B. Πατσιαδά, Σύνολο χρυσών κοσμημάτων και αργυρών...

26
Κοροπλαστική και μικροτεχνία στον αιγαιακό χώρο από τους γεωμετρικούς χρόνους έως και τη ρωμαϊκή περίοδο Διεθνες ςυνεΔριο στη μνήμη της Ηούς Ζερβουδάκη ΤΟΜΟΣ ΙI

Transcript of B. Πατσιαδά, Σύνολο χρυσών κοσμημάτων και αργυρών...

Κο

ρο

πλ

ας

τιΚ

ΗΚ

αι

ΜιΚ

ρο

τε

χν

ιας

το

να

ιγα

ιαΚ

οχ

ωρ

οα

πο

το

υς

γεω

Με

τρ

ιΚο

χρ

ον

ου

ςε

ως

Κα

ιτ

Ηρ

ωΜ

αϊΚ

Ηπ

ερ

ιοΔ

ο

ISBN: 978-960-87174-4-2

Κ ο ρ ο π λ α σ τ ι κ ήκ α ι μ ι κ ρ ο τ ε χ ν ί αστον αιγαιακό χώρο

από τουςγεωμετρικούς χρόνους

έως και τηρ ωμαϊκή περίο δο

Διεθνες ςυνεΔριο

στη μνήμη τηςΗο ύ ς Ζ ερβ ο υ δ άκη

ΤΟΜΟΣ ΙI

II

exofyllo zervoudaki5II:Layout 1 7/11/14 2:53 PM Page 1

Ηώς Ζερβουδάκη, 1935-2008(Φωτογραφία Μ. Μιχαλάκη-Κόλλια, 1971)

ΔΙεθνεΣ ΣυνεΔρΙΟ

ΣΤη ΜνηΜη ΤηΣ ηΟυΣ ΖερβΟυΔΑΚη

ρόδος, 26-29 νοεμβρίου 2009

ΤΟΜΟΣ ΙI

υ π ο υ ρ Γ ε ι ο π ο λ ι τ ι Σ Μ ο υ Κ Α ι Α θ λ Η τ ι Σ Μ ο υ

τΑΜειο διΑχειριΣΗΣ πιΣτΩΣεΩν ΓιΑ τΗν εΚτελεΣΗ ΑρχΑιολοΓιΚΩν ερΓΩν

επιτροπΗ ΣτερεΩΣΗΣ - ΑνΑΣτΗλΩΣΗΣ ΜνΗΜειΩν ΑΚροπολΗΣ λινδου

Αθήνα 2014

επιμέλεια

Α γ γ ε λ ι κ ή Γ ι α ν ν ι κ ο υ ρ ή

περιεχοΜενΑ

Α. χΑτΖΗδΗΜΗτριου, νεότερα στοιχεία για το κοροπλαστικό εργαστήριο της Καρύστου 9

Μ. χιδιροΓλου, ειδώλια από την εύβοια στο εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.οι ομάδες των θεών και των ηθοποιών 29

Β. ΑρΑΒΑντινοΣ, Μ. ΒονΑννο-ΑρΑΒΑντινου, Κ. ΚΑλλιΓΑ, M. PiSANi, ειδώλια, στέφανοι,μικκύλα αγγεία και λύχνοι. πήλινα αναθήματα σε αγροτικό ιερό στον ορχομενό 45

Β. δ. ΓεΩρΓΑΚΑ, χειροποίητα ειδώλια αρχαϊκών χρόνων από την Ακρόπολητων Αθηνών και το ιερό της νύμφης στη νότια κλιτύ της Ακροπόλεως 69

Α. Ανδρεου, πήλινη κεφαλή γεροντικής μορφής από τις ανασκαφές ι. Μηλιάδηστη νότια κλιτύ. Ένα πορτρέτο φιλοσόφου; 81

Ζ. θεοδΩροπουλου-πολυχρονιΑδΗ, Αναθήματα από τα ιερά του Σουνίου:πήλινα πλακίδια από τους αποθέτες των ιερών της Αθηνάς και του ποσειδώνος 91

Κ. ΜπΑρΑΚAρΗ- ΓλEνΗ, Κοροπλαστική αρχαϊκών χρόνων από το Άργος 107

ε. ΣΑρρh, Σύνολο πήλινων ειδωλίων των ελληνιστικών χρόνων από το Άργος 125

Μ. τΣοyλΗ, Μνημειώδη έργα κοροπλαστικής και πήλινα αναθήματααπό ένα νέο ιερό της ρωμαϊκής Σπάρτης 141

ι. ε. πετροχειλοΣ, πήλινα ανάγλυφα αναθήματα από τα Κύθηρα. πρώτη παρουσίαση 163

A. λεΜπEΣΗ, ο θρήνος στην κρητική κοινωνία της 1ης χιλιετίας 169

λ. πΑπAΖοΓλου-ΜΑνιουδAΚΗ, Ζωόμορφα ρυτά και ειδώλια του τέλους τηςμυκηναϊκής εποχής και των αρχών της εποχής του Σιδήρου στο Αιγαίο και την Κύπρο 185

δ. ΚεχΑΓιΑΣ, πήλινα ειδώλια Σειρήνων από την περιοχή του Αιγαίου:μιξογενή πλάσματα εξ Ανατολής… 195

V. JEAMMET, Du vase à la figurine 207

Β. πΑτΣιΑδΑ, Σύνολο χρυσών κοσμημάτων και αργυρών αγγείωναπό τη νεκρόπολη της ρόδου 219

ο. ΚΑΚΑΒοΓιAννΗ, ειδώλια, κοσμήματα και άλλα μικρά αντικείμενα απότο οικ. πανάγου Β΄ στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης της ρόδου 237

Φ. ΖερΒΑΚΗ, Μαινάδες, Βάκχες, Kαρυάτιδες, Lacaenae Saltantes.χρυσά περίτμητα ελάσματα από την ελληνιστική νεκρόπολη της ρόδου 249

χ. ΦΑντΑουτΣAΚΗ, δείγμα οστεογλυπτικής με ανάγλυφες παραστάσειςτου κύκλου λατρείας της Ίσιδος από τη ροδιακή νεκρόπολη 267

ε. ΚΑνiνιΑ, Αρχαία χρυσά κοσμήματα από την τήλο 293

ε. τρΑΚοΣοποyλου-ΣΑλΑΚiδου, Xρυσά κοσμήματα από την Άκανθοτης Eποχής του Σιδήρου 315

E. ΣτΑΣινοπουλου-ΚΑΚΑρουΓΚΑ (†), οι νησιωτικοί σφραγιδόλιθοιτου εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου 335

ι. π. τουρΑτΣοΓλου, Ἐν παραλίᾳ Βάθειας... , 1901 353

Σύνολο χρυσών κοσμημάτων και αργυρών αγγείωναπό τη νεκρόπολη της Ρόδου

Βα Σω Πατ Σι α δ α

το ταφικό σύνολο που παρουσιάζουμε αποκαλύφθηκε στη δυτική νεκρόπολη της πόλης τηςρόδου, σε λαξευτό στον βράχο τάφο-θήκη με λακκοειδή προθάλαμο1. η ταφή ανήκε σε γυναίκα

νεαρής ηλικίας, όπως δείχνει το είδος των κτερισμάτων, και ήταν ασύλητη. στον θώρακα της νε-κρής ήταν τοποθετημένα αργυρή φιάλη και αργυρός κάλυκας, στα πόδια της έξι πήλινα αγγεία καιδιάφορα μικροαντικείμενα, όπως θραύσμα σιδερένιου εγχειριδίου, χάλκινο κάτοπτρο2 και χάλκινολεπτό στέλεχος (σμίλη;), δύο οστέινα διάτρητα «κομβία»3, λείψανα ξύλου και δύο συνεννούμεναχάλκινα μικρά στελέχη. στα χέρια της η νεαρή κόρη φορούσε δύο δαχτυλίδια, στο κεφάλι χρυσήπλεκτή ταινία, στα αυτιά ζεύγος ενωτίων σε μορφή απλών κρίκων. τρία ακόμη ζεύγη ενωτίων τουγνωστού τύπου με λεοντοκεφαλές, καθώς και πήλινες επιχρυσωμένες χάντρες περιδεραίου4, θραύ-σματα ψιμυθίου5 και πέντε αργυρά νομίσματα συγκεντρώθηκαν κατά τον καθαρισμό του τάφου.

τα νομίσματα, που ήταν δύο ροδιακά ημίδραχμα (εικ. 1α-β)6, ένα αττικό τριώβολο (εικ. 2)7, ένα

1. Για την ανασκαφή βλ. Πατσιαδα 1990.2. Aρ. ευρ. Μ 1117, διάμ. 10,5 εκ. (εικ. 15). το κάτοπτρο

ανήκει, όπως και η πλειονότητα των ελληνιστικών κατό-πτρων, στον απλούστερο τύπο σε μορφή δίσκου χωρίςκάλυμμα και λαβή, τον τύπο C των πτυκτών κατόπτρωντου ZüChner 1942, 131-135. Βλ. και SChwArZmAier

1997, 12. Βλ. για τα ελληνιστικά κάτοπτρα, όπου και βι-βλιογραφία, ΠαΠαΠοστολου 1977, 333-334 και Μαρ-κουλακη - ΝιΝιου-κιΝδελη 1982, 100-102, όπουαναφέρεται ότι μαζί με τα κάτοπτρα του τάφου των Χα-νίων βρέθηκαν, όπως και στον τάφο της ρόδου, καρφιάμε προσηλωμένα στελέχη και τμήματα ξύλου, τα οποίααποδόθηκαν σε ξύλινες θήκες των κατόπτρων του τάφου.Με το κάτοπτρο του ροδιακού τάφου ίσως συνδέεται καιτο καρφί με το τετράγωνο εφήλιο και το κάθετα προσαρ-μοσμένο στέλεχος με την κρικοειδή απόληξη στο έναάκρο του (εικ. 16). το τετράγωνο εφήλιο θα μπορούσενα προσαρμόζεται στο κέντρο της πίσω πλευράς του κα-τόπτρου, όπου διακρίνεται μάλιστα τετράγωνο αποτύ-πωμα. Πρβλ. παρόμοια κάτοπτρα DuSenbery 1998,1028-1032, αρ. S120-6, S120-5 (350-300 και 325-300

π.Χ., αντίστοιχα). Βλ. επίσης και το πρόσφατο άρθροΠωλοΓιωρΓη 2007, 152-155, όπου και βιβλιογραφία.

3. Πρβλ. ΘεΜελησ - τουρατσοΓλου 1997, 110, αρ. δ 21β,πίν. 122· ΠωλοΓιωρΓη 1985, 176-177, πίν. 68γ, σημ. 51.

4. Βλ. εικ. 26. Πρβλ. με τις ομοίου σχήματος χάντρες απόελεφαντόδοντο ΘεΜελησ - τουρατσοΓλου 1997, 59, αρ.α 59, πίν. 62 και 58-59, πίν. 62, πήλινες επίχρυσες δια-φορετικών σχημάτων. Βλ. επίσης De JuliiS 1984, 209-211, αρ. 38-141.

5. Για το ψιμύθιον, που αν και επικίνδυνο χρησιμοποιήθηκεευρέως στην αρχαιότητα ως καλλυντικό, βλ. λεΒιδησ

1994, 211-213 και wAlter et al. 2006. σύμφωνα με τονΠλίνιο, Ν.Η., 34, 175, περίφημο ήταν στην αρχαιότητατο ψιμύθιο της ρόδου.

6. Ν 3310. εμπ.: κεφαλή ηλίου. οπ.: ρόδον μέσα σε έγκοι-λο τετράγωνο και δυσδιάκριτα σύμβολα. Πρβλ. SNGKeckman Collection, αρ. 442, πίν. 15. Βάρος 1,47 γρ.,διάμ. 1,3-1,2 εκ. ροδιακό ημίδραχμο, 340-316 π.Χ.Ν 3311. εμπ.: κεφαλή ηλίου. οπ.: ρόδον, στα δεξιά κά-λυκας, στα αριστερά δυσδιάκριτο σύμβολο. Πρβλ. NGKeckman Collection, αρ. 446, πίν. 15. Βάρος 1,59 γρ.,

��� Β. ΠΑΤΣΙΑΔΑ

Εικ. 1. Ροδιακά αργυρά ημίδραχμα (κλ. 2:1).

Εικ. 2. Αργυρό αττικό διώβολο (κλ. 2:1). Εικ. 3. Αργυρό διώβολο Εφέσου (κλ. 2:1).

Εικ. 5. Τα πήλινα αγγεία του ταφικού συνόλου.

Εικ. 4. Οβολός Σέλγης (κλ. 2:1).

1α 1β

διώβολο εφέσου (εικ. 3)8 και ένας οβολός σέλγης (εικ. 4)9, χρονολογούν την ταφή –τα νεότερααπό αυτά– στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. τη χρονολόγηση αυτή ενισχύουν και τα πήλινα αγγεία (εικ.11), όχι τόσο οι οξυπύθμενοι αμφορίσκοι ή το χυτρίδιο10, σχήματα που γενικά μόνο μπορούν να χρο-νολογηθούν στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (δεύτερο μισό 4ου - αρχές 3ου αι. π.Χ.), όσοτο μυροδοχείο, το οποίο προέρχεται από τον προθάλαμο του τάφου, αλλά πρέπει να είναι σύγ-χρονο με την ταφή, διότι βρέθηκε στο δάπεδο του προθαλάμου. ανήκει σε γνωστό στη ρόδο τύποτου τέλους του 4ου/αρχών του 3ου αι. π.Χ.11.

Τα κοσμήματα

Τα ενώτια (εικ. 6-7)ο ευρύτατα διαδεδομένος τύπος ενωτίου σε σχήμα κρίκου που σχηματίζεται από περιέλιξη σύρ-ματος γύρω από πυρήνα και απολήγει στο ένα άκρο του σε λεοντοκεφαλή, εμφανίζεται στο ταφικόσύνολο σε δύο μορφολογικές παραλλαγές, μία απλούστερη12 (εικ. 6α, γ) και μία περισσότερο περί-τεχνη, με ζώνη διακοσμημένη με σπείρες γύρω από τον λαιμό του ζώου13 (εικ. 6β). οι δύο παραλ-λαγές είναι σύγχρονες, όπως δείχνει η συνύπαρξή τους στο ταφικό σύνολο που εξετάζουμε, αλλάκαι δημοσιευμένα παραδείγματα από τη ρόδο και άλλες περιοχές14.

ο τύπος του κρικοειδούς ενωτίου με λεοντοκεφαλές πιστεύεται ότι δημιουργήθηκε στην ετρου-σκική ιταλία, του 5ου αι. π.Χ., όπου εμφανίζεται συνδυασμένο με κεφαλές ανθρώπων και ζώων.ανάμεσά σε αυτές θα επικρατήσει η λεοντοκεφαλή και με αυτή τη μορφή θα διαδοθεί στο δεύτερομισό του 4ου αι. στη Μακεδονία και στη συνέχεια σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο15.

Σύνολο χρυΣών κοΣμημάΤων κΑΙ Αργυρών Αγγείων ΑΠό Τη νεκρόΠολη ΤηΣ ρόΔου ���

διάμ. 1,2-1,1 εκ. ροδιακό ημίδραχμο, 316-304 π.Χ.7. Ν 641. εμπ.: κεφαλή αθηνάς προς τα δεξιά. οπ.: κου-

κουβάγια με διπλό σώμα, ε-Θ, φύλλα επάνω δεξιά καιαριστερά. Βάρος 1,38 γρ., διάμ. 1,1-0,8 εκ. αττικό τριώ-βολο. Πρβλ. Kroll 1993, 41-42, αρ. 43a, 43k, πίν. 4.390-295 π.Χ.

8. Ν 3312. εμπ.: Μέλισσα μέσα σε στικτό κύκλο. οπ.: δύοαντωπές προτομές ελαφιών. Βάρος 0,60 γρ., διάμ. 1,1-0,9 εκ. διώβολο εφέσου, ροδιακού σταθμιτικού κανόνα.390-330 π.Χ. Πρβλ. SNG turkey 1, αρ. 194-242, πίν. 9-10, 390-330 π.Χ.

9. Ν 3313. εμπ.: κεφαλή αθηνάς με κορινθιακό κράνος, σεκατατομή προς τα δεξιά. οπ.: λεοντοκεφαλή σε κατα-τομή προς τα δεξιά. Βάρος 0,35 γρ., διάμ. 1-0,9 εκ. οβο-λός σέλγης. Πρβλ. PlAnt 1994, 82, αρ. 1362. 400-300π.Χ. εμπ.: κεφαλή αθηνάς με κορινθιακό κράνος. οπ.:λεοντοκεφαλή, σε κατατομή προς τα δεξιά.

10. Πρβλ. γενικότερα για το ταφικό σύνολο και το είδος τωναγγείων του, ΓιαΝΝικουρη - Πατσιαδα - ΦιληΜοΝοσ

2000, 65, πίν. 3α (οικ. διακοσάββα, τάφος 70, τελευταίοτέταρτο 4ου/αρχές του 3ου αι. π.Χ.) και 66, πίν. 4α (οικ.διακοσάββα, τάφος 269, τελευταίο τέταρτο 4ου αι. π.Χ.).

11. Πρβλ. για το μυροδοχείο ΓιαΝΝικουρη - Πατσιαδα - Φι-ληΜοΝοσ 2000, 66, αρ. Π 1017, πίν. 4β (οικ. διακο-σάββα, τάφος 134) και 65-66, εικ. 1, πίν. 1α-1β για τοντύπο του μυροδοχείου.

12. αρ. ευρ. Μ 1109 και Μ 1110, διάμ.1-1,2 εκ. και 1,1 εκ.,αντίστοιχα.

13. αρ. Μ 1111, διάμ. 2,2-1,9 εκ.14. Για τα ενώτια Μ 1111 με διακόσμηση σπειρών πρβλ. Fi-

limonoS - GiAnniKouri 1999, 208, αρ. 3 (Μ 483), πίν.22 (οικ. διακοσάββα, τάφος 113, τελευταίο τέταρτο του4ου - αρχές του 3ου αι. π.Χ.). GreiFenhAGen 1975, 55,αρ. 2, πίν. 44 (από την Πέργαμο, ύστερος 4ος-3ος αι.π.Χ.). 6000 χρόνια παράδοση 1997, 128, αρ. 1220 (από τοαιγίνιο Πιερίας, πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.)· DePPert

- liPPitZ 1985, 223, εικ. 158 (ύστερος 4ος-3ος αι. π.Χ.)·PFrommer 1990, 371, αρ. or 233, πίν. 30,3 (πρώιμος3ος αι. π.Χ., Βουλγαρία, mezek, mal tepe)· Die Thraker2004, 168, αρ. 224b, από θησαυρό στο Kralevo της Βουλ-γαρίας του πρώτου μισού του 3ου αι. π.Χ. williAmS -oGDen 1994, 198, αρ. 132 = PFrommer 1990, 372, or239, πίν. 23.6 (300-280 π.Χ. από τη Χερσόνησο). Για ταδύο άλλα ζεύγη πρβλ. hoFFmAnn - DAviDSon 1965, 106,αρ. 26 (ύστερος 4ος - πρώιμος 3ος αι. π.Χ.)· λαζαριδησ etal. 1992, 38, αρ. 1848, πίν. 21 (τάφος δ του τύμβου τηςΝικήσιανης, τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.)· ΠαΠα-Ποστολου 1990, 112 και 121, αρ. 27, εικ. 27 (Πάτρα,πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.)· PFrommer 1990, 370-371,αρ. or 222, πίν. 30,9 (αμφίπολη, δεύτερο τέταρτο - μέσατου 3ου αι. π.Χ.).

15. Για την προέλευση και την εξέλιξη του τύπου βλ. DeP-Pert-liPPitZ 1985, 224-226· De JuliiS 1984, 140-142·PFrommer 1990, 143-157, πίν. 30· ΠαΠαΠοστολου

1990, 121-123· δεσΠοιΝη 1996, 35· ΜΠεσιοσ - τσιΓα-ριδα 2000, 183-184.

την εξέλιξη του τύπου, που είναι βέβαιακοινή με άλλες περιοχές, μπορούμε να παρακο-λουθήσουμε σε μια σειρά δημοσιευμένων παρα-δειγμάτων από τη ρόδο16: στον προχωρημένο 3οαι. π.Χ. κάνουν την εμφάνισή τους κεφαλές καιάλλων ζώων, λυγκός, αντιλόπης, δελφινιού,λαγού, νέγρων κ.ά., σμιλεμένες συνήθως σε ημι-πολύτιμους λίθους, όπως το επιβάλλει ο συρμόςτης εποχής, που αγαπά την πολυχρωμία.

ο σφιχτά τυλιγμένος και λεπτός κρίκος τωνενωτίων του ροδιακού συνόλου, καθώς και τοσχετικά μικρό μέγεθος της λεοντοκεφαλής είναιμορφολογικά στοιχεία που πιστεύεται ότι χαρα-κτηρίζουν τα ενώτια που ανήκουν πλέον στον 3οαι. π.Χ.17.

τα τέταρτο ζεύγος ενωτίων, τα ενώτια σεμορφή απλών κρίκων18 (εικ. 7), ανήκουν σε ευρύ-τατα διαδεδομένο και διαχρονικό τύπο. η πλει-ονότητα, ωστόσο, των παραδειγμάτων ανήκειστους ρωμαϊκούς - παλαιοχριστιανικούς χρόνουςκαι είναι κατασκευασμένα από χαλκό19.

Το φιδόσχημο δαχτυλίδι (εικ. 8)20

ο τύπος του φιδόσχημου ή σπειροειδούς δαχτυ-λιδιού, που καταλήγει στα άκρα του σε κεφαλήκαι ουρά φιδιού, εμφανίζεται στο τελευταίο τέ-ταρτο του 4ου αι. π.Χ. και η διάδοσή του συνεχί-ζεται σε όλη τη διάρκεια των ελληνιστικώνχρόνων αλλά και αργότερα. Πιστεύεται ότι προ-ήλθε από αντιγραφή των φιδόσχημων ψελίων, μετα οποία ακολουθεί κοινή μορφολογική και τυ-πολογική εξέλιξη. στα παλαιότερα παραδείγ-ματα του τελευταίου τέταρτου του 4ου - αρχώντου 3ου αι. π.Χ. η μορφή και στα δύο είδη είναι

��� Β. ΠΑΤΣΙΑΔΑ

16. FilimonoS - GiAnniKouri 1999, 208 κ.ε., πίν. 22, 24,26, 39, 45, 48, 51, 53a-b, 55a-b, 61, 72a-b.

17. PFrommer 1990, 154· ΠαΠαΠοστολου 1990, 120.18. αρ. ευρ. Μ 1108, μέγ. διάμ. 1,4-1,3 εκ.19. mArShAll 1911, 289-290, αρ. 2464-2480, 2483-87, πίν.

liii· DAviDSon 1952, 249, 251, πίν. 107· 6.000 χρόνια

παράδοση 1997, 178, αρ. 190-191· ΜαλαΜα - Νταρακησ

2008, 432-433, πίν. 81.20. Μ 1113, διάμετρος 1,3-1,1 εκ. οι λεπτομέρειες του προ-

σώπου και οι φολίδες στην αρχή του σώματος αποδίδο-νται με εγχάραξη.

Εικ. 6. Κρικοειδή ενώτια με κεφαλές λεόντων.

Εικ. 7. Ενώτια σε μορφή απλών κρίκων.

α

β

γ

απλούστερη: ο μονής ή διπλής περιέλιξης δακτύλιος καταλήγει σεσχηματοποιημένη κεφαλή φιδιού, ενίοτε διακοσμημένη με εγχάρα-κτες φολίδες. Γνώρισμα του πρώιμου σταδίου της εξέλιξης θεωρείταιεπίσης η απουσία επιμέρους περιελίξεων στην ουρά και στο κεφάλι.στη συνέχεια της εξέλιξης, και ακολουθώντας τη γενικότερη τάση τηςχρυσοχοΐας για πλουσιότερη και περισσότερο περίτεχνη διακόσμηση,οι περιελίξεις του κρίκου αλλά και οι επιμέρους στο κεφάλι και στηνουρά του ζώου γίνονται περισσότερες, ενώ από το δεύτερο μισό του3ου αι. π.Χ. ο διάκοσμος εμπλουτίζεται και προστίθενται, όπως και σεάλλα είδη κοσμημάτων, ημιπολύτιμοι λίθοι21.

το δαχτυλίδι που εξετάζουμε έχει όλα τα χαρακτηριστικά τωνπρώιμων παραδειγμάτων με το απλό σχήμα και τη λιτή διακόσμηση22. τα πλησιέστερα παράλληλάτου βρίσκονται σε δαχτυλίδι από τις αλυκές κίτρους στην Πιερία, κυρίως όμως σε ψέλια από το αι-γίνιο και τον Μακρύγιαλο Πιερίας, του τελευταίου τέταρτου του 4ου και των αρχών του 3ου αι. π.Χ.23.

Το δαχτυλίδι με την ωοειδή σφενδόνη24 (εικ. 9)το δαχτυλίδι με τον συμπαγή κρίκο και την κυκλική σφενδόνη με τονένθετο δακτυλιόλιθο από ήλεκτρο ανήκει σε έναν αγαπητό τύπο δα-χτυλιδιού των ελληνιστικών χρόνων. εμφανίστηκε γύρω στο τέλοςτου 4ου αι. π.Χ., αντικαθιστώντας βαθμιαία τον τύπο του κλασικούδαχτυλιδιού με τη συμπαγή χρυσή κυκλική σφενδόνη.

Όπως παρατηρούμε και στα δημοσιευμένα παραδείγματα από τηρόδο25, στα πρώιμα ελληνιστικά δαχτυλίδια η σφενδόνη έχει κυκλικόή σχεδόν κυκλικό σχήμα, ο κρίκος ανεβαίνει κατακόρυφα προς τησφενδόνη, σχηματίζοντας ένα μικρό σπάσιμο λίγο πριν ενωθεί με

Σύνολο χρυΣών κοΣμημάΤων κΑΙ Αργυρών Αγγείων ΑΠό Τη νεκρόΠολη ΤηΣ ρόΔου ���

21. Για την εξέλιξη των δαχτυλιδιών και των ψελίων βλ. DeP-Pert - liPPitZ 1998, 91-92· PFrommer 1990, 126-138,εικ. 18· ΠαΠαΠοστολου 1990, 102-106, εικ. 14-19 γιαψέλια και 128-129, 134-135, εικ. 47-50· miller 1979,41-42, πίν. 24a-b. Βλ. επίσης συγκεντρωμένα και χρονο-λογικά κατανεμημένα παραδείγματα, SeGAll 1938, 104-105, αρ. 139-141, 143-145, πίν. 37, 38 και 115-116 γιαψέλια. hoFFmAnn - DAviDSon 1965, 174-179, αρ. 65-67· δεσΠοιΝη 1996, 43-45· ΠαΠαΠοστολου 1977, 314-315, πίν. 107α, 108α-δ και 337 για τη σημασία τουφιδιού· PFeiler - liPPitZ 1972, 114 για υστεροελληνι-στικά παραδείγματα.

22. Βλ. για ψέλια και δαχτυλίδια του απλού, πρώιμου ελλη-νιστικού τύπου, williAmS - oGDen 1994, 114, αρ. 66,ίσως από τη Μάδυτο, 330-300 π.Χ.· De JuliiS 1984, 293,αρ. 218 και 217 με κεφαλές λεόντων και στα δύο άκρα,τέλος του 4ου αι. π.Χ.· hoFFmAnn - DAviDSon 1965,174-175, αρ. 65, εικ. 65a-b, από τη Βόρειο ελλάδα.ΜΠοΝιασ 2000, 201-202, εικ. 6, από τάφο στην αμφί-

πολη, τέλους του 4ου - αρχών του 3ου αι. π.Χ.· lAFFi-neur 1980, 390, αρ. 72, εικ. 77, δαχτυλίδι στη συλλογήσταθάτου· AmAnDry 1953, 83, αρ. 219-220, πίν. ΧΧΧιιψέλιο από θησαυρό της δημητριάδος, δεύτερο τέταρτο ήμέσα του 3ου αι. π.Χ. Για τον θησαυρό βλ. και PFrom-mer 1990, 214-216.

23. 6.000 χρόνια παράδοση 1997, 117, αρ. 108 (δαχτυλίδι απότις αλυκές, γύρω στο 300 π.Χ.), 127, αρ. 121 (ψέλιο απότο αιγίνιο, πρώτο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ.), και 139 αρ.36 (από τον Μακρύγιαλο, αρχές του 3ου αι. π.Χ.). Για τοψέλιο από το αιγίνιο βλ. και ΜΠεσιοσ - τσιΓαριδα 2000,189, εικ 23β.

24. Μ 1112, διάμ. κρίκου 2,1/2,3 εκ., σφενδόνη 2,5 × 1,5 εκ.ο κρίκος είναι ταινιωτός, η σφενδόνη σχηματίζεται απότο ίδιο έλασμα με τον κρίκο και έχει ωοειδές σχήμα.

25. Για τα διάλιθα δαχτυλίδια της ρόδου από ταφικά, καλάχρονολογημένα, σύνολα βλ. FilimonoS - GiAnniKouri

1999, 207-209, 213-214, πίν. 16, 19, 28, 33, 62, 67, 69,70, 71.

Εικ. 8. Φιδόσχημο δαχτυλίδι.

Εικ. 9. Δαχτυλίδι με ένθετοδακτυλιόλιθο από ήλεκτρο.

αυτήν, ενώ προς το τέλος του 3ου αι. π.Χ. αποκλίνει προς τα έξω ή προς τα μέσα, το μέγεθος αυ-ξάνει, η σφενδόνη αποκτά ωοειδές σχήμα και ο δακτυλιόλιθος συχνά περιβάλλεται από επάλληλεςβαθμίδες που προσδίδουν όγκο και εντυπωσιακότερη μορφή στο κόσμημα26.

το δαχτυλίδι του ταφικού συνόλου έχει όλα χαρακτηριστικά των δαχτυλιδιών του τελευταίου τέ-ταρτου του 4ου - αρχών του 3ου αι. π.Χ., που μορφολογικά βρίσκονται ακόμη κοντά στην παρά-δοση του παλαιότερου, κλασικού, τύπου με τη συμπαγή χρυσή σφενδόνη27. η χρήση ήλεκτρου στονδακτυλιόλιθο, που απαντά αρκετά συχνά σε ελληνιστικά δαχτυλίδια από τη ρόδο, πρέπει να είναιχαρακτηριστική για το τοπικό εργαστήριο, αφού είναι σπάνια σε άλλες περιοχές αυτή την περίοδο.Άλλωστε, και γενικότερα η χρήση του ήλεκτρου σπανίζει από τους κλασικούς χρόνους και μετέ-πειτα28.

Το χρυσό διάδημα29 (εικ. 10)το διάδημα ή χρυσή ταινία κεφαλής30 αποτελείται από δύο ξεχωριστά ταινιωτά ελάσματα, πλεκτάμε σύρματα που καταλήγουν στο ένα άκρο τους σε κρίκους, μέσα στους οποίους πέρναγε κορδέλλαγια το δέσιμο στο πίσω μέρος της κεφαλής, και στο άλλο άκρο σε δακτυλίους που συμπλέκονται με-ταξύ τους σε «ἡράκλειον ἅμμα», σύμβολο πανάρχαιο με ποικίλες μαγικές-αποτροπαϊκές ιδιότητες.η μεγάλη, ωστόσο, διάδοσή του κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έχει αποδοθεί στο γεγονός ότιέγινε σύμβολο της μακεδονικής αυλής, καθώς παρέπεμπε στον μυθικό γενάρχη της ηρακλή31.

��� Β. ΠΑΤΣΙΑΔΑ

26. το δαχτυλίδι της ρόδου ανήκει στον τύπο Χι του board-man, τον τύπο ΧΧιι του marshall και τον τύπο Xvi τουτάραντα, βλ. boArDmAn 1970, 214, εικ. 217 και 225-226για τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των δαχτυλιδιών τουδεύτερου μισού του 4ου αι. π.Χ.· mArShAll 1968, Xlii·De JuliiS 1984, 261-262. Βλ. και τυπολογική κατάταξητων δαχτυλιδιών από το αιγίνιο της Πιερίας στο ΜΠεσιοσ

- τσιΓαριδα 2000, 190, τύπος ιιΒ, εικ. 26α-β. σύμφωνα μετην τυπολογική κατάταξη των δαχτυλιδιών από τη Μεγά-λη ελλάδα που ακολουθεί ο GuZZo 1993, 34-36 και 165-167, ανήκει στην κατηγορία ιιι με διάφορες επιμέρουςμορφολογικές παραλλαγές. Βλ. επίσης για την εξέλιξη τουτύπου DePPert-liPPitZ 1985, 238-240· ΠαΠαΠοστολου

1990, 130-132, εικ. 31-38· το δαχτυλίδι της ρόδου μοιάζειπερισσότερο με τα αρ. 31-38 δαχτυλίδια της Πάτρας, πουχρονολογούνται στους υστεροελληνιστικούς χρόνους αλλάακολουθούν πρότυπα του πρώτου μισού του 3ου αι. π.Χ.miller 1979, 40-41, πίν. 26, όπου παραδείγματα με ψηλήβαθμιδωτή σφενδόνη.

27. το πλησιέστερο παράλληλο του ροδιακού δαχτυλιδιούείναι δαχτυλίδι από τη Νότια ρωσία με δακτυλιόλιθο επί-σης από ήλεκτρο, βλ. mArShAll 1968, 119, αρ. 712, εικ.103 και DePPert-liPPitZ 1985, 238, εικ. 174ε. ομοιότη-τες παρατηρούνται επίσης, σε ό,τι αφορά το γενικό σχή-μα, και με τα εξής δαχτυλίδια του τέλους του 4ου -πρώιμου 3ου αι. π.Χ.: GreiFenhAGen 1970, 34, πίν. 12.6και 13.3-5 (πρώιμος 3ος αι. π.Χ., από ταφικό σύνολο στοόρος Παγγαίο) και 33 (για τη χρονολόγηση του συνόλου).ΒοκοτοΠουλου 1990, 65, αρ. 42, σχέδ. 30, πίν. 38α-β

και τσιΓαριδα - ιΓΝατιαδου 2000, 67, εικ. 64 (από τοντύμβο α, τάφο ιιι της αίνειας, τρίτο τέταρτο 4ου αι. π.Χ.).hoFFmAnn - DAviDSon 1965, 248, αρ. 106. Για τη μορ-φολογική συγγένεια ανάμεσα στα πρώιμα ελληνιστικά δα-χτυλίδια του παλαιότερου τύπου με τη μεταλλική σφενδόνηκαι τα διάλιθα βλ. 6.000 χρόνια παράδοση 1997, 132, αρ.127 (από το αιγίνιο της Πιερίας με μεταλλική σφενδόνηκαι παράσταση φτερωτής Νίκης, πρώτο τέταρτο 3ου αι.π.Χ.), και 128 από την ίδια περιοχή με ένθετο δαχτυλιό-λιθο. GreiFenhAGen 1975, 72-73, πίν. 55. 1-3, 7-9, 14-15, δαχτυλίδια με μεταλλική σφενδόνη, του ύστερου 4ουαι. π.Χ., και 75, πίν. 57.1-2, δαχτυλίδι με ένθετο ακόσμητοδακτυλιόλιθο του πρώιμου 3ου αι. π.Χ. De JuliiS 1984,289-290, αρ. 205-211, του τύπου ιΧ με μεταλλική συμ-παγή σφενδόνη, και 294-295, αρ. 223-224 δαχτυλίδια τουτύπου Χvi με ένθετο δαχτυλιόλιθο του δεύτερου μισού του4ου - αρχών του 3ου αι. π.Χ.

28. Για τη χρήση ήλεκτρου στον ελληνικό χώρο βλ. blinKen-berG 1931, 110-111· boArDmAnn 1970, 377· boArDmAn

- vollenweiDer 1978, 215, 377.29. Μ 1114, συνολικό μήκ. 41,5, πλ. ταινίας 0,5, διάμετρος

δακτυλίων που σχηματίζουν το ηράκλειο άμμα 1,7 εκ.30. Για τον όρο διάδημα, που αρχικά συνδεόταν με τη βασι-

λική εξουσία, βλ. δεσΠοιΝη 1996, 28· PFrommer - mAr-KuS 2001, 23.

31. Για τη σημασία του «ἡράκλειου ἅμματος» βλ. PFrommer

1990, 4-6· ruDolPh 1995, 138· PFrommer - mArKuS

2001, 20-23· δεσΠοιΝη 1996, 14· 6.000 χρόνια παράδοση1997, 68· Cleopatra’s Egypt 1988, 196-197, αρ. κατ. 83.

το διάδημα του ταφικού συνόλου εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των διαδημάτων με«ἡράκλειον ἅμμα» που διαδίδονται από το τέλος του 4ου περίπου έως και το τέλος του 2ου αι. π.Χ.με διάφορες μορφολογικές παραλλαγές32. τα παλαιότερα διαδήματα αποτελούνται από διάτρητηή ελασμάτινη ταινία και ολόχρυσο ηράκλειο κόμβο, διακοσμημένο με φυτικά θέματα και ανθρώπι-νες μορφές. από το δεύτερο μισό του 3ου αι. π.Χ. και μετέπειτα τα διαδήματα του τύπου χαρα-κτηρίζει η χρήση ένθετων έγχρωμων λίθων στον κόμβο, ο οποίος πλαισιώνεται συνήθως απόεπίκρανα ιωνικών παραστάδων. το στέλεχος των διαδημάτων αποτελείται από αλυσίδες ή ταινίεςαπό κρίκους, ελασμάτινες ταινίες και σε ορισμένα διαδήματα από σταθερή στεφάνη ημικυλινδρι-κής τομής. κανένα, ωστόσο, από τα γνωστά διαδήματα δεν παρουσιάζει ομοιότητες με το διάδημα-χρυσή ταινία του ροδιακού ταφικού συνόλου.

το διάδημα μοιάζει περισσότερο με ομάδα περιδεραίων που αποτελούνται από αλυσιδωτή ται-νία ή αλυσίδα και ολόχρυσο «ἡράκλειον ἅμμα», παρόμοιο σε μορφή και τεχνική με τα «ἡράκλειαἅμματα» των πρώιμων ελληνιστικών διαδημάτων. Χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου- πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ. και προέρχονται τα περισσότερα από την περιοχή της Μαύρης Θά-λασσας και τη Μακεδονία33. δύο άλλα παραδείγματα, προϊόντα ίσως του ίδιου εργαστηρίου, έχουν

Σύνολο χρυΣών κοΣμημάΤων κΑΙ Αργυρών Αγγείων ΑΠό Τη νεκρόΠολη ΤηΣ ρόΔου ���

32. Για τον τύπο του διαδήματος και τη μορφολογική του εξέ-λιξη βλ. PFrommer 1990, 8, 11 κ.ε., κυρίως 77-80, για τημορφολογική εξέλιξη του «ἡράκλειου ἅμματος»· δεσΠοι-Νη 1996, 30-31, εικ. 28-29, 32-37, 40· DePPert-liPPitZ

1985, 275-276, εικ. 212, πίν. ΧΧviii-XXiX (αναφέρεταιμόνο στα υστεροελληνιστικά διαδήματα). Βλ. επίσηςAmAnDry 1953, 77-79, αρ. 217, εικ. 45, πίν. ΧΧΧι και118-124, αρ. 264, εικ. 71-74, πίν. Xlviii· ζερΒουδακη

2009, 14 (για χαρακτηριστικά διαδήματα του 3ου και του2ου αι. π.Χ. από τη συλλογή σταθάτου). hoFFmAnn -DAviDSon 1965, 51-59, εικ. 1a-1f, 2a-2d. Για παραδείγ-ματα από την ιταλία βλ. De JulliS 1984, 114-115, 121-122, αρ. 52-53 (τύπος ιιια-Β) και GuZZo 1993, 61-64,εικ. 31 (τύπος vii) και 214-215, όπου τα διαδήματα θε-ωρούνται περιδέραια. Για νεκρικά ελασμάτινα διαδήματα,που μιμούνται διαδήματα ζωής, βλ. ΠαΠαΠοστολου

1990, 88-94, εικ. 2-5, 6.

33. Βλ. δεσΠοιΝη 1996, 39, 253-255, εικ. 157-160, 162-164(συγκεντρωμένα παραδείγματα)· DePPert-liPPitZ 1985,210-213, εικ. 149, 150, πίν. ΧΧιιι· DAviDSon - oliver

1984, 37-39, αρ. 34· hoFFmAnn - DAviDSon 1965, 121-123, αρ. 40-41 και 209-221, αρ. 83-89, περιδέραια πουθεωρεί ταινίες μηρού. Βλ. επίσης Search for Alexander1980, 144-145, αρ. 80-82· κοτζια 1937, 878-879, εικ.9,10 και 6.000 χρόνια παράδοση 1997, 107, αρ. 94, περι-δέραιο από τον τάφο Γ΄ του σέδες· ruDolPh 1995, 136-138, αρ. 28 e και 194-195, αρ. 46, περιδέραια από τηνανατολική Μεσόγειο, την ανατολία ή την αίγυπτο· ζερ-Βουδακη 2009, 15, περιδέραιο από σωληνωτές χάντρεςστη συλλογή σταθάτου από τον θησαυρό της δημητριά-δος, τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Παρόμοιο και τοπεριδέραιο από τη Θεσσαλονίκη: PFrommer 1990, 308,αρ. ηκ 82, πίν. 1, 3.4 και 29.1.

Εικ. 10. Χρυσό διάδημα.

τόπο προέλευσης τη Μικρά ασία. τα δύο τελευταία περιδέραια και ειδικότερα περιδέραιο από τησμύρνη στα κρατικά Μουσεία του Βερολίνου34, αποτελούν και τα πλησιέστερα παράλληλα του ρο-διακού διαδήματος.

Παρά την ομοιότητα της χρυσής ταινίας του ροδιακού συνόλου με τα παραπάνω περιδέραια, δενμπορεί να αμφισβητηθεί η ταύτισή της με διάδημα35, όπως δείχνει η θέση εύρεσής της στο κρανίοτου σκελετού. Ένα διάδημα ανάλογης μορφής φοράει, άλλωστε, η Βερενίκη Β´ (245-225 π.Χ.) σταδεμένα σε κόρυμβο μαλλιά της, στην τοιχογραφία της έπαυλης στο boscoreale36.

Τα αργυρά αγγεία

Ο κύαθος (εικ. 11)ο κομψός, μικροσκοπικός κύαθος, με το ρηχό κοχλιάριο και τη λαβή που κατα-λήγει σε κεφαλή κύκνου, είναι πιστό αντίγραφο σε μικρογραφία ενός κανονικούκυάθου ή αρύταινας, όπως συχνά ονομάζεται το σκεύος37. κύαθοι κανονικού με-γέθους είναι συνηθισμένο κτέρισμα σε τάφους της Μακεδονίας, της Θράκης, τηςΒουλγαρίας, της Μεδεώνας, της ιταλίας και της Νότιας ρωσίας. στη ρόδο, αντί-θετα, ως κτέρισμα είναι πολύ σπάνιο38.

οι περισσότεροι από τις γνωστούς κυάθους είναι σχεδόν πανομοιότυποι μεταξύτους και δεν εμφανίζουν έντονες μορφολογικές διαφοροποιήσεις, αφού όλοι χρο-νολογούνται σε βραχύ σχετικά διάστημα, κυρίως από το τελευταίο τέταρτο του4ου έως και τις αρχές/πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.39. το ρηχό κοχλιάριο είναιπάντως χαρακτηριστικό γνώρισμα των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, ενώ τα με-ταγενέστερα παραδείγματα είναι βαθύτερα και σχεδόν ημισφαιρικά40.

��� Β. ΠΑΤΣΙΑΔΑ

34. hoFFmAnn - DAviDSon 1965, 121-122, εικ. 40, για τοπεριδέραιο στο Βερολίνο, Staatliche museen, και 123, εικ.41, για το δεύτερο περιδέραιο στη συλλλογή Carl Kempe.Για το περιδέραιο στο Βερολίνο βλ. επίσης GreiFenhA-Gen 1975, 16-17, πίν. 6. 1-2· Search for Alexander 1980,144, αρ. 81· PFrommer 1990, 305, αρ. hK 57, πίν. 2,2·δεσΠοιΝη 1996, 39 και 254, αρ. 160. διάδημα-ταινία με«ἡράκλειον ἅμμα», της ίδιας εποχής με το διάδημα πουεξετάζουμε, βρέθηκε σε τάφο της αμφιπόλεως, αλλά ηακριβής μορφή του δεν είναι γνωστή, αφού στη σχετικήδημοσίευση εικονίζεται μόνο το «ἡράκλειον ἅμμα», βλ.ΜΠοΝιασ 2000, 201, εικ. 2.

35. και άλλα περιδέραια του τύπου έχουν θεωρηθεί διαδή-ματα, εξαιτίας της ομοιότητάς τους με τα διαδήματα με«ἡράκλειον ἅμμα», βλ. δεσΠοιΝη 1996, 253-254, εικ.158-159, περιδέραιο από τη Χερσόνησο το οποίο θεω-ρείται διάδημα από τους williAmS - oGDen 1994, 196-197, αρ. 131. και τα διαδήματα από τον τάραντα έχουνταυτιστεί με περιδέραια, βλ. σημ. 29.

36. PFrommer - mArKuS 2001, 23, εικ. 19.37. το αρχαίο όνομα του σκεύους είναι γνωστό από την επι-

γραφή αρΧιΦαωκυαΘοσ σε κύαθο από την ακαρνανία,

του ύστερου 4ου - πρώιμου 3ου αι. π.Χ., βλ. CroSby 1943και oliver 1977, 46, 15.

38. Όπως φαίνεται από τους καταλόγους της εφορείας, έναςακόμη μικροσκοπικός κύαθος έχει βρεθεί σε τάφο, στοοικόπεδο διακίδη/2002, στην οδό αταβύρου, βλ. ΦαΝτα-ουτσακη 2001-2004, 276. Βλ. επίσης τον χάλκινο κύαθομε αναθηματική επιγραφή από το Θεσμοφόριο της πόληςτης ρόδου του 4ου αι. π.Χ., ΓιαΝΝικουρη 1999, 65, πίν.17β· κωΝσταΝτιΝοΠουλοσ 1986, πίν. lii.

39. Βλ. συγκεντρωμένα παραδείγματα κυρίως από ταφικά σύ-νολα στο ΘεΜελησ - τουρατσοΓλου 1997, 70, καθώςκαι τον αργυρό κύαθο από τάφο στο τριχώνιο αιτωλίαςτου τέλους του 4ου - αρχών του 3ου αι. π.Χ., ζαΦειρο-Πουλου 2000, 325, πίν. 164ε. Γενικότερα για το σκεύοςβλ. StronG 1966, 91-92, εικ. 21 και SiDeriS 2008, 346.

40. Βλ. για το μορφολογικό αυτό γνώρισμα CroSby 1943,214· oliver 1977, 43, αρ. 13· reeDer 1988, 124, αρ. 42.ειδικότερα για τον κύαθο του ταφικού συνόλου πρβλ. ρω-ΜιοΠουλου 1989, 214, αρ. 16, πίν. 56α· Αρχαία Μακε-δονία 1988, 298, αρ. 249 (350-325 π.Χ., τάφος 2, τούμπαΠαππά στη σεβαστή της Πιερίας)· οliver 1977, 43, αρ.13, από την καβάλα.

Εικ. 11. Μικρο-σκοπικός κύαθος.

ο κυάθος ήταν σκεύος συμποσίου, χρησίμευε, όπως είναι γνωστό, στην άντληση κρασιού απότον κρατήρα και στο μοίρασμα στα κύπελλα των συμποσιαστών, γι’ αυτό και το σχήμα της λαβήςδιευκόλυνε τη στερέωσή του στο χείλος του κρατήρα. Με το συμπόσιο συνδέονται και τα δύο άλλααργυρά αγγεία του συνόλου.

Ο κάλυκας (εικ. 12-13)41

ο αργυρός κάλυξ της ρόδου διακοσμείται στο σώμαμε επιμήκη λογχόσχημα φύλλα σε δύο επάλληλες σει-ρές, ακτινωτά διατεταγμένα γύρω από εγχάρακτο ρό-δακα στη βάση του αγγείου. τον ώμο περιβάλλεισχοινοειδές κόσμημα ανάμεσα σε σειρές μικρών ωώνή στιγμών. αμυδρά ίχνη επιχρύσωσης42 δείχνουν ότιήταν επιχρυσωμένα τα φύλλα της πίσω σειράς δημι-ουργώντας, σε συνδυασμό και με τη διαφορετική μορ-φή τους, ωραία χρωματική και μορφολογική αντίθεσημε τα υπόλοιπα, απλούστερης μορφής, φύλλα. επι-χρυσωμένα πρέπει να ήταν και τα κοσμήματα στηβάση του λαιμού.

το σχήμα του αγγείου, ο κάλυξ ή βαθιά φιάλη,όπως αποκαλείται στα πρωιμότερα στάδια της εξέλι-ξής του, θεωρείται δημιουργία της αχαιμενιδικής το-ρευτικής από τον 6ο αι. π.Χ. Ήδη από τις αρχές του5ου αι. π.Χ. διαμορφώνονται από τα κατά τόπους ερ-γαστήρια της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας διάφορεςμορφολογικές παραλλαγές, που αφορούν τόσο τοσχήμα και τις αναλογίες όσο και τη διακόσμηση. Με-γάλη διάδοση θα γνωρίσει το αγγείο σε άργυρο μετάτα μέσα του 4ου αι. π.Χ., όταν θα υιοθετηθεί από ταεκτός της περσικής αυτοκρατορίας εργαστήρια καιθα μεταπλαστεί από αυτά, ανταποκρινόμενο στις αι-σθητικές προτιμήσεις της τοπικής πελατείας43. ταακμάζοντα αυτή την περίοδο, υψηλής καλλιτεχνικήςποιότητας, μακεδονικά εργαστήρια θα δημιουργή-

Σύνολο χρυΣών κοΣμημάΤων κΑΙ Αργυρών Αγγείων ΑΠό Τη νεκρόΠολη ΤηΣ ρόΔου ���

41. Μ 1116, ύψ. 8,1, διάμ. χείλους 8,6, διάμ. σώματος 6,9εκ.

42. Για την τεχνική της επιχρύσωσης βλ. ασηΜεΝοσ 1984·δρουΓου 2000, 309-310· τσιΓαριδα - ιΓΝατιαδου 2000,46-47.

43. Για την προέλευση του ελληνιστικού κάλυκα και τη μορ-φολογική του εξέλιξη βλ. StronG 1966, 99-101· αbKA’i-

KhAvAri 1988· PFrommer 1987, 42 κ.ε. και κυρίως 55κ.ε. για την εξέλιξη από το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ.και εξής· byvAnCK - QuArleS vAn uFForD 1991, απο-δίδουν την καταγωγή του αγγείου στα ιωνικά εργαστήριατης περσικής αυτοκρατορίας, του 5ου και του 4ου αι.π.Χ.· williAmS 2003, 229-230.

Εικ. 12. Αργυρός κάλυξ με επιχρυσω-μένη διακόσμηση.

Εικ. 13. Ρόδακας στη βάση του αργυρούκάλυκα.

σουν την πλέον καλαίσθητη και επιτυχημένη παραλλαγή, η οποία θα επηρεάσει τα εργαστήρια τηςΘράκης, της Νότιας ρωσίας, της κυρίως ελλάδας44.

ο αργυρός κάλυκας της ρόδου με τις ραδινές αναλογίες μπορεί να ενταχθεί σε μία ιδιαίτερηομάδα υψηλόσωμων καλύκων που χρονολογούνται από το τέλος του 4ου έως και τα μέσα του 3ουαι. π.Χ.45, ενώ πρόδρομοι υπήρχαν ήδη από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. από τους κάλυκες της ομά-δας πλησιέστεροι μορφολογικά προς τον κάλυκα της ρόδου είναι κάλυκας από τη varbitsa τηςΒουλγαρίας, χρονολογημένος γύρω στο 300 π.Χ.46, και ακολουθούν κάλυκας της ίδιας περιόδουαπό τη Θεσσαλία47 και ένας δεύτερος από τη Βουλγαρία48. Παρόμοιες αναλογίες έχουν επίσηςακόσμητοι αργυροί κάλυκες, όπως κάλυκας από τη ρόδο, που δεν προέρχεται από κλειστό σύνολο49,δύο ομφαλωτοί κάλυκες από τον τάφο Β του δερβενίου50 καθώς και οι σύγχρονοι πήλινοι κάλυκεςαπό την αττική και πήλινοι, επίσης επιχρυσωμένοι, από τη Μακεδονία51, οι οποίοι χωρίς αμφιβο-λία αντιγράφουν χρυσούς υψηλόσωμους κάλυκες.

σε ό,τι αφορά τη διακόσμηση του κάλυκα, και ειδικότερα τη μορφή των φύλλων, ομοιότητεςεντοπίζονται με αιγυπτιακούς κάλυκες από τον θησαυρό του tuch el Karamus, χρονολογημένουςστο τέλος 4ου - αρχές του 3ου αι. π.Χ.52, καθώς και με κάλυκα από την κρήτη53, αιγυπτιακής όμωςπροέλευσης, στον οποίο συναντάμε τα σπάνια για τον τύπο αιχμηρά λογχόσχημα φύλλα με εγχά-ρακτες νευρώσεις. ο ρόδακας στη βάση του αγγείου μοιάζει με αντίστοιχο κόσμημα σε επίσης υψη-λόσωμο αργυρό κάλυκα από την ιθάκη54. από το αιγυπτιακό εργαστήριο είναι γνωστά και τασχηματοποιημένα κοσμήματα του λαιμού.

οι παραπάνω συγκρίσεις καταδεικνύουν συγγένεια του κάλυκα της ρόδου με τα αντίστοιχα προ-ϊόντα των αιγυπτιακών εργαστηρίων, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να μιλάμε για απόλυτη ταύτιση,αφού στο σχήμα του ροδιακού αγγείου αλλά και στη διακόσμηση διακρίνουμε την πλαστικότητα καιτην αισθητική των ελληνικών καλύκων «αχαιμενιδικού» τύπου. Θεωρούμε γι’ αυτό ότι το αγγείομπορεί να είναι προϊόν τοπικού εργαστηρίου.

��� Β. ΠΑΤΣΙΑΔΑ

44. Για τους μακεδονικούς κάλυκες και την επίδρασή τους βλ.bArr-ShArrAr 1982, 161-162, εικ. 17· PFrommer 1987,56-63, 234-238, αρ. κab m 1-32, πίν. 43d-e, 44c, 55, 62·ρωΜιοΠουλου 1989, 211-212, πίν. 54· reeDer 1988,124, αρ. 41· ζimi 1994, 388-394· williAmS 2003, 230.Για τα μακεδονικά εργαστήρια βλ. επίσης ΘεΜελησ -τουρατσοΓλου 1997, 170-182· ΘεΜελησ 2000, κυρίως511-512· rolley 2006· SiDeriS 2000· SiDeriS 2008, κυ-ρίως 346-348.

45. Για την παραλλαγή των υψηλόσωμων καλύκων βλ. PFrom-mer 1987, 68-74 και 231-234. αρ. κab h 1-30. πίν. 44a,62, όπου συγκεντρωμένα όλα σχεδόν τα γνωστά παρα-δείγματα, όχι μόνο σε άργυρο αλλά και ορισμένα σε πηλόή γυαλί. Βλ. επίσης έναν ακόμη αργυρό κάλυκα από τηΒουλγαρία (Pleven), Die Thraker 2004, 146, αρ. 199 (δεύ-τερο μισό του 4ου αι. π.Χ.), επίσης κάλυκα από τηναπουλία (Arpi), SiDeriS 2000, 20, εικ. 26 και κάλυκα απότις Άκρες τριχωνίτιδας, ζαΦειροΠουλου 2004, 685, εικ.330β, με εγχάρακτο κλαδί κισσού στον λαιμό, από τάφοπου περιείχε πολύτιμα σκεύη και αντικείμενα, ανάμεσάτους και μικρό γυάλινο ψυκτήρα.

46. StronG 1966, 101, εικ. 23b· PFrommer 1987, 232, αρ.κab h 15, πίν. 62· ArChibAlD 1989, 14-15, εικ. 1Β, f·Zimi 1994, 392, εικ. 4.

47. PFrommer 1987, 231, αρ. Kab h5, πίν. 44a-b (Βερολίνο,Antikenmuseum).

48. Βλ. σημ. 43.49. αρ. ευρ. Μ 180· βρέθηκε στην ανατολική νεκρόπολη, στο

κορακόνερο. Βλ. για τον κάλυκα SiDeriS 2000, 17, εικ.20· κωΝσταΝτιΝοΠουλοσ 1986, 152, εικ. 169.

50. ΘεΜελησ - τουρατσοΓλου 1997, 65-66, αρ. Β 12, Β13,πίν. 8 και 65· SiDeriS 2000, 17, εικ. 19.

51. δρουΓου 1991, 41-42, 43· rotroFF 1997, 91-92, 254-255, αρ. 118-126, εικ. 10, πίν. 12 και rotroFF 2003,όπου εξετάζεται η επίδραση της τορευτικής και σε άλλαμακεδονικά πήλινα αγγεία. Για την επίδραση της αχαι-μενιδικής τορευτικής τόσο στο σχήμα του κάλυκα όσο καιστη μελαμβαφή αττική κεραμική γενικότερα, ήδη από τον5ο αι. π.Χ., βλ. miller 1993. Βλ. επίσης και γυάλινουψηλόσωμο κάλυκα στο Βρετανικό Μουσείο, αρ. 1895,1017.1 από την αίγινα, von SAlDern 1959, 42-43, εικ.30· PFrommer 1987, 231, αρ. κab h 7.

52. PFrommer 1987, 267, αρ. κτκ 4-6, πίν. 6-8, 10, 62.53. από το Παλαιόκαστρο, PFrommer 1987, 219, αρ. Kab A

64, πίν. 44d-f, 55, 62 (boston, museum of Fine Arts).54. PFrommer 1987, 232, αρ. Kab h 8, πίν. 55, 62· StronG

1966, 101, εικ. 23c, 25b· oliver 1979, 77, αρ. 42 (πρώι-μος 3ος αι. π.Χ.).

Η αβαθής φιαλίσκη (εικ. 14)55

η αβαθής, ακόσμητη φιάλη έχει, όπως και οκάλυκας, αχαιμενιδικές καταβολές. από τουςγνωστούς τύπους αχαιμενιδικών φιαλών του6ου και του 5ου αι.56 μεγαλύτερη μορφολογικήσυγγένεια παρουσιάζει με τον τύπο της φιάληςμε λογχόσχημα φύλλα, ο οποίος έχει ανοιχτόκαι αβαθές σώμα, χείλος που ανοίγει προς ταέξω και διακόσμηση με λογχόσχημα φύλλα σεδύο επάλληλες σειρές, που αποδίδονται σε χα-μηλό ανάγλυφο ή με εγχάραξη57. το γεγονόςότι πολλές από τις μέχρι τώρα γνωστές φιάλεςαυτού του τύπου προέρχονται από την αίγυ-πτο, οδήγησε στη σύνδεσή τους με τα αχαιμε-νιδικής τεχνοτροπίας εργαστήρια της αιγύπτου.σύμφωνα με άλλη άποψη, πιθανή θεωρείται ηπαραγωγή της και από άλλα εργαστήρια, όπωςτης Προποντίδας και της Θράκης58.

Όπως ο κάλυξ, έτσι και ο συγκεκριμένοςτύπος φιάλης, υιοθετήθηκε στο δεύτερο μισότου 4ου αι. π.Χ. από τα ελληνικά ή ελληνικήςτεχνοτροπίας εργαστήρια τορευτικής, όπωςδείχνουν παραδείγματα από την ακαρνανία59, από τον τάφο Β του δερβενίου60 και πιο πρόσφατααπό τάφο στη νοτιοδυτική Θράκη του τέλους του 4ου αι. π.Χ.61. ο περιορισμένος, ωστόσο, αριθ-μός των μέχρι στιγμής γνωστών παραδειγμάτων δείχνει ότι δεν ήταν το ίδιο δημοφιλής με τον κά-λυκα. αυτό δεν φαίνεται να ισχύει για τη ρόδο, όπου η αβαθής φιάλη είχε μια ιδιαίτερη διαδρομή.τη μορφή και την εξέλιξή της για το μεγαλύτερο μέρος του 4ου αι. παρακολουθούμε κυρίως απότις απομιμήσεις της σε γυαλί. Όπως έδειξε ο Παύλος τριανταφυλλίδης, οι παλαιότερες γυάλινεςφιάλες του πρώτου μισού του 4ου αι. π.Χ. διακοσμούνται με πλατιά λογχόσχημα, εγχάρακτα στογυαλί φύλλα, ενώ προς το τέλος του αιώνα επικρατούν οι ακόσμητες και πολύ αβαθείς φιάλες πουμοιάζουν με πινάκια62.

Σύνολο χρυΣών κοΣμημάΤων κΑΙ Αργυρών Αγγείων ΑΠό Τη νεκρόΠολη ΤηΣ ρόΔου ���

55. Μ 1718. διάμ. χείλους 10, ύψ. 1,5 εκ.56. Για τους διάφορους τύπους ρηχών «αχαιμενιδικών» φια-

λών βλ. luSChey 1939, 41 κ.ε.· AbKA’i-KhAvAri 1988·ArChibAlD 1989· Zimi 1994, 394-396· SiDeriS 2008.

57. Για τις φιάλες με λογχόσχημα φύλλα βλ. luSChey 1939,125-132· StronG 1966, 99· PFrommer 1987, 75-85 και246-50· SiDeriS 2008, 342-343 και 343, σημ. 25-26.

58. Βλ. προηγούμενη σημείωση.59. oliver 1977, 42, αρ. 12· PFrommer 1987, 249, Kbk 19,

πίν. 50c, d (μέσα του 4ου αι. π.Χ.)

60. ΘεΜελησ - τουρατσοΓλου 1997, 66, αρ. Β 18, Β 19, πίν.8-9, 66.

61. από ταφικό σύνολο που περιέχει επίσης ηθμό, αρύταινα,πρόχου κ.ά., του τέλους του 4ου - αρχών του 3ου αι. π.Χ.,Delemen 2006, 259-260, εικ. 9.

62. τριαΝταΦυλλιδησ 2000, 75-81, 134-147 και κυρίως 87-89, 156-167 για ακόσμητες καρινωτές φιάλες, όμοιες μετις μετάλλινες ροδιακές. triAntFylliDiS 2008, 358, εικ.8-10.

Εικ. 14. Αργυρή φιάλη.

η παραγωγή στη ρόδο σε άργυρο της διακοσμημένης με φύλλα φιάλης, αν και πολύ πιθανή, δενέχει επιβεβαιωθεί έως τώρα από τα ίδια τα ευρήματα. αντίθετα, ο τύπος της ακόσμητης, στον οποίοανήκει και η φιάλη του ταφικού συνόλου, αποτελεί συνηθισμένο κτέρισμα σε τάφους της περιόδουαπό το τέλος του 4ου έως και το πρώτο μισό του 3ου αι. αλλά και αργότερα, έως τις αρχές του 2ουαι. π.Χ. Πρόκειται όμως όχι για κανονικές φιάλες, αλλά για αγγεία με καθαρά ταφική χρήση, όπωςδείχνει το πολύ μικρό τους μέγεθος και τα εξαιρετικά λεπτά τοιχώματα.

η μεγάλη πλειονότητα των ταφικών μικροσκοπικών φιαλών της ρόδου είναι ακόσμητες. αρκε-τές, ωστόσο, παρά το μικρό τους μέγεθος, διακοσμούνται στον ομφαλό με ανάγλυφες κεφαλές, με-ρικές φορές εξαίρετης τέχνης. ορισμένες είναι επίσης κατασκευασμένες από χρυσό63, ενώ κάποιεςαργυρές φιαλίσκες πρέπει να ήταν επιχρυσωμένες, όπως μαρτυρούν αμυδρά ίχνη χρυσού. Μία ή δύο,επίσης, φαίνεται να αντιγράφουν πιο περίτεχνους τύπους αχαιμενιδικών φιαλών. Μία ευρύτερη με-λέτη, η οποία θα περιλαμβάνει όλες τις φιαλίσκες και τα συνευρηματά τους, είναι αναγκαία, προκει-μένου να προσδιοριστεί η τυπολογία τους, το διακοσμητικό θεματολόγιο, η χρονολογική διάδοση καικυρίως η σχέση τους με τη μεγάλη τορευτική.

Παρατηρήσεις - συμπεράσματα

το ροδιακό ταφικό σύνολο χρονολογείται, όπως έδειξαν όλα τα ευρήματά του, στο τέλος του 4ου- αρχές του 3ου αι. π.Χ. Για τη ρόδο αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, αφού σπάνια έχουμε τη δυ-νατότητα να εντοπίσουμε ασύλητο τάφο και μάλιστα με χρυσά κοσμήματα και κυρίως αργυρά σκεύη.

τα κοσμήματα του ταφικού συνόλου πρέπει να κατασκευάστηκαν στα ροδιακά εργαστήρια χρυ-σοχοΐας, τα οποία είχαν μακρόχρονη παράδοση από τα αρχαϊκά ακόμη χρόνια64. κάποια ιδιαίτεραχαρακτηριστικά τους, όπως η χρήση δακτυλιόλιθων από ήλεκτρο και η απλοποιημένη απόδοση τουτύπου του διαδήματος με «ἡράκλειο ἅμμα», υποδηλώνουν επί μέρους ιδιομορφίες του ροδιακού ερ-γαστηρίου, το οποίο κατά τα άλλα δεν φαίνεται να διαφοροποιείται από την κοινή γλώσσα και τηγενικότερη ομοιομορφία των προϊόντων της ελληνιστικής χρυσοχοΐας.

τα κοσμήματα ανήκουν σε δημοφιλείς για την εποχή τύπους και απηχούν τον γενικό συρμό, τηδιεθνή μόδα, που είχε καθιερωθεί από τα μεγάλα κέντρα μικροτεχνίας και χρυσοχοΐας της κάτω ιτα-λίας, της αίγυπτου και κυρίως της Μακεδονίας, η οποία από την εποχή ακόμη του Φιλίππου Β΄ καικυρίως μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου αλεξάνδρου, με την εισροή του περσικού χρυσού αλλάκαι με την επαφή με την αχαιμενιδική τέχνη, πρωτοστατεί στην άνθηση της χρυσοχοΐας και της το-ρευτικής. καθιερώνει νέους τύπους κοσμημάτων και πολυτελών σκευών αλλά και νέα ήθη στοντρόπο ζωής, ακόμη και στα ταφικά έθιμα, αφού, όπως έχει παρατηρηθεί, και άλλες περιοχές μιμή-θηκαν την ταφική πρακτική των Μακεδόνων να συνοδεύουν τον νεκρό στην τελευταία του κατοι-κία με πολύτιμα κοσμήματα και κυρίως σκεύη συμποσίου65, ακόμη και αν πρόκειται για μικρογραφίεςτους, όπως συμβαίνει με το ταφικό σύνολο που παρουσιάζουμε, καθώς και με πολλά άλλα ροδιακάταφικά σύνολα της περιόδου από το τέλος του 4ου έως τις αρχές του 3ου αι. π.Χ.

��� Β. ΠΑΤΣΙΑΔΑ

63. Πατσιαδα 1991α, 471 (οικ. A. Γρηγοριάδη, τάφος 1)· Πα-τσιαδα 1991β, 476-477 (οικ. Β. κουντούρη, τάφος 12)·ΦαΝταουτσακη 1997, 1099 (Kορακόνερο).

64. lAFFineur 1980β.

65. Για αγγεία συμποσίου σε τάφους της πρώιμης ελληνιστι-κής εποχής, βλ. λαζαρiδησ et al. 1992, 62-64· Delemen

2006· δρουΓου 2000, 312-313· bArr-ShArrAr 2008, 4.

τα τρία αργυρά αγγεία του συνόλου ανήκουν σε σχήματα και τύπους χαρακτηριστικούς για τηνεποχή. η τεχνοτροπική τους ανάλυση έδειξε καταβολές από την αχαιμενιδική παράδοση, έτσι όμωςόπως αυτή μεταπλάστηκε δημιουργικά από τα εργαστήρια των μεγάλων κέντρων της εποχής, κυρίωςτης αιγύπτου και της Μακεδονίας. ιδιαίτερες συγγένειες ανιχνεύθηκαν με την τορευτική της πτο-λεμαϊκής αλεξάνδρειας, κάτι που έχει βέβαια διαπιστωθεί και σε άλλες μορφές τέχνης και οφείλε-ται στη γεωγραφική γειτνίαση και στις στενές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις των δύο κρατών.

ο κάλυκας, αγγείο με πρακτική χρήση, όπως δηλώνει η κατασκευή του, έχει ιδιαίτερη σημασία,καθώς συγκαταλέγεται στα ελάχιστα μέχρι τώρα γνωστά στη ρόδο χρηστικά αγγεία από άργυρο.σε αυτά ανήκουν επίσης ένας ακόσμητος αργυρός κάλυκας, που ήδη αναφέρθηκε, και ένα αργυρόαλάβαστρο με εγχάρακτη επιχρυσωμένη διακόσμηση, κτέρισμα σε τάφο66. κατά τα άλλα, όλα όσαγνωρίζουμε για τη ροδιακή τορευτική των ελληνιστικών χρόνων προέρχονται από τα ψευδοαγγείατων τάφων, τα οποία όμως περιορίζονται σε συγκεκριμένη χρονολογική περίοδο, από το δεύτερομισό του 4ου έως το πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ., και αντιπροσωπεύουν δύο βασικά σχήματα, τις

Σύνολο χρυΣών κοΣμημάΤων κΑΙ Αργυρών Αγγείων ΑΠό Τη νεκρόΠολη ΤηΣ ρόΔου ���

66. αρ. Μ 1447 με εγχάρακτη επιχρυσωμένη διακόσμηση.Βρέθηκε σε τάφο, στην περιοχή του κορακόνερου, μαζίμε χρυσή φιαλίσκη, βλ. ΦαΝταουτσακη 1998.

Εικ, 15. Χάλκινο κάτοπτρο.

Εικ. 16. Χάλκινο στέλεχος και λείψανα ξύλινουαντικειμένου.

Εικ. 17. Πήλινες επιχρυσωμένες χάντρες περιδεραίου.

αβαθείς φιαλίσκες67 και, σε πολύ μικρότερο ποσοστό, τα αλάβαστρα, τα οποία επίσης εμφανίζονταισε ταφικά σύνολα σε πολύ μικρό μέγεθος και πολύ λεπτά τοιχώματα, τόσο λεπτά που συνήθως δια-λύονται και δεν αναγνωρίζονται. ο δεξιοτεχνικός τρόπος απόδοσης της διακόσμησης που παρα-τηρείται σε ορισμένες από τις ταφικές φιαλίσκες είναι ενδεικτικός της δεξιοτεχνίας των ροδίωντορευτών να αποδίδουν σε τόσο μικρό μέγεθος καλαίσθητες παραστάσεις.

η σπανιότητα χρηστικών αγγείων από άργυρο στη ρόδο αφήνει ανοιχτό το ερώτημα αν ήτανσυνηθισμένη στο νησί, κατά τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους, η χρήση αγγείων από πολύ-τιμα μέταλλα, όπως συνέβαινε για παράδειγμα στη Μακεδονία ή τη Θράκη. οι πλούσιοι ρόδιοιαστοί θα πρέπει να είχαν τη δυνατότητα για πολυτελή τρόπο ζωής και συνακόλουθη χρήση πολυ-τελών συμποσιακών αγγείων. ο μικρός αριθμός των σωζόμενων αγγείων δεν σημαίνει ότι δεν υπήρ-χαν, αφού το πολύτιμο μέταλλο από το οποίο ήταν κατασκευασμένα μπορούσε, μετά από τήξη, ναεπαναχρησιμοποιηθεί. ωστόσο, η ρόδος δεν ήταν το κράτος των Μακεδόνων με τη στρατιωτικήαριστοκρατία που είχε πρόσφατα πλουτίσει από το περσικό θησαυροφυλάκιο και τα μέλη τηςανταγωνίζονταν μεταξύ τους σε επίδειξη πλούτου και χλιδής68, αλλά μία συντηρητική δημοκρατίαπου είχε μόλις απελευθερωθεί από την κυριαρχία του Μαυσώλου (355/54-323 π.Χ.), χάρη στην εκ-στρατεία του αλεξάνδρου και την κατάλυση από αυτόν της περσικής αυτοκρατορίας. το σχετικάακόμη νεαρό ροδιακό κράτος δεν είχε φθάσει στην ακμή της εμπορικής και οικονομικής του ανά-πτυξης και δεν είχε ανοιχθεί στον έξω κόσμο, όπως θα συμβεί κατά τους μέσους ελληνιστικούς χρό-νους. Ήταν γι’ αυτό φυσικό η χρήση πολύτιμων αγγείων, τουλάχιστον ως κτερισμάτων, να ήτανπεριορισμένη, αφού ο άργυρος ειδικά θα ήταν πολύ χρησιμότερος σε άλλους τομείς, όπως για πα-ράδειγμα στη νομισματοκοπία69. Άλλωστε, και οι Μακεδόνες έκαναν εξοικονόμηση χρυσού, υπο-καθιστώντας τα χρυσά αγγεία με επιχρυσωμένα ή επαργυρωμένα πήλινα70. κατ’ ανάλογο τρόπο οιρόδιοι, θέλοντας να μιμηθούν τη συνήθεια της εποχής για πολύτιμα κτερίσματα, αρκέστηκαν στιςπολύ λιγότερο δαπανηρές μικρογραφικές απομιμήσεις τους.

είναι εξάλλου γνωστό από άρθρο της ηούς ζερβουδάκη με τίτλο «φαιδρός κρατήρ από τη Ρόδο»71,ότι οι ρόδιοι συνήθιζαν να μιμούνται τα δημοφιλή πολύτιμα σκεύη συμποσίου όχι μόνο κατα-σκευάζοντας μικρογραφίες τους σε άργυρο, αλλά και απομιμήσεις τους σε πηλό. Χαρακτηριστικόπαράδειγμα αποτελεί ο αχαιμενιδικής έμπνευσης πήλινος κρατήρας με λαβές σε μορφή Πανός, τον

��� Β. ΠΑΤΣΙΑΔΑ

67. bλ. ενδεικτικά τις φιαλίσκες που αναφέρονται στα Χρο-νικά του ΑΔ, KωΝσταΝτιΝοΠουλοσ 1969, 472, πίν.473α (οικ. h. Xαλκιοπούλου, τάφος 1)· ΠαΠαΧριστο-δουλου 1979, 440, πίν. 234ε (οικ. Π. Kρητικού - Π. Γιαν-νούρη - σ. tσούκου, τάφος KP 13)· ΠαΠαΧριστοδουλου

1980, 536 (οικ. αικ. επιφάνη) και 544, πίν. 344γ α (μεπροτομή hλίου [;]; στον πυθμένα, οικ. Π. Πάττα)· Φι-ληΜοΝοσ - eυαΓΓελιΝιδησ 1990, 480 (οικ. Kύρη-bαγιαν-νάκη, τάφος 20)· KαΝιΝια 1990, 478 (τάφος viii, όρυγμαδευαρ, οδ. Μ. Πετρίδη)· ΦιληΜοΝοσ 1987, 608 (οικ.m. mαύρου - K. σοφιανοπούλου κ.ά.)· ΦαΝταουτσακη

1998, 950 (αρχαιολογικός χώρος Kορακόνερου, θήκη 5).bλ. επίσης τη μικροσκοπική μολύβδινη φιαλίσκη με φυ-τική διακόσμηση από την πόλη της Πέλλας, ΠαΠακωΝ-σταΝτιΝου-διαΜαΝτουρου 2000, 424-428, εικ. 1-3.

68. Για τoν πλούτο και τη χλιδή της αμέσως μετά τις κατα-κτήσεις του αλεξάνδρου εποχής, βλ. τουρατσοΓλου

1998, όπου και κατάλογος με θησαυρούς νομισμάτων καιταφικά σύνολα της εποχής με πολύτιμα κτερίσματα, καιZimmer 1996.

69. η ρόδος, όπως έδειξε ο κακαΒοΓιαΝΝησ 1984, κυρίως136-137, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι διέθετε μεταλλεύ-ματα αργυρούχου μολύβδου, από το οποίο παραγόταν οάργυρος, αν και έχει εντοπιστεί εργαστήριο κατεργασίαςτου μεταλλεύματος για την παραγωγή όμως μολύβδου.

70. δρουΓου - τουρατσοΓλου 1997· δρουΓου 2000· wil-liAmS 2003.

71. ζερΒουδακη 1984 και ειδικότερα 138-139. Για τα θηρί-κλεια βλ. και το πιο πρόσφατο άρθρο mAlFitAnA 2004.

οποίο υποδειγματικά μελέτησε η ηώς ζερβουδάκη στο παραπάνω άρθρο, διατυπώνοντας πολύτι-μες παρατηρήσεις για τη ροδιακή κεραμική αλλά και την τορευτική των ελληνιστικών χρόνων.Όπως παρατηρεί, με αγγεία σαν αυτό ή με τις γνωστές από τον αθήναιο (Xi 469d) ἡδυποτίδες κύ-λικες προσπάθησαν οι ρόδιοι να μιμηθούν τα πιθανώς μετάλλινα αττικά θηρίκλεια αγγεία. οι μεναθηναίοι, χάλκευσαν, όπως γράφει ο αθήναιος, τα θηρίκλεια τοῖς πλουσίοις διὰ τὰ βάρη, ενώ οι ρό-διοι τους ανταγωνίστηκαν με τις ηδυποτίδες διὰ τὴν ἐλαφρότητα τῶν ποτηρίων καὶ τοῖς πένησιν τοῦκαλλωπισμοῦ τούτου μεταδιδόναι.

Β. ΠατσιαδακΒ´ εΠκα

[email protected]

Βιβλιογραφία

αbKA’i-KhAvAri, m. 1988. Die achämenidischen metallschallen, AMIran 21, 91-136.αδαΜ-ΒελεΝη, Π. (επιμ.) 2000. Μύρτος. Μνήμη Ιουλίας Βοκοτοπούλου, Θεσσαλονίκη.AmAnDry, P. 1953. Collection Hélène Stathatos. Les bijoux antiques, Strasbourg.ArChibAlD, Z.h. 1989. thracian interpretations of Greek and oriental elements in Fourth-Century metalwork, στο b.F.

Cook (επιμ.), The Rogozen Treasure. Papers of the Anglo-Bulgarian Conference, 12 March 1987, london, 12-25.ασηΜεΝοσ, κ.Γ. 1984. επιχρυσώσεις με «μπόλο» και «μίξιον». στοιχεία για τις μεθόδους επιχρύσωσης στην κλασική

ελλάδα από τα ευρήματα της Βεργίνας, ΗΟΡΟΣ 2, 161-166.bArr-ShArrAr, b. 1982. macedonian metal vases in Perspective: Some observations on Context and tradition, στο b.

bArr-ShArrAr - e.n. borZA (επιμ.), Symposium Series I. Macedonia and Greece in Late Classical and Early HellenisticTimes (Studies in the history of Art vol. 10), washington, D.C.

bArr-ShArrAr, b. 2008. The Derveni Krater. Masterpiece of Classical Metalwork, Princeton.blinKenberG, Chr. 1931. Lindos i. Fouilles de l’acropole 1902-1914. Les petits objets, berlin.boArDmAn, J. 1970. Greek Gems and Finger Rings. Early Bronze Age to Late Classical, london.boArDmAnn, J. - m.-l. vollenweiDer 1978. Catalogue of the Engraved Gems and Finger Rings, oxford.ΒοκοτοΠοyλου, ι. 1990. Οι ταφικοί τύμβοι της Αίνειας, αθήνα.byvAnCK-QuArleS vAn uFForD, l., 1991.“Achämenidischer becher” ou bol ionien à panse arrondie, BABesch 66, 159-

163.ΓιαΝΝικουρh, α. - b. ΠατσιαδA - m. ΦιλhΜοΝοσ 2000. Α΄ Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική, Πρακτικά. Ιωάν-

νινα, 6 Δεκεμβρίου 1986, αθήνα.Cleopatra’s Egypt 1988. Cleopatra’s Egypt. Age of the Ptolemies, mainz.CroSby, m. 1943. A Silver ladle and Strainer, AJA 47, 209-216.DAviDSon, G.r. 1952. Corinth Xii. The Minor Objects, Princeton.DAviDSon, P.F. - J.-A. oliver 1984. Ancient Greek and Roman Gold Jewelry in the Brooklyn Museum, brooklyn n.y.De JuliiS, e. 1984. Gli ori di Tatanto in Età Ellenistica 1984, milano.Delemen, i. 2006. An unplundered Chamber tomb on Ganos mountain in Southeastern thrace, AJA 110, 251-273.DePPert-liPPitZ, b. 1985. Griechischer Goldschmuck, mainz.DePPert-liPPitZ, b. 1998. Greek bracelets of the Classical Period, στο williAmS 1998, 91-94.δεσΠοιΝη, α. 1996. Ελληνική τέχνη. Αρχαία χρυσά κοσμήματα, αθήνα.Die Thraker 2004. Das goldene Reich des Orpheus. 23. Juli bis 28. November 2004. Kunst und Ausstellungshalle der Bun-

desrepublik Deutschland, mainz.δρουΓου, σ. (επιμ.) 1991. Ελληνιστική κεραμική από τη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη.δρουΓου, σ. - Γ. τουρατσοΓλου 1997. Πρώιμη ελληνιστική κεραμική από τη Μακεδονία. ο πηλός και το μέταλλο, στο

Δ΄ Συνάντηση για την ελληνιστική κεραμική. Χρονολογικά προβλήματα - κλειστά σύνολα - εργαστήρια. Πρακτικά, αθήνα,155-163.

δρουΓου, σ. 2000. ο εφήμερος πηλός και ο αιώνιος χρυσός: επίχρυσα και επάργυρα πήλινα αγγεία στον 4ο αιώνα π.Χ.,στο αδαΜ-ΒελεΝη 2000, 305-314.

DuSenbery, e.b. 1998. Samothrace ii. The Nekropoleis. Catalogues of Objects by Categories, Princeton.

Σύνολο χρυΣών κοΣμημάΤων κΑΙ Αργυρών Αγγείων ΑΠό Τη νεκρόΠολη ΤηΣ ρόΔου ���

FilimonoS, m. - A. GiAnniKouri 1999. Grave offerings from rhodes: Pottery and Jewellery, στο v. GAbrielSen - P.bilDe - t. enGberG-PeDerSen - l. hAnneStAD - J. ZAhle (επιμ.), Hellenistic Rhodes: Politics, Culture, and Society(Studies in hellenistic Civilization iX), Aarhus.

GreiFenhAGen, A. 1970. Staatliche Museen Preussischer Kulturbesitz. Antikenabteilung, Berlin (Schmuckarbeiten in edel-metall. band i. Fundgruppen), berlin.

GreiFenhAGen, A. 1975. Staatliche Museen Preussischer Kulturbesitz. Antikenabteilung, Berlin (Schmuckarbeiten aus edel-metall, band ii), berlin.

GuZZo, P.G. 1993. Oreficerie dalla Magna Grecia. Ornamenti in oro e argento dall’ Italia Meridionale tra l’VIII ed il I se-colo, taranto.

ζαΦειροΠουλου, Φ.Ν. 2000. τάφοι στο τριχόνιο αιτωλίας, στο Ε΄ Επιστημονική Συνάντηση για την ελληνιστική κερα-μική. Χρονολογικά προβλήματα - κλειστά σύνολα - εργαστήρια. Πρακτικά, αθήνα, 323-328.

ζαΦειροΠουλου, Φ.Ν. 2004. Άκραι τριχωνίτιδας, πρώιμη ελληνιστική ταφή, στο ΣΤ΄ Επιστημονική Συνάντηση για τηνΕλληνιστική Κεραμική. Προβλήματα Χρονολόγησης. Κλειστά σύνολα - εργαστήρια. Βόλος 17-23 Απριλίου 2000, Πρα-κτικά, αθήνα, 683-686.

ζερΒουδακη, η. 2009. Συλλογή Σταθάτου. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αθήνα.hoFFmAnn, h. - P.F. DAviDSon 1965. Greek Gold Jewelry from the Age of Alexander, mainz.ΘεΜελησ, Π.Γ. - Γ.Π. τουρατσοΓλου 1997. Οι τάφοι του Δερβενίου, αθήνα.ΘεΜελησ, Π.Γ. 2000. Μεταλλοτεχνία μακεδονική, στο αδαΜ-ΒελεΝη 2000, 495-517.καΝιΝια, ε. 1990. ΑΔ 24, Χρονικά, 472-479.κακαΒοΓιαΝΝησ, ε. 1984. Παραγωγή μολύβδου από λιθαργύρους στην ελληνιστική ρόδο, ΑΑΑ Xvii, 124-139.κοτζιAσ, Ν. 1937. ο παρά το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης (σέδες) Γ΄τάφος, AE, 866-895.Kroll, J.h. 1993. The Athenian Agora XXVI. The Greek Coins, Princeton.κωΝσταΝτιΝοΠουλοσ, Γ. 1969. AΔ 24, Χρονικά, 451-485.κωΝσταΝτιΝοΠουλοσ, Γ. 1986. Αρχαία Ρόδος, αθήνα.lAFFineur, r. 1980. Collection Paul Canellopoulos (Xv), BCH 104, 345-457.lAFFineur, r. 1980 b. l’orfèvrerie rhodienne orientalisante, στο t. hACKenS (επιμ.), Études sur l’orfèvrerie antique. Stu-

dies in Ancient Jewelry, louvain-la-neuve, 13-29.λαζαριδησ, δ. - K. ρωΜιοΠουλου - Γ. τουρατσοΓλου 1992. Ο τύμβος της Νικήσιανης, αθήναι.λεΒιδησ, α.Β. 1994. Πλίνιος ο Πρεσβυτέρος. Περί της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής. 35ο βιβλίο τη «Φυσικής Ιστορίας»,

αθήνα.luSChey, h. 1939. Die Phiale, bleicherode am harz.ΜαλαΜα, Π. - κ. Νταρακησ 2008. Νεκροταφείο ρωμαϊκών χρόνων στα Νέα Κερδύλλια Σερρών, Θεσσαλονίκη.mAlFitAnA, D. 2004. theriKleiA PoteriA. Ateneo (Deipnosofistai Xi 470e - 472e) e alcuni kantharoi da un santua-

rio cipriota. note per una rilettura, Quaderni ticinesi di numismatica e antichità classiche XXXiii, 217-247.Μαρκουλακη, σ. - Β. ΝιΝιου-κιΝδελη 1982. ελληνιστικός λαξευτός τάφος Χανίων. ανασκαφή οικοπέδου Μαθιου-

δάκη, ΑΔ 37, Μελέτες, 7-118.mArShAll, F.h. 1911. Catalogue of the Jewellery, Greek, Etruscan, and Roman in the Departments of Antiquities British Mu-

seum, london.mArShAll, F.h. 1968. Catalogue of the Finger Rings Greek, Etruscan, and Roman in the Departments of Antiquities, Bri-

tish Museum, oxford.miller, S.G. 1979. Two Groups of Thessalian Gold, berkeley-los Angeles-london.miller, m.C. 1993. Adoption and Adaptation of Achaemenid metalware Forms in Attic black-Gloss ware of the Fifth

Century, AMIran 26, 109-146.ΜΠεσιοσ, Μ. - ε.Μ. τσιΓαριδα 2000. Χρυσά κοσμήματα από το νεκροταφείο του αιγινίου, κοντά στην αρχαία Πύδνα,

στο αδαΜ-ΒελεΝη 2000, 179-197.ΜΠοΝιασ, ζ. 2000. τάφοι αμφιπόλεως, στο αδαΜ-ΒελεΝη 2000, 199-217.oliver, α.J. 1977. Silver for the Gods. 800 Years of Greek and Roman Silver, ohio.ΠαΠακωΝσταΝτιΝου-διαΜαΝτουρου, δ. 2000. mετάλλινα αντικείμενα από την Πέλλα σt΄: φιαλίσκη και ασπιδίσκη,

στο αδαΜ-ΒελεΝη 2000, 423-434.ΠαΠαΠοστολου, ι.α. 1977. ελληνιστικοί τάφοι Πάτρας ι, ΑΔ 32, Μελέτες, 280-343.ΠαΠαΠοστολου, ι.α. 1990, κοσμήματα Πατρών και δύμης. Παρατηρήσεις σε τύπους κοσμημάτων του 4ου αι. π.Χ.

και της ελληνιστικής εποχής, ΑΕ 129, 83-139.

��� Β. ΠΑΤΣΙΑΔΑ

ΠαΠαΧριστοδουλου, ι. 1979. ΑΔ 34, Χρονικά, 411-463.ΠαΠαΧριστοδουλου, ι. 1980. ΑΔ 35, Χρονικά, 527-557.Πατσιαδα, Β. 1990. ΑΔ 45, Χρονικά, 471-472.Πατσιαδα, Β. 1991α. ΑΔ 46, Χρονικά, 471.Πατσιαδα, Β. 1991β. ΑΔ 46, Χρονικά, 476-477.PFeiler-liPPitZ, b. 1972. Späthellenistiche Goldschmiedearbeiten, AntK 15(2), 107-119.PlAnt, r. 1994. Greek Coin Types, london.ΠωλοΓιωρΓη, Μ.ι. 1985. από το κλασικό και ελληνιστικό νεκροταφείο της κυδωνίας, ΑΔ 40, 162-177.ΠωλοΓιωρΓη, Μ.ι. 2007. Χάλκινα κάτοπτρα από τη σαλαμίνα, ΑΕ 146, 147-192.reeDer, e.D. 1988. Hellenistic Art in the Walters Art Gallery, barltimore.reZA DArbAnDi, S.m. - A. ZournAtZi (επιμ.). 2008. 1st International Conference. Ancient Greece and Ancient Itan. Cross-

Cultural Encounters. Athens, 11-13 November 2006, Athens.PFeiler-liPPitZ, b. 1972, Späthellenistische Goldschiedearbeiten, AntΚ 15, 107-121.PFrommer m. 1987. Studien zu alexandrinischer und grossgriechischer Toreutik frühhellenistischer Zeit (Archäologische For-

schungen band 16), berlin.PFrommer, m. 1990. Untersuchungen zur Chronologie früh- und hochhellenistischen Goldschmucks, tübingen.PFrommer, m. - e.t. mArKuS 2001. Greek Gold from Hellenistic Egypt, los Angeles.PlAnt, r. 1994. Greek Coin Types, london.rolley, C. 2006. la toreutique de vergina est-elle un art de cour?, στο A.-m. Guimier-SorbertS - m.b. hAtZoPou-

loS - y. moriZot (επιμ.), Rois, cités, nécropoles, institutions, rites et monuments en Macedoine. Actes des colloques deNanterre (Decembre 2002) et d’ Athènes (Janvier 2004), Athènes, 311-319.

rotroFF, S.i. 1997. The Athenian Agora XXiX. Hellenistic Pottery. Athenian and Imported Wheelmade Table Ware and Re-lated Material, Princeton.

rotroFF, S.i. 2003. minima macedonica στο o. PAlAGiA - S.v. trACy (επιμ.), The Macedonians in Athens 322-229B.C. Proceedings of an International. Conference held at the University of Athens, May 24-26, 2001, oxford, 213-225.

«Ρόδος 2400 χρόνια» 1999. Η πόλη της Ρόδου από την ίδρυσή της μέχρι την κατάληψη από τους Τούρκους (1523). ΔιεθνέςΕπιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος 24-29 Οκτωβρίου 1993, αθήνα.

ruDolPh, w. 1995. A Golden Legacy. Ancient Jewelry from the Burton Y. Berry Collection at the Indiana Univesity Art Mu-seum, bloomington-indianapolis.

ρωΜιοΠοyλου, κ. 1989. κλειστά ταφικά σύνολα υστεροκλασικών χρόνων από τη Θεσσαλονίκη, στο Φίλια Έπη ειςΓεώργιον Μυλωνάν, τόμος Γ΄, αθήναι, 194-218.

SAlDern, von A. 1959. Glass Finds at Gordion, JGS 1, 23-50.SChwArZmAier, A. 1997. Griechische Klappspiegel. Untersuchungen zu Typologie und Stil (Am, 18 beih.), berlin.SeGAll, b. 1938. Museum Benaki Athen. Katalog der Goldschmiede - Arbeiten, Athen.SiDeriS, A. 2000. les tombes de Derveni: Quelques remarques sur la toreutique, RA, 3-36.SiDeriS, A. 2008: Achaemenid toreutics in the Greek Periphery, στο reZA DArbAnDi - ZournAtZi 2008, 339-353.Siviero, r. 1954. Gli ori e le ambre del Museo Nazionale di Napoli, Firenze.SNG Keckman Collection: Sylloge Nummorum Graecorum, Finland, The Erkki Keckman Collection in the Skopbank, Helsinki,

Part i, Karia, helsinki 1994.SNG Turkey 1: Sylloge Nummorum Graecorum, Turkey 1, The Muharrem Kayan Collection, Ausonius numismatica Anato-

lica 1, istanbul, bordeaux 2002.StronG, D.e., 1966. Greek and Roman Gold and Silver Plate, london.The Search for Alexander 1980. The Search for Alexander. An Exhibition, new york.tourAtSoGlou, i. 1998. Dated Gold: the evidence from hellenistic macedonia, στο williAmS 1998, 30-38.τριαΝταΦυλλιδησ, Π. 2000. Ροδιακή υαλουργία ι. Τα εν θερμώ διαμορφωμένα διαφανή αγγεία πολυτελείας. Οι κλασικοί και

πρώιμοι ελληνιστικοί χρόνοι, αθήνα.triAntAFylliDiS, P. 2008. Achaemenid influences on rhodian minor Arts and Crafts, στο reZA DArbAnDi - ZournA-

tZi 2008, 355-366.τσιΓαριδα, Μ. - δ. ιΓΝατιαδου 2000. Ο Χρυσός των Μακεδόνων. Μουσείο Θεσσαλονίκης, αθήνα.ΦαΝταουτσακη, Χ. 1997. ΑΔ 52, Χρονικά, 1099-1100.ΦαΝταουτσακη, Χ. 1998. ΑΔ 53, Χρονικά, 948-950.ΦαΝταουτσακη, Χ. 2001-2004. ΑΔ 56-59, Χρονικά, 273-276.

Σύνολο χρυΣών κοΣμημάΤων κΑΙ Αργυρών Αγγείων ΑΠό Τη νεκρόΠολη ΤηΣ ρόΔου ���

ΦιληΜοΝοσ, Μ. 1987. ΑΔ 42, Χρονικά, 668.ΦιληΜοΝοσ, Μ. - σ. ευαΓΓελιΝιδησ 1990. ΑΔ 44, Χρονικά, 479-480.williAmS, D. - J. oGDen 1994. Greek Gold Jewellery of the Classical World, london.williAmS, D. (επιμ.). 1998: The Art of the Greek Goldsmith, london.williAmS, D. 2003. Gilded Pottery and Golden Jewellery στο o. PAlAGiA - y. trACy (επιμ.), The Macedonians in

Athens 322-229 B.C. Proceedings of an International Conference held at the University of Athens. May 24-26, 2001, ox-ford.

Zimi, e. 1994. macedonian and thracian Silverware: interaction and mutual influences in the 4th Century bC, στο m.lAZArov - Ch. AnGelovA (επιμ.), La Thrace et les sociétés matitimes anciennes, 18-24 September 1994 Sozopol (thra-cia Pontica vi.2. Series i. Proceedings of the international Symposium. Centre of unterwater Archaeology), Sozopol,385-404.

Zimmer, G. 1996. Prunkgeschirr hellenistischer herrscher, στο w. hoePFner - G. brAnDS (επιμ.), Basileia. Die Palästeder hellenstischen Könige. Internationales Symposion in Berlin vom 16.12.1992 bis 20.12.1992, mainz, 130-135.

ZüChner, w. 1942. Griechische Klappspiegel (14 ergh. Jdi), berlin.6.000 χρόνια παράδοση, 1997. Το ελληνικό κόσμημα. Θεσσαλονίκη, Βίλα Bianca. 21 Δεκεμβρίου 1997 - 21 Φεβρουαρίου

1998, αθήνα.

��� Β. ΠΑΤΣΙΑΔΑ

SummAry

An ASSemblAGe oF GolD Jewellery AnD Silver vASeSFrom the neCroPoliS oF rhoDeS

vasiliki Patsiada

Presented is the assemblage of gold jewellery and silver vases found in the intact grave of a young girl,of the later fourth/early third century bC.

the three pairs of earrings with lion-head finials and the fourth pair of plain hoops, the snake ringand the finger ring with inset amber bezel are familiar types of early hellenistic goldwork. rare is thetype of the diadem or braided fillet worn on the deceased’s head. Although it is classed in the categoryof diadems with herakles knot, it is differentiated from the known variations and more closely re-sembles a group of necklaces consisting of a band or chain and solid gold herakles knot.

Particularly interesting are the silver vases, because very few domestic silver vases of hellenistictimes are known.

the miniature kyathos or ladle in the funerary group is a rare grave good in rhodes but common– of normal size – in contemporary burials in macedonia. the kalyx with the elegant decoration, el-ements of which are embellished with gilding, is of a high-bodied type of the late fourth/early thirdcentury bC. the closest parallels are the kalykes from varbitsa in bulgaria and from thessaly. its dec-oration echoes influence from egyptian workshops. the small bowl (phialiske) displays similaritieswith a type of early hellenistic bowl of Achaemenid provenance, with very shallow body and deco-rated with large lance-shaped leaf motifs. the known examples are few and come from macedonia,thrace and Akarnania. by contrast, in rhodes the type seems to have been particularly popular, thoughnot in silver but in glass. numerous too are the miniature imitations of it in silver, made exclusivelyfor mortuary use.

it seems that during the early hellenistic period miniature silver bowls, as well as miniature silveralabastra, were used as substitutes for corresponding precious vases, which in the same period accom-panied burials of eminent persons in macedonia and other regions. Perhaps this was a way of econo-mizing on the precious metal, which is probably also the reason for the rarity of silver domestic vasesin rhodes.

Κο

ρο

πλ

ας

τιΚ

ΗΚ

αι

ΜιΚ

ρο

τε

χν

ιας

το

να

ιγα

ιαΚ

οχ

ωρ

οα

πο

το

υς

γεω

Με

τρ

ιΚο

χρ

ον

ου

ςε

ως

Κα

ιτ

Ηρ

ωΜ

αϊΚ

Ηπ

ερ

ιοΔ

ο

ISBN: 978-960-87174-4-2

Κ ο ρ ο π λ α σ τ ι κ ήκ α ι μ ι κ ρ ο τ ε χ ν ί αστον αιγαιακό χώρο

από τουςγεωμετρικούς χρόνους

έως και τηρ ωμαϊκή περίο δο

Διεθνες ςυνεΔριο

στη μνήμη τηςΗο ύ ς Ζ ερβ ο υ δ άκη

ΤΟΜΟΣ ΙI

II

exofyllo zervoudaki5II:Layout 1 7/11/14 2:53 PM Page 1