Οι έλληνες της Βουλγαρίας

39
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. Ιστορική παρουσία Τέλη 19 ου – συνθήκη του Νεϊγύ Μεσοπολεμική περίοδος Κομμουνιστικό καθεστώς Οικονομική και κοινωνική ζωή στις ελληνικές κοινότητες Η εκπαίδευση στις ελληνικές κοινότητες Ο ρόλος κι ο χαρακτήρας των ελληνικών συλλόγων Β. Σύγχρονη παρουσία των ελλήνων στη Βουλγαρία Νομική και συνταγματική αναγνώριση Ελληνικοί πολιτιστικοί σύλλογοι Οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες Οι ελληνόφωνες Σαρακατσάνοι 1

Transcript of Οι έλληνες της Βουλγαρίας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α. Ιστορική παρουσία

Τέλη 19ου – συνθήκη του Νεϊγύ

Μεσοπολεμική περίοδος

Κομμουνιστικό καθεστώς

Οικονομική και κοινωνική ζωή στις ελληνικές κοινότητες

Η εκπαίδευση στις ελληνικές κοινότητες

Ο ρόλος κι ο χαρακτήρας των ελληνικών συλλόγων

Β. Σύγχρονη παρουσία των ελλήνων στη Βουλγαρία

Νομική και συνταγματική αναγνώριση

Ελληνικοί πολιτιστικοί σύλλογοι

Οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες

Οι ελληνόφωνες Σαρακατσάνοι

1

Α. Ιστορική παρουσία

Τέλη 19ου αιώνα - 1919

Επί κυβερνήσεως Stambolov (1887-1894) υιοθετήθηκε το

πρωσικό μοντέλο πειθαρχίας παράλληλα με ένα επιθετικό

μιλιταριστικό εθνικισμό. Ο πρίγκιπας Φερδινάνδος

ακολούθησε αυτή την πολιτική μετά τη δολοφονία του

Stambolov (1895), προκρίνοντας την «εθνική ενοποίηση των

βουλγαρικών εδαφών», οραματιζόμενος τη Βουλγαρία του

Αγίου Στεφάνου. Ως εκ τούτου οι πατριαρχικές

εκκλησιαστικές και διοικητικές δομές βρέθηκαν στο

στόχαστρο σε μια απόπειρα εθνικής ομογενοποίησης του

βουλγαρικού κράτους και συγκέντρωσης όλων των εξουσιών

στο εθνικό κέντρο. Οι πιέσεις και οι διακρίσεις θα

κορυφωθούν την περίοδο του μακεδονικού αγώνα. Κατά

συνέπεια, την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα ο αριθμός των

ελληνικών σχολείων θα γνωρίσει κατακόρυφη πτώση.

Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, και πιο

συγκεκριμένα το 1906, οι βουλγαρικές αρχές κι

εθνικιστικοί κύκλοι οξύνουν τη στάση τους εναντίον των

ελληνικών πληθυσμών, καθώς ο ανταγωνισμός των δύο κρατών

για τη Μακεδονία φτάνει στο αποκορύφωμά του. Γίνονται

συλλαλητήρια εναντίον της Ελλάδας, αποτρέπονται διορισμοί

πατριαρχικών μητροπολιτών ανεπιθύμητων στις βουλγαρικές

αρχές, σημειώνονται επιθέσεις εναντίον ελληνικών

ιδρυμάτων και κυρίως σχολείων, πυρπολείται η Αγχίαλος από

βούλγαρους εθνικιστές, ελληνόφωνοι πληθυσμοί διώκονται. Η

βουλγαρική κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα για να αποτρέψει

2

επεισόδια στο μέλλον και να συγκρατήσει το κύμα φυγής

ελλήνων εμπόρων προς την Ελλάδα. Από τη μια πλευρά

υπολογίζει το δυσμενή αντίκτυπο των παραπάνω γεγονότων σε

διεθνές επίπεδο, από την άλλη όμως ανησυχεί μήπως

εκκλησίες και σχολεία αποτελέσουν φορείς του ελληνικού

εθνικισμού εντός των πυλών.

Το 1906 μπορεί να θεωρηθεί η αρχή του τέλους όχι

μόνο για την ακμή των ελληνικών κοινοτήτων στη Βουλγαρία

αλλά και γι’ αυτήν ακόμα την παρουσία των ελληνικών

πληθυσμών. Βάλλονται οι πατριαρχικές εκκλησίες κι οι

πατριαρχικοί ιεράρχες διώκονται ή αμφισβητούνται· τα

ελληνικά σχολεία διαλύονται και θεσπίζεται η υποχρεωτική

φοίτηση όλων των χριστιανόπουλων στα βουλγαρικά σχολεία·

οι δομές της τοπικής αυτοδιοίκησης περνάν εξ ολοκλήρου σε

βουλγαρικά χέρια. Τέλος, επιχειρήσεις ελληνικών

συμφερόντων εθνικοποιούνται. Κατά συνέπεια η προοπτική

αυτόνομης εθνοτικής ή πολιτιστικής παρουσίας εξαλείφεται.

Το ενδεχόμενο διαμόρφωσης μιας δυναμικής ελληνικής

μειονότητας αποκλείεται δια παντός.

Μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων διαλύονται όλοι

οι θεσμοί και τα ιδρύματα που θα μπορούσαν να προαγάγουν

τη συνοχή και την αλληλεγγύη των ελληνικών κοινοτήτων. Ως

επιστέγασμα των βουλγαρικών ενεργειών μπορεί να θεωρηθεί

η απέλαση του τελευταίου εκπροσώπου του Πατριαρχείου, του

Γενικού Αρχιερατικού Επίτροπου Φιλιππουπόλεως, το 1914,

μετά την επίσημη άρση κάθε δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου

στη Βουλγαρία. Πολύ αργότερα, τη δεκαετία του 1930, η

3

ελληνική πρεσβεία θα συγκροτήσει στη Σόφια μια κοινότητα

με εκκλησία και σχολείο.

Τέλος, με την υπογραφή της συνθήκης του Neuilly

(1919) και τη σύμβαση περί αμοιβαίας και εθελουσίας

ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας,

διαμορφώθηκε το θεσμικό πλαίσιο που θα οδηγήσει πολλούς

Έλληνες της Βουλγαρίας στην προσφυγιά. Σύμφωνα με την

παραπάνω σύμβαση, όσοι υπήκοοι των δύο κρατών θεωρούσαν

ότι ανήκαν στην αντίστοιχη ελληνική ή βουλγαρική

φυλετική, θρησκευτική ή γλωσσική μειονότητα ήταν θεμιτό

να μεταναστεύσουν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Συνθήκη

του Neuilly απέρριπτε κάθε διάκριση με βάση τη γλώσσα ή

την εθνικότητα και αναγνώριζε το δικαίωμα των μειονοτήτων

να ιδρύσουν και να διατηρούν ιδρύματα, αλλά οι

εθνικιστικές, μιλιταριστικές και αναθεωρητικές

κυβερνήσεις του μεσοπολέμου δεν σεβάστηκαν τέτοιες

διατάξεις.

Μεσοπολεμική περίοδος

Το πρώτο χτύπημα, με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου

Πολέμου, το δέχτηκαν έλληνες έμποροι και

μεγαλογαιοκτήμονες. Οι πρώτοι αντιμετώπισαν τη δικαιοσύνη

σύμφωνα με το νόμο «περί των αιτίων της καταστροφής της

Βουλγαρίας», αφού κατηγορήθηκαν για συνέργεια με τις

δυνάμεις της Αντάντ και για κερδοσκοπία την περίοδο του

πολέμου. Οι δεύτεροι επλήγησαν από τις αγροτικές

μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Stamboliiski, που δεν

επέτρεπαν την κατοχή γης άνω των τριακοσίων στρεμμάτων.

4

Τέλος η εθνικοποίηση των ιχθυοκαλλιεργειών στα παράλια

της Μαύρης Θάλασσας κατάφερε καίριο πλήγμα στους έλληνες

ιχθυοτρόφους και πλοιοκτήτες.

Το μεγαλύτερο κύμα φυγής παρατηρήθηκε μετά το 1923,

όποτε ασκήθηκαν πιέσεις στους έλληνες να μεταναστεύσουν

εγκαταλείποντας τις περιουσίες τους. Θα πρέπει να

σημειωθεί επίσης ότι με την αλλαγή του καθεστώτος μετά το

πραξικόπημα του1923, η κυβέρνηση του Tsankov, θιασώτη του

φασισμού, είναι ιδιαίτερα εχθρική προς κάθε τι μη

βουλγαρικό. Την περίοδο 1923-1925 μεταναστεύουν στην

Ελλάδα 48.742 άτομα σύμφωνα με στοιχεία της Κοινωνίας των

Εθνών. Οι βουλγαρικές απογραφές καταμετρούν 13.391

έλληνες το 1926 και 9.601 το 1934. Η φυγή των ελλήνων από

τη γενέτειρά τους φαίνεται πως δεν έγινε εκουσίως, όπως

προέβλεπε η σχετική σύμβαση μεταξύ των δύο χωρών.

Στην ουσιαστικά υποχρεωτική μα όχι καθολική

ανταλλαγή των πληθυσμών των δύο χωρών, που σήμανε την

εγκατάλειψη των εστιών για την πλειοψηφία των ελλήνων της

Βουλγαρίας, συνεπικούρησαν πολλοί παράγοντες. Στο

οικονομικό επίπεδο, απαλλοτριώσεις γαιών και οικιών αλλά

και δυσβάστακτη φορολογία συνεπάγονταν στην

πραγματικότητα δήμευση περιουσιών. Στο δημογραφικό

επίπεδο, η σημαντική αύξηση του πληθυσμού από την έλευση

άνω των 100.000 προσφύγων δημιούργησε έκτακτες ανάγκες

στέγασης, που ικανοποιήθηκαν εις βάρος των γηγενών

ελλήνων. Στο γλωσσικό επίπεδο, η χρήση της ελληνικής

γλώσσας πολεμήθηκε κυρίως από εθνικιστικούς κύκλους που

δίωκαν κάθε τι μη βουλγαρικό. Στο εκπαιδευτικό επίπεδο,

5

τα ελληνικά σχολεία είχαν προ πολλού διαλυθεί κι η

φοίτηση στα βουλγαρικά ήταν υποχρεωτική. Στο

εκκλησιαστικό επίπεδο, οι πατριαρχικές εκκλησίες είχαν

ήδη καταλυθεί. Όσον αφορά στην καθημερινή ζωή, δεν

έλειψαν εγκληματικές ενέργειες ακόμα και δολοφονίες εις

βάρος ελλήνων, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονταν με τη

δέουσα σοβαρότητα από τις επίσημες αρχές. Εν κατακλείδι,

το μοντέλο της εθνικής ομοιογένειας που ακολούθησαν όλα

τα βαλκανικά εθνικά κράτη κατά το μεσοπόλεμο επέβαλε την

εθνική «καθαρότητα». Καθώς ευνοούνταν από διεθνείς

συγκυρίες, το βουλγαρικό κράτος προέβη σε μεθοδεύσεις που

προλείαναν το έδαφος της αναγκαστικής μετανάστευσης των

ελληνικών πληθυσμών.

Η τύχη των ελλήνων της Βουλγαρίας με την ανταλλαγή

των πληθυσμών θα πρέπει να ειδωθεί και στο επίπεδο των

διμερών σχέσεων. Η ανταλλαγή των πληθυσμών τρόπον τινά

αξιοποιείται από το ελληνικό κράτος, προκειμένου να

απαλλαγεί από πολλές χιλιάδες σλαβόφωνων της Μακεδονίας,

που η Βουλγαρία χαρακτήριζε ομοεθνείς της και δυνητικά θα

προσπαθούσε να τους οικειοποιηθεί, προκειμένου να

στηρίξει τις εδαφικές διεκδικήσεις της και τον

αναθεωρητισμό της εις βάρους του ελληνικού κράτους. Έτσι,

ο στόχος της εθνικής ομογενοποίησης της Μακεδονίας

καθόρισε την τύχη των λίγων ελλήνων της Βουλγαρίας, που

τελικά εγκατέλειψαν τη γενέτειρά τους. Έτσι κι αλλιώς

αμφότερα τα κράτη ευνοούσαν την απομάκρυνση αλλοεθνών από

τα εδάφη τους προκρίνοντας την εθνική τους ομοιογένεια.

6

Οι γηγενείς ήταν διστακτικοί ως προς τη μετανάστευσή

τους στην Ελλάδα. Όπως όλοι οι πρόσφυγες, επιθυμούσαν να

παραμείνουν στις εστίες τους. Έτσι μέχρι την αλλαγή του

καθεστώτος, τον Ιούνιο του 1923, και την πραξικοπηματική

ανατροπή του Stamboliiski, οπότε η πολιτική απέναντι στις

μειονότητες μεταστρέφεται άρδην, ελάχιστοι είχαν υποβάλει

αίτηση στη Μικτή Επιτροπή που επέβλεπε την ανταλλαγή των

πληθυσμών. Εκτός του εθνικιστικού και αναθεωρητικού

κλίματος, που θα παγιωθεί από τις μετέπειτα βουλγαρικές

κυβερνήσεις, η αθρόα έλευση βουλγάρων κι η εγκατάστασή

τους σε ελληνικά χωριά ώθησαν πολλούς έλληνες σε

αναγκαστική μετανάστευση.

Καινοτομία στις σχέσεις των δύο χωρών σχετικά με το

μειονοτικό ζήτημα αποτελεί το πρωτόκολλο Πολίτη-Kalfoff,

που υπογράφτηκε το 1924. Προέβλεπε επιτήρηση των

υποχρεώσεων των δύο χωρών απέναντι στις μειονότητες από

την Κοινωνία των Εθνών. Τελικά η Ελλάδα διέκρινε ότι το

εν λόγω πρωτόκολλο ήταν εις βάρος των γενικότερων εθνικών

συμφερόντων της, καθώς δημιουργούσε προϋποθέσεις

παραμονής στην Ελλάδα σλαβόφωνων πληθυσμών και αναγνώρισή

των δικαιωμάτων τους από το ελληνικό κράτος, και το

κατήγγειλε στην Κοινωνία των Εθνών. Έτσι το πρωτόκολλο

δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή κι οι συνθήκες διαβίωσης των

εναπομεινάντων ελλήνων στη Βουλγαρία δε βελτιώθηκαν.

Παρέμειναν θύματα της ελληνοβουλγαρικής διαμάχης και των

εκατέρωθεν πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Από την πλευρά τους οι ελάχιστοι εναπομείναντες

έλληνες μετά το 1926 ενσωματώθηκαν σταδιακά στη

7

βουλγαρική κοινωνία. Συν τω χρόνω έπαψαν να χρησιμοποιούν

την ελληνική γλώσσα και υιοθέτησαν ονόματα με βουλγαρικές

καταλήξεις.

Κομμουνιστικό καθεστώς

Με την έλευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι

λιγοστοί έλληνες που ασχολούνταν με τη βιομηχανία και το

εμπόριο υφίστανται διώξεις, καταδικάζονται, φυλακίζονται

ή οδηγούνται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι αλλαγές στην

κοινωνική δομή πλήττουν κυρίως τους αστικούς πληθυσμούς

και την αστική τάξη, όπου ανήκουν κατά κανόνα οι

ελάχιστοι εναπομείναντες έλληνες.

Την κομμουνιστική περίοδο, η Μαύρη Θάλασσα γνωρίζει

σημαντική τουριστική ανάπτυξη και μετατρέπεται σε κέντρο

του εσωτερικού και διεθνούς τουρισμού. Αυτό έχει ως

αποτέλεσμα την εσωτερική μετανάστευση προς τις μεγάλες

παράλιες πόλεις και τη σημαντική αύξηση του πληθυσμού

τους. Έτσι, το ποσοστό των εναπομεινάντων ελλήνων

συρρικνώνεται κι η διαδικασία αφομοίωσής τους εξελίσσεται

απρόσκοπτα.

Σημαντικό τμήμα του ελληνισμού της Βουλγαρίας, μετά

το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελούν οι πολιτικοί

πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Βουλγαρία μετά την ήττα της

ελληνικής αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο. Το όργανό τους,

η εφημερίδα «Λευτεριά», εκδιδόταν από το 1949 έως το

1984. Ήταν ενταγμένοι στη «Δημοκρατική Οργάνωση Μόρφωσης

και Πολιτισμού», που λειτουργούσε ως το 1984. Σχεδόν όλοι

οι πολιτικοί πρόσφυγες επαναπατρίστηκαν μετά το 1990.

8

Την περίοδο αυτή γινόταν «κατ’ οίκον» χρήση της

ελληνικής γλώσσας τόσο από τους εναπομείναντες γηγενείς

έλληνες όσο κι από τους πολιτικούς πρόσφυγες, αφού δεν

υπήρχαν ελληνικά σχολεία. Επίσης, η εφημερίδα των

πολιτικών προσφύγων εκδιδόταν στα ελληνικά και υπήρχε η

δυνατότητα ακρόασης ελληνικών ραδιοσταθμών. Τέλος,

συνάξεις με την ευκαιρία θρησκευτικών εορτών έδιναν τη

δυνατότητα στους νεότερους να έρθουν σε επαφή με

παραδοσιακά έθιμα.

Οικονομική και κοινωνική ζωή στις ελληνικές

κοινότητες

Από την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η αστική

τάξη και γενικότερα τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα

ομιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Η τελευταία ως γλώσσα της

εκκλησίας και του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν η lingua

franca της αυτοκρατορίας και ως εκ τούτου κι η γλώσσα του

εμπορίου. Το εμπόριο ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένο στη Μαύρη

Θάλασσα, όπου παράγονταν και σημαντικές ποσότητες

δημητριακών. Στη Φιλιππούπολη και τη Βάρνα υπήρχαν

εργοστάσια. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα το σχηματισμό

μιας ελληνόφωνης, μορφωμένης κι ευημερούσας αστικής

τάξης, που εκτός των άλλων ασχολούνταν με την τοκογλυφία,

το εξαγωγικό εμπόριο και τις ναυτιλιακές μεταφορές,

δραστηριότητες που απέφεραν σημαντικά κέρδη.

Οι αστοί της Φιλιππούπολης (Plovdiv) ασχολούνταν

ιδίως με την επεξεργασία και το εμπόριο των «αμπάδων»,

δηλαδή χοντρών μάλλινων υφασμάτων. Είχαν αναπτύξει το

εξαγωγικό εμπόριο και ίδρυσαν εμπορικούς οίκους στην

9

Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπως π.χ. στη Βιέννη. Ως

τις αρχές του 20ου αιώνα, οι έλληνες έμποροι ήλεγχαν το

μεγαλύτερο ποσοστό του Φιλιππουπολίτικου εμπορίου και της

βιοτεχνίας (εργοστάσια υφαντουργίας, καπνεργοστάσια,

οινοπωλεία κτλ.), ενώ ασχολούνταν με αστικά επαγγέλματα,

όπως αυτά του γιατρού, του δικηγόρου κτλ.

Οι αστοί της Στενήμαχου (Assenovgrad) και του

Καβακλή (Topolovgrad) ασχολούνταν με την αμπελουργία, την

καπνοκαλλιέργεια και τη σηροτροφία. Έλληνες Στενημαχίτες

αναλαμβάνουν πολιτικές θέσεις στις αρχές του 20ου αιώνα ή

χρηματοδοτούν τα σχολεία της περιφέρειάς τους. Κι εδώ ο

αστικός τρόπος ζωής ωθεί ένα μέρος της ελληνικής

κοινότητας να ασχοληθεί με αστικά επαγγέλματα.

Στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας οι έλληνες αστοί

των αρχών του 20ου αιώνα ασχολούνταν με το εξαγωγικό

εμπόριο, την αμπελουργία, τις αλυκές, την αλιεία και τις

ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Οι ακμάζουσες κοινότητας της

Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολικής Ρωμυλίας περνούν σε

περίοδο ύφεσης και παρακμής μετά τη μαζική μετανάστευση

στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά λειτουργούν δεκαπέντε ελληνικοί

εμπορικοί οίκοι το 1931 σύμφωνα με έκθεση του προξένου

Βάρνας.

Οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν έντονα αστικοποιημένοι.

Πράγματι, οι ελληνικές κοινότητες έδρευαν σε πόλεις κι

έτσι το ποσοστό των ελλήνων αστών την περίοδο 1900-1926

κυμαίνεται μεταξύ 60% και 70%, ενώ το αντίστοιχο των

βουλγάρων αστών μεταξύ 18% και 20%. Πράγματι οι έλληνες

βρίσκονται συγκεντρωμένοι σε πόλεις, όπως η Βάρνα, το

10

Plovdiv (Φιλιππούπολη), το Assenovgrad (Στενήμαχος), το

Pomorie (Αγχίαλος), το Burgas (Πύργος), το Topolovgrad

(Καβακλή), το Nesebar (Μεσήμβρια), το Sozopol (Σωζόπολη).

Ο παρακάτω πίνακας δείχνει το ποσοστό των ελλήνων

επί του συνόλου του πληθυσμού των αναφερθέντων πόλεων,

σύμφωνα με την απογραφή του 1900:

Πόλη Ποσοστό Βάρνα 16,08%Plovdiv

(Φιλιππούπολη)

9,08%

Assenovgrad

(Στενήμαχος)

51,88%

Pomorie (Αγχίαλος) 82,44%Burgas (Πύργος) 31,30%Topolovgrad

(Καβακλή)

96,2%

Nesebar (Μεσήμβρια) 89,35%Sozopol (Σωζόπολη) 90,03%

Η εκπαίδευση στις ελληνικές κοινότητες

Τα σχολεία που λειτουργούσαν πολύ πριν από τα τέλη

του 19ου αιώνα συνέβαλαν τα μέγιστα όχι μόνο στην

κοινοτική συνείδηση των μαθητών τους αλλά και στην εθνική

τους αυτοσυνειδησία, κυρίως μετά την έξαρση του

βουλγαρικού εθνικισμού. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του

19ου αιώνα παρατηρείται έξαρση της εκπαιδευτικής

δραστηριότητας στις ελληνικές κοινότητες, που συμβάλλει

11

στην κατακόρυφη αύξηση σχολείων και μαθητών και την

ουσιαστική επέκταση του εκπαιδευτικού δικτύου.

Μετά την ίδρυση της αυτοκέφαλης βουλγαρικής

εκκλησίας, ο χώρος του σχολείου μεταβάλλεται σε πεδίο

εθνικής προπαγάνδας και πολιτιστικής σύγκρουσης των

ανταγωνιζόμενων εθνικών οντοτήτων που πλέον

διαμορφώνονται οριστικά. Μετά την ίδρυση του βουλγαρικού

πριγκιπάτου, η ελληνική γλώσσα και εκπαίδευση πλέον

βρίσκονται σε θέση άμυνας κι έτσι ξεκινά ένας αγώνας για

την επιβίωση και τη διάσωσή τους. Την περίοδο αυτή το

ελληνικό εκπαιδευτικό δίκτυο αναπτύσσεται, αλλά παράλληλα

συναντά την αντίσταση του αντίστοιχου βουλγαρικού. Αυτή

την περίοδο, εκτός από τις οικονομικά εύρωστες

κοινότητες, σχολεία κατώτερης βαθμίδας ιδρύονται ακόμα

και σε χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Θράκης. Στα

αστικά κέντρα πληθαίνουν τα σχολεία μέσης βαθμίδας.

Εξαιρετική άνθιση εμφανίζουν τα παρθεναγωγεία, καθώς

θεωρείται ότι η μητέρα-παιδαγωγός μπορούσε να συμβάλει

στην εθνική γαλούχηση των παιδιών.

Ελληνικά σχολεία, δάσκαλοι και μαθητέςσύμφωνα με τις βουλγαρικές στατιστικές

Έτσι, από

ένα σημείο κι

Έτος Σχολεία

Δάσκαλοι

Μαθητές

1891-1892

51 101 5.335

1895-1896

46 105 4.544

1901-1902

57 129 6.614

1903-1904

59 134 6.928

12

ύστερα, η εκπαίδευση αποτέλεσε φορέα μετάδοσης κι

εμπέδωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης στους μαθητές

των ελληνικών σχολείων. Χαρακτηριστικά σημαντικό μέρος

των αναλυτικών προγραμμάτων, που είχαν ελληνοκεντρικό

χαρακτήρα, καταλάμβανε η αρχαιομάθεια και η ελληνική

ιστορία. Ήταν τρόπον τινά ανάχωμα στις προσπάθειες του

βουλγαρικού κράτους να αφομοιώσει ότι διαφοροποιούνταν

γλωσσικά και πολιτιστικά και να δημιουργήσει έναν κατά το

δυνατό συμπαγή πληθυσμό με συνείδηση του ελληνικού

χαρακτήρα. Υπέρμαχος και χορηγός της ελληνικής

εκπαίδευσης στη Βουλγαρία εμφανίζεται η ελληνόφωνη κι

ευημερούσα αστική τάξη, για την οποία έγινε λόγος σε

προηγούμενες σελίδες. Το εκπαιδευτικό έργο στηρίχτηκε κι

από τη δραστηριοποίηση ελλήνων υποπροξένων και προξενικών

πρακτόρων. Τέλος, το ελληνικό κράτος ενεργά ενθάρρυνε και

συστηματικά υποστήριξε την ελληνική εκπαίδευση προς τα

τέλη του 19ου αιώνα κυρίως με την αποστολή ετήσιων

χορηγιών σε ορισμένες ελληνικές κοινότητες μέσω της

Επιτροπής προς Ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και

Παιδείας, που λειτουργούσε υπό την αιγίδα του Υπουργείου

Εξωτερικών.

Τελικά η οριστική εθνική σύγκρουση που θα επέλθει

στις αρχές του 20ου αιώνα, κατά κύριο λόγο εκτός της

βουλγαρικής ηγεμονίας, θα οδηγήσει στην οριστική διάλυση

της ελληνικής εκπαίδευσης. Το 1907 αποτελεί ορόσημο για

την εκπαίδευση των ελληνικών κοινοτήτων. Με εγκύκλιο που

κοινοποιήθηκε στις ελληνικές κοινότητες και τις σχολικές

εφορείες, καθίσταται γνωστό ότι τίθενται σε εφαρμογή

13

διατάξεις του νόμου του 18901, σύμφωνα με τι οποίες η

πρωτοβάθμια εκπαίδευση γινόταν υποχρεωτικά στη βουλγαρική

κι απαγορευόταν η φοίτηση σε ιδιωτικά, τουτέστιν

κοινοτικά, σχολεία. Με άλλα λόγια η διδασκαλία της

ελληνικής γλώσσας ετίθετο εκτός νόμου. Την περίοδο 1910-

1912 γίνεται μια τελευταία προσπάθεια επανίδρυσης

ελληνικών σχολείων από τις ελληνικές κοινότητες της

Μαύρης Θάλασσας, καθώς οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις

αναθερμαίνονται στο πλαίσιο των προετοιμασιών για την από

κοινού επίθεση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μετά το Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και τη σύγκρουση των δύο

χωρών σε πολεμικό και διπλωματικό μέτωπο, κάθε προσπάθεια

ανασύστασης κοινοτικών δομών ναυαγεί οριστικά.

Λόγω της παράδοσης της ελληνικής εκπαίδευσης και της

λειτουργίας ελληνικών σχολείων από την οθωμανική περίοδο,

στις αρχές του 20ου αιώνα, όποτε οι απογραφές του

βουλγαρικού κράτους παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες,

εμφανίζεται υψηλό ποσοστό εγγράμματων ελλήνων.

Χαρακτηριστικό είναι ότι μέχρι το 1910 το ποσοστό των

εγγράμματων ελλήνων υπερβαίνει αυτό των εγγράμματων

βουλγάρων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη Βάρνα και το

Plovdiv το ποσοστό των εγγράμματων ελλήνων είναι

εξαιρετικά υψηλό, γεγονός που οφείλεται τόσο στην

αναπτυγμένη εκπαίδευση όσο και στην οικονομική ευμάρειά

τους. Έτσι, καθώς οι ελληνικές κοινότητες συντηρούσαν

σχολεία όλων των βαθμίδων, το μορφωτικό επίπεδο των1 Πρόκειται για το «νόμο περί δημόσιας εκπαιδεύσεως» που ψηφίστηκεεπί υπουργίας Zhivkov και ίσχυσε μέχρι το 1892. Βασικός στόχος τουνόμου ήταν η διάλυση των ελληνικών σχολείων κι η επακόλουθη αφομοίωσητων μαθητών τους στη βουλγαρική εκπαίδευση.

14

ελλήνων διατηρούνταν αρκετά υψηλά. Αξιοσημείωτη είναι η

πτώση του ποσοστού των εγγραμμάτων ελλήνων μετά το 1926,

αφού πολλοί έλληνες, κυρίως εγγράμματοι, μεταναστεύουν

στην Ελλάδα, εισάγεται η υποχρεωτική φοίτηση στα

βουλγαρικά σχολεία και φυσικά έχει ήδη διακοπεί η

λειτουργία των ελληνικών σχολείων (από τη δεκαετία του

1910).

Ο ρόλος κι ο χαρακτήρας των ελληνικών συλλόγων

Εκτός των εκπαιδευτικών τους δραστηριοτήτων, οι

ελληνικοί σύλλογοι, που δραστηριοποιούνταν στην Ανατολική

Ρωμυλία και την ευρύτερη Θράκη, ανέπτυσσαν ποικίλες άλλες

δραστηριότητες. Έτσι συγκροτήθηκαν φιλολογικοί,

φιλεκπαιδευτικοί, φιλανθρωπικοί και μουσικοί σύλλογοι.

Από τη δεκαετία του 1860 έως τη δεκαετία του 1920

υπολογίζεται ότι ιδρύθηκαν περίπου 100 τέτοιοι σύλλογοι,

48 εκ των οποίων στην Ανατολική Ρωμυλία. Ενδεικτικά

αναφέρουμε τα ονόματα ορισμένων από τους συλλόγους που

δραστηριοποιούνταν στην Ανατολική Ρωμυλία το δεύτερο μισό

του 19ου αιώνα (εντός παρενθέσεως ο αριθμός των συλλόγων

που λειτουργούσαν):

Αγχίαλος (5): Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα,

Δημοσθένης, Σύλλογος Ελληνίδων Κυριών «η Ένωσις»

Μεσήμβρια (2): Φιλελεημονευτική Αδελφότης, Ορφεύς.

Πύργος (6): Εύξεινος Πόντος, Άγιος Νικόλαος,

Ελληνικόν Αδελφάτον Φιλαδέλφεια.

Στενήμαχος (8): Ελληνική Λέσχη «ο Φοίνιξ», Αδελφότης

των Ελληνοπαίδων «Ομόνοια».

15

Φιλιππούπολη (19): Αδελφότης Κυριών «Ευρυδίκη»,

Εμπορικός Σύλλογος «Κυψέλη», Πρόοδος, Ελληνικός

Φιλολογικός Ορφεύς, Ηρακλής, Σοφοκλής.

Το κεντρικό μέλημα των περισσότερων συλλόγων

αφορούσε στην ενίσχυση και οργάνωση της ελληνικής

εκπαίδευσης. Στόχος ήταν η δημιουργία των κατάλληλων

προϋποθέσεων για την καλλιέργεια της ελληνικής συνείδησης

στους ελληνόφωνους πληθυσμούς. Τα έσοδά τους βασίζονταν

σε εισφορές, σε συνδρομές μελών και σε πλούσιες δωρεές

και ενισχύσεις ιδιωτών αλλά και συλλόγων της

Κωνσταντινούπολης και της Ελλάδας.

Εκτός, λοιπόν, από τις εκπαιδευτικές τους

δραστηριότητες διοργάνωναν διαλέξεις με επιστημονικά,

θρησκευτικά και εθνικά θέματα. Συντηρούσαν βιβλιοθήκες

και αναγνωστήρια. Υποστήριζαν οικονομικά μαθητές από την

επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας. Παρείχαν ένδυση και

βιβλία σε άπορους μαθητές. Συνέλεγαν αρχαιότητες ή

λαογραφικά είδη και σύστηναν ενίοτε μικρά, υποτυπώδη,

ερασιτεχνικά μουσεία. Διοργάνωναν χοροεσπερίδες και

θεατρικές παραστάσεις με στόχο την ψυχαγωγία της

ελληνικής κοινότητας αλλά και για φιλανθρωπικούς λόγους.

Ίδρυαν μουσικά τμήματα που αποτελούνταν από μπάντες,

χορωδίες, ορχήστρες και διοργάνωναν συχνά συναυλίες.

Τέλος, σημαντικό κεφάλαιο της πολιτισμικής δράσης των

ελληνικών κοινοτήτων διαδραμάτισαν οι Αδελφότητες Κυριών,

που κυρίως φρόντιζαν άπορους μαθητές των σχολείων.

16

17

Πίνακας πληθυσμιακών δεδομένων για τις ελληνικέςκοινότητες

με βάση τις απογραφές του βουλγαρικού κράτους2

Περιοχή19003 19104 19265 19346

αριθμός

% αριθμός

% αριθμός

% αριθμός

%

Βουλγαρία 70.887 1,89 50.889 1,2 12.782 0,23

9.601 0,16

νομός Burgas 40.649 13 29.544 8,4 6.895 1,44

5.683 1

νομός Plovdiv7

15.169 3,86 9.157 2,04 1.505 0,26

637 0,07

νομός Βάρνας 9.704 3,39 7.147 2,16 2.015 0,87

751 0,5

επαρχία Pomorie (Αγχιάλου)

9.451 37,01

6.553 24,84

2.092 6,04

1.386 3,75

επαρχία Burgas (Πύργου)

8.373 16,48

6.810 11,16

3.488 4,98

2.658 3,15

επαρχία Elhovo (Κιζίλ-Αγάτς)

18.773 34,08

13.882 24,09

304 0,43

518 0,67

επαρχία Aintos

1.465 5,11 694 2,09 117 0,25

16 0,03

eπαρχία Karnobat

756 2,12 194 0,45 103 0,18

44 0,07

eπαρχία 1.350 2,5 965 1,53 80 0,0 23 0,0

2 Η επιλογή των συγκεκριμένων απογραφών έγινε με το σκεπτικό να καταδειχθούν οι αλλαγές στον πληθυσμό των ελληνικών κοινοτήτων ύστερααπό περιόδους κατά τις οποίες σημειώθηκαν μεγάλα κύματα φυγής (βλ. και κεφάλαιο 1). 3 Αφορά στους ελληνόφωνους.4 Αφορά στους ελληνόφωνους.5 Αφορά στους ελληνόφωνους.6 Αφορά στους ελληνόφωνους.7 Συγκέντρωση πληθυσμού αποκλειστικά στα αστικά κέντρα Plovdiv (Φιλιππούπολη) και Assenovgrad (Στενήμαχο).

18

Yabol 9 2έλληνες υπήκοοι8

7.544 10,69 3.985 7,83 4.146 32,4

2.448 25,5

8 Οι περισσότεροι εξ αυτών διαβιούν στο Plovdiv (Φιλιππούπολη), τη Βάρνα και το Burgas (Πύργο).9 Eπί του ποσοστού των ελληνοφώνων.

19

Β. Σύγχρονη παρουσία των ελλήνων στη Βουλγαρία

Στην απογραφή του 2001, καταμετρήθηκαν 3.408

έλληνες, μεταξύ των οποίων ενδέχεται να περιλαμβάνονται

κι οι ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι νομάδες. Σύμφωνα όμως με

το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, στη Βουλγαρία σήμερα

διαβιούν 28.500 άνθρωποι ελληνικής καταγωγής και

εθνικότητας. Από αυτούς 15.000 είναι Σαρακατσάνοι, 2.500

πρώην πολιτικοί πρόσφυγες, 2.000 φοιτητές και 1.000

επιχειρηματίες με τις οικογένειές τους. 8.000 είναι οι

έλληνες που ζούσαν παλαιόθεν στη Μαύρη Θάλασσα.

Σύμφωνα με την Ευτέρπη Θεοκλίεβα-Στόιτσεβα10, στην

περιοχή του Εύξεινου Πόντου σήμερα ζουν περίπου 11.000

έλληνες, οι οποίοι κατανέμονται ως εξής:

Πόλη Αριθμός ελλήνωνΒάρνα 4.000Πύργος (Burgas) 3.000Αγχίαλος (Pomorie) 1.200Σωζόπολη (Sozopol) 1.200Μεσημβρία (Nesebar) 1.100Αγαθούπολη (Ahtopol) 150

Στους πληθυσμούς αυτούς προσμετρούνται κι οι απόγονοι των

μικτών γάμων. Υπολογίζεται ότι μόλις το 5% διατηρεί

ελληνική εθνική συνείδηση.

10 Αρχαιολόγο στο μουσείο της πόλης Nesebar (Μεσημβρίας) και πρόεδροτου πρώτου ελληνο-βουλγαρικού πολιτιστικού συλλόγου, που ιδρύθηκεμετά το 1989.

20

Νομική και Συνταγματική Αναγνώριση

Το μοναδικό διεθνές κείμενο, όπου ουσιαστικά

αναγνωρίζεται ελληνική μειονότητα από το βουλγαρικό

κράτος, είναι το πρωτόκολλο Πολίτη-Kalfoff (1924), το

οποίο τελικά δεν εφαρμόστηκε. Προηγούμενα, στη συνθήκη

του Βερολίνου (1878), γινόταν λόγος για «ελληνικούς

πληθυσμούς», ενώ με τη συνθήκη του Neuilly καλείτο η

Βουλγαρία να προστατέψει τα δικαιώματα των Βουλγάρων

υπηκόων που ανήκαν σε φυλετικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές

μειονότητες. Μετά την υπογραφή της «Σύμβασης περί

εθελουσίας ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και

Βουλγαρίας» το 1919 αλλά και αργότερα, κυρίως την περίοδο

1923-1928, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της

Βουλγαρίας μετανάστευσε. Έκτοτε η ισχνή ελληνική

παρουσία11 δεν ήταν δυνατό να ανακινήσει μειονοτικό

ζήτημα.

Tο σύνταγμα του 1947 αναφέρεται στα δικαιώματα των

εθνικών μειονοτήτων, ενώ η απογραφή του 1965 καταγράφει

8.241 έλληνες. Το σύνταγμα του 1971, όμως, αναφέρεται σε

πολίτες μη βουλγαρικής καταγωγής, ενώ το δόγμα του

«ενιαίου σοσιαλιστικού έθνους», που προκρίνεται τη

δεκαετία του 1970, δεν αφήνει περιθώρια για αναγνώριση

μειονοτήτων.

Στη μετακομμουνιστική εποχή, το βουλγαρικό κράτος

διακηρύττει ότι σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και

11 Σύμφωνα με την απογραφή του 1965, οι έλληνες ανέρχονταν σε 8.241,μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν κι οι πολιτικοί πρόσφυγες τουεμφυλίου.

21

προβάλλει το λεγόμενο «βουλγαρικό εθνικό μοντέλο», όπου,

όπως υποστηρίζεται, δεν υφίστανται εθνοτικές, γλωσσικές,

φυλετικές ή θρησκευτικές διακρίσεις. Σε συνταγματικό

επίπεδο, αναγνωρίζεται το δικαίωμα εθνοτικού

αυτοπροσδιορισμού, που όμως θα πρέπει να εγγυηθεί με

νόμο, καθώς και η χρήση της μητρικής γλώσσας των

κατοίκων, οι οποίοι υποχρεούνται να γνωρίζουν τη

βουλγαρική.

Λόγω του πολύ μικρού αριθμού των ελλήνων που

διαβιούν σήμερα στη Βουλγαρία αλλά και του ιστορικού της

παρουσίας τους στη χώρα, από πολλούς επιστήμονες

θεωρείται ο όρος «ελληνικές κοινότητες» προτιμότερος του

«ελληνική μειονότητα». Κι αυτό γιατί οι ολιγάριθμες

ομάδες ελλήνων, τόσο των γηγενών και των πολιτικών

προσφύγων όσο και των επιχειρηματιών και των οικογενειών

τους, συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς γλώσσας,

πολιτιστικών παραδόσεων και αλληλεγγύης. Γι’ αυτό το λόγο

άλλωστε λειτουργούν και πολιτιστικοί σύλλογοι.

Ελληνικοί πολιτιστικοί σύλλογοι

Μετά το 1989 ιδρύθηκαν διάφοροι πολιτιστικοί

σύλλογοι. Ο πρώτος εξ αυτών ιδρύθηκε το 1992 από την

Ευτέρπη Θεοκλίεβα-Στόιτσεβα υπό την επωνυμία «Σύλλογος

για την πολιτιστική και ανθρωπιστική συνεργασία μεταξύ

των βουλγάρων κι ελλήνων πολιτών ‘Μεσήμβρια’». Σύμφωνα με

το καταστατικό του συλλόγου, σκοποί του είναι η ανάπτυξη

κι η εδραίωση των παραδοσιακών φιλικών σχέσεων μεταξύ

Βουλγαρίας και Ελλάδας, πολιτιστικές επαφές κι ανταλλαγές

22

μεταξύ πολιτιστικών ιδρυμάτων και μουσείων των δύο χωρών.

Ο σύλλογος οργανώνει μαθήματα ελληνικής γλώσσας,

διοργανώνει εκπαιδευτικές εκδρομές και συμμετέχει σε

διεθνείς εκθέσεις και διεθνείς θερινές κατασκηνώσεις.

Το 1992 επίσης ιδρύθηκε κι ο σύλλογος κι ο

«Βουλγαροελληνικός σύλλογος ‘Αγχίαλος’» στο Pomorie.

Πρώτος πρόεδρος ο Στεριόν Μανόλοφ Γκαβαλιά. Βασικός

σκοπός η διάσωση των παραδόσεων των Αγχιαλιτών. Από το

1999 οργανώνει μαθήματα ελληνικής γλώσσας. Έτυχε

οικονομικής ενίσχυσης από το Συμβούλιο Απόδημου

Ελληνισμού.

Ο σύλλογος «Ένωση για την ελληνοβουλγαρική φιλία»

ιδρύθηκε το 1992 στη Σωζόπολη με πρώτο πρόεδρο τον Κώστα

Σταυράκοφ. Σκοποί του συλλόγου είναι η ανάπτυξη των

σχέσεων των δύο χωρών σε πολιτιστικό, οικονομικό κι

εμπορικό επίπεδο. Διοργανώνει διαλέξεις, συναντήσεις, κι

εκθέσεις με την παραπάνω προοπτική.

Από το 1992 λειτουργεί ακόμη ένας σύλλογος στη

Σωζόπολη, ο ελληνοβουλγαρικός σύλλογος «Απολλωνία» με

πρόεδρο την Ασπασία Παραζάνοβα. Στο πλαίσιο αυτού του

συλλόγου λειτουργεί χορωδία και εντευκτήριο, όπου τα μέλη

του συλλόγου πραγματοποιούν τις συνάξεις τους. Σύμφωνα με

την πρόεδρο, καταβλήθηκαν προσπάθειες να οργανωθούν

μαθήματα ελληνικής γλώσσας αλλά υπήρχε έλλειψη δασκάλου.

Ο σύλλογος έχει λάβει χορηγίες, δωρεές κι επιδοτήσεις από

ελληνικούς φορείς.

Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε στο Ozbor ο σύλλογος

«Ηλιούπολις» με πρόεδρο το Βασίλη Ατανάσοφ Γκεοργκίεφ.

23

Δραστηριοποιείται σε πολιτιστικό και μορφωτικό επίπεδο κι

αναπτύσσει επαφές και συνεργασία.

Στο Burgas ιδρύθηκε το 1992 ο «Σύλλογος για τη

βουλγαροελληνική φιλία ‘Πύργος’» με πρόεδρο τον Ανέστη

Κιρίκοφ Κόκινοφ. Μεταξύ των δραστηριοτήτων είναι η

διεύρυνση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων σε πνευματικό,

εμπορικό και πολιτικό επίπεδο. Ασχολείται επίσης με

εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες.

Το 1993 ιδρύθηκε ο «Βουλγαροελληνικός σύλλογος για

τις πολιτιστικές σχέσεις και την ανθρωπιστική συνεργασία

‘Άσπρα’» στην Byala με πρόεδρο την Ιουλιάνα Χαραλαμπίεβα

Ντόιτσεβα. Ασχολείται κυρίως με πολιτιστικά θέματα.

Το 1993 ιδρύθηκε ο «Σύλλογος για πολιτιστικές

σχέσεις και ανθρωπιστική συνεργασία μεταξύ βουλγάρων και

ελλήνων πολιτών ‘Οδησσός’» στη Βάρνα. Πρώτος πρόεδρος του

ήταν ο Συμεών Λεφτέροφ Ντιμιτρόφ.

Το 1995 έκανε την εμφάνισή του ο «Σύλλογος για τη

βουλγαροελληνική συνεργασία ‘Βέρνενσκι Κορενιάκ’»12 με

πρόεδρο τη Βικτώρια Νικολάεβνα Ιβανόβα. Σκοπός του

συλλόγου είναι η ανάπτυξη πολιτιστικής, μορφωτικής, και

φιλανθρωπικής δράσης. Εντυπωσιάζει η προϋπόθεση αποδοχής

νέων μελών που απαιτεί το κάθε μέλος του συλλόγου να

είναι τουλάχιστον τριών γενεών Βαρναίος.

Το 1996 ιδρύθηκε ο «Σύλλογος για την

ελληνοβουλγαρική φιλία» στην Ahtopol και στόχο την

ανάπτυξη και διεύρυνση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων.

Σήμερα αριθμεί 40 μέλη.

12 ‘Γηγενής Βαρναίος’.

24

Εκτός από τους παραπάνω σήμερα λειτουργούν κι οι

εξής ελληνο-βουλγαρικοί σύλλογοι: ο Ελληνο-βουλγαρικός

Σύλλογος «STARA ZAGORA ‘Ρήγας Φεραίος’», που

δραστηριοποιείται στη Στάρα Ζαγκόρα. Στην ίδια πόλη

υπολειτουργεί κι ο σύλλογος «ΔΟΜΕ» με 105 μέλη. Στη Βάρνα

λειτουργούν ο «Πρώτος Σύλλογος Ελληνοβουλγαρικής Φιλίας

Βάρνας» με 60 μέλη, ο «Σύλλογος Παλαιών Βαρναίων» με 250

μέλη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για μετονομασίες

συλλόγων που λειτουργούσαν παλαιότερα κι έχουν

προαναφερθεί (σημειωτέον ότι ο σύλλογος «Οδησσός»

εξακολουθεί να λειτουργεί). Στο Pomorie (Αγχίαλος) σήμερα

λειτουργεί ο σύλλογος ελληνοβουλγαρικής φιλίας «Pomorie»

με πρόεδρο τη Stevka Allkova και 280 μέλη. Στο Ρούσε

λειτουργεί η ομώνυμη ελληνική κοινότητα με πρόεδρο το

Ζευκιλή Νίκο.

Είναι γεγονός ότι στους παραπάνω συλλόγους εύκολα

παρεισφρέουν μέλη που δεν ενδιαφέρονται για πολιτιστικά

θέματα αλλά επιδιώκουν υποκειμενικούς τους σκοπούς,

κυρίως εμπορικού χαρακτήρα. Αυτό οφείλεται στην

ελαστικότητα των όρων για την αποδοχή νέων μελών, όπως

προβλέπονται από τα καταστατικά των συλλόγων. Δεδομένου

ότι οι σύλλογοι είναι αρκετοί κι οι εναπομείναντες

έλληνες ελάχιστοι, η βιωσιμότητα των συλλόγων εξαρτάται

από την ανανέωσή τους με νέα μέλη. Έτσι, λόγω της πολύ

περιορισμένης δυναμικής τους, οι σύλλογοι αυτοί έχουν

περιέλθει σε περίοδο κρίσης. Ως έξοδος από το αδιέξοδο

προτείνεται από ορισμένους η σύσταση και λειτουργία

πνευματικών-πολιτιστικών κέντρων που θα μπορούν να

25

επεξεργάζονται από κοινού με ελληνικά ιδρύματα κι

ελληνικούς φορείς διάφορα προγράμματα.

26

Οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες

Η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε πρωτεύοντα επενδυτή στη

Βουλγαρία, καθώς πληθώρα ελληνικών επιχειρήσεων

δραστηριοποιούνται στη βουλγαρική αγορά. Υπάρχουν

καταγεγραμμένες πάνω από 1.000 ενεργές επιχειρήσεις

ελληνικών συμφερόντων, ενώ το ύψος των επενδύσεων ξεπερνά

το 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Πολλές ελληνικές επιχειρήσεις

κυρίως κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ιματισμού

δραστηριοποιούνται στη Νότια Βουλγαρία. Οι λόγοι

προφανείς: χαμηλό κόστος μεταφορών και χαμηλό κόστος

εργασίας (υπολογίζεται ότι οι μισθοί των βουλγάρων

εργατών σε αυτές τις περιοχές είναι περίπου 4-5 φορές

χαμηλότεροι).

Οι διμερείς διακρατικές συμφωνίες, αλλά πρωτίστως η

ένταξη της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευνοούν τη

διείσδυση του ελληνικού επιχειρηματικού κεφαλαίου στη

γείτονα χώρα. Πιο συγκεκριμένα, το ελληνικό κεφάλαιο

υπερβαίνει το 11% των συνολικών επενδύσεων στη χώρα, ενώ

υπολογίζεται ότι μετά το 2000 επενδύονται κατά μέσο όρο

πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Έτσι, η Ελλάδα

(9%) κατατάσσεται τρίτη στον κατάλογο των επενδυτών της

χώρας ως προς τον όγκο των άμεσων ξένων επενδύσεων με

πρώτη την Αυστρία (19%) και δεύτερη την Ολλανδία (10%).

Ως προς τον αριθμό των επιχειρήσεων που αναπτύσσουν

επενδυτική δραστηριότητα στη Βουλγαρία,

συμπεριλαμβανομένων των off-shore, η Ελλάδα έπεται μόνον

της Τουρκίας.

27

Πολύ ενεργητικός κλάδος στο χώρο της βουλγαρικής

αγοράς είναι ο τραπεζικός με τις ελληνικές τράπεζες να

μοιράζονται το 30% της αγοράς. Πιο συγκεκριμένα, οι έξι

τράπεζες ελληνικών συμφερόντων (UBB, Postbank, Piraeus

Bank, DZI Bank, Emporiki Bank, Alpha Bank/Sofia Branch)

ελέγχουν το 23,6% του χρηματοπιστωτικού τομέα της

Βουλγαρίας. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, η Cosmote

κατέχει τη μία από τις τρεις εταιρίες κινητής τηλεφωνίας

στη χώρα. Άλλες επιχειρήσεις με σημαντικές επενδύσεις στη

Βουλγαρία μετά το 2000 είναι η Κόκα- Κόλα 3Ε (όμιλος

εταιρειών Λεβέντη) , η γαλακτοβιομηχανία Δέλτα

(επενδύσεις ύψους πάνω από 15 εκατομμύρια ευρώ), η

Chipita, ο όμιλος ΒΙΟΧΑΛΚΟ (επενδύσεις ύψους πάνω από 5

εκατομμύρια ευρώ), ο όμιλος Yioula (παραγωγή συσκευασίας

σε γυαλί), ο όμιλος Ελληνικών Πετρελαίων, η Halcor, οι

κατασκευαστικές εταιρείες ΜΗΧΑΝΙΚΗ και ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, η

τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ, η BIOCHECK στον τομέα της

υγείας, η Χαρτοποιία Θράκης, η Intracom και τα Goodys.

Από το Φεβρουάριο του 2005 λειτουργεί το «Ελληνικό

Επιχειρηματικό Συμβούλιο» με έδρα τη Σόφια. Ιδρύθηκε από

έλληνες επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στη

Βουλγαρία. Συγκαταλέγει πάνω από 50 ελληνικές και

κυπριακές επιχειρήσεις και τράπεζες, που εκπροσωπούν

επενδύσεις άνω των 900 εκατομμυρίων ευρώ. Κύριος στόχος

του Συμβουλίου είναι, μαζί με την υπεράσπιση των

συμφερόντων των μελών του, να ενθαρρύνει τις επαφές

μεταξύ των αρμοδίων επιχειρηματικών αλλά και πολιτικών

παραγόντων της Ελλάδας και της Βουλγαρίας προς όφελος της

28

ανάπτυξης της οικονομικής συνεργασίας και των διμερών

σχέσεων. Στους στόχους του ΕΕΣΒ από την ίδρυσή του

συμπεριλαμβάνονταν η προάσπιση των συμφερόντων των μελών

του, η προώθηση των Ελληνο-Βουλγαρικών οικονομικών

σχέσεων, η υποστήριξη της Ευρω-ενταξιακής πορείας της

Βουλγαρίας, καθώς και η ενίσχυση των πολιτιστικών δεσμών

των δύο χωρών. Πρόεδρος του ΕΕΣΒ είναι ο Χρήστος

Κατσάνης, γενικός διευθυντής της θυγατρικής της Εθνικής

Τράπεζας της Ελλάδας, βουλγαρικής εμπορικής τράπεζας UBB.

Στο διοικητικό συμβούλιο του ΕΕΣΒ συμμετέχουν ο

εκτελεστικός διευθυντής της βουλγαρικής θυγατρικής της

Cosmote, Globul, Αθ. Κατσιρούμπας και ο Γ. Αλεξανδρής,

διευθυντής της ομώνυμης εταιρείας Alexandris Engineering.

Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου είναι οι Α. Χασιώτης (EFG

Group), Σ. Θεοδωρόπουλος (Chipita), Ν. Γεωργόπουλος

(υαλουργία Γιούλα), ενώ γενικός γραμματέας είναι ο Ι.

Καρκαλέμης (Bentonit - S & B Group).

Εκτός του ΕΕΣΒ, λειτουργούν η «Εθνική Ομοσπονδία

Πολιτιστικών και Εκπαιδευτικών Συλλόγων των Ελλήνων» και

η «Εθνική Οργάνωση Νέων των Ελλήνων». Τέλος ο «Ελληνικός

Εκπαιδευτικός Σύλλογος Σόφιας» έχει ως βασικό στόχο του

την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας σε παιδιά ελλήνων

επιχειρηματιών και υπαλλήλων. Έχει εξασφαλίσει την

απόσπαση δύο ελλήνων δασκάλων από το Υπουργείο Παιδείας.

Λειτουργεί υπό την αιγίδα της ελληνικής πρεσβείας, όπου

και στεγάζεται. Στόχος αυτών των οργανώσεων είναι η

διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, η έκδοση ενός δίγλωσσου

δελτίου, το ενδιαφέρον και η φροντίδα μνημείων που

29

συνδέονται με τον ελληνικό πολιτισμό. Στη Σόφια επίσης

δραστηριοποιείται η «Δημοκρατική Οργάνωση Ελλήνων

Βουλγαρίας» με πρόεδρο τον Παναγιώτη Τοπαλούδη.

30

Οι ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι (Karakachans)

Οι Σαρακατσάνοι είναι ελληνόφωνος νομαδικός

πληθυσμός. Πριν εγκατασταθούν μόνιμα μάλιστα ακολουθούσαν

μια διαδρομή που είχε ως αφετηρία σερβικές περιοχές, ή

και το Βελιγράδι ακόμα, και τέρμα την οθωμανική Θράκη.

Μεσολαβούσαν σταθμοί εντός του βουλγαρικού εδάφους, όπως

το Radomir, το Samokov, το Plovdiv, το Pazardzhik. Όσον

αφορά στο μορφωτικό τους επίπεδο, φαίνεται ότι δε

διέθεταν εκπαιδευτικό σύστημα. Ο πολιτισμός τους είχε

έντονα νομαδικά στοιχεία κι αναπτυσσόταν ανεξάρτητα από

το κρατικό σύστημα.

Το βουλγαρικό κράτος σήμερα τούς θεωρεί Βούλγαρους.

Κάποιοι επιστήμονες και πολιτικοί κάνουν λόγο για

ιδιαίτερη βαλκανική εθνότητα. Μάλιστα στο παρελθόν είδαν

το φως της δημοσιότητας μελέτες που ισχυρίζονταν ότι

είναι εξελληνισμένοι πληθυσμοί θρακικής καταγωγής παρά

την προέλευσή τους από την Πίνδο. Θα πρέπει να σημειωθεί

ότι μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια καταγράφονταν ως

βούλγαροι πολίτες ελληνικής καταγωγής. Οι ίδιοι σε μεγάλο

βαθμό σήμερα αυτοπροσδιορίζονται κι ως βλάχοι, καθώς το

όνομα Σαρακατσάνοι θεωρείται ετεροπροσδιορισμός.

31

Η ελληνική βιβλιογραφία θεωρεί ότι οι Σαρακατσάνοι

προέρχονται από τη Νότια Πίνδο, την οποία εγκατέλειψαν

λόγω της αυταρχικής πολιτικής του Αλί Πασά. Διεσπάρησαν

στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και λόγω του

νομαδικού τους τρόπου ζωής μετέβαιναν σε διάφορες

περιοχές, όπως η Θράκη, η Ροδόπη και η Μακεδονία. Λόγω

της ελληνικής τους γλώσσας, μετά την ίδρυση του

βουλγαρικού κράτους, υπέστησαν επιθέσεις από το επίσημο

κράτος αλλά κυρίως από εθνικιστικούς κύκλους, όπως κι οι

ελληνόφωνοι γηγενείς.

Μετά τους βαλκανικούς πολέμους οι Σαρακατσάνοι

προτίμησαν να διακινούνται εντός της Βουλγαρίας και να

περνούν στην οθωμανική Θράκη. Κάποιοι από αυτούς

εγκαταστάθηκαν μόνιμα, σε μια πρώτη φάση, σύμφωνα με το

νόμο περί αγροτικής ιδιοκτησίας της κυβέρνησης

Stamboliiski. Σταδιακά λόγω του περιορισμού των

βοσκότοπων αλλά ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών

μεταβολών πολλοί Σαρακατσάνοι αρχίζουν να εγκαθίστανται

μόνιμα. Μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελούσαν

32

συμπαγή εθνοπολιτισμική ομάδα με δικά τους «εσναφικά

δικαστήρια» και αυστηρή προσήλωση στην ενδογαμία.

Πληθυσμοί Σαρακατσάνων σύμφωνα με βουλγαρικές απογραφές

Έτος Αριθμός13

1900 3.3091910 5.0251926 2.866

Με διάταγμα του 1954, οι Σαρακατσάνοι αναγκάστηκαν

να αστικοποιηθούν.. Μετά το 1956 αναγκάστηκαν να αλλάξουν

τα ονόματά τους προσθέτοντας βουλγαρική κατάληξη. Τη

δεκαετία του 1950 επίσης απαλλοτριώθηκαν οι περιουσίες

τους και διαλύθηκαν τα τσελιγκάτα. Ωστόσο λόγω του τρόπου

ζωής τους διατήρησαν τα ήθη και τα έθιμα τους, αλλά

πολλοί αφομοιώθηκαν λόγω της χρήσης της βουλγαρικής

γλώσσας και της συμμετοχής τους στο βουλγαρικό

εκπαιδευτικό σύστημα μετά την οριστική αστικοποίησή τους.

13 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί Σαρακατσάνοι αυτοπροσδιορίζοντανστις απογραφές ως βλάχοι, κουτσόβλαχοι ή έλληνες, γι’ αυτό ο ακριβήςτους αριθμός είναι αμφίβολος.

33

Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και την

εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς, οι Σαρακατσάνοι

που συνέχιζαν να ασχολούνται με την κτηνοτροφία πέρασαν

σε μια περίοδο σχετικής ευημερίας. Σήμερα υπολογίζεται

ότι ζουν στη Βουλγαρία περίπου 4.000 οικογένειες

Σαρακατσάνων, ενώ η «Ένωση Σαρακατσάνων Βουλγαρίας» το

1991 κατέγραψε 10-11.000 άτομα. Ζουν κυρίως στο Σλίβεν,

το Τσότσοβο, το Κάρλοβο, το Σαμουήλοβο, τη Ρετσίτσα αλλά

και αλλού (Βάρνα, Σαμόκοφ, Καζανλίκ, Βράτσα κτλ.).

Στην Ελλάδα δραστηριοποιείται την τελευταία

τριακονταετία περίπου ο σύλλογος Σαρακατσάνων νομού

Σερρών, που έχει ιδρύσει λαογραφικό μουσείο, κι η

«Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσάνων», που

οργανώνει εκδηλώσεις, εκδίδει έντυπο υλικό και προωθεί τα

αιτήματα των Σαρακατσάνων στις αρχές. Το 1990 η ελληνική

κυβέρνηση αποδέχτηκε το αίτημα των σαρακατσάνικων

συλλόγων για συχνές και μακράς διαρκείας επισκέψεις

Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας στην Ελλάδα. Στις αρχές της

δεκαετίας του 1990 είχε καταγραφεί από αντιπροσώπους της

Π.Ο.Σ.Σ. μια έντονη διάθεση των Σαρακατσάνων να

μεταναστεύσουν στην Ελλάδα για οικονομικούς κατά βάση

34

λόγους. Τότε αποφασίστηκε να δημιουργηθούν χωριά στη

Θράκη, όπου θα εγκαθίσταντο Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας,

ενώ η αποκατάστασή τους θα χρηματοδοτούνταν κατά το

μεγαλύτερό της μέρος από κονδύλια της Ε.Ο.Κ. Τελικά αυτό

το σχέδιο δεν ευοδώθηκε λόγω του μεγάλου κύματος

παλιννοστούντων που δέχθηκε η Ελλάδα στις αρχές της

δεκαετίας του ’90.

Παράλληλα δρομολογήθηκε από την «Πανελλήνια

Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσάνων» η ίδρυση της «Ένωσης

Σαρακατσάνων Βουλγαρίας» ως δευτεροβάθμιου οργάνου που θα

συντονίζει την ίδρυση των κατά τόπους συλλόγων. Εν τέλει,

προϊόντος του χρόνου, ιδρύθηκαν ορισμένοι τοπικοί

σύλλογοι. Στο Σλίβεν ιδρύθηκε «μορφωτικός και

πολιτιστικός σύλλογος Σαρακατσάνων Βουλγαρίας», καθώς

τόσο στο Σλίβεν αλλά και στα γύρω χωριά παρατηρείται

συγκέντρωση σαρακατσάνικων πληθυσμών. Το πρώτο αντάμωμα

Σαρακατσάνων Βουλγαρίας έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο του 1991

σε μια ορεινή περιοχή κοντά στο Σλίβεν. Στις αρχές του

1992 εκλέχτηκε το πρώτο διοικητικό συμβούλιο της «Ένωσης

Σαρακατσάνων Βουλγαρίας» με πρώτο πρόεδρο τον

επιχειρηματία Δημήτρη Γρίβα.

Σε αυτό το πλαίσιο διενεργήθηκε η πρώτη απογραφή

Σαρακατσάνων στη Βουλγαρία εκ των ενόντων και καταμέτρησε

περίπου 10.000. Καθιέρωσε τη φοίτηση παιδιών Σαρακατσάνων

στο σχολείο ελληνικής γλώσσας της Φιλοσοφικής σχολής του

ΑΠΘ και τη συμμετοχή τους σε κατασκηνώσεις. Καταβλήθηκε

προσπάθεια επιμόρφωσης Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας πάνω

σε οικονομικά και εκπαιδευτικά θέματα, ώστε να αναλάβουν

35

εμπορικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες στους τόπους

όπου ζουν στη Βουλγαρία, να διδάξουν και να διαδώσουν την

ελληνική γλώσσα.

36

Πίνακας Συλλόγων Σαρακατσάνων Βουλγαρίας

Τόπος Πρόεδρος Μέλη14

Ομοσπονδία Συλλόγων (Sliven)

N. Katsev

Samokov K. GeorgievDupnitsa H. StamovMontana Y. YanevVratsa M.

BratanovaBerkovitsa E.

AtanasovaVarsets D. DimovSliven P.

Atanasova1.540

Kazanlik E. Christova

1.580

Retsitsa C. Petrov 1862Samuilovo Y. Grivof 382Magliz B. Aleksiev 614Borov Dol Y. Yanev 315Dvarditsa N.

Georgieva147

Sugurlare Y. Sterev 130Sahraniye C. Tzelepov 408Tsotsoveni D. Vasiliev 778Karnobat T. Kostov 667Karlovo A.

Tsolakova1.440

Kotel P. Katseva 632Plovdiv D.

Panayotov66

14 Δεν αναφέρονται σε κάθε περίπτωση.

37

Βιβλιογραφία15

Βακαλόπουλος, Κ. Α. (1990), Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού.

Θράκη, (Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη).

Γαρούφας, Δ. (1992), Οι Σαρακατσάνοι Ομογενείς μας στη Βουλγαρία

και την Περιοχή των Σκοπίων, (Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη).

Διβάνη, Λ. (1995) Ελλάδα και Μειονότητες. Το σύστημα Διεθνούς

Προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών, (Αθήνα: Νεφέλη).

Έξαρχος, Γ. (2005) Σαρακατσάνοι: Άγνωστες και Σπάνιες Πηγές για τη

Ζωή και την Ιστορία τους (1850-2000), (Αθήνα: Οδυσσέας).

Κορομηλά, Μ. (1991) Οι Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας, Από την Εποχή

του Χαλκού ως τις Αρχές του 20ου αιώνα, (Αθήνα: Πολιτιστική Εταιρεία

«Πανόραμα»).

Κοτζαγεώργη, Ξ. (1997) Η Ελληνική Εκπαίδευση στη Βουλγαρία (1800-

1914), (Αθήνα: Φαιστός).

Κοτζαγεώργη, Ξ. (επιμ.) (1999), Οι Έλληνες της Βουλγαρίας. Ένα

Ιστορικό Τμήμα του Περιφερειακού Ελληνισμού, (Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ).

Μπελιά, Ελ. (1995), Εκπαίδευση και Αλυτρωτική Πολιτική. Η

Περίπτωση της Θράκης, 1856-1912, (Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ).

Τούντα-Φεργάδη, Αρ. (1986), Ελληνοβουλγαρικές Μειονότητες: το

Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφόφ, 1924-1925, (Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ).

Χασιώτης, Ι. (1993), Επισκόπηση της Ιστορίας της Νεοελληνικής

Διασποράς, (Θεσσαλονίκη: ΒΑΝΙΑΣ).

Crampton, R. and Crampton, B. (1996) Atlas of Eastern Europe in

the Twentieth Century, (London: Routledge).

15 Για τα σύγχρονα γεγονότα αντλήθηκαν πληροφορίες και υλικό από τον ελληνικό και το βουλγαρικό τύπο.

38

Pimpireva, Z. (1992) ‘Karakachanskata Nomadska Obstina’

[Η Σαρακατσάνικη Νομαδική Κοινότητα], Bilgarski Folklor

XVIII/2, 26-37.

Poulton, H. (1991) The Balkans. Minorities and States in Conflict

(London: Minority Rights Group).

Shoup, P. (ed.) (1981), The East European and Soviet Handbook:

Political, Social and Developmental Indicatory 1945-1975, (New York:

Hoover Institution Press, Columbia University Press).

World Directory of Minorities, Minority Rights Group (Harlow: Longman).

39