Ο Τραϊανός της Θεσσαλονίκης

14
UNIVERSITY STUDIO PRESS Eκδόσεις Eπιστημονικών Bιβλίων και Περιοδικών ΘΕΣΣΑΛOΝΙΚΗ 2011 νάματα ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΠΑΝΤΕΡΜΑΛΗ ΑΝΑΤΥΠΟ

Transcript of Ο Τραϊανός της Θεσσαλονίκης

UNIVERSITY STUDIO PRESSEκδόσεις Eπιστημονικών Bιβλίων και Περιοδικών

ΘΕΣΣΑΛOΝΙΚΗ 2011

νάματαΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ 

ΔΗΜΗΤΡΙΟ  ΠΑΝΤΕΡΜΑΛΗ

ΑΝΑΤΥΠΟ

Abstract

The well-known, over life-size marble head in theAthens Kanellopoulos Museum, which came from Thes-saloniki, is indisputably a portrait of an emperor, as indi-cated by its oak-leaf crown (corona civica) adorned witha central medallion. It was initially assumed that the headdepicted Galerius, and later Theodosius I. However, boththese identifications are unacceptable due to the fact thatneither the head’s iconographic features nor the wreath ofoak leaves are characteristic of emperors in Late Antiq-uity. The identification with Marcus Ulpius Traianus wasfirst proposed by H. Jucker and, despite the fact that it re-mains unsubstantiated, several German scholars have ac-cepted it. More recently L. A. Riccardi, without referenceto these earlier views, has also ascribed the head to Trajan,although she describes it as an «uncanonical portrait» ofthe emperor. In this paper the problem is tackled afresh.Firstly, the head is placed within its artistic tradition, that

is, it is recognized as a work from a Northern Greek work-shop, a factor that accounts for its particular stylistic fea-tures as well as for some divergences from Trajan’s usualphysiognomy. Moreover the hairstyle clearly indicates thatthis work belongs to the second type of the emperor’s por-traits. Furthermore, the head from Dion, another North-ern Greek portrait of Trajan, plays an important part inthe attribution of the Kanellopoulos Museum head to thesame emperor. Once again the opportunity arises to dis-cuss the identity of the large head discovered on the an-cient Egnatia Odos, now in London, which shouldpro bably also be seen as a portrait of Trajan.

Γαλέριος, Θεοδόσιος Α΄ ή Τραϊανός; Οι τρεις αυ-τοί αυτοκράτορες έχουν αναγνωριστεί από διά-φορους μελετητές στην κεφαλή του Μουσείου Κα-νελλοπούλου της Αθήνας αρ. ευρ. 2419 (Εικ. 1-4,Πίν. ΙΙΙ α-β)1, η οποία εικονίζει σε μέγεθος μεγα-

Εκτός από τις συντομογραφίες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου χρησιμοποιούνται και οι ακόλου-θες:

Freyer-Schauenburg 2002: B. Freyer-Schauenburg, Die Statue des Trajan auf Samos, AM 117, 2002, 257-298.Jucker 1959: H. Jucker, Verkannte Köpfe, MusHelv 16, 1959, 280-284.Jucker 1984: H. Jucker, Trajanstudien zu einem Chalze don büstchen im Antikenmuseum, JbBerlMus 26, 1984, 17-78.Παντερμαλής 2001: Δ. Παντερμαλής, Imperator Nerva Trajanus Caesar Augustus Germanicus IIII Consul, στο:

Δ. Παντερμαλής – Μ. Τιβέριος – Εμμ. Βουτυράς (επιμ.), ΄Αγαλμα. Μελέτες για την αρχαία πλαστική προς τιμήντου Γιώργου Δεσπίνη (Θεσσαλονίκη 2001) 409-418.

Riccardi 2000: L. A. Riccardi, Uncanonical Imperial Por traits in the Eastern Roman Provinces, Hesperia 69, 2000,105-131.

Για την πρόθυμη βοήθειά του και για την παραχώρηση τριών φωτογραφιών της κεφαλής του Μουσείου Κανελ-λοπούλου (Εικ. 1-3) είμαι υποχρεωμένη στον κ. Α. Ζαρκάδα, επιμελητή στο Μουσείο Κανελλοπούλου. Για την πα-ραχώρηση των φωτογραφιών των Εικ. 4 και 8 ευχαριστώ το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας και τονκ. J. Heiden. Για πληροφορίες είμαι υποχρεωμένη στη συνάδελφο Π. Καραναστάση. Για τη μελέτη των δύο κεφαλώντης Λάρισας (βλ. σημ. 43) ευχαριστώ τη διευθύντρια της Εφορείας Α. Ευσταθίου.

1. Πρώτη δημοσίευση: G. Dontas, Collection Paul Canellopoulos (IX). Portrait de Galère, BCH 99, 1975, 521-533. Βλ.επίσης: J. D. Breckenridge, στο: K. Weitzmann (επιμ.), Age of Spirituality: Late Antique and Early Christian Art, Third toSeventh Century. Catalogue of the Exhibition at The Metropolitan Museum of Art, November 19, 1977, through February12, 1978 (New York 1979), 13-14 αρ. 6. H. P. L’Orange – R. Unger, Das spätantike Herrscherbild von Diokletian bis zuden Konstantin-Söhnen, 284-361 n. Chr. Das römische Herrscherbild 3, 4 (Berlin 1984) 28, 106. Jucker 1984, 38 σημ. 51.A.-K. Massner, Corona civica. Priesterkranz oder Magistratinsignie? Bildnisse thasischer Theoroi?, AM 103, 1988, 245 κ.ε.πίν. 32,2 και 34,2. J. Meischner, Das Porträt der theodosianischen Epoche, 380 bis 405 n. Chr., JdI 105, 1990, 303 κ.ε. πίν.1,7. P. Bastien, Le buste monétaire des empereures romains I (Wetteren 1992) 100. Β. Kiilerich, Late Fourth Century Classicismin the Plastic Arts (Københaven 1993) 91-92. J. Meischner, Bildtradition antiker Wettkampfrequisiten, JdI 110, 1995, 431κ.ε., κυρίως 439 εικ. 6. Ι. Jucker, Skulpturen der Antiken-Sammlung Ennetwies, ΜΑR 25 (Mainz 1995) 28 σημ. 5 (αρ. 10).Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, Το μικρό τόξο του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη (Αθήνα 1995) 59 σημ. 189. EAA Sec. Suppl. 1971-1994, V (1997) 816 λ. Traiano (K. Fittschen). J. Meischner, Das Missorium des Theodosius in Madrid, JdI 111, 1996, 415κ.ε. εικ. 23. M. Bergmann, Il ritratto imperiale e il ritratto privato. L’evoluzione delle forme, στο: S. Ensoli – E. La

Ο Τραϊανός της Θεσσαλονίκης

Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου

λύτερο του φυσικού2 έναν άνδρα αγένειο, στραμ-μένο προς τα αριστερά, με αυστηρή και επιβλη-τική φυσιογνωμία. Το δρύινο στεφάνι που φορά,κοσμημένο στο μέσο με κυκλικό λίθο ή καμέα, καιτα ένθετα –χαμένα σήμερα– μάτια αποτελούντεκμήρια για το υψηλό status του εικονιζόμενου.Μερικοί επιμένουν μέχρι σήμερα στην ταύτισή τουμε τον Γαλέριο ή τον Θεοδόσιο Α΄, που πρότεινανο Γ. Δοντάς και ο Η. P. L’Orange αντίστοιχα3, παράτο γεγονός ότι ήδη το 1984 ο H. Jucker αναγνώ-

ρισε στην κεφαλή τον Τραϊανό4. ΄Εχει διατυπωθείακόμη και η άποψη ότι πρόκειται για ιδιωτικό πορ-τρέτο της εποχής του Τραϊανού, που εικονίζει κά-ποιον ιερέα ή αξιωματούχο5. Η πρόσφατη προ-σπάθεια της L. A. Riccardi να τεκμηριώσει την ταύ-τιση με τον ίδιο τον Τραϊανό ακολούθησε, δυστυ-χώς, «ανορθόδοξο» δρόμο6, έτσι δεν μπορούμε ναθεωρήσουμε ότι έχει λυθεί το ζήτημα αυτό.

Το πρόβλημα της ταύτισης είναι, κατά τη γνώ-μη μου, σωστό να αντιμετωπιστεί σε συνδυασμό

Rocca (επιμ.), Aurea Roma. Dalla città pagana alla città cristiana. Mostra Roma 22 dicembre 2000 – 20 aprile 2001 (Roma2000) 240 σημ. 18. Riccardi 2000, 105 κ.ε. εικ. 1-4. J. Meischner, Bildnisse der Spätantike 193-500. Problemfelder. DiePrivatporträts (Berlin 2001) 113 κ.ε. εικ. 305-306. G. Johanning, Stilgeschichte des spätantiken Porträts (Hamburg 2003)65 κ.ε., 150. Freyer-Schauenburg 2002, 265 σημ. 35, 285. H. Leppin, Theodosius der Große (Darmstadt 2003) 235 μεσημ. 22 εικ. 27. R. H. W. Stichel, Gnomon 77, 2005, 68. Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Αρχαίατέχνη (Αθήνα 2006) αρ. 111 (A. Χωρέμη-Σπετσιέρη).

2. Συνολικό ύψος: 34 εκ., ύψος κεφαλής (από το πηγούνι ως την κορυφή): 31 εκ.

3. Για την ταύτιση με τον Γαλέριο: Dontas, ό.π. (σημ. 1). Πρβλ. Breckenridge, ό.π. (σημ. 1). Bastien, ό.π. (σημ.

1). Χωρέμη-Σπετσιέρη, ό.π. (σημ. 1). Για την ταύτιση με τον Θεοδόσιο Α΄: L’Orange – Unger, ό.π. (σημ. 1). Meischner

1990, ό.π. (σημ. 1). Meischner 1995, ό.π. (σημ. 1). Meischner 1996, ό.π. (σημ. 1). Meischner 2001, ό.π. (σημ. 1). Leppin,

ό.π. (σημ. 1). Η ταύτιση με τον Γαλέριο στερείται παντελώς βάσης, αν λάβουμε υπόψη μας την εικονογραφία του

αυτοκράτορα στα δύο ταυτισμένα πλαστικά πορτρέτα του από τη Θεσσαλονίκη, Στεφανίδου-Τιβερίου, ό.π. (σημ.

1) 59 κ.ε. Ομοίως και η ταύτιση με τον Θεοδόσιο Α΄ δεν λαμβάνει υπόψη την εικονογραφία του αυτοκράτορα, βλ.

Johanning, ό.π. (σημ. 1). Stichel, ό.π. (σημ. 1), και παρακάμπτει τόσο τα στιλιστικά χαρακτηριστικά της εποχής

όσο και την παρουσία της corona civica αντί του λιθοκόλλητου διαδήματος. Αντίθετη με τις δύο παραπάνω προ-

τάσεις ταύτισης της κεφαλής Κανελλοπούλου είναι και η Riccardi 2000, 108 κ.ε.

4. Jucker 1984, 38 σημ. 51.

5. Βλ. παρακάτω σ. 128 με σημ. 21.

6. Βλ. αναλυτικά παρακάτω.

126 Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου

Εικ. 1. Κεφαλή Τραϊανού, πρόσθια όψη. Αθήνα, Μου-σείο Κανελλοπούλου (Φωτ.: Μουσείο Κανελλοπούλου)

Εικ. 2. Η κεφαλή της Εικ. 1, πλάγια αριστερή όψη(Φωτ.: Μουσείο Κανελλοπούλου)

με το ερώτημα για την εργαστηριακή προέλευσηπροκειμένου να ερμηνευτούν σε σωστή βάση οι ιδι-αιτερότητες του έργου. Η δημοσίευση από τον τι-μώμενο Δημήτριο Παντερμαλή μιας νέας κεφαλήςΤραϊανού από τη βόρεια Ελλάδα, δηλαδή από τοαρχαίο Δίον7, μου δίνει αφορμή να επιχειρήσω τηνορθή –κατά την άποψή μου– αξιολόγηση της κε-φαλής Κανελλοπούλου, η οποία σύμφωνα μεπληροφορία του ίδιου του Μ. Κανελλοπούλουπροήλθε από τη Θεσσαλονίκη8.

Το γλυπτό έχει λαξευτεί από λευκό, λεπτό-κοκκο μάρμαρο καλής ποιότητας, που αναγνω-ρίζεται –σωστά νομίζω– ως πεντελικό9. Πιθανόνη αναγνώριση αυτή οδήγησε την L. A. Riccardi νααποδώσει το έργο σε αττικό εργαστήριο10, παρόλοπου η ίδια στη συνέχεια της μελέτης της (για λό-γους που θα αναφέρουμε παρακάτω) τροποποί-ησε την άποψή της αυτή11. Ωστόσο, αν εξαιρέ-

σουμε το μάρμαρο, κανένα άλλο στοιχείο δεν συν-δέει την κεφαλή με αττικά έργα. ΄Ενας μεγάλοςαριθμός πορτρέτων από τη βόρεια Ελλάδα –καιτη Θεσσαλονίκη– είναι λαξευμένα σε πεντελικόμάρμαρο και σε αττικό στιλ και είναι πιθανότα-τα εισαγμένα από την Αθήνα12. Πεντελικό μάρ-μαρο χρησιμοποιήθηκε όμως και από τα εργα-στήρια της περιοχής για την παραγωγή τοπικώνπροϊόντων13. ΄Ετσι, δεν είμαστε αναγκασμένοι ναδεχτούμε ότι το γλυπτό που μας απασχολεί έχειεισαχθεί από την Αθήνα ή ότι ο καλλιτέχνης τουείχε κάποια άμεση σχέση με την καλλιτεχνική πα-ράδοση της Αθήνας.

Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμεχωρίς αμφιβολία με ένα έργο ποιότητας, όπως δεί-χνουν η δομή και οι πλαστικοί όγκοι της κεφαλής,καθώς και η αποτύπωση της επιβλητικής φυσιο-γνωμίας. Ποιοτικά στοιχεία αποτελούν εξάλλου

7. Αρχ. Μουσείο Δίου, αρ. ευρ. 7866. Βλ. Παντερμαλής 2001, 411 κ.ε.

8. Dontas, ό.π. (σημ. 1) 527. Πρβλ. Riccardi 2000, 107 σημ.7.

9. Dontas, ό.π. (σημ. 1) 521 σημ. 4. Πρβλ. Riccardi 2000, 105 με σημ. 3.

10. Riccardi 2000, 111.11. Βλ. παρακάτω σ. 134 με σημ. 52. 12. Βλ. π.χ. Γ. Δεσπίνης – Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου – Εμμ. Βουτυράς (επιμ.), Κατάλογος γλυπτών του Αρχαιο-

λογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης ΙΙ (Θεσσαλονίκη 2003) αρ. 250, 253, 277, 290, 293. Βλ. και Θ. Στεφανίδου-Τι-βερίου, Δέκα αιώνες πλαστικής στη Μακεδονία, ΑΕΜΘ 20, 2006, 349 με σημ. 55-56.

13. Tο πεντελικό μάρμαρο δεν αρκεί από μόνο του για την απόδοση σε αττικό εργαστήριο, βλ. Στεφανίδου-Τιβερίου, ό.π. (σημ. 12) 349 σημ. 56.

Ο Τραϊανός της Θεσσαλονίκης 127

Εικ. 3. Η κεφαλή της Εικ. 1, πλάγια δεξιά όψη (Φωτ.:Μουσείο Κανελλοπούλου)

Εικ. 4. Η κεφαλή της Εικ. 1, πίσω όψη (Φωτ.: DAIAthen Neg. 1983/232. G. Hellner)

και η επιμελής απόδοση των λεπτομερειών, όπωςτων αφτιών, των βοστρύχων της κόμης14, των φύλ-λων του στεφανιού, που σχεδιάστηκαν και λα-ξεύτηκαν με προσοχή σε όλη την περιφέρειά του,καθώς και η λειασμένη με ευαισθησία επιδερμίδατου προσώπου15. Τέλος, και τα ένθετα από άλλουλικό μάτια16 δείχνουν ότι δεν πρόκειται για έναέργο της σειράς. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πα-ραβλέψουμε ορισμένες ιδιαιτερότητες στο πλά-σιμο. Στο πρόσωπο κυριαρχούν σχετικά επίπεδεςεπιφάνειες, όπως στις παρειές και ιδιαίτερα στοπηγούνι, που υπογραμμίζονται από σκληρά δη-λωμένες ρυτίδες, όπως είναι η κάθετη ανάμεσαστα φρύδια και η λοξή κάτω από το δεξί βλέφα-ρο, και από αύλακες με απότομες μεταβάσεις,

όπως είναι οι ρινοπαρειακές και η οριζόντια ανά-μεσα στο χείλος και το πηγούνι. Αξιοσημείωτα εί-ναι και τα αρκετά σκληρά, «μεταλλικά» περι-γράμματα των χειλιών, των φρυδιών και των λε-πτών βλεφάρων. Για τα χαρακτηριστικά αυτά δενείναι εύκολο να βρεθούν παράλληλα ανάμεσα στααττικά έργα. ΄Ετσι, σε συνδυασμό και με την ανα-φερόμενη προέλευση του έργου από τη Θεσσα-λονίκη, οδηγούμαστε στην υπόθεση ότι η κεφαλήη οποία μας απασχολεί προήλθε από κάποιο το-πικό βορειοελλαδικό εργαστήριο.

Το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζει και η σύ-γκριση με μια στεφανωμένη επίσης κεφαλή, σήμε-ρα στο Μουσείο του Λούβρου (Εικ. 5), που προέρ-χεται από τη Θάσο17. Η ταύτιση του εικονιζόμενουμε τον αυτοκράτορα Κλαύδιο αποδείχτηκε εσφαλ-μένη, δεδομένου ότι η κεφαλή όχι μόνον δεν εντάσ-σεται στους εικονιστικούς τύπους του αυτοκράτο-ρα αυτού18, αλλά και στιλιστικά δεν έχει καμιά απο-λύτως σχέση με τα πορτρέτα του19. Αντιθέτως, εξαρ-τάται τυπολογικά από το πορτρέτο του Νέρβα καιπρέπει να θεωρηθεί ως ιδιωτικό πορτρέτο τηςεποχής του αυτοκράτορα αυτού20. Η A.-K. Massnerυπέδειξε μάλιστα και τη στενή σχέση που υπάρχειανάμεσα στην κεφαλή αυτή από τη Θάσο και τηνκεφαλή Κανελλοπούλου, την οποία θεωρεί ως ιδιω-τικό πορτρέτο της εποχής του Τραϊανού21. Πράγ-ματι, το λιπόσαρκο πρόσωπο του ώριμου άνδρα μετις επίπεδες παρειές, τα αυστηρά, «μεταλλικά» πε-ριγράμματα και τις σκληρά αποδομένες ρυτίδες καιπτυχές του προσώπου αποτελεί, νομίζω, από στι-λιστική άποψη, ένα πολύ στενό παράλληλο της κε-φαλής Κανελλοπούλου. Αξιοσημείωτη είναι η ομοι-ότητα των δύο κεφαλών και στη γραμμική απόδο-ση των βοστρύχων, ιδιαίτερα της πίσω όψης, όπου

14. Πίσω από τα αφτιά τα μαλλιά είναι πιο πρόχειρα δουλεμένα, στην αριστερή μάλιστα πλευρά (προς τηνοποία έστρεφε η κεφαλή) είναι δηλωμένα σχεδόν μόνο με χάραξη, ενώ στην αντίστοιχη δεξιά αποδίδονται με μι-κρή πλαστική έξαρση και χάραξη, όπως και στο πάνω μέρος του κρανίου.

15. Πρβλ. L’Orange – Unger, ό.π. (σημ. 1) 106: «Von vollendeter Perfektion der Arbeit».16. Βλ. παρακάτω σ. 134 με σημ. 54-55.17. Κ. de Kersauson, Musée du Louvre. Catalogue des portraits romains I (Paris 1986) αρ. 90. Massner, ό.π. (σημ.1)

237 κ.ε. με σημ. 2 πίν. 32,1 και 33,1. Βλ. και W. Oberleitner, Zwei spätantike Kaiserköpfe aus Ephesos, JbKΗSWien69, 1973, 129 με σημ. 38, όπου αναφέρεται ως κεφαλή Κλαυδίου εξαιτίας του στεφανιού που φέρει κεντρικό λίθο(για το θέμα αυτό βλ. παρακάτω σ. 135 με σημ. 62).

18. Βλ. Massner, ό.π. (σημ. 1) 243 με σημ. 16.19. Βλ. Α.-Κ. Massner, Ζum Stilwandel im Kaiserporträt claudischer Zeit, στο: V. M. Strocka (επιμ.), Die Regierungszeit

des Kaisers Claudius (41-54 n. Chr.). Umbruch oder Episode?, Internationales Symposion Universität Freiburg i.Br. 16.-18. Februar 1991 (Mainz 1994) 159 κ.ε.

20. Βλ. Massner, ό.π. (σημ. 1) 243 κ.ε.21. Βλ. Massner, ό.π. (σημ. 1) 246. Βλ. επόμ. σημ.

128 Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου

Εικ. 5. Ανδρική κεφαλή. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου(Φωτ.: Massner [εδώ σημ. 1] πίν. 32,1)

και το σχήμα τους είναι συγγενέστερο. Ακόμη καιο τρόπος με τον οποίο το στεφάνι κάθεται στην κε-φαλή χωρίς να διαταράσσει, όπως συχνά συμβαί-νει, το περίγραμμά της, είναι εξαιρετικά όμοιος. Οιομοιότητες αυτές προχωρούν αναμφίβολα πέρα απότο κοινό στιλ που θα δικαιολογούσε η χρονολόγη-σή τους στην ίδια περίπου εποχή. ΄Ετσι η Massnerαποτόλμησε την υπόθεση ότι πιθανόν η κεφαλή Κα-νελλοπούλου να βρέθηκε στη Θάσο και από εκεί ναμεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη22. Όμως, στη σκέ-ψη αυτή αντιτίθεται το γεγονός ότι το μάρμαρο δενείναι, όπως αναφέραμε, θάσιο, πράγμα που κάνειτην απόδοση σε εργαστήριο του νησιού μάλλον απί-θανη. Επιπλέον, η πρόσφατη μελέτη των γλυπτώντης Μακεδονίας μάς έδειξε ότι τα πορτρέτα της αυ-τοκρατορικής περιόδου που βρέθηκαν στην περιοχήλαξευμένα σε θασιακά ή και σε άλλα μάρμαρα πα-ρουσιάζουν ούτως ή άλλως συχνά στενές στιλιστι-κές σχέσεις με θασιακά έργα23. Δεν υπάρχει, επο-μένως, καμιά δυσκολία να κατανοήσουμε τις ομοι-ότητες ενός έργου που προέρχεται από τη Θάσο (κε-φαλή Λούβρου) και ενός άλλου που κατασκευά-στηκε σε κάποιο άλλο βορειοελλαδικό εργαστήριο(κεφαλή Κανελλοπούλου).

Ανάμεσα στα βορειοελλαδικά έργα με επι-δράσεις της Θάσου θα πρέπει, όπως νομίζω, ναεντάξουμε και την κεφαλή του Τραϊανού από τοΔίον (Εικ. 6-7). Το έργο αυτό, που είναι, όπως θε-ωρώ, λαξευμένο από θασιακό μάρμαρο (λευκό, χο-ντρόκοκκο), παρουσιάζει με την κεφαλή Κανελ-λοπούλου αφενός φυσιογνωμική και αφετέρου στι-λιστική σχέση, συγχρόνως όμως διαφοροποιείταισε αρκετά στοιχεία της από αυτήν. Τα σκληρά πε-ριγράμματα και τα γραμμικά στοιχεία υπάρχουνκαι στην κεφαλή του Δίου, συνδυάζονται όμως μεπλουσιότερη και πιο μαλακή σάρκα, συνδυασμός

που παρατηρείται και σε άλλα βορειοελλαδικά(και θασιακά) έργα24. Εξάλλου, διαπιστώνουμε σεαυτήν μια πιο αδρή επεξεργασία σε σχέση με τηνκεφαλή Κανελλοπούλου, της οποίας ο καλλιτέχνηςδείχνει μια μεγαλύτερη ευαισθησία στο πλάσιμοτης φόρμας και στην απόδοση των λεπτομερειών,όπως των βοστρύχων της κόμης και των φύλλωντου στεφανιού.

Η σύγκριση με την κεφαλή του Τραϊανού απότο Δίον μας οδηγεί αυτομάτως και στο ζήτημα τηςταύτισης. Ο H. Jucker όχι μόνο αναγνώρισε στηνκεφαλή Κανελλοπούλου τον Τραϊανό αλλά και υπέ-δειξε την ένταξή της στον δεύτερο εικονιστικότύπο του αυτοκράτορα, χωρίς ωστόσο να προ-χωρήσει σε σχετική ανάλυση25. Το πρόβλημα τέ-θηκε έτσι εκ νέου από τον K. Fittschen: «Ulterioriricerche sono necessarie per stabilire se una testa concorona civica del Museo Kanellopoulos ad Atene,pubblicata come ritratto de Galerio, rappresenti Traia -no (come sostiene H. Jucker) e se si possa attribuirea questo tipo (δηλαδή στον δεύτερο)»26. Την ταύ-τιση με τον Τραϊανό υποστήριξε, αγνοώντας ω στό-σο τις παλιότερες τοποθετήσεις, η L. A. Riccardiσε πρόσφατη διεξοδική μελέτη της, στην οποία ηκεφαλή Κανελλοπούλου, μαζί με άλλα επαρχιακάαυτοκρατορικά πορτρέτα, χαρακτηρίζεται ως«μη κανονικό» πορτρέτο27.

Θεωρώ σωστό, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα,να ξεκινήσω με την κεφαλή του Τραϊανού από τοΔίον (Eικ. 6-7), η οποία ανήκει, όπως δεχτήκαμε,στην ίδια ευρύτερη καλλιτεχνική περιοχή. Η ανα-γνώριση του συγκεκριμένου αυτοκράτορα στην κε-φαλή αυτή, που φέρει ογκώδες στεφάνι δάφνης μεκαμέα κοσμημένη με προτομή του Διός, βρίσκεταιπέρα από κάθε αμφισβήτηση, και εξαιτίας των ει-κονογραφικού αυτού χαρακτηριστικού28, αλλά

22. Βλ. Massner, ό.π. (σημ. 1) 246. Το γεγονός ότι η κεφαλή φορά στεφάνι με κεντρικό λίθο, όπως οι κεφαλέςτης Θάσου που μελετά, ήταν, μάλλον, ένας επιπλέον λόγος ο οποίος οδήγησε τη Massner να συνδέσει την κεφα-λή Κανελλοπούλου άμεσα με αυτές.

23. Βλ. επόμ. σημ. Για τις στενές σχέσεις των μακεδονικών γλυπτών με τη Θάσο, βλ. Στεφανίδου-Τιβερίου, ό.π.(σημ. 12) 350 με σημ. 62-64. Για τη στενή σχέση των εργαστηρίων της Θεσσαλονίκης με τη Θάσο στην αυτοκρατορικήεποχή βλ. και Th. Stefanidou-Tiveriou, Τhassian Marble: a Connection Between Thasos and Thes saloniki, στο: Υ. Maniatis(επιμ.), Asmosia VII, Actes du VIIe colloque international de l’ASMOSIA, Thasos 15-20 septembre 2003, BCH Suppl.51 (Athènes 2009) 19-29.

24. Βλ. Δεσπίνης κ.ά., ό.π. (σημ. 12) αρ. 249, 255, κυρίως 259 (παιδικό πορτρέτο εποχής Τραϊανού).25. Jucker 1984, 38 σημ. 51. Πρβλ. Jucker, ό.π. (σημ. 1). Bergmann, ό.π. (σημ. 1). Freyer-Schauenburg 2002, 265

σημ. 35, 285. Βλ. και επόμ. σημ.26. EAA, ό.π. (σημ. 1).27. Riccardi 2000, 105 κ.ε.28. Δεν γνωρίζω άλλη περίπτωση στην οποία ο λίθος να φέρει προτομή Διός, συνηθισμένη είναι ωστόσο στη

Ο Τραϊανός της Θεσσαλονίκης 129

καί επειδή ο τύπος της είναι εύκολα αναγνωρίσι-μος. Πρόκειται δηλαδή για τον πρώτο εικονιστικότύπο του Τραϊανού29, ο οποίος χρονολογείται είτεμε την άνοδό του στον θρόνο (98 π.Χ.) είτε λίγο νω-ρίτερα, με την υιοθεσία του από τον Νέρβα (Οκτώ-βριος 97 μ.Χ.)30. Η ανίδρυση του συγκεκριμένουπορτρέτου συνδέθηκε από τον Δ. Παντερμαλή μετην οριοθέτηση από τον ίδιο τον αυτοκράτορα της

επικράτειας Δίου και Ολοσσόνος στον Κάτω ́ Ολυ-μπο, το 101 μ.Χ.31 Με τη χρονολογία αυτή είναισύμφωνη και η υιοθέτηση του πρώτου εικονιστικούτύπου. Το κλειστό σχήμα της κόμης με τη «διχάλα»πάνω από το κέντρο του μετώπου και η έντονη εκ-φραστικότητα του ηλικιωμένου προσώπου μάς πα-ραπέμπουν στον τύπο αυτό, παρά τις επιμέρουςδιαφορές της κεφαλής από άλλα αντίγραφά του32.

θέση αυτή η απεικόνιση αετού, βλ. Oberleitner, ό.π. (σημ. 17) 133 κ.ε. εικ. 135. Bλ. και Bastien, ό.π. (σημ. 1) 100.Για ένα πραγματικό παράδειγμα καμέας με αετό που θα διακοσμούσε στεφάνι, βλ. W. Oberleitner, Ein Adler kameoin Berlin. Teil einer römischen Kaiserinsignie, AA 1972, 493 κ.ε.

29. Για τον τύπο αυτό βλ. Jucker 1984, 35 κ.ε. Κ. Fittschen – P. Zanker, Katalog der römischen Porträts in denCapitolinischen Museen und den anderen kommunalen Sammlungen der Stadt Rom 2 (Mainz 1994) αρ. 39, με κατά-λογο αντιγράφων (P. Zanker). Βιβλιογραφία για την εικονογραφία του Τραϊανού τελευταία: D. Boschung, Ein Kaiserin vielen Rollen, στο: Α. Νünnerich-Asmus (επιμ.), Traian. Ein Kaiser der Superlative am Beginn einer Unbruchszeit? (Mainz2002) 169 κ.ε. με σημ. 17. D. Maschek, Zum Phänomen der Bildnisangleichung im traianischen Männerporträt, ÖJh 73,2004, 171 σημ. 1-2. R. Dubbini, Un nuovo ritratto di Traiano proveniente dalla Sacra Via, BCom 106, 2005, 137 κ.ε.με σημ. 1. W. Trillmich κ.ά., Der «Togatus Vogel» in Berlin – Togastatue und Bildnis Traians, JdI 123, 2008, 254 σημ. 27(W. Trillmich). Βλ. και εδώ παρακάτω. Επίσης τη σύντομη επισκόπηση για το αυτοκρατορικό και ιδιωτικό πορτρέ-το στην εποχή του Τραϊανού, στο: G. Arbore Popescu (επιμ.), Traiano ai confini dell’impero (Milano 1998) 163-165.

30. Βλ. M. Bergmann, Zu den Porträts des Trajan und Hadrian, στο: Α. Caballos – P. León (επιμ.), Itálica MMCC.Actas de las jornadas del 2200 aniversario de la fundación de Itálica, Sevilla 8-11 noviembre 1994 (1997) 142, η οποίαυποστηρίζει τη χρονολόγηση στο 97 π.X. –σε αντίθεση με την παλαιότερη άποψη σύμφωνα με την οποία πρό-κειται για τον τύπο που δημιουργήθηκε με την άνοδο στον θρόνο– λόγω του μικρού αριθμού αντιγράφων του πρώ-του τύπου σε αντίθεση με τον μεγαλύτερο του δεύτερου. Πρβλ. και Freyer-Schauenburg 2002, 266 με σημ. 41. D.Boschung, Die Bildnisse des Trajan, στο: E. Schallmayer (επιμ.), Traian in Germanien Traian im Reich, Bericht des drittenSaalburgkolloquiums 1998 (Bad Homburg 1999) 141.

31. Παντερμαλής 2001, 411 κ.ε. εικ. 2.32. Οι βόστρυχοι των μαλλιών στα αντίγραφα της Ρώμης (βλ. παραπάνω σημ. 29) κατεβαίνουν ακτινωτά από

την κορυφή και τακτοποιούνται σε παραλληλία μεταξύ τους, ενώ στην κεφαλή του Δίου οι πλαϊνοί βόστρυχοι πάνω

130 Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου

Εικ. 6. Κεφαλή Τραϊανού, πλάγια δεξιά όψη. Δίον, Αρχ.Μουσείο (Παντερμαλής 2001, 415 εικ. 7)

Εικ. 7. Η κεφαλή της Εικ. 6, πρόσθια όψη (Παντερ-μαλής 2001, 410 εικ. 1)

Ένα παρόμοιο, κλειστό σχήμα στην κόμη υιο-θετεί και η κεφαλή Κανελλοπούλου. Ομοιότητεςπαρατηρούμε ιδιαίτερα στις πλάγιες όψεις τωνδύο έργων (Εικ. 2-3 και 6). ΄Ετσι, το μέτωπο τόσοστην κεφαλή Κανελλοπούλου όσο και την κεφα-λή του Δίου κυρτώνεται έντονα πάνω από τη ρίζατης μύτης και συναντά με τον ίδιο τρόπο την κα-μπύλη που δημιουργεί ο προεξέχων όγκος των μη-νοειδών βοστρύχων. Οι τελευταίοι δημιουργούν μιαογκώδη «στεφάνη» με ενιαίο περίγραμμα πάνωαπό το μέτωπο και τους κροτάφους, πολύ κλειστόστην κεφαλή του Δίου και ελαφρώς χαλαρότεροστην κεφαλή Κανελλοπούλου. Παρά τις ομοιό-τητες οι δύο κεφαλές δεν ανήκουν στον ίδιο τύ πο.Στην κεφαλή Κανελλοπούλου ακολουθείται δια-φορετική διάταξη των βοστρύχων, σύμφωνα με τηνοποία τα μαλλιά χωρίζουν όχι στο μέσο αλλά στον

αριστερό κρόταφο πάνω από την εξωτερική γω-νία του ματιού, όπου δημιουργούν «διχάλα» καιστη συνέχεια κατευθύνονται προς τα δεξιά. Η πε-ριγραφή αυτού του σχήματος αντιστοιχεί μεακρίβεια στον δεύτερο τύπο του Τραϊανού (τύποςμε την corona civica)33, ο οποίος κατά τα άλλα δενδιαφοροποιείται σημαντικά –τυπολογικά και στι-λιστικά– από τον πρώτο τύπο34. Πρόσφατα ο δεύ-τερος τύπος χρονολογήθηκε μάλιστα πολύ κοντάστον πρώτο και η δημιουργία του συνδέθηκε μετην άνοδο του Τραϊανού στον θρόνο το 98 μ.Χ. (ενώτου πρώτου με την υιοθεσία του)35. Μια πολύ μι-κρή υποχώρηση των βοστρύχων στον δεξιό κρό- ταφο που παρατηρούμε στην κεφαλή Κανελλο-πούλου και η οποία διακόπτει ελαφρώς το συνε-χές περίγραμμα των βοστρύχων, υπάρχει και σεαντίγραφα της Ρώμης, όπως λ.χ. στην κεφαλή τουΒατικανού36. Ομοίως και οι βόστρυχοι δίπλα στα

στον δεξιό κρόταφο συναντούν λοξά αυτούς του μετώπου. Εξάλλου το μέτωπο είναι υψηλότερο, οι άκρες των χει-λιών στρέφονται έντονα προς τα κάτω και η συνοφρύωση είναι εντονότερη, με αποτέλεσμα το πρόσωπο να απο-κτά μια έκφραση δυσαρέσκειας. Βλ. και παρακάτω σ. 132.

33. Για τον τύπο αυτόν βλ. Jucker 1984, 38 κ.ε. Freyer-Schauenburg 2002, 266 κ.ε., 285 κ.ε. (με κατάλογο αντι-γράφων). Βλ. και σημ. 43.

34. Jucker 1984, 58. Bergmann, ό.π. (σημ. 30) 140 κ.ε., όπου οι δύο πρώτοι τύποι αντιμετωπίζονται ως μια ομά-δα με κοινά χαρακτηριστικά που διαφέρουν από την ομάδα των νεότερων τύπων. Πρβλ. Boschung, ό.π. (σημ. 30)140-141.

35. Bergmann, ό.π. (σημ. 30) 142. Πρβλ. Freyer-Schauenburg 2002, 286.36. W. H. Gross, Die Bildnisse Traians. Das römische Herrscherbild 2, 2 (Berlin 1940) 125 αρ. 12 πίν. 10a. Freyer-

Schauenburg 2002, 287. Βλ. επίσης την κεφαλή των Αποθηκών του Βατικανού αρ. 647. Gross, αυτ. 126 αρ. 21Α.

Ο Τραϊανός της Θεσσαλονίκης 131

Εικ. 9. Η κεφαλή της Εικ. 8, πλάγια αριστερή όψη(Freyer-Schauenburg 2002, πίν. 47,2)

Εικ. 8. Κεφαλή Τραϊανού, πρόσθια όψη. ΠυθαγόρειοΣάμου, Αρχ. Μουσείο (Φωτ.: DAI Athen Neg. Samos3148. E.-M. Cza kó)

αφτιά που στρέφονται προς τις παρειές απαντούνσποραδικά και σε άλλα αντίγραφα37. Χαρακτη-ριστικός για την κεφαλή που μας απασχολεί είναικαι ο πλούσιος όγκος των μαλλιών, που απουσιάζεισυχνά από έργα της Δύσης καθώς πολλά απόαυτά προέκυψαν από επεξεργασία πορτρέτων τουΔομιτιανού38· απαντά όμως σε κάποια άλλα39,όπως λ.χ. στον Τραϊανό της Σάμου (Εικ. 8-9)40.

Θα πρέπει, τέλος, να σταθούμε και στη φυ-σιογνωμία του εικονιζόμενου. Η σύγκρισή της μεαντίγραφα της Δύσης είναι προβληματική εξαι-τίας του ότι τα πορτρέτα των δύο πρώτων τύπωντου Τραϊανού προήλθαν σε μεγάλο ποσοστόαπό μεταρρύθμιση κεφαλών του Δομιτιανού41 καιπαρουσιάζουν ως εκ τούτου φυσιογνωμική ανο-μοιομορφία. Υπάρχουν έτσι κεφαλές οι οποίες πα-ρουσιάζουν μεγαλύτερη εκφραστικότητα καιάλλες με πιο λείο και σχετικά ανέκφραστο πρό-σωπο, όπως η κεφαλή του Βατικανού42. Επιπλέον,τα ελληνικά αντίγραφα των δύο πρώιμων τύπωνείναι λίγα. Δύο μόνο διατηρούνται σε καλή κα-τάσταση και μπορούν να συγκριθούν με την κε-φαλή Κανελλοπούλου43. Από αυτά ο Τραϊανός τηςΣάμου (Εικ. 8-9) παρουσιάζει μεγαλύτερη δια-φοροποίηση σε ό,τι αφορά τα εκφραστικά μέσα,με μεγάλη έμφαση στις ρυτίδες και τις πτυχώσεις

και έντονη διακύμανση της επιφάνειας, ενώ ταφυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του αυτοκράτο-ρα, όπως το χαμηλό μέτωπο και ο κυματισμόςτου προεξέχοντος επάνω χείλους, είναι έκδηλα.Και στον Τραϊανό του Δίου χρησιμοποιούνται εκ-φραστικά μέσα, αλλά αποδίδονται με έναναπλουστευτικό τρόπο, έτσι ώστε προκύπτει μια«συμβατικά ρεαλιστική» φυσιογνωμία. Σημειω-τέον ότι το μέτωπό του είναι πιο ψηλό και οιάκρες των χειλιών κάμπτονται έντονα προς τακάτω. ΄Ετσι, η ένταση και η ενεργητικότητα τουπροσώπου, που είναι προφανείς στον Τραϊανό τηςΣάμου, μετατρέπονται στην κεφαλή του Δίου σεδυσθυμία. Το σχετικά υψηλό μέτωπο και η κάμ-ψη των χειλιών προς τα κάτω απαντούν και στηνκεφαλή Κανελλοπούλου, στην οποία τονίζεταιόμως περισσότερο το διπλοσάγονο, όπως συμ-βαίνει στον Τραϊανό της Σάμου. Στην κεφαλή Κα-νελλοπούλου η εκφραστικότητα, αν και δεναπουσιάζει, έχει υποχωρήσει σημαντικά σε σύ-γκριση με τα δύο παραπάνω ελληνικά έργα. Οκαλλιτέχνης δείχνει ομολογουμένως μια αξιοση-μείωτη αφαιρετική διάθεση, με αποτέλεσμα η φυ-σιογνωμία να αποκτά μια αρκετά ψυχρή και ταυ-τόχρονα πιο επίσημη έκφραση, που κρατά τον θε-ατή σε απόσταση και που ίσως ευθύνεται για τη

Freyer-Schauenburg 2002, 287, και την κεφαλή στη Mantua, Palazzo Ducale, Gross, αυτ. 126 αρ. 18. Freyer-Schauenburg2002, 287. Σε μια ομάδα κεφαλών με το ίδιο σχήμα κόμμωσης αλλά με πιο προχωρημένο στιλ, δημιουργείται στηθέση αυτή μια «λαβίδα», βλ. K. Fittschen, Katalog der antiken Skulpturen in Schloss Erbach, AF 3 (Berlin 1977) 69κ.ε. αρ. 23, κυρίως 71. Τα έργα αυτά συγκροτούν σύμφωνα με τον Fittschen έναν ξεχωριστό τύπο, βλ. EAA, ό.π.(σημ.1) 817 («tipo della statua loricata di Ostia»), που τον ξεχωρίζει από τον δεύτερο τύπο αποδίδοντας στον κα-θένα από αυτούς 15 και 16 αντίγραφα αντίστοιχα. Πρβλ. Freyer-Schauenburg 2002, 288 κ.ε. (με έξι αντίγραφα).Αντίθετα ο Boschung, ό.π. (σημ. 30) 142 (ΙΙ Α) δεν πιστεύει ότι πρόκειται για αυτοτελή τύπο.

37. Βλ. π.χ. την κεφαλή του αγάλματος στη Γλυπτοθήκη της Κοπεγχάγης Ι.Ν. 2571, F. Johansen, Ny CarlsbergGlyptotek. Catalogue Roman Portraits II (Københaven 1995) αρ. 33. Freyer-Schauenburg 2002, 287.

38. Βλ. Bergmann, ό.π. (σημ. 30) 141, εικ. 2,1-3, η οποία έδειξε ότι όλα σχεδόν τα αντίγραφα των δύο πρώτωντύπων προέκυψαν από επεξεργασία παλιότερων έργων.

39. Βλ. σχετικά Jucker 1984, 38 με σημ. 52.40. Freyer-Schauenburg 2002, πίν. 44, 45,1, 46,2, 47,1-2.41. Βλ. παραπάνω σημ. 38. 42. Βλ. τα παραδείγματα Bergmann, ό.π. (σημ. 30), 150 εικ. 2,1-6.43. Στον πρώτο τύπο εντάσσεται με βεβαιότητα μόνο η κεφαλή του Δίου. Στον δεύτερο τύπο εντάσσονται η

κεφαλή του αγάλματος στη Σάμο και δύο αποσπασματικά σωζόμενες κεφαλές στο Αρχ. Μουσείο της Λάρισας,oι οποίες είναι κατασκευασμένες, όπως πιστεύω, από μάρμαρο Θάσου: (1) Η κεφαλή αρ. ευρ. 803 (Εικ. 10-11)(Α. Stavridis, Untersuchungen zu den Kaiserporträts in Griechenland [αδημ. διδ. διατρ. Berlin 1970] 86. Freyer-Schauenburg2002, 286 με σημ. 153. Bλ. τώρα Παντερμαλής 2001, 418 με εικ. 9-12), που ήταν όπως φαίνεται έργο ποιότητας.Θεωρώ πιθανότερο να ανήκει στον δεύτερο και όχι στον πρώτο τύπο, αφού στον άξονα του μετώπου οι βόστρυ-χοι, οι οποίοι πέφτουν σχεδόν κατακόρυφα, δεν δημιουργούν τη χαρακτηριστική διχάλα, αλλά απολήγουν σε ορι-ζόντιο περίγραμμα. (2) Η κεφαλή αρ. ευρ. 802+825, που είναι αδημοσίευτη και θεωρείται ότι είναι ξαναδουλε-μένη από κεφαλή Δομιτιανού, βλ. Η. R. Goette – K. Hitzl, Zwei umgearbeitete Porträtköpfe in Olympia, AM 102,1987, 292 κ.ε. με σημ. 59. Jucker, ό.π. (σημ. 1) 28 σημ. 5 (αρ. 9). Freyer-Schauenburg 2002, 287. ΄Ολες οι κεφαλέςαυτές φέρουν στεφάνι: δάφνης του Δίου, βελανιδιάς οι υπόλοιπες.

132 Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου

σύνδεση της κεφαλής με αυτοκράτορες τηςύστερης αρχαιότητας44. Από αυτή την άποψη τοέργο έρχεται πιο κοντά στα οψιμότερα πορτρέ-τα του Τραϊανού, στα οποία συνδυάζονται «diebeiden Bildnisideale der Tatkraft und der souveränenDistanziertheit»45. Αν δεν πρόκειται για ερμηνείατου τοπικού καλλιτέχνη46, τότε ο τελευταίος θαπρέπει να είχε ήδη υπόψη του νεότερους τύπουςτου αυτοκράτορα, όπως τον τύπο των Δεκεννα-λίων47. Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνου-με με ένα πορτρέτο που κατασκευάστηκε μία πε-ρίπου δεκαετία μετά τη δημιουργία του τύπου μετην corona civica. Σ’ αυτό φαίνεται να συνηγορείκαι η απόδοση των βοστρύχων, τα άκρα τωνοποίων δεν ενώνονται σε μια συνεχή γραμμήπάνω από το μέτωπο, όπως στα αντίγραφα τωνπρώιμων τύπων, αλλά τοποθετούνται, στη μπρο-στινή τουλάχιστον όψη, σε μικρή απόσταση οένας από στον άλλο.

Προκύπτει έτσι από τα παραπάνω ότι η κε-φαλή Κανελλοπούλου δεν είναι μόνο ένα έργο τηςεποχής του Τραϊανού, αλλά ότι εικονίζει κατά πάσαπιθανότητα τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Στο συ-μπέρασμα αυτό μας επιτρέπει να καταλήξουμεπρωτίστως η ένταξή της στον δεύτερο τύπο (τύ-πος με την corona civica), που επιτυγχάνεται, νο-μίζω, χωρίς να ανακύπτουν σοβαρές δυσκολίες. Οιστιλιστικές (και ποιοτικές) ανομοιομορφίες τωνεπαρχιακών πορτρέτων, που πολύ συχνά «μετα-φράζουν» τα μητροπολιτικά τους πρότυπα στηνκαλλιτεχνική γλώσσα της δικής τους παράδοσηςπροχωρώντας ακόμη και σε νέα ερμηνεία τους, εί-ναι ένα φαινόμενο που έχει περιγραφεί αναλυτικάεδώ και εικοσιπέντε χρόνια48. Επομένως, δεν δι-καιολογείται για τα έργα αυτά η χρήση του όρου«μη κανονικό αυτοκρατορικό πορτρέτο» που υιο-θετεί η Riccardi49. Η επιλογή της αυτή50, καθώς καιη κριτική που ασκεί παράλληλα για την καθιερω-

44. Για τον ρόλο του επαρχιακού πορτρέτου στη διαμόρφωση του αυτοκρατορικού πορτρέτου της ύστερηςαρχαιότητας βλ. τις παρατηρήσεις του P. Zanker, Provinzielle Kaiserporträts. Zur Rezeption der Selbstdarstellung desPrinceps, AbhMünchen, N.F. 90 (1983) 49 κ.ε.

45. Bergmann, ό.π. (σημ. 30) 140.46. Βλ. τη σχετική ανάλυση για την «ερμηνεία» των μητροπολιτικών έργων από τους τοπικούς καλλιτέχνες των

διαφόρων περιοχών, Zanker, ό.π. (σημ. 44) κυρίως 44 κ.ε. 47. Για τον τύπο βλ. Jucker 1984, 41 κ.ε. Fittschen – Zanker, ό.π. (σημ. 29) αρ. 42 (P. Zanker).48. Βλ. κυρίως Zanker, ό.π. (σημ. 44) 7 κ.ε. 49. Ο όρος θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αν με αυτόν ήθελε να εννοήσει κανείς –δεν το εννοεί όμως η Riccardi–

ότι υπάρχουν επαρχιακά αυτοκρατορικά πορτρέτα που δεν έχουν καμιά εξάρτηση από τα επίσημα πρότυπα, πράγ-μα που δεν έχει μέχρι στιγμής αποδειχτεί, βλ. K. Fittschen, Nicht Sabina, AA 2000, 508 με σημ. 10.

50. Παρά ταύτα κάνει προσπάθεια να συνδέσει την κεφαλή με έναν εικονιστικό τύπο του Τραϊανού, που δενείναι όμως ο δεύτερος, αλλά ο πρώτος, με τον οποίο θεωρεί ότι η σχέση είναι «very loosely», Riccardi 2000, 111με σημ. 34.

Ο Τραϊανός της Θεσσαλονίκης 133

Εικ. 10. Τμήμα κεφαλής Τραϊανού, πρόσθια όψη. Λά-ρισα, Αρχ. Μουσείο (Φωτ.: Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου)

Εικ. 11. Το τμήμα κεφαλής της Εικ. 10, πλάγια δε-ξιά όψη (Φωτ.: Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου)

μένη στην έρευνα μέθοδο, η οποία δέχεται ως θε-μελιώδη αρχή την ύπαρξη σχέσης προτύπου-αντιγράφων (δηλ. μητροπολιτικής δημιουργίας καιεπαρχιακών πορτρέτων που την επαναλαμβά-νουν)51, αποτελούν οπισθοδρόμηση στην έρευνατου επαρχιακού πορτρέτου. Πόσο μάλλον που ηίδια η Riccardi καταλήγει τελικά στο ίδιο περίπουσυμπέρασμα, ότι δηλαδή «the local artist frequentlywas allowed to alter a Roman model in favor of localstylistic influences and in accordance with his owntraining and skills»52. Ωστόσο η άποψή της ότι αυτόσυνέβαινε μόνο σε απομακρυσμένες –και όχι τόσοσημαντικές πόλεις–, οι οποίες δεν είχαν εύκοληπρόσβαση στα πρότυπα της Ρώμης, την έκανε νατροποποιήσει την αρχική πρότασή της ότι η κε-φαλή Κανελλοπούλου προήλθε από εργαστήριο

της Αθήνας και να δεχτεί ότι ο γλύπτης «wasprobably trained in Athens, but the portrait itself mayhave been made elsewhere»53.

Από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της κεφα-λής Κανελλοπούλου, το υπερφυσικό της μέγεθος(ύψος 31 εκ.) δεν τεκμηριώνει αυτοκρατορική ιδιό-τητα, αντιθέτως είναι σύνηθες σε τιμητικά αγάλ-ματα54. Το ίδιο και τα ένθετα μάτια δεν αποτελούνπιθανότατα αποκλειστικό χαρακτηριστικό αυτο-κρατορικών αγαλμάτων. Είναι ωστόσο αξιοση-μείωτο ότι ένθετα μάτια απαντούν σε εικονιστικέςκεφαλές μάλλον σπάνια, οπωσδήποτε πολύ σπα-νιότερα από ό,τι σε ιδεαλιστικές κεφαλές55. Ανά-μεσα στα εικονιστικά έργα με το χαρακτηριστι-κό αυτό φαίνεται ότι υπερτερούν οι κεφαλές αυ-τοκρατόρων, ορισμένες από αυτές υπερφυσικού

51. Riccardi 2000, 112 κ.ε. και κυρίως 115 (prototype-replica scenario) και 130 (prototype-replica model).52. Riccardi 2000, 130.53. Riccardi 2000, 115. 54. Η Riccardi 2000, 105, 106 σημ. 5, 107, χρησιμοποιεί το μέγεθος, μαζί με τα ένθετα μάτια και την corona

civica, ως επιχείρημα υπέρ της αυτοκρατορικής ιδιότητας του εικονιζόμενου. Για το μέγεθος, βλ. Κ. Fittschen,Gnomon 66, 1994, 612 κ.ε., όπου το ύψος των 30 εκ. για τις κεφαλές θεωρείται συνηθισμένο για τα τιμητικάαγάλματα, ενώ για τη χρήση του όρου κολοσσιαίος θεωρεί ότι δικαιολογείται όταν το ύψος είναι δύο τουλάχι-στον φορές το φυσικό μέγεθος.

55. Βλ. π.χ. Γ. Δεσπίνης – Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου – Εμμ. Βουτυράς, Κατάλογος γλυπτών του ΑρχαιολογικούΜουσείου Θεσσαλονίκης I (Θεσσαλονίκη 1997) αρ. 73, 74, 79 (Γ. Δεσπίνης).

134 Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου

Εικ. 12. Κεφαλή πιθανόν του Τραϊανού. Λονδίνο, Βρε-τανικό Μουσείο (Jucker 1959, πίν. 2,1)

Εικ. 13. Η κεφαλή της Εικ. 12, πλάγια αριστερή όψη(Jucker 1959, πίν. 2,2)

ή και κολοσσιαίου μεγέθους56, που δεν αποκλεί-εται να είχαν λατρευτική λειτουργία. Βέβαιο μπο-ρούμε να θεωρήσουμε ότι τα ένθετα μάτια συν-δέονται τουλάχιστον με την πολυτέλεια και τηνποιότητα των έργων που τα φέρουν.

Πιο αξιόπιστο στοιχείο για τον χαρακτηρισμότου εικονιζόμενου είναι o δρύινος στέφανος57, οοποίος μάλιστα κοσμείται με έναν λίθο ή καμέαπάνω από το μέτωπο58. Με αυτή τη μορφή τoν συ-ναντούμε ήδη στη νομισματοκοπία του Αυγούστου,όπου χωρίς αμφιβολία πρόκειται για την conona

civica (πολιτικός στέφανος) του αυτοκράτορα59. Ανκαι η παρουσία του συμβόλου αυτού σε πλαστικάαυτοκρατορικά πορτρέτα γίνεται συχνότερη κατάτον 2ο αι. μ.Χ.60, απαντά ήδη στην εικονογραφίατου Τραϊανού, όπως δείχνει το παράδειγμα της προ-τομής του Μονάχου61. Είναι βεβαίως γνωστό ότιστη διάρκεια της αυτοκρατορίας στεφάνια δια-φόρων μορφών –πολύ συχνά σε συνδυασμό μεστρόφιον– χρησιμοποιούνται και από άλλα πρό-σωπα πλην του αυτοκράτορα62, λ.χ. από ιερείς ήάλλους αξιωματούχους63. Στην περίπτωση όμως τουέργου που μελετούμε, ένα στε φάνι βελανιδιάς και

μάλιστα με κεντρικό λίθο σε μια κεφαλή με ποιο-τικά χαρακτηριστικά, η οποία εντάσσεται χωρίς δυ-σκολία στην εικονογραφία του Τραϊανού και χα-ρακτηρίζεται από το επίσημο ύφος του εικονιζό-μενου, δεν μπορεί παρά να αναγνωριστεί ως coro -

na civica. Πρόκειται, επομένως, για τον ίδιο τον αυ-τοκράτορα Τραϊανό.

Τελειώνοντας θεωρώ σκόπιμο να κάνω μια σύ-ντομη αναφορά σε ένα ακόμη πορτρέτο από τηΜακεδονία, για το οποίο η έρευνα έχει αμφιτα-λαντευτεί, σε ό,τι αφορά τη χρονολόγηση και τηνταύτισή του –όπως και στην περίπτωση της κε-φαλής Κανελλοπούλου– ανάμεσα στον Τραϊανόκαι σε κάποιον αυτοκράτορα της ύστερης αρ-χαιότητας. Πρόκειται για την κεφαλή που βρέθηκετο 1917 στο 6ο χιλιόμετρο της οδού Θεσσαλονί-κης-Σερρών μαζί με μιλιάριο της Εγνατίας οδού64

και βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο τουΛονδίνου (Εικ. 12-13)65. Η επιγραφή του μιλιαρί-ου αναφέρεται στην επισκευή τμήματος της οδούανάμεσα στο Δυρράχιο και τη Νεάπολη από τονΤραϊανό. Το στοιχείο αυτό, καθώς και το μέγεθοςτης κεφαλής, που μπορεί να χαρακτηριστεί κο-

56. Βλ. ορισμένα παραδείγματα με προέλευση από την Ελλάδα ή τη Μικρά Ασία, όπως την κεφαλή του Αυγούστουαπό τη Δήλο, D. Boschung, Die Bildnisse des Augustus. Das römische Herrscherbild 1, 2 (Berlin 1993) 150 αρ. 92 πίν.189,1-2, καθώς και τις κεφαλές στο Εθν. Αρχ. Μουσείο της Αθήνας: του Καλιγούλα (από Σμύρνη), του Κομμόδου(από Αθήνα;), του Σεπτιμίου Σεβήρου (από Αθήνα) και μιας άγνωστης γυναίκας του 3ου αι. μ.Χ., βλ. αντίστοιχαΚ. Ρωμιοπούλου, Ελληνορωμαϊκά γλυπτά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας (Αθήνα 1997) αρ. 32,101, 110 και Α. Ντάτσουλη-Σταυρίδη, Ρωμαϊκά πορτρέτα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (Αθήνα1985) 80 αρ. 2138. Βλ. και τις κεφαλές του Αντινόου, Η. Meyer, Antinoos (Μünchen 1991) 33 κ.ε. (Ι 11) πίν. 9 καικυρίως την κολοσσική κεφαλή 114 κ.ε. (ΙΙΙ 3) πίν. 100,4 και 101,1-4.

57. Για τον μεγάλο αριθμό στεφανωμένων κεφαλών του Τραϊανού βλ. I. Jucker, ό.π. (σημ. 1) 27 κ.ε. με σημ. 1(αρ. 1-15) στον αρ. 12.

58. Στην κυρτή επιφάνειά του υπάρχουν φθορές, όχι όμως ίχνη αναγλύφου όπως αναφέρει η Riccardi 2000, 105.59. Για το στεφάνι βελανιδιάς με το μετάλλιο στον οπισθότυπο βλ. Bastien, ό.π. (σημ. 1) 100 κ.ε. 60. Massner, ό.π. (σημ. 1) 241. 61. Gross, ό.π. (σημ. 36) 132 αρ. 72 πίν. 32b. Oberleitner, ό.π. (σημ. 17) 129 με σημ. 39. Fittschen – Zanker, ό.π.

(σημ. 29) 39 αντίγραφο αρ. 8 στον αρ. 39.62. Αν και σύμφωνα με τον Oberleitner, ό.π. (σημ. 17) 129 κ.ε., το στεφάνι δάφνης ή βελανιδιάς με έναν λίθο

στο μέσο χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον αυτοκράτορα ώς τα μέσα περίπου του 4ου αι. Πρβλ. K. Fittschen,Prinzenbildnisse antoninischer Zeit, BeitrESkAr 18 (Mainz 1999) 71 με σημ. 377, ο οποίος δέχεται την άποψη αυτήμε βάση τα σημερινά δεδομένα. Τον σχετικό κατάλογο του Oberleitner, αυτ., συμπληρώνει η Massner, ό.π. (σημ.1)241 σημ. 8. Για το θέμα στη νομισματοκοπία και στην πλαστική βλ. επίσης Bastien, ό.π. (σημ.1) 91 κ.ε., κυρίως100 κ.ε.

63. Massner, ό.π. (σημ.1). Τελευταία για διάφορους τύπους στεφανιών σε αγάλματα της Αφροδισιάδoς τα οποίααναγνωρίζονται ως ιερείς, βλ. R. R. R. Smith κ.ά., Aphrodisias II. Roman Portrait Statuary from Aphrodisias (Mainz2006) 155 (C. H. Hallett).

64. S. Casson, Macedonia II. Antiquities Found in the British Zone, BSA 23, 1918-1919, 39, πίν. X2 (πλάγια δε-ξιά όψη). Για άλλα μιλιάρια που μαρτυρούν την επισκευή της Εγνατίας επί Τραϊανού βλ. P. Collart, Une refectionde la «via Egnatia» sous Trajan, BSA 59, 1935, 395-415.

65. Gross, ό.π. (σημ. 36) 102, 130 αρ. 55 πίν. 25b. Jucker 1959, 280 κ.ε. πίν. 2,1-2. Παντερμαλής 2001, 416.

Ο Τραϊανός της Θεσσαλονίκης 135

λοσσιαίο (συνολικό ύψος 45 εκ.)66, οδήγησαν αρχικάαυτομάτως στην ταύτιση του εικονιζόμενου μετον Τραϊανό67, παρά τη μεγάλη φθορά του προ-σώπου. Την ταύτιση αυτή απέρριψε ο Η. Jucker, oοποίος, χωρίς να δώσει προσοχή στο γεγονός ότιβρέθηκε μαζί με το μιλιάριο, υπέθεσε ότι η κεφαλήθα μεταφέρθηκε από τη Θεσσαλονίκη στη θέσηόπου ανακαλύφτηκε. Παρόλο που, όπως επιση-μαίνει, οι κολοσσιαίες κεφαλές παρουσιάζουν ιδι-αιτερότητες, υποστήριξε ότι δεν πρόκειται για έργοτης εποχής του Τραϊανού αλλά της εποχής του Κων-σταντίνου και πρότεινε την ταύτισή του με τον Κων-στάντιο Β΄68, ή το θεώρησε έργο του 5ου αι. μ.Χ.69.Όμως, εκτός από το γεγονός ότι τα έργα της ύστε-ρης αρχαιότητας που επικαλείται είναι αταύτιστακαι αβέβαιης χρονολόγησης70, έχουν επιπλέον δια-φορετική δομή και στιλιστικά χαρακτηριστικά.Στην κεφαλή από τη Θεσσαλονίκη, όπως και στιςτραϊάνειες κεφαλές, η κόμη συνδέεται αμεσότεραμε το κρανίο παρακολουθώντας στενά τη δομή του.Αντιθέτως οι κωνσταντίνειες κεφαλές έχουν διευ-ρυμένο, τετράγωνο σχήμα κρανίου και η κόμη τουςέχει αυτοτέλεια σε σχέση με την κεφαλή71.

Μπορούμε, έτσι, δίνοντας βαρύτητα στη μαρ-τυρία της εύρεσης, να δεχτούμε την ταύτιση τηςκεφαλής από την Εγνατία οδό με τον Τραϊανό λαμ-βάνοντας επιπλέον υπόψη ότι πρόκειται για έργοεπαρχιακού εργαστηρίου και μάλιστα σχετικά χα-μηλής ποιότητας. Η κόμη του μπορεί πράγματι νααποδίδει σχηματικά τον τύπο των Δεκενναλίων ήκάποια παραλλαγή του, όπως δέχτηκε αρχικά ο

W. Gross, ο οποίος ενέταξε το έργο στην ομάδα τηςκεφαλής του ΄Οσλο (τύπος IV A του Jucker)72. Χρή-σιμη είναι μια σύντομη μνεία στη δαφνοστεφή κε-φαλή από την Αγορά της Αθήνας, που αρχικά είχεθεωρηθεί έργο του 1ου αι. μ.Χ.73, αλλά τελικά απο-δόθηκε στην εικονογραφία του Τραϊανού, εντά-χθηκε μάλιστα στον ίδιο βασικό τύπο με την κε-φαλή της Εγνατίας οδού74. Ενδιαφέρον είναι το γε-γονός ότι εκτός από το γενικό σχήμα της κόμης,και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των δύο έργωνείναι συγγενικά, παρά το ότι η κεφαλή της Αθή-νας προέρχεται πιθανότατα από αττικό εργα-στήριο. Συγκρίνονται δηλαδή στο επίμηκες σχή-μα του προσώπου, τις μεγάλες λείες παρειές, ταμεγάλα «ανοιχτά» μάτια και το υψηλό, σε σχέσημε τα πορτρέτα του Τραϊανού, μέτωπο75.

Η κεφαλή της Εγνατίας οδού κατασκευάστη-κε χωρίς αμφιβολία σε τοπικό βορειοελλαδικό ερ-γαστήριο, όπως προκύπτει και από το χοντρόκοκκομάρμαρο που χρησιμοποιήθηκε για την κατα-σκευή της76. Το άγαλμα στο οποίο ανήκε θα είχεστηθεί εκτός αστικού χώρου –πιθανόν σε κάποιοσταθμό της Εγνατίας– και θα ήταν προορισμένογια θέαση από απόσταση. ΄Ετσι δεν κρίθηκε σκό-πιμο να δοθεί έμφαση στην ποιότητα και την από-δοση λεπτομερειών του. Ο ανδριάντας θα έδινεπαρά ταύτα στους διερχόμενους όλες τις απα-ραίτητες πληροφορίες για τον αυτοκράτορα, χω-ρίς όμως να πληρεί τις απαραίτητες προδιαγραφέςγια απαιτητικούς θεατές, όπως ήταν λ.χ. ο ΦλάβιοςΑρριανός77.

66. Θα πλησίαζε τα 3 μ. περίπου, βλ. και Jucker 1959, 281. Για το μέγεθος αυτό βλ. Fittschen, ό.π. (σημ. 54). 67. Casson ό.π. (σημ. 64). Gross, ό.π. (σημ. 36) 102 (με επιφυλάξεις). Stavridis, ό.π. (σημ. 43) 35 κ.ε. Παντερ-

μαλής 2001, 416.68. Jucker 1959, 283 κ.ε. Η άποψη αυτή έγινε δεκτή, βλ. L’Orange – Unger, ό.π. (σημ. 1) 132. Βλ. και RE Suppl. X

(1965) 1110 κ.ε. λ. M. Ulpius Traianus (Gross), όπου διαγράφεται η κεφαλή αυτή από τα πορτρέτα του Τραϊανού. 69. H. Jucker, Nachtrag zu W. H. Gross, Bildnisse Traians, Berlin 1940, στο: G. M. A. Hanfmann, Α New Trajan, AJA 61,

1957, 251. Βλ. επίσης Jucker 1984, 46 σημ. 67, όπου η κεφαλή αναφέρεται ως «das spätantike Porträt eines Unbekannten». 70. ΄Ετσι λ.χ. η κεφαλή στη Φιλαδέλφεια, Jucker 1959, 283 πίν. 1, που θεωρήθηκε ότι εικονίζει τον Κωνστά-

ντιο Β΄, είναι σύμφωνα με άλλους μελετητές οψιμότερη, βλ. για τις σχετικές απόψεις L’Orange – Unger, ό.π. (σημ.1) 134. Για τη χρονολόγησή της στην εποχή του Θεοδοσίου Α΄, βλ. και R. H. W. Stichel, Die römische Kaiserstatueam Ausgang der Antike (Roma 1982) 47 κ.ε. πίν. 9.

71. Βλ. π.χ. L’Orange – Unger, ό.π. (σημ. 1) πίν. 32 κ.ε.72. Gross, ό.π. (σημ. 36) 100 κ.ε. 130 κ.ε. (τύπος της κεφαλής του Oslo). Για τον ίδιο τύπο βλ. Jucker 1984, 45 με

σημ. 45 (ΙV A), o οποίος αναφέρεται στη δυσκολία διάκρισης από τον κύριο τύπο IV (Δεκενναλίων). Για την κεφα-λή του ΄Οσλο βλ. τελευταία S. Sande, Greek and Roman Portraits in Norwegian Collections (Roma 1991) αρ. 45.

73. Ε. Β. Harrison, Portrait Sculpture. Agora 1 (Princeton 1953) αρ. 17. 74. I. Jucker, ό.π. (σημ. 1) 27 σημ. 7 (τύπος IV). 75. Πρβλ. τις ανάλογες παρατηρήσεις της Stavridis, ό.π. (σημ. 43) 35 κ.ε.76. Το υλικό περιγράφεται ως «coarse semi-crystalline marble», βλ. Casson, ό.π. (σημ. 64). Πρβλ. Jucker 1959, 281.77. Zanker, ό.π. (σημ. 44) 7. Riccardi 2000, 115 κ.ε.

136 Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου