Επιχειρησιακή πολυμέρεια και πληροφοριακή πολυφωνία...

13
Επιχειρησιακή πολυμέρεια και πληροφοριακή πολυφωνία στα ΜΜΕ Κώστας Στρατηλάτης 1 [Δημοσιευμένο σε: Κ. Ζώρας κ.ά (επιμ.), Δημοκρατία και ΜΜΕ, εκδ. Λιβάνη / Ίδρυμα Ωνάση, Αθήνα, 2011, σ. 37-54] Το ιδεολογικό και νομικό πλαίσιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο Εάν στο πεδίο της ιδεολογίας οι δεκαετίες του ’80 και του ’90 αποτελούν εποχή θριάμβου του νεοφιλελευθερισμού (ιδιωτικοποιήσεις και νομική απορρύθμιση κρίσιμων τομέων της οικονομίας, συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, αποδόμηση του κενσιανού προτύπου διαχείρισης της οικονομίας, απογείωση του κτητικού ατομικισμού και των καταναλωτικών προτύπων ζωής κ.ο.κ.), η πρώτη δεκαετία του αιώνα μας μπορεί να ιδωθεί ως απαρχή της σταδιακής απομυθοποίησης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος 2 . Τούτη η γενική παρατήρηση ισχύει και σε ό,τι αφορά στο περιβάλλον της μαζικής επικοινωνίας, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς. Στον ευρωπαϊκό χώρο το τέλος της δεκαετίας του ’80 συμπίπτει με την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Η εξέλιξη αυτή υποστηρίζεται από την πεποίθηση ότι η παροχή της δυνατότητας για ίδρυση ιδιωτικών ρ/τ σταθμών θα οδηγήσει, κατά τρόπο σχεδόν αυτόματο, σε διεύρυνση της «αγοράς των ιδεών», σε εμπλουτισμό της ενημέρωσης των πολιτών και, ως εκ τούτου, σε βελτίωση της ποιότητας της «διαβουλευτικής δημοκρατίας». Την πεποίθηση αυτή συμπληρώνει ένα είδος τεχνολογικού ντετερμινισμού, ο οποίος ασπάζεται με ενθουσιασμό την έλευση αρχικά της δορυφορικής τηλεόρασης κι έπειτα του διαδικτύου και των ψηφιακών μέσων, ως εξελίξεις που είναι από μόνες τους ικανές να καταργήσουν τις όποιες επιφυλάξεις σχετικά με την ικανότητα των 1 Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ, επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Τμήμα Νομικής, [email protected] . 2 Με τούτη την παρατήρηση δεν υποβαθμίζουμε την πρόσφατη επαναβεβαίωση της κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την οικονομική κρίση των ετών 2008-2010. Επισημαίνουμε απλώς τη σχετική αυτονομία των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων απέναντι σε μεταστροφές που συντελούνται στο ιδεολογικό επίπεδο.

Transcript of Επιχειρησιακή πολυμέρεια και πληροφοριακή πολυφωνία...

Επιχειρησιακή πολυμέρεια και πληροφοριακή πολυφωνία στα ΜΜΕ

Κώστας Στρατηλάτης1

[Δημοσιευμένο σε: Κ. Ζώρας κ.ά (επιμ.), Δημοκρατία και ΜΜΕ, εκδ. Λιβάνη / Ίδρυμα

Ωνάση, Αθήνα, 2011, σ. 37-54]

Το ιδεολογικό και νομικό πλαίσιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο

Εάν στο πεδίο της ιδεολογίας οι δεκαετίες του ’80 και του ’90 αποτελούν εποχή

θριάμβου του νεοφιλελευθερισμού (ιδιωτικοποιήσεις και νομική απορρύθμιση

κρίσιμων τομέων της οικονομίας, συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, αποδόμηση του

κενσιανού προτύπου διαχείρισης της οικονομίας, απογείωση του κτητικού

ατομικισμού και των καταναλωτικών προτύπων ζωής κ.ο.κ.), η πρώτη δεκαετία του

αιώνα μας μπορεί να ιδωθεί ως απαρχή της σταδιακής απομυθοποίησης του

νεοφιλελεύθερου υποδείγματος2. Τούτη η γενική παρατήρηση ισχύει και σε ό,τι

αφορά στο περιβάλλον της μαζικής επικοινωνίας, τόσο στη χώρα μας όσο και

διεθνώς.

Στον ευρωπαϊκό χώρο το τέλος της δεκαετίας του ’80 συμπίπτει με την

κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Η εξέλιξη αυτή

υποστηρίζεται από την πεποίθηση ότι η παροχή της δυνατότητας για ίδρυση

ιδιωτικών ρ/τ σταθμών θα οδηγήσει, κατά τρόπο σχεδόν αυτόματο, σε διεύρυνση της

«αγοράς των ιδεών», σε εμπλουτισμό της ενημέρωσης των πολιτών και, ως εκ

τούτου, σε βελτίωση της ποιότητας της «διαβουλευτικής δημοκρατίας». Την

πεποίθηση αυτή συμπληρώνει ένα είδος τεχνολογικού ντετερμινισμού, ο οποίος

ασπάζεται με ενθουσιασμό την έλευση αρχικά της δορυφορικής τηλεόρασης κι έπειτα

του διαδικτύου και των ψηφιακών μέσων, ως εξελίξεις που είναι από μόνες τους

ικανές να καταργήσουν τις όποιες επιφυλάξεις σχετικά με την ικανότητα των

1 Διδάκτωρ Νομικής ΑΠΘ, επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας,

Τμήμα Νομικής, [email protected]. 2 Με τούτη την παρατήρηση δεν υποβαθμίζουμε την πρόσφατη επαναβεβαίωση της κυριαρχίας του

νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την οικονομική κρίση των

ετών 2008-2010. Επισημαίνουμε απλώς τη σχετική αυτονομία των οικονομικών και πολιτικών

εξελίξεων απέναντι σε μεταστροφές που συντελούνται στο ιδεολογικό επίπεδο.

παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης να δημιουργούν συνθήκες πολυμέρειας και

πολυφωνίας3.

Ας σημειωθεί βέβαια ότι, στον ευρωπαϊκό τουλάχιστον χώρο, η πίστη στα

αόρατα χέρια της αγοράς και της τεχνολογίας δεν εκφράσθηκε σχεδόν ποτέ ανοιχτά.

Στο λόγο των κυβερνήσεων, των εθνικών δικαστηρίων και των άλλων θεσμικών

παραγόντων των ευρωπαϊκών κρατών η έμφαση δεν δινόταν στην απορρύθμιση ή

και στη διεθνοποίηση του ρ/τ χώρου, αλλά στο δικαίωμα των πολιτών για

«πλουραλιστική πληροφόρηση», δικαίωμα το οποίο λάμβανε μάλιστα πολλές φορές

τη μορφή ενός στόχου δημόσιας υπηρεσίας ή και ενός αντικειμένου ειδικής θεσμικής

εγγύησης4. Ωστόσο, δικαιούμαστε να παρατηρήσουμε ότι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά

στις πολιτικές δράσεις ή μάλλον στην πολιτική αδράνεια της ΕΕ, οι κρατικές

παρεμβάσεις για τη διασφάλιση του δικαιώματος αυτού εννοούνταν ως ελάχιστες και

βέβαια ως κείμενες στη διακριτική ευχέρεια των νομοθετικών οργάνων των κρατών

μελών. Οι ίδιες παρεμβάσεις γίνονταν μονομερώς αντιληπτές ως εξαίρεση από τον

κανόνα της ανεμπόδιστης δραστηριότητας των επιχειρηματιών ΜΜΕ, αλλά και ως

περιορισμός της ελεύθερης έκφρασης των δημοσιογράφων, όχι πάντως ως αναγκαία

συνθήκη για την εύρυθμη λειτουργία του χώρου των ΜΜΕ, έτσι ώστε να

εκπληρώνεται στην πράξη η επιταγή για πολυμέρεια και για πολυφωνία5.

Σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο τίθεται υπό αμφισβήτηση, αν όχι η ίδια η

δυνατότητα για ρύθμιση του ρ/τ χώρου, τουλάχιστον το παραδοσιακό πρότυπο της

δημόσιας ρ/τ υπηρεσίας και οι αξίες, οι αρχές και οι στόχοι που συνδέονται με αυτό.

Το βάρος της όποιας ρυθμιστικής πολιτικής πέφτει στη διασφάλιση του ελεύθερου

επιχειρηματικού ανταγωνισμού, στην αποφυγή δημιουργίας μονοπωλιακών

καταστάσεων, στον έλεγχο της οριζόντιας και της κάθετης συγκέντρωσης της

ιδιοκτησίας, με δύο λόγια στην επιδίωξη της «εξωτερικής πολυμέρειας»6. Στη

δεκαετία του ’90 ελάχιστος λόγος γίνεται για μέτρα διασφάλισης της πολυφωνίας στο

περιεχόμενο των προσφερόμενων προγραμμάτων, είτε πρόκειται για την

πληροφοριακή πολυφωνία στο πλαίσιο των ειδησεογραφικών και ενημερωτικών

3 Η πίστη στην ικανότητα της τεχνολογίας να προωθεί την πολυφωνία διαπνέει μεταξύ άλλων την

περίφημη Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «για την πολυφωνία και τη συγκέντρωση στα

μέσα ενημέρωσης στην εσωτερική αγορά» (COM 92/480/Τελικό). 4 Βλ. σχετικά Κ. Στρατηλάτης, Συντάσσοντας το δικαίωμα στη δημόσια ηλεκτρονική επικοινωνία,

Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, κεφ. 3. 5 Βλ. σχετικά Κ. Στρατηλάτης, Συντάσσοντας το δικαίωμα, σ. 349 κ.ε.

6 Για την έννοια, τις αρχές και τους στόχους της εξωτερικής πολυμέρειας βλ. μεταξύ άλλων Π. Ζέρη,

Θεσμοί εποπτείας στο ραδιοτηλεοπτικό σύστημα, Οδυσσέας, Αθήνα β’ έκδ. 2002, σ. 89-91.

εκπομπών, είτε πρόκειται για την ποικιλομορφία των προγραμμάτων που προσφέρει

συνολικά κάθε σταθμός, είτε τέλος πρόκειται για άλλες πτυχές της λεγόμενης

εσωτερικής πολυμέρειας7, οι οποίες έχουν να κάνουν με την πρόσβαση των

κοινωνικών και πολιτικών απόψεων στα περιεχόμενα των ρ/τ εκπομπών. Στο

νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό πλαίσιο της δεκαετίας του ’90 η υπόθεση της εσωτερικής

πολυμέρειας εγκαταλείπεται.

Σε τούτο συντελεί και η λανθασμένη αντίληψη ότι η εξωτερική και η

εσωτερική πολυμέρεια συνιστούν δύο εναλλακτικά μεταξύ τους οργανωτικά

πρότυπα, το καθένα εκ των οποίων μπορεί ξεχωριστά να οδηγεί σε ικανοποίηση του

δικαιώματος ολόπλευρης πληροφόρησης των πολιτών8. Δημιουργείται επίσης η

εντύπωση ότι το πρότυπο της εσωτερικής πολυμέρειας αντιστοιχεί στο καθεστώς της

κρατικής ραδιοτηλεόρασης, το οποίο βέβαια εγκαταλείφθηκε9. Υποτίθεται λοιπόν ότι

θα πρέπει πλέον να εγκαταλειφθεί και η αξίωση για ρυθμίσεις που θα θέτουν ως

άμεσο στόχο τη διασφάλιση της εσωτερικής πολυμέρειας.

Εν τούτοις, τα τελευταία χρόνια συναντούμε ενδείξεις προς την αντίθετη

κατεύθυνση. Στο κείμενο εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «για τον πλουραλισμό

των Μέσων στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης»10

αποκρούεται η αντίληψη

που θέλει τον πλουραλισμό να εξαντλείται στη διασπορά της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ.

Τίθεται εκεί ως βασική αρχή η προώθηση «κάθε μέτρου που θα διασφαλίζει την

πρόσβαση των πολιτών σε μια ποικιλία πηγών πληροφόρησης, απόψεων, φωνών

κ.λπ., έτσι ώστε να διαμορφώνουν άποψη χωρίς την αθέμιτη επιρροή μιας κυρίαρχης

δύναμης σχηματισμού γνώμης». Στο πλαίσιο αυτό δίνεται έμφαση όχι μόνο σε

ζητήματα συγκέντρωσης ιδιοκτησίας και ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά και σε

ζητήματα «μιντιακού περιεχομένου» (media content). Έτσι, υποδεικνύεται ότι η

εξωτερική και η εσωτερική πολυμέρεια θα πρέπει «να ιδωθούν από κοινού» και ότι

σε μικρότερες ρ/τ αγορές η δεύτερη ίσως είναι πιο σημαντική από την πρώτη. Για την

7 Βλ. Π. Ζέρη, Θεσμοί εποπτείας, σ. 92-94.

8 Στην υιοθέτηση τούτης της εσφαλμένης αντίληψης συνετέλεσε και η επιλογή του Γερμανού

νομοθέτη από το 1991 και μετά να ορίσει ότι οι ρυθμίσεις που συνδέονται με την εσωτερική

πολυμέρεια θα ενεργοποιούνται μόνο σε περίπτωση που αποτυγχάνει η εξωτερική πολυμέρεια,

συγκεκριμένα σε περίπτωση που δεν λειτουργούν τρεις τουλάχιστον ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους

σταθμοί εθνικής εμβέλειας ή και σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι παρά την ύπαρξη ικανού

αριθμού σταθμών δεν επιτυγχάνεται η αναζητούμενη ποικιλομορφία. Βλ. σχετικά Π. Ζέρη, Θεσμοί

εποπτείας, σ. 97. 9 Έτσι η Γ. Κική, Η ελευθερία των οπτικοακουστικών μέσων (υπό το πρίσμα της Συνταγματικής

αναθεώρησης του 2001), Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 73. 10

SEC 2007/32/16.1.2007.

επίτευξη της εσωτερικής πολυμέρειας προτείνεται η επιβολή «υποχρεώσεων

προγράμματος» μέσω του νόμου ή και μέσω της άδειας που παραχωρείται, ενώ ειδικά

για τους παρόχους ρ/τ υπηρεσιών μέσω δικτύου (καλωδιακού, ιντερνετικού ή άλλου)

προτείνεται η υιοθέτηση «κανόνων υποχρεωτικής μετάδοσης προγραμμάτων» (must-

carry rules).

Την ίδια τάση συναντούμε και στο επίπεδο του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Στη Σύσταση CM/Rec(2007)2 της Επιτροπής Υπουργών «για τον πλουραλισμό στα

Μέσα και για την ποικιλομορφία του περιεχομένου που προσφέρουν τα Μέσα»

αντιμετωπίζονται με λεπτομερή τρόπο τόσο τα ζητήματα του εξωτερικού («δομικού»)

πλουραλισμού, όσο όμως και τα ζητήματα της ποικιλομορφίας περιεχομένου. Αφού

επισημανθεί ότι «ο πολλαπλασιασμός των μέσων επικοινωνίας που προσφέρονται

στο κοινό δεν μπορεί να εγγυηθεί αυτομάτως τον πλουραλισμό της πληροφόρησης

και την ποικιλομορφία των περιεχομένων που παρέχουν τα Μέσα», προτείνεται ως

γενική αρχή ότι: «Τα κράτη-μέλη, σεβόμενα την αρχή της εκδοτικής ανεξαρτησίας,

θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα Μέσα να προσφέρουν στο κοινό ποικιλία περιεχομένων

που θα είναι ικανά να προωθήσουν τον κριτικό διάλογο και την ευρύτερη

δημοκρατική συμμετοχή των προσώπων που μετέχουν σε όλες τις κοινότητες και σε

όλες τις γενιές». Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η υιοθέτηση ειδικών μέτρων

προστασίας των μειοψηφιών σε όλα τα στάδια της εσωτερικής οργάνωσης της

ραδιοτηλεόρασης, «έτσι ώστε να αντανακλάται η ποικιλόμορφη σύνθεση της

κοινωνίας και να ενισχύεται η κοινωνική συνοχή». Προτείνονται επίσης «must-carry

rules», καθώς και χρηματοδοτική ενίσχυση για τα Μέσα τα οποία συνεισφέρουν στην

ποικιλομορφία περιεχομένου, όπως και ενίσχυση για νέα ανεξάρτητα πρακτορεία

ειδήσεων και νέες ανεξάρτητες ομάδες δημοσιογραφικής έρευνας. Συνίσταται η

ενημέρωση της δημοσιογραφικής κοινότητας αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα

σχετικά με το ρόλο που οφείλουν να διαδραματίζουν οι δημοσιογράφοι ως προς την

επίτευξη συνθηκών πληροφοριακής πολυφωνίας. Τέλος, επισημαίνεται η υποχρέωση

των κρατών-μελών να ενισχύουν τα δημόσια ρ/τ προγράμματα, έτσι ώστε τα

τελευταία να δίνουν τη δυνατότητα έκφρασης και συμμετοχής (όχι μόνο υπό τη

μορφή παρουσίας σε εκπομπές αλλά και υπό τη μορφή της παραγωγής και προβολής

προγράμματος) σε κάθε κοινωνική, πολιτισμική και ηλικιακή ομάδα. Προς τούτη την

κατεύθυνση προτείνεται η σύσταση ειδικών συμβουλευτικών επιτροπών που θα

έρχονται σε διαβούλευση με το κοινό και με την κοινωνία.

Ενόψει των παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι στο επίπεδο των

ευρωπαϊκών θεσμών έχουμε μια μερική τουλάχιστον αναστροφή της

νεοφιλελεύθερης αντίληψης που ήθελε την εξωτερική πολυμέρεια (κατ’ ουσία, την

απορρύθμιση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξωτερική πολυμέρεια) ως

μοναδική παράμετρο της ρυθμιστικής πολιτικής στο χώρο των ΜΜΕ. Διαμορφώνεται

έτσι το αναγκαίο πλαίσιο για την υποστήριξη της βασικής θέσης της παρούσας

εισήγησης, η οποία έχει ως εξής: Από τη σκοπιά των διατάξεων του ελληνικού

Συντάγματος, η αξίωση για επιχειρησιακή πολυμέρεια και η αξίωση για

πληροφοριακή πολυφωνία (ή για εσωτερική πολυμέρεια γενικότερα) θα πρέπει να

εννοηθούν όχι μόνο στην αυτοτέλεια αλλά και στην ενότητά τους, με κοινό σημείο

αναφοράς την εκπλήρωση του δικαιώματος ολόπλευρης πληροφόρησης των πολιτών.

Τα συνταγματικά ερείσματα της αξίωσης για πολυμέρεια και για πολυφωνία

Η μοναδική διάταξη του Συντάγματος στην οποία αναφέρεται η λέξη «πολυφωνία»

είναι το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 14, όπου ορίζεται ότι «νόμος

προβλέπει τα μέτρα και τους περιορισμούς που είναι αναγκαίοι για την πλήρη

διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στην ενημέρωση». Οι υπόλοιπες

διατάξεις της ίδιας παραγράφου αναφέρονται σε ζητήματα διαφάνειας του

ιδιοκτησιακού καθεστώτος, αποφυγής της συγκέντρωσης του ελέγχου πάνω σε Μέσα

της ίδιας ή διαφορετικής μορφής, καθώς και σε ζητήματα που σχετίζονται με τη

διαπλοκή της ιδιότητας του μετέχοντος σε ΜΜΕ και σε εταιρίες που αναλαμβάνουν

έργα ή προμήθειες του δημοσίου (μεταξύ αυτών, και οι διατάξεις που σχετίζονται με

την περίφημη ιστορία του «βασικού μετόχου»). Δίνεται έτσι η εντύπωση ότι το νόημα

της πολυφωνίας εξαντλείται σε ό,τι ονομάσαμε εξωτερική πολυμέρεια, δηλαδή στη

διασφάλιση της ύπαρξης πολλών «παικτών» και «μέσων» που δραστηριοποιούνται

στο χώρο της δημόσιας ηλεκτρονικής ή έντυπης επικοινωνίας.

Ωστόσο, η εντύπωση αυτή είναι εσφαλμένη. Στην Εισήγηση της Πλειοψηφίας

κατά την εισαγωγή των παραπάνω διατάξεων με τη συνταγματική αναθεώρηση του

2001 διαβάζουμε ότι «η πολυφωνία δεν διασφαλίζεται μόνον ιδιοκτησιακά, αλλά

διασφαλίζεται και επικοινωνιακά σε σχέση με το βαθμό επιρροής στην κοινή γνώμη.

Πολυφωνία σημαίνει όχι “ομοιομορφία”»11

. Σχολιάζοντας τις προτεινόμενες τότε

ρυθμίσεις του άρθρου 14 παρ. 9, ο Κοντιάδης παρατηρεί ότι: «Δομικό στοιχείο του

πλουραλισμού αποτελεί η αναγνώριση τόσο της πολλαπλότητας των επιλογών και

των αντιλήψεων, όσο και των μέσων έκφρασης ή προάσπισής τους»12

. Στο ίδιο

πλαίσιο ο Οικονόμου εκτιμά ότι: «Το Σύνταγμα θα πρέπει να αναφέρεται γενικά στην

έννοια της πολυφωνίας, προκειμένου να καλύπτεται και η εσωτερική (πολλαπλότητα

στην έκφραση εντός του προγράμματος ή εντός μιας εκπομπής συγκεκριμένου

σταθμού) αλλά και η εξωτερική (πολλαπλότητα στην έκφραση ή στην ιδιοκτησιακή

κατάσταση περισσότερων σταθμών που εκπέμπουν σε ορισμένο πεδίο) έποψη»13

.

Ενόψει των παραπάνω, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο όρος «πολυφωνία» στο άρθρο 14

παρ. 9 εδ. β’ Συντ. καλύπτει τόσο την εξωτερική όσο όμως και την εσωτερική

πολυμέρεια.

Το συνταγματικό έρεισμα της αρχής της πολυφωνίας με τούτη τη

συμπεριληπτική έννοια δεν εντοπίζεται μόνο στο άρθρο 14 παρ. 9. Ήδη πριν τη θέση

σε ισχύ της νέας διάταξης είχε υποστηριχθεί η συναγωγή μιας αρχής πολυφωνικής

πληροφόρησης μέσα από τη συστηματική ερμηνεία των άρθρων 14 παρ. 1, 15 παρ. 2,

5 παρ. 1, 1 και 52 του Συντάγματος14

. Ο σχετικός ερμηνευτικός συλλογισμός

στηριζόταν, πρώτον, στη διαπίστωση ότι η ελεύθερη διάδοση των «στοχασμών», την

οποία κατοχυρώνει το άρθρο 14 παρ. 1 Συντ., δεν έχει νόημα εκτός μιας σχέσης

επικοινωνιακής και ότι για να υπάρξει η σχέση αυτή θα πρέπει, εκτός από την

11

Βλ. Εισήγηση του Ε. Βενιζέλου, όπως παρατίθεται σε Α. Μανιτάκης, Το Σύνταγμα και τα

δικαιώματα του ανθρώπου, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 122 κ.ε. (142). 12

Ξ. Κοντιάδης, «Η οριοθέτηση της σχέσης πολιτικής εξουσίας και μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Πλουραλισμός και διαφάνεια στο επικοινωνιακό σύστημα κατά τα άρθρα 14 και 15 του νέου

Συντάγματος», στο Δ. Τσάτσος/Ε. Βενιζέλος/Ξ. Κοντιάδης (επιμ.), Το Νέο Σύνταγμα: Πρακτικά

Συνεδρίου για το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986/2001, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή

2001, σ. 265 κ.ε., στις σ. 283-284. 13

Α. Οικονόμου, «Η συνταγματική κατοχύρωση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και η

αναθεώρηση του άρθρου 15 του Συντάγματος», στο Γ. Παπαδημητρίου (επιμ.), Αναθεώρηση

Συντάγματος και Εκσυγχρονισμός των Θεσμών, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ. 117 κ.ε.,

στη σ. 135. Στην εσωτερική πολυφωνία αναφέρεται κατά την πραγμάτευση του άρθρου 14 παρ. 9 και ο

Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 3η έκδ. 2006, σ. 322.

14 Βλ. Χ. Ανθόπουλος, «Το δικαίωμα για πλουραλιστική πληροφόρηση: Συνταγματικές όψεις», στου

ιδίου, Νέες διαστάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2001, σ. 12

κ.ε., Α. Οικονόμου, «Η συνταγματική αρχή της πολυφωνίας στο δίκαιο της ραδιοφωνίας και της

τηλεόρασης», στο Γ. Σωτηρέλης/Α. Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Η δυναμική της δημοκρατίας στη

δεκαετία του ’90, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, σ. 292 κ.ε., Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και

κοινωνικά δικαιώματα, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1η έκδ. 1998, σ. 240, αλλά και Π.

Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα Α’, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ. 635 κ.ε. (643), Α.

Μάνεσης, «»Η συνταγματική προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εντύπων και η εφαρμογή της

στην πράξη», στου ιδίου, Συνταγματική θεωρία και πράξη 1954-1979 Ι, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη

1980, σ. 633 κ.ε. (638).

ενεργητική διάσταση του «πληροφορείν», να θεωρηθεί ότι κατοχυρώνεται επίσης η

παθητική διάσταση του «πληροφορείσθαι», δηλαδή το δικαίωμα του κοινού να

λαμβάνει ακώλυτα τις κάθε είδους πληροφορίες, γνώμες, απόψεις, ιδέες κ.ο.κ. Το

δεύτερο στήριγμα του ερμηνευτικού συλλογισμού ήταν η δημοκρατική διάσταση της

ελεύθερης κυκλοφορίας πληροφοριών, γνωμών και απόψεων. Δηλαδή, το επιχείρημα

ότι η λαϊκή κυριαρχία δεν προϋποθέτει μόνο την «ελεύθερη και ανόθευτη» εκδήλωση

της λαϊκής βούλησης κατά την εκλογή κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων (άρθρο 52),

αλλά επίσης, ως προϋπόθεση ακριβώς του «ελεύθερου» και «ανόθευτου» χαρακτήρα

αυτής της βούλησης, τον ελεύθερο ανταγωνισμό ιδεών, συμφερόντων, πληροφοριών

και απόψεων, έτσι ώστε να παρέχονται εχέγγυα ότι η βούληση που σχηματίζεται

ανήκει στους πολίτες και όχι σε εξω-θεσμικά συμφέροντα.

Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται με την πάροδο των ετών και η διαπίστωση της

μεγάλης επιρροής των Μέσων του ηλεκτρονικού ιδίως τύπου. Αναλαμβάνοντας όχι

μόνο μια ελευθερία αλλά και μια εξουσία15

, τα ηλεκτρονικά Μέσα είναι ικανά να

ακυρώσουν ή έστω να διαστρεβλώσουν τον ήδη υπάρχοντα πλουραλισμό ιδεών και

κοινωνικών συμφερόντων. Σε αυτή την ανησυχία βρίσκει εξήγηση και η ειδική

πρόβλεψη του άρθρου 15 παρ. 2 Συντ. ότι το κράτος πρέπει να μεριμνά για την

«αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και

προϊόντων του λόγου και της τέχνης». Στην πρόβλεψη αυτή βρίσκει ένα ακόμη

συνταγματικό έρεισμα η αρχή της πολυφωνίας με την περιεκτική της έννοια: αυτήν

που ενδιαφέρεται για τη δημιουργία στην πράξη συνθηκών πολυφωνικής

ενημέρωσης, κάτι που δεν μπορεί να εγγυηθεί η απλώς εξωτερική ή επιχειρησιακή

πολυμέρεια.

Στις προαναφερθείσες διατάξεις θα πρέπει πλέον να προστεθεί και το νέο

άρθρο 5Α του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει ρητά το δικαίωμα στην

πληροφόρηση (παρ. 1) και το δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της

Πληροφορίας, υπό την έννοια της «πρόσβασης σε πληροφορίες που διακινούνται

ηλεκτρονικά» (παρ. 2)16

. Η κατοχύρωση των δικαιωμάτων αυτών δεν έχει νόημα

15

Βλ. Γ. Σωτηρέλης, «Από την ελευθερία των ΜΜΕ στην ελευθερία έναντι των ΜΜΕ; Το

συνταγματικό πρόβλημα της δημοσιογραφικής δεοντολογίας», στον τόμο: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα,

Όρια και σχέσεις δημοσίου και ιδιωτικού, Αθήνα 1996, σ. 69 κ.ε. 16

Σύμφωνα με τους Βιδάλη και Τάκη, το κανονιστικό νόημα των νέων διατάξεων δεν έγκειται μόνο

στη ρητή κατοχύρωση του ελεύθερου πληροφορείν και πληροφορείσθαι, αλλά επίσης στην προστασία

της ικανότητας του καθενός «να έχει πρόσβαση στο σύνολο της διακινούμενης πληροφορίας που του

είναι αναγκαία για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και τη συμμετοχή του στην κοινωνική ζωή»

(Τ. Βιδάλης/Α. Τάκης, «Το νέο status του πολίτη στην Κοινωνία της Πληροφορίας», στο Δ.

χωρίς την παράλληλη ανάπτυξη και προστασία μιας «σφαίρας δημοσιότητας»17

, στην

οποία δικαιούται κανείς να συμμετέχει ελεύθερα και ισότιμα. Η εν λόγω ίση

ελευθερία των μετόχων της πληροφοριακής δημοσιότητας παρεμποδίζεται από

πρακτικές κατευθυνόμενης ή έστω μονόπλευρης ενημέρωσης, όπου ορισμένες

πληροφορίες προβάλλονται και υπερτονίζονται και άλλες αποσιωπούνται ή

υποβαθμίζονται, σε συνθήκες επίσης όπου η αξιολόγηση αυτών των πληροφοριών

δεν τίθεται σε καθεστώς ισότιμης συζήτησης, αλλά τελεί υπό την επικυριαρχία μιας

μερίδας μεγαλο-επιχειρηματιών, μεγαλο-δημοσιογράφων και ισχυρών κοινωνικών

και πολιτικών παραγόντων, οι οποίοι επιβάλλουν τις ερμηνείες και τις απόψεις τους

σε μία παθητικοποιημένη μάζα τηλεθεατών. Αναγκαία συνθήκη του δικαιώματος

πληροφόρησης είναι λοιπόν η ενεργός διασφάλιση της πολυφωνικής ενημέρωσης, με

μέτρα ρυθμιστικής πολιτικής που θα ευνοούν το δικαίωμα ολόπλευρης

πληροφόρησης των πολιτών, περιορίζοντας την εξουσία όσων κατέχουν καίρια θέση

εντός της σφαίρας της ηλεκτρονικής ιδίως δημοσιότητας.

Η ενότητα των δύο πτυχών της πολυφωνίας και η προτεραιότητα της

πληροφοριακής της διάστασης υπό το πρίσμα ενός δικαιώματος συμμετοχής των

πολιτών στην ηλεκτρονική δημόσια σφαίρα

Σε τούτη την κατεύθυνση συνέτεινε και η εκ μέρους μου υποστήριξη της θέσης ότι

από το σύνολο των προαναφερθεισών διατάξεων μπορεί να συναχθεί, ως ενοποιητική

αρχή, ένα συνταγματικό δικαίωμα συμμετοχής των πολιτών στην ηλεκτρονική

δημόσια σφαίρα18

.

Σε αντιδιαστολή προς ό,τι ισχύει για την προφορική ή και γραπτή

επικοινωνία, η έκφραση στο πεδίο της ηλεκτρονικής δημόσιας σφαίρας προϋποθέτει

αναγκαία ένα σύνθετο πλέγμα δράσεων, το οποίο περιλαμβάνει τόσο την ίδρυση και

λειτουργία ενός σταθμού, ενός καναλιού κ.λπ., όσο όμως και την ενεργοποίηση των

κρατικών μηχανισμών, προκειμένου να καταστεί εφικτή η συνύπαρξη των

Χαραλάμπης κ.α., Τηλεπικοινωνίες στην κοινωνία της πληροφορίας, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη

2003, σ. 79 κ.ε., στη σ. 80). 17

Βλ. Α. Τάκης, «“Ακατάλληλον δι’ενηλίκους”: Μια πατερναλιστική ερμηνεία του νέου άρθρου 5Α

παρ. 1 του Συντάγματος», στο Χ. Σαββάκης κ.α., Νέες τεχνολογίες και συνταγματικά δικαιώματα,

Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 75 κ.ε., στη σ. 76. 18

Βλ. Κ. Στρατηλάτης, Συντάσσοντας το δικαίωμα, κεφ. 5-6 και passim.

διαφορετικών επιχειρηματικών και επικοινωνιακών μονάδων. Ο αριθμός των

τελευταίων δεν μπορεί να είναι μεγάλος και τούτο όχι μόνο λόγω του προβλήματος

των συχνοτήτων (το οποίο άλλωστε αμβλύνεται σημαντικά με τις εξελίξεις στο χώρο

της ψηφιακής τηλεόρασης), αλλά και επειδή οι σημαντικοί κεφαλαιακοί και

διαφημιστικοί πόροι που απαιτούνται για τη λειτουργία τέτοιας μονάδας τελούν υπό

καθεστώς σπανιότητας. Η χρήση του όρου «συμμετοχή» αποτυπώνει το σύνθετο

χαρακτήρα των κρατικών και επιχειρηματικών δράσεων που απαιτούνται, ώστε να

δημιουργηθεί το πεδίο της ηλεκτρονικής δημόσιας σφαίρας. Αλλά όχι μόνο τούτο.

Παρατηρούμε ότι τα πιο κρίσιμα προβλήματα της επικοινωνιακής σχέσης που

συγκροτούν τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ δεν έχουν να κάνουν με τη δυνατότητα έκφρασης

των δημοσιογραφικών ή επιχειρηματικών συντελεστών τους, αλλά με το πεδίο της

πρόσληψης του λόγου που αυτοί εκφέρουν και εκπέμπουν. Οι απομακρυσμένοι

τηλεθεατές δεν θα πρέπει να εκληφθούν και να αντιμετωπιστούν ως τελείως

παθητικοί, διότι πρόκειται για πολίτες. Προς τούτο, απαιτείται η μερική τουλάχιστον

άρση της δομικής πάντως ανισότητας που εγκλείει η σχέση μεταξύ ρ/τ παραγωγού ή

δημοσιογράφου και τηλεθεατή ή ακροατή. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο όρος «συμμετοχή»

φιλοδοξεί να συμπυκνώσει την εξισωτική διάσταση των αναγκαίων νομικών και

πολιτικών δράσεων που απαιτούνται προς την κατεύθυνση μιας κάποιας

εξισορρόπησης στη σχέση μεταξύ των ισότιμων κατ’ αρχήν μετόχων της

επικοινωνιακής δράσης.

Δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ στα επιμέρους θεωρητικά και

ερμηνευτικά ζητήματα που εγείρει η θέση μας. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι η

υιοθέτηση της οπτικής ενός δικαιώματος συμμετοχής των πολιτών στην ηλεκτρονική

δημόσια σφαίρα φέρνει, από κανονιστική σκοπιά, σε ίση θέση τον πολίτη-δέκτη της

ενημέρωσης και τους διάφορους συντελεστές της ραδιοτηλεοπτικής παραγωγής και

εκπομπής (επιχειρηματίες, διευθυντικά επιτελεία, δημοσιογράφους, δημιουργούς

οπτικοακουστικού έργου κ.ο.κ.) Η επικέντρωση στον πολίτη και στην εξισωτική

διάσταση του δικαιώματος οδηγεί όμως και σε ένα ακόμη συμπέρασμα: ότι στη

σχέση μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πολυμέρειας η δεύτερη διαθέτει

κανονιστική προτεραιότητα έναντι της πρώτης. Διότι για να επιδιωχθεί η

επικοινωνιακή ισοτιμία των φορέων του δικαιώματος και για να αρθεί η αναφερθείσα

δομική ανισότητα, έτσι ώστε να μπορούμε να κάνουμε λόγο για ίση συμμετοχή, δεν

αρκεί η διασφάλιση μιας σφαίρας ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρηματικών

μονάδων ΜΜΕ. Τέτοια διασφάλιση σχετίζεται μόνο έμμεσα και ενδεχομενικά με το

συμφέρον του τηλεθεατή να ενημερώνεται κατά τρόπο πλήρη.

Η εξωτερική πολυμέρεια αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και επαρκή συνθήκη για

την ικανοποίηση του δικαιώματος συμμετοχής των πολιτών στη δημόσια σφαίρα των

ρ/τ ΜΜΕ. Η ρυθμιστική πολιτική που σκοπεί σε προώθηση της εξωτερικής

πολυμέρειας θα πρέπει λοιπόν να συμπληρώνεται από μέτρα διασφάλισης ελάχιστων

όρων πολυφωνίας στις δημοσιογραφικές, πολιτικές και ενημερωτικές εκπομπές. Οι

μορφές θεσμικής παρέμβασης για διασφάλιση της επιχειρησιακής πολυμέρειας

αφενός και της πληροφοριακής πολυφωνίας αφετέρου είναι βέβαια διαφορετικές και

ως ένα βαθμό αυτοτελείς. Όμως η επίτευξη του συνολικού ρυθμιστικού

αποτελέσματος προϋποθέτει την παράλληλη ενεργοποίησή τους, με τρόπο μάλιστα

ώστε η ένταση της ρυθμιστικής παρέμβασης στο ένα πεδίο να εξαρτάται από την

επιτυχία του ρυθμιστικού ενεργήματος στο άλλο. Ο σχεδιασμός και η εξειδίκευση

των παρεμβάσεων θα πρέπει να υπακούουν στη λογική της συνέργειας, με κοινό

παρανομαστή το ενεργό ενδιαφέρον των θεσμών για όλους τους μετόχους της

επικοινωνιακής σχέσης και όχι μόνο για τους ρ/τ παραγωγούς ή τους

δημοσιογράφους.

Προτεινόμενες πολιτικές για την ενίσχυση της πληροφοριακής πολυφωνίας

Θα κλείσουμε την παρούσα εισήγηση με μερικές προτάσεις που έχουν διττό σκοπό.

Αφενός να θέσουν ένα πλαίσιο για την άσκηση ρυθμιστικής πολιτικής που θα έχει ως

σκοπό την ενίσχυση της πληροφοριακής πολυφωνίας ειδικά στα ειδησεογραφικά και

ενημερωτικά προγράμματα και, αφετέρου, να απαλύνουν ορισμένες αμφιβολίες ή

ενστάσεις, οι οποίες θα είχαν να κάνουν με το ερώτημα εάν τέτοιες δράσεις μπορούν

να είναι συμβατές με τη δημοσιογραφική ελευθερία.

Σε ένα πρώτο στάδιο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ορθά κατανοούμενη η

εν λόγω ρυθμιστική πολιτική δεν συνιστά (μόνο) περιορισμό της αυτονομίας του

δημοσιογράφου, αλλά (επίσης) επέκταση και εμπλουτισμό της. Η δημοσιογραφική

αυτονομία δεν προστατεύεται αλλά καθίσταται έρμαιο πολλαπλών κινδύνων, όταν το

κράτος αδιαφορεί απέναντι στην ανάγκη διατύπωσης όρων τους οποίους καλείται να

σεβαστεί κάθε συντελεστής του χώρου των ΜΜΕ και οι οποίοι, ως εκ τούτου, θέτουν

ένα αντικειμενικό πλαίσιο διεξαγωγής του καλώς νοούμενου δημοσιογραφικού

ανταγωνισμού.

Τέτοιοι όροι είναι αυτοί που έχουν ήδη διατυπωθεί μέσα από τη διεργασία

συρρύθμισης που προβλέπει το άρθρο 3 παρ. 15 του νόμου 2328/1995. Έχω εδώ κατά

νου τις σταθμισμένες αλλά δυστυχώς μη τηρούμενες ρυθμίσεις του Κώδικα

Δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών

εκπομπών, ο οποίος κυρώθηκε με το Π.Δ. 77/2003. Ειδικά ως προς το ζήτημα της

πληροφοριακής πολυφωνίας, θα πρέπει να αναφερθεί η διάταξη του άρθρου 14 παρ.

1, η οποία ορίζει ότι «τα δελτία ειδήσεων πρέπει να συντάσσονται με ακρίβεια,

αντικειμενικότητα και τη μεγαλύτερη δυνατή πολυμέρεια» και ότι «η υποχρέωση

αυτή κατισχύει κάθε, έστω και έμμεσης, επιχειρηματικής και οικονομικής εν γένει

επιδίωξης του ραδιοφωνικού ή του τηλεοπτικού σταθμού», καθώς και η διάταξη του

άρθρου 15 παρ. 1, η οποία ορίζει ότι «ειδήσεις και σχόλια, κρίσεις ή απόψεις πρέπει

να διακρίνονται με τρόπο σαφή» και ότι «υποθέσεις ή πιθανολογήσεις δεν

παρουσιάζονται ως γεγονότα».

Ανάλογες δεοντολογικές υποδείξεις θα μπορούσαν να τεθούν και μέσα από

την μη ενεργοποιημένη δυστυχώς μέχρι σήμερα πρόβλεψη του άρθρου 8 Ν.

2863/2000 για κατάρτιση πολυμερών συμβάσεων αυτοδέσμευσης από τους

εμπλεκόμενους φορείς. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι η μη κατάρτιση και η μη

προσχώρηση σε τέτοιες συμβάσεις αποτελεί παραβίαση της ρ/τ νομοθεσίας που

μπορεί να επισύρει μέχρι και την αφαίρεση της άδειας λειτουργίας (άρθρο 8, παρ. 1

εδ. τελευταίο Ν. 2863/2000), καθώς και ότι η τήρηση κανόνων δεοντολογίας

αποτελεί σημαντικό κριτήριο αξιολόγησης για τη χορήγηση άδειας (άρθρο 2 παρ. 6

εδ. τελευταίο Ν. 2328/1995). Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και πριν τη διαδικασία

χορήγησης νέων αδειών εναπόκειται στο ΕΣΡ να ενεργοποιήσει και να εξειδικεύσει

ίσως τις ρυθμίσεις αυτές19

.

Η επιδίωξη της πληροφοριακής πολυφωνίας δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο

στην απαίτηση για αντικειμενική μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων. Το άρθρο 15

19

Τέτοια εξειδίκευση θα μπορούσε να λάβει τη μορφή κανόνων ή έστω προτροπών που ισχύουν για

όλους. Τέτοιοι κανόνες θα μπορούσαν να υποδεικνύουν λ.χ. ότι τα δελτία ειδήσεων πρέπει να

παρουσιάζουν περισσότερα των δύο ή τριών θεμάτων, ότι ο χρόνος που διατίθεται για παρουσίαση των

σχολίων και των απόψεων των δημοσιογράφων στα παράθυρα του δελτίου δεν μπορεί να υπερβαίνει

το χρόνο που διατίθεται για ρεπορτάζ, ότι σε κάθε δελτίο πρέπει να διατίθεται επαρκής χρόνος για την

παρουσίαση θεμάτων που άπτονται των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων σε άλλες χώρες της Ε.Ε.

ή και ότι τα ειδησεογραφικά δελτία οφείλουν να παρέχουν συνεχή ροή ειδήσεων στο περιθώριο της

τηλεοπτικής εικόνας.

παρ. 2 του Συντάγματος κάνει επίσης λόγο για «ίσους όρους» κατά τη διεργασία της

πληροφόρησης. Η συνταγματική αυτή απαίτηση καλύπτεται μόνον εφόσον παρέχεται

ισότιμη (και όχι απλώς αναλογική της εκλογικής ή κοινωνικής επιρροής) πρόσβαση

στον τηλεοπτικό χρόνο σε κάθε κοινωνικό και πολιτικό φορέα που ενδιαφέρεται για

την είδηση η οποία προβάλλεται, όταν τουλάχιστον οι συντελεστές του δελτίου

ειδήσεων έχουν επιλέξει να προχωρήσουν οι ίδιοι σε εκτενή σχολιασμό. Οι επιδόσεις

των ειδησεογραφικών προγραμμάτων της χώρας μας στο ζήτημα αυτό είναι δυστυχώς

φτωχές, ενώ οι συστάσεις του ΕΣΡ εξαντλούνται στην υπόδειξη περί αναλογικής

προβολής των μικρότερων κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή.

Τη δυνατότητα διεύρυνσης της πρόσβασης των μειοψηφικών ιδίως απόψεων

στον τηλεοπτικό χρόνο παρέχει έστω και οριακά η υπάρχουσα νομοθεσία.

Εξειδικεύοντας το δικαίωμα απάντησης και επανόρθωσης του άρθρου 14 παρ. 5 του

Συντάγματος, το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β’ του Π.Δ. 100/2000 ορίζει ότι τέτοιο δικαίωμα

«έχει και κάθε πολιτικό κόμμα, συνδικαλιστικός, κοινωνικός ή άλλος συλλογικός

φορέας, καθώς και τα στελέχη τους, όταν οι απόψεις τους για ένα ζήτημα που άπτεται

των δραστηριοτήτων τους, παραποιούνται ή αποσιωπούνται κατά τρόπο που

αλλοιώνεται η εντύπωση του ακροατή ή τηλεθεατή για το πραγματικό περιεχόμενο των

απόψεων αυτών» (η υπογράμμιση είναι δική μου).

Προς την παραπάνω κατεύθυνση, κρίσιμη θα μπορούσε να αποδειχθεί η

σύσταση, στα πλαίσια και με πρωτοβουλία του ΕΣΡ, Διαρκούς Διαβούλευσης μεταξύ

των σταθμών, της εκάστοτε κυβέρνησης, εκπροσώπων των κομμάτων και

εκπροσώπων της κοινής γνώμης, με ειδικό αντικείμενο την προώθηση της

πληροφοριακής πολυφωνίας, της αντικειμενικότητας και της πληρότητας των δελτίων

ειδήσεων και των λοιπών ενημερωτικών και δημοσιογραφικών εκπομπών κάθε

σταθμού20

. Στο πλαίσιο αυτής της Διαβούλευσης θα μπορούσαν να εκδίδονται

πορίσματα περί της υπάρχουσας κατάστασης και να ενεργοποιούνται οι

αυτορρυθμιστικές διεργασίες του νόμου 2863/2000, με τρόπο ώστε τα ζητήματα να

τίθενται ανοιχτά «στο τραπέζι», με μόνο γνώμονα πλέον τη βελτίωση της

ενημέρωσης και με μόνη πολιτική στόχευση τον εμπλουτισμό της δημοκρατικής

κουλτούρας των Μέσων, των κομμάτων και των πολιτών.

20

Η πρόταση αυτή περιέχεται στη Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πολυφωνία στα

ΜΜΕ. Βλ. στο πρώτο τμήμα αυτού του κειμένου.

Εν πάση περιπτώσει, αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι παραπάνω προτάσεις,

καλόπιστα νοούμενες, δεν θιγούν αλλά αντίθετα προωθούν όρους αυτόνομης

άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, σε καθεστώς όμως ισοτιμίας του

δημοσιογράφου και των άλλων «ενεργών» συντελεστών του τηλεοπτικού χώρου με

τον τηλεθεατή. Από την άλλη πλευρά, εφόσον λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη το

συνταγματικό χαρακτήρα της απαίτησης για πληροφοριακή πολυφωνία, θα πρέπει να

καταστεί σαφές προς όλες τις πλευρές ότι τα παραπάνω δεν αποτελούν ένα μεταξύ

άλλων ευχολόγιο, αλλά αναγκαία συνθήκη δυνατότητας της δημοκρατίας στη χώρα

μας (περαιτέρω, το μόνο ρεαλιστικό δρόμο για οικονομική ανάπτυξη και ευημερία

όλων και του καθενός από εμάς ξεχωριστά). Προς τούτο δεν αρκούν οι ειδικές

ποσοτικές ρυθμίσεις περί της προεκλογικής περιόδου, οι οποίες θα πρέπει βέβαια να

τροποποιηθούν προς το αναλογικότερο, όσο κι αν αυτό αντίκειται στα συμφέροντα

των δύο κύριων πολιτικών δυνάμεων, όσο κι αν αυτό βλάπτει τη δραματικότητα των

δελτίων ειδήσεων. Η δημοκρατία δεν αποτελεί ζήτημα αντιπαράθεσης του «καλού»

και του «κακού», αλλά στοίχημα που καλεί σε λεπτομερείς και στοχευμένες δράσεις,

συνεργασίες και συνέργειες.