Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ ΚΑΙ Η «ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» ...

14
34 ο Συνέδριο ΧΑΕ Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο Αθήνα, 9-11.5.2014 Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ ΚΑΙ Η «ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» ΣΤΑ ΜΕΓΑΡΑ Μερικές φορές το σύμπαν συνωμοτεί, λέει ένας σύγχρονος ξένος λογοτέχνης, προσπαθώντας να εξηγήσει την αλληλένδετη σειρά συμπτώσεων που αποκαλύπτουν διαφορετικά μέρη μιας ιστορίας. Ένα γεγονός που διαδραματίστηκε το 1885, τα ίχνη του οποίου αποκαλύφθηκαν σταδιακά σε ιδιωτικές συλλογές και επίσημες διοικητικές υπηρεσίες, αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο ανιχνεύουμε αντιλήψεις, προκαταλήψεις, απόψεις και πρακτικές της εποχής και ανασύρουμε μέσα από το κειμενικό υλικό κοινωνικές εγγραφές που αφορούν στα βυζαντινά μνημεία. Τον Ιούλιο του 1885 ο ελληνικής καταγωγής ζωγράφος Θεόδωρος Ράλλης 1 , κάτοικος Παρισιού, έφθασε στην Αθήνα με σκοπό να περιηγηθεί την ελληνική ύπαιθρο προς άγρα θεμάτων. Ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας συνίσταται στην απόδοση ηθογραφικών σκηνών από την ορθόδοξη μοναστική και λατρευτική ζωή και από την ελληνική ύπαιθρο. Από το 1885 έως την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα συμμετείχε στο Salon του Παρισιού με έργα που αποδίδουν σκηνές με εσωτερικά ναών 2 , αρκετά από τα οποία προέρχονται από τα Μέγαρα και τη γύρω περιοχή 3 . Η μικρή απόσταση των Μεγάρων από την πρωτεύουσα συνέτεινε ώστε πολλοί καλλιτέχνες να επισκέπτονται την πολίχνη, που διέσωζε τον τρόπο ζωής μιας αγροτικής κοινωνίας χωρίς νόθευση. Η παραδοσιακή ένδυση και η 1 Βλ. Παλιούρα Μ., Το ζωγραφικό έργο του Θεόδωρου Ράλλη (1852-1909) Πηγές έμπνευσης Οριενταλιστικά θέματα, διδακτ. διατριβή, ΕΚΠΑ, Φιλοσοφική Σχολή, Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της τέχνης, Αθήνα 2008. 2 Χριστιανή Εστιάς (1885), Τράπεζα μοναστηριού (1886), Ο εικονογράφος:ζωγράφος άγιων εικόνων στο όρος Άθως (1887), Η προσευχή πριν τη Θεία Κοινωνία στα Μέγαρα (1890), Στην εκκλησία, στο Όρος Παρνασσός (1892), Πωλήτρια κεριών σε μια ελληνική εκκλησία (1896), Στασίδι εκκλησίας (1901), Οι τελευταίες ακτίνες (1904), Η λεία (1906), Απαγορευμένο φρούτο (1909) κ.ά. 3 Συνολικά αναφέρονται τέσσερα θέματα από τον Παρνασσό κατά τις συμμετοχές των ετών 1877, 1888 και 1892. Αντίστοιχα ένα από την Αράχοβα κατά το έτος 1877 και έξι από τα Μέγαρα κατά τα έτη 1885, 1890, 1891, 1892, 1900 και 1901. Αναλυτικότερα βλ. τον Κατάλογο

Transcript of Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ ΚΑΙ Η «ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» ...

34ο Συνέδριο ΧΑΕ Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο Αθήνα, 9-11.5.2014

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ ΚΑΙ Η «ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ» ΣΤΑ ΜΕΓΑΡΑ

Μερικές φορές το σύμπαν συνωμοτεί, λέει ένας σύγχρονος ξένος

λογοτέχνης, προσπαθώντας να εξηγήσει την αλληλένδετη σειρά συμπτώσεων

που αποκαλύπτουν διαφορετικά μέρη μιας ιστορίας.

Ένα γεγονός που διαδραματίστηκε το 1885, τα ίχνη του οποίου

αποκαλύφθηκαν σταδιακά σε ιδιωτικές συλλογές και επίσημες διοικητικές

υπηρεσίες, αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο ανιχνεύουμε αντιλήψεις,

προκαταλήψεις, απόψεις και πρακτικές της εποχής και ανασύρουμε μέσα από

το κειμενικό υλικό κοινωνικές εγγραφές που αφορούν στα βυζαντινά μνημεία.

Τον Ιούλιο του 1885 ο ελληνικής καταγωγής ζωγράφος Θεόδωρος Ράλλης1,

κάτοικος Παρισιού, έφθασε στην Αθήνα με σκοπό να περιηγηθεί την ελληνική

ύπαιθρο προς άγρα θεμάτων. Ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής του

δημιουργίας συνίσταται στην απόδοση ηθογραφικών σκηνών από την

ορθόδοξη μοναστική και λατρευτική ζωή και από την ελληνική ύπαιθρο. Από το

1885 έως την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα συμμετείχε στο Salon του

Παρισιού με έργα που αποδίδουν σκηνές με εσωτερικά ναών2, αρκετά από τα

οποία προέρχονται από τα Μέγαρα και τη γύρω περιοχή3.

Η μικρή απόσταση των Μεγάρων από την πρωτεύουσα συνέτεινε ώστε

πολλοί καλλιτέχνες να επισκέπτονται την πολίχνη, που διέσωζε τον τρόπο ζωής

μιας αγροτικής κοινωνίας χωρίς νόθευση. Η παραδοσιακή ένδυση και η

1 Βλ. Παλιούρα Μ., Το ζωγραφικό έργο του Θεόδωρου Ράλλη (1852-1909) Πηγές έμπνευσης – Οριενταλιστικά θέματα, διδακτ. διατριβή, ΕΚΠΑ, Φιλοσοφική Σχολή, Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της τέχνης, Αθήνα 2008. 2 Χριστιανή Εστιάς (1885), Τράπεζα μοναστηριού (1886), Ο εικονογράφος:ζωγράφος άγιων εικόνων στο όρος Άθως (1887), Η προσευχή πριν τη Θεία Κοινωνία στα Μέγαρα (1890), Στην εκκλησία, στο Όρος Παρνασσός (1892), Πωλήτρια κεριών σε μια ελληνική εκκλησία (1896), Στασίδι εκκλησίας (1901), Οι τελευταίες ακτίνες (1904), Η λεία (1906), Απαγορευμένο φρούτο (1909) κ.ά. 3 Συνολικά αναφέρονται τέσσερα θέματα από τον Παρνασσό κατά τις συμμετοχές των ετών 1877, 1888 και 1892. Αντίστοιχα ένα από την Αράχοβα κατά το έτος 1877 και έξι από τα Μέγαρα κατά τα έτη 1885, 1890, 1891, 1892, 1900 και 1901. Αναλυτικότερα βλ. τον Κατάλογο

2

αγροτική ζωή πρόσφερε θέματα που ο πιο αστικός τρόπος ζωής της

πρωτεύουσας αδυνατούσε να δώσει. Επιπλέον, τα Μέγαρα, λόγω της αρχαίας

ιστορίας τους φάνταζαν άξια του ένδοξου αρχαίου παρελθόντος όπου επιβίωνε

ακόμη μια ελληνοπρεπής, απέριττη εικόνα των κατοίκων τους. Την αρχή είχε

κάνει ο Ν. Λύτρας, ο οποίος «…έφερεν εις φως το γραφικόν χωρίον άγνωστον

εις τον καλλιτεχνικόν κόσμον προ 20ετίας. Σήμερον τα Μέγαρα πρέπει να είνε

το Barbizon δια την Ελλάδα»4.

Στις αρχές Ιουλίου ο Ράλλης ταξίδεψε στα Μέγαρα φιλοξενούμενος του

Δημήτριου Μαργέτη. Επισκέφθηκε κατ’ επανάληψη τον μικρό μεταβυζαντινό

ναό του αγίου Ιωάννου των Καστανέων5, τον οποίο ταυτίσαμε βασιζόμενοι στην

περιγραφή του Τύπου της εποχής και με τη βοήθεια του θεολόγου Δρ Αλέξιου

Ορφανού.

Ο ζωγράφος, λόγω της πολύωρης κάθε φορά παραμονής του,

κατηγορήθηκε ότι κατέστρεψε τμήμα των τοιχογραφιών του ναού.

Δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής με τον τίτλο «Η αποκεφάλισις των

αγίων»6 εντοπίστηκαν στο Αρχείο του Θ. Ράλλη και σταχυολογούν την υπόθεση

χρονικά. Στις 4 Αυγούστου δημοσίευμα καταγγέλλει τα εξής: «Λυπούμεθα διότι

αναγκαζόμεθα να καταγγείλωμεν το εξής έγκλημα. Ομογενής τις ζωγράφος άρτι

εξ Ευρώπης ελθών, λέγεται ότι, επισκεφθείς πανάρχαιόν τι εκκλησίδιον εν

Μεγάροις, απέκοψε τεχνηέντως και αφήρεσεν επ΄ εμπορία τάς κεφαλάς Αγίων

τινών αρίστης βυζαντιακής τέχνης.» Και καταλήγει: «Ας εξετασθή η

καταγγελομένη πράξις και ας γίνη η δέουσα ενέργεια.»7 Ήδη, στις 29 Ιουλίου ο

των συμμετοχών στην Exposition de la Société des artistes français, 1875-1909, που παρατίθεται στο Παράρτημα. 4 Le Rapin, «Exposition Universelle. Les Beaux-Arts au Pavillon Hellènique.», Chronique, 16 Μαΐου 1900 (Αρχείο Θ. Ράλλη, Γ, 59-60), όπου σημειώνει Παρίσι, 8 Μαΐου 1900 και μετάφραση του άρθρου στα ελληνικά περιληπτικώς, Εσπερινή, 5 Ιουνίου 1900 (Αρχείο Θ. Ράλλη, Γ, 60-61). 5 Ο ναός πρέπει να ταυτιστεί με τον σημερινό Άγιο Ιωάννη των Καστανέων. Πρόκειται για δίκογχο ναΐσκο. Τα δύο κλίτη επικοινωνούν μεταξύ τους με τοξωτά ανοίγματα. Στο βόρειο κλίτος, που είναι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη, σώζονται τοιχογραφίες του 17-18ου αιώνα που εντοπίζονται στο χτιστό τέμπλο, σε κάποια σπαράγματα στους τοίχους και στην κόγχη του ιερού. Διαρκής Κατάλογος των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδος, τόμ. 5Γ, Νομός Αττικής, Επαρχία Μεγαρίδος, Δήμος μεγαρέων, Ε.Σ.Υ.Ε.:02400600, σ. 1355, όπου περιγράφεται ως εξής: «Δύο ναΐσκοι καμαροσκεπείς επικοινωνούντες διά τοξωτών ανοιγμάτων. Σώζονται τοιχογραφίαι.» 6 «Αποκεφάλισις των αγίων», Ιούλιος 1885. (Αρχείο Θ. Ράλλη). Δεν σημειώνεται το έντυπο στο οποίο δημοσιεύτηκε. 7 Εφημερ. «Εβδομάς», 4 Αυγούστου 1885.

3

τότε Έφορος Χριστιανικών Αρχαιοτήτων Γ. Λαμπάκης8 απέστειλε αίτηση στο

Υπουργείο των Εκκλησιαστικών περί μεταβάσεώς του στα Μέγαρα9. Η

εφημερίδα Χρόνος Αθηνών δημοσιοποιεί το όνομα τού «…αχαρίστου της

πατρίδος και των Μουσών υιού» την επομένη: «Ο καταγγελόμενος είνε ο κ.

Ράλλης ο ζωγράφος του οποίου την ενταύθα εξ Αγγλίας κάθοδον μετά τόσον

κοσμητικών επιθέτων ανήγγειλον αι εφημερίδες». Και προτρέπει: «Και ήδη ας

ενεργήση το καθήκον της η δικαιοσύνη και ας στιγματισθεί ο ιερόσυλος, αν

αποδειχθή η ενοχή του.»10

Ο Γ. Λαμπάκης πραγματοποίησε πράγματι αυτοψία αφού πρώτα,

επισκεπτόμενος το ναό του αγίου Αντωνίου, κινδύνευσε από τις άγριες

διαθέσεις του πλήθους που συγκεντρώθηκε, νομίζοντας ότι είναι ο ίδιος ο

κατηγορούμενος καλλιτέχνης11. Μαζί με τον επισκοπικό επίτροπο και Οικονόμο

Ελευθέριο Κουκούλη12 επισκέφθηκε το ναό και διαπίστωσε την καταστροφή

δέκα επτά (17) κεφαλών αγίων13 στην κόγχη του ιερού. Πράγματι μέχρι σήμερα

17 κεφαλές αγίων (8) στις δύο κάτω ζώνες παρουσιάζουν σχεδόν ολική

καταστροφή των προσώπων.

Στη συνέχεια συνέταξε δωδεκασέλιδη Έκθεση της εν Μεγάροις αποστολής

του14, όπου συμπεριέλαβε και την κάτοψη του ναού.

Ο Λαμπάκης διερωτώμενος για την επιλεκτική καταστροφή των προσώπων

-ενώ το υπόλοιπο των μορφών σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση- θεωρεί ότι

δεν χρησιμοποιήθηκε η γνωστή τεχνική της αφαιρέσεως και ότι η «βλάβη» είναι

προγενέστερη. Παρόλη την επιμονή των κατοίκων ότι τα πρόσωπα των αγίων

8 Ο Γεώργιος Λαμπάκης (1854-1914), διαπρεπής βυζαντινολόγος, καταγόταν από την Τήνο. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εξακολούθησε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια του Μονάχου, της Λειψίας και του Βερολίνου. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα τις χριστιανικές αρχαιότητες της Αττικής. Διορίστηκε Έφορος χριστιανικών αρχαιοτήτων το 1885 και το 1896 υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ίδρυσε την «Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία» το 1884 καθώς και το περιοδικό της Δελτίο το 1892. Από τα σπουδαιότερα έργα του είναι Χριστιανική αγιογραφία των εννέα πρώτων αιώνων, 1-842 του 1896, το Memoire sur les antiquites chretiennes de la Grèce του 1902 και το Χριστιανική αρχαιολογία της Μονής Δαφνίου του 1889. 9 Αίτησις περί μεταβάσεως Εφόρου Χριστιανικών Αρχαιοτήτων εις Μέγαρα, Φάκελος Αρχαιότητες [1885-1886], Κιβώτιο 455, Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων. Στην αίτηση αναφέρεται και η ανάγκη επιθεώρησης των επισκευών που πραγματοποιούνται ήδη στο ναό. 10 Εφημερ. «Χρόνος Αθηνών», 5 Αυγούστου 1885. 11 Έκθεση της εν Μεγάροις αποστολής του Εφόρου Χριστιανικών Αρχαιοτήτων, Φάκελος Αρχαιότητες [1885-1886], Κιβώτιο 455, Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων. 12 Ομοίως. 13 Οι 17 ολόσωμοι άγιοι στην κόγχη του ιερού παρουσιάζουν σημαντικές φθορές ή και ολική καταστροφή του προσώπου. 14 Έκθεση της εν Μεγάροις αποστολής του Εφόρου Χριστιανικών Αρχαιοτήτων, Φάκελος Αρχαιότητες [1885-1886], Κιβώτιο 455, Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων.

4

ήταν ακέραια πριν την επίσκεψη του ζωγράφου, αμφιβάλλει και αρνείται να

πιστέψει (οι ακριβείς του λέξεις) –εφόσον δεν υπάρχει και αυτόπτης μάρτυρας-

ότι τέτοιο «ασέβημα προς την τέχνην και την εκκλησίαν Έλλην καλλιτέχνης

εποίησε»15. Ο Λαμπάκης ανέκρινε κατοίκους και αξιωματούχους των

Μεγάρων16, μεταξύ αυτών και τον δήμαρχο Σπυρίδωνα Χ. Γκίγκα17, και

κατέληξε στο «εντελώς ανυπόστατον της ειδήσεως ταύτης». Η καταστροφή 17

κεφαλών αγίων «ουδόλως εγένετο κατά τους γνωστούς τεχνικούς κανόνας της

αφαιρέσεως», ενώ «η πτώσις του χρώματος εκ τινων κεφαλών δυνατόν να

επήλθε και εκ της φυσικής πτώσεως αυτού του χρώματος»18. Κατ΄ απαίτηση δε

του καλλιτέχνη μετέβη μαζί του στα Μέγαρα όπου «παρέστησεν εις τάς

επιτοπίους αρχάς το ανυπόστατον και αβάσιμον της φήμης ταύτης»19. Η

απαλλαγή του καλλιτέχνη από τις κατηγορίες συνοδεύτηκε και από έγγραφο της

Γενικής Εφορείας των Αρχαιοτήτων της Ελλάδος με υπογραφή του νέου Γενικού

Εφόρου Π. Καββαδία20, όπου εκφράζεται και η ελπίδα ότι ο καλλιτέχνης δεν θα

σταματήσει να φιλοτεχνεί συνθέσεις «αγιογραφικών εικόνων θέμα εχουσών τάς

εν τη ημετέρα πατρίδι καί ιδίως τάς εν τη ιστορική πόλει των Μεγάρων

βυζαντινογραφίας»21.

Το συμβάν ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της φήμης που προήλθε από

φανατικούς ανθρώπους22 και πιο συγκεκριμένα από τους αμαθείς και

δεισιδαίμονες χωρικούς της περιοχής, οι οποίοι, όπως εκτιμάται και από το

απαλλακτικό έγγραφο, «βλέποντες υμάς ζωγραφούντας εν τη εκκλησία

εξελάμβανον ως άπιστον καί κατ΄ ακολουθίαν ενόμιζον ότι καταστρέφετε τάς

αγιογραφίας»23. Το γεγονός προσφέρεται όμως για μια περαιτέρω ανάγνωση.

15 Έκθεση της εν Μεγάροις αποστολής του Εφόρου Χριστιανικών Αρχαιοτήτων, Φάκελος Αρχαιότητες [1885-1886], Κιβώτιο 455, Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων. 16 Ο Λαμπάκης ανέκρινε τον Δήμαρχο Μεγάρων Γκίγκα καθώς και τον Δημήτριο Μαργέτη, ο οποίος φιλοξένησε τον Θ. Ράλλη. Από αμφότερους έλαβε θετικά σχόλια για το ποιο του καλλιτέχνη 17 Έκθεση της εν Μεγάροις αποστολής του Εφόρου Χριστιανικών Αρχαιοτήτων, Φάκελος Αρχαιότητες [1885-1886], Κιβώτιο 455, Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μαρτυρίες το κειμένου της Εκθέσεως σχετικά με τη διάδοση των φημών από δύο συγκεκριμένες γυναίκες. 18 Εφημερ. «Χρόνος Αθηνών», αρ. φ. 181, 8 Αυγούστου 1885. 19 Ομοίως. 20 Ανέλαβε καθήκοντα στις 12 Ιουλίου 1885. Βλ. Πετράκος Χ. Β., Δοκίμιο για την αρχαιολογική νομοθεσία, Αθήναι 1982, σ. 93. 21 Έγγραφο της Γενικής Εφορίας των Αρχαιοτήτων της Ελλάδος, 21 Αυγούστου 1885, αριθ. πρωτ. 3382. 22 Εφημ. Εφημερ. «Χρόνος Αθηνών», αρ. φ. 181, 8 Αυγούστου 1885. 23 Έγγραφο της Γενικής Εφορίας των Αρχαιοτήτων της Ελλάδος, 21 Αυγούστου 1885, αριθ. πρωτ. 3382.

5

Τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και τα υπηρεσιακά έγγραφα αποτελούν

κειμενικά είδη που με τη δεδομένη πολιτισμικά και ιδεολογικά προσδιορισμένη

δομή τους συγκροτούν ένα μέρος της δημόσιας αφήγησης για τις βυζαντινές

αρχαιότητες. Η κοινωνική διεπίδραση που αναπτύσσεται μέσω αυτών μάς

οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο συγκεκριμένος λόγος αντιστοιχεί σε αντιλήψεις

που βρίσκουν ευρεία απήχηση την εποχή αυτή.

Διαπιστώνεται ότι η δημόσια αφήγηση που προβάλλουν συνοψίζεται στους

αποκαλυπτικούς χαρακτηρισμούς σχετικά με τον υποτιθέμενο δράστη, την

πιθανή πράξη και την ίδια τη βυζαντινή τέχνη.

Συγκεκριμένα, η καταστροφή των τοιχογραφιών χαρακτηρίζεται ως

«έγκλημα», η πράξη ως «στυγερά και αποτρόπαιος», ως «ασυστόλως και

αναιδώς επισυμβάσης ύβρεως», ενώ ο τρόπος ήταν «ασεβώς και

ιεροσύλως»24. Ο κατηγορούμενος χαρακτηρίζεται ως «ιερόσυλος» που

οπλίστηκε «δια ιεροσύλου ψαλλίδος», ενώ αν αποδειχθεί η ενοχή του πρέπει να

«στιγματισθή». Η βυζαντινή τέχνη «… η σχεδόν εκλιπούσα πριν μελετηθή τέχνη

ημών αύτη, υπερτιμάται ήδη εις τας πόλεις των φώτων και του καλού.»25,

φράση που απηχεί το αναδυόμενο ενδιαφέρον της Ευρώπης για τη βυζαντινή

τέχνη. Ένα χρόνο μετά, το 1886, θα εκδοθεί το έργο του Kondakov26.

Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί μαρτυρούν την άμεση συνάρτηση του

γεγονότος με την πίστη και τη λατρευτική λειτουργία της. Το «έγκλημα» της

αφαίρεσης των τοιχογραφιών δεν εμπίπτει μόνο στον ποινικό κώδικα της

εποχής, αλλά αποτελεί ύβρη προς το εικονιζόμενο πρόσωπο και κατ’ επέκταση

θεωρείται βεβήλωση του θείου στοιχείου. Έτσι η πράξη δεν σχετίζεται μόνο με

την όποια αισθητική απώλεια αλλά αποκτά μια βαρύνουσα φόρτιση που εξωθεί

σε άμεση κινητοποίηση τους κατοίκους της περιοχής. Συνδέεται, επιπλέον, με

την στέρηση της κυριότητας των τοιχογραφιών και τη συμβολική αποστέρηση

του λατρευτικού δικαιώματος, αποτελώντας πλήγμα στο λαϊκό θρησκευτικό

αίσθημα.

24 Αίτησις περί μεταβάσεως Εφόρου Χριστιανικών Αρχαιοτήτων εις Μέγαρα, Φάκελος Αρχαιότητες [1885-1886], Κιβώτιο 455, Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων. 25 Εφημ. Εβδομάς, 4 Αυγούστου 1885. 26 Από τους πρώτους ιστορικούς της βυζαντινής τέχνης υπήρξε ο Ν.P. Kondakov, Histoire de l’art byzantine considere principalement dans les miniatures (trad. M. Trawinski), 2 vol., Paris 1886-1891. Βλ. επίσης H. Brockhaus, Die Kunst in den Athos Klostern, Leipzig 1891 και O.M. Dalton Byzantine Art and Archeology, Oxford 1911.

6

Σ’ αυτό το πλαίσιο η συλλογική αντίδραση των κατοίκων –κι εδώ

επισημαίνουμε ότι πρόκειται κυρίως για γυναίκες, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα

του Τύπου- έρχεται σε αντιπαράθεση με την εικόνα της αδιαφορίας που

σχηματίστηκε κατά τα παρελθόντα χρόνια από τις εντυπώσεις των

περιηγητών27.

Αυτή την εποχή το «ρυπαρόν» Βυζάντιο εκτιμάται σχετικά λίγο28, εφόσον

μάλιστα δεν είναι πάντα σαφές ότι τα παράγωγα της τέχνης του

προσδιορίζονται ως αρχαιολογικές μαρτυρίες.

Ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος επί Αντιβασιλείας, 10/22 Μαΐου 1834, έργο

των Maurer και Weissenburg, στο άρθρο 111 αναφέρει ότι «…και τα αντικείμενα

της τέχνης ακόμη, τα προερχόμενα από την αρχαιοτάτην εποχήν του

Χριστιανισμού ή τον καλούμενον μεσαίωνα, δεν εξαιρούνται από τους

κανονισμούς του παρόντος νόμου»29, ενώ σαφέστατα απαγορεύει στο άρθρο

85 (ε’) «Να αφαιρούν αρχαιότητας οποίας δήποτε από εκκλησίας ή

μοναστήρια»30. Για τη διαφύλαξή τους31 θα χρειαστεί να εκδοθεί πρόσθετο

διάταγμα το 1937 (1/19 Δεκεμβρίου 1837) «περί της διατηρήσεως των εν

Αθήναις λειψάνων του μεσαίωνος»32. Η ανάγκη ποινών για παρόμοιες πράξεις

θα οδηγήσει τον Γενικό Έφορο Π. Καββαδία το 1885, να καταθέσει στη Βουλή

ένα αυστηρότερο Σχέδιο Νόμου, το οποίο δεν ψηφίστηκε ποτέ33.

27 Ματθαίου Σοφία, «Η καθιέρωση της ιδέας της εθνικής ιδιοκτησίας των αρχαίων μνημείων» στο: «Ξενιτεμένες» ελληνικές αρχαιότητες Αφετηρίες και διαδρομές, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2012, 17 και υποσημ. 9. 28 Velmans T., La peinture murale byzantine a la fin du moyen age, tom. I, ed. Klincksieck, Paris 1977, σ. 12. 29 Πετράκος Χ. Β., Δοκίμιο για την αρχαιολογική νομοθεσία, Αθήναι 1982, σ. 21. 30 Ομοίως, σ. 137. 31 Θα μεσολαβήσουν 65 χρόνια για να συμπεριληφθούν στον αρχαιολογικό νόμο 2646 του 1899 επί Π. Καββαδία. Μερκούρη Χριστίνα, «Εξαγωγές αρχαιοτήτων κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα. Το πρώτο νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία τους» στο: «Ξενιτεμένες» ελληνικές αρχαιότητες Αφετηρίες και διαδρομές, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2012, 153. 32 Πετράκος Χ. Β., Δοκίμιο για την αρχαιολογική νομοθεσία, Αθήναι 1982, σ. 21. 33 Δελτίον Αρχαιολογικόν εκδιδόμενον υπό της Γενικής Εφορείας των Αρχαιοτήτων και Μουσείων, Έτος 1885, Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Εν Αθήναις 1888, 8-9. Η ανάγκη της διαφύλαξης των «λειψάνων της ελληνικής αρχαιότητος» επισημαίνεται ήδη από τον Κοραή το 1823 και απασχολεί στη συνέχεια και τον Ι. Καποδίστρια. Βλ. Μερκούρη Χριστίνα, «Εξαγωγές αρχαιοτήτων κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα. Το πρώτο νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία τους» στο: «Ξενιτεμένες» ελληνικές αρχαιότητες Αφετηρίες και διαδρομές, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2012, 147. Ματθαίου Σοφία, «Η καθιέρωση της ιδέας της εθνικής ιδιοκτησίας των αρχαίων μνημείων» στο: «Ξενιτεμένες» ελληνικές αρχαιότητες Αφετηρίες και διαδρομές, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2012, 19.

7

Η λατρευτική λειτουργία των βυζαντινών αρχαιοτήτων σε συνδυασμό με τη

συνεχόμενη χρήση τους διαπιστώνεται ότι αφαιρεί μέρος της συμβολικής αξίας

τους ως υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος34, χωρίς να παραγνωρίζεται ο

παιδευτικός ρόλος που μπορούν να έχουν για το έθνος, αντίληψη, που

αποτέλεσε και την ιδεολογική βάση όλων των οδηγιών και των διατάξεων35.

Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα του Δ. Βικέλα από το σύγγραμά του, Περί των

Βυζαντινών (1874): ...αλλά διότι εις το Βυζάντιον δεν ανυψοί, όσον εις την

αρχαίαν Ελλάδα την διάνοιαν και δεν εξάπτει την καρδίαν ο διπλούς έρως της

πατρίδος και της ελευθερίας». Και συμπληρώνει: «Αν και η νέα Ελλάς δεν

λησμονεί την Αγία Σοφία, ατενίζει όμως προς την αρχαίαν προγονικήν

εύκλειαν»36.

Το επεισόδιο των Μεγάρων ενισχύει την αντίληψη ότι οι βυζαντινές

αρχαιότητες -υπολειπόμενες σε σπουδαιότητα των κλασικών αρχαιοτήτων37-

αποτελούν «σημειολογικές γέφυρες»38 μεταξύ του παρόντος και ενός όχι τόσο

απομακρυσμένου χριστιανικού παρελθόντος.

Επιπλέον καταδεικνύει το βαθμό διάδοσης της αντίληψης που σχετίζεται με

την εθνική ιδιοκτησία των αρχαίων μνημείων, που περιλαμβάνει και τις

βυζαντινές αρχαιότητες στο 19ο αιώνα39. Διαφαίνεται επομένως ότι εξακολουθεί

να αποτελεί σημαντική παράμετρο στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτισμικής

34 Τόλιας Γιώργος, «Διασπορά, εντοπιότητα και εθνική κληρονομιά. Οι ελληνικές αρχαιότητες κατά τους τελευταίους προεπαναστατικούς χρόνους» στο: «Ξενιτεμένες» ελληνικές αρχαιότητες Αφετηρίες και διαδρομές, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2012, 79. 35 Μερκούρη Χριστίνα, «Εξαγωγές αρχαιοτήτων κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα. Το πρώτο νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία τους» στο: «Ξενιτεμένες» ελληνικές αρχαιότητες Αφετηρίες και διαδρομές, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2012, 147-148. 36 Βικέλα Δ., Περί Βυζαντινών, Williams and Norgate, Λονδίνο 1874, σσ. 137-8. «... όσω και αν αναστηλώσωμεν την παραμορφωθείσαν μνήμην των, ουδέποτε θα θερμάνη τας καρδίας ημών ανάμνησις αυτών, όσον τα ιερά ονόματα του Μαραθώνος και των Πλαταιών, όσον η ένδοξος μνήμη των ηρώων και των σοφών της αρχαίας Ελλάδος..... Διά τί τούτο; ...αλλά διότι εις το Βυζάντιον δεν ανυψοί, όσον εις την αρχαίαν Ελλάδα την διάνοιαν και δεν εξάπτει την καρδίαν ο διπλούς έρως της πατρίδος και της ελευθερίας». 37 Ενδεικτικό είναι το κείμενο του αρχαιολόγου Salomon Reinach (1858-1932), της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, το 1883 σχετικά με τον αρχαιολογικό νόμο, τα μνημεία της χώρας και της κατάστασής τους, όπου εστιάζει την προσοχή του μόνο στις κλασικές αρχαιότητες στην Ελλάδα. Εφημ. «Νέα Ημέρα» Τεργέστης, Σάββατον 10 Μαρτίου 1883 (αναδημοσίευση του κειμένου στο: Ο Μέντωρ «Τα μνημεία της Αρχαιότητος εν Ελλάδι», 55 (Οκτώβριος 2000). 38 Τόλιας Γιώργος, «Διασπορά, εντοπιότητα και εθνική κληρονομιά. Οι ελληνικές αρχαιότητες κατά τους τελευταίους προεπαναστατικούς χρόνους» στο: «Ξενιτεμένες» ελληνικές αρχαιότητες Αφετηρίες και διαδρομές, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2012, 82. 39 Ματθαίου Σοφία, «Η καθιέρωση της ιδέας της εθνικής ιδιοκτησίας των αρχαίων μνημείων» στο: «Ξενιτεμένες» ελληνικές αρχαιότητες Αφετηρίες και διαδρομές, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2012, 15-31.

8

ταυτότητας και στην ενδυνάμωση του αναπτυσσόμενου έθνους – κράτους

πενήντα τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του.

Η περιπέτεια της αποκεφάλισης των αγίων έληξε αισίως για τον ζωγράφο

παρόλη την πικρία που εξέφρασε σε συνέντευξή του σε ελληνόφωνη εφημερίδα

της Αιγύπτου οκτώ χρόνια αργότερα40. Η συνάντηση των δύο συνομήλικων

ανδρών -33 ο Ράλλης και 31 ο Λαμπάκης- φαίνεται ότι κατέληξε σε σχέση

αμοιβαίας εκτίμησης. Άραγε ξαναβρέθηκαν; Δεν θα μάθουμε ποτέ. Όμως ο

εντοπισμός μιας φωτογραφίας στα κατάλοιπα του Γεωργίου Λαμπάκη στο

Αρχείο της Οικογένειας Λαμπάκη41, που εικονίζει το εργαστήριο του ζωγράφου

με την ιδιόχειρη σημείωση «Εσωτερικόν εργοστασίου μου» και την υπογραφή

του, μαρτυρά την ευγενική χειρονομία του αθωωμένου καλλιτέχνη προς τον

κρατικό λειτουργό.

40 Τ-ς, «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ-Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΡΑΛΛΗΣ», Αλεξάνδρεια 16 Μαρτ. 1893 (Α.Θ.Ρ., Β, 39).

9

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Κόκκου Α., Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα

μουσεία, Αθήνα 1977.

2. Η πρόσληψη της αρχαιότητας στο βυζαντινό και νεοελληνικό μυθιστόρημα,

επιμ. Στέφανος Κακλαμάνης – Μιχαήλ Πασχάλης, Στιγμή 2005.

3. Λιάκος Α., Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος. Η δόμηση του

εθνικού χρόνου, Επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα

1994.

4. Μαυρογιάννης Γεράσιμος (Κεφ. 1823-1905), διευθυντής του εν Αθήναις

σχολείου των Τεχνών (1882-1885), Βυζαντινή Τέχνη και Βυζαντινοί καλλιτέχναι,

1893.

5. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, Οι βυζαντινές σπουδές στην Ελλάδα.

Από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στον Διονύσιο Ζακυθηνό, Μνήμη Δ.Α.

Ζακυθηνού, Β’, Αθήνα 1994, 153-176.

6. Γ.Γ. Παπαδόπουλος, επιμελητού του ελληνικού Εκπαιδευτηρίου, Περί της

καθ΄ ημάς εκκλησιαστικής τέχνης και ιδιαιτέρως περί της Ελληνικής αγιογραφίας,

εν Αθήναις 1870.

7. Τόλιας Γ., «Η ελληνική αρχαιολογία: οι αρχαιότητες στο προσκήνιο»,

Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Β. Παναγιωτόπουλος (σχεδιασμός-

διεύθυνση έκδοσης) τ. 2, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 159-178.

8. —, «Ελληνομάθεια, αρχαιογνωσία και εθνική κληρονομιά: το ελληνικό

προεπαναστατικό ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες», περ. Αρχαιολογία, 89(2003),

α 8-14.

9. —, «Διασπορά, εντοπιότητα και εθνική κληρονομιά. Οι ελληνικές

αρχαιότητες κατά τους τελευταίους προεπαναστατικούς χρόνους»,

«Ξενιτεμένες» ελληνικές αρχαιότητες Αφετηρίες και διαδρομές, Ινστιτούτο

Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2012, 79-104.

10. —, «Ελληνομάθεια, αρχαιογνωσία και εθνική κληρονομιά. Το ελληνικό

προεπαναστατικό ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες», Αρχαιολογία και Τέχνες 89

(1983), 8-14.

41 Θερμές ευχαριστίες οφείλω στον κ. Γιάννη Λαμπάκη, απόγονο του Γ. Λαμπάκη, για την παραχώρηση της φωτογραφίας και τη θερμή υποστήριξη και βοήθεια.

10

11. Χαμηλάκης Γ., Το έθνος και τα ερείπιά του, Αρχαιότητα, αρχαιολογία και

εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα (μτφρ. Ν. Καλαϊτζής), Εκδόσεις του Εικοστού

Πρώτου, 2012.

12. Χατζηδάκης Μ., Η μεταβυζαντινή τέχνη (1453-1700) και η ακτινοβολία

της, Ιστορία του Ελληνικού έθνους Ι, Αθήνα 1974, σσ. 410-37 (άλλα: Η, 274-

325, Θ, 394-423, 423-458).

13. Byzantium and the Modern Greek Identity (επιμ. D. Ricks – P.

Magdalino), Λονδίνο 1998.

11

Άποψη των Μεγάρων, 1885, σχέδιο που συνόδευε το έργο Χριστιανή εστιάς στον

κατάλογο του Salon του Παρισιού, Αρχείο Θ. Ράλλη

«Αποκεφάλισις των αγίων», αποσπάσματα άρθρων του Τύπο της εποχής,

Αρχείο Θ. Ράλλη

12

Αίτηση Γ. Λαμπάκη, 29 Ιουλίου 1885

Φάκελος Αρχαιότητες [1885-1886],

Κιβώτιο 455

Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων,

ΥΠΟΠΑΙΘ

Άγιος Ιωάννης των

Καστανέων, Μέγαρα,

Κόγχη του Ιερού

13

Έκθεση της εν Μεγάροις αποστολής του

Εφόρου Χριστιανικών Αρχαιοτήτων

Φάκελος Αρχαιότητες [1885-1886],

Κιβώτιο 455

Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων, ΥΠΟΠΑΙΘ

Απαλλακτικό έγγραφο της Γενικής

Εφορείας των

Αρχαιοτήτων της Ελλάδος, 21.8.1885,

Αρχείο Θ. Ράλλη

14

Εργαστήριο Θ. Ράλλη, Τύπωμα αλμπουμίνης

Αρχείο Οικογένειας Λαμπάκη