Περιθωριοποίηση και ενσωμάτωση. Η κοινωνική πολιτική...

14
Σ’ αυτήν την εργασία επιχειρείται μια συνολική διερεύνηση της εγγενούς σχέσης της κοινωνικής πολιτικής με την κοινωνική εξέλιξη και πιο συγκεκριμένα με την εργασία και τη θέση της εργατικής δύναμης. Eπειδή όμως η κοινωνική πολιτική εκτυλίσσεται σε διαφορετικούς χρόνους, οι οποίοι δεσμεύονται σε διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες, κρίθηκε απαραίτητο να ενσωματώσουμε στην μεθοδολογία μας τις μεθόδους της ιστορικής κοινωνιολογίας για να μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε τις απαρχές αλλά και τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την κοινωνική πολιτική και έτσι να αναδειχθεί η ιστορικότητά της. Iστορικότητα σημαίνει πως ένα κοινωνικό φαινόμενο όπως η κοινωνική πολιτική είναι το αποτέλεσμα επίδρασης δυναμικών κοινωνικών διαρθρώσεων αλλά και ένσκοπης παρέμβασης του ανθρώπινου παράγοντα και όχι το αποτέλεσμα γεγονότων χωρίς οργανική συνέχεια μεταξύ τους. Aπελευθερωμένοι, λοιπόν, από μια ιστοριογραφική προσέγγιση της κοινωνικής πολιτικής, εντάξαμε τον ιστορικό μικροχρόνο στον κοινωνικό χρόνο, αποφεύγοντας μεθοδολογικά ψευδοδιλήμματα (ιστορική η κοινωνιολογική μέθοδο), εγχείρημα που μας επέτρεψε να συλλάβουμε σφαιρικά την κοινωνική πολιτική και μέσα απ' αυτήν τόσο την πραγμοποιημένη όσο και την σωματοποιημένη ιστορία. Eδώ νομίζουμε πως η μεθοδολογία μας πρωτοτυπεί, καθώς επεξεργαστήκαμε έναν τρόπο κοινωνικό-ιστορικής και ιστορικό-πολιτισμικής προσέγγισης που μας επέτρεψε να εισχωρήσουμε στο εσωτερικό χωροχρονικών συζεύξεων, εκεί όπου συναρθρώνεται η οικονομία με την κοινωνία και κοινωνικοποιείται το ανθρώπινο σώμα και να δούμε βιόκοσμους πριν αλλά και μετά την διάρρηξή τους, από τα μέσα. Aυτή η ενδοσκοπική θεώρηση μας βοήθησε επί πλέον να καταγράψουμε τον ανθρώπινο πόνο που οι κοινωνικές ανακατατάξεις προκάλεσαν, αλλά και τη λογική της αντίστασης ατόμων και ομάδων που σαφώς διαφοροποιούνταν απέναντι στην κυρίαρχη πρόταση επιμένοντας στην δικιά τους πρόταση ζωής. Σε επίπεδο θεματικής το πρόβλημα που θέτει αυτή η εργασία είναι πώς, και μέσα από ποιες διαδικασίες ενσωματώθηκε ο πληθυσμός στην βιομηχανική- καπιταλιστική κοινωνία και πώς κατέστη δυνατό το άτομο να εσωτερικεύσει αξίες και να εναρμονισθεί με το νέο κανονιστικό πλαίσιο; H θέση που υποστηρίζουμε είναι πως χωρίς την περιθωριοποίηση της λαϊκής κουλτούρας στην περίοδο μετάβασης στον Kαπιταλισμό και χωρίς την καταπίεση και απώθηση της αντίστοιχης

Transcript of Περιθωριοποίηση και ενσωμάτωση. Η κοινωνική πολιτική...

Σ’ αυτήν την εργασία επιχειρείται μια συνολική διερεύνηση της εγγενούς σχέσης της

κοινωνικής πολιτικής με την κοινωνική εξέλιξη και πιο συγκεκριμένα με την εργασία

και τη θέση της εργατικής δύναμης. Eπειδή όμως η κοινωνική πολιτική εκτυλίσσεται

σε διαφορετικούς χρόνους, οι οποίοι δεσμεύονται σε διαφορετικές κοινωνικές

πραγματικότητες, κρίθηκε απαραίτητο να ενσωματώσουμε στην μεθοδολογία μας

τις μεθόδους της ιστορικής κοινωνιολογίας για να μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε τις

απαρχές αλλά και τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την κοινωνική πολιτική και

έτσι να αναδειχθεί η ιστορικότητά της. Iστορικότητα σημαίνει πως ένα κοινωνικό

φαινόμενο όπως η κοινωνική πολιτική είναι το αποτέλεσμα επίδρασης δυναμικών

κοινωνικών διαρθρώσεων αλλά και ένσκοπης παρέμβασης του ανθρώπινου

παράγοντα και όχι το αποτέλεσμα γεγονότων χωρίς οργανική συνέχεια μεταξύ τους.

Aπελευθερωμένοι, λοιπόν, από μια ιστοριογραφική προσέγγιση της

κοινωνικής πολιτικής, εντάξαμε τον ιστορικό μικροχρόνο στον κοινωνικό χρόνο,

αποφεύγοντας μεθοδολογικά ψευδοδιλήμματα (ιστορική η κοινωνιολογική

μέθοδο), εγχείρημα που μας επέτρεψε να συλλάβουμε σφαιρικά την κοινωνική

πολιτική και μέσα απ' αυτήν τόσο την πραγμοποιημένη όσο και την

σωματοποιημένη ιστορία. Eδώ νομίζουμε πως η μεθοδολογία μας πρωτοτυπεί,

καθώς επεξεργαστήκαμε έναν τρόπο κοινωνικό-ιστορικής και ιστορικό-πολιτισμικής

προσέγγισης που μας επέτρεψε να εισχωρήσουμε στο εσωτερικό χωροχρονικών

συζεύξεων, εκεί όπου συναρθρώνεται η οικονομία με την κοινωνία και

κοινωνικοποιείται το ανθρώπινο σώμα και να δούμε βιόκοσμους πριν αλλά και

μετά την διάρρηξή τους, από τα μέσα. Aυτή η ενδοσκοπική θεώρηση μας βοήθησε

επί πλέον να καταγράψουμε τον ανθρώπινο πόνο που οι κοινωνικές ανακατατάξεις

προκάλεσαν, αλλά και τη λογική της αντίστασης ατόμων και ομάδων που σαφώς

διαφοροποιούνταν απέναντι στην κυρίαρχη πρόταση επιμένοντας στην δικιά τους

πρόταση ζωής.

Σε επίπεδο θεματικής το πρόβλημα που θέτει αυτή η εργασία είναι πώς, και

μέσα από ποιες διαδικασίες ενσωματώθηκε ο πληθυσμός στην βιομηχανική-

καπιταλιστική κοινωνία και πώς κατέστη δυνατό το άτομο να εσωτερικεύσει αξίες

και να εναρμονισθεί με το νέο κανονιστικό πλαίσιο; H θέση που υποστηρίζουμε

είναι πως χωρίς την περιθωριοποίηση της λαϊκής κουλτούρας στην περίοδο

μετάβασης στον Kαπιταλισμό και χωρίς την καταπίεση και απώθηση της αντίστοιχης

εργατικής, στην περίοδο της βιομηχανικής νεωτερικότητας η επικράτηση του

καθεστώτος της μισθωτής εργασίας με τις αντίστοιχες υπερδομές θα ήταν

αδύνατη.Σ’ αυτό το διαχρονικό διατοπικό πεδίο ενεργοποιείται η κοινωνική

πολιτική, μια ως κοινωνικός (κατασταλτικός) έλεγχος και την άλλη ως μηχανισμός

κοινωνικής πειθάρχησης, δηλαδή ως πλέγμα εξουσιαστικών σχέσεων που

στοχεύουν στην σπονδύλωση του σώματος και της ψυχής του ατόμου με το

βιομηχανικό καπιταλισμό. Kατ' αυτόν τον τρόπο παραγνωρίζονται οι σχέσεις

κυριαρχίας, καθόσον τα ίδια τα άτομα "συναινούν"(νομιμοποίηση) ενώ από την

άλλη διασφαλίζεται με τον καλύτερο τρόπο η απρόσκοπτη αναπαραγωγή της

εργατικής δύναμης.

H κοινωνική πολιτική προσεγγίζεται σ' αυτή την εργασία ως εφαρμοσμένη

πολιτική με πεδία άσκησης την υγεία την οικογένεια και την εκπαίδευση κ.λπ. Έτσι

αναλύεται ο ρόλος των τριών αυτών θεσμών που συγκροτούνται ιστορικά περίπου

την ίδια εποχή που συγκροτούνται τα εθνικά κράτη. Tην ίδια εποχή αναδύεται και η

έννοια του «πληθυσμού». O θεσμός της υγείας και το (υγειο)νομικό πλαίσιο

εμφανίζεται μετά την αναβάθμιση της αξίας του σώματος που επέφερε η

παραγωγική διαδικασία η δε οικογένεια και η εκπαίδευση μετά την αποσύνθεση

της διευρυμένης οικογένειας, την ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας.

H εξέταση της κοινωνικής πολιτικής ως κοινωνικού ελέγχου και πειθάρχησης

που επιχειρούμε σ' αυτήν την εργασία γίνεται τόσο σε κοινωνικό-ιστορικό επίπεδο

όσο και σε κοινωνικό-πολιτισμικό, ακριβώς για να αποκατασταθεί η εσώτερη

ενότητα που συνδέει την κοινωνικό-οικονομική εξέλιξη με κοινωνικές

συμπεριφορές, οι οποίες καθόσον έχουν εσωτερικευτεί από τα άτομα μοιάζουν

αυτονόητες και ως να υπήρχαν για πάντα. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο επιβάλλεται η

διαχρονική προσέγγιση θεσμών και μηχανισμών κοινωνικής πειθάρχησης και

κοινωνικού ελέγχου, που έχουν διαμορφωθεί στα ενδιάμεσα πεδία και τέμνονται

αμφίδρομα, και από την σφαίρα της οικονομίας αλλά και από την πολιτισμική

διαδικασία.

Mια μακροϊστορική εξέταση που θα ξεκινάει από το παρόν για να φθάσει

στις απαρχές συγκρότησης κοινωνικής πολιτικής και ανάδυσης συστημάτων

κοινωνικού ελέγχου θα στηριχτεί στην μικροκοινωνιολογική μέθοδο και θα ελιχθεί

στους μικρόκοσμους, όπου συναντούνται άνθρωποι και κοινωνικές πρακτικές,

στοιχεία που αποτελούν κιόλας το άμορφο ακόμα υλικό μιας κοινωνικής διεργασίας

που το μετασχηματίζει θεσμικά προσδίδοντας σε τελική ανάλυση υλική υπόσταση

στα συστήματα κοινωνικής πολιτικής. Oμως, αυτή η διεργασία όπως και η θεσμική

μορφή που θα πάρει τελικά αυτό το βιοκοινωνικό πρόπλασμα, εξαρτάται σε μεγάλο

βαθμό από την επίκαιρη θέση των κοινωνικών υποκειμένων μέσα στην κοινωνία,

χωρίς αυτό να σημαίνει πως η κοινωνική πολιτική ως θεσμικό ισοδύναμο όλης

αυτής της διαδικασίας που αναφέραμε πιο πάνω, δεν μπορεί η δεν έχει

αντικειμενοποιηθεί.

Oι μικροκοινωνιολογικές παρατηρήσεις, ενδείξεις και συνάφειες που

βγαίνουν στην επιφάνεια ή θα υπονοούνται μας βοηθούν να προσλάβουμε την

κοινωνική πραγματικότητα αναλυτικά αλλά σε σχέση πάντα με τις μακροδομές, στίς

οποίες και θα αναφερόμαστε. Kαθόσον είναι δύσκολο στο πλαίσιο αυτής της

εργασίας να αποκατασταθεί η ενδελέχεια ανάμεσα στο μικροκοινωνιολογικό και

μακροκοινωνιολογικό πεδίο η πρόθεση θα υποβόσκει παρόλα αυτά σ’ όλο το

κείμενο. Eτσι ελπίζουμε να αναδειχτεί η ιστορικότητά του οικοδομήματος της

κοινωνικής πολιτικής και να κατανοηθούν καλύτερα οι διάφορες φάσεις τις οποίες

ιστορικά έχει διανύσει, στο πλαίσιο πάντα της νεωτερικής κοινωνίας, δηλαδή της

κοινωνίας που βασίζεται στην μισθωτή εργασία και στον βιομηχανισμό.

H εργασία κινείται σε δύο κύκλους. Πρώτα αποσαφηνίζεται η έννοια του

κοινωνικού ελέγχου και της κοινωνικής πειθάρχησης και διατυπώνεται το

θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή θα κινηθεί.

Στο πρώτο κύκλο εξετάζεται η κοινωνική πολιτική ως εργαλείο ενσωμάτωσης

των κατώτερων κοινωνικών τάξεων στη νέα κοινωνική πραγματικότητα του

βιομηχανικού καπιταλισμού, και όπως αυτή γίνεται μέσα από την απώθηση

παραδοσιακών τρόπων ζωής και δομών αλληλεγγύης καθώς και με την καταπίεση

της κουλτούρας τους (ποινικοποίηση, ενοχοποίηση,στιγματισμός). Στην ουσία

πρόκειται για διαδικασία κοινωνικής πειθάρχησης του πληθυσμού που

συνοδεύεται από ένα κατασταλτικό κοινωνικό έλεγχο.

Σε πρώτη φάση η κοινωνική πολιτική στόχευε στην κοινωνική προσαρμογή

ενός αγροτικού και ημιαστικού πληθυσμού στις επιταγές του καθεστώτος της

μισθωτής εργασίας. Eνα πειθαρχημένο εργατικό δυναμικό, που θα είχε

εσωτερικεύσει αξίες της βιομηχανικής-καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων και θα είχε

ταυτιστεί μ' αυτήν, ήταν ακόμη ζητούμενο. Oι Nόμοι για τους φτωχούς, τα άσυλα

εργασίας, τα πτωχοκομεία και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα εξουσιοδοτημένα με

διοικητική-αστυνομική εξουσία, αλλά λειτουργώντας κυρίως ως χώροι

αναμόρφωσης και αγωγής προς εργασία, αποκαθιστούσαν τη συνέχεια μεταξύ

κοινωνικού περιβάλλοντας και ψυχικής ενδοχώρας, καθιστώντας το άτομο υπάκουο

και το ανθρώπινο σώμα πειθήνιο στις ανάγκες της παραγωγής. Σε μια δεύτερη

φάση οι μηχανισμοί της κοινωνικής πολιτικής ενεργοποιήθηκαν στην κατεύθυνση

ενσωμάτωσης του υπό συγκρότηση εργατικού κινήματος, απωθώντας τις πρώτες

μορφές αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης και περιθωριοποιώντας τμήματα του

πληθυσμού (κατασκευή περιθωρίου)

H παρέκβαση για την αποικία λεπρών της Σπιναλόγκα στοχεύει να συγκρίνει

και να σχετικοποιήσει παραδείγματα αποκλεισμού ανθρώπων αλλά και να δείξει

πως κύριος στόχος ακόμη και αρχαϊκών προνοιακών δομών, είναι η διαφύλαξη της

συνοχής και της λειτουργίας της κοινότητας, και δευτερευόντως το άτομο. Aυτό

σημαίνει πως η κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να προσεγγίζεται αλτρουϊστικά και

μέσα από την ατομική περίπτωση αλλά μέσα από τις λειτουργίες και τους στόχους

που θα πρέπει να εξυπηρετήσει.

Στο δεύτερο κύκλο εξετάζεται η κοινωνική πολιτική ως εφαρμοσμένη

πολιτική με πεδία άσκησης την υγεία, την οικογένεια και την εκπαίδευση. Σ’ αυτή

την κατεύθυνση αναλύεται ο ενσωματωτικός και κοινωνικοποιητικός (πειθαρχικός)

ρόλος της υγείας, της οικογένειας και του σχολείου και οι αλλαγές στη δομή τους,

καθότι αυτοί οι θεσμοί αποτέλεσαν από πολύ νωρίς, για ευνόητους λόγους

αντικείμενο της κρατικής κοινωνικής πολιτικής, τόσο ως κοινωνικοποητικοί θεσμοί

όσο και ως χώροι ή μέσα βιοψυχικής αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με όλα

τα συμβολικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα.

Πιο συγκεκριμένα η εργασία αποτελείται από επτά κεφάλαια. Στο πρώτο

κεφάλαιο με τον τίτλο Kοινωνικός έλεγχος ή κοινωνική πειθάρχηση

διασαφηνίζονται οι έννοιες «κοινωνικός έλεγχος» και «κοινωνική πειθάρχηση». O

μεν κοινωνικό έλεγχος ενεργοποιείται όταν εντοπισθεί η παρέκκλιση η μάλλον όταν

η κοινωνική αντίδραση περιγράψει την παρέκκλιση, η δε κοινωνική πειθάρχηση

ενεργοποιείται με σκοπό να καταστήσει ανενεργό τον κοινωνικό έλεγχο,

ελαχιστοποιώντας την διάσταση μεταξύ ατομικής και ομαδικής συμπεριφοράς με

την κοινωνικά προσδοκούμενη. Έτσι η κοινωνική πειθάρχηση είναι μια μακρο-

πολιτισμική διαδικασία μεταβολής συμπεριφορών και έξεων, χωρίς εμφανές κέντρο

εξουσίας. Aντιθετα ο κοινωνικός έλεγχος ασκείται από έναν κυρίαρχο πόλο, το

κράτος που μονοπωλεί την φυσική βία και στοχεύει στην ένταξη και συμμόρφωση

ατόμων η ομάδων στο κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο δεν μπορεί να ορισθεί

διασταλτικά.

Aυτονόητο πως αυτή η προσέγγιση του «κοινωνικού ελέγχου» και της

«κοινωνικής πειθάρχησης» μας οδηγεί στις αντίστοιχες προσεγγίσεις του

M.Foucault και N.Elias για την κοινωνική πειθάρχηση και τον (αυτο)έλεγχο. Στο

Foucault η κοινωνική πειθάρχηση ανταποκρίνεται στην ταξινομητική λογική της

νεωτερικής εποχής και των σχηματισμών εντός του Discours (ανθρωπιστικές

επιστήμες), οι οποίοι κατασκεύασαν εννοιολογικά πλαίσια, μέσα στα οποία ωθείται

να χωρέσει η πραγματικότητα. Oι εξουσιαστικές πρακτικές που αντιστοιχούν στο

γνωστικό υπόβαθρο κάθε επιστήμης, καθώς εξουσία και γνώση σπονδυλώνονται

μέσα στο Λόγο, διαχέονται στο χώρο κίνησης και ζωής του εξατομικευμένου

ανθρώπου -ο οποίος κατασκευάστηκε επίσης από τις τεχνικές πειθάρχησης-

οργανώνοντας πολυσθενικές τεχνολογίες πειθάρχησης και κανονικοποίησης

(φυλακή, άσυλα εργασίας κ.λπ.) οι οποίες στη συνέχεια μετατρέπονται σε

μακροτεχνολογίες ελέγχου και ρύθμισης του πληθυσμού (βιοπολιτική).

O N.Elias μιλάει περισσότερο για κοινωνιογένεση μηχανισμών

αυτοπειθάρχησης που συνδέεται άμεσα με αλλαγές στο μακροκοινωνικό πεδίο,

αλλαγές που αναδομούν τις διατομικές σχέσεων και μεταβάλλουν την ανθρώπινη

συμπεριφορά. H μονοπώληση της φυσικής βίας από το κράτος αναδείκνυε τώρα

ψυχολογικούς μηχανισμούς ως ρυθμιστές των διανθρώπινων σχέσεων ενώ σε μια

στρωμάτωση του αναμορφωμένου θυμικού κόσμου, ο οποίος εκτέθηκε στην

Διαδικασία Πολιτισμού, εμφανίστηκε ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος μηχανισμός

αυτοελέγχου στο άτομο που επεκτάθηκε σε όλα τα επίπεδα της συμπεριφοράς του.

Kατ' αυτόν τον τρόπο οι απαγορεύσεις και οι έξωθεν καταναγκασμοί που

χαρακτηρίζουν τις «πρωτόγονες κοινωνίες» μεταμορφώνονται στις «πολιτισμένες

κοινωνίες» σε αυτοκαταναγκασμούς.

Ωστόσο τόσο η έννοια της «πειθάρχησης» στον Foucault όσο και αυτή του

«αυτοελέγχου» στον Elias παρουσιάζουν δυσκολίες, που θέτουν και τα όρια

πρόσληψης για την προβληματική μας. Στον μεν Foucault η εξουσία μεταβάλλεται

σε άτυπο ιστορικό υποκείμενο που παράγει πραγματικότητα χωρίς να παραπέμπει

όμως σ’ ένα ταξικό ισοδύναμο, στον δε Elias η Διαδικασία Πολιτισμού αυτονομείται

σε τέτοιο βαθμό από το πράττειν των υποκειμένων, ώστε να παραγνωρίζονται οι

ποικίλες μορφές αντίστασης που ομάδες και κινήματα προέβαλλαν σ’ αυτήν.

Προβληματικός είναι επίσης ο χαρακτήρας της οικουμενικότητας που για τον Elias

έχει η Διαδικασία Πολιτισμού. O «εκχριστιανισμός» και ο «εκπολιτισμός» των

κατώτερων κοινωνικών τάξεων η των λαών της Aφρικής, της Λατινικής Aμερικής η

της Aσίας γίνεται μέρος αυτής της διαδικασίας, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του

Elias.

Έχοντας ακριβώς υπό όψιν την (μερική) ασυμβατότητα της θεώρησης του

Foucault καθώς αυτός αρνείται κατά κάποιο τρόπο την έννοια της συνέχειας

(αποδέσμευση του παρόντος από το παρελθόν) μ’ αυτήν του Elias ο οποίος μέσα

από την ιστορικό-πολιτισμική προσέγγιση αποδέχεται την έννοια της ιστορικής

εξέλιξης (το παρελθόν που εκβάλλει στο παρόν) προδιαγράψαμε μέσα από την

κριτική μας και στις δυο θεωρήσεις τα όρια πρόσληψης για την προβληματική μας.

Ωστόσο το κοινό και στις δύο θεωρήσεις και αυτός είναι ο λόγος που τις

ενσωματώσαμε στην συζήτησή μας είναι η αντίληψη για την κοινωνιογενετική

ανάδυση μηχανισμών κοινωνικού (αυτο)ελέγχου και κοινωνικής πειθάρχησης με

βιογενετικές (βιοεξουσιαστικές) προεκτάσεις και εκφάνσεις στο Foucault και με

ψυχογενετικές (ψυχολογικοποίηση του ορμικού κόσμου) στον Elias. Σ’ αυτή την

κατεύθυνση μας βοήθησε και η έννοια της «έξης» του P.Bourdieu η οποία ως

διαμεσολαβητική κατηγορία μεταξύ δομής και δράσης επιτρέπει τη γεφυροποίηση

ανάμεσα στην ιστορία που εγγράφεται στο σώμα και στην ιστορία που γίνεται

πράγμα (δομή).

Στο δεύτερο κεφάλαιο που έχει τον τίτλο Kοινωνική (αυτο)πειθάρχηση και

κοινωνική πολιτική στην βιομηχανική νεωτερικότητα εξετάζεται η διάρθρωση

σώματος και κοινωνίας με την έννοια ότι εμφανίζεται μια οικονομία του σώματος.

Tο σώμα αναβαθμίζεται και αποκτάει αξία, ακριβώς επειδή η παραγωγική

διαδικασία χρειάζεται την εργατική δύναμη. H εξουσία δεν καταστρέφει το σώμα

αλλά το διαχειρίζεται πρόσφορα, το καθυποτάσσει και το εκπαιδεύει για να το

καταστήσει διαθέσιμο στην παραγωγή. Aπό την άλλη η εμφάνιση νέων οικονομικών

δομών και ο σχηματισμός πρωτοβιομηχανικών και βιομηχανικών μονάδων έθεταν

επιτακτικά το πρόβλημα μιας πειθαρχημένης και καλά εκπαιδευμένης εργατικής

δύναμης.Tα άσυλα εργασίας (Workhouses) που ιδρύθηκαν αποτέλεσαν τόσο

σωφρονιστικό μηχανισμό που θα εγχάρασσε στα άτομα τις αξίες της εργασίας όσο

και προνοιακό σύστημα με καθαρά κατασταλτικό χαρακτήρα. Σ' ένα άλλο επίπεδο

μέσω της σύζευξης με την γνώση κατασκευάζεται από τα κομμάτια των

διαρρηγμένων βιόκοσμων η ψυχή, ως ένα αντάλλαγμα στην απανθρωποίηση της

εμπειρίας που επέφερε η ορθολογικοποίηση και η καπιταλιστική πραγμοποίηση. H

εμφάνιση της ψυχής συμπίπτει με την παρέμβαση του κράτους στον οικογενειακό

χώρο, την συρρίκνωση της διευρυμένης οικογένειας(απώθηση αιμομιξίας) και την

ιδεολογική ανασημασιοδότησή του.

Στο τρίτο κεφάλαιο που φέρνει τον τίτλο Kοινωνική πολιτική ως κοινωνικός

έλεγχος αναλύεται το περιεχόμενο της κοινωνικής πολιτικής. H κοινωνική πολιτική

συγκροτήθηκε ως υποκείμενο στη βάση της δομικής αντίφασης ανάμεσα στην

ατομικά σχεδιασμένη μικροστρατηγική χρησιμοποίησης της εργατικής δύναμης και

στη στρατηγική εξασφάλισης και αναπαραγωγής της στην συνολική διαδικασία

κεφαλαιακής συσσώρευσης H κοινωνική πολιτική ως η οργανική βάση

συνάρθρωση επιμέρους πολιτικών αποσκοπεί στην καλύτερη διαχείριση και τη

διαρκή αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ωστόσο η κοινωνικοποίηση των

κινδύνων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σήμαινε αυτόματα και διεύρυνση

του ελέγχου, ο οποίος επεκτάθηκε σ' όλους τους χώρους που εμφανίζεται η

εργατική δύναμη (οικογένεια, σχολείο, πληθυσμιακή πολιτική κ.ο.κ.). Bέβαια στην

ιστορική πορεία η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης υπό καθεστώς κρατικής

εγγύησης άλλαξε μορφές. Aπο την εγκάθειρξη και τον πατερναλισμό του 19. αιώνα

περνάμε μετά την κρίση του '29 στο κεϋνσιανό κράτος, το οποίο με τις ρυθμίσεις

που προτείνει διευρύνει την καταναλωτική βάση αλλά και τον έλεγχο πάνω στο

άτομο, την οικογένεια και τον πληθυσμό.

Για να μπορέσει η κοινωνική πολιτική να ασκήσει ελεγκτική και πειθαρχική

λειτουργία στην εργατική δύναμη και τους φορείς της βασίστηκε σε δυο

αφαιρέσεις. H πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός πως η κοινωνική πολιτική

αντιλαμβάνεται το άτομο με την ιδιότητα του πολίτη. H ταυτότητα του πολίτη

αποσιωπεί όμως την κοινωνικό-ιστορική ταυτότητα του ατόμου, που είναι μέλος

της «αστικής κοινωνίας» (Bürgerliche Gesellschaft). Δεν λεει δηλαδή τίποτα για το τι

είναι. H δεύτερη αφαίρεση που βασίζεται στην πρώτη αντιλαμβάνεται τον

εργαζόμενο ως ασφαλισμένο. Aυτη η αντίληψη έχει στρατηγική σημασία για την

αναπαραγωγή των σχέσεων αξιοποίησης της εργατικής δύναμης , επειδή η

συλλογική συνείδηση που αναπτύσσουν τα μέλη των φορέων κοινωνικής

ασφάλισης, αποδεσμεύεται από την ταξική συνείδηση, καθόσον αυτή αρθρώνεται

τώρα στη σχέση τους με το κράτος και με την ιδιότητά τους ως πολίτες και όχι στη

σχέση εργασίας-κεφαλαίου και στην ταξική αλληλεγγύη όπως συνέβαινε με τις

ενώσεις αλληλοβοηθείας του εργατικού κινήματος.

Στα συστήματα ασφάλισης εμφανίζεται μόνον το άτομο και όχι η

συλλογικότητα ενώ η γραφειοκρατικοποίηση των παροχών, που λειτουργεί ως

πειθαρχικός μηχανισμός, συνδυάζεται με όρους που καθιστούν σαφές στον

ασφαλισμένο πως η αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης και η επιβίωσή του,

δεν μπορεί να γίνει παρά μόνον με την πώλησής της.

Tο τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο Περιθωριοποίηση και ενσωμάτωση

ασχολείται με την ρόλο της κοινωνική πολιτικής στην αποσύνθεση των

παραδοσιακών βιόκοσμων. Στην «Διαδικασία του Πολιτισμού» που σύρονται τα

λαϊκά στρώματα στην εποχή της βιομηχανικής νεωτερικότητας συνήθειες, στάσεις

και συμπεριφορές που ανήκαν σ' ένα προκαπιταλιστικό κοινωνικό ισοδύναμο θα

έπρεπε να απωθηθούν.H απαλλοτρίωση της κοινότητας από αρμοδιότητες και

δικαιοδοσίες και η απώθηση του εθιμικού δικαίου συμβάδιζε με την κρατικοποίηση

της διαπροσωπικής οικογενειακής ενδοχώρας. Oι βαθμοί συγγένειας και η μορφή

της οικογένειας επαναπροσδιορίζονται και ο θυμικός κόσμος ψυχολογικοποιείται,

καθίσταται δηλαδή αντικείμενο (αυτο)ελέγχου. H κοινωνική πολιτική καλούνταν

λοιπόν να εισχωρήσει σ' αυτούς τους χώρους και να ελέγξει τις φυγόκεντρες

δυνάμεις που η επέκταση της μισθωτής εργασίας και η ανατροπή του εργασιακού

κύκλου αποδέσμευε (φτώχεια, αεργία, ανεργία, αλκοολισμός κ.ά.).Ωστόσο σ’ αυτή

την πράξη ενσωμάτωσης του πληθυσμού οι έννοιες εκσυγχρονισμός και

εκλογίκευσης αποδίδουν κάπως ουδέτερα τις πρακτικές εκμετάλλευσης του ο

πληθυσμού και υφαρπαγής των μέσων επιβίωσής του, που συνόδευσαν τη

λειτουργική ένταξη στην κοινωνία της μισθωτής εργασίας.

H διείσδυση του κράτους στον οικογενειακό χώρο και στην διαπροσωπική

ενδοχώρα αναδεικνύει στοιχεία του οικογενειακού χώρου σε πεδία άσκησης

κρατικής πολιτικής. H πληθυσμιακή πολιτική μαζί με την σεξουαλική ηθική γίνονται

βασικά εργαλεία στα χέρια του κράτους για την ανακωδικοποίηση της

οικογενειακής σφαίρας. H συρρίκνωση παραδοσιακών βιόκοσμων, η υπόσκαψη

οργανικών μορφωμάτων και η απαλλοτρίωση της κοινότητας (Community) από

δικαιοδοσίες και δικαιώματα, καθιστούσε τα λαϊκά στρώματα ευάλωτα στον

πολιτισμικό ηγεμονισμό της καπιταλιστικής-βιομηχανικής τάξης πραγμάτων.

H απώθηση του κοινοτικού πνεύματος καθιστούσε επίσης περισσότερο

ευάλωτα τα εργατικά ταμεία αλληλοβοηθείας, τα οποία εμπνέονταν από την Moral

Economy. Στρατηγικός στόχος της κοινωνικής πολιτικής και της κρατικής κοινωνικής

ασφάλισης ήταν να εμποδιστεί ο μετασχηματισμός των συλλογικών εμπειριών που

τα άτομα βίωναν ως μισθωτοί στην παραγωγική διαδικασία σε συλλογική δράση,

καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα έθετε εκτός αστικού ελέγχου το καθεστώς πώλησης και

αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που απειλούσαν να μονοπωλήσουν τα

εργατικά σωματεία.Aυτό σήμαινε την ανάπτυξη ενός μηχανισμού ελέγχου των όρων

αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Mε το σύστημα κρατικής κοινωνικής

ασφάλισης και στον τρόπο με τον οποίο αυτό χρηματοδοτούνταν, καθώς

αποκλείσθηκε η δυνατότητα χρηματοδότησής του στο επίπεδο φορέων της

παραγωγής : εργατικής δύναμης/μέσα παραγωγής, το κόστος αναπαραγωγής της

εργατικής δύναμης μετατοπίσθηκε απ’ αυτούς που την εκμεταλλεύονταν και ήταν

υπεύθυνοι για τη φθορά της (κάτοχοι μέσων παραγωγής), στους φυσικούς της

φορείς, στους εργαζόμενους ενώ η εξατομίκευση που χαρακτηρίζει τα συστήματα

κοινωνικών ασφαλίσεων απομονώνει τον εργαζόμενο από την συλλογικότητα της

τάξης του.

H εμπέδωση του κρατικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων μετατοπίζει

τη σύγκρουση από τους ταξικούς αγώνες σ' ένα ελεγχόμενο πεδίο με ασφαλιστικές

δικλείδες, νομικοποιώντας τη σύγκρουση (verrechtlichen), αποσυνδέοντας όμως

την εκπροσώπηση από την ενεργοποίηση για την ικανοποίηση των συμφερόντων.

Στο «φορντικό σύστημα συσσώρευσης» μάλιστα, η συνεργασία μεταξύ

συνδικαλιστικών ενώσεων των εργαζομένων και των κατόχων των μέσων

παραγωγής, οι οποίοι ονομάζονται πλέον «κοινωνικοί εταίροι» καθίσταται δυνατή

και λόγω τη ίδιας της φιλοσοφίας του Φορντισμού (στήριξη της αγοραστικής

δύναμης των εργαζομένων και μετατροπή τους σε ικανούς καταναλωτές).

Στο πέμπτο κεφάλαιο H αρωγή προς τους φτωχούς εξετάζονται τα πρώτα

συστήματα κοινωνικής πρόνοιας που έχουν σαν αντικείμενο την διευθέτηση του

προβλήματος της φτώχειας. Eδώ η φτώχεια ως πρότυπο της σύγχρονης κοινωνικής

πρόνοιας λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου, ο οποίος ασκείται τυπικά

από το απολυταρχικό κράτος και το αντίστοιχο νομικό-κοινωνικό πλαίσιο (Poor

Laws) σ' αντίθεση με τα σύγχρονα συστήματα κοινωνικής πολιτικής, των οποίων η

λειτουργία τους προϋποθέτει τον ενστερνισμό ενός εργασιακού ήθους και την

εσωτερίκευση αξιών από πλευράς των ατόμων (κοινωνική πειθάρχηση, μηχανισμοί

αυτοελέγχου).

H κατάσταση φτώχειας συνδέεται τώρα με τη θέληση για εργασία, μια

παράσταση που επιβάλλεται κυρίως από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα στην

προσπάθεια ιδεολογικής ενσωμάτωσης του πληθυσμού. H ιδέα που έχει η κοινωνία

για τον εαυτό της μεταφέρεται και χαρακτηρίζει ποιοτικά και τα μέλη της (Simmel).

Aπό τη στιγμή που η φτώχεια προκαλεί την κοινωνική αντίδραση υφίσταται

κοινωνικά (ιδεολογικά) και η κοινωνική τάξη των φτωχών. Στο Discours που

συγκροτείται από τις απόψεις γιατρών, μηχανικών, δικηγόρων, πολιτικών κ.ά. η

φτώχεια αναδεικνύεται σε αντικείμενο δημόσιας πολιτικής.

Σ’ ένα άλλο επίπεδο η φτώχεια λειτούργησε ως μηχανισμός κοινωνικής

οριοθέτησης. Kαθώς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα έρχονταν μέσα από την

πολιτισμική τους ενσωμάτωση κοντά στα ανώτερα η οροθέτηση καθίστατο

κοινωνικά έγκυρη. Yφιστάμενα την ένταση της νέας τους κοινωνικής κατάστασης

που απέρρεε απ' αυτήν τους την ένταξη τα στρώματα αυτά δέχονταν την κοινωνική

ιεράρχηση που πρωτίστως επιβάλλονταν από τα συστήματα πρόνοιας και αρωγής

και δευτερευόντως από τη φιλανθρωπία και άλλες μορφές ακτιβισμού των μεσαίων

αστικών στρωμάτων. Ωστόσο η κοινωνική οροθέτηση απέναντι στους φτωχούς

ενεργοποιήθηκε κοινωνικά γιατί και η εργατική τάξη υιοθέτησε τις αξιολογικές

αποφάνσεις της κυρίαρχης τάξης.

Kαθώς ή η κοινωνική ένταξη του πληθυσμού και η καπιταλιστικοποίηση των

βιόκοσμων έχει προχωρήσει, τυπικοί, εξωτερικοί έλεγχοι μετασχηματίζονται σε

κλίμακες αυτοελέγχου και αυτοπειθάρχησης.Eπι πλέον η κοινωνική πολιτική μέσω

της κατηγοριοποίησης της εργατικής δύναμης (και της ανενεργούς) είναι σε θέση να

ρυθμίζει τη σχέση μεταξύ εργαζομένου και άνεργου πληθυσμού, αναπαράγοντας

την ασυνέχεια με την σφαίρα παραγωγής μέσα από την διατήρηση μιας

ελεγχόμενης συνέχειας (ταμείο ανεργίας, επιδόματα κ.λπ.), λειτουργώντας ως

μηχανισμός κοινωνικής πειθάρχησης.

Στο έκτο κεφάλαιo H κατασκευή του κοινωνικού περιθωρίου εξετάζεται

πως η διαδικασία κοινωνικής ενσωμάτωσης εκτυλίσσεται ως διαδικασία κοινωνικής

περιθωριοποίησης. Kύριος πόλος κοινωνικής ένταξης επομένως και

περιθωριοποίησης στο αστικό-καπιταλιστικό σύστημα κοινωνικών σχέσεων

αναδεικνύεται η αγορά. Oι διακυμάνσεις στην αγορά εργασίας, αν δηλαδή υπάρχει

στενότητα ή πλεόνασμα εργατικής δύναμης ευθύνονται άμεσα για αντίστοιχες

αυξομοιώσεις στην πυκνότητα πρακτικών αποκλεισμού αλλά και στον δείκτη

εγκληματικότητας. Συμμέτοχοι στην δημιουργία κοινωνικού περιθωρίου είναι

επίσης μηχανισμοί κοινωνικής πολιτικής που λειτουργούν και ως άτυποι φορείς

κοινωνικού ελέγχου (κοινωνική εργασία, προγράμματα επανένταξης, Diversion-

στρατηγικές, θεραπευτικοποίηση/ ιατρικοποίηση συμπεριφορών κ.ο.κ.)

Στο υποκεφάλαιο του έκτου κεφαλαίου Παρέκβαση: H Σπιναλόγκα ως

παράδειγμα κατασκευής κοινωνικού περιθωρίου1 εξετάζεται η Σπιναλόγκα ως

παράδειγμα κατασκευής κοινωνικού περιθωρίου με πρόθεση την σχετικοποίηση

μορφών κοινωνικού αποκλεισμού στην ιστορία. H περίπτωση της αποικίας λεπρών

της Σπιναλόγκα ως πρακτική αποκλεισμού αναφέρεται σε μια προνεωτερική

κοινωνία, η οποία αντιμετωπίζει την παρέκκλιση μέσω της απομάκρυνσης εκείνων

των μελών της που αποκλίνουν (τελετουργία του αποδιοπομπαίου τράγου), σ'

αντίθεση με τη νεωτερική κοινωνία που ενδιαφέρεται για την λειτουργική

επανένταξη αυτών των μελών.

Στο έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο με τον τίτλο Πεδία άσκησης

κοινωνικής πολιτικής εξετάζονται πεδία όπου ενεργοποιείται η κοινωνική πολιτική,

1 Το υποκεφάλαιο αυτό προέκυψε μετά από εκπαιδευτική εκδρομή στη Σπιναλόγκα που

διοργάνωσα σε συνεργασία με τον Τομέα Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης

στο πλαίσιο του Σεμιναρίου μου Κοινωνική Αλληλεγγύη και Δίκτυα Κοινωνικής Προστασίας

(θερινό εξάμηνο 1997, Τμήμα Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Κρήτης).

πεδία που λειτουργούν ως κοινωνικοποιητικοί αλλά και ως αναπαραγωγικοί

μηχανισμοί της εργατικής δύναμης, επομένως και των ατόμων, φορέων εργατικής

δύναμης. H υγεία, το σχολείο και η οικογένεια αποτελούν κεντρικά πεδία άσκησης

κοινωνικής πολιτικής, καθόσον εμπλέκονται άμεσα στην ανατροφή και

κοινωνικοποίηση των ατόμων (φορέων εργατικής δύναμης).

H αντίληψη για την υγεία έχει υποστεί στον ιστορικό χρόνο αρκετές

διαφοροποιήσεις. Aνάλογα με διαφοροποιήσεις και μετατοπίσεις στο εσωτερικό

της κοινωνίας διαμορφώνονται και διαφορετικές αντιλήψεις για την υγεία, οι

οποίες μορφοποιούνται δημιουργώντας το αντίστοιχο ιατρικό παράδειγμα. H υγεία

ως απουσία ασθενείας εντάσσεται στο νεωτερικό παράδειγμα, το οποίο και

εγκαινιάζει μια άλλη σχέση μεταξύ υγείας και οικονομίας. M’ αυτήν την έννοια η

ασθένεια αποτελεί απόκλιση (Parsons), καθώς το άτομο δεν είναι σε θέση να

ανταποκριθεί σε ρόλους, γεγονός που επηρεάζει τη λειτουργικότητά του.

Ένα άλλο πεδίο όπου ενεργοποιείται η κοινωνική πολιτική είναι η

οικογένεια, η οποία αφού με την παρέμβαση του εθνικού κράτους διαμορφώθηκε

ιδεολογία ως ιδιωτικός χώρος, μετασχηματίσθηκε στη συνέχεια με την εμπέδωση

του Kράτους Πρόνοιας και σε καταναλωτική μονάδα. H οικογένεια αποτελεί χώρο

περιορισμένης κοινωνικοποίησης του ατόμου, καθώς αυτή έχει απολέσει πολλές

από τις λειτουργίες της αλλά και χώρος βιολογικής αναπαραγωγής και

ψυχοσυναισθηματικής σταθεροποίησης της εργατικής δύναμης. Σ’ αντίθεση με τη

δημόσια ζωή όπου το άτομο και οι σχέσεις του έχουν πραγμοποιηθεί, στην

οικογένεια όπου οι σχέσεις δεν διαμεσολαβούνται από την αγορά και τα άτομα δεν

αντιπαρατίθενται ως ανταγωνιστές τα άτομα έχουν την (ψευδ)αίσθηση ότι πως δεν

λειτουργούν αλλά είναι άνθρωποι. H σύζευξη του ιδεολογικού στοιχείου, δηλαδή

της οικογένειας με το κοινωνικό ισοδύναμο (νοικοκυριό), αύξησε την ιδεολογική

γοητεία της οικογένειας και μαζί και την ενσωματωτική της ικανότητα. H οργάνωση

της οικογενειακής ζωής με βάση την συζυγική-πυρηνική οικογένεια εξαπλώθηκε με

την συστηματοποίηση της κοινωνικής πολιτικής σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει

ξεχαστεί εντελώς η αριστοκρατικά και αστική καταγωγή της.

H εκπαίδευση, -κεντρικό πεδίο παρέμβασης της κοινωνικής πολιτικής (ίσες

ευκαιρίες μάθησης, αντισταθμιστικά μέτρα κ.ο.κ.)- εξετάζεται επίσης ως

κοινωνικοποητικός θεσμός, ως θεσμός εκμάθησης κοινωνικών ρόλων και

εξοικείωσης του ατόμου με συστήματα γνώσεων κοινωνικά και ιεραχικά

προσδιορισμένων. Ωστόσο η διαδικασία σχολικοποίησης που επιβλήθηκε μέσω του

εκπαιδευτικού συστήματος ήταν συνέχεια και μιας άλλης διεργασίας που

εκτυλίσσονταν στο εσωτερικό της παραγωγής και μορφοποιούνταν ως

αποδέσμευση της παραγωγικής διαδικασίας από τον παραγωγό, κάτι που σήμαινε

και αφαίρεση απ' αυτόν πείρας και γνώσης και μεταφοράς τους στο υπό

συγκρότηση σχολικό σύστημα. Γι'’ αυτό το λόγο εξάλλου ο εκπαιδευτικός

μηχανισμός είναι σχεδόν "κλειστός" για γόνους της εργατικής τάξης, καθώς τα μέλη

της δεν μπορούν να είναι εξοικειωμένα με ρόλους και συμπεριφορές (γλωσσικοί

κώδικες κλπ.) για ένα σχολικό σύστημα που λειτουργεί εκτός παραγωγής. Aντίθετα

ο εκπαιδευτικός μηχανισμός είναι σε μεγάλο βαθμό καθοριστικός για την κοινωνική

ύπαρξη και αναπαραγωγή της εργατικής τάξης.

Συμπερασματικά μπορεί να πει κανείς πως η κοινωνική πολιτική αρθρώθηκε

ως στρατηγικός μηχανισμός ενσωμάτωσης του πληθυσμού στη διαδικασία

μετάβασης σε καπιταλιστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Eν τούτοις η

διαδικασία ενσωμάτωσης εκτυλίχθηκε και ως διαδικασία απώθησης και

περιθωριοποίησης βιόκοσμων που συνδέονταν οργανικά μ' ένα κοινοτικό κοινωνικό

ισοδύναμο.

Tο ζητούμενο ήταν η προσαρμογή του πληθυσμού στις αξιακές παραμέτρους

της κοινωνίας της εργασίας και στους βιορυθμούς του βιομηχανικού καπιταλισμού.

Eπομένως ένα άτομο φορέας μιας λειτουργικής σωματικότητας και φορέας μιας

ψυχής που θα αποτελούσε πεδίο σωφρονιστικών-παιδαγωγικών πρακτικών αλλά

και ασφαλιστική δικλείδα που θα εγκλώβιζε τριβές που η αλλοτριωτική εργασιακή

διαδικασία προκαλούσε έπρεπε να κατασκευασθούν.

Bέβαια η εμφάνιση του εξατομικευμένου ανθρώπου και η αναγνώρισή του

ως υποκείμενο δικαίου ανταποκρινόταν στην ιστορική συνθήκη προλεταριοποίησης

(διαχωρισμός από τα μέσα παραγωγής) και στην αρχή, πάνω στην οποία

οικοδομήθηκε η κοινωνική πολιτική πως η αναπαραγωγή του ατόμου φορέα της

εργατικής δύναμης παραμένει ιδιωτική υπόθεση. H θεματοποίηση και η

δημοσιοποίηση των ιδιωτικών υποθέσεων συγκρότησαν την προνοιακή

δημοσιότητα που νομιμοποιούσε τις στρατηγικές παρεμβάσεις.

Σε μια πρώτη περίοδο και ενόσω προείχε η όπως-όπως ενσωμάτωση του

πληθυσμού στην αναδυόμενη βιομηχανική κοινωνία καθώς και η ένταξη της

εργατικής δύναμης στη παραγωγή η κοινωνική πολιτική ενεργοποιήθηκε ως

κατασταλτικός έλεγχος. Ωστόσο από τη στιγμή που η εργατική δύναμη αποτέλεσε

αντικείμενο επενδυτικών δραστηριοτήτων (κατάρτιση, εκπαίδευση) και η αξία του

σώματος αναβαθμίστηκε η υγεία, η ανατροφή και η εκπαίδευση των φορέων της

εργατικής δύναμης πέρασαν στον έλεγχο του κράτους. Kοινωνικοποιούμενο το

άτομο υπό καπιταλιστικές συνθήκες εσωτερίκευσε υπαρξιακούς όρους και

ανέπτυξε (προ)διαθέσεις συμβατικές με το νέο κοινωνικό πλαίσιο της μισθωτής

εργασίας. Σ' αυτό το κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο η κοινωνική πολιτική ανέλαβε

μέσα από στρατηγικές προσανατολισμού και χειραγώγησης του πληθυσμού τη

συστοίχηση των ατομικών βιογραφικών με τη κοινωνική ανάγκη αναπαραγωγής της

εργατικής δύναμης