ποιητικα παραθεματα στην ρητορικη του 4ου αι. π.χ. οι...

95
1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ 4 ΟΥ ΑΙ. Π.Χ. ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΧΙΝΗ Φοιτήτρια: Πατσάνη Ασπασία (ΑΕM: 1427) Εξεταστική επιτροπή: Αλεξίου Ευάγγελος (επόπτης) Παπαδοπούλου Θάλεια Λάμαρη Άννα Θεσσαλονίκη 2019

Transcript of ποιητικα παραθεματα στην ρητορικη του 4ου αι. π.χ. οι...

1

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ 4ΟΥ ΑΙ. Π.Χ.

ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΧΙΝΗ

Φοιτήτρια: Πατσάνη Ασπασία (ΑΕM: 1427)

Εξεταστική επιτροπή:

Αλεξίου Ευάγγελος (επόπτης)

Παπαδοπούλου Θάλεια

Λάμαρη Άννα

Θεσσαλονίκη 2019

2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή………………………………………………………………………… 4

1. Ποιητικά παραθέματα στην ρητορική του 4ου αι. π.Χ.…………...... 6

1.1. Θεωρητικές απόψεις ……………………………….............................. 6

1.2. Από την θεωρία στην πράξη………………………………………….. 11

1.2.1. Ποιητικά παραθέματα στον Λυκούργο………………………. 13

1.2.2. Ποιητικά παραθέματα στον Δημοσθένη…………………….. 23

2. Ποιητικά παραθέματα στον Αισχίνη – Ο Κατὰ

Τιμάρχου………………………………………………………………………… 29

2.1. Η κόλλησις του Ερμογένη στον Αισχίνη……………………………. 31

2.2. Αισχίν. 1.128-129: Όμηρος, Ευριπίδης, Ησίοδος

και ο ρόλος της φήμης………………………………………………….. 33

2.2.1. Ο ρόλος της φήμης στον Κατὰ Τιμάρχου……………………... 33

2.2.2. Όμηρος, Ευριπίδης, Ησίοδος…………………………………… 35

2.3. Αισχίν. 1.141-154: o σώφρων ἔρως……………...................................... 41

2.3.1. Όμηρος …………………………………………………………….. 45

2.3.2. Ευριπίδης…………………………………………………………… 54

2.4. Αισχίν. 1.152: Ο Ευριπίδης ως ηθικός παραινέτης………………….. 56

3. Ποιητικά παραθέματα και ρητορική refutatio: Αισχίνης –Δημοσθένης Περὶ

τῆς παραπρεσβείας ……………………………………………………………. 59

3.1. Ησίοδος και refutatio ……………………………………………………. 60

3.2. Ευριπίδης και refutatio ………………………………………………….. 62

3.3. Επισφαλής χρήση ποιητικών παραθεμάτων……………………….. 64

3.4. Ποιητικά παραθέματα στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας

του Αισχίνη………………………………………………………………. 69

3

4. Ποιητικά παραθέματα στον Κατὰ Κτησιφῶντος του Αισχίνη………. 73

4.1. Ησίοδος………………………………………………………………………. 74

4.2. Επίγραμμα…………………………………………………………………... 76

Συμπεράσματα……………………………………………………………………… 82

Βιβλιογραφία…………………………………………………………………………. 86

Περίληψη……………………………………………………………………………… 94

Abstract………………………………………………………………………………… 95

4

Εισαγωγή

Από τις απαρχές της εξέλιξής της η ρητορική υπήρξε άρρηκτα

συνδεδεμένη με την ποίηση. Σύμφωνα με τον Γοργία, μοναδική διαφορά μεταξύ

πεζού και ποιητικού λόγου αποτελεί η μετρική μορφή του δεύτερου (82 B 6 D.-K.:

τὴν ποίησιν ἅπασαν νομίζω καὶ ὀνομάζω λόγον ἔχοντα μέτρον). Γενικότερα, οι

σοφιστές θεωρούν την μελέτη της ποίησης και την ικανότητα εντρύφησης στα

ποιητικά νοήματα αναπόσπαστο κομμάτι της ρητορικής εκπαίδευσης στην οποία

ειδικεύονται.1 Συγκεκριμένες αναφορές που σώζονται στα ρητορικά εγχειρίδια

του 4ου αι. π.Χ. επιβεβαιώνουν την ευεργετική επίδραση της ποίησης στην τέχνη

του ρήτορα. Αφενός μεν, στην Ῥητορικὴν πρὸς Ἀλέξανδρον (1433b 10-16) o

Ευριπίδης προβάλλεται ως συγκεκριμένο πρότυπο για την ανασκευή των

επιχειρημάτων του αντιπάλου (refutatio). Αφετέρου δε, η Ῥητορική του Αριστοτέλη,

καθώς βρίθει ποιητικών παραθεμάτων, τονίζει την εγγύτητα ρητορικής-ποίησης,

ως προς την μεταχείριση κοινών υφολογικών μέσων, ενώ ήδη από τον Αριστοτέλη

στοιχειοθετείται η σύλληψη του Ομήρου ως προδρόμου τόσο της ποίησης όσο και

της ρητορικής.2

H πρώτη απόπειρα απαγκίστρωσης της ρητορικής από την σφαίρα

επιρροής της ποίησης, ειδικότερα σε υφολογικό επίπεδο, αποδίδεται στον

Ισοκράτη (9.9-11), ο οποίος έρχεται σε ανοιχτή αναμέτρηση με τα επιτεύγματα της

ποίησης. Σύμφωνα με τον ρήτορα, η ρητορική, χωρίς να έχει στην διάθεσή της τα

ποικίλα εκφραστικά μέσα που διαθέτει η ποίηση, καλείται με το δικό της

ξεχωριστό ύφος και την ρυθμική πρόζα να φανεί αντάξια ή και καλύτερη του

ποιητικού λόγου.3 Αυτή η σταδιακή αποσύνδεση της ρητορικής από την ποίηση,

αρχής γενομένης με τον Ισοκράτη, εν μέρει εξηγεί τα ευάριθμα ποιητικά

παραθέματα που απαντούν στους σωζόμενους ρητορικούς λόγους του 4ου αι. π.Χ.4

Αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας είναι η αξιοποίηση

ποιητικών παραθεμάτων στην ρητορική του 4ου αι. π. Χ. Στο πρώτο μέρος της

εργασίας θα εξεταστούν γενικά οι περιπτώσεις εκείνες των ρητορικών λόγων που

1 Βλ. Πλάτ. Πρωτ. 325e-326a. Οι σοφιστές συνηθίζουν να αντλούν τα θέματα για τους ρητορικούς

αυτοσχεδιασμούς και τους επιδεικτικούς λόγους τους από την ποίηση. Αντιπροσωπευτικά

παραδείγματα αποτελούν οι επιδεικτικοί λόγοι του Γοργία για την Ελένη και τον Παλαμήδη, η

αξιοποίηση του μύθου του Προμηθέα και του Επιμηθέα από τον Πρωταγόρα (Πλάτ. Πρωτ. 320c-322a)

και ο λόγος του σοφιστή Πρόδικου για τον Ηρακλή (Ξεν. Ἀπομν. 2.1.21-34). Για την εξέχουσα θέση

της ποίησης στην εκπαίδευση του αρχαίου ρήτορα βλ. ιδιαίτερα North (1952) 1-33. Πρβλ. και Johnson

(1959) 173-176.

2 Βλ. Αριστ. Ῥητ. 1415a 18, 1363a 7, 1365a 14, 1370b 7.

3 Για τις θέσεις του Ισοκράτη σχετικά με τις διαφορές ποίησης-πεζού λόγου βλ. ιδιαίτερα Αλεξίου

(2005) 126-128.

4 Βλ. Perlman (1964) 161. Για άλλες πιθανές εξηγήσεις πρβλ. Ford (1999) 235 υποσ. 15.

5

κάνουν χρήση ποιητικών παραθεμάτων, καθώς και το θεωρητικό υπόβαθρο που

περιβάλλει την χρήση αυτή. Όπως θα διαπιστωθεί, στην αττική ρητορεία γίνεται

περιορισμένη χρήση ποιητικών στίχων, από συγκεκριμένους ρήτορες.

Επιφανέστερος εκπρόσωπος αυτών είναι ο Αισχίνης. Στο δεύτερο μέρος θα τεθούν

υπό εξέταση ειδικότερα τα ποιητικά παραθέματα που απαντούν και στους τρεις

σωζόμενους λόγους του Αισχίνη (Κατὰ Τιμάρχου, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, Κατὰ

Κτησιφῶντος). Το παράδειγμα του Αισχίνη καταδεικνύει την θέση που κατέχει η

ποίηση στην επιχειρηματολογία ενός ρήτορα, τις ρητορικές σκοπιμότητες που

επιτελεί καθώς και ενδεχόμενους κινδύνους που η χρήση της εγκυμονεί.

Παράλληλα, η εξέταση των ποιητικών παραθεμάτων του Αισχίνη ρίχνει

περαιτέρω φως στην αντιπαράθεση του ρήτορα με τον Δημοσθένη. Συγκεκριμένα

ποιητικά παραθέματα αναδεικνύονται σε βασικό μέσο εξαπόλυσης και

αποσόβησης κατηγοριών στην κλιμακούμενη αντιπαράθεση των δύο ρητόρων.

Το αρχαίο κείμενο των ποιητικών παραθεμάτων δίνεται έτσι όπως

απαντά στον εκάστοτε ρητορικό λόγο. Το πρωτότυπο κείμενο του Αισχίνη και του

Δημοσθένη αντλείται από την έκδοση που έκανε ο Dilts στην σειρά της Οξφόρδης

για τον Αισχίνη και τον Δημοσθένη αντίστοιχα5 και του Λυκούργου από την

έκδοση του Conomis (1970). Σε πολλές περιπτώσεις το ποιητικό κείμενο που

παραδίδουν οι ρήτορες αποκλίνει από το παραδεδομένο κείμενο των ποιητών. Για

την σύγκριση της «ρητορικής» εκδοχής των ποιητικών παραθεμάτων με το

πρωτότυπο ποιητικό κείμενο και την εξέταση των διαφορετικών γραφών

χρησιμοποιήθηκε για τον Όμηρο η στερεότυπη έκδοση των Monro και Allen (1971)

στην σειρά της Οξφόρδης, για τον Ησίοδο η υπομνηματισμένη έκδοση του West

(1978), για τα τραγικά αποσπάσματα η συλλογή των Kannicht και Snell, για τον

Σοφοκλή η υπομηνατισμένη έκδοση του Griffith (2000) και για τα επιγράμματα η

συλλογή Further Greek Epigrams του Page.

Η παρούσα εργασία είναι αποτέλεσμα προσωπικής μελέτης, αλλά για

την τελική διεκπεραίωσή της οφείλω αμέριστη ευγνωμοσύνη στον επιβλέποντα

καθηγητή μου κ. Ευάγγελο Αλεξίου, ο οποίος αφιέρωσε μέρος από τον πολύτιμο

χρόνο του για την διόρθωση της εργασίας μου, για τις πολύτιμες συμβουλές του

και την υπομονετική καθοδήγησή του αλλά και για όλες εν γένει τις γνώσεις που

αποκόμισα χάρη σε αυτόν όσον αφορά στην συγγραφή μιας επιστημονικής

εργασίας. Ευχαριστώ θερμά και τα υπόλοιπα μέλη της τριμελούς επιτροπής, την

κ. Παπαδοπούλου Θάλεια και την κ. Λάμαρη Άννα ξεχωριστά, που δέχτηκαν

πρόθυμα να συμμετάσχουν στην εξεταστική επιτροπή της παρούσας μελέτης.

5 Dilts (1997) και Dilts (2002-2009).

6

1. Ποιητικά παραθέματα στην ρητορική του 4ου αι. π.Χ.

1.1. Θεωρητικές απόψεις

Στο πλαίσιο της εξέτασης των ἀτέχνων πίστεων, ο Αριστοτέλης

αναφέρεται στους μάρτυρες, τους οποίους διακρίνει σε δύο κατηγορίες, τους

παλαιούς και τους σύγχρονους (Ῥητ. 1375b 27-36). Στην κατηγορία των παλαιών

μαρτύρων συγκαταλέγει τους ποιητές και άλλους άνδρες φημισμένους για την

σοφή κρίση τους. Προς επίρρωση των λεγομένων του, ο φιλόσοφος παραθέτει

παραδείγματα από μια σειρά περιπτώσεων στις οποίες οι ποιητές λειτούργησαν

ως μάρτυρες. Συγκεκριμένα, οι Αθηναίοι επικαλέστηκαν την αυθεντία του

Ομήρου για να διεκδικήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα επί της Σαλαμίνας

έναντι των Μεγαρέων,6 ενώ ο πολιτικός Κλεοφών, προκειμένου να αποδείξει την

αχρειότητα του Κριτία, παρέθεσε ελεγειακούς στίχους του Σόλωνος.7 Σε καθεμιά

από αυτές τις περιπτώσεις ο Αριστοτέλης ρητά αναφέρει ότι οι εκάστοτε

ενδιαφερόμενοι αξιοποίησαν τους ποιητές ως μάρτυρες (Ῥητ. 1375b 31: μάρτυρι

ἐχρήσαντο), αναγνωρίζοντας κατ’ επέκταση ότι η ποίηση συνιστά ένα θεμιτό

αποδεικτικό μέσο στην επιχειρηματολογία του ρήτορα. Διευκρινίζει, μάλιστα, ότι

η μαρτυρία των ποιητών αφορά στα γεγονότα του παρελθόντος (Ῥητ. 1375b 37:

περὶ μὲν οὖν τῶν γενομένων οἱ τοιοῦτοι μάρτυρες) και, λαμβάνοντας υπόψιν την

αριστοτελική διάκριση των ειδών του ρητορικού λόγου με βάση την χρονική

βαθμίδα στην οποία αναφέρονται (Ῥητ. 1358b 13-20),8 προκύπτει ότι η μεταχείριση

της ποίησης ως ἀτέχνου πίστεως αφορά κυρίως στον δικανικό λόγο. Αυτό συνάδει

απόλυτα με το γεγονός ότι οι σωζόμενοι ρητορικοί λόγοι που περιλαμβάνουν

ποιητικά παραθέματα είναι δικανικοί.

6 Βλ. Grimaldi (1980) 326-327. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στον Σόλωνα, ο οποίος παρέθεσε

στίχους του Ομήρου (Ἰλ. 2.557-558), για να αντικρούσει τις κυριαρχικές βλέψεις των Μεγαρέων επί

της Σαλαμίνας. Εντούτοις, όπως αναφέρουν οι αρχαίες πηγές (Στράβ. 9.1.10, Πλούτ. Σόλ. 10.1, Διογ.

Λαέρτ. 1.48), ο Σόλων παρενέβαλε σκόπιμα τον στ. 558 στο ποίημα. O Αρίσταρχος αθέτησε τον στίχο

με το επιχείρημα ότι στο υπόλοιπο ποίημα το στράτευμα της Σαλαμίνας δεν συνδέεται στενά με το

αθηναϊκό. Για αυτό το θέμα βλ. Kirk (2003) 350. Πρβλ. Higbie (1997) 278-307, η οποία, με αφορμή το

παράδειγμα του Σόλωνος, αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ο Όμηρος μπορεί να αξιοποιηθεί ως

μία έγκυρη μαρτυρία.

7 Ιδιαίτερα διαφωτιστικό παράδειγμα είναι και η περίπτωση του Σωκράτη, ο οποίος πριν από την

καταδίκη του παραθέτει από μνήμης στο δικαστήριο τους στίχους από την συνομιλία του Αχιλλέα

και της Θέτιδας για την τελική απόφαση του Αχιλλέα να εκδικηθεί τον Έκτορα (Ἰλ. 18.95 κ.ε.),

προκειμένου να δείξει ότι ο θάνατος είναι προτιμότερος από μια μακρά ζωή δίχως τιμές (βλ. Πλάτ.

Ἀπολ. 28c-d).

8 Καθένα από τα τρία είδη του ρητορικού λόγου (πολιτικός, δικανικός, επιδεικτικός) αναφέρεται

σε διαφορετική χρονική βαθμίδα: ο πολιτικός αναφέρεται στο μέλλον, ο δικανικός στο παρελθόν και

ο επιδεικτικός στο παρόν.

7

Ως μέσο πειθούς ο Αριστοτέλης εξετάζει, επίσης, την γνώμην, η οποία

ορίζεται ως μία γενική ρήση που αφορά στις ανθρώπινες ενέργειες (Ῥητ. 1394a 19-

1395b 21). Για παραδείγματα γνωμολογίας ο φιλόσοφος αντλεί από την ποίηση,

και κατά κύριο λόγο από τον Όμηρο και τον Ευριπίδη. Υπογραμμίζεται ιδιαίτερα

η διττή συμβολή της γνώμης στην ρητορική επιχειρηματολογία, και συγκεκριμένα

η συμβολή της στην ἠθοποιίαν του ρήτορα χάρη στο ηθικολογικό της περιεχόμενο

καθώς και η ευχαρίστηση που το ακροατήριο αποκομίζει από την χρήση της (Ῥητ.

1395b 1-18). Επομένως, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ποίηση μπορεί να συμβάλει

στην αποτελεσματικότητα ενός ρητορικού λόγου τόσο υπό την μορφή μιας

συγκεκριμένης μαρτυρίας όσο και με τα γνωμολογικού χαρακτήρα διδάγματά

της.9

Tον 2ο αι. μ.Χ. ο Ερμογένης από την Ταρσό στο έργο του Περὶ ἰδεῶν

εξετάζει την ενσωμάτωση ποιητικών στίχων στον πεζό λόγο ως καθοριστικό

παράγοντα που συμβάλλει στην γλυκύτητα του λόγου (Ἰδ. 2.4, σ. 336 Rabe: καὶ τὰς

παραπλοκὰς τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ ἡδονὴν ἔχειν). Τονίζει ότι για το σωστό

αποτέλεσμα γλυκύτητος προϋποτίθεται απαραίτητα ότι οι ποιητικοί στίχοι

εντάσσονται αρμονικά και συνυφαίνονται στενά με τον πεζό λόγο, ώστε αυτά τα

δύο να λογίζονται σαν ένα, και δεν παρατίθενται ξεχωριστά όπως τα ψηφίσματα

και οι νόμοι (Ἰδ. 2.4, σσ. 337-338 Rabe). Επισημαίνει ένα παράδειγμα εσφαλμένης

παράθεσης ποιητικών στίχων από τον Περὶ τῆς παραπρεσβείας του Δημοσθένη,

όπου ο ρήτορας αναθέτει την παράθεση στίχων του Σοφοκλή και άλλων ποιητών

στον γραμματέα.

Στο Περὶ μεθόδου δεινότητος, σε μια υποενότητα για την χρήση της

ποίησης στον πεζό λόγο (Περὶ χρήσεως ἐπῶν ἐν πεζῷ λόγῳ), εστιάζει ειδικότερα

στις δυνατές μεθόδους παράθεσης ποιητικών στίχων σε ένα πεζό ρητορικό λόγο.

Δύο είναι οι δυνατοί τρόποι παράθεσης: η κόλλησις και η παρῳδία. Η μέθοδος της

κολλήσεως έγκειται στην κατάλληλη ενσωμάτωση αυτούσιου ολόκληρου του

ποιητικού παραθέματος στον ρητορικό λόγο (Μεθ. 30, σ. 447 Rabe: ὅταν ὁλόκληρον

τὸ ἔπος εὐφυῶς κολλήσῃ τῷ λόγῳ, ὥστε συμφωνεῖν δοκεῖν). Λέξη κλειδί για την

σαφή κατανόηση της μεθόδου είναι το απαρέμφατο συμφωνεῖν, που αποτελεί την

βασική επιταγή, την αρμονική δηλαδή ένταξη των ποιητικών στίχων στα

πεζολογικά συμφραζόμενα. Ως διαφωτιστικά παραδείγματα ο Ερμογένης

υποδεικνύει ένα ομηρικό και ένα ευριπίδειο παράθεμα στον Κατὰ Τιμάρχου (149,

151) του Αισχίνη.

H μέθοδος της παρῳδίας, από την άλλη, συνδυάζει την αυτολεξεί

παράθεση των ποιητικών στίχων με την πεζολογική παράφρασή τους:

9 Ο Scodel (2007) 137 εφιστά ιδιαίτερα την προσοχή ως προς τις δύο διακριτές λειτουργίες της

ποίησης στο πλαίσιο ενός ρητορικού λόγου.

8

κατὰ παρῳδίαν δέ, ὅταν μέρος εἰπὼν τοῦ ἔπους παρ’ αὑτοῦ τὸ λοιπὸν

πεζῶς ἑρμηνεύσῃ, καὶ πάλιν τοῦ ἔπους εἰπὼν ἕτερον ἐκ τοῦ ἰδίου

προσθῇ, ὡς μίαν γενέσθαι τὴν ἰδέαν.

(Ερμογ. Μεθ. 30, σ. 447 Rabe)

Αν και το πρώτο τμήμα του ορισμού που αναφέρεται στην αυτολεξεί παράθεση

των στίχων (ἔπους) συνδυαστικά με την πεζολογική παράφρασή τους (πεζῶς

ἑρμηνεύσῃ) είναι σαφές, στο δεύτερο τμήμα ανακύπτει ένα ερμηνευτικό κώλυμα.

Δεν είναι ξεκάθαρη η ακριβής σημασία του ουδετέρου ἕτερον. Ο Rabe εικάζει ότι

αναφέρεται στο εννοούμενο ουσιαστικό μέρος.10 Και σε αυτή την περίπτωση

βέβαια δεν είναι σαφές σε τι ακριβώς αναφέρεται το ουσιαστικό μέρος. O Pontani11

προτείνει την εξής ερμηνεία: το ουδέτερο ἕτερον προσδιορίζει το εννοούμενο από

τα συμφραζόμενα ουσιαστικό ἔπος, πράγμα που σημαίνει ότι ο ρήτορας

προσθέτει έναν άλλο στίχο δικής του επινόησης (ἐκ τοῦ ἰδίου).12

Την μέθοδο της παρῳδίας εφαρμόζει ο Δημοσθένης στον Περὶ τῆς

παραπρεσβείας (245),13 όπου επαναλαμβάνει στίχους από τον Φοίνικα του

Ευριπίδη (απ. 812.7-9 Kannicht), τους οποίους είχε παραθέσει και ο Αισχίνης στον

Κατὰ Τιμάρχου:

ἔτι τοίνυν ἰαμβεῖα δήπου συλλέξας ἐπέραινεν, οἷον∙

ὅστις δ’ ὁμιλῶν ἥδεται κακοῖς ἀνήρ,

οὐ πώποτ’ ἠρώτησα, γιγνώσκων ὅτι

τοιοῦτός ἐστιν οἷσπερ ἥδεται ξυνών.

«εἶτα τὸν εἰς τοὺς ὄρνεις εἰσιόντα καὶ μετὰ Πιτταλάκου περιόντα», καὶ

τοιαῦτ’ εἰπών, «ἀγνοεῖτ’», ἔφη, «ποῖόν τινα ἡγεῖσθαι δεῖ;» οὐκοῦν,

Αἰσχίνη, καὶ κατὰ σοῦ τὰ ἰαμβεῖα ταῦθ’ ἁρμόσει νῦν ἐμοί, κἂν ἐγὼ λέγω

πρὸς τούτους, ὀρθῶς καὶ προσηκόντως ἐρῶ∙ «ὅστις δ’ ὁμιλῶν ἥδεται»,

καὶ ταῦτα πρεσβεύων, Φιλοκράτει, «οὐ πώποτ’ ἠρώτησα, γιγνώσκων

ὅτι» ἀργύριον εἴληφ’ οὗτος, ὥσπερ Φιλοκράτης ὁ ὁμολογῶν.

O Δημοσθένης παραθέτει τους στίχους εκείνους βάσει των οποίων ο Αισχίνης

(1.152) είχε καταλήξει ότι ο Τίμαρχος είναι αμφιβόλου ηθικής λόγω των

10 Βλ. Rabe ad loc.

11 Pontani (2009) 407.

12 Ανάλογο ορισμό για την μέθοδο της παρῳδίας (paroidia) δίνει και ο Κοϊντιλιανός (Inst. 6.3.97).

13 Βλ. Ερμογ. Μεθ. 30, σσ. 447-448 Rabe.

9

διεφθαρμένων συναναστροφών του. Στρέφει την ποιητική γνωμολογία σε βάρος

του ίδιου του Αισχίνη (καὶ κατὰ σοῦ τὰ ἰαμβεῖα ταῦθ’ ἁρμόσει νῦν ἐμοί) και τον

κατηγορεί για δωροληψία από τον Φίλιππο λόγω των ύποπτων συναναστροφών

του με τον Φιλοκράτη, ο οποίος καθ’ ιδίαν ομολογία δωροδοκήθηκε από τον

Μακεδόνα βασιλιά. Αφού παραθέσει αυτούσιους τους ευριπίδειους στίχους, για

να θυμίσει προφανώς την προγενέστερη χρήση τους από τον Αισχίνη, στην

συνέχεια ενσωματώνει αυτολεξεί τμήματα των ποιητικών στίχων («ὅστις δ’

ὁμιλῶν ἥδεται», «οὐ πώποτ’ ἠρώτησα, γιγνώσκων ὅτι») στον λόγο του και

παραφράζει με τον δικό του τρόπο τους υπόλοιπους στίχους σε πρόζα.

Ο Pontani υποστηρίζει ότι o Δημοσθένης δεν παραφράζει απλώς σε

πεζό λόγο τους ποιητικούς στίχους, αλλά επιπλέον επινοεί ένα νέο δικό του

ιαμβικό τρίμετρο (ἀργύριον εἴληφ’ οὗτος, ὥσπερ Φιλοκράτης), το οποίο

επιτυγχάνει ένα χιουμοριστικό ἀπροσδόκητον.14 Ανεξάρτητα από το αν ο

Δημοσθένης είχε την πρόθεση να δημιουργήσει έναν δικό του ποιητικό στίχο,

πράγματι δεν περιορίζεται σε απλή παράφραση των ποιητικών στίχων σε πεζό

λόγο, αλλά τους προσαρμόζει στα δεδομένα της δικαστικής υπόθεσης,

υποκαθιστώντας τις έννοιες και τα νοήματα του ποιητικού χωρίου με τα

συγκεκριμένα δεδομένα της υπόθεσης. Έτσι το κακοῖς του ποιητικού

παραθέματος αντικαθίσταται από το Φιλοκράτει και το γενικόλογο τοιοῦτός ἐστιν

οἷσπερ ἥδεται ξυνών από το πιο εξειδικευμένο ἀργύριον εἴληφ’ οὗτος, ὥσπερ

Φιλοκράτης ὁ ὁμολογῶν, που αναφέρεται συγκεκριμένα στην δωροληψία του

Αισχίνη από τον Φίλιππο. Ίσως αυτή την υποκατάσταση να εννοούσε ο Ερμογένης

με το ἕτερον, είτε αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για την προσαρμογή νέων

ποιητικών στίχων εκ μέρους του ρήτορα είτε όχι.

Την χρήση ποιητικών στίχων στον ρητορικό λόγο επιδοκιμάζει και ο

Ρωμαίος Κοϊντιλιανός.15 Ειδικότερα, η αξιοποίηση ποιητικών παραθεμάτων

συμβάλλει διττά στην αποτελεσματικότητα ενός ρητορικού λόγου: αφενός μεν,

αποτελεί πηγή ευχαρίστησης (iucunditas) για το κοινό, το οποίο έτσι ξεφεύγει από

την αυστηρότητα και την στρυφνότητα του πεζού ρητορικού λόγου, αφετέρου δε

υποστηρίζει το επιχείρημα του ρήτορα μέσω της επίκλησης στην αυθεντία του

ποιητή (Inst. 1.8.11-12).16 Ένα επιπλέον αποδεικτικό μέσο που ο ρήτορας έχει στην

14 Βλ. Pontani (2009) 408-410. Πρώτος είχε διατυπώσει την άποψη αυτή ο van Herwerden (1875)

133. Οι απόψεις του Pontani αναπτύσσονται στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του για την σχέση

του Δημοσθένη με την παρωδία και τους Βατράχους του Αριστοφάνη. Για την σχέση ανάμεσα στον

ορισμό του Ερμογένη και το είδος της αρχαίας ελληνικής παρωδίας βλ. Householder (1944) 1-9,

Levièvre (1954) 66-81, Pöhlmann (1972) 144-156.

15 Βλ. σχετικά North (1952) 22-23. Για ποιητικά παραθέματα στην ρωμαϊκή ρητορική και

ειδικότερα στον Κικέρωνα βλ. North (1952) 27-31.

16 Πρβλ. και Inst. 6.3.96, όπου επισημαίνεται ότι τα ποιητικά παραθέματα στον ρητορικό λόγο

συμβάλλουν σε ένα ελαφρυντικό, χιουμοριστικό αποτέλεσμα (urbanitas) που αποκλιμακώνει την

10

διάθεσή του είναι τα exempla, τα οποία μπορεί να αντλούνται και από την ποίηση.

Ο Κοϊντιλιανός υπογραμμίζει ότι ο ρήτορας πρέπει να έχει μια ποικιλία από

exempla στην διάθεσή του, ιστορικά και ποιητικά, ενώ συγκεκριμένα ενθαρρύνει

την αξιοποίηση των ποιητικών exempla, τα οποία νομιμοποιούνται λόγω της

αρχαιότητάς τους και της σοφίας των ποιητών (Inst. 12.4.1-2).

O Κοϊντιλιανός, όπως και ο Ερμογένης, επισημαίνει και

συγκεκριμένους τρόπους παράθεσης στίχων σε έναν ρητορικό λόγο (Inst. 6.3.96-

97). Ένας ποιητικός στίχος μπορεί να παρατεθεί αυτολεξεί17 ή ελαφρώς

παραλλαγμένος,18 ενώ αναφέρεται και μια τρίτη μέθοδος κατά την οποία ο

ρήτορας επινοεί δικούς του στίχους, οι οποίοι, όμως, θυμίζουν γνωστούς

ποιητικούς στίχους (ficti notis versibus similes). H τρίτη μέθοδος, για την οποία δεν

δίνεται κάποιο παράδειγμα, προσδιορίζεται ως παρῳδία (paroidia) - μια

διαφορετική εκδοχή παρῳδίας από αυτήν του Ερμογένη - και προσεγγίζει

περισσότερο την λογοτεχνική στόχευση της αρχαίας ελληνικής παρωδίας.

Ο Αριστοτέλης, ο Ερμογένης και ο Κοϊντιλιανός επικροτούν την

αξιοποίηση ποιητικών παραθεμάτων στην ρητορική. Τονίζουν την καθοριστική

συμβολή τους τόσο στην επιχειρηματολογία του ρήτορα όσο και στο ύφος του

λόγου του και στην θετική εντύπωση που προκαλούν στο ακροατήριο. Ένα

ποιητικό παράθεμα μπορεί να έχει την βαρύτητα μιας συγκεκριμένης μαρτυρίας,

ενώ παράλληλα διανθίζει το ρητορικό ύφος, ανακόπτοντας την μονοτονία του

πεζού λόγου που ενδεχομένως κουράζει το ακροατήριο. Απαραίτητη προϋπόθεση

βέβαια για την αποτελεσματική λειτουργία ενός ποιητικού παραθέματος είναι η

επιτυχής ένταξή του στον ρητορικό λόγο, με τρόπο που να προσαρμόζεται

αρμονικά στο πεζολογικό συγκείμενο.

ένταση. Ο Dorjahn (1927) 85-93 εστιάζει στην μαρτυρία του Αριστοφάνη σχετικά με την παράθεση

ποιητικών στίχων στο δικαστήριο ως πηγή ανάπαυλας και ευχαρίστησης για το ακροατήριο, ιδίως

όταν αυτή γίνεται από επαγγελματίες ηθοποιούς, όπως ο Οίαγρος (Σφῆκ. 579-580: κἂν Οἴαγρος

εἰσέλθῃ φεύγων, οὐκ ἀποφεύγει πρὶν ἂν ἡμῖν / ἐκ τῆς Νιόβης εἴπῃ ῥῆσιν τὴν καλλίστην ἀπολέξας).

17 O Κοϊντιλιανός (Inst. 6.3.96) σημειώνει ότι αυτή η μέθοδος γίνεται περισσότερο ελκυστική, αν

συνοδεύεται από κάποια σκόπιμη αμφισημία και δίνει ως παράδειγμα ένα στίχο αγνώστου ποιητή

που παρέθεσε o Κικέρων σε μία δίκη εναντίον του Λάρτιου: “nisi si qua Ulixes lintre evasit Lartius”, όπου

το Laertius (o γιος του Λαέρτη) αντικαθίσταται σκόπιμα από το Lartius.

18 Ο Κοϊντιλιανός (Inst. 6.3.97) αναφέρει ως παράδειγμα μία περίσταση κατά την οποία ένας

στίχος αγνώστου ποιητή παρατέθηκε εναντίον ενός συγκλητικού που, ενώ προηγούμενως

θεωρούνταν ενετελώς ανόητος, έχοντας κληρονομήσει μεγάλη περιουσία, κλήθηκε να μιλήσει

πρώτος πάνω σε ένα θέμα: “hereditas est quam vocant sapientiam” pro illo “felicitas est” .

11

1.2. Από την θεωρία στην πράξη

Στην ρητορική του 4ου αι. π.Χ. την συστηματικότερη χρήση ποιητικών

παραθεμάτων κάνει ο Αισχίνης, ειδικότερα στον Κατὰ Τιμάρχου, και ο Λυκούργος

στον μοναδικό σωζόμενο λόγο του Κατὰ Λεωκράτους, ενώ πιο περιορισμένη

χρήση απαντά στους λόγους Περὶ τῆς παραπρεσβείας και – σε μικρότερο βαθμό-

Περὶ τοῦ στεφάνου του Δημοσθένη.19 Πρόκειται, δηλαδή, για ρητορικούς λόγους

που εκφωνήθηκαν την ίδια περίοδο (την δεκαετία πριν και μετά την μάχη της

Χαιρώνειας) και από τεχνική άποψη υπάγονται στο είδος του δικανικού λόγου,

όπου όμως το πολιτικό στοιχείο είναι πασιφανές και άρρηκτα συνδεδεμένο με την

εκδικαζόμενη υπόθεση.

Τόσο η κοινή χρονική τοποθέτηση όσο και ο παρόμοιος χαρακτήρας

των λόγων αυτών εγείρει, σύμφωνα με τον Scodel,20 συνυποδηλώσεις ως προς την

λειτουργικότητα των ποιητικών παραθεμάτων στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα.

Στην αντιμέτωπη με τον Φίλιππο αθηναϊκή κοινωνία του β’ μισού του 4ου αι. π.Χ.,

που είχε πολωθεί σε δύο αντιμαχόμενα πολιτικά στρατόπεδα,21 οι πολιτικές δίκες

αφορούσαν άμεσα το σύνολο της πόλης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται απόλυτα

η αξιοποίηση της ποίησης, θεματοφύλακας της οποίας είναι ολόκληρη η πόλη,22

με τον αποδεικτικό χαρακτήρα που της αναγνώρισε ο Αριστοτέλης ως μάρτυρα

(Ῥητ. 1375b 27-36). O ρήτορας αξιοποιεί την ποίηση συνεπικουρικά προς την

αμιγώς ρητορική επιχειρηματολογία του, επιδοκιμάζοντας την αυθεντία του

ποιητή.

Και οι τρεις ρήτορες εν γένει συγκλίνουν ως προς τις λογοτεχνικές τους

προτιμήσεις, ιδίως στην έμφαση που αποδίδουν στο έπος και την τραγωδία. 23 Ο

Αισχίνης παραθέτει στίχους από τον Όμηρο, τον Ευριπίδη, τον Ησίοδο και το

επίγραμμα.24 Ο Λυκούργος παραθέτει Ευριπίδη, Όμηρο, Τυρταίο και επιγράμματα

19 Βλ. Dorjahn (1927) 85-93, Perlman (1964) 155-172, Scodel (2007) 133-142.

20 Scodel (2007) 134.

21 Βλ. Lehmann (2004) 151: “Polarisierung in der athenischen Öffentlichkeit”. Επίσης, Αλεξίου (2016)

356.

22 Για την ποίηση ως κτήμα από κοινού ολόκληρης της πόλης βλ. ιδιαίτερα Dué (2003).

23 Ο Perlman (1964) 163-164, μέσα από μια συγκριτική θεώρηση των ποιητικών παραθεμάτων

στους ρητορικούς λόγους του 4ου αι. π.Χ., στην Ῥητορικήν και στα Πολιτικά του Αριστοτέλη,

διαπιστώνει ότι οι ρήτορες συμπορεύονται με τις γενικότερες λογοτεχνικές προτιμήσεις της εποχής.

24 Για ομηρικά παραθέματα βλ. Αισχίν. 1.128, 1.144, 1.148, 1.149, 1.150, για ευριπίδεια παραθέματα

βλ. Αισχίν. 1.128, 1.151, 1.152, για ησιόδεια παραθέματα βλ. Αισχίν. 1.129, 2.144, 2.158, 3.135 και για

στίχους από το επίγραμμα βλ. Αισχίν. 3.184-185, 3.190.

12

για τους πεσόντες στην μάχη του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών.25 Ο

Δημοσθένης, ακολουθώντας το παράδειγμα του αντιπάλου του Αισχίνη,

αξιοποιεί στίχους από τον Ησίοδο, τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή, τον Σόλωνα και

ένα επίγραμμα για τους νεκρούς στην μάχη της Χαιρώνειας.26 Τα ποιητικά

παραθέματα, επομένως, αντλούνται από το έπος, την τραγωδία,27 την ελεγεία και

το επίγραμμα.

Το κύριο βάρος, ωστόσο, σκόπιμα πέφτει στην επική ποίηση και την

τραγωδία. Στα επικά παραθέματα ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει ο Όμηρος. O

Ισοκράτης επανειλημμένως αναγνωρίζει την ποιητική υπεροχή του Ομήρου και

αντανακλά την γενικότερη κοινή πεποίθηση σχετικά με την πρωτοκαθεδρία του

ποιητή στην εδραιωμένη λογοτεχνική παράδοση.28 Ήδη από την εποχή των

Πεισιστρατιδών είχε καθιερωθεί η ραψωδική εκτέλεση των επών του Ομήρου στην

γιορτή των Παναθηναίων και έκτοτε αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της

πολιτιστικής ζωής της δημοκρατικής Αθήνας.29 Στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας 247,

από την άλλη, ο Δημοσθένης για την παράθεση στίχων του Σοφοκλή εκκινεί από

την υπόθεση ότι το ακροατήριό του απαρτίζεται από Αθηναίους πολίτες που

συχνάζουν στο θέατρο. Στους ρητορικούς λόγους βέβαια δεν απαντά καμία μνεία

στην σύγχρονη τραγική ποίηση του 4ου αι. π.Χ.30 Τα ποιητικά παραθέματα της

τραγικής ποίησης αντλούνται αποκλειστικά από την τραγωδία του 5ου αι. π.Χ., και

ειδικότερα από τον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή.31 Η θεσμοποίηση της

επανεκτέλεσης των τριών μεγάλων τραγικών κατά τον 4ο αι. π.X. διατήρησε

25 Για ποιητικούς στίχους του Ευριπίδη βλ. Λυκ. Λεωκ. 100, του Ομήρου βλ. Λυκ. Λεωκ. 103, του

Τυρταίου βλ. Λυκ. Λεωκ. 107, ενώ για τα επιγράμματα βλ. Λυκ. Λεωκ. 109. Στον Λυκ. Λεωκ. 92 και

132 παρατίθενται στίχοι αγνώστων ποιητών.

26 Για ποιητικά παραθέματα από τον Ησίοδο βλ. Δημ. 19.243 (όπου ο Δημοσθένης

επαναλαμβάνει τους στίχους 763-764 από το Ἔργα καὶ Ἡμέραι του Ησιόδου που είχε παραθέσει και

ο Αισχίνης στον Κατὰ Τιμάρχου 129), τον Ευριπίδη βλ. Δημ. 19.245 (όπου επαναλαμβάνει στίχους από

τον Φοίνικα του Ευριπίδη, τους οποίους είχε παραθέσει και ο Αισχίνης στον Κατὰ Τιμάρχου 152),

18.267 (όπου παρατίθεται και ένας στίχος αγνώστου ποιητή), τον Σοφοκλή βλ. Δημ. 19.247, τον

Σόλωνα βλ. Δημ. 19.255 και το επίγραμμα βλ. Δημ. 18.289.

27 Συγκεκριμένα για την τραγωδία κατά κανόνα πρόκειται για μη λυρικά τμήματα (ἰαμβεῖα ή

ῥήσεις).

28 Ισοκ. 12.263, 13.2, 4.159, 2.48. Πρβλ. Goldhill (1986) 140, 141.

29 Bλ. Πλάτ. Ἵππαρχ. 228b-c. Πρβλ. Nagy (2002), o οποίος ανασυνθέτει την φυσιογνωμία των

ομηρικών εκτελέσεων στα Παναθήναια επί τη βάσει πλατωνικών μαρτυριών.

30 Κάποιοι μελετητές διείδαν στον Κατὰ Τιμάρχου 190-191 του Αισχίνη μια συγκεκαλυμμένη

αναφορά στον Ἀχιλλέα Θερσιτοκτόνο του τραγικού ποιητή Χαιρήμονα από την Αλεξάνδρεια (α’ μισό

του 4ου αι. π.Χ.). Βλ. Séchan (1926) 529-531, Meulder (1989) 321 υποσ. 53.

31 Για τον Wilson (1996) 315-316 αυτό συνιστά μια περαιτέρω εκδήλωση του ιδεολογικού τέλματος

τον 4ο αι. π.Χ. και της τάσης της εποχής να στρέφεται με μια εξιδανικευτική διάθεση προς το

παρελθόν. Αντίθετα, οι Xanthakē-Karamanou (1980) και Easterling (1993) 559-569 εξετάζουν την

μετακλασική τραγωδία ως μια περίοδο γόνιμης δημιουργίας.

13

ζωντανή την μνήμη της πρώτης δόξας της τραγωδίας και την έκανε γνωστή στο

ευρύ κοινό της εποχής.32 Γενικότερα, με την παράθεση ποιητικών στίχων ο

ρήτορας όφειλε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, καθώς ελλόχευε ο κίνδυνος να

δημιουργηθεί η εντύπωση ότι προβαίνει σε μια σκόπιμη ελιτίστικη επίδειξη

γνώσεων σε βάρος του ακροατηρίου.33 Κατά συνέπεια, η επιλογή των ποιητικών

παραθεμάτων έπρεπε να ανταποκρίνεται στο ευρύτερο παιδευτικό υπόβαθρο του

δήμου.

1.2.1. Ποιητικά παραθέματα στον Λυκούργο

Στον μοναδικό σωζόμενο λόγο του Κατὰ Λεωκράτους, ο οποίος

πιθανότατα εκφωνείται το 331/330 π.Χ., ο Λυκούργος, στο πλαίσιο της διαδικασίας

της εἰσαγγελίας,34 κατηγορεί τον Λεωκράτη για δημόσια προδοσία. Το

κατηγορητήριο που βαραίνει τον εναγόμενο αποτυπώνεται ως εξής: μετά το

άκουσμα της ήττας στην Χαιρώνεια και υπό την απειλή μιας νέας εισβολής του

Φιλίππου στην Αττική, ο Αθηναίος πολίτης Λεωκράτης λιποτάκτησε και

εγκατέλειψε την πατρίδα του∙ έπειτα από μια μακρά παραμονή στο εξωτερικό –

αρχικά στην Ρόδο και κατόπιν στα Μέγαρα – επανήλθε στην Αθήνα, και η

επιστροφή του έδωσε το έναυσμα για την προσαγωγή του στο δικαστήριο από τον

ρήτορα.

O Λυκούργος στον Κατὰ Λεωκράτους παραθέτει ποιητικούς στίχους in

extenso.35 O Perlman36 υποστηρίζει ότι ο Λυκούργος, όπως και ο Αισχίνης στον Κατὰ

Τιμάρχου, αξιοποιεί ποιητικά παραθέματα για να αντισταθμίσει την έλλειψη

νομικών τεκμηρίων και μαρτυριών για την ενοχή του Λεωκράτη. Η θεώρηση αυτή,

32 Για την θεσμοποίηση των τραγικών επανεκτελέσεων το 386 π.Χ. βλ. IG II2 2318.201-203. Πρβλ.

Pickard-Cambridge (19882) 99-100. Γενικότερα, για την παράδοση των δραματικών επανεκτελέσεων

κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. βλ. Lamari (2015) και Lamari (2017). Έτσι πιθανότατα εξηγείται η παντελής

απουσία του Αισχύλου από τα ποιητικά παραθέματα της ρητορικής, τα έργα του οποίου σπάνια

αποτελούσαν αντικείμενο επανεκτέλεσης κατά τον 4ο αι. π.Χ. Για την επανεκτέλεση του Αισχύλου

κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. βλ. Hanink-Uhlig (2016) 51-79.

33 Βλ. Αισχίν. 1.141, Δημ. 19.246-247 (όπου ο Δημοσθένης κατηγορεί τον Αισχίνη ότι στον Κατὰ

Τιμάρχου 152 επέλεξε να παραθέσει ένα στίχο από τον Φοίνικα του Ευριπίδη με τον οποίο δεν ήταν

και τόσο εξοικειωμένος). Πρβλ. Ober (1989) 177-182 και Ober-Strauss (1990) 250-253, οι οποίοι

υπογραμμίζουν ότι το αθηναϊκό κοινό αντιμετώπιζε με δυσμένεια τέτοιου είδους επίδειξη γνώσεων.

34 Πρόκειται για μια δημόσια κατηγορία για σοβαρή βλάβη δημόσιου αγαθού. H κύρια πηγή μας

για την εἰσαγγελίαν είναι ο Υπερείδης (Ὑπὲρ Εὐξ. c. 22[7]-23[8]). Bλ. αναλυτικά Hansen (1975).

35 Για τα ποιητικά παραθέματα στον Λυκούργο βλ. Spina (1980-1981) 17-41 και Hanink (2014) 25-

59, η οποία τα εξετάζει σε συνάρτηση με τις πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις του ρήτορα.

36 Perlman (1964) 166, 168.

14

ωστόσο, δεν λαμβάνει υπόψιν της καίριες εκφάνσεις της πολιτικής

δραστηριότητας και της ιδιοσυγκρασίας του Λυκούργου.37 Οι ψευδεπίγραφοι Βίοι

τῶν δέκα ῥητόρων του Πλουτάρχου (841F) παραδίδουν ότι ο Λυκούργος εισήγαγε

νομοθεσία για την ανέγερση ανδριάντων των τριών μεγάλων τραγικών και την

δημιουργία μιας «κοινής» έκδοσης για τα τραγικά κείμενα.38 Από αυτή την άποψη,

λοιπόν, η επιλογή του ρήτορα να παραθέσει εκτενώς ποιητικούς στίχους δεν

αρμόζει να αξιολογηθεί ανεξάρτητα από το ακραιφνές ενδιαφέρον του για την

διατήρηση ανόθευτης της ποιητικής κληρονομιάς.39 O ίδιος, άλλωστε, καθώς είχε

αποκτήσει την φήμη ενός άκαμπτου, ηθικά ακέραιου χαρακτήρα, ήταν ένθερμος

θιασώτης των γνωμολογικών νοημάτων της ποιητικής παράδοσης.40

Αποδεικνύεται εξαίρετος γνώστης της κλασικής γραμματείας, καθώς παραθέτει

ο ίδιος επί μακρόν τους ποιητικούς στίχους, δίχως την παρέμβαση του

γραμματέως.

Στον Κατὰ Λεωκράτους 102 ο Λυκούργος, εν όψει της παράθεσης

ομηρικών στίχων, εξηγεί την ξεχωριστή θέση που διαφυλάσσει για την ποίηση

στον λόγο του μέσω μιας άμεσης σύγκρισης ποίησης και νόμου:

οἱ μὲν γὰρ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν ἀλλ’ ἐπιτάττουσιν

ἃ δεῖ ποιεῖν, οἱ δὲ ποιηταὶ μιμούμενοι τὸν ἀνθρώπινον βίον, τὰ κάλλιστα

τῶν ἔργων ἐκλεξάμενοι, μετὰ λόγου καὶ ἀποδείξεως τοὺς ἀνθρώπους

συμπείθουσιν.

37 H πολιτική καριέρα του Λυκούργου – σημείο αναφοράς για την αθηναϊκή ιστορία κατά την

εποχή του Αλεξάνδρου, γνωστή πλέον ως «λυκούργεια εποχή» - τοποθετείται συμβατικά στο

μεταίχμιο μεταξύ της μάχης στην Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και του λαμιακού πολέμου (322 π.Χ.). Για μια

πλήρη εποπτεία των πολιτικών επιτευγμάτων του Λυκούργου σε αυτή την περίοδο βλ. Mitchel (1970)

και Humphreys (1985) 199-252.

38 Η σύντομη αυτή μνεία του Ψευδο-Πλουτάρχου δεν επιτρέπει την συναγωγή ασφαλών

συμπερασμάτων αναφορικά με τα κίνητρα που υποκίνησαν αυτή την πρωτοβουλία. Μεταξύ άλλων,

οι μελετητές θεωρούν ότι αποσκοπούσε στο να τροχοπεδήσει τις αλλοιωτικές παρεμβολές των

ηθοποιών με την εισαγωγή εμβόλιμων στα τραγικά κείμενα. Βλ. Page (1934) 18. Η άλλη ισχύουσα

άποψη είναι ότι αυτή η νομοθεσία δρομολογήθηκε ως μέρος μιας απώτερης προσπάθειας να

διασφαλιστεί το πολιτισμικό γόητρο της Αθήνας. Βλ. Mossé (1989) 32, Scodel (2007) 129-154. H Hanink

(2014) 25-59 αναδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους ο Λυκούργος στον Κατὰ Λεωκράτους

προλειαίνει το έδαφος για την πραγμάτωση αυτής της ιδέας του.

39 Ο Dorjahn (1927) 88 εικάζει ότι η παράθεση ποιητικών στίχων αποτελούσε συνήθη τακτική του

Λυκούργου σε όλους τους ρητορικούς λόγους του. Πρβλ. Ερμογ. Ἰδ. 2.11, σσ. 402-403 Rabe:

(Λυκούργος) χρῆται δὲ πολλαῖς πολλάκις καὶ ταῖς παρεκβάσεσιν, ἐπὶ μύθους καὶ ἱστορίας καὶ

ποιήματα φερόμενος, ἃ δὴ τῆς φαινομένης ἐστὶ καὶ αὐτὰ δεινότητος (στο πλαίσιο μιας αρνητικής

κρίσης για την ρητορική τέχνη του Λυκούργου).

40 Βλ. Αλεξίου (2016) 407.

15

Η ποίηση προκρίνεται του νόμου λόγω της παιδευτικής της λειτουργίας. Οι νόμοι

απλώς επιβάλλουν το πρακτέον, αντίθετα η ποίηση μέσω της προβολής

ενδεδειγμένων προτύπων του ανθρώπινου βίου απευθύνεται στην ανθρώπινη

λογική και συμπαρακινεί στην υιοθέτηση ανάλογων συμπεριφορών. Ο

Λυκούργος επιφορτίζει με ιδιαίτερο κύρος το επιχείρημά του, καθότι η μετοχή

μιμούμενοι ανακαλεί την αριστοτελική θεώρηση περί ποίησης και την τεχνική

σημασία του όρου μίμησις στην Ποιητικήν, όπου η ποίηση ορίζεται πρωτίστως ως

μίμησις του ανθρώπινου βίου.41 Επικαλούμενος την αριστοτελική ορολογία,

προβάλλει την παιδευτική αξία της ποίησης και επιχειρεί να εξισώσει την

ποιητική μαρτυρία με τα νομικά τεκμήρια, και κατ’ επέκταση να νομιμοποιήσει

την παρουσία των ποιητικών παραθεμάτων στον λόγο του.

Το παραπάνω χωρίο, επιπλέον, είναι ενδεικτικό των διδακτικών

αξιώσεων που θέτει ο ρήτορας για τον λόγο του.42 Εύστοχα ο Burtt43 επισημαίνει

ότι ο Κατὰ Λεωκράτους μπορεί να θεωρηθεί ως ένα κήρυγμα πατριωτισμού.

Απουσιάζουν οι συνήθεις στους δικανικούς λόγους προσωπικές επιθέσεις στον

ιδιωτικό βίο του αντιδίκου∙ κατακριτέα είναι κυρίως καθαυτή η πράξη της

λιποταξίας. Εξαρχής ο ρήτορας τονίζει ότι κίνητρο για τον πολιτικό αυτό αγώνα

δεν στάθηκαν προσωπικές εμπάθειες, αλλά η απροκάλυπτη προδοσία του

Λεωκράτη (5-6). Ο Allen44 συγκεκριμένα εξετάζει την αξιοποίηση ποιητικών

στίχων σε συνάρτηση με τον ετερόδοξο χαρακτήρα του λόγου του Λυκούργου, που

παρεκκλίνει από την συνηθισμένη ρητορική νόρμα, καθώς ο ρήτορας δεν

καταφέρεται προσωπικά εναντίον του αντιπάλου του αλλά ως εκπρόσωπος

ολόκληρης της πόλης. Στόχος του Λυκούργου είναι να νουθετήσει το ακροατήριο,

και τα ποιητικά παραθέματα, ως παρακαταθήκη ηθικών και πολιτικών

προτύπων, κατέχουν ξεχωριστή θέση και συνεπικουρούν την νουθεσία.

Στην παράθεση των ποιητικών χωρίων η παραδειγματική τους

λειτουργία διαπλέκεται με την αναγκαιότητα να καταδειχθεί το βαρύτατο

αδίκημα του Λεωκράτη.45 Ο Λυκούργος θέτει σε εφαρμογή την θεωρία του

Αριστοτέλη (Ῥητ. 1375b 27-36) αναφορικά με την ποίηση ως δυνάμει μάρτυρα στην

δικαστική αρένα και επικαλείται τους ποιητές ως μάρτυρες κατηγορίας σε βάρος

του Λεωκράτη. Τα εκτεταμένα ποιητικά παραθέματα (92-109) – τα οποία

41 Αριστ. Ποιητ. 1447a 16, 1448a 1, 1448a 19-28, 1448b 25-27, 1449b 24-28.

42 Πρβλ. Λυκ. Λεωκ. 111: Εἰ <δὲ> μὴ δύνασθε ὑπ’ ἐμοῦ διδαχθῆναι, 124: τὸ γὰρ μετὰ πολλῶν

παραδειγμάτων διδάσκειν ῥᾳδίαν ὑμῖν τὴν κρίσιν καθίστησι.

43 Burtt (1954) II 10.

44 Allen (2000) 11.

45 Πρβλ. Αλεξίου (2016) 407: «Στον σωζόμενο λόγο Κατὰ Λεωκράτους ο Λυκούργος παραθέτει

χωρία από τον Όμηρο, τον Ευριπίδη και τον Τυρταίο, τα οποία δεν αναδεικνύουν μόνο την αντίθεση

ανάμεσα στην αρχαία αρετή και την ενοχή του Λεωκράτη αλλά και την ανάγκη παραδειγματικής

λειτουργίας της ποίησης στο παρόν».

16

συνιστούν ένα οργανικό κομμάτι μιας αλληλουχίας ιστορικών παραδειγμάτων

(75-130)46 - καθώς προβάλλουν παραδείγματα ηρωισμού, αποδεικνύουν το

μέγεθος της προδοσίας του αντιπάλου.47

Στον Κατὰ Λεωκράτους 100 ο ρήτορας παραθέτει ένα εκτενέστατο

χωρίο πενήντα πέντε στίχων από τον αποσπασματικά σωζόμενο Ἐρεχθέα του

Ευριπίδη (απ. 360 Κannicht).48 Πριν από την αυτολεξεί παράθεση του ποιητικού

αποσπάσματος ο ρήτορας αποδίδει σε αδρές γραμμές την υπόθεση του έργου (98-

99): μετά από επίθεση των Θρακών υπό την ηγεσία του Εύμολπου στην Αθήνα ο

βασιλιάς Ερεχθεύς συμβουλεύτηκε το μαντείο των Δελφών για την απόκρουση

των εχθρών∙ σύμφωνα με τον χρησμό, ο Ερεχθεύς έπρεπε να θυσιάσει την κόρη

του και, αμέσως υπακούοντας στην θεϊκή εντολή, έδιωξε τους εισβολείς.49 Για τους

ρητορικούς σκοπούς του Λυκούργου, το τραγικό απόσπασμα, το οποίο

περιλαμβάνει τον μονόλογο της Πραξιθέας, συζύγου του Ερεχθέα, και την

απόφαση να θυσιάσει την κόρη της, αποδεικνύεται ιδιαίτερα πρόσφορο.50 Η

αυτοθυσία της Πραξιθέας έρχεται σε πλήρη αντίστιξη με την λιποψυχία του

Λεωκράτη:

ἀντὶ γὰρ ψυχῆς μιᾶς

οὐκ ἔσθ’ ὅπως ὑμῖν τήνδ’ ἐγὼ οὐ σώσω πόλιν.

ὦ πατρίς, εἴθε πάντες οἳ ναίουσί σε

οὕτω φιλοῖεν ὡς ἐγώ∙ καὶ ῥᾳδίως

46 Ξεχωριστά παραθέτει ο Λυκούργος στον Κατὰ Λεωκράτους 132 τους στίχους ενός αγνώστου

ποιητή (απ. 297 Κ.-Sn.: οὐδ’ ἀγρία γὰρ ὄρνις, ἢν πλάσῃ δόμον, / ἄλλην νεοσσοὺς ἠξίωσεν ἐντεκεῖν), όπου

στο πλαίσιο μιας άνισης σύγκρισης του Λεωκράτη με τα άλογα όντα, προκύπτει ότι ακόμη και τα

άλογα όντα, σε αντίθεση με τον Λεωκράτη, δείχνουν προθυμία να υπερασπιστούν δια θανάτου τα

οικεία.

47 Ξεχωριστή λειτουργία επιτελεί το ἀδέσποτον τραγικό απόσπασμα (απ. 296 Κ.-Sn.) στον Κατὰ

Λεωκράτους 92, σχετικά με την τύφλωση του νου που επισύρουν οι θεοί στους φαύλους ανθρώπους,

καθώς αποβλέπει στην a priori refutatio των επιχειρημάτων του αντιπάλου. Σύμφωνα με τον

Λυκούργο, οι συγκεκριμένοι στίχοι λειτούργησαν ως χρησμός στην περίπτωση του Λεωκράτη (καί

μοι δοκοῦσιν τῶν ἀρχαίων τινὲς ποιητῶν ὥσπερ χρησμοὺς γράψαντες τοῖς ἐπιγιγνομένοις τάδε τὰ

ἰαμβεῖα καταλιπεῖν). Πρβλ. Αισχίν. 3.136.

48 Χάρη στον Λυκούργο μας παραδίδεται αυτό το εκτενές απόσπασμα. Στίχοι του απαντούν και

στο Περὶ ἐξορίας (604D-E) του Πλουτάρχου, σε σχέση όμως με τα θετικά της εξορίας, όπου ο

πεζογράφος φαίνεται να συγχέει στίχους του Ἐρεχθέως με στίχους μιας άλλης τραγωδίας του

Ευριπίδη. Βλ. TrGF V.1. Kannicht ad loc.

49 Για την πλοκή του έργου βλ. πρόσφατα Calame (2011) 5. H διδασκαλία του έλαβε χώρα

πιθανότατα στις αρχές του 420 π.Χ. Βλ. Cropp (1995) 155, o οποίος την τοποθετεί στο 422 π.Χ.

50 O Wilson (1996) 313-314 θεωρεί ότι ο Λυκούργος προβαίνει σε μια ερμηνεία των στίχων που

εξυπηρετεί την ρητορική του, δίχως να λαμβάνει υπόψιν τα ποιητικά συμφραζόμενα και την

ιδιοσυγκρασία της ευριπίδειας ποίησης. Πρβλ. Bers (1994) 190.

17

οἰκοῖμεν ἄν σε, κοὐδὲν ἂν πάσχοις κακόν.

(στ. 51-55)

Στο συγκινησιακά φορτισμένο χωρίο η Πραξιθέα με αποφασιστικότητα

προτίθεται να θυσιάσει την κόρη της για το καλό της πόλης. Σύμφωνα με τον

Λυκούργο, ο Ευριπίδης αποδεικνύει πως, αν μια γυναίκα μπόρεσε, υπερνικώντας

το μητρικό ένστικτο, να απαρνηθεί το ίδιο της το παιδί, η αυτοθυσία και ο

ηρωισμός προβάλλουν ως απαράγραπτο καθήκον για έναν άνδρα. Και σε αυτό ο

Λεωκράτης απέτυχε παταγωδώς (101).

Η έμμεση παράδοση επιβεβαιώνει τον απόηχο του ευριπίδειου έργου

μετά την πρώτη εκτέλεσή του.51 Για την παρούσα όμως υπόθεση ο Ἐρεχθεύς, o

οποίος δραματοποιεί την εχθρική εισβολή ενός λαού από τα βόρεια, πιθανότατα

είχε ξεχωριστό αντίκτυπο στο ακροατήριο του 330 π.Χ., που διατηρούσε ζωντανή

την μνήμη της ήττας στην Χαιρώνεια από τον Φίλιππο και της ακόμη πιο

πρόσφατης ισοπεδωτικής καταστροφής της Θήβας από τον Αλέξανδρο.52 Και ο

Δημοσθένης στον Ἐπιτάφιον που εκφωνεί προς τιμήν των πεσόντων στην μάχη

της Χαιρώνειας53 επικαλείται τον μύθο του Ερεχθέα μεταξύ των

ανδραγαθημάτων των προγόνων (60.8) και ως πηγή έμπνευσης για τον

απαράμιλλο ηρωισμό του δήμου των Ερεχθειδών (60.27-28). Η αυτοθυσία του

οίκου του Ερεχθέα, συνεπώς, είχε καταστεί κοινός τόπος πατριωτισμού και

51 Ένας στίχος του παρατίθεται αυτολεξεί στην Λυσιστράτην του Αριστοφάνη (1135 = Eυρ. απ.

363 Kannicht: εἷς μὲν λόγος μοι δεῦρ’ ἀεὶ περαίνεται), ενώ ένας άλλος παρωδείται στις

Θεσμοφοριάζουσες (Ευρ. απ. 369d Kannicht: Ἀσιάδος κρούματα, πρβλ. Αριστοφ. Θεσμ. 120: κρούματά

τ’ Ἀσιάδος). Ο Αναξανδρίδης, ένας κωμικός ποιητής του 4ου αι. π.Χ., φέρεται να συνέθεσε έναν

Ἐρεχθέα, πιθανότατα σάτιρα της ευριπίδειας πραγμάτευσης, ενώ και στην ρωμαϊκή γραμματεία τα

σωζόμενα αποσπάσματα από τον Erechtheus του Έννιου (απ. LX-LXII Jocelyn) υποδεικνύουν

διασκευή του ελληνικού προτύπου από τον Ρωμαίο ποιητή.

52 Στις Υακινθίδες, τις κόρες δηλαδή του Ερεχθέα (για την ταύτιση των Υακινθίδων με τις κόρες

του Ερεχθέα βλ. Δημ. 60.27, Φανόδ. FGrH 325 F 3) - πέρα από την κόρη που θυσιάστηκε για την

πατρίδα οι υπόλοιπες αυτοκτόνησαν - και στον μύθο του Ερεχθέα αναφέρεται εκ νέου ο Λυκούργος

στον ρητορικό λόγο που εκφώνησε ως συνήγορος του Αρίστωνος σε βάρος του μοιχού Λυκόφρονος

(απ. Χ-ΧΙ 10 Conomis). Αν και το νομικό πλαίσιο του λόγου, το οποίο αφορούσε κυρίως ζητήματα

μοιχείας και κληρονομιάς, δεν ευνοούσε ιδιαίτερα μια τέτοια αναφορά, ο Philips (2006) 392

υποστηρίζει ότι ο Λυκούργος – όπως και στην περίπτωση του Λεωκράτη – υποκίνησε την καταδίκη

του Λυκόφρονος, για να τονώσει, μεταξύ άλλων, την ηθική εκπαίδευση των πολιτών.

53 Ο Ἐπιτάφιος πλέον λογίζεται ως γνήσιο δημιούργημα του Δημοσθένη. Για μια βιβλιογραφική

αναφορά σχετικά με την αυθεντικότητα του λόγου βλ. Frangeskou (1999) 323 υποσ. 10, Αλεξίου (2016)

326-328 και υποσ. 97.

18

ηρωικής αυταπάρνησης,54 ενώ η Hanink55 συγκεκριμένα παρατηρεί ότι αυτός ο

μύθος αποτελεί κοινό τόπο του επιδεικτικού είδους του Ἐπιταφίου, το οποίο

εγγενώς εμπεριέχει το στοιχείο του εγκωμίου των ηρωικών επιτευγμάτων.

Ανάλογα πρότυπα ηρωισμού προβάλλουν και τα δύο επόμενα

ποιητικά παραθέματα (103, 107). Το πρώτο προέρχεται από τον Όμηρο και το

κάλεσμα για μάχη του Έκτορα προς τους συντρόφους του (Ἰλ. 15.494-499):

ἀλλὰ μάχεσθ’ ἐπὶ νηυσὶ διαμπερές. ὃς δέ κεν ὕμεων

βλήμενος ἡὲ τυπεὶς θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ,

τεθνάτω∙ οὔ οἱ ἀεικὲς ἀμυνομένῳ περὶ πάτρης

τεθνάμεν∙ ἀλλ’ ἄλοχός τε σόη καὶ νήπια τέκνα,

καὶ κλῆρος καὶ οἶκος ἀκήρατος, εἴ κεν Ἀχαιοὶ

οἴχωνται σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.

O ρήτορας παραθέτει τους στίχους είτε από μνήμης είτε από μια ραψωδική

έκδοση. Οι παρατιθέμενοι στίχοι παρουσιάζουν σε σχέση με την «κοινή» έκδοση

του Ομήρου ορισμένες ασυνέπειες, οι οποίες πιθανότατα αντανακλούν variae

lectiones παρά συνειδητή παρέμβαση του Λυκούργου.56 Το κείμενο του Λυκούργου

παραδίδει την γραφή διαμπερές (από την μια άκρη στην άλλη) αντί για το ἀολλέες

(σε συμπαγείς παρατάξεις) του ομηρικού κείμενου (στ. 494), η οποία υποδηλώνει

μια διαφορετική παράταξη μάχης, αναιρώντας το κάλεσμα για μάχη εκ του

συστάδην που ο Έκτορας απευθύνει στους συντρόφους του με το ἀολλέες. Επίσης,

η περίφραση νήπια τέκνα που παραλλάσσει το παῖδες ὀπίσσω (στ. 497) απαντά και

αλλού στο ομηρικό κείμενο σε σύζευξη με το ουσιαστικό ἄλοχος57∙ το παῖδες

ὀπίσσω της «κοινής» έκδοσης, ωστόσο, ανταποκρίνεται καλύτερα στο πνεύμα των

στίχων, δεδομένου ότι υπογραμμίζει την συνεχιζόμενη γενιά των πολεμιστών.58

H συγκινησιακά φορτισμένη απαρίθμηση της συζύγου και των τέκνων

54 Με μια εκτενή επιχειρηματολογία ο Steinbock (2011) 279-317 υποστηρίζει ότι η ηρωική

αυτοθυσία του Ερεχθέα μαζί με άλλα ιστορικά παραδείγματα, όπως αυτό του Αθηναίου βασιλιά

Κόδρου, που μνημονεύει ο Λυκούργος (Λεωκ. 84-89), συγκαταλέγονταν μεταξύ των ιδεολογικών

προτύπων για την εκπαίδευση των Αθηναίων εφήβων.

55 Σύμφωνα με την Hanink (2014) 31-39, ο μύθος του Ερεχθέα μοιράζεται πολλούς κοινούς τόπους

με το είδος των Ἐπιταφίων: η ασυναγώνιστη δόξα της Αθήνας, η αυτοχθονία ως αποκλειστικό

προνόμιο των Αθηναίων πολιτών, η δόξα που αποκτούν όσοι πέφτουν στο πεδίο της μάχης για χάρη

της πατρίδας, η σπουδαιότητα των αρχαίων νόμων και παραδόσεων. Για τις ειδολογικές συμβάσεις

ενός Ἐπιταφίου βλ. πρωτίστως Loraux (1986).

56 Βλ. Janko (2003) 532-534.

57 Πρβλ. Ἰλ. 4.238, 17.223.

58 Πρβλ. και Schol. Hom. Il. 15.497 (σ. 111 Erbse): παῖδας καλῶν τὴν πᾶσαν γενεὰν καὶ διαδοχήν. καλὴ

δὲ καὶ ἡ προσθήκη τοῦ ὀπίσσω, αἰωνίαν διαδοχὴν τοῦ γένους †παριστάς.

19

συμπληρώνεται με την αναφορά στον οίκο και την περιουσία (στ. 498), με τα

ουσιαστικά κλῆρος και οἶκος να απαντούν με αντεστραμμένη σειρά στον

Λυκούργο σε σχέση με το ιλιαδικό κείμενο (καὶ οἶκος καὶ κλῆρος).

Oι ομηρικοί στίχοι, στους οποίους ο Έκτορας εξωθεί τους συντρόφους

του να αγωνιστούν για την σωτηρία της πατρίδας, επεκτείνουν την πατριωτική

οπτική του μονολόγου της Πραξιθέας, αυτή την φορά από την ανδρική πολεμική

σκοπιά. Η επανάληψη τεθνάτω – τεθνάμεν, τα οποία διασκελίζονται και τίθενται

εμφατικά στην αρχή του στίχου, καθώς και η συμπαράταξη των συνωνύμων

θάνατον καὶ πότμον (στ. 495) υπογραμμίζουν το ιδανικό του ένδοξου θανάτου στο

πεδίο της μάχης.

Το status του Ομήρου, σύμφωνα με τον Λυκούργο, είναι επίσημα

αναγνωρισμένο και θεσπισμένο από την πολιτεία (102: ὥστε νόμον ἔθεντο καθ’

ἑκάστην πεντετηρίδα τῶν Παναθηναίων μόνου τῶν ἄλλων ποιητῶν ῥαψῳδεῖσθαι τὰ

ἔπη), και κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ρήτορας προκαταλαμβάνει θετικά το κοινό του

για την αποδοχή της μαρτυρίας του ποιητή, του κοινού παιδαγωγού της Ελλάδας.59

Οι πρόγονοι επεδείκνυαν έμπρακτη ανδρεία (104: οὐ γὰρ λόγῳ τὴν ἀρετὴν

ἐπετήδευον, ἀλλ’ ἔργῳ πᾶσιν ἐνεδείκνυντο), και αυτό οφείλεται ως ένα βαθμό στα

ομηρικά διδάγματα. Στον αντίποδα της προγονικής αρετής τίθεται σαφώς η

λιποταξία του Λεωκράτη.

Tο δεύτερο παράθεμα αντλείται από την πολεμική ελεγεία του

Τυρταίου (απ. 10 West). To ελεγειακό κείμενο σώζεται χάρη στον λόγο του

ρήτορα.60 O Λυκούργος παραθέτει επί μακρόν τους στίχους του Τυρταίου (107). Οι

ελεγειακοί στίχοι ταυτίζονται με το ιδανικό του ηρωικού θανάτου προς τιμήν της

πατρίδας. Με αυτούς τους στίχους ο ποιητής κρατούσε τους νεαρούς Σπαρτιάτες

προσηλωμένους στο ιερό χρέος τους απέναντι στην γενέτειρά τους:

τεθνάμεναι γὰρ καλὸν ἐνὶ προμάχοισι πεσόντα

ἄνδρ’ ἀγαθόν, περὶ ᾗ πατρίδι μαρνάμενον.

ἣν δ’ αὐτοῦ προλιπόντα πόλιν καὶ πίονας ἀγροὺς

πτωχεύειν πάντων ἔστ’ ἀνιηρότατον,

πλαζόμενον σὺν μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ γέροντι

παισί τε σὺν μικροῖς κουριδίῃ τ’ ἀλόχῳ.

(στ. 1-6)

Επανέρχεται η αναφορά στην σύζυγο και τα μικρά παιδιά (στ. 6) από το

προηγούμενο ομηρικό παράθεμα, αυτή την φορά όμως σε σχέση με τον λιποτάκτη

59 Βλ. Πλάτ. Πολ. 606e: Ὅμηρος τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν.

60 Βλ. West ad loc.

20

που, αθετώντας το χρέος του απέναντι στην πατρίδα, την εγκαταλείπει και

περιπλανιέται (στ. 5: πλαζόμενον).

O Λυκούργος υπογραμμίζει εμφατικά ότι οι Σπαρτιάτες έλαβαν ως

πνευματικό καθοδηγητή έναν Αθηναίο (105-106). Με την χρήση του κοινού

ρητορικού τόπου ἅπαντες ἴσασιν61 (106: τίς γὰρ οὐκ οἶδε τῶν Ἑλλήνων, ὅτι Τυρταῖον

στρατηγὸν ἔλαβον παρὰ τῆς πόλεως) θεωρεί ως κοινή γνώση το γεγονός ότι ακόμη

και οι Σπαρτιάτες αντλούσαν την πολεμική τους έμπνευση κατά τον Μεσσηνιακό

πόλεμο από τον Τυρταίο που ήταν γέννημα, θρέμμα της Αθήνας. Το ρητορικό

τέχνασμα στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον,

δεδομένου ότι η αθηναϊκή καταγωγή του Τυρταίου δεν είναι απόλυτα

επαληθευμένη.62

Ο Λυκούργος εντάσσει την ποίηση του Ομήρου και του Τυρταίου σε ένα

καθορισμένο νομικό πλαίσιο. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες τόσο πολύ εκτίμησαν

την αξία της ποίησης του Ομήρου και του Τυρταίου αντίστοιχα, ώστε αποφάσισαν

δια νόμου (νόμον ἔθεντο) να θεσμοθετήσουν την εκτέλεση των έργων τους – στην

πρώτη περίπτωση στην γιορτή των Παναθηναίων63 και στην δεύτερη εν όψει

πολεμικής επιχείρησης για την αναπτέρωση του ηθικού των πολεμιστών (102,

107).64 Με το να εγγράψει την ποίηση σε ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, όπως

αυτό επιτάσσεται από έναν δικανικό λόγο, διευκολύνει την ενσωμάτωση των

ποιητικών στίχων στην επιχειρηματολογία του, και εν μέρει δικαιολογεί την

άποψη του Perlman65 ότι ο Λυκούργος στον Κατὰ Λεωκράτους μετέρχεται την

ποίηση ως υποκατάστατο των νόμων.

61 Βλ. Αριστ. Ῥητ. 1408a 34-38.

62 Για την αθηναϊκή καταγωγή του Τυρταίου βλ. Πλάτ. Νόμ. 629a και Παυσ. 4.15.6, ο οποίος

συμφωνεί με τον Λυκούργο, με την διαφορά ότι στον Παυσανία οι Αθηναίοι ουσιαστικά

παραχώρησαν τον Τυρταίο στους Σπαρτιάτες λόγω του ανεπαρκούς διδακτικού του κύρους. Πρβλ.,

ωστόσο, OCD s.v και Σοῦδα τ 1205 s.v. Τυρταῖος, όπου ο ποιητής προσδιορίζεται ως Σπαρτιάτης.

63 O Λυκούργος εσκεμμένα προβάλλει την εκτέλεση των ομηρικών επών ως αποτέλεσμα της

νομοθετικής δραστηριότητας των προγόνων. Πρβλ. Πλάτ. Ἵππαρχ. 228b-c, όπου μνημονεύεται ότι ο

τύραννος Ίππαρχος ουσιαστικά ανάγκασε τους ραψωδούς να εκτελούν τα έπη του Ομήρου στα

Παναθήναια. Πιο κοντά στην μαρτυρία του Λυκούργου βρίσκεται ο ιστορικός Διευκίδας από τα

Μέγαρα, ο οποίος παραδίδει ότι ο Σόλων εισήγαγε την ἐξ ὑποβολῆς εκτέλεση των επών στα

Παναθήναια – γνωστή ως «Παναθηναϊκός κανών» (FGrH 485 F 6). Για την αρχαία παράδοση που

περιέβαλλε την θεσμοθέτηση της ραψωδικής εκτέλεσης των ομηρικών επών στα Παναθήναια βλ.

Nagy (1996) 73-75.

64 Καμία άλλη πηγή δεν αναφέρει την ύπαρξη τέτοιου νόμου. O Φιλόχoρος (FGrH 328 F 216)

αναφέρει ένα έθιμο σύμφωνα με το οποίο οι Σπαρτιάτες πολεμιστές κατά την διάρκεια του δείπνου

τραγουδούσαν ο καθένας ένα ποίημα του Τυρταίου και ο πολέμαρχος επέλεγε τον νικητή

απονέμοντάς του ένα κομμάτι κρέας.

65 Perlman (1964) 166, 168.

21

Η αλληλουχία των ποιητικών παραθεμάτων ολοκληρώνεται με δύο

γνωστά επιτύμβια επιγράμματα του Σιμωνίδη προς τιμήν των πεσόντων στην

μάχη των Θερμοπυλών:

ὦ ξεῖν, ἄγγειλον Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε

κείμεθα τοῖς κείνων πειθόμενοι νομίμοις.

και του Μαραθώνα (109):

Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι

χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν.

To πρώτο επίγραμμα (22 FGE) είναι ευρύτερα γνωστό και παραδίδεται από πολλές

πηγές (Ηρόδ. 7.228.2, Διόδ. 11.33.2, Στράβ. 9.4.16, Π.Α. 7.249, Σοῦδα λ 272 s.v.

Λεωνίδης). Οι πηγές δεν ομοφωνούν ως προς την ακριβή μορφή του επιγράμματος.

Δύο είναι τα σημεία απόκλισης: o τύπος της προστακτικής και ο δεύτερος ημι-

πεντάμετρος. Για τον τύπο της προστακτικής οι κυριότερες γραφές είναι το

ἄγγειλον που παραδίδει ο Λυκούργος (και ο Διόδωρος και η Παλατινὴ Ἀνθολογία)

και το ἀγγέλλειν που παραδίδει ο Ηρόδοτος.66 Ο Ηρόδοτος διαφοροποιείται από

τον Λυκούργο και ως προς τον δεύτερο ημι-πεντάμετρο (ῥήμασι πειθόμενοι) και

μαζί του συμφωνεί η Σοῦδα και η Παλατινὴ Ἀνθολογία.67 Για το δεύτερο επίγραμμα

(21 FGE) βασική πηγή μας είναι ο Λυκούργος. Πέντε περίπου αιώνες αργότερα ο

Αίλιος Αριστείδης (Λόγ. 28.63) παραδίδει μία μάλλον μη γνήσια68 εκδοχή του

επιγράμματος, με έναν εντελώς διαφορετικό πεντάμετρο (ἔκτειναν Μήδων ἐννέα

μυριάδας).69

Τα επιγράμματα επισφραγίζουν το εγκώμιο του παρελθόντος και

καταδικάζουν την προδοσία του Λεωκράτη που ντρόπιασε την δόξα της πόλης στο

σύνολό της (110). Στον Κατὰ Λεωκράτους, όμως, οι ποιητές εκτός από πρεσβευτές

του πατριωτισμού του αθηναϊκού παρελθόντος προβάλλονται σε συγχρονικό

επίπεδο και ως φορείς ενδεδειγμένων προτύπων ηθικής συμπεριφοράς.70

Επανειλημμένα υπογραμμίζεται η παραδειγματική ισχύς των ποιητικών

66 Η Σοῦδα παραδίδει την γραφή ἄγγελλε ενώ ο Στράβων την γραφή ὦ ξέν’ ἀπάγγειλον.

67 Ο Page (FGE ad loc.) εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θεωρεί την γραφή πειθόμενοι νομίμοις

περισσότερο δόκιμη.

68 Βλ. FGE Page ad loc.

69 Βλ. και Schol. Aristid. Or. 46.118 (σ. 289 Frommel), Σοῦδα π 3079 s.v. Ποικίλη, που συμφωνούν με

την εκδοχή του Αίλιου Αριστείδη με μόνη διαφορά το εἴκοσι αντί για το ἐννέα.

70 Ο αριστοφανικός Αισχύλος σθεναρά τονίζει τον παιδευτικό ρόλο του ποιητή (Αριστοφ. Βάτρ.

1054-1055: τοῖς μὲν γὰρ παιδαρίοισιν / ἔστι διδάσκαλος ὅστις φράζει, τοῖσιν δ’ ἡβῶσι ποιηταί).

22

παραγγελμάτων. O Ευριπίδης δραματοποίησε τον μύθο του Ερεχθέα, γιατί

θεώρησε ότι θα αποτελούσε εξαίρετο παράδειγμα για τους πολίτες (100:

ἡγούμενος κάλλιστον ἂν γενέσθαι τοῖς πολίταις παράδειγμα), μέσω του οποίου θα

ασκούνταν (συνεθίζεσθαι ταῖς ψυχαῖς) στην φιλοπατρία, και με αυτά τα πρότυπα

διαπαιδαγωγούσε (101: ἐπαίδευε) τους προγόνους. Ο Ευριπίδης ανάγεται σε

συγκεκριμένο καθοδηγητικό πρότυπο. Η παιδευτική αξία των στίχων του

εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό στην ευχέρεια του ποιητή και στην επιλογή του να

δραματοποιήσει τον μύθο – για την οποία και θεωρείται άξιος επαίνου (100): ο

Ευριπίδης είναι αυτός που αναπαρέστησε (ἐποίησε71) την Πραξιθέα να αγαπά την

πατρίδα της περισσότερο και από τα παιδιά της και έδειξε (ἐνδεικνύμενος) ότι, αν

οι γυναίκες έχουν το σθένος μιας τέτοιας αυταπάρνησης, τότε οι άνδρες οφείλουν

να επιδείξουν αξεπέραστο ζήλο για την πατρίδα (101).

Παρομοίως, εξαίρεται η παιδευτική αξία των ομηρικών επών μέσω της

επανεκτέλεσής τους στα Παναθήναια (102), ενώ για την ποίηση του Τυρταίου

υπογραμμίζεται ότι όχι μόνο έδωσε το σύνθημα για την απόκρουση των εχθρών,

αλλά αποτέλεσε και την βάση διαμόρφωσης του συστήματος αγωγής των νεαρών

Σπαρτιατών (106: καὶ τὴν περὶ τοὺς νέους ἐπιμέλειαν συνετάξαντο). Τα ηρωικά

ανδραγαθήματα των προγόνων ήταν σε μεγάλο βαθμό αποκύημα των ποιητικών

παραγγελμάτων. Αν, λοιπόν, η επονείδιστη προδοσία του Λεωκράτη μείνει

ατιμώρητη, κάτι τέτοιο θα βλάψει και τους υπόλοιπους πολίτες, οι οποίοι έτσι θα

γαλουχηθούν με αρνητικά πρότυπα και όχι με τα υποδείγματα αρετής των

ποιητών (110).

O Λυκούργος, επομένως, εντάσσει οργανικά τα ποιητικά παραθέματα

στην ρητορική του. Σύμφωνα με τον Ερμογένη, οι εκτενείς ποιητικές παρεκβάσεις

καταδεικνύουν ότι ο Λυκούργος στερείται ουσιαστικής ρητορικής δεινότητος.72 H

αρνητική αυτή αποτίμηση βρήκε ως ένα βαθμό απήχηση και στην σύγχρονη

έρευνα, η οποία σε πολλές περιπτώσεις κρίνει ότι πρόκειται για άκαιρες

παρεκβάσεις.73 Τα ποιητικά παραθέματα, ωστόσο, συνιστούν λειτουργικό κομμάτι

της ρητορικής τακτικής του ρήτορα ως ενάγοντος. Eκ των προτέρων δεσμεύεται

71 Το ρ. ποιῶ είναι terminus technicus για την δραστηριότητα της ποιητικής συγγραφής (βλ. LSJ s.v.

IV). Ειδικότερα, για την σημασία «αναπαριστώ έναν χαρακτήρα» του ρήματος ποιῶ πρβλ. Αριστ.

Ποιητ. 1453b 28-29: Εὐριπίδης ἐποίησεν ἀποκτείνουσαν τοὺς παῖδας τὴν Μήδειαν.

72 O Eρμογένης (Ἰδ. 2.9, σσ. 368-380 Rabe) με βάση την δεινότητα κάνει την εξής τριμερή διάκριση:

o λόγος που και φαίνεται και είναι δεινός, ο λόγος που δεν φαίνεται δεινός αλλά είναι και ο λόγος

που φαίνεται δεινός αλλά δεν είναι. Το ατημέλητο, τραχύ και ορμητικό ύφος του Λυκούργου με την

υπέρ το δέον χρήση ρητορικών τόπων και τις ποιητικές παρεκβάσεις εμπίπτει στην τρίτη κατηγορία

και συνιστά δείγμα επιφανειακής (φαινομένης) ρητορικής δεινότητος (Ἰδ. 2.11, σσ. 402-403 Rabe).

73 Βλ. ενδεικτικά Petrie (2014) xxxviii-xxxix: “But Lycurgus, ‘like a bath-man,’ deluges his hearers

with fifty-five lines of Euripides, and not content with that, inflicts upon them, after another six lines of

Homer, thirty-two lines of Tyrtaeus”.

23

ότι δεν θα παρεκκλίνει από το θέμα του με περιττολογίες (11: οὔτε ἔξω τοῦ

πράγματος λέγων) - παροτρύνοντας τους δικαστές να επιδείξουν αυστηρότητα

ανάλογη με αυτήν του Αρείου Πάγου (12-13) - ενώ στην κατάληξη του λόγου του

διαβεβαιώνει ότι τήρησε την υπόσχεσή του (149: οὔτε ἔξω τοῦ πράγματος οὐδὲν

κατηγορήσας).

To νομικό υπόβαθρο της υπόθεσης δεν ήταν ακλόνητο,74 αλλά

αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα του ρήτορα. Για την

αδιαπραγμάτευτη ηθική του η πράξη καθαυτή της λιποταξίας συνιστά επαρκή

αιτία καταδίκης. Ο Ober75 σημειώνει ότι θεμελιώδης στην επιχειρηματολογία του

Λυκούργου είναι μια υποβόσκουσα θέση για την αδιαμφισβήτητη αξία της κοινής

γνώσης. Ο ρήτορας επιχειρεί να πείσει τους δικαστές ότι οι Αθηναίοι πάντοτε

μοιράζονταν την κοινή πεποίθηση ότι σε περίπτωση κινδύνου οι πολίτες όφειλαν

να σταθούν αρωγοί της πόλης. Οι ποιητές προσκομίζονται ως μάρτυρες της κοινής

αυτής πεποίθησης, ενώ παράλληλα ενσαρκώνουν μια εξιδανικευμένη θέαση του

αθηναϊκού παρελθόντος, το οποίο διακρίνεται από απόλυτη πίστη και αφοσίωση

στην πατρίδα. Η καταδίκη του Λεωκράτη, ο οποίος διέψευσε αυτή την πίστη,

κρίνεται αυτονόητη, αλλά ταυτόχρονα τίθεται και ως ένα ζήτημα γοήτρου για

τους δικαστές, οι οποίοι με την ετυμηγορία τους είτε θα φανούν αντάξιοι του

ένδοξου παρελθόντος τους είτε θα το διαψεύσουν (110).

1.2.2. Ποιητικά παραθέματα στον Δημοσθένη

Ο Λυκούργος μετήλθε την ποίηση ως ένα κληροδότημα της σοφίας του

αρχαίου πνεύματος. Στην ρητορική του Δημοσθένη, από την άλλη, η ποίηση

μετατρέπεται σε εργαλείο επίθεσης σε βάρος του Αισχίνη. O Δημοσθένης

εκρητορικεύει στην ουσία την ποίηση και την χρησιμοποιεί για αμιγώς ρητορικούς

σκοπούς. Πάντοτε δικαιολογεί την χρήση ποιητικών στίχων με βάση το

παράδειγμα του Αισχίνη,76 γι’ αυτό και σε ολόκληρο το δημοσθενικό corpus

ποιητικά παραθέματα απαντούν μόνο στους λόγους Περὶ τῆς παραπρεσβείας και

Περὶ τοῦ στεφάνου. Ο πρώτος εκφωνήθηκε το 343 π.Χ. σε βάρος του Αισχίνη,

εξαιτίας της ύποπτης φιλομακεδονικής δραστηριότητάς του κατά την ειρηνευτική

αποστολή στον Φίλιππο, ενώ ο δεύτερος (330 π.Χ.) αποτελεί την υπεράσπιση του

74 Βλ. Burtt (1954) II 10, Kennedy (1963) 250-251, Hansen (1975) 108, MacDowell (1978) 178-179.

75 Ober (2008) 186.

76 Βλ. Δημ. 19.243, 19.245, 19.247, 19.251. Για τα ποιητικά παραθέματα στον Δημοσθένη βλ. North

(1952) 24-25, Perlman (1964) 170-172 και Hanink (2014) 129-158.

24

Κτησιφώντος, ο οποίος πρότεινε να τιμηθεί ο Δημοσθένης με στέφανο, έναντι της

γραφῆς παρανόμων που υπέβαλε ο Αισχίνης.

Στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας 243-245 ο Δημοσθένης επαναλαμβάνει

στίχους του Ησιόδου (Ἔργ. 763-764) και του Ευριπίδη (απ. 812 Kannicht), τους

οποίους είχε παραθέσει και ο Αισχίνης στον Κατὰ Τιμάρχου (129, 152). Για την

ακρίβεια επαναλαμβάνει την ίδια την παράθεση των ποιητικών στίχων που είχε

κάνει ο Αισχίνης, προκειμένου να ανασκευάσει την οπτική του αντιπάλου του.

Αυτούς τους στίχους, οι οποίοι στην περίπτωση του Αισχίνη είχαν χρησιμεύσει ως

αποδεικτικό μέσο σε βάρος του Τιμάρχου, ο Δημοσθένης τους μεταστρέφει σε

επιχειρήματα σε βάρος του ίδιου του Αισχίνη. Ο λειτουργικός ρόλος ενός

ποιητικού παραθέματος ως οχήματος για την refutatio των επιχειρημάτων του

αντιπάλου θα αποτελέσει ξεχωριστό αντικείμενο εξέτασης σε επόμενη ενότητα.

Στα ποιητικά παραθέματα του Αισχίνη o Δημοσθένης στον Περὶ τῆς

παραπρεσβείας (247, 225) αντιτάσσει και ποιητικούς στίχους της δικής του

εκλογής: ένα χωρίο από την Ἀντιγόνην του Σοφοκλή και ολόκληρη την Εὐνομίαν

του Σόλωνος (απ. 4 West). Το παράθεμα από την Εὐνομίαν του Σόλωνος

παρουσιάζει διττό ενδιαφέρον, τόσο για την επιχειρηματολογία του Δημοσθένη

όσο και για την κειμενική παράδοση του Σόλωνος.

Το ποίημα της Εὐνομίας σώζεται ακέραιο, με την εξαίρεση τριών

χασμάτων (lacunae), χάρη σε κάποια χειρόγραφα του Περὶ τῆς παραπρεσβείας του

Δημοσθένη. Ασυμφωνία επικρατεί μεταξύ των κωδίκων του Δημοσθένη. Οι δύο

καλύτεροι κώδικες S και Α δεν παραδίδουν το κείμενο του Σόλωνος (πλην

τεσσάρων στίχων που προστίθενται στο περιθώριο του Α), ενώ τα χειρόγραφα που

το παραδίδουν δεν είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά στην χειρόγραφη παράδοση

του Δημοσθένη. Ο MacDowell77 δίνει μια πιθανή εξήγηση. Τα ποιητικά

παραθέματα παραδίδονταν μαζί με τα υπόλοιπα νομικά τεκμήρια στον

γραμματέα προς ανάγνωση (βλ. Δημ. 19.254: λέγε δή μοι λαβών), γι’ αυτό και δεν

περιλαμβάνονταν στο χειρόγραφο του Δημοσθένη. Η προσθήκη των στίχων του

Σόλωνος πιθανότατα οφείλεται σε ξεχωριστή πρωτοβουλία ενός μεταγενέστερου

γραφέως.78

Ο γραφέας, λοιπόν, προσέθεσε το σύνολο του ποιήματος. Ο ακριβής

αριθμός των στίχων που είχε σκοπό να παραθέσει ο ρήτορας αποτελεί

77 ΜacDowell (2000) 36.

78 H προοπτική αυτή ενισχύεται, αν ο Περὶ τῆς παραπρεσβείας του Δημοσθένη στην μορφή που

σώζεται σήμερα αποτελεί πράγματι το σχεδίασμα του λόγου για την δίκη. Βλ. Blass (1887-18982) III.1

364, MacDowell (2000) 26, MacDowell (2009) 334. Για την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή ο σωζόμενος

λόγος είναι αποτέλεσμα συντακτικής αναθεώρησης για την δημοσίευσή του, βλ. Paulsen (1999) 431-

446.

25

αντικείμενο έριδας στην σύγχρονη έρευνα. Πρώτος ο Wilamovitz79 διατυπώνει την

άποψη ότι μόνο οι δεκαέξι πρώτοι στίχοι του ποιήματος ανταποκρίνονται στο

άμεσο συγκείμενο του λόγου και εξυπηρετούν επαρκώς την ρητορική του

Δημοσθένη. Την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο Jaeger.80 Σχετικά πιο πρόσφατα ο

Rowe81 επιχειρεί να ανασκευάσει αυτή την θέση και να αποδείξει ότι ολόκληρη η

ελεγεία βρίσκει αντίκρισμα στο σύνολο του λόγου Περὶ τῆς παραπρεσβείας.

Πράγματι, χωρίς να απορρίπτεται η πιθανότητα ο ρήτορας να είχε κατά νου

συγκεκριμένους στίχους, ενδέχεται ολόκληρο το ποίημα να προοριζόταν για

παράθεση. Ως προς αυτό συνηγορούν και τα εκτεταμένα ποιητικά παραθέματα

από τον Ευριπίδη και τον Τυρταίο στον Κατὰ Λεωκράτους του Λυκούργου.

Οι ελεγειακοί στίχοι του Σόλωνος, όπως οργανώνονται γύρω από δύο

αντιθετικούς άξονες, την εύνοια του θείου για την πόλη της Αθήνας και την

ανθρώπινη αδικία σε βάρος της, εντάσσονται στο ευρύτερο επιχείρημα του

Δημοσθένη (19.251-258). Η ηρωική φιγούρα του Σόλωνος έρχεται στο προσκήνιο

με αφορμή την κατηγορία που είχε εξαπολύσει ο Αισχίνης (1.25-27) κατά του

Τιμάρχου για άσεμνες χειρονομίες που δεν συνάδουν με την κόσμια στάση που

πρέπει να τηρούν οι ρήτορες σύμφωνα με το παράδειγμα του αγάλματος του

Σόλωνος στην Σαλαμίνα. Ο Δημοσθένης απαντά υστερόχρονα στον ισχυρισμό

του αντιπάλου του, υποστηρίζοντας ότι μεγαλύτερη ωφέλεια (λυσιτελέστερον) θα

προέκυπτε για την πόλη, αν ο Αισχίνης υιοθετούσε το πνεύμα (τὴν ψυχὴν καὶ τὴν

διάνοιαν) του Σόλωνος αντί για την στάση σώματός του (19.252). Αντ’ αυτού ο

Αισχίνης κατά την πρώτη αποστολή πρεσβείας στην Μακεδονία συνειδητά

αποσιώπησε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Αθήνας επί της Αμφίπολης έναντι

αδρής αμοιβής που είχε λάβει από τον Φίλιππο (253-255). Οι στίχοι του Σόλωνος

(απ. 4 West), ο οποίος πρώτος επιτίμησε την απληστία των αρχόντων και τις

καταστροφικές της συνέπειες για την ευρυθμία της πόλης στην Εὐνομίαν του,

καταδικάζουν την επιλήψιμη πολιτική του Αισχίνη (255):

Ἡμετέρη δὲ πόλις κατὰ μὲν Διὸς οὔποτ’ ὀλεῖται

αἶσαν καὶ μακάρων θεῶν φρένας ἀθανάτων∙

τοίη γὰρ μεγάθυμος ἐπίσκοπος ὀβριμοπάτρη

Παλλὰς Ἀθηναίη χεῖρας ὕπερθεν ἔχει.

αὐτοὶ δὲ φθείρειν μεγάλην πόλιν ἀφραδίῃσιν,

ἀστοὶ βούλονται, χρήμασι πειθόμενοι,

79 Wilamovitz (1893) II 305-306.

80 Jaeger (1926) 70-71. Πρβλ. και MacDowell (2000) 312, o οποίος κρίνει ότι οι δέκα πρώτοι στίχοι

της ελεγείας επαρκούν για την επιχειρηματολογία του Δημοσθένη.

81 Rowe (1972) 441-449.

26

δήμου θ’ ἡγεμόνων ἄδικος νόος, οἷσιν ἑτοῖμον

ὕβριος ἐκ μεγάλης ἄλγεα πολλὰ παθεῖν.

(στ. 1-8)

Με αφορμή το παράθεμα (στ. 1-4), ο ρήτορας επιχειρεί να αποδείξει ότι η

προδοτική συμπεριφορά του Αισχίνη σε βάρος της πατρίδας του αποτελεί

βαθύτερα μέρος της θεϊκής πρόνοιας, ώστε να επέλθει η τιμωρία των ανόμων και

να αποκατασταθεί η ευνομία της πόλης (256-257).82 Η τιμωρία των προδοτών και

η πραγμάτωση του θεϊκού σχεδίου επαφίεται στους δικαστές, προς τους οποίους

ο ρήτορας απευθύνει τους στίχους υπό την μορφή νουθεσίας (258).

Πιο περιορισμένη χρήση ποιητικών παραθεμάτων γίνεται στον Περὶ

τοῦ στεφάνου. Ο ρήτορας παραθέτει στίχους από την τραγωδία (18.267) και ένα

επίγραμμα (18.289). Καθότι ο λόγος στο σύνολό του αποτελεί έναν καθολικό

απολογισμό της πολιτικής του Δημοσθένη, εφάμιλλο με αυτόν του Ισοκράτη στον

Περὶ Ἀντιδόσεως,83 τα ποιητικά παραθέματα σε κάθε περίπτωση συσχετίζονται με

τις πολύτιμες υπηρεσίες του Δημοσθένη στην πόλη έναντι της βλαβερής

πολιτικής του Αισχίνη.

Στον Περὶ τοῦ στεφάνου (18.265-267) με μια σειρά από γοργίειες

αντιθέσεις ο Δημοσθένης προβαίνει σε μία σύγκριση τυχών, της δικής του και του

αντιπάλου του. Μεταξύ άλλων, με αφορμή το υποκριτικό status του Αισχίνη ως

τριταγωνιστή (265: ἐτριταγωνίστεις, 267: τριταγωνιστήν),84 διακωμωδεί σκωπτικά

την υποκριτική τέχνη του, αντιπαραβάλλοντάς την με την δική του παροχή

λειτουργιῶν προς την πόλη. Με μια ευθεία αποστροφή προς τον αντίπαλό του

(267: παρανάγνωθι καὶ σύ μοι) παραθέτει ο ίδιος διαδοχικά τρεις ποιητικούς

στίχους από διαφορετικά έργα, τους οποίους «εκτέλεσε» ο Αισχίνης ως ηθοποιός:

φέρε δὴ καὶ τὰς τῶν λειτουργιῶν μαρτυρίας ὧν λελειτούργηκα ὑμῖν

ἀναγνῶ. παρ’ ἃς παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου,

ἥκω νεκρῶν κευθμῶνα καὶ σκότου πύλας

καὶ

82 Πρβλ. Δημ. 24.121, Ανδοκ. 1.113-114, Λυσ. 6.32, Λυκ. Λεωκ. 92-93.

83 Βλ. Αλεξίου (2016) 329.

84 Ο Δημοσθένης χρησιμοποιεί τον όρο για να δηλώσει το χαμηλό υποκριτικό status του Αισχίνη

(18.129, 18.209, 19.247, 19.337). Κυριολεκτικά σημαίνει, με μια αξιολογική κλίμακα, τον τρίτο και

τελευταίο από τους τρεις υποκριτές που παίζουν σε μια τραγωδία. Για την θέση του χαρακτηρισμού

στο πλαίσιο της κλιμακούμενης αντιπαλότητας Δημοσθένη-Αισχίνη βλ. Dorjahn (1929) 223-239,

Ghiron-Bistagne (1976) 158-160, Duncan (2006) 65-67, 78-79. Γενικά, για την επίθεση του Δημοσθένη

στην υποκριτική τέχνη του Αισχίνη βλ. Easterling (1999) 154-166.

27

κακαγγελεῖν μὲν ἴσθι μὴ θέλοντά με,

καὶ «κακὸν κακῶς σε» μάλιστα μὲν οἱ θεοί, ἔπειτα οὗτοι πάντες

ἀπολέσειαν, πονηρὸν ὄντα καὶ πολίτην καὶ τριταγωνιστήν.

Τα ποιητικά παραθέματα αποκτούν ξεχωριστό χαρακτήρα, καθώς, χωρίς να

απαντούν σε συγκεκριμένο παράθεμα του αντιπάλου, στοχεύουν στην σκωπτική

παρώδηση του Αισχίνη ως ηθοποιού. Στόχος του Δημοσθένη είναι να παρωδήσει

την θεατρική δραστηριότητα του Αισχίνη, συνδέοντας την υποκριτική του

ανικανότητα με την ανικανότητά του ως πολίτη. Πέρα από τον περίφημο

χαρακτηρισμό τριταγωνιστής, η παταγώδης αποτυχία του Αισχίνη ως ηθοποιού

σημαίνεται από το σφοδρό ρήμα λυμαίνομαι (267), δηλωτικό της «κακοποίησης»

που υπέστησαν οι ποιητικοί στίχοι από αυτόν.

H επιλογή των επιμέρους στίχων είναι στοχευμένη. Παρατίθενται ο

πρώτος στίχος από την Ἑκάβην του Ευριπίδη (ἥκω νεκρῶν κευθμῶνα καὶ σκότου

πύλας) και ένας τραγικός στίχος αγνώστου ποιητή (απ. 122 K.-Sn.: κακαγγελεῖν

μὲν ἴσθι μὴ θέλοντά με), οι οποίοι με το δυσοίωνο κλίμα στο οποίο παραπέμπουν,

προεξαγγέλλουν την επικείμενη ήττα του Αισχίνη∙ η ειρωνεία εντείνεται, καθώς

ο Δημοσθένης είναι αυτός που σαν άλλος αγγελιαφόρος προοιωνίζεται την

αποτυχία του Αισχίνη. Ο τρίτος ιαμβικός τρίμετρος που εισάγεται με το κακὸν

κακῶς σε και έντεχνα με την μέθοδο της παρῳδίας προσαρμόζεται στον πεζό λόγο

του Δημοσθένη (μάλιστα μὲν οἱ θεοί, ἔπειτα οὗτοι πάντες ἀπολέσειαν, πονηρὸν ὄντα

καὶ πολίτην καὶ τριταγωνιστήν) συμπληρώνει τους δύο προηγούμενους. O

ιαμβικός τρίμετρος, με βάση τον τρόπο που εισάγεται, ενδέχεται να παραπέμπει

εξίσου σε τραγικά όσο και σε κωμικά συμφραζόμενα.85 Με βάση ρεαλιστικά

κριτήρια βέβαια ο Αισχίνης υποδυόταν τραγικούς ρόλους. Δεν αποκλείεται,

ωστόσο, ο Δημοσθένης εσκεμμένα να μετατόπισε το ενδιαφέρον από την

τραγωδία στην κωμωδία. Στην περίπτωση αυτή, η μετάβαση από το «υψηλόν» των

προηγούμενων τραγικών στίχων στην «ελαφρότητα» της κωμωδίας εξυπηρετεί

την ρητορική του Δημοσθένη και την τελική γελοιοποίηση του Αισχίνη.86

Λαμβάνοντας, μάλιστα, υπόψιν την έμφαση που απέδιδε ο Δημοσθένης στην

85 O Meineke αποκατέστησε τον στίχο (κακὸν κακῶς σέ γ’ ἀπολέσειαν οἱ θεοί) και αποτελεί το απ.

123 στην έκδοση του Nauck2, ενώ οι Kannicht-Snell το εξοβέλισαν από την έκδοσή τους με την

εξήγηση ότι: “nil amplius quam sonus tragicus contendi videtur”. Για την κωμική χροιά του τριμέτρου

πρβλ. Αριστοφ. Ἱππ. 2-3: κακῶς Παφλαγόνα τὸν νεώνητον κακόν / αὐταῖσι βουλαῖς ἀπολέσειαν οἱ θεοί,

Μέν. Δύσκ. 220-221: ἀλλά σ’ ὦ Κνήμων, κακόν / κακῶς ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί. Eπίσης, Renehan

(1976) 115-116, Yunis (2005) 98 υποσ. 210, Pontani (2009) 403-404.

86 Βλ. Pontani (2009) 403.

28

ὑπόκρισιν,87 η παράθεση των ποιητικών στίχων εύλογα κοσμούνταν από

εξωλεκτικά στοιχεία που καθιστούσαν την διακωμώδηση του Αισχίνη σαφή.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι ρήτορες συχνά επικαλούνται την

αυθεντία των ποιητών και ενσωματώνουν στίχους στον λόγο τους λόγω της

σοφίας που εκφράζουν. Βέβαια, η χρήση ποιητικών στίχων είναι εν πολλοίς και

ζήτημα της ιδιοσυγκρασίας του κάθε ρήτορα. Τόσο η μέθοδος παράθεσης των

ποιητικών στίχων όσο και η εκάστοτε στόχευση που επιδιώκεται με αυτήν

εναπόκειται στην ευχέρεια του κάθε ρήτορα και στα δεδομένα της υπόθεσης. Ένα

ποιητικό παράθεμα μπορεί να λειτουργήσει παραινετικά προς τους δικαστές, ως

μέσο για την refutatio των επιχειρημάτων του αντιπάλου ή και ως αποδεικτικό

μέσο ελλείψει άλλων νομικών τεκμηρίων. Παράλληλα, διανθίζει τον ρητορικό

λόγο και συντελεί στην variatio του ρητορικού ύφους.

87 Βλ. [Πλούτ.] Βίοι δέκ. ῥητ. 845Β, Cic. Brut. 142, de Orat. 3.213, Orat. 56. Πρβλ. Αλεξίου (2016) 335

και υποσ. 109.

29

2. Ποιητικά παραθέματα στον Αισχίνη – Ο Κατὰ Τιμάρχου

Η ρητορική του Αισχίνη αποτελεί εμβληματική περίπτωση για την

μελέτη της χρήσης ποιητικών παραθεμάτων στον ρητορικό λόγο. Και στους τρεις

σωζόμενους λόγους του (Κατὰ Τιμάρχου, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, Κατὰ

Κτησιφῶντος) ανεξαιρέτως παραθέτει ποιητικούς στίχους. Μια προφανής

εξήγηση για την εκτεταμένη παρουσία ποιητικών παραθεμάτων στο ρητορικό

corpus του Αισχίνη είναι η προηγούμενη ενασχόλησή του με την υποκριτική

τέχνη.88 Δεν αποκλείεται βέβαια αυτή η τάση του Αισχίνη να είναι και αποτέλεσμα

της μόρφωσης που αποκόμισε λόγω της μαθητείας του κοντά στον δάσκαλο

πατέρα του.89 H κυριότερη πηγή για το υπόβαθρο του Αισχίνη ως ηθοποιού είναι

τα καυστικά σχόλια του αντιπάλου του Δημοσθένη, ο οποίος, μεταξύ άλλων,

επισημαίνει και συγκεκριμένους ρόλους, τους οποίους ενσάρκωσε ο Αισχίνης

στην σκηνή: τον Κρέοντα στην Ἀντιγόνην του Σοφοκλή, τον Κρεσφόντη

(πιθανότατα στον Κρεσφόντην του Ευριπίδη), τον Οινόμαο στην ομώνυμη

τραγωδία του Σοφοκλή, τον Θυέστη, τους ήρωες της Τροίας και τον Πολύδωρο

στην Ἑκάβην του Ευριπίδη.90 Και πράγματι ο Αισχίνης συχνά παραθέτει στίχους

από την τραγωδία και ειδικότερα από την τραγωδία του Ευριπίδη.91

Οι λογοτεχνικές προτιμήσεις του Αισχίνη εν γένει ομοφωνούν με αυτές

των υπόλοιπων ρητόρων. Ειδικότερα, παραθέτει εκτενώς Όμηρο,92 Ευριπίδη,93

Ησίοδο94 και επιγράμματα.95 Διαφοροποιείται από τον Λυκούργο και τον

Δημοσθένη ως προς την μη παράθεση ελεγειακών στίχων. Θα μπορούσε,

εντούτοις, να υποστηριχτεί ότι η απουσία ελεγειακών στίχων στα παραθέματα

του Αισχίνη αντισταθμίζεται από τον διδακτικό χαρακτήρα της ποίησης του

Ησιόδου.

Μεταξύ των ρητορικών λόγων του Αισχίνη, η κατεξοχήν χρήση

ποιητικών στίχων απαντά στον Κατὰ Τιμάρχου. Ο λόγος αποτελεί μια αμυντική

88 Βλ. Dorjahn (1927) 86, North (1952) 25, Scodel (2007) 134, Hanink (2014) 135. Ιδιαιτέρως

ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση της North (1952) 25, με αφορμή την μαρτυρία του Φιλόστρατου

(Βίοι Σοφ. 507) για την σύνδεση του Αισχίνη με την Β΄ Σοφιστική, όπου η ποίηση χρησιμοποιείται

κατά κόρον ως υφολογικό στολίδι του ρητορικού λόγου.

89 Βλ. Harris (1995) 28.

90 Βλ. Δημ. 19.246-247, 18.180, 19.337, 18.267 αντίστοιχα. Ο Στεφανής (1988) 32-33 συνέλεξε το

σώμα των αρχαίων μαρτυριών για την θεατρική ενασχόληση του Αισχίνη.

91 Αισχίν. 1.128, 1.151-152.

92 Αισχίν. 1.144, 1.148, 1.149, 1.150.

93 Αισχίν. 1.128, 1.151, 1.152.

94 Αισχίν. 1.129, 2.144, 2.158, 3.135.

95 Αισχίν. 3.184, 3.185, 3.190.

30

απάντηση του Αισχίνη στην κατηγορία που εξαπέλυσαν σε βάρος του οι δύο

πολιτικοί του αντίπαλοι Δημοσθένης και Τίμαρχος (346 π.Χ.) για δωροληψία από

τον Φίλιππο κατά την πρώτη διπλωματική του αποστολή στην Μακεδονία. Στο

πλαίσιο της δοκιμασίας ῥητόρων,96 ο Αισχίνης κατηγορεί τον Τίμαρχο ότι λόγω του

πρότερου ανήθικου βίου του πρέπει βάσει νόμου να αποκλειστεί από την ενεργό

πολιτική ζωή.97 H δίκη κατά του Τιμάρχου πιθανότατα διεξήχθη κατά το 346/5

π.Χ.98

Καθ’ όλη την διάρκεια του λόγου του ο Αισχίνης αποσιωπά το πολιτικό

παρασκήνιο της υπόθεσης και εστιάζει συστηματικά στον αμφιλεγόμενο ιδιωτικό

βίο του Τιμάρχου. Πρόκειται για μια συνηθισμένη τακτική, η οποία καταδεικνύει

την βαθύτερη ουσία της αθηναϊκής δημοκρατίας του 4ου αι. π.Χ.99 Στην

επιχειρηματολογία του ο Αισχίνης έξυπνα ερείδεται σε ένα θεμελιώδες γνώρισμα

της αθηναϊκής δημοκρατίας, την σύζευξη ιδιωτικού και δημόσιου βίου∙ η

συμμετοχή του ατόμου στον πολιτικό στίβο ήταν απόλυτα εξαρτώμενη από το

ήθος και τον τρόπο ζωής του. Στον Κατὰ Τιμάρχου 27-31 ο ρήτορας απαριθμεί μια

σειρά από ηθικά παραπτώματα που απολήγουν στην στέρηση των πολιτικών

δικαιωμάτων: αθέτηση των υποχρεώσεων προς τους γονείς, λιποταξία,

κατασπατάληση της πατρικής περιουσίας, πορνεία. Αυτό συνιστά και το

κατηγορητήριο σε βάρος του Τιμάρχου, με την μεγαλύτερη έμφαση να εμπίπτει

στην κατηγορία της πορνείας (1.37-117).

Η φύση της υπόθεσης και του κατηγορητηρίου εναντίον του Τιμάρχου

προεξοφλεί την δυσχέρεια ως προς την εξασφάλιση κατάλληλων αποδεικτικών

μέσων. Ο ίδιος ο Αισχίνης, έχοντας επίγνωση της απαίτησης των αντιδίκων για

επίσημα έγγραφα που αποδεικνύουν την εκπόρνευση του Τιμάρχου,

υπογραμμίζει την ανεδαφικότητα του συγκεκριμένου αιτήματος.100 Ο

Δημοσθένης, από την άλλη, τον κατηγορεί ότι στον Κατὰ Τιμάρχου προσπάθησε

96 Βλ. σχετικά Fisher (2001) 157-158, Gagliardi (2005) 89-97, MacDowell (2005) 79-87, Hasskamp

(2005) 126-129.

97 Για τα πολιτικά κίνητρα της δίκης κατά του Τιμάρχου βλ. Harris (1995) 101-106, Fisher (2001) 2-

6, Αλεξίου (2016) 358-366. Η πολιτική δίκη για τον χρηματισμό του Αισχίνη έλαβε χώρα αργότερα,

κατά το 343 π.Χ. Βλ. MacDowell (2000) 1-22.

98 Υπάρχει διχογνωμία στην σύγχρονη έρευνα ως προς την ακριβή χρονολόγηση του λόγου, με

προεξάρχοντες εκπροσώπους τον Harris (1985) 376-380, ο οποίος υποστηρίζει την πρωιμότερη

χρονολόγηση ως περισσότερο εύλογη, και τον Wankel (1988) 383-386, o οποίος τάσσεται υπέρ της

τοποθέτησης του λόγου στο 345 π.Χ.

99 Βλ. Harris (1985) 5: «It was a very common practice, and a clear indication of the personal nature

of Athenian politics, that those engaged in intense political conflict in assembly or courts would seek to

damage their opponents by prosecuting them (or arranging for friends or political allies to prosecute

them) on what might be regarded as allegations of personal or private offences». Πρβλ. Ευσταθίου (2014)

231-254.

100 Βλ. Ασχίν. 1.71-73, 1.90-91, 1.160-164.

31

να αντισταθμίσει την έλλειψη νομικών τεκμηρίων με την εισαγωγή ποιητικών

στίχων στον λόγο του (19.243: ἀλλὰ μὴν καὶ ἔπη τοῖς δικασταῖς ἔλεγες, οὐδένα

μάρτυρα ἔχων ἐφ οἷς ἔκρινες τὸν ἄνθρωπον παρασχέσθαι). Στην βάση του

ισχυρισμού του Δημοσθένη υπολανθάνει η αριστοτελική θεώρηση για την

λειτουργία της ποίησης δίκην μάρτυρος (Ῥητ. 1375b 27-36). Καθώς ο Τίμαρχος

κατηγορείται για ένα ζήτημα με ηθικές προεκτάσεις, ο Αισχίνης προσπαθεί να

αντλήσει από τα ποιητικά παραθέματα την ηθική εκείνη εγκυρότητα που θα

νομιμοποιήσει την καταδίκη του Τιμάρχου. Οι ποιητές προσκομίζονται ως

μάρτυρες κατηγορίας και καταδεικνύουν την φαυλότητα του Τιμάρχου. Ο ιδιάζων

χαρακτήρας της δικαστικής υπόθεσης εγκολπώνεται την ποιητική μαρτυρία και

της αποδίδει ισχύ εν μέρει ισοδύναμη με αυτήν ενός νομικού τεκμηρίου. Εξάλλου,

ο καθοριστικός εκείνος παράγοντας που πιθανότατα μεθόδευσε την τελική

απόφαση των δικαστών ήταν οι ηθικοδιδακτικές αξιώσεις που έθεσε ο Αισχίνης

για τον λόγο του, και, όπως στον Κατὰ Λεωκράτους του Λυκούργου, η ποιητική

γνωμολογία υπηρετεί τον σκοπό.101

2.1. H κόλλησις του Ερμογένη στον Αισχίνη

Στον Κατὰ Τιμάρχου αριθμούνται συνολικά εννέα ποιητικά

παραθέματα που εκτείνονται μεταξύ ενός έως και δεκαοχτώ στίχων.102 Με

εξαίρεση τους ποιητικούς στίχους για τον ρόλο της φήμης (128-129), όλα τα

υπόλοιπα ποιητικά παραθέματα τίθενται συγκεντρωμένα στον Κατὰ Τιμάρχου

141-155. Το στοιχείο αυτό από μόνο του καταδεικνύει την έγνοια του ρήτορα να

εντάξει οργανικά τους ποιητικούς στίχους στην επιχειρηματολογία του με τρόπο

που να συγκροτούν ένα μεμονωμένο επιχείρημα. Εύστοχα ο Ford103 παρατηρεί ότι

τα ποιητικά παραθέματα εντάσσονται στο τμήμα εκείνο του ρητορικού λόγου, το

οποίο αποβλέπει στην a priori refutatio πιθανών αντεπιχειρημάτων του αντιδίκου

και στην ηθική προτροπή των πολιτών.104 Κρίνοντας από την τελευταία στόχευση

του ρήτορα, τα ποιητικά παραθέματα με τα γνωμολογικά τους διδάγματα

101 Βλ. Αισχίν. 1.192: εὖ δ’ ἐπίστασθε, καί μοι σφόδρα τὸ μέλλον ῥηθήσεσθαι διαμνημονεύετε, εἰ μὲν

δώσει τῶν ἐπιτηδευμάτων Τίμαρχος δίκην, ἀρχὴν εὐκοσμίας ἐν τῇ πόλει κατασκευάσετε. Και ο

Δημοσθένης (19.283-287) επισημαίνει αργότερα ότι ο Αισχίνης στον Κατὰ Τιμάρχου φιλοδόξησε να

αναλάβει τον ρόλο σωφρονιστοῦ της νεολαίας. Πρβλ. Fisher (2001) 54.

102 Αισχίν. 1.128, 1.129, 1.144, 1.148, 1.149, 1.150, 1.151, 1.152.

103 Ford (1999) 249.

104 Βλ. Αισχίν. 1.117: ἔστι δ’ ὁ μὲν πρῶτος μοι λόγος προδιήγησις τῆς ἀπολογίας ἧς ἀκούω μέλλειν

γίγνεσθαι … ὁ δὲ δεύτερός ἐστί μοι λόγος παράκλησις τῶν πολιτῶν πρὸς ἀρετήν.

32

προσιδιάζουν απόλυτα στον παραινετικό χαρακτήρα που προσλαμβάνει το

τελευταίο τμήμα του λόγου.

Για την εισαγωγή των ποιητικών στίχων στον λόγο του ο Αισχίνης

ακολουθεί σταθερά το πρότυπο της κολλήσεως του Ερμογένη (Μεθ. 30, σ. 447

Rabe). Παραθέτει, δηλαδή, αυτολεξεί τους ποιητικούς στίχους, υπό την

προϋπόθεση ότι εντάσσονται αρμονικά στο πεζολογικό συγκείμενο. Για την

επιτυχή ένταξη των στίχων ο ρήτορας συνήθως προτάσσει την αυθεντία του

εκάστοτε ποιητή με εγκωμιαστικούς όρους, ώστε να προκαταλάβει θετικά το

ακροατήριό του.105 Τους ποιητικούς στίχους συνήθως διαδέχονται ερμηνευτικά

σχόλια του ρήτορα, τα οποία είτε εξηγούν την αποδεικτική ισχύ των στίχων στην

υπόθεση του Τιμάρχου106 είτε απευθύνονται ως παραίνεση προς τους δικαστές.107

Μόνο στην περίπτωση των σχετικά εκτενέστερων ομηρικών παραθεμάτων ο

ρήτορας αρχικά παραφράζει ελεύθερα το νόημα τους (145-147) και στην συνέχεια

αναθέτει την απαγγελία τους στον γραμματέα (148-150).

Η ανάθεση της απαγγελίας των ποιητικών χωρίων στον γραμματέα,

ωστόσο, αντιβαίνει την ερμογένεια επιταγή σχετικά με την γλυκύτητα ενός

ρητορικού λόγου. Στο Περὶ ἰδεῶν 2.4 (σσ. 337-338 Rabe) o Ερμογένης τονίζει ότι για

την σωστή παραγωγή γλυκύτητος, επιβάλλεται οι ποιητικοί στίχοι να λογίζονται

ως ένα με τον πεζό λόγο, και όχι να παρατίθενται ξεχωριστά όπως οι νόμοι και τα

υπόλοιπα νομικά τεκμήρια (βλ. ενότ. 1.2). Παρ’ όλα αυτά, στο Περὶ μεθόδου

δεινότητος 30 (σ. 447 Rabe) αναφέρει ως δόκιμο παράδειγμα κολλήσεως ένα

ποιητικό παράθεμα του Αισχίνη, του οποίου η εκφώνηση ανατίθεται στον

γραμματέα. Κάτι τέτοιο ενδέχεται να αντανακλά ασυνέπεια στο έργο του

Ερμογένη, αλλά εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι ο Αισχίνης άλλοτε

παραθέτει ο ίδιος τους στίχους κι άλλοτε παραγγέλλει στον γραμματέα να τους

αναγνώσει. Ειδικότερα, παρόλο που ο ίδιος παραθέτει στίχους του Ευριπίδη και

του Ησιόδου, αναθέτει την απαγγελία ορισμένων εκτενέστερων ομηρικών χωρίων

στον γραμματέα (148 λέγε, 149 ἀναγίγνωσκε, 150 ἀνάγνωθι).108 Κατά το πλείστον,

τα εκτενέστερα ποιητικά παραθέματα προορίζονται για έξωθεν ανάγνωση, για

πρακτικούς προφανώς σκοπούς.109 Τα ποιητικά παραθέματα πιθανότατα

παραδίδονταν εκ των προτέρων από τον ρήτορα στον γραμματέα μαζί με τα

105 Βλ. Αισχίν. 1.142: λέξω δὲ πρῶτον μὲν περὶ Ὁμήρου, ὃν ἐν τοῖς πρεσβυτάτοις και σοφωτάτοις

τῶν ποιητῶν εἶναι τάττομεν, 1.151: ὁ τοίνυν οὐδενὸς ἧττον σοφὸς τῶν ποιητῶν Εὐριπίδης.

106 Βλ. Αισχίν. 1.129 (για τους στίχους του Ησιόδου).

107 Βλ. Αισχίν. 1.153-154 (για τους στίχους του Ευριπίδη).

108 Ανάλογα πράττει και ο Δημοσθένης, όταν πρόκειται για εκτενή παραθέματα (18.289, 19.247,

19.255).

109 Πρβλ. Dorjahn (1927) 91-92, o οποίος εικάζει ότι ο Αισχίνης αναγκαστικά αναθέτει την

παράθεση των εκτενέστερων ποιητικών αποσπασμάτων στον γραμματέα λόγω του περιορισμένου

χρόνου που έχει στην διάθεσή του.

33

υπόλοιπα νομικά τεκμήρια.110 Έτσι, καθώς συγκαταλέγονται στο τμήμα των

νομικών τεκμηρίων, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα έγκυρης μαρτυρίας.

2.2. Αισχίν. 1.128-129: Όμηρος, Ευριπίδης, Ησίοδος και ο ρόλος της

φήμης

2.2.1. Ο ρόλος της φήμης στον Κατὰ Τιμάρχου

Στον Κατὰ Τιμάρχου η κατηγορία της πορνείας, η οποία καταδικάζεται

σε ἀτιμίαν (21), μετατρέπεται σε κυρίαρχο θέμα του λόγου με την τακτική

επανάληψη συγγενών λέξεων (πόρνος, πορνεύεσθαι, ἑταιρεῖν). Μολονότι για τις

υπόλοιπες από τις τρεις κατηγορίες (λιποταξία, παραμέληση γονέων, διασπάθιση

πατρικής περιουσίας) ο ρήτορας προσκομίζει μάρτυρες στο δικαστήριο (50, 99-100,

104, 115), δεν έχει στην ευχέρειά του κάποιο χειροπιαστό αποδεικτικό που να

πιστοποιεί την εκπόρνευση του Τιμάρχου.

Καθ’ όλη την διάρκεια της επιχειρηματολογίας του ο Αισχίνης

διατρανώνει την κακή φήμη του Τιμάρχου, αποδίδοντάς της πρωτεύοντα

αποδεικτικό ρόλο.111 Καθώς δεν έχει άλλο αποδεικτικό μέσο στην διάθεσή του,

επανέρχεται διαρκώς στην διαδεδομένη φήμη του Τιμάρχου του πόρνου, της

οποίας, τονίζει, οι πάντες έχουν επίγνωση.112 Παροτρύνει, μάλιστα, τους δικαστές

να αποφανθούν με βάση την κοινή γνώμη (communis opinio) που έχει σχηματιστεί

για τον Τίμαρχο, παρά να στηριχτούν στα λεγόμενα πιθανών μαρτύρων (90, 153).

Σε αυτό το πλαίσιο, η φήμη αναδεικνύεται σε αλάθητο και αξιόπιστο μάρτυρα της

κατηγορίας. Όπως σημειώνει, άλλωστε, η Hunter,113 o ρόλος της φήμης ως

αποδεικτικού για το ήθος και τον χαρακτήρα ενός Αθηναίου ιδιώτη είναι απόλυτα

συνυφασμένος με την διαδικασία της δοκιμασίας των ρητόρων, στην οποία

υπάγεται και η δικαστική διαμάχη με τον Τίμαρχο.

Ο Αισχίνης συχνά υπογραμμίζει ότι όλοι γνωρίζουν για την

εκπόρνευση του Τιμάρχου. Mε όρους ρητορικής μετέρχεται έναν κοινό τόπο

(ἅπαντες ἴσασιν), σύμφωνα με τον οποίο ο ρήτορας προεικάζει ότι κάτι είναι

γνωστό σε όλους. Οι αρχαίοι ρήτορες συχνά χρησιμοποιούν αυτό τον τόπο,

110 Βλ. MacDowell (2000) 36.

111 Για την εξέχουσα θέση και τον ρόλο της φήμης ως μίας μορφής κοινωνικού ελέγχου στην

αρχαία Αθήνα βλ. Ober (1989) 148-150, Hunter (1990) 299-325, Lewis (1996) 10-13. Ειδικότερα για την

φήμη ως αποδεικτικό μέσο κατά του Τιμάρχου βλ. Wohl (2010) 47-50.

112 Βλ. Αισχίν. 1.20, 1.44, 1.48, 1.53, 1.55, 1.130. Πρβλ. επίσης Dover (1978) 22, 39-40.

113 Hunter (1990) 299-325.

34

προκειμένου να μεθοδεύσουν την απόφαση του δικαστηρίου.114 Σύμφωνα με τον

Αριστοτέλη,115 η συγκεκριμένη τακτική εδράζεται σε ψυχολογικούς παράγοντες

γοήτρου και εκμαιεύει ομολογούμενη συμφωνία από το σύνολο των ενόρκων,

καθώς θεωρούνταν ντροπή η άγνοια κάποιου πράγματος το οποίο γνώριζαν όλοι.

Υπό αυτούς τους όρους, ο Αισχίνης ισχυρίζεται ότι οι δικαστές είναι ταυτόχρονα

και μάρτυρες και κριτές του λόγου του (89: οἱ δ’ αὐτοί μοι δικασταὶ καὶ μάρτυρές

ἐστε τῶν λόγων) και ότι ο ίδιος απλώς τους υπενθυμίζει (ἀναμιμνῄσκειν)

πράγματα τα οποία ήδη γνωρίζουν. Υπαινίσσεται μάλιστα ότι ο λόγος του είναι

περιττός και η τελική έκβαση της δίκης είναι προκαθορισμένη σε βάρος του

Τιμάρχου (79).

Στο πεδίο της φήμης εμπίπτει εμφανώς και το παρωνύμιο του Τιμάρχου

(πόρνος). Στον λόγο του Αισχίνη η ιδιότητα αυτή του Τιμάρχου λαμβάνεται

ταυτοχρόνως και ως δεδομένο της υπόθεσης αλλά και ως αποδεικτέα θέση. Ο

ρήτορας επανέρχεται στο παρωνύμιο του Τιμάρχου σε καίρια σημεία του λόγου

του. Αρχικά, τηρείται ένα είδος εὐφημίας, και ο ρήτορας συνειδητά αποφεύγει να

αναφερθεί απερίφραστα σε αυτό. Μια πρώτη συγκεκαλυμμένη νύξη γίνεται σε

συνάρτηση με την επαίσχυντη εμφάνιση του Τιμάρχου στο πολιτικό forum, όπου

αναφέρεται απλώς ότι η προσωνυμία (ἐπωνυμία) του Τιμάρχου είναι εκ διαμέτρου

αντίθετη προς αυτή του Αριστείδη του δίκαιου (26)∙ δεν δίνονται περαιτέρω

λεπτομέρειες γιατί, υπονοείται, είναι γνωστή τοις πάσι. Την ίδια επιφύλαξη

εκδηλώνει ο Αισχίνης, όταν υπενθυμίζει στο ακροατήριό του ότι ο Τίμαρχος, κάθε

φορά που ανεβαίνει στο βήμα, χλευάζεται για τα ερωτικά υπονοούμενα

ομοφυλοφιλικού τύπου στον λόγο του (80). Μόνο όταν επικαλείται την

προσωποποιημένη θεότητα της Φήμης, ο ρήτορας αναφέρει ρητά ότι ο Τίμαρχος

είναι ευρέως γνωστός ως «o Τίμαρχος ο πόρνος» (130: οὐχ ἅμα τοὔνομα λέγεται καὶ

τὸ ἐρώτημα ἐρωτᾶτε∙ «ποῖος Τίμαρχος; ὁ πόρνος;»). Κατά συνέπεια, σε μία θεατρική

παράσταση στον δήμο του Κολλυτού, όταν ο κωμικός ηθοποιός Παρμένων

αναφέρθηκε στους πόρνους μεγάλους Τιμαρχώδεις (157), οι πάντες αντιλήφθηκαν

ότι ο λόγος γινόταν για τον Τίμαρχο. Αυτό, σύμφωνα με τον Αισχίνη, αποδεικνύει

ότι το όνομα Τίμαρχος είχε προσοικειωθεί την σημασία «πόρνος» (κληρονόμος τοῦ

ἐπιτηδεύματος).

114 Βλ. Λυσ. 21.19, Δημ. 18.10, 19.199-200, 19.226, Ισ. 3.40, Δείν. 2.8.

115 Ῥητ. 1408a 34-38: πάσχουσι δέ τι οἱ ἀκροαταὶ καὶ ᾧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι «τίς δ’

οὐκ οἶδεν;» «ἅπαντες ἴσασιν»∙ ὁμολογεῖ γὰρ ὁ ἀκούων αἰσχυνόμενος, ὅπως μετέχῃ οὗ περ καὶ οἱ ἄλλοι

πάντες.

35

2.2.2. Όμηρος, Ευριπίδης, Ησίοδος

Στον Κατὰ Τιμάρχου 117-176 ο Αισχίνης αντικρούει εκ των προτέρων

πιθανά αντεπιχειρήματα από το αντίπαλο δέος.116 O σοφιστής Δημοσθένης,

σύμφωνα με τον Αισχίνη, θα αντιπαρατεθεί σθεναρά στην αναφορά της

αρνητικής φήμης ως αποδεικτικού για την ενοχή του Τιμάρχου, με το βασικό

επιχείρημα ότι δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο άδικο από την φήμη (125: λέγει

γὰρ ὡς οὐδέν ἐστιν ἀδικώτερον φήμης). Ο Αισχίνης παραθέτει και μια σειρά από

παραδείγματα, τα οποία πιθανότατα θα επικαλεστεί ο αντίδικος για να αποδείξει

την αναξιοπιστία της φήμης (125-126). Τα δύο πρώτα αφορούν στην εσφαλμένα

αποδιδόμενη επωνυμία ενός οίκου και μιας στήλης του Ερμή αντίστοιχα, ενώ το

τρίτο αναφέρεται στην επωνυμία Βάταλος117 του Δημοσθένη. Ο Δημοσθένης,

σύμφωνα με τον Αισχίνη, θα ισχυριστεί ότι το παρωνύμιό του, όπως και του

Τιμάρχου, βασίζονται σε εξωτερικά τους γνωρίσματα, χωρίς να αντανακλούν τον

πραγματικό τους χαρακτήρα. Ο Αισχίνης υποστηρίζει την σαθρότητα των δύο

πρώτων παραδειγμάτων, με το επιχείρημα ότι δεν έχουν σημασία οι φήμες που

διαδίδονται για όλα τα άψυχα εν γένει αντικείμενα, αλλά η φήμη που αφορά στον

τρόπο ζωής και την ηθική συμπεριφορά των ανθρώπων που σχετίζονται με αυτά

(127).

Αυτή ακριβώς η πιθανολογούμενη ένσταση του Δημοσθένη δίνει την

αφορμή για την τελική υπεράσπιση της φήμης και του αποδεικτικού της ρόλου

στην υπόθεση του Τιμάρχου. Η αναφορά στην φήμη που κινείται αυτόματα, με τις

δικές της δυνάμεις (ἀπὸ ταὐτομάτου), διαδίδοντας αψευδείς μαρτυρίες στην

πολιτική κοινότητα για τον βίο ιδιωτών (127), προετοιμάζει την επακόλουθη μνεία

στην φήμη ως προσωποποιημένη θεότητα.118 Ο ρήτορας, αξιοποιώντας το

ρητορικό σχήμα της προσωποποιίας,119 επικαλείται ως μάρτυρα την θεότητα της

Φήμης, η οποία κατά γενική ομολογία αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής λατρείας

με δικό της βωμό (128: ὥσθ’ εὑρήσετε καὶ τὴν πόλιν ἡμῶν καὶ τοὺς προγόνους φήμης

ὡς θεοῦ μεγίστης βωμὸν ἱδρυμένους).

116 Πρόκειται για συνηθισμένη τακτική στους δικανικούς λόγους (refutatio). Τα αντεπιχειρήματα

του αντιπάλου είτε διαδίδονταν από στόμα σε στόμα σε συζητήσεις πολιτικών κύκλων είτε

αποτελούσαν προϊόν εικασίας του ρήτορα είτε προστίθεντο εκ των υστέρων ως αποτέλεσμα

επεξεργασίας του ρητορικού λόγου. Βλ. σχετικά Fisher (2001) 256-257.

117 Για το παρωνύμιο του Δημοσθένη και τις πιθανές ερμηνείες του βλ. αναλυτικά Fisher (2001)

265-267.

118 Για την φήμη ως προσωποποιημένη θεότητα βλ. Alexiou (1995) 19-20, Parker (1996) 155-156,

233, 237, Stafford (2000) 10-11, Bajnok (2013) 181-189.

119 Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο δίνεται υπόσταση σε μια αφηρημένη έννοια ή σε ένα νεκρό

πρόσωπο. Για τους ρητορικούς τόπους βλ. Lausberg (1998).

36

Πράγματι, στην αρχαϊκή και κλασική ποίηση η φήμη πολλάκις

αναγνωρίζεται ως θεϊκή οντότητα, και ο Αισχίνης παραθέτει Όμηρο, Ευριπίδη και

Ησίοδο (128-129).120 Σύμφωνα με τους αρχαίους σχολιαστές του Αισχίνη, οι

Αθηναίοι ίδρυσαν βωμό προς τιμήν της θεάς Φήμης, όταν η είδηση για την νίκη

του Κίμωνα επί των Περσών στον Ευρυμέδοντα ποταμό (στις αρχές του 460 π.Χ.)

έφτασε αυτόματα στην Αθήνα πριν από την άφιξη της επίσημης αποστολής.121 Η

ρητορική υπερβολή βέβαια (ὡς θεοῦ μεγίστης) που κάνει ο Αισχίνης ενισχύει

απλώς την επιχειρηματολογία του και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Για το επιχείρημα του Αισχίνη βαρύνουσα σημασία έχει ο αξιόπιστος

χαρακτήρας της φήμης (127: ἀψευδὴς φήμη). Για τον ρήτορα η θεϊκή υπόσταση της

φήμης αποτελεί αυτόχρημα της εγκυρότητας των ειδήσεων που διαδίδει. Για να

υποστηρίξει τις θεϊκές καταβολές της φήμης, παραθέτει διαδοχικά στίχους του

Ομήρου, του Ευριπίδη και του Ησιόδου (128-129). Με όρους δικανικούς, δηλαδή, η

μαρτυρία των ποιητών λειτουργεί υποστηρικτικά προς την μαρτυρία της Φήμης.

Την αλληλουχία των ποιητικών παραθεμάτων εισάγει ο Όμηρος.

Σύμφωνα με τον Αισχίνη, ο επικός ποιητής αναφέρει συχνά στην Ἰλιάδα ότι φήμη

δ’ εἰς στρατὸν ἦλθε, για την προσωποποιημένη φήμη και την διασπορά αληθών

ειδήσεων (128). Ο συγκεκριμένος, εντούτοις, ημι-εξάμετρος δεν απαντά πουθενά

στο παραδεδομένο ομηρικό κείμενο. Η λέξη φήμη, εξάλλου, απαντά μόνο στην

Ὀδύσσεια, με πολύ διαφορετική σημασία: για να δηλώσει έναν θεϊκό χρησμό, μια

θεϊκή προφητεία.122 Ο Welcker υποστηρίζει ότι, παρόλο που ο Αισχίνης αναφέρει

συγκεκριμένα την Ἰλιάδα, στην πραγματικότητα εννοεί ολόκληρο τον επικό κύκλο

ή – για να δώσει μια εξήγηση περισσότερο συνεπή προς το παραδεδομένο κείμενο

– την Μικρὰ Ἰλιάδα, εξηγώντας ότι η λέξη Μικρά εξέπεσε κατά την παράδοση του

κειμένου.123

Περισσότερο εύλογο, ωστόσο, προβάλλει το ενδεχόμενο ο Αισχίνης,

βασιζόμενος σε μια από μνήμης γνώση του ομηρικού έπους, να επινόησε τον ημι-

120 Βλ. Βακχ. Ἐπ. 2.1: σεμνοδότειρα Φήμα, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 158: εἰπέ μοι, ὦ χρυσέας τέκνον Ἐλπίδος,

ἄμβροτε Φάμα, Ησ. Ἔργ. 764 (βλ. παρακάτω).

121 Schol. Aeschin. 1.128: Κίμωνος ἐν Παμφιλίᾳ νικήσαντος ναυμαχίαν καὶ πεζομαχίαν αὐθμερὸν

ἔγνωσαν Ἀθηναῖοι, ὡς ὕστερον αὐτοῦ διὰ γραμμάτων τὴν νίκην σημήναντος∙ ὅθεν πρῶτον καὶ βωμὸν τῇ

Φήμῃ ὡς θεῷ ἀνιδρύσαντο. Εναλλακτικά, πρβλ. Προκ. Ἐπιστ. 40 (5ος/6ος αι.), ο οποίος συνδέει την

ίδρυση βωμού προς τιμήν της Φήμης με την ταχύτατη εξάπλωση της φήμης για τον ελληνικό

θρίαμβο στην μάχη της Μυκάλης (479 π.Χ.): νῦν ὄντως ἔγνων, ὡς οὐκ ἦν ἄρα λόγος ἀλλ’ ἔργον ἡ φήμη,

καὶ θαυμάζω τάχα τὸν νόμον τὸν Αττικόν, ὃς ἐν θεοῖς καὶ ταύτην ἱδρύσατο. οὐ γὰρ δὴ μόνον Ἡσίοδος

θεὸν αὐτὴν ἀνυμνεῖ, ἀλλὰ Ἀθηναῖοι τὴν ἐν Μυκάλῃ μάχην αὐθημερὸν ἐγνωκότες οὐκ ἀνεκτὸν ἔφασαν

εἰ μὴ θεὸν ἡγοῖντο τὴν φήμην. Για μια πιθανή ταυτοποίηση της τοποθεσίας του ιερού βλ. Παυσ. 1.17.1.

122 Ὀδ. 2.35, 20.100, 20.105. Βλ. LSJ s.v. Ι.

123 Welcker (1835) I 124. Συμφωνεί και ο Marzullo (1953) 68-75.

37

εξάμετρο στίχο.124 Η ομηρική λέξη που χρησιμοποιείται με την σημασία «φήμη»

είναι το ουσιαστικό ὄσσα, το οποίο ενίοτε απαντά και ως προσωποποιημένη

οντότητα (αγγελιαφόρος του Δία).125 Ο Αισχίνης, λοιπόν, για την σύνθεση του

νέου ημι-εξαμέτρου πιθανώς είχε κατά νου ανάλογα ομηρικά χωρία, στα οποία

γίνεται λόγος για την φήμη ως προσωποποιημένη οντότητα και αγγελιαφόρο του

Δία (Ὄσσα) και την ταχύτατη εξάπλωσή της.126

H αυθεντία της φήμης αναγνωρίζεται και από τον Ευριπίδη. Ο

τραγικός ποιητής παραδέχεται την θεϊκή υπόσταση της φήμης: κάτι τέτοιο βέβαια

δεν προκύπτει από τον παρατιθέμενο στίχο του ποιητή, αλλά αποτελεί ξεχωριστό

ερμηνευτικό σχόλιο του Αισχίνη (128: ἀποφαινόμενον τὴν θεὸν ταύτην). Ο ρήτορας

παραθέτει έναν στίχο από ένα άγνωστο έργο του Ευριπίδη που επικεντρώνεται

στον εχέγγυο χαρακτήρα της φήμης και στην δύναμή της να φανερώνει τον

χαρακτήρα των ενάρετων ακόμη και από τα μύχια της γης (φήμη τὸν ἐσθλὸν κἀν

μυχῷ δείκνυσι γῆς127). Ο Αισχίνης γενικεύει την ρήση του Ευριπίδη και

υπογραμμίζει την ικανότητα της φήμης να φανερώνει το αληθινό ποιόν των

ανθρώπων ακόμη και μετά θάνατον (128: οὐ μόνον τοὺς ζῶντας ἐμφανίζειν

δυναμένην, ὁποῖοί τινες ἂν τυγχάνωσιν ὄντες, ἀλλὰ καὶ τοὺς τετελευτηκότας).

Ο στίχος του Ευριπίδη εξυπηρετεί τέλεια την ρητορική του Αισχίνη,

καθώς υπογραμμίζει την αξιοπιστία της φήμης. Απαντά ξανά μόνο στην

Σοῦδαν,128 χωρίς να είναι γνωστό σε τι ακριβώς συμφραζόμενα αναφέρεται. Αν

ισχύουν τα λεγόμενα του Αισχίνη, τότε στο ποιητικό συγκείμενο ο Ευριπίδης

προβάλλει τον θεϊκό χαρακτήρα και την αξιοπιστία της φήμης. Καθώς, όμως, ο

στίχος δεν υποστηρίζεται ιδιαίτερα από την έμμεση παράδοση, δεν αποκλείεται ο

Αισχίνης να παρενέβη στο ποιητικό κείμενο, εφόσον αυτό μάλιστα εξυπηρετεί

αμεσότατα την ρητορική του.129 Την προοπτική αυτή ενισχύει και η ιδιοτυπία του

προηγούμενου «ομηρικού» παραθέματος, το οποίο αποδεικνύει εν μέρει την

δημιουργική ευελιξία με την οποία μπορεί να μεταχειρίζεται ο Αισχίνης την

ποιητική μαρτυρία.

Η διαδοχή των ποιητικών παραθεμάτων κλιμακώνεται με τους στίχους

του Ησιόδου (129):

124 Βλ. Ford (1999) 249-250, Fisher (2001) 269, Bajnok (2013) 185.

125 Για την ὄσσαν ως απλό ουσιαστικό βλ. Ὀδ. 1.282, 2.216, ενώ ως προσωποποιημένη οντότητα

βλ. Ἰλ. 2.93-94, 24.413-414. Με την σημασία «φήμη» χρησιμοποιείται στην Ὀδύσσεια και το ουσιαστικό

φῆμις ( Ὀδ. 6.273, 15.468, 16.75, 19.527, 24.201).

126 Εγγύτερα προς την διατύπωση του Αισχίνη η Ὀδ. 24.413-414: ὄσσα δ’ ἄρ’ ἄγγελος ὦκα κατὰ

πτόλιν ᾤχετο πάντῃ / μνηστήρων στυγερὸν θάνατον καὶ κῆρ’ ἐνέπουσα.

127 Ευρ. απ. 865 Kannicht (o Kannicht επέλεξε την γραφή μυχοῖς αντί για μυχῷ, που παραδίδεται

από την Σοῦδαν φ 269 s.v. Φήμη).

128 Σοῦδα φ 269 s.v. Φήμη.

129 Βλ. Fisher (2001) 269.

38

ὁ δ᾽ Ἡσίοδος καὶ διαρρήδην θεὸν αὐτὴν ἀποδείκνυσι, πάνυ σαφῶς φράζων

τοῖς βουλομένοις συνιέναι∙ λέγει γάρ,

φήμη δ᾽ οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥντινα λαοὶ

πολλοὶ φημίξωσι∙ θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή.

καὶ τούτων τῶν ποιημάτων τοὺς μὲν εὐσχημόνως βεβιωκότας εὑρήσετε

ἐπαινέτας ὄντας∙ πάντες γὰρ οἱ δημοσίᾳ φιλότιμοι παρὰ τῆς ἀγαθῆς

φήμης ἡγοῦνται τὴν δόξαν κομιεῖσθαι∙ οἷς δ᾽ αἰσχρός ἐστιν ὁ βίος, οὐ

τιμῶσι τὴν θεὸν ταύτην∙ κατήγορον γὰρ αὐτὴν ἀθάνατον ἔχειν ἡγοῦνται.

Ο Ησίοδος, κατά τον Αισχίνη, σε σχέση με τους άλλους δύο ποιητές ξεκάθαρα

παραδέχεται την θεϊκή φύση της φήμης (καὶ διαρρήδην θεὸν αὐτὴν ἀποδείκνυσι)

και απευθύνεται σε αυτούς που είναι πρόθυμοι να καταλάβουν (τοῖς βουλομένοις

συνιέναι). Η μετοχή βουλόμενος αποτελεί έναν κρίσιμο όρο για το ευρύτερο

πολιτικό πλαίσιο στο οποίο επιδιώκει να εγγράψει την αρχαϊκή σκέψη του

Ησιόδου ο Αισχίνης.130 Πρόκειται για έναν όρο με κατεξοχήν δημοκρατικές

συνδηλώσεις που γενικότερα δηλώνει τον ενεργό πολίτη μιας δημοκρατικής

κοινότητας.131 Στο δίστιχο του Ησιόδου αποτυπώνεται η δύναμη και η αθανασία

της φήμης. Για τον πολίτη μιας δημοκρατούμενης κοινωνίας, οι πολιτικές

επιδόσεις του οποίου βρίσκονταν υπό αδιάλειπτο έλεγχο, η κοινή γνώμη είχε

αναδειχθεί σε μία κατεξοχήν μορφή κοινωνικού ελέγχου. Η διασπορά μιας

αρνητικής φήμης σε βάρος ενός ιδιώτη, όπως επί παραδείγματι στην περίπτωση

του Τιμάρχου, μπορούσε να επιφέρει ολέθριες συνέπειες κύρους στην θέση του ως

μέλους της πολιτικής κοινότητας. Ο Αισχίνης έχει απόλυτη συνείδηση της

πραγματικότητας αυτής και έξυπνα εκμεταλλεύεται κάθε δυνατότητα που του

παρέχει σε βάρος του αντιπάλου του.

Σε αντιδιαστολή με τα δύο προηγούμενα ποιητικά παραθέματα, στην

περίπτωση του Ησιόδου ο Αισχίνης παραθέτει αναμφισβήτητα γνήσιους στίχους

του ποιητή από το Ἔργα καὶ Ἡμέραι (763-764), αν και παρεκκλίνει ελαφρώς από

την κειμενική παράδοση του Ησιόδου. Στον Ησίοδο η συμπλοκή λαοὶ πολλοί

απαντά με πρόταξη του επιθέτου (πολλοὶ λαοί). Η άμεση παράδοση του Ησιόδου

υποστηρίζει την δεύτερη εκδοχή και ο West132 την θεωρεί ισχυρότερη. Επιπλέον, ο

130 Πρβλ. Λυκ. Λεωκ. 108 (μετά το ποιητικό παράθεμα του Τυρταίου): καλά γ’, ὦ ἄνδρες, καὶ

χρήσιμα τοῖς βουλομένοις προσέχειν.

131 Βλ. IG I2 40.13-14, IG I2 88.5-11, Θουκ. 1.26.5, 1.27.1, 3.66.1, 4.68.3, Αισχίν. 3.220, [Ξεν.] Ἀθ. 1.2, 1.6,

Αριστ. Ἀθ. πολ. 9.1. Πρβλ. Hansen (1999) 72.

132 West (1978) 345.

39

Αισχίνης παραδίδει την varia lectio φημίξωσι, η οποία υποστηρίζεται εν μέρει από

την χειρόγραφη παράδοση του Ησιόδου, αντί για το φημίξουσι και μετατρέπει την

αναφορική πρόταση από πρόταση κρίσεως σε πρόταση επιθυμίας.

Στο Ἔργα καὶ Ἡμέραι 760-764 ο Ησίοδος, έπειτα από μια σειρά

συμβουλών για την πρόληψη της οργής του θείου, εφιστά την προσοχή προς τυχόν

κακόβουλα σχόλια των ανθρώπων και τονίζει αφενός μεν την δύναμη της φήμης,

αφετέρου δε την αθανασία της. Η φήμη είναι και αυτή μια θεότητα γιατί δεν

χάνεται ποτέ και γιατί επηρεάζει δραστικά την ζωή των ανθρώπων. Η λέξη φήμη

ως media vox μπορεί να είναι επιφορτισμένη είτε με θετικό είτε με αρνητικό

σημασιολογικό φορτίο. Η επισώρευση των αρνητικών συνώνυμων επιθέτων

(δειλήν, κακή, χαλεπή) για την φήμη καθιστούν σαφή την οπτική του Ησιόδου:133 o

επικός ποιητής εστιάζει στην κακή - και ενδεχομένως ψευδή - φήμη και τις

βλαβερές της συνέπειες για το άτομο.134

Στα επικά συμφραζόμενα, συνεπώς, υπονομεύεται ο ρόλος της φήμης

ως εκφραστή της αλήθειας. Εύλογα λοιπόν, ο ρήτορας εστιάζει στο β΄ μισό του

ποιητικού χωρίου και παραθέτει μόνο εκείνους τους στίχους που αποδίδουν

έμφαση στην αθανασία και την θεϊκή υπόσταση της φήμης. Προβαίνει, εντούτοις,

σε μια σκόπιμη παρερμηνεία του δίστιχου. Ο θεϊκός χαρακτήρας της φήμης δεν

συνεπάγεται απαραίτητα και την αξιοπιστία της. Υπάρχει ένα ποιοτικό χάσμα

ανάμεσα την αρχαϊκή οπτική του Ησιόδου και στην ρητορική του Αισχίνη: ο

ποιητής υπογραμμίζει την δύναμη της φήμης, ενώ ο ρήτορας την εγκυρότητά της.

Όπως και με τα δύο προηγούμενα ποιητικά παραθέματα, είναι εμφανής η επιβολή

της ρητορικής σκοπιάς πάνω στην ποιητική. Ο ρήτορας μεταχειρίζεται και

ερμηνεύει την ποιητική σοφία κατά το δοκούν, για την καλύτερη δυνατή

εξυπηρέτηση της ρητορικής του: όχι μόνο απομονώνει τους ποιητικούς στίχους

από το συγκείμενό τους, αλλά προβαίνει, επιπλέον, και σε μια στρέβλωση της

ερμηνείας τους.

Με βάση την ποιητική μαρτυρία συνάγεται ότι ο Τίμαρχος, λόγω της

διαδεδομένης φήμης, είναι πόρνος και πρέπει να καταδικαστεί. Τα ερμηνευτικά

σχόλια που έπονται των ποιητικών παραθεμάτων επισφραγίζουν τον πρότερο

επονείδιστο βίο του (129-130). Ο Αισχίνης εκκινεί από την πιο γενικευμένη

διαπίστωση ότι την ποιητική γνωμολογία για την δύναμη της φήμης επαινούν

μόνο οι εὐσχημόνως βεβιωκότες (129). Με αφορμή αυτό, εισάγει μια διάκριση,

133 Ησ. Ἔργ. 760-762: δειλὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην∙ / φήμη γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν

ἀεῖραι / ῥεῖα μάλ’, ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ’ ἀποθέσθαι.

134 O Βεργίλιος (Αen. 4.172-190) περιγράφει την θεά Φήμη (Fama), η οποία διαδίδει την είδηση του

έρωτα της Διδούς για τον Αινεία, ως το ταχύτερο κακό (malum) και ως τέρας φρικιαστικό (monstrum

horrendum).

40

κεντρική για την επιχειρηματολογία του,135 που αξιοποιεί την ιδέα της

φιλοτιμίας.136 Όσοι υπηρετούν ορθά την φιλοτιμίαν (οἱ δημοσίᾳ φιλότιμοι), μέσω

του παραδειγματικού τους βίου και των ευεργεσιών τους προς την πόλη,

επιδοκιμάζουν τους ποιητικούς αυτούς στίχους και θεωρούν την καλή τους φήμη

πηγή της δόξας τους. Αντιθέτως, όσοι διακρίνονται για τον ανήθικο βίο τους, αλλά

μολαταύτα πολιτεύονται, φοβούνται την φήμη και την θεωρούν εχθρό τους. Η

περίπτωση του Τιμάρχου προφανώς εμπίπτει στην δεύτερη κατηγορία, καθώς

στην κοινή μνήμη είναι εγγεγραμμένος ως ο Τίμαρχος ο πόρνος (130).

Το παρωνύμιο του Τιμάρχου επικυρώνει και η θεά Φήμη, η

αμφισβήτηση της μαρτυρίας της οποίας θα ισοδυναμούσε με απροκάλυπτη

κατηγορία ψευδομαρτυρίας εις βάρος μιας θεότητας (130: ᾗ οὐδὲ ψευδομαρτυριῶν

θέμις ἐστὶν ἐπισκήψασθαι). Η επιλογή του λεξιλογίου δείχνει ιδιαίτερα

μελετημένη: η έννοια θέμις – επιφορτισμένη με θρησκευτικές συνδηλώσεις –

υποδεικνύει θρησκευτικό νόμο, ενώ το ρήμα ἐπισκήπτεσθαι είναι ο terminus

technicus για την εξαπόλυση κατηγορίας για ψευδομαρτυρία.137 Ο Αισχίνης, με την

επιλογή θρησκευτικής και νομικής ορολογίας, επιχειρεί να δεσμεύσει τους

δικαστές να αποδεχτούν την θεϊκή μαρτυρία της Φήμης με την βαρύτητα ενός

έγκυρου νομικού τεκμηρίου.

Επομένως, τα ποιητικά παραθέματα για τον ρόλο της φήμης αποτελούν

μέρος της συνολικής ρητορικής τακτικής που υιοθετεί ο Αισχίνης στον Κατὰ

Τιμάρχου. Ελλείψει άλλων μαρτυριών, προσκαλεί ως μάρτυρα στο δικαστήριο την

προσωποποιημένη θεότητα της Φήμης, το κύρος της οποίας αναγνωρίζουν στα

ποιήματά τους ο Όμηρος, ο Ευριπίδης και ο Ησίοδος. Η κακή φήμη του Τιμάρχου

είναι πασίγνωστη, οι μάρτυρες περιττεύουν∙ οι δικαστές καλούνται απλώς να

δείξουν εμπιστοσύνη στην αυθεντία της φήμης, όπως αυτή πιστοποιείται από

τους ποιητές. Για την καλύτερη εξυπηρέτηση της ρητορικής του ο Αισχίνης

παρεμβαίνει στο ποιητικό κείμενο. Και αυτή η ρητορική στέφθηκε εν τέλει από

επιτυχία, καθώς η τελική καταδίκη του Τιμάρχου δεν βασίστηκε σε αποδείξεις

αλλά στην αυταπόδεικτη κακή φήμη.138

135 Βλ. Αισχίν. 1.160, 1.194-196.

136 Για την βαθμιαία εξέλιξη του σημασιολογικού φορτίου της έννοιας φιλοτιμία (φιλοδοξία) βλ.

Αλεξίου (2016) 32-33. Αρχικά, στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. είχε κατεξοχήν αρνητική σημασία, δηλώνοντας

την άνοδο των προσωπικών φιλοδοξιών σε βάρος της πόλης, ενώ στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. αποκτά

θετικό πρόσημο με την επιθυμία της πόλης να εντάξει την φιλοδοξία σε ένα πλέγμα συνεργατικών

αξιών. Πρβλ. επίσης Alexiou (1995) 47-49, Alexiou (2013) 47-73, Alexiou (2018) 114-133, Wilson (2000)

144-197.

137 Για τον terminus technicus ἐπισκήπτεσθαι βλ. Harrison (1968-1971) II 192-197.

138 Βλ. Cohen (1995) 110-111, Lape (2006) 139-160. Για την τελική καταδίκη του Τιμάρχου σε ἀτιμίαν

πρβλ. Fisher (2001) 67, Fisher (2008) 185-231.

41

2.3. Αισχίν. 1.141-154: o σώφρων ἔρως

Ο Κατὰ Τιμάρχου αποτελεί μια νομική σπανιότητα στην αττική

ρητορεία από την άποψη ότι διασώζει μια εναργή εικόνα του ομοφυλοφιλικού

έρωτα και της ανδρικής πορνείας στην αρχαιότητα.139 Ο κρίσιμος για την

επιχειρηματολογία του Αισχίνη όρος ἔρως εισάγεται για πρώτη φορά στα μισά

του λόγου (133: δι’ ἔρωτα), όταν ο Αισχίνης, συνεχίζοντας την refutatio πιθανών

αντεπιχειρημάτων του αντιπάλου, αναφέρεται συγκεκριμένα σε έναν ανώνυμο

στρατηγό, ο οποίος θα κληθεί στο βήμα να μιλήσει ως συνήγορος του Τιμάρχου.140

Ολόκληρη η επιχειρηματολογία του ρήτορα (132-151) διαρθρώνεται γύρω από μια

βασική αντίστιξη: την διάκριση μεταξύ σώφρονος και ανόσιου έρωτα. Ο Αισχίνης

πασχίζει να αποδείξει ότι η περίπτωση του Τιμάρχου ανήκει στην δεύτερη

κατηγορία. Ως μάρτυρες της ανώτερης ποιότητας του σώφρονος έρωτα ο ρήτορας

προσκομίζει τον Όμηρο και τον Ευριπίδη και εντάσσει τους στίχους τους στην όλη

επιχειρηματολογία του.

Ο ανώνυμος στρατηγός θα επιχειρήσει να υπονομεύσει την

εγκυρότητα ολόκληρης της παρούσας νομικής διαδικασίας, με το βασικό

επιχείρημα ότι ο Τίμαρχος στην πραγματικότητα υπηρετεί το ιδανικό του έντιμου

ομοφυλοφιλικού έρωτα, μια αναγνωρισμένη αξία του αθηναϊκού πολιτισμού (132-

140).141 Η κίνηση του Αισχίνη να μηνύσει τον Τίμαρχο, σύμφωνα με τον συνήγορο

του Τιμάρχου, αποτελεί ένδειξη ἀπαιδευσίας (132). Στο πλαίσιο του επιχειρήματός

του - όπως αυτό ανασυντίθεται εξ εικασίας από τον Αισχίνη - ο ανώνυμος

στρατηγός θα επικαλεστεί την αλληλοαφοσίωση μεταξύ Αρμόδιου-

Αριστογείτονος142 και μεταξύ Αχιλλέα-Πατρόκλου, όπως την περιγράφει ο

Όμηρος, ως εμβληματικά παραδείγματα του έντιμου ομοφυλοφιλικού έρωτα που

οδηγεί στην ηρωική αυτοθυσία (132-133):

139 Βλ. Blass (1887-18982) III.2 192-193, Dover (1978) 29-30, Cohen (1991) 176-180, Usher (1999) 280.

140 Για την τακτική αρχόντων και άλλων επιφανών ανδρών να μιλούν στο δικαστήριο ως

συνήγοροι όσων εμπλέκονταν σε πολιτικές δίκες πρβλ. Δημ. 22.38, 22.40, Αισχίν. 2.184, 3.7, 3.196, Δείν.

1.112-113. Για τις πιθανές αντιδράσεις που ενδεχομένως ήγειρε μια τέτοια πρακτική βλ. Rubinstein

(1998) 138.

141 Ο ομοφυλοφιλικός έρωτας μεταξύ νεαρών αγοριών αποτέλεσε συχνά αντικείμενο της

ποίησης (βλ. Σόλων απ. 24, 25 West, βιβλίο 2 από το θεογνίδειο corpus και Πλάτ. Λῦσ. 204c-d για τα

ποιητικά εγκώμια του Ιπποθαλή για τον αγαπημένο του Λύσι) καθώς επίσης και των πεζών

εγκωμίων του έρωτα που απαντούν στο Συμπόσιον του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα. Για τον

ομοφυλοφιλικό έρωτα στην αρχαιότητα βλ. διεξοδικά Dover (1978).

142 Βλ. Θουκ. 6.54-59. Ο Αριστογείτων, ένας μέσος πολίτης, ήταν εραστής του επιφανούς

(λαμπροῦ) Αρμοδίου. Η δολοφονία του Ιππάρχου και κατ’ επέκταση η κατάλυση της τυραννίδας

ήταν πράξη ερωτικής εκδίκησης, ως αποτέλεσμα της απόπειρας του Ιππάρχου να ασελγήσει

ερωτικά στον Αρμόδιο.

42

(132) Ἀναβήσεται δ᾽ ἐν τῇ ἀπολογίᾳ καὶ τῶν στρατηγῶν τις, ὡς ἀκούω,

ὑπτιάζων καὶ κατασκοπούμενος ἑαυτόν, ὡς ἐν παλαίστραις καὶ

διατριβαῖς γεγονώς∙ ὃς ἐπιχειρήσει διασύρειν τὴν ὅλην ἔνστασιν τοῦ

ἀγῶνος, οὐ κρίσιν ἐξευρηκέναι με φάσκων, ἀλλὰ δεινῆς ἀπαιδευσίας

ἀρχήν, παραφέρων πρῶτον μὲν τοὺς εὐεργέτας τοὺς ὑμετέρους,

Ἁρμόδιον καὶ Ἀριστογείτονα, καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους πίστιν καὶ τὸ

πρᾶγμα ὡς συνήνεγκε τῇ πόλει διεξιών∙ (133) οὐκ ἀφέξεται δέ, ὥς

φασιν, οὐδὲ τῶν Ὁμήρου ποιημάτων οὐδὲ τῶν ὀνομάτων τῶν ἡρωικῶν,

ἀλλὰ καὶ τὴν λεγομένην γενέσθαι φιλίαν δι᾽ ἔρωτα Πατρόκλου καὶ

Ἀχιλλέως ὑμνήσει καὶ τὸ κάλλος, ὥσπερ οὐ πάλαι μακαριζόμενον, ἂν

τύχῃ σωφροσύνης, νῦν ἐγκωμιάσεται. εἰ γὰρ τὴν τοῦ σώματος

εὐπρέπειαν ταύτην τινὲς διαβάλλοντες συμφορὰν τοῖς ἔχουσι

καταστήσουσιν, οὐ ταὐτὰ φησὶ κοινῇ ψηφιεῖσθαί ὑμᾶς καὶ ἰδίᾳ

εὔχεσθαι.

Συγκεκριμένα, ο αντίπαλος θα μνημονεύσει με εγκωμιαστικούς όρους την φιλία

του Πατρόκλου και του Αχιλλέα που λέγεται ότι αναπτύχθηκε εξαιτίας του έρωτα

(133: τὴν λεγομένην γενέσθαι φιλίαν δι’ ἔρωτα Πατρόκλου καὶ Ἀχιλλέως). Η λέξη

ἔρως συμπαρατίθεται με τον ευρύτερο όρο φιλία. Με τον όρο ἔρως (<ἔραμαι)

δηλώνεται κάθε είδους ερωτική ή σεξουαλική επιθυμία, ενώ με τον όρο φιλία

(<φιλέω) δηλώνεται γενικά η αγάπη ή ένας συναισθηματικός δεσμός, ενίοτε και

σε ερωτικά συμφραζόμενα. Η συμπαράθεση των όρων αποσκοπεί στο να

καταστήσει σαφές ότι η φιλία Αχιλλέα-Πατρόκλου ήταν αποτέλεσμα ερωτικής

έλξης. Με βάση αυτά τα παραδείγματα και επικαλούμενος το αρχαιοελληνικό

ιδανικό της καλοκἀγαθίας,143 ο αντίπαλος θα προσπαθήσει να αποδείξει την

ανεδαφικότητα (ἄτοπον) μιας ενδεχόμενης καταδίκης του Τιμάρχου (134).

Στο στόχαστρο του ανώνυμου στρατηγού θα μπει και ο ίδιος ο

Αισχίνης, καθώς θα κατηγορηθεί για ερωτικές περιπτύξεις στα γυμνάσια και

ασελγή συμπεριφορά σε βάρος νεαρών αγοριών (135: ἐν τοῖς γυμνασίοις ὀχληρὸς

ὢν καὶ πλείστων ἐραστὴς γεγονώς). Μάλιστα, θα προσκομίσει και αποδεικτικά

στοιχεία σε βάρος του Αισχίνη – μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ερωτικά

ποιήματα που είχε συνθέσει ο ίδιος ο ρήτορας και μάρτυρες που επιβεβαιώνουν

την εμπλοκή του σε τέτοιου είδους ανοσιότητες. Η ουσία της προκείμενης

143 Το επιχείρημα του αντιπάλου διαμορφώνεται ως εξής: οι γονείς εύχονταν για τους γιους τους

να είναι όχι μόνο αντάξιοι της πόλης αλλά και όμορφοι εξωτερικά (134: καλοὺς κἀγαθοὺς τὰς ἰδέας

φῦναι)∙ η εξωτερική ομορφιά είναι φυσικό να διεγείρει το ερωτικό ένστικτο, κι επομένως μια

ενδεχόμενη καταδίκη ενός ευειδούς νέου, όπως ο Τίμαρχος, έρχεται σε αντίφαση με τις απόψεις τους.

43

κατηγορίας σε βάρος του Αισχίνη μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: σύμφωνα με τον

ανώνυμο συνήγορο του Τιμάρχου, ο ρήτορας κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια και,

καθώς ο ίδιος επιδίδεται σε συμπεριφορές ανόσιου έρωτος, θεωρεί ότι και η

περίπτωση του Τιμάρχου εμπίπτει στην ίδια κατηγορία.

Για την refutatio της ενδεχόμενης αυτής επίθεσης ο Αισχίνης βασίζεται

στην διάκριση σώφρονος και ανόσιου έρωτα (136-137), και ως προς αυτό μοιράζεται

ορισμένες κοινές πεποιθήσεις με τον ανώνυμο στρατηγό. Και οι δύο ομοφωνούν

ότι ο έντιμος ομοφυλοφιλικός έρωτας αποτελεί ένα δοκιμασμένο ιδανικό της

αθηναϊκής δημοκρατικής κοινωνίας∙144 η μεταξύ τους διαφωνία αφορά στο ποιος

ακριβώς αντιπροσωπεύει καθένα από τα δύο είδη έρωτα. Χωρίς να απορρίπτει την

εμπλοκή του σε ερωτικά πάθη (136: γεγονέναι τ’ ἐρωτικός),145 ο Αισχίνης

διευκρινίζει ότι η δική του συναναστροφή με νεαρά αγόρια υπάγεται στο είδος του

δικαίου έρωτα.

Η διάκριση σώφρονος και ανόσιου έρωτα στοιχειοθετείται με δύο

επιμέρους αντιθέσεις.

Στην πρώτη αντίθεση ο δίκαιος ἔρως ορίζεται ως η ερωτική επιθυμία για

όμορφους και εγκρατείς ανθρώπους (137: τὸ μὲν ἐρᾶν τῶν καλῶν καὶ σωφρόνων)

και προσιδιάζει σε έναν ευγενικό και γενναιόδωρο ψυχισμό (137: φιλανθρώπου

πάθος καὶ εὐγνώμονος ψυχῆς). Στον αντίποδα βρίσκεται ο μισθωτός, ασελγής

έρωτας, στον οποίο υπάγεται προφανώς η εκπόρνευση του Τιμάρχου, και είναι

δείγμα ὕβρεως και ἀπαιδευσίας. Πρόκειται για ηθικολογική ορολογία (137:

σωφρόνων, φιλανθρώπου, εὐγνώμονος), που προβάλλει την υπόθεση του Τιμάρχου

ως ένα ζήτημα ηθικής. To επίθετο φιλάνθρωπος και η έννοια φιλανθρωπία

δηλώνουν στην ιστορική τους εξέλιξη αρχικά την «φιλική ιδιότητα των θεών προς

τον άνθρωπο».146 Tον 4ο αι. π.Χ. η φιλανθρωπία είναι μια κατεξοχήν δημοκρατική

αρετή και εκφράζει φιλική, ευγενική και γενναιόδωρη συμπεριφορά ανάμεσα σε

ίσους. Εδώ προφανώς δηλώνει ένα είδος στοργικής, τρυφερής συμπεριφοράς προς

τον αγαπώμενο. Προεξάρχουσα είναι η κατεξοχήν αρχαιοελληνική αρετή της

σωφροσύνης (137: σωφρόνων, βλ. και 139: σωφροσύνης), την οποία ο Τίμαρχος

144 Βλ. Fisher (2001) 58-59, Fisher (1998) 100-104. Απεναντίας, ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι τα

σχετικά με την προσέγγιση νεαρών αγοριών στα γυμνάσια απευθύνονται στα μέλη μιας ανώτερης

ελιτίστικης τάξης (βλ. Ober (1989) 257, 283 και Todd (1990) 166), ενώ άλλοι προχωρούν ακόμη πιο

πέρα, διακρίνοντας μεταξύ δύο διαφορετικών κοινών στα οποία αποτείνεται ο ρήτορας – η ελίτ και

ο δήμος των Αθηναίων (βλ. Hubbard (1998) 66-68 και Sissa (1999) 155-157).

145 Για την ακριβή σημασία του επιθέτου ἐρωτικός αλλά και για τους πιθανούς λόγους για τους

οποίους ο Αισχίνης δεν αποποιείται τις ερωτικές ομοφυλοφιλικές του περιπέτειες βλ. Fisher (2001)

281.

146 Βλ. Αισχ. Προμ. 11, Αριστοφ. Εἰρ. 392, Πλάτ. Συμπ. 189c-d. Για την σημασιολογική εξέλιξη της

έννοιας πρβλ. Αλεξίου (2005) 172-174.

44

αθετεί, διαπράττοντας ύβρι147 σε βάρος του σώματός του και των ανθρώπων από

τους οποίους λαμβάνει αμοιβές. Η ηθικολογία αυτού του τύπου προδιαθέτει

ευμενώς για την ποιητική παρέκβαση που θα ακολουθήσει.

Στην δεύτερη αντίθεση ο Αισχίνης αντιδιαστέλλει το ἀδιαφθόρως

ἐρᾶσθαι με το μισθῷ πεπορνεῦσθαι (137). Δεν είναι ξεκάθαρη η ακριβής σημασία

του επιρρήματος ἀδιαφθόρως. Θα μπορούσε να αναφέρεται σε σωματική

διαφθορά λόγω της σεξουαλικής πράξης. Επειδή, όμως, στο δεύτερο μέρος της

αντίθεσης γίνεται λόγος για μισθωμένη παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών, το

πιθανότερο είναι ότι στην σωματική διαφθορά υπεισέρχεται και ο χρηματικός

παράγοντας. Επομένως, ο Αισχίνης επικροτεί τον ερωμένο εκείνο που δεν

υποκύπτει στις σεξουαλικές ορέξεις του εραστή παρακινούμενος από χρήματα.

Και στις δύο αντιθέσεις το δεύτερο μέρος της αντίθεσης είναι η μισθωμένη

εκπόρνευση. Επομένως, η διάκριση δικαίου και ανόσιου έρωτα είναι ουσιωδώς

διάκριση μεταξύ δικαίου έρωτα και πορνείας.

Τον όρο δίκαιος ἔρως χρησιμοποιεί, μισό περίπου αιώνα νωρίτερα, και

ο Δημόκριτος: δίκαιος ἔρως ἀνυβρίστως ἐφίεσθαι τῶν καλῶν (Β 73 D.-K.). Δίκαιος

ἔρως, δηλαδή, σημαίνει να επιθυμείς τους όμορφους ανθρώπους χωρίς ύβρι, αλλά

ο φιλόσοφος δεν δίνει κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα ύβρεως. Αν ο ορισμός του

φιλοσόφου συνεξεταστεί με την διάκριση που κάνει ο Αισχίνης, τότε προκύπτει

ότι μια μορφή ύβρεως είναι η μισθωμένη πορνεία. Τον δίκαιον ἔρωτα ανακαλεί ο

Αισχίνης στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας 166, όπου κατηγορεί τον Δημοσθένη ότι,

παριστάνοντας τον ερωτευμένο στον Αρίσταρχο, τον γιο του Μόσχου, κατάφερε

να τον εξαπατήσει και να αποσπάσει χρήματα από αυτόν. Ο ρήτορας

υπογραμμίζει ότι η απάτη και ο δόλος αντίκεινται στον δίκαιον ἔρωτα (οὐ γὰρ

προσδέχεται δίκαιος ἔρως πονηρίαν). Προκύπτει, λοιπόν, ότι ο δίκαιος ἔρως αφορά

στο είδος εκείνο του ομοφυλοφιλικού έρωτα που αποκλείει καθετί που δεν είναι

δίκαιο, όπως η πορνεία, ο δόλος και η απάτη.

Την διάκριση για τα δύο είδη έρωτα συνεπικουρεί, σύμφωνα με τον

Αισχίνη, και η νομοθεσία των προγόνων, η οποία ρητά απαγορεύει στους δούλους

την συμμετοχή στην παλαῖστραν και την προσέγγιση νεαρών αγοριών με

ερωτικές διαθέσεις (138-140).148 Ο ρήτορας προβαίνει σε μια ιδιαίτερη ερμηνεία του

νόμου, εξηγώντας ότι η απαγόρευση για τους δούλους ισοδυναμεί με έντονη

προτροπή για τους ελεύθερους πολίτες. Επαναφέρει τo παράδειγμα του Αρμόδιου

147 O αξιολογικός όρος ὑβριστής στα συμφραζόμενα επαναφέρει μια βασική νομική θέση του

Αισχίνη, σύμφωνα με την οποία όποιος προσλάβει επί μισθώ (μισθούμενον) κάποιον για σεξουαλική

πράξη ή όποιος διαθέσει τον εαυτό του γι’ αυτό τον σκοπό, είναι υπόλογος σε γραφὴν ὕβρεως. Βλ.

Fisher (2001) 282.

148 Πρβλ. Πλούτ. Σόλ. 1.3-4, Ἠθ. 152D, 751B. Για νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με την λειτουργία

των γυμνασίων και των παλαιστρῶν πρβλ. επίσης Αισχίν. 1.9-11.

45

και του Αριστογείτονος για να επικυρώσει την παιδευτική δύναμη (140: τοιούτους

ἐπαίδευσεν) του σώφρονος καὶ ἐννόμου έρωτα, ο οποίος λειτουργεί ως ασφαλιστική

δικλίδα για την σωφροσύνην των νεαρών αγοριών (139: τὸ δ’ ἐπακολουθεῖν καὶ

ἐφορᾶν φρουρὰν καὶ φυλακὴν σωφροσύνης ἡγήσατο εἶναι μεγίστην). Ταυτόχρονα, η

επίκληση των δημοκρατικών συμβόλων αποτρέπει τις αριστοκρατικές καταβολές

της παιδεραστίας και προτείνει την ορθώς εννοούμενη παιδεραστία ως

δημοκρατική.

2.3.1. Όμηρος

Ο Αισχίνης από την αρχή σπεύδει να σκιαγραφήσει τον ανώνυμο

συνήγορο του αντιδίκου του ως έναν αλαζόνα επιδειξιομανή, με περισσή

αυτοπεποίθηση (132). Η στάση του σώματός του (ὑπτιάζων149) και το

περισπούδαστο ύφος του (κατασκοπούμενος ἑαυτόν) δίνουν την εντύπωση ενός

άνδρα που συχνάζει στην παλαῖστραν και συμμετέχει στις διανοητικές συζητήσεις

(διατριβαῖς) που λαμβάνουν χώρα εκεί. Στον Κατὰ Τιμάρχου 141 τον κατηγορεί για

ελιτίστικη επίδειξη γνώσεων σε βάρος του ακροατηρίου:

Ἐπειδὴ δὲ Ἀχιλλέως καὶ Πατρόκλου μέμνησθε καὶ Ὁμήρου καὶ ἑτέρων

ποιητῶν, ὡς τῶν μὲν δικαστῶν ἀνηκόων παιδείας ὄντων, ὑμεῖς δὲ

εὐσχήμονές τινες προσποιεῖσθε εἶναι καὶ ὑπερφρονοῦντες ἱστορίᾳ τὸν

δῆμον, ἵν’ εἰδῆτε ὅτι καὶ ἡμεῖς τι ἤδη ἠκούσαμεν καὶ ἐμάθομεν, λέξομέν

τι καὶ [ἡμεῖς] περὶ τούτων.

Το προκείμενο χωρίο αποτελεί εμβληματικό παράδειγμα του κινδύνου που

διατρέχει ο ρήτορας με την αξιοποίηση ποιητικών παραθεμάτων. Η ρίζα του

κινδύνου ανάγεται στην ιδιοσυγκρασία της αθηναϊκής δημοκρατίας, στις

αμφίρροπες σχέσεις των μαζών και της ελίτ και καταδεικνύει ανάγλυφα τις

αντιφάσεις του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος. Με την χρήση ποιητικών

στίχων ενδέχεται να δημιουργηθεί στο κοινό η εντύπωση ότι ο ρήτορας αξιώνει

149 Το ρήμα ὑπτιάζειν κυριολεκτικά σημαίνει «γέρνω προς τα πίσω». Εδώ πιθανότατα

υποδεικνύει μία υπεροπτική στάση σώματος, με το κεφάλι ψηλά. O όρος ὑπτιάζων χρησιμοποιείται

αργότερα για να προσδιορίσει ένα χαλαρωμένο ρητορικό ύφος, το αντίθετο της γοργότητος (Ερμογ.

Ἰδ. 2.1, σ. 315 Rabe). Επομένως, η χρήση του εδώ δεν αποκλείεται να υποδηλώνει και έναν βραδύ,

αλαζονικό τρόπο ομιλίας. Bλ. Fisher (2001) 275.

46

για τον εαυτό του μια συγκριτικά ανώτερη παιδεία και ότι λαμβάνει τον ρόλο ενός

διανοούμενου που εκπαιδεύει τα πλήθη.150

Αυτήν ακριβώς την κατηγορία απευθύνει ο Αισχίνης στον αντίδικό του.

Είναι προφανές ότι ο Αισχίνης επιχειρεί να προκαταλάβει αρνητικά το δικαστήριο

απέναντι στον αντίπαλο, στοχεύοντας παράλληλα σε μια captatio benevolentiae

προς όφελός του. Ταυτίζεται με το υπόλοιπο ακροατήριο και κατ’ επέκταση

κατατάσσει τον εαυτό του σε ανάλογο παιδευτικό επίπεδο με εκείνο το οποίο θα

αμφισβητηθεί από τον ανώνυμο στρατηγό. Το χωρίο είναι ενδεικτικό της φύσης

της παιδείας που απολάμβαναν οι Αθηναίοι∙ με την λεκτική επανάληψη

(ἠκούσαμεν, ἀνηκόων) υποσημαίνεται μια προφορικού τύπου εκπαίδευση. Παρόλο

που ο μέσος Αθηναίος πολίτης δεν απολάμβανε πάντα το προνόμιο ενός

διδασκάλου, ήταν δια βίου εκτεθειμένος στα προϊόντα της λογοτεχνικής

παραγωγής: οι ραψωδικές επανεκτελέσεις του Ομήρου στα Παναθήναια

διατηρούσαν ζωντανή την κληρονομιά της ομηρικής ποίησης, ενώ το θέατρο του

Διονύσου με τις δραματικές επανεκτελέσεις λογιζόταν ως το διδασκαλεῖον της

Αθήνας.151

Ο Αισχίνης έτσι έντεχνα δικαιολογεί την δική του χρήση ποιητικών

παραθεμάτων με βάση το παράδειγμα του αντιπάλου του, ενώ παράλληλα θέτει

αυτή την χρήση ως ένα ζήτημα παιδείας. Πρόκειται για μια ασυνήθιστα εκτενή

εισαγωγή που στόχο έχει να νομιμοποιήσει τα ποιητικά παραθέματα του Αισχίνη

σε βάρος του αντιδίκου. Βέβαια, ο αυτοπροσδιορισμός του ρήτορα ως μέσου

Αθηναίου πολίτη εύκολα τίθεται υπό αμφισβήτηση, αν αναλογιστεί κανείς ότι το

υπόβαθρό του ως ηθοποιού και ιδίως η νεοαποκτηθείσα πρόσβασή του στην

κοινωνική και πνευματική ζωή της πολιτικής ελίτ (συχνάζει στα γυμνάσια) του

εξασφαλίζει καλύτερη εξοικείωση με τα ποιητικά κείμενα. Ανάλογη εντύπωση

αποπνέει και η ερμηνευτική προσέγγιση των ομηρικών στίχων που ακολουθεί.

Για να υποστηρίξει την ανώτερη ποιότητα του δικαίου έρωτα ο ρήτορας

επικαλείται πρωτίστως τον Όμηρο, τον οποίο εντάσσει στην χορεία των

ὁμολογουμένως ἀγαθῶν καὶ χρηστῶν ποιητῶν (141). Έπειτα προχωρεί σε μια

αξιολογική κρίση της ομηρικής σοφίας και μνημονεύει συγκεκριμένα την σχέση

Αχιλλέα-Πατρόκλου ως γνήσιο παράδειγμα ευγενούς ομοφυλοφιλικού έρωτα

(142):

150 Βλ. North (1952) 25-27, Perlman (1964) 156, Ober (1989) 179-180, Ford (1999) 251-252.

151 Για αυτά τα ζητήματα της πολιτιστικής ζωής της Αθήνας του 4ου αι. π.Χ. βλ. Ober (1989) 158-

159, Thomas (1992) 101-127. Επανεκτελέσεις ποιητικών στίχων λάμβαναν χώρα και κατ’ ιδίαν σε

συμποτικό πλαίσιο (βλ. Αριστοφ. Νεφ. 1364-1372). Για την ευρεία προσβασιμότητα – και σε άλλα

μέλη πλην της κοινωνικής ελίτ – αυτών των εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής βλ. Fisher (2000) 355-

396.

47

λέξω δὲ πρῶτον μὲν περὶ Ὁμήρου, ὃν ἐν τοῖς πρεσβυτάτοις καὶ

σοφωτάτοις τῶν ποιητῶν εἶναι τάττομεν. ἐκεῖνος γὰρ πολλαχοῦ

μεμνημένος περὶ Πατρόκλου καὶ Ἀχιλλέως, τὸν μὲν ἔρωτα καὶ τὴν

ἐπωνυμίαν αὐτῶν τῆς φιλίας ἀποκρύπτεται, ἡγούμενος τὰς τῆς

εὐνοίας ὑπερβολὰς καταφανεῖς εἶναι τοῖς πεπαιδευμένοις τῶν

ἀκροατῶν.

O Αισχίνης λαμβάνει ως δεδομένη την ερωτική σχέση Αχιλλέα-Πατρόκλου, για

την οποία ο Όμηρος πουθενά δεν εκφράζεται με όρους που παραπέμπουν

ξεκάθαρα σε ερωτικά συμφραζόμενα.152 Το ζήτημα της αληθινής φύσης της

σχέσης Αχιλλέα-Πατρόκλου, αν δηλαδή επρόκειτο για στενό φιλικό δεσμό153 ή για

ομοφυλοφιλικό έρωτα154 μεταξύ των δύο ανδρών, έχει τις καταβολές του ήδη στην

αρχαιότητα.155 Στο Συμπόσιον (8.31) του Ξενοφώντος ο Σωκράτης επιμένει ότι

πρόκειται για δύο πολύ στενούς φίλους και συντρόφους. Αντιθέτως, ο Αισχύλος

(απ. 288, 289 Radt) και ο Πλάτων (Συμπ. 179e) θεωρούν ότι η σχέση Αχιλλέα-

Πατρόκλου είναι αποτέλεσμα ερωτικής έλξης∙156 η οπτική του φιλοσόφου

διαφοροποιείται από την ποιητική ως προς το ότι ο Αχιλλέας, ως νεότερος, ήταν

ἐρώμενος του Πατρόκλου, και όχι το αντίθετο.

Ο Αισχίνης ακολουθεί την ποιητική εκδοχή και θεωρεί τον Αχιλλέα

εραστή του Πατρόκλου. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι ο Όμηρος δεν εκφράζεται

ξεκάθαρα για την ερωτική σχέση των δύο ανδρών. Σύμφωνα με τον ρήτορα, η

ασάφεια του Ομήρου εναπόκειται στην διακριτικότητα του ποιητή, ο οποίος

πουθενά δεν μετέρχεται την λέξη ἔρως για να χαρακτηρίσει την σχέση των δύο

ανδρών, αφήνοντας κατ’ επέκταση στην διακριτική ευχέρεια του πεπαιδευμένου

ακροατή την κατανόηση του ερωτικού χαρακτήρα της σχέσης Αχιλλέα-

Πατρόκλου.

Ως απόδειξη του ερωτικού δεσμού των δύο ηρώων και της ευγένειας

που τον διέπει, ο Αισχίνης επικαλείται πρωτίστως τους ομηρικούς εκείνους

στίχους, στους οποίους ο Αχιλλέας, θρηνώντας για τον χαμό του Πατρόκλου,

συνειδητοποιεί ότι πρόδωσε την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του

Πατρόκλου, Μενοίτιο, για την σώα επιστροφή του γιου του στην πατρίδα (Ἰλ.

152 Σύμφωνα με τον Dover (1978) 196-199, (1988) II 115-134, η σιγή που τηρεί ο Όμηρος σχετικά με

αναφορές ομοφυλοφιλικού έρωτα αποτελεί επαρκή απόδειξη του γεγονότος ότι ο ομοφυλοφιλικός

έρωτας δεν αποτελούσε αποδεκτή πρακτική στην εποχή του.

153 Bλ. Halperin (1990) 75-87.

154 Για πιθανές αναφορές ομοφυλοφιλικού έρωτα στον Όμηρο και στην επική ποίηση εν γένει

βλ. Clarke (1978) 381-396, Poole (1990) 108-150.

155 Για μια συνολική εποπτεία βλ. Sergent (1986) 250-258.

156 Υπαινιγμοί για ομοφυλοφιλικό έρωτα μεταξύ Αχιλλέα-Πατρόκλου απαντούν και σε

μεταγενέστερους συγγραφείς. Βλ. Θεόκρ. Εἰδ. 29.31-34, Mart. 11.43.9, Π.Α. 12.217, Λουκ. 49.54.

48

18.324-329). Ο ρήτορας αρχικά παραφράζει – ή καλύτερα ερμηνεύει – τους

ομηρικούς στίχους και εν συνεχεία παραθέτει ο ίδιος αυτολεξεί τα λόγια του

Αχιλλέα (143-144):157

(143) λέγει γάρ που Ἀχιλλεὺς ὀδυρόμενος τὸν τοῦ Πατρόκλου

θάνατον, ὡς ἕν τι τοῦτο τῶν λυπηροτάτων ἀναμιμνῃσκόμενος, ὅτι τὴν

ὑπόσχεσιν τὴν πρὸς τὸν πατέρα τὸν Πατρόκλου Μενοίτιον ἄκων

ἐψεύσατο∙ ἐπαγγείλασθαι γὰρ εἰς Ὀποῦντα σῶν ἀπάξειν, εἰ

συμπέμψειεν αὐτὸν εἰς τὴν Τροίαν καὶ παρακαταθεῖτο αὑτῷ. ᾧ

καταφανής ἐστιν ὡς δι᾽ ἔρωτα τὴν ἐπιμέλειαν αὐτοῦ παρέλαβεν. (144)

ἔστι δὲ τὰ ἔπη, ἃ ἐγὼ νυνὶ μέλλω λέγειν∙

ὦ πόποι, ἦ ῥ’ ἅλιον ἔπος ἔκβαλον ἥματι κείνῳ

θαρσύνων ἥρωα Μενοίτιον ἔν μεγάροισιν.

φῆν δέ οἱ εἰς Ὀπόεντα περικλυτὸν υἱὸν ἀπάξειν,

Ἴλιον ἐκπέρσαντα λαχόντα τε ληίδος αἶσαν.

ἀλλ’ οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ∙

ἄμφω γὰρ πέπρωται ὁμοίην γαῖαν ἐρεύθειν.158

Σύμφωνα με την ερμηνεία του Αισχίνη, ο Αχιλλέας ανέλαβε την εποπτεία του

Πατρόκλου και αυτή την δεσμευτική ευθύνη απέναντι στον πατέρα του ήρωα,

παρακινούμενος από τον έρωτά του γι’ αυτόν (143: δι’ ἔρωτα). Όπως υπογραμμίζει

ο Dover,159 το προφανές του ισχυρισμού του Αισχίνη (καταφανής, βλ. και 142:

καταφανεῖς) δεν είναι άμεσα αντιληπτό. Ο Ford, ο οποίος θεωρεί ότι ο Αισχίνης

μέσω της παράθεσης ποιητικών στίχων προβαίνει σε μια διανοητική επίδειξη

εξοικείωσης με τα λογοτεχνικά νοήματα ανάλογη με αυτήν του ανώνυμου

στρατηγού, 160 διαπιστώνει ότι η ερμηνεία του Αισχίνη εδράζεται σε ένα ρητορικό

παιχνίδι, το οποίο αξιοποιεί ορολογία από τον χώρο της εμπορικής συναλλαγής.

Το κύριο βάρος εστιάζεται στους όρους ἀπάξειν και παρακαταθεῖτο (143). Το ρήμα

ἀπάγω, πέρα από την σημασία «φέρνω πίσω στο σπίτι»,161 με την οποία

157 Αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο Αισχίνης παραθέτει τους ποιητικούς στίχους χωρίς να θυμάται πού

ακριβώς απαντούν στο ομηρικό κείμενο (143: λέγει γάρ που Ἀχιλλεύς), ώστε να μην θεωρηθεί ότι

επιδεικνύει σκόπιμα υπερεκλεπτυσμένη μόρφωση.

158 Μοναδική παραφωνία ήσσονος σημασίας σε σχέση με το παραδεδομένο κείμενο του Ομήρου

αποτελεί η γραφή ἐρεύθειν αντί για το ἐρεῦσαι.

159 Dover (1978) 53.

160 Ford (1999) 252-254, 254: «In this light it becomes clear that Aeschines and the General are not so

much appealing to a universal familiarity with Homer as exhibiting to the audience their sophisticated

familiarity with the text. Each may be said to be capping the other’s reading in a sympotic fashion».

161 Βλ. LSJ s.v. II.

49

χρησιμοποιείται στο ομηρικό κείμενο (στ. 326), στην εποχή του Αισχίνη έχει

επιπλέον την σημασία «επιστρέφω κάτι που κάποιος μου έχει εμπιστευτεί».162 Το

ρήμα παρακατατίθημι, από την άλλη, είναι ο terminus technicus για την

εμπιστευτική παράδοση κάποιου πράγματος. Με αυτή την φρασεολογία ο

ρήτορας διαμορφώνει ένα πλαίσιο αμοιβαίου συμφωνητικού για την εμπιστευτική

παράδοση του Πατρόκλου στον Αχιλλέα. Η συγκατάθεση, μάλιστα, του πατέρα

του Πατρόκλου προϋποθέτει ότι πρόκειται για το ιδανικό εκείνο του σώφρονος

έρωτα, σύμφωνα με το οποίο ο ἐραστής αναλαμβάνει την επιμέλεια και την

καθοδήγηση του ἐρωμένου.

Ο ομοφυλοφιλικός έρωτας Αχιλλέα-Πατρόκλου δεν προβάλλεται ως

αυταξία στο ομηρικό κείμενο, αλλά αποτελεί προϊόν συγκεκριμένης ερμηνείας

του Αισχίνη. Ανάλογη ερμηνευτική μέθοδο ακολουθεί ο Αισχίνης και για τους

υπόλοιπους ομηρικούς στίχους που παραθέτει. Πρώτα τους ερμηνεύει (145-147)

και στην συνέχεια αναθέτει στον γραμματέα να τους αναγνώσει (148-150).

Για τον ρήτορα ο σώφρων έρωτας Αχιλλέα-Πατρόκλου επιβεβαιώνεται

επιπλέον από την αμετάκλητη απόφαση του Αχιλλέα να εκδικηθεί τον θάνατο

του συντρόφου του, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται τον δικό του θάνατο (145). Την

ηρωική αυταπάρνηση του Αχιλλέα για την δικαίωση του θανόντος φίλου του

επικαλείται και ο Φαίδρος στο Συμπόσιον του Πλάτωνος, ως απόδειξη του γνήσιου

ομοφυλοφιλικού αισθήματος που συνδέει τους δύο άνδρες (179e). O Αισχίνης

περιβάλλει με ξεχωριστή έμφαση το αμετάπειστο της απόφασης του Αχιλλέα να

εκδικηθεί τον θάνατο του φίλου του ακόμη και με το τίμημα της ίδιας του της ζωής

(145: οὕτω δὲ μεγαλοψύχως ἠπείγετο τὸν φονέα τὸν ἐκείνου τιμωρήσασθαι). Ο

επιτονισμός του στοιχείου της εκδίκησης ανακαλεί το έτερο υπόδειγμα

ομοφυλοφιλικού έρωτα, το ζεύγος του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος (βλ.

Αισχίν. 1.132-133). Είναι πολύ πιθανό για την ερμηνεία της ηρωικής αυτοθυσίας

του Αχιλλέα ο ρήτορας να έχει ως γνώμονα την αντίστοιχη αυτοθυσία του

Αριστογείτονος.163 Το επίρρημα μεγαλοψύχως είναι δηλωτικό του ευγενούς

κινήτρου που διέπει την συμπεριφορά του Αχιλλέα καθώς και της πρόθεσης του

Αισχίνη να εγγράψει την αυτοθυσία του ήρωα ως απόρροια του απώτερου

ιδανικού του γνήσιου ομοφυλοφιλικού έρωτα.

Η αμοιβαιότητα του ερωτικού συναισθήματος που συνδέει τους δύο

άνδρες αποδίδεται στην πλήρη έκφανσή του με την ερμηνεία του Αισχίνη σχετικά

με το αίτημα του φάσματος του Πατρόκλου να ταφεί μαζί με τον Αχιλλέα (146-

147):

162 Βλ. LSJ s.v. III.

163 Βλ. Fisher (2001) 290. Παράλληλα, σκόπιμα αποσιωπάται η βιαιότητα του Αχιλλέα και η

κακομεταχείριση του σώματος του Έκτορα καθώς και οι θεϊκές αντιδράσεις που αυτή προκάλεσε.

50

(146) Καθεύδοντος δ᾽ αὐτοῦ ἐπὶ τῇ πυρᾷ, ὥς φησιν ὁ ποιητής, εἴδωλον

ἐφίσταται τοῦ Πατρόκλου καὶ τοιούτων ἐπεμνήσθη καὶ τοιαῦτα

ἐπέσκηψε τῷ Ἀχιλλεῖ ἐφ᾽ οἷς καὶ δακρῦσαι καὶ ζηλῶσαι τὴν ἀρετὴν καὶ

τὴν φιλίαν ἄξιον αὐτῶν ἐστιν. Ἐπισκήπτει μὲν γὰρ αὐτῷ, προειπὼν ὅτι

οὐδὲ ἐκεῖνος ἀπέχει μακρὰν τῆς τοῦ βίου τελευτῆς, εἴ πως εἴη δυνατόν,

προδιοικήσασθαι ὅπως τὸν αὐτὸν τρόπον, ὥσπερ καὶ ἐτράφησαν καὶ

ἐβίωσαν ἐν τῷ αὐτῷ, οὕτω καὶ τελευτησάντων αὐτῶν τὰ ὀστᾶ ἐν τῇ

αὐτῇ σορῷ κείσεται∙ (147) ὀδυρόμενος δὲ καὶ τὰς διατριβὰς διεξιὼν ἃς

μετ᾽ ἀλλήλων ζῶντες διέτριβον, λέγει ὅτι «οὐκέτι περὶ τῶν μεγίστων,

ὥσπερ τὸ πρότερον, καθεζόμενοι μετ᾽ ἀλλήλων μόνοι ἄπωθεν τῶν

ἄλλων φίλων βουλευσόμεθα», τὴν πίστιν (οἶμαι) καὶ τὴν εὔνοιαν

ποθεινοτάτην ἡγούμενος εἶναι.

Ο νεκρός Πάτροκλος αναπολεί τις στιγμές της χαμένης τους συντροφικότητας και

της απομόνωσής τους από τους υπόλοιπους και, από την οπτική του Αισχίνη,

νοσταλγεί περισσότερο την υποδειγματική αλληλοαφοσίωσή τους (147: τὴν πίστιν

(οἶμαι) καὶ τὴν εὔνοιαν ποθεινοτάτην ἡγούμενος εἶναι). Η εικόνα των δύο

συντρόφων, που αποκομμένοι από τους υπόλοιπους Αχαιούς συζητούν

απερίσπαστοι, υπεραμύνεται την αμοιβαία αποκλειστικότητα του δεσμού τους. Ο

όρος διατριβή, που ο Αισχίνης επαναλαμβάνει (διατριβάς, διέτριβον) για να

χαρακτηρίσει τις συζητήσεις των δύο εταίρων, υποδηλώνει μια σοβαρού τύπου

συνδιάλεξη και εντρύφηση στα νοήματα, στοιχείο που ενισχύει το ευγενές προφίλ

του ομοφυλοφιλικού τους έρωτα. Όλα αυτά κατατείνουν στο να θεωρηθεί η φιλία

των δύο ανδρών πρότυπο αρετής το οποίο αξίζει κανείς να μιμηθεί (146: καὶ

ζηλῶσαι τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν φιλίαν ἄξιον αὐτῶν ἐστιν).164

Μετά την ερμηνεία των στίχων ο Αισχίνης αναθέτει στον γραμματέα

να τους παραθέσει αυτολεξεί (148: λέγε, 149: ἀναγίγνωσκε, 150: ἀνάγνωθι). Στον

Κατὰ Τιμάρχου 148 παρατίθενται οι στίχοι για την απόφαση του Αχιλλέα να

εκδικηθεί τον θάνατο του Πατρόκλου (Ἰλ. 18.333-335):

ἵνα δὲ καὶ διὰ τοῦ μέτρου τὰς γνώμας ἀκούσητε τοῦ ποιητοῦ,

ἀναγνώσεται ὑμῖν ὁ γραμματεὺς τὰ ἔπη τὰ περὶ τούτων ἃ Ὅμηρος

πεποίηκε. (148) λέγε πρῶτον τὰ περὶ τῆς Ἕκτορος τιμωρίας.

ἀλλ’ ἐπεὶ οὖν, φίλ’ ἑταῖρε, σεῦ ὕστερος εἶμ’ ὑπὸ γαῖαν,

οὔ σε πρὶν κτεριῶ, πρίν γ’ Ἕκτορος ἐνθάδ’ ἐνεῖκαι

164 Για την υποδειγματική φιλία Πατρόκλου-Αχιλλέα, όπως αυτή αποτυπώνεται στην Ἰλιάδα, βλ.

Sinos (1980), Schein (1984), Zanker (1994).

51

τεύχεα καὶ κεφαλήν, μεγαθύμου σεῖο φονῆος.

Αν θεωρηθεί ότι τα ποιητικά παραθέματα παραδίδονταν εκ των προτέρων από

τον Αισχίνη στον γραμματέα μαζί με τα υπόλοιπα νομικά τεκμήρια, τότε

ενδέχεται ο ρήτορας να παρενέβη στο ποιητικό κείμενο.165 Στο παρατιθέμενο

κείμενο παρατηρείται μια εκ πρώτης όψεως αμελητέα διαφοροποίηση σε σχέση

με την «κοινή» έκδοση του Ομήρου. Στον στίχο 333 στο κείμενο του Αισχίνη αντί

για την απλή προσφώνηση Πάτροκλε, απαντά ο χαρακτηρισμός φίλ’ ἑταῖρε, με

αποτέλεσμα τον σχηματισμό ενός ολοδάκτυλου. Χωρίς να αποκλειστεί το

ενδέχομενο να πρόκειται για απλή παραδρομή, πιθανολογείται ότι ο ρήτορας

παράλλαξε συνειδητά τον ομηρικό στίχο. Η συναισθηματικά φορτισμένη

προσφώνηση φίλ’ ἑταῖρε προσδίδει περισσότερο ερωτικό χρώμα στην σχέση των

δύο ανδρών σε σύγκριση με την απλή ονομαστική προσφώνηση Πάτροκλε και

εξυπηρετεί την ρητορική του Αισχίνη. Παράλληλα, ο χαρακτηρισμός ἑταῖρος, ο

οποίος επαναλαμβάνεται και στα δύο επόμενα ποιητικά παραθέματα, ανακαλεί

εκ του αντιθέτου την ἑταίρησιν του Τιμάρχου, και έτσι έμμεσα υποβόσκει η

κεντρική αντίθεση ανάμεσα στον σώφρονα έρωτα Αχιλλέα-Πατρόκλου και στην

εκπόρνευση του Τιμάρχου.166

Εντοπίζονται και άλλες παρεκκλίσεις, οι οποίες περισσότερο

αντανακλούν διαφορετικές γραφές του ομηρικού κειμένου παρά συνειδητή

παρέμβαση του Αισχίνη.167 Στον Αισχίνη το χωρίο εισάγεται με το ἀλλά ενώ στον

Όμηρο με το νῦν δέ. Η σύνταξη νῦν δέ έχει ξεχωριστή βαρύτητα στα

συμφραζόμενα του ομηρικού χωρίου (Ἰλ. 18.324-342), καθώς σηματοδοτεί την

μετάβαση από το πρώτο μέρος του θρήνου του Αχιλλέα για την προσδοκώμενη

επιστροφή στην πατρίδα του ίδιου και του Πατρόκλου στην πραγματικότητα. Στον

στ. 335 η χειρόγραφη παράδοση του Ομήρου παραδίδει τόσο την γραφή σοῖο (γεν.

του σός) όσο και την γραφή σεῖο (γεν. του σύ) που απαντά και στον Αισχίνη. Στην

πρώτη περίπτωση η κτητική αντωνυμία σοῖο λειτουργεί ως επιθετικός

προσδιορισμός στο φονῆος (=του δικού σου φονιά), ενώ στην δεύτερη η προσωπική

αντωνυμία σεῖο λειτουργεί ως γενική αντικειμενική στο φονῆος (=αυτού που

φόνευσε εσένα). Ο Αισχίνης επιλέγει την δεύτερη εκδοχή ίσως γιατί με αυτή την

σύνταξη είναι ευκολότερο να συναφθεί το επίθετο μεγαθύμου με τον Πάτροκλο

και όχι με τον Έκτορα.

165 Κάτι ανάλογο διαπιστώθηκε και στα παραθέματα του Ομήρου και του Ευριπίδη για την φήμη

(Αισχίν. 1.128).

166 Βλ. Fisher (2001) 292.

167 Βλ. Edwards (2003) 320-321.

52

Αποκλίσεις από την «κοινή» έκδοση της Ἰλιάδος διαπιστώνονται και

στο επόμενο ποιητικό παράθεμα (Ἰλ. 23.77 κ.ε.) με την έκκληση που απευθύνει το

φάσμα του Πατρόκλου στον Αχιλλέα (149):

ἀναγίγνωσκε δὴ ἃ περὶ τοῦ ὁμοτάφους αὐτοὺς γενέσθαι λέγει ἐν τῷ

ὕπνῳ ὁ Πάτροκλος καὶ περὶ τῶν διατριβῶν ἃς συνδιέτριβον ἀλλήλοις.

Οὐ γὰρ ἔτι ζωοί γε φίλων ἀπάνευθεν ἑταίρων

βουλὰς ἑζόμενοι βουλεύσομεν∙ ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν κὴρ

ἀμφέχανε στυγερή, ἥπερ λάχε γεινόμενόν περ∙

καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ μοῖρα, θεοῖς ἐπιείκελ’ Ἀχιλλεῦ,

τείχει ὕπο Τρώων εὐηγενέων ἀπολέσθαι,

μαρνάμενον δηίοις Ἑλένης ἕνεκ’ ἠυκόμοιο.

ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ’ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν∙

μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ’, Ἀχιλλεῦ,

ἀλλ’ ἵνα περ σε καὶ αὐτὸν ὁμοίη γαῖα κεκεύθῃ,

χρυσέῳ ἐν ἀμφιφορεῖ, τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ,

ὡς ὁμοῦ ἐτράφεμέν περ ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν.

Η σημαντικότερη εξ αυτών συνίσταται στην προσθήκη ολόκληρων στίχων. Ο

στίχος μαρνάμενον δηίοις Ἑλένης ἕνεκ’ ἠυκόμοιο, ο οποίος συναρτάται από

λογοτυπικά στοιχεία,168 αποτελεί προσθήκη του Αισχίνη μετά τον στίχο 81 του

ιλιαδικού κειμένου. Ο ρήτορας προσθέτει, επίσης, και δύο στίχους μετά τον στίχο

83 (ἀλλ’ ἵνα περ σε καὶ αὐτὸν ὁμοίη γαῖα κεκεύθῃ, / χρυσέῳ ἐν ἀμφιφορεῖ, τόν τοι

πόρε πότνια μήτηρ), εκ των οποίων ο δεύτερος θυμίζει τον στίχο 92 του ομηρικού

κειμένου (χρύσεος ἀμφιφορεύς, τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ) που παραλείπεται.169

Αυτές οι αποκλίσεις, ωστόσο, πιθανότατα αποτελούν διαφορετικές εκδοχές του

ομηρικού κειμένου και όχι προσθήκη του Αισχίνη.

Αντιθέτως, σε εσκεμμένη παρέμβαση του Αισχίνη πιθανώς οφείλονται

οι παραλλαγές του ομηρικού κειμένου στο τελευταίο παράθεμα (150). Σε αυτό

υπογραμμίζεται η αμετάπειστη απόφαση του Αχιλλέα να εκδικηθεί τον Έκτορα

παρά την προειδοποίηση της Θέτιδας για τον επικείμενο θάνατό του (Ἰλ. 18.95-

168 Βλ. μάρνασθαι δηίοις (4 φορές στην Ἰλιάδα), Ἑλένης ἠυκόμοιο (6 φορές στην Ἰλιάδα).

169 Επίσης, ο στ. 82 του ομηρικού κειμένου παραδίδει το πιο σπάνιο καὶ ἐφήσομαι, αἴ κε πίθηαι αντί

για το λογοτυπικό σὺ δ’ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν του Αισχίνη ενώ και ο πρώτος ημι-εξάμετρος του στ.

84 του ομηρικού κειμένου (ἀλλ’ ὁμοῦ, ὡς τράφομέν περ) στον Αισχίνη απαντά παραλλαγμένος (ὡς

ὁμοῦ ἐτράφεμέν περ). Για αυτές τις ασυνέπειες πρβλ. Richardson (2005) 309-313.

53

99).170 Το επίρρημα αὐτίκα (στ. 98) που επαναλαμβάνει εμφατικά στον λόγο του ο

Αχιλλέας, διακόπτοντας στην ουσία την Θέτιδα,171 είναι δηλωτικό της προθυμίας

του ήρωα να αυτοθυσιαστεί:

ὡς τοίνυν ἐξῆν αὐτῷ σωθῆναι μὴ τιμωρησαμένῳ τὸν τοῦ Πατρόκλου

θάνατον, ἀνάγνωθι ἃ λέγει ἡ Θέτις.

ὠκύμορος δή μοι τέκος ἔσσεαι, οἷ’ ἀγορεύεις∙

αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα μεθ’ Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος.

τὴν δ’ αὖτε προσέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς∙

αὐτίκα τεθναίην, ἐπεὶ οὐκ ἄρ’ ἐμελλον ἑταίρῳ

κτεινομένῳ ἐπαμῦναι, ὅ μοι πολὺ φίλτατος ἔσκεν.

Δύο αποκλίσεις διαπιστώνονται σε σχέση με το παραδεδομένο ομηρικό κείμενο.

O εξάμετρος τὴν δ’ αὖτε προσέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς αντικαθιστά τον

εξάμετρο τὴν δὲ μέγ’ ὀχθήσας προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς του στ. 97 του

ομηρικού κειμένου. Για τον νέο εξάμετρο ο Αισχίνης βασίστηκε σε γνωστούς

λογοτύπους.172 Η μετοχή ὀχθήσας (με πολύ πόνο) του ομηρικού κειμένου,

υπογραμμίζει μεν την έντονη συναισθηματική φόρτιση του Αχιλλέα, αλλά

ενδεχομένως υπονομεύει την αποφασιστικότητα του ήρωα και την ψύχραιμη

αντιμετώπιση του θανάτου. Επομένως, με αυτή την υποκατάσταση ο Αισχίνης

ενισχύει το επιχείρημά του. Την ρητορική του Αισχίνη εξυπηρετεί και η δεύτερη

απόκλιση. Στον στ. 99 ο δεύτερος ημι-εξάμετρος ὅ μοι πολὺ φίλτατος ἔσκεν που

παραδίδει ο Αισχίνης παραλλάσσει αισθητά το πρωτότυπο ὃ μὲν μάλα τηλόθι

πάτρης. Ο νέος ημι-εξάμετρος θυμίζει γνωστούς ομηρικούς στίχους173 και, καθώς

προδίδει το συναισθηματικό βάθος της σχέσης των δύο ανδρών, συνηγορεί υπέρ

της επιδιωκόμενης έμφασης στον σώφρονα ομοφυλοφιλικό έρωτα Αχιλλέα-

Πατρόκλου.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Όμηρος πουθενά δεν αναγνωρίζει

ξεκάθαρα την ομοφυλοφιλική σχέση Αχιλλέα-Πατρόκλου. Ο Αισχίνης προσπαθεί

να συναγάγει αυτή την μαρτυρία από τον Όμηρο, με μία ξεχωριστή ερμηνεία

επιλεγμένων χωρίων. Από μία άποψη κάνει αυτό ακριβώς για το οποίο κατηγορεί

170 Τους στίχους επικαλείται και ο Σωκράτης στην Πλάτωνος Ἀπολογίαν (28c), προκειμένου να

τονίσει το ανούσιο μιας μακροχρόνιας ζωής δίχως τιμές.

171 Lohmann (1970) 145.

172 Ο ίδιος στίχος απαντά σχεδόν απαράλλακτος στην Ἰλ. 24.668 (μόνη διαφορά η αντωνυμία τὸν

στην αρχή, καθώς ο Αχιλλέας απευθύνεται στον Πρίαμο).

173 Πρβλ. Ἰλ. 17.584, 18.118, 20.410. Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, ο Αισχίνης φαίνεται ότι δεν

λαμβάνει υπόψιν του τον στ. 100.

54

τον αντίπαλό του (141): επιδεικνύει μια ιδιαίτερη εξοικείωση με το ποιητικό

κείμενο. Εύλογα, λοιπόν, σπεύδει να αντικρούσει εκ των προτέρων μία αντίστοιχη

κατηγορία, και δεν είναι τυχαίο ότι δεν επιχειρεί πουθενά αλλού κάτι ανάλογο.

2.3.2. Ευριπίδης

Μετά την ερμηνεία των ομηρικών παραθεμάτων, ο Αισχίνης

επισφραγίζει το θέμα του σώφρονος έρωτα με την μαρτυρία του Ευριπίδη (151):

Ὁ τοίνυν οὐδενὸς ἧττον σοφὸς τῶν ποιητῶν Εὐριπίδης, ἕν τι τῶν καλλίστων

ὑπολαμβάνων εἶναι τὸ σωφρόνως ἐρᾶν, ἐν εὐχῆς μέρει τὸν ἔρωτα

ποιούμενος λέγει που∙

ὁ δ’ εἰς τὸ σῶφρον ἐπ ἀρετήν τ’ ἄγων ἔρως

ζηλωτὸς ἀνθρώποισιν, ὧν εἴην ἐγώ.

Ο ρήτορας παραθέτει στίχους από την Σθενέβοιαν του Ευριπίδη (απ. 661.24-25

Kannicht). Όπως και στην περίπτωση του Ομήρου, προτάσσεται των ποιητικών

στίχων ένας χαρακτηρισμός του ποιητή εν είδει αξιολογικής κρίσης του έργου του

(σοφὸς τῶν ποιητῶν Εὐριπίδης). Αντίθετα, ωστόσο, με τον Όμηρο, ο τραγικός

ποιητής ξεκάθαρα εγκωμιάζει το σωφρόνως ἐρᾶν, καθώς το θεωρεί (ὑπολαμβάνων)

ως ένα από τα καλύτερα πράγματα τα οποία πρέπει κάποιος να εύχεται.

Η αποσπασματικά σωζόμενη Σθενέβοια πραγματεύεται την απόπειρα

της Σθενέβοιας, συζύγου του βασιλιά της Τίρυνθας Προίτου, να αποπλανήσει τον

φιλοξενούμενο στην αυλή του βασιλιά Βελερροφόντη.174 Αφορμάται, δηλαδή, από

ένα παράδειγμα ανόσιου έρωτα. To παρατιθέμενο χωρίο ειδικότερα αντλείται από

τον ηθικολογικό πρόλογο του έργου, στον οποίο ο Βελερροφόντης, περιγράφοντας

πώς η Σθενέβοια επιχείρησε να τον αποπλανήσει, αντιδιαστέλλει μεταξύ όσιου

και ανόσιου έρωτα.175 Και ο Ευριπίδης, δηλαδή, κάνει μία διάκριση παρόμοια με

174 Για το θέμα και το σωζόμενο κείμενο της τραγωδίας βλ. Collard (1995) 79-97. Η χρονολόγηση

του έργου τοποθετείται στην πρώιμη δεκαετία του 420 π.Χ. και παρωδείται στους Σφῆκας του

Αριστοφάνη του 422 π.Χ. Βλ. Hanink (2014) 137.

175 Το συγκείμενο του ευριπίδειου δίστιχου που παραθέτει ο Αισχίνης παραδίδεται από τον

Ιωάννη Λογοθέτη, έναν Βυζαντινό σχολιαστή του Ερμογένη (Περὶ μεθόδου δεινότητος 30, για την

χρήση ποιητικών παραθεμάτων στον ρητορικό λόγο): οὐπώποτ’ ἠθέλησα δέξασθαι λόγους / οὐδ’ εἰς

νοσοῦντας ὑβρῖσαι δόμους ξένος / μισῶν ἔρωτα δεινόν, ὃς φθείρει βροτούς. / διπλοὶ γὰρ ἔρωτες

ἐντρέφονται χθονί∙ / ὁ μὲν γεγὼς ἔχθιστος εἰς Ἅιδην φέρει, / ὁ δ’ εἰς τὸ σῶφρον ἐπ’ ἀρετήν τ’ ἄγων ἔρως

55

αυτήν που επιχειρεί ο Αισχίνης. Ο ρήτορας επιλέγει να παραθέσει συγκεκριμένα

το δεύτερο σκέλος της σύγκρισης, ένα δίστιχο αποφθεγματικού χαρακτήρα176

σχετικά με την υπεροχή του σώφρονος έρωτα και τις ευεργετικές του επιδράσεις.

Υπό την επιρροή της αριστοφανικής κωμωδίας η Σθενέβοια του

Ευριπίδη είχε καταστεί συνώνυμο της τάσης του ποιητή να διαιωνίζει

παραδείγματα ανόσιου έρωτα και να αποπροσανατολίζει ηθικά το κοινό.177 Στους

Βατράχους 1039-1043 ο Αισχύλος αντιδιαστέλλει την χαμηλή υποστάθμη των

χαρακτήρων του Ευριπίδη με τους δικούς του ήρωες. Το δικό του πνεύμα

δημιούργησε (ἐποίησε) πρότυπα αρετής, όπως ο Πάτροκλος και ο Τεύκρος, και όχι

τους φαύλους χαρακτήρες του Ευριπίδη. Μνημονεύει συγκεκριμένα την Φαίδρα

και την Σθενέβοια των ομώνυμων ευριπίδειων τραγωδιών, και οι δύο εκ των

οποίων επιθύμησαν να εμπλακούν σε μοιχικούς έρωτες (χαρακτηρίζονται ως

πόρναι από τον αριστοφανικό Αισχύλο).178 Στις Θεσμοφοριάζουσες, από την άλλη,

όπου στηλιτεύεται ο μισογυνισμός του Ευριπίδη, ο Ευριπίδης κατηγορείται από

την γυναικεία οπτική ότι εξαιτίας της Σθενεβοίας του, οι σύζυγοι υποπτεύονται

πολύ εύκολα τις γυναίκες τους για απιστία.179 Η μαρτυρία, επομένως, του

Αριστοφάνη προσφέρει μια διττή οπτική τoυ ηθικού πλήγματος που επιφέρει ο

Ευριπίδης και το έργο του.

O Αισχίνης μολαταύτα επιλέγει συνειδητά να παραθέσει στίχους από

την Σθενέβοιαν. Δεδομένης και της θεσμοποίησης των κωμικών επανεκτελέσεων

στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., η αριστοφανική κριτική πιθανότατα διατηρεί ακόμη

ζωντανό τον απόηχό της.180 Γι’ αυτό τον σκοπό ο Αισχίνης φροντίζει να

απομονώσει το δίστιχο από τα συμφραζόμενα του έργου, που στάθηκε η αφορμή

για την αριστοφανική επίθεση, και να το αναγάγει σε αυθυπόστατη γνώμη του

ποιητή. Σκόπιμη, κατά συνέπεια, αποδεικνύεται η επιλογή του Αισχίνη να

αποσιωπήσει το όνομα της τραγωδίας (λέγει που). Παράλληλα, σπεύδει να

/ ζηλωτὸς ἀνθρώποισιν, ὧν εἴην ἐγώ (στ. 19-25). Για το κείμενο του Ιωάννη Λογοθέτη βλ. Rabe (1908)

127-151 και ιδιαίτερα 146-148.

176 Οι στίχοι αποτελούν μέρος της γνωμολογικής παράδοσης. Βλ. TrGF V.2 Kannicht ad loc.

177 Βλ. Hanink (2014) 137-139.

178 Αριστοφ. Βάτρ. 1043-1044: ἀλλ’ οὐ μὰ Δί’ οὐ Φαίδρας ἐποίουν πόρνας οὐδὲ Σθενεβοίας, / οὐδ’ οἶδ’

οὐδεὶς ἥντιν’ ἐρῶσαν πώποτ’ ἐποίησα γυναῖκα.

179 Αριστοφ. Θεσμ. 403-404. Οι αρχαίοι σχολιαστές επισημαίνουν ότι η φράση τῷ Κορινθίῳ ξένῳ

προέρχεται από την Σθενέβοιαν του Ευριπίδη (βλ. Ευρ. απ. 664 Kannicht).

180 Η θεσμοποίηση των κωμικών επανεκτελέσεων τοποθετείται στο 340/339 π.Χ. (βλ. IG II2

2318.317-318), αλλά πιθανότατα προηγήθηκαν και ανεπίσημες επανεκτελέσεις κωμικών ποιητών,

μεταξύ των οποίων και του Αριστοφάνη. Γενικά, η αρνητική χαρακτηρολογία δημοσίων προσώπων

από τον Αριστοφάνη επηρέαζε σημαντικά την κοινή γνώμη. O Σωκράτης, για παράδειγμα,

υποστηρίζει ότι στην τελική του καταδίκη συνέλαβε εν μέρει και η συκοφάντησή του στις Νεφέλες

του Αριστοφάνη (Πλάτ. Ἀπολ. 18c-d). Για την επίδραση της κωμικής παράδοσης στην βιογραφία του

Ευριπίδη βλ. Lefkowitz (1981) 88-89.

56

αποτρέψει οποιαδήποτε αρνητική συνδήλωση είχε εντυπωθεί στην συνείδηση των

ακροατών του για τον Ευριπίδη, καθιστώντας σαφές ότι ο ποιητής ξεκάθαρα

παραδέχεται την αξία του σώφρονος έρωτα. Παρουσιάζει τα λεγόμενα του

Βελερροφόντη ως δημιούργημα της ποιητικής σοφίας του Ευριπίδη (ποιούμενος)

και την τύχη ενός σώφρονος έρωτα ως προσωπική ευχή του ποιητή (ἐν εὐχῆς

μέρει). Η μαρτυρία βέβαια του ποιητή αφορά στον ετεροφυλοφιλικό έρωτα, αλλά

ο Αισχίνης το εντάσσει στο δικό του επιχείρημα για τον ομοφυλοφιλικό έρωτα και

προβάλλει τον Ευριπίδη ως εγγυητή της ανώτερης φύσης εν γένει του έντιμου

έρωτα.

2.4. Αισχίν. 1.152: Ο Ευριπίδης ως ηθικός παραινέτης

Tο τελευταίο παράθεμα που επιστεγάζει και την σειρά των

αλεπάλληλων ποιητικών παραθεμάτων στον Κατὰ Τιμάρχου (152) προέρχεται

από τον αποσπασματικά παραδιδόμενο Φοίνικα του Ευριπίδη (απ. 812 Kannicht):181

πάλιν τοίνυν ὁ αὐτὸς ἐν τῷ Φοίνικι ἀποφαίνεται, ὑπὲρ τῆς

γεγενημένης αὐτῷ πρὸς τὸν πατέρα διαβολῆς ἀπολογούμενος καὶ

ἀπεθίζων τοὺς ἀνθρώπους μὴ ἐξ ὑποψίας μηδ᾽ ἐκ διαβολῆς, ἀλλ᾽ ἐκ

τοῦ βίου τὰς κρίσεις ποιεῖσθαι∙

ἤδη δὲ πολλῶν ᾑρέθην λόγων κριτής,

καὶ πόλλ’ ἀμιλληθέντα μαρτύρων ὕπο

τἀναντί’ ἔγνων συμφορᾶς μιᾶς πέρι.

κἀγὼ μὲν οὕτω, χὤστις ἔστ’ ἀνὴρ σοφός,

λογίζομαι τἀληθές, εἰς ἀνδρὸς φύσιν

σκοπῶν δίαιτάν <θ’> ἥντιν’ ἡμερεύεται.

ὅστις δ’ ὁμιλῶν ἥδεται κακοῖς ἀνήρ,

οὐ πώποτ’ ἠρώτησα, γιγνώσκων ὅτι

τοιοῦτός ἔσθ’ οἵοισπερ ἥδεται ξυνών.182

181 Στους αριστοφανικούς Ἀχαρνῆς (425 π.Χ.) γίνεται μια μεταθεατρικού τύπου μνεία στην

ρακένδυτη αμφίεση του Φοίνικα του Ευριπίδη (στ. 421: ο Ευριπίδης προσφέρει στον Δικαιόπολι τὰ

[τρύχη] τοῦ τυφλοῦ Φοίνικος). Κατά συνέπεια, το ευριπίδειο έργο χρονολογείται συμβατικά πριν από

το 425 π.Χ.

182 Οι στ. 1-6 του αποσπάσματος παραδίδονται και από τον Στοβαίο (1.9.2). Στον στ. 6 τα

χειρόγραφα του Αισχίνη παραδίδουν την γραφή ἐμπορεύεται και αυτή την γραφή υιοθετεί και ο

Kannicht (TrGF V.2 ad loc.). H γραφή ἡμερεύεται είναι μία πρόταση του Gaisford (1822-1824) στην

57

Ο ρήτορας αναφέρει το έργο προέλευσης των παρατιθέμενων στίχων – παρόλο

που και σε αυτή την περίπτωση έντεχνα αποσιωπά το γεγονός ότι η κατηγορία

που βάρυνε τον Φοίνικα (ὑπὲρ τῆς γεγενημένης αὐτῷ πρὸς τὸν πατέρα διαβολῆς

ἀπολογούμενος) ήταν ένα αδίκημα σεξουαλικής φύσης. Σύμφωνα με την ὑπόθεσιν

του έργου, ο βασιλιάς της Θεσσαλίας Αμύντας τύφλωσε και εξόρισε τον γιο του,

Φοίνικα, παραπλανώμενος από τις συκοφαντίες της παλλακίδας του Φθίας για

ερωτική ασέλγεια του Φοίνικα σε βάρος της.183 Ο Φοίνικας, επομένως, ο

πρωταγωνιστής που έδωσε το όνομα σε ολόκληρη την τραγωδία, είναι το τραγικό

θύμα της ιστορίας και ως εκ τούτου ο ρήτορας δεν σπεύδει να αποκρύψει την

ταυτότητα του έργου, όπως συνέβη με την Σθενέβοιαν, όπου η ομώνυμη ηρωίδα

είναι η κύρια αυτουργός του αδικήματος.

Για την ρητορική σκοπιμότητα των στίχων ο Αισχίνης αξιοποιεί στο

έπακρον την φήμη του Ευριπίδη ως «από σκηνής φιλοσόφου». Στους ευριπίδειους

στίχους ως μέτρο ορθής αποτίμησης μιας συμπεριφοράς ορίζεται ο τρόπος ζωής

ενός ατόμου που κατ’ επέκταση αντανακλάται και στον χαρακτήρα και στην

ποιότητα των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφεται. Η γνωμολογική αξία

των στίχων ήταν εδραιωμένη στην αρχαιότητα, όπως μαρτυρεί και η έμμεση

παράδοση.184 Με μια εισαγωγή, που προτάσσεται των ποιητικών στίχων, ο

Αισχίνης παρουσιάζει τον ποιητή να προσφέρει μαθήματα ηθικής συμπεριφοράς

και να παροτρύνει τους ανθρώπους να κρίνουν τους άλλους όχι βάσει

συκοφαντιών, αλλά βάσει του τρόπου που διάγουν τον βίο τους (152: καὶ ἀπεθίζων

τοὺς ἀνθρώπους μὴ ἐξ ὑποψίας μηδ’ ἐκ διαβολῆς, ἀλλ’ ἐκ τοῦ βίου τὰς κρίσεις

ποιεῖσθαι). Αυτό εκ πρώτης όψεως μοιάζει να έρχεται σε αντίθεση με την έμφαση

που απέδωσε ο ρήτορας στην φήμη και στον ρόλο της στην στοχοποίηση του

Τιμάρχου. Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση κάνει λόγο συγκεκριμένα για

κακοπροαίρετη συκοφαντία (διαβολή) και όχι γενικά για διαδεδομένες φήμες.185

Και ο Λυκούργος στον Κατὰ Λεωκράτους (100), όπου παραθέτει στίχους

από τον Ἐρεχθέα του Ευριπίδη, σταθερά εξαίρει την σοφή του κρίση και την

παιδευτική ισχύ των στίχων του: o Ευριπίδης δημιούργησε (ἐποίησε) τον

πατριωτικό λόγο της Πραξιθέας, και μέσω αυτού ενεφύσησε ένα πολύτιμο

μάθημα στους Αθηναίους πολίτες. Ο Αισχίνης στον Κατὰ Τιμάρχου προχωρά ένα

έκδοση που έκανε για τον Στοβαίο, ο οποίος στο σημείο αυτό παραδίδει την γραφή ἱμερεύεται. Βλ.

το κριτικό υπόμνημα στην έκδοση του Dilts (1997).

183 Βλ. Collard-Cropp (2008) 405-406. Για μια ελαφρώς παραλλαγμένη εκδοχή της ιστορίας του

Φοίνικα πρβλ. Όμ. Ἰλ. 9.447-484.

184 Ιδιαίτερα οι τρεις τελευταίοι στίχοι του αποσπάσματος παραδίδονται από μια πληθώρα

πηγών. Για συγκεκριμένες αναφορές βλ. TrGF V.2 Kannicht ad loc.

185 Πρβλ. Αισχίν. 2.144, όπου επίσης κάνει μία διάκριση μεταξύ φήμης και διαβολῆς.

58

βήμα πιο πέρα: το ομιλούν πρόσωπο186 των ποιητικών στίχων εξομοιώνεται

πλήρως με τον ποιητή-Ευριπίδη (153: τὰς γνώμας ἃς ἀποφαίνεται ὁ ποιητής…φησὶ

γεγενῆσθαι κριτής…καὶ τὰς κρίσεις…φησι ποιεῖσθαι). Οι στίχοι του Ευριπίδη

προκρίνονται ως το αποτέλεσμα της σοφίας και της προσωπικής του, πολύκροτης

εμπειρίας.187 Στον Λυκούργο (Λεωκ. 100) ο Ευριπίδης ασκεί (συνεθίζεσθαι) τους

πολίτες στον πατριωτισμό, ενώ στον Αισχίνη (1.152) τους αποτρέπει (ἀπεθίζων)

από την εσφαλμένη κρίση ενός ανθρώπου.

Έχοντας απολυτοποιήσει τον ρόλο της ποιητικής σοφίας, ο Αισχίνης

σπεύδει να εφαρμόσει το γνωμολογικό δίδαγμα του Ευριπίδη στην παρούσα

υπόθεση (153), και με αυτή την αφορμή ανακεφαλαιώνονται τα βασικά σημεία

ψόγου που βαραίνουν τον Τίμαρχο (154). Το επιχείρημα εκτυλίσσεται με την

μορφή ενός διακριτού συλλογισμού: σύμφωνα με τον Ευριπίδη, ορθό μέτρο

αποτίμησης του χαρακτήρα ενός ανθρώπου είναι ο τρόπος με τον οποίο διάγει τον

βίο του και το ποιόν των ανθρώπων με τους οποίους συγχρωτίζεται∙ ο Τίμαρχος

κατασπατάλησε την πατρική του περιουσία και διατηρεί σχέσεις με έναν άνδρα

αμφιβόλου ήθους, τον Ηγήσανδρο∙ επομένως, ο Τίμαρχος κρίνεται άξιος

καταδίκης (154).

Το συγκεκριμένο ποιητικό παράθεμα προσλαμβάνει ξεχωριστό

χαρακτήρα σε σχέση με τα υπόλοιπα παραθέματα του λόγου. Η ρητορική του

χρησιμότητα έγκειται όχι τόσο στην αποδεικτική του ισχύ αλλά στην παραινετική

του λειτουργία προς τους δικαστές. Ο Αισχίνης νουθετεί τους δικαστές να

συμμορφωθούν προς την λογική του Ευριπίδη για την τελική κρίση τους (153: τοῖς

αὐτοῖς ὑμᾶς Εὐριπίδῃ χρήσασθαι λογισμοῖς), ενώ επανέρχεται και η βασική ιδέα

που διατρέχει το σύνολο του λόγου, ότι ο τρόπος που διευθετεί κάποιος τα

ζητήματα της πόλεως είναι άμεσα συνυφασμένος και εξαρτώμενος από τον τρόπο

που διάγει τον ιδιωτικό του βίο (ὡς παραπλησίως αὐτὸν καὶ τὰ τῆς πόλεως

διοικήσοντα). Και ο Ευριπίδης, σύμφωνα με τον ρήτορα, θα επιδοκίμαζε την

καταδίκη του Τιμάρχου, ο οποίος παρά την διασπάθιση της πατρικής του

περιουσίας και τις ύποπτες συναναστροφές του με τον Ηγήσανδρο απολαμβάνει

το δικαίωμα του δημόσιου λόγου. Το ίδιο καλούνται να κάνουν εν προκειμένω και

οι δικαστές.

186 H persona loquens των στίχων πιθανότατα ταυτίζεται με τον Κένταυρο Χίρωνα, ο οποίος

θεράπευσε τον Φοίνικα μετά την τύφλωσή του από τον πατέρα του (βλ. Απολλόδ. 3.175, Prop. 2.1.60).

187 Βλ. και Most (2003) 141-158.

59

3. Ποιητικά παραθέματα και ρητορική refutatio: Αισχίνης –Δημοσθένης Περὶ

τῆς παραπρεσβείας

Στον Κατὰ Τιμάρχου του Αισχίνη τα ποιητικά παραθέματα

προσλαμβάνουν τόσο αποδεικτική ισχύ όσο και παραινετική προς τους δικαστές

λειτουργία. Η χρήση ποιητικών στίχων επιτελεί και μια επιπλέον λειτουργική

σκοπιμότητα, σύμφυτη του ρητορικού είδους, την refutatio των επιχειρημάτων του

αντιπάλου.188 Επιφανές παράδειγμα αποτελεί το ζεύγος των λόγων Περὶ τῆς

παραπρεσβείας των δύο πολιτικών αντιπάλων Δημοσθένη και Αισχίνη, που

χρονικά τοποθετείται μετά την δίκη του Τιμάρχου (343 π.Χ.).189 Οι λόγοι αποτελούν

την κατηγορία του Δημοσθένη εναντίον του Αισχίνη για αδιαφανή συμπεριφορά

κατά την ειρηνευτική πρεσβεία στον Φίλιππο για την διαπραγμάτευση της

ειρήνης του Φιλοκράτη και την απάντηση αντίστοιχα του Αισχίνη.

Στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας ο Δημοσθένης αντιμετωπίζει ένα

κώλυμα ανάλογο με εκείνο το οποίο αντιμετωπίζει και ο Αισχίνης στον Κατὰ

Τιμάρχου – την έλλειψη δικαστικά αξιοποιήσιμων αποδείξεων.190 Μια εμφανή

ιδιαιτερότητα του Περὶ τῆς παραπρεσβείας σε σχέση με το υπόλοιπο δημοσθενικό

corpus αποτελεί η αξιοποίηση ποιητικών παραθεμάτων.191 Ο Δημοσθένης

αφορμάται από το παράδειγμα του αντιπάλου του στον Κατὰ Τιμάρχου και

εισάγει στον λόγο του μια σειρά από ποιητικά παραθέματα (19.243-255). Μέσω της

χρήσης κοινών με τον Αισχίνη ή διαφορετικών ποιητικών παραθεμάτων

ανασκευάζει – αναδρομικά βέβαια - τα επιχειρήματα του αντιπάλου του στον

Κατὰ Τιμάρχου, στρέφοντας έντεχνα την αποδεικτική τους ισχύ σε βάρος του.

Συνεπώς, η χρήση ποιητικών στίχων που κάνει ο Δημοσθένης διαφοροποιείται επί

της ουσίας από αυτήν του Λυκούργου και του Αισχίνη: η ποίηση δεν

επιστρατεύεται πλέον για την σοφία που αντιπροσωπεύει ή ως αποδεικτικό μέσο

παρά ως εργαλείο επίθεσης στον αντίπαλο. Όπως θα φανεί, η χρήση ποιητικών

188 Βλ. Perlman (1964) 166.

189 Για την υπόθεση και τα ιστορικά συμφραζόμενα της δίκης βλ. MacDowell (2000) 1-22.

Ειδικότερα, για τον Περὶ τῆς παραπρεσβείας του Δημοσθένη βλ. MacDowell (2000) και MacDowell

(2009) 333-342. Για τον Περὶ τῆς παραπρεσβείας του Αισχίνη βλ. Carey (2000) 88 κ.ε. Για μια γενική

θεώρηση της αντιπαλότητας Δημοσθένη-Αισχίνη βλ. επίσης Buckler (2000) 114-158.

190 Βλ. Αλεξίου (2016) 323.

191 Σύμφωνα με τον Ψευδο-Πλούταρχο (Βίοι δέκ. ῥητ. 845C), o Δημοσθένης σε μια δημόσια γιορτή

στην Ολυμπία, ακούγοντας από την μια το εγκώμιο του Αλέξανδρου και του Φιλίππου και από την

άλλη επιθετικά σχόλια σε βάρος των Ολυνθίων και των Θηβαίων, σηκώθηκε στο βήμα και παρέθεσε

ποιητικούς στίχους για τα κατορθώματα της Θήβας και της Ολύνθου. Για την υφολογική επίδραση

που άσκησε ο Όμηρος στον Δημοσθένη πρβλ. Διον. Αλικ. Συνθ. Ὀνομ. 25.

60

παραθεμάτων αποβαίνει σημαντικός πυλώνας της κλιμακούμενης πολιτικής

αντιδικίας Δημοσθένη-Αισχίνη.

3.1. Ησίοδος και refutatio

Στον Κατὰ Τιμάρχου 129 ο Αισχίνης είχε παραθέσει στίχους του

Ησιόδου για την θεϊκή υπόσταση της φήμης (Ἔργ. 763-764), προκειμένου να

αποδείξει την αξιοπιστία της φήμης, σύμφωνα με την οποία ο Τίμαρχος είναι

πόρνος. Ο Δημοσθένης τρία χρόνια αργότερα επανέρχεται στο ποιητικό

παράθεμα του Αισχίνη (19.243-244), και όχι μόνο τον κατηγορεί ότι παρέθεσε

ποιητικούς στίχους ελλείψει άλλων μαρτύρων (243: ἀλλὰ μὴν καὶ ἔπη τοῖς

δικασταῖς ἔλεγες, οὐδένα μάρτυρα ἔχων ἐφ’ οἷς ἔκρινες τὸν ἄνθρωπον

παρασχέσθαι), αλλά επιπλέον υπονοεί ότι αστόχησε στην επιλογή του

συγκεκριμένου παραθέματος, καθώς στην προκειμένη υπόθεση της

παραπρεσβείας αυτό στρέφεται εναντίον του.

Ο Δημοσθένης, δίχως να αμφισβητεί την auctoritas των στίχων του

Ησιόδου, παραθέτει εκ νέου τους ποιητικούς στίχους192 και εφαρμόζει την

αποδεικτική τους ισχύ σε βάρος του Αισχίνη (243-244):

(243) Ἀλλὰ μὴν καὶ ἔπη τοῖς δικασταῖς ἔλεγες, οὐδένα μάρτυρα ἔχων

ἐφ᾽ οἷς ἔκρινες τὸν ἄνθρωπον παρασχέσθαι∙

φήμη δ᾽ οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥντινα λαοὶ

πολλοὶ φημίξωσι∙ θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή.193

οὐκοῦν, Αἰσχίνη, καὶ σὲ πάντες οὗτοι χρήματ᾽ ἐκ τῆς πρεσβείας φασὶν

εἰληφέναι, ὥστε καὶ κατὰ σοῦ δήπουθεν «φήμη δ᾽ οὔ τις πάμπαν

ἀπόλλυται, ἥντινα λαοὶ πολλοὶ φημίξωσιν». (244) ὅσῳ γὰρ αὖ σὲ

πλείους ἢ ἐκεῖνον αἰτιῶνται, θεώρησον ὡς ἔχει. τὸν μὲν Τίμαρχον οὐδ᾽

οἱ πρόσχωροι πάντες ἐγίγνωσκον, ὑμᾶς δὲ τοὺς πρέσβεις οὐδεὶς

Ἑλλήνων οὐδὲ βαρβάρων ἔσθ᾽ ὅστις οὔ φησι χρήματ᾽ ἐκ τῆς πρεσβείας

εἰληφέναι. ὥστ᾽, εἴπερ ἐστ᾽ ἀληθὴς ἡ φήμη, καθ᾽ ὑμῶν ἐστιν ἡ παρὰ

192 Ο Scodel (2007) 134 επισημαίνει το ενδεχόμενο τα ποιητικά παραθέματα να αποτελούν προϊόν

μεταγενέστερης επεξεργασίας.

193 Ο Δημοσθένης παρουσιάζει σε σχέση με το παραδεδομένο κείμενο του Ησιόδου τις ίδιες

αποκλίσεις με τον Αισχίνη (βλ. ενότ. 2.2.2), κάτι που ίσως υποδεικνύει ότι αντλούν το ποίημα από

την ίδια πηγή.

61

τῶν πολλῶν, ἣν ὅτι πιστὴν εἶναι δεῖ καὶ «θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή»,

καὶ ὅτι σοφὸς ἦν ὁ ποιητὴς ὁ ταῦτα ποιήσας, σὺ διώρισας αὐτός.

Ο Δημοσθένης εκκινεί από την φήμη περί χρηματισμού που βαραίνει τον Αισχίνη

και τονίζει εμφατικά ότι η αρνητική φήμη που τον κατατρύχει είναι πλειοψηφική

σε σχέση με αυτήν του Τιμάρχου (244: ἡ φήμη τῶν πολλῶν). Αν, λοιπόν, κατά τον

Ησίοδο, ευσταθεί η αξιοπιστία της φήμης, τότε, σύμφωνα με μια ευρύτερα

διαδεδομένη φήμη, ο Αισχίνης χρηματίστηκε από τον Φίλιππο κατά την διάρκεια

των πρεσβευτικών του υπηρεσιών (244). Και ο Δημοσθένης βέβαια, όπως και ο

Αισχίνης, παρερμηνεύει το νόημα των ησιόδειων στίχων: για τον Ησίοδο η φήμη

ως θεότητα είναι παντοδύναμη και αθάνατη και όχι απαραίτητα φερέγγυα, όπως

υποστηρίζουν οι εκατέρωθεν ρήτορες. 194

Ο Αισχίνης δεν παραλείπει να απαντήσει στην επίθεση του αντιπάλου

του, επαναλαμβάνοντας τους ποιητικούς στίχους του Ησιόδου στον Περὶ τῆς

παραπρεσβείας λόγο του (144-145):

(144) Ἐτόλμησε δ᾽ εἰπεῖν ὡς ἐγὼ τοῖς ἐμαυτοῦ λόγοις περιπίπτω. φησὶ

γάρ με εἰπεῖν, ὅτ᾽ ἔκρινον Τίμαρχον, ὅτι πάντες κατ᾽ αὐτοῦ τὴν τῆς

πορνείας φήμην παρειλήφασι, τὸν δ᾽ Ἡσίοδον ποιητὴν ἀγαθὸν ὄντα

λέγειν,

φήμη δ᾽ οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥντινα λαοὶ

πολλοὶ φημίξωσι∙ θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή.

τὴν δ᾽ αὐτὴν ταύτην θεὸν ἥκειν νῦν κατηγοροῦσαν ἐμοῦ∙ πάντας γὰρ

λέγειν ὡς χρήματα ἔχω παρὰ Φιλίππου. (145) εὖ δ᾽ ἴστε, ὦ ἄνδρες

Ἀθηναῖοι, ὅτι πλεῖστον διαφέρει φήμη καὶ συκοφαντία. φήμη μὲν γὰρ

οὐ κοινωνεῖ διαβολῇ, διαβολὴ δὲ ἀδελφόν ἐστι [καὶ] συκοφαντίᾳ. διοριῶ

δ᾽ αὐτῶν ἑκάτερον σαφῶς. φήμη μέν ἐστιν, ὅταν τὸ πλῆθος τῶν

πολιτῶν αὐτόματον ἐκ μηδεμιᾶς προφάσεως λέγῃ τινὰ ὡς

γεγενημένην πρᾶξιν∙ συκοφαντία δ᾽ ἐστίν, ὅταν πρὸς τοὺς πολλοὺς εἷς

ἀνὴρ αἰτίαν ἐμβαλὼν ἔν τε ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις πρός τε τὴν

βουλὴν διαβάλλῃ τινά. καὶ τῇ μὲν φήμῃ δημοσίᾳ θύομεν ὡς θεῷ, τῶν

δὲ συκοφαντῶν ὡς κακούργων δημοσίᾳ προβολὰς ποιούμεθα. μὴ οὖν

σύναγε εἰς ταὐτὸν τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις.

194 Bλ. MacDowell (2000) 303, ο οποίος εκτιμά ότι αυτή η ρητορική ερμηνεία δεν είναι ανεξάρτητη

του θετικού προσήμου που έλαβε η θεολογία στην ελληνική θρησκεία του 4ου αι. π.Χ.

62

Για την υπεράσπιση της θέσης του ο ρήτορας εκκινεί από μια διάκριση μεταξύ

φήμης και συκοφαντίας.195 Οικειοποιούμενος πιθανότατα και την ποσοτική

διαφοροποίηση που είχε κάνει ο Δημοσθένης για την φήμη του Τιμάρχου και την

δική του, ο Αισχίνης υποστηρίζει ότι η διάκριση φήμης-συκοφαντίας υπόκειται σε

μία ποσοτική αλλά και ποιοτική διαφορά: η φήμη συνίσταται στην αυθόρμητη,

χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο, διάδοση και την συντήρηση μιας είδησης από

το πλήθος των πολιτών, ενώ αντίθετα η συκοφαντία αποτελεί την εσκεμμένη

συστηματική διάδοση μιας ψευδολογίας ενός για την επιδίωξη, εννοείται,

ιδιοτελών βλέψεων. Η συκοφαντία είναι συγγενής της διαβολῆς196 (145: διαβολὴ δὲ

ἀδελφόν ἐστι [καὶ] συκοφαντίᾳ). Σύμφωνα με τον Αισχίνη, οι ψόγοι του Δημοσθένη

υπάγονται στην κατηγορία της συκοφαντίας και είναι αποτέλεσμα προσωπικής

αντιπάθειας, χωρίς κανένα αντίκρισμα αλήθειας.

Κρίνοντας από την έγνοια του Δημοσθένη να ανταπαντήσει

αναδρομικά στο ποιητικό παράθεμα του αντιπάλου του, μπορεί να συναχθεί ένα

θετικό πόρισμα αναφορικά με την λειτουργικότητα των ποιητικών παραθεμάτων

και την ενδεχόμενη απήχησή τους στο ακροατήριο. Οι ποιητικοί στίχοι του

Ησιόδου προσθέτουν ένα επιπλέον μέσο επιχειρηματολογίας στο οπλοστάσιο του

Δημοσθένη και του Αισχίνη. Είναι αξιοπρόσεχτο το πώς οι δύο ρήτορες

παρερμηνεύουν ποιητικούς στίχους και τους ανάγουν σε κοινό επιχείρημα,

προκειμένου να υποστηρίξει ο καθένας την δική του θέση. Η θέση του Ησιόδου

είναι μία, και πολύ διαφορετική από αυτήν που υποστηρίζουν οι δύο ρήτορες: η

δύναμη της φήμης είναι πολύ μεγάλη, ώστε δύσκολα μπορεί να λησμονηθεί, και

όχι ότι αποτελεί αξιόπιστο τεκμήριο μαρτυρίας. Στο πεδίο της ρητορικής,

εντούτοις, νομιμοποιείται η απομόνωση του ποιητικού παραθέματος από τα

συμφραζόμενά του, προκειμένου να εξυπηρετηθεί αποτελεσματικότερα η

εκάστοτε ρητορική στόχευση.

3.2. Ευριπίδης και refutatio

Στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας 245 ο Δημοσθένης εξακολουθεί να

επενδύει στον Κατὰ Τιμάρχου και ανακαλεί τους στίχους από τον Φοίνικα του

Ευριπίδη (απ. 812 Kannicht), που είχε παραθέσει ο Αισχίνης (1.152-154) για να

195 Βλ. Αλεξίου (2016) 371. Για τους συκοφάντες βλ. Osborne (1990) 83-102, Harvey (1990) 103-121,

Hunter (1994) 125-129, Christ (1998), Hansen (1999) 194-196.

196 Για την διαβολήν ως terminus technicus των προσωπικών επιθέσεων στο πλαίσιο της

αντιπαράθεσης Δημοσθένη-Αισχίνη βλ. Rowe (1966) 397-406, Dyck (1985) 42-48, Worthington (2013)

304-305. Πρβλ. επίσης Βολονάκη (2014) 167-196.

63

παροτρύνει τους δικαστές να καταδικάσουν τον Τίμαρχο εξαιτίας του ιδιωτικού

του βίου και των έκφυλων συναναστροφών του:197

Ἔτι τοίνυν ἰαμβεῖα δήπου συλλέξας ἐπέραινεν, οἷον

ὅστις δ᾽ ὁμιλῶν ἥδεται κακοῖς ἀνήρ,

οὐ πώποτ᾽ ἠρώτησα, γιγνώσκων ὅτι

τοιοῦτός ἐστιν οἷσπερ ἥδεται ξυνών.

εἶτα «τὸν εἰς τοὺς ὄρνεις εἰσιόντα καὶ μετὰ Πιτταλάκου περιόντα», καὶ

τοιαῦτ᾽ εἰπών, «ἀγνοεῖτ᾽», ἔφη, «ποῖόν τιν᾽ ἡγεῖσθαι δεῖ;» οὐκοῦν,

Αἰσχίνη, καὶ κατὰ σοῦ τὰ ἰαμβεῖα ταῦθ᾽ ἁρμόσει νῦν ἐμοί, κἂν ἐγὼ

λέγω πρὸς τούτους, ὀρθῶς καὶ προσηκόντως ἐρῶ· «ὅστις δ᾽ ὁμιλῶν

ἥδεται», καὶ ταῦτα πρεσβεύων, Φιλοκράτει, «οὐ πώποτ᾽ ἠρώτησα,

γιγνώσκων ὅτι» ἀργύριον εἴληφ᾽ οὗτος, ὥσπερ Φιλοκράτης ὁ

ὁμολογῶν.

Από τους εννέα στίχους του Φοίνικος που είχε παραθέσει ο Αισχίνης, ο

Δημοσθένης εστιάζει και παραθέτει συγκεκριμένα τους τρεις τελευταίους, όπου

τονίζεται ότι ο χαρακτήρας ενός ατόμου αντανακλάται εν πολλοίς στον

χαρακτήρα των ανθρώπων με τους οποίους συγχρωτίζεται. Ο Δημοσθένης

φαίνεται να συγχωνεύει διαφορετικά τμήματα του ρητορικού λόγου του Αισχίνη,

καθώς ο αντίδικός του με αφορμή τους στίχους του Ευριπίδη είχε μεμφθεί τον

Τίμαρχο εξαιτίας της συναναστροφής του με τον Ηγήσανδρο (Αισχίν. 1.151) και

όχι με τον Πιττάλακο, όπως ισχυρίζεται ο Δημοσθένης.198 Ο Δημοσθένης λοιπόν

παραθέτει από μνήμης τον ισχυρισμό του αντιπάλου του για τις κακές

συναναστροφές του Τιμάρχου, ώστε να αντιστρέψει αμεσότερα το επιχείρημα σε

βάρος του Αισχίνη. Με ειρωνική διάθεση υποστηρίζει ότι οι στίχοι του Ευριπίδη

εξυπηρετούν την επιχειρηματολογία του, καθώς άμεσα ενοχοποιούν τον Αισχίνη

λόγω της κατακριτέας φιλίας και συνεργασίας του με τον Φιλοκράτη, ο οποίος

καθ’ ομολογίαν χρηματίστηκε από τον Μακεδόνα βασιλιά.

Προκύπτει, λοιπόν, ότι η επιχειρηματολογία του Δημοσθένη στον Περὶ

τῆς Παραπρεσβείας βρίσκει αντίκρισμα στην επιχειρηματολογία του Αισχίνη στον

Κατὰ Τιμάρχου. Αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς ότι ο Κατὰ Τιμάρχου προωθήθηκε

197 Για την θέση του παραθέματος στην επιχειρηματολογία του Δημοσθένη βλ. Perlman (1964)

170, Wilson (1996) 315.

198 Τις σχέσεις του Τιμάρχου με τον δουλικής καταγωγής Πιττάλακο θίγει ο Αισχίνης σε άλλο

σημείο του ρητορικού του λόγου (1.53-66).

64

ως μέσο αποπροσανατολισμού από την υπόθεση της παραπρεσβείας, τότε

υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ των δύο λόγων. Oι στίχοι του Ευριπίδη και του

Ησιόδου καταδεικνύουν πώς συγκεκριμένα ποιητικά παραθέματα μετατρέπονται

σε μοτίβα (leitmotifs) της εξελισσόμενης αντιπαράθεσης Δημοσθένη-Αισχίνη.199

Από τεχνικής άποψης, η παράθεση των στίχων από τον Δημοσθένη

διαφοροποιείται από αυτήν του Αισχίνη. Ο Αισχίνης στον Κατὰ Τιμάρχου

εφαρμόζει απαρέγκλιτα την μέθοδο της κολλήσεως του Ερμογένη (Μεθ. 30, σ. 447

Rabe). Ο Δημοσθένης, από την άλλη, εκτός από την μέθοδο της κολλήσεως,

αξιοποιεί συνδυαστικά και την μέθοδο της παρῳδίας (Μεθ. 30, σσ. 447-448 Rabe).

Αφού πρώτα παραθέτει αυτολεξεί τους στίχους από τον Φοίνικα του Ευριπίδη -

προφανώς για να υπενθυμίσει στους ακροατές την προγενέστερη χρήση τους από

τον Αισχίνη - εν συνεχεία εκ νέου θέτει αυτολεξεί τμήματα του παραθέματος

στον πεζό ρητορικό του λόγο, παραφράζοντας το υπόλοιπο σε πεζό λόγο (βλ. και

ενότ. 1.1). Το αποτέλεσμα είναι κωμικό σε βάρος του Αισχίνη. Με σαρκαστική

διάθεση ο Δημοσθένης καταλήγει ότι ο Αισχίνης, καθώς συναναστρέφεται με τον

Φιλοκράτη ο οποίος χρηματίστηκε από τον Φίλιππο, κρίνεται και ο ίδιος

καταδικαστέος ως ύποπτος για δωροληψία από τον Φίλιππο. Η μέθοδος της

παρῳδίας συνδυάζεται με τον σαρκασμό και την ειρωνεία που βρίσκονται διάχυτα

στον λόγο του Δημοσθένη.200

3.3. Επισφαλής χρήση ποιητικών παραθεμάτων

Στον Κατὰ Τιμάρχου (141) μείζον μέλημα του Αισχίνη, ο οποίος

ενσωματώνει ποιητικούς στίχους στον λόγο του, είναι να μην φανεί ότι προβαίνει

σε μία ελιτίστικη επίδειξη γνώσεων σε βάρος του ακροατηρίου. Το ζήτημα

επαναφέρει ο Δημοσθένης στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας (246-250), με αφορμή το

ποιητικό παράθεμα του Αισχίνη από τον Φοίνικα του Ευριπίδη, για να τον

κατηγορήσει ότι είναι ένας σοφιστής201 που παραθέτει εξεζητημένους ποιητικούς

στίχους (250).202

Το χωρίο του Δημοσθένη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για την

μελέτη της ιστορίας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου και των δραματικών

199 Βλ. Scodel (2007) 138.

200 Βλ. Perlman (1964) 170-172, o οποίος μέσα από μία σύγκριση των ποιητικών παραθεμάτων

Αισχίνη-Δημοσθένη, επιχειρεί να αποδείξει την ρητορική δεινότητα του Δημοσθένη.

201 Ο όρος σοφιστής δηλώνει αυτόν που κάνει επιδέξια χρήση του λόγου με στόχο να

παραπλανήσει το κοινό. Βλ. MacDowell (2000) 304.

202 Βλ. Ober (1989) 178.

65

επανεκτελέσεων.203 Σύμφωνα με τον ρήτορα, την τραγωδία Φοῖνιξ του Ευριπίδη

είχαν εκτελέσει αποκλειστικά και μόνο οι παλαιοὶ ὑποκριταί και δεν αποτέλεσε

ποτέ αντικείμενο της υποκριτικής δραστηριότητας των σύγχρονων ηθοποιών

(246). Με βάση την διχοτόμηση παλαιοί-σύγχρονοι υποκριτές,204 η οποία θέτει ένα

πλαίσιο επανεκτέλεσης για την κλασική τραγωδία του 5ου αι. π.Χ., ο Δημοσθένης

επιχειρηματολογεί ότι ο ευριπίδειος Φοῖνιξ αποτελεί περίπτωση της παλαιάς

τραγωδίας χωρίς αξιόλογη επανεκτέλεση. Η μη επανεκτέλεση του Φοίνικος από

την μια και η επιλογή του Αισχίνη από την άλλη να παραθέσει στίχους από αυτό

το εν μέρει άγνωστο για το ακροατήριο του 4ου αι. π.Χ. έργο δικαιολογεί, σύμφωνα

με τον Δημοσθένη, τον χαρακτηρισμό του ως σοφιστοῦ (246: σοφιστάς, 250:

σοφιστής).205

Έμμεσες ενδείξεις, εντούτοις, πιστοποιούν την απήχηση του Φοίνικος

μετά την πρώτη εκτέλεσή του (αρχές της δεκαετίας του 420 π.Χ.).206 Στους

αριστοφανικούς Ἀχαρνῆς ο Δικαιόπολις αρνείται να δανειστεί [τὰ τρύχη] τοῦ

τυφλοῦ Φοίνικος από τον Ευριπίδη που φυλάσσει τα κοστούμια των τραγικών

ηρώων του (στ. 421-422). Ο τραγικός ποιητής του 4ου αι. π.Χ. Αστυδάμας συνέθεσε

τον δικό του Φοίνικα (test. 5d Kannicht), όπως και ο Ρωμαίος Έννιος αργότερα με

έκδηλο τον ευριπίδειο απόηχο.207 Βέβαια, δεν σώζονται άμεσες μαρτυρίες για

συγκεκριμένες επανεκτελέσεις του έργου, αλλά αυτό αποτελεί κοινό τόπο και για

το σύνολο των τραγωδιών που παραδίδονται ακέραιες μέχρι σήμερα. Ανεξάρτητα

όμως από το αν ο Φοῖνιξ πέρασε στην λήθη μετά την πρεμιέρα του 5ου αι. π.Χ., είναι

αξιοσημείωτη η στρατηγική του Δημοσθένη να οριοθετήσει τον Φοίνικα ως ένα

ισχνής επανεκτέλεσης έργο, με σκοπό να επισύρει νέες κατηγορίες σε βάρος του

αντιδίκου του.

Στον αντίποδα του Φοίνικος ο Δημοσθένης θέτει την Ἀντιγόνην του

Σοφοκλή, η οποία στάθηκε αντικείμενο επανεκτέλεσης από τους φημισμένους

203 Για την μαρτυρία του Δημοσθένη σχετικά με την σταδιακή διαμόρφωση ενός τραγικού

κανόνος ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. βλ. Hanink (2014) 151-158.

204 Αντιστοιχεί στην διάκριση παλαιό-νέο δράμα, η οποία αρχίζει να εδραιώνεται το 386 π.Χ. με

την θέσπιση των επανεκτελέσεων της τραγωδίας του 5ου αι. π.Χ. Βλ. IG II2 2318 201-203: ἐπὶ Θεοδότου

/ παλαιὸν δρᾶμα πρῶτο[ν] / παρεδίδαξαν οἱ τραγ[ωιδοί].

205 Και η μετοχή συλλέξας που χρησιμοποιεί ο Δημοσθένης, για να εισαγάγει το ποιητικό

παράθεμα του Αισχίνη από τον Φοίνικα του Ευριπίδη (19.245), υποδηλώνει κοπιώδη προσπάθεια εκ

μέρους του για την αναζήτηση του κατάλληλου παραθέματος. Πρβλ. επίσης Pontani (2009) 401-416

και Hanink (2014) 143-151, που θεωρούν ότι η χρήση της μετοχής συλλέξας, σε συνδυασμό με άλλα

στοιχεία, παραπέμπει στους Βατράχους του Αριστοφάνη και στην απεικόνιση της ευριπίδειας

ποίησης ως βλαβερής για τα ήθη των πολιτών.

206 Βλ. αναλυτικά Jouan-Van Looy (2002) 314-318.

207 O Jocelyn (1967) 389-390 ανιχνεύει την επιρροή του Ευριπίδη στην ρωμαϊκή διασκευή του

έργου.

66

ηθοποιούς του 4ου αι. π.Χ. Θεόδωρο και Αριστόδημο,208 στον θίασο των οποίων ο

Αισχίνης συμμετείχε ως τριταγωνιστής (246-247).209 Διακωμωδώντας το

υποκριτικό status του Αισχίνη ως τριταγωνιστή, με το σαρκαστικό σχόλιο ότι ο

ρόλος των τυράννων αποτελούσε ένα είδος τιμητικού προνομίου για τους

τριταγωνιστές,210 ο Δημοσθένης τον επικρίνει γιατί αποσιώπησε στίχους από την

Ἀντιγόνην του Σοφοκλή, με τους οποίους ως Κρέων-Αισχίνης ήταν εξοικειωμένος.

Η εσκεμμένη αποσιώπηση γνωστών για τον ίδιο αλλά και για το κοινό στίχων –

σε αντιδιαστολή με την επιλογή του να παραθέσει λιγότερο γνωστούς στίχους–

συνιστά, σύμφωνα με τον Δημοσθένη, μια περαιτέρω εκδήλωση της σοφιστικής

τάσης του Αισχίνη.

Η αξιολογική διαβάθμιση των τραγωδιών σε γνωστές και λιγότερο

γνωστές, η οποία αποτελεί μια περαιτέρω ένδειξη για την βαθμιαία σύσταση ενός

τραγικού κανόνος στον 4ο αι. π.Χ., δίνει στον ρήτορα την ευκαιρία για την επί

μακρόν παράθεση στίχων από την Ἀντιγόνην του Σοφοκλή (247). Στο παράταιρο

ποιητικό παράθεμα του αντιπάλου του ο Δημοσθένης αντιτάσσει ένα

ευστοχότερο κατά την κρίση του παράθεμα της δικής του εκλογής (Σοφ. Ἀντ. 175-

190).211 Στο σημείο αυτό κορυφώνεται ο ρόλος των ποιητικών παραθεμάτων στην

ρητορική πολεμική Δημοσθένη-Αισχίνη (246-247):

Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους πολλάκις μὲν Θεόδωρος, πολλάκις δὲ

Ἀριστόδημος ὑποκέκριται, ἐν ᾗ πεποιημένα ἰαμβεῖα καλῶς καὶ

συμφερόντως ὑμῖν πολλάκις αὐτὸς εἰρηκὼς καὶ ἀκριβῶς ἐξεπιστάμενος

παρέλιπεν. ἴστε γὰρ δήπου τοῦθ᾽ ὅτι ἐν ἅπασι τοῖς δράμασι τοῖς

τραγικοῖς ἐξαίρετόν ἐστιν ὥσπερ γέρας τοῖς τριταγωνισταῖς τὸ τοὺς

τυράννους καὶ τοὺς τὰ σκῆπτρα ἔχοντας εἰσιέναι. ταῦτα τοίνυν ἐν τῷ

δράματι τούτῳ σκέψασθ᾽ ὁ Κρέων Αἰσχίνης οἷα λέγων πεποίηται τῷ

208 Για αυτούς τους ηθοποιούς βλ. Στεφανής (1988) 210-212 και 76-77 αντίστοιχα.

209 Δεν σώζονται επιγραφικές ενδείξεις που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του Δημοσθένη

αναφορικά με την επανεκτέλεση της Ἀντιγόνης κατά τον 4ο αι. π.Χ. Σύγχρονες λογοτεχνικές πηγές,

ωστόσο, πιστοποιούν την απήχησή της κατά τον 4ο αι. π.Χ. Για παράδειγμα, βλ. Αντιφ. απ. 228 Κ.-Α.

(που απηχεί τους στίχους 712-714 από την Ἀντιγόνην του Σοφοκλή) καθώς και τις πολλαπλές

αναφορές του Αριστοτέλη (Ποιητ. 1453b-1454a, Ῥητ. 1373b 11-12, 1375b 1-2, 1417a 28-32). Για περαιτέρω

ενδείξεις πρβλ. Scodel (2007) 144-145 και Taplin (2010) 33-35.

210 Δημ. 19.247: ἴστε γὰρ δήπου τοῦθ’ ὅτι ἐν ἅπασι τοῖς δράμασι τοῖς τραγικοῖς ἐξαίρετόν ἐστιν

ὥσπερ γέρας τοῖς τριταγωνισταῖς τὸ τοὺς τυράννους καὶ τοὺς τὰ σκῆπτρα ἔχοντας εἰσιέναι. Για τον

ισχυρισμό του Δημοσθένη βλ. MacDowell (2000) 305 και Easterling (2002) 338 υποσ. 41.

211 O Pontani (2009) 401-416 διατείνεται ότι ο Δημοσθένης στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας

αναπαριστά έναν διαγωνισμό μεταξύ Ευριπίδη-Σοφοκλή, εφάμιλλο με τον αγώνα Αισχύλου-

Ευριπίδη στους Βατράχους, και αναπτύσσει ολόκληρη επιχειρηματολογία για ενδεχόμενη επίδραση

του αριστοφανικού έργου στον λόγο του ρήτορα.

67

ποιητῇ, ἃ οὔτε πρὸς αὑτὸν οὗτος ὑπὲρ τῆς πρεσβείας διελέχθη οὔτε

πρὸς τοὺς δικαστὰς εἶπεν. λέγε.

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν

ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν

ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ.

ἐμοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλιν

μὴ τῶν ἀρίστων ἅπτεται βουλευμάτων,

ἀλλ᾽ ἐκ φόβου του γλῶσσαν ἐγκλείσας ἔχει,

κάκιστος εἶναι νῦν τε καὶ πάλαι δοκεῖ·

καὶ μείζον᾽ ὅστις ἀντὶ τῆς αὑτοῦ πάτρας

φίλον νομίζει, τοῦτον οὐδαμοῦ λέγω.

ἐγὼ γάρ, ἴστω Ζεὺς ὁ πάνθ’ ὁρῶν ἀεί,

οὔτ’ ἂν σιωπήσαιμι τὴν ἄτην ὁρῶν

στείχουσαν ἀστοῖς ἀντὶ τῆς σωτηρίας,

οὔτ’ ἂν φίλον ποτ’ ἄνδρα δυσμενῆ χθονὸς

θείμην ἐμαυτῷ, τοῦτο γιγνώσκων ὅτι

ἥδ’ ἐστὶν ἡ σῴζουσα, καὶ ταύτης ἔπι

πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα.

O ρήτορας παραμένει πιστός στην κειμενική παράδοση του Σοφοκλή. Στους

παρατιθέμενους στίχους μιλά ο Κρέων με έκδηλο γνωμολογικό τόνο.212 To χωρίο

εισάγεται με μια γνωστή και από τον Αριστοτέλη (Ἠθ. Νικ. 1130a 1: ἀρχὴ ἄνδρα

δείξει) γνωμολογική ρήση, σύμφωνα με την οποία ο αληθινός χαρακτήρας ενός

άνδρα φανερώνεται στην ανάληψη πολιτικών αξιωμάτων (στ. 175-177). Ο Κρέων

τονίζει αφενός το απαράγραπτο καθήκον ενός κυβερνήτη να υπηρετεί το

συμφέρον της πόλης του και αφετέρου την φαυλότητα του κυβερνήτη που δρα με

τρόπο που υποσκάπτει την ευημερία της πόλης (στ. 178-188). To χωρίο κλείνει με

ένα δεύτερο γνωμικό δια στόματος Κρέοντα που αξιοποιεί την μεταφορά με το

«πλοίο της πολιτείας» (στ. 189-190: καὶ ταύτης ἔπι / πλέοντες ὀρθῆς): απαραίτητη

προϋπόθεση για την ευημερία των ιδιωτών είναι η ευημερία της πόλης. Η επιλογή

στίχων όπου ο Κρέων, του οποίου η πτώση περιγράφεται σε όλη την πλοκή του

έργου, μιλά για τον ορθό τρόπο διακυβέρνησης μιας πόλης εκ πρώτης όψεως

ξενίζει. Την εντύπωση αυτή, εντούτοις, άμεσα αποσοβεί η προσεκτικά επιλεγμένη

φρασεολογία του Δημοσθένη που καθιστά τους στίχους δημιούργημα της

ποιητικής σοφίας του Σοφοκλή (247: ταῦτα τοίνυν ἐν τῷ δράματι τούτῳ σκέψασθε

ὁ Κρέων Αἰσχίνης οἷα λέγων πεποίηται τῷ ποιητῇ).

212 Βλ. Griffith (2000) 157-159.

68

Με αφορμή τους στίχους του Σοφοκλή ο Δημοσθένης ασκεί δριμεία

επίθεση στον αντίπαλο (248-250). Ο Αισχίνης παρέβλεψε τους στίχους του

Σοφοκλή. Όπως αφήνεται να εννοηθεί, η ανεπάρκεια του Αισχίνη να επιλέξει το

σωστό παράθεμα προεξοφλεί κατ’ επέκταση και την ανεπάρκειά του ως

Αθηναίου πολίτη. Μέσω της επανάληψης213 ο ρήτορας τονίζει ότι ο Αισχίνης δεν

εφάρμοσε κατά την συμμετοχή του στην πρεσβεία τις ηθικές επιταγές των στίχων

του Σοφοκλή, των οποίων ο ίδιος ως Κρέων-Αισχίνης ήταν γνώστης. Σε αυτό το

πλαίσιο, η ρητορική ταύτιση του Αισχίνη με τον Κρέοντα (247: ὁ Κρέων Αἰσχίνης)

υπονοεί ότι ο Αισχίνης – όπως και ο χαρακτήρας του Κρέοντα στον Σοφοκλή –

μεθόδευσε την καταστροφή της πόλης του.

Με το σαρκαστικό σχόλιο ότι αγνόησε επιδεικτικά τους στίχους του

σοφού Σοφοκλή (248: ἐρρῶσθαι πολλὰ φράσας τῷ σοφῷ Σοφοκλεῖ) ο Δημοσθένης

ψέγει τον Αισχίνη ότι προέκρινε τον χρηματισμό του από τον Φίλιππο αντί της

σωτηρίας της πατρίδας του, αποσιωπώντας την επικείμενη μακεδονική εισβολή

στην Φωκίδα (248). Υιοθετώντας την μεταφορά με το «πλοίο της πολιτείας» από

το ποιητικό παράθεμα, κατηγορεί ανοιχτά τον Αισχίνη ότι όχι μόνο δεν μερίμνησε

για τον ορθό «πλου» της πόλης του, η οποία στάθηκε αρωγός τόσο του ίδιου όσο

και της οικογένειάς του, αλλά επιπλέον συνέβαλε και στην καταστροφή της,

παραδίδοντάς την απροκάλυπτα στα χέρια του εχθρού (249). Στο πέρας της

έντονης αυτής λεκτικής επίθεσης ο Δημοσθένης καταλήγει εκ νέου στο

συμπέρασμα ότι ο Αισχίνης είναι ένας σοφιστής, ο οποίος κάνει επιλεγμένη χρήση

ποιητικών παραθεμάτων και εσκεμμένα αποσιωπά ποιητικούς στίχους που

προδίδουν την αποτυχία του ως πολίτη και πολιτικού (250).

Ο Δημοσθένης επαναλαμβάνει αυτολεξεί τμήματα των ποιητικών

στίχων στον πεζό του λόγο με την μέθοδο της παρῳδίας. Προσεκτικά επιλεγμένες

φράσεις του ποιητικού κειμένου συνυφαίνονται με τα λεγόμενα του ρήτορα, ώστε

να καταδειχθεί η προδοσία του Αισχίνη. Ειδικότερα, η περίφραση τὴν Φιλίππου

ξενίαν καὶ φιλίαν (248) υποκαθιστά το φίλον του ποιήματος (στ. 183), ενώ η

μετοχική σύνταξη τὴν δὲ ἄτην ὁρῶν στείχουσαν ὁμοῦ αποτελεί ένα σχεδόν

αυτολεξεί παράθεμα του ποιήματος (στ. 185-186). Οι δύο τελευταίοι στίχοι του

ποιητικού παραθέματος επίσης ανακαλούνται στον πεζό λόγο του Δημοσθένη,

όπου ο στίχος 189 ἡδ’ ἐστὶν ἡ σῴζουσα καὶ ταύτης ἔπι τίθεται αυτολεξεί (249), ενώ

το οὐδ’ ὅπως ὀρθὴ πλεύσεται προείδετο (250) απηχεί τον τελευταίο στίχο με την

μεταφορά για «το πλοίο της πολιτείας» (στ. 190: πλέοντες ὀρθῆς).

213 Δημ. 19.247: ἃ οὔτε πρὸς αὑτὸν οὗτος ὑπὲρ τῆς πρεσβείας διελέχθη οὔτε πρὸς τοὺς δικαστὰς

εἶπεν, 248: τούτων οὐδὲν Αἰσχίνης εἶπεν πρὸς αὑτὸν ἐν τῇ πρεσβείᾳ.

69

Συγκεφαλαιώνοντας, ο Δημοσθένης οικειοποιείται ποικιλοτρόπως το

παράθεμα του Αισχίνη από τον Φοίνικα του Ευριπίδη στην επιχειρηματολογία

του. Επικαλείται, αρχικά, την μαρτυρία του Ευριπίδη σε βάρος του Αισχίνη και,

αναδεικνύοντας την ακαταλληλότητα του παραθέματος, τον μέμφεται για

σοφιστική επίδειξη γνώσης, αντιτάσσοντας σε αυτό ένα ποιητικό παράθεμα της

δικής του επιλογής. Στην ρητορική του Δημοσθένη η ποιητική σοφία του Σοφοκλή

αντιστρατεύεται αυτήν του Ευριπίδη, προκειμένου να ασκηθεί κριτική στην

επιλογή του Αισχίνη να παραθέσει στίχους από ένα λιγότερο γνωστό έργο, όταν

οι δημοφιλείς στίχοι του Σοφοκλή θα απέβαιναν από κάθε άποψη περισσότερο

χρήσιμοι για τον ίδιο και την πόλη. Ο ίδιος ο Δημοσθένης, από την άλλη, με την

επιλογή στίχων στους οποίους εξυμνείται η ορθή διακυβέρνηση της πόλης,

αυτοσυστήνεται ως ένας πολίτης ανώτερος από τον Αισχίνη. Προκύπτει, λοιπόν,

ότι το ποιητικό παράθεμα του Αισχίνη όχι μόνο καθίσταται όχημα για την

αναδρομική refutatio των επιχειρημάτων του από τον Δημοσθένη, αλλά αποτελεί

την αφορμή για ένα είδος ἀγῶνος μεταξύ των ρητόρων ως προς την επιλογή του

καταλληλότερου ποιητικού παραθέματος.

3.4. Ποιητικά παραθέματα στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας του Αισχίνη

Ο Δημοσθένης στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας ασκεί δριμεία επίθεση

στον Αισχίνη με αφορμή την χρήση ποιητικών παραθεμάτων. Αυτή είναι μια

πιθανή εξήγηση για τα περιορισμένα ποιητικά παραθέματα στον Περὶ τῆς

παραπρεσβείας του Αισχίνη σε αντιδιαστολή με τα εκτεταμένα ποιητικά

παραθέματα του Κατὰ Τιμάρχου. Σε ολόκληρο τον λόγο του Αισχίνη απαντούν

δύο ποιητικά παραθέματα (144, 158), και τα δύο εκ των οποίων αντλούνται από το

Ἔργα καὶ Ἡμέραι του Ησιόδου.

Στο πρώτο παράθεμα (144) ο Αισχίνης επαναλαμβάνει τους στίχους

του Ησιόδου για την αθανασία και τις θεϊκές καταβολές της φήμης (Ἔργ. 763-764:

φήμη δ’ οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥντινα λαοί / πολλοὶ φημίξωσι∙ θεός νύ τίς ἐστι

καὶ αὐτή), τους οποίους είχε επικαλεστεί και στον Κατὰ Τιμάρχου (129),

στοχευμένα ως απάντηση στην κατηγορία του Δημοσθένη. Με αφορμή το

παράθεμα στον Κατὰ Τιμάρχου, ο Δημοσθένης στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας λόγο

του στρέφει την αποδεικτική ισχύ των στίχων σε βάρος του Αισχίνη,

κατηγορώντας τον ότι, αν, σύμφωνα με την ρήση του Ησιόδου, η φήμη είναι

αξιόπιστος μάρτυρας, τότε ο Αισχίνης έλαβε αδρές αμοιβές από τον Φίλιππο (243-

244). Κεντρική για το αντεπιχείρημα του Αισχίνη στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας

70

είναι μια διάκριση φήμης-συκοφαντίας, για να καταλήξει ότι η φήμη για τον

χρηματισμό του από τον Φίλιππο ενέχει κίνητρα συκοφαντικής δυσφήμησης και

είναι αποτέλεσμα προσωπικής εμπάθειας του Δημοσθένη προς το πρόσωπό του

(145). (Βλ. και ενότ. 3.1)

Στο δεύτερο παράθεμα του Περὶ τῆς παραπρεσβείας (158) ο Αισχίνης

παραθέτει νέους στίχους του Ησιόδου (Ἔργ. 240-241):

οὐκοῦν εἰ ὑμεῖς αὐτῷ ἐπιστεύσατε ἢ Ἀριστοφάνης μου

συγκατεψεύσατο, ἐπ’ αἰσχραῖς αἰτίαις ἀδίκως ἀπωλόμην ἄν. ἐάσετε

οὖν τὸν τοιοῦτον αὑτοῦ προστρόπαιον (μὴ γὰρ δὴ τῆς πόλεώς <γε>) ἐν

ὑμῖν ἀναστρέφεσθαι; καὶ τὴν μὲν ἐκκλησίαν καθαίρετε, ἐν δὲ τοῖς

ψηφίσμασι διὰ τούτου τὰς εὐχὰς ποιήσεσθε, καὶ στρατίαν ἢ πεζὴν ἢ

ναυτικὴν ἐκπέμψετε; καὶ μὴν ὅ γε Ἡσίοδος λέγει,

Πολλάκι τοι ξύμπασα πόλις κακοῦ ἀνδρὸς ἀπηύρα,

ὅς κεν ἀλιτραίνῃ καὶ ἀτάσθαλα μηχανάαται.214

O επικός ποιητής τονίζει τις συμφορές που επισύρουν σε ολόκληρη την πόλη οι

ατασθαλίες μίας ατομικής προσωπικότητας. Ο Αισχίνης στρέφει την ησιόδεια

γνωμολογία σε βάρος του Δημοσθένη και της επικίνδυνης για το σύνολο της

πόλης πολιτικής του (153-158).

Στο πλαίσιο ενός προοδευτικού character assassination και της ρητορικής

διαβολῆς ο Δημοσθένης στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας (193-198), μέσω μιας

αντιπαραβολής με την έντιμη και μεγαλόψυχη συμπεριφορά που επέδειξε ο

κωμικός ηθοποιός Σάτυρος215 σε μια συγκεκριμένη περίσταση, επιχειρεί να

καταδείξει το φαύλο ήθος του Αισχίνη, ο οποίος δεν δίστασε ακόμη και να

βαιοπραγήσει σε βάρος μια αιχμάλωτης Ολύνθιας γυναίκας υπό την επήρεια

μέθης. Στον δικό του ομότιτλο λόγο (153-158) ο Αισχίνης επανέρχεται σε αυτό το

σημείο της επιχειρηματολογίας του αντιπάλου του, στρέφοντας τα πυρά εναντίον

του. Χωρίς να αμφισβητεί την εγκυρότητα του ανεκδότου για τον Σάτυρο (156-

214 Το κείμενο του Αισχίνη παρεκκλίνει από την κειμενική παράδοση του Ησιόδου: τοι – καί (στ.

240), ὅς κεν ἀλιτραίνῃ - ὅστις ἀλιτραίνει (στ. 241).

215 Για τον κωμικό ηθοποιό Σάτυρο βλ. Αθήν. 13.60 και Στεφανής (1988) 392-393 ενώ για την σχέση

του με τον Δημοσθένη βλ. Πλούτ. Δημ. 7. Το περιστατικό που περιγράφει ο Δημοσθένης (ο Σάτυρος

ως νικητής των θεατρικών αγώνων στο πλαίσιο της εορτής των Ολυμπίων που διεξήγαγε ο

Φίλιππος, ενώ είχε την δυνατότητα να επωφεληθεί προσωπικά, ζήτησε από τον Μακεδόνα βασιλιά

την απελευθέρωση δύο γυναικών που είχαν συλληφθεί ως αιχμάλωτες μετά την υποταγή της

Ολύνθου για χάρη του πατέρα τους) παραδίδεται και από τον Διόδωρο Σικελιώτη (16.55.3), ο οποίος

πιθανότατα είχε κατά νου τον Δημοσθένη.

71

157),216 σχετικά με την κατηγορία περί ξυλοδαρμού που του καταλογίστηκε,

υποστηρίζει ότι έπεσε θύμα της πανουργίας και των μηχανορραφιών του

Δημοσθένη (153: συμπέπλεγμαι δ’ ἐν τῇ πολιτείᾳ καθ’ ὑπερβολὴν ἀνθρώπῳ γόητι

καὶ πονηρῷ ὃς οὐδ’ ἂν ἄκων ἀληθὲς οὐδὲν εἴποι). Iσχυρίζεται ότι η κατηγορία

αποτελεί μια ανυπόστατη επινόηση του Δημοσθένη, ο οποίος μάλιστα δεν δίστασε

ακόμη και να δωροδοκήσει – ανεπιτυχώς βέβαια - ψευδομάρτυρα για να καταθέσει

αναλήθειες σε βάρος του (153-155).

Συνοψίζοντας ο Αισχίνης παρουσιάζει τα ρητορικά τεχνάσματα του

αντιπάλου του με ορολογία που φέρει θρησκευτικές συνδηλώσεις (158: ἐάσετε οὖν

τὸν τοιοῦτον αὑτοῦ προστρόπαιον (μὴ γὰρ δὴ τῆς πόλεώς <γε>) ἐν ὑμῖν

ἀναστρέφεσθαι;): ο χαρακτηρισμός προστρόπαιον δηλώνει ότι ο πανούργος και

απατηλός χαρακτήρας του Δημοσθένη ισοδυναμεί με μια κατάρα ικανή να εγείρει

την θεϊκή εκδίκηση. Σε αυτά ακριβώς τα συμφραζόμενα ο ρήτορας τοποθετεί το

παράθεμα του Ησιόδου, το οποίο έρχεται να επισφραγήσει την επικινδυνότητα

του Δημοσθένη για το σύνολο της πόλης, υπό την μορφή νουθεσίας προς τους

δικαστές. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος σταδιακά μετατοπίζεται από την

ατομική προσωπικότητα στο γενικό καλό. Ολόκληρη η πόλη κινδυνεύει να

επωμιστεί τις συνέπειες των ατασθαλιών και των αλόγιστων ψευδών που διαδίδει

ο Δημοσθένης. Με λεξιλόγιο έντονα θρησκευτικό (καὶ τὴν μὲν

ἐκκλησίαν…ἐκπέμψετε;217), που βρίσκει αντίκρισμα στην ηθικολογία του

ποιητικού παραθέματος (βλ. ἀλιτραίνῃ, ἀτάσθαλα στ. 241), ο ρήτορας προβάλλει

την τιμωρία του Δημοσθένη ως ένα ζήτημα θεοδικίας και προτρέπει τους δικαστές

να ενεργήσουν άμεσα για την κατατρόπωση του κινδύνου που διατρέχει η πόλη

εξαιτίας του Δημοσθένη.

Από την εξέταση των ησιόδειων παραθεμάτων καθίσταται φανερό ότι

η οπτική του Αισχίνη σχετικά με την αξιοποίηση ποιητικών παραθεμάτων

μεταβάλλεται στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας. Πέρα, όμως, από την προφανή

ποσοτική μεταβολή υφίσταται και μια ποιοτική αλλαγή. Και στα περιορισμένα

ποιητικά παραθέματα ο ρήτορας δεν επιδεικνύει πλέον την ίδια δεξιοτεχνία με

αυτήν στον Κατὰ Τιμάρχου. Εφαρμόζει μεν την ποιητική μαρτυρία σε βάρος του

αντιπάλου, αλλά αποφεύγει τις περίπλοκες ερμηνείες και δεν επιμένει ιδιαίτερα

216 Ο Αισχίνης παραδίδει μια ελαφρώς παραλλαγμένη εκδοχή της ιστορίας σε σχέση με τον

Δημοσθένη: η λεπτομέρεια σχετικά με τους φιλοξενούμενους του Σατύρου που ήταν αλυσοδεμένοι

(156: δεδεμένους) και έσκαβαν στον αμπελώνα του Φιλίππου (σκάπτοντας ἐν τῷ Φιλίππου

ἀμπελουργείῳ) που αναφέρει ο Αισχίνης δεν απαντά στον Δημοσθένη. Πρβλ. Harris (1995) 178 υποσ.

6, MacDowell (2000) 286.

217 Αναφέρεται στην τελετή εξαγνισμού που συνόδευε κάθε συνέλευση της εκκλησίας του δήμου

και στις προσευχές για την εξασφάλιση της εύνοιας του θείου. Βλ. και Αισχίν. 1.23 και Fisher (2001)

146-147.

72

στον σχολιασμό των ποιητικών χωρίων και της ρητορικής σκοπιμότητας που

εξυπηρετούν. Η αποκλίνουσα αυτή οπτική του Αισχίνη γίνεται εξίσου αισθητή και

στον Κατὰ Κτησιφῶντος.

73

4. Ποιητικά παραθέματα στον Κατὰ Κτησιφῶντος του Αισχίνη

Το ζεύγος των λόγων Κατὰ Κτησιφῶντος-Περὶ τοῦ στεφάνου (330 π.Χ.),

του Αισχίνη και του Δημοσθένη αντίστοιχα, επιστεγάζει τον ρητορικό αγώνα

λόγων των δύο πολιτικών αντιπάλων και αποτελεί το τελευταίο σωζόμενο δείγμα

του εκτεταμένου πολιτικού τους ανταγωνισμού. Στον Κατὰ Κτησιφῶντος λόγο του

ο Αισχίνης κατηγορεί την παράνομη πρόταση (γραφὴ παρανόμων) του

Κτησιφώντος να απονεμηθεί στον Δημοσθένη τιμητικός στέφανος για το σύνολο

των ευεργεσιών του προς την πόλη.218 Εντούτοις, στο σύνολο του λόγου του η

προσωπική του έχθρα για τον Δημοσθένη υπερκερά την νομική διάσταση του

ζητήματος,219 και στην ουσία καταφέρεται εναντίον της συνολικής πολιτικής του

αντιπάλου, στην οποία επιρρίπτει ευθύνες για την ήττα στην μάχη της

Χαιρώνειας (338 π.Χ.). Αντίστοιχα, ο Δημοσθένης στον Περὶ τοῦ στεφάνου κάνει

έναν καθολικό απολογισμό της πολιτικής του, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον από

την νομική πλευρά του ζητήματος στον συνολικό βίο και την πολιτική συμβολή

του.220

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η χρήση ποιητικών παραθεμάτων

στον Κατὰ Κτησιφῶντος του Αισχίνη, η οποία, όπως και στον Περὶ τῆς

παραπρεσβείας, είναι περιορισμένη. Στον Κατὰ Κτησιφῶντος (135) επαναλαμβάνει

ένα ποιητικό παράθεμα του Ησιόδου (Ἔργ. 240-241), το οποίο είχε ήδη επικαλεστεί

στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας (158), ενώ ιδιαιτερότητα του παρόντος λόγου

συνιστά το γεγονός ότι στις λογοτεχνικές προτιμήσεις του Αισχίνη

συνυπολογίζεται και το επίγραμμα. 221

218 Οι βασικές ενστάσεις του Αισχίνη συνοψίζονται στα εξής: η απονομή στεφάνου σε έναν

δημόσιο αξιωματούχο που υπόκειτο σε λογοδοσία (3.12: εὐθύνας δοῦναι) και ο τόπος της τιμητικής

αναγνώρισης, το θέατρο, ήταν παράνομα (3.9-48)∙ επιπλέον, ο Αισχίνης θεωρεί ότι ο Δημοσθένης

δεν αξίζει το τιμητικό στεφάνι (3.50: εἰσὶν οἱ κατὰ Δημοσθένους ἔπαινοι ψευδεῖς, καὶ ὡς οὔτ’ ἤρξατο

«λέγειν τὰ βέλτιστα», οὔτε νῦν «διατελεῖ πράττων τὰ συμφέροντα τῷ δήμῳ»).

219 Βλ. Carey (2000) 162, Αλεξίου (2016) 372-373. Πρβλ. Harris (1995) 147: «His aim was to restore his

own prestige by damaging Demosthenes’ reputation».

220 Βλ. Blass (1887-18982) III.1 424-525, Yunis (2001) 15. Για την νομική διάσταση της υπόθεσης πρβλ.

ιδιαίτερα Gwatkin (1957) 129-141, Cawkwell (1969) 163-180, Sawada (1996) 57-84. Διαφορετικά ο Gagarin

(2012) 293-314, ο οποίος τάσσεται κατά της αυστηρής διάκρισης μεταξύ νομικών και πολιτικών

επιχειρημάτων.

221 Βλ. Αισχίν. 3.184-185, 3.190.

74

4.1. Ησίοδος

Το ίδιο παράθεμα του Ησιόδου αξιοποιείται από τον Αισχίνη σε δύο

διαφορετικούς λόγους για την εξυπηρέτηση παρόμοιων ρητορικών στοχεύσεων. Ο

Αισχίνης επαναφέρει στον Κατὰ Κτησιφῶντος (135) τους στίχους από το Ἔργα καὶ

Ἡμέραι του Ησιόδου (240 κ.ε.), τους οποίους είχε παραθέσει στον Περὶ τῆς

παραπρεσβείας (158), με την προσθήκη τεσσάρων επιπλέον στίχων:222

λέξω δὲ κἀγὼ τὰ ἔπη∙ διὰ τοῦτο γὰρ οἶμαι ἡμᾶς παῖδας ὄντας τὰς τῶν

ποιητῶν γνώμας ἐκμανθάνειν, ἵν᾽ ἄνδρες ὄντες αὐταῖς χρώμεθα.

Πολλάκι δὴ ξύμπασα πόλις κακοῦ ἀνδρὸς ἀπηύρα,

ὅς κεν ἀλιτραίνῃ καὶ ἀτάσθαλα μηχανάαται∙

τοῖσιν δ’ οὐρανόθεν μέγ’ ἐπήγαγε πῆμα Κρονίων,

λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν, ἀποφθινύθουσι δὲ λαοί∙

ἢ τῶν γε στρατὸν εὐρὺν ἀπώλεσεν ἢ ὅ γε τεῖχος,

ἢ νέας ἐν πόντῳ ἀποτίνυται εὐρύοπα Ζεύς.

Παρατηρούνται κάποιες αποκλίσεις από την κειμενική παράδοση του Ησιόδου

αλλά και από την προηγούμενη παράθεση των στίχων από τον ίδιο τον Αισχίνη.

Στον στ. 240 ο ρήτορας παραδίδει το μόριο δή, ενώ για τον ίδιο στίχο στον Περὶ τῆς

παραπρεσβείας παραδίδει το τοι (πιθανότατα γιατί αντλεί από διαφορετική σε

κάθε περίπτωση πηγή), και τα δύο εκ των οποίων παραλλάσσουν το καί του

πρωτότυπου κειμένου. Παράλληλα, μένει πιστός στην προηγούμενη παράθεση

των στίχων, όπου επίσης παραδίδει την υποτακτική ὅς κεν ἀλιτραίνῃ (στ. 241) αντί

για την οριστική ὅστις ἀλιτραίνει του Ησιόδου. Στον στίχο 242 τα χειρόγραφα του

Αισχίνη κανονικά παραδίδουν την γραφή μέγα πῆμα δῶκε, αλλά, επειδή η γραφή

είναι ασύμβατη μετρικά, ο Dilts υιοθετεί το μέγ’ ἐπήγαγε πῆμα του Ησιόδου.223 Η

σημαντικότερη απόκλιση από την πάγια έκδοση του Ησιόδου είναι η παράλειψη

των στ. 244-245 (οὐδὲ γυναῖκες τίκτουσιν, μινύθουσι δὲ οἶκοι / Ζηνὸς φραδμοσύνῃσιν

Ὀλυμπίου∙ ἄλλοτε δ’ αὖτε). H συγκεκριμένη παράλειψη, βέβαια, βρίσκει έρεισμα

σε δύο σημαντικές πηγές της έμμεσης παράδοσης του Ησιόδου – ο Πλούταρχος

222 Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ποιητικό παράθεμα του Ησιόδου για την φήμη: ο Αισχίνης

επαναλαμβάνει στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας (144) τους ποιητικούς στίχους του Ησιόδου για την

θεϊκή υπόσταση της φήμης (Ἔργ. 763-764), τους οποίους είχε παραθέσει και στον Κατὰ Τιμάρχου

(129), στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, στοχευμένα ως απάντηση στο αντεπιχείρημα του

Δημοσθένη (19.243).

223 Βλ. Dilts (1997) ad loc.

75

και ο Πρόκλος απέρριψαν τους στίχους στα υπομνήματα που συνέγραψαν για τον

Ησίοδο224 - αλλά είναι πιθανό ο Αισχίνης να παρέλειψε τους στίχους απλώς επειδή

δεν σχετίζονται άμεσα με το επιχείρημά του. Τέλος, ο Αισχίνης, πιθανότατα εκ

παραδρομής παραλλάσσει το β’ μισό του τελευταίου εξαμέτρου, παραδίδοντας

την γραφή ἀποτίνυται εὐρύοπα Ζεύς στον στ. 245, όπου οι κώδικες του Ησιόδου

παραδίδουν την γραφή Κρονίδης άποτείνυται αὐτῶν.

Όπως και στον Περὶ τῆς παραπρεσβείας, οι στίχοι του Ησιόδου

εφαρμόζονται εναντίον του Δημοσθένη και της βλαβερής πολιτικής του. Σε ένα

συγκινησιακά φορτισμένο χωρίο (133-134) ο Αισχίνης με μια διάθεση σχετλιασμού

καταγράφει τις συμφορές της Θήβας, των Λακεδαιμονίων και της Αθήνας,

συνάγοντας το συμπέρασμα ότι αποκλειστικά υπόλογος για την παρούσα

μειονεκτική θέση ολόκληρης εν γένει της Ελλάδας είναι ο Δημοσθένης και η

πολιτική του (134: καὶ ταῦθ’ ἡμῖν συμβέβηκεν ἐξ ὅτου Δημοσθένης πρὸς τὴν

πολιτείαν προσελήλυθεν). Εξάλλου, το σύνολο του λόγου κατατείνει στο

συμπέρασμα ότι το πολιτικό σχέδιο και ο «ανάξιος» χαρακτήρας του Δημοσθένη,

ενός μεμονωμένου άνδρα, ευθύνονται για τις καταστροφές ολόκληρης της πόλης

και της Ελλάδας, και με αυτό συνάδει το παράθεμα του Ησιόδου. Ο ρήτορας

παραθέτει ο ίδιος τους ποιητικούς στίχους (135), δίνοντας ένα ελάχιστο δείγμα

ερμηνευτικής προσέγγισης (134: λέγει γάρ που παιδεύων τὰ πλήθη καὶ

συμβουλεύων ταῖς πόλεσι τοὺς πονηροὺς τῶν δημαγωγῶν μὴ προσδέχεσθαι)∙ οι

στίχοι υπόκεινται στην παιδευτική και διδακτική πρόθεση του Ησιόδου. Τονίζει,

μάλιστα, ότι από παιδιά ασκούνταν στα ποιητικά διδάγματα του Ησιόδου, ώστε

να είναι ασφαλισμένοι στην ενήλικη ζωή τους απέναντι στους δημαγωγούς που

καιροφυλακτούν (135).225

Στην ρητορική του ο Αισχίνης συνδυάζει την ρήση του Ησιόδου με την

επιβλαβή πολιτική του αντιπάλου του. Στον Κατὰ Κτησιφῶντος, εντούτοις,

επιχειρεί μια αμεσότατη σύνδεση μεταξύ των ποιητικών στίχων και της παρούσας

υπόθεσης. Έτσι εξηγείται και η επέκταση του χωρίου κατά τέσσερις επιπλέον

στίχους, προκειμένου να τονιστούν πιο εμφατικά τα μύρια δεινά της πολιτικής του

Δημοσθένη. Σύμφωνα με τον Αισχίνη, οι στίχοι του Ησιόδου, αν απομονωθούν

μετρικά, βρίσκουν καταπληκτική εφαρμογή στην περίπτωση του Δημοσθένη, και

από μια άποψη εμφανίζονται περισσότερο ως προειδοποιητικός χρησμός προς τις

μελλοντικές γενιές για την πολιτική του και τις καταστροφικές της συνέπειες

παρά ως ποίηση (136: ἐὰν περιελόντες τοῦ ποιητοῦ τὸ μέτρον τὰς γνώμας

ἐξετάζητε, οἶμαι ὑμῖν δόξειν οὐ ποιήματα Ἡσιόδου εἶναι, ἀλλὰ χρησμὸν εἰς τὴν

224 Βλ. West (1978) 218.

225 Ο Scodel (2007) 135 θεωρεί ότι αυτό συνιστά περαιτέρω εκδήλωση της υπερβολικής ανησυχίας

που επιδεικνύει ο Αισχίνης για την παιδεία του.

76

Δημοσθένους πολιτείαν). Ο ρήτορας παρουσιάζει τον ποιητή στην ουσία να

προφητεύει την επερχόμενη καταστροφική πολιτική του Δημοσθένη. Αυτό

συνδυάζεται με τον συμβουλευτικό χαρακτήρα του παραθέματος και στοχεύει σε

μία ευνοϊκή για τον Αισχίνη ετυμηγορία των δικαστών.

Παρόμοια σύνδεση μεταξύ ενός τραγικού παραθέματος και της

επαίσχυντης λιποταξίας του Λεωκράτη επιχειρεί και ο Λυκούργος στον Κατὰ

Λεωκράτους (92). Οι στίχοι ενός αγνώστου ποιητή σχετικά με την τύφλωση του

νου που επισύρουν οι θεοί στους φαύλους ανθρώπους,226 ώστε να επέλθει

ευκολότερα η τιμωρία τους, λειτουργούν ως χρησμός στην περίπτωση του

Λεωκράτη (καί μοι δοκοῦσιν τῶν ἀρχαίων τινὲς ποιητῶν ὥσπερ χρησμοὺς

γράψαντες τοῖς ἐπιγιγνομένοις τάδε τὰ ἰαμβεῖα καταλιπεῖν): η παρουσία του

Λεωκράτη στο δικαστήριο αποτελεί μέρος της θεϊκής πρόνοιας προκειμένου να

τιμωρήσει η πόλη τον προδότη όπως του αρμόζει (91). Ο Scodel227 τονίζει ότι οι

ποιητές αξιοποιούνται από τους ρήτορες ως εκφραστές γενικά της σοφίας του

παρελθόντος, και μία χαλαρή νοηματική συνάφεια συνδέει τους ποιητικούς

στίχους με τα ρητορικά συμφραζόμενα στα οποία εντάσσονται. Επομένως, οι

ρήτορες, δίνοντας στους στίχους τον χαρακτήρα χρησμού, επιδιώκουν μια στενή

σύνδεση μεταξύ του ποιητικού παραθέματος και της δικαστικής υπόθεσης.

Παραγνωρίζουν, ωστόσο, τον εξειδικευμένο χαρακτήρα ενός χρησμού που

συνδέεται με μία εξατομικευμένη περίσταση, αποδίδοντας βεβιασμένα στο

ηθικολογικό περιεχόμενο των ποιητικών στίχων ισχύ χρησμού.

4.2. Επίγραμμα

Το επίγραμμα αποτελεί σημείο σύγκλισης και των τριών ρητόρων

(Αισχίνης, Δημοσθένης, Λυκούργος) που αξιοποιούν ποιητικά παραθέματα. Από

τεχνική άποψη, συνήθως πρόκειται για επιτύμβια επιγράμματα που τιμούν τον

ηρωικό θάνατο των πεσόντων για την σωτηρία της πατρίδας σε μια δεδομένη

κρίσιμη ιστορική περίσταση. Τόσο από άποψη μορφής όσο και από άποψη

περιεχομένου αποτελούν χρήσιμο εργαλείο στη διάθεση του ρήτορα, ο οποίος τα

χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Λόγω της ολιγόστιχης μορφής τους μπορούν

εύκολα να ενταχθούν στα πεζά ρητορικά συμφραζόμενα, αλλά κυρίως, επειδή

ενσαρκώνουν την αίγλη και τον ηρωισμό του προγονικού παρελθόντος,

226 Λυκ. Λεωκ. 92: ὄταν γὰρ ὀργὴ δαιμόνων βλάπτῃ τινά, / τοῦτ’ αὐτὸ πρῶτον, ἐξαφαιρεῖται φρενῶν

/ τὸν νοῦν τὸν ἐσθλόν, εἰς δὲ τὴν χείρω τρέπει / γνώμην, ἵν’ εἰδῇ μηδὲν ὧν ἁμαρτάνει (απ. 292 K.-Sn.).

227 Scodel (2007) 140.

77

προβάλλουν ως κατάλληλο μέτρο σύγκρισης με την ηθική παρακμή του

παρόντος.

Από τους τρεις λόγους του ο Αισχίνης παραθέτει επιγράμματα μόνο

στον Κατὰ Κτησιφῶντος (184-185, 190). Η πρόταση του Κτησιφώντος να τιμηθεί

επίσημα ο Δημοσθένης για την συνολική παρουσία του στην πόλη εγείρει

αναπόφευκτα, σύμφωνα με τον Αισχίνη, μια άνιση σύγκριση μεταξύ της

αμφίβολης προφοράς του Δημοσθένη στην πολιτεία και του αδιαμφισβήτητου

κύρους των ανδραγαθιών των προγόνων (177-188). Ο ρήτορας τονίζει ότι η

απονομή τιμητικών στεφάνων, η οποία στην σύγχρονη εποχή γίνεται με περισσή

ευκολία, είναι αντιστρόφως ανάλογη με την αριστεία των πολιτών της (178).

Ακολούθως, η γενικευμένη σύγκριση Δημοσθένη-προγόνων εξειδικεύεται, και

στο προσκήνιο έρχονται ηρωικές φιγούρες των Περσικών πολέμων (Θεμιστοκλής,

Μιλτιάδης),228 η ομάδα των εξόριστων δημοκρατικών που αποκατέστησαν την

δημοκρατία το 403 π.Χ. και ο δίκαιος Αριστείδης, μπροστά στο μεγαλείο των

οποίων καταδεικνύεται η κατωτερότητα του Δημοσθένη (181-182).

Για την τιμητική διάκριση των ευεργετών της πόλης οι πρόγονοι δεν

αναλώνονταν σε ψηφίσματα για την απονομή στεφάνων, καθώς κοινή ήταν η

πεποίθηση ότι η ειλικρινής ευεργεσία ανταποδίδεται με το να εγγράφεται

παντοτινά στην μνήμη των ευεργετηθέντων (182). Μεταξύ των ελάχιστων

περιπτώσεων που αποδόθηκαν απτές τιμές στα ανδραγαθήματα των προγόνων

συγκαταλέγονται και τρεις Ερμές Στήλες, που στήθηκαν στην Στοά των Ερμών,

προς τιμήν των ανδρών που το 476/5 π.Χ., υπό την ηγεσία του Κίμωνα,

εκκαθάρισαν επιτυχώς τα θρακικά παράλια από την περσική απειλή (183). Ο

ρήτορας παραθέτει τα τρία επιγράμματα που κοσμούσαν καθεμιά από τις Στήλες

(184-185),229 αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι πουθενά δεν

228 Πρβλ. και Αισχίν. 3.259. Ο Δημοσθένης αδράττει το επιχείρημα του αντιπάλου του και με

μεγαλύτερο ζήλο ανάγει την πολεμική σύγκρουση με τον Φίλιππο σε χρέος των Αθηναίων απέναντι

στο ένδοξο παρελθόν των Περσικών πολέμων (18.208). Το στοιχείο αυτό συνιστά, σύμφωνα με τον

Yunis (2000) 97-118, τον τρίτο τρόπο με τον οποίο ο Δημοσθένης υιοθετεί τον τραγικό τρόπο σκέψης

στην επιχειρηματολογία του στον Περὶ τοῦ στεφάνου.

229 O Jacoby (1945) 187 εκτιμά ότι πρόκειται για ένα ενιαίο ποίημα και όχι για τρία ξεχωριστά

επιγράμματα. Τα επιγράμματα απαντούν με την ίδια σειρά και με κάποιες μικρές κειμενικές

διαφορές και στον Πλούταρχο (Κίμ. 7.4-5), o οποίος παρομοίως υπογραμμίζει ότι πουθενά δεν

δηλώνεται ρητά το όνομα του Κίμωνος (Κίμ. 8.1: ταῦτα καίπερ οὐδαμοῦ τὸ Κίμωνος ὄνομα δηλοῦντα).

Για την προέλευση των επιγραμμάτων και για τις αλλαγές που επέφεραν ο Αισχίνης και ο

Πλούταρχος στην πρωτότυπη μορφή τους βλ. Jacoby (1945) 157-211 και ιδιαίτερα 185 κ.ε., o οποίος

εικάζει ότι πηγή και των δύο στάθηκε ένας λόγος του ρήτορα Λεπτίνη. Και στα τρία επιγράμματα

χρησιμοποιείται υψηλή επική φρασεολογία. Το πρώτο περιγράφει σε γενικές γραμμές τις κακουχίες

αυτών που πολέμησαν στην Ηιόνα στον Στρυμόνα ποταμό, ενώ το δεύτερο προβάλλει την

παραδειγματική λειτουργία του ηρωισμού των ανδρών για τις επερχόμενες γενιές. Ειδικότερα, στο

δεύτερο επίγραμμα ο όρος εὐεργεσίης (στ. 2) και η αναφορά στα κοινά πράγματα (στ. 4: ξυνοῖσι

78

αναφέρεται το όνομα του στρατηγού Κίμωνα, ώστε να δίνεται έτσι η εντύπωση ότι

η τιμή απευθύνεται στον λαό (183: ἐφ’ ᾧτε μὴ ἐπιγράφειν τὸ ὄνομα τὸ ἑαυτῶν ἵνα

μὴ τῶν στρατηγῶν, ἀλλὰ τοῦ δήμου δοκῇ εἶναι τὸ ἐπίγραμμα). Για την ακρίβεια ούτε

και ο ίδιος αναφέρει πουθενά ρητά το όνομα του Κίμωνα.

Μαζί με το προηγούμενο ιστορικό παράδειγμα230 ο Αισχίνης

συμπαρατάσσει μια ακόμη περίσταση της προγονικής αρετής, η οποία

προσιδιάζει περισσότερο στην παρούσα δικαστική διαμάχη, δεδομένου ότι με

κοινό ψήφισμα είχε αποφασιστεί η απονομή τιμητικού στεφάνου στους

ευεργετούντες. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την ομάδα των εξόριστων

δημοκρατικών που με την πολιορκία του φρουρίου της Φυλής κατέλυσαν το

τυραννικό καθεστώς των Τριάκοντα (186-187). Ο Αισχίνης παραθέτει το ψήφισμα

για το τιμητικό στεφάνωμα των ανδρών (187) καθώς και το επίγραμμα που

συντέθηκε για να μνημονεύσει το ηρωικό τους κατόρθωμα (190):231

Ἵνα δὲ μὴ ἀποπλανῶ ὑμᾶς ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως, ἀναγνώσεται ὑμῖν ὁ

γραμματεὺς τὸ ἐπίγραμμα ὃ ἐπιγέγραπται τοῖς ἀπὸ Φυλῆς τὸν δῆμον

καταγαγοῦσιν.

Τούσδ’ ἀρετῆς ἕνεκα στεφάνοις ἐγεραιρε παλαίχθων

δῆμος Ἀθηναίων, οἵ ποτε τοὺς ἀδίκοις

θεσμοῖς ἄρξαντας πόλεως πρῶτοι καταπαύειν

ἦρξαν, κίνδυνον σώμασιν ἀράμενοι.232

Ο λόγος του Αισχίνη αποτελεί την μοναδική πηγή μας για το επίγραμμα.233

Τυπικά πρόκειται για αναθηματικό επίγραμμα, στο οποίο μημονεύεται ο

πράγμασι) τοποθετούν την απόδοση των τιμών σε ένα καθαρά δημοκρατικό πλαίσιο. Το τρίτο

επίγραμμα αποκτά ένα ξεχωριστό χαρακτήρα και, καθώς ανάγει την παρούσα νίκη στο ομηρικό

παρελθόν, δίνει μία πρώιμη έκφραση του παραλληλισμού μεταξύ του Τρωικού και των Περσικών

πολέμων, που αργότερα εξελίχθηκε σε μοτίβο λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος. Βλ.

Shapiro (2012) 166-167 και υποσ. 22.

230 Για την αξιοποίηση ιστορικών παραδειγμάτων στην αττική ρητορεία βλ. Perlman (1961) 150-

166, Nohaud (1982), Steinbock (2013).

231 Η θέση της επιγραφής που περιελάμβανε το ψήφισμα και το επίγραμμα ήταν, σύμφωνα με

τον Αισχίνη, στο Μητρώον (187: ἐν τοίνυν τῷ μητρώῳ [παρὰ τὸ βουλευτήριον]), στην δυτική δηλαδή

πλευρά της Αγοράς, και αποσπασματικά μέρη του ψηφίσματος σώζονται μέχρι σήμερα χαραγμένα

στο μνημείο. Την επιγραφή συναποτελούσαν ένα προοίμιο μαζί με έναν κατάλογο των ηρώων, το

παρόν επίγραμμα και μια αναφορά στις αποδοθείσες τιμές. Βλ. και Raubitschek (1941) 284-295.

232 114 FGE.

233 Μία σύντομη μνεία για το στεφάνι ελιάς που αποδόθηκε στον Θρασύβουλο κάνει και ο

Κορνήλιος Νέπως (Thr. 4.1: Huic pro tantis meritis honoris corona a populo data est, facta duabus virgulis

aleaginis).

79

αναθέτης (δῆμος Ἀθηναίων), η αιτία της ανάθεσης (ἀρετῆς ἕνεκα) και το

κατόρθωμα των τιμώμενων ηρώων. Τα ονόματα των ανδρών περιλαμβάνονταν

σε ξεχωριστό κατάλογο.

Στο αντίποδα των αξιέπαινων ανδρών τίθεται αντιστικτικά η δειλία

του Δημοσθένη στην μάχη της Χαιρώνειας (187)234 και το ψήφισμα του

Κτησιφώντος (188). Σύμφωνα με τον Αισχίνη, η αναξιότητα του Δημοσθένη

αντιβαίνει στον τιμητικό του έπαινο κατά το πρότυπο των προγόνων. Η τιμητική

αναγνώριση των προγόνων ήταν απολύτως μετρημένη – απονεμόταν στεφάνι

ελιάς και όχι χρυσού235 – δεν γινόταν απερίσκεπτα (εἰκῇ), αλλά ήταν αποτέλεσμα

ώριμης εξέτασης και ελέγχου των πεπραγμένων (187).

Παράλληλα, ο ρήτορας εντάσσει οργανικά αυτό το επίγραμμα στην

ευρύτερη επιχειρηματολογία του. Σύμφωνα με τον ποιητή, οι άνδρες της Φυλής

τιμήθηκαν, γιατί πάταξαν την εξουσία αυτών που δρούσαν παράνομα (191: ὅτι

τοὺς παρὰ τοὺς νόμους ἄρξαντας κατέλυσαν, διὰ τοῦτ’ αὐτούς φησιν ὁ ποιητὴς

τιμηθῆναι). Η διαπίστωση αυτή, σε συνδυασμό με την κοινή πεποίθηση ότι το

δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε από την στιγμή που αφαιρέθηκε η

δυνατότητα να διωχθεί ποινικά, μέσω της γραφῆς παρανόμων,236 ένα παράνομο

ψήφισμα (ἔναυλον γὰρ ἦν ἔτι τότε πᾶσιν ὅτι τηνικαῦτα ὁ δῆμος κατελύθη ἐπειδή

τινες τὰς γραφὰς τῶν παρανόμων ἀνεῖλον), αποτελεί το σημείο εκκίνησης για το

επόμενο τμήμα της επιχειρηματολογίας του που θίγει το ίδιο το νομικό είδος της

υπόθεσης, με την βασική θέση ότι παλαιότερα η εκδίκαση της γραφῆς παρανόμων

υπέκειτο σε αυστηρότερα κριτήρια σε αντίθεση με τώρα (190-200).

Ο Αισχίνης, επομένως, χρησιμοποιεί το επίγραμμα ως μέσο σύγκρισης

παρελθόντος-παρόντος ή ως τμήμα ενός μεμονωμένου επιχειρήματος. Η

ασύμμετρη σύγκριση παρελθόντος-παρόντος θυμίζει κατά πολύ τον Λυκούργο.

Και στον Κατὰ Λεωκράτους βασικό μέτρο σύγκρισης για την προδοσία του

Λεωκράτη είναι η δόξα του παρελθόντος και η προγονική αρετή. Ο Λυκούργος

ανακεφαλαιώνει το εγκώμιο των Αθηναίων και των Σπαρτιατών με τα δύο

γνωστά επιγράμματα του Σιμωνίδη (21, 22 FGE) για τους πεσόντες στις μάχες των

Θερμοπυλών και του Μαραθώνα (109). Τα επιγράμματα πιστοποιούν κατά τον

234 Ο Αισχίνης επανειλημμένως κατηγορεί τον Δημοσθένη ότι εγκατέλειψε την θέση του στο

στράτευμα στην μάχη της Χαιρώνειας (3.159, 3.175-176, 3.181, 3.244, 3.253). Για την κατηγορία και την

ερμηνεία της βλ. Lane Fox (1994) 135-155 και Christ (2006) 132-142.

235 O Θρασύβουλος αρχικά πρότεινε να αποδοθεί τιμητικά η ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη σε

όλους όσοι συμμετείχαν στην μάχη του Πειραιά. Ο Αρχίνος, επίσης ένας από τους ήρωες της Φυλής

και εισηγητής του ψηφίσματος που αναγιγνώσκει ο γραμματεύς, αντιτάχθηκε στην πρόταση του

Θρασύβουλου, αντιπροτείνοντας την δωρεά χιλίων δραχμών και ενός τιμητικού στεφάνου ελιάς

μόνο σε όσους αποδεδειγμένα πολιορκήθηκαν στο Φρούριο της Φυλής από τους Τριάκοντα. Βλ. FGE

Page ad loc.

236 Βλ. Alexiou (2018) 114-133.

80

καλύτερο δυνατό τρόπο την ηρωική αυτοθυσία των προγόνων, ώστε η σύγκριση

με την απαράδεκτη λιποταξία και προδοσία του Λεωκράτη να είναι αναπόδραστη.

Ο Δημοσθένης, αντίθετα, χρησιμοποιεί το επίγραμμα για να ενισχύσει

ένα μεμονωμένο επιχείρημα. Στον Περὶ τοῦ στεφάνου 285-290 ο ρήτορας δράττεται

της ευκαιρίας να αποδείξει την σαθρότητα της πολιτικής δραστηριότητας του

αντιπάλου του, με αφορμή την δική του εκλογή για την εκφώνηση του Ἐπιταφίου

προς τιμήν των πεσόντων στην Χαιρώνεια και όχι του Αισχίνη. Καθοριστικός

παράγοντας για αυτή την επιλογή στάθηκε η ειλικρίνεια του θρήνου του και των

αισθημάτων του για την συμφορά της Αθήνας, σε αντιδιαστολή με την επίπλαστη

εκδήλωση θλίψης του Αισχίνη. Σε αυτό το πλαίσιο παραθέτει ένα επιτύμβιο

επίγραμμα για τους πεσόντες στην Χαιρώνεια, το οποίο, μέσω των ειλικρινών

αισθημάτων που αποπνέει για τον ηρωικό θάνατο των πολεμιστών, καταδικάζει,

σύμφωνα με τον Δημοσθένη, τα πολιτικά εγκλήματα του αντιπάλου του (289):

Λέγε δ᾽ αὐτῷ τουτὶ τὸ ἐπίγραμμα, ὃ δημοσίᾳ προείλετο ἡ πόλις αὐτοῖς

ἐπιγράψαι, ἵν᾽ εἰδῇς, Αἰσχίνη, καὶ ἐν αὐτῷ τούτῳ σαυτὸν ἀγνώμονα καὶ

συκοφάντην ὄντα καὶ μιαρόν. λέγε.

Οἵδε πάτρας μὲν ἑκὰς σφετέρας εἰς δῆριν ἔθεντο

ὅπλα, καὶ ἀντιπάλων ὕβριν ἀπεσκέδασαν∙

†μαρνάμενοι δ’ ἀρετῆς καὶ δείματος† οὐκ ἐσάωσαν

ψυχάς, ἀλλ’ Ἀΐδην κοινὸν ἔθεντο βραβῆ,

οὕνεκεν Ἑλλήνων, ὠς μὴ ζυγὸν αὐχένι θέντες

δουλοσύνης στυγερὰν ἀμφὶς ἔχωσιν ὕβριν.

γαῖα δὲ πατρὶς ἔχει κόλποις τῶν πλεῖστα καμόντων

σώματ’, ἐπεὶ θνητοῖς ἐκ Διὸς ἥδε κρίσις∙

μηδὲν ἁμαρτεῖν ἐστι θεῶν καὶ πάντα κατορθοῦν

ἐν βιοτῇ∙ μοῖραν δ’ οὔ τι φυγεῖν ἔπορεν.237

Mε αφορμή τον στ. 9 του επιγράμματος, τον οποίο επαναλαμβάνει και στον πεζό

του λόγο, ο Δημοσθένης επαναφέρει την κρίσιμη για την επιχειρηματολογία του

αναφορά στον αστάθμητο παράγοντα της τύχης και του δαίμονος238 για την

έκβαση της μάχης στην Χαιρώνεια (290: ἀκούεις, Αἰσχίνη, καὶ ἐν αὐτῷ τούτῳ

«μηδὲν ἁμαρτεῖν ἐστι θεῶν καὶ πάντα κατορθοῦν»; οὐ τῷ συμβούλῳ τὴν τοῦ

237 126 FGE. Με εξαίρεση τον στ. 9, το παραδιδόμενο επίγραμμα στο σύνολό του μοιάζει νόθο.

Βλ. αναλυτικά FGE Page ad loc.

238 Βλ. Δημ. 18.192-194, 18.199-210, 18.252. Πρβλ. ιδιαίτερα Yunis (2000) 97-118 και Αλεξίου (2016)

330.

81

κατορθοῦν τοὺς ἀγωνιζομένους ἀνέθηκε δύναμιν, ἀλλὰ τοῖς θεοῖς). Στον Κατὰ

Κτησιφῶντος ο Αισχίνης κατηγορεί τον Δημοσθένη ότι αυτός και η πολιτική του

είναι υπεύθυνοι για την ήττα στην Χαιρώνεια. Θεμελιώδης για την υπερασπιστική

γραμμή που διαμορφώνει ο Δημοσθένης για την πολιτική του στον Περὶ τοῦ

στεφάνου είναι η θέση ότι για την ήττα στην Χαιρώνεια δεν ευθύνεται ο ίδιος, αλλά

αυτό ήταν περισσότερο αποτέλεσμα της θεϊκής βούλησης και των επιταγών της

τύχης. Mε το επίγραμμα επιδιώκει να ενισχύσει το συγκεκριμένο επιχείρημα.

Βέβαια, στο επίγραμμα δηλώνεται ότι οι θεοί αποκλειστικά απολαμβάνουν το

προνόμιο να επιτυγχάνουν πάντα χωρίς τον φόβο της αποτυχίας, και όχι ότι η

επιτυχία ή η αποτυχία των ανθρώπινων πράξεων εναπόκειται στην κρίση των

θεών. Ο ρήτορας παρερμηνεύει σκόπιμα τον στίχο για να εξυπηρετήσει το

επιχείρημά του.

Τα επιγράμματα που συνδέονται με συλλογικές περιστάσεις της πόλης

πιθανότατα έβρισκαν απήχηση στο δικαστήριο. Κατά κανόνα επιβεβαιώνουν την

αρετή και την ανδρεία του παρελθόντος και προβάλλουν ως ένα κατάλληλο μέσο

για μια επιχειρούμενη σύγκριση παρελθόντος-παρόντος. Η ρητορική του

Δημοσθένη και του Αισχίνη αποδεικνύει ότι, όπως και τα υπόλοιπα ποιητικά

παραθέματα, ένα επίγραμμα ενίοτε μπορεί να υποστηρίξει και ένα μεμονωμένο

επιχείρημα και συνιστά ξεχωριστό αποδεικτικό μέσο στο οπλοστάσιο του ρήτορα.

82

Συμπεράσματα

Ποιητικά παραθέματα απαντούν σε ένα περιορισμένο φάσμα της

αττικής ρητορείας και συμπορεύονται με τον γενικότερο ισχύοντα σεβασμό προς

την ποιητική σοφία. O Λυκούργος και ιδίως ο Αισχίνης με τους τρεις σωζόμενους

λόγους του – στον οποίο και αφιερώθηκε το μεγαλύτερο τμήμα της εργασίας –

κάνουν την συστηματικότερη χρήση ποιητικών στίχων, και σε μικρότερο βαθμό ο

Δημοσθένης. Ο ρήτορας, ωστόσο, όφειλε να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός και

φειδωλός στην χρήση των ποιητικών παραθεμάτων, γιατί ήταν εξαιρετικά

επισφαλής η στάση του κοινού απέναντι σε αυτήν και ελλόχευε ο κίνδυνος να

εκληφθεί ως μια ελιτίστικη επίδειξη διανόησης. Αυτό το αναγνωρίζει και ο

Αισχίνης (1.141) και ο Δημοσθένης (19.245).

Για την χρήση ποιητικών παραθεμάτων στον ρητορικό λόγο

αναπτύσσεται ένα θεωρητικό υπόβαθρο από τον Αριστοτέλη, o οποίος στην

Ῥητορικήν του (1375b 27-36) αναφέρει ότι ο ρήτορας μπορεί να αξιοποιεί τους

ποιητές ως μάρτυρες. Την αριστοτελική σκέψη εξελίσσει τον 2ο αι. μ.Χ. ο

Ερμογένης. Η χρήση ποιητικών στίχων, τηρουμένων των αναλογιών, συμβάλλει

στην γλυκύτητα του πεζού ρητορικού λόγου (Ἰδ. 2.4, σ. 336 Rabe), ενώ επιπλέον

διακρίνονται δύο δυνατοί τρόποι παράθεσης: η κόλλησις και η παρῳδία (Μεθ. 30,

σσ. 447-448 Rabe). Στο ίδιο μήκος κύματος τοποθετείται και η μαρτυρία του

Κοϊντιλιανού, ο οποίος, εκτός από την αποδεικτική, τονίζει ιδιαίτερα την

αισθητική λειτουργία της ποίησης (Inst. 1.8.11-12). Και αυτός επισημαίνει

συγκεκριμένους τρόπους παράθεσης, κάνοντας μια διαφορετική διάκριση σε

σχέση με αυτή του Ερμογένη (Inst. 6.3.96-97): αυτολεξεί παράθεση, παράθεση των

στίχων ελαφρώς παραλλαγμένων, επινόηση στίχων που θυμίζουν γνωστούς

ποιητικούς στίχους (paroidia).

Οι ρήτορες πραγματώνουν την αριστοτελική θεώρηση (1375b 27-36) και

εντάσσουν οργανικά την ποιητική μαρτυρία στην επιχειρηματολογία τους. Τα

ποιητικά παραθέματα επιτελούν κατά βάσιν τρεις λειτουργίες: αποδεικτική,

παραινετική, ανασκευαστική (για το επιχείρημα του αντιπάλου). Οι ρήτορες

ομοφωνούν ως προς τις ειδικότερες λογοτεχνικές τους προτιμήσεις. Τα ποιητικά

παραθέματα αντλούνται από το έπος, την τραγωδία, την ελεγεία και το

επίγραμμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα η ρητορική μαρτυρία είναι

καθοριστική για την κειμενική παράδοση της ποίησης.

Ο Λυκούργος στον μοναδικό σωζόμενο λόγο του Κατὰ Λεωκράτους

παραθέτει ο ίδιος ποιητικούς στίχους in extenso (92-109). Παραθέτει Όμηρο,

Ευριπίδη, Τυρταίο, δύο επιγράμματα και στίχους αγνώστων ποιητών. Ο ρήτορας

εκδηλώνει ξεχωριστό ενδιαφέρον για την ποίηση, με την δημιουργία ενός

83

επίσημου κρατικού αντιγράφου για τα κείμενα των τριών τραγικών ([Πλούτ.] Βίοι

δέκ. ῥητ. 841F). Τα ποιητικά παραθέματα επιτελούν πολυσήμαντη λειτουργία

στον λόγο του Λυκούργου. Χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικό μέσο για την ενοχή

του Λεωκράτη, ενώ παράλληλα εξυπηρετούν τους ηθικοδιδακτικούς σκοπούς του

ρήτορα. Η επίθεση του Λυκούργου στον Λεωκράτη υπερκερά το στοιχείο της

προσωπικής έχθρας και αποσκοπεί κυρίως σε ένα καθολικό κήρυγμα

πατριωτισμού.

Την επιφανέστερη χρήση ποιητικών στίχων κάνει ο Αισχίνης, οποίος

αξιοποιεί ποιητικά χωρία και στους τρεις λόγους του, πιθανώς λόγω της

προηγούμενης ενασχόλησής του με την υποκριτική τέχνη. Τα ποιητικά

παραθέματα, τα οποία υπηρετούν την μεγαλοπρέπεια του λόγου, σε συνδυασμό

και με άλλα σχήματα λόγου, συντελούν σε ένα αξιόλογο υφολογικό αποτέλεσμα,

το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις προσιδιάζει στο ύφος του Ισοκράτη.239 Τα

περισσότερα ποιητικά παραθέματα συγκεντρώνονται στον Κατὰ Τιμάρχου (128-

129, 141-152): πέντε ομηρικά παραθέματα, τρία παραθέματα του Ευριπίδη και ένα

παράθεμα του Ησιόδου. Η ενσωμάτωση των ποιητικών στίχων γίνεται κατά το

πρότυπο της κολλήσεως του Ερμογένη, και ο Αισχίνης κατά περίπτωση τους

παραθέτει ο ίδιος ή αναθέτει την εκφώνησή τους στον γραμματέα. Κατά κανόνα

ο ρήτορας προτάσσει την αυθεντία του ποιητή με εγκωμιαστικούς όρους, θέτει

αυτολεξεί το ποιητικό παράθεμα και το επικροτεί με ερμηνευτικά σχόλια που

δικαιολογούν την αποδεικτική του ισχύ.

Στον Κατὰ Τιμάρχου ο Αισχίνης ψέγει τον Τίμαρχο για πορνεία και

επιχειρεί να αντλήσει από την ποιητική μαρτυρία την ηθική εκείνη νομιμότητα

που θα αποδείξει την ενοχή του Τιμάρχου. Επειδή δεν έχει στην ευχέρειά του

αποδεικτικά τεκμήρια που επιβεβαιώνουν την εκπόρνευση του Τιμάρχου, ο

ρήτορας υπερτονίζει την αρνητική φήμη του Τιμάρχου του πόρνου. Μετέρχεται

έναν κοινό ρητορικό τόπο (ἅπαντες ἴσασιν) και εκλαμβάνει την αρνητική φήμη του

Τιμάρχου ως κοινή γνώση. Έτσι, η φήμη αναδεικνύεται σε αξιόπιστο και αλάθητο

μάρτυρα κατηγορίας. Για τον Αισχίνη η φήμη κινείται αυτόματα, με δικές της

δυνάμεις στην πόλη (127) και ως προσωποποιημένη θεότητα είναι ἀψευδής

μάρτυρας. Αυτό πιστοποιούν, σύμφωνα με τον ρήτορα, και οι ποιητές Όμηρος,

Ευριπίδης και Ησίοδος, οι οποίοι προσκομίζονται ως ειλικρινείς μάρτυρες της

θεϊκής υπόστασης της φήμης (128-129).

Η επόμενη χορεία των ποιητικών παραθεμάτων (141-151) στον Κατὰ

Τιμάρχου αφορά στην αξία του σώφρονος έρωτα. Κεντρική για την

επιχειρηματολογία του Αισχίνη είναι η διάκριση μεταξύ σώφρονος και ανόσιου

έρωτα. Ο Όμηρος πρωτίστως και ο Ευριπίδης προβάλλουν ως εγγυητές της

239 Αυτή είναι η εκτίμηση του Kindstrand (1982) 33.

84

ανώτερης ποιότητας του δίκαιου έρωτα και καταδικάζουν την ανοσιότητα του

έρωτα που υπηρετεί ο Τίμαρχος ο πόρνος. Εδώ διαφαίνεται η ικανότητα του

Αισχίνη να ερμηνεύει ποιητικούς στίχους κατά το δοκούν. Ως εμβληματικό

παράδειγμα σώφρονος ομοφυλοφιλικού έρωτα επικαλείται την ομοφυλοφιλική

σχέση Αχιλλέα-Πατρόκλου. Διαδοχικά παραθέτει μια σειρά από ομηρικά χωρία,

τα οποία ερμηνεύει με τέτοιο τρόπο, ώστε να εννοείται ότι ο Όμηρος αναγνώριζε

και προέβαλλε συνειδητά τον γνήσιο ομοφυλοφιλικό έρωτα των δύο ανδρών.

Ενίοτε η επιδιωκόμενη ερμηνεία συνεπικουρείται και από πιθανή συνειδητή

παραποίηση του ποιητικού κειμένου. Παράλληλα με το ζεύγος των ομηρικών

ηρώων ο ρήτορας θέτει το ομόλογο δημοκρατικό ομοφυλοφιλικό ζεύγος του

Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, και είναι εμφανής η έγνοιά του να εγγράψει το

επιχείρημά του σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό πλαίσιο.

Τα παραθέματα του Κατὰ Τιμάρχου επισφραγίζονται με την

γνωμολογική ρήση του Ευριπίδη (152). Ο σοφός Ευριπίδης παραδίδει μαθήματα

ηθικής συμπεριφοράς και προτείνει ως ορθό κριτήριο για την αξιολόγηση ενός

ανθρώπου την ποιότητα του βίου του και των ανθρώπων με τους οποίους

συνδέεται. Η οξύνοια του Ευριπίδη προσφέρεται ως παραδειγματικό πρότυπο

ηθικής κρίσης για τους δικαστές και την τελική τους ετυμηγορία.

Τα ποιητικά παραθέματα του Αισχίνη στον Κατὰ Τιμάρχου έδωσαν το

έναυσμα για τα ποιητικά παραθέματα του αντιπάλου του Δημοσθένη στον Περὶ

τῆς παραπρεσβείας. Ο Δημοσθένης αξιοποιεί τα ποιητικά παραθέματα ως μέσο

για την αναδρομική ανασκευή των επιχειρημάτων του αντιπάλου του.

Επαναλαμβάνει τους ποιητικούς στίχους του Ησιόδου και του Ευριπίδη που είχε

επικαλεστεί ο Αισχίνης στον Κατὰ Τιμάρχου (1.129, 152) και αντιστρέφει την

αποδεικτική τους ισχύ σε βάρος του (19.243-245), ενώ συμπαρατάσσει και δύο

ποιητικά παραθέματα της δικής του εκλογής από την Ἀντιγόνην του Σοφοκλή και

την ελεγεία του Σόλωνα (246-256). Έτσι, τα ποιητικά παραθέματα

μεταστρέφονται σε στοιχειώδη μοτίβα (leitmotifs) της κλιμακούμενης

αντιπαράθεσης Δημοσθένη-Αισχίνη.

Στους δύο τελευταίους ρητορικούς λόγους του Αισχίνη (Περὶ τῆς

παραπρεσβείας, Κατὰ Κτησιφῶντος) η χρήση ποιητικών στίχων ατονεί σε

ποσότητα και έμφαση σε σχέση με τον Κατὰ Τιμάρχου. Στον Περὶ τῆς

παραπρεσβείας ο Αισχίνης επαναλαμβάνει στίχους του Ησιόδου (144), που είχε

παραθέσει προηγουμένως και στον Κατὰ Τιμάρχου (129). Παραθέτει και νέους

στίχους του Ησιόδου (158), προκειμένου να καταδικάσει την πολιτική του

Δημοσθένη.

Το νέο παράθεμα του Ησιόδου επαναλαμβάνεται, με την προσθήκη

τεσσάρων επιπλέον στίχων, και στον Κατὰ Κτησιφῶντος (135) με την ίδια ρητορική

85

στόχευση. Στον Κατὰ Κτησιφῶντος κεντρικό ρόλο κατέχουν επίσης και τα

επιγράμματα που αντιδιαστέλλουν την επάξια τιμητική αναγνώριση των

προγόνων με την αναξιότητα του Δημοσθένη να του απονεμηθεί τιμητικός

στέφανος σύμφωνα με την πρόταση του Κτησιφώντος. Με μία συγκριτική

θεώρηση του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιεί καθένας από τους τρεις ρήτορες

(Αισχίνης, Λυκούργος, Δημοσθένης) το επίγραμμα, προκύπτει ότι ένα επίγραμμα

μπορεί να αξιοποιηθεί για να υποστηρίξει ένα μεμονωμένο επιχείρημα αλλά και

ως φορέας της ηρωικής αίγλης του παρελθόντος.

86

Βιβλιογραφία

Εκδόσεις

Burtt, J. O., Minor Attic Orators II. Lycurgus, Dinarchus, Demades, Hyperides, Cambridge

1954

Collard, C., Cropp, M. J., Euripides: Fragments: Oedipus – Chrysippus, Other Fragments,

Cambridge 2008

Conomis, N. C., Lycurgus Oratio in Leocratem, Leipzig 1970

Dilts, M. R., Aeschines Orationes, Stuttgart/Leipzig 1997

Dilts, M. R., Demosthenis Orationes, I-IV, Oxford 2002-2009

Gaisford, T., Iωάννου Στοβαίου Αλθολόγιον – Joannis Stobaei Florilegium, I-IV, Oxford

1822-1824

Jouan F., Van Looy, H., Euripide: Tragédies. Tome 8 Partie 2 : Fragments (De Bellérophon à

Protésilas), Paris 2002

Monro, D. B., Allen, T. W., Homeri Opera: Iliadis XIII-XXIV, Oxford 1971

Υπομνήματα – μελέτες

Alexiou, E., Ruhm und Ehre. Studien zu Begriffen, Werten und Motivierungen bei Isokrates,

Heidelberg 1995

Αλεξίου, Ε., Ισοκράτης Ευαγόρας: ερμηνευτική έκδοση, Θεσσαλονίκη 2005

Alexiou, E., Philotimia oder Pleonexia als κακίστη δαιμόνων? Dion von Prusa 17.9 und

die geistesgeschichtlichen Konturen eines euripideischen Verses, RhM 156 (2013),

47-73

Αλεξίου, Ε., H ρητορική του 4ου αι. π.Χ. Το ελιξίριο της δημοκρατίας και η

ατομικότητα, Αθήνα 2016

Alexiou, E., Competitive Values in Isocrates and Xenophon: Aspects of Philotimia, στο:

Tamiolaki, M. (επιμ.), Special Issue: Xenophon and Isocrates. Political Affinities and

Literary Interactions, Trends in Classics 10, Berlin 2018, 114-133

Allen, D. S., Changing the Authoritative Voice. Lycurgus’ Against Leocrates, ClAnt 19

(2000), 5-33

Bajnok, D., The Goddess of Report in the Courtroom, ACD 49 (2013), 181-189

Bers, V., Tragedy and Rhetoric, στο: Worthington, I. (επιμ.), Persuasion: Greek Rhetoric

in Action, London 1994, 176-195

Blass, F., Die attische Beredsamkeit, I-III.1-2, Leipzig 1887-18982

87

Βολονάκη, Ε., Οικογένεια, καταγωγή και πολιτική λοιδορία στην κλασική Αθήνα,

στο: Αθανασάκη, Λ., Νικολαΐδης, Τ., Σπαθάρας, Δ. (επιμ.), Ιδιωτικός βίος και

Δημόσιος λόγος στην ελληνική αρχαιότητα και στον Διαφωτισμό. Μελέτες

αφιερωμένες στην Ιωάννα Γιατρομανωλάκη, Ηράκλειο 2014, 167-196

Buckler, J., Demosthenes and Aeschines, στο: Worthington, I. (επιμ.), Demosthenes.

Statesman and Orator, London/New York 2000, 114-158

Calame, C., Myth and Performance on the Athenian Stage: Praxithea, Erechtheus, their

Daughters, and the etiology of autochthony, CPh 106 (2011), 1-19

Carey, C., Aeschines. Translated, Austin 2000

Cawkwell, G. L., The Crowning of Demosthenes, CQ 19 (1969), 163-180

Christ, M. R., The Litigious Athenian, Baltimore/London 1998

Christ, M. R., The Bad Citizen in Classical Athens, Cambridge 2006

Clarke, W. M., Achilles and Patroclus in Love, Hermes 106 (1978), 381-396

Cohen, D., Law, Sexuality and Society. The Enforcement of Morals in Classical Athens,

Cambridge 1991

Cohen, D., Law, Violence and Community in Classical Athens, Cambridge 1995

Collard, C., Stheneboia, στο: Collard, C., Cropp, M. J., Lee, K. H. (επιμ.), Euripides:

Selected Fragmentary Plays, I, Warminster 1995, 79-97

Cropp, M. J., Erechtheus, στο: Collard, C., Cropp, M. J., Lee, K. H. (επιμ.), Euripides:

Selected Fragmentary Plays, I, Warminster 1995, 148-194

Dorjahn, A. P., Poetry in Athenian Courts, CPh 22.1 (1927), 85-93

Dorjahn, A. P., Some Remarks on Aeschines’ Career as an Actor, CJ 25 (1929), 223-239

Dover, K. J., Greek Homosexuality, London 1978

Dover, K. J., The Greeks and their Legacy, ΙΙ, Oxford 1988

Dué, C., Poetry and the Dēmos: State Regulation of a Civic Possession, στο: Blackwell,

C. W. (επιμ.), Dēmos: Classical Athenian Democracy, The Stoa [www.stoa.org].

accessed at http://www.stoa.org/projects/demos/article_poetry_and_demos, 2003

Duncan, A., Performance and Identity in the Classical World, Cambridge 2006

Dyck, A. R., The Function and Persuasive Power of Demosthenes’ Portrait of

Aeschines in the Speech On the Crown, G&R 32 (1985), 42-48

Easterling, P. E., The End of an Era? Tragedy in the Early Fourth Century, στο:

Sommerstein, A. H. et al. (επιμ.), Tragedy, Comedy and the Polis: Papers from the Greek

Drama Conference, Nottingham, 18–20 July 1990, Bari 1993, 559-569

Easterling, P. E., Actors and Voices: Reading between the Lines in Aeschines and

Demosthenes, στο: Goldhill, S., Osborne, R. (επιμ.), Performance Culture and

Athenian Democracy, Cambridge 1999, 154-166

Easterling, P. E., Actor as an Icon, στο: Easterling, P. E., Hall, E. (επιμ.), Greek and

Roman Actors: Aspects of an Ancient Profession, Cambridge 2002, 327-341

88

Edwards, W. M., Ομήρου Ιλιάδα: Κείμενο και Ερμηνευτικό Υπόμνημα (Ραψωδίες Ρ-

Υ), τόμ. 5 (επιμ. Ρεγκάκος, Α.), Θεσσαλονίκη 2003

Ευσταθίου, Α., Το ιδιωτικό και το δημόσιο στην δοκιμασίαν ρητόρων στην Αθήνα

των κλασικών χρόνων, στο: Αθανασάκη, Λ., Νικολαΐδης, Τ., Σπαθάρας, Δ.

(επιμ.), Ιδιωτικός βίος και Δημόσιος λόγος στην ελληνική αρχαιότητα και στον

Διαφωτισμό. Μελέτες αφιερωμένες στην Ιωάννα Γιατρομανωλάκη, Ηράκλειο

2014, 231-254

Fisher, N. R. E., Gymnasia and Social Mobility in Athens, στο: Cartledge, P., Millet, P.,

von Reden, S. (επιμ.), Kosmos: Essays in Order, Conflict and Community in Classical

Athens, Cambridge 1998, 84-104

Fisher, N. R. E., Symposiasts, Fisheaters and Flatterers: Social Mobility and Moral

Concern, στο: Harvey, D., Wilkins, J. (επιμ.), The Rivals of Aristophanes, London

2000, 355-396

Fisher, N. R. E., Aeschines Against Timarchos. Introduction, Translation and Commentary,

Oxford 2001

Fisher, N. R. E., The Bad Boyfriend, the Flatterer and the Sykophant. Related Forms of

the kakos in Democratic Athens, στο: Sluiter, I., Rosen, R. M. (επιμ.), Kakos, Badness

and Anti-Value in Classical Antiquity, Leiden/Boston 2008, 185-231

Ford, A., Reading Homer from the Rostrum: Poems and Laws in Aeschines’ Against

Timarchus, στο: Goldhill, S., Osborne, R. (επιμ.), Performance Culture and Athenian

Democracy, Cambridge 1999, 231-256

Frangeskou, V., Tradition and Originality in some Attic Funeral Orations, CW 92

(1999), 315-336

Gagarin, M., Law, Politics, and the Question of Relevance in the Case on the Crown,

ClAnt 31 (2012), 293-314

Gagliardi, L., The Athenian Procedure of dokimasia of Orators. A Response to Douglas

M. MacDowell, στο: Wallace, R. M., Gagarin, M. (επιμ.), Symposion 2001. Vorträge

zur Griechischen und Hellenistischen Rechtsgeschichte, Wien 2005, 89-97

Ghiron-Bistagne, P., Recherches sur les Acteurs dans la Grèce Antique, Paris 1976

Goldhill, S., Reading Greek Tragedy, Cambridge 1986

Griffith, Μ., Sophocles: Antigone, Cambridge 2000

Grimaldi, W. M. A., Aristotle, Rhetoric I: A Commentary, New York 1980

Gwatkin, W. E., The Legal Arguments in Aeschines’ Against Ctesiphon and

Demosthenes’ On the Crown, Hesperia 26 (1957), 129-141

Halperin, D., One Hundred Years of Homosexuality, London 1990

Hanink, J., Lycurgan Athens and the Making of Classical Tragedy, New York 2014

89

Hanink, J. - Uhlig, A. S., Aeschylus and his Afterlife in the Classical Period: “my poetry

did not die with me”, στο: Constantinidis, S. (επιμ.), The Reception of Aeschylus’ Plays

through Shifting Models and Frontiers, Leiden 2016, 51-79

Hansen, M. H., Eisangelia. The Sovereignty of the People’s Court in Athens in the Fourth

Century B.C. and the Impeachment of Generals and Politicians, Odense 1975

Hansen, M. H., The Athenian Democracy in the Age of Demosthenes. Structures, Principles

and Ideology, London 1999

Harris, E. M., The Date of the Trial of Timarchus, Hermes 116 (1985), 376-380

Harris, E. M., Aeschines and Athenian Politics, Oxford 1995

Harrison, A. R. W., The Law of Athens, II, Oxford 1968-1971

Hasskamp, D., Oligarchische Willkür – demokratische Ordnung. Zur athenischen

Verfassung im 4. Jahrhundert, Darmstadt 2005

Harvey, D., The Sykophant and Sykophancy, στο: Cartledge, P., Millet, P., Todd, S.

(επιμ.), Nomos. Essays in the Athenian Law, Politics and Society, Cambridge 1990, 103-

121

Higbie, C., The Bones of a Hero, the Ashes of a Politician: Athens, Salamis, and the

Usable Past, ClAnt 16.2 (1997), 278-307

Householder, E. W., Παρῳδία, CPh 39 (1944), 1-9

Hubbard, T. K., Popular Perceptions of Elite Homosexuality in Classical Athens, Arion

6 (1998), 48-78

Humphreys, S. C., Lycurgus of Butadae: an Athenian Aristocrat, στο: Eadie, J. W.,

Ober, J. (επιμ.), The Craft of the Ancient Historian: Essays in Honor of Chester G. Starr,

London 1985, 199-252

Hunter, V. J., Gossip and the Politics of Reputation in Classical Athens, Phoenix 44

(1990), 299-325

Hunter, V. J., Policing Athens. Social Control in the Attic Lawsuits, 420-320 B.C., Princeton

1994

Janko, R., Oμήρου Iλιάδα: Κείμενο και Ερμηνευτικό Υπόμνημα (Ραψωδίες: Ν-Π), τόμ.

4 (επιμ. Ρεγκάκος, Α.), Θεσσαλονίκη 2003

Jaeger, W., Solons Eunomie, SPABerlin 1926, 69-85

Jacoby, F., Athenian Epigrams from the Persian Wars, Hesperia 14 (1945), 157-211

Jocelyn, H. D., The Tragedies of Ennius: The Fragments, London 1967

Johnson, R., The Poet and the Orator, CPh 54.3 (1959), 173-176

Kennedy, G. A., The Art of Persuasion in Greece, Princeton 1963

Kindstrand, J. F., The Stylistic Evaluation of Aeschines in Antiquity, Uppsala 1982

Kirk, G. S., Ομήρου Ιλιάδα. Κείμενο και Ερμηνευτικό Υπόμνημα (Ραψωδίες Α-Δ), τόμ.

1 (επιμ. Ιακώβ, Δ. & Ρεγκάκος, Α.), Θεσσαλονίκη 2003

90

Lamari, A., Reperformances of Drama in the Fifth and Fourth Centuries BC: Authors and

Contexts, Trends in Classics Special Issue 7.2, Berlin-Boston 2015

Lamari, A., Reperforming Greek Tragedy: Theater, Politics and Cultural Mobility in the Fifth

and Fourth Centuries BC, Trends in Classics Supplementary Volumes, vol. 52, Berlin-

Boston 2017

Lane Fox, R., Aeschines and Athenian Politics, στο: Osborne, R., Hornblower, S.

(επιμ.), Ritual, Finance, Politics. Athenian Democratic Accounts Presented to David

Lewis, Oxford 1994, 135-155

Lape, S., The Psychology of Prostitution in Aeschines’ Speech Against Timarchus, στο:

Faraone, C. A., McClure, L. K. (επιμ.), Prostitutes and Courtesans in the Ancient World,

Madison 2006, 139-160

Lausberg, H., Handbook of Literary Rhetoric: A Foundation for Literary Study, Leiden 1998

Lefkowitz, M. R., The Lives of the Greek Poets, London 1981

Lehmann, G. A., Demosthenes von Athen. Ein Leben für die Freiheit: Biographie, München

2004

Levièvre, J. F., The Basis of Ancient Parody, G&R 2.1 (1954), 66-81

Lewis, S., News and Society in the Greek Polis, London 1996

Lohmann, D., Die Komposition der Reden in der Ilias, Berlin 1970

Loraux, N., The Invention of Athens: The Funeral Oration in the Classical City, (μτφρ.)

Sheridan, A., Cambridge 1986

MacDowell, D. M., The Law in Classical Athens, London 1978

MacDowell, D. M., Demosthenes On the False Embassy (Oration 19). Edited with

Introduction, Translation and Commentary, Oxford 2000

MacDowell, D. M., The Athenian Procedure of dokimasia of Orators, στο: Wallace, R.

M., Gagarin, M. (επιμ.), Symposion 2001. Vorträge zur Griechischen und Hellenistischen

Rechtsgeschichte, Wien 2005, 79-87

MacDowell, D. M., Demosthenes the Orator, Oxford 2009

Marzullo, B., Aeschines in Tim. 128, Maia 6 (1953), 68-75

Meulder, M., Timarque, un être Tyrannique Dépeint par Eschine, LEC 57 (1989), 317-

322

Mitchel, F. W., Lycourgan Athens: 338-322 (Lectures in Memory of Louise Taft Semple, 2nd

Series), Cincinnati 1970

Mossé, C., Lycurge l’ Athénien. Homme du Passé ou Précurseur de l’ Avenir?, QS 30

(1989), 25-36

Most, G. W., Euripide ὁ γνωμολογικώτατος, στο: Funghi, M. (επιμ.), Aspetii di

letteratura gnomica del mondo antico, Florence 2003, 141-158

Nagy, G., Homeric Questions, Austin 1996

91

Nagy, G., Plato’s Rhapsody and Homer’s Music: The Poetics of the Panathenaic Festival in

Classical Athens, Cambridge 2002

Nohaud, M., L’ Utilisation de l’ Histoire par les Orateurs Attiques, Paris 1982

North, H., The Use of Poetry in the Training of the Ancient Orator, Tradition 8 (1952),

1-33

Ober, J., Mass and Elite in Democratic Athens: Rhetoric, Ideology, and the Power of the People,

Princeton 1989

Ober, J., Strauss, B., Drama, Political Rhetoric and the Discourse of Athenian

Democracy, στο: Winkler, J. J., Zeitlin, F. I. (επιμ.), Nothing to Do with Dionysos?,

Athenian Drama in its Social Context, Princeton 1990, 237-270

Ober, J., Democracy and Knowledge. Innovation and Learning in Classical Athens,

Princeton/Oxford 2008

Osborne, R., Vexatious Litigation in Classical Athens, Sykophancy and the Sykophant,

στο: Cartledge, P., Millet, P., Todd, S. (επιμ.), Nomos. Essays in the Athenian Law,

Politics and Society, Cambridge 1990, 83-102

Page, D. L., Actors’ Interpolations in Greek Tragedy, Oxford 1934

Parker, R., Athenian Religion. A History, Oxford 1996

Paulsen, T., Die Parapresbeia – Reden des Demosthenes und des Aischines. Kommentar und

Interpretation zu Demosthenes, or. XIX, und Aischines, or. III, Tier 1999

Perlman, S., The Historical Example, its Use and Importance as Political Propaganda

in the Attic Orators, Jerusalem 1961

Perlman, S., Quotations from Poetry in Attic Orators of the Fourth Century B.C., AJPh

85.2 (1964), 155-172

Petrie, A., Lycurgus: The Speech Against Leocrates, Cambridge 2014

Philips, D. D., Why was Lycophron Prosecuted by Eisangelia?, GRBS 46 (2006), 375-394

Pickard-Cambridge, A., The Dramatic Festivals of Athens, Oxford 19882

Pöhlmann, E., ΠΑΡΩΙΔΙΑ, Glotta 50 (1972), 144-156

Pontani, F., Demosthenes, Parody and the Frogs, Mnemosyne 62 (2009), 401-416

Poole, W., Male Homosexuality in Euripides, στο: Powell, A. (επιμ.), Euripides, Women

and Sexuality, London 1990, 108-150

Rabe, H., Aus Rhetoren-Handschriften, RhM 63 (1908), 127-151

Raubitschek, The Heroes of Phyle, Hesperia 10 (1941), 284-295

Renehan, R., Studies in Greek Texts, München 1976

Richardson, N., Ομήρου Ιλιάδα: Κείμενο και Ερμηνευτικό Υπόμνημα (Ραψωδίες Φ-

Ω), τόμ. 6 (επιμ. Ρεγκάκος, Α.), Θεσσαλονίκη 2005

Rowe, G. O., The Portrait of Aeschines in the Oration On the Crown, TAPhA 97 (1966),

397-406

92

Rowe, G. O., A Problem of Quotation in Demosthenes’ Embassy Speech, TAPhA 103

(1972), 441-449

Rubinstein, L., The Athenian Political Perception of the Idiotes, στο: Cartledge, P.,

Millett, P., von Reden, S. (επιμ.), Kosmos: Essays in Order, Conflict and Community in

Classical Athens, Cambridge 1998, 125-143

Sawada, N., Athenian Politics in the Age of Alexander the Great. A Reconsideration of

the Trial of Ctesiphon, Chiron 26 (1996), 57-84

Schein, S. L., The Mortal Hero: An Introduction to Homer’s Iliad, California 1984

Scodel, R., Lycurgus and the State Text of Tragedy, στο: Cooper, C. (επιμ.), Politics of

Orality (Orality and Literacy in Ancient Greece 6), Leiden 2007, 129-154

Séchan, L., Études sur la Tragédie Grecque dans ses Rapports avec la Céramique, Paris 1926

Sergent, B., Homosexuality in Greek Myth, Boston 1986

Shapiro, H. A., Attic Heroes and the Construction of the Athenian Past in the Fifth

Century, στο: Marincola, J., Llewellyn-Jones, L., Maciver, C. (επιμ.), Greek Notions

of the Past in the Archaic and Classical Eras. History without Historians, Edinburgh 2012,

160-183

Sinos, D. S., Achilles, Patroclos and the Meaning of Philos, Innsbruck 1980

Sissa, G., Sexual Bodybuilding: Aeschines Against Timarchus, στο: Porter, J. I. (επιμ.),

Constructions of the Classical Body, Ann Arbor 1999, 147-168

Spina, L., Poesia e retorica contro Leocrate, AFLN 23 (1980-1981), 17-41

Stafford, E. J., Worshipping Virtues. Personification and the Divine in Ancient Greece,

London 2000

Steinbock, B., A Lesson in Patriotism: Lycurgus’ Against Leocrates, the Ideology of the

Ephebia, and Athenian Social Memory, ClAnt 23 (2011), 279-317

Steinbock, B., Social Memory in Athenian Public Discourse. Uses and Meanings of the Past,

Ann Arbor 2013

Στεφανής, Ι. Ε., Διονυσιακοὶ τεχνῖται: συμβολές στην προσωπογραφία του θεάτρου

και της μουσικής των αρχαίων Ελλήνων, Ηράκλειο 1988

Taplin, O., Antifane, Antigone, e la Maleabilità del Mito Tragico, στο: Belardinelli, A.

M., Greco, G. (επιμ.), Antigone e le Antigoni: Storia, Forme, Fortuna di un Mito,

Florence 2010, 27-36

Todd, S., Lady’s Chatterley’s Lover and the Attic Orators, JHS 110 (1990), 146-173

Thomas, R., Literacy and Orality in Ancient Greece, Cambridge 1992

Usher, S., Greek Oratory. Tradition and Originality, Oxford 1999

van Herwerden, H., Meletemata Critica ad Oratores Atticos, Mnemosyne 3 (1875), 120-

140

Wankel. H., Die Datierung des Prozesses gegen Timarchos (346/345), Hermes 116

(1988), 383-386

93

Welcker, Fr. G., Der Epysche Cyclus oder die Homerischen Dichter, I, Bonn 1835

West, M. L., Hesiod: Works and Days, Oxford 1978

Wilamovitz-Moellendorff, U., Aristoteles und Athen, II, Berlin 1893

Wilson, P., Tragic Rhetoric: the Use of Tragedy and the Tragic in the Fourth Century,

στο: Silk, M. S. (επιμ.), Tragedy and the Tragic: Greek Theatre and Beyond, Oxford 1996,

310-331

Wilson, P., The Athenian Institution of Choregia. The Chorus, the City and the Stage,

Cambridge 2000

Wohl, V., Law’s Cosmos: Juridical Discourse in Athenian Forensic Oratory, Cambridge 2010

Worthington, I., Demosthenes of Athens and the Fall of Classical Greece, Oxford/New York

2013

Xanthakē-Karamanou, Ι., Studies in Fourth-Century Tragedy, Αθήνα 1980

Yunis, H., Politics as Literature. Demosthenes and the Burden of the Athenian Past,

Arion 8 (2000), 97-118

Yunis, H., Demosthenes: On the Crown, Cambridge 2001

Yunis, H., Demosthenes: Speeches 18 and 19, Austin 2005

Zanker, G., The Heart of Achilles: Characterisation and Personal Ethics in the Iliad, Michigan

1994

94

Περίληψη

Θέμα της προκείμενης εργασίας είναι η αξιοποίηση ποιητικών

παραθεμάτων στην ρητορική τέχνη του 4ου αι. π.Χ. Όπως διαπιστώνεται, ποιητικά

παραθέματα απαντούν σε ένα περιορισμένο φάσμα της αττικής ρητορείας: στον

Κατὰ Λεωκράτους του Λυκούργου, στους τρεις σωζόμενους λόγους του Αισχίνη

(Κατὰ Τιμάρχου, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, Κατὰ Κτησιφῶντος), στον Περὶ τῆς

παραπρεσβείας και Περὶ τοῦ στεφάνου του Δημοσθένη. Τα παραθέματα

αντλούνται από το έπος (Όμηρος, Ησίοδος), την τραγωδία (Ευριπίδης, Σοφοκλής),

την ελεγεία (Σόλων, Τυρταίος), το επίγραμμα και εξυπηρετούν τρεις ρητορικές

λειτουργίες: αποδεικτική, παραινετική (προς τους δικαστές) και ανασκευαστική

(για το επιχείρημα του αντιπάλου). Οι ρήτορες συμπνέουν με τον ισχύοντα

σεβασμό απέναντι στους ποιητές και τους επικαλούνται συχνά ως μάρτυρες της

εκάστοτε υπόθεσης, για να ενισχύσουν ένα μεμονωμένο επιχείρημα, να

παρωθήσουν τους δικαστές σε μια ευνοϊκή απόφαση ή για να ανασκευάσουν το

επιχείρημα του αντιπάλου. Την χρήση ποιητικών στίχων στον ρητορικό λόγο

πλαισιώνει και ένα θεωρητικό υπόβαθρο, όπως αυτό αναπτύσσεται από τον

Αριστοτέλη, τον Ερμογένη και τον Ρωμαίο Κοϊντιλιανό, οι οποίοι επιδοκιμάζουν

την αξιοποίηση της ποίησης στον ρητορικό λόγο και την θεωρούν ως ένα θεμιτό

μέσο στην επιχειρηματολογία του ρήτορα.

Το κύριο βάρος σκόπιμα πέφτει στον Αισχίνη, ο οποίος παραθέτει

ποιητικά χωρία και στους τρεις λόγους του ανεξαιρέτως. Μεταξύ των λόγων του

Αισχίνη, τα περισσότερα παραθέματα απαντούν στον Κατὰ Τιμάρχου. Αυτό

δικαιολογείται με βάση την φύση και τον χαρακτήρα της υπόθεσης. Στον λόγο του

ο Αισχίνης μέμφεται τον Τίμαρχο για πορνεία και προσπαθεί να αντλήσει από τα

παραθέματα την ηθική εκείνη νομιμότητα που αποδεικνύει την ενοχή του

Τιμάρχου. Παραθέτει - ή και ερμηνεύει κατά το δοκούν - στίχους του Ομήρου, του

Ησιόδου και του Ευριπίδη προκειμένου να καταστεί σαφές ότι η πορνεία δεν

αρμόζει σε άνδρα που ασκεί πλήρως τα πολιτικά του καθήκοντα. Ιδιαίτερο

ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Δημοσθένης στον Περὶ τῆς

παραπρεσβείας, αξιοποιώντας τα ποιητικά παραθέματα του αντιπάλου του

Αισχίνη, του ασκεί δριμεία επίθεση και αντεπιχειρηματολογεί στρέφοντας την

ποιητική γνωμολογία σε βάρος του. Ίσως γι’ αυτό στους δύο τελευταίους λόγους

του Αισχίνη τα ποιητικά παραθέματα είναι πολύ περιορισμένα. Η διαφοροποίηση

δεν είναι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική. Και στα ελάχιστα, δηλαδή, ποιητικά

παραθέματα ο ρήτορας δεν αποδίδει πλέον την ίδια βαρύτητα, αποφεύγοντας τις

περίπλοκες εξηγήσεις και ερμηνείες.

95

Abstract

This paper considers the use of poetic quotations in the Attic orators of the

fourth century B.C. As it comes out, relatively few surviving Athenian speeches

include quotations from poetry: Lycurgus’ Against Leocrates, all of three surviving

speeches of Aeschines (Against Timarchus, On the False Embassy, Against Ctesiphon),

Demosthenes’ On the False Embassy and On the Crown. The quoted verses come from

epos (Homer, Hesiod), tragedy (Euripides, Sophocles), elegy (Solon, Tyrtaeus),

epigram and they serve three distinct rhetorical purposes: as an evidence, as advice to

the jury, for refutation of the opponent’s arguments. Poets are held in great esteem by

the orators who treat them as witnesses in their cases, so as to support a specific

argument, to exhort jurors to make a favorable decision or even to confute the

opponent’s arguments. Moreover, some theoretical aspects concerning the insertion of

poetic verses into the rhetoric prose were elaborated by Aristotle, Hermogenes and

Quintilian who recommend the use of poetry in the courtroom, as they recognize it as

a legitimate means of rhetorical argumentation.

Greater emphasis is deliberately put on Aeschines who quotes verses in all

of his extant speeches without exception; amongst them the greatest condensation of

poetry is to be found in Against Timarchus. This can be explained by the nature of the

forensic case. In his speech Aeschines accuses Timarchus of prostitution and he sees

poetic quotations as an attempt to exert moral authority. He quotes – or even interprets

in his own way – verses from Homer, Hesiod and Euripides, so that it is clear that

prostitution is not suitable for a man who fully keeps his political rights. Of great

interest is the fact that Demosthenes in his On the False Embassy speech, using his

opponent’s quotations, harshly attacks Aeschines and rebuts his claims turning them

against himself. Maybe this is why the poetic quotations in Aeschines’ two other

speeches are very few. This change is not only quantitative but also qualitative and the

orator does not put the same emphasis on the few quotations avoiding complicated

explanations and interpretations.