Περί Ψυχής» του Αριστοτέλη και στον Θωμά τον Α - IKEE / AUTh

56
1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Η έννοια της ψυχής στο «Περί Ψυχής» του Αριστοτέλη και στον Θωμά τον Ακινάτη ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΜΑΡΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ, Α. Ε. Μ. 324 ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ / ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΦΕΝΔΟΝΗ ΘΕΜΑ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Ακαδημαϊκό Έτος: 2006-07 Θεσσαλονίκη, 2007

Transcript of Περί Ψυχής» του Αριστοτέλη και στον Θωμά τον Α - IKEE / AUTh

1

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Η έννοια της ψυχής στο «Περί Ψυχής» του

Αριστοτέλη και στον Θωμά τον Ακινάτη

ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΜΑΡΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ, Α. Ε. Μ. 324

ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ / ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΦΕΝΔΟΝΗ

ΘΕΜΑ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Ακαδημαϊκό Έτος: 2006-07

Θεσσαλονίκη, 2007

2

3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 4

ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 9

ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ‘ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ’ 11

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ‘ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ’ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 12

Λίγα λόγια για το διάλογο ‘Εύδημος’

(Η ψυχή μετά θάνατον) 31

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΩΜΑ ΤΟΝ ΑΚΙΝΑΤΗ 34

Η ΨΥΧΗ ΣΤΟΝ ΘΩΜΑ ΤΟΝ ΑΚΙΝΑΤΗ 39

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ 51

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 55

4

ΕΕΕΙΙΙΣΣΣΑΑΑΓΓΓΩΩΩΓΓΓΙΙΙΚΚΚΑΑΑ ΑΑΑΡΡΡΙΙΙΣΣΣΤΤΤΟΟΟΤΤΤΕΕΕΛΛΛΗΗΗ

Ο μεγάλος σταγειρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης όντας μία

προσωπικότητα που ασχολήθηκε με την επιστήμη σε όλα τα είδη,

τις εκφάνσεις και τις διαστάσεις, δεν άφησε έξω από τις διατριβές

του την μελέτη της ψυχολογίας. Καταγόμενος από μία εύπορη

οικογένεια επιστημόνων, ταξίδεψε ανα την Ελλάδα και σπούδασε

στην περίφημη Ακαδημία του Πλάτωνα. Διέθετε ένα σπάνιο

πνεύμα, ενώ ο ίδιος ο δάσκαλός του, Πλάτωνας τον αποκαλούσε

τον ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή από του υπόλοιπους μαθητές

του, και τον αποκαλούσε «Νού».

‘Στην Ακαδημία, όπως είναι άλλωστε γνωστό, γίνεται συχνά

λόγος για τη σχέση σώματος-ψυχής καθώς και για την αθανασία

της ψυχής’.1

Η διαφορά των δύο μεγάλων ανδρών είναι ότι ο δάσκαλος

Πλάτωνας είναι περισσότερο προσκολλημένος στην θεωρία, ενώ ο

μαθητής Αριστοτέλης διακρίνεται για την εμπειρική μέθοδό του,

ώστε θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον πρώτο ρομαντικό

ενώ το δεύτερο ρεαλιστή. Αν και η διανόησή του έχει ως αφετηρία

αυτήν του Πλάτωνα όσον αφορά στην αναγωγή του μερικού στο

γενικό ως φορέα γνώσης, απορρίπτει τη βασική θέση του

δασκάλου του περί δύο διακριτών κόσμων, αυτόν του κόσμου των

αισθήσεων και αυτόν του κόσμου των ιδεών. Κοντολογίς,

‘απορρίπτει τον πλατωνικό δυισμό’. Αυτό που ο Αριστοτέλης

διακηρύττει βρίσκεται στην άποψη ότι ‘ αισθητός κόσμος αποτελεί

το καθαυτό αντικείμενο της έρευνας, που για να τον γνωρίσουμε,

1During, ‘Αριστοτέλης’, σ., 46

5

εκτός από τις αισθήσεις μας, η εννοιακή διανόηση είναι απλά και

μόνο το μέσο’. Η διανόησή του είναι αναλυτική και ξεκινά από την

εμπειρική πραγματικότητα, στης οποίας τις πρώτες αρχές

επιδιώκει να φτάσει’.2

Η έννοια ‘είδος’ την οποία χρησιμοποιεί Αριστοτέλης

εμπνευσμένος από τον Πλάτωνα, διακρίνεται ωστόσο ως ‘η αιτία

που ενεργεί μέσα στα όντα και τους δίνει τη μορφή (ένυλον είδος)’.

Αποτελεί παράλληλα, ‘έννοια και πράγμα, γνωστική και

πραγματική αρχή’. Ο σταγειρίτης φιλόσοφος επιδιώκει, προφανώς,

τη δημιουργία, ‘μίας φιλοσοφίας - επιστήμης εννοιών’, ανάλογη του

προγενέστερου δασκάλου του Πλάτωνα και κατ’ επέκταση του

Σωκράτη. Τουτ’ έστιν, ‘το καθέκαστο πρέπει να αναχθεί σε γενικές

έννοιες και να ερμηνευθεί παράλληλα με την παραγωγή τους’.3

Με τη φιλοσοφία των εννοιών, ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται

τα είδη σαν την εσωτερική ουσία των ίδιων των καθέκαστα και όχι

σαν ουσίες αυθύπαρκτες και χωριστές από τα όντα.

Αναφορικά με την αρχαιοελληνική λέξη ‘κίνησις’, πρέπει να

σημειωθεί, ότι, για το σταγειρίτη, δεν δηλώνει μόνο την κίνηση στο

χώρο, αλλά και την ποιοτική και ποσοτική μεταβολή, και συνεπώς,

όλες τις φυσικές μεταβολές. ‘Η αρχή της κίνησης βρίσκεται έξω

από τη φυσική διαδικασία και κινεί τον κόσμο, με το νόημα ότι όλα

τείνουν προς αυτήν’. 4

Ο Θεός, τον οποίο αντιλαμβάνεται ο Αριστοτέλης, δεν

δημιούργησε τον κόσμο ούτε και παρεμβαίνει στα φυσικά και στα

2During ό. π.σ. , 46 3 Τσέλλερ-Νεστλέ, ‘Ιστορία Ελληνικής Φιλοσοφίας’, 215, During, ‘Αριστοτέλης’,

76 4 During, ‘Αριστοτέλης’, 77

6

ανθρώπινα πράγματα. Έκανε την αιωνιότητα πραγματικότητα,

καθιστώντας τη γένεση έναν αιώνιο κύκλο. Παράλληλα, για τον

Αριστοτέλη, τόσο ο Θεός, όσο και οι ιδέες υπάρχουν μέσα στη

φύση.

Η διαδικασία της φύσης είναι μονόδρομη και είναι η εξής:

γένεση-αύξηση-τελείωση-παρακμή-φθορά. Βάσει των 4 αιτίων,

υλικό, μορφικό, ποιητικό και τελικό, οδηγούμαστε στη γνώση της

δομής των πραγμάτων.

Ο Αριστοτέλης δημιούργησε τη λέξη εντελέχεια για να

στηρίξει τη διδασκαλία του για το τέλος. Ήταν η λέξη που

χρειαζόταν για να δηλώσει το στάδιο εκείνο κατά το οποίο

επιτεύχθηκε το τέλος. ‘Η εντελέχεια είναι, επομένως, η στιγμή της

βιολογικής κορύφωσης, ενώ σε άλλες περιοχές, το ανάλογο’.

Ο άνθρωπος είναι το ανώτερο δημιούργημα της φύσης. Όλα

τα υπόλοιπα, δημιουργήθηκαν για να τον εξυπηρετούν.5 Η διαφορά

του ανθρώπου από τα ζώα είναι ότι διαθέτει την υψηλότερη

νοητική ικανότητα (νους).

Ο νους νοεί τον εαυτό του μετέχοντας στο αντικείμενο της

νόησης, έτσι ώστε νους και αντικείμενο (του) να είναι το ίδιο

πράγμα. Ο νους είναι ο τόπος των μορφών, δέχεται μέσα του τις

μορφές και, συνεπώς, είναι η μορφή των μορφών. Ως μορφή μόνο,

ο νους υπάρχει καθεαυτό, ένα ‘χωριστόν’. Όλες οι άλλες μορφές

είναι μορφές κάποιου άλλου πράγματος, ένα ‘τοιόνδε’.

Εκτός από το νου, οι υπόλοιπες λειτουργίες της ψυχής είναι

ψυχοφυσικά φαινόμενα. Η ψυχή και το σώμα είναι τα δύο

χαρακτηριστικά του ανθρώπινου σώματος και η σχέση τους είναι

5 During, ‘Αριστοτέλης’, 78

7

όμοια με αυτήν της ύλης και μορφής. Η ψυχή είναι η πρώτη και

κύρια προϋπόθεση της ζωής. ‘Ο νους είναι κάτι που υπάρχει

καθεαυτό, ένα χωριστό και από την πλευρά της φυσιολογίας δεν

έχει τίποτα κοινό με το σώμα’. Ο νους είναι, λοιπόν, το θεϊκό

στοιχείο μέσα μας.

Η ανάμνηση και οι γνώσεις δεν είναι στοιχεία που φέρουμε

με τη γέννησή μας. ‘Οι πρώτες βασικές εντυπώσεις που

αποκτούμε με τις αισθήσεις κατατάσσονται με τη βοήθεια της

κοινής αισθήσεως και αποθηκεύονται στη μνήμη ως παραστάσεις’.

Από επαναλαμβανόμενες παραστάσεις γεννιούνται οι γενικές

έννοιες. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε άμεσα το γενικό από το

επιμέρους και με κάποιο τρόπο, μέσω του επιμέρους, να

φτάσουμε στη γνώση του γενικού. Εφόσον ό, τι αντιλαμβανόμαστε

με τις6 αισθήσεις και ό, τι σκεφτόμαστε και λέμε για τα πράγματα

πηγάζει από την ψυχή, η ψυχή διαμορφώνεται κατά μία έννοια,

σύμφωνα με αυτά με τα οποία έχει να κάνει.

Όσον αφορά τη γνώση, αντικείμενό της είναι το γενικό, οι

γενικές έννοιες, οι οποίες όμως δεν έχουν πραγματικά υπάρξει. Για

τα αισθητά από την άλλη, υπάρχουν μόνο γνώμες. Το πρόβλημα

μεταξύ των αντικειμένων της γνώσης και των αισθήσεων, λύνεται

με το ζεύγος δύναμις-ενέργεια.7

Στην επίδραση του Πλάτωνα οφείλεται το γεγονός ότι ο

Αριστοτέλης θεωρεί τη νόηση κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από τις

6During, ‘Αριστοτέλης’, 79, 107-108 7 During, ό. π., 80

8

υπόλοιπες λειτουργίες της ψυχής. Θεωρεί ότι ο νους, ως

αποδέκτης παραστάσεων, πεθαίνει μαζί με το σώμα8 , αντίθετα το

κομμάτι του νου το οποίο κάνει τα πάντα, είναι αθάνατο.9

Ο Αριστοτέλης ως συστηματικός φιλόσοφος, κατέληξε μέσα

από τις μελέτες του στη διαίρεση της επιστήμης σε τρείς

διαστάσεις και ασχολήθηκε με τρία διαφορετικά είδη επιστημών,

δηλαδή, ‘την θεωρητική, την πρακτική, και την ποιητική επιστήμη’.

Η φυσική, τα μαθηματικά και η μεταφυσική (‘πρώτη φιλοσοφία’/

θεολογική, όπως συνηθίζει να την κατονομάζει), ανήκουν στην

θεωρητική επιστήμη, ενώ η ηθική και η πολιτική αποτελούν την

πρακτική επιστήμη. 10

8 During, ό. π., 85 9 During, ό. π., 86 10 Τσέλλερ-Νεστλέ, ‘Ιστορία Ελληνικής Φιλοσοφίας’, 216

9

ΣΣΣτττόόόχχχοοοιιι κκκαααιιι μμμέέέθθθοοοδδδοοοιιι τττηηηςςς δδδοοουυυλλλεεειιιάάάςςς τττοοουυυ ΑΑΑρρριιισσστττοοοτττέέέλλληηη:::

Η καινοτομία στη δουλειά του Αριστοτέλη είναι ότι κατάφερε

να οριοθετήσει και να ανεξαρτητοποιήσει τους επιμέρους τομείς της γνώσης. Επιπλέον, κατόρθωσε να καταστήσει την επιστήμη

που μελετά τη φύση, μία αυτόνομη επιστήμη.11

Ο Αριστοτέλης εξάγει τους κανόνες της επιστημονικής

μεθόδου από τα ίδια τα πράγματα, δηλαδή από τη γνώση μας για

το πώς έχουν αυτά. Επιπλέον, επιθυμώντας να γνωρίσει την

αλήθεια, στην οποία εμπιστευόταν τη δύναμή της να επιβάλλεται,

οδηγούνταν στην πεποίθηση ότι η γνώση και το είναι, συμπίπτουν.

‘Μπορούμε να πούμε πως η ψυχή είναι κατά κάποιο τρόπο το

σύνολο των πραγμάτων’. Στόχος της επιστημονικής του έρευνας

είναι η γνώση της δομής, κάτι που κυριαρχεί σε όλα τα έργα του,

που μας έχουν διασωθεί.12

Ο σταγειρίτης φιλόσοφος χρησιμοποιεί μία μοναδική,

πρωτοποριακή μέθοδο στα έργα του η οποία συνοψίζεται στα εξής

τρία στάδια:

α) ‘παρουσιάζει το πραγματικό υλικό που μπορεί να διαθέτει,

β) συζητάει, γιατί το πράγμα είναι έτσι όπως είναι,

γ) τελειώνει με τη σύνθεση όπου προσπαθεί να προσδιορίσει

με ακρίβεια αυτό πού είναι το πιο χαρακτηριστικό για το

αντικείμενο της έρευνάς του.

Όπως και να έχει, η αντικειμενικότητα δεν εγκαταλείπει

σχεδόν ποτέ τη σκέψη του’. 13

11 During, ‘Αριστοτέλης', 70 12 During, ό.π., 71 13 During, ό.π., 72

10

ΣΣΣΥΥΥΝΝΝΘΘΘΕΕΕΣΣΣΗΗΗ ΤΤΤΟΟΟΥΥΥ ‘‘‘ΠΠΠΕΕΕΡΡΡΙΙΙ ΨΨΨΥΥΥΧΧΧΗΗΗΣΣΣ’’’ Το ‘Περί Ψυχής’ κατατάσσεται στην τελευταία περίοδο της

συγγραφικής δραστηριότητας του Αριστοτέλη, δηλαδή στην

περίοδο της δεύτερης διαμονής του στην Αθήνα.14 Το έργο

κατατάσσεται στα ‘ακροαματικά’, έργα που προορίζονταν για

διδασκαλία. Σ’ αυτό οφείλονται οι συχνές επαναλήψεις, αλλά και

του ύφος του λόγου. Παρ’ όλα αυτά το σύγγραμμα αποτελεί ένα

ενιαίο όλο και όχι μία σύνθεση από επιμέρους κείμενα.

Ολόκληρο το κείμενο παρουσιάζει μία λογική συνέχεια,

ξεκινώντας από μία σύντομη εισαγωγή, αναφορικά με τη

μεθοδολογία της μελέτης της ψυχολογίας. Στο πρώτο κεφάλαιο του

πρώτου βιβλίου, αναφέρονται διάφορα προβλήματα

ακολουθούμενα, στα κεφάλαια 2 – 5, από μία ιστορική εισαγωγή.

Στην αρχή του δεύτερου βιβλίου, ο Αριστοτέλης δίνει τον

προσωπικό του ορισμό για την ψυχή,15 ενώ στο δεύτερο κεφάλαιο

συγκεκριμενοποιεί τον ορισμό του. Στη συνέχεια (3ο κεφ.), εξετάζει

τις ικανότητες της ψυχής – θρεπτική (Β 4), ικανότητες της

αίσθησης (Β 5 – Γ 3), διανοητική, ικανότητες επιθυμίας (Γ 8 – 11)

και ολοκληρώνει με τη σύνδεση και την ιεραρχία των ικανοτήτων

αυτών (Γ 12 – 13).16

14 Χριστοδούλου, ‘Αριστοτέλης, Περί Ψυχής’, 15 15 Χριστοδούλου, ‘Αριστοτέλης, Περί Ψυχής’, 16 16 Χριστοδούλου, ‘Αριστοτέλης, Περί Ψυχής’, 17

11

ΑΑΑΝΝΝΑΑΑΛΛΛΥΥΥΣΣΣΗΗΗ ΣΣΣΤΤΤΟΟΟ ΠΠΠΕΕΕΡΡΡΙΙΙ ΨΨΨΥΥΥΧΧΧΗΗΗΣΣΣ ΤΤΤΟΟΟΥΥΥ ΑΑΑΡΡΡΙΙΙΣΣΣΤΤΤΟΟΟΤΤΤΕΕΕΛΛΛΗΗΗ Το Περί Ψυχής είναι έργο της ωριμότητας του Αριστοτέλη και

μεγάλης φιλοσοφικής αξίας. Όπως παρατηρεί ο Hegel, ο

Αριστοτέλης στο Περί ψυχής ασχολείται με τη φύση της ψυχής

καθεαυτή και το είναι της (και όχι με την αφηρημένη καθολική φύση

της), τον τρόπο που δρα και τις δυνατότητες που έχει να ενεργεί.

Στη τρόπο δράσης της ψυχής, βρίσκεται και η ουσία της.

Με αφετηρία την δυιστική σύλληψη του Πλάτωνα, για τη

σχέση ψυχής – σώματος, ο Αριστοτέλης ανέπτυξε τους δικούς του

συλλογισμούς. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια, παίζουν

οι έρευνες του Αριστοτέλη για τη φύση, καθώς και οι μελέτες και οι

γνώσεις του σχετικά με βιολογικά θέματα.

O Αριστοτέλης συνέλαβε την ψυχολογία, χωρίς να την

περιορίζει στην βάση του ανθρώπινου οργανισμού, αλλά κάθε

ζωντανού οργανισμού, γενικότερα. Παράλληλα, συμπέρανε ότι το

σώμα και η ψυχή αποτελούν έναν αλληλοσυνδεόμενο συνδυασμό,

πολύ δε περισσότερο στην περίπτωση του ανθρώπου. Προηγείται

βεβαίως μια μεγάλη πορεία στην εξέλιξη της σκέψης και των

έργων του Αριστοτέλη, για να καταλήξει στο Περί Ψυχής.

Η ψυχή, για τον Αριστοτέλη, οντολογικά, είναι συγκεκριμένη.

Στο σχετικό σύγγραμμά του διευκρινίζεται πως η ψυχή δεν είναι

ένα ή περισσότερα σωματικά στοιχεία, ούτε υπόκειται σε κίνηση,

παρά μόνο όταν το έμψυχο σώμα αλλοιώνεται ή κινείται. Δεν

μπορούμε να συλλάβουμε την ψυχή ανεξάρτητα από το σώμα στο

οποίο ανήκει. Δεν υπάρχει, δηλαδή, χωρίς το σώμα, αλλά είναι ένα

κομμάτι από αυτό.17 Έτσι, η ψυχή, υφίσταται μέσα σε ένα σώμα, το

17 Χριστοδούλου, ‘Αριστοτέλης, Περί Ψυχής’, 9,13,14

12

οποίο είναι μάλιστα συγκεκριμένο. Χαρακτηριστικός είναι ο

ορισμός του Αριστοτέλη για την ψυχή στο ομώνυμο έργο του:

‘Ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού, οργανικού σώματος,

που έχει τη δυνατότητα της ζωής, και, επίσης, έχει μέσα του την

αρχή κίνησης και της στάσης’. Εντελέχεια είναι η μορφή του όντος

που υπάρχει σε μία κατάσταση δυνατότητας. Έτσι, η ψυχή είναι

μία υπόσταση με την έννοια της μορφής. Ο Αριστοτέλης, επίσης,

λέει χαρακτηριστικά πως η μορφή είναι αυτό που ένα

συγκεκριμένο σώμα ήταν να είναι. Είναι αιτία και αρχή του

ζωντανού σώματος, πηγή και σκοπός της κίνησής του. Είναι,

ακόμη, αιτία, ως μορφή του έμψυχου σώματος.

Η κύρια αιτία και αρχή των έμβιων όντων είναι η ψυχή, η

οποία ταυτίζεται με την ίδια τη φυσική, οργανική ζωή. Η ζωή, και

συνεπώς η ψυχή, διαθέτει ορισμένες ικανότητες και λειτουργίες

που εκτελούνται διαμέσου σωματικών οργάνων. Η κάθε κατηγορία

έμβιων όντων διαθέτει κάποιες από αυτές τις ικανότητες ή όλες

αντίστοιχα (επιθυμία, αίσθηση, κίνηση στο χώρο, θρεπτική,

διανοητική).18

Ανάμεσα στις ικανότητες της ψυχής που προαναφέραμε,

βρίσκεται και η ικανότητα της νόησης, η οποία δεν υφίσταται

ξέχωρα από την παράσταση, ενώ, παράλληλα, είναι κίνηση που

προκαλείται μέσω της αισθητηριακής αντίληψης. Ο Αριστοτέλης

αναφέρει ότι η νόηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το σώμα. Η

ψυχή δεν μπορεί να νοήσει χωρίς τις αισθήσεις και συνεπώς τη

φαντασία. Παρόλα αυτά, η νόηση, καθώς και η αναπαράσταση και

τα συναισθήματα δεν απαιτούν, όπως οι αισθήσεις, την παρουσία

ενός εξωτερικού αντικειμένου.

18 Χριστοδούλου, ‘Αριστοτέλης, Περί Ψυχής’, 10

13

Η διάνοια, αντίθετα με όλα τα παραπάνω, λειτουργεί

ανεξάρτητα από οποιοδήποτε σωματικό ή υλικό δεσμό και χωρίς

τη βοήθεια των αισθήσεων. Η νόηση τώρα, και η ερευνητικότητα,

φθείρονται μόνο όταν υπάρχει φθορά σε άλλα μέρη του σώματος,

όπως δηλαδή συμβαίνει και με την ψυχή, εφόσον οι παραπάνω

έννοιες ανάγονται στην ψυχή. Ενέργειες, όμως, όπως η σκέψη, η

αγάπη, το μίσος, δεν είναι πάθη του νου, αλλά του εκάστοτε

υποκειμένου. Έτσι, ο νους, εφόσον χαθεί το υποκείμενο, δεν

βιώνει τα παραπάνω συναισθήματα. 19

Ειδικότερα για το νου, ο Αριστοτέλης τον διακρίνει σε

ποιητικό και παθητικό. Ο πρώτος, δεν εξαρτάται από το σώμα,

ενώ, παράλληλα, είναι αμιγής και απαθής και έχει ως ουσία του

την ενέργεια. Ο δεύτερος, αντίθετα είναι καταλυτικός και

απαραίτητος για τη διαδικασία της σκέψης. Είναι αυτός που

παραμένει αθάνατος όταν η ψυχή χωριστεί από το σώμα. Η

βασική διαφορά του με τον παθητικό νου είναι ότι είναι απαθής και

συνεπώς δεν διατηρεί καμία ανάμνηση ή εντύπωση από την

επίγεια ζωή. Ο παθητικός, αντίθετα, ο οποίος είναι ευπαθής,

χάνεται με το θάνατο του σώματος. 20

Η έννοια της ετερότητας, του ετέρου, που αναφέρεται στο

έργο αυτό είναι καθοριστική για την αρχαία διαλεκτική. Πρόκειται

για το στοιχείο που υπέρκειται του χρόνου. Με βάση αυτό ‘τελείται

το γίγνεσθαι της διαφοράς, ως οντολογικής πραγματικότητας και

υπερβατικής συνιστώσας του Λόγου’.21 ‘Η έννοια αυτή οξύνεται και

επικεντρώνεται μέσα στη σύλληψη της ψυχής ως αρχής του

19 Χριστοδούλου, ‘Αριστοτέλης, Περί Ψυχής’ 11 20 Χριστοδούλου, ‘Αριστοτέλης, Περί Ψυχής’ 12 21 Πρακτικά Συνεδρίου, ‘Ο Αριστοτέλης Σήμερα’, 145

14

αναγινωσκομένου γίγνεσθαι’. Η ψυχή είναι το μέσο με το οποίο

καταρχάς ζούμε, αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε, είναι λόγος και

είδος, χωρίς να είναι ύλη, είναι το υπόστρωμα των πραγμάτων, με

άλλα λόγια το υποκείμενο.

Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται τη σχέση ψυχής-σώματος

απόλυτα κυριαρχική ‘και αυτή η σχέση ως εντελέχεια, ισχύει τόσο

για τους ανθρώπους, όσο και για τα ζώα’. Επιπλέον, ‘για να

αναπτύξει την έννοια της εντελέχειας, χρησιμοποιεί ως έννοια-

κλειδί την έννοια της πράξης’.22

Η ψυχή, όσον αφορά τη νοητική της φύση, έχει τη

δυνατότητα της γνώσης και συνεπώς ενέχει κάθε γνώση σαν

δυνατότητα μέσα της. Εντούτοις, ‘μόνο βαθμιαία αγγίζει την

πραγματική γνώση’.23

Παράλληλα, ‘γνωρίζει τον εαυτό της μέσω του ίδιου του

εαυτού της και όχι μέσω των αισθήσεων’. Για να εξετάσουμε το

τμήμα της ψυχής με το οποίο γνωρίζει και σκέφτεται, πρέπει να

δούμε πως πραγματοποιείται η νοητική διαδικασία. Η νόηση, ως

πάθος, δέχεται την ενέργεια του νοητού ή κάποιου άλλου ετέρου

σαν το νοητό.24 Η ψυχή οφείλει να είναι απαθής, αλλά συνάμα

δεκτική του είδους το οποίο δέχεται και παράλληλα δυνάμει με

αυτό, όμως όχι

αυτό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αίσθησης με το

αισθητό. Αυτή τη σχέση πρέπει να έχει ο νους με το νοητό. Ο νους

νοεί τα όντα και παράλληλα κυριαρχεί σ’ αυτά. Για το λόγο αυτό

22 Πρακτικά Συνεδρίου, ‘Ο Αριστοτέλης Σήμερα’, 146 23 Τσέλλερ-Νεστλέ, ‘Ιστορία Ελληνικής Φιλοσοφίας’, 217 (Αναλυτικά Ύστερα

και Φυσικά) 24 Πρακτικά Συνεδρίου, ‘Ο Αριστοτέλης Σήμερα’, 147

15

πρέπει να είναι χωριστός από αυτά και να μην εμφανίζεται μαζί με

ψυχής, όπως λέγεται, μέσω του οποίου αυτή διανοείται και τα

φαινόμενα ή να παρακωλύεται από ξένο στοιχείο. Ο νους της

υποθέτει, δεν είναι ‘εν ενεργεία τίποτε εκ των όντων προτού να

νοήσει. (ο παραπάνω συλλογισμός αναλύεται στο τρίτο κεφάλαιο

του Περί ψυχής).

Ο νους, σε αντίθεση με την αίσθηση, είναι χωριστός από τα

αντικείμενα που νοεί και μπορεί να είναι εν δυνάμει ένα από τα

νοητά του, το σπουδαίο όμως είναι ότι μπορεί να νοεί τον εαυτό

του, συλλογισμός που πλησιάζει την περίφημη διατύπωση για τη

‘νόηση νοήσεως’ που αναπτύσσεται στο Μετά τα Φυσικά. ‘Η

αυτοπαθής κίνηση της ψυχής γεννά στρεφόμενη προς τα μέσα

αυτό το οποίο η ίδια αναγνωρίζει ως δικό της από τα έξω’.

Στο Β’ κεφάλαιο (412 b 10), ο Αριστοτέλης ανακεφαλαιώνει,

ότι η ψυχή είναι μία υπόσταση με την έννοια της μορφής.25

Η ψυχή, για το σταγειρίτη, πραγματοποιεί την εξής

δραστηριότητα: ‘κινεί τον εαυτό της’. Η κίνηση αυτή συνοψίζεται

στα εξής δύο τινά: ‘το είδος που κινεί και την ύλη που κινείται’. ‘Η

ύλη αντιπροσωπεύεται από το σώμα, ενώ το είδος από την ψυχή

του εμψύχου’. Συνεπάγεται λοιπόν ότι η ψυχή μη όντας ασώματη,

δεν ενέχει παράλληλα κάποιο σωματικό στοιχείο, ενώ η ίδια

παραμένει ακίνητη, εν αντιθέσει με την αντίληψη του Πλάτωνα, ότι

κινεί τον εαυτό της. Η ψυχή ενώνεται με το σώμα, το οποίο

25 Πρακτικά Συνεδρίου, ο. π., 148, (Α 2 408 b18: Η αίσθηση ξεκινά από

συγκεκριμένα αντικείμενα, ενώ η ανάμνηση από την ψυχή, για να προχωρήσει

στις κινήσεις ή τα σταθερά σημεία μέσα στα αισθητήρια όργανα).

16

αποτελεί ένα απλό μέσο, όπως το είδος με την ύλη και κατ’

επέκταση ‘η ποιότητα του σώματος λειτουργεί με βάση την

παραπάνω λογική. Αυτός είναι και ‘ο προορισμός του σώματος’. ‘Η

έννοια αυτή του οργανικού αντιπροσωπεύει τον Αριστοτέλη,

εφόσον ήταν αυτός που την πρωτοδιατύπωσε. 26 Εφόσον, λοιπόν,

ο Αριστοτέλης ‘ορίζει την ψυχή ως την πρώτη εντελέχεια ενός

οργανικού σώματος’, καταλήγουμε στο επιχείρημα ότι η ψυχή είναι

ζωογόνος αρχή και η κινητήριος δύναμη του σώματος, ‘που το

πλάθει σαν όργανό της, ώστε μας δίνει μία αίσθηση του

χριστιανικού Θεού απέναντι στον άνθρωπο. Η ψυχή είναι δηλαδή

κάτι μέσα και παράλληλα έξω από το σώμα, που χωρίς αυτήν το

σώμα παύει, θα λέγαμε, να έχει λόγο ύπαρξης.

Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται την ψυχή ενός ατόμου

(‘ατομική ψυχή’) διαιρεμένη σε τρείς επιμέρους κατηγορίες οι

οποίες την συναποτελούν και οι οποίες διακρίνονται στις εξής: ‘τη

θρεπτική/φυτική, την αισθητική/ζωική και τη λογική/ανθρώπινη’. Οι

τρεις αυτές κατηγορίες συνυπάρχουν μεταξύ τους δημιουργώντας

έναν άρρηκτο δεσμό ο οποίος συνοψίζεται στην ‘ατομική ψυχή’

όπως προαναφέρθηκε. ‘Στην προοδευτική ανάπτυξη της ψυχικής

ζωής αντιστοιχεί η βαθμιαία σειρά των εμψύχων, που καθώς

γίνεται αδιάκοπα με βαθμιαίες μεταβάσεις, απλώνεται από την

ατελέστερη στην ανώτατη’.

Στα τρία είδη ζωής που συναντάμε στη φύση, υπάρχουν και

οι ανάλογες διαφοροποιήσεις. Ο σταγειρίτης εξηγεί πως η ζωή των

φυτών αποτελείται ‘μόνο από τη θρέψη και την αναπαραγωγή. Στα

ζώα, προστίθεται στα παραπάνω ‘η αίσθηση,

26Τσέλλερ-Νεστλέ, ‘Ιστορία Ελληνικής Φιλοσοφίας’, 235

17

και σε πολλά από αυτά η αντίληψη της αλλαγής χώρου. Στον

άνθρωπο, τέλος, λαμβάνοντας υπόψη και όλα τα παραπάνω,

κυριαρχεί η νόηση.27

‘Το πνεύμα είναι ο άμεσος φορέας της ψυχής (ως βάση της

ζωικής θερμότητας, ουσίας συγγενικής με τον αιθέρα)’. Τα δύο

αυτά στοιχεία είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένα και συνοδεύουν την

ανθρώπινη ύπαρξη σε όλη της την πορεία, ενώ μεταδίδονται από

γενιά σε γενιά με τη διαδικασία της γέννησης.28

Ο νους, όπως προαναφέρθηκε, είναι η ιδιότητα που διαθέτει

ο άνθρωπος που τον καθιστά διακριτό έναντι των υπόλοιπων

έμβιων όντων. Στο νου οφείλονται όλες οι χαρακτηριστικές

λειτουργίες του ανθρώπου, όπως τόσο ‘η σωματική κατασκευή

(π.χ. όρθια στάση σώματος), όσο και ‘οι κατώτερες ψυχικές

λειτουργίες, όπως η αντίληψη (αίσθηση) και που ανταποκρίνονται

στον ανώτερο προορισμό του ανθρώπου’.

Ο Αριστοτέλης εξηγεί τη διαδικασία της αντίληψης-αίσθησης,

ως εξής: ‘τις γενικές ιδιότητες των όντων τις αντιλαμβανόμαστε με

το κοινό αισθητήριο’. Στο σημείο που βρίσκεται το κοινό

αισθητήριο’ συγκεντρώνονται όλα τα ερεθίσματα που γίνονται

αντιληπτά μέσω των αισθητηρίων οργάνων.29 Το όργανο όπου

εδρεύει το κοινό αισθητήριο είναι η καρδιά, ενώ οι αισθήσεις

μεταφέρονται σ’ αυτό μέσω του πνεύματος. Οι επιμέρους

λειτουργίες που πραγματοποιούνται μέσω των αισθήσεων, όπως η

μνήμη, η ανάμνηση καθώς και τα όνειρα αναλύονται παρακάτω

από τον Αριστοτέλη. Οι εικόνες που λαμβάνονται μέσω των

27 Τσέλλερ-Νεστλέ, ό. π, 235 28 Τσέλλερ-Νεστλέ, ό.π., 236 29 Τσέλλερ-Νεστλέ, ό.π., 237

18

αισθήσεων καταλήγουν σε μνήμη, ‘ενώ η συνειδητή ανάκληση μιας

τέτοιας μνήμης είναι η ανάμνηση’. ‘Συνεπώς, η μνήμη, εδρεύει

επίσης στο ‘κοινό αισθητήριο’. ‘Τα όνειρα, από την άλλη μεριά,

εξηγούνται ως εικόνες που συλλέγουν τα αισθητήρια όργανα σε

κατάσταση εγρήγορσης (ξύπνου)’. Σύμφωνα με το πώς

αξιολογούμε τα αντικείμενα των αισθήσεων (θετικά ή αρνητικά)

οδηγούμαστε στη ‘λύπη ή στην ηδονή, οι οποίες περιέχουν πάντα

μία κρίση αξίας, όπως δηλώνεται και στο 3ο κεφάλαιο του Περί

Ψυχής. Από αυτές πάλι γεννιέται η όρεξη ή η αποστροφή, δηλαδή

η επιθυμία. Όλες αυτές οι καταστάσεις ξεκινούν από το κέντρο της

αίσθησης. 30 Όλες οι παραπάνω λειτουργίες ανήκουν στη ζωική

ψυχή’. Κατά τον Αριστοτέλη το μόνο σημείο το οποίο παραμένει

αθάνατο είναι το έλλογο μέρος της ψυχής και αυτό ,όπως

προκύπτει από τα παραπάνω, δεν είναι άλλο από το νου ‘(παρόλο

που η ψυχή γεννιέται και χάνεται μαζί με το σώμα), γιατί είναι

αγέννητος και άφθαρτος’.

Εξετάζοντάς τώρα το μέρος της ψυχής που κατακτά την

αιωνιότητα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την διάκριση του νου

που υποστηρίζει ο Αριστοτέλης. Ο ανθρώπινος νους λοιπόν

διακρίνεται στον ‘ποιητικό και τον παθητικό’. ‘Ο ποιητικός νους,

αυτός που ενεργεί τα πάντα, είναι ο αιώνιος, ο άφθαρτος, ο αϊδιος,

ενώ ο παθητικός αυτός που γεννιέται και χάνεται μαζί με το σώμα’.

Ο ‘νους’, όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης στο Περί Ψυχής (406

b25 κ.ε., ‘είναι κάτι περισσότερο θεϊκό και απαθές.’ Η ψυχή ενέχει

η ίδια την αρχή της κινήσεώς της. 31

30 Τσέλλερ-Νεστλέ, ό.π., 238 31 Τσέλλερ-Νεστλέ, ό.π., 239 Βαλαλά, ‘Προβολές στον Αριστοτέλη’, 145

19

Το έργο του Αριστοτέλη Περί Ψυχής, εξετάζει ‘τις δυνάμεις

και τις γνωστικές λειτουργίες’ που διαθέτουν οι άνθρωποι. Έτσι,

λοιπόν, ‘όλοι μετέχουν εξίσου και κατ’ ουσίαν της ίδιας

εντελέχειας’.32

Στο Γ’ βιβλίο του Περί Ψυχής, στο 5ο κεφάλαιο, ο

Αριστοτέλης εκθέτει την άποψη ότι ο νους, ως ύψιστη λειτουργία

της ψυχής, νοεί τον εαυτό του και είναι ανεξάρτητος από εξωτερικά

ερεθίσματα.33

H αντίληψη, τώρα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι μία

διεργασία κατά την οποία η ψυχή ‘δέχεται τα είδη των αισθητών

χωρίς την ύλη τους, όπως το κερί δέχεται και αποτυπώνει το

σχήμα ενός σιδερένιου σφραγιδοφόρου δαχτυλιδιού χωρίς να

κρατήσει το μέταλλο’. 34

Ο δυισμός ύλης-μορφής από τον οποίο αποτελούνται όλα τα

αισθητά, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του φιλοσοφικού

συστήματος του Αριστοτέλη. Τα δύο αυτά στοιχεία δεν ανάγονται

το ένα στο άλλο, οπότε είναι απολύτως αντίθετα. Τόσο η καθαρή

ύλη, όσο και η καθαρή μορφή, αποτελούν για τον αισθητό κόσμο,

πλάσματα λογικής αφαίρεσης, ενώ όλα τα αισθητά έχουν αυτή τη

διττή φύση. Η καθαρή ύλη από μόνη της, είναι μία ακαθόριστη

δυνατότητα, ένα μη ον.35

Η φαντασία στο Περί Ψυχής, έχει και αυτή την έδρα της στο

κοινό αισθητήριο ‘ενώ η μνήμη είναι κομμάτι της φαντασίας’, όπως

αναφέρεται στο Περί Μνήμης και Αναμνήσεως. Τα παραπάνω δύο

36 Taylor, ‘Πλάτων’, 672. Η παραπάνω περιγραφή βασίζεται στην

παρομοίωση του Πλάτωνα με το εκμαγείο, οπότε και μακρινή πηγή της

μεσαιωνικής διδασκαλίας για τα ‘αισθητά’ και ‘νοητά’ είδη. 37 Αυγελής, ‘Εισαγωγή στη φιλοσοφία’, 103

20

χαρακτηριστικά της ψυχής δεν πρέπει να τα περιορίζουμε μόνο σε

‘οπτικές εικόνες’, αλλά να τα σχετίζουμε με όλες ανεξαρτήτως τις

αισθήσεις. Σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να οδηγηθούμε σε μία

‘προβληματική θεωρία για τη φαντασία. ‘Αυτό συμβαίνει γιατί

γνωρίζουμε μέχρι ποιο σημείο λειτουργούν οι εικόνες όσον αφορά

την όραση, αντίθετα με την αφή, την ακοή ή την όσφρηση. Παρόλα

αυτά μπορούμε να δημιουργήσουμε εικονιστικά ανάλογα,

χρησιμοποιώντας τη φαντασία μας’.38

Ο Abraham P. Bos στη διάλεξη του, Aristotle’s psychology:

the modern development hypothesis rejected, στο συνέδριο για

τον Αριστοτέλη στη Μίεζα, αναφέρει ότι η πηγή της νέας

προσέγγισης του Jaeger ήταν η διαπίστωση ότι αποσπάσματα

από το χαμένο διάλογο του Αριστοτέλη ‘Εύδημο’, μιλάει για μια

επιβίωση της ψυχής, αυτήν του βασικού χαρακτήρα του έργου, τον

Εύδημο, αλλά και όλων των ανθρώπων γενικά. Η ψυχή, μετά

θάνατον, επιστρέφει στην αρχική της κατοικία. Σύμφωνα με μία

από τις μαρτυρίες για το διάλογο αυτό, ο Αριστοτέλης μιλάει για

την ψυχή ως ένα είδος ‘είδους’. Για τον Jaeger αυτή η υπόθεση

είναι ξεκάθαρη: ο Αριστοτέλης στον Εύδημο ακόμη συλλαμβάνει

την ψυχή σύμφωνα με μία πλατωνική γραμμή, ως ιδέα ή κάτι με το

χαρακτήρα της ιδέας. Παρόλα αυτά, σ’ αυτήν την εκτενή εργασία, ο

Αριστοτέλης δεν κάνει λόγο για επιβίωση της ψυχής. Αν ο

Αριστοτέλης μιλά για αθανασία, το κάνει πάντα σε συνδυασμό με

την ανθρώπινη νόηση.

Ο νους τώρα, φαίνεται να υπάρχει μέσα μας όντας ήδη μία

υπόσταση και μάλιστα άφθαρτη. Τα γηρατειά δεν έρχονται εξαιτίας

κάποιας πάθησης της ψυχής, αλλά εξαιτίας του σώματος.

38 Πρακτικά Συνεδρίου, ‘Ο Αριστοτέλης Σήμερα’, 362,

21

Έτσι και η νόηση και η ερευνητικότητα αποδυναμώνονται

επειδή κάποιο άλλο όργανο μέσα στο σώμα φθείρεται, ενώ ο ίδιος

ο νους παραμένει άφθαρτος.

Ο νους και η θεωρητική ικανότητα φαίνεται πως είναι άλλο

γένος ψυχής και πως μόνο αυτό μπορεί να χωρίζεται, όπως το

αιώνιο από το φθαρτό.

Ο Αριστοτέλης τοποθετεί τη νόηση σε ένα διαφορετικό

επίπεδο από τις υπόλοιπες δραστηριότητες της ψυχής.

Εντονότερα από τον Πλάτωνα, επέκτεινε την αυτονομία του

πνεύματος σε αντιπαράθεση με τις βιολογικές και ψυχολογικές

σφαίρες. 39

Ο Jaeger και οι συνεχιστές του υπήρξαν απόλυτοι στην

απόρριψη της κλασσικής δογματικής παράδοσης. Το γεγονός αυτό

οφείλεται στο Περί Ψυχής, όπου ο Αριστοτέλης εξέτασε την ψυχή

καθεαυτό. Επιπλέον, έχουμε στα χέρια μας μία συλλογή γραπτών

για τις διάφορες όψεις της ζωής και των έμψυχων πλασμάτων

γενικότερα. Πρόκειται για τα Μικρά Φυσικά που πραγματεύονται

τις αισθήσεις, με τον ύπνο και την εγρήγορση, με τη μνήμη και την

ανάμνηση, με το ζήτημα διάρκειας ζωής των όντων και τέλος, με

την αναπνοή.

Είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι η θεωρία για την ψυχή

έπρεπε να διατηρήσει τη βάση για το ζήτημα των ‘έμψυχων

πλασμάτων’. Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση που δημιουργείται

διαβάζοντας τα Μικρά Φυσικά. Από την πρώτη πρόταση, αλλά και

στη συνέχεια, το έργο αναφέρεται πολλές φορές σε μία μελέτη στο

40 Πρακτικά Συνεδρίου, ‘Ο Αριστοτέλης Σήμερα’, 390, (A 4, 408b 18-25, και B

2, 431b 24-27).

22

Περί Ψυχής το οποίο έχει ήδη γραφτεί και είναι απόλυτα

σχετικό με θέματα που εξετάζονται στα Μικρά Φυσικά. Ωστόσο

εδώ, οι σύγχρονοι μελετητές του Αριστοτέλη ισχυρίζονται ότι η

ψυχολογία στα Μικρά Φυσικά διαφέρει ριζικά από αυτήν στο Περί

Ψυχής.41 Για δεκαετίες υπήρχε μεταξύ τους η διαφωνία, ότι τα

Μικρά Φυσικά ανήκουν στη μεσαία ή μεταβατική περίοδο του

Αριστοτέλη, ενώ το Περί Ψυχής αντιπροσωπεύει μία νέα σκοπιά

του θέματος, που ανήκει στην τελευταία φάση. Έτσι λοιπόν οι

αναφορές που εντοπίζονται στα Μικρά Φυσικά για μία πραγματεία

σχετικά με την ψυχή, υποδηλώνουν ότι πρέπει να υπήρχε και

κάποια άλλη σχετική πραγματεία πέρα από το Περί Ψυχής την

οποία όμως δεν έχουμε στα χέρια μας, ούτε και υπάρχει κάποιο

ίχνος της. Υπάρχει περίπτωση οι αναφορές αυτές να οφείλονται σε

μεταγενέστερο εκδότη. Θα πρέπει ωστόσο να υπάρχει

επιφυλακτικότητα σε επιστημονικές υποθέσεις όπως οι

παραπάνω.

Στα Μικρά Φυσικά ο Αριστοτέλης αναφέρει την ψυχή ως μία

άυλη μορφή-αρχή του έμβιου όντος. Παρόλα αυτά την τοποθετεί σ’

ένα κεντρικό μέρος. Από εκεί η ψυχή καθοδηγεί και ρυθμίζει όλες

τις ζωτικές δραστηριότητες του έμβιου όντος. Ο Αριστοτέλης

πιστεύει, παράλληλα, ότι η ψυχή μπορεί, παρόλο που είναι άυλη

και βρίσκεται σε ένα κεντρικό και μικρό όργανο του όντος (όπως η

καρδιά), να καθοδηγεί όλες τις ζωτικές διαδικασίες ακόμη και ενός

δακτύλου ή ματιού. Αυτό συμβαίνει γιατί η ψυχή βρίσκεται σε

άμεση επαφή με το ζωτικό πνεύμα ή τη ζωτική θερμότητα.

Στην ουσία το Περί Ψυχής διαφέρει ουσιαστικά από τα Μικρά

Φυσικά . Στο Α βιβλίο του πρώτου, γίνεται μία κριτική στις

41 Πρακτικά Συνεδρίου, ό. π., 392

23

προγενέστερες ψυχολογίες, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του

Πλάτωνα, και εξετάζεται πόσο αβάσιμες είναι. Στο Β βιβλίο ο

Αριστοτέλης προχωρεί στη θεμελίωση της δικής του εναλλακτικής

θεωρίας, φτάνοντας στην ακόλουθη περίφημη διασάφηση (412 a

27-28), 42 ‘η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού σώματος,

που έχει τη δυνατότητα της ζωής’.

Η ερμηνεία αυτής της πρότασης αποτελεί το κεντρικό σημείο

ολόκληρης της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη. Όλοι οι σύγχρονοι

μελετητές, μέχρι πρότινος, ερμήνευαν την πρόταση αυτή με την

έννοια ότι ‘ένα φυσικό σώμα’ ανάγεται στο ορατό σώμα του φυτού,

του ζώου ή του ανθρώπου. Η ψυχή λέγεται ότι είναι η εντελέχεια ή

το είδος του. Ωστόσο η ψυχή είναι αρχή ολόκληρου του ορατού

σώματος. Σύμφωνα με αυτούς τους μελετητές, το σώμα είναι

‘οργανικό’, δηλαδή εξοπλισμένο με όργανα. Και επειδή ο

Αριστοτέλης εξακολουθεί να υποστηρίζει στο Β βιβλίο του Περί

Ψυχής ότι υπάρχει μία άρρηκτη ενότητα μεταξύ αυτής της αρχής

και του ‘φυσικού σώματος που είναι οργανικό’, οι σύγχρονοι

συγγραφείς, όπως ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς πριν από αυτούς,

συμπεραίνουν ότι ο Αριστοτέλης μιλάει για μια ψυχή που χάνεται

μαζί με το συγκεκριμένο, ορατό σώμα.

Το λάθος στη σύγχρονη ερμηνεία του Αριστοτέλη είναι το

εξής: ‘οργανικό’, στο έργο του Αριστοτέλη δε σημαίνει το

εξοπλισμένο με όργανα, αλλά πάντα αυτό που μας δίνεται ως

εργαλείο το ‘ενόργανο’.43

Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι τα σώματα των φυτών,

42 Πρακτικά Συνεδρίου, ό. π., 393

43 Πρακτικά Συνεδρίου, ό. π., 394

24

των ζώων και των ανθρώπων δεν ονομάζονται ποτέ ‘φυσικά

σώματα’, στον Αριστοτέλη, αλλά πάντα ‘έμψυχα σώματα’. Τα

‘φυσικά σώματα’ είναι τα στοιχειώδη σώματα, τα στοιχεία ή οι

αναμεμειγμένες μορφές τους. Ακόμη, ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι

τα ‘φυσικά σώματα’ είναι οι ‘αρχές των άλλων’.44

Με τον προσδιορισμό της ψυχής ως την εντελέχεια ενός

‘φυσικού σώματος’ το οποίο έχει τη δυνατότητα της ζωής και το

οποίο προσφέρει την ψυχή - αρχή ‘ως ένα εργαλείο’,

διαπιστώνουμε εύκολα ότι η θεωρία των Μικρών Φυσικών

βρίσκεται στην ίδια γραμμή με την παραπάνω διατύπωση. Το

πνεύμα ή η ζωτική θερμότητα που συχνά αναφέρεται εδώ, είναι

ένα ‘φυσικό σώμα’ και λειτουργίες όπως το εργαλείο της ψυχής με

το οποίο, κάτω από την καθοδήγησή της, η τροφή μετατρέπεται σε

χρήσιμα θρεπτικά συστατικά, με τον τρόπο που οι αισθήσεις

αγγίζουν την ψυχή, προκαλείται η πρακτική δράση του ορατού

σώματος.

Στο 3ο κεφάλαιο του Περί Ψυχής ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί

τη διάκριση ανάμεσα στην ψυχή ως ένα ‘ακίνητο κινούν’ και μιας

οντότητας που ονομάζει ‘κινούμενο κινούν’, με μέσα με τα οποία το

ορατό σώμα τίθεται σε κίνηση. Συγκεκριμένα στο 433 b 13-19,

αναφέρει: ‘όσο για το όργανο, με το οποίο κινεί η επιθυμία, αυτό,

πια, είναι σωματικό. Από τα παραπάνω γίνεται πιο εύκολο να

καταλάβουμε το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Αριστοτέλης

στο Α βιβλίο, 3ο κεφάλαιο του Περί Ψυχής: ‘Η τέχνη όμως, στα

σώμα’.

44 Πρακτικά Συνεδρίου, ό. π., 395

25

Το ενόργανο σώμα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης εξηγεί 45

πως η ενσώματη ψυχή μπορεί να γίνει η αιτία της κίνησης για το

ορατό σώμα. Η ερώτηση-παρομοίωση στο τέλος του Α βιβλίου του

Περί Ψυχής, ‘αν η ψυχή είναι εντελέχεια του σώματος όπως ο

πιλότος του πλοίου’, γίνεται τώρα σαφέστερη και μπορεί να

απαντηθεί καταφατικά. Κατά την άποψη του Αριστοτέλη, η ψυχή

χρειάζεται ένα ‘φυσικό σώμα’ ως ένα ‘όργανο’, αλλά και ως ένα

‘όχημα’, το οποίο όμως παραγκωνίζεται από τη νόηση της ψυχής,

η οποία δεν χρειάζεται ένα οργανικό σώμα.

Γίνεται σαφές ότι η άρρηκτη ενότητα της ψυχής - αρχής μαζί

με το οργανικό της σώμα δεν υποδηλώνει τίποτα για τη σχέση

αυτής της σύνθετης ψυχικής ουσίας με το ορατό σώμα.

Οδηγούμαστε έτσι, σε μία αναχώρηση της ψυχής μαζί με το

πνευματικό σώμα όταν το άτομο πεθάνει, όπως, στην αρχαιότητα,

αποδιδόταν συχνά στον Αριστοτέλη.46

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ψυχή ως αρχή της ζωής, είναι

ήδη παρούσα στο σπέρμα/σπόρο. Μία διαδικασία ανάπτυξης

επιτυγχάνεται υπό την καθοδήγηση της (ασωμάτου) ψυχής-αρχής.

Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι πρέπει να γίνει μία διάκριση

μεταξύ της ψυχής ως ‘πρώτης εντελέχειας’ και της παρουσίας της

ψυχής σε μία πραγματοποιημένη κατάσταση. Ένας κρίσιμος

ισχυρισμός είναι ο εξής: ‘όσο υπάρχει η ψυχή, υπάρχει ύπνος και

εγρήγορση’. Αυτό οδηγεί τον Αριστοτέλη στο συμπέρασμα ότι

πρέπει να υπάρχει ένα υπόστρωμα, μία υλική βάση της ψυχής,

όπως το υποκείμενο αυτής της αλλαγής.47

45 Πρακτικά Συνεδρίου, ό. π., 397

46 Πρακτικά Συνεδρίου, ό. π., 399

47 Ισηγόνη, διδακτορική διατριβή, 25

26

Ο Αριστοτέλης ξεκινώντας από την παραδοχή ότι ‘η ψυχή

έστιν εντελέχεια η πρώτη σώματος φυσικού δυνάμει ζωήν έχοντος’

θεωρεί την ψυχική ενέργεια ως λειτουργία ζωτικής σημασίας για

κάθε ενόργανο ον. Για τον Αριστοτέλη η ψυχή δεν βρίσκεται έξω

από τον κόσμο, ούτε είναι ανεξάρτητη από το ον, όπως πρεσβεύει

ο Πλάτωνας, αντίθετα είναι αυτό με το οποίο ζούμε, αισθανόμαστε

και σκεπτόμαστε (Β 412 a 12).

Επιπλέον η ψυχή δεν υπάρχει χωρίς το σώμα, ούτε και είναι

ένα είδος σώματος (Β 414 a 19-21). Δεν χωρεί αμφιβολία πως η

ψυχή και το σώμα είναι άρρηκτα μεταξύ τους, συνδεδεμένα. Το

σώμα υπάρχει μόνο με τη ζωογόνο δύναμη της ψυχής. 48

Η ψυχή ως εντελέχεια του σώματος είναι το ειδολογικό,

μηχανικό και τελικό αίτιο του σώματος. Είναι αιτία και αρχή του

ζωντανού σώματος, η πηγή της κίνησής του, ο σκοπός του και η

αιτία ως μορφή των εμψύχων σωμάτων (Β 4 414 b 8-12). Η ψυχή

δεν δημιουργήθηκε ένεκα του σώματος, αλλά το σώμα ένεκα της

ψυχής. Δεν είναι, δηλαδή, το σώμα εντελέχεια της ψυχής, αλλά η

ψυχή εντελέχεια ενός ορισμένου σώματος (Β 414 b 17-19). Όλα τα

φυσικά σώματα είναι ‘όργανα της ψυχής, επειδή υπάρχουν για την

ψυχή (Β1, 414 b 18-22). Η ψυχή είναι η τελική αιτία του σώματος

και αυτό συνεπάγεται από το ότι το σώμα είναι μόνο ένα όργανο

της ψυχής. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τα σώματα σε έμψυχα και

άψυχα. Κατ’ εξοχήν όργανο θεωρεί και την ψυχή. Χαρακτηριστικά,

η ψυχή είναι όπως το χέρι, όργανο οργάνων (Γ8, 432 a 1-2).49

Οι γνωστικές λειτουργίες που διακρίνει ο Αριστοτέλης είναι η

48 Ισηγόνη, διδακτορική διατριβή, 25 49 Ισηγόνη, διδακτορική διατριβή, 26, Χριστοδούλου, ‘Αριστοτέλης’, Περί

Ψυχής, 227

27

αίσθηση, η φαντασία, η μνήμη και η νόηση. Από αυτές

σημαντικότερη θεωρεί την αίσθηση. Η περισσότερο απαραίτητη

λειτουργία των αισθήσεων είναι η αφή χωρίς την οποία

διακυβεύεται και η ίδια η ύπαρξη του οργανισμού γιατί όλα τα

φυσικά όντα υπάρχουν για κάποιο σκοπό. Κανένα σώμα που δεν

είναι στάσιμο (όπως είναι τα φυτά), δεν έχει ψυχή χωρίς να έχει

αίσθηση (Γ12, 434 b 7-9).50

Κατά τον ίδιο τρόπο ο Αριστοτέλης αιτιολογεί την

σκοπιμότητα της ύπαρξης παραπάνω από μιας αισθήσεων. Όπως

αναφέρει ο Αριστοτέλης εάν διαθέταμε μόνο μία αίσθηση, για

παράδειγμα την όραση και βλέπαμε μόνο το λευκό, τα πάντα θα

αποτελούσαν ένα ενιαίο όλο του οποίου οι επιμέρους ιδιότητες δεν

θα γίνονταν αισθητές. Με τα διάφορα αισθητήρια όργανα όμως

που διαθέτουμε, αντιλαμβανόμαστε τη διαφορά των κοινών

ιδιοτήτων των πραγμάτων.

Από τις αισθήσεις ο Αριστοτέλης διακρίνει τη φαντασία,

δηλαδή την αναπαραστατική ψυχική λειτουργία, η οποία διαφέρει

τόσο από την αίσθηση, όσο και από τη σκέψη. Το χαρακτηριστικό

της γνώρισμα είναι η απουσία εξωτερικού ερεθισμού. Ακόμη και

όταν δεν υπάρχουν τα αισθητά, μέσα στα αισθητήρια όργανα

εξακολουθούν να υπάρχουν τα αισθήματα και οι εικόνες. Προϊόν

της αίσθησης είναι το αίσθημα, όπως και προϊόν της φαντασίας

είναι το ‘φάντασμα’, δηλαδή η παράσταση. Και τα δύο αποτελούν

τα μέσα με τα οποία η διανόηση θα διακρίνει το αγαθό και το κακό.

Η ψυχή ποτέ δεν σκέφτεται χωρίς εικόνα.

50 Ισηγόνη, διδακτορική διατριβή, 27

28

ει δη εστιν η φαντασια καθ ην λεγομεν φαντασμα τι ημιν

γίγνεσθαι και μη ει τι κατά μεταφοραν λεγομεν, αρα μία

τις εστι τουτων δυναμις η εξις καθ ας κρινομεν και

αληθευομεν η ψευδομεθα; τοιαυται δ’ εισιν αισθησις,

δοξα, επιστημη, νους. οτι μεν ουν ουκ εστιν αισθησις,

δηλον εκ τωνδε, αισθησις μεν γαρ ητοι δυναμις η

ενεργεια, οιον οψις και ορασις, φαινεται δε τι και

μηδετερου υπάρχοντος τουτων, οιον τα εβτοις υπνοις.

ειτα αισθησις μεν αει παρεστι, φαντασια δ’ ου. ει δε τη

ενεργεια το αυτό, πασιν αν ενδεχοιτο τοις θηριοις

φαντασιαν υπαρχειν δοκει δ’ ου, οιον μύρμηκι η μελίττη,

και σκωληκι δ’ ου. ειτα αι μεν αληθεις αει, αι δε

φαντασιαι γινονται αι πλειους ψευδεις. επειτ’ ουδε

λεγομεν, όταν ενεργομεν ακριβως περι το αισθητον, ότι

φαινεται τουτο ημιν ανθρωπος, αλλα μαλλον όταν μη

εναργως αισθανομεθα ποτερον αληθης η ψευδης. και

οπερ δη ελεγομεν προτερον, φαινεται και μυουσιν

οραματα. αλλα μην ουδε των αει αληθευουσων ουδεμια

εσται, οιον επιστημη η νους

Οι παραστάσεις κατά τον Αριστοτέλη συμπληρώνουν και

διαφωτίζουν τα δεδομένα της εμπειρίας των αισθήσεων. 51

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το ζήτημα της ουσίας, για

παράδειγμα, ενός ζωντανού σώματος, δεν είναι από μόνο του,

τίποτε άλλο από μία δυνατότητα. Επιπλέον, τονίζει, ότι η ψυχή

είναι αυτό που είναι ένα σώμα αυτού του είδους, το οποίο επίσης

51 Ισηγόνη, διδακτορική διατριβή, 28

29

ονομάζει δραστηριότητα του σώματος. Αν το μάτι ήταν από μόνο

του ένα ζώο, και όχι μόνο ένα μέρος του ζώου, τότε - λέει, η όραση

θα ήταν η ψυχή του. Αυτή η παρομοίωση, αν την αντιληφθούμε

σωστά, ρίχνει φως στη θεωρία του. Ο λόγος που δεν κάνει την

απλή σύγκριση, όπως είναι η όραση για το μάτι, είναι και η ψυχή

για το σώμα είναι γατί έτσι δεν θα ήταν απαραίτητο να πει ‘αν το

μάτι υπήρχε από μόνο του’.52

Μόνο ο νους, ως καθαρή μορφή, μπορεί να είναι χωριστή,

νοητή ουσία, και μόνο αυτός μπορεί να χωρίζεται, όπως το αιώνιο

από το φθαρτό. Όλες οι άλλες μορφές είναι μορφές κάποιου

πράγματος και δεν μπορούν να χωριστούν . Ο νους είναι χωριστός

και απαθής και αμιγής, γιατί στην ουσία του είναι ενέργεια. (430 a

17-26).53

και ουτος ο νους χωριστος και απαθης και αμιγης και

αμιγης, τη ουσια ων ενεργεια. αει γαρ τιμιωτερον το

ποιουν του πασχοντος και η αρχη της υλης. το δ’ αυτό

εστιν η κατ’ ενεργειαν επιστημη τω πραγματι η δε κατά

δυναμιν χρονω προτερα εβ τω ενι, ολως δε ουδε

χρονω, αλλ’ ουχ οτε μεν νοει οτε δ’ ου νοει. χωρισθεις

δ’ εστι μονον τουθ’ οπερ εστι, και τουτο μονον

αθανατον και αιδιον (ου μνημονευομεν δε, ότι τουτο μεν

απαθες, ο δε παθητικος νους φθαρτος) και ανευ τουτου

υθεν νοει.

52 Geach Anscomble, ‘Three Philosophers’, σ. 56 53 Βαλαλά, ‘Προβολές στον Αριστοτέλη’, 257

30

Οι ψυχές διακρίνονται σε, φυτικές, όταν η ζωή του έμβιου όντος

συνίσταται από διατροφή, ανάπτυξη και αναπαραγωγή. Ζωικές,

όταν στα παραπάνω προσθέσουμε την αίσθηση και τη μετακίνηση.

Λογικές, τέλος, όταν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί η

δραστηριότητα που ονομάζεται ‘νόηση’. Αυτή από μόνη της δεν

είναι μία ζωική δραστηριότητα, ούτε ένα φυσικό όργανο.

Όπως είδαμε, η νόηση διαιρείται σε δύο μέρη, το ‘ενεργητικό’

και το ‘παθητικό’, το οποίο ο Αριστοτέλης το θεωρούσε φθαρτό,

όπως το σώμα. Το προηγούμενο θεωρούσε πως είναι άφθαρτο,

αγέννητο και αιώνιο. Ο Ακινάτης θεωρούσε την ‘παραγωγική

νόηση’ ως μέρος μιας τυπικής έννοιας ή μέρος του ανθρώπινου

μυαλού. Όμως, από τη σύνοψη του Αριστοτέλη, καθώς και το

σκοτεινό κείμενό του, φαίνεται να είναι ο θείος νους που ο

Αριστοτέλης εννοεί. Κάτι που είναι επίσης πιθανό, είναι ότι τα

ανθρώπινα μυαλά, συγκεκριμένα, είχαν ένα θείο μέρος: το πράγμα

που έρχεται στον κόσμο, όπως το θέτει από έξω.54

Συνοψίζοντας, ‘τα τρία βιβλία του Περί Ψυχής, εκτός από την

ανθρώπινη ψυχή, που αποτελεί και το κεντρικό θέμα του έργου,

εξετάζουν ολόκληρο τον οργανικό κόσμο, ενώ η έρευνα δε γίνεται

με εμπειρική, αλλά με θεωρητική μέθοδο’. Άμεση σχέση με το έργο

αυτό έχουν και τα Μικρά Φυσικά (Parva Naturalia), ‘τα οποία

μελετούν τα εξής θέματα: αίσθηση και αντίληψη, μνήμη και

ανάμνηση, ύπνο και ξύπνο, όνειρα, προαισθήσεις στον ύπνο,

πολυζωία και λιγοζωία, ζωή και θάνατο, αναπνοή’.

54 Geach – Αnscomble, ‘Three Philosophers’, 58

31

ΛΛΛίίίγγγααα λλλόόόγγγιιιααα γγγιιιααα τττοοο δδδιιιάάάλλλοοογγγοοο ‘‘‘ΕΕΕύύύδδδηηημμμοοοςςς’’’ (((ΗΗΗ ψψψυυυχχχήήή μμμεεετττάάά θθθάάάνννααατττοοοννν))) Ο διάλογος αυτός έχει γραφτεί κατά την περίοδο δράσης του

Αριστοτέλη στην Ακαδημία, όπου έχοντας πλέον ενηλικιωθεί θα

συγγράψει το εν λόγω έργο, Εύδημος ή Περί Ψυχής καθώς και τον

Προτρεπτικό. ‘Όπως ο Πλάτωνας, αναγνωρίζει το δόγμα της

ανάμνησης και τη θέα των ιδεών από την ψυχή στην προΰπαρξη

της και διατείνεται πως η ασώματη ύπαρξη ταιριάζει περισσότερο

στη φύση της ψυχής’.55

Παρόλα αυτά, ‘ο Αριστοτέλης θα υποστηρίξει ότι η ψυχή είναι

ουσία, ενώ, αντίθετα, η αρμονία είναι ποιότητα. Οι κατηγορίες,

δηλαδή, στις οποίες ανήκουν, είναι διαφορετικές. Συμπεραίνουμε

λοιπόν, ότι ο Αριστοτέλης ήδη από τότε είχε τη θεμελιακή αυτή, για

τη λογική του έννοια’. 56

Ο διάλογος Εύδημος, είναι αφιερωμένος σε έναν Κύπριο

φίλο του Αριστοτέλη, από τον ίδιο και βασίζεται στην αφήγηση του

Κικέρωνα για ένα όνειρο του Ευδήμου.

O Εύδημος, μαθητής του Πλάτωνα, ο οποίος εξορίστηκε από

τη χώρα του, αρρώστησε βαριά κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του

στη Θεσσαλία. Οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες για τη ζωή του, όταν

μια όμορφη νεαρή γυναίκα, που του παρουσιάστηκε σε όνειρο, του

υποσχέθηκε σύντομη ανάρρωση, ότι στη συνέχεια ο τύραννος

Αλέξανδρος θα πέθαινε και ότι μετά το πέρας πέντε χρόνων ο

Εύδημος θα επέστρεφε στην πατρίδα του. Ο Αριστοτέλης στην

55 Τσέλλερ-Νεστλέ, ‘Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας’, 202, During,

‘Αριστοτέλης’, 75 56 Τσέλλερ-Νεστλέ, ό.π., 203, During, ό.π., 75

32

εισαγωγή του διαλόγου αφηγείται πως οι δύο αυτές υποσχέσεις

πραγματοποιήθηκαν, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο Εύδημος

ανάρρωσε, ενώ, αμέσως μετά, ο τύραννος δολοφονήθηκε από

τους αδερφούς της γυναίκας του (359π.Χ.). Απέμενε λοιπόν η

ελπίδα του εξόριστου να δει την τελευταία υπόσχεση να

πραγματοποιείται, ώστε να βρεθεί και πάλι στην πατρίδα του, την

Κύπρο.

Σε αυτό το διάστημα ο Δίωνας, ο οποίος είχε εκδιωχθεί από

τις Συρακούσες, βρισκόταν στην Αθήνα. Με την υποστήριξη της

Ακαδημίας οργάνωσε μία ομάδα αποφασισμένων εθελοντών,

προετοιμασμένων να ρισκάρουν τη ζωή τους για την ελευθερία της

πατρίδας. Λόγω του ενθουσιασμού τους που οφειλόταν στα

πολιτικά ιδανικά του Πλάτωνα, μερικοί νέοι φιλόσοφοι αποφάσισαν

να συμμετέχουν στην εκστρατεία. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο

Εύδημος ο οποίος, ωστόσο, σκοτώθηκε σε μία από τις μάχες έξω

από τις Συρακούσες, περίπου πέντε χρόνια μετά το όνειρο

(354π.Χ.). Αυτή η αναπάντεχη ολοκλήρωση του οράματος

ερμηνεύτηκε στην Ακαδημία ως μία πρόβλεψη του Θεού ότι η

ψυχή επιστρέφει, όχι στην επίγεια, αλλά στην αιώνια κατοικία της.

Σε αυτό το διάλογο ο Αριστοτέλης αποθανατίζει τη μνήμη του

αγαπημένου του φίλου και αναζητά παρηγοριά για τη θλίψη που

του προκαλεί η απώλειά του. Το έργο ξεκινά με την ιστορία του

ονείρου του Ευδήμου, ώστε να δείξει57 ότι με την εκπλήρωσή του η

θεότητα από μόνη της επιβεβαίωσε την αλήθεια στη θεωρία του

Πλάτωνα για την ουράνια προέλευση της ψυχής και της

μελλοντικής επιστροφής της προς τα εκεί. Αυτό αποτέλεσε το

σημείο εκκίνησης για μία μεταφυσική συζήτηση ‘για την ψυχή’, το

57 Jaeger, ‘Aristotle’, 39

33

κεντρικό θέμα της οποίας ήταν η ερώτηση για την αθανασία. Η

επίγεια ζωή της ψυχής αλυσοδεμένης μέσα στο σώμα, το οποίο ο

Φαίδωνας παρομοιάζει με φυλακή, γίνεται γι' αυτόν μία περίοδος

εξορίας από την αιώνια κατοικία. Ο Εύδημος ήταν ένα έργο

παρηγοριάς. Ο συγγραφέας του παραδόθηκε απόλυτα στην πίστη

του σε μία άλλη ζωή και στις συσχετιζόμενες αντιλήψεις για τον

κόσμο και την ψυχή.

Όπως ο Πλάτωνας στο Φαίδωνα, έτσι και ο Αριστοτέλης

στον Εύδημο, αντιτίθεται στην υλιστική άποψη που βρίσκεται

απέναντι στη θεωρία της αθανασίας. Και το κάνει αυτό, όπως

ακριβώς είχε γίνει και στο Φαίδωνα, ότι δηλαδή, η ψυχή δεν είναι

άλλο από την αρμονία του σώματος. Αυτό σημαίνει, ότι παρόλο

που είναι διαφορετική από τα υπόλοιπα σημεία του σώματος, είναι,

ωστόσο, το προϊόν της σωστής τους συμφωνίας, η οποία είναι

επίσης η σύγχρονη, για τους υλιστές, σημασία της ψυχής.58

58 Jaeger, ό.π., 40

34

ΕΕΕΙΙΙΣΣΣΑΑΑΓΓΓΩΩΩΓΓΓΙΙΙΚΚΚΑΑΑ ΓΓΓΙΙΙΑΑΑ ΤΤΤΟΟΟ ΘΘΘΩΩΩΜΜΜΑΑΑ ΤΤΤΟΟΟΝΝΝ ΑΑΑΚΚΚΙΙΙΝΝΝΑΑΑΤΤΤΗΗΗ

Κατά το 12ο και 13ο αιώνα μ.Χ., παρατηρείται στη χριστιανική

Δύση μία φιλοσοφική και πνευματική ανανέωση η οποία οφείλεται

στη λατινική μετάφραση των αριστοτελικών έργων. Ως τότε ο

Αριστοτέλης ήταν σχεδόν άγνωστος. Απόρροια της ανανέωσης

αυτής ήταν η δημιουργία δύο σημαντικών φιλοσοφικο - θεολογικών

ρευμάτων, τα οποία βασίζονταν στην αριστοτελική φιλοσοφία,

καταλήγοντας, όμως, σε διαφορετικά ρεύματα. Το πρώτο, ήταν ο

λατινικός Αβερροϊσμός. Το δεύτερο ρεύμα χαρακτηρίστηκε ως

‘χριστιανικός αριστοτελισμός’, τις βάσεις του οποίου έθεσε ο

Αλβέρτος ο Μέγας. Ο Θωμάς ο Ακινάτης, αν και υπήρξε στο

περιβάλλον του πρώτου ρεύματος και αναγνώριζε τον Αριστοτέλη

ως ‘ύψιστην αυθεντίαν’ και ‘κατ’ εξοχήν φιλόσοφον’, μεταπήδησε

στο δεύτερο ρεύμα και συνέβαλε στην ολοκλήρωσή του. 59

Ο ίδιος, κατόρθωσε να επιτύχει κάτι πολύ σημαντικό για τα

δεδομένα της τότε εποχής, δηλαδή, να διαμορφώσει και να

διακοσμήσει την πλουσιότατη επιστημονική ύλη. Εν συγκρίσει με

το δάσκαλό του Αλβέρτο το Μέγα, κατανόησε αρτιότερα τις

θεμελιώδεις αρχές της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ενώ τις

εφάρμοσε, αναπτύσσοντάς τες, στην θεολογία.86 Από τα

παραπάνω εξάγεται ότι ο Ακινάτης μπορεί να χαρακτηριστεί ως

‘διαυγέστατος συγγραφέας και μέγιστος συστηματικός φιλόσοφος

του μέσου αιώνος’. Η ευφυϊα και η τέχνη στην σύνθεση και τη

συστηματοποίηση των έργων του, είναι μοναδική. Την φιλοσοφία

του διακρίνει η ενότητα και η συναρμογή των θεμελιωδών αρχών

59 Παπαδόπουλου, ‘Μεταφράσεις θωμιστικών έργων’, 15

35

που αναπτύσσει. Η σαφήνεια και η συστηματικότητά του, τον

ανέδειξαν ως ‘αληθώς διαπρεπέστατον πάντων των εν τοις

χρόνοις εκείνοις γενομένων’. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι

ο Θωμάς επέδρασε σε πολλούς σύγχρονους αλλά και

μεταγενέστερούς του, οι οποίοι ασπάστηκαν τις ιδέες του ή και τις

πολέμησαν. 60

Ο Ακινάτης είναι οπαδός του μετριοπαθούς ρεαλισμού, όπου

επίσης φέρεται η σφραγίδα της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Σε ό, τι

αφορά το συγκεκριμένο είδος, οι γενικές έννοιες θεωρούνται μεν

πραγματικές οντότητες, όχι όμως έξω από τον κόσμο των

επιμέρους αισθητών.61 Έτσι, λοιπόν, και για τον Ακινάτη, ‘τα

καθόλου βρίσκονται, είτε στο θείο νου ως αρχέτυπα των

πραγμάτων (universalia ante res), είτε στα πράγματα ως κοινές

ουσίες των επιμέρους (universalia in rebus), αλλά και στον

ανθρώπινο νου ως προϊόντα λογικής αφαίρεσης (universalia post

res)’. 62

Το έργο του Θωμά του Ακινάτη, λοιπόν, είναι βαθειά

επηρεασμένο και συνυφασμένο με το φιλοσοφικό σύστημα του

Αριστοτέλη. Στα συγγράμματα του Θωμά συναντάμε κατ’

επανάληψη έννοιες όπως, είδος και ύλη, ενέργεια και δύναμη,

ουσία και συμβεβηκός, οι οποίες είναι ολοφάνερο ότι δανείζονται

από το σταγειρίτη φιλόσοφο. Ο Ακινάτης επαναδιατυπώνει μία

από τις σημαντικότερες αρχές του Αριστοτέλη, ότι ο άνθρωπος

είναι ο ενωτικός σύνδεσμος μεταξύ δύο κόσμων, του νοερού και

60 Λογοθέτου, ‘Η φιλοσοφία των πατέρων’, 726 61 Αυγελής, ‘Εισαγωγή στην Φιλοσοφία’, 106 62 Αυγελής, ό.π., 107

36

του ενύλου και συνεπώς τα δύο μέρη που συναποτελούν τον

άνθρωπο, η ψυχή και το σώμα, συγκροτούν ένα ενιαίο όλο, μία

ενιαία φύση. Ο Θωμάς δεν μένει ανεπηρέαστος από τον

Αριστοτέλη και σε άλλους τομείς, που και ο ίδιος ασχολείται:

θεολογία, ηθική, πολιτική.63

‘Παρακάτω παρατηρείται και πάλι, η επίδραση του

Αριστοτέλη στον Ακινάτη. Υποστηρίζει λοιπόν ο Θωμάς ότι, οι

ψυχικές δυνάμεις είναι δώδεκα και είναι οι εξής: γεννητική,

θρεπτική, αυξητική, αίσθηση, φαντασία, βούληση, προαίρεση,

θυμός, επιθυμία, δόξα, διάνοια, νους. Η γεννητική, η θρεπτική και

η αυξητική, είναι χαρακτηριστικά της αλόγου και αισθητικής ψυχής

και τέλος η βούληση, η προαίρεση, η δόξα, η διάνοια και ο νους,

χαρακτηριστικά της λογικής ψυχής’.

Ο Θωμάς ερμηνεύει την Αγία Τριάδα, ‘διαμέσου λογικών

κατηγοριών. Σύμφωνα με αυτή, η σύλληψη του νου είναι λόγος. Ο

νους δεν υπάρχει πριν να νοήσει, ενεργεία, αλλά δυνάμει, ενώ

συλλαμβάνει και γίνεται δεκτικός όλων64 των όντων από τον

ενεργεία νου. Όλα τα είδη τα δέχεται και τα μετατρέπει σε νοητά.

Αυτά, δηλαδή, που δεν είναι νοητά από τη φύση τους. Όταν όμως

ο νους προσφέρει τα είδη, από τον εαυτό του, τότε γίνεται κατ’

ενεργεία νους και νοεί τα πάντα. Ο παραπάνω συλλογισμός

συνδέεται άμεσα με το Περί Ψυχής (429b κ.ε.).65

Το υπόμνημά του για το ‘Περί Ψυχής’ του Αριστοτέλη, ο

Θωμάς το συνέταξε μεταξύ των ετών 1270 και 1272, στηριζόμενος

στη μετάφραση του πρωτοτύπου. Αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί

63 Λογοθέτου, ‘Η φιλοσοφία των πατέρων’, 724 64 Παπαδόπουλου, ‘Μεταφράσεις θωμιστικών έργων’, 134 65 Παπαδόπουλου, ό. π., 135

37

ότι ο Θωμάς δεν γνώριζε, καθόλου σχεδόν, την ελληνική

γλώσσα.66

‘Ο Θωμάς ο Ακινάτης συλλαμβάνει τη σχέση ψυχής και

σώματος μέσα από το εννοιολογικό αριστοτελικό σχήμα μορφής

και ύλης στο οποίο μένει προσκολλημένος.67 Πιο συγκεκριμένα,

ακολουθεί, με κάποιες αποκλίσεις, την παλιά ελληνική

γνωσιολογική άποψη ότι από την αλληλεπίδραση της ψυχής και

του εξωτερικού αντικειμένου προκύπτει ένα απείκασμά του, το

οποίο γίνεται αργότερα αντιληπτό από την ψυχή’. 68

66 Παπαδόπουλου, ό. π., 69 67 Αυγελής, ‘Εισαγωγή στην Φιλοσοφία’, 110 68 Αυγελής, ό. π., 111

38

ΗΗΗ ΨΨΨΥΥΥΧΧΧΗΗΗ ΣΣΣΤΤΤΟΟΟΝΝΝ ΘΘΘΩΩΩΜΜΜΑΑΑ ΤΤΤΟΟΟΝΝΝ ΑΑΑΚΚΚΙΙΙΝΝΝΑΑΑΤΤΤΗΗΗ

Ο Θωμάς ο Ακινάτης θεωρεί την ουσία ως το υπάρχον

υποκείμενο, αλλά και το φορέα ενεργειών και μεταβολών. Η ουσία

δεν κατηγορείται σε κανένα άλλο, αντίθετα τα άλλα κατηγορούνται

σε αυτήν. Η πρώτη ουσία, το καθέκαστον, συνίσταται, στα

σωματικά όντα, από ύλη και είδος.69Τα ουσιώδη διακρίνονται σε

δύο, τα ένυλα και τα άυλα. Τα ένυ6α είναι αυτά που υπάρχουν

μόνο ως ύλη και δεν μπορούν να είναι πραγματικά και ενεργεία

χωρίς ύλη. Τα άυλα είναι όσα υπάρχουν πραγματικά, καθεαυτά και

χωρίς ύλη (π.χ. οι άγγελοι), ή τουλάχιστον μπορούν να είναι

πραγματικά και ενεργεία χωρίς να συνδέονται με την ύλη (π.χ. οι

ψυχές των ανθρώπων).70 Στην κατώτερη τάξη των αγγέλων

βρίσκονται οι ψυχές των ανθρώπων.

Στο έργο του, ‘Summa Theologica’, o Ακινάτης αναφέρει

χαρακτηριστικά, ότι ‘ψυχή είναι η πρώτη αρχή της ζωής εν τοις

υπό την σελήνην ζώσι’. Με λίγα λόγια, η ψυχή είναι η κυριότερη

αρχή της ζωντανής ύπαρξης σε όλα τα έμβια όντα που βρίσκονται

κάτω από τη σελήνη, δηλαδή επάνω στη γη. Οτιδήποτε ενέχει την

αρχή της κινήσεως, αποκτά και τη ζωή. Η ψυχή είναι, λοιπόν, η

αρχή αυτής της ζωής.71 Η ψυχή, ωστόσο, δεν είναι η αρχή κάθε

είδους ζωής. Έτσι οι άγγελοι ζουν χωρίς να έχουν ψυχή, οπότε η

ψυχή καθίσταται η πρώτη αρχή της ζωής για τους φυσικούς

οργανισμούς οι οποίοι βρίσκονται επάνω στη γη, όπως

προαναφέρθηκε. Ακόμη, η ψυχή θεωρείται η πρώτη ενέργεια του

69 Λογοθέτου, ‘Η φιλοσοφία των πατέρων’, 684 70 Λογοθέτου, ό.π., 685 71 Λογοθέτου, ό.π., 705

39

φυσικού οργανικού σώματος.

Τα είδη, τώρα, της ψυχής διακρίνονται σε τρία: φυτικά, ζωικά

και ανθρώπινα, όπως τρεις είναι και οι βαθμίδες της ζωής. Η

σύσταση της ψυχής είναι άυλη γιατί είναι η ενέργεια και το είδος

του σώματος. Αυτό συμβαίνει, γιατί κάθε σώμα έχει μέρη και

χρειάζεται μία αρχή η οποία να τα συγκρατεί ενωμένα. Η αρχή

αυτή, δηλαδή η ψυχή, είναι άυλη, διαφορετικά θα χρειαζόταν κι

αυτή κάποια άλλη αρχή και ούτω καθεξής. Τέλος, αφού η ψυχή

ενυπάρχει στο σώμα, είναι, η ίδια, ασώματη γιατί δεν δύναται να

υπάρχουν δύο σώματα μαζί το ένα μέσα στο άλλο. Έτσι, η ψυχή

δεν είναι προϊόν ανάμειξης σωματικών στοιχείων. Παρόλο, όμως,

που η ψυχή είναι ασώματη, εντούτοις, δεν υφίσταται χωρίς το

σώμα. Η διαφορά ανάμεσα στην ψυχή των φυτών και των ζώων

και στην ανθρώπινη ψυχή, είναι ότι η πρώτη δεν υπάρχει ως είδος

και ενέργεια, παρά μόνο ως λειτουργία που μαζί με τις υπόλοιπες

συνθέτουν τη σωματική ύλη. Αντίθετα, η ανθρώπινη ψυχή, δεν

είναι απλά άυλη, αλλά και καθεαυτήν υπάρχουσα υπόσταση.

Η ενέργεια της ψυχής, είναι η νόηση και είναι ανεξάρτητη

από τα υπόλοιπα σωματικά όργανα, γιατί όπως εξηγεί ο Ακινάτης,

αν ήταν σωματική ενέργεια, θα ήταν αδύνατη η γνώση των

καθόλου και των γενικών. Η νόηση, λοιπόν, είναι ανεξάρτητη

ενέργεια από το σώμα και τα όργανα, και έτσι η αιτία αυτής, η

ψυχή, είναι άυλη και διαφορετική από το σωματικό οργανισμό.72 Η

νόηση είναι πνευματική ενέργεια και έτσι η ψυχή, η αρχή της

νοήσεως, πρέπει να θεωρηθεί πνευματικό ον.

Η ψυχή ως πνευματικό και νοητικό ον είναι ασώματη και

άυλη υπόσταση, ασώματο και καθαρό είδος. Είναι, ακόμη, απλή

72 Λογοθέτου, ό.π., 706

40

και άφθαρτη, διότι η φθορά εμπεριέχει το χωρισμό του είδους από

την ύλη. Η ανθρώπινη ψυχή, ωστόσο, εφ’ όσον δεν διαθέτει καμία

σύνθεση ύλης και είδους, δεν υπόκειται σε φθορά. Η ψυχή είναι

άφθαρτη και αχώριστη από το είδος. Ο χωρισμός της ψυχής από

το σώμα, δεν την φθείρει, αντίθετα, την τελειοποιεί.73 H φυσική

επιθυμία του ανθρώπου για ύπαρξη αιώνια δεν είναι κενή και

μάταιη (και από αυτό συνάγεται η αθανασία της ψυχής). Η ψυχή

όντας εκτός σώματος, υπάρχει έχοντας γνωστική και βουλητική

ενέργεια, στην οποία έγκειται ο πνευματικός βίος. Δεν γνωρίζει,

δηλαδή, έννοιες που προέρχονται από τις αισθήσεις, αλλά όπως οι

άγγελοι, αυτές που προέρχονται από το θείο φως. Η ψυχή όμως,

κατέχοντας την κατώτερη βαθμίδα της πνευματικής ζωής, έχει

αδύναμη γνωστική δύναμη και επομένως δέχεται τις έννοιες μέσω

των παρατηρήσεων από τις αισθήσεις και κατ΄ επέκταση, της

σύνδεσής της με το σώμα.74

Το σώμα και η ψυχή δεν είναι μέρη από τα οποία μπορεί να

αναλυθεί ένας άνθρωπος. Ακόμη και αν η ψυχή μπορεί να υπάρξει

ξέχωρα από το σώμα, ένας νεκρός άνθρωπος όχι απλά δεν είναι

άνθρωπος, αλλά ούτε καν σώμα. Αυτό που παραμένει μετά

θάνατον δεν είναι το ίδιο το σώμα, αλλά το ίδιο το υλικό ή ύλη.

Ομοίως πρέπει να πούμε ότι, οποιαδήποτε στιγμή, ένας

άνθρωπος συνίσταται από μία εξατομικευμένη ζωή (την ψυχή) σε

ένα συγκεκριμένο τμήμα πρώτης ύλης και όχι σε ένα σώμα.

Η άυλη φύση της σκέψης εγείρει το ερώτημα αν η ανθρώπινη

ψυχή μπορεί να υπάρξει ξέχωρα από το σώμα. Ο Ακινάτης

υποστηρίζει αυτή τη δυνατότητα, ενώ είναι παράλληλα έτοιμος να

αντιμετωπίζει τις προφανείς δυσκολίες που προκύπτουν από τις 73 Λογοθέτου, ‘Η φιλοσοφία των πατέρων’, 707 74 Λογοθέτου, ‘Η φιλοσοφία των πατέρων’, 708

41

προτάσεις του. 75

Υπάρχοντας στο σώμα, η ψυχή μπορεί να νοεί μόνο με τη

βοήθεια της αίσθησης και της φαντασίας, οι οποίες είναι

διαδικασίες που ανήκουν στη φυσική διαδικασία. Και σύμφωνα με

οτιδήποτε διακόπτει ή παρεμποδίζει τη ροή των αισθητικών ή

φαντασιακών εμπειριών (π. χ. ύπνος, φάρμακα, διανοητική/

εγκεφαλική κάκωση, κλπ.), διακόπτει ή παρεμποδίζει τη ροή της

σκέψης αντίστοιχα. Όμως μία ασώματη ψυχή δεν επηρεάζεται

πλέον από τέτοιες φυσικές επιρροές.

Η ασώματη ψυχή θα διατηρήσει τα διανοητικά ή λογικά

(εκτός, όμως, από τα αισθητικά) περιεχόμενα των προηγούμενων

σκέψεών της. Το δύσκολο είναι να συλλάβουμε τη σκέψη ως

συνεχόμενη, χωρίς καθόλου αισθητικό περιεχόμενο. 76

Επιπλέον η ψυχή, χωριστά από το σώμα, μπορεί να έχει

γνώση πρώτα του εαυτού της, έπειτα τέλεια γνώση των

υπολοίπων ψυχών, ατελή γνώση των αγγέλων, ενώ για τα φυσικά

πράγματα, γνώση γενική και συγκεχυμένη.

Παρόλο που η ψυχή είναι ον που υπάρχει καθεαυτό,

εντούτοις συνάπτεται με το σώμα. Ο Ακινάτης εδώ πρόκειται να

εξετάσει την ακριβή σχέση σώματος και ψυχής. Υποστηρίζει,

λοιπόν, ότι η ψυχή δεν συνοδεύει το σώμα ως κινούσα αρχή και

μόνο, ούτε και η έννοια του ανθρώπου είναι εφάμιλλη με της

ψυχής. Το σώμα και η ψυχή, σε συνδυασμό πάντα, αποτελούν

μαζί τον άνθρωπο, όπου η ψυχή αντιπροσωπεύει το είδος, ενώ το

σώμα την ύλη. Έτσι, η σχέση σώματος-ψυχής, είναι ανάλογη με τη

σχέση είδους-ύλης. Για να αποδείξει τον παραπάνω συλλογισμό, ο

75 Geach - Anscomble, ‘Three Philosophers’, 98 76 Geach - Anscomble, ‘Three Philosophers’, 100

42

Ακινάτης προχωρεί στις παρακάτω παρατηρήσεις. Η ιδιότητα που

καθιστά τον άνθρωπο ιδιαίτερο σε σχέση με τα υπόλοιπα όντα,

είναι η νόηση. Η αιτία της νοήσεως, που είναι η νοητική ψυχή, είναι

το είδος του ανθρώπου και η ψυχή είναι το είδος του σώματος το

οποίο ζει και ενεργεί διαμέσου της ψυχής.77 Η ψυχή είναι λοιπόν το

ουσιώδες είδος του ανθρώπου, ένεκα της ουσίας της και συντελεί

τη νόηση χωρίς τα σωματικά όργανα. Παρόλο που η ψυχή

αποτελεί, μαζί με το σώμα, ένα ενιαίο όλο, παρόλα αυτά δεν

αποτελείται η ίδια από ύλη, όπως τα υπόλοιπα φυσικά είδη.

Επιπλέον, όσο τελειότερη είναι η ψυχή, τόσο περισσότερο ξεπερνά

και υπερέχει έναντι της ύλης, και ενεργεί με τη νόηση και τη

βούληση, ανεξάρτητα από το σώμα, χωρίς να εξασθενεί,

αντιθέτως, καθιστά ισχυρότερη την ενότητα είδους και ύλης. Έτσι,

η ψυχή είναι η ουσία της ύλης, χωρίς η ίδια να είναι ένυλη. Την

επηρεάζει, χωρίς η ίδια να επηρεάζεται από αυτήν. Κάθε

ανθρώπινη ενέργεια επιτυγχάνεται με την ύπαρξη της ψυχής. Είναι

η αιτία για όλες τις κινήσεις του σώματος, η κινητήριος δύναμή του.

Η άποψη του Ακινάτη για τη νόηση συμπίπτει με το

αριστοτελικό ‘νοείν’ και έχει την έννοια του ‘σκέπτομαι’

περισσότερο παρά του ‘καταλαβαίνω’, ‘όπως ακριβώς και στον

Αριστοτέλη. 78

Η νόηση είναι κάτι που μπορεί να υπάρξει σε ένα

πλάσμα όπως ο άνθρωπος. Παρόλα αυτά, κάποιοι από τους

σύγχρονους του Ακινάτη που μοιράζονται αυτήν την σκέψη,

θεώρησαν ότι αυτό που πραγματικά σκέφτεται δεν είναι ένας

άνθρωπος, αλλά μία μοναδική ενσώματη νόηση η οποία με

77 Λογοθέτου, ‘Η φιλοσοφία των πατέρων’, 709 78 Geach Anscomble, ‘Three Philosophers’, 94

43

κάποιο τρόπο εκδηλώνεται από μόνη της, έναντι όλων των

πολυπληθών οργανισμών. Ο Ακινάτης θεωρεί ότι η σκέψη ενός

ανθρώπου είναι κατηγορηματική μόνο από την ψυχή του και όχι

από το σώμα του. 79

Από το γεγονός ότι η ψυχή είναι το είδος του σώματος και ότι

κάθε ενέργεια προέρχεται από αυτήν, συνεπάγεται ότι μόνο μία

ψυχή αντιστοιχεί σε κάθε ανθρώπινο σώμα. Διαφορετικά δεν θα

υπήρχε μία ενιαία ανθρώπινη φύση, αλλά ένα συνονθύλευμα

ψυχικών ουσιών. Έτσι, η ψυχή είναι ταυτόχρονα και φυτική, και

αισθητική, και νοητική.80 Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η

ενότητα της ανθρώπινης φύσεως, απαιτεί την ενότητα της ψυχής.

Επιπλέον η ψυχή βρίσκεται σε αμεσότητα με το σώμα, χωρίς

να διαμεσολαβεί οτιδήποτε ανάμεσά τους. Η ψυχή, τέλος, δεν είναι

ένα συγκεκριμένο όργανο ή μέρος του σώματος το οποίο υπάρχει

αυτόνομα μέσα στο σώμα. Αντίθετα, η ψυχή βρίσκεται παντού στο

σώμα αλλά και σε κάθε όργανο ξεχωριστά.

O Ακινάτης προχωρεί, τώρα, στην ανάλυση του συλλογισμού του,

σχετικά με την προΰπαρξη της ψυχής, την οποία απορρίπτει, με

την αιτιολογία εφόσον η ψυχή υπάρχει ως είδος του σώματος,

επομένως είναι ενωμένη με αυτό και άρα αδύνατον να υπάρχει

εξαρχής, χωριστά από το σώμα. Η γένεση της ψυχής είναι λοιπόν

ταυτόχρονη με τη γένεση του σώματος. Παρόλα ταύτα η γένεση

της ψυχής δεν ανάγεται στη γένεση του ανθρώπου γενικά, εφόσον

η τελευταία είναι ένυλη και σωματική ενέργεια και αδυνατεί να έχει

άυλο αποτέλεσμα. Έτσι, λοιπόν, οι ψυχές δεν γεννιούνται,81

79 Geach Anscomble, ‘Three Philosophers’, 97 80 Λογοθέτου, ‘Η φιλοσοφία των πατέρων’, 710 81 Λογοθέτου, Η ό.π., 711

44

αντιθέτως διαμορφώνονται μέσω της θείας δημιουργίας όταν το

έμβρυο πάρει την οργανική του μορφή. Αυτό συμβαίνει, γιατί η

ψυχή είναι ενέργεια του οργανικού σώματος. Αρχικά το έμβρυο ζει

μόνο φυτική ζωή και διαθέτει συνεπώς, μόνο φυτική ψυχή. Αμέσως

μετά δημιουργείται η αισθητική ψυχή, η οποία έχει δυνάμει τη

φυτική ψυχή. Τέλος το έμβρυο αποβάλλει διαδοχικά και την

αισθητική ψυχή, ώστε να διαμορφώσει τη νοητική ψυχή η οποία

ενέχει τις δυο κατώτερες μορφές ψυχής που προαναφέρθηκαν. Η

ψυχή επενεργεί στο σώμα, εφόσον ζωογονεί τα μέλη του και τα

καθιστά ενεργά της όργανα. Το σώμα, από την άλλη, δεν έχει

ανάλογη ενέργεια επί της ψυχής, αλλά δέχεται από αυτήν ζωή και

ενέργεια. Οι ανώτερες ψυχικές δυνάμεις επενεργούν έναντι των

κατωτέρων και οι κατώτερες των ανώτερων αφού όλες μαζί,

ενώνονται σε ένα διανοητικό ον.

Παρακάτω ο Ακινάτης εξετάζει τις ψυχικές δυνάμεις,

δεδομένου ότι η ψυχή είναι κατά την ουσία της ενέργεια πρώτη,

ενώ κατά τη μετάβαση στη δεύτερη ενέργεια, πρέπει να διαθέτει

δυνάμεις που να μην ταυτίζονται μ’ αυτήν. Οι διάφορες ενέργειες

της ψυχής μαρτυρούν την ύπαρξη των δυνάμεών της, ενώ δεν

συμπίπτουν με την ουσία, είναι όμως συμβεβηκότα, τέτοια που

προέρχονται από τις αρχές της ουσίας της ψυχής. Οι ψυχικές

δυνάμεις διακρίνονται μεταξύ τους σύμφωνα με τις ενέργειες τους

και τα υποκείμενα των ενεργειών τους.82 Από τις ψυχικές δυνάμεις,

άλλες είναι ανώτερες, ενώ άλλες κατώτερες, και κάθε ανώτερη

δύναμη, ως σκοπός της κατώτερης, είναι η αρχή της. Όταν όμως η

κατώτερη δύναμη προηγείται της ανώτερης, τότε τίθεται εκείνη η

αρχή της. Με άλλα λόγια η ανώτερη δύναμη

82 Λογοθέτου, ‘Η φιλοσοφία των πατέρων’, 712

45

προηγείται της κατώτερης ως σκοπός της, ενώ η κατώτερη

προηγείται ως προς την ανάπτυξη. Οι ψυχικές δυνάμεις

διακρίνονται σε τρεις βαθμίδες, όσο ανήκουν στη φυσική, την

αισθητική, ή την νοητική ψυχή. Οι φυτικές και οι αισθητικές

δυνάμεις, όμως, διαφέρουν από τις νοητικές, καθότι οι νοητικές

ενέργειες, δηλαδή η νόηση και η βούληση, συντελούνται χωρίς

σωματικά όργανα και συνεχίζουν να υπάρχουν μετά θάνατον.

Στη φυτική ψυχή διακρίνονται τρεις δυνάμεις, η θρεπτική, η

αυξητική και η γεννητική, των οποίων η έδρα είναι η καρδιά. Στην

αισθητική ψυχή παρουσιάζονται οι αντιληπτικές και οι κινητικές

δυνάμεις. Οι αντιληπτικές δυνάμεις, με τη σειρά τους, διακρίνονται

σε εξωτερικές και εσωτερικές αισθήσεις. Οι εσωτερικές αισθήσεις

είναι οι εξής τέσσερις: η κοινή αίσθηση και φαντασία, η κρίση και η

μνήμη. Από αυτές η κοινή αίσθηση είναι η ρίζα των εξωτερικών

αισθήσεων στην οποία καταλήγουν οι εντυπώσεις των παραπάνω,

τις οποίες καλείται να διακρίνει και να παραβάλλει στις άλλες. Την

κοινή αίσθηση ακολουθεί η φαντασία, της οποίας έργο είναι να

διατηρεί τις εικόνες που δημιουργούν οι αισθήσεις, όταν τα

αντικείμενα είναι απόντα. Ακολουθεί η κρίση, η οποία διακρίνει το

αγαθό από το κακό και ενεργεί στα ζώα μέσω του ενστίκτου, ενώ

στους ανθρώπους με τη λογική. Η μνήμη, τέλος, διατηρεί τους

σκοπούς εκείνους κατά τους οποίους κρίνει η αίσθηση.83 Στις

αντιληπτικές δυνάμεις συγκαταλέγονται οι κινητικές, οι οποίες

ενεργούν είτε φυσικά, είτε μέσω της προηγούμενης αντίληψης.

Αυτές οι τελευταίες κινήσεις ανήκουν στην αισθητική, ενώ οι άλλες

στη φυτική ψυχή. Σημαντικές κινήσεις της αισθητικής ψυχής είναι

τα είδη των παθών, για τα οποία ο Ακινάτης κάνει μια εκτενή και

83 Λογοθέτου, ‘Η φιλοσοφία των πατέρων’, 713

46

λεπτομερειακή περιγραφή.

Το σημαντικότερο κομμάτι της ψυχής, τη νοητική ψυχή, τη

διακρίνουν δύο κύριες δυνάμεις, ο νους και η βούληση. Ο νους, με

τη σειρά του, διακρίνεται σε θεωρητικό και πρακτικό, εφόσον

στοχάζεται τη θεωρία της αλήθειας, ή την ρύθμιση των πράξεων

για την αλήθεια. Η διάκριση αυτή του νου επιτυγχάνεται εφόσον οι

αρχές από τις οποίες αντλείται η ενέργειά του, είναι θεωρητικές και

πρακτικές. Η βούληση ακολουθεί το νου ως δεύτερη ουσιώδης

δύναμη της νοητικής ψυχής, γιατί η επιθυμητική δύναμη είναι

αναγκαίο επακόλουθο της γνωστικής. Τα ζώα, βέβαια, όντας

περιορισμένα στην αντίληψη των αισθήσεων, διαθέτουν μόνο την

επιθυμία που προκαλείται από τις αισθήσεις. Ο άνθρωπος, όμως,

ο οποίος διαθέτει νου, έχει, εκτός από την αίσθηση, την επιθυμία

που προκαλείται από τη λογική και η οποία ονομάζεται βούληση.

Συνεπώς η βούληση αντιστοιχεί στο νου, όπως η κατ’ αίσθηση

επιθυμία αντιστοιχεί στις αισθήσεις. Έτσι και η βούληση διαφέρει

από την επιθυμία, όπως ο νους διαφέρει από την αίσθηση. Και

όπως η αίσθηση έχει ως υποκείμενο τα καθέκαστον, ενώ ο νους τα

καθόλου, έτσι και η επιθυμία αναφέρεται στα κατ’ αίσθηση αγαθά,

και η βούληση στο αγαθό καθόλου.84 Η βούληση και η επιθυμία

δεν διαφέρουν μόνο κατά το υποκείμενο, αλλά και κατά τον τρόπο

που ενεργούν. Η επιθυμία που ανάγεται στην αίσθηση, ενεργεί

όταν αντιλαμβάνεται το παρόν πράγμα, ενώ η βούληση ενεργεί,

όχι εξαιτίας κάποιου πράγματος, αλλά από την ίδια τη βούληση. Η

βούληση, βέβαια, τείνει πάντα προς το αγαθό και την ευδαιμονία,

θέτοντάς τα ως σκοπό κάθε ενέργειάς της, έχει, ωστόσο τη

δυνατότητα να επιλέξει διάφορες μεθόδους, ώστε να οδηγηθεί στο

84 Λογοθέτου, ‘Η φιλοσοφία των πατέρων’, 714

47

σκοπό της. Αυτή η δυνατότητα ονομάζεται ελευθερία και εύλογα

παρατηρείται ότι η βούληση δεν ενεργεί ανεξάρτητα από το νου. Ο

νους δηλαδή, εξουσιάζει τη βούληση και την κινεί, ενώ επενεργεί

επάνω στη βούληση προβάλλοντας απλά το σκοπό του και όχι

καταναγκαστικά. Η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης που

προκύπτει από την έλλογη φύση του, αποδεικνύεται από την

αυτοσυνειδησία μας και την απονεμόμενη αμοιβή ή τιμωρία,

αντίστοιχα.85

Ο Αριστοτέλης προσπάθησε να εξηγήσει τη διαφορά

μεταξύ των δύο κύκλων, και μεταξύ δύο κυκλικών αντικειμένων

όπως τα κέρματα, λέγοντας ότι για τους δύο κύκλους υπάρχει μία

διαφορά με το ‘νοητό’ ζήτημα, ενώ η διαφορά μεταξύ δύο

κερμάτων είναι μία διαφορά ενός ‘λογικού’ ζητήματος. Και

υπάρχουν κείμενα (τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται

από νεο – σχολαστικούς), στα οποία ο Ακινάτης επαναλαμβάνει

αυτά τα δυσερμήνευτα λεγόμενα του φιλοσόφου. Η αυθεντικότητα

του Ακινάτη προκύπτει όταν σε άλλα κείμενα θέτει κάτι

διαφορετικό: οι γεωμετρικές ιδιότητες είναι ξεχωριστές. Δεν

οφείλουν την ατομικότητά τους στο το να είναι ιδιαίτερα ή

διαφορετικά πράγματα ή στο να κληρονομούν ένα διαφορετικό

ζήτημα (κάθε στίγματος), αλλά είναι ακόμη εξατομικευμένα, με το

δικό τους δίκαιο.86

Στην εξατομικευμένη ουσιώδη μορφή ενός έμβιου

όντος αν την ονομάσουμε ψυχή, δεν μπορούμε να προσδώσουμε

μία κινητική σημασία. Η συνεχιζόμενη ύπαρξη ενός έμβιου όντος

εκτός από άνθρωπο, συνίσταται στην εξατομικευμένη ζωή ενός

85Λογοθέτου, ‘Η φιλοσοφία των πατέρων, 715 86 Geach - Anscomble, ‘Three Philosophers’, 69

48

συνεχώς εναλλασσόμενου ζητήματος. Όταν η ύλη που

συμπληρώνει το έμβιο ον παύει να είναι ένας ζωντανός

οργανισμός, η ‘ψυχή’ του έμβιου όντος παύει να υπάρχει και η ύλη

παύει να είναι μία μονάδα σωματικού αντικειμένου, όπως ήταν

δυνάμει σ’ αυτήν την εξατομικευμένη μορφή, οπότε μετατρέπεται

σε ένα απλό σωρό ουσιών.

Σε αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης θα επέμενε ότι δεν είναι

μόνο η ψυχή ή η μορφή που κάνει το έμβιο ον να είναι ζώο. Έτσι,

φαίνεται ότι αυτό που κάνει μία σωματική ουσία να είναι ζώο, δεν

είναι απλά μία εξατομικευμένη μορφή, μία ‘ψυχή’, όπως

εξηγήσαμε, αλλά ‘ψυχή’ σε συνδυασμό με ύλη. Ο Ακινάτης δέχεται

αυτό το αποτέλεσμα. Όσον αφορά αυτό την παραπάνω

διατύπωση ‘ψυχή’ μαζί με ύλη, υπάρχει μία μακροχρόνια

αβεβαιότητα που απασχολεί τους μελετητές του μεσαίωνα. Είναι η

‘φύση’ ή η ουσία του ζώου, πραγματικά ή μόνο εννοιολογικά

διακριτή από το ίδιο το ζώο; Ο Ακινάτης υποστηρίζει ότι υπάρχει

πραγματική διάκριση. Μία απόδειξη γιαυτό προέρχεται από το

γεγονός του μεταβολισμού. Το ζώο από μόνο του, συνίσταται σε

μία συγκεκριμένη στιγμή, από μία ‘ψυχή’ ενυπάρχουσα σε ένα

συγκεκριμένο κομμάτι ύλης. Όμως η ‘ουσία’ του ή η ‘φύση’ του δεν

συνίσταται από την ‘ψυχή’ μαζί με την ύλη, αλλά με ένα

συγκεκριμένο κομμάτι ύλης. Το ζώο παραμένει το ίδιο, παρά τον

ολοκληρωτισμό μεταβολισμό, και η ‘ουσία’ του είναι ακριβώς

δυνάμει αυτό το οποίο συνεχίζει να είναι αληθινό. ‘Η, αν τεθεί

διαφορετικά, η σάρκα και τα οστά ανήκουν στην ‘ουσία’ του ζώου,

αλλά – όπως απαιτούν οι παράγοντες του μεταβολισμού – όχι η

συγκεκριμένη σάρκα και το συγκεκριμένο οστό, αλλά τα

πραγματικά κομμάτια σάρκας και οστού που βρίσκονται στο ζώο.

49

Έτσι υπάρχει κάτι στο ζώο που δεν υπάρχει στην ‘ουσία’ του. 87

Η ουσία του Ακινάτη είναι, θα λέγαμε, μία ουτοπική οντότητα.

Είναι ασαφές το πώς η σάρκα και τα οστά δεν είναι αυτή η σάρκα

και αυτά τα οστά. Ή η ύλη που είναι αυτή η ύλη. Για τον Ακινάτη η

‘ύλη’ δεν είναι ένας γενικός όρος κατάλληλος για συγκεκριμένα

κομμάτια ύλης. Συγκεκριμένη ύλη είναι η ύλη που εξατομικεύεται

σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Για τον Ακινάτη η ίδια ύλη μπορεί

τώρα να εξατομικευτεί σ’ αυτήν την κατεύθυνση ή να μην

εξατομικευτεί καθόλου.

Αν η ύλη υπάρχει υπό την εξατομικευμένη μορφή ενός ζώου,

αυτό απαιτεί ότι κάποιο μέρος της ύλης θα έχει τις ιδιότητες της

σάρκας και των οστών. Έτσι, η σάρκα και τα οστά ανήκουν στην

ουσία του ζώου – όχι επειδή υπάρχει ακαθόριστη σάρκα και

ακαθόριστα οστά.

Ένας γενικός όρος, όπως ‘άνθρωπος’, χρησιμοποιείται ως

ένα αντικείμενο για να αναφερθεί στη φύση ή την ύπαρξη: ένα

σωστό παράδειγμα αυτής της τάξης θα ήταν ‘ο άνθρωπος είναι ένα

ζώο’, ενώ το λανθασμένο θα ήταν ότι ‘ο άνθρωπος είναι ένα

πνεύμα’, ή μία ‘μηχανή’. Το κατηγόρημα είναι υποθετικό, κάποιος

ο οποίος κατέχει δυνάμει την ανθρώπινη φύση, φανερώνεται από

το αντικείμενο. Ο Ακινάτης υποστηρίζει ότι ένα κατηγόρημα που

αποδίδεται αληθώς στο αντικείμενο ‘άνθρωπος’ χρησιμοποιούμενο

με τον τρόπο που εξετάζουμε, αληθεύει για κάθε άνθρωπο

ξεχωριστά. Κατηγορήματα όμως όπως ‘είναι μία μορφή’ ή ‘είναι μία

έναντι πολλών’, δεν ισχύουν για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Η

πιθανότητα για σωστές προτάσεις όπως ‘ο άνθρωπος είναι ζώο’

δεν βασίζεται σε μία αληθινή ενότητα της ανθρώπινης φύσης σε

87 Geach - Anscomble, ‘Three Philosophers’, 74

50

όλους τους ανθρώπους, αλλά εκεί δεν υπάρχουν σχετικές

διαφορές μεταξύ της ανθρώπινης φύσης αυτού ή εκείνου του

ανθρώπου. 88

88 Geach - Anscomble, ‘Three Philosophers’, 83

51

ΣΣΣΥΥΥΓΓΓΚΚΚΡΡΡΙΙΙΣΣΣΗΗΗ ΤΤΤΩΩΩΝΝΝ ΘΘΘΕΕΕΣΣΣΕΕΕΩΩΩΝΝΝ ΤΤΤΟΟΟΥΥΥ ΑΑΑΡΡΡΙΙΙΣΣΣΤΤΤΟΟΟΤΤΤΕΕΕΛΛΛΗΗΗ ΚΚΚΑΑΑΙΙΙ ΤΤΤΟΟΟΥΥΥ

ΘΘΘΩΩΩΜΜΜΑΑΑ ΤΤΤΟΟΟΥΥΥ ΑΑΑΚΚΚΙΙΙΝΝΝΑΑΑΤΤΤΗΗΗ ΓΓΓΙΙΙΑΑΑ ΤΤΤΗΗΗΝΝΝ ΨΨΨΥΥΥΧΧΧΗΗΗ

Ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο κορυφαίος σχολαστικός φιλόσοφος

του Μεσαίωνα, δρα σε μία εποχή όπου το φιλοσοφικό σύστημα

του Αριστοτέλη επικρατεί σε όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα της

εποχής, ανεξάρτητα από τις βασικές θέσεις από τις οποίες τα

διακρίνει, καθώς και τις διαφορές μεταξύ τους. Αδιαμφισβήτητα,

είναι και ο ίδιος βαθιά επηρεασμένος από το μεγάλο σταγειρίτη

φιλόσοφο, στου οποίου την γραμμή κινείται και ο ίδιος για να

στηρίξει τις προσωπικές του μελέτες και θέσεις των έργων του, σε

συνδυασμό πάντα με το χριστιανισμό. Οι θέσεις του και ιδιαίτερα

Περί Ψυχής, θυμίζουν περισσότερο μία διατριβή πάνω στο έργο

του μεγάλου φιλοσόφου και αυτό που τις κάνει να ξεχωρίζουν,

είναι περισσότερο η συνεχής ύπαρξη του Θεού στα έργα του

Ακινάτη.

Αξίζει να παρατηρήσουμε ορισμένες ομοιότητες στη ζωή και

τη δράση των δύο ανδρών, οι οποίοι ξεχώρισαν (με σαφέστατα

μεγαλύτερη διαφορά του πρώτου) και θεωρήθηκαν οι

σημαντικότεροι φιλόσοφοι της εποχή τους. Καταρχάς,

προερχόμενοι και οι δύο από οικογένειες εξέχουσας κοινωνικής και

οικονομικής θέσεως, αλλά και με βάση το γενικότερα ευνοϊκό, για

τη φιλοσοφία, κλίμα της εποχής, είχαν τη δυνατότητα και τις βάσεις

για σπουδές, μελέτη και έρευνα, κάνοντας συνεχώς ταξίδια και

ερχόμενοι σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής

τους ο καθένας. Η σπουδές τους ξεκίνησαν από μικρή ηλικία και

ήταν αδιάκοπη, κάτι στο οποίο συνέβαλε και το περιβάλλον των

οικογενειών τους, το οποίο ευνοούσε τις σπουδές. Φεύγοντας,

σχετικά νωρίς – λίγο πριν ενηλικιωθούν – από τις γενέτειρές τους,

52

επέλεξαν να μαθητεύσουν πλάι στους μεγαλύτερους δασκάλους

της εποχής και του περιβάλλοντός τους, ο μεν Αριστοτέλης δίπλα

στον Πλάτωνα, ο δε Θωμάς, δίπλα στον Αλβέρτο το Μεγάλο. Το

σημαντικότερο, όμως, είναι ότι κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τη

φήμη και τη σπουδαιότητα των δασκάλων επιτυγχάνοντας

καινοτόμα βήματα στην ιστορία της φιλοσοφία ο πρώτος, και στο

φιλοσοφικό ρεύμα της εποχής του, ο δεύτερος. Επιπλέον, έτυχαν

και οι δύο την αναγνώριση των δασκάλων τους, για τα σπάνια

διανοητικά τους χαρίσματα και την διακεκριμένη ευφυΐα τους. Σε

περίοδο διανοητικής και σπουδαστικής ωριμότητας, καλούνται να

διδάξουν, ο Αριστοτέλης τον Αλέξανδρο στην Πέλλα, ενώ ο

Θωμάς, θεολογία στο Παρίσι. Αργότερα ο Αριστοτέλης ιδρύει τη

δική του Σχολή, και ο Θωμάς αναγορεύεται magister. Και οι δύο

φιλόσοφοι, υπήρξαν μαθητές, ερευνητές και δάσκαλοι, η φήμη

τους εξαπλώθηκε ραγδαία οδηγώντας πολλούς μαθητές να

μαθητεύσουν στο πλευρό τους. Τέλος, πολυπράγμονες γαρ,

ασχολήθηκαν και οι δύο με τη διδασκαλία, τη συγγραφή και το

κήρυγμα.

Ο Ακινάτης, όπως ο Αριστοτέλης, ασχολείται με μία τεράστια

ποικιλία θεμάτων: θεολογία, ηθική, πολιτική, ψυχολογία. Στην

ψυχολογία, θεωρεί τον Θεό, πνευματική ζωή της ψυχής, όπως ο

Αριστοτέλης θεωρεί την ψυχή, ζωή του σώματος. Συνεχίζει

λέγοντας ότι η ψυχή δίνει ζωή στο σώμα, μέσω του εαυτού της.

Έτσι, και ο Θεός –μέσω του εαυτού του (και μέσω της αγάπης,

αφού είναι ο ίδιος η αγάπη) δίνει ζωή στην ψυχή.89

Όσον αφορά, τώρα, στην ψυχή που είναι και το ζητούμενο

89 Κυδώνη, Θωμά Ακινάτου, ‘Σούμμα θεολογική’, 28

53

της παρούσας εργασίας, παρατηρούνται οι μεγαλύτερες επιρροές

από τον Αριστοτέλη ξεκινώντας από την ουσία, την οποία επίσης

θεωρεί ότι συνίσταται από ύλη και είδος, διακρίνοντας τα ουσιώδη

σε ένυλα και άυλα. Η ψυχή παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο ως

κύρια αρχή, στη ζωή όλων των έμβιων όντων. Τα είδη της ο

Ακινάτης τα χωρίζει επίσης, σε τρία, φυτικά, ζωικά και ανθρώπινα,

ενώ η ψυχή, όντας άυλη και ασώματη η ίδια, ενυπάρχει στο σώμα,

χωρίς να υπάρχει, όμως, ανεξάρτητα από αυτό. Κύρια αρχή της

ψυχής, όπως ο Αριστοτέλης, θεωρεί τη νόηση η οποία όμως, δεν

αποτελεί η ίδια κάποιο σωματικό όργανο. Η ψυχή είναι άφθαρτη,

οπότε, μετά το θάνατο του σώματος, συνεχίζει να υπάρχει,

διαθέτοντας τη γνωστική και τη βουλητική ενέργεια, και χωρίς

έννοιες που προέρχονται από τις αισθήσεις. Η ψυχή δέχεται τις

έννοιες μέσω των παρατηρήσεων από τις αισθήσεις και κατ’

επέκταση της σύνδεσης της με το σώμα. Η διαφορά με την

ασώματη ψυχή είναι ότι δεν επηρεάζεται από τέτοιες μεταβολές.

Το σώμα και η ψυχή συναποτελούν τον άνθρωπο.

Παράλληλα, η ψυχή είναι η ουσία της ύλης, χωρίς να είναι η ίδια

ένυλη. Ο Ακινάτης, επίσης εδώ, ακολουθεί τον Αριστοτέλη,

θεωρώντας την ψυχή ως κινητήριο δύναμη του σώματος και

υποστηρίζοντας ότι μία ψυχή αντιστοιχεί σε κάθε σώμα.

Ο Ακινάτης υποστηρίζει, και αυτός, τη δυνατότητα της

ψυχής, μετά το θάνατον, όταν το σώμα παύει να υφίσταται. Όντας

μέσα στο σώμα μπορεί να νοεί μόνο με τη βοήθεια της αίσθησης

και της φαντασίας. Ο μόνος λόγος για να διακοπεί η ροή της

σκέψης είναι λόγω εξωγενών παραγόντων (ύπνος, φάρμακα,

εγκεφαλικές κακώσεις), παράγοντες δηλαδή, που επηρεάζουν τις

αισθήσεις.

54

Σημαντική, επίσης, ομοιότητα, είναι η διάκριση σε τρία είδη

ψυχής, τη φυτική, την αισθητική και την νοητική. Η φυτική

περιλαμβάνει την θρεπτική, την αυξητική και τη γεννητική, ενώ η

αισθητική τις αντιληπτικές και κινητικές δυνάμεις οι οποίες

περιλαμβάνουν την κοινή αίσθηση, τη φαντασία, τη μνήμη και την

κρίση. Το έργο της φαντασίας, τώρα, είναι να διατηρεί τις εικόνες

των αισθήσεων, όταν απουσιάζουν τα αντικείμενα. Η νοητική,

τέλος, εμπεριέχει το νου, που διακρίνεται σε θεωρητικό και

πρακτικό, και τη βούληση. Στη βούληση παρατηρείται και η βασική

διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα, αφού τα ζώα επιθυμούν από

αίσθηση, ενώ ο άνθρωπος από λογική.

Όπως είδαμε, η ‘νόηση’ διαιρείται σε δύο μέρη, το ‘ποιητικό’

και το ‘παθητικό’, το οποίο ο Αριστοτέλης θεωρούσε φθαρτό, όπως

το σώμα. Το πρώτο θεωρούσε πως είναι άφθαρτο, αγέννητο και

αιώνιο. Ο Ακινάτης θεωρούσε την ‘παραγωγική’ νόηση ως μέρος

μιας τυπικής έννοιας ή μέρος του ανθρώπινου μυαλού. Όμως από

τη σύνοψη του Αριστοτέλη, καθώς και από το δυσερμήνευτο

κείμενό του, φαίνεται να είναι ο θείος νους που ο Αριστοτέλης

εννοεί, κάτι που είναι επίσης πιθανό, είναι ότι πίστευε ότι τα

ανθρώπινα μυαλά συγκεκριμένα, είχαν ένα θείο μέρος: το πράγμα

που έρχεται στον κόσμο, όπως το θέτει, ‘από έξω’.90

90 Geach - Anscomble, ‘Three Philosophers’, 58

55

ΒΒΙΙΒΒΛΛΙΙΟΟΓΓΡΡΑΑΦΦΙΙΑΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ - Αυγελή Νίκου, “Εισαγωγή στη φιλοσοφία”, Κώδικας,

Θεσσαλονίκη, 1998

- During Ingemar, “Αριστοτέλης, Παρουσίαση και ερμηνεία της

σκέψης του”, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1991

- Ισηγόνη, Αντ., Μ., “Η τελεολογική κατ’ Αριστοτέλη εκδοχή του

ψυχικού βίου”, Διδακτορική Διατριβή, Ρόδος, 1951

- Κυδώνη Δημητρίου, “Θωμά Ακινάτου, Σούμμα Θεολογική”,

εξελληνισθείσα, τόμος 17ος, Έκδοση Ιδρύματος Ερεύνης και

Εκδόσεων Νεοελληνικής Φιλοσοφίας, Αθήνα, 1980

- Λογοθέτου, Ι., Κων/νου, “Η φιλοσοφία των Πατέρων και του

μέσου αιώνος”, Μέρος Β’, Ερμού, Αθήνα, 1934

- “Ο Αριστοτέλης Σήμερα”, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου 20-23

Σεπτεμβρίου 2001, Μίεζα-Νάουσα, Νάουσα, 2002

- Παπαδόπουλου Γ. Στυλιανού, “Ελληνικαί μεταφράσεις

θωμιστικών έργων. Φιλοθωμισταί και αντιθωμισταί εν Βυζαντίω”, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικής εταιρείας, αριθμός 49, Αθήνα, 1967

-Πεντζοπούλου-Βαλαλά Τερέζα, “Προβολές στον Αριστοτέλη”,

Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 1998

- Taylor, A. E., “Πλάτων, ο άνθρωπος και το έργο του”, Μορφωτικό

Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2000

- Τσέλερ-Νεστλέ, “Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας”,

Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1997

- Χριστοδούλου, Ι., Σ., “Αριστοτέλης, Περί Ψυχής”, Ζήτρος,

Θεσσαλονίκη, 2003

56

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ - Anscomble, G. E. M. and Geach, P. T., “Three Philosophers”,

Basil Blackwell, Oxford, 1973

- Jaeger, W., “Aristotle, fundamentals of his developments”, Oxford

University Press, London, 1967