ΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

20
ΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΑ ΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΠΑΛΑΚΙΔΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΠΑΛΑΚΙΔΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

Transcript of ΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΑ ΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΠΑΛΑΚΙΔΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΠΑΛΑΚΙΔΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

Α π λή Σ ύ νθ ετη Ε λλειπ τικ ή Ε π α υ ξη μ ένη

Π ρ ότα σ η

Πρόταση λέγεται η οργανωμένη ομάδα λέξεων, που εκφράζει ένα απλό νόημα. Απλή λέγεται η πρόταση που έχει υπάρχοντες κύριους όρους μονούς.

Σύνθετη λέγεται η πρόταση που έχει έναν ή περισσότερους από τους υπάρχοντες κύριους όρους διπλούς ή πολλαπλούς.

Ελλειπτική λέγεται η πρόταση στην οποία παραλείπεται εννοούμενους ένας ή περισσότεροι από τους κύριους κυρίως όρους.

Επαυξημένη λέγεται η πρόταση που αποτελείται από κυρίους και δευτερεύοντες όρους (:προσδιορισμούς).

Ρ ή μ α Υ π οκ είμ ενο Κ α τη γορ ού μ ενο Α ντικ είμ ενο Π οιη τικ ό α ίτιο

Κ ύ ρ ιοι όρ οι Δ ευ τερ εύ οντες όρ οι(π ρ οσ δ ιορ ισ μ οί)

Ό ρ οι τη ς π ρ ότα σ η ς

Το ρήμα, το υποκείμενο αλλά και οι άλλες συν-ταγμένες λέξεις, από τις οποίες απαρτίζεται η πρόταση, ονομάζονται όροι της πρότασης. Ανάλογα με το λειτουργικό τους ρόλο διακρίνονται σε κύριους και σε δευτερεύοντες όρους.

Κ ύριοι όροι είναι οι πυρήνες της πρότασης, σχηματίζουν το σκελετό της, δίνουν το δομικό πλαίσιο και το βασικό της νόημα.

Δευτερεύοντες όροι (προσδιορισμοί) είναι προσθήκες (:συμπληρώματα) του βασικού νοήματος της πρότασης και προσδιορίζουν ακριβέστερα τους κύριου όρους (ή και άλλους προσδιορισμούς). Ανάλογα κυρίως με το είδος του προσδιοριζόμενου διακρίνονται σε ονοματικούς και σε επιρρηματικούς.

O νομ α τικ οί E π ιρ ρ η μ α τικ οί

Π ρ οσ δ ιορ ισ μ οί

Οι ονοματικοί προσδιορισμοί είναι ονόματα

(:ουσιαστικά ή επίθετα ή άλλα ισοδύναμα γλωσσικά στοιχεία) που προσδιορίζουν ονόματα.

Οι επιρρηματικοί προσδιορισμοί είναι

επιρρήματα ή άλλα ισοδύναμα γλωσσικά στοιχεία που προσδιορίζουν ρήματα κυρίως ή άλλα επιρρήματα.

Ο μ οιόπ τω τοι Ε τερ όπ τω τοι

Ο νομ α τικ οίπ ρ οσ δ ιορ ισ μ οί

Π α ρ ά θ εσ η Ε π εξή γη σ η

Ο υ σ ια σ τικ οί

Ε π ιθ ετικ όςπ ρ οσ διορ ισ μ ός

Κ α τη γορ η μ α τικ όςπ ρ οσ δ ιορ ισ μ ός

Ε π ιθ ετικ οί

Ο μ οιόπ τω τοι

Ο μοιόπτωτοι είναι οι ονοματικοί προσδιορισμοί που εκφέρονται με επίθετα ή ουσιαστικά οποιασδήποτε πτώσης, όμοια με τα προσδιοριζόμενα.

Γ ενικ ή ς π τώ ση ς Δ οτικ ή ς π τώ σ η ς Α ιτια τικ ή ς π τώ σ η ς

Ε τερ όπ τω τοι

Ετερόπτωτοι είναι οι ονοματικοί προσδιορισμοί

που εκφέρονται με ουσιαστικά πλάγιας πτώσης, διαφορετικής από τα προσδιοριζόμενα.

ΠαράθεσηΠαράθεση λέγεται ο ομοιόπτωτος

προσδιορισμός που παραθέτει στον προηγούμενο προσδιοριζόμενο όρο το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Στην παράθεση βαίνουμε από μερικές σε γενικές έννοιες. Ο προσδιοριστικός όρος είναι ουσιαστικό κυρίως ή προσωπική αντωνυμία. Η παράθεση ισοδυναμεί με αναφορική πρόταση που αποδίδεται στη Νέα Ελληνική – με τον προσδιοριζόμενο όρο πάντοτε – ως έχει ή με αναφορική πρόταση.

Επεξήγηση λέγεται ο ομοιόπτωτος προσδιορισμός που εξηγεί (διασαφηνίζει) τον προηγούμενο πάντοτε προσδιοριζόμενο όρο, όταν αυτός έχει νόημα γενικό, ασαφές και ακαθόριστο. Στην επεξήγηση βαίνουμε από γενικές σε μερικές έννοιες. Ο προσδιοριζόμενος όρος είναι κατά κανόνα ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας ή ουσιαστικό. Η επεξήγηση αποδίδεται στη Νέα Ελληνική – μετά τον προσδιοριζόμενο όρο πάντοτε - ως έχει ή με πρόταξη του δηλαδή.

Επεξήγηση

Επιθετικός προσδιορισμός (ΕΠ) λέγεται το επίθετο που προσδιορίζει ένα ουσιαστικό αποδίδοντας σ’ αυτό μια ιδιότητα γνωστή και σταθερή. Ο ΕΠ συνδέεται τόσο στενά με το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, ώστε να αποτελεί μαζί του μια έννοια και το ξεχωρίζει από τα άλλα όμοιά του που δεν έχουν αυτή την ιδιότητα. Ο ΕΠ συμφωνεί πάντοτε με το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό κατά γένος, αριθμό και πτώση. Ο ΕΠ μπορεί να συνοδεύεται ή να συνοδεύεται από άρθρο.

Επιθετικός προσδιορισμός

Κατηγορηματικός προσδιορισμός (ΚΠ) λέγεται το επίθετο που προσδιορίζει ένα ουσιαστικό αποδίδοντας σ’ αυτό, τη στιγμή της ενέργειας του ρήματος, μια παροδική ιδιότητα, που διαρκεί όσο και η ρηματική ενέργεια. Ο ΚΠ διαφοροποιεί το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό από τον εαυτό του, το ξεχωρίζει δηλαδή από το ίδιο το ουσιαστικό, το οποίο σε άλλη χρονική στιγμή θα μπορούσε να έχει μια αντίθετη ιδιότητα. Ο ΚΠ συμφωνεί πάντοτε με το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό κατά γένος, αριθμό και πτώση. Ο ΚΠ δε συνοδεύεται ποτέ από άρθρο. Γενικά, εάν ένα άναρθρο επίθετο βρίσκεται πριν ή μετά από ένα έναρθρο ουσιαστικό, είναι κατηγορηματικός προσδιορισμός αυτού. Ως ΚΠ λαμβάνονται συνήθως τα επίθετα : και οι αντωνυμίες:

Κατηγορηματικός προσδιορισμός