΄, καὶ χφ 2324, φυλλάδιο ΞΓ΄.201. Ὅ.π., φυλλάδιο ΙΔ΄, κώδ. 1774 καὶ χφ 2324, φυλλάδιο ΞΔ΄, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου.202. Ὅ.π., χφ 18, φυλλάδιο ΙΕ΄, καὶ χφ 2324, φυλλάδιο ΙΗ΄.203. Στὸ ἴδιο.204. Σκήτης Τ. Προδρόμου, χφ 18, φυλλάδιο ΙΣΤ΄, καὶ χφ 2324, φυλλάδιο ΛΑ΄.

317Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

μὲ ἀρχή: «Ἄγγελος σαρκοφόρος, καὶ βροτὸς θεοφόρος...»205

33. Ἀκέφαλη ἀκολουθία στὸν ἱερομάρτυρα Σεραφεὶμ Φαναρίου, στὸ χφ 2322, μὲ βιβλιογραφικὸ σημείωμα: Γεράσιμος ἱερομόναχος Ἰβηροσκητιώτης. Σεπτεμβρίου ιη΄, ᾳϡη΄.

34. Δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι τοῦ Γερασίμου, στὸν κώδ. 1881, μὲ ἀρχή: «Θεοῦ Λόγον Πάναγνε Μητέρα ξένως...»206

35. Ἀλλὰ καὶ ὁ κώδ. 78 τῆς Σιμωνόπετρας207 ἔχει γραφεῖ ἀπὸ τὸν Γεράσιμο. Ἄρα, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὁ «Ἁγιασμὸς ψαλλόμενος μετὰ τοῦ ἁγίου λει-ψάνου τῆς Ἁγίας … Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς», στὶς σσ. 17-43, εἶναι δική του σύνθεση.

Μαζί, λοιπόν, μὲ τοὺς ἐκδομένους Χαιρετισμοὺς στὸν ὅσιο Ἱερώνυμο καὶ τὴν ἀναπλήρωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Κωνσταντινουπόλεως, μὲ τὰ δεδομένα τῶν ἐξετασθέντων χειρογράφων, μποροῦμε νὰ ἀποδώσουμε στὸν Γεράσιμο 4 πλήρεις ἀκολουθίες, 6 ἀναπληρώσεις καὶ ἐπιδιορθώσεις, 10 παρακλήσεις, 15 Χαιρετισμοὺς καὶ 6 ἐλλάσονα ὑμνογραφικὰ ἔργα.

Στὸν κώδ. 2168 ὑπάρχει κι ἕνα «Ἐγκώμιον εἰς τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας», μὲ ἀρχή: «Κατὰ δίκαιον βέβαια τρόπον ἤθελέ τις...» Ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα νὰ εἶναι τοῦ Γερασίμου.

Ἄλλοι ἰδιόγραφοι κώδικες τοῦ Γερασίμου στὴ βιβλιοθήκη μας εἶναι οἱ: 1687 (Οἱ καθ᾿ ἡμέραν εἱρμοὶ τῶν ὀκτὼ ἤχων τῆς Παρακλητικῆς), 1688 (περι-έχει τὰ ἴδια μὲ τὸν προηγούμενο κώδικα), 1689 (κανόνες στὴν Πορταΐτισσα· 10 σελίδες ἔχουν γραφεῖ μὲ τὸ χέρι τοῦ Γερασίμου), 1818 (<Χριστοφόρου Προδρομίτου>, Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἰούδα καὶ Παϊσίου τοῦ μεγά-λου208), 1834 (ἔτους 1910· κανόνες προεόρτιοι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου209), 2139 (Φῆμες ἐκφωνούμενες στὶς Μ. Ὧρες τῶν Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Μ. Παρασκευῆς, στὴ Μονὴ Ἰβήρων), 2168 (ἀκολουθία καὶ λόγοι στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες) καί, στὸ χφ 2322, ἕνα δίφυλλο μὲ δοξαστικὰ καὶ ἀπολυτίκιο τῆς ἁγίας Εἰρήνης κι ἄλλο ἕνα μὲ ἀπολυτίκια, κοντάκια καὶ μεγαλυνάρια τοῦ ἁγίου Εὐδοκίμου τοῦ Βατοπεδινοῦ καὶ θαυματουργικῶν εἰκόνων τῆς Μονῆς Βατοπεδίου.

Ὁ Γεράσιμος θυμίζει Παπαδιαμάντη στὴν καλλιέπεια καὶ στὸν χειρισμὸ τῆς καθαρεύουσας. Ἕνα δεῖγμα ἀπὸ τὸν πρόλογό του στὸ βιβλίο του:

«Κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον μάλιστα δύναται ὁ ἐπισκέπτης πληρέστατα ν᾿ ἀπολαύσῃ τῶν ἀγαθῶν τῆς μικρᾶς ταύτης γωνίας τῆς γῆς· διότι ἡ ποικίλη καλλονὴ τῆς φύσεως καὶ τὸ παρὰ πάντων ὁμολογούμενον φυσικὸν μεγαλεῖον 205. Στὸ ἴδιο.206. Καὶ στὸν κώδ. 1874, τοῦ Μιχαὴλ Θηραίου. Βλ. καὶ Πολυκρέτη, Νάξιοι μοναχοὶ ἁγιορεῖται, ὅ.π. (σημ. 173), 88-89.207. Βλ. Σωτηρούδης, Κατάλογος ἑλληνικῶν χειρογράφων, ὅ.π., 110-111. Ἴσως ὁ Γεράσιμος νὰ ἔγραψε καὶ τὸ β΄ μέρος τοῦ σιμωνοπετρίτικου κώδ. 35 (ὅ.π., 80-81).208. Βλ. Στρατηγόπουλος, ὅ.π., 264 [1835].209. Ἔχουν ἐκδοθεῖ στὸ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, Ὑμνῳδῶν ἀνέκδοτα, Ἀθήνα 1840 (ΓΜ 3410).

318 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

τοῦ τόπου, τὸ ὀρεινὸν μὲν καὶ ἀνώμαλον τοῦ ἐδάφους, χλοερώτατον δὲ καὶ σύνδενδρον αὐτοῦ, παρουσιάζουσιν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς πανόραμα μαγευτικώ-τατον. Ἀλλὰ καὶ τῶν ὑδάτων ὁ γλυκὺς κελαρισμός, καὶ τῶν παντοίων πτηνῶν ἡ γλυκεῖα μελωδία, τὰ ἡσύχως προσπαίζοντα τῇ χέρσῳ θαλάσσια κύματα, καὶ ἡ θαυμασίαν εὐωδίαν ἀποπνέουσα βλάστησις, ἀποτελοῦσι παναρμόνιον μου-σικὴν ἐν μέσῳ τούτου τοῦ ἐπιγείου παραδείσου»210.

Ἀλλὰ καὶ οἱ ὕμνοι του εἶναι μέσα στὸ κλίμα τῶν ἀρχαίων μελωδῶν, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ παρακάτω τροπάριο τοῦ κανόνα στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὸ «Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους»:

Ἐνθέως βιώσας παιδιόθεν, Γραφῶν τε τῷ γάλακτι τραφείς, εἰς μέτρον πάτερ ἔφθασας, τῆς ἡλικίας ὅσιε, παμμάκαρ Ἀθανάσιε, Χριστοῦ σαφῶς τῷ πληρώματι.

Στὴ γραφή του, ὅμως (βλ. πίν. 15), μιμεῖται τὰ τυπογραφικὰ στοιχεῖα. Τὸ μόνο ἰδιαίτερο ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπισημάνουμε, εἶναι τὸ κεφαλαῖο Θ, στὸ ὁποῖο ἡ ἐσωτερικὴ παύλα ἀπέχει λίγο ἀπὸ τὸν κύκλο τοῦ γράμματος.

Ὁ Γεράσιμος ἐπέδειξε μεγάλη ὡριμότητα ὡς ὑμνογράφος, ποιητὴς καὶ πε-ζογράφος. Καὶ εὔλογα θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε καὶ γι᾿ αὐτόν: «Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς».

Κάποια συμπεράσματα

Ἀπὸ τοὺς ἕξι ὑμνογράφους ποὺ ἐξετάσαμε, οἱ τέσσερις εἶναι νησιῶτες, ἐνῶ τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς κατάγονται ἀπὸ τὶς Κυκλάδες. Μιὰ καὶ οἱ νησιῶτες ἔχουν ἔφεση πρὸς τὴ στιχουργία, μᾶλλον κάποιο ρόλο στὴν ἐνασχόλησή τους μὲ τὴν ὑμνογραφία θὰ ἔπαιξε καὶ ἡ καταγωγή τους. Καὶ τὸ ὅτι τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς συνέβη νὰ ζοῦν τὴν ἴδια ἐποχὴ στὴ σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, μαρτυρεῖ γιὰ τὸ εὔκρατο κλίμα γιὰ τέτοιες ἐνασχολήσεις ποὺ θὰ ὑπῆρχε ἐκεῖ τὴν ἐν λόγῳ ἐποχὴ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ μετάδοση τῆς «τέχνης» τῆς ὑμνογραφίας ἀπὸ τοὺς παλαιότερους στοὺς νεώτερους211, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀρχὴ μιᾶς οἰονεὶ «σχολῆς» ποὺ δὲν συνεχίστηκε.

Ὁ δὲ ἀμητὸς τῆς ἔρευνας ὑπῆρξε πλούσιος: Ἐντοπίσαμε περὶ τὰ ἑκατὸ ὑμνο-λογικὰ ἔργα τῶν ἕξι ὑμνογράφων (ἐξαιροῦμε ἀπὸ τὸν ὑπολογισμὸ τὶς ἐλάσ-σονες ἀναπληρώσεις ἀκολουθιῶν), αὐτόγραφα, ἢ σὲ ἀπόγραφα χειρογράφων τους, καὶ γύρω στὰ εἴκοσι ἁγιολογικά, πρωτότυπα ἢ μεταφράσεις τους. Ἄλλα διακρίνονται ἀπὸ ὑψηλὴ ποίηση, ἀβίαστη καὶ πηγαία ἔκφραση καὶ σωστὴ με-τρική, κι ἄλλα ἔχουν ἐλαττώματα, πολλὰ ἢ λίγα. Ὅλα, ὅμως, κατὰ τὴν ταπεινὴ γνώμη μας, δείχνουν μιὰν εὐλάβεια, ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους Του.

Ἐπίσης, φάνηκε πὼς οἱ Ἰάκωβος, Νήφων καὶ Γεράσιμος εἶχαν ὡς κύριο ἔργο

210. Γεράσιμος Σάλτης Νάξιος, Προσκυνητάριον, ὅ.π. (σημ. 173), ιγ΄.211. Τὰ βιβλία ποὺ κληροδοτεῖ ὁ Δαμασκηνὸς στὸν Χριστοφόρο, προτοῦ ἀκόμα αὐτὸς γίνει μοναχός, μαρ-τυροῦν μιὰ σχέση τους ποὺ εὔλογα θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηριχθεῖ πὼς ἦταν καὶ σχέση μαθητείας στὴν ὑμνογραφία.

319Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

τους τὴ σύνθεση καὶ συγγραφὴ ὑμναγιολογικῶν κειμένων, ὁ Δαμασκηνὸς τὴ διδασκαλία τῆς μουσικῆς καὶ τὴ μελοποιΐα, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο ἀσχολοῦνταν πολὺ μὲ τὴ μελέτη καὶ τὴν ἀντιγραφὴ χειρογράφων γιὰ προσωπικὴ ἢ δημόσια χρήση. Οἱ τρεῖς ἀπὸ τοὺς ἕξι, ὁ «κολλυβὰς» Χριστοφόρος καὶ οἱ ἐπίγονοί του Νήφων Σίφνιος καὶ Μιχαὴλ Θηραῖος, κινοῦνται μέσα στὸ κλίμα τῆς φιλοκα-λικῆς ἀναγέννησης ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸν 18ο αἰώνα, μὲ δύο ἀπὸ τὰ κέντρα της, τὴ Μονὴ καὶ τὴ Σκήτη Ἰβήρων212. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ σεβασμὸς ποὺ συχνὰ ἐκφράζουν οἱ δύο τελευταῖοι πρὸς τοὺς «σοφολογιωτά-τους διδασκάλους» ἅγιο Νικόδημο καὶ Χριστοφόρο.

Φάνηκε λίγο καὶ ἡ εὐλάβεια κάποιων φιλακόλουθων καὶ φιλάγιων Γερόντων καὶ τυπικάρηδων πρὸς τοὺς ἁγίους κτίτορες τῶν μονῶν, τοὺς προστάτες τῶν καθολικῶν, τῶν παρεκκλησίων, κελλιῶν καὶ καλυβῶν τους ἢ πρὸς τοὺς ὁμωνύ-μους Ἁγίους τους καὶ ἡ μέριμνά τους νὰ τοὺς τιμήσουν μὲ πλήρεις ἀκολουθίες, προεόρτιους καὶ μεθεόρτιους κανόνες (κάποτε καὶ στοὺς ὀκτὼ ἤχους), μὲ πα-ρακλήσεις καὶ Χαιρετισμούς.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῶν Γερόντων τοῦ ἰβηριτικοῦ κελλίου τῶν ἁγίων Γοβδελαᾶ καὶ Κασδόας. Μέσα σὲ ἑβδομήντα ἐννέα χρόνια, ἀπὸ τὸ 1803 ἕως τὸ 1882, φαίνεται πὼς ἀναθέτουν σὲ διάφορους ὑμνογράφους καὶ βιβλιογράφους τὴ σύνθεση καὶ τὴν ἀντιγραφὴ μιᾶς ἀναπληρώσεως τῆς δεύ-τερης γνωστῆς ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων, αὐτῆς τοῦ Καλλιοπίου Καλλιέργη213 (τὴν πρώτη, αὐτὴν τοῦ Μανουὴλ Κορινθίου, αὐτόγραφή του στὸν κώδ. 512, μᾶλλον τὴν ἀγνοοῦσαν), ὀκτώηχους κανόνες, καθὼς καὶ προεόρτιο καὶ με-θεόρτιο, παράκληση, ἀπολυτίκια, μεγαλυνάρια, κοντάκια, κλπ. Ἐπίσης, ἀνα-θέτουν στὸν μοναχὸ Γαβριὴλ νὰ ἀντιγράψει τοὺς Χαιρετισμοὺς ποὺ συνέθεσε ἀνώνυμος μοναχὸς τὸ 1779. (Τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ σώζονται σὲ δύο ἢ καὶ τρία ἀντίγραφα.)

Πέντε δὲ χειρόγραφα τοῦ κελλίου περιέχουν τροπάρια τῆς ἀκολουθίας τῶν ἁγίων Γοβδελαᾶ καὶ Κασδόας, μελοποιημένα ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Ἀζαρία Ἰβηρίτη, τὸν Ρωμανὸ Βατοπεδινὸ καὶ ἄλλους ἀνώνυμους μελοποιούς. Τὰ ἐν λόγῳ χειρόγραφα χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸ 1863 ἕως τὸ 1948. Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ οἱ Γέροντες τοῦ κελλίου ἔχουν μουσικὴ παιδεία καὶ ἀντιγράφουν μουσικοὺς κώδικες.

Μὲ τὴν παροῦσα μελέτη προσπαθήσαμε νὰ δώσουμε μιὰ γεύση τῆς ὑμνο-γραφικῆς καὶ βιβλιογραφικῆς δραστηριότητας μιᾶς ἐποχῆς ποὺ πλέον ἀποτελεῖ παρελθὸν γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁπωσδήποτε, ἀρκετὰ δεδομένα θὰ μᾶς διέφυγαν (ἀλλὰ καὶ οἱ δυνάμεις μας δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἐξαντλήσουμε τὸ θέμα) καὶ σὲ κάποια θὰ σφάλαμε. Ὅπως τὸ ἔκανε συχνὰ ὁ βιβλιογράφος Μιχαὴλ Θηραῖος,

212. Στὴ μονὴ ἐγκαταβίωσαν οἱ συνεργάτες τοῦ ἁγίου Νικοδήμου καὶ τοῦ Χριστοφόρου: Νικηφόρος χαρτο-φύλαξ, Ὀνούφριος Κουντούρογλου (ὁ καὶ βιογράφος τοῦ Ἁγίου) καὶ Ἱλαρίων (ἐκδότης τῆς Νέας Κλίμακος), ἐνῶ στὴ σκήτη ἀσκήθηκαν ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς καὶ ὁ Χριστοφόρος.213. Βλ. Στρατηγόπουλος, ὅ.π., 66-67 [1661].

320 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

παρακαλοῦμε κι ἐμεῖς τοὺς ἀναγνῶστες: Τῶν ἀνὰ χεῖρας λαβόντων τόδε τὸ ἄρθρον/δέομαι θερμῶς, τοῦ δοῦναί μοι συγγνώμην/περὶ τῶν κειμένων ἐν τούτῳ ἐσφαλμάτων/ἅτινα πεφεύγασι τῶν ὀφθαλμῶν μου.

321Ἄγνωστη ὑμναγιολογικὴ παραγωγὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἕξι ὑμνογράφων

Unknown hymno-hagiographical production of Mount Athos from the mid 18th century to 1927

in the works of six hymnographers

The present study is an original research on the hymnographical “explosion” that took place on Mount Athos from the middle of the 18th to the first decades of the 20th century. During this period, there was also an increase in the composition and rendition into vernacular Greek of panygeric and hagiographical texts, as well as an important production of ecclesiastical music, which continued the wealth of production of the previous centuries. The liturgical needs of Athonite monasteries and their dependencies and the attempt to venerate certain Saints with panygeric services, Vitae and homilies constitute the direct cause of this great growth.

Futhermore, the hymnographers of this period copied other texts and composed or paraphrased encomia and Vitae of Saints. This study focuses on six hymnographers, the works of which are found in 113 autograph manuscripts and copies of Iveron and other monasteries.

Damascenos Iverites from Thessalonike (1688-1773) is a well-known composer. In our manuscript collection we found a draft of his two hymnographical works in honour of St. Euthymios the Great, a fact that also proves his hymnographical activity.

Christophoros from the Skete of Iveron or Prodromites (1730-ca. 1812) was an important scholar and leading figure of the “Kollyvite” Movement. In addition to his reputation as an hymnographer, we discovered that he also copied a noteworthy number of manuscripts, completely unknown until now. New evidence on his relationship with St. Nikodemos the Hagiorite, as well as 11 manuscripts, one original service and oration, and two of his paraphrases, which are kept in the Monastery and Skete of Iveron, as well as in the Monastery of Stavroniketa, is presented here.

Iakovos Neasketiotes (ca. 1797-1868), an «anti-Kollyvite», is a well-known hymnographer, scribe and author of hagiographical, historical and theological works. 12 hymnological and 6 hagiographical works (originals or paraphrases) unknown until today, are presented in an effort to attribute them to him.

Nephon of the Skete of Iveron, from Siphnos (ca 1825- ca. 1895), is a well known hymnographer. Here we present 49 of his unknown works (41 hymnological and 8 hagiographical). Adding these to his known works, Nephon appears to be the most prolific hymnographer of this period.

Another monk of the Skete of Iveron, Michael from Santorine (ca. 1860-1937), has

Μonk Theologos Iverites

322 Μοναχὸς Θεολόγος Ἰβηρίτης

copied hundreds of hymnographical texts. 34 of his manuscripts kept in our collection, including his own translations from Russian and one hymnographical composition, are also presented.

Finally, a fourth monk from the Skete of Iveron, the highly-talented Gerasimos from Naxos (1878-1914), is also a well-known hymnographer. Here we present 39 of his unknown compositions.

From the above examples it is obvious that during the aforementioned period, which coincides with the 18th-century “Philocalic Renaissance”, there is an hymno-hagiographical high point on Mount Athos, in the framework of the revival and enrichment of Orthodox liturgical life and of the fuller veneration of the Saints ‒ especially of the New Martyrs. It is highly probable that three of these hymnographers supported themselves through their endeavours (composing of hymnography and copying of manuscripts), whereas the others were involved mainly with musical composition, writing or further common monastic chores and handicrafts.

1. Ἐπιστολὴ Ὀνουφρίου Κουντούρογλου πρὸς ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη (4.6.1809), φ. 1r. ( στὴ σ. 323 τῶν Πρακτικῶν).

2. Τὸ φ. 1v τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς ( στὴ σ. 323 τῶν Πρακτικῶν).

3. Τὸ φ. 2r τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς, μὲ τὸ προσχέδιο τῆς ἐπικυρωτικῆς ἐπιστολῆς τοῦ Χριστο-φόρου στὴ Νέα Κλίμακα, γραμμένο ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο ( στὴ σ. 323 τῶν Πρακτικῶν).

4. Κώδ. Σκήτης Προδρόμου 17, φ. 1r ( στὴ σ. 323 τῶν Πρακτικῶν).

5. Κώδ. 2098, φ. 1r ( στὴ σ. 324 τῶν Πρακτικῶν).

6. Αὐτόγραφο Χριστοφόρου (κοντάκιο στὴν ἁγία Θωμαΐδα), ἐπικολλημένο σὲ φύλλο ἐντύπου Μηναίου τοῦ Ἀπριλίου (ἔκδ. Γλυκύ, Βενετία 1770) ( στὴ σ. 324 τῶν Πρακτικῶν).

7. Βιβλιογραφικὸ σημείωμα τοῦ Δαμασκηνοῦ στὸν κώδ. 967, φ. 330r (στὴ σ. 324 τῶν Πρακτικῶν).

8. Κώδ. 1856, φφ. 7v-8r. Ἀκολουθία καὶ ὀκτώηχοι κανόνες στὸν μέγα Εὐθύμιο, αὐτόγραφα Δαμασκηνοῦ ( στὴ σ. 324 τῶν Πρακτικῶν).

9. Κώδ. 1840 (ἔτους 1848), φ. 1r, αὐτόγραφο Ἰακώβου ( στὴ σ. 325 τῶν Πρακτικῶν).

10. Κώδ. 2153 (ἐτῶν 1870-1873), σ. 195. Ἀναπλήρωση ἀκολουθίας ἁγίου Παντελεήμονος, αὐτόγραφη Νήφωνος ( στὴ σ. 325 τῶν Πρακτικῶν).

11. Κώδ. Σκήτης Προδρόμου 5 (ἐτῶν 1874-1881), σ. 88 ( στὴ σ. 325 τῶν Πρακτικῶν).

12. Κώδ. 1779 (ἔτους 1913), σ. 15 ( στὴ σ. 325 τῶν Πρακτικῶν).

13. Κώδ. 2166, σ. 4 ( στὴ σ. 326 τῶν Πρακτικῶν).

14. Χφ 2324, φυλλάδιο Ι΄, σ. 69. Στὸ τέλος, ἡ σημείωση ποὺ παραπέμπει σὲ αὐτόγραφο κοντάκιο τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτη, σὲ Μηναῖο τῆς καλύβης του (βλ. πίν. 6) (στὴ σ. 326 τῶν Πρακτικῶν).

15. Κώδ. 1819 (ἔτους 1912), σ. 1. Ἀναπλήρωση ἀκολουθίας ἁγίων Θεοδώρων, αὐτόγραφη Γερασίμου (στὴ σ. 326 τῶν Πρακτικῶν).

16. Κώδ. 1819, σ. 56. Ὁ κολοφώνας τοῦ Γερασίμου (στὴ σ. 326 τῶν Πρακτικῶν).