ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ, H αρχιτεκτονική του τοπίου στην...

31
47 H αρχιτεκτονική του τοπίου στην πόλη της Ρόδου Βασιλική Πατσιαδά H αρχιτεκτονική του τοπίου, με την έννοια που σήμερα προσδίδουμε στον όρο, αναπτύχθηκε στον ελλαδικό χώρο ουσιαστικά κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. H κλασική αρχαιότητα, αν και θεώρησε ιερούς ορισμένους τόπους ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, και γι’ αυτό κατάλληλους για την οικοδόμηση ιερών και ναών, δεν επενέβαινε δραστικά στη φύση. Oι πυκνοδομημένες και χωρίς ρυμοτομική οργάνωση κλασικές πόλεις δεν διέθεταν χώρους πρασίνου, με εξαίρεση τη βλάστηση που περιέβαλε κάποια αστικά ιερά, τα φυσικά άλση, καθώς και τους κήπους των γυμνα- σίων και των φιλοσοφικών σχολών. H μεγάλη αλλαγή σημειώθηκε μετά τις κατακτήσεις του M. Aλεξάνδρου και τη γνωριμία με τους μεγάλους πολιτισμούς της Aνατολής, που είχαν μακρόχρονη παράδοση στην τέχνη του τοπίου. H ελληνιστική εποχή διατήρησε την κλασική αντίληψη για την ιερότητα του τοπίου, το αξιοποίησε όμως και το ανέδειξε με νέο πνεύμα, κάνοντας σχεδιασμέ- νες επεμβάσεις σε αυτό. Προσάρμοσε στο φυσικό τοπίο τη θέση και τη μορφή ιερών, κτιριακών συγκροτημάτων και τη χωρορρυθμία ολόκληρων πόλεων, βελτίωσε με τεχνητές επεμβάσεις και ανέδειξε τις φυσικές διαμορφώσεις και τη βλάστηση, χρησιμοποίησε στοιχεία της φύσης για να πλαισιώσει την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους και, τέλος, κατασκεύασε με τεχνητά μέσα τη φύση 1 . H συμβολή της Pόδου στη διαμόρφωση της ελληνιστικής τέχνης του τοπίου έχει αξιολογηθεί ως ιδιαίτερα σημαντική από την αρχαιολογική έρευνα. Η σχετική βιβλιογραφία έχει σχολιάσει την ανδηρωτή διάταξη των ροδιακών ιερών 2 και τις διαμορφώσεις στο Ροδίνι, οι οποίες είχαν μετα- τρέψει την περιοχή, αν και αποτελούσε μέρος της νεκρόπολης, σε χώρο περιπάτου και αναψυχής 3 . 1. Για την ελληνιστική αρχιτεκτονική του τοπίου, βλ. Lauter 1986, 88-92 · Carroll-Spillecke 1989, 49-78 · Carroll- Spillecke 1992, 156-175 · Winter 2006, 207-218. Bλ. επίσης για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής του τοπίου σε σχέση με σπηλαιώδη ιερά και κρήνες, Berg 1994, 55-105 και κυρίως 176-185. Για την αρχιτεκτονική του κήπου στα ελληνιστικά ανάκτορα, βλ. Nielsen 1994 · Nielsen 2001 · Sonne 1996. 2. Για το ιερό της Αθηνάς στη Λίνδο, βλ. Dyggve 1960 · Pollitt 1986, 230-233 · Lippolis 1993, κυρίως 148-157. Για την Κάμιρο, βλ. Κωνσταντινόπουλος, Οδηγός Καμίρου, 40-63 · Κωνσταντινόπουλος 1986, 168-178 · Di Vita 1990 · Di Vita 1996 · Caliò 2001 · Caliò 2003. Για την ακρόπολη της Ρόδου, βλ. Κοντής 1952, 547-572 · Κοντής 1953, 283-284 · Κοντής 1954, 347-354 · Κοντής 1954 Β, 4-8 · Kondis 1958, 150-151 · Κωνσταντινόπουλος 1973 · Lauter 1972, 49-50, εικ. 1-2, πίν. 14,1 · Κωνσταντινόπουλος 1986, 116-118, 217-219 · Konstantinopoulos 1988, 211-212, εικ. 2, πίν. 28,1-2 · Rice 1995. Για την επίδραση των ροδιακών ιερών στα ιερά της Ιταλίας, βλ. Hellmann 2006, 203-207 · Caliò 2003. 3. Lauter 1972, 53-58, εικ. 4, πίν. 15.4-6, 16.1-4.

Transcript of ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ, H αρχιτεκτονική του τοπίου στην...

47

H αρχιτεκτονική του τοπίου στην πόλη της Ρόδου

Βασιλική Πατσιαδά

H αρχιτεκτονική του τοπίου, με την έννοια που σήμερα προσδίδουμε στον όρο, αναπτύχθηκε

στον ελλαδικό χώρο ουσιαστικά κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. H κλασική αρχαιότητα, αν

και θεώρησε ιερούς ορισμένους τόπους ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, και γι’ αυτό κατάλληλους

για την οικοδόμηση ιερών και ναών, δεν επενέβαινε δραστικά στη φύση. Oι πυκνοδομημένες

και χωρίς ρυμοτομική οργάνωση κλασικές πόλεις δεν διέθεταν χώρους πρασίνου, με εξαίρεση τη

βλάστηση που περιέβαλε κάποια αστικά ιερά, τα φυσικά άλση, καθώς και τους κήπους των γυμνα-

σίων και των φιλοσοφικών σχολών. H μεγάλη αλλαγή σημειώθηκε μετά τις κατακτήσεις του M.

Aλεξάνδρου και τη γνωριμία με τους μεγάλους πολιτισμούς της Aνατολής, που είχαν μακρόχρονη

παράδοση στην τέχνη του τοπίου. H ελληνιστική εποχή διατήρησε την κλασική αντίληψη για την

ιερότητα του τοπίου, το αξιοποίησε όμως και το ανέδειξε με νέο πνεύμα, κάνοντας σχεδιασμέ-

νες επεμβάσεις σε αυτό. Προσάρμοσε στο φυσικό τοπίο τη θέση και τη μορφή ιερών, κτιριακών

συγκροτημάτων και τη χωρορρυθμία ολόκληρων πόλεων, βελτίωσε με τεχνητές επεμβάσεις και

ανέδειξε τις φυσικές διαμορφώσεις και τη βλάστηση, χρησιμοποίησε στοιχεία της φύσης για να

πλαισιώσει την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους και, τέλος,

κατασκεύασε με τεχνητά μέσα τη φύση1.

H συμβολή της Pόδου στη διαμόρφωση της ελληνιστικής τέχνης του τοπίου έχει αξιολογηθεί

ως ιδιαίτερα σημαντική από την αρχαιολογική έρευνα. Η σχετική βιβλιογραφία έχει σχολιάσει την

ανδηρωτή διάταξη των ροδιακών ιερών2 και τις διαμορφώσεις στο Ροδίνι, οι οποίες είχαν μετα-

τρέψει την περιοχή, αν και αποτελούσε μέρος της νεκρόπολης, σε χώρο περιπάτου και αναψυχής3.

1. Για την ελληνιστική αρχιτεκτονική του τοπίου, βλ. Lauter 1986, 88-92· Carroll-Spillecke 1989, 49-78· Carroll-

Spillecke 1992, 156-175· Winter 2006, 207-218. Bλ. επίσης για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής του τοπίου σε σχέση με

σπηλαιώδη ιερά και κρήνες, Berg 1994, 55-105 και κυρίως 176-185. Για την αρχιτεκτονική του κήπου στα ελληνιστικά

ανάκτορα, βλ. Nielsen 1994· Nielsen 2001· Sonne 1996.

2. Για το ιερό της Αθηνάς στη Λίνδο, βλ. Dyggve 1960· Pollitt 1986, 230-233· Lippolis 1993, κυρίως 148-157. Για την

Κάμιρο, βλ. Κωνσταντινόπουλος, Οδηγός Καμίρου, 40-63· Κωνσταντινόπουλος 1986, 168-178· Di Vita 1990· Di Vita

1996· Caliò 2001· Caliò 2003. Για την ακρόπολη της Ρόδου, βλ. Κοντής 1952, 547-572· Κοντής 1953, 283-284· Κοντής

1954, 347-354· Κοντής 1954 Β, 4-8· Kondis 1958, 150-151· Κωνσταντινόπουλος 1973· Lauter 1972, 49-50, εικ. 1-2, πίν.

14,1· Κωνσταντινόπουλος 1986, 116-118, 217-219· Konstantinopoulos 1988, 211-212, εικ. 2, πίν. 28,1-2· Rice 1995. Για

την επίδραση των ροδιακών ιερών στα ιερά της Ιταλίας, βλ. Hellmann 2006, 203-207· Caliò 2003.

3. Lauter 1972, 53-58, εικ. 4, πίν. 15.4-6, 16.1-4.

48

Πολύς λόγος έχει γίνει επίσης για τον διακοσμητικό ρόλο των ροδιακών γλυπτών, τα οποία πρέπει

να ήταν εκτεθειμένα σε κήπους ή άλση και σε σπηλαιώδη ιερά4, όπως δείχνει η θεματολογία τους

και τα στοιχεία τεχνητού τοπίου που συχνά τα πλαισιώνουν. Την έρευνα έχει επίσης απασχολήσει η

επίδραση της ροδιακής τέχνης του τοπίου στην αντίστοιχη ρωμαϊκή, με επίκεντρο το διακοσμημέ-

νο με τα έργα των ροδίων γλυπτών άντρο της Σπερλόγκα5. Ανάμεσα στα σχετικά άρθρα σημαντική

θέση κατέχει, αν και είχαν προηγηθεί οι εύστοχες παρατηρήσεις των Ι. Κοντή και Γρ. Κωνστα-

ντινόπουλου6, το άρθρο του H. Lauter στο Antike Kunst του 1972, γιατί επισημαίνονται σε αυτό

κατάλοιπα της αρχιτεκτονικής του τοπίου στο Ροδίνι και στην ακρόπολη της πόλης της Ρόδου

και προσδιορίζεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του λεγόμενου ροδιακού πάρκου, που έγκειται στον

αρμονικό συνδυασμό της αρχιτεκτονικής με το φυσικό τοπίο και με την τέχνη της γλυπτικής.

Ωστόσο, η πρόσφατη έρευνα έχει αμφισβητήσει τόσο τις απόψεις του H. Lauter7, σε ό,τι αφορά

κυρίως τον κοσμικό χαρακτήρα που αποδίδει στο ροδιακό πάρκο, όσο και εμμέσως τη σημασία

γενικότερα της ροδιακής τέχνης του τοπίου. Ένας από τους λόγους είναι η απουσία ανασκαφικών

ενδείξεων, αφού με εξαίρεση τα σπήλαια στην ακρόπολη και ανάλογες διαμορφώσεις στο Ροδίνι,

όσα γνωρίζουμε για τα ροδιακά άλση και τους κήπους βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη δευτερεύ-

ουσα μαρτυρία των γλυπτών, και μάλιστα των μικρού μεγέθους διακοσμητικών γλυπτών, καθώς

οι μεγάλου μεγέθους συνθέσεις που παλαιότερα αποδίδονταν στη λεγόμενη σχολή της Ρόδου

έχουν αποσυνδεθεί πλέον από αυτήν8. Οι ανασκαφές, όμως, των τελευταίων δεκαετιών, τόσο στη

νεκρόπολη όσο και στην πόλη της Ρόδου, συμπληρώνουν βαθμιαία το κενό, φέρνοντας στο φως

σημαντικά στοιχεία. Αυτά θα παρουσιάσουμε, περιοριζόμενοι για λόγους οικονομίας στην πόλη

της Ρόδου. Άλλωστε, οι διαμορφώσεις στη νεκρόπολη είναι περισσότερο γνωστές από το άρθρο

του H. Lauter. Και σε αυτό, ωστόσο, πολλά και σημαντικά είναι τα νέα στοιχεία που θα μπορούσε

κανείς να προσθέσει9.

4. Για το διακοσμητικό ρόλο των ροδιακών γλυπτών, βλ. Merker 1973, 15· Ridgway 1981, 12-16· Söldner 1986, 291-

305· Moreno 1994, 359-364· Lavagne 1988, 168-169, 551-555· Lauter 1969, 171· Lauter 1972, 57, εικ. 4. Για τη Νίκη της

Σαμοθράκης, βλ. Lehmann 1973, εικ. 5· Knell 1995, 73-81, εικ. 62-64. Αντίθετα, η Hamiaux 2006, 58-60 πιστεύει ότι

βρισκόταν σε στεγασμένο χώρο. Βλ. και την πρόσφατη μελέτη Palagia 2010, όπου το άγαλμα θεωρείται έργο ροδίων

γλυπτών.

5. Από την πλούσια βιβλιογραφία για το θέμα, βλ. ειδικότερα για τη ροδιακή επίδραση στον γλυπτό διάκοσμο και

στη διαμόρφωση του σπηλαίου: Lauter 1969, κυρίως 171· Lauter 1972, 57-58· Saefl und 1972, 73-77, 94-98· Blankenhagen

1973 (βιβλιοκρισία στον Saefl und)· Stewart 1977, 76-90· Κωνσταντινόπουλος 1986, 122-127· Andreae, Conticello 1974,

κυρίως 52· Andreae 1988, 71-72 και 115-116· Lavagne 1988, κυρίως 551-558· Moreno 1994, 611-612. Βλ. αντίθετη

άποψη Merker 1973, 15, 24, σημ. 90· Rice 1986, κυρίως 245-250· Rice 1995, 400, υποσημ. 34· Ridgeway 2000, 277-278.

Για κριτική παρουσίαση των διαφόρων απόψεων και βιβλιογραφία, βλ. την πρόσφατη μελέτη Celani 2005, 328-334,

στην οποία αποκαθίσταται κατά κάποιο τρόπο ο ρόλος της Ρόδου και της ροδιακής σχολής.

6. Kοντής 1954, 351-352· Konstantinopoulos 1968, 117-120· Konstantinopoulos 1988.

7. Carroll-Spillecke 1989, 56· Rice 1995, 403-404, υποσημ. 46· Sonne 1996, 142, σημ. 39· Berges 1996, 17-18, σημ. 38.

8. Για τη λεγόμενη ροδιακή σχολή και το είδος των γλυπτών τα οποία παρήγαγε, βλ. τα πιο πρόσφατα άρθρα όπου

και η παλαιότερη βιβλιογραφία, Goodlett 1991· Moreno 1994, 127-146, 359-413, 605-646· Isager 1995· Mattusch 1998,

149-156· Pollitt 2000· Ridgway 2004· Celani 2005.

9. Τα νέα στοιχεία αφορούν την περιοχή του Ροδινιού και προέκυψαν τα τελευταία χρόνια, ύστερα από εργασίες

καθαρισμού της Εφορείας στην περιοχή.

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

49

H πόλη της Pόδου ιδρύθηκε το 408 π.X. και οικοδομήθηκε σύμφωνα με τους πλέον σύγχρονους

για την εποχή κανόνες της ιπποδάμειας ρυμοτομίας (εικ. 1). Στην αρχική φάση της περιοριζόταν

στο βόρειο/βορειοανατολικό τμήμα της μετέπειτα ελληνιστικής πόλης. Mετά την πολιορκία του

Δημητρίου επεκτάθηκε νότια/νοτιοανατολικά και οικοδομήθηκε νέα, ισχυρή οχύρωση, ενώ μετά

τον σεισμό του 227/6 π.X. ανοικοδομήθηκε σε ευρεία κλίμακα. Τότε πιστεύεται ότι ρυμοτομήθη-

καν και οι έως τότε αδόμητες ή αραιά κατοικημένες υπώρειες της ακρόπολης10, στην κορυφή της

οποίας, ίσως ήδη από την ίδρυση της πόλης, είχαν ανεγερθεί οι ναοί των πολιούχων θεοτήτων11.

Την περίοδο μετά το μεγάλο σεισμό, ο οποίος, όπως λέει ο Πολύβιος (V, 88, 2), έγινε αιτία «μὴ

βλάβης διορθώσεως δὲ μᾶλλον», φαίνεται πως χρονολογούνται και οι σωζόμενες διαμορφώσεις

της αρχιτεκτονικής του τοπίου, τόσο στην πόλη όσο και στη νεκρόπολη12, οι οποίες έδωσαν ξε-

χωριστή όψη στο άστυ του ροδιακού κράτους.

Η χωροθέτηση των οικοδομικών νησίδων και οι οδικοί άξονες κατεύθυνσης Β-Ν, που ίσως για

πρώτη φορά χαράχτηκαν στον χώρο τής προς δυσμάς επέκτασης, προσαρμόστηκαν στο φυσικό

ανάγλυφο, που ανηφόριζε με ήπιες κλίσεις προς την ακρόπολη. Οι κλιμακώσεις του εδάφους,

που είχαν μικρή μεταξύ τους υψομετρική διαφορά, 1,20 με 2,20 μ., τονίστηκαν, χωρίς να διατα-

ραχθούν οι υψομετρικές καμπύλες, με κτιστά αναλήμματα, τα οποία αποτέλεσαν όρια των οδών.

Στα διαδοχικά αυτά άνδηρα, που σαν ελαφρύς κυματισμός, κατά τη χαρακτηριστική φράση του

Ι.Δ. Κοντή13, διαδέχονταν το ένα το άλλο, ανταποκρίνεται ο χαρακτηρισμός της πόλης από τον

Διόδωρο (ΧΧ, 83,2 και ΧΙΧ, 45,3) ως θεατροειδούς, όπου το θεατροειδής σημαίνει επικλινής, όπως

είχε επισημάνει σε ένα από τα τελευταία άρθρα του και ο Γρ. Κωνσταντινόπουλος14.

Ένα εμφανώς ισχυρότερο άνδηρο δημιουργούσε, με τη βοήθεια πιθανώς τεχνητής ενίσχυ-

σης, το ανατολικό όριο της «πλατείας» οδού Ρ 27 (εικ. 1), η οποία το 1954-1955, με αφορμή τη

διάνοιξη της οδού Θεμ. Σοφούλη, ερευνήθηκε σε συνολικό μήκος 400 μ.15 Στην τότε ανασκαφή

10. Φιλήμονος 2004, 41-42· Dreliossi-Herakleidou 1996, 184. Βλ. και σχέδιο του Ι. Αρβανίτη στο Hoepfner 1999,

εικ. 3 και Hoepfner, Schwandner 1994, εικ. 43α. Πριν τη ρυμοτόμησή τους οι υπώρειες της ακρόπολης ήταν χώρος

λατόμευσης, όπως διαπιστώθηκε από τις ανασκαφές. Όταν η περιοχή οικοδομήθηκε, οι ορθογώνιοι χώροι που δημι-

ουργήθηκαν από τη λατόμευση χρησιμοποιήθηκαν ως υπόγειες αποθήκες (κελάρια) ή δεξαμενές ή επιχώθηκαν, βλ. τα

γειτονικά οικόπεδα στο αρχαίο οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Ρ 8, Ρ 38, Ρ10, Ρ 28: Ζερβουδάκη

1977, 352-356, κυρίως 355, σχέδ. 6-7, πίν. 220β-στ (Οικ. Φιλίππου)· Ντούμας 1973-74, 951-954, σχέδ. 6, πίν. 720β-ε

(Οικ. Ελ. Βολονάκη – Αντ. Βαλάκη)· Ζερβουδάκη 1973, 627-632, σχέδ. 18-19, πίν. 592-593 (Οικ. Παπαμιχαήλ)· Ζερ-

βουδάκη 1971, 539, σχέδ. 3 (διάνοιξη οδ. Ναυρίνου). Βλ. επίσης Φατούρου 1963, 323, σχέδ. 10-13, πίν. 370α-β (Οικ.

Μαραβέλια, ξενοδοχείο Park)· Κοντής, Κωνσταντινόπουλος 1960, 278-281, παρένθ. πίν. Β (ξενοδοχείο Ήλιος)· Βασι-

λογάμβρου 1988 (Οικ. Δαμιανού). Για τη λειτουργία των χώρων, βλ. Hellmann 1992.

11. O Hoepfner 1999 χρονολογεί τους ναούς της ακρόπολης την περίοδο ίδρυσης της πόλης. Αντίθετα οι Livadiotti,

Rocco 1996, 14 και 20 χρονολογούν το ναό του Απόλλωνος στον 1ο αι. π.Χ. και τον λεγόμενο ναό της Αρτέμιδος στο

β΄ μισό 2ου-αρχές 1ου αι. π.Χ. Βλ. και Κωνσταντινόπουλος 1986, 117 (μετά τον σεισμό του 227/6 π.Χ.).

12. Κοντής 1954, 351· Lauter 1972, 57.

13. Κοντής, ΠΑΕ 1952, 552· Κοντής 1954, 7· Kontis 1958, 150-151, πίν. 122-126· Κοντής 1958Β, 238. Βλ. και στοι-

χεία από τις νεότερες έρευνες για τα άνδηρα δυτικά της οδού Ρ 26 που επιβεβαιώνουν τις παρατηρήσεις του Ι. Κοντή,

Dreliossi-Herakleidou 1996, 182· Δρελιώση 1998, 941 (έργα ΔΕΥΑΡ στην οδ. Ενόπλων Δυνάμεων)· Κανίνια 1994, 765.

14. Κωνσταντινόπουλος 1994-1995, 77, υποσημ. 7.

15. Κοντής 1955, 267-281· Κοντής 1954, 340-347.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

50

Εικ. 1. Ρυμοτομικό σχέδιο της ελληνιστικής πόλης της Ρόδου.

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

51

εντοπίστηκαν, μάλιστα, δύο οπές δέντρων, υποδηλώνοντας την ύπαρξη δενδροστοιχιών κατά

μήκος της οδού16.

Ανάλογη διάταξη σε άνδηρα υπήρχε και στο νότιο/νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης. Στην περιοχή

αυτή εντοπίστηκε πρόσφατα το Ασκληπιείο (εικ. 1), το οποίο εκμεταλλευόμενο το επικλινές του

εδάφους υποδιαιρείτο, όπως και τα υπόλοιπα ροδιακά ιερά, σε δύο τουλάχιστον επιμέρους επίπε-

δα17. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι το βόρειο όριο της οδού Ρ 17, που αποτελούσε το νότιο όριο του

ιερού, ήταν υψηλό ανάλημμα και διακοσμείτο με σειρά αντηρίδων18. Ανατολικότερα, στο σημείο

όπου η οδός Ρ 17 διασταυρωνόταν με τη Ρ 39β, η μετάβαση από το επίπεδο της Ρ 17 στο απότομο

προς νότο πρανές γινόταν με κλίμακα, οικοδομημένη μέσα στο πλάτος της Ρ 39β (εικ. 17)19. Ανά-

λημμα ίσως σχημάτιζε και το βόρειο όριο της επόμενης προς νότο οδού Ρ 18, στο τμήμα της που

διερχόταν νότια του Ασκληπιείου, όπως δείχνει το ανηφορικό έδαφος20.

Η διάταξη σε διαδοχικά άνδηρα, στην περίπτωση όμως αυτή πολύ πιο τονισμένα και περισ-

σότερο εντυπωσιακά, εφαρμόστηκε και στη μεστὴ πεδίων καὶ ἀλσῶν ακρόπολη, κατά τον Αίλιο

Αριστείδη (Ροδιακός XLIII, 3), όπου ως πεδία θα πρέπει να εννοήσουμε τα επάλληλα πλατώματα

που ακόμη είναι ορατά στο λόφο του Mόντε Σμιθ21. Σε εκτεταμένο πλάτωμα στο νοτιότερο τμήμα

της ακρόπολης είχαν οικοδομηθεί το ένα από τα δύο Γυμνάσια της πόλης22, η συνδεδεμένη με αυτό

Βιβλιοθήκη23, το Στάδιο και το Ωδείο (εικ. 1, 2). Στο υψηλό άνδηρο που υψωνόταν απότομα επά-

νω από το στάδιο και συγκρατείτο από διαδοχικούς αναλημματικούς τοίχους, αναστηλωμένους

κατά την περίοδο της Ιταλοκρατίας (εικ. 3-4), είχε ανεγερθεί ο ναός του Απόλλωνος και αμέσως

βόρειά του δεύτερος, μικρότερος ναός, αφιερωμένος ίσως στην Αρτέμιδα. Οι δύο ναοί βρίσκο-

νταν στο εσωτερικό τεμένους με κλίμακα εισόδου αξονικά διατεταγμένη στη βόρεια πλευρά του

(εικ. 2). Στο βόρειο άκρο της ακρόπολης, με πανοραμική θέα προς το δυτικό λιμάνι και μακρύτερα

στη ροδιακή Περαία, υψωνόταν ο ναός του Διός Πολιέως και της Aθηνάς Πολιάδος (εικ. 1)24.

16. Κοντής 1954, 345-347, εικ. 4.

17. Κοντής 1956, 8-11· Παπαχριστοδούλου 1999· Φανταουτσάκη 2004· Zimmer, Mπαϊράμη 2008, 73-77, 193-202.

18. Αποστόλου 1990· Αποστόλου 1991.

19. Ζερβουδάκη 1970, πίν. 437α.

20. Κοντά στη διασταύρωση της Ρ 18 με τη Ρ 39 βρέθηκε μέσα στο πλάτος της τελευταίας υδρευτική (κρηναία;)

κατασκευή, αποτελούμενη από πηγάδι που επικοινωνούσε με υδρευτική στοά, ενώ το στόμιό του περιέβαλλε βαθμι-

δωτή κατασκευή. Από το πηγάδι ξεκινούσε ανοιχτή αύλακα, ένας εύριπος, που διέσχιζε την οδό Ρ 39. Η κατασκευή

πρέπει να συνδεόταν με τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου του Ασκληπιείου, αλλά και της ευρύτερης περιοχής,

στην οποία αμέσως ανατολικά υπήρχε ένα ακόμη υπαίθριο ιερό, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, και ανατολικότερα

το Γυμνάσιο των παίδων. Βλ. σχετικά, Φανταουτσάκη 1993· Φανταουτσάκη 1994.

21. Για την ακρόπολη, τους ναούς και τα οικοδομήματά της, βλ. Livadiotti, Rocco 1996, 12-26 και ό.π. υποσημ. 2.

22. Για το Γυμνάσιο της ακρόπολης, βλ. Κοντής 1952, 563-571· Hoepfner 2002, 69-70, εικ. 87, 90. Περιορισμένης

έκτασης ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Εφορεία το 2000, βλ. Φιλήμονος, Δρελιώση-Ηρακλείδου,

2000. Βλ. και επόμενη υποσημ.

23. Τη γνωστή από επιγραφές Βιβλιοθήκη της Ρόδου τοποθετεί ο Hoepfner 2002, 68-72 βόρεια του Ωδείου, όπου

σώζεται τοίχος με τυφλά τόξα. Βλ. για επιγραφές που αναφέρονται στη Βιβλιοθήκη, Papachristodoulou 1988· Παπα-

χριστοδούλου 1986.

24. Βλ. για τις ανασκαφικές έρευνες, Κοντής 1952, 553-559. Καθαρισμοί έγιναν με ευθύνη του Γρ. Κωνσταντινό-

πουλου και δαπάνη της Αρχαιολογικής Εταιρείας και το 1990, βλ. Έργον 1990, 143.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

52

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

Εικ. 2. Ακρόπολη Ρόδου. Το τέμενος του Απόλλω-

νος, το Στάδιο και το Ωδείο (Livadiotti, Rocco 1996,

εικ. 16).

Εικ. 3. Ακρόπολη Ρόδου, διαμόρφωση σε άνδηρα.

Στο χαμηλότερο επίπεδο το Ωδείο, στο υψηλότερο

διακρίνονται οι κίονες του ναού του Πυθίου Απόλ-

λωνος.

Εικ. 4. Ακρόπολη Ρόδου, αναπαράσταση της ανδηρωτής διαμόρφωσης (Lauter 1972, εικ. 2).

53

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

Και αυτός ο ναός πρέπει να βρισκόταν στο εσωτερικό τεμένους, το οποίο όριζε από ανατολικά

στοά, μήκους 92,20 μ., εκτεινόμενη ανάμεσα στις οδούς κατεύθυνσης Α-Δ Ρ 5 και Ρ 10. H στοά

πρέπει να σχημάτιζε μία μνημειώδη πρόσοψη, την οποία έβλεπε υπό γωνία ο επισκέπτης ερχό-

μενος από το λιμάνι προς την ακρόπολη, ακολουθώντας την ανηφορική πορεία της οδού P 10 ή

P 5. Κλίμακα, διαστάσεων 9,72×420 μ., μετατοπισμένη κατά 2,95 μ. από τον κεντρικό άξονα της

στοάς, οδηγούσε στο εσωτερικό του τεμένους, όπου σε υψηλότερο άνδηρο υψωνόταν ο ναός του

Διός και Αθηνάς Πολιέως.

Eκτός όμως από τους τυπικούς ναούς και τα άλλα δημόσια οικοδομήματα, μία άλλη ομάδα ιε-

ρών της ακρόπολης συνδέεται άμεσα με την αρχιτεκτονική του τοπίου και τη μαρτυρία του Aίλιου

Aριστείδη για τα άλση της ακρόπολης. Eίναι τα γνωστά νυμφαία (εικ. 5)25, υπόγειοι σπηλαιώδεις

χώροι με τεχνητούς σταλακτίτες και ενσωματωμένα θαλάσσια όστρεα στην οροφή τους, τοιχώ-

ματα αγροτικής τοιχοδομίας, υδρευτικές στοές που μεταφέρουν στο εσωτερικό των σπηλαίων τη

δροσιά των υπόγειων υδάτων και κόγχες για την τοποθέτηση αγαλμάτων στο ανώτερο τμήμα τους.

Eνώ τα μεγάλα νυμφαία είναι διαμορφώσεις μάλλον εξ ολοκλήρου τεχνητές που μιμούνται

φυσικούς σχηματισμούς, στη συγκεκριμένη περίπτωση σπήλαια, ένας άλλος περίβολος, μερικώς

ανασκαμμένος από τον Ι. Κοντή το 1954, συνδύαζε φυσικούς σχηματισμούς, τεχνητά στοιχεία που

μιμούνται τη φύση και αρχιτεκτονική (εικ. 6-9)26. Βρίσκεται νότια του ναού του Πυθίου Απόλ-

λωνος, καλύπτοντας ένα από τα μεγάλα επάλληλα πλατώματα που είναι ορατά στην περιοχή

(εικ. 6). Κατακόρυφα μέτωπα βράχου ορίζουν τον περίβολο από βόρεια και δυτικά και από νότια

κτιστό όριο δρομίσκου της Τουρκοκρατίας, ο οποίος βρισκόταν στην προέκταση της «πλατείας»

οδού Ρ 18. Στο βόρειο μέτωπο βράχου έχουν λαξευτεί ένας διπλός θάλαμος και δυτικά αυτού δύο

κόγχες (εικ. 8). Ο θάλαμος αποτελείται από ορθογώνιο προθάλαμο και πίσω από αυτόν δεύτερη

μικρότερη αίθουσα, στεγασμένη με χαμηλό θόλο (εικ. 7). Η πρόσοψη του προθαλάμου, σύμφωνα

με τα πορίσματα της έρευνας του Ι. Κοντή και διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, έφερε δυο δωρικούς

αρράβδωτους κίονες ανάμεσα σε παραστάδες και επιστεφόταν με δωρικό θριγκό, ένθετο ίσως σε

εγκοπή επάνω από την είσοδο. Η πρόσοψη, όπως και το υπόλοιπο μέτωπο του βράχου, πρέπει

να ήταν επιχρισμένα με κονίαμα. Κονίαμα διατηρείται σε μεγάλη έκταση στο εσωτερικό του προ-

θαλάμου, ο οποίος στην άνω απόληξη των τοιχωμάτων του διακοσμείται με κυμάτιο. Στα πλαϊνά

τοιχώματά του δύο ορθογώνιες κόγχες (εικ. 7α) χρησίμευσαν προφανώς στην τοποθέτηση μικρού

μεγέθους αγαλμάτων. Στο μέτωπο του βράχου, σε μικρή απόσταση δυτικότερα της παραπάνω

αίθουσας, ανοίγεται ευρύχωρη τοξωτή κόγχη με παραστάδες στα άκρα της (εικ. 9). Στο εσωτερικό

της, στον τοίχο του βάθους, διακρίνεται το ανώτερο μέρος ορθογώνιας κόγχης κατάλληλης για

την τοποθέτηση ενός μετρίου μεγέθους γλυπτού. Στην έκθεση αγαλματίδιων χρησίμευαν και δύο

μικρότερες ορθογώνιες εσοχές δεξιά και αριστερά της τοξωτής κόγχης. Η επόμενη εσοχή έχει

ορθογώνιο σχήμα και φέρει λαξευτά ορθογώνια ανοίγματα ή εσοχές στο τοίχωμα του βάθους και

στο αριστερό πλάγιο τοίχωμά της. Η μορφή της, όπως και η μορφή της συνέχειας του μετώπου

25. Rice 1995· Moreno 1994, 359, εικ. 455-458.

26. Κοντής 1954, 347-352, σχέδ. 5-6· Κοντής 1955, 282-283. ΠΑΕ 1956, 221· Konstantinopoulos 1988, 212, πίν.

28.2.

54

Eικ. 6. Υπαίθριο ιερό νότια του ναού του Πυθίου

Απόλλωνος (Κonstantinopoulos 1988, εικ. 2).

Εικ. 7. Υπαίθριο ιερό νότια του ναού του Πυθίου

Απόλλωνος. Σχέδια της ανατολικότερης αίθουσας

(Κοντής 1954, εικ. 5).

Εικ. 8. Υπαίθριο ιερό νότια του τεμένους του Πυ-

θίου Απόλλωνος. Το μέτωπο του βράχου που κλεί-

νει από βόρεια τον περίβολο του ιερού.

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

Εικ. 9. Υπαίθριο ιερό νότια του ναού του Απόλ-

λωνος. Η πρόσοψη της εσοχής στο ανατολικότερο

τμήμα του μετώπου βράχου.

Eικ. 5. Νυμφαίο στην ακρόπολη της Ρόδου.

55

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

ακόμη δυτικότερα, καθώς και η μορφή του δυτικού τοιχώματος του περιβόλου, δεν είναι σαφείς,

διότι στα σημεία αυτά δεν επεκτάθηκε η έρευνα του 1954, ενώ σήμερα καλύπτονται από πυκνή

θαμνώδη βλάστηση. Αλλοιώσεις και καταστροφές έχει υποστεί ο χώρος και λόγω της χρήσης του

για στρατιωτικούς σκοπούς κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο περίβολος, που θυμίζει ταφικούς περιβόλους στο Ροδίνι εμφανώς επηρεασμένους, όπως

και αυτός, από τη ροδιακή αρχιτεκτονική του τοπίου27, αποτελεί ένα ακόμη, μετά τα σπηλαιώδη

νυμφαία, υπαίθριο ιερό της ακρόπολης. Η θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένο το υστεροελλη-

νιστικό, σύμφωνα με χρονολόγηση του Ι. Κοντή, ιερό παραμένει άγνωστη. Το ίδιο ισχύει ως ένα

βαθμό και για τα άλλα σπηλαιώδη ιερά της ακρόπολης, τα οποία συμβατικά αποκαλούμε νυμφαία.

Όποιες και εάν ήταν οι λατρευόμενες σε αυτά θεότητες θα πρέπει να είχαν σχέση με τη φύση και

τη βλάστηση.

Η ακρόπολη με τα απότομα διαδοχικά άνδηρα, στα υψηλότερα από τα οποία υψώνονταν οι με-

γάλοι ναοί της πόλης και στα χαμηλότερα εκτείνονταν οι χώροι σωματικής και πνευματικής άσκη-

σης, θα πρέπει να έδινε μια εικόνα ανάλογη με αυτήν της ακρόπολης της Περγάμου. Η επιβλητική

αυτή σκηνογραφική σύνθεση συνδυαζόταν στη Ρόδο, σε αντίθεση με την Πέργαμο, με στοιχεία

ειδυλλιακού και γραφικού ύφους, όπως τα σπηλαιώδη νυμφαία και τα υπαίθρια τεμένη, τα οποία

ανακάλυπτε κατά κάποιο τρόπο ο θεατής περιηγούμενος την ακρόπολη και μεταβαίνοντας από

το ένα ιερό στο άλλο. Στους χώρους αυτούς ο βράχος, ως στοιχείο διακοσμητικό, συνδυαζόταν με

τη γλυπτική, όπως μαρτυρούν οι σωζόμενες κόγχες στα τοιχώματα των σπηλαίων.

Iερά σε μορφή υπαίθριου τεμένους ή άλσους υπήρχαν, όπως έδειξαν οι πρόσφατες ανασκα-

φές, όχι μόνον στην ακρόπολη αλλά και στην πυκνοδομημένη ζώνη με τις ιδιωτικές οικίες. Στην

πορεία της «πλατείας» οδού P 15 (σημερινή οδό Διαγοριδών), η οποία οδηγούσε στην ακρόπολη,

η αείμνηστη X. Kάντζια και στη συνέχεια η συνάδελφος E. Kαράντζαλη ανέσκαψαν ιερό διαστά-

σεων περίπου 100×200 μ., σε μορφή υπαίθριου τεμένους, πιθανώς με στοές ή ξύλινα στέγαστρα σε

κάποιο τμήμα του (φωτ. 10-11)28. Στο νοτιοδυτικό τμήμα του βρέθηκαν δύο χυτευτικοί λάκκοι για

τη χύτευση κολοσσικών αγαλμάτων και βορειοανατολικά τους μεγάλος κτιστός βωμός, πλαισιω-

μένος από βάσεις αφιερωμάτων και ανδριάντων. Βορειότερα είχε στηθεί τρόπαιο από 900 λίθινα

βόλια, λάφυρα της νίκης των Pοδίων από την πολιορκία του Δημητρίου το 304 π.X. Aνατολικά των

παραπάνω κατασκευών αποκαλύφθηκε εκτεταμένος, ελεύθερος από οικοδομικά λείψανα χώρος,

με στρώση από πατημένο κοκκινόχωμα και λατύπη, πήλινους υδρευτικούς σωλήνες (εικ. 11) και

27. Πρβλ. τα ταφικά συγκροτήματα στην Κ.Μ. 562 και 479 του αρχαιολογικού χώρου του Ροδινιού, Πατσιαδά 1999,

133, πίν. 41β· Πατσιαδά 2012, 68, εικ. 36-38, 111-113, εικ. 95-97, 229. Πρβλ. επίσης ειδικότερα την πρώτη αίθουσα με

ιερό στην Κ.Μ. 482 του Ροδινιού, το οποίο αποτελείται από ορθογώνιο επιμήκη προθάλαμο και δύο καμαροσκεπείς

θαλάμους, Konstantinopoulos 1988, 213, πίν. 29,5· Πατσιαδά 2012, 226-229, εικ. 141-142.

28. Κάντζια 1999, εικ. 1, όπου κάτοψη των οικοδομικών λειψάνων του ιερού που αποκαλύφθηκαν σε διαφορετικές

χρονολογικές περιόδους και σε διαφορετικά οικόπεδα. Βλ. επίσης Kαράντζαλη 1992· Καράντζαλη 1993· Καράντζαλη

1994· Kantzia, Zimmer 1989· Zimmer, Μπαϊράμη 2008, 23-24, 36-51, 112-167, 149-167. Ενδείξεις για ύπαρξη στεγά-

στρου υπάρχουν από το οικόπεδο Γιώρτσου, όπου βρέθηκαν λιθόπλινθοι με υποδοχές για ξύλινους στύλους.

56

Εικ. 10. Υπαίθριο ιερό (Πάνθεον) στην οδό Διαγο-

ριδών. Τοπογραφικό σχέδιο.Εικ. 11. Υπαίθριο ιερό στην οδό Διαγοριδών. Πήλι-

νοι υδρευτικοί σωλήνες.

Εικ. 12. Περίγραμμα πιθανού υπαίθριου ιερού στο

οικόπεδο ΚΥΠ και στο γυμναστήριο του Βενετό-

κλειου Γυμνασίου.

Εικ. 13. Βραχώδης λόφος όπου πιθανώς υπήρχε

υπαίθριο ιερό. Στην κορυφή του βρίσκεται η Λέσχη

της Αεροπορίας και νοτιότερα το Βενετόκλειο Γυ-

μνάσιο.

Εικ. 14. Τοπογραφικό σχέδιο γυμνα-

στηρίου του Βενετόκλειου Γυμνα-

σίου (αρ. 1), οικ. ΚΥΠ (αρ. 2), έργα

ΔΗΜΟΥ 2000 (αρ. 3), έργα ΔΕΥΑΡ

1988 (αρ. 4).

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

1

3 4

2

57

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

ακανόνιστες λαξεύσεις στο βράχο, οι οποίες από την ανασκαφέα Έφη Kαράντζαλη συνδέθηκαν

με ύπαρξη δένδρων29. Tο ιερό ιδρύθηκε μετά τη νίκη των Pοδίων κατά του Δημητρίου του Πολι-

ορκητή το 304 π.Χ. και διατηρήθηκε έως τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Ήταν αφιερωμένο

σε όλους τους θεούς του ελληνικού Πανθέου30, σύμφωνα με επιγραφικά στοιχεία, συγκεκριμένα

την αφιέρωση ΘΕΟΙΣ σε βάθρα και αναθηματικές ασπίδες, αλλά και τα αγαλμάτια διαφόρων

θεοτήτων που βρέθηκαν στο εσωτερικό αποθετών31.

Σε μικρή σχετικά απόσταση προς τα νοτιοανατολικά και πολύ κοντά στο Aσκληπιείο, ανάμεσα

σε αυτό και το Γυμνάσιο των παίδων (εικ. 12)32, υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη ενός ακόμη

υπαίθριου ιερού. Bρισκόταν σε φυσικό βραχώδη λοφίσκο, μέρος του οποίου ακόμη διατηρείται στη

Λέσχη της Aεροπορίας και στο χώρο του Bενετόκλειου Γυμνασίου (εικ. 13)33. Στο γυμναστήριο

του σχολικού κτιρίου αποκαλύφθηκε σύστημα υπόγειων υδρευτικών στοών (εικ. 14, αρ. 1) και

κοντά στην είσοδό τους μέτωπο βράχου με έντεκα λαξευτές κόγχες, παρόμοιες με αυτές των νυμ-

φαίων της ακρόπολης, και ανάμεσά τους δύο ανάγλυφοι στο βράχο ορθογώνιοι βωμίσκοι (εικ. 15).

Tο μέτωπο του βράχου με τις κόγχες, αλλά και τα υπόγεια ύδατα, στοιχείο συνηθισμένο τόσο σε

ιερά Nυμφών όσο και σε σπηλαιώδη ιερά άλλων θεοτήτων, καθώς και η αποκάλυψη δύο ειδωλίων

Kυβέλης, οδήγησαν την ανασκαφέα Hώ Zερβουδάκη στο συμπέρασμα ότι ίσως πρόκειται για ιερό

Kυβέλης ή Μίθρα. Η ύπαρξη του ιερού επιβεβαιώθηκε το 200034, όταν ύστερα από καθαρισμό της

βλάστησης αποκαλύφθηκε λίγα μέτρα δυτικά της οδού Μεγάλου Κωνσταντίνου (εικ. 12 και 14,

αρ. 3) κατακόρυφα λαξευμένο μέτωπο βράχου σε μήκος τουλάχιστον 9 μ. και ύψος 2,30 μ., με σειρά

πέντε μικρών κογχών (εικ. 16), παρόμοιων με αυτές που αποκαλύφθηκαν το 1970 στην κορυφή

του λόφου. Το μέτωπο με τις κόγχες πρέπει να εκτεινόταν κατά μήκος της δυτικής πλευράς της

«πλατείας» οδού Ρ 30, της σημερινής Μεγάλου Κωνσταντίνου, η οποία αποτελούσε πιθανότατα

το ανατολικό όριο του λόφου. Από την πλευρά αυτή το ιερό πρέπει να ήταν προσιτό από κλίμακα

που αποκαλύφθηκε λίγα μέτρα νοτιότερα του μετώπου με τις κόγχες, μέσα στο πλάτος της επίσης

«πλατείας» οδού Ρ 18, στο σημείο της διασταύρωσής της με τη Ρ 30 (εικ. 12 και 14, αρ. 4)35. Ανά-

λογη κλίμακα ανόδου στον λόφο από τη βόρεια πλευρά του αποτελούσε η μνημειώδης κλίμακα

που βρέθηκε στο οικόπεδο της KYΠ36, μέσα στο πλάτος της P 39β, στη διασταύρωσή της με την

οδό Ρ 17 (εικ. 12 και 14, αρ. 2, εικ. 17). Οι οδοί που διέρχονταν από το βραχώδη λόφο πρέπει να

29. Καράντζαλη 1992.

30. Με Πάνθεον έχει ταυτιστεί από τον Heilmeyer 1999 και το ιερό στη λεγόμενη πλατεία της κρήνης στην Κάμιρο.

Πρόκειται επίσης για υπαίθριο ιερό, αποτελούμενο από δύο περίκλειστες πλατείες με επίκεντρο της λατρείας βωμό/

εσχάρα στη μεγαλύτερη από αυτές. Βωμός ίσως υπήρχε και στη δεύτερη πλατεία.

31. Βλ. για αγαλματίδιο Τύχης, Μαχαίρα 2004.

32. Είναι το δεύτερο Γυμνάσιο της πόλης, το Γυμνάσιο των παίδων. Το άλλο βρισκόταν στην ακρόπολη, βλ. Φιλή-

μονος, Κοντορίνη 1989.

33. Zερβουδάκη 1971, 535-539, σχέδ. 1-2, πίν. 550α-ε.

34. Πατσιαδά 2000, Έργα Δήμου στην οδό Μ. Κωνσταντίνου.

35. Kανίνια 1988, 591.

36. Zερβουδάκη 1970, 511, πίν. 437α.

58

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

Εικ. 15. Γυμναστήριο Βενετόκλειου Γυ-

μνασίου. Κόγ χες και βωμίσκοι.

Εικ. 16. Έργα Δήμου 2000. Κόγχες λα-

ξευτές στο βράχο στους ανατολικούς

πρόποδες του βραχώδους λόφου, επί

της αρχαίας οδού Ρ 30.

Εικ. 17. Οικόπεδο ΚΥΠ. Κλίμακα στη

διασταύρω ση των οδών Ρ 39β και Ρ

17. Οδηγούσε στην κορυφή του βρα-

χώδους λοφίσκου.

Εικ. 18. Ρυμοτομικό σχέδιο της δυτικής περιοχής της πόλης.

1. Οικ. Διακίδη - Μηνέτου - Πυράκη - Γερονικόλα, 2. Οικ. Σωτηρά-

κη-Γαννωτάκη, 3. Οικ. Κακά-Τσαμπικάκη, 4. Οικ. Πόπορου, 5. Οικ.

Σοϊχάν Μηνέτου, 6. Οικ. Παπασταμάτη - Αθανασιάδη - Μανούσου

- Φραγκεσκάκη - Πανοπούλου - Σωτηροπούλου, 7. Οικ. Καστέλλα

- Λούπη - Κατσανάκη, 8. Οικ. Βρούχου, 9. Οικ. Κωσταρίδη, 10. Ορφα-

νοτροφείο Θηλέων, 11. Οικ. Παλαιολόγου - Κανή, 12. Ε. Χατζηκων-

σταντίνου - Αντώνογλου, 13. Ξενοδοχείο Ήλιος, 14. Οικ. Μανωλάκη

Ε. και Στ. 15. Οικ. Αναγνώστου.

59

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

διακόπτονταν, λόγω του απότομου του εδάφους37. Από τις παρακείμενες οδούς, όρια του ιερού

από βόρεια και ανατολικά αποτελούσαν με βεβαιότητα οι οδοί Ρ 17 από βόρεια και Ρ 30 από ανα-

τολικά. Τα δύο άλλα όρια είναι αβέβαια. Στα δυτικά το ιερό είναι πιθανό να γειτνίαζε άμεσα με το

Ασκληπιείο, οπότε θα έφθανε μέχρι την οδό Ρ 39α, ενώ το νότιο όριό του ίσως βρισκόταν στην

οδό Ρ 19, όπου φαίνεται να τελειώνει η νότια κλιτύς του λόφου38.

Θα πρέπει ακόμη να αναφέρουμε ότι στο οικόπεδο της ΚΥΠ, δηλαδή στους βόρειους πρόποδες

του λόφου, βρέθηκε μικροσκοπική ερμαϊκή στήλη και μολύβδινη ακέφαλη ανδρική μορφή, αντικείμε-

να αναθηματικού πιθανότατα χαρακτήρα, καθώς και κορμός σαυροκτόνου Απόλλωνος από λάρτιο

λίθο39. Κάποια ένδειξη για το ιδιαίτερο ύφος της όλης διαμόρφωσης μας δίνει ίσως ιδιόρρυθμη βάση

κίονος από γρανίτη περιβεβλημένη με φύλλα άκανθας, τύπος γνωστός και από την Αλεξάνδρεια40.

O λόφος με τις υπόγειες πηγές νερού, τη βλάστηση, που ακόμη και σήμερα καλύπτει όσα τμήμα-

τά του παραμένουν αδόμητα, και το υπαίθριο βραχώδες ιερό, θα δημιουργούσε, μαζί με το Aσκλη-

πιείο στα δυτικά του και το Γυμνάσιο των παίδων αμέσως ανατολικά του, ένα δεύτερο μετά την

ακρόπολη πυρήνα μέσα στον πυκνό πολεοδομικό ιστό της ελληνιστικής πόλης με ιερά άλση, χώ-

ρους άθλησης, αναψυχής και κοινωνικής συναναστροφής. Την άμεση επικοινωνία μεταξύ των δύο

πυρήνων εξασφάλιζε η «πλατεία» οδός Ρ 15, η οποία ίσως διερχόταν από την είσοδο του Ασκλη-

πιείου41 και οδηγούσε στην ακρόπολη, περνώντας και εμπρός από το ιερό της οδού Διαγοριδών.

Στοιχεία της αρχιτεκτονικής του τοπίου, και ειδικότερα της αρχιτεκτονικής του κήπου, έχουν

διαπιστωθεί και στο χώρο της ιδιωτικής οικίας. Οι ανασκαφές των τελευταίων χρόνων έφεραν

στο φως μία σειρά από πολυτελείς οικίες με κήπους ή με στοιχεία της αρχιτεκτονικής του τοπίου.

Όλες βρίσκονται στις υπώρειες της ακρόπολης, στην πλέον επίκαιρη, αλλά πιθανώς και ιδιαίτερης

φυσικής ομορφιάς περιοχή της πόλης, καθώς αποτελούσε συνέχεια του τοπίου της ακρόπολης

(εικ. 18). H περιοχή, άλλωστε, ήταν πλούσια σε υπόγεια νερά, που θα ευνοούσαν τη βλάστηση,

όπως έδειξαν οι πολυάριθμες υδρευτικές στοές42 και δύο ή τρεις κρήνες43 που έχουν εντοπιστεί σε

ανασκαφές (εικ. 18, αρ. 11, 12, 13).

37. Το περίγραμμα του λόφου διακρίνεται και στο σχέδιο ρυμοτομικού που δημοσιεύεται στο Kontis 1958, πτυσ.

χάρτης ΙΙΙ, βλ. μεταξύ των οδών Ρ 17, Ρ 30, Ρ 22, Ρ 29 , όπου σημειώνονται και τα υψόμετρα.

38. Σύμφωνα με τον Hoepfner 1999, 54, και άλλα ιερά της Ρόδου βρίσκονταν σε λοφίσκους. Πιστεύει επίσης ότι

ένα ιερό υπήρχε και σε λοφίσκο στη μεσαιωνική πόλη, στην οδό Πυθαγόρα, όπου σήμερα βρίσκεται ανεμόμυλος και

βόρειά του σώζεται μέρος της βυζαντινής οχύρωσης με εντοιχισμένους μεγάλους δωρικούς σφονδύλους, βλ. Κοντής

1951, 225-234, πίν. IV· Hoepfner, Schwandner 1994, 66, εικ. 51. Σε λοφίσκο στη θέση του σημερινού Καστέλλου,

όπου η ιπποτική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, ίσως βρισκόταν και το ιερό του Ηλίου, βλ. Καρούζος 1973, 42-44, 70·

Κωνσταντινόπουλος 1997, 71-82· Μιχαλάκη-Κόλλια 1999· Moreno 1994, 141, σημ. 237· Moreno 1999, 194· Κωνστα-

ντινόπουλος 1998, 80. Η Β. Κοντορίνη 1989, 178-184, τοποθετεί το ιερό του Ηλίου στο οικόπεδο Σοϊχάν – Μηνέτου,

βλ. για το οικόπεδο παρακάτω στο κείμενο και υποσημ. 49.

39. Ζερβουδάκη 1970, 513-514, πίν. 427 β-γ, ε. Για τον κορμό σαυροκτόνου Γ 1010, βλ. Μαχαίρα 1998, 138, εικ. 2·

Μαχαίρα 2011, 110-111, αρ. 88 πίν. 116 και 99, αρ. 73, πίν. 100, αγαλμάτιο Αφροδίτης.

40. Zερβουδάκη 1971, 539, πίν. 550ε· Lauter 1986, 265-266· Rumscheid 1994, τόμ. I, 141, 299, τόμ. ΙΙ, 78, αρ. 321,

πίν. 172,3. Πρβλ. βάσεις στην Αλεξάνδρεια, Pensabene 1993, 488-491, αρ. 779-789, πίν. 87.

41. Το Ασκληπιείο, όπως πιστεύει και η ανασκαφέας του, πρέπει να έφθανε στα βόρεια μέχρι την «πλατεία» οδό Ρ

15 και όχι μέχρι τη Ρ 16, όπως σημειώνεται στο χάρτη του ρυμοτομικού, βλ. Φανταουτσάκη 2004, 43.

42. Ντούμας 1973-1974, 951-954, σχέδ. 6, πίν. 720β-ε (Οικ. Ελ. Βολονάκη – Αντ. Βαλάκη), 974-975 (Οικ. Αυγερινού,

60

Εικ. 19. Οικ. Διακίδη – Μηνέτου – Πυράκη – Γερο-

νικόλα (Dreliossi-Herakleidou 1996, εικ. 3).

Εικ. 20. Οικ. Διακίδη – Μηνέτου – Πυράκη – Γερο-

νικόλα. Η δεξαμενή στον κήπο της οικίας.

Εικ. 21. Οικ. Σωτηράκη – Γανωτάκη (Κωνσταντι-

νόπουλος 1966, σχέδ. 6).

Εικ. 22. Οικ. Σωτηράκη – Γανωτάκη. Καμπυλόγραμ-

μη δεξαμενή.

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

61

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

H καλύτερα σωζόμενη από τις οικίες αποκαλύφθηκε στα οικόπεδα ιδιοκτησίας Διακίδη – Mη-

νέττου – Πυράκη – Γερονικόλα44, μεταξύ των οδών Ρ 10, Ρ 26α, Ρ 13, Ρ 26 (εικ. 18, αρ. 1, εικ. 19-

20). Κατελάμβανε την έκταση ενός ολόκληρου οικοδομικού τετραγώνου, διαστάσεων 92×47 μ.

Eίχε τρεις περίστυλες αυλές, γύρω από τις οποίες διατάσσονταν τα δωμάτια. Στις δύο από αυτές

υπήρχαν διακοσμητικές δεξαμενές ήδη από την υστεροελληνιστική φάση της οικίας, οι οποίες

ανακατασκευάστηκαν και έγιναν περισσότερο περίτεχνες κατά τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρό-

νους. Εκτεταμένος ελεύθερος χώρος στα δυτικά των περιστυλίων με στρώση κοκκινοχώματος

ταυτίστηκε με κήπο από την ανασκαφέα Tασία Δρελιώση. Το βορειότερο τμήμα του κατελάμβανε

μεγάλη δεξαμενή με καμπυλόγραμμες πλευρές που υδρευόταν με πήλινο αγωγό (φωτ. 22). Επι-

φάνεια βράχου, που είχε διατηρηθεί στη φυσική του μορφή βόρεια και σε επαφή με τη δεξαμενή,

πρέπει να είχε αξιοποιηθεί ως στοιχείο καλλιτεχνικό, για να πλαισιώσει, ίσως σε συνδυασμό με

βλάστηση, γλυπτό διάκοσμο, την παρουσία του οποίου μαρτυρεί ερμαϊκή στήλη και γλυπτό σκύ-

λου που βρέθηκαν στην ανασκαφή.

Δεξαμενή παρόμοιας μορφής έχει αποκαλυφθεί και σε μία άλλη αρχαία οικία της περιοχής,

στο οικόπεδο Γανωτάκη – Σωτηράκη45, επί της οδού Παύλου Μελά, στην οικοδομική νησίδα που

ορίζεται από τις οδούς Ρ 10, Ρ 13, Ρ 28α και Ρ 28 (εικ. 18, αρ. 2). Από τη μεγάλων διαστάσεων

οικία έχουν αποκαλυφθεί μόνον τμήματα δύο υπαίθριων, εφαπτόμενων χώρων (εικ. 21-23). Ο

δυτικότερος, που ήταν περίστυλος, είχε καμπυλόγραμμη δεξαμενή και ο ανατολικότερος δεξα-

μενή ορθογώνιου σχήματος με μικρή κλίμακα και ημικυκλική εξέδρα στη νότια πλευρά της. Δεν

είναι σαφές ποιος από τους δύο χώρους αποτελούσε τον κήπο της οικίας, πιθανότερο είναι ο δυ-

τικότερος, καθώς στις ροδιακές οικίες της περιοχής ο κήπος βρίσκεται συνήθως στα δυτικά του

περιστυλίου, ενώ ανάλογου σχήματος δεξαμενή υπήρχε και στον κήπο της οικίας στα οικ. Διακίδη

– Μηνέτου κ.ά. Η αρχική φάση της οικίας τοποθετείται στους ελληνιστικούς χρόνους. Την ίδια

περίοδο χρονολογούνται πώρινη ανάγλυφη γυναικεία μορφή, ίσως Καρυάτις46, και περίτεχνα

αρχιτεκτονικά μέλη, μάρτυρες του πολυτελούς διακόσμου της οικίας.

οδ. Ναυαρίνου)· Παπαχριστοδούλου 1980, 530 (Οικ. Β. Πετρίδη, μεταξύ των οδών Ρ 28, Ρ 28α, Ρ 11, οδ. Ναυαρίνου

και Παύλου Μελά)· Ζερβουδάκη 1971, 539-540, σχέδ. 3 (διάνοιξη οδού Ναυαρίνου)· Φατούρου 1963, 323· Φατούρου

1964, 466· Βασιλογάμβρου 1988 (Οικ. Δαμιανού, οδ. Χειμάρρας, δυτικά της Ρ 38 και βόρεια της Ρ 13)· Φατούρου 1963,

324· Κοντής 1960, 276-277, πίν. 237-238· Κοντής, Κωνσταντινόπουλος 1960, 278-281, παρένθ. πίν. Β΄, πίν. 223-227,

228α (ξενοδοχείο Ήλιος).

43. Κρήνες έχουν αποκαλυφθεί στα οικόπεδα: α) ξενοδοχείο Ήλιος, μεταξύ των αρχαίων οδών Ρ 4, Ρ 29β, Ρ 6, Ρ

29α (εικ. 18, αρ. 13), βλ. Κοντής, Κωνσταντινόπουλος 1960, 280, πίν. 225β· Κοντής 1960, 276, πίν. 237-239 και β) Οικ.

Ειρ. Χατζηκωνσταντίνου-Αντώνογλου, στο οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Ρ 5, Ρ 26β, Ρ 10, Ρ 26α

(εικ. 18, αρ. 12), βλ. Παπαχριστοδούλου 1979, 416-418, σχέδ. 2, πίν. 220 α-β. Ίσως είναι κρήνη και η υπόγεια υδρευτική

κατασκευή στο οικόπεδο Παλαιολόγου – Κανή, στο αρχαίο οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Ρ 10,

Ρ 28, Ρ 13, Ρ 28α (εικ. 18, αρ. 11), βλ. Μαρκέτου 1984. Πρβλ. παρόμοια κατασκευή στη μεσαιωνική τάφρο, Κάσδαγλη,

Χαλκίτη 1997· Berg 1994, 37-38, εικ. 6-7, υπόγεια κρήνη στη Λέρνα, κοντά στο Ασκληπιείο.

44. Dreliossi-Herakleidou 1996.

45. Kωνσταντινόπουλος 1966, 449-450, σχέδ. 6, πίν. 485β, 486β, 487α.

46. Βλ. προηγούμενη υποσημ. και Μαχαίρα 2011, 71-72, στ. 38, πίν. 51-52, για άγαλμα Αρτέμιδος (Γ 2506).

62

Εικ. 24. Οικ. Τσαμπικάκη – Κακά. Κάτοψη (Κανίνια

1994, σχέδ. 3).

Εικ. 26. Οικ. Σοϊχάν – Μηνέτου.

Εικ. 25. Οικ. Τσαμπικάκη – Κακά. Κυκλική δεξαμε-

νή (Κανίνια 1994, πίν. 243α).

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

Εικ. 23. Οικ. Σωτηράκη – Γανωτάκη. Ορθογώνια

δεξαμενή.

63

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά και ερωτηματικά ως προς τον χαρακτήρα της και τον χώρο ή το

οικοδόμημα στο οποίο εντασσόταν, παρουσιάζει και μία ακόμη μεγάλη δεξαμενή, που αποκα-

λύφθηκε στο οικόπεδο Γ. Τσαμπικάκη – Α. Κακά επί της οδού Παύλου Μελά47, στο αρχαίο οι-

κοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Ρ 10, Ρ 27α, Ρ 5, Ρ 28α (εικ. 18, αρ. 3). Από τις

παραπάνω οδούς εντοπίστηκε η Ρ 27α κατά μήκος της δυτικής πλευράς του οικοπέδου. Βρισκόταν

σε επίπεδο υψηλότερο κατά 1 μ. από τα οικοδομικά λείψανα στο υπόλοιπο οικόπεδο. Ανατολικά

της αποκαλύφθηκε λαξευτή στο βράχο δεξαμενή σε μορφή κυκλικής αύλακας, πλάτους 1,35 μ. και

διαμέτρου 6,00 μ., από την οποία σωζόταν κυρίως το δάπεδο (εικ. 24-25). Η αύλακα περιέβαλλε

ακατέργαστη επιφάνεια βράχου, όπου σύμφωνα με την ανασκαφέα Eριφύλη Kανίνια εδράζονταν

διακοσμητικά γλυπτά και φυτά. Η δεξαμενή βρισκόταν σε εκτεταμένο ελεύθερο χώρο με ζωη-

ρόχρωμο κοκκινόχωμα, στρωμένο αμέσως επάνω από τον ακατέργαστο βράχο, στρώση που θα

πρέπει να θεωρείται ενδεικτική για τον χαρακτηρισμό ενός χώρου ως υπαίθριου. Εάν ο χώρος με

την ιδιόμορφη δεξαμενή ανήκει σε κήπο μιας ιδιωτικής οικίας, τότε τόσο ο ίδιος όσο και η οικία

πρέπει να είχαν μεγάλες διαστάσεις, αφού το πλάτος του (κατεύθυνση Α-Δ) πρέπει να κατελάμβα-

νε όλο το πλάτος της νησίδας. Και στην ανασκαφή αυτή αποκαλύφθηκαν γλυπτά, όπως τμήματα

νεανικής ανδρικής (Γ 2047) και γυναικείας μορφής (Γ 2048).

Μία ακόμη οικία με κήπο ήρθε πρόσφατα στο φως στο οικόπεδο Ι. Πόπορου48, στο αρχαίο οι-

κοδομικό τετράγωνο που ορίζουν οι οδοί Ρ 5, Ρ 27α, Ρ 5α και Ρ 27. Όπως και στην πρώτη οικία, ο

κήπος βρισκόταν δυτικά της περίστυλης αυλής και ήταν προσιτός μέσω αυτής. Περίπου στο κέντρο

του αποκαλύφθηκε μικρή ορθογώνια δεξαμενή με ημικυκλική προεξοχή στη μία στενή πλευρά της.

Μολύβδινος σωλήνας, ο οποίος διασχίζει την παρούσα και εδώ στρώση κοκκινοχώματος, υδροδο-

τούσε τη δεξαμενή. Η οικία είχε δύο φάσεις, μία παλαιότερη του 2ου-1ου αι. π.Χ. και μία δεύτερη

του 2ου αι. μ.Χ. Επειδή η κάτοψή της δεν είχε υποστεί μεγάλες αλλαγές, όπως σημειώνει ο ανασκα-

φέας Ν. Χριστοδουλίδης, είναι πολύ πιθανό ο κήπος να υπήρχε ήδη από την πρώτη φάση. Και από

την οικία αυτή δεν έλειπε ο γλυπτός διάκοσμος, όπως δείχνει η κεφαλή μαρμάρινου εκαταίου.

Στοιχεία της αρχιτεκτονικής του τοπίου ίσως υπήρχαν όχι μόνο στους κήπους των οικιών που

προαναφέρθηκαν, αλλά και στις περίστυλες αυλές δύο ακόμη κτιρίων της περιοχής, των οποίων

η κάτοψη ομοιάζει με την κάτοψη μιας οικίας.

Το πρώτο οικοδόμημα βρέθηκε στο οικόπεδο Σοϊχάν – Μηνέτου49 και κατελάμβανε όλη την

έκταση του οικοδομικού τετραγώνου ανάμεσα στις οδούς Ρ 10, Ρ 27, Ρ 13, Ρ 27β (εικ. 18, αρ. 5).

Είχε ταυτιστεί παλαιότερα με ιερό του Ηλίου και πιο πρόσφατα με τον οίκο κοινού Ηλιαστών,

δηλαδή επιφανών Ροδίων που είχαν διατελέσει ιερείς του Ηλίου. Το κτίριο είχε μεγάλη περίστυλη

αυλή με ναΐσκο στο κέντρο της και μεγάλη τετράγωνη δεξαμενή στη νοτιοανατολική γωνία της,

διαστάσεων 7,80×8,60 μ. διακοσμητικού χαρακτήρα, όπως προκύπτει και από την περιγραφή του

Γρ. Κωνσταντινόπουλου: «επιμελούς κατασκευής εκ μεγάλων πωροπλίνθων, φερουσών εξωτερι-

47. Κανίνια 1994.

48. Χριστοδουλίδης, ΑΔ, 2001-2004, Χρονικά (υπό εκτύπωση).

49. Κωνσταντινόπουλος 1975· Κωνσταντινόπουλος 1988, 243-244, εικ. 267· Hoepfner 2003, 43-49· Zimmer, Μπαϊ-

ράμη 2008, 64-66.

64

Εικ. 27. Οικ. Παπασταμάτη – Σωτηροπούλου – Πα-

νοπούλου.

Εικ. 28. Οικ. Παπασταμάτη – Σωτηροπούλου – Πα-

νοπούλου. Δεξαμενή στο κέντρο του μεγάλου περί-

στυλου υπαίθριου χώρου.

Εικ. 29. Οικ. Παπασταμάτη – Σωτηροπούλου – Πα-

νο πούλου. Ο στυλοβάτης της δυτικής στοάς του πε-

ρι στυλίου.

30. Οικ. Λούπη – Καστέλλα – Κατσανάκη.

Εικ. 31. Οικ. Λούπη – Καστέλλα – Κατσανάκη. Το

νυμφαίο στο βορειοδυτικό άκρο της οικίας.

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

65

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

κώς ισχυρόν έξεργο». Στη νότια και ανατολική πλευρά της αυλής είναι σαφές από τα σωζόμενα

λείψανα ότι υπήρχαν στοές ιωνικού ρυθμού, όπως δείχνουν σωζόμενοι σφόνδυλοι, ενώ πιθα-

νή είναι η ύπαρξη στοών και στις δύο άλλες πλευρές. Δωμάτια αποκαθίστανται στη βόρεια και

δυτική πλευρά, αν και τα σωζόμενα λείψανα είναι πενιχρά. Την αυλή-κήπο του οικοδομήματος

διακοσμούσαν ανδριάντες και άλλα αναθήματα, τοποθετημένα στο εσωτερικό ή κατά μήκος της

πρόσοψης των στοών, όπως έδειξε η θέση εύρεσης των ενεπίγραφων βάσεών τους.

Το δεύτερο κτίριο βρίσκεται στην τελευταία πριν την ακρόπολη οικοδομική νησίδα, μεταξύ

των οδών Ρ 5, Ρ 26, Ρ 10, Ρ 26γ, στα γειτονικά οικόπεδα Παπασταμάτη – Αθανασιάδη – Μανού-

σου – Φραγκεσκάκη – Πανοπούλου – Σωτηροπούλου (εικ. 18, αρ. 6)50. Την ιδιαίτερη σημασία του

οικοδομήματος φανερώνουν όχι μόνον τα ψηφιδωτά δάπεδα και τα πολύχρωμα κονιάματα, αλλά

κυρίως ο πλούσιος και ιδιαίτερης θεματολογίας γλυπτός διάκοσμος, στον οποίο περιλαμβάνο-

νται, μεταξύ άλλων, πορτραίτα Αυγούστου (Γ 2730) και Τιβερίου (Γ 2731)51. Παρά τις προσπά-

θειες του Γρ. Κωνσταντινόπουλου για την ολοκλήρωση της ανασκαφής, αυτή ακόμη εκκρεμεί52.

Τα οικοδομικά λείψανα που έχουν έρθει μέχρι τώρα στο φως (εικ. 27) ανήκουν σε εκτεταμένο

υπαίθριο χώρο με μεγάλη ορθογώνια δεξαμενή στο κέντρο του (εικ. 28) και δεύτερη μικρότερη

στη βορειοδυτική γωνία, στοά στη δυτική πλευρά (εικ. 29) και σειρά δωματίων κατά μήκος της

νότιας και βόρειας πλευράς. Από την τελευταία σειρά έχουν αποκαλυφθεί μόνο τα δύο δυτικότερα

δωμάτια. Μεγαλύτερου μεγέθους δωμάτια, τα οποία πιθανώς εντάσσονταν σε άλλη πτέρυγα του

ίδιου κτιρίου, έχουν επίσης αποκαλυφθεί βορειοανατολικά του υπαίθριου χώρου. Εκτός από τα

πορτραίτα του Τιβερίου και του Αυγούστου και μαρμάρινο ανδριάντα53, στον γλυπτό διάκοσμο

του οικοδομήματος ανήκαν και γλυπτά κατάλληλα για τον διάκοσμο κήπου, όπως αγαλματίδιο

Σατύρου ή Ηρακλή καθιστού σε βράχο (Γ 510)54, κεφαλή δεύτερου αγαλματίδιου Ηρακλή (Γ 68),

άγαλμα ανακεκλιμένης σε βράχο γυμνής ανδρικής μορφής (Γ 2504)55 κ.ά. Η αρχική φάση οικοδό-

μησης τοποθετείται στους υστεροελληνιστικούς χρόνους, ενώ συνέχιση της χρήσης του κτιρίου

μέχρι και τον 2ο μ.Χ. αιώνα φανερώνει γυναικεία κεφαλή αντωνίνειας εποχής (ΒΕ 1734). Εάν το

οικοδόμημα με τον εκτεταμένο υπαίθριο χώρο και τις σειρές των δωματίων ανήκει πράγματι σε

οικία, τότε αυτή πρέπει να ήταν από τις μεγαλύτερες και πολυτελέστερες της περιοχής, ενώ τα

πορτραίτα των ρωμαίων αυτοκρατόρων υποδηλώνουν είτε απλώς τα φιλορωμαϊκά αισθήματα του

ιδιοκτήτη της είτε ακόμη πιο στενές σχέσεις του με τη ρωμαϊκή εξουσία.

50. Φατούρου 1964, 465-466· Kωνσταντινόπουλος 1965, 594, πίν. 750α-β, 751α-β· Kωνσταντινόπουλος 1966, 449,

πίν. 486α· Kωνσταντινόπουλος 1989, 136· Κοντής 1958 Β, 238-239, πίν. 182α· Κοντής 1959, 188-189, παρένθ. πίν. Α΄,

πίν. 159α.

51. Φατούρου 1964, 465, πίν. 547β = κεφαλή Αυγούστου· Κοντής 1958 Β, πίν. 182α = κεφαλή Τιβερίου.

52. Χάρις στις προσπάθειες του Γρ. Κωνσταντινόπουλου απαλλοτριώθηκαν τα οικόπεδα Παπασταμάτη και Πα-

νοπούλου, προκειμένου να ερευνηθούν μελλοντικά. Το 1989 πραγματοποιήθηκε, με δαπάνη της Αρχαιολογικής Εται-

ρείας, καθαρισμός από τη βλάστηση και από μεγάλους όγκους επίχωσης στο οικόπεδο Κλ. Παπασταμάτη, αλλά η

ανασκαφή δεν συνεχίστηκε, βλ. Κωνσταντινόπουλος 1989.

53. Για τον ανδριάντα, βλ. Μαχαίρα 2007· Μαχαίρα 2011, 105-106, αρ. 82, πίν. 110-111.

54. Μαχαίρα 2011, 117-118, πίν. 128-129.

55. Μαχαίρα 2011, 116-117, πίν. 127.

66

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

Ενδείξεις για περισσότερο επιτηδευμένες διαμορφώσεις της αρχιτεκτονικής του τοπίου προ-

έρχονται από μία ακόμη οικία πολύ κοντά στην προηγούμενη, στη γωνία των οδών P 5α με τη P

26α, στα συνεχόμενα οικόπεδα Kατσανάκη – Kαστέλλα – Λούπη (εικ. 18, αρ. 7)56. Tα οικοδομικά

λείψανα, όπως επεσήμανε ο αείμνηστος Φίλιππος Kωστομητσόπουλος, υπεύθυνος της ανασκα-

φικής έρευνας, πρέπει να κατελάμβαναν όλο το πλάτος του οικοδομικού τετραγώνου. Aνάμεσα

σε τοίχους διαφόρων φάσεων, ξεχωρίζει μεγάλη περίστυλη αυλή στο ανατολικό άκρο της οικίας

(εικ. 30), ενώ στα δυτικά, πλησιέστερα προς την ακρόπολη, αποκαλύφθηκε υπόγειο νυμφαίο, πα-

ρόμοιο με τα νυμφαία της ακρόπολης (εικ. 31). Eίναι προσιτό μέσω κλίμακας στη βορειοανατολική

γωνία του, ενώ στο νότιο τοίχωμά του καταλήγει υπόγεια υδρευτική στοά. Tο μικρό νυμφαίο δεν

μπορεί παρά να βρισκόταν σε υπαίθριο χώρο ή κήπο, τον οποίο πρέπει να τοποθετήσουμε νότιά

του, όπου εκτείνεται σχετικά ελεύθερη από τοίχους επιφάνεια βράχου με τις γνωστές και από τα

προηγούμενα παραδείγματα ακανόνιστες κοιλότητες στο βράχο και επάνω από αυτές στρώση

κοκκινοχώματος.

Παρόμοιες διαστάσεις έχει ένα ακόμη νυμφαίο, επίσης στις βορειοδυτικές υπώρειες της ακρό-

πολης, στο οικόπεδο ιδιοκτησίας Βρούχου57, στο βόρειο άκρο της οδού Παύλου Μελά (εικ. 18,

αρ. 8), η οποία ταυτίζεται με την αρχαία οδό Ρ 28α. Στο εσωτερικό του οδηγεί λαξευτή στο βράχο

δίοδος ή διάδρομος, η οποία μέσω θυραίου ανοίγματος καταλήγει σε λαξευτό ορθογώνιο χώρο

(εικ. 32-34). Στα τοιχώματά του ανοίγονται κόγχες επιχρισμένες με κονίαμα γαλάζιου χρώματος

για την ένθεση γλυπτού διακόσμου, την παρουσία του οποίου μαρτυρούν τρία τμήματα αγαλ-

ματιδίων που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή, κεφαλή Σατύρου (;) και δύο γυναικείες κεφαλές58.

Aκανόνιστες εξάρσεις του βράχου στα τοιχώματα της αίθουσας ίσως πρέπει να αποδοθούν σε

προσπάθεια μίμησης της ανώμαλης επιφάνειας των τοιχωμάτων ενός φυσικού σπηλαίου. Στη

βόρεια μακριά πλευρά του χώρου, εκτείνεται κιονοστοιχία από τέσσερις αρράβδωτους κίονες59.

Σε μεταγενέστερη, ρωμαϊκή, φάση, σε επαφή με το δυτικό και ανατολικό τοίχωμα της αίθουσας,

οικοδομήθηκαν τοίχοι με αρχιτεκτονικά μέλη σε β΄ χρήση, και στο δάπεδο τοποθετήθηκε ψηφι-

δωτό με παράσταση Διονύσου, θεού όχι μόνον του κρασιού, αλλά και της βλάστησης, που γι’ αυτό

είχε συχνά ως χώρο λατρείας το φυσικό ή τεχνητό σπήλαιο.

Με το νυμφαίο στο οικόπεδο Βρούχου πρέπει να συνδέεται υπόγεια υδρευτική στοά που ήρθε

στο φως στο γειτονικό οικόπεδο Κωσταρίδη (εικ. 35)60, στη συμβολή των οδών Βορείου Ηπεί-

ρου και Παύλου Μελά, τις αρχαίες οδούς αντίστοιχα Ρ 6 και Ρ 28α (εικ. 18, αρ. 9). Ανάλογη στοά

τροφοδοτούσε με υπόγεια ύδατα και το νυμφαίο των οικοπέδων Λούπη – Καστέλλα – Κατσανά-

κη. Στο εσωτερικό της αποκαλύφθηκαν μαρμάρινα αγαλμάτια Αρτέμιδος, εφήβου με χλαμύδα,

56. Για το οικόπεδο δεν έχουν δοθεί Χρονικά παρά μόνο σύντομη αναφορά, βλ. Παπαχριστοδούλου 1979, 415.

57. Κωνσταντινόπουλος 1969, 461-464, πίν. 467-469.

58. Bλ. Κωνσταντινόπουλος 1969, πίν. 469.

59. Κάποιες ομοιότητες στη μορφή και ίσως στη λειτουργία παρατηρούνται με σπηλαιώδες νυμφαίο-κρήνη στο

Άργος, εποχής Αδριανού, βλ. Vollgraff 1958, κυρίως 539-549, εικ. 1, 11.

60. Φατούρου 1964, 466-467, πίν. 548-552α-β. Βλ. και Konstantinopoulos 1992, 384, υποσημ. 26, όπου υποστηρίζει

ότι η υδρομαστευτική, σύμφωνα με τη Φατούρου, στοά είναι νυμφαίο.

67

Εικ. 32. Οικ. Βρούχου.

Εικ. 33. Υπόγειος χώρος με κιονοστοιχία στην πρό-

σοψή του.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

Ασκληπιού κ.ά.61 Πολυάριθμα και σημαντικά γλυπτά έχουν επίσης εντοπιστεί σε διαφορετικές

χρονολογικές περιόδους και στη γύρω περιοχή, όπως επεσήμανε ο Γρ. Κωνσταντινόπουλος, ση-

μειώνοντας μάλιστα τη θέση εύρεσής τους σε τοπογραφικό διάγραμμα (εικ. 36). Στα γλυπτά αυτά

περιλαμβάνονται εξαίρετης τέχνης κεφαλή αθλητή, μικρή κεφαλή Σειληνού, κορμός ενδεδυμένης

Νύμφης καθισμένης σε βράχο που απλώνει το ένα πόδι της στο νερό μιας τεχνητής, πιθανότατα,

δεξαμενής, γυναικεία κεφαλή με περίτεχνη κόμμωση, κεφαλή ερμαϊκής στήλης, καθώς και ο χάλ-

κινος, κοιμώμενος επάνω σε βράχο, Έρωτας στο Μητροπολιτικό Μουσείο62.

Το νυμφαίο στο οικόπεδο Βρούχου θα μπορούσε να ανήκει στον κήπο μιας πολυτελούς ιδιω-

τικής οικίας. Μία οικία, άλλωστε, καθώς και υπόγειες υδρευτικές στοές είχαν αποκαλυφθεί επί

Ιταλοκρατίας στο γειτονικό οικόπεδο του Ορφανοτροφείου Θηλέων (εικ. 18, αρ. 10)63. Το πλήθος

61. Μαχαίρα 2011, 62-63, αρ. 25 (αγαλμάτιο Αρτέμιδος, Γ 2497), 103, αρ. 78 (Ασκληπιός, Γ 2500), 107, αρ. 83

(αγαλμάτιο νεανία, ίσως Απόλλων, Γ 2498).

62. Για τα γλυπτά βλ. Konstantinopoulos 1992, 384-385, υποσημ. 28-29, πίν. 83.2· Merker 1973, 32, αρ. 114, εικ.

63-65 9 (Γ 5280, κεφαλή αθλητή) και 27, αρ. 13, εικ. 13-15 (Γ 5288, Νύμφη). Η γυναικεία κεφαλή με την περίτεχνη

κόμμωση (Γ 2448) και η κεφαλή ερμαϊκής στήλης (Γ 2449) ήρθαν στο φως το 1998 σε εργασίες για το αποχετευτικό

της πόλης, βλ. Δρελιώση-Hρακλείδου 1998, 940, πίν. 412α-β. Για τον Έρωτα της Νέας Υόρκης, βλ. Κωνσταντινόπουλος

1986, 123, εικ. 112· Söldner 1986, 291-305, 605, αρ. κατ. 17, όπου και παρατηρήσεις για τον τρόπο έκθεσής του. Από

την ίδια περιοχή, στην πισίνα συγκεκριμένα του ξενοδοχείου Park (Οικ. Μαραβέλια), βρέθηκε και η ωραία κεφαλή

νέου εποχής Αυγούστου (Γ 196), που δημοσίευσε ο Γρ. Κωνσταντινόπουλος, βλ. Konstantinopoulos 1992, πίν. 82 και

83.2, αρ. 1 για τη θέση εύρεσης.

63. Inglieri 1936, 14-15, αρ. 9. Στο ίδιο οικόπεδο βρέθηκε επίσης η κεφαλή του αθλητή και ο κορμός της Νύμφης

(βλ. προηγούμενη υποσημ.), καθώς και μικρή κεφαλή Σειληνού, βλ. Jacopi 1927-1928, 518, εικ. 9.

68

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

Εικ. 36. Τοπογραφικό στην περιοχή των οικοπέδων

Βρούχου και Κωσταρίδη.

Εικ. 34. Ο υπόγειος χώρος με το ψηφιδωτό δάπεδο.

Εικ. 35. Οικ. Κωσταρίδη.

1. Οικ. Μαρβέλια. 2-4. Ανασκαφές νότια οικ. Μαραβέλια. 5. Οικ. Κωσταρίδη.

6. Οικ. Βρούχου. 7. Ορφανοτροφείο Θηλέων. 8-9. Πιθανολογούμενες θέσεις εύρεσης

του Έρωτα της Νέας Υόρκης (Konstantinopoulos 1992, πίν. 83.2).

69

όμως και η ποιότητα των γλυπτών, σε συνδυασμό με το είδος των οικοδομικών λειψάνων και την

επίκαιρη θέση τους, στην παρυφή φυσικού ανδήρου που συμπίπτει με την πορεία της οδού Ρ 6, η

οποία συνδέει την ακρόπολη με το κέντρο της πόλης64, οδήγησαν τον Γρ. Κωνσταντινόπουλο στο

πιθανό συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα ακόμη δημόσιο νυμφαίο. Το νυμφαίο είναι πιθανό να

περιβαλλόταν από άλσος, όπως δείχνει η αποκάλυψη σε γειτονικές ανασκαφές χώρου ελεύθερου

από οικοδομήματα, πιο συγκεκριμένα αδούλευτου βράχου επιφανειακά στο οικόπεδο Κωσταρίδη,

καθώς και στο οικόπεδο Ε. και Σ. Μανωλάκη65, στη γωνία των οδών Ελ. Βενιζέλου και Ερ. Σταυ-

ρού (εικ. 18, αρ. 14), όπου βρέθηκαν επίσης υπόγειοι λαξευτοί χώροι· στα τοιχώματα, μάλιστα,

ενός από αυτούς είχαν λαξευτεί δύο ορθογώνιες κόγχες. Στο οικόπεδο, επίσης, Αναγνώστου, στη

διασταύρωση των οδών Ρ 27 με τη Ρ 6 (εικ. 18, αρ. 15), αποκαλύφθηκε έκταση με κοκκινόχωμα, η

οποία ταυτίστηκε με κήπο66. Σήμερα έχει διαμορφωθεί στην περιοχή μικρό πάρκο, όπου διατηρού-

νται ορατοί αρχαίοι τοίχοι καλής τοιχοδομίας. Το πάρκο σημειώνει ο Γρ. Κωνσταντινόπουλος στο

τοπογραφικό που προαναφέρθηκε (εικ. 36, 8-9) ως θέση εύρεσης του Έρωτα της Νέας Υόρκης.

Το νυμφαίο που μόλις περιγράψαμε με το άλσος που πιθανώς το περιέβαλε, το ιερό στον βρα-

χώδη, κατάφυτο και σήμερα, λόφο ανατολικά του Ασκληπιείου, το υπαίθριο ιερό τέμενος στην

οδό Διαγοριδών με το ανασκαφικά τεκμηριωμένο άλσος, καθώς και τα ήδη γνωστά νυμφαία και

υπαίθρια ιερά στην ακρόπολη, φαίνεται να επιβεβαιώνουν την αόριστα μέχρι τώρα διατυπωμένη

άποψη περί ύπαρξης αλσών στην πόλη της Ρόδου. Τα δημόσια αυτά άλση δεν βρίσκονταν μόνο

στην ακρόπολη, αλλά και μέσα στην πόλη. Διέκοπταν τις πυκνές οικοδομικές νησίδες και δημι-

ουργούσαν μικρές ή μεγαλύτερες ευρυχωρίες με πράσινο, εύκολα προσβάσιμες από κεντρικές

οδικές αρτηρίες και σε άμεση γειτνίαση με χώρους συγκέντρωσης των πολιτών, είτε αυτοί ήταν

ιερά, όπως το Ασκληπιείο και η ακρόπολη, είτε χώροι άθλησης και κοινωνικής επαφής, όπως το

Γυμνάσιο των παίδων. Το γεγονός ότι τα ροδιακά άλση συνδέονταν με το ιερό κάποιας θεότητας,

σχετικής προφανώς με τη φύση και τη βλάστηση, όπως δείχνει και η συχνή παρουσία σπηλαιωδών

ιερών και νυμφαίων, δεν είναι κάτι ασύμβατο με την ταυτόχρονη κοσμική λειτουργία τους ως δη-

μόσιων χώρων αναψυχής ή πάρκων με τη σημερινή έννοια του όρου. Η επίκαιρη θέση τους και η

φυσική τους ομορφιά θα πρέπει σύντομα να τα μετέτρεψαν σε χώρους περιπάτου και αναψυχής,

ακόμη και εάν αρχικά αποτελούσαν απλώς μέρος υπαίθριων ιερών. Κάτι ανάλογο συνέβαινε, άλ-

λωστε, και με το Πάνειον, τον τεχνητό λοφίσκο στο κέντρο της πυκνοδομημένης Αλεξάνδρειας67,

ο οποίος δημιουργήθηκε όχι μόνον για να φιλοξενήσει το σπηλαιώδες ιερό του Πανός, αλλά και

για να λειτουργήσει ως δημόσιο άλσος.

64. Το άνδηρο της Βορείου Ηπείρου αναφέρει και ο Κοντής 1955, 268· Κοντής 1956, 220-221.

65. Ζερβουδάκη 1977, 351-352 , πίν. 219α, δ. Στο οικόπεδο, επίσης, του ξενοδοχείου Ήλιος, ανατολικά του Ορφα-

νοτροφείου (εικ. 18, αρ. 13, εικ. 36, αρ. 7), αποκαλύφθηκαν υπόγειοι λαξευτοί χώροι, όπως και στην ευρύτερη περιοχή,

αλλά και κρήνη, βλ. ό.π. υποσημ. 43.

66. Καράντζαλη 1993, 511, πίν. 156δ. Βλ. επίσης Δρελιώση-Ηρακλείδου 1998, 940, όπου στο σημείο εύρεσης της

γυναικείας κεφαλής Γ 2448 και της κεφαλής ερμαϊκής στήλης Γ 2449, στο τέρμα της οδού Π. Μελά, αποκαλύφθηκε

επίσης βράχος.

67. Στράβων XVII, 795· Gothein 1909, 135· Adriani 1966, 233· Lavagne 1988, 137-139, όπου και η υπόλοιπη βι-

βλιογραφία.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

70

68. Nielsen 2001, 177-181· Sonne 1996, 141· Berg 1994, 93-94, 106.

69. A.S.F. Gow, Th eocritus, Vol. I, Cambridge 1952, 64, στίχ. 128-155· Lavagne 1988, 145-147.

70. Βλ. για τη θέση εύρεσης των γλυπτών, Μαχαίρα 2011, 29-38, εικ. 2.

71. Ο W. Hoepfner έχει αναγνωρίσει τέτοια στοιχεία στον χώρο του ναού της Αρτέμιδος, όπου αποκαθιστά το γνω-

στό έργο του Λυσίππου με το τέθριππο του Ηλίου, βλ. Hoepfner 2003, 33-42, εικ. 50, 58 και 53-64, 81-82, εικ. 111-112.

Βλ. κριτική στην παραπάνω αποκατάσταση Vedder 2004. Βλ. και Κonstantinopoulos 1988, 212, όπου θεωρεί κατάλληλη

για την έδραση μεγάλου συμπλέγματος βάση λαξευτή στο βράχο στην επιφάνεια ενός από τα νυμφαία.

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

Ένα άλλο πεδίο ανάπτυξης της ροδιακής τέχνης του τοπίου ήταν η ιδιωτική οικία. Σύμφωνα

με τα ανασκαφικά δεδομένα, οι πολυτελείς οικίες που οικοδομήθηκαν κατά τους υστεροελληνι-

στικούς χρόνους στις υπώρειες της ακρόπολης διέθεταν δίπλα στις περίστυλες αυλές μεγάλους

κήπους. Χωρίς να μπορούμε να αποκλείσουμε τη χρηστική λειτουργία τους για την καλλιέργεια

οπωροφόρων και κηπευτικών, είναι βέβαιο ότι ήταν παράλληλα ή κατά κύριο λόγο κήποι δια-

κοσμητικοί. Αυτό δείχνουν οι μεγάλες καμπυλόγραμμες δεξαμενές ή τα σπηλαιώδη νυμφαία σε

ορισμένους από αυτούς και φυσικά ο γλυπτός διάκοσμος, τοποθετημένος σε επιφάνειες φυσικού

βράχου που ηθελημένα διατηρείται δίπλα στις δεξαμενές, ως στοιχείο του τοπίου και πεδίο προ-

βολής των γλυπτών, σε συνδυασμό με βλάστηση. Η ύπαρξη κήπων διακοσμητικών στο χώρο της

ιδιωτικής οικίας ήδη από τους υστεροελληνιστικούς χρόνους, δεν αποτελεί βέβαια παράδοξο για

την ελληνιστική αρχιτεκτονική, αφού σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες σε κήπους είχαν διαμορφω-

θεί και οι μεγάλες περίστυλες αυλές των μακεδονικών ανακτόρων, αλλά και των πολυτελών οικιών

της Πέλλας, ήδη από τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους, δηλαδή πολύ πριν εμφανιστούν οι

περίστυλοι κήποι των ρωμαϊκών επαύλεων68.

Οι κήποι των ροδιακών οικιών με τον γλυπτό τους διάκοσμο, τη βλάστηση, τις δεξαμενές, τις

κρήνες ή τα σπηλαιώδη νυμφαία, δημιουργούσαν για τους πλούσιους ιδιοκτήτες τους ένα ειδυλλι-

ακό περιβάλλον, ιδανικό για ρομαντική περισυλλογή και ανάπαυλα από τις φροντίδες της αστικής

ζωής. Τη νηφάλια ατμόσφαιρά τους μας μεταφέρει ο Θεόκριτος στο ποίημά του «Θαλύσια», όπου

περιγράφει τον κήπο των αδελφών Φρασιδάμου και Αντιγένους στα περίχωρα της πόλης της Κω69.

Οι δύο αδελφοί, μαζί με φίλους που προσκάλεσαν για να γιορτάσουν τα Θαλύσια, απολαμβάνουν

ξαπλωμένοι σε στρώματα τη δροσιά και ησυχία του κήπου. Ακούν τα κελαϊδίσματα των πουλιών,

το θρόισμα των φύλλων και το κελάρυσμα του νερού που κυλάει στο άντρο των Νυμφών της

αγροικίας τους. Ανάλογες στιγμές ξεκούρασης και αναψυχής μπορούσαν να απολαύσουν στη

Ρόδο και οι κάτοικοι όλων των κοινωνικών τάξεων, Ρόδιοι και ξένοι, στα δημόσια άλση και υπαί-

θρια ιερά της πόλης.

Για τα δημόσια αυτά άλση αλλά και τους κήπους των ροδιακών οικιών προορίζονταν τα μι-

κρού και μεσαίου μεγέθους διακοσμητικά γλυπτά που μαζικά παρήγαγαν τα ροδιακά εργαστήρια

γλυπτικής κατά τους υστεροελληνιστικούς χρόνους, όπως δείχνει η εύρεσή τους σε όλες τις ανα-

σκαφές υστεροελληνιστικών οικιών ή υπαίθριων ιερών70. Το ερώτημα εάν στα ροδιακά άλση ήταν

εκτεθειμένα και μεγάλα συμπλέγματα, παραμένει προς το παρόν ανοιχτό, καθώς μέχρι στιγμής

δεν έχουν εντοπιστεί λείψανα που θα μπορούσαν να συνδεθούν με βεβαιότητα με αυτά, για πα-

ράδειγμα βάσεις, ισοπεδωμένες επιφάνειες ή βαθμίδες λαξευτές στον βράχο71. Ωστόσο, τίποτα

71

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

δεν αποκλείει ότι στα ροδιακά άλση, μαζί με τα μικρού και μετρίου μεγέθους γλυπτά, υπήρχαν

και μεγάλου μεγέθους συνθέσεις της ροδιακής χαλκοπλαστικής, όπως το σύμπλεγμα της Δίρκης,

το οποίο, σύμφωνα με τον Πλίνιο (Ν.Η. 36, 34), μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τη Ρόδο72, ή το σύ-

μπλεγμα της Σκύλλας, εάν είναι σωστή η άποψη του B. Andreae ότι μία χάλκινη παραλλαγή του

συμπλέγματος ήταν εκτεθειμένη στη Ρόδο73. Συνθέσεις σαν αυτές και μάλιστα με τον πολιτικό

συμβολισμό που τους αποδίδεται από ορισμένους μελετητές, και άσχετα με το εάν ήταν έργα

της ροδιακής ή της περγαμηνής γλυπτικής που είχαν μεταφερθεί στη Ρόδο, δεν μπορούσαν παρά

να ήταν εκτεθειμένα στα δημόσια άλση της πόλης της Ρόδου, όπου θα έβρισκαν την κατάλληλη

πλαισίωση από στοιχεία φυσικού ή τεχνητού τοπίου.

Οι διαμορφώσεις αυτές της αρχιτεκτονικής του τοπίου σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους

ικανοποιούσαν την ανάγκη του ανθρώπου της ελληνιστικής εποχής για απόλαυση της φύσης, από

την οποία ο κάτοικος των μεγάλων αστικών κέντρων αισθανόταν αποξενωμένος. Η αρχιτεκτονική

του τοπίου έγινε επίσης συρμός και όπως και άλλες μορφές της τέχνης και της αρχιτεκτονικής

χρησιμοποιήθηκε από τους οικονομικά ισχυρούς ως μέσον κοινωνικής προβολής και επίδειξης του

ιδιωτικού πλούτου. Την αξιοποίησαν ακόμη τα ισχυρά ελληνιστικά βασίλεια και οι συντηρητικές

δημοκρατίες όπως η Pόδος, για να αναβαθμίσουν αισθητικά την εικόνα των πόλεων και να προ-

βάλλουν με τον τρόπο αυτό την οικονομική και πολιτική τους δύναμη, τα επιτεύγματά τους στην

τέχνη και στην αρχιτεκτονική και το γενικότερο επίπεδο ζωής των κατοίκων τους.

H Pόδος, πόλη κοσμοπολίτικη, με έντονη εμπορική δραστηριότητα και επαφές με όλο τον

ελληνιστικό κόσμο, γνώρισε τις τάσεις της ελληνιστικής τέχνης του τοπίου. Συνδύασε τις εντυ-

πωσιακές σκηνογραφικές συνθέσεις της περγαμηνής αρχιτεκτονικής με τα επάλληλα άνδηρα, με

διαμορφώσεις πιο γραφικές και ειδυλλιακές, γνωστές από την Αλεξάνδρεια και την Κάτω Ιταλία,

οι οποίες συνδέονταν πιο άμεσα με την αρχιτεκτονική του κήπου και αξιοποιούσαν καλλιτεχνικά

τη βλάστηση και στοιχεία του φυσικού τοπίου όπως ο βράχος. Συνδυάζοντας τις δύο αυτές τάσεις

και δίνοντας έμφαση στο διακοσμητικό ρόλο της τέχνης με τη μορφή της γλυπτικής και ίσως της

ζωγραφικής, δημιούργησε μία ιδιαίτερη, χαρακτηριστική για τη Pόδο, έκφραση της αρχιτεκτονι-

κής του τοπίου. H απήχησή της στη μεταγενέστερη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική φαίνεται πως ήταν

σημαντική, αφού πολλά από τα χαρακτηριστικά της συναντώνται στις επαύλεις των πρώιμων

αυτοκρατορικών χρόνων της Ιταλίας.

Τόσο η επίδραση της ροδιακής τέχνης του τοπίου, όσο και ο σαφέστερος προσδιορισμός του

χαρακτήρα της, αλλά και η αποκατάσταση των διαμορφώσεων που συνδέονται με αυτήν στην

πόλη και στη νεκρόπολη της Ρόδου, είναι θέματα που χρήζουν ευρύτερης διερεύνησης. Μια πλη-

ρέστερη και καλύτερα εμπεριστατωμένη μελέτη των αποτελεσμάτων των σωστικών ανασκαφών,

πιστεύουμε ότι θα συμπληρώσει τις πρώτες αυτές επισημάνσεις, οι οποίες είναι απόρροια του

72. Βλ. για τη Δίρκη και κυρίως σε ό,τι αφορά τη σχέση της με τη Ρόδο, Linfert 1976, 86-91· Κωνσταντινόπουλος

1986, 120-122· Moreno 1994, 372-379· Pollitt 2000, 97-99· Ridgway 2000, 273-277, 291, υποσημ. 17, όπου και βιβλιο-

γραφία. Βλ. επίσης για τη βιβλιογραφία, Heger 1986, κυρίως 636-637.

73. Andreae 1988, 111-134· Andreae 1999, 205-215· Maywell 1996, 91-95 και υποσημ. 91 όπου και η υπόλοιπη

βιβλιογραφία. Βλ. επίσης ό.π., υποσημ. 5.

72

επίπονου ανασκαφικού και επιστημονικού έργου της Εφορείας. Τις βάσεις και τις προοπτικές του

έργου αυτού έθεσαν αρχαιολόγοι σαν τον αείμνηστο Γρ. Κωνσταντινόπουλο.

Δρ. Βασιλική Πατσιαδά

ΚΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου

Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Adriani, Ach., 1966. Repertorio d’ arte dell’ Egitto Greco-Romano, serie C – volume I-II, Palermo: Banco di

Sicilia –Fondazione per l’ Incremento Economico.

Andreae, B., 1988. Laokoon und die Gründung Roms, Mainz am Rhein: Philipp von Zabern.

Andreae, B., 1999. Odysseus. Mythos und Erinnerung, Mainz: Ph. von Zabern.

Andreae, B. – Β. Conticello, 1974. Die Sculpturen von Sperlonga, AntP 14.

Αποστόλου, Ε., 1991. AΔ 46, Χρονικά Β΄ 2 , 459-461, σχέδ. 9-10, πίν. 168α-δ.

Αποστόλου, Ε., 1990. AΔ 45, Χρονικά Β΄ 2, 470-471, σχέδ. 1, πίν. 238α.

Βασιλογάμβρου, Α., 1988. AΔ 43, Χρονικά Β΄ 2, 583-585, πίν. 359, 360α-β.

Berg, D., 1994. Fountains and Artistic Water Displays in Classical Antiquity. Origin and Development from

700 to 30 B.C., Διδακτορική Διατριβή, University of Texas in Austin.

Berges, D., 1996. Rundaltäre aus Kos und Rhodos, Berlin: Deutsches Archäologisches Institut, Abteilung

Athen.

Blankenhagen, P.H. v., 1973. AJA 77, 456-460.

Caliò, L.M., 2001. Il santuario di Camiro. Analisi delle strutture e ipotesi di ricostruzione della grande stoà

dorica, Orizzonti 2, 85-107.

Caliò, L.M., 2003. La scuola architettonica di Rodi e l’ellenismo italico, στο L. Quilici, S. Quilici Gigli

(επιμ.), Santuari e luoghi di culto nell’Italia antica, Roma: “L’Erma” di Bretschneider, 53-74.

Carroll-Spillecke, M., 1989. KHΠOΣ. Der antike griechischen Garten. Wohnen in der klassischen Polis III,

München: Deutscher Kunstverlag.

Carroll-Spillecke, M. (επιμ.), 1992. Der Garten von der antike bis zum Mittelalter, Mainz am Rhein: Philipp

von Zabern.

Celani, A., 2005. Scultura dell’ ellenismo: problemi di metodo, ASAtene LXXXXIII, serie III, 5 - tomo I,

299-338.

Di Vita, A., 1990. Camiro. Un esempio di urbanistica scenografi ca d’età ellenistica, στο Akten des XIII

Internationalen Kongresses für Klassische Archäologie, Berlin 1988, Mainz am Rhein: P. von Zabern,

482-483, πίν. 74.

Di Vita, A., 1996. La topografi a della citta, στο Livadiotti, Rocco 1996, 66-70.

Dreliossi-Herakleidou, Α., 1996. Späthellenistische Gebäude in der nähe der akropolis von Rhodos, στο

Hoepfner, W., G. Brands (επιμ.), Basileia. Die Paläste der hellenistischen Könige. Internationales Sympo-

sion in Berlin vom 16.12.1992 bis 20.12.1992, Mainz am Rhein: P. von Zabern, 182-192.

Δρελιώση-Ηρακλείδου, Α., 1998. AΔ 53, Χρονικά Β΄ 3, 940-942.

Dyggve, E., 1960. Lindos III. Fouilles de l’acropole 1902-1914 et 1952 III. Le sanctuaire d’Athana Lindia et

l’architecture lindienne, tome I, Berlin: W. de Gruyter.

Goodlett, V.C., 1991. Rhodian Sculptural Workshops, AJA 95, 669-681.

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

73

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

Gothein, M., 1909. Der griechische Garten, AM 34, 100-144.

Zερβουδάκη, H., 1970. AΔ 25, Χρονικά Β΄ 2, 511-514, σχέδ. 5, πίν. 437α-ε.

Ζερβουδάκη, Η., 1973. AΔ 28, Χρονικά Β΄ 2, 608-642.

Zερβουδάκη, H., 1971. AΔ 26, Xρονικά Β΄ 2, 534-552.

Zερβουδάκη, H., 1977. AΔ 32, Xρονικά Β΄ 2, 343-378.

Hamiaux, M., 2006. La Victoire de Samothrace. Construction de la base et Reconstitution, MonPiot 85: 5-60.

Hampe, R., 1972. Sperlonga und Vergil, Mainz am Rhein: P. von Zabern.

Heger, Fr., 1986. Dirke, LIMC III, 635-644.

Ηeilmeyer, W.-D., 1999. ΘΕΟΙΣ ΠΑΣΙ - Rhodos, Pergamon und Rom, στο Ρόδος 2400 χρόνια, 1999, 83-88.

Hellmann, M.Ch., 1992. Caves e sous-sols dans l’habitat grec antique, BCH 116, 259-266.

Hellmann, M.-Ch., 2006. L’architecture grecque 2. Architecture religieuse et funéraire, Paris: Picard.

Hoepfner, W., 1999. Zur Gründung und zur Architektur von Rhodos, στο Ρόδος 2400 χρόνια, 1999.

Hoepfner, W. (επιμ.), 2002. Antike Bibliotheken, Mainz am Rhein: P. von Zabern.

Hoepfner, W., 2003. Der Koloss von Rhodos und die Bauten des Helios: Neue Forschungen zu einem der

sieben Weltwunder, Mainz am Rhein: Ph. von Zabern.

Hoepfner, W., E.L. Schwandner, 1994. Haus und Stadt im klassischen Griechenland, München Berlin: Deut-

scher Kunstverlag.

Inglieri, R.U., 1936. Carta archeologica dell’ isola di Rodi, Firenze: R. Istituto Geografi co Militare.

Isager, J., 1995. Th e Lack of Evidence for a Rhodian School, RM 102, 115-131.

Jacopi, G., Attività del Servizio Archeologico a Rodi, BdA VII. II, 514-526.

Κανίνια, Ερ., 1994. AΔ 49, Χρονικά Β΄ 2, 763-768, πίν. 243α-γ.

Kανίνια, Eρ., 1998. AΔ 43, Xρονικά Β΄ 2, 591-593.

Kantzia, Ch., G. Zimmer, 1989. Rhodische Kolosse. Eine hellenistische Bronzegusswerkstatt, AA 104, 497-

523.

Κάντζια, Χ., 1999. Ένα ασυνήθιστο πολεμικό ανάθημα στο ιερό της οδού Διαγοριδών στη Ρόδο, στο Ρόδος

2400 χρόνια, 75-82.

Kαράντζαλη, E., 1992. AΔ 47, Xρονικά Β΄ 2, 618.

Καράντζαλη, Ε., 1993. AΔ 48, Χρονικά Β΄ 2, 511-515, σχέδ. 2, πίν. 156α-δ.

Καράντζαλη, Ε., 1994. AΔ 49, Xρονικά Β΄ 2, 768-769, πίν. 244α-δ.

Καραπάνου, Σ., 1989. AΔ 44, Χρονικά Β΄ 2, 475- 477, σχέδ. 3-5, πίν. 265β, 266.

Καρούζος, Χρ.Ι., 1973. Ρόδος: Ιστορία – Μνημεία – Τέχνη, Αθήνα: Εκδόσεις Έσπερος.

Κάσδαγλη, Α.Μ., Μ. Χαλκίτη, 1997. AΔ 52, 1075-76, σχέδ. 1, πίν. 408β-γ.

Knell, Η., 1995. Die Nike von Samothrake: Typus, Form, Bedeutung und Wirkungsgeschichte eines rhodischen

Sieges-Anathems im Kabirenheiligtum von Samothrake, Darmstadt: Wissenschaft liche Buchgesellschaft .

Κοντής, Ι.Δ., 1951. Ανασκαφικαί έρευναι εις την πόλιν της Ρόδου, Π.Α.Ε., 224-245.

Κοντής, Ι.Δ., 1952. Ανασκαφικαί έρευναι εις την πόλιν της Ρόδου (ΙΙ), Π.Α.Ε. , 547-591.

Κοντής, Ι.Δ., 1953. Ανασκαφικαί έρευναι εις την πόλιν της Ρόδου (ΙΙΙ), Π.Α.Ε., 275-287.

Κοντής, Ι.Δ., 1954. Ανασκαφικαί έρευναι εις την πόλιν της Ρόδου (ΙV), Π.Α.Ε., 340-360.

Κοντής, Ι.Δ., 1954Β. Συμβολή εις την μελέτη της ρυμοτομίας της Ρόδου, Ρόδος.

Κοντής, Ι.Δ., 1955. Ανασκαφικαί έρευναι εις την πόλιν της Ρόδου (V), Π.Α.Ε., 267-283.

Κοντής, Ι.Δ., 1956. Αι ελληνιστικαί διαμορφώσεις του Ασκληπιείου της Κω, Ρόδος.

Κοντής, Ι.Δ., 1956Β. Ανασκαφικαί έρευναι εις την πόλιν της Ρόδου (VI), Π.Α.Ε., 214-222.

Kondis, J., 1958. Zum antiken Stadtbauplan von Rhodos, AM 73, 146-158, πίν. III-IV, 119-132.

Κοντής, Ι.Δ., 1958Β. Ανασκαφικαί έρευναι εις την πόλιν της Ρόδου VIII, Π.Α.Ε., 233-240.

Κοντής, Ι.Δ., 1959. Ανασκαφικαί έρευναι εις την πόλιν της Ρόδου ΙΧ, Π.Α.Ε., 188-194.

74

Κοντής, Ι., 1960. AΔ 16, Χρονικά, 275-277.

Κοντής, Ι.Δ., Γρ. Κωνσταντινόπουλος, 1960. Ανασκαφικαί έρευναι εις την πόλιν της Ρόδου, Π.Α.Ε., 273-282.

Κοντορίνη, Β., 1989. Ανέκδοτες επιγραφές Ρόδου ΙΙ, Αθήνα: Ινστιτούτο του βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα.

Κωνσταντινόπουλος, Γρ., 1965. AΔ 20, Χρονικά Β΄ 3, 577-599.

Kωνσταντινόπουλος, Γρ., 1966. AΔ 21, Xρονικά Β΄ 2, 436-456, πίν. 479-490.

Konstantinopoulos, G., 1968. Rhodes. New Finds and old Problems, Archaeology 21.2, 115-122.

Κωνσταντινόπουλος Γρ., 1969. AΔ 24, Χρονικά Β΄ 2, 451-485, πίν. 461-481.

Κωνσταντινόπουλος, Γρ., 1973. Ανασκαφαί εις Ρόδον, 127-136, παρένθ. πίν. Η΄, πίν. 151-156.

Kωνσταντινόπουλος, Γρ., 1975. Ανασκαφαί εις Ρόδο, 238-248, παρένθ. πίν. Ζ΄ και πίν. 219-221.

Κωνσταντινόπουλος, Γρ., Φιλέρημος – Ιαλυσός – Κάμιρος (Οδηγός), Αθήναι: Εκδόσεις Απόλλων (χωρίς

χρονολογία έκδοσης).

Kωνσταντινόπουλος, Γρ., 1986. Aρχαία Pόδος: επισκόπηση της ιστορίας και της τέχνης, Aθήνα: Μορφωτι-

κό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας.

Konstantinopoulos, Gr., 1988. Städtebau im hellenistischen Rhodos, στο Akten des XIII. Internationalen

Kongresses für klassischen Archäologie, Berlin 1988, Mainz am Rhein: Ph. von Zabern, 207-213, πίν.

27-29.

Κωνσταντινόπουλος, Γρ., 1989. Έργον, 136.

Konstaninopoulos, Gr., 1992. Marmorkopf eines Knaben von Rhodos, στο H. Froning, T. Hölscher, H.

Mielsch (επιμ.), Kotinos. Festschrift für Erika Simon, 382-385, πίν. 82-83, Mainz am Rhein: P. von Za-

bern.

Κωνσταντινόπουλος, Γρ., 1994-95. Έργα πλαστικής και επιγραφές από το «Διονύσιον» τέμενος της αρχαί-

ας Ρόδου, AΔ 49-50, Μελέτες, 75-82, πίν. 11-12.

Κωνσταντινόπουλος, Γρ., 1997. Ροδιακός κόσμος ΙΙ: Η ροδιακή μυθολογία του VII Ολυμπιόνικου, Ρόδος:

Έκδοση Γραφείου Μεσαιωνικής Πόλης Ρόδου – Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.

Lauter, H., 1969. Zur Datierung der Skulpturen von Sperlonga, RM 76, 162-173.

Lauter, H., 1972. Kunst und Landschaft – Ein Beitrag zum rhodischen Hellenismus, AntK 15, 390-459.

Lauter, H., 1986. Die Architektur des Hellenismus, Darmstadt: Wissenschaft liche Buchgesellschaft .

Lavagne, H., 1988. Operosa Antra: Recherches sur la grotte à Rome de Sylla à Hadrien, Rome: diff . de Boc-

card.

Lehmann, K., 1973. Th e Ship Fountain from the Victory of Samothrace to the Gallera, στο Lehmann,

Ph.W., Κ. Lehmann, Samothracian Refl exions. Aspects of the Revival of the Antique, Bollingen Series

XCII, Princeton, New Jersey: Princeton University Press.

Lippolis, E., 1993. Il santuario di Athana a Lindo, ASAtene 66-67 (n.s. 48-49), 1988-1989 (1993), 97-156.

Livadiotti, M., C. Rocco (επιμ.), 1996. La presenza italiana nel Dodecaneso tra il 1912 e il 1948: La ricerca

archeologica: la conservazione: le scelte progettuali: Rodi, Palazzo del Gran Maestro, ottobre 1993 - otto-

bre 1994, Roma, Terme di Diocleziano, 1996, Atene, 1997, Catania: Edizioni del prisma.

Μαρκέτου, Σ., 1984. AΔ 39, Χρονικά Β΄, 309-311, πίν. 159α.

Mattusch, C.C., 1998. Rhodian Sculpture: A School, A style or Many Workshops?, στο Ο. Palagia, W. Coul-

son (επιμ.), Regional Schools in Hellenistic Sculpture: Proceedings of an International Conference held

at the American School of Classical Studies at Athens, March 15-17-1996, Oxford: Oxbow Monograph,

149-156.

Μαχαίρα, Β., 1998. Παρατηρήσεις σχετικά με τη θεματική παραγωγή της Σχολής της Ρόδου, στο Ο. Pala-

gia, W. Coulson (επιμ.), Regional Schools in Hellenistic Sculpture: Proceedings of an International Con-

ference held at the American School of Classical Studies at Athens, March 15-17-1996, Oxford: Oxbow

Monograph 90, 137-148.

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

75

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

Μαχαίρα, Β., 2004. Μία ακόμη ελληνιστική πεπλοφόρος από τη Ρόδο, στο Δ. Δαμάσκος (επιμ.), Χάρις

Χαίρε, Μελέτες στη μνήμη της Χάρης Κάντζια, Α΄, Αθήνα, 95-105.

Μαχαίρα, Β., 2007. Μαρμάρινος ανδριάντας από το αίθριο ελληνιστικής οικίας στη Ρόδο, στο Ε. Σημα-

ντώνη-Μπουρνιά, Α.Α. Λαιμού, Λ.Γ. Μενδώνη, Ν. Κούρου (επιμ.), ἀμύμονα ἔργα: Τιμητικός τόμος για

τον καθηγητή Βασίλη Κ. Λαμπρινουδάκη, Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Σειρά

Δημοσιευμάτων Περιοδικού «Αρχαιογνωσία» 5.

Maywell, G.B., 1996. Th e Skylla Monument from Bargylia, AntP 25, 75-119.

Merker, G.S., 1973. Th e Hellenistic Sculpture of Rhodes, SIMA 40, Göteborg: Paul Åströms Förlag.

Μιχαλάκη-Κόλλια, Μ., 1999. Μνημειώδες στωικό οικοδόμημα στις υπώρειες της ροδιακής ακρόπολης. Το

τέμενος του Ηλίου ή δημόσιο κτίριο, στο Ρόδος 2400 χρόνια, 73-74.

Moreno, P., 1994. Scultura ellenistica I, II, Roma: Libreria dello Stato.

Moreno, P., 1999. La nuova ricostruzione del Colosso e la personifi cazione del Demo di Rodi, στο Ρόδος

2400 χρόνια, ******.

Nielsen, I., 1994. Hellenistic Palaces: Tradition and Renewal, Aarhus: Aarhus University Press.

Nielsen, I., 2001. Gardens of the Hellenistic Palaces, στο I. Nielsen (επιμ.), Th e Royal Palace Institution in

the First Millennium B.C. Regional and Cultural Interchange between East and West, Monographs of the

Danish Institute at Athens, Vol. 4, 165-187. Ντούμας, Χ., 1973-1974. AΔ 29, Χρονικά, 946-981.

Palagia, O., 2010. Th e Victory of Samothrace and the Aft ermath of the Battle of Pydna, στο Ο. Palagia

– B.D. Westcoat (επιμ.). Samothracian Connections. Essays in honor of James R. McCredie, Oxford:

Oxbow Books, 154-164.

Παπαχριστοδούλου, Ι.Χ., 1979. AΔ 34, Χρονικά Β΄ 1, 411-463, πίν. 218-247.

Παπαχριστοδούλου, Ι.Χ., 1980. AΔ 35, Χρονικά Β΄ 2, 527-546.

Papachristodoulou, I., 1988. Das hellenistische Gymnasion von Rhodos. Neues zu seiner Bibliothek, στο

Akten des XIII. Internationalen Kongresses für klassischen Archäologie, Berlin 1988, Mainz am Rhein:

Ph. von Zabern, 500-501, πίν. 75.3-4.

Παπαχριστοδούλου, Ι.Χ., 1986. Νέα στοιχεία για βιβλιοθήκες στην αρχαία Ρόδο, στο Δωδεκανησιακά

Χρονικά, τόμος ΙΑ΄, 265-271.

Πατσιαδά, Β., 1999. Ροδιακή ταφική αρχιτεκτονική, στο Ρόδος 2400 χρόνια, 127-136.

Πατσιαδά, Β., 2000. AΔ 55, Χρονικά Β΄ 2, 1129-1230, εικ. 12.

Πατσιαδά, Β., 2012. Μνημειώδες ταφικό συγκρότημα στη Ρόδο. Συμβολή στη μελέτη της ελληνιστικής τα-

φικής αρχιτεκτονικής, Αθήνα: ΤΑΠΑ.

Παπαχριστοδούλου, Ι.Χ., 1999. Νέα στοιχεία για το Ασκληπιείο της πόλης της Ρόδου, στο Ρόδος 2400

χρόνια, 59-62.

Pensabene, P., 1993. Elementi architettonici di Alessandria e di altri siti egiziani. Repertorio d’ arte dell’ Egitto

greco-romano fondato da Achille Adriani serie c-vol. III, Roma: L’ Erma di Bretschneider.

Pollitt, J.J., 1986. Art in the Hellenistic Age, Cambridge: Cambridge University Press.

Pollitt, J.J., 2000. Th e Phantom of a Rhodian School of Sculpture, στο Ν.Τ. de Grummond, B.S. Ridgway

(επιμ.), From Pergamon to Sperlonga: sculpture and context, Berkeley, Los Angeles, London: University

of California Press, 92-110.

Rice, E.E., 1986. Prosopographika Rhodiaka, part II: the Rhodian Sculptors of the Sperlonga and Laocoon

Statuary Groups, ABSA 81, 209-250.

Rice, E.E., 1995. Grottoes on the Acropolis of Hellenistic Rhodes, BSA 90, 383-404.

Ridgway, B.S., 1981. Greek Antecedents of Garden Sculpture, στο E.B. MacDougall, W.F. Jashemski (επιμ.),

Dumbarton Oaks Colloquium on the History of Landscape Architecture 7, Washington D.C., 7-48.

76

Ridgway, B.S., 2000. Hellenistic Sculpture II. Th e Styles of ca 200-100 B.C. Madison, Wisconsin: Th e Uni-

versity of Wisconsin Press.

Ridgway, B.S., 2004. Th e Laokoon in Hellenistic Sculpture, στο Ridgway, B.S., Second Chance. Greek Sculp-

tural Studies Revisited, London: Pindar, 726-746.

Ρόδος 2400 χρόνια, 1999. Η πόλη της Ρόδου από την ίδρυσή της μέχρι την κατάληψη από τους Τούρκους

(1523): Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο, Ρόδος, 24-29 Οκτωβρίου 1993, Πρακτικά, τόμος Α΄, Aθήνα:

Υπουργείο Πολιτισμού.

Rumscheid, F., 1994. Untersuchungen zur Kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus I & II, Mainz

am Rhein: Philipp von Zabern.

Säfl und, G., 1972. Th e Polyphemus and Scylla groups at Sperlonga, Stockholm: Almqvist & Wiksell.

Söldner, M., 1986. Untersuchungen zu liegender Eroten in der hellenistischen und römischen Kunst, Band 1,

2, Frankfurt am Main - Bern - New York: Peter Lang.

Sonne, W., 1996. Hellenistische Herrschaft sgärten, στο W. Hoepfner, G. Brands (επιμ.), Basileia. Die

Paläste der hellenistischen Könige. Internationales Symposion in Berlin vom 16.12.1992 bis 20.12.1992,

Mainz: P. von Zabern, 136-143.

Stewart, A.F., 1977. To entertain an Emperor: Sperlonga, Laokoon and Tiberius at the Dinner Table, JRS

67, 76-90.

Vollgraff , W., 1958. Fouilles et sondages sur le fl anc oriental de la Larissa à Argos, BCH 82, 517-570.

Winter, F.E., 2006. Studies in Hellenistic Architecture, Toronto, Buff alo: University of Toronto Press, cop.

Vedder, U. 2004. Göttingen Forum für Altertumswissenschaft 7, 1110-1113.

Φανταουτσάκη, Χ., 1993. AΔ 48, Χρονικά Β΄ 2, 515-518, σχέδ. 3, πίν. 157 α-γ.

Φανταουτσάκη, Χ., 1994. AΔ 49, Χρονικά Β΄ 2, 769-771, πίν. 245α-ε.

Φανταουτσάκη, Χ., 2004. Η ανασκαφή στο Ασκληπιείο της Ρόδου: οι πρώτες εκτιμήσεις, στο Χάρις Χαίρε,

2004, 31-51.

Φατούρου, Κ.Χ., 1963. AΔ 18, Χρονικά Β΄ 2, 322-327.

Φατούρου, Κ.Χ., 1964. AΔ 19, Χρονικά, 462-475, πίν. 542-563.

Φιλήμονος, Μ., 1989. Ένα νέο γυμνάσιο στη Ρόδο και η μαρτυρία του Διόδωρου ΧΧ, 100, 3-4, ΑntCl 58,

128-156.

Φιλήμονος, Μ., 2004. Ρόδος Ι: Η ελληνιστική οχύρωση της Ρόδου, Δημοσιεύματα Αρχαιολογικού Δελτίου,

αρ. 86.

Φιλήμονος, Μ. – Α. Δρελιώση-Ηρακλείδου, 2000. ArhDelt 55, Χρονικά Β΄ 2, 1115-1116.

Χάρις Χαίρε 2004. Μελέτες στη μνήμη της Χάρης Κάντζια, Β΄, Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού, Αρχαιολο-

γικό Ινστιτούτο Αιγαιακών Σπουδών.

Zimmer, G. – Κ. Mπαϊράμη, 2008. Ρόδος ΙΙ: Ροδιακά εργαστήρια χαλκοπλαστικής, Αθήνα, Δημοσιεύματα

Αρχαιολογικού Δελτίου, αρ. 98.

S U M M A R Y

LANDSCAPE ARCHITECTURE IN THE CITY OF RHODES

An attempt is made, on the basis of excavation data, to note in the city of Rhodes arrangements

that are related to Rhodian landscape architecture.

Th e theatrical (terraced) arrangement of the ancient city of Rhodes, known from Diodorus,

H ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

77

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΤΣΙΑΔΑ

has been confi rmed by the uncovering boundaries of ancient streets, which were at the same time

retaining walls, such as the boundaries of streets Ρ 27, Ρ 17 and Ρ 18 in the sloping west and north-

west part of the city (fi g. 1).

Th e Asklepieion of Rhodes, identifi ed in recent years in the southwest part of the city (fi g. 1),

also had a terraced arrangement, as did the temples, the sacred precincts (temene) and the other

public buildings on the acropolis (fi g. 2-4). Th e scenographic arrangement of the buildings of the

Rhodian acropolis, corresponding to a degree to the acropolis of Pergamon, was combined with

formations of idyllic character, such as the well-known underground grotto-like nymphaia (fi g. 5)

or the less well-known open-air sanctuary south of the sacred precinct of Apollo Pythios. Th is was

in the form of an open-air temenos with a rock face on its north side, in which were opened cham-

bers and grotto-like alcoves with niches in their walls for placing statuettes (fi g. 6-9). Th e Pantheon

too was in the form of open-air temenos, without temple but with altar, trophy and grove in its

interior, as shown by extensive free space covered by a layer of red earth and clay water-pipes (fi g.

10-12). Th e sanctuary was founded in 304 BC, aft er the Rhodians’ victory in the siege of their city

by Demetrios Poliorketes. On a rocky hillock, which still survives in the southwest part of the city

(fi g. 12-13), one more open-air sanctuary of the city existed, dedicated perhaps to Kybele. Revealed

remnants of the sanctuary (fi g. 14) include water-supply tunnels, rock-cut small altars (fi g. 15) and

small alcoves (fi g. 16) on the east foot of the hill, as well as staircases (fi g. 17) on the north and east

foot leading up to the top of the hill. Th e rocky hillock with the sanctuary on top, the vegetation

and the underground water sources created an extensive grove for leisure and recreation, between

the Asklepieion to the west of it and the Gymnasium of the Paides to the east.

Elements of Rhodian landscape architecture have been observed also in private luxurious resi-

dences of Late Hellenistic times in the west part of the city. Features of these houses, as a rule un-

covered to the west of the peristyle courts (fi g. 19-31), include gardens with large curvilinear pools

(fi g. 19-22, 24-25) or even underground grotto-like nymphaia (fi g. 30-31), similar to the nymphaia

on the acropolis. Small and medium-size sculptures brought to light in the excavation of the houses

must have been intended for the decoration of the gardens.

Because of the fragmentary excavation, it is not clear whether one other nymphaion uncovered

in the northwest part of the city on the neighbouring Vrouchos and Kostaridis plots (fi g. 32-36)

belongs to a private house or is part of a public open space or a grove, as the spaces free of buildings

in the neighbouring plots suggest. Moreover, the discovery in the area of a considerable number

of sculptures, among them the well-known Eros now in New York (fi g. 36), attests the existence

of sculpted decoration.

Th e above indications from excavations confi rm the testimonies of textual sources on the exist-

ence of groves in the city of Rhodes and in a way vindicate the importance of Rhodian landscape

art, which had been disputed by recent research.

Dr. Vassiliki Patsiada

Ephorate of Prehistorie and Classical Antiquities