Σεξουαλικότητα και Ναζισμός: Το παράδειγμα των οίκων...

16
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑ: ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ» ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΑΖΙΣΜΟΣ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΟΙΚΩΝ ΑΝΟΧΗΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣHΣ. Επιμέλεια: ΒΟΥΓΙOΥ XΡΥΣΑΝΘΗ, Α.Μ: samg13002 Μάθημα: «Ιστοριογραφικές Προσεγγίσεις των Φύλων» Εξάμηνο: 2 ο Γιαννιτσιώτης Γιάννης Ακαδημαϊκό Έτος 2013-2014

Transcript of Σεξουαλικότητα και Ναζισμός: Το παράδειγμα των οίκων...

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

«ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑ: ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ»

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΑΖΙΣΜΟΣ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΟΙΚΩΝ

ΑΝΟΧΗΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣHΣ.

Επιμέλεια: ΒΟΥΓΙOΥ XΡΥΣΑΝΘΗ, Α.Μ: samg13002

Μάθημα: «Ιστοριογραφικές Προσεγγίσεις των Φύλων»

Εξάμηνο: 2ο

Γιαννιτσιώτης Γιάννης

Ακαδημαϊκό Έτος 2013-2014

Πίνακας περιεχομένων

Εισαγωγή. ...................................................................................................................... 3

1. Πορνεία και Ναζισμός: μια επισκόπιση. .................................................................... 4

2. Οι οίκοι ανοχής των στρατοπέδων συγκέντρωσης. ................................................... 8

3. Επιτήρηση και Έλεγχος ............................................................................................. 9

4. Άντρες κρατούμενοι και καταναγκαστική σεξουαλική εργασία. ............................. 11

Αντί επιλόγου. .............................................................................................................. 14

Βιβλιογραφία ............................................................................................................... 16

Εισαγωγή.

Η ναζιστική Γερμανία θεωρείται γενικά σεξουαλικά καταπιεστική κοινωνία, και όσον

αναφορά κοινωνικά και πολιτικά θέματα αυτό ήταν πέρα για πέρα αλήθεια. Κανένα

καθεστώς πριν ή ίσως ακόμη και μετά δεν παρενέβη τόσο βίαια στα σώματα και στις

προσωπικές σχέσεις των πολιτών του. Η πολιτική του σώματος που εισήγαγε το

ναζιστικό κράτος, με σκοπό να ευνοηθεί ο κοινωνικός οργανισμός και να

δημιουργηθεί μια φυλετικά καθαρή και ακμάζουσα Volk (κοινότητα), είχε ως

αποτέλεσμα το σώμα ενός ατόμου να μετατραπεί σε «δημόσιο τόπο» (Gordon 2002:

164). Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς διεξήγαγε

μια διπλή εκστρατεία. Αφενός ενθάρρυνε τις υγιείς ‘αριες γυναίκες να γεννούν και να

αναθρέφουν παιδιά και αφετέρου αποσκοπούσε να αποτρέψει την αναπαραγωγή

«ανεπιθύμητων», όπως ήταν οι Εβραίοι, οι Αφρικανοί, τα άτομα με νοητική

υστέρηση ή σωματική αναπηρία. Το σώμα μετατράπηκε σε μια κοινωνική τοποθεσία,

όπου σχεδιάζονταν τα πολιτικά ιδανικά (ό.π.: 165).

Έτσι η αναδιοργάνωση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας βρέθηκε στην

καρδιά του ναζιστικού προγράμματος. Στα ύστερα χρόνια της Βαϊμάρης, οι Ναζί

χρησιμοποίησαν κακόβουλα σχόλια και υπαινιγμούς σεξουαλικής φύσης στην

αντισημιτική τους εκστρατεία. Κινητοποίησαν έτσι τη λαϊκή γνώμη εναντίων των

Εβραίων, ενώ παράλληλα εξασφάλισαν την υποστήριξη των χριστιανικών εκκλησιών

(Herzog 2011:67). Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι αρκετοί από τους ακτιβιστές

κατά την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που αγωνίζονταν για την αποποινικοποίηση της

έκτρωσης και των ομοφυλοφιλικών πρακτικών μεταξύ αντρών, ήταν Εβραίοι (ό.π.:

67). Όσο διήρκεσε το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία έλαβαν χώρα διάφορα

καταπιεστικά και σκληρά φαινόμενα, κάποια κατευθυνόμενα από το καθεστώς και

κάποια από μεμονωμένους υποστηρικτές του, όπως τα πειράματα αναπαραγωγής που

γίνονταν στους κρατουμένους των στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι υποχρεωτικές

στειρώσεις γυναικών, τα βασανιστήρια και οι δολοφονίες ομοφυλόφιλων ανδρών.

Αν και το Τρίτο Ράιχ ήταν αναμφισβήτητα ένα καταπιεστικό καθεστώς δεν θα

πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτό ίσχυε για όλους. Για τους ετεροφυλόφιλους,

αρτιμελείς και μη Εβραίους η σεξουαλική πολιτική του κάθε άλλο παρά καταπιεστική

ήταν (ό.π.: 67). Καθ’ όλη τη διάρκεια του καθεστώτος υπήρχαν αμφισημίες και

αντιφάσεις. Ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν επίσημοι, συντηρητικοί λόγοι σύμφωνα με

τους οποίους η εθνική ανάκαμψη και η φυλετική καθαρότητα ήταν άμεσα

εξαρτημένες από την μονογαμία, την εντός γάμου αναπαραγωγή και την προγαμιαία

αγνότητα. Ωστόσο ο γενικότερος στόχος της ναζιστικής σεξουαλικής πολιτικής ήταν

η δημιουργία μιας νέας μορφής σεξουαλικότητας που θα είναι αποκλειστικό προνόμιο

της άριας φυλής και όχι η καταπίεση της (Heineman 2002: 32, Herzog 2011:68).

Αυτή η πολιτική αφενός μαχόταν την «εκφυλισμένη» σεξουαλικότητα, αφετέρου

έδινε ευκαιρίες για μια «υγιή» σεξουαλικότητα.

Έτσι, ενώ η εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα που αφορούσε τη

σεξουαλικότητα ασχολιόταν κυρίως με θέματα αναπαραγωγής, το καθεστώς

υποστήριζε τόσο λεκτικά όσο και οικονομικά διάφορες εξωσυζυγικές, μη

αναπαραγωγικές δραστηριότητες (Timm 2002: 224). Ένα εξαιρετικό παράδειγμα για

να γίνει αυτή η αντίφαση κατανοητή είναι η περίπτωση της πορνείας, την οποία το

καθεστώς χρησιμοποιούσε εργαλειακά, καθώς θεωρούσε τη σεξουαλική εκτόνωση

των αντρών απαραίτητη για την παραγωγικότητα τους. Κάτω από την επιρροή του

Himmler ιδιαίτερα το καθεστώς αποδέχτηκε την πορνεία ως ένα αναγκαίο κακό που

όμως ήταν απαραίτητο. διότι ικανοποιούσε τις ορμές των αντρών, οι οποίες. αν

έμεναν ανικανοποίητες. θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ομοφυλοφιλία ή σε μείωση

των εργατικών και στρατιωτικών επιδόσεων τους (όπ.: 224).

Στην παρούσα εργασία θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στους οίκους

ανοχής των στρατοπέδων συγκέντρωσης, που προορίζονταν για την αποκλειστική

χρήση των φυλακισμένων (brothel barracks).

1. Πορνεία και Ναζισμός: μια επισκόπηση.

Όταν μιλάμε για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης σκεφτόμαστε

μαζικές εξοντώσεις, τρόμο και πείνα. Είναι αρκετά δύσκολο να φανταστούμε πως τα

τελευταία χρόνια της ύπαρξης του Τρίτου Ράιχ, οι Ναζί εγκατέστησαν ένα σύστημα

οίκων ανοχής αποκλειστικά για τους κρατουμένους των στρατοπέδων. Με μια πρώτη

ματιά η ιδέα και μόνο φαίνεται παράλογη και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως

για μεγάλο χρονικό διάστημα η ύπαρξη αυτών των οίκων ανοχής είχε αγνοηθεί από

τους ιστορικούς. Όμως, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, διάφοροι μελετητές

έχουν αρχίσει να ενδιαφέρονται για τα Sonderbauten (ειδικές κατασκευές), ένας

ευφημισμός των SS για αυτά τα πορνεία. Πριν, όμως, μιλήσουμε για αυτά κρίνεται

απαραίτητη μια επισκόπηση για την ιδιαίτερη σχέση του Ναζισμού με την πορνεία.

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης θεωρείται μια περίοδος ριζοσπαστικών αλλαγών

κυρίως για τις γυναίκες, καθώς γίνονται ορατές στο δημόσιο χώρο ως εργαζόμενες,

καταναλώτριες, καλλιτέχνιδες, αλλά και πολιτικές ακτιβίστριες (Γιαννιτσιώτης 2014:

24). Παράλληλα, παρατηρούνται διάφοροι νεωτερισμοί και μεταρρυθμίσεις όσο

αναφορά την πορνεία. Πριν τη Βαϊμάρη υπεύθυνη για την ρύθμιση και την

συμπεριφορά των πορνών, αλλά και την τιμωρία τους σε περίπτωση ανυπακοής ήταν

ένα ειδικό τμήμα της αστυνομία, Moral Police (Harris 2010: 156). Ο έλεγχος τους

επιτυγχανόταν με την αναγκαστική στέγασή τους σε συγκεκριμένες περιοχές της

πόλης και μέσα από ένα περίπλοκο σύστημα κανονισμών (όπ.: 159).

Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατία της Βαϊμάρης η πορνεία σταδιακά παύει

να ρυθμίζεται από το κράτος. Το Μάη του 1919 ιδρύεται ένα νέο αστυνομικό τμήμα,

Care Office, που απαρτίζεται από γυναίκες κοινωνικούς λειτουργούς. Οι οίκοι ανοχής

-που μέχρι τότε βρίσκονταν υπό κρατικό έλεγχο- κλείνουν και οι πόρνες γίνονται

πλέον ορατές και στο δημόσιο χώρο. Στόχος τώρα δεν είναι ο έλεγχος και η ρύθμιση

των εκδιδόμενων γυναικών, αλλά η «λύτρωσή» όσων -γυναικών ή κοριτσιών-

εργάζονταν ως πόρνες ή ζούσαν με τρόπο που θεωρούσαν πως τις έθετε σε ηθικό

κίνδυνο (όπ.: 155-156).

Με το νόμο για την καταπολέμηση των αφροδίσιων νοσημάτων του 1927 το

προηγούμενο κανονιστικό σύστημα εξαλείφεται τελείως και η καθ’ αυτή πράξη της

πορνείας δεν αποτελεί πλέον ποινικό αδίκημα. Οι κοινωνικοί λειτουργοί καλούνται

μέσα από συνεντεύξεις να ξεχωρίσουν ποιες γυναίκες μπορούσαν να επανενταχτούν

στην κοινωνία και να τους παρέχουν εκπαίδευση και οικονομική ενίσχυση. Γυναίκες

που δούλευαν ως πόρνες για πολύ καιρό θεωρούνταν ως «χαμένες υποθέσεις» και

αφήνονταν στην μοίρα τους (ό.π: 156). Ο νόμος του 1927 σε συνδυασμό με την

εξουσία του Care Office να αποφασίζει ποιες γυναίκες μπορούν να σωθούν είχανε ως

αποτέλεσμα να τεθεί υπό επιτήρηση μια νέα ευρύτερη ομάδα γυναικών. Τώρα,

οποιαδήποτε γυναίκα ή κορίτσι αδιαφορούσε για τα παραδοσιακά πρότυπα της

θηλυκότητας και αγνοούσε τις κυρίαρχες έμφυλες νόρμες θεωρούνταν πιθανή πόρνη

(όπ.: 162-165).

Η ζωή των πορνών μπορεί να βελτιώθηκε με το νόμο του 1927, αλλά δεν

άλλαξε ριζικά, καθώς η αστυνομία συνέχισε να τις παρενοχλεί. Το βασικότερο

πλεονέκτημα του ήταν πως μετέτρεψε τις πόρνες σε πολιτικά υποκείμενα, που είχαν

το δικαίωμα να διαμαρτύρονται για την όποια παρενόχληση υφίσταντο. Ωστόσο με

την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού το 1933, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την ανησυχία

των συντηρητικών για την αυξανόμενη ορατότητα των πορνών στο δημόσιο χώρο

αυτοπαρουσιαζόταν ως υπέρμαχος της σεξουαλικής ευπρέπειας και μαχητής της

ανηθικότητας, επανεισάγεται η ρυθμιζόμενη πορνεία από το κράτος (regimental

prostitution). Οι πόρνες επαναπροσδιορίζονται ως άτομα με ελλιπή πολιτικά

δικαιώματα και ελευθερίες (Heineman 2002:53). Παράλληλα, η αστυνομία ανακτά

κάποιες από τις παλιές τις εξουσίες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι κοινωνικοί

λειτουργοί χάνουν τη δουλειά τους ή την εξουσία τους κατά την περίοδο του

Ναζισμού (Harris 2010: 162, 175).

Το γεγονός ότι οι κοινωνικοί λειτουργοί είχαν την εξουσία να επιλέξουν ποια

αξίζει να βοηθηθεί, αλλά και το ότι οι τακτικές που ακολουθούσαν έδωσαν στο

κράτος τη δυνατότητα να συλλαμβάνει και να περιθωριοποιεί γυναίκες και πέρα από

το χώρο της πορνείας οδήγησε σε μια μετατόπιση (όπ.: 174). Τώρα οι κοινωνικοί

λειτουργοί δεν καλούνται πλέον να αποφασίσουν ποιες από τις γυναίκες αξίζουν να

σωθούν, αλλά αν θα ήταν προτιμότερο να αφοσιωθούν στην προστασία του

κοινωνικού συνόλου από τον ηθικό κίνδυνο που αυτές αντιπροσωπεύουν. Αυτή η

πολιτική, που εντείνεται την περίοδο της μεγάλη οικονομικής κρίσης, λόγω της

έλλειψης οικονομικών πόρων, ριζοσπαστικοποιείται κατά τη διάρκεια του Τρίτου

Ράιχ. Ωστόσο προϋπήρχε από παλαιότερα, από την εποχή ακόμη που το Care Office

έκρινε πως υπήρχαν και γυναίκες που δεν υπήρχε λόγος να βοηθηθούν. Έτσι, το

πρώην φεμινιστικό κίνημα των κοινωνικών λειτουργών εμποτίζεται με ιδέες

ευγονικής και οι πόρνες παύουν να αντιμετωπίζονται ως θύματα, αλλά ως κατώτερες

και αντικοινωνικές (asocial1) γυναίκες (όπ.: 174-175). Αξιοσημείωτο είναι πως τα

άτομα που ήθελαν να ελευθερώσουν τις πόρνες τη δεκαετία του ’20 είναι αυτά που,

την περίοδο του ναζισμού, τις στέλνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ο Χίτλερ πριν ανέβει στην εξουσία τόνιζε τους ηθικούς και φυλετικούς

κινδύνους που έκρυβε ο αγοραίος έρωτας κερδίζοντας έτσι την υποστήριξη των

συντηρητικών, που πίστευαν ότι οι πρώιμες δηλώσεις του περί πορνείας ήταν

ενδεικτικές της γενικότερης στάσης των Ναζί για τη σεξουαλικότητα και ότι το Τρίτο

Ράιχ θα συνέχιζε να προασπίζεται τους συμβατικούς κανόνες της αστικής ευπρέπειας

(Timm 2002: 230). Μετά την κατάληψη της εξουσίας το 1933, οι Ναζί με μία σειρά

μέτρων - Sterilization Law (1933), Marital Health Law (1935), Blood Protection Law

(1935) και την ποινικοποίηση των μέσων αντισύλληψης εκτός από τα προφυλακτικά-

εξαιτίας της ιδιότητας τους να προστατεύουν από αφροδίσια νοσήματα- φρόντισαν

1 Asocial ήταν τα άτομα τα οποία με τη τέλεση τριμμένων, αλλά συνεχώς επαναλαμβανόμενων

παραβάσεων του νόμου έδειχναν απροθυμία να ενταχθούν στο σύστημα τάξης του Ναζιστικού κράτους

κράτος (π.χ., ζητιάνοι, τσιγγάνοι, πόρνες, αλκοολικοί, άτομα με μεταδοτικές ασθένειες) (Timm 2002:

243)

ώστε η σεξουαλικότητα να ταυτιστεί με την αναπαραγωγή και το γάμο, τουλάχιστον

σε νομικό επίπεδο (ό.π.: 231). Η αρχική πολιτική του καθεστώτος έμοιαζε να

αποσκοπεί στην εξάλειψη της πορνείας, με αποτέλεσμα οι πόρνες να περάσουν μια

έντονη φάση νομικής περιθωριοποίησης (ό.π.: 233). Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν

αρκετά διαφορετική, διότι πίσω από τη δημόσια δαιμονοποίηση και τη νομική

περιθωριοποίηση των εκδιδόμενων γυναικών, υπήρχε μια ουσιαστική ανοχή για την

πορνεία ως πρακτική (ό.π.: 237).

Έτσι την περίοδο 1934-1939 η πορνεία όχι μόνο δεν καταργείται, τουναντίον

αυξάνεται δραματικά. Υπόκειται σε αυστηρό κρατικό έλεγχο και διέπεται από ένα

τρομακτικά μεγάλο αριθμό κανονισμών, η παραβίαση των οποίων μπορούσε να

οδηγήσει σε τιμωρίες που κυμαίνονταν από τη φυλακή μέχρι τον εγκλεισμό σε

στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αμφότερες οι αρχές της υγείας, της πρόνοιας και της

αστυνομίας παρακολουθούν υποτιθέμενες πόρνες ως προληπτικό μέτρο για την

προστασία του κοινωνικού συνόλου. Γυναίκες των οποίων η σεξουαλική

συμπεριφορά κρίνεται ως παραβατική χαρακτηρίζονται «αντικοινωνικές» ή

«διανοητικά ανεπαρκείς». Ιδιαίτερη άνθιση γνωρίζει ο θεσμός του ρυθμιζόμενου από

το κράτος οίκου ανοχής, ενώ όσες κάνουν πεζοδρόμιο αντιμετωπίζουν την βίαιη

κρατική καταστολή (Roos 2002: 69, Schikorra 2006:169).

Μετά το 1939 το καθεστώς εγκαταλείπει οποιαδήποτε προσπάθεια να

ικανοποιήσει τους συντηρητικούς που επιθυμούν την κατάργηση της πορνείας και

ξεκινάει μια μαζική ίδρυση οίκων ανοχής σε όλο το Ράιχ (Roos 2002: 69). Αυτή είναι

η περίοδος που η πολιτική των Ναζί για την πορνεία αποκαλύπτει τα ιδιαίτερα

χαρακτηριστικά της. Για πρώτη φορά μια γερμανική κυβέρνηση έκανε υποχρεωτική

την ύπαρξη τουλάχιστον ενός οίκου ανοχής σε κάθε πόλη. Ωστόσο, υπήρχε μια

σημαντική μετατόπιση στη χρήση της ρυθμισμένης από το κράτος πορνείας.

Συμβατικά, ο σκοπός των κρατικών οίκων ανοχής ήταν η προστασία των

«ευυπόληπτων» πολιτών από τις ηθικά μιασματικές πόρνες. Όμως, τα πορνεία του

ναζιστικού κράτους αποσκοπούσαν αφενός στο να εξαλείψουν ομοφυλοφιλικές και

σαδομαζοχιστικές «διαστροφές» δημιουργώντας έναν νέο τύπο αντρικής,

μηχανιστικής σεξουαλικότητας (ό.π.: 92), αφετέρου, χρησιμοποιούνταν ως μέσο

αύξησης της μαχητικότητας και της παραγωγικότητας των στρατιωτών και των

εργατών αντίστοιχα (Heinman 2002:53).

Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, το Μάρτη του 1942, ο Himmler διατάζει

την κατασκευή οίκων ανοχής στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, προκειμένου να δώσει

κίνητρο στους άνδρες κρατούμενους να γίνουν πιο παραγωγικοί (Roos 2002: 94,

Timm 2002: 247, Schikorra 2006: 171). Αυτή η απόφαση δικαιολογείται με το

επιχείρημα πως οι άντρες κρατούμενοι χρειάζονται ένα κίνητρο για να είναι

παραγωγικότεροι (Schikorra 2006: 171)

2. Οι οίκοι ανοχής των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Την άνοιξη του 1943 εκδίδεται ο κανονισμός ο οποίος θα διείπε τις επισκέψεις των

κρατουμένων στους οίκους ανοχής. Το προνόμιο αυτό απευθυνόταν μόνο σε

Γερμανούς ή τουλάχιστον σε άτομα που θεωρούνταν μέλη της άριας φυλής

(Schikorra 2006: 171). Η ίδρυση αυτών των πορνείων υπαγόταν σ’ ένα ευρύτερο

σύστημα, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 15 Μαΐου 1943, και που παρείχε ειδικά

προνόμια στους φυλακισμένους με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας τους.

Σύμφωνα με αυτό, μια σειρά από προνόμια –καλύτερες συνθήκες φυλάκισης,

επιπλέον μερίδες φαγητού, μετρητά, αγορά του καπνού, και επισκέψεις σε πορνείο-

θα δίνονταν στους αποδοτικότερους εργάτες (Sommer 2009: 169, Schikorra 2006:

171). Οι συγκεκριμένοι οίκοι ανοχής, λοιπόν, απευθύνονταν σε μια επιλεγμένη ομάδα

ανδρών κρατουμένων, τους εργατικότερους και τους παραγωγικότερους.

Ο πρακτικός λόγος για τη δημιουργία των Sonderbauten ήταν η χαμηλή

αποδοτικότητα των κρατουμένων (ως εργάτες) σε αντίθεση με τους ελεύθερους

πολίτες. Έτσι, ο Himmler πρότεινε να παρέχονται ορισμένα προνόμια στους σκληρά

εργαζόμενους κρατούμενους. Αν οι κρατούμενοι έβγαζαν ένα συγκεκριμένο ποσοστό

δουλειάς θα λάμβαναν κουπόνια, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να

αγοράσουν τσιγάρα, φαγητό στην καντίνα του στρατοπέδου, ή για να πληρώσουν για

μια επίσκεψη στον οίκο ανοχής. Αν επιθυμούσαν να επισκεφθούν το πορνείο, έπρεπε

να υποβάλουν μια αίτηση στο διοικητή του στρατοπέδου για να πάρουν άδεια.

Εφόσον αυτή εγκρινόταν, ο ενδιαφερόμενος θα έπρεπε να πληρώσει δύο Reichsmark

σε κουπόνια μπόνους. Από αυτά η γυναίκα έπαιρνε 0,45, ο φύλακας 0.05, και το SS

1,50 Reichsmark (Sommer 2009: 170).

Οι γυναίκες που στελέχωναν τους συγκεκριμένους οίκους ανοχής

προέρχονταν από τα γυναικεία στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ravensbrück και του

Auschwitz-Birkenau (όπ.:172). Τα SS χρησιμοποίησαν δύο βασικές στρατηγικές

επιλογής. Σε στρατόπεδα όπως το Ravensbrück και το Auschwitz επέλεγαν να

απευθυνθούν σε γυναίκες που εργάζονταν σε ιδιαιτέρως δύσκολα πόστα ή είχαν

εργαστεί παλαιότερα ως πόρνες (Kommandos) και τους έδιναν διάφορες υποσχέσεις,

όπως καλύτερες συνθήκες φυλάκισης, περισσότερο και καλύτερο φαγητό και πως θα

απελευθερωθούν από το στρατόπεδο αν εργαζόταν έξι μήνες εργασίας στο πορνείο.

Φυσικά τα SS δεν εκπλήρωσαν ποτέ την υπόσχεση τους να απελευθερώσουν τις

γυναίκες και συχνά απλά τις επέστρεφαν στο στρατόπεδο από όπου τις είχαν πάρει

(ό.π.: 172-173).

Η Christa Schikorra στο άρθρο της Forced Prostitution in the Nazi

Concentration Camps αμφισβητεί παλαιότερες ερμηνείες της πορνείας εντός των

στρατοπέδων συγκέντρωσης σύμφωνα με τις οποίες η πορνεία θα μπορούσε να

ερμηνευθεί είτε ως μια εκούσια απόφαση των γυναικών είτε ως συνέχεια της

επαγγελματικής ζωής τους πριν τον εγκλεισμό τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης

(choiceless choice). Τονίζει πως οι συνθήκες διαβίωσης των γυναικών στην

πραγματικότητα δεν επέτρεπαν καμια άλλη επιλογή από το να δεχτούν την πρόταση

που τους γίνονταν. Μπορεί μερικές να δέχτηκαν εκουσίως, αλλά δεν πρέπει να

ξεχνάμε πως μες στο στρατόπεδα οποιαδήποτε «ευκαιρία» εργασίας προσέφεραν τα

SS είχε μια υποχρεωτική πτυχή. Επιπλέον, η ελπίδα για καλύτερες συνθήκες

διαβίωσης ήταν ένα πολύ σημαντικό κίνητρο. Έτσι, ενώ μερικές γυναίκες όντως

προσφέρονταν για τις θέσεις στα πορνεία, πολλές άλλες, ίσως και η πλειοψηφία,

επιλέχθηκαν παρά τη θέλησή τους. Σύμφωνα, λοιπόν, με την Schikorra η πορνεία στα

στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι καλύτερα να συγκρίνεται με την εργασία των

σκλάβων παρά με την πορνεία στον έξω κόσμο (Schikorra 2006: 169-178). Πέρα,

λοιπόν, από αυτή την «εθελοντική στρατολόγηση», το SS μετέφερε πολωνές γυναίκες

παρά τη θέληση τους από στρατόπεδα συγκέντρωσης γυναικών. Δεδομένου ότι το

Ravensbrück ήταν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης γυναικών στο Ράιχ,

έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη «στελέχωση» των οίκων ανοχής (Sommer 2009: 170).

Από τη στιγμή που οι γυναίκες έφταναν στα Sonderbauten δεν είχαν άλλη

επιλογή από το να υπακούουν στις εντολές που τους δίνονταν. Βρίσκονταν υπό

συνεχή παρακολούθηση και δεν είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν ή να αρνηθούν

κάποιον πελάτη. Φυσικά δεν μπορούσαν να φύγουν από το πορνείο σε περίπτωση που

το επιθυμούσαν (Sommer 2009: 172-173).

3. Επιτήρηση και Έλεγχος

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν ένα σύστημα αυστηρής επιτήρησης και ελέγχου,

που βασιζόταν στην οργάνωση του χώρου και του χρόνου. Έτσι και τα Sonderbauten

ως θεσμικό όργανο των στρατοπέδων ήταν οργανωμένα με βάση τις ίδιες αρχές. Δεν

διεπόταν μόνο από τους αυστηρούς κανόνες των στρατοπέδων, αλλά και τους νόμους

που αφορούσαν τον έλεγχο των αφροδίσιων νοσημάτων και της πορνείας, όπως

δείχνουν τα ιατρικά αρχεία των στρατοπέδων (Sommer 2009: 175).

Οι περισσότεροι οίκοι ανοχής ήταν περιφραγμένοι, είχαν κάποιο φρουρό των

SS έξω από την πόρτα τους και οι γυναίκες που εργάζονταν εκεί δεν μπορούσαν να

εγκαταλείψουν την περιοχή. Επιπλέον, η εσωτερική οργάνωση του χώρου συνέβαλε

στον καλύτερο έλεγχο τους. Τα Sonderbauten ήταν ξύλινα και είχαν ένα μακρύ

διάδρομο που εκτεινόταν από την είσοδο προς τα πίσω. Η εσωτερική δομή τους ήταν

τέτοια ώστε να είναι εύκολο ολόκληρο ο χώρος να ελέγχεται από τον φρουρό που

βρίσκονταν στον διάδρομο (Sommer 2009: 175). Αποτελούνταν από μια αίθουσα

αναμονής, μερικές μικρότερες αίθουσες, την ιατρική αίθουσα, αλλά και κάποιες

εγκαταστάσεις υγιεινής. Αρχικά, την εποπτεία και τον έλεγχο τους είχαν γυναίκες

φρουροί των SS. Αργότερα οι φρουροί αντικαταστάθηκαν από γυναίκες κρατούμενες

οι οποίες είχαν εμπειρία στη διαχείριση οίκων ανοχής (Schikorra 2006: 172).

Ο μόνος τρόπος για να μπει κάποιος στον οίκο ανοχής ήταν να υποβληθεί σε

μια μακρά γραφειοκρατική διαδικασία που ξεκινούσε με την αίτηση του

κρατουμένου για να πάρει άδεια από τη διοίκηση του στρατοπέδου. Εφόσον, η

αίτηση του γινόταν δεκτή, οι φρουροί έδιναν ένα νούμερο στον κρατούμενο και τον

οδηγούσαν στην ιατρική αίθουσα, όπου και υποβάλλονταν σε διάφορες εξετάσεις.

Μόλις τελείωνε αυτή η χρονοβόρα διαδικασία, του επιτρεπόταν η είσοδος στο

δωμάτιο μιας γυναίκας. Ο χρόνος που είχε μαζί της ήταν αυστηρά περιορισμένος,

περίπου 15 λεπτά. Μετά τη λήξη του χρόνου χτυπούσε ένα κουδουνάκι και αν ο

άντρας δεν έφευγε αρκετά γρήγορα από το δωμάτιο τότε κάποιος φύλακας των SS

τον απομάκρυνε βιαίως.

Οι αρχές του στρατοπέδου ήθελαν να ελέγχουν και να καθορίζουν ακόμη και

το τι συνέβαινε στο δωμάτιο. Συγκεκριμένα η μόνη αποδέκτη σεξουαλική στάση ήταν

η «φυσιολογική», δηλαδή η ιεραποστολική. Απαγορευόταν αυστηρά να ανέβει

κάποιος στο κρεβάτι με τα παπούτσια. Μετά την ολοκλήρωση της σεξουαλικής

πράξης ο κρατούμενος έπρεπε να πάει πίσω στο ιατρικό δωμάτιο για να κάνει μια

προφυλακτική ένεση (Sommer 2009: 176-178).

Τα SS προσπαθούσαν να διασφαλίσουν με κάθε τρόπο ότι τίποτα δεν ξέφευγε

από τον απόλυτο έλεγχο τους. Έτσι υπήρχαν τρύπες στους τοίχους των πορνείων από

τις οποίες μπορούσαν να ελέγχουν κατά πόσο τηρούνται οι οδηγίες τους. Ωστόσο το

σύστημα της επιτήρησης τους δεν ήταν τέλειο, διότι οι γυναίκες πολύ συχνά, σε μια

προσπάθεια αντίστασης στην εξουσία των SS ή ακόμη και διεκδίκησης μιας κάποιας

ιδιωτικότητας, κάλυπταν τις τρύπες. Επιπλέον, κάποιες από τις γυναίκες

προσπαθούσαν να φτιάξουν στενότερες σχέσεις με συγκεκριμένους κρατούμενους

που κατείχαν μια υψηλή κοινωνική θέση μέσα στο στρατόπεδο και μπορούσαν να τις

επισκέπτονται συχνότερα. Οι άντρες αυτοί όχι μόνο παρείχαν στις γυναίκες φαγητό

και προστασία ως αντάλλαγμα για τις σεξουαλικές τους υπηρεσίες, αλλά πολλές

φορές δωροδοκούσαν τους άλλους κρατουμένους για να μην κάνουν σεξ με τη

συγκεκριμένη γυναίκα με την οποία είχαν αναπτύξει αυτή τη στενότερη σχέση. Αυτού

του είδους οι «ορθολογικές σχέσεις», όπως τις αποκαλεί η ιστορικός Anna Hájková,

είναι μια γνωστή στρατηγική επιβίωσης που παρατηρείται τόσο στα γκέτο όσο και

στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα SS προσπαθούσαν να αποτρέψουν τέτοιου είδους

σχέσεις είτε αλλάζοντας συνεχώς δωμάτια στις γυναίκες, ώστε οι κρατούμενοι να μην

γνωρίζουν ποια γυναίκα θα επισκέπτονταν ή αντικαθιστώντας τις γυναίκες που

δούλευαν στο πορνείο με άλλες (ό.π.: 178).

Ένας άλλος τρόπος ελέγχου ήταν μέσω της ιατρικής εποπτείας. Υπήρχε ένας

γενικότερος φόβος των SS σχετικά με την εξάπλωση των επιδημιών και ήταν

πρόθυμοι να κάνουν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους για να επιβάλουν την

προστασία από τα διάφορα αφροδίσια νοσήματα. Παρόλα αυτά δεν προμήθευαν τις

γυναίκες που δούλευαν στα πορνεία με προφυλακτικά –που είναι από τις πλέον

αποτελεσματικότερες μεθόδους κατά της μετάδοσης αφροδίσιων νοσημάτων- με

αποτέλεσμα πολλές να μένουν έγκυες. Επιπλέον, τις υποχρέωναν μετά από κάθε

σεξουαλική επαφή να πλένονται με γαλακτικό οξύ, ενώ στους άνδρες έδιναν άγνωστα

φάρμακα για πρόληψη κατά των αφροδίσιων νοσημάτων. Επίσης, οι γυναίκες

υποβάλλονταν σε συχνές αναλύσεις αίματος και τραχηλικού επιχρίσματος (ό.π: 179-

180). Όταν κάποια που δούλευε στο πορνείο κάποιου στρατοπέδου έμενε έγκυος ή

κολλούσε κάποιο σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, την έστελναν πίσω στο

Ravensbrück. Οι έγκυες κρατούμενες συχνά υποβάλλονταν σε αμβλώσεις, και πολλές

έχασαν τη ζωή τους ως αποτέλεσμα των εγχειρήσεων αυτών (Schikorra 2006: 174).

4. Άντρες κρατούμενοι και καταναγκαστική σεξουαλική εργασία.

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν ένα σύστημα ακραίας ανισότητας όπου

αμέτρητοι κρατούμενοι ζούσαν και πέθαιναν μες τη μιζέρια, την αθλιότητα και την

πείνα, ενώ άλλοι ζούσαν μια πολυτελή ζωή. Η εξειδικευμένη στρατηγική του διαίρει

και βασίλευε που εφάρμοζαν τα SS δημιουργούσε συγκρούσεις μεταξύ των

κρατουμένων και συνέβαλλε στην καλύτερη επιτήρηση και στον αυστηρότερο έλεγχο

τους. Για να λειτουργήσει αυτό το σύστημα επιτυχώς, τα SS έδιναν σε ορισμένους

κρατούμενους προνόμια και εξουσία. Υπήρχε επομένως ένας διαχωρισμός και μια

κλιμάκωση των εξουσιών ανάμεσα στους κρατούμενους, ο οποίος βασιζόταν στη

γενικότερη πολιτική και φυλετική ιδεολογία των Ναζί, και δημιουργούσε ιεραρχικές

σχέσεις ανάμεσα στους φυλακισμένους (Sommer 2009:181).

Στόχος των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης ήταν η καταστροφή της

ανθρώπινης ταυτότητας. Έτσι από τη πρώτη στιγμή που κάποιος κρατούμενος

έμπαινε σ’ ένα στρατόπεδο ξεκινούσε μια επίπονη και απάνθρωπη διαδικασία που

στόχευε στην καταστροφή του ως ανθρώπινου όντος. Σημαντικό κομμάτι αυτή της

απανθρωποποίησης (dehumanization) ήταν η αποσεξουαλικοποίηση. Στην αρχή,

ξύριζαν όλες τις τρίχες των κρατουμένων και έπειτα απομάκρυναν τα προσωπικά

τους αντικείμενα. Ύστερα, η πείνα σταδιακά εξάλειφε τα δευτερεύοντα σεξουαλικά

χαρακτηριστικά -στις γυναίκες, για παράδειγμα, σταματούσε η έμμηνος ρύσης- και

το σεξουαλικό σώμα μετατρεπόταν σε μία αποθήκη ενέργειας. Ακόμη και στα

στρατόπεδα όπου υπήρχαν άντρες και γυναίκες, όπως στο Auschwitz-Birkenau,

διάφορες μαρτυρίες αναφέρουν πως δεν υπήρχε η παραμικρή σεξουαλική διάθεση. Το

μόνο που ενδιέφερε τους κρατούμενους ήταν να επιβιώσουν, να βγουν ζωντανοί από

την κόλαση των στρατοπέδων (ό.π.:181-182).

Ωστόσο, πέρα από αυτές τις μαρτυρίες υπάρχουν και άλλες που τονίζουν πως

μετά το πρώτο σοκ και εφόσον οι κρατούμενοι επιβίωναν ξεκινούσε μία διαδικασία

προσαρμογής στην οποία η επανάκτηση της σεξουαλικής ταυτότητας ήταν μια

σημαντική στρατηγική επιβίωσης.

Οι οίκοι ανοχής των στρατοπέδων συγκέντρωσης απευθύνονταν σ’ έναν μικρό

αριθμό ανδρών, σε μια ελίτ ομάδα κρατουμένων, οι οποίοι θα έπρεπε αν δεν ήταν

Γερμανοί να ανήκουν τουλάχιστον στην άρια φυλή. Πέρα όμως, από το φυλετικό

κριτήριο θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση στα κουπόνια, τα οποία όμως δεν

μοιράζονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, και να έχουν τη φυσική δύναμη και την

επιθυμία για να μπορέσουν να επισκεφτούν τον οίκο ανοχής. Οι κρατούμενοι που

επισκέπτονταν τα πορνεία μπορούν να χωριστούν σε τρεις διαφορετικές ομάδες

ανάλογα με τη συχνότητα και την προθυμία των επισκέψεών τους: σε αυτούς που

ήταν συχνοί επισκέπτες και άνηκαν στις υψηλότερες κοινωνικές βαθμίδες του

στρατοπέδου (Kapo, αστυνομία στρατόπεδο κ.ο.κ), σε αυτούς που πήγαιναν εκεί

σποραδικά ή μόνο μία φορά και τέλος σε όσους εξαναγκάζονταν να πάνε (Sommer

2009: 182-183).

Η πρώτη ομάδα ήταν αυτή που είχε την υψηλότερη κοινωνική θέση μες το

στρατόπεδο και ζούσε μέσα στην πολυτέλεια. Ήταν οι προύχοντες του στρατοπέδου

που είχαν χρήματα και τιμαλφή, τα οποία απαγορεύονταν αυστηρά για την

πλειοψηφία των κρατουμένων. Είχαν διαφορετικά ζευγάρια παπούτσια, ενώ οι

υπόλοιποι είχαν μόνο ένα, έπαιζαν χαρτιά την Κυριακή και οργάνωναν αθλητικούς

διαγωνισμούς και μουσικές βραδιές. Επίσης, πολύ πριν τη δημιουργία των πορνείων

είχαν για εραστές νεαρούς άντρες ή παιδιά, παρόλο που οι ομοφυλοφιλικές πρακτικές

απαγορεύονταν αυστηρά από τους επίσημους κανονισμούς τους στρατοπέδου. Η

σεξουαλικότητα για αυτούς δεν ήταν τόσο μια ανάγκη, όσο ένα σύμβολο της

εξουσίας τους (ό.π.: 183).

Η δεύτερη ομάδα αντρών που επέλεγαν να επισκεφτούν τον οίκο ανοχής ήταν

μεγαλύτερη. Η σεξουαλικότητα δεν λειτουργούσε ως σύμβολο του υψηλού

κοινωνικού στάτους, αλλά σχετιζόταν με την επιθυμία των αντρών να

ανακαταλάβουν τη σεξουαλική ανδρική ταυτότητα τους, η οποία είχε καταστραφεί με

τον εγκλεισμό τους στο στρατόπεδο. Απώτερος σκοπός τους ήταν να νιώσουν και

πάλι άνθρωποι. Δεν επρόκειτο για έκφραση κάποιας σεξουαλικής ανάγκης, αλλά

μάλλον για την ανάγκη τους να νιώσουν ζωντανοί ή να επιβεβαιώσουν την

ακεραιότητα του ανδρισμού τους, τόσο με την φυσική όσο και με την

συναισθηματική έννοια του όρου. Δεδομένου ότι στα περισσότερα στρατόπεδα ήταν

αδύνατο να συναντήσουν γυναίκες πέρα από αυτές που δούλευαν στα πορνεία και

απαγορευόταν αυστηρά (στον επίσημο λόγο τουλάχιστον) οποιοδήποτε είδος

σεξουαλικής δράσης, οι επισκέψεις στους οίκους ανοχής έγιναν μέρος μιας

στρατηγικής επανάκτησης της ανδρικής σεξουαλικής ταυτότητας, που είχε στόχο την

εκ νέου αρρενοποίηση των κρατουμένων (remasculinization). Ωστόσο, αυτό

δημιουργούσε ένα τεράστιο δίλημμα, καθώς με την απόφαση να χρησιμοποιήσουν το

προνόμιο τους και να επισκεφτούν το πορνείο του στρατοπέδου οι κρατούμενοι

έπαιζαν αναγκαστικά ενεργό ρόλο στο σύστημα της καταναγκαστικής εργασίας του

σεξ. Μετατρέπονταν σε δράστες εις βάρος των γυναικών, ενώ εξακολουθούσαν και οι

ίδιοι να είναι θύματα του θανάσιμου μηχανισμού του στρατοπέδου συγκέντρωσης

(ό.π.: 184-185).

Η τελευταία ομάδα ήταν αυτοί που υποχρεώνονταν να επισκεφτούν τους

οίκους ανοχής παρά τη θέληση τους. Με αυτόν τον τρόπο τα SS αφενός επιβράβευαν

κάποιον δημόσια για τη συνεργασία του μαζί τους, αφετέρου έκαναν επίδειξη του

απόλυτου ελέγχου πάνω του και δήλωναν πως αυτοί είναι η απόλυτη εξουσία του

στρατοπέδου (Sommer 2009: 185-186). Η υποχρεωτική επίσκεψη στον οίκο ανοχής

λειτουργούσε και ως τρόπος ταπείνωσης και εξευτελισμού των κρατουμένων. Τέλος,

οι οίκοι ανοχής χρησιμοποιούνταν ως ένας τρόπος να ελέγξουν αν κάποιος είχε

«γιατρευτεί» από την ομοφυλοφιλία. Σε αυτή την αναγκαστική σεξουαλική

αλληλεπίδραση, η τιμωρία και η απόδειξη της ετεροφυλοφιλίας αλληλοδιαπλέκονταν

και μετέτρεπαν σε θύματα τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες (Schikorra 2006:

171-172).

Αντί επιλόγου.

Οι γυναίκες των οίκων ανοχής των στρατοπέδων κρίνονταν κατάλληλες γι αυτό το

πόστο, επειδή είχαν ήδη αξιολογηθεί ως «κατώτερες», στο πλαίσιο της φυλετικής

υγιεινής. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την άποψη των Ναζί ότι το σώμα ενός

ατόμου είναι ένας δημόσιος τόπος του οποίου ο σκοπός είναι να υπηρετεί και να

προάγει το καλό του ευρύτερου κοινωνικού οργανισμού (Timm 2002: 223) ήταν η

αιτία που τα σώματα των γυναικών αυτών έγιναν αντικείμενο βίαιης εκμετάλλευσης,

προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα των αντρών κρατουμένων. Το να

θυμόμαστε αυτές τις γυναίκες ως πόρνες και όχι ως κρατούμενες που εργάζονταν

στην καταναγκαστική πορνεία αναπαράγει στερεότυπα και προκαταλήψεις -

παραδοσιακά και σύγχρονα- γύρω από την πορνεία. Επιπλέον, αγνοεί την ύπαρξη της

σεξουαλικής βίας σε βάρος αυτών των γυναικών, καθώς θεωρεί δεδομένο είτε πως οι

γυναίκες αυτές δούλευαν ως πόρνες και πριν τον εγκλεισμό τους στα στρατόπεδα είτε

ότι κατηγοριοποιήθηκαν ως asocial λόγω στης ασύδοτης σεξουαλικής συμπεριφοράς

τους και επομένως το να εργάζονται στους οίκους ανοχής ήταν ταιριαστό και

συμβατό με το χαρακτήρα τους (Schikorra 2006).

Μπορεί οι συνθήκες διαβίωσης στο πορνείο να ήταν καλύτερες (περισσότερο

φαί, λιγότερες ώρες εργασίας, καλύτερες συνθήκες υγιεινής) από ό, τι στο υπόλοιπο

στρατόπεδο, αλλά αυτό δεν αντιστάθμιζε το ευρύτερο θανάσιμο περιβάλλον του

στρατοπέδου (ό.π: 57) ούτε διέγραφε τον κοινωνικό στιγματισμό που των γυναικών

που, είτε με τη θέληση του είτε όχι, βρίσκονταν στα πορνεία των στρατοπέδων. Το

γεγονός πως ακόμη και μετά τη πτώση του ναζισμού σπάνια οι γυναίκες μίλαγαν για

την εργασία τους στους οίκους ανοχής αποδεικνύει το βάρος και το φόβο των

διακρίσεων που οι επιζώντες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σήμερα.

Οι οίκοι ανοχής των στρατοπέδων συγκέντρωσης είναι ένα διαφωτιστικό

παράδειγμα της περίπλοκης και αμφίσημης σχέσης του Ναζισμού με τη

σεξουαλικότητα. Η σεξουαλικότητα στο Τρίτο Ράιχ ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη

γονιμότητα και την αναπαραγωγή. Η καινοτομία του Ναζισμού ήταν πως με την

έλευση του Β΄ ΠΠ λειτουργικοποίησαν συνειδητά και ενεργά την σεξουαλικότητα με

σκοπό να αυξήσουν την παραγωγικότητα και τη μαχητικότητα των αντρών (Timm

2002: 254). Οι οίκοι ανοχής των στρατοπέδων συγκέντρωσης είναι ένα

χαρακτηριστικό παράδειγμα της λειτουργικοποίησης της ανθρώπινης

σεξουαλικότητας. Επομένως, θα πρέπει να μελετηθούν περαιτέρω, λαμβάνοντας

περισσότερο υπόψη τη βιωμένη εμπειρία των γυναικών και ακολουθώντας το πλαίσιο

ανάλυσης της Heineman, η οποία υποστηρίζει πως αυτού του είδους η πορνεία θα

ήταν προτιμότερο να γίνει κατανοητή ως μία ανταλλαγή ανάμεσα στο κράτος και

στον άντρα (Heineman 2002: 54).

Βιβλιογραφία

Γιαννιτσιώτης Γιάννης 2014 (υπό έκδοση). Η ιστορία της σεξουαλικότητας και η

αναλυτική κατηγορία του χώρου, Στο Ιστοριογραφικές αποτιμήσεις από τη

σκοπιά του φύλου, Γ Γκότση, Ν Διαλέτη & Ε Φουρναράκη (επιμ). Ασίνη:

Αθήνα.

Gordon Terri J. 2002. Fascism and the female form: Performance art in the third

Reich. History of Sexuality 11: 164-200.

Harris Victoria 2010. Selling Sex In The Third Reich: Prostitutes in German society,

1914–1945. Oxford University Press: NY.

Herzog Dagmar 2011. Sexuality in Europe: A twentieth-century history. Cambridge

University Press: Cambridge.

Heineman Elizabeth D. 2002. Sexuality and Nazism: The doubly unspeakable?

History of Sexuality 11: 22-66.

Roos Julia 2002. Backslash against prostitutes rights: Origins and dynamics of Nazi

prostitution policies. History of Sexuality 11: 67-94.

Schikorra Christa 2006. Forced prostitution in the Nazi Concentration Camps, In

Lessons & Legacies VII: The holocaust in international perspective, D Herzog

(ed), pp 169-178. Northwestern University Press: Evanston, Illinois.

Sommer Robert 2009. Camp brothels: Force sex labour in Nazi concentration camps,

In Brutality and Desire: War and sexuality in Europe’s twentieth century, D

Herzog (ed), pp 168-196. Basingstoke, Hampshire: Palgrave Macmillan.

Timm Annette F. 2002. Sex with a purpose: Prostitution, venereal disease, and

militarized masculinity in the Third Reich. History of Sexuality 11: 235-255.