Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓΓΕΛΟΚΤΙΣΤΗΣ ΣΤΟ ΚΙΤΙ

26
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓΓΕΛΟΚΤΙΣΤΗΣ ΣΤΟ ΚΙΤΙ & Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΝΑΚΑΡΙΑΣ ΣΤΗ ΛΥΘΡΑΓΚΩΜΗ [1]

Transcript of Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓΓΕΛΟΚΤΙΣΤΗΣ ΣΤΟ ΚΙΤΙ

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓΓΕΛΟΚΤΙΣΤΗΣ ΣΤΟ ΚΙΤΙ&Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΝΑΚΑΡΙΑΣ ΣΤΗ ΛΥΘΡΑΓΚΩΜΗ

[1]

ΑΒΥ601- ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

ΑΕΜ: 7532Εξάμηνο: 11ο

Ο ΝΑΌΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΊΑΣ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΌΚΤΙΣΤΗΣ ΣΤΟ ΚΊΤΙ

Το χωριό και ο ναός

Ο ναός της Παναγίας της Αγγελόκτιστης, ένα ιστορικό

μνημείο εξόχου κάλλους, βρίσκεται στο Κίτι της Λάρνακας

στην Κύπρο. Αποτελεί σημαντικό μνημείο λόγω του

σημαντικού προεικονομαχικού ψηφιδωτού που κοσμεί το

τεταρτοσφαίριο της αψίδας. Κτίστηκε τον 11ο αι. μ.Χ.

πάνω στα ερείπια μιας τρίκλιτης ξυλόστεγης

παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου αι. μ.Χ.

Ο αρχιτεκτονικός τύπος τους σημερινού ναού είναι ρυθμού

εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο. Ο ναός της

Παναγίας της Αγγελόκτιστης αποτελείται από τον κυρίως

ναό, το Λατινικό Παρεκκλήσι και το εκκλησάκι των Αγίων

Αναργύρων. Από τη βασιλική του 5ου αι. π.Χ. σώζεται το

ημικυκλικό σύνθρονο που βρίσκεται στο χώρο του Ιερού

Βήματος πίσω από την Αγία Τράπεζα του ναού, η αψίδα

όπου βρίσκεται και το ψηφιδωτό με την Θεοτόκο, τμήματα[2]

από τις κόγχες των παραβημάτων καθώς και κάποια

αρχιτεκτονικά μέλη.

Ο κύριος ναός της Παναγίας της Αγγελόκτιστης είναι

τρίκλιτος και κτισμένος πάνω στα θεμέλια παλαιότερης

βυζαντινής βασιλικής (όπου η βυζαντινή βασιλική ήταν

κτισμένη πάνω στα θεμέλια ειδωλολατρικού τελετουργικού

ναού). Ο κυρίως ναός έχει δυο διαφορετικές ιστορικές

φάσεις. Η πρώτη είναι από τον 5/6ο αι. μ.Χ. και έχει το

μοναδικό στο είδος του ψηφιδωτό που βρίσκεται στην

αψίδα του ιερού. Η δεύτερη είναι από τον 10ο αι. μ.Χ.

και κοσμείται με σημαντικές τοιχογραφίες.

Ο ναός με την πάροδο του χρόνου υπέστη αλλαγές και

προσθήκες. Στο βόρειο τμήμα του ναού κτίστηκε κατά τον

12ο-13ο αι. μ.Χ. ένα μικρό καμαροσκέπαστο παρεκκλήσι

αφιερωμένο στους Άγιους Ανάργυρους Κοσμά και Δαμιανό.

Στο παρεκκλήσι υπάρχουν δύο στρώματα τοιχογραφιών. Η

τοιχογραφία του 12ου αι., που είναι και το παλαιότερο

στρώμα, αναπαριστά τον Κοσμά και τον Δαμιανό. Η

τοιχογραφία του 15ου αι., που είναι το νεότερο στρώμα,

αναπαριστά τον Άγιο Γεώργιο έφιππο και γύρω του πολλούς

αγίους όπως την Αγία Μαύρη και τον Άγιο Τιμόθεο.

Επίσης, το παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων πιστεύεται

[3]

ότι είχε κοιμητιριακό χαρακτήρα. Στο εξωτερικό της

βόρειας πλευράς του παρεκκλησιού ανευρέθηκαν

μεσαιωνικοί τάφοι.

Στη νότια πλευρά του ναού, τον 14ο αιώνα κτίστηκε το

λεγόμενο Λατινικό Παρεκκλήσι από τον τότε Φράγκο

διοικητή του νησιού, προς τιμήν της γυναίκας του (το

οποίο δείχνει ότι το παρεκκλήσι είχε και κοιμητιριακό

χαρακτήρα). Το παρεκκλήσι ήταν γοτθικού ρυθμού και

κτίστηκε για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών

των νέων ηγεμόνων της Κύπρου, ενώ αποτέλεσε την

τελευταία προσθήκη στην κυρίως εκκλησία. Στην είσοδο

του παρεκκλησιού σώζονται τα τρία οικόσημα της

φραγκικής αυτής οικογένειας. Στο εσωτερικό του ναού,

στον δυτικό τοίχο, σώζεται η ταφόπετρα της γυναίκας του

διοικητή, όπου είναι χαραγμένη η μορφή της σε

προσευχόμενη στάση. Υπάρχει και μια επιγραφή στα

γαλλικά που επιβεβαιώνει την ταυτότητά της (‘Madam

Simone Renier de Gibelet’).

Στο ναό της Παναγίας της Αγγελόκτιστης σώζονται εικόνες

αριστουργηματικής τέχνης, διάφορων εποχών και

τεχνοτροπιών από τον 13ο έως και τον 20ο αιώνα. Στο

εικονοφυλάκιο που στεγάζεται στο Λατινικό Παρεκκλήσι

[4]

φυλάσσονται 21 φορητές εικόνες. Μια από αυτές είναι η

εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται στο τέμπλο του κυρίως

ναού (όπως θα δούμε πιο κάτω). Άλλο παράδειγμα εικόνας

αποτελεί η εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ που βρίσκεται

στο τέμπλο στην είσοδο του ναού και χρονολογείται από

τον 15ο αιώνα. Η βυζαντινή αυτή εικόνα του Αρχαγγέλου

Μιχαήλ είναι μια από τις σπάνιες εικόνες ολόκληρης της

ορθοδοξίας επειδή είναι τέλεια από κάθε άποψη και είναι

αναγνωρισμένη ως η πρώτη στο είδος της από την UNESCO.

Τέλος, η φορητή εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου

που διατηρείται στο ιερό του ναού είναι άγνωστης εποχής

και άγνωστου δημιουργού.

[5]

Λαϊκές παραδόσεις και γραπτές αναφορές για το ναό

Η πρώτη γραπτή αναφορά για το ναό της Παναγίας της

Αγγελόκτιστης γίνεται από τον Ρώσο μοναχό και περιηγητή

Βασίλειο Μπάρσκυ, ο οποίος το 1736 επισκέφτηκε το

χωριό. Συγκεκριμμένα η αναφορά γίνεται για το

παλαιοχριστιανικό – προεικονομαχικό ψηφιδωτό που κοσμεί

το τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Ιερού.

Ο Μπάρσκυ αναφέρει επίσης ότι το χωριό ήταν κάποτε έδρα

επισκόπου. Ο ισχυρισμός αυτός πιθανόν βασίζεται στην

μεταφορά της επισκοπής Κιτίου για κάποιο χρονικό

διάστημα από το αρχαίο Κίτιο στην τοποθεσία αυτή. Η

εκδοχή αυτή ενισχύεται επίσης και από την εικόνα της

Παναγίας που βρίσκεται μέσα στο ναό, η οποία

χρονολογείται τον 13ο αιώνα. Μαζί με την Παναγία είναι

ζωγραφισμένοι ο Απόστολος Λουκάς, ο οποίος την

ζωγραφίζει με πινέλο, και από την άλλη πλευρά ο Άγιος

[6]

Λάζαρος με τα ιερά του άμφια, δηλαδή ως επίσκοπος

Κιτίου. Επιπροσθέτως, ο ναός της Παναγίας της

Αγγελόκτιστης θεωρείται ότι ήταν ο Μητροπολιτικός ναός

της περιφέρειας από το σύθρονο (χώρος όπου καθόταν ο

Επίσκοπος και οι κληρικοί) που σώζεται στον κυρίως ναό.

Οι κάτοικοι του αρχαίου Κιτίου αναγκάστηκαν λόγω των

αραβικών επιδρομών να μετακινηθούν προς το Κίτι προς

αναζήτηση μεγαλύτερης προστασίας, όπου και αποφάσισαν

να αναγείρουν ένα ναό προς τιμήν της Θεοτόκου. Σύμφωνα

με την λαϊκή και προφορική παράδοση, υπάρχουν δυο

εκδοχές ίδρυσης του ναού. Η πρώτη εκδοχή θέλει τα

θεμέλια της εκκλησίας να μεταφέρονται ως εκ θαύματος

στο χώρο που βρίσκεται σήμερα. Οι κτίστες, θεωρώντας το

θέλημα Θεού, συνέχισαν το κτίσιμο στη νέα τοποθεσία.

Επίσης, οι κτίστες ισχυρίζονταν πως άγγελοι κατέβαιναν

τα μεσάνυκτα από τους ουρανούς και έκτιζαν την εκκλησία

ψέλνοντας ύμνους προς την Παναγία. Η δεύτερη εκδοχή

πηγάζει από το ψηφιδωτό της Παναγίας που βρίσκεται στην

εκκλησία. Πιστεύεται πως η εξαιρετική ομορφιά του

υποδηλώνει ότι άγγελοι βοήθησαν στην υλοποίησή του.

[7]

Η ψηφιδωτή παράσταση

[8]

“Τα ελληνιστικά στοιχεία και η κινητικότηταπου χαρακτηρίζει εδώ την Παναγία δενσυμβιβάζονται με τις στατικέςΒρεφοκρατούσες της μεσοβυζαντινήςμνημειακής ζωγραφικής. Το έργο με τις έντονεςελληνιστικές αναμνήσεις με εμφανή όμως ταστοιχεία της προσαρμογής των παλιότερωνπροτύπων στις χριστιανικές αντιλήψεις με τηνκάποια σχηματοποίηση στη διαγραφή τωνχαρακτηριστικών και των περιγραμμάτων, τησυγκρατημένη δήλωση της σωματικότητας καιτο βαθύ γεμάτο πνευματικότητα βλέμμα σταμεγάλα μάτια, θα μπορούσε να ενταχθεί στονκύκλο των έργων εκείνων του πρώιμου 7ου αι.που χαρακτηρίζονται

για στροφή προς την αρχαιότητα. Ανήκει στην «αναγεννησιακή» κίνηση της εποχής τουΗρακλείου, όπου παρατηρείται ένας επιδέξιος συνδυασμός της κλασικίζουσας και τηςαφηρημένης τεχνοτροπίας. Την ένταξη του ψηφιδωτού στα προεικονομαχικά χρόνιαενισχύουν και τα διακοσμητικά θέματα που το πλαισιώνουν και που έχουν πλατιάδιάδοση στα παλαιοχριστιανικά μνημεία”.

Το ψηφιδωτό της Παναγίας της Αγγελόκτιστης αποτελεί ένα

από τα πιο σημαντικά και περίτεχνα εντοίχια έργα του

παλαιοχριστιανικού κόσμου. Ο ισχυρισμός πολλών ότι το

ψηφιδωτό έγινε με την βοήθεια αγγέλων, αποδίδεται στην

υψηλού βαθμού τεχνική εκτέλεση. Χρονολογείται στο

τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα επί της εποχής του

Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μαυρικίου (582 – 602 μ.Χ.) και

βρίσκεται στην κόγχη του ιερού.

[9]

Στο ψηφιδωτό παρουσιάζεται η Παναγία όρθια πάνω σε

πολυτελές υποπόδιο να κρατά με το αριστερό της χέρι τον

μικρό Χριστό και αριστερά και δεξιά της πλαισιώνεται

από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και Γαβριήλ, οι οποίοι κρατούν

στα χέρια τους δυο γυάλινες σφαίρες τις οποίες

προσφέρουν στην Παναγία. Πρόκειται για την αρχαιότερη

σωζόμενη μνημειώδη απεικόνιση της Παναγίας στην αψίδα

του ιερού ως ιστάμενης αντί καθιστής και

Αριστεροκρατούσας (απαντά στον τύπο της Οδηγήτριας και

όχι της Βρεφοκρατούσας). Ο Χριστός είναι ντυμένος με

χρυσά ενδύματα και κρατά στο αριστερό του χέρι κλειστό

ειλητάριο, ενώ με το δεξί του ευλογεί.

Η Παναγία στέκεται σε πολυτελές υποπόδιο, το οποίο

διακόπτει τη διακοσμητική

ταινία με τα γεωμετρικά

σχήματα, δίνοντας έτσι την

εντύπωση ότι αυτή κινείται προς

τα εμπρός. Αριστερά ως προς την

Θεοτόκο εικονίζεται ο

Αρχάγγελος Γαβριήλ με πρόσωπο

αυστηρό, να κινείται προς αυτήν

με ανοικτό και ζωηρό διασκελισμό, υπομιμνήσκοντας με

[10]

αυτό τον τρόπο το ρόλο του στον Ευαγγελισμό. Στο

αριστερό του χέρι κρατεί σκήπτρο και στο δεξιό ένσταυρη

σφαίρα, σύμβολο της κυριαρχίας του Χριστού στον κόσμο.

Δεξιά ως προς την Παναγία βρίσκεται ο Αρχάγγελος

Μιχαήλ, στο μεγαλύτερο μέρος δυστυχώς κατεστραμμένος,

πιο στατικός και ήρεμος, με γαλανά μάτια και

καστανόξανθα μαλλιά, που συνθέτουν ένα πρόσωπο

εξαιρετικής ομορφιάς. Οι δυο κλασικής ομορφιάς άγγελοι,

είναι ντυμένοι με λευκούς χιτώνες φιλοσόφων, ενώ φέρουν

εντυπωσιακά φτερά παγωνιού, που συμβολίζουν την

αθανασία και την αιωνιότητα.

Το ψηφιδωτό φέρει τις επιγραφές

‘ΓΑΒΡΙΗΛ’ και ‘ΜΙΧΑΗΛ’. Πάνω από την

εικονιζόμενη Παναγία υπάρχει η

επιγραφή ‘Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ’, γεγονός που

προκαλεί ερωτηματικά μιας και η Γ’

Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο το 431

μ.Χ., στην οποία απεδόθη το επίθετο

Θεοτόκος στην Παναγία, προηγείτο

[11]

χρονολογικά του ψηφιδωτού. Ερευνητές έχουν αποδώσει το

γεγονός αυτό στην παρουσία ισχυρών μονοφυσιτικών ομάδων

στην Κύπρο.1

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΝΑΚΑΡΙΑΣΣΤΗ ΛΥΘΡΑΓΚΩΜΗ

1 Ανδρέας Μ Φούλιας, Ο ναός της Παναγίας της Αγγελόκτιστης στο Κίτι Λάρνακας, οδηγός επισκέπτη, Λευκωσία 2004, σ.25

[12]

Το χωριό και ο ναός

Η εκκλησιά της Παναγίας της Κανακαριάς βρίσκεται στο

χωριό Λυθράγκωμη της Καρπασίας και αποτελεί μια από τις

πιο κραυγαλέες περιπτώσεις σύλησης της πολιτιστικής

κληρονομιάς της Κύπρου στο

κατεχόμενο από τους Τούρκους

τμήμα του νησιού. Η

εκκλησία, όπως είναι σήμερα,

είναι αποτέλεσμα πολλών

ανακατασκευών και προσθηκών.

Είναι κτισμένη στα ερείπια

μιας ξυλόστεγης

παλαιοχριστιανικής βασιλικής

που χρονολογείται περίπου

τον 5ο αιώνα (εποχή των

εικονομάχων). Τον 7ο ή 8ο

αιώνα η εκκλησία καταστράφηκε λόγω των αραβικών

επιδρομών. Ο ναός ξανακτίστηκε στα ερείπιά του, πρώτα

ως ξυλόστεγη τρίκλιτη βασιλική σύμφωνα με τον A. H.S.

Megaw, και έπειτα, κατά άλλους, ως καμαροσκεπής, στην

οποία ενσωματώθηκε η αψίδα της ξυλόστεγης βασιλικής.

[13]

Η παλαιοχριστιανική βασιλική ήταν τρίκλιτη και στα

δυτικά της υπήρχε ο νάρθηκας. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε

αν υπήρχε αίθριο δυτικότερα του νάρθηκα λόγω απουσίας

ανασκαφικής έρευνας. Ο κ. Γ. Σωτηρίου, ακαδημαϊκός

βυζαντινολόγος, αναφέρει: “Ο αρχικός ναός ήτο μια

μονόκλιτος βασιλική η οποία αργότερα έγινε τρίκλιτος

μετά τρούλλου”.2

Στην πρώτη του μορφή, ο ναός της Παναγίας της

Κανακαριάς, ήταν μοναστηριακού χαρακτήρα, σπάνιο δείγμα

της τέχνης του 6ου αι. μ.Χ. Η κεντρική αψίδα του ιερού

είναι το μόνο τμήμα που σώζεται από την ξυλόστεγη

βασιλική του 5ου αιώνα και ενσωματώθηκε στο σημερινό

ναό. Σύμφωνα με τον Α. Παπαγεωργίου η ξυλόστεγη

βασιλική του 5ου αιώνα είχε ελαφρά διαφορετικό

προσανατολισμό από τη σημερινή εκκλησία και η

ενσωμάτωση της αψίδας του 5ου αιώνα στο σημερινό ναό δεν

ήταν ασύνηθες φαινόμενο στην Κύπρο, αφού και σε άλλες

εκκλησίες της Μέσης Βυζαντινής περιόδου υπάρχουν

ενσωματωμένες αψίδες παλαιοχριστιανικών βασιλικών, όπως

για παράδειγμα στις εκκλησίες της Παναγίας της

Αγγελόκτιστης στο Κίτι, της Παναγίας της Κυρά στο

2 Γ. Σωτηρίου, «Τα Βυζαντινά Μνημεία της Κύπρου», Εκδόσεις Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα, 1935, σ.31

[14]

Λειβάδι της Καρπασίας και της Παναγίας της

Αχειροποιήτου στη Λάμπουσα.3 Σε μεταγενέστερο στάδιο,

σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου, προστέθηκε

στο κτίσμα ασπιδόμορφος τρούλλος πάνω από το ιερό βήμα

και κατά τον 12ο αιώνα προστέθηκε τρούλλος στο κεντρικό

κλίτος (ένας ακανόνιστος τυφλός τρούλλος).4

Η λαϊκή παράδοση και ο θρύλος της Κανακαριάς

 «Και εις την Νήσον Κύπρον ήτον ποτέ Ναός της

Υπεραγίας Θεοτόκου· έξω δε του ναού

επάνωθεν της πόρτας ήτον μία εικών της αυτής

Παναγίας ζωγραφισμένη με ψηφίδας, είχε δε

σχήμα ότι η μεν Παναγία, εκάθετο εις θρόνον

και εκράτει τον Χριστόν ως βρέφος εις τα

γόνατά της· δύο Άγγελοι εστέκοντο από τα δύο

μέρη της μετά φόβου πολλού. Μίαν γουν των

ημερών επέρασεν απ΄εκεί Αράπης

πηγαινάμενος εις το σπίτι του και, ως είχεν τον

Διάβολον μέσα του, του αφάνη καλόν και

ετόξευσεν την Παναγίαν εις το δεξιόν γόνατον

3Α. Παπαγεωργίου, «Η Χριστιανική Τέχνη στον Κατεχόμενο από τον Τούρκικο ΣτρατόΤμήμα της Κύπρου», Εκδόσεις Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Λευκωσία 2010, σ.2824 Α. Παπαγεωργίου, ό.π.

[15]

και παρευθύς, ώ του θάυματος! Δια να δείξη η

Παναγία την ενέργειάν της εικόνος, αίμα εχύθη

περισσόν από την πληγήν και έσταξεν εις την

γην. Ο δε Αράπης, ως είδε το θαύμα, τρέμοντας

και φεύγοντας δια να υπάγει εις το σπίτι του

εξεψύχησεν εις την στράταν.»5

Για την ονομασία του ναού της Παναγίας της Κανακαριάς

υπάρχουν πολλές εκδοχές. Μια από αυτές θέλει την

επονομασία της να προέρχεται από τον πρώτο κτίτορα του

ναού εν ονόματι Κανακάρη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή η

επονομασία της οφείλεται στο ψηφιδωτό της

βρεφοκρατούσας Παναγίας, η οποία «κανακεύει» τον γιο

της κρατώντας τον στα γόνατά της.

Η επικρατέστερη, ωστόσο, εκδοχή η οποία ενισχύεται και

με την λαϊκή κυπριακή παράδοση θέλει το ναό να

ονομάζεται έτσι λόγω ενός Σαρακινού/Οθωμανού Αράπη, ο

οποίος, καθώς περνούσε από εκεί και είδε την εικόνα της

Παναγίας εντοιχισμένη στο εξωτερικό ανώφλι της

εκκλησίας, αγρίεψε, έβγαλε το βέλος του και κτύπησε την

εικόνα. Τότε αίμα έτρεξε από την εικόνα αλλά και από τα

5 Δαμασκηνός ο Θεσσαλονικέας Οσιοδιάκονος και Στουδίτης, «Θησαυρός», ΚΕ’ Λόγοι, σ.406

[16]

χέρια, το σώμα και το πρόσωπο του Αράπη, ο οποίος σας

τρελός άρχισε να τρέχει προς το κοντινότερο χωριό και

φωνάζοντας «καν, καν» (αίματα, αίματα) ξεψύχησε.

Εξαιτίας αυτού η Παναγιά ονομάστηκε Κανακαριά.

Ο ψηφιδωτός διάκοσμος του ναού

[17]

«Η Θεοτόκος εικονίζεται έχοντας προς στο στήθος

της καθιστό το παιδίον Ιησούν, που κρατεί με τα

δυό του χέρια «ειλητόν κύλινδρον» (τυλιγμένο

χαρτί). Παρ' όλη τη μεγάλη καταστροφή του

ψηφιδωτού, που εφείσθηκε μόνο το παιδί, μπορεί

κανείς καθαρά να διακρίνει ότι η Μαρία, που φορεί

το κόκκινο «μαφόριον» (κάλυμμα από κεφαλής),

είχε τοποθετήσει και τα δυό χέρια της στα γόνατα

του παιδιού, και προπάντων ότι ο θρόνος της

στέκει πάνω στη σφαίρα του κόσμου

περιβαλλόμενος από κυανή ελλειψοειδή «δόξαν»

(Mandoria) που έχει τα χρώματα του ουράνιου

τόξου. Ένας τόσο ισχυρός τονισμός του θεϊκού της

αξιώματος δεν παρουσιάζεται σε άλλα παρόμοια

δείγματα. Και εδώ επίσης η Παναγία συνοδεύεται

από δυό αγγέλους από τους οποίους μόνον ένας

διατηρήθηκε κατά το ήμισυ, ντυμένος με γαλάζιο

ιμάτιο πάνω από λευκό χιτώνα. Αυτός ο άγγελος

κρατούσε σκήπτρο στο κατεστραμμένο αριστερό του

χέρι. Με τη μετωπική του στάση υποτάσσεται στην

τέλεια «εικονική» αντίληψη της όλης συνθέσεως,

που μας κάνει να διαβλέψουμε σ' αυτήν ένα έργο

της μεταγενέστερης συριακής ζωγραφικής δηλ. της

επηρεασμένης κιόλας από τη βυζαντινή

τεχνοτροπία του ζ' αν όχι των αρχών του Ζ' μ.Χ.

αιώνα. Τη Συρία άλλωστε μαρτυρά και ο

ανατολικός χαρακτήρας της κεφαλής του

παιδιού...»6

6 Wulff, «Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Τέχνη», σ. 432

[18]

Η κεντρική αψίδα του ναού και ο ανατολικός τοίχος του

μέσου κλίτους, που χρονολογείται στη Μέση Βυζαντινή

περίοδο, ήταν διακοσμημένα με ψηφιδωτά από τον 6ο αι.

μ.Χ. κατά τα πρώτα χρόνια βασιλείας του Ιουστινιανού

και αποτελούν πολύ σημαντικά έργα τέχνης, ενώ είναι από

τα λιγοστά εναπομείναντα πρωτοχριστιανικά ψηφιδωτά

παγκοσμίως. Ο διάκοσμος όμως του ανατολικού τοίχους

δυστυχώς δεν σώζεται.

Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας διασώθηκαν εκτεταμένα

τμήματα του αρχικού διακόσμου. Παριστάνεται η Θεοτόκος

ένθρονη και στα γόνατά της κρατάει τον Χριστό. Η

Θεοτόκος εικονίζεται στο μέσο του τεταρτοσφαιρίου της

αψίδας και περιβάλλεται από φωτεινή δόξα (mandoria),

πλαισιωμένη από δυο φοινικόδεντρα εντός ενός

παραδεισιακού τοπίου, και δίπλα της εικονίζονται οι δυο

Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, όρθιοι να κρατούν

σκήπτρα. Η Παναγία όρθια, δεν πατάει πάνω σε υποπόδιο

αλλά στη σφαίρα του κόσμου, ένα σύμβολο της

κοσμοκρατορίας της ως μητέρας του Θεού. Την παράσταση

επίσης περιέβαλλε μια πλατιά ζώνη άκανθας με γεωμετρικό

και φυτικό διάκοσμο και με δεκατρία μετάλλια, όπου

[19]

εικονίζονται στηθαίοι ο Χριστός και οι δώδεκα

απόστολοι.7

Το ψηφιδωτό της Παναγίας της Κανακαριάς αποτελεί ένα

από τα πρωιμότερα παραδείγματα απεικόνισης της Παναγίας

στην αψίδα ως σύμβολο θείας ενσάρκωσης, ένα

εικονογραφικό πρόγραμμα που φαίνεται ότι έχει ρίζες

στην Κωνσταντινούπολη του 473. Η τοποθέτηση αυτή της

Παναγίας ένθορνης στην αψίδα αποτελεί συνέπεια της

μεγάλης σημασίας που αποκτά αυτή στη θεολογία και τη

λατρεία μετά την απόφαση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου

στην Έφεσο το 431, όπου ανακηρύχτηκε Θεοτόκος. Έτσι,

από το τέλος του 5ου αιώνα, η Παναγία και ο Χριστός

(τύπος Βρεφοκρατούσας) πλαισιωμένοι από τους

αρχαγγέλους-φρουρούς, κοσμούν την αψίδα του ιερού – το

σημαντικότερο τμήμα των παλαιοχριστιανικών βυζαντινών.8

Ενδιαφέρον, από εικονογραφικής άποψης, αποτελεί η δόξα

που περιβάλλει τη Θεοτόκο που δεν έχει εικονογραφικό

παράλληλο στον 6ο αιώνα (η φωτεινή αυτή δόξα – mandoria

– χρησιμοποιούταν από το β’ μισό του 4ου αιώνα μόνο για

τον Χριστό και αποσκοπούσε στην έξαρση της θείας φύσης

7 Megaw, E.F.W. Hawkings, The Church of Panagia Kanakaria at Lythrankomi in Cyprus, its mosaics and frescoes, Washington 19778 Ν. Γκιόλες, Μνημειακή Χριστιναική Ζωγραφική π.400 – 726, σ. 130

[20]

Του).9 Στην περίπτωση, ωστόσο, του ψηφιδωτού αυτού, η

δόξα επεκτείνεται και στην Παναγία, θέλοντας να τονίσει

το ρόλο της στο έργο της Θείας Ενανθρώπισης.

Η χρήση των φοινικόδεντρων (πλατύφυλλου φοίνικα –

borassus flabellifer10), που ανάγει τη σύνθεση στον

παράδεισο, η ζώνη με τα μετάλλια των αποστόλων, καθώς

και η δόξα που περιβάλλει τον Χριστό και την Παναγία

είναι μια ιδιαιτερότητα που σπάνια συναντιέται την

εποχή αυτή. Η τεχνοτροπία τους είναι μοναδική. Κυρίως

τα πρόσωπα του μωσαϊκού χαρακτηρίζονται από

μετωπικότητα, αυστηρό ιερατικό ύφος, συνοπτική και απλή

δήλωση των χαρακτηριστικών με ελεύθερες όμως γραμμές.11

Έχουμε έντονα και συνεχή περιγράμματα, ένα μαλακό

πλάσιμο, μια ελευθερία και δύναμη στην έκφραση, μια

αποφυγή της αυστηρής και φροντισμένης γραμμικής δήλωσης

των χαρακτηριστικών και της διάταξης των ψηφίδων.

Εν κατακλείδι, “το ψηφιδωτό κινείται μεταξύ των δυο

καλλιτεχνικών τάσεων, της αφηρημένης αφ’ενός με την

αυστηρή σχηματοποίηση, τη συμμετρία στην κεντρική

9 Ν. Γκιόλες, ό.π.10 Α. Παπαγεωργίου, «Η Χριστιανική Τέχνη στον Κατεχόμενο από τον Τούρκικο Στρατό Τμήμα της Κύπρου», Εκδόσεις Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Λευκωσία 2010, σ.28411 Ν. Γκιόλες, ό.π., σ. 131

[21]

σύνθεση και τη μετωπικότητα, και της κλασικίζουσας

αφ’ετέρου τάσης με το αρκετά απαλό πλάσιμο της σάρκας,

με την ευαισθησία στην έκφραση και τη φροντισμένη

πτυχολογία”.12

12 Ν. Γκιόλες, ό.π., σ. 132

[22]

Σύληση του ναού και προσπάθεια επαναπατρισμού των κλεμμένων

ψηφιδωτών

Μόλις το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου ενημερώθηκε για

τη σύληση του ναού κατήγγειλε την παράβαση σε διάφορους

φορείς (π.χ. UNESCO, ICOM κτλ.).

Το 1983, ύστερα από μεσολάβηση εμπόρου τέχνης στο

Λονδίνο και μέσω Γερμανίας, επεστράφησαν τα κλεμμένα

μετάλλια με τις μορφές των αποστόλων Λουκά και

Βαρθολομαίου, τα οποία είχαν αφαιρεθεί από την αψίδα

του ναού.

Διάφορα τμήματα των ψηφιδωτών βρέθηκαν το 1988 στην

κατοχή της εμπόρου έργων τέχνης Peg Goldberg στην

Ινδιανάπολη των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, η Goldberg κατείχε

παράνομα το άνω τμήμα του στήθους του Αρχαγγέλου

Μιχαήλ, το άνω τμήμα της παράστασης της Θεοτόκου και

του Χρηστού και τα μετάλλια που εικονίζουν τους

απόστολους Ματθαίο και Ιάκωβο. Ύστερα από δικαστικό

αγώνα, η κυπριακή κυβέρνηση και η Εκκλησία της Κύπρου

κατάφεραν να επεστραφούν τα τέσσερα ψηφιδωτά στην

[23]

τελευταία. Τα ψηφιδωτά όντως επεστράφησαν το 1991 και

σήμερα εκτίθενται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος

Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ στη Λευκωσία.

Το μετάλλιο με τη μορφή του αποστόλου Θαδδαίου

επεστράφη το 1997, ενώ το ίδιο έτος βρέθηκαν και

επεστράφηκαν το μετάλλιο με τη μορφή του αποστόλου

Θωμά, το δεξί χέρι του αρχάγγελου Γαβριήλ και το

αριστερό χέρι της Παναγίας.

Επίσης, στην κατοχή του Dikmen στο Μόναχο το 1997

βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, τέσσερα τεμάχια ψηφιδωτών του

6ου αιώνα από την Παναγία Κανακαριά. Η υπόθεση

επιστροφής του ακόμη εκκρεμεί.

Παρά τις προσπάθειες της Κυπριακής κυβέρνησης και της

Εκκλησίας της Κύπρου, πέντε σπαράγματα ψηφιδωτών από το

ναό της Παναγίας Κανακαριάς δεν έχουν ακόμη εντοπισθεί.

Πρόκειται για τα μετάλλια με τις μορφές των Αποστόλων

Ανδρέα, Μάρκου, Φιλίππου και Παύλου, καθώς και το κάτω

μισό της παράστασης της Θεοτόκου με τον Χριστό.

[24]

Βιβλιογραφία

Γκιόλες Ν., Μνημειακή Χριστιναική Ζωγραφική π.400 – 726

Γκιόλες Ν., Η χριστιανική τέχνη στην Κύπρο

Δαμασκηνός ο Θεσσαλονικέας Οσιοδιάκονος και Στουδίτης,«Θησαυρός», ΚΕ’ Λόγοι

[25]

Megaw, E.F.W. Hawkings, The Church of Panagia Kanakariaat Lythrankomi in Cyprus, its mosaics and frescoes,Washington 1977

Παπαγεωργίου Α., «Η Χριστιανική Τέχνη στον Κατεχόμενοαπό τον Τούρκικο Στρατό Τμήμα της Κύπρου», ΕκδόσειςΙεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Λευκωσία 2010

Παπαγεωργίου Α., «Κανακαριάς Παναγίας εκκλησία»

Παπαγεωργίου Α., Κυπριακά μοναστήρια

Σωτηρίου Γ., «Τα Βυζαντινά Μνημεία της Κύπρου»,Εκδόσεις Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα, 1935

Stulianou A. & J., The Painted Churches of Cyprus

Φούλιας Ανδρέας Μ., Ο ναός της Παναγίας τηςΑγγελόκτιστης στο Κίτι Λάρνακας, οδηγός επισκέπτη,Λευκωσία 2004

Χοτζάκογλου Χ., Τα θρησκευτικά μνημεία στηντουρκοκρατούμενη Κύπρο. Όψεις και πράξεις μιαςσυνεχιζόμενης καταστροφής

Wulff, «Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Τέχνη»

[26]