Γιατί ο Καβάφης;

7
1 Γιατί ο Καβάφης; Η πρώτη κριτική που γράφεται για τον Καβάφη είναι από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, το 1903, στα Παναθήναια. Με μεγάλη οξυδέρκεια ο πεζογράφος διαβλέπει τις αρετές του ποιητή. Το «γιατί ο Καβάφηςδιαγράφεται ήδη από τότε, τότε που ο Αλεξανδρινός συστήνεται μόνον με δώδεκα ποιήματα. 1 Από το πρώτο κιόλας ποίημα του Καβάφη 2 που είχει διαβάσει ο Ξενόπουλος αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για μια ποίηση που έχει κάτι το «ξεχωριστόν και το ασυνείθιστον». 3 To εύλογο ερώτημα του αναγνώστη, προτού καν διατυπωθεί, το απαντά εμμέσως ο Ξενόπουλος. - Γιατί ξεχωριστή και ασυνήθιστη ποίηση; Γιατί επιτυγχάνει να συνενώσει σε μία σοφή αναλογία τον φιλόσοφο και τον ποιητή· που σημαίνει τη γνώση και την παρατήρηση, την ευρεία σκέψη και την καλλιτεχνική ιδιοφυϊα. Η χημεία αυτή με άλλα λόγια αφορά στο «τι» και στο «πώς»· το «τι» θα πει, ότι μιλάμε για την ιδέα και τις πηγές της, και το «πώς» θα πει, ότι μιλάμε για την αισθητοποίηση της μορφής. Η χημική αντίδραση είναι τέτοια που το «τι» και το «πώς» μετασχηματίζονται σε έναν στίχο, όπου τίποτα δεν λείπει και τίποτα δεν περισσεύει· 4 το ποίημα αποτελεί «μικρογραφία» της ιδέας, τέλεια διατυπωμένης. Ο χαρακτηρισμός «μικρογραφία» σημαίνει ότι κάθε φορά που διαβάζουμε ένα ποίημα του Καβάφη, ανακαλύπτουμε κάτι καινούργιο, κάτι που μας εκπλήσσει. Επιμένω στη συνομιλία του τι και του πώς, της ιδέας-περιεχομένου και της μορφής (αν και αυτά τα δύο δεν χωρίζονται· τα χωρίζουμε μόνον για να συνενοηθούμε). Η ιδέα στον Καβάφη (το τι) είναι πέραν του χωρόχρονου· ενδιαφέρει, δηλαδή, τον άνθρωπο σε όποιον χώρο και σε όποιον χρόνο. Τη μορφή αισθητοποιεί ο καθημερινός και λόγιος λόγος, η «καβάφεια» γλώσσα - μόνον έτσι θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τη γλώσσα του Καβάφη - γιατί δεν έχει άλλο όμοιό της στα ελληνικά γράμματα. Επιτυγχάνει έτσι με έναν δικό του, ιδιαίτερο τρόπο, οι στίχοι του να ακούγονται ως αυτοσχέδιοι, ενώ γνωρίζουμε πολύ καλά από πόσα κύματα περνούσε τα ποιήματά του. Ο Καβάφης είναι τα ποίηματά του. Η βιογραφία του περιορίζεται σε λίγες μόνο γραμμές. Μας συστήνεται με τους στίχους του, με ένα μουρμούρισμα «ευκρινές, επίμονο, αλησμόνητο», όπως 1 «Και όταν επανήλθεν εις την καλήν του πόλιν της Αλεξανδρείας, μου έστειλεν από εκεί, αντιγραμμένα επιμελέστατα, με το καλλιτεχνικόν και ιδιόρρυθμον γράψιμόν του, με κόκκινον και μαύρο μελάνι, εις θαυμάσιον χαρτί, όλα του τα ποιήματα. Και όχι μόνον αυτά, τα παλαιά και γνωστά μου, αλλεφρόντισε να μου στείλη και άλλα δύο, τα οποία έγραψεν εν τω μεταξύ, - φυσικά αφού επέρασαν δύο χρόνια - και να μου πάρη ένα παλαιόν, το οποίον ενόμιζεν ότι δεν ήτο «άξιον της τιμής» να ευρίσκεται στα χέρια μου. Το ελυπήθηκα πολύ, αλλ' επειδή σέβομαι τας ιδιοτροπίας των ποιητών, του το επέστρεψα. Ήτο οι πρωτόφαντοι εκείνοι «Ταραντίνοι». [...] Οπωσδήποτε, κατά μέσον όρον, κάθε ποίημα του Καβάφη κυοφορείται όσον και ο άνθρωπος: εννέα μήνας». 2 Ο Ξενόπουλος είχε διαβάσει τους «Ταραντίνους» στο «Ημερολόγιον του Σκόκου». Ο Κωνσταντίνος Σκόκος, 1854-1925): Από το 1886 έως το 1918 εξέδιδε την επιθεώρηση Εθνικόν Ημερολόγιον, Χρονογραφικόν, φιλολογικόν και γελοιογραφικόν, το οποίο αποτέλεσε σταθμό στις εκδόσεις του είδους για την καλλιτεχνική του εμφάνιση και για την ποιότητα των περιεχομένων του. Γνωστό ως «Ημερολόγιον του Σκόκου».. 3 Κατά τη διατύπωση του Ξενόπουλου: «διότι το όνομα που είδα από κάτω, το νέον και όλως διόλου άγνωστον - Κωνσταντίνος Π. Καβάφης - μου εκαρφώθη από τότε». 4 Από μια άλλη οπτική καλείται ο αναγνώστης να δει τις «επιτομές» που γίνονται στο έργο άλλων μας ποιητών και να αναλογιστεί το «γιατί».

Transcript of Γιατί ο Καβάφης;

1

Γιατί ο Καβάφης;

Η πρώτη κριτική που γράφεται για τον Καβάφη είναι από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, το 1903, στα Παναθήναια. Με µεγάλη οξυδέρκεια ο πεζογράφος διαβλέπει τις αρετές του ποιητή. Το «γιατί ο Καβάφης;» διαγράφεται ήδη από τότε, τότε που ο Αλεξανδρινός συστήνεται µόνον µε δώδεκα ποιήµατα. 1 Από το πρώτο κιόλας ποίηµα του Καβάφη 2 που είχει διαβάσει ο Ξενόπουλος αντιλαµβάνεται ότι πρόκειται για µια ποίηση που έχει κάτι το «ξεχωριστόν και το ασυνείθιστον».3 To εύλογο ερώτηµα του αναγνώστη, προτού καν διατυπωθεί, το απαντά εµµέσως ο Ξενόπουλος. - Γιατί ξεχωριστή και ασυνήθιστη ποίηση; Γιατί επιτυγχάνει να συνενώσει σε µία σοφή αναλογία τον φιλόσοφο και τον ποιητή· που σηµαίνει τη γνώση και την παρατήρηση, την ευρεία σκέψη και την καλλιτεχνική ιδιοφυϊα. Η χηµεία αυτή µε άλλα λόγια αφορά στο «τι» και στο «πώς»· το «τι» θα πει, ότι µιλάµε για την ιδέα και τις πηγές της, και το «πώς» θα πει, ότι µιλάµε για την αισθητοποίηση της µορφής. Η χηµική αντίδραση είναι τέτοια που το «τι» και το «πώς» µετασχηµατίζονται σε έναν στίχο, όπου τίποτα δεν λείπει και τίποτα δεν περισσεύει·4 το ποίηµα αποτελεί «µικρογραφία» της ιδέας, τέλεια διατυπωµένης. Ο χαρακτηρισµός «µικρογραφία» σηµαίνει ότι κάθε φορά που διαβάζουµε ένα ποίηµα του Καβάφη, ανακαλύπτουµε κάτι καινούργιο, κάτι που µας εκπλήσσει. Επιµένω στη συνοµιλία του τι και του πώς, της ιδέας-περιεχοµένου και της µορφής (αν και αυτά τα δύο δεν χωρίζονται· τα χωρίζουµε µόνον για να συνενοηθούµε). Η ιδέα στον Καβάφη (το τι) είναι πέραν του χωρόχρονου· ενδιαφέρει, δηλαδή, τον άνθρωπο σε όποιον χώρο και σε όποιον χρόνο. Τη µορφή αισθητοποιεί ο καθηµερινός και λόγιος λόγος, η «καβάφεια» γλώσσα - µόνον έτσι θα µπορούσα να χαρακτηρίσω τη γλώσσα του Καβάφη - γιατί δεν έχει άλλο όµοιό της στα ελληνικά γράµµατα. Επιτυγχάνει έτσι µε έναν δικό του, ιδιαίτερο τρόπο, οι στίχοι του να ακούγονται ως αυτοσχέδιοι, ενώ γνωρίζουµε πολύ καλά από πόσα κύµατα περνούσε τα ποιήµατά του. Ο Καβάφης είναι τα ποίηµατά του. Η βιογραφία του περιορίζεται σε λίγες µόνο γραµµές. Μας συστήνεται µε τους στίχους του, µε ένα µουρµούρισµα «ευκρινές, επίµονο, αλησµόνητο», όπως

1 «Και όταν επανήλθεν εις την καλήν του πόλιν της Αλεξανδρείας, µου έστειλεν από εκεί, αντιγραµµένα επιµελέστατα, µε το καλλιτεχνικόν και ιδιόρρυθµον γράψιµόν του, µε κόκκινον και µαύρο µελάνι, εις θαυµάσιον χαρτί, όλα του τα ποιήµατα. Και όχι µόνον αυτά, τα παλαιά και γνωστά µου, αλλ’ εφρόντισε να µου στείλη και άλλα δύο, τα οποία έγραψεν εν τω µεταξύ, - φυσικά αφού επέρασαν δύο χρόνια - και να µου πάρη ένα παλαιόν, το οποίον ενόµιζεν ότι δεν ήτο «άξιον της τιµής» να ευρίσκεται στα χέρια µου. Το ελυπήθηκα πολύ, αλλ' επειδή σέβοµαι τας ιδιοτροπίας των ποιητών, του το επέστρεψα. Ήτο οι πρωτόφαντοι εκείνοι «Ταραντίνοι». [...] Οπωσδήποτε, κατά µέσον όρον, κάθε ποίηµα του Καβάφη κυοφορείται όσον και ο άνθρωπος: εννέα µήνας». 2 Ο Ξενόπουλος είχε διαβάσει τους «Ταραντίνους» στο «Ηµερολόγιον του Σκόκου». Ο Κωνσταντίνος Σκόκος, 1854-1925): Από το 1886 έως το 1918 εξέδιδε την επιθεώρηση Εθνικόν Ηµερολόγιον, Χρονογραφικόν, φιλολογικόν και γελοιογραφικόν, το οποίο αποτέλεσε σταθµό στις εκδόσεις του είδους για την καλλιτεχνική του εµφάνιση και για την ποιότητα των περιεχοµένων του. Γνωστό ως «Ηµερολόγιον του Σκόκου».. 3 Κατά τη διατύπωση του Ξενόπουλου: «διότι το όνοµα που είδα από κάτω, το νέον και όλως διόλου άγνωστον - Κωνσταντίνος Π. Καβάφης - µου εκαρφώθη από τότε». 4 Από µια άλλη οπτική καλείται ο αναγνώστης να δει τις «επιτοµές» που γίνονται στο έργο άλλων µας ποιητών και να αναλογιστεί το «γιατί».

2

το χαρακτηρίζει η Γιουρσενάρ.5 Η ποίησή του υποβάλλει· και αυτό που υποβάλλει είναι καλά κρυµµένο ανάµεσα και κάτω από τις λέξεις· αντιστέκεται στην ανάλυση6 και πάντα θα µας διαφεύγει. Γι’ αυτό ακριβώς - εµείς πρώτα σε µιαν άλλη, µελλοντική, ανάγνωση - και οι επόµενες γενιές θα διαβάζουν Καβάφη (για κανέναν άλλον ποιητή δεν είµαστε τόσο βέβαιοι). Με την έννοια αυτή της διαχρονίας (πέραν τόπου και χρόνου) και της καθολικότητας, ο Καβάφης είναι κλασικός. Η έννοια αυτή του κλασικού επιτείνεται από τον χώρο της ποίησής του. Ο χώρος, µπορεί βέβαια να είναι ένα δωµάτιο στην Αλεξάνδρεια ή σε όποια άλλη µεγαλούπολη,7 αλλά είναι καταρχήν ένας χώρος, όλος ελληνικό φως, που ανεπαίσθητα λούζει τα πράγµατα. Και είναι ένας χώρος που τοποθετείται ιστορικά στους δυο τρεις αιώνες κοσµοπολιτισµού που ακολούθησαν µετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου.8 Η παράδοση του Καβάφη δεν είναι η κλασική Ελλάδα, η Ρώµη, η Αναγέννηση, ο ακαδηµαϊσµός του 18ου αιώνα· είναι η Αλεξάνδρεια, η Ανατολή, το Βυζάντιο, µια Ελλάδα πολυσύνθετη και συνεχής µε την κοινή ελληνική λαλιά και µια παράδοση που διασώθηκε έως σήµερα (Γιουρσενάρ, 1983).9 Ο Καβάφης είναι ιστορικός, ερωτικός, διδακτικός,10 ενδοσκοπικός - όλα αυτά µαζί και πολύ περισσότερα -, γι’ αυτό ακριβώς µπορεί και µεταδίδει την πολυπλοκότητα του ανθρώπου, κυρίως, όπως παρατηρεί ο Ε. Μ. Φόρστερ, του ανθρώπου της Μεσογείου· ενός ανθρώπου, που, όπως ξέρουµε πολύ καλά εµείς, κυριαρχείται από το συναίσθηµα και του είναι δύσκολο να το τιθασεύσει. Ο Καβάφης αγαπά και τις αδυναµίες µας· 11 όσο και να τάσσεται υπέρ του χρέους (να περιοριστώ στα «σπαρτιάτικα» µόνο ποιήµατα Εν Σπάρτη, Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιµονίων και Θερµοπύλες) δεν θα κατακεραυνώσει, ούτε θα καταδικάσει τη δειλία· θα την κατανοήσει.

5 Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, «Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη», Μετάφραση: Γ. Π. Σαββίδης, Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1983, σελ. 19. 6 Αναφερόµενος στα «Τείχη» ο Ξενόπουλος θα γράψει: «Τα Τείχη όµως του Καβάφη αντέστησαν εις κάθε µου ανάλυσιν». 7 Θα µπορούσε να είναι ένα δωµάτιο, ένα κακόφηµο σπίτι, ένα λαϊκό καφενείο σε οποιαδήποτε πολύβουη πόλη, όπως παρατηρεί η Γιουρσενάρ και κυρίως όπως επιβεβαίωνεται από το κείµενο «Ο Καβάφης άνθρωπος του πλήθους» του Ι. Α. Σαρεγιάννη. Ι. Α. Σαρεγιάννη, «Σχόλια στον Καβάφη», Πρόλογος Γιώργου Σεφέρη, Εισαγωγή Ζήσιµου Λορεντζάτου, Ίκαρος, Αθήνα 1973, σελ. 80-91. 8 Ή, όπως διατυπώνει ο Φόρστερ, ο Καβάφης αντιδρά στην τυραννία του κλασικισµού και έλκεται από τη δική του Αλεξάνδρεια που αρχίζει να υπάρχει ακριβώς πάνω στην παρακµή της Ελλάδας ( 1971). 9 Με τα λόγια ακριβώς της Γιουρσενάρ: «Ο ανθρωπισµός του δεν είναι ο δικός µας· εµείς, οι Δυτικοί, κληρονοµούµε από τη Ρώµη, από την Αναγέννηση, από τον ακαδηµαϊσµό του 18ου αιώνα, έναν ελληνισµό λευκού µαρµάρου· η ελληνική ιστορία µας έχει κέντρο της την Ακρόπολη των Αθηνών. Ο ανθρωπισµός του Καβάφη περνάει από την Αλεξάνδρεια, από την Μικρασία, κάπως λιγότερο από το Βυζάντιο, από µια πολυσύνθετη σειρά Ελλάδων ολοένα και πιο αποµακρυσµένων από ό,τι θεωρούµε ως τον χρυσόν αιώνα της φυλής, αλλά στις οποίες εµµένει µια ζωντανή συνέχεια. Ο Καβάφης ανήκει µε όλα του τα κύτταρα σε αυτόν τον πολιτισµό της Κοινής Ελληνικής Λαλιάς, στην απέραντη Ελλάδα του εξωτερικού, την οφειλόµενη στη µετάδοση παρά στην κατάκτηση που η επίδρασή της σώζεται ακόµα στη σύγχρονη µεσογειακή ανατολή των εφοπλιστών και εµπόρων. Είναι µια µοίρα να είσαι Έλληνας και στα ποιήµατα του Καβάφη βρίσκουµε όλη την κλίµακα των αντιδράσεων απέναντι σε τούτη τη µοίρα, από την έπαρση έως την ειρωνεία» (σελ. 31). 10Ε. Παπανούτσος: «ο διδακτικός είναι ένας δεσπόζων τόνος µέσα στην καβαφική ποίηση - αυτός που πιθανότατα έδωσε τη µορφή και προσδιόρισε το ύφος της σ’ ό,τι έχει πιο χαρακτηριστικό και ιδιόρρυθµο» (Ο διδακτικός Καβάφης, Ίκαρος, 1971, σελ. 129). 11 Είναι ως τον Ανούιγ, που στην «Αντιγόνη» του ρίχνει ένα βλέµµα συµπάθειας και κατανόησης προς την Ισµήνη.

3

Η ποίηση του Καβάφη είναι βιωµένη ποίηση·12 ποίηση ζυµωνένη µε τις αισθήσεις και τις εµπειρίες του· εκκινεί πάντα από τα βιώµατά του,13 στη συνέχεια τα «ντύνει» µε την ιστορία και έτσι τα καθιστά διαχρονικά· αλλά επειδή ακριβώς είναι προσωπικά και οδυνηρά βιώµατα, είναι και αληθινά. Τα ποιήµατα του Καβάφη δεν είναι ποιήµατα στραµµένα τόσο προς το ερωτικό αντικείµενο, όσο ποιήµατα περί έρωτος· 14 και είναι η αφαίρεση που αναδεικνύει την οµορφιά τους. Από την άλλη µεριά, πρόκειται για νεανικούς έρωτες που τροφοδοτούν µε τις µνήµες τους µια ποίηση που γράφεται σε ώριµη ηλικία, από έναν γέρο,15 και εξελίσσεται έτσι σε µια ποίηση συνετή χωρίς αισθησιακές αποστροφές, χωρίς αυτοεξευτελισµούς, ρητορείες ή εκείνες τις ερµηνευτικές παρακρούσεις της µετα-φροϋδικής εποχής. Γι’ αυτό ο ερωτισµός του Καβάφη όχι µόνον γίνεται αποδεκτός, αλλά µας είναι και οικείος, επειδή στον Καβάφη ο έρωτας είναι µια µνήµη-ιδέα που αντιστοιχεί µε το «είναι» του Παρµενίδη, µε το ίδιο το είναι των όντων ή, όπως θα το έλεγε ο Πλάτων, µε την ιδέα του όντος, στην περίπτωσή µας, µε την ιδέα του έρωτα. Έτσι η ερωτική στιγµή δεν ανήκει πια στο «ασταθές και πεπερασµένο παρόν αλλά στην αέναη εξίσωση έργου-µνήµης-αθανασίας, δηλαδή, στην κλήτευση του θείου µέσα στον άνθρωπο».16 Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη κορµί δεν απαντά καθόλου στον Καβάφη, ενώ η λέξη σώµα απαντά 38 φορές.17 Ο Καβάφης µάς συναντά και στον χριστιανισµό µας (όσοι από εµάς δηλώνουµε χριστιανοί), γιατί ο Καβάφης ήταν χριστιανός,18 και χριστιανός του 19ου αιώνα, που διαπραγµατεύεται στην ποίησή του απαγορευµένα θέµατα. Μπορεί να µην υιοθετεί την αυστηρότητα, την ασκητική, του χριστιανισµού (όπως δεν την υιοθετούµε και οι περισσότεροι από εµάς) αλλά ασκεί έλεγχο στην έκφρασή του και οπωσδήποτε η µοµφή ή ένα ενδεχόµενο σκάνδαλο τον αναστατώνουν. Βιώνει, δηλαδή, και ο Καβάφης την ορθοδοξία µε την τραγικότητα όπως την βιώνουµε οι περισσότεροι από εµάς. Ο χριστιανισµός του Καβάφη, ωστόσο, ολισθαίνει περισσότερο στον χώρο της δεύτερης σοφιστικής·19 είναι κοντά στους Στωικούς και στους Επικούρειους, ακόµη

12 Με γενικότερ τρόπο το λέει ο Σεφέρης: «Γιατί ένα πράγµα είναι βέβαιο: ότι τα ποιήµατα γίνουνται από τη ζωή µας, από κάθε ανεµόφερτο µόριο της ζωής µας, όχι το καλύτερο ή το χειρότερο». (ό.π. σελ. 457). 13 Ο βίος του ολόκληρος κείται µέσα στην ποίησή του, όπως παρατηρεί και η Γιουρσενάρ. 14 Ο Γιώργος Σαββίδης, αναφερόµενος στα βασικά θέµατα της ποίησης του Καβάφη, θα προσδιορίσει τέσσερις ενότητες: Φύση και Τέχνη, Έρως και θάνατος, Χριστιανική προοπτική, Παρελθόν, παρόν, και µέλλον. 15 «Ο άνθρωπος αυτός, θα έλεγε κανείς ότι είχε γεννηθεί γέρος» (σελ. 10)· και: «Εγώ είµαι ο ποιητής του γήρατος. Τα ζωηρότερα γεγονότα δε µε εµπνέουν αµέσως. Χρειάζεται πρώτα να περάσει καιρός. Κατόπιν τα ενθυµούµαι και εµπνέοµαι». Έτσι η καβαφική ποίηση, σε τελευταία ανάλυση, µας παρουσιάζεται ως µια ποικιλία από προβολές προσωπικού και ιστορικού παρελθόντος (σελ. 20). Τίµος Μαλάνος, «Ο Καβάφης απαραµόρφωτος», Πρόσπερος, Αθήνα 1981. Ευστοχότερος ο χαρακτηρισµός του Σεφέρη «ποιητής του γήρατος» (1974, σελ. 324). Και για τον ερωτισµό του Καβάφη είναι εύστοχος στις Δοκιµές του ο Σεφέρης: ο ερωτισµός του, στο τέλος, είτε είναι ολότελα χωνεµένος, είτε µένει στεγνός σαν ένα αδειανό περίβληµα, ένα σκιάχτρο φτιαγµένο από µια κανελιά φορεσιά που ξεθωριάζει ο ήλιος (σελ. 456). 16 Γιουρσενάρ, ό.π., 1983, σελ. 52-70. 17 Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη κορµί δεν απαντά καθόλου στον Καβάφη, ενώ η λέξη σώµα απαντά 38 φορές (στον Σεφέρη, κατ’ αντιδιαστολή, η λέξη κορµί απαντά 47 φορές, ενώ η λέξη σώµα 24). (Σαββίδης, 1993). 18 Ο Παπατσώνης σε άρθρο του που δηµοσίευσε στο περιοδικό Ευθύνη «Υποκειµενικά αντλήµατα από τον Καβάφη» λέει πως η βαθύτερη φωνή που βγαίνει από το καβαφικό έργο, είναι φωνή χριστιανού (Μαλάνος, 1981, σελ. 23). 19 Και κινείται, όπως πολύ εύστοχα επισήµανε ο Γιάννης Δάλλας ανάµεσα στο Μουσείο (ποιητής) και την Αγορά (οµιλητής), ανάµεσα στην Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια (και λιγότερο το Βυζάντιο) (Δάλλας, 1984).

4

κοντύτερα στον Αδριανό (117-138) και στον Μάρκο Αυρήλιο (121-180). Οµιλεί και ο Καβάφης µε τον τρόπο των δύο στωικών αντωνίνων, των καλών αυτοκρατόρων: Κι αν δεν µπορείς να κάµεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο µπορείς: µην την εξευτελίζεις µες στην πολλή συνάφεια του κόσµου, µες στες πολλές κινήσεις κι οµιλίες. (Όσο µπορείς, 1913). Ο Καβάφης, εάν διαβάσει κανείς τις επιστολές του, αντιλαµβάνεται ότι ήταν ρεαλιστής· ήξερε από εµπόριο, ήξερε από χρηµατιστήριο και έδιδε ανάλογες συµβουλές στους φίλους του. Απλώς επισηµαίνω εδώ την οξυδέρκεια και τη διορατικότητά του. Σε µια κουβέντα του µε τον Φόρστερ (η µαρτυρία ανήκει στον ίδιο τον Φόρστερ) επισηµαίνει ότι οι δυο λαοί, Άγγλοι και Έλληνες, έχουν πολλά κοινά και συµπληρώνει (µεταφέρω ακριβώς από τον Φόρστερ): «Αλλά υπάρχει µία άτυχη διαφορά ανάµεσά µας, µια µικρή διαφορά. Εµείς οι Έλληνες έχουµε χάσει το κεφάλαιό µας - και τα αποτελέσµατα είναι αυτά που βλέπεις. Παρακάλα, αγαπητέ µου Φόρστερ, παρακάλα, να µη χάσετε ποτέ το κεφάλαιό σας». Αυτά στα 1918. Εκείνο, βεβαίως, που υπονοεί ο Καβάφης είναι ότι η απώλεια κεφαλαίου σηµαίνει και απώλεια της εθνικής αξιοπρέπειας. Τελειώνω µε µια άλλη εξίσου επίκαιρη άποψη του ποιητή. Ο Καβάφης δεν αντιλαµβάνεται την Ελλάδα ως συγκεκριµένο, δηλαδή περιορισµένο, χώρο και χρόνο, αλλά ως χωρόχρονο που άσκησε µεγάλη επιρροή· και αυτή η επιρροή ασκήθηκε, γιατί ποτέ δεν περιφρονήθηκε η επιµειξία µε βαρβαρικά στοιχεία· και είναι αυτή η επιρροή που κατέστησε το Βυζάντιο χιλιόχρονη αυτοκρατορία (µοναδικό παράδειγµα στην ιστορία).20 Στον Καβάφη είναι ξένη η έννοια της φυλετικής αγνότητας.21 Ο Καβάφης αντλεί από την ευρυχωρία και εκείνο το χωροχρονικό υπόστρωµα που η Ευρώπη αντάµωσε την Ελλάδα· γι’ αυτό - και γι’ αυτό - και η ποίησή του καθίσταται τόσο οικεία σε όλους Αν αναζητούσα µια λέξη για να χαρακτηρίσω την ποίηση του Καβάφη, αυτή θα ήταν η λέξη αµφισηµία. Ο Καβάφης σε όλα τα ζητήµατα στέκεται σε αυτό το αµφί που σηµαίνει ότι επιτρέπει µια ευρεία κινητικότητα ανάµεσα στο µαύρο και το άσπρο, γιατί τίποτα δεν είναι µόνο ναι ή µόνο όχι, γιατί τίποτα δεν είναι µόνο είτε ... είτε, ή ... ή, αλλά είναι πολλά ανάµεσα στη διάζευξη. Ποια και πόσα και πώς πραγµατώνονται στην ποίηση του Αλεξανδρινού, ποτέ δεν θα µπορέσουµε να το προσδιορίσουµε. Είναι και αυτό ένα από τα γιατί (;) ο Καβάφης. «Γιατί» ο Καβάφης είναι µέγιστος ποιητής·22 και στο µέγιστο της τέχνης πάντα κάτι λανθάνει.

20 Δεν είναι τυχαίο που η Αρβελέρ στο βιβλίο της «Γιατί το Βυζάντιο» αναφέρει τον Καβάφη τουλάχιστον - από ό,τι θυµάµαι - δύο φορές. 21 Και ξένη η έννοια της αριστοκρατίας στη σύγχρονη Ελλάδα, όπως παρατηρεί ο Φόρστερ, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία. 22 Αυτό δεν σηµαίνει ότι όλοι οµογνωµούν: Παλαµάς, Βάρναλης, Κατσίµπαλης, Κόντογλου, Κλέων Παράσχος, Ψυχάρης δεν αγαπούσαν τον Καβάφη (Μαλάνος, 1981, σελ. 67-70).

5

Είναι αυτό εξάλλου το «αµφί» που µε την πολυσηµία του επιτρέπει το δικαίωµα στη διαφορά· µε άλλα λόγια, το δικαίωµα στον καθένα από εµάς να είναι ο ευατός του.

6

Βιβλιογραφία Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ένας Ποιητής», Παναθήναια, 30 Νοεµβρίου 1903. Κυριάκος Ντελόπουλος, «Καβάφη ιστορικά και άλλα πρόσωπα», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1978. Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, «Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη», Μετάφραση: Γ. Π. Σαββίδης, Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1983. Γιάννης Δάλλας, «Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική», Στιγµή, Αθήνα 1984. Ε. Μ. Φόρστερ, «Καβάφης, Δοκίµια», Εκδόσεις «Πανδώρα», Αθήνα 1971. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, «Γιατί το Βυζάντιο», Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 2009. Ε. Παπανούτσος, «Ο διδακτικός Καβάφης», Ίκαρος, Αθήνα 1971. Κ. Π. Καβάφη, «Ανέκδοτα Σηµειώµατα Ποιητικής και Ηθικής», Παρουσιασµένα από τον Γ. Π. Σαββίδη, Ερµής, Αθήνα 1983. Δηµήτρης Δασκαλόπουλος, «Βιβλιογραφία του Κ.Π. Καβάφη 1886-2000», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2003. Ι. Α. Σαρεγιάννη, «Σχόλια στον Καβάφη», Πρόλογος Γιώργου Σεφέρη, Εισαγωγή Ζήσιµου Λορεντζάτου, Ίκαρος, Αθήνα 1973 (πρώτη έκδοση 1964). Τίµος Μαλάνος, «Ο Καβάφης απαραµόρφωτος», Πρόσπερος, Αθήνα 1981. «Κωνσταντίνος Καβάφης. Εις το φως της ηµέρας. Η νεοελληνική λογοτεχνία εικονογραφηµένη», Επιλογή κειµένων: Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Ζωγραφιές: Μανώλης Σ.Α. Ζαχαρόπουλος, Κέδρος, Αθήνα 1993. Μιχάλης Πιερής, «Κ.Π. Καβάφης: Έφοδος στο σκοτάδι (η εξελικτική πορεία)», Το µικρό Δέντρο, αρ. 6. Γ. Π. Σαββίδης, «Βασικά Θέµατα της ποίησης του Καβάφη», Ίκαρος, Αθήνα 1993. Γιώργος Σεφέρης, «Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι» και «Ακόµη λίγα για τον Αλεξανδρινό», Δοκιµές, Τόµ. Πρώτος (1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 1974, (σελ. 324-457). Ευθύµιος Θ. Σουλογιάννης, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξάνδρειας, 1843-1993, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1994. «Με τον τρόπο του Καβάφη. Είκοσι ξένα ποιήµατα», Επιµέλεια: Νάσος Βαγενάς, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1999.

7

«Συνοµιλώντας µε τον Καβάφη. Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιηµάτων», Επιµέλεια: Νάσος Βαγενάς, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2000.23 «Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση», Ε. Μ. Forster - Κ.Π. Καβάφης, Αλληλογραφία, Μετ. Κατερία Γκίκα, Επιµ. Peter Jeffreys, Εκδόσεις «Ικαρος», Αθήνα 2013. 37 Τα αποκηρυγµένα ποιήµατα. 75 Τα κρυµµένα. 30 Ατελή. 3 Πεζά ποιήµατα. Η ηλεκτρονική έκδοση του Αρχείου Καβάφη είναι έργο του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισµού σε συνεργασία µε την Έδρα Νεοελληνικών Σπουδών «Κ.Π. Καβάφης» του Πανεπιστηµίου του Μίτσιγκαν (ΗΠΑ): http://www.kavafis.gr/index.asp

23 H ανθολογία, προϊόν ερευνητικού προγράµµατος του KEΓ, περιέχει 153 ποιήµατα 135 ποιητών (Mπρεχτ, Mοντάλε, Ώντεν κ.ά.) από 30 χώρες, γραµµένα σε 19 γλώσσες, που είτε εµπνέονται από την ποίηση ή τη µορφή του Kαβάφη είτε «συνοµιλούν» µε αυτές.