\"Ο ρόλος της τεχνολογίας στον μεταβολισμό του...

21
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ, τ.112, 2015. Ο ρόλος της τεχνολογίας στο μεταβολισμό του κεφαλαίου με τη φύση και η σημερινή κοινωνικο-οικολογική κρίση Γ. Λιοδάκης 1 1. Εισαγωγή Η επιδεινούμενη και πολύπλευρη κρίση που αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός και η ανθρωπότητα σε πλανητικό επίπεδο δημιουργεί μια πιεστική ανάγκη για παραπέρα έρευνα σχετικά με τις αιτίες και τις συνέπειες της ίδιας της κρίσης, τις αναγκαίες πολιτικές για την αντιμετώπιση της κρίσης κάτω από τις τωρινές θεσμικές συνθήκες, και επίσης τις κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες ή τα αναγκαία κινήματα για την υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ) ως βασικής αιτίας της κρίσης. Η σχέση της κοινωνίας και ειδικότερα του κεφαλαίου, ως κυρίαρχης σχέσης παραγωγής, με τη φύση έχει συνήθως αντιμετωπιστεί από τη δεσπόζουσα θεωρία, αλλά και από αρκετές ριζοσπαστικές προσεγγίσεις, με ένα μη διαλεκτικό τρόπο, ως μια εξωτερική σχέση. Αντίθετα, ο Μαρξ προσεγγίζει αυτή τη σχέση με έναν ιστορικό και διαλεκτικό τρόπο, χρησιμοποιώντας την έννοια του μεταβολισμού για να τονίσει την οργανική και διαλεκτική αλληλεξάρτηση μεταξύ ανθρώπων και φύσης. Αρκετοί σύγχρονοι Μαρξιστές έχουν επίσης συμβάλλει σε μια βαθύτερη κατανόηση της διαλεκτικής αυτής σχέσης (βλ. Burkett 1999, Foster 2000, Foster and Burkett 2000, Moore 2011a). Ακολουθώντας αυτή την προσέγγιση και εστιάζοντας στη μεταβολική σχέση κοινωνίας φύσης, αλλά και στον ιδιαίτερο ρόλο της τεχνολογίας στη διαδικασία αυτή μεταβολισμού, θα επιχειρήσουμε στο κείμενο αυτό μια πιο ουσιαστική ερμηνεία της επιδεινούμενης κοινωνικο-οικολογικής κρίσης. Ευελπιστούμε η προσπάθεια μας αυτή να συμβάλλει κάνοντας ένα βήμα πέρα από προηγούμενες προσπάθειες μας (βλ. Liodakis 2013) να εξηγήσουμε ουσιαστικά την κοινωνικο-οικολογική κρίση, αλλά και να διερευνήσουμε τις προϋποθέσεις για την υπέρβαση αυτής της κρίσης με την υπέρβαση του κυρίαρχου σήμερα καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στη δεύτερη ενότητα αυτού του άρθρου ξεκινάμε με μια γενική διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση, και προχωράμε σε μια ειδικότερη ανάλυση της μεταβολικής αυτής σχέσης στον καπιταλισμό. Αναλύουμε επίσης το ρόλο της τεχνολογίας και τη σημασία της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σε 1 Ο Γ. Λιοδάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πολυτεχνείο Κρήτης.

Transcript of \"Ο ρόλος της τεχνολογίας στον μεταβολισμό του...

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ, τ.112, 2015.

Ο ρόλος της τεχνολογίας στο μεταβολισμό του κεφαλαίου με τη φύση

και η σημερινή κοινωνικο-οικολογική κρίση

Γ. Λιοδάκης1

1. Εισαγωγή

Η επιδεινούμενη και πολύπλευρη κρίση που αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός και

η ανθρωπότητα σε πλανητικό επίπεδο δημιουργεί μια πιεστική ανάγκη για παραπέρα

έρευνα σχετικά με τις αιτίες και τις συνέπειες της ίδιας της κρίσης, τις αναγκαίες

πολιτικές για την αντιμετώπιση της κρίσης κάτω από τις τωρινές θεσμικές συνθήκες,

και επίσης τις κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες ή τα αναγκαία κινήματα για την

υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ) ως βασικής αιτίας της

κρίσης.

Η σχέση της κοινωνίας και ειδικότερα του κεφαλαίου, ως κυρίαρχης σχέσης

παραγωγής, με τη φύση έχει συνήθως αντιμετωπιστεί από τη δεσπόζουσα θεωρία,

αλλά και από αρκετές ριζοσπαστικές προσεγγίσεις, με ένα μη διαλεκτικό τρόπο, ως

μια εξωτερική σχέση. Αντίθετα, ο Μαρξ προσεγγίζει αυτή τη σχέση με έναν ιστορικό

και διαλεκτικό τρόπο, χρησιμοποιώντας την έννοια του μεταβολισμού για να τονίσει

την οργανική και διαλεκτική αλληλεξάρτηση μεταξύ ανθρώπων και φύσης. Αρκετοί

σύγχρονοι Μαρξιστές έχουν επίσης συμβάλλει σε μια βαθύτερη κατανόηση της

διαλεκτικής αυτής σχέσης (βλ. Burkett 1999, Foster 2000, Foster and Burkett 2000,

Moore 2011a). Ακολουθώντας αυτή την προσέγγιση και εστιάζοντας στη μεταβολική

σχέση κοινωνίας – φύσης, αλλά και στον ιδιαίτερο ρόλο της τεχνολογίας στη

διαδικασία αυτή μεταβολισμού, θα επιχειρήσουμε στο κείμενο αυτό μια πιο

ουσιαστική ερμηνεία της επιδεινούμενης κοινωνικο-οικολογικής κρίσης.

Ευελπιστούμε η προσπάθεια μας αυτή να συμβάλλει κάνοντας ένα βήμα πέρα από

προηγούμενες προσπάθειες μας (βλ. Liodakis 2013) να εξηγήσουμε ουσιαστικά την

κοινωνικο-οικολογική κρίση, αλλά και να διερευνήσουμε τις προϋποθέσεις για την

υπέρβαση αυτής της κρίσης με την υπέρβαση του κυρίαρχου σήμερα καπιταλιστικού

τρόπου παραγωγής.

Στη δεύτερη ενότητα αυτού του άρθρου ξεκινάμε με μια γενική διερεύνηση της

σχέσης ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση, και προχωράμε σε μια ειδικότερη

ανάλυση της μεταβολικής αυτής σχέσης στον καπιταλισμό. Αναλύουμε επίσης το

ρόλο της τεχνολογίας και τη σημασία της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σε

1 Ο Γ. Λιοδάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πολυτεχνείο Κρήτης.

2

συνάρτηση με τη σχέση του με τη φύση. Στην Τρίτη ενότητα διερευνούμε ειδικότερα

το ρόλο της τεχνολογίας στην παραγωγή και πώς η τεχνολογία, ως μια ειδική

αναδιοργάνωση της φύσης στον καπιταλισμό, συντελεί σε μια ιδιαίτερη διαμόρφωση

της μεταβολικής σχέσης του καπιταλισμού με τη φύση. Στην επόμενη, τέταρτη

ενότητα προχωράμε σε μια ειδικότερη διερεύνηση των συνεπειών μιας συστημικής

αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η οποία οδηγεί σε μια μακροχρόνια

τάση υπερσυσσώρευσης συνιστώντας ένα σημαντικό παράγοντα μιας συστημικά

επιδεινούμενης κοινωνικο-οικολογικής κρίσης, όπως αυτή που αντιμετωπίζει σήμερα

ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Καταλήγουμε, στην πέμπτη ενότητα, με την εξέταση

των προοπτικών αυτής της κρίσης και της ιστορικής προοπτικής πέρα από τον

καπιταλισμό. Εδώ αναλύονται ειδικότερα οι συνθήκες μιας αυξανόμενης οικονομικής

σπανιότητας που προκύπτει από την εντεινόμενη κοινωνικο-οικολογική κρίση σε

συνάρτηση με μια διευρυνόμενη σχετική αφθονία που μπορεί να συνδέεται με τη

διαδικασία μετάβασης στον κομμουνισμό.

2. Η επέκταση του κεφαλαίου και ο ρόλος της τεχνολογίας

Εδώ είναι ανάγκη να εκκινήσουμε από μια στοιχειώδη κατανόηση της

διαδικασίας ανάπτυξης και συσσώρευσης του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο που

επενδύεται στην παραγωγή παίρνει τη συγκεκριμένη μορφή, είτε του σταθερού

κεφαλαίου (C), το οποίο περιλαμβάνει όλα τα παραγμένα μέσα παραγωγής, τα

ενδιάμεσα εμπορεύματα και τις πρώτες ύλες που μεταφέρουν την αξία τους ποσοτικά

αμετάβλητη μέσα από την εργασιακή διαδικασία στην αξία των τελικά παραγόμενων

αξιών χρήσης, είτε τη μορφή του μεταβλητού κεφαλαίου (V) το οποίο καταβάλλεται

ως μισθός στη εργασία και μπορεί να αγοράσει όλα τα μέσα επιβίωσης που είναι

αναγκαία για την αναπαραγωγή του εργάτη. Αυτό το κομμάτι του κεφαλαίου είναι

μεταβλητό με την έννοια ότι η εργασία, πέρα από την αναγκαία εργασία για την

αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, παράγει επίσης μια υπερεργασία που

προκύπτει στην παραγωγή.

Το κεφάλαιο, ως μια συγκεκριμένη κοινωνική σχέση παραγωγής που

αντανακλάται σε μια αυτο-επεκτεινόμενη αξία, μπορεί να παρασταθεί με την

παρακάτω ακολουθία, η οποία περιλαμβάνει και τις τρείς μορφές και τα αντίστοιχα

ιδιαίτερα κυκλώματα του κεφαλαίου (χρηματικό, παραγωγικό, και εμπορευματικό

κεφάλαιο). Μια αρχική ποσότητα χρηματικού κεφαλαίου (M) δαπανάται για την

αγορά μέσων παραγωγής (C) και τη μίσθωση εργατικής δύναμης (V) που στη

συνέχεια συνδυάζονται στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασία (LP) και με τη

χρήση μιας ιδιαίτερης τεχνολογίας για να παράγουν μια ορισμένη ποσότητα

εμπορευμάτων (E) που πωλούνται στην αγορά για μια μεγαλύτερη ποσότητα

χρήματος.

M => (C, V) … LP … E (C', V', SV) => M' (M'-M > 0)

3

Η εργασιακή διαδικασία γενικά και η καπιταλιστική διαδικασία εργασίας επίσης

διαμεσολαβούνται από ορισμένα εργαλεία ή όργανα εργασίας που αντανακλούν μια

ιδιαίτερη τεχνολογία. Κινούμενοι από την απλή περίπτωση όπου ένα εργαλείο

μεσολαβεί και διευκολύνει τη σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη εργασία και την

εξωτερική φύση (ως αντικείμενο εργασίας) σε περισσότερο σύνθετες συνθήκες, όπως

στην συνήθη περίπτωση της ανάπτυξης της παραγωγής και των παραγωγικών

δυνάμεων στον καπιταλισμό, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι, «με μια ευρύτερη

έννοια μπορούμε να περιλάβουμε μεταξύ των οργάνων εργασίας … όλα εκείνα τα

αντικείμενα που είναι αναγκαία για τη διεκπεραίωση της εργασιακής διαδικασίας»

(Marx 1967 I: 180). Όπως ειδικότερα επισημαίνει ο Μαρξ,

Τα όργανα εργασίας δεν προσφέρουν μόνο ένα μέτρο για το βαθμό

ανάπτυξης που έχει επιτύχει η ανθρώπινη εργασία, αλλά αποτελούν επίσης

δείκτες των κοινωνικών συνθηκών κάτω από τις οποίες ασκείται αυτή η

εργασία. (Marx 1967 I: 180)

Με μια συναφή έννοια και αναφορικά με την τεχνολογία που σχετίζεται μ’ αυτά τα

όργανα (και μεθόδους) παραγωγής, σημειώνεται επίσης ότι

Η τεχνολογία αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος ασχολείται

με τη φύση, τη διαδικασία παραγωγής με την οποία υποστηρίζει τη ζωή του,

και έτσι αναδεικνύει τον τρόπο διαμόρφωσης των κοινωνικών του σχέσεων,

και των πνευματικών εννοιών που απορρέουν απ’ αυτές. (Marx 1967 I: 372)

Εδώ μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι ο Μαρξ ξεκάθαρα προσδοκά μια

ενδιαφέρουσα θεωρητική τάση που αναπτύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες και

αφορά την κοινωνική διαμόρφωση της τεχνολογίας (βλ. Yoxen 1981, MacKenzie

1984, MacKenzie and Wajcman 1985, Young 1985, Noble 1995, Tanuro 2010). Η

κοινωνική αυτή διαμόρφωση της τεχνολογίας δεν συνεπάγεται βέβαια μια υποτίμηση

του γεγονότος ότι, από τη στιγμή που αποκρυσταλλώνεται μια ορισμένη τεχνολογία,

επιδρά διαλεκτικά και σημαντικά στην παραπέρα αναδιάρθρωση και αναδιοργάνωση

της κοινωνικής παραγωγής.

Η κοινωνική διαμόρφωση της τεχνολογίας έχει σημαντικές συνέπειες για την

ειδικότερη αναλογία με την οποία το σταθερό κεφάλαιο σχετίζεται με το μεταβλητό

κεφάλαιο στην παραγωγή. Η προσταγή της καπιταλιστικής κερδοφορίας και της

ελαχιστοποίησης του κόστους, παράλληλα με τον εγγενώς ανταγωνιστικό χαρακτήρα

της καπιταλιστικής παραγωγής, συνεπάγεται μια αυξανόμενη εκμηχάνιση (και

αυτοματοποίηση) της παραγωγής που επιτρέπει μια αύξηση της παραγωγικότητας και

μια πειθάρχηση της εργασίας, καθώς και μια αυξανόμενη μεταποίηση φυσικών

πόρων, δηλαδή τον μετασχηματισμό της μεγαλύτερης δυνατής ποσότητας φυσικών

αξιών χρήσης σε τελικές αξίες χρήσης (εμπορεύματα). Ως εκ τούτου, υπάρχει μια

τάση για το κομμάτι του σταθερού κεφαλαίου (όργανα και υλικά εργασίας, C) να

αυξάνεται πιο γρήγορα από το κομμάτι που αφορά το μεταβλητό κεφάλαιο

4

(μισθολογικές δαπάνες, V), και για τη σύνθεση του κεφαλαίου να μεταβάλλεται

αντιστοίχως. Ακολουθώντας τον Μαρξ,

Με το όρο σύνθεση του κεφαλαίου εννοούμε … την αναλογία των ενεργών

και παθητικών του συστατικών, δηλαδή, του μεταβλητού και σταθερού

κεφαλαίου. … η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου [ο λόγος C/V σε φυσικούς

όρους] … αποτελεί την πραγματική βάση της οργανικής του σύνθεσης. … Η

αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου, στο βαθμό που καθορίζεται από, και

αντανακλά, την τεχνική του σύνθεση, αποκαλείται οργανική σύνθεση του

κεφαλαίου. (Marx 1967 III: 145-46)

Αν και θα επανέλθουμε παρακάτω στην έννοια αυτή της οργανικής σύνθεσης του

κεφαλαίου (ΟΣΚ), θα πρέπει εδώ να σημειωθεί πως ο Μαρξ σαφώς υπονοεί ότι

πρόσκαιρες ή συγκυριακές αλλαγές στις αξίες και κατ’ επέκταση στις τιμές του C και

V θα πρέπει να αγνοηθούν στον καθορισμό της ΟΣΚ. Η τελευταία είναι η αξιακή

σύνθεση του κεφαλαίου που αντανακλά τη μακροπρόθεσμη αποκρυστάλλωση μιας

τεχνικής σύνθεσης η οποία υποτίθεται άρρητα ότι είναι κερδοφόρα, και ως εκ τούτου

λειτουργική για το κεφάλαιο, και κατ’ επέκταση περιλαμβάνει μια ειδικότερη

λειτουργική (οργανική) σχέση με τη φύση.

Η κοινωνική διαμόρφωση της τεχνολογίας, στο πλαίσιο μιας ταξικά

διαιρεμένης και εκμεταλλευτικής κοινωνίας όπως ο καπιταλισμός, συνεπάγεται

επίσης ότι, σε αντίθεση με την κυρίαρχη θεώρηση, αλλά και ένα ορισμένο μέρος του

παραδοσιακού Μαρξισμού, η τεχνολογία και οι κοινωνικές δυνάμεις της παραγωγής

γενικότερα δεν μπορούν να είναι κοινωνικά ουδέτερες και επωφελείς για όλους (βλ.

και Young 1985, Tanuro 2010). Αξίζει εδώ να παραθέσουμε ένα εκτεταμένο εδάφιο

από τον Μαρξ για να δείξουμε ότι ο ίδιος ήταν εντελώς σαφής στο ζήτημα αυτό.

Στη γεωργία όπως και στη βιομηχανία, ο μετασχηματισμός της παραγωγής

υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου, σημαίνει … το μαρτυριολόγιο του

παραγωγού. Το εργαλείο εργασίας γίνεται το μέσο για το σκλάβωμα, την

εκμετάλλευση, και το φτώχεμα του εργάτη. Ο κοινωνικός συνδυασμός και

οργάνωση των εργασιακών διαδικασιών μετατρέπεται σ’ έναν οργανωμένο

τρόπο τσακίσματος της ατομικής ζωτικότητας, της ελευθερίας, και της

ανεξαρτησίας του εργάτη. … όλη η πρόοδος στην καπιταλιστική γεωργία

είναι μια πρόοδος στον τρόπο, όχι μόνο της καταλήστευσης του εργάτη,

αλλά και της καταλήστευσης του εδάφους. Όλη η πρόοδος στην αύξηση της

γονιμότητας του εδάφους για μια ορισμένη περίοδο, είναι μια πρόοδος που

τείνει στην καταστροφή των διαρκών πηγών αυτής της γονιμότητας. Όσο

περισσότερο μια χώρα ξεκινά την ανάπτυξή της πάνω στη βάση της

σύγχρονης βιομηχανίας … τόσο γρηγορότερη είναι αυτή η διαδικασία

καταστροφής. Η καπιταλιστική παραγωγή, επομένως, αναπτύσσει την

τεχνολογία, και τον συνδυασμό διαφόρων διαδικασιών σε ένα κοινωνικό

5

σύνολο, μόνο με την αφαίμαξη των βασικών πηγών κάθε πλούτου – του

εδάφους και του εργάτη. (Marx 1967 I: 506-507)

3. Η τεχνολογία ως μια κοινωνική αναδιοργάνωση της φύσης

Σε μια πρώτη προσπάθεια να ορίσουμε την τεχνολογία, θα μπορούσε να ειπωθεί

ότι είναι το σύνολο των συγκεκριμένα και σκόπιμα κατασκευασμένων μέσων και

εργαλείων της παραγωγής, των μεθόδων παραγωγής και της συσσωρευμένης

σχετικής γνώσης, τα οποία αρθρώνονται με συγκεκριμένο τρόπο και υποτάσσονται

από την ανθρώπινη εργασία με στόχο την παραγωγή ενός ορισμένου προϊόντος ή

αποτελέσματος (έργου). Με μια ευρύτερη έννοια, υποστηρίζεται εύλογα ότι η ίδια η

εργασιακή διαδικασία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως

η κίνηση της φύσης που εμφυσείται με ένα ανθρώπινο σκοπό και

υποτάσσεται στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Η τεχνολογία,

δεν είναι απλώς ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται στον εξανθρωπισμό της

φύσης, αλλά αποτελεί μάλλον μια μορφή της φύσης που διαμορφώνεται για

να αντιμετωπίσει ανθρώπινες ανάγκες, διακριτή από άλλες μορφές της

φύσης στην εργασιακή διαδικασία εξαιτίας του ρόλου της στη

διαμεσολάβηση της σχέσης ανάμεσα στην εργασία και την πρώτη ύλη. Με

μια λέξη, η τεχνολογία αποτελεί εξανθρωπισμένη φύση. (Fish 2010: 130)

Είναι πράγματι κατανοητό ότι τα ανθρώπινα όντα και η εργασιακή τους δύναμη

αποτελούν κομμάτι της φύσης στο βαθμό που εξαρτούνται από τη φύση για την

επιβίωσή τους και από την κατανάλωση οργανικών τροφών (ζώων και φυτών), ενώ

τα ζώα επιβιώνουν με φυτικές (ή άλλες ζωικές) τροφές, και η ανόργανη ύλη κυρίως

προσφέρει την τροφή για τα φυτά. Τα εργαλεία και όργανα εργασίας, ως μια

συγκεκριμένη έκφραση της τεχνολογίας, παράγονται επίσης από παρελθούσα εργασία

και μια αντικειμενοποίηση της φύσης (ενέργεια και υλικά), ενώ άλλες πλευρές της

τεχνολογίας στηρίζονται ουσιαστικά σε φυσικές δυνάμεις και διαδικασίες. Η

τεχνολογία, επομένως, αποτελεί «μια μορφή της φύσης διαμορφωμένη για την

αντιμετώπιση ανθρώπινων αναγκών», διότι, όπως επισημαίνει ο Μαρξ,

Η φύση δεν κατασκευάζει μηχανές, ούτε ατμομηχανές, σιδηροδρόμους,

ηλεκτρικούς τηλέγραφους, αυτοκινούμενες μηχανές, κ.λπ. Αυτά είναι

προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας. Φυσικές ύλες που έχουν μετατραπεί σε

όργανα της ανθρώπινης θέλησης απέναντι στη φύση, ή της ανθρώπινης

συμμετοχής στη φύση. Είναι όργανα του ανθρώπινου εγκεφάλου,

δημιουργημένα από ανθρώπινο χέρι. Η δύναμη της γνώσης

αντικειμενοποιημένη. (Marx 1973: 706)

6

Εδώ μπορούμε να δούμε καθαρά τον κρίσιμο ρόλο που παίζει μια λίγο-πολύ

συνειδητή και σκόπιμη παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση. Αλλά αυτή η

μετασχηματική παρέμβαση των ανθρώπων δεν είναι απεριόριστη. Από μια υλιστική

σκοπιά, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι περιορίζεται από την ήδη

αποκρυσταλλωμένη τεχνολογία και τις υπάρχουσες συνθήκες του φυσικού κόσμου,

καθώς και από τους φυσικούς νόμους (βλ. Dickens 1996: 129). Απ’ αυτή τη

μεθοδολογική άποψη, «εκείνο που χρειάζεται είναι ένας μη ντετερμινιστικός υλισμός

και ένας οικολογικός ανθρωπισμός που αναγνωρίζουν τους διαλεκτικούς δεσμούς

ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη φύση, ανάμεσα στην ανθρώπινη συνείδηση και

τον φυσικό κόσμο» (Foster and Burkett 2000: 421).

Σε μια προσπάθεια μιας πιο συγκεκριμένης κατανόησης της τεχνολογίας, θα

πρότεινα ότι μια αποσαφήνιση της σχέσης ανάμεσα στην τεχνολογία και την

οργάνωση, ή την κοινωνική οργάνωση ειδικότερα, είναι κρίσιμης σημασίας.

Συνήθως θεωρείται ότι η τεχνολογία και η οργάνωση αποτελούν δύο ανεξάρτητες

οντότητες, αν και ενδεχόμενα αναγνωρίζεται ότι η τεχνολογία μπορεί να επηρεάζει

την κοινωνική οργάνωση (της παραγωγής και της κοινωνίας γενικά) και η οργάνωση

μπορεί επίσης να επηρεάζει την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Όπως επισημαίνουν

μερικοί συγγραφείς, κάθε καπιταλιστική διαδικασία εργασίας (και αυτό μπορεί να

ισχύει γενικότερα) χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη οργάνωση της εργασίας και

μια συγκεκριμένη τεχνολογία παραγωγής (βλ. Bowles, Edwards and Roosevelt 2005:

ch.13). Η τεχνολογία θεωρείται επίσης συνήθως ως διακριτή από τη φύση και ως

μέσο παρέμβασης στη φύση. Ωστόσο, αν κινηθούμε από την απλή περίπτωση ενός

συγκεκριμένου εργαλείου ή οργάνου σε περισσότερο σύνθετα τεχνολογικά

συστήματα, αντιλαμβανόμαστε ότι η κοινωνική οργάνωση αποτελεί αναγκαία ένα

συστατικό στοιχείο αυτών των συστημάτων, και κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης

περιλαμβάνει και στηρίζεται πάνω σε συγκεκριμένους τύπους τεχνολογίας. Η

τεχνολογία και η οργάνωση συνδέονται διαλεκτικά και αναπόσπαστα καθόσον

συνίστανται από κοινού ως μια ιδιαίτερη μορφή της φύσης. Όλα τα όργανα και οι

μέθοδοι παραγωγής, είτε απλά είτε σύνθετα, συνίστανται ουσιαστικά από διάφορους

συνδυασμούς φυσικών υλών, διαφορετικές μορφές της φύσης και/ή διαφορετικές

αλληλουχίες φυσικών δυνάμεων. Στην προέκταση της παραπάνω ανάλυσης, μπορεί

επομένως να υποστηριχτεί ότι η ίδια η τεχνολογία αποτελεί μια κοινωνικά

συγκεκριμένη αναδιοργάνωση (αναδιάταξη) της φύσης. Αφορά ουσιαστικά μια

ιδιαίτερη αναδιοργάνωση μέσα και ανάμεσα στην ανόργανη και οργανική φύση, και

της σχέσης ανάμεσα στους ανθρώπους και την μη-ανθρώπινη φύση. Όπως σημειώνει

ο Young (1985: 217), «υπάρχουν, βεβαίως, έγκυρες διακρίσεις ανάμεσα στους

ανθρώπους, τα τεχνουργήματα, και την αδιαμεσολάβητη φύση. Αλλά τα όρια

ανάμεσα σ’ αυτές θα πρέπει να ειδωθούν ως μεταβαλλόμενα – ή ως όρια τα οποία

μπορούν να ξεπεραστούν προς τη μια μεριά ή την άλλη, δηλαδή, ως μεταβατικά».

Μέσα σ’ έναν ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, οι κυριαρχούσες κοινωνικές

σχέσεις της παραγωγής δεν περιλαμβάνουν μόνο ένα ειδικό τύπο ιδιοκτησιακών

σχέσεων (τη σχέση με τα μέσα παραγωγής), αλλά βαθύτερα και πιο συγκεκριμένα

καθορίζουν την τεχνολογία ως μια σχεσιακή αναδιοργάνωση μέσα στη φύση.

7

Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, η φύση καθίσταται για πρώτη φορά

αντικείμενο και ζήτημα αξιοποίησης. Όπως το θέτει ο Μαρξ,

Για πρώτη φορά, η φύση γίνεται καθαρά ένα αντικείμενο για την

ανθρωπότητα, καθαρά ένα ζήτημα αξιοποίησης. Παύει να αναγνωρίζεται ως

μια δύναμη καθεαυτή. Και η θεωρητική ανακάλυψη των αυτόνομων νόμων

της φαίνεται απλώς ως τέχνασμα για την υποταγή της στις ανθρώπινες

ανάγκες, είτε ως αντικείμενο κατανάλωσης είτε ως μέσο παραγωγής. (Marx

1973: 409-10)

Με τον ερχομό της μηχανής ειδικότερα, «τα ίδια τα όργανα της παραγωγής ενέχουν

κάποιο ανθρώπινο σκοπό» και «καταλήγουν να προσεγγίζουν σε μια δύναμη της

φύσης». Όπως μπορεί να υποστηριχτεί, «είναι μ’ αυτή την έννοια που ο Μαρξ

προτείνει ότι, αντί για απλώς ‘τροποποιημένα φυσικά πράγματα’ που στέκονται

ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα και κάποιο αντικείμενο, οι βιομηχανικές τεχνολογίες

αποτελούν οι ίδιες μια δύναμη της φύσης, μια φυσική διαδικασία που μετατρέπεται

σε βιομηχανική διαδικασία» (Fish 2010: 135). Όπως σημειώνεται παραπέρα, «Ο

μοναδικός εξανθρωπισμός της φύσης που συνιστούν τα συστήματα μηχανών

αναδύεται ιστορικά με τη μορφή του πάγιου κεφαλαίου, ως ιδιωτικής ιδιοκτησίας που

υφίσταται σε μια αλλοτριωμένη σχέση προς την ζωντανή εργασία» (στο ίδιο: 137). Σ’

αυτή την περίπτωση, η κοινωνική σκοπιμότητα που εμφυσείται στην τεχνολογία και

η μετατροπή της φύσης καθορίζεται αυστηρά από την προσταγή της καπιταλιστικής

κερδοφορίας. Από την άλλη μεριά, οι φυσικές συνθήκες, καθώς και οι ταξικοί

αγώνες, καθορίζουν μερικά τη συγκεκριμένη μορφή της τεχνολογίας και τη

διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων της παραγωγής (βλ. Keefer 2009).

Είναι εξαιτίας αυτής της στενής διαλεκτικής αλληλο-συσχέτισης ανάμεσα στην

κοινωνία και τη φύση που είναι παραπλανητικό, όπως υποστηρίζει ο Moore (2011a,

2011b), να θεωρούμε την επίδραση του καπιταλισμού πάνω στο οικοσύστημα ως μια

εξωτερική πραγματικότητα. Είναι μάλλον καταλληλότερο να αντιλαμβανόμαστε τον

καπιταλισμό μέσα στη φύση και μια ειδικά καπιταλιστική οικολογία. Μέσα σ’ αυτό το

πλαίσιο, η ειδικά καπιταλιστική διαμόρφωση της τεχνολογίας, με την ευρεία έννοια

που σκιαγραφήθηκε παραπάνω ως μια αναδιοργάνωση της φύσης, έχει ασφαλώς

σημαντικές συνέπειες στο μεταβολισμό ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση.

Συνεπάγεται έναν ειδικά καπιταλιστικό μεταβολισμό με τη φύση.

Εκείνο που θα πρέπει εδώ να τονιστεί είναι ότι η κοινωνική διαμόρφωση της

τεχνολογίας στον καπιταλισμό συνεπάγεται μια τεχνολογία έντασης κεφαλαίου και,

όπως σημειώθηκε ήδη, μια αυξανόμενη εκμηχάνιση της παραγωγής η οποία τείνει

συστηματικά να αυξάνει την ΟΣΚ. Η αυξανόμενη συσσώρευση του κεφαλαίου στην

πάγια μορφή της συνιστά μια αντικειμενοποίηση (αποκρυστάλλωση) της φύσης, που

περιλαμβάνει παρελθούσα αλλοτριωμένη εργασία και φυσικούς πόρους, που έχουν

μετατραπεί σε ιδιωτική ιδιοκτησία. Στο βαθμό που το κεφάλαιο μπορεί ελεύθερα να

ιδιοποιείται τη φύση, η αντικειμενοποίηση αυτή της φύσης θα συνεχίσει απρόσκοπτα.

Ωστόσο, οι ενδεχόμενοι κοινωνικοί περιορισμοί και τα αυξανόμενα οικολογικά όρια

8

στην ελεύθερη ιδιοποίηση της φύσης θα τείνουν να υποκινούν μια αυξανόμενη

κεφαλαιοποίηση (και εργαλειοποίηση) της φύσης, η οποία, όπως αναλύεται

περαιτέρω στη συνέχεια, περιλαμβάνει την παραγωγή νέας φύσης και μια

αυξανόμενη υπαγωγή της φύσης στο κεφάλαιο. Μέσω της τεχνολογίας, επομένως,

οδηγούμαστε σε μια ειδική συγκεκριμενοποίηση του μεταβολισμού με τη φύση. Σε

μια ειδικότερη αναφορά στη βιοτεχνολογία, επισημαίνεται ότι, ο σκοπός της είναι να

υποστηρίξει την κυκλοφορία και συσσώρευση του κεφαλαίου ρυθμίζοντας την από-

ειδίκευση και τον εκτοπισμό των εργατών, και προσφέροντας ένα νέο σύνολο

προϊόντων και παραγωγικών διαδικασιών. Έτσι, «η ζωή μετατρέπεται σε παραγωγική

δύναμη, παίζοντας έναν αυξανόμενο ρόλο στην ανασύσταση των κοινωνικών

σχέσεων σε μια νέα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων» (Yoxen 1981: 112. Βλ. και

Dickens 1996: 113-116)

Η καπιταλιστική αυτή διαμόρφωση της τεχνολογίας έχει βαθύτερες συνέπειες

τόσο για τη μισθωτή εργασία όσο και για τους φυσικούς πόρους. Ενώ η κυρίαρχη

θεωρία συγχέει την κερδοφορία με την οικονομική (και κοινωνική)

αποτελεσματικότητα, κερδοφόρες καπιταλιστικές τεχνολογίες οδηγούν συχνά σε μια

αναποτελεσματική χρήση και κατασπατάληση τόσο της εργασίας όσο και της φύσης,

εξαιτίας της εντατικοποίησης της εργασίας, της ελεύθερης ιδιοποίησης και

εξάντλησης των φυσικών πόρων, και των αρνητικών περιβαλλοντικών διαχύσεων

(εξωτερικοτήτων). Η συστημική αυτή μεροληψία στην ανάπτυξη της τεχνολογίας

μπορεί να συνεπάγεται: (1) έναν αυξανόμενο περιορισμό της αυτόνομης εργασίας και

την υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο με τη μορφή της αφηρημένης

αλλοτριωμένης εργασίας, (2) μιαν εντατικοποίηση της εργασιακής εκμετάλλευσης,

(3) μια διαφοροποιημένη ταξική ιδιοποίηση της φύσης, και (4) μια συστημική

υποβάθμιση ή διασάλευση του υποστηρικτικού για τη ζωή οικοσυστήματος. Καθώς

οι συνέπειες αυτές από την ανάπτυξη και χρήση της τεχνολογίας εμπλέκουν έντονες

κοινωνικές και ταξικές συγκρούσεις, τροφοδοτούν επίσης ταξικούς αγώνες με

σημαντικό αντίκτυπο στις παραπέρα τεχνολογικές εξελίξεις και στην ιδιαίτερη

συγκεκριμενοποίηση του μεταβολισμού κεφαλαίου – φύσης (βλ. Keefer 2009).

Όπως γίνεται ήδη σαφές, η προσέγγιση που αναπτύσσεται παραπάνω, (a)

υπερβαίνει τον Καρτεσιανό δυϊσμό κοινωνίας/φύσης, ενώ αποσαφηνίζει τη

διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην οργανική και ανόργανη ή την ανθρώπινη και μη-

ανθρώπινη φύση, (b) υπερβαίνει τον τεχνολογικό ντετερμινισμό τονίζοντας την

κοινωνική διαμόρφωση της τεχνολογίας, (c) θεμελιώνει την ιδιαιτερότητα της

καπιταλιστικής τεχνολογίας και τον κοινωνικά μη-ουδέτερο χαρακτήρα της, (d)

ξεπερνά την αυθαίρετη διχοτόμηση τεχνολογίας/ οργάνωσης τονίζοντας τη συνέχεια

μεταξύ φύσης και κοινωνίας και κατανοώντας την τεχνολογία ως μια συγκεκριμένη

αναδιοργάνωση της φύσης, και (e) θεμελιώνει τον ειδικό χαρακτήρα του

μεταβολισμού κοινωνίας – φύσης στον καπιταλισμό.

4. Η αυξανόμενη ΟΣΚ, η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου και η

επιδεινούμενη κοινωνικο-οικολογική κρίση

9

Η κερδοφορία αποτελεί μια κεντρική προσταγή του ΚΤΠ και το ποσοστό

κέρδους ένα κρίσιμο δείκτη που αντανακλά τις συνθήκες αναπαραγωγής και

συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ακολουθώντας μια καθιερωμένη Μαρξιστική

ανάλυση, μπορούμε εδώ να ορίσουμε το μέσο ποσοστό κέρδους (p) ως τον λόγο της

συνολικά αποσπώμενης υπεραξίας (S) σε σχέση με το συνολικά επενδυμένο

κεφάλαιο, είτε με τη μορφή του σταθερού κεφαλαίου (C) είτε του μεταβλητού

κεφαλαίου (V). Διαιρώντας τον αριθμητή και παρονομαστή αυτού του κλάσματος με

το V, η σχέση αυτή μετατρέπεται ως ακολούθως:

p = S / (C+V) = s' / (c'+1) (1)

Εδώ, το s' = S/V αντιπροσωπεύει το ποσοστό υπεραξίας (ή το βαθμό εκμετάλλευσης

της εργασίας) και το c' = C/V αντιπροσωπεύει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου

(ΟΣΚ).

Όπως επισημάνθηκε ήδη, υπάρχει μια εγγενής προσταγή στον ΚΤΠ που οδηγεί

σε μια αυξανόμενη εκμηχάνιση της παραγωγής και μια αυξανόμενη ΟΣΚ. Αν

υποθέσουμε ότι το ποσοστό εκμετάλλευσης παραμένει αμετάβλητο, αυτό

συνεπάγεται μια πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους (ΠΤΠΚ), όπως μπορούμε να

δούμε από τη σχέση (1) παραπάνω. Αυτή είναι η κύρια τάση («ο νόμος ως τέτοιος»),

σύμφωνα με τον Μαρξ και τη σχετική σύγχρονη Μαρξιστική ανάλυση (βλ. Marx

1967 III: ch. XIII-XV, Moseley 1997, Kliman 2010, Carchedi 2011). Ο νόμος αυτός

(η κύρια τάση) μπορεί να αντισταθμιστεί από έναν αριθμό άλλων (αντισταθμιστικών)

τάσεων, οι οποίες μπορεί να τείνουν είτε να μειώσουν την ΟΣΚ είτε να αυξήσουν το

ποσοστό εκμετάλλευσης (s'), και έτσι να αυξήσουν το ποσοστό κέρδους. Εάν οι

αντισταθμιστικές αυτές τάσεις δεν είναι επαρκώς ισχυρές, η αυξανόμενη ΟΣΚ και η

ΠΤΠΚ θα οδηγήσουν σε μια κρίση υπερσυσσώρευσης. Αυτή είναι μια ισχυρή

ερμηνεία των επαναλαμβανόμενων κρίσεων του καπιταλισμού και της τρέχουσας

κρίσης (και ύφεσης) του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Καθώς η ΟΣΚ παίζει έναν προφανώς κρίσιμο ρόλο σ’ αυτή την ανάλυση, είναι

ανάγκη να εξετάσουμε παραπέρα την συστημική της αύξηση. Εκκινώντας από την

προσταγή του ΚΤΠ για μέγιστη κερδοφορία, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ο

σκοπός αυτός απαιτεί μια ελαχιστοποίηση του κόστους η οποία μπορεί να επιτευχθεί,

είτε μέσω της εκμηχάνισης και αυτοματοποίησης της παραγωγής, είτε μέσω μιας

μέγιστης «ελεύθερης ιδιοποίησης της φύσης» που είναι εξωγενής ως προς την

καπιταλιστική αναπαραγωγή, και μια εκτεταμένη εξωτερίκευση (διάχυση) ή

μετάθεση κόστους από το ιδιωτικό κεφάλαιο προς την κοινωνία. Αυτό συνεπάγεται

μια συνεχή αύξηση στην παραγωγικότητα της εργασίας που «συνίσταται ακριβώς στο

ότι το μερίδιο της ζωντανής εργασίας μειώνεται ενώ εκείνο της παρελθούσας

εργασίας αυξάνεται, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε η συνολική ποσότητα εργασίας που

ενσωματώνεται σ’ αυτό το εμπόρευμα να πέφτει» (Marx 1967 III: 260-61). Μια

αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας συνεπάγεται ότι μια ορισμένη ποσότητα

εργασίας μπορεί να θέσει σε κίνηση ή να μετασχηματίσει μια αυξανόμενη ποσότητα

10

φυσικών αξιών χρήσης (πρώτων υλών και ενέργειας), ενώ ένας τέτοιος μέγιστος

μετασχηματισμός (ή μεταποίηση) φυσικών πόρων αποτελεί προϋπόθεση για την

υλοποίηση μιας μέγιστης ποσότητας ανταλλακτικών αξιών (εμπορευμάτων). Τόσο η

εκμηχάνιση της παραγωγής και η επακόλουθη αύξηση της εργασιακής

παραγωγικότητας, όσο και η αυξανόμενη δυνατότητα μεταποίησης υλικού

συνεπάγονται μια συστημική αύξηση της ΟΣΚ. Όπως επισημαίνει ο Μαρξ, «με

εξαίρεση τις εξορυκτικές βιομηχανίες … όλοι οι βιομηχανικοί κλάδοι μεταχειρίζονται

πρώτες ύλες … που είναι ήδη προϊόντα εργασίας» (Marx 1967 I: 181). Αυτό σημαίνει

ότι, καθώς η ποσότητα του σταθερού κεφαλαίου (C) τείνει να αυξάνεται, η ΟΣΚ θα

αυξάνεται επίσης αντίστοιχα (βλ. και Young 1985: 216).

Ακολουθώντας την ορολογία του Μαρξ για τη σύνθεση του κεφαλαίου,

μπορούμε εδώ να ερμηνεύσουμε την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου με μια διττή

έννοια που σημαίνει μια ιδιαίτερη συγκεκριμενοποίηση της παραγωγής η οποία, από

τη μια μεριά εξυπηρετεί την κερδοφορία του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή/

ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, και από την άλλη διασφαλίζει

αυτή την αναπαραγωγή πάνω στη βάση μιας οργανικής σχέσης με την υπόλοιπη

φύση. Η οργανική αυτή σχέση του κεφαλαίου με τη φύση καθιστά δυνατή μια

μέγιστη ιδιοποίηση της φύσης, και με αυτή την έννοια η ΟΣΚ αντιπροσωπεύει μια

ιδιαίτερη διασύνδεση ανάμεσα στην καπιταλιστική παραγωγή και τη φύση. Όπως

γίνεται σαφές, η οργανική αυτή σχέση τίθεται μέσα στο πλαίσιο μιας ειδικά

καπιταλιστικής οικολογίας και ενός ιδιαίτερου μεταβολισμού με τη φύση.

Αναφορικά με την ίδια τη διαχρονική αύξηση της ΟΣΚ, θα πρέπει να σημειωθεί

ότι αρκετοί σχολιαστές έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν ότι η αυξανόμενη

παραγωγικότητα της εργασίας συνεπάγεται το φτήνεμα του σταθερού κεφαλαίου (C)

και αυτό μπορεί να σημαίνει μια μείωση της ΟΣΚ και κατά συνέπεια μια

αντισταθμιστική επίδραση στην ΠΤΠΚ. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί, ωστόσο, ότι

η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας μπορεί επίσης να μειώνει το κόστος

αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και ως εκ τούτου την αξία του μεταβλητού

κεφαλαίου (V). Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η επεκτεινόμενη συσσώρευση του

κεφαλαίου συνεπάγεται έναν αυξανόμενο όγκο σταθερού κεφαλαίου (μέσα

παραγωγής, ενέργεια και πρώτες ύλες), μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το

επιχείρημα σχετικά με το φτήνεμα του C δεν είναι αρκετά βάσιμο.

Αλλά το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ενισχυθεί ούτε από ορισμένους

ισχυρισμούς που συνδέονται με κάποια ρεύματα της σύγχρονης βιβλιογραφίας, τα

οποία αφορούν, είτε μια υποτιθέμενη τάση απο-υλοποίησης της εργασίας συνδεόμενη

με μια προσέγγιση αυτονομιστικού Μαρξισμού («μετα-εργατισμού»), είτε ένα

περισσότερο εμπειρικό ισχυρισμό περί αυξανόμενης απο-υλοποίσης της παραγωγής

που εμφανίζεται στο πλαίσιο της κυρίαρχης βιβλιογραφίας. Όπως έχει επισημανθεί,

ακόμα και οι φαινομενικά άυλες μορφές παραγωγής (όπως υπηρεσίες ή παραγωγή

γνώσης) και η εργασία που εμπλέκεται σ’ αυτή την παραγωγή περιλαμβάνουν

σημαντικές υλικές βάσεις (Lessa 2006, Carchedi 2011: 60-85, Starosta 2012). Αν και

11

φαίνεται ότι μερικές σύγχρονες τεχνολογίες (π.χ. πληροφορική) δεν απαιτούν τόσο

πολύ πάγιο κεφάλαιο και επομένως συνεπάγονται μια περιορισμένη αύξηση της

σύνθεσης του κεφαλαίου, η αναγκαιότητα μιας τέτοιας αύξησης γίνεται

αναμφισβήτητη εάν θεωρήσουμε κατάλληλα την ευρύτερη κατηγορία του

«παθητικού» ή «σταθερού» κεφαλαίου, συμπεριλαμβάνοντας το λογισμικό και όλες

τις μορφές της παρελθούσας, αποκρυσταλλωμένης εργασίας, σε σχέση με την

ζωντανή εργασία. Σε αντίθεση με τις συνέπειες μιας υποτίθεται άυλης παραγωγής,

αναφερόμενος στο πάγιο μέρος του σταθερού κεφαλαίου, ο Μαρξ σημειώνει:

Η ανάπτυξη του πάγιου κεφαλαίου δείχνει σε ποιο βαθμό η γενική κοινωνική

γνώση έχει καταστεί μια άμεσα παραγωγική δύναμη, και σε πιο βαθμό,

επομένως, οι συνθήκες της ίδιας της διαδικασίας της κοινωνικής ζωής έχουν

υπαχθεί στο έλεγχο της γενικής διάνοιας και μετασχηματιστεί κατ’

αντιστοιχία μ’ αυτή. Σε ποιο βαθμό οι δυνάμεις της κοινωνικής παραγωγής

έχουν παραχθεί, όχι μόνο με τη μορφή της γνώσης, αλλά επίσης ως άμεσα

όργανα της κοινωνικής πρακτικής, της πραγματικής διαδικασίας της ζωής.

(Marx 1973: 706)

Από την άλλη μεριά, η υπόθεση της λεγόμενης «απο-υλοποίησης» εκφράζεται

από μια υποτιθέμενη μείωση των αναγκαίων υλικών και ενεργειακών απαιτήσεων για

μια ορισμένη ποσότητα παραγωγής (ΑΕΠ), και συνήθως γίνεται αντιληπτή ως «μια

συνδυαστική έννοια που περιλαμβάνει τόσο την οικο-αποτελεσματικότητα όσο και

την υποκατάσταση και αναφέρεται σε μια αποσύνδεση της οικονομικής μεγέθυνσης

από την κατανάλωση πόρων και τις αρνητικές περιβαλλοντικές της επιδράσεις»

(Næss and Høyer 2009: 74-75). Εντούτοις, όπως υποστηρίζεται αλλού, υπάρχουν

σοβαροί, τόσο θεωρητικοί όσο και εμπειρικοί λόγοι για την αμφισβήτηση αυτής της

υπόθεσης (βλ. Unruh 2000, Trainer 2001, Næss and Høyer 2009, Sulston 2012: 57,

Magdoff 2013, Liodakis 2013).

Πέρα απ’ αυτήν την αμφισβήτηση των επιχειρημάτων περί απο-υλοποίησης,

υπάρχουν σοβαρότεροι λόγοι για να υποθέσουμε ότι η αυξανόμενη εξάντληση και

υποβάθμιση των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος οδηγούν σε ένα αυξανόμενο

κόστος παραγωγής και σε μια αύξηση της αξίας του σταθερού κεφαλαίου, που

πιθανότατα συνεπάγονται μια αύξηση της ΟΣΚ. Αντιμετωπίζοντας τέτοιες δυσκολίες

και μια αυξανόμενη εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων, το κεφάλαιο έχει προ

πολλού, αλλά πιο εντατικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αναδυθεί σε μια μεγάλης

κλίμακας προσπάθεια για την παραγωγή νέας φύσης και την εκτεταμένη

κεφαλαιοποίηση της φύσης (βλ. Yoxen 1981, Young 1985, O’Connor 1992, Smith

2006, Moore 2010). Εδώ θα εξετάσουμε αυτή την κεφαλαιοποίηση της φύσης ως μια

επεκτεινόμενη και βαθύνουσα διαδικασία υπαγωγής της φύσης στο κεφάλαιο, που

περιλαμβάνει την παραγωγή νέας φύσης, τη σκόπιμη υποταγή της τεχνολογίας για την

αναδιοργάνωση της φύσης σύμφωνα με τις ανάγκες του κεφαλαίου, την βιο-

εκμετάλλευση και βιο-πειρατεία, και τη διατήρηση ή περίφραξη της φύσης ως

προϋπόθεση για την καπιταλιστική παραγωγή. Η πρόθεση των καπιταλιστικών φορέων

12

είναι να υποκαταστήσουν ή να αναπαράγουν περισσότερο άφθονα τις προϋποθέσεις για

τη συσσώρευση του κεφαλαίου, να μειώσουν τις φυσικές αβεβαιότητες και τους

οικολογικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η διαδικασία συσσώρευσης, και να

μειώσουν τα παραγωγικά κόστη για να διευρύνουν την κερδοφορία του κεφαλαίου (βλ.

Sulston 2012: 72-82). Αλλά μολονότι η στρατηγική για την κεφαλαιοποίηση της φύσης

είναι μερικά αποτελεσματική στην υπέρβαση ή μετάθεση των φυσικών ορίων, συνιστά

ουσιαστικά μια ύβρη ενάντια σ’ αυτά τα όρια και είναι μάλλον κοντόφθαλμη και

αυτοκαταστροφική καθώς τείνει, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σε μια

σωρευτική επιδείνωση της κοινωνικο-οικολογικής κρίσης που αντιμετωπίζει ο

καπιταλισμός. Καθώς οι απαιτήσεις ενός γοργά αναπτυσσόμενου καπιταλισμού τείνουν

σε μια εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων και της ελεύθερα ιδιοποιούμενης φύσης,

και η επεκτεινόμενη κεφαλαιοποίηση της φύσης τείνει να περιορίζει αυτή τη

δυνατότητα ελεύθερης ιδιοποίησης, οι διαδικασίες αυτές σε συνδυασμό με το

αυξανόμενο κόστος αυτής της ίδιας της κεφαλαιοποίησης συνεπάγονται μια ραγδαία

αύξηση του κόστους της καπιταλιστικής παραγωγής (βλ. Sulston 2012: 77), η οποία

υποσκάπτει τον λόγο ύπαρξης (raison d’être) του ίδιου του ΚΤΠ. Είναι γι αυτούς τους

λόγους που «η πρώτη προτίμηση του κεφαλαίου είναι η ιδιοποίηση της φύσης, μάλλον

παρά η παραγωγή της μέσα από το κύκλωμα του κεφαλαίου» (Moore 2010: 400).

Ωστόσο, στο βαθμό που η ελεύθερη αυτή ιδιοποίηση της φύσης περιορίζεται

συστηματικά, η αυξανόμενη κεφαλαιοποίηση της φύσης «δημιουργεί μια κοσμο-

ιστορική κατάσταση αυξανόμενου παραγωγικού κόστους που προκύπτει από την

υποβάθμιση των συνθηκών παραγωγής» (στο ίδιο: 405).

Το συμπέρασμα από το παραπάνω επιχείρημα είναι ότι, αντί για μια διαδικασία

«απο-υλοποίησης» που αντισταθμίζει την ΠΤΠΚ και χαλαρώνει τις περιβαλλοντικές

πιέσεις της καπιταλιστικής μεγέθυνσης, έχουμε μιαν αυξανόμενη κεφαλαιοποίηση

της φύσης που τείνει να αυξάνει τόσο την οικολογική υποβάθμιση όσο και το κόστος

παραγωγής. Η κεφαλαιοποίηση αυτή της φύσης, εντατικοποιώντας τον κύκλο της

παραγωγής, εξαντλώντας τις φυσικές δυνάμεις και τα αποθέματα, και παραβιάζοντας

τις οικολογικές σχέσεις και ισορροπίες, οδηγεί σε πολλαπλές ρήξεις και ρήγματα με

την υπόλοιπη φύση. Ταυτόχρονα, αυξάνει το κόστος της παραγωγής γενικά και του

σταθερού κεφαλαίου ειδικότερα, ενώ προσφέρει μια επαρκή εξήγηση της

γρηγορότερης αύξησης του σταθερού κεφαλαίου σε σύγκριση με τη ζωντανή

εργασία, και ως εκ τούτου της συστημικής αύξησης της ΟΣΚ. Η διαχρονική αυτή

αύξηση της ΟΣΚ, που φαινομενικά δεν αντιμετωπίζει κανένα όριο, επιβεβαιώνεται

επίσης εμπειρικά στις περισσότερες χώρες, ενώ η δυνατότητα αύξησης του βαθμού

εκμετάλλευσης της εργασίας ως αντισταθμιστικής τάσης που μειώνει την ΠΤΠΚ

αντιμετωπίζει συγκεκριμένα βιο-πολιτικά όρια. Ως αποτέλεσμα, η ΠΤΠΚ θα

κυριαρχεί και, παρ’ όλες τις αντισταθμιστικές τάσεις που συχνά διαμεσολαβούνται

από το κράτος, μια φθίνουσα κερδοφορία θα εκδηλώνεται, αργά ή γρήγορα, ως μια

επιδεινούμενη κρίση υπερσυσσώρευσης. Οι πιο συγκεκριμένες εκφράσεις αυτής της

κρίσης περιλαμβάνουν μια ραγδαία μείωση της παραγωγής και των επενδύσεων, μια

επέκταση της ανεργίας, και μια καταστροφή ενός σημαντικού μέρους των

13

συσσωρευμένων μέσων και δυνάμεων της παραγωγής, η οποία ειρωνικά θεωρείται ως

προϋπόθεση για τη βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας (βλ.

Carchedi 2011: 147-48). Η τάση αυτή υπερσυσσώρευσης έχει και πάλι επιβεβαιωθεί

στις περισσότερες χώρες, αλλά και σε ένα παγκόσμιο επίπεδο, μέσα στο πλαίσιο ενός

ραγδαία παγκοσμιοποιούμενου καπιταλισμού (βλ. Li et al. 2007, Liodakis 2010a,

2012, Roberts 2012).

Οι μακροπρόθεσμες τάσεις (υπερσυσσώρευσης και κρίσης) του καπιταλισμού,

είναι ίσως ενδεικτικές των ιστορικών του ορίων, αλλά δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται

με ένα μηχανιστικό τρόπο συνεπαγόμενο μια επικείμενη κατάρρευση του

καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, η βιωσιμότητα του καπιταλισμού

διαμεσολαβείται επίσης από έναν αριθμό άλλων παραγόντων (περιλαμβάνοντας την

ιδεολογία και το κράτος) και εξαρτάται από μια ευρύτερη και απείρως συνθετότερη

διαλεκτική διαδικασία. Θα ήταν παραπλανητικό επομένως να εστιάσουμε μόνο στην

κρίση υπερσυσσώρευσης.

Όπως υποστηρίζεται αλλού, η οικονομική μορφή της κρίσης που αντιμετωπίζει

ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι τόσο στενά και διαλεκτικά αλληλένδετη με μια

ραγδαία επιδεινούμενη οικολογική κρίση που μας επιτρέπει νόμιμα να κάνουμε λόγο

για μια γενικότερη κοινωνικο-οικολογική κρίση (βλ. Liodakis 2013). Περιγράφοντας

αυτή την κρίση, αρκεί να τονίσουμε τις ακόλουθες τρείς βασικές της εκδηλώσεις: (1)

την κρίση κερδοφορίας και συσσώρευσης που κορυφώνεται με την πρόσφατη έντονη

κρίση και παγκόσμια ύφεση, (2) την επιδεινούμενη οικολογική κρίση ως μια

αυξανόμενη αναντιστοιχία και ρήξη στην ειδικά καπιταλιστική ανταλλαγή ανάμεσα

στην κοινωνία και τη φύση, και (3) την βαθειά και παρατεταμένη κρίση σε όλες τις

μορφές και τους θεσμούς της κοινωνικής οργάνωσης, μια διαλυτική πολιτισμική

υποβάθμιση, και ως επιστέγασμα όλων αυτών μια κρίση που αφορά τις προϋποθέσεις

της ανθρώπινης ανάπτυξης.

Η οικολογική μορφή της κρίσης που επισημάνθηκε παραπάνω μπορεί να

αποδοθεί, κατά πρώτον, σε μια συστημική υπέρβαση των οικολογικών ορίων. Αν και

τα όρια αυτά, με την αυστηρά Μαλθουσιανή τους έννοια, μπορούν να μετατεθούν και

να σχετικοποιηθούν μέσω μιας τεχνολογικής αναδιοργάνωσης και κεφαλαιοποίησης

της φύσης, δεν μπορούν να εξαλειφθούν. Δεύτερο, και ως αποτέλεσμα της

καπιταλιστικής μεγέθυνσης, η κρίση αυτή μπορεί να επέλθει μέσω μιας βίαιας και

καταστροφικής διάρρηξης των φυσικών/οργανικών σχέσεων μέσα στο οικοσύστημα,

και εκτεταμένων ρηγμάτων ή ανισορροπιών σε φυσικούς κύκλους και οικο-

ρυθμιζόμενες διαδικασίες, οι οποίες μπορεί σε σημαντικό βαθμό να ανατρέψουν την

κανονική αναπαραγωγή του οικοσυστήματος. Οι συνέπειες αυτής της κρίσης είναι

σημαντικές. Από τη μια μεριά, αυξάνοντας τη σπανιότητα στις προμήθειες φθηνών

τροφίμων, ενέργειας και υλικών, και αποτυγχάνοντας να διασφαλίσει ένα σταθερό

και ασφαλές οικολογικό περιβάλλον, θέτει όλο και πιο αυστηρά όρια στην

καπιταλιστική συσσώρευση (βλ. Magdoff 2013). Από την άλλη μεριά,

καταστρέφοντας τις συνθήκες για την αναπαραγωγή του οικοσυστήματος ή

14

οδηγώντας σε μια σοβαρή υποβάθμιση του καπιταλιστικού μεταβολισμού με τη

φύση, υποσκάπτει επίσης τις αναγκαίες συνθήκες για την υποστήριξη του κυρίαρχου

τρόπου παραγωγής και του πολιτισμού που αναπτύσσεται πάνω σ’ αυτή τη βάση.

Αν και ο καπιταλισμός έχει μέχρι τώρα επιδείξει μια αξιοσημείωτη ευκαμψία

και ικανότητα να υπερβαίνει κοινωνικο-οικολογικές κρίσεις, εκμεταλλευόμενος νέες

τεχνολογικές και θεσμικές καινοτομίες, μεταβαίνοντας σε νέες πηγές ενέργειας και

πρώτων υλών, ή μετακινούμενος σε νέα μέτωπα συσσώρευσης (βλ. Moore 2000,

2011a, 2011b), η τρέχουσα παρόξυνση της κοινωνικο-οικολογικής κρίσης φαίνεται

εξαιρετικά δύσκολο να ξεπεραστεί. Η ανάλυσή μας σχετικά με τη συστημική

επιδείνωση αυτής της κρίσης δείχνει ότι, πιθανότατα, ο καπιταλισμός έχει κατά το

μεγαλύτερο μέρος εξαντλήσει τα ιστορικά του όρια. Και μολονότι υπάρχει κάποια

βιβλιογραφία που επιχειρεί να εντοπίσει κάποιους μεγάλους κύκλους (μακρά κύματα)

καπιταλιστικής συσσώρευσης και να συσχετίσει αυτούς τους κύκλους με μείζονος

σημασίας τεχνολογικές και θεσμικές καινοτομίες (βλ. Li et al. 2007, Moore 2011a,

2011b), υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις για το εάν τέτοιοι μακροχρόνια

επαναλαμβανόμενοι κύκλοι μπορούν πράγματι να επιβεβαιωθούν, και αν κάποιες

νέες τεχνολογικές ή θεσμικές καινοτομίες θα μπορούσαν να προσφέρουν ένα νέο από

μηχανής θεό για τη διασφάλιση ενός νέου κύματος συσσώρευσης και μιας

αναπαραγωγής του καπιταλισμού στο διηνεκές και πέρα από κάθε ιστορικό όριο (βλ.

Li et al. 2007, Liodakis 2012).

Αλλά, αντί να εικάζουμε τις πιθανές συνέπειες των οποιωνδήποτε

πιθανολογούμενων καινοτομιών που αφορούν την καπιταλιστική συσσώρευση, είναι

ίσως περισσότερο γόνιμο να εστιάσουμε την προσοχή μας στους ταξικούς αγώνες και

τις κοινωνικές κινητοποιήσεις που θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν από τις όλο και

πιο άθλιες οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζει η εργαζόμενη κοινωνική

πλειοψηφία, την ραγδαία υποβάθμιση των οικολογικών συνθηκών, και τις εξίσου

άθλιες συνθήκες για την ανθρώπινη ανάπτυξη. Μια ειδικότερη ανάλυση τέτοιων

αγώνων και κοινωνικών κινητοποιήσεων ξεφεύγει από τα πλαίσια αυτού του άρθρου.

Είναι ίσως περισσότερο σκόπιμο, όμως, να αναφερθούμε σύντομα στις συνθήκες και

τις συνέπειες μιας σχετικής σπανιότητας ή αφθονίας που σχετίζεται με τον κυρίαρχο

τρόπο παραγωγής και την επιδεινούμενη κρίση, ή με μια εναλλακτική κοινωνική

οργάνωση.

Αν και ο καπιταλισμός έχει υποσχεθεί μια άφθονη παραγωγή αγαθών για την

αύξηση της κοινωνικής ευημερίας, με τη συστηματική αγνόηση των οικολογικών

ορίων, η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη και η κοινωνικο-οικολογική κρίση που

επιδεινώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τις τελευταίες δεκαετίες συνεπάγονται

στην πραγματικότητα μια αυξανόμενη σπανιότητα στους διαθέσιμους παραγωγικούς

πόρους και στις αξίες χρήσης που παράγονται για να ικανοποιήσουν κοινωνικές

ανάγκες. Στο μέσο μιας φαινομενικής αφθονίας παραγομένων εμπορευμάτων,

15

φαίνεται να υπάρχει μια αυξανόμενη σπανιότητα αξιών χρήσης που διατίθενται για

την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας,

ενώ μια αυξανόμενη σπανιότητα σε παραγωγικούς πόρους θέτει σοβαρούς

περιορισμούς στην ανάπτυξη του ίδιου του κεφαλαίου. Η αυξανόμενη αυτή

σπανιότητα εντείνεται παραπέρα από πρόσφατες θεσμικές αλλαγές που αφορούν την

προστασία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (ΔΠΙ) και τον εγκλεισμό της

γνώσης ή διαφόρων φυσικών και βιολογικών πόρων, που αντανακλούν σαφώς την

ανάγκη του κεφαλαίου να ιδιοποιηθεί και να αξιοποιήσει ακόμα πιο εντατικά τόσο

τους κοινωνικούς όσο και τους φυσικούς πόρους. Η αυξανόμενη αυτή σπανιότητα

αποτελεί μια ουσιαστική αντανάκλαση της βαθύνουσας κρίσης στο μεταβολισμό

κοινωνίας – φύσης και της επιδεινούμενης κοινωνικο-οικολογικής κρίσης. Όπως

σημειώθηκε ήδη, η βαθύνουσα αυτή κρίση στη μεταβολική σχέση ανάμεσα στο

κεφάλαιο και τη φύση εγείρει σοβαρές δυσκολίες και σημαντικούς περιορισμούς για

τη βιώσιμη αναπαραγωγή και συσσώρευση του κεφαλαίου. Αυτό, με τη σειρά του,

δημιουργεί τις προϋποθέσεις και ανοίγει μια προοπτική για την ιστορική υπέρβαση

του καπιταλισμού. Χρειάζεται, επομένως, να εξετάσουμε ειδικότερα αυτή την

προοπτική, τουλάχιστον από κάποιες ιδιαίτερες πλευρές.

5. Οι συνέπειες της κοινωνικο-οικολογικής κρίσης στην οικονομική

σπανιότητα/ αφθονία και η προοπτική του κομμουνισμού

Η τρέχουσα επιδεινούμενη κοινωνικο-οικολογική κρίση και η κρίση στη

μεταβολική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη φύση, ειδικότερα, τείνουν να

υποσκάπτουν τις συνθήκες για μια βιώσιμη ανάπτυξη και συσσώρευση του

κεφαλαίου. Και μολονότι δεν θα μπορούσε κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο

κάποιων μείζονος σημασίας τεχνολογικών καινοτομιών και/ή θεσμικών

αναδιαρθρώσεων που θα μπορούσαν να επιτρέψουν μια μακροπρόθεσμη

συσσώρευση του κεφαλαίου, η τρέχουσα κρίση αναμφίβολα και από πολλές πλευρές

εγείρει μια προοπτική για τη μετάβαση πέρα από τον καπιταλισμό. Εστιάζοντας στις

υλικές προϋποθέσεις μιας τέτοιας μετάβασης, ο Μαρξ είναι ιδιαίτερα εύγλωττος στο

εδάφιο των Grundrisse, όπου σκιαγραφεί τη διαδικασία βιομηχανικής ανάπτυξης, επί

τη βάση της οποίας, η άμεση εργασία στην παραγωγή αντικαθίσταται βαθμιαία από

την εφαρμογή της επιστήμης και την παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας, ο

εργάσιμος χρόνος και η ανταλλακτική αξία ως μέτρο του κοινωνικού πλούτου

καταρρέουν, και η ιδιοποίηση υπερεργασίας παύει να αποτελεί τον κύριο σκοπό της

παραγωγής. Αντ’ αυτών, η κοινωνική εργασία καθίσταται η κύρια πηγή κοινωνικού

πλούτου, επιτρέποντας την ανάπτυξη πλούσιων ατομικοτήτων μέσα στα πλαίσια μιας

συνεταιρισμένης παραγωγής (Marx 1973: 704-706).

Στα χνάρια μιας τέτοιας προβολής, έχει ειδικότερα υποστηριχτεί αλλού ότι μια

ανασύσταση των συνθηκών για μια πραγματικά βιώσιμη ανάπτυξη, μια ορθολογική

ανταλλαγή και έναν οργανικό μεταβολισμό με τη φύση μπορεί να πραγματοποιηθεί

16

μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας κομμουνιστικής προοπτικής (βλ. Liodakis 2010b, 2013).

Αυτή η προοπτική θα δημιουργούσε επίσης τις αναγκαίες συνθήκες για τη διεύρυνση

μιας σχετικής αφθονίας των παραγωγικών πόρων και του κοινωνικού πλούτου, χωρίς

να εξαλείφει εντελώς κάθε φυσική σπανιότητα (Liodakis 2001).

Στο πλαίσιο του κυρίαρχου και ιστορικά ειδικού τρόπου παραγωγής, και του

συναφούς και ειδικά διαμορφωμένου μεταβολισμού με τη φύση, είναι επομένως

σημαντικό να εξετάσουμε αυτές τις συνθήκες σχετικής σπανιότητας ή αφθονίας

καθώς αποτελούν σε μεγάλο βαθμό προϊόν των κυρίαρχων παραγωγικών σχέσεων και

της επιδεινούμενης κοινωνικο-οικολογικής κρίσης, αλλά και προϋπόθεση ή

περιορισμό για την ενδεχόμενη ανάπτυξη και βιωσιμότητα αυτού του τρόπου

παραγωγής. Η διερεύνηση αυτή των συνθηκών μιας αυξανόμενης σπανιότητας ή

αφθονίας είναι επίσης σημαντική επειδή οι συνθήκες αυτές αποτελούν προφανώς μια

ουσιαστική πλευρά και καθοριστικό στοιχείο της δυναμικής διαδικασίας

μετασχηματισμού από τον καπιταλισμό προς τον κομμουνισμό.

Η σπανιότητα ή αφθονία δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται, όπως γίνεται συχνά από

την κυρίαρχη θεωρία, αλλά και από μερικούς Μαρξιστές συγγραφείς, ως μια

φυσιοκρατική σύλληψη και σύγκριση της σχετικής διαθεσιμότητας ενός ορισμένου

αγαθού ή πόρου με την υπάρχουσα ανάγκη (ή ζήτηση) γι’ αυτό. Θα ήταν μάλλον

παραπλανητικό να θεωρήσουμε ότι οι φυσικές συνθήκες από μόνες τους, ή η

ανάπτυξη της τεχνολογίας και των παραγωγικών δυνάμεων, καθορίζουν

αποφασιστικά τη σχετική σπανιότητα ή αφθονία ενός ορισμένου αγαθού ή πόρου. Οι

κοινωνικές συνθήκες και σχέσεις παίζουν έναν ακόμα πιο κρίσιμο και καθοριστικό

ρόλο. Αρκεί ίσως εδώ να εξεταστούν οι ριζικές συνέπειες στην κατεύθυνση μιας

διεύρυνσης της οικονομικής και κοινωνικής αφθονίας που μπορεί να προκύπτουν από

κοινωνικές αλλαγές όπως η απο-αλλοτρίωση, στο πλαίσιο μιας κομμουνιστικής

προοπτικής, των φυσικών πόρων (της φύσης) και των παραγωγικών δυνάμεων, η

αποδέσμευση αυτών των δυνάμεων και της κοινωνικής γνώσης μέσω της

συνεργασίας, η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της εμπορευματικής

παραγωγής, και κατ’ επέκταση η εξάρτηση της παραγωγής από τις κοινωνικές

ανάγκες και όχι το ιδιωτικό κέρδος, η επέκταση της παραγωγής και κατανάλωσης

κοινών (δημόσιων) αγαθών, η επέκταση του ελεύθερου χρόνου και η ανάπτυξη μιας

σχετικής κουλτούρας, και η συλλογική και οικολογικά φιλική διαχείριση των πόρων

και των κοινωνικών αναγκών. Το ερώτημα επομένως που γεννάται είναι εάν η

αντιφατική σχέση ανάμεσα σε μια σχετική αφθονία και μια αυξανόμενη σπανιότητα

δημιουργεί μια ιστορικά περιοριστική συνθήκη για τον καπιταλισμό, αν η συνθήκη

αυτή συμβάλλει σε μια ιστορική μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό,

και αν μια αυξανόμενη αφθονία θα μπορούσε να αποτελεί έναν αυτο-ενισχυόμενο

παράγοντα μέσα σε μια τέτοια κομμουνιστική προοπτική.

Εξετάζοντας την περίπτωση του καπιταλισμού, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε

από τη μια μεριά ότι η ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας στην πορεία ανάπτυξης

της καπιταλιστικής παραγωγής τείνει να δημιουργεί μια σχετική αφθονία με τη μορφή

17

των παραγομένων εμπορευμάτων, και ως εκ τούτου σε μια δυνητική μείωση της

σπανιότητας. Η οικονομική και τεχνολογική υποκατάσταση μπορεί επίσης δυνητικά

να μειώσει τη σπανιότητα σε παραγωγικούς πόρους και τελικά προϊόντα, αλλά η

υποκατάσταση αυτή είναι περιορισμένη και μπορεί να προκύψει μόνο με ένα

αυξανόμενο κόστος (βλ. Sulston 2012: 73). Από την άλλη μεριά, θα πρέπει να

πάρουμε υπόψη, κατά πρώτον, ότι η καπιταλιστική μεγέθυνση συνεπάγεται μια

αυξανόμενη εξάντληση φυσικών πόρων και, ως εκ τούτου, μια αυξανόμενη

σπανιότητα (βλ. Magdoff 2013). Αναφερόμενος στον κίνδυνο εξάντλησης των μη-

ανανεώσιμων πόρων ιδιαίτερα, ο E. Mandel επισημαίνει ότι «ο κορεσμός της

ζήτησης, της κατανάλωσης, δεν είναι μόνο δυνατός. Είναι απόλυτα αναγκαίος για την

επιβίωση της ανθρωπότητας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους γιατί έχει καταστεί

ζήτημα ζωής και θανάτου να εξαλείψουμε ένα σύστημα το οποίο θεσμοποιεί τη

σπανιότητα υποκινώντας τη ζήτηση για διαρκώς μεταβαλλόμενα αγαθά»

(παρατίθεται στο Tanuro 2010: 98). Θα πρέπει, δεύτερο, να πάρουμε υπόψη ότι μια

αυξανόμενη (και συχνά τεχνητή) σπανιότητα επιβάλλεται συστηματικά ως

προϋπόθεση της εμπορευματικής παραγωγής και ως συνθήκη για την προστασία

δικαιωμάτων ιδιωτικής ιδιοκτησίας (περιλαμβανομένων των ΔΠΙ), και εξ αυτού ως

συνθήκη για την ιδιοποίηση μονοπωλιακών κερδών και προσόδων. Φαίνεται,

επομένως, ότι η σχετική αφθονία παραγομένων εμπορευμάτων επισκιάζεται από μια

συστημική αύξηση της σπανιότητας που σχετίζεται τόσο με τους παραγωγικούς

πόρους, τη βιοποικιλότητα, όσο και με αξίες χρήσης που ικανοποιούν κοινωνικές

ανάγκες. Ακόμα και μια αφθονία εμπορευμάτων μπορεί να μην έχει νόημα για την

εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία στο βαθμό που εισοδηματικοί περιορισμοί

ενδέχεται να περιορίζουν την πρόσβαση σ’ αυτά τα εμπορεύματα, συνεπαγόμενοι

έτσι μια πραγματική και αυξανόμενη σπανιότητα.

Κάτω από κομμουνιστικές συνθήκες, υπάρχουν αρκετοί λόγοι που

συνεπάγονται μια μείωση της σπανιότητας και μια αυξανόμενη αφθονία. Ανάμεσα σ’

αυτούς τους λόγους θα πρέπει να συμπεριλάβουμε: (a) την κοινή κοινωνική

ιδιοκτησία, τη συλλογική παραγωγή, και την κοινωνική συνεργασία, που

απελευθερώνουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την παραγωγικότητα

της εργασίας χωρίς να επιβαρύνουν τη βιώσιμη αναπαραγωγή του οικοσυστήματος,

(b) την παραγωγή και διαθεσιμότητα κοινών αγαθών που είναι προσβάσιμα σε όλους

(η αφθονία αποκλείει τη δυνατότητα μιας εμπορευματικής παραγωγής και την

επακόλουθη σπανιότητα), και (c) μια οικονομία μη-μεγέθυνσης αντιστοιχούμενη με

τις κοινωνικής ανάγκες, που δεν χρειάζεται να συνεπάγεται μια εξάντληση φυσικών

πόρων και αυξανόμενη σπανιότητα.

Επί του παρόντος, η αυξανόμενη σπανιότητα μπορεί να υποκινεί μια

ατομιστική συμπεριφορά για επιβίωση και, μ’ αυτή την έννοια, να συνιστά ένα

εμπόδιο στη συλλογική δράση ως προϋπόθεση για τη μετάβαση σε μια

κομμουνιστική αναδιοργάνωση της κοινωνίας. Από την άλλη μεριά, μια αυξανόμενη

αφθονία, που μπορεί να είναι αποτέλεσμα επιστημονικών/ τεχνολογικών εξελίξεων,

18

μιας αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας, και μιας επεκτεινόμενης

κοινωνικοποίησης της παραγωγής (περιλαμβανομένης της παραγωγής γνώσης), θέτει

αυξανόμενα όρια σε μια παραπέρα εμπορευματοποίηση/ κεφαλαιοποίηση της

παραγωγής, ενώ δίνει τη δυνατότητα στις κυριαρχούμενες και εκμεταλλευόμενες

τάξεις να διεξάγουν έναν πιο αποτελεσματικό αγώνα στην κατεύθυνση μιας

διευρυμένης αφθονίας και αυτο-ενισχυόμενης επέκτασης της παραγωγής των κοινών,

και έναν περισσότερο περιεκτικό μετασχηματισμό προς τον κομμουνισμό.

Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η αυξανόμενη σπανιότητα

στο πλαίσιο του σημερινού καπιταλισμού αποτελεί τόσο το αποτέλεσμα όσο και ένα

συστατικό στοιχείο του ειδικά καπιταλιστικού μεταβολισμού ανάμεσα στην κοινωνία

και τη φύση, ο οποίος με αδυσώπητο τρόπο οδηγεί σε μια αυξανόμενη επιδείνωση

της κοινωνικο-οικολογικής κρίσης. Καθώς η αυξανόμενη αυτή σπανιότητα και η

ραγδαία οικονομική και περιβαλλοντική υποβάθμιση περιορίζουν δραματικά τις

προοπτικές μιας αξιοπρεπούς ανθρώπινης ανάπτυξης, γίνεται όλο και πιο φανερό ότι

μια ουσιαστική υπέρβαση αυτής της υποβάθμισης και κρίσης προϋποθέτει μιαν

ιστορική υπέρβαση του καπιταλισμού. Αλλά μια τέτοια υπέρβαση δεν θα μπορούσε

να προκύψει απλά και μηχανιστικά μέσω μιας αυξανόμενης σπανιότητας ή μιας

αυτόματης κατάρρευσης του καπιταλισμού. Απαιτεί μάλλον μια συνειδητή και

μακροχρόνια επαναστατική πάλη για την επίτευξη μιας πραγματικής χειραφέτησης

τόσο των ανθρώπων όσο και της φύσης, και μ’ αυτό τον τρόπο τη ριζική και πιο

ορθολογική ανασυγκρότηση της μεταβολικής διαδικασίας ανάμεσα στην κοινωνία

και τη φύση.

Αναφορές

Bowles, S., Edwards, R. and F. Roosevelt (2005) Understanding Capitalism, Third

Edition, New York: Oxford University Press.

Burkett, P. (1999) Marx and Nature: A Red and Green Perspective, London:

Macmillan.

Carchedi, G. (2011) Behind the Crisis: Marx’s Dialectics of Value and Knowledge,

Historical Materialism 26, Leiden: Brill.

Dickens, P. (1996) Reconstructing Nature: Alienation, emancipation and the division

of labour, London: Routledge.

Fish, K. (2010) ‘Machine Systems and the Unique Nature of Industrial Capitalism.’

Critical Sociology, 37(1): 125-143.

Foster, J.B. (2000) Marx’s Ecology: Materialism and Nature, New York: Monthly

Review Press.

19

Foster, J.B. and P. Burkett (2000) ‘The Dialectic of Organic / Inorganic Relations:

Marx and the Hegelian Philosophy of Nature.’ Organization & Environment,

13(4): 403-425.

Keefer, T. (2009) ‘Fossil Fuels, Capitalism, And Class Struggle.’ The Commoner,

No.13: 15-21.

Kliman, A. (2010) The Persistent Fall in Profitability Underlying the Current Crisis:

New Temporalist Evidence, New York: Marxist Humanist Institute.

Lessa, S. (2006) ‘Η «άυλη εργασία»: Negri, Lazzarato και Harndt’ ΟΥΤΟΠΙΑ, nο.71.

Li, M., Feng, X. and A. Zhu (2007) ‘Long Waves, Institutional Changes, and Historical

Trends: A Study of the Long-Term Movement of the Profit Rate in the

Capitalist World-Economy’ Journal of World-Systems Research, XIII(1): 33-

54.

Liodakis, G. (2001) ‘The People – Nature Relation and the Historical Significance of

the Labour Theory of Value’ Capital & Class, No 73.

----------- . (2010a) Totalitarian Capitalism and Beyond, Surrey, UK: Ashgate

Publishing.

---------- . (2010b) ‘Political Economy, Capitalism and Sustainable Development.’

Sustainability, 2, 2601-2616. (www.mdpi.com/2071-1050/2/8/2601/pdf)

---------- . (2012) ‘Transformation and Crisis of World Capitalism: Long-run Trends

and Prospects’, Conference Political Economy and the Outlook for

Capitalism, Paris, July 5-7, 2012.

(http://www.assoeconomiepolitique.org/political-economy-outlook-for-capitalism/)

---------- . (2013) ‘Considering (Economic and Ecological) Crisis from a Communist

Perspective’ Perspectives on Global Development and Technology, 12(1-2):

194-218.

MacKenzie, D. (1984) ‘Marx and the Machine’ Technology and Culture, 25: 473-502.

MacKennzie, D. and J. Wajcman (1985) The Social Shaping of Technology,

Philadelphia: Open University Press.

Magdoff, F. (2013) ‘Global Resource Depletion: Is Population the Problem?’ Monthly

Review, 64(8): 13-28.

Marx, K. (1967) Capital I-III, New York: International Publishers.

------------ . (1973) Grundrisse, New York: Vintage Books.

Moore, J.W. (2000) ‘Environmental Crises and the Metabolic Rift in World-Historical

Perspective’ Organization & Environment, 13(2): 123-157.

20

----------- . (2010) ‘The End of the Road? Agricultural Revolutions in the Capitalist

World-Ecology, 1450-2010’ Journal of Agrarian Change, 10(3): 389-413.

----------- . (2011a) ‘Transcending the Metabolic Rift: A Theory of Crises in the

Capitalist World-Ecology’ Journal of Peasant Studies, 38(1): 1-46.

---------- . (2011b) ‘Ecology, Capital, and the Nature of our Times: Accumulation &

Crisis in the Capitalist World-Ecology’ Journal of World-Systems Research,

17(1): 108-147.

Moseley, F. (1997) ‘The Rate of Profit and Economic Stagnation in the US Economy’

Historical Materialism, 1: 161-74.

Næss, P. and G. Høyer (2009) ‘The Emperor’s Green Clothes: Growth, Decoupling,

and Capitalism’ Capitalism Nature Socialism, 20(3): 74-95.

Noble, D. (1995) Progress Without People: New Technology, Unemployment, and the

Message of Resistance, Toronto: Between the lines.

O’Connor, M. (1992) ‘The System of Capitalized Nature’ Capitalism Nature Socialism,

3(3): 94-99.

Roberts, M. (2012) ‘A world rate of profit’, Conference Political Economy and the

Outlook for Capitalism, Paris, July 5-7, 2012.

(http://www.assoeconomiepolitique.org/political-economy-outlook-for-capitalism/)

Smith, N. (2006) ‘Nature as Accumulation Strategy’, pp.16-36, in The Socialist

Register 2007. Coming to Terms with Nature, L. Panitch and C. Leys (eds).

London: Merlin Press.

Starosta, G. (2012) ‘Cognitive Commodities and the Value-Form’ Science & Society,

76(3): 365-392.

Sulston, J. Sir [Chair of the Working Group] (2012) People and the Planet, report of

The Royal Society (http://royalsociety.org).

Tanuro, D. (2010) ‘Marxism, Energy, and Ecology: The Moment of Truth’ Capital

Nature Socialism, 21(4): 89-101.

Trainer, T. (2001) ‘The “de-materialisation” myth’ Technology in Society, 23(4): 505-

514.

Unruh, G.C. (2000) ‘Understanding carbon lock-in’ Energy Policy, 28(12): 817-830.

Young, B. (1985) ‘Is Nature a Labour Process?’, pp.206-232, in Levidow, L. and B.

Young (eds) Science, Technology and the Labour Process: Marxist Studies,

volume II, London: Free Association Books.

21

Yoxen, E. (1981) ‘Life as a Productive Force: Capitalising the Science and Technology

of Molecular Biology’, pp.66-122, in Levidow, L. and B. Young (eds) Science,

Technology and the Labour Process: Marxist Studies, volume I, London: CSE

Books.