Ο μουσικός εξευρωπαϊσμός της Καλαμάτας: 1890-1912

78
I ΩΑΝΝΗΣ ΠΛΕΜΜΕΝΟΣ* Ο ι δύο τελευταίες δεκαετίες του 19 ου αιώνα αποτελούν σταθ- μό για τα καλλιτεχνικά πράγματα της νεώτερης Ελλάδας, διό- τι τότε συντελέστηκε ο εξευρωπαϊσμός της μουσικής και του θέα- τρου, με την υιοθέτηση ευρωπαϊκών εκφάνσεων της καλλιτεχνικής ζωής (Συναδινός 1919: 10-15). Αν ο εξευρωπαϊσμός αυτός είχε συ- ντελεστεί στην Αθήνα μέχρι το τέλος του 19 ου αιώνα, στην επαρχία σημείωσε μια μικρή καθυστέρηση, που, πάντως, δεν ξεπέρασε τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Στην Καλαμάτα που μας ενδι- αφέρει εδώ, η διείσδυση της ευρωπαϊκής μουσικής γίνεται πιο έντο- νη από τη δεκαετία του 1890, όταν ιδρύεται η πρώτη φιλαρμονική και εισάγεται για πρώτη φορά στους ναούς της πόλης η τετράφωνη μουσική. Το υλικό της παρούσας μελέτης στηρίζεται, κυρίως, στην αποδελτίωση του τοπικού τύπου της εποχής, που εντάσσεται όμως και στο γενικότερο πλαίσιο της εξέλιξης της νεοελληνικής μουσικής. Όπως και σε άλλες περιοχές του ελληνισμού, η διαδικασία αυτή δεν έγινε ανώδυνα, καθώς συνάντησε τη σθεναρή αντίδραση των παραδοσιακών κύκλων, που υποστήριζαν τη μονόφωνη βυζαντι- * Ο κ. Ιωάννης Πλεμμένος είναι εθνομουσικολόγος, ερευνητής στο Κέντρο Ερεύ- νης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, πρώην διδάσκων (Π.Δ. 407/80) των μαθημάτων της Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Μουσικής στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανε- πιστημίου Πελοποννήσου.

Transcript of Ο μουσικός εξευρωπαϊσμός της Καλαμάτας: 1890-1912

IΩΑΝΝΗΣ ΠΛΕΜΜΕΝΟΣ*

Ο ι δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα αποτελούν σταθ-μό για τα καλλιτεχνικά πράγματα της νεώτερης Ελλάδας, διό-

τι τότε συντελέστηκε ο εξευρωπαϊσμός της μουσικής και του θέα-τρου, με την υιοθέτηση ευρωπαϊκών εκφάνσεων της καλλιτεχνικής ζωής (Συναδινός 1919: 10-15). Αν ο εξευρωπαϊσμός αυτός είχε συ-ντελεστεί στην Αθήνα μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, στην επαρχία σημείωσε μια μικρή καθυστέρηση, που, πάντως, δεν ξεπέρασε τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Στην Καλαμάτα που μας ενδι-αφέρει εδώ, η διείσδυση της ευρωπαϊκής μουσικής γίνεται πιο έντο-νη από τη δεκαετία του 1890, όταν ιδρύεται η πρώτη φιλαρμονική και εισάγεται για πρώτη φορά στους ναούς της πόλης η τετράφωνη μουσική. Το υλικό της παρούσας μελέτης στηρίζεται, κυρίως, στην αποδελτίωση του τοπικού τύπου της εποχής, που εντάσσεται όμως και στο γενικότερο πλαίσιο της εξέλιξης της νεοελληνικής μουσικής.

Όπως και σε άλλες περιοχές του ελληνισμού, η διαδικασία αυτή δεν έγινε ανώδυνα, καθώς συνάντησε τη σθεναρή αντίδραση των παραδοσιακών κύκλων, που υποστήριζαν τη μονόφωνη βυζαντι-

ΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣ

ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΗΣ ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912ΑΛΑΜΑΤΑΣ: 1890-1912

* Ο κ. Ιωάννης Πλεμμένος είναι εθνομουσικολόγος, ερευνητής στο Κέντρο Ερεύ-νης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, πρώην διδάσκων (Π.Δ. 407/80) των μαθημάτων της Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Μουσικής στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανε-πιστημίου Πελοποννήσου.

Iωαννησ Πλεμμενοσ

630νή μουσική και το δημοτικό τραγούδι αντίστοιχα. Η αντιπαράθεση αυτή φαίνεται ότι υπήρξε τελικά γόνιμη, αφού αποτέλεσε τον προ-πομπό της της ενιαίας πλέον νεοελληνικής μουσικής. Ταυτόχρονα, φανερώνει και τη βαθύτερη αγωνία των νεοελλήνων καλλιτεχνών αλλά και στοχαστών για την οριοθέτηση της ελληνικότητας τόσο γε-ωγραφικά (μεταξύ Ανατολής και Δύσης) όσο και χρονικά (σε σχέ-ση με το «ένδοξο» παρελθόν). Ως εκ τούτου, η παρούσα μελέτη θα παρακολουθήσει και θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει την εμφάνιση και εξέλιξη της εκκλησιαστικής μουσικής και της φιλαρμονικής στην Καλαμάτα από το 1890 μέχρι το 19121. Ούτως ή άλλως, η έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων, ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος και η Μικρα-σιατική εκστρατεία και καταστροφή που επηκολούθησαν ανέστει-λαν επί πολύ την καλλιτεχνική κίνηση στη χώρα.

Εκκλησιαστική Μουσική

1. Η πρώτη απόπειρα εισαγωγής της εκκλησιαστικής τετρα-φωνίας

Παρά το γεγονός ότι η επικρατούσα εκκλησιαστική μουσική στη Μεσσηνιακή πρωτεύουσα του 19ου αιώνα ήταν η μονόφωνη βυζα-ντινή, ο μέσος Καλαματιανός δεν ήταν αμύητος στην εναρμονισμένη εκκλησιαστική μουσική, την οποία μπορούσε να ακούσει στον ναό των καθολικών, που είχε παραμείνει στην Καλαμάτα από την εποχή της τελευταίας ενετοκρατίας (1685-1718)2. Ούτως ή άλλως, στη μεσ-σηνιακή πρωτεύουσα παρεπιδημούσαν αρκετοί καθολικοί, κυρίως ιταλοί, αφού το ιταλικό υποπροξενείο λειτούργησε μέχρι τον δεύ-τερο παγκόσμιο πόλεμο. Υπήρχαν, όμως, και αρκετοί Έλληνες Κα-θολικοί, ένας από τους οποίους ήταν ο Αντ. Δελένδας, λογιστής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης, και αδελφός του Αντωνί-

1. Για μια πιο αναλυτική παρουσίαση της μουσικής κίνησης στην Καλαμάτα, βλ. Πλεμμένος 2005.

2. Ο καθολικός ναός βρισκόταν στην περιοχή Φλαρίου, ονομασία που έλαβε από τους καθολικούς ιερείς (Freres) ή Φλάρηδες (Χρυσοσπάθης 1936: 6-12).

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

631ου Δελένδα, Αρχιεπισκόπου των Καθολικών της Κέρκυρας («Φα-ραί» 22/2/1898). Τη Μ. Πέμπτη του 1892, η εφημερίδα «Μεσσηνι-ακή» δεν παρέλειψε να σημειώσει προς χάριν των καθολικών ανα-γνωστών της ότι «αύριον Μ. Παρασκευή ο ιερεύς των ενταύθα Δυ-τικών Δον Αντώνιος Ρούσος ομιλήση εν τω καθολικώ Ναώ μετά την Θείαν Λειτουργίαν περί της σταυρώσεως» (2/4/1892).

Εκτός από τον καθολικό ναό, η δυτικότροπη μουσική έκανε τα πρώτα δειλά βήματά της και στους ορθόδοξους ναούς Καλαμάτας τη δεκαετία του 1890. Η Μεσσηνιακή πρωτεύουσα ήταν από τις τε-λευταίες πόλεις της νότιας Ελλάδας, που εισήγαγε την ευρωπαϊκή μουσική στις εκκλησίες, αφού είχε προηγηθεί η Πάτρα, το 1870, και η Αθήνα, το 1885 (Φιλόπουλος 1990: 118-9). Υπεύθυνος της εισαγω-γής στην Καλαμάτα ήταν ο πρωτοψάλτης του μητροπολιτικού ναού της Υπαπαντής του Σωτήρος, Ιωάννης Κατσαΐτης, που υπηρετούσε το μουσικό αναλόγιο από το 1875. Η τετράφωνη μουσική ακούστη-κε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1894 στη δεύτερη λειτουργία της Κυριακής, που καθιερώθηκε για τον σκοπό αυτόν στην Υπαπα-ντή («Φαραί» 1/10/1895). Η επίσημη αιτιολόγηση της δεύτερης λει-τουργίας ήταν «όπως οι βιοτέχναι εκκλησιάζωνται χωρίς να προ-σοχθούσι δια την διάρκειαν της ιερουργίας, ήτις υπέκλεπτε πολυ-τίμους ώρας εις αυτούς βεβαρημένους κατ’ εξοχήν από την βιωτι-κήν μέριμαν και τον εργώδη της υπάρξεως αγώνα, ενώ εις τας άλ-λας τάξεις το καθήκον ήτον ανετώτερον» («Ευνομία» 16/10/1894)3.

Για κάποιους Καλαματιανούς προσκυνητές η Θ. Λειτουργία της εορτής της Υπαπαντής, που για πρώτη φορά εψάλη εν τετραφωνία, υπήρξε «μεγαλοπρεπής, καταλιπούσα κατανυκτικωτάτην και βαθυ-τάτην εντύπωσιν», γεγονός που απέδωσαν «εις την άοκνον και έκ-θυμον επιμέλειαν του εμπνευσμένου ψάλτου μας Ιωάννη Κατσαΐ-τη συγκροτήσαντος μουσικόν χορόν» («Ευνομία» 4/2/1895). Η μόδα της τετραφωνίας έγινε, μάλιστα, για ορισμένους εμμονή, όπως μπο-ρούμε να αντιληφθούμε από (προφανώς ανιστόρητο) επιφυλλιδο-γράφο της εποχής, που ακούγοντας ένα μεσημέρι τις «μελωδικώτα-τες» και «μελίρρυτες» καμπάνες της Υπαπαντής πίστεψε ότι «απε-

3. Την εποχή αυτή, η Κυριακή δεν ήταν ακόμα ημέρα αργίας για τον εμπορικό κό-σμο.

Iωαννησ Πλεμμενοσ

632τέλουν βυζαντινήν τετραφωνίαν … και μοι εφαίνετο ότι ευρισκό-μην επί της δόξης της Αγίας Σοφίας, ότι ήκουον εν τετραφωνία τους κώδωνάς της κρουομένους» («Ευνομία» 7/4/1896). Το παράδειγμα των επιτρόπων της Υπαπαντής δεν άργησαν να μιμηθούν και οι ομό-λογοί τους του Αγ. Νικολάου, οι οποίοι δεν αρκέστηκαν μόνο στην τετράφωνη απόδοση των εγκωμίων του Επιταφίου του 1896, αλλά εισήγαγαν και μέσα στον ναό τμήμα της Φιλαρμονικής («Μεσσηνι-ακή» 15/7/1896), όπως γίνεται μέχρι σήμερα σε κάποια Ιόνια νησιά.

Τρία χρόνια αργότερα, η τετράφωνη λειτουργία είχε αντικατα-στήσει τη βυζαντινή, ο δε χορός της Υπαπαντής υπό τη διεύθυν-ση του Κατσαΐτη έψαλλε «εν τετραφωνία από του γυναικωνίτου», ακούσματα που κατά τον συντάκτη των «Φαρών» (29/1/1897) «πα-ρέσχον έκπληξιν και ηδονήν άρρητον εις τους εκκλησιαζομένους εν τω μητροπολιτικώ Ναώ της Υπαπαντής. Οποία ψυχική ηδονή, οποί-ον μέλος, οποία γλυκεία συγκίνησις διεχέετο από των θόλων του ναού και κατεκήλει τα ώτα, και έσυρε την ψυχήν εν προσευχή μέχρι των ουρανών γονυπετή προ του Πλάστου της. Ιδού λοιπόν εκκλησι-αστική μουσική και εν Καλάμαις αρτία, αιμύλη, εύστομος, θεοπρε-πής». Ο ίδιος συντάκτης, που ήταν προφανώς υποστηρικτής της τε-τραφωνίας, εκφράζει την ελπίδα ότι, αν και η μουσική αυτή «δύνα-ται να θεωρηθή αρτιείσακτος», δεν πιστεύει «ότι το φιλόμουσον και φιλακόλουθον κοινόν θα τείνη δυσήκοον ους», αλλά, αντιθέτως, «θα ησθάνθη πολύ βαθέως την ευπάθειαν της Μουσικής, και μετά χα-ράς θ’ ανελογίσθη την απόκτησιν και εν τη πόλει μας εκκλησιαστι-κής Μουσικής, ανταξίας προς ον επαγγέλεται σκοπόν».

Για να προλάβει τις όποιες ενστάσεις εναντίον της τετραφωνίας και της μετακίνησης του χορού στον γυναικωνίτη, ο Κατσαΐτης τις παραμονές της εορτής της Υπαπαντής του 1897 απηύθυνε «ανοικτή επιστολή προς το κοινόν» με την οποία χαρακτήριζε τον χορό της Υπαπαντής «το κέντρον εξ ου μέλλουσι να εξέλθωσιν ιεροψάλται ου μόνον μουσικού αισθήματος εμπεφορημένοι, αλλά και πνευμα-τικής αναπτύξεως, ήτις είνε άριστον συστατικόν και το λάμπρυσμα παντός μουσικού» («Φαραί» ό.π.). Με μια διάθεση απολογισμού, ο ίδιος μουσικός υπενθυμίζει στους ενορίτες του ότι «ο χορός της Υπαπαντής καίτοι κατηρτίσθη δια μεγίστων δυσχερειών δι’ έλλειψιν προσώπων μεμυημένων του κάλλους της Μουσικής … αριπρεπώς

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

633

Iωαννησ Πλεμμενοσ

634τελεί το Θεοπρεπές έργον του». Από το ίδιο δημοσίευμα μαθαίνου-με ότι «τα πρόσωπα του χορού» του Κατσαΐτη ανήκουν «εις καλάς της πόλεως οικογενείας και πάντα σχεδόν μαθητεύοντα εν τω Γυ-μνασίω»4. Ο Κατσαΐτης σημειώνει, επίσης, ότι σκοπός του από εδώ και στο εξής θα είναι η συγκρότηση «εκκλησιαστικού μουσικού χο-ρού δυναμένου να ψάλλη αρμονικώς και δια της συμφωνίας ν’ απο-δώση τον προσήκοντα χρωματισμόν και την παραστατικότητα εις τα ψαλλόμενα λειτουργικά τεμάχια» («Φαραί» ό.π.).

Εντούτοις, δύο περίπου μήνες μετά την εορτή της Υπαπαντής, ο Κατσαΐτης δέχτηκε από τους «υπέρ της ρινοφωνίας» ενορίτες του «αντί συγχαρητηρίων» αυστηρή κριτική για τους νεωτερισμούς του. Σε δηκτικό δημοσίευμα της εποχής διαβάζουμε ότι «ευρέθησαν τι-νές καλαίσθητοι ψέξαντες την καινοτομίαν και ζητούντες την επά-νοδον εις την προσφιλή τους ρινοφωνίαν. Η έξις είνε ο μεγαλύτε-ρος καταστροφεύς του καλού. Ο εθισθείς εις την βρώμα απεχθάνε-ται τ’ αρώματα» («Φαραί» 9/4/1897). Πριν από το τέλος του ίδιου έτους, η πίεση του κόσμου κατά της τετράφωνης μουσικής φαίνεται ότι είχε γίνει ασφυκτική, με αποτέλεσμα ο Κατσαΐτης να αναγκα-στεί να εγκαταλείψει τα σχέδιά του. Ο μετανιωμένος πρωτοψάλτης γράφει ότι «επειδή τινές των ενοριτών εκ των δικαιούχων εξ ιδιο-συγκρασίας απαρεσκόμενοι την αρμονίαν καταφέρονται καθ’ ημών προκαλούντες ατόπους συζητήσεις καθ’ εκάστην Κυριακήν, δια τούτο απεφασίσαμεν την παύσιν της αρμονίας περιοριζόμενοι απο-κλειστικώς εις τα Βυζαντινά μελωδήματα» («Φαραί» 12/10/1897).

Ο Κατσαΐτης αναγκάστηκε να περιοριστεί στον βυζαντινό χορό, ο οποίος έγινε σύντομα εξίσου δημοφιλής και μετεκαλείτο σε πα-νηγύρεις άλλων ναών («Φαραί» 10/12/1897). Λίγους μήνες αργότε-ρα, γινόταν γνωστό ότι το βράδι της Μ. Τρίτης «θέλει δια πρώτην φοράν ψαλλή το υπό ιστορικήν έποψιν κατανυκτικώτατον τροπάρι-ον της Κασσιανής υφ’ ολοκλήρου του χορού και εν Βυζαντινή μελω-δία εκλεγείση παρά του Πρωτοψάλτου του Ναού κ. Κατσαΐτου εκ των διαπρεπεστέρων της Εκκλησίας μας αρχαίων μελωδιών» («Φα-

4. Σε δημοσίευμα του επομένου έτους διαβάζουμε για τον θάνατο ενός 18χρονου, στον οποίον «ο Εκκλησιαστικός μουσικός χορός του Ναού της Υπαπαντής, ούτι-νος ο μεταστάς απετέλει μέλος, εκτιμών τας αρετάς του κατέθηκε πολυτελή στέ-φανον» («Φαραί» 22/2/1898).

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

635ραί» 29/3/1897)5. Ιδού και η εντύπωση που προκάλεσε η ερμηνεία της Βυζαντινής Κασσιανής του Κατσαΐτη στο καλαματιανό ακροα-τήριο μέσα από μια λυρική περιγραφή ανώνυμου συντάκτη της επο-χής («Φαραί» 16/4/1898):

«Φωνή ήρεμος, γλυκεία, αιγλήεσσα, ουρανία απήχησις του με-λωδικωτάτου αρώματος της ψυχής της εν τω μοναστηρίω εγκλεί-στου. Της φευγαλέας ζωής τας αποχρώσεις, τας τρικυμιώδεις του βίου στιγμάς, καθ’ άς θερμαίνεται η φαντασία ιπταμένη εις τόπους αγγίχτους, όπως τύχη συγχωρήσεως παρά του Μεγάλου Εκείνου Θεού, πιστότατα διηρμήνευσεν η αρωματώδης και με-λωδικωτάτη φωνή του Ιωάννη Κατσαΐτη αποπνέουσα την μαγεί-αν, την αισθητικότητα, ζωντανά τα συναισθήματα της μαραινο-μένης, της δεούσης, της εξαφανιζομένης εν δοκιμασίαις νεότη-τος. Και όταν η έκπαγλος εκείνη μονωδία εξιδανικεύθη κατά την εξέλιξιν αυτής εν τη ψυχή του πλήθους εκείνου των εκκλησιαζο-μένων, και όταν αι διάνοιαι πάσαι μεταρσιωθείσαι προσηλούντο εις τους αγνώστους κόσμους του απείρου, γραφικωτάτη πλέον παρεστάθη η έκλαμπρος του μέλλοντος ζωή, και πλημμυρούντα εκυλινδούντο επί των παρειών τα δάκρυα, τα δάκρυα της συ-ναισθήσεως της τύψεως, της μετανοίας. Στιγμή θεσπεσία, έξοχος εν τη παραστατικότητι αυτής, πνευμάτων μεταρσίωσις και αλη-θής προσέγγισις αυτής προς τον Θεόν. Σιγή βαθεία, εξόχως με-γαλοπρπεπής, απείρως μεγαλυνομένη υπό της κατανυκτικής φω-νής του Κατσαΐτη, παρομοία εκείνης της ερήμου, ήν ταράσσει το καλλικέλαδον του δάσους πτηνόν».

2. Νέες απόπειρες

Τον επόμενο χρόνο, ο Κατσαΐτης κλήθηκε να ψάλει κατά την επί-σκεψη του βασιλικού ζεύγους στην Καλαμάτα. Οι βασιλείς Γεώργι-ος Α’ και Όλγα από της ελεύσεώς τους στην Ελλάδα (1864) είχαν

5. Αν και δεν κατονομάζεται το συγκεκριμένο μέλος ή ο συνθέτης της Κασσιανής, ει-κάζεται ότι πρόκειται για το έργο του Πέτρου Πελοποννησίου σε ήχο πλ. Δ’ στην αργή του εκδοχή, το οποίο μέχρι σήμερα θεωρείται ότι απηχεί τις πιο παλιές βυ-ζαντινές μελωδικές θέσεις.

Iωαννησ Πλεμμενοσ

636εισαγάγει την τετράφωνη μουσική στο βασιλικό παρεκκλήσιο, και όπου εκκλησιάζονταν έπαιρναν μαζί τους τον ανακτορικό χορό (Φι-λόπουλος 1990: 105). Πρέπει να τονιστεί, επίσης, ότι από το 1875 η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με εγκύκλιό της είχε επιτρέ-ψει «όπως δια της τετραφώνου μουσικής ψάλλωνται εν τω μητρο-πολιτικώ ναώ της πρωτευούσης αι εθνικαί και βασιλικαί εορταί» (Παπαδόπουλος 1890: 467). Αυτό που καταγράφεται στον τοπικό τύπο είναι τα επαινετικά σχόλια της βασίλισσας για «τους αρμονι-κούς φθόγγους της μουσικής» του Κατσαΐτη. Οι βασιλείς ονόμασαν την Υπαπαντή «δευτέραν Μητρόπολιν» και «εξέφρασαν την επιθυ-μίαν εις τον Υπασπιστήν των να προσελάμβανον τον Διευθυντήν του χορού εν τω χορώ του ανακτορικού ναού» («Φαραί» 10/5/1898).

Όπως και να έχει το πράγμα, από το 1899, ο Κατσαΐτης επανέρ-χεται στην καινοτομία του. Έτσι, τη Μ. Παρασκευή του 1899 μαθαί-νουμε ότι η «εισροή του πλήθους προμηνύεται μεγίστη όπως απο-λαύση των εγκωμίων του επιταφίου της Μητροπόλεως ψαλησομέ-νου εν τετραφώνω υπό καταλλήλου προς τούτο προετοιμασθέντος χορού» («Φαραί» 16/4/1899). Τη χρονιά αυτή η Φιλαρμονική ανέ-κρουσε την τρίτη στάση των εγκωμίων σε διασκευή του επίλεκτου μέλους της Παν. Τασώνη («Θάρρος» 17/4/1899).

Σε άλλο δημοσίευμα, συντάκτης καλεί το Καλαματιανό κοινό «να αποδείξη την εκτίμησίν της προς τον λίαν επιμόνως εν Καλά-μαις εργασθέντα συμπολίτην υπέρ της εκκλησιαστικής μουσικής, την οποίαν ου μόνον εχειραγώγησεν από τους συνήθεις βυζαντινούς μυτισμούς, αλλά και την ανύψωσεν εις περιωπήν τοιαύτην, ώστε ο βασιλεύς να εκφρασθεί επανειλημμένως ευφημότατα ενταύθα περί του μουσικού χορού μας» («Θάρρος» 15/4/1899). Την Παρασκευή του Ακαθίστου Ύμνου του 1899, δυτικόφιλος συντάκτης κάνει λόγο για τη «μάγο και εμπνευσμένη μελωδία του κ. Κατσαΐτου, κατορ-θώντος να αίρεται εις το ύψος και την περιπάθειαν των … ψαλλο-μένων λυρικωτάτης εμπνεύσεως ποιημάτων» («Φαραί» 5/4/1899). Ο μαγεμένος συντάκτης μάς διαβεβαιώνει ότι ο Κατσαΐτης «παθαί-νεται και αίρεται, ενθουσιά ή κλαίει και προσδίδει εις τας μουσι-κάς εκείνας συνθέσεις χρώμα και μορφήν ποικίλλουσαν κατά τας εμπνεύσεις των υμνογράφων».

Εντούτοις, ο χορός του Κατσαΐτη μαστιζόταν από οικονομικά

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

637προβλήματα6. Σε μια δραματική έκκληση για οικονομική βοήθεια («Θάρρος» 5/10/1899) «των απορωτέρων μελών του χορού ... Εις τους μαθητάς πάντας δεν είναι εύκολον να σχολάζωσιν οποτεδήπο-τε ίνα ασκώνται, διότι υπάρχουσι μεταξύ αυτών οι άνθρωποι της ανάγκης, οι μη δυνάμενοι να υποκύψωσιν έστω και εις τας υπαγο-ρεύσεις του θρησκευτικού συναισθήματος, έστω και εις τας απαι-τήσεις της προσωπικής αυτών κλήσεως». Στο ίδιο δημοσίευμα, ξε-καθαρίζεται ότι «η ανάγκη της εκκλησιαστικής αρμονίας επιβάλλε-ται τοσούτω μάλλον, καθ’ όσον λείπει το μεγαλείον και το επιβάλ-λον του κλήρου από της μορφώσεως … μέσον δε κράτιστον προς τον σκοπόν τούτον αποβαίνει η αρμονία, ήτις πολλάκις φέρει τον άν-θρωπον τον μη ανεπτυγμένον έστω, εις συνάφειαν μετά του νοητού κόσμου, εις τον κύκλον του οποίου παρ’ ημίν εύρηται η θρησκεία».

Λίγες μέρες αργότερα, η ίδια εφημερίδα ανακοινώνει ότι «απει-λείται η διάλυσις από στιγμής εις στιγμήν του χορού της Υπαπα-ντής», αλλά παρ’ όλα αυτά «μήτε συζητήσεως ηξιώθη το πράγμα» («Θάρρος» 16/10/1989). Ο συντάκτης επιρρίπτει τις ευθύνες για την κατάσταση αυτή στους ενορίτες του μητροπολιτικού ναού, οι οποί-οι παρακολουθούν «μετά της μεγαλυτέρας απαθείας ή μάλλον μετά πρωτοφανούς αναισθησίας» τη διάλυση του χορού («Θάρρος ό.π.). Ο αρθρογράφος εκφράζει τις αντιρρήσεις του και για την απόφαση του γυμνασιάρχη Όθωνα Ρέντζου να απαλλάξει τους μαθητές από το να εκκλησιάζονται αποκλειστικά στην Υπαπαντή, με το αιτιολογικό ότι «μόνο εκεί υπάρχει μουσική δια τον άνθρωπον του πνεύματος». Δύο μέρες αργότερα, οι επίτροποι της Υπαπαντής ανακοίνωναν ότι «θέ-λουσι προνοήσει λυσιτελώς περί του μουσικού χορού της Υπαπαντής, αποσοβούντες όχι μόνον τον κίνδυνον της διαλύσεως, αλλά καταβάλ-λοντες πάσαν προσπάθειαν προς τελειοποίησιν αυτού, τυγχάνοντος ενός των περισπουδαστοτέρων ζητημάτων» («Θάρρος» 18/10/1899).

Έτσι, στις αρχές Δεκεμβρίου του 1899 ο Κατσαΐτης ανακοίνω-νε την ίδρυση εκκλησιαστικής μουσικής σχολής, που θα ενίσχυε τον χορό της Υπαπαντής. Στο πρώτο δημοσίευμα για την ίδρυση της σχολής, ο νεωτεριστής πρωτοψάλτης προσπαθούσε να προσεγγίσει

6. Το συνολικό ποσό που απαιτείτο για τη συντήρηση του εκκλησιαστικού χορού του Κατσαΐτη δεν υπερέβαινε τις 60 δρχ. τον μήνα, οι οποίες αντιστοιχούσαν τότε με 60 εισιτήρια θεάτρου.

Iωαννησ Πλεμμενοσ

638τους ταλαντούχους νέους, «οίτινες κάλλιστον είνε να μη αποτρα-πώσι της ιδιαιτέρας κλίσεώς των», διότι «αι εις το είδος των προ-νομιούχοι αύται φύσεις εκτρεπόμενοι του σκοπού των αποβαίνου-σι μηδαμινότητες όπου αν αλλού αφιερώσσωσι τον βίον» («Φαραί» 5/12/1899). Σε άλλο πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας σημείωνε ότι το έργο τούτο γινόταν, διότι «έχομεν ανάγκην επιστη-μόνων ψαλτών και όχι αυτοκαβδάλων, προς ουδεμίαν τελούντων σχέσιν προς την βασιλίδα ταύτην των καλλιτεχνιών [δηλ. τη μου-σική]. Οι δεύτεροι τούτων μόνον την χαλάρωσιν του θρησκευτικού αισθήματος πάντοτε απειργάσαντο καθ’ ό ελλείποντος του κυριω-δεστέρου στοιχείου, του αισθάνεσθαι, όπερ αναδείκνυσι τον αληθή ψάλτην» («Φαραί» 14/12/1899).

Η σχολή του Κατσαΐτη χαιρετίστηκε από τους ευρωπαϊστές ως «σοβαρόν βήμα προς την πρόοδον της πόλεως», ο δε ιδρυτής της χαρακτηρίστηκε ως ο άλλος Προμηθέας, «όστις από πολλών ετών μυρίας καταβάλλει προσπαθείας, ίνα σκεδάσει δια του πυρσού της Τέχνης του τον βαθύν ζόφον της αμουσίας όστις κρατεί εν τη ημετέ-ρα πόλει» («Φαραί» 5/12/1899). Άλλος αρθρογράφος μιλώντας πιο ανοιχτά σημείωνε ότι «ως τίθεται το ζήτημα, παρέχονται οπωσδή-ποτε αγαθαί τινές ελπίδες υπέρ της ευδοκιμήσεως της αρμονίας εν τω μητροπολιτικώ ναώ» («Θάρρος» 8/12/1899). Η σχολή λειτούργη-σε για αρκετά χρόνια και κατάφερε να προσελκύσει τόσους μαθη-τές, ώστε το 1909 στην εορτή των Τριών Ιεραρχών ο Κατσαΐτης δι-ηύθυνε χορό εκατό μαθητών του που έψαλλε «επιτυχώς» τη Θ. Λει-τουργία («Φρουρός» 3/1/1909)!

Για να μη νομιστεί, όμως, ότι η σχολή απέβλεπε σε προσωπικό πλουτισμό, ο Κατσαΐτης σημείωνε ότι η ενέργειά του αυτή είχε και φιλανθρωπικό χαρακτήρα, αφού από τις συνδρομές των μελών της «εις πολλούς πτωχούς θέλει προσπορίσει τον άρτον εξερχόμενον απ’ αυτής» («Φαραί» 14/12/1899). Είναι, όμως, γεγονός ότι παρ’ όλο που τα οικονομικά της Υπαπαντής ήσαν μάλλον ανθηρά, ο μι-σθός του πρωτοψάλτη ήταν «γλίσχρος», αφού συγκεντρωνόταν από το υστέρημα των πιστών στον καθιερωμένο «υπέρ του πρωτοψάλ-του ευεργετικόν δίσκον», που κυκλοφορούσε κάθε χρόνο στην εορ-τή του Ευαγγελισμού («Φαραί» 22/3/1898). Για να αντιληφθεί κα-νείς τη δεινή κατάσταση των ιεροψαλτών της εποχής, αρκεί να γνω-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

639ρίζει ότι, όταν ο μισθός του διευθυντή της Φιλαρμονικής Καλαμάτας έφτανε τις 180 δρχ., η αποζημίωση του Κατσαΐτη μόλις άγγιζε τις 100 δρχ., ενώ του αριστερού του τις 35 δρχ. («Φαραί» 12/5/1896).

Στήριξη στον Κατσαΐτη προσέφεραν και οι ίδιοι οι πρωτοψάλ-τες Αθηνών και εισηγητές της εκκλησιαστικής πολυφωνίας Ιωάννης Σακελλαρίδης και Γεώργιος Κανακάκης, όταν παρευρέθησαν στην πανήγυρη της Υπαπαντής του 1900. Η ανακοίνωση των επιτρόπων ανέφερε ότι «ο εκκλησιαστικός χορός του ακαμάτου μουσικοδιδα-σκάλου κ. Κατσαΐτη θα παρουσιάση εκπλήξεις» και ότι «οι κατερ-χόμενοι εν Καλάμαις χάριν της πανηγύρεως πεφημισμένοι μουσι-κοδιδάσκαλοι κ.κ. Σακελλαρίδης και Κανακάκης θ’ αποκομίσωσιν λίαν κολακευτικάς δια τον τόπον μας εντυπώσεις εκ της εκκλησια-στικής μουσικής» («Θάρρος» 22/1/1900). Κοινή ήταν, επίσης, η δι-απίστωση ότι κατά τη διάρκεια της πομπής «ο υπό τον κ. Κατσαΐ-την χορός αμιλλάται δια της εντέχνου καταρτίσεως προς την Φιλαρ-μονικήν» («Φαραί» 16/2/1900).

3. Η αντίδραση στην τετραφωνία

Περί τα τέλη Μαρτίου, ο Κατσαΐτης ανακοίνωνε επίσημα την πα-ραίτησή του ως πρωτοψάλτη της Υπαπαντής μέσω μιας μακροσκε-λούς επιστολής («Θάρρος» 31/3/1900). Εκεί διέψευδε τις φήμες, που τον έφερναν να παραιτείται για οικονομικούς λόγους, και παρουσία-ζε το «πραγματικόν αίτιον», που είναι η εναντίωση μερίδας του κό-σμου στην τετράφωνη μουσική που εισηγείτο. Υπερασπιζόμενος την αρμονική μουσική, σημείωνε ότι «η τοιαύτη μουσική ανυψοί τον άν-θρωπον προς το Θεόν τον παναρμόνιον, όστις την αρμονίαν απετύ-πωσε εν παντί δημιουργήματι αυτού». Αναφερόμενος σε αυτούς που αντέδρασαν στην προσπάθειά του, έγραφε ότι «η καινοτομία όμως αύτη αναιρούσα το καθεστώς εις ό πολλοί στερρώς ήσαν προσκε-κολλημένοι, εξήγειρε τον χόλον και την μήνιν αυτών. Και δεν ίσχυσε να μαλάξη αυτούς ούτε η αμέριστος επιδοκιμασία πάντων των με-μορφωμένων εντοπίων και ξένων, ούτε η υψηλή επιδοκιμασία των Βασιλέων και ιδία της Βασιλίσσης, ήτις συνεχάρη τους επιτρόπους δια την συγκρότησιν και απόκτησιν τοιούτου μουσικού χορού».

Iωαννησ Πλεμμενοσ

640Η παραίτηση του Κατσαΐτη, όπως ήταν φυσικό, δημιούργησε αί-

σθηση στο κοινό της Μεσσηνιακής πρωτεύουσας, το οποίο χωρίστη-κε σε δύο στρατόπεδα. Δημοσιεύματα σημειώνουν ότι στον Μητρο-πολιτικό ναό «ολόκληρος η ενορία έχει εξεγερθή. Οι ενορίται και εις δήλωσιν προέβησαν, επιμένοντες όπως ο Κατσαΐτης δια πάσης θυσίας παραμείνη εν τη Υπαπαντή» («Θάρρος» 4/4/1900). Οι επί-τροποι απάντησαν με νόημα πως κινήθηκαν με το σκεπτικό πως οι ιεροψάλτες πρέπει να είναι από αυτούς τους οποίους «θα αποδε-χθώσιν αναντιλέκτως και οι ενορίται» («Φαραί» 7/4/1900). Τελικά, ο παραιτηθείς πρωτοψάλτης προσελήφθη από τον γειτονικό ναό του Αγ. Ιωάννη, που μπορεί να ήταν μικρότερη ενορία από την Υπαπα-ντή, αλλά εθεωρείτο τότε αριστοκρατική, αφού εκεί διέμεναν «οι τα πρώτα φέρουσαι παρ’ ημίν οικογένειαι» («Φως» 2/11/1900). Ο Κα-τσαΐτης ξεκίνησε τη νέα του θητεία στον Αγ. Ιωάννη «μεθ’ όλου του εν τη Υπαπαντή χορού αυτού, του εξόχως άριστα κατηρτισμένου», με στόχο να καταστεί ο εν λόγω ναός «ο αρμονικότερος των ναών της πόλεως» («Θάρρος» 15/4/1900).

Μπορούμε να ψηλαφίσουμε το κλίμα της διαμάχης μεταξύ φι-λοευρωπαϊστών και φιλοβυζαντινών μέσα από το δημοσίευμα ενός υποστηρικτή των τελευταίων με το ψευδώνυμο «Ζηλωτής» («Θάρ-ρος» 10/9/1900). Σε όσους εκφράζουν την αντίρρηση ότι «η εκμά-θησις της εκκλησιαστικής μουσικής είναι χαλεπωτέρα της ευρωπαϊ-κής», ο συντάκτης απαντά ότι «δεν έπεται εκ τούτου ότι πρέπει να την αποβάλωμεν, διότι και η γλώσσα ημών δυσκολωτέρα πάσης άλ-λης, αλλά θα φανώμεν έξω φρονούντες, εάν θελήσωμεν να την τρο-ποποιήσωμεν ή να την αντικαταστήσωμεν». Προτρέπει, επίσης, τους ιεράρχες της χώρας, να φροντίσουν για «την διάσωσιν της γλυκυτά-της και όντως θείας Βυζαντινής μουσικής… υποστηρίζοντες την ικα-νότητα αφ’ ενός, πατάσσοντες δε την αμάθειαν». Τούτο θα επιτευ-χθεί, κατά τον αρθρογράφο, αν τεθεί φραγμός στους «ανικάνους» και «κατά φαντασίαν» μουσικοδιδασκάλους και αν δημιουργηθούν σχολές βυζαντινής μουσική. Τότε μόνο, συνεχίζει ο συντάκτης, θα φτάσουμε στο σημείο «να επανίδωμεν ανατέλουσαν εν τοις ναοίς την αρχαίαν των προγόνων μας μουσικήν, ην άλλοτε εμέλποντο και έψαλλον οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες».

Από το ίδιο πνεύμα εμφορούμενοι και οι επίτροποι του μητροπο-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

641λιτικού ναού, αμέσως μετά το Πάσχα του ίδιου έτους ανακοίνωναν την πρόσληψη ως πρωτοψάλτη Υπαπαντής του Γεωργίου Σακελλα-ρίδη, αδελφού του διάσημου μουσουργού και μουσικοδιδασκάλου Ιωάννη Σακελλαρίδη («Φαραί» 20/5/1900)7. Τα πρώτα δημοσιεύμα-τα ήσαν ιδιαιτέρως κολακευτικά για τον νέο πρωτοψάλτη, αφού ση-μειώνουν ότι, ενώ επί Κατσαΐτη «εφυγαδεύοντο οι εκκλησιαζόμε-νοι ..., οι νυν επί του κ. Σακελλαρίδου προσερχόμενοι κατακηλού-νται» («Καιροί» 16/11/1900). Απαντώντας, ο Κατσαΐτης ενημερώ-νει το κοινό ότι «οι κ. επιτετραμμένοι την πρόσληψιν του κ. Σακελ-λαρίδου εστήριξαν επί της εμής γνώμης και των συστάσεών μου ως ιεροψάλτου και εις πολλάς μάλιστα περιστάσεις προβαλόντες ταύ-τας ως έρεισμα κατά των αντιδρώντων». Γι’ αυτό και δεν παραλεί-πει να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του περί «της ευγενούς πολι-τείας μου προς τον διάδοχόν μου κ. Σακελλαρίδην» καθώς και περί «της προς τον αδελφόν του συναδελφικής υποχρεώσεώς μου, μεθ’ ου μάλιστα και εν αλληλογραφία διατελώ».

4. Η επιστροφή των «κανταδόρων»

Την επομένη της εορτής της Υπαπαντής του 1901, ο πρωτοψάλ-της του ναού Γ. Σακελλαρίδης υπέβαλε την παραίτησή του προ-φασιζόμενος οικονομικούς λόγους. «Ασφαλείς πληροφορίες», όμως, του γραπτού τύπου έκαναν λόγο για «την δυσφορίαν του ειρημένου ιεροψάλτου θεωρήσαντος το ποσόν των 112 δρχ., ας συνέλεξε κατά την περιφοράν του δίσκου του, οιονεί απαρέσκειαν εκ μέρους των ενοριτών» («Φως» 8/2/1901). Εξέφραζε, επίσης, παράπονα για τη συμπεριφορά των επιτρόπων, που είχαν πρόσφατα εκλεγεί και ανή-καν στο φιλοδυτικό στρατόπεδο8. Γεγονός είναι ότι κατά την πανή-γυρη της Υπαπαντής το φιλοδυτικό κομμάτι της ενορίας είχε δυσα-

7. Καίτοι ο Ιωάννης Σακελλαρίδης ήταν από τους πρώτους εισηγητές της πολυφω-νίας σε ναούς των Αθηνών από το 1886, δεν παρέλειπε να καλλιεργεί παράλλη-λα και τη βυζαντινή μουσική, την οποία δίδασκε στη Μουσική Εταιρεία (Ρωμα-νού 1996: 32).

8. Εκτός από τον καθηγητή Π. Θεοδωρόπουλο, οι νέοι επίτροποι ήσαν ο βιομήχανος Γ. Στασινόπουλος και οι έμποροι Κ. Παρθένιος και Π. Φ. Στρούμπος, μέλος του ΔΣ της Φιλαρμονικής.

Iωαννησ Πλεμμενοσ

642νασχετίσει από την «αδικαιολόγητον έλλειψιν» εκκλησιαστικού χο-ρού «ανταξίου της εορτής», τουλάχιστον κατά την πομπή («Θάρ-ρος» 3/2/1901). Ο Σακελλαρίδης, όμως, παρέμεινε πιστός στη μονω-διακή απόδοση των ακολουθιών, με αποτέλεσμα οι οπαδοί της τε-τραφώνου να βρουν τρόπο να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους με τη συγκρατημένη συμμετοχή τους στην περιφορά του δίσκου9.

Όλα άρχισαν, όταν διαδόθηκε η φήμη ότι «ο Κατσαΐτης πρόκει-ται να αντικαταστήση τον Σακελλαρίδην», και ο Αθηναίος μουσικός με επιστολή του προς τους επιτρόπους ζήτησε «συμβόλαιον εγκε-κριμένον παρά του Δημοτικού Συμβουλίου δι’ ορισμένον χρονικόν διάστημα» («Θάρρος» ό.π.). Οι επίτροποι, για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του πρωτοψάλτη, τον διαβεβαίωσαν δια στόματος του αριστερού ψάλτη ότι «όσο είναι επίτροποι, αυτός θα μένη πρωτο-ψάλτης». Έστειλαν, μάλιστα, και τον Κατσαΐτη να τον διαβεβαιώ-σει «επί λόγω τιμής» ότι «δεν εποφθαλμιά την θέσιν, αφού, άλλω-στε, μετά το Πάσχα θα απουσιάση επί επτάμηνον των Καλαμών». Ο Σακελλαρίδης δεν φάνηκε όμως να πείθεται από τις προφορι-κές διαβεβαιώσεις, γι’ αυτό και εγκατέλειψε οριστικά την Υπαπα-ντή «επιστρέψας το υπόλοιπον του μισθού του» ως έσχατο τεκμή-ριο του ακέραιου χαρακτήρα του. Ακόμα και φιλοεπιτροπικά δη-μοσιεύματα παραδέχονταν ότι οι νέοι ευρωπαϊστές επίτροποι δεν έδειξαν στον Σακελλαρίδη το ίδιο ενδιαφέρον, που του είχαν δείξει οι παλαιότεροι βυζαντινόφιλοι ομόλογοί του.

Τελικά, μετά από μεσολάβηση τρίτων (πιθανόν δε και του διάση-μου αδερφού του), ο Σακελλαρίδης προσελήφθη στον ναό του Αγί-ου Νικολάου («Φως» 4/3/1901)10. Στη νέα του θέση, ο Σακελλαρίδης φαίνεται ότι εργάστηκε πυρετωδώς για την προώθηση της βυζαντι-νής μουσικής, αν κρίνουμε από δημοσίευμα του ίδιου χρόνου, σύμ-φωνα με το οποίο κατά την εορτή του Αγίου Νικολάου στον ομώνυ-

9. Ο Αθηναίος πρωτοψάλτης δεν πρέπει να είχε παράπονο από τη μισθοδοσία του, αφού εκτός της μηνιαίας αμοιβής των 200 δρχ. λάμβανε «έκτακτον επιχορηγείαν» 50 δρχ. τον μήνα «δια την πληρωμήν του ενοικίου του και την θεραπείαν άλλων αναγκών αυτού» («Φως» ό.π.).

10. Άλλωστε, ο ναός αυτός είχε να επιδείξει «παρομοίαν θαλερότητα πόρων οικονομι-κών» με την Υπαπαντή, σύμφωνα με σύγχρονο δημοσίευμα («Φως» 15/10/1900), οπότε και οι απολαβές του ιεροψάλτη δεν θα μειώνονταν.

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

643μο ναό «χορός απαρτιζόμενος εξ όλων των ιεροψαλτών της πόλεώς μας υπό την διεύθυνσιν του καλλίστου πρωτοψάλτου του ναού κ. Σακελλαρίδου έψαλλεν μετ’ αμιμήτου τέχνης και κάλλους τας βυ-ζαντινάς μελωδίας. Το ακροατήριον όλον εκρέματο από των χειλέ-ων του χορού, κατακηλήσαντος και εξυψώσαντος το χριστιανικόν φρόνημα εις υψηλοτέρας σφαίρας» («Φως» 9/12/1901). Τα ενθου-σιώδη σχόλια του «Φωτός» αναδημοσίευσε και η μεγάλη μουσική εφημερίδα των Αθηνών «Φόρμιγξ» (15/12/1901), που είχε αρχίσει να κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και είχε ταχθεί ανοι-χτά υπέρ της βυζαντινής μουσικής11.

Μετά την παραίτηση Σακελλαρίδη, οι επίτροποι της Υπαπαντής ανακοίνωσαν ότι «μετά πολλάς σκέψεις και αναζητήσεις … εύρον ότι το καταλληλότερον πρόσωπον το δυνάμενον να συγκροτήση την μουσικήν εν τω ναώ αρμονίαν και τα μάλα να εξυπηρετήση τα συμ-φέροντα του Ναού είναι ο γνωστός ιεροψάλτης μας κ. Ιω. Κατσαΐ-της» («Φως» 18/3/1901). Ο περίεργα κολακευτικός τόνος των επι-τρόπων σε συνδυασμό με την έκφραση «μουσική αρμονία» μας βά-ζει στην υποψία ότι πρέπει να είχαν σχεδιάσει την επιστροφή του Κατσαΐτη, με σκοπό την επανεισαγωγή της τετραφωνίας. Εντούτοις, και παρά τη μεσολάβηση του δημάρχου, δεν κατορθώθηκε η επάνο-δος του Κατσαΐτη στην Υπαπαντή, καθώς πολλοί ενορίτες αντέδρα-σαν έντονα στην ιδέα αυτή. Γι’ αυτό και τελικά γινόταν γνωστό ότι ο Κατσαΐτης «ένεκεν της δυσμενούς κατ’ αυτού στάσεως ενίων εκ των ενοριτών του Μητροπολιτικού Ναού θα παραμείνη οριστικώς εν τω Ναώ του Αγίου Ιωάννου μη αποδεχόμενος υπό τοιαύτας πε-ριστάσεις να επανέλθη εις την προτέραν του θέσιν ως πρωτοψάλτου του Μητροπολιτικού Ναού» («Φως» 3/4/1901).

Μπορεί το σχέδιο των ευρωπαϊστών να επαναφέρουν τον Κα-τσαΐτη να είχε ναυαγήσει, οι προσπάθειές τους, όμως, να επανε-γκαταστήσουν την πολυφωνία στην Υπαπαντή δεν είχαν σταματή-σει. Και αυτή τη φορά το κλειδί στην υπόθεση αυτή υπήρξε ο Κα-τσαΐτης, που προσφέρθηκε να διερευνήσει ο ίδιος την υπόθεση στην

11. «Μετά των ανωτέρω δικαίων συγχαρητηρίων προς τον καλόν συνάδελφον κ. Σα-κελλαρίδην, η ‘Φόρμιγξ’ διαβιβάζει και τα εαυτής δι’ όσας ούτος προσπαθείας καταβάλλει προς ανύψωσιν της Βυζαντινής μουσικής».

Iωαννησ Πλεμμενοσ

644Αθήνα12. Ο νέος μουσικός ήταν ο Χαρίλαος Βριζώλος, αριστερός ιε-ροψάλτης στην πρώτη λειτουργία και βαρύτονος του μουσικού χο-ρού της Αγίας Ειρήνης Αιόλου στη δεύτερη (τετράφωνη) λειτουργία. Ο Βριζώλος ήταν τότε τριετής φοιτητής της Νομικής και γνωστός στους Καλαματιανούς από τη θητεία του ως δεκανέας στο 9ο Σύ-νταγμα Πεζικού της Καλαμάτας. Χάρη στην «επίζηλον καλλιφωνίαν του», είχε προσληφθεί δυο χρόνια νωρίτερα από τον Νικ. Κανακά-κη, χοράρχη της Αγ. Ειρήνης, από τον οποίον διδάχτηκε τη βυζαντι-νή μουσική, ενώ είχε παρακολουθήσει μαθήματα ευρωπαϊκής μου-σικής κοντά στον Γερμανό καθηγητή του Ωδείου Αθηνών Z. Rohm («Θάρρος» 21/3/1901).

Η πρώτη εμπειρία του Βριζώλου ήταν η δοξολογία της 25ης Μαρ-τίου 1901, όπου οι ευρωπαϊστές επίτροποι άκουσαν με μεγάλη ικα-νοποίηση τις πρώτες τετραφωνικές απόπειρες του νέου τους πρω-τοψάλτη («Θάρρος» 23/3/1901). Ενθαρρυμένος από την επιδοκιμα-σία των οπαδών του, ο Βριζώλος αποφάσισε να ψάλει για πρώτη φορά στην Καλαμάτα την Κασσιανή της Μ. Τρίτης «κατά την Μου-σικήν του πρωτοψάλτου της Αγ. Ειρήνης κ. Κανακάκη» («Θάρρος» 27/3/1901). «Λαμπρός ο εκλεκτός χορός της Υπαπαντής», έγραψαν οι φιλοδυτικοί, καθώς «ο βαρύτονος Βριζώλος εις διάστημα ολί-γων ημερών απέκτησε τας συμπαθείας όλων», καταρτίζοντας χο-ρόν «άξιον επαίνου υπό πάσαν έποψιν» («Θάρρος» 29/3/1901). Άλλη αξιοσημείωτη συμμετοχή του Αθηναίου πρωτοψάλτη ήταν στην έξοδο του Επιταφίου που εξήλθε «υπό τους πενθίμους ήχους της Φιλαρμονικής και την εναρμόνιον μελωδίαν του ιεροψάλτου κ. Χ. Βριζώλου» («Φως» ό.π.).

Ο Βριζώλος δεν άργησε να βρει συμπαραστάτες στο «εκπολιτι-στικό» του έργο τους Επτανήσιους της Μεσσηνίας, ο πιο δημοφι-λής από τους οποίους ήταν ο Ζακυνθινός μαστρο-Τζόρτζης, «μπά-σος άριστος εις το είδος του» («Θάρρος» 6/6/1901). Ο Βριζώλος δεν αρκέστηκε στην καλλιέργεια της τετραφωνίας μεταξύ των ενηλίκων, αλλά προχώρησε στον καταρτισμό χορού από παιδιά του Δημοτικού Σχολείου («Θάρρος» ό.π.). Η πρώτη επίσημη παρουσία της παιδι-

12. Ο Κατσαΐτης βρισκόταν ήδη στην Αθήνα μετά από την εορτή της Υπαπαντής ως μέλος τοπικής επιτροπής για το θέμα του επισκόπου, στην οποία συμμετείχε και ο καθηγητής Νικόλαος Πολίτης («Φως» 2/2/1901).

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

645κής χορωδίας του Βριζώλου σημειώνεται στους σχολικές αγώνες του ίδιου χρόνου, όταν απέδωσε άσμα αφιερωμένο στη Γυμναστική σε στίχους Αρ. Προβελέγγιου και μουσική του πατέρα της ελληνικής πολυφωνικής μουσικής, Θεμιστοκλή Πολυκράτη13 («Φως» 1/5/1901).

Την ίδια στιγμή ο έτερος Αθηναίος πρωτοψάλτης Γ. Σακελλα-ρίδης συνέχιζε το εθνικό έργο του, προσελκύοντας το ενδιαφέρον της εκπαιδευτικής κοινότητας της Καλαμάτας. Για παράδειγμα, σε ανακοίνωση των εκπαιδευτηρίων Βεντήρη διαβάζουμε ότι «θέλο-ντες ν’ αναζωπηρώσωμεν το ολοέν καταπίπτον θρησκευτικόν αίσθη-μα, θέλομεν καταρτίσει εκκλησιαστικόν χορόν εκ μαθητών, ίνα ψάλ-λωσιν επ’ εκκλησίαις κατά τας Κυριακάς και άλλας εορτάς μετά του κ. Σακελλαρίδου, εις τον οποίον θέλουσιν οδηγείσθαι άπαντες οι μαθηταί του εκπαιδευτηρίου» («Θάρρος 3/7/1901). Σύμφωνα με έναν «θαυμαστή» του, ο Σακελλαρίδης «δεν ψάλλει αλλά κατα-πλήσσει. Δεν παρέρχεται αληθώς ημέρα να μη συναντήσωμεν αυ-τόν, οτέ μεν εν τω εκπαιδευτηρίω Βεντήρη ψάλλοντα τα μυρίζοντα θυμάρι άσματά του, οτέ δε εν τω θεάτρω, μυριάκις εν τη εκκλησία με τα νεώτερα δοξαστικά του, αλλά και εν τη παραλία προχθές με το θούριον μαρσάκι του μας έδειξεν ότι δεν ησυχάζει» («Θάρρος» 29/8/1901).

Στο ίδιο πνεύμα κινείται η ανακοίνωση του «Θάρρους» (2/11/1901), σύμφωνα με την οποία, «όσοι γονείς δεν έστειλαν φέ-τος τα παιδιά τους εις το εκπαιδευτήριο Βεντήρη, πολύ θα μετα-μεληθώσι. Δια να πεισθώσι περί τούτου, αρκεί να διέλθωσι κάτω-θι του σχολείου μίαν από τας ώρας του μαθήματος της ωδικής. Θε-σπέσιον το ακούειν. Ο κ. Σακελλαρίδης εργάζεται με πολλήν ευ-συνειδησίαν». Η παρουσία του Σακελλαρίδη στα μουσικά δρώμε-να της Καλαμάτας φαίνεται ότι ήταν καταλυτική, αφού το γεγονός και μόνο ότι ένας νεαρός Αθηναίος πρωτοψάλτης τασσόταν υπέρ της πατρώας μουσικής ήταν ένας συνεχής έλεγχος για τους νεωτε-ριστές επαρχιώτες. Κάτι τέτοιο πρέπει να ένιωσε και ο ίδιος ο Κα-τσαΐτης στην πανήγυρη του Αγ. Ιωάννου του 1902, όπου παρευρέθη και ο Σακελλαρίδης, διότι αναγκάστηκε να περιοριστεί στις βυζα-ντινές μελωδίες, τις οποίες έψαλε «μετ’ αμιμήτου τέχνης»(«Φως»

13. Είναι το τραγούδι «Ας βγούμε απ’ το σχολείο…».

Iωαννησ Πλεμμενοσ

64611/1/1902). Τα νέα για την επίδοση του Κατσαΐτη στους βυζαντινούς ύμνους έφτασαν και στην Αθήνα και προβλήθηκαν από την «Φόρ-μιγγα» (15/1/1902)14.

Η ευκαιρία του Βριζώλου να αντιπαρατεθεί στο εθνικό έργο του Σακελλαρίδη ήταν η εορτή της Υπαπαντής του 1902, η πρώτη του συμμετοχή στην τοπική πανήγυρη. Για τον λόγο αυτόν, αποτάθη-κε στον πάτρωνά του Κατσαΐτη, ο οποίος όμως τον είχε ήδη προ-λάβει, αφού είχε φροντίσει για το ρεπερτόριο του χορού, «τη ευγε-νεί φροντίδι του καλλίστου ημών συμπολίτου και διαπρεπούς ια-τρού κ. Ιω. Κουρτάκη, διαμένοντος εν Παρισίοις». Ανάμεσα σε αυτά που παρέλαβε ο Κατσαΐτης ήσαν «διάφοροι εκκλησιαστικαί αρμο-νίαι εν αις και της εορτής της Υπαπαντής ... έργα του παγκοσμίου φήμης εκκλησιαστικού μουσικοδιδασκάλου και διευθυντού του εν Παρισίοις ναού της Ελληνικής παροικίας κ. Σπάθη, ιατρού» («Φως 27/1/1902)15. Εκτός από το ρεπερτόριο, ο Βριζώλος, για να ενισχύ-σει τον πολυφωνικό χορό του, προσκάλεσε από την Αθήνα τον βα-θύφωνο της Αγ. Ειρήνης, Αλεξίου, ο οποίος, σύμφωνα με ενθουσιώ-δη ευρωπαϊστή αρθρογράφο, «αμιλλάται προς τον ήχον των κωδώ-νων και τον κρότον των κανονιοβολισμών» («Θάρρος» 3/2/1902)!

Νέοι «κανονιοβολισμοί» περίμεναν, όμως, τους ενορίτες του μη-τροπολιτικού ναού. Ο πρώτος αφορούσε τους Χαιρετισμούς της Θε-οτόκου που εψάλησαν «εν τετραφώνω, του αυτού ήχου ως εν τη Αγία Ειρήνη» («Θάρρος» 28/2/1902) Ο δεύτερος περιλάμβανε τη δοξολογία και το Πολυχρόνιο του Αλέξανδρου Κατακουζηνού, πρώ-του διευθυντή του ανακτορικού χορού, τα οποία έψαλε με τον χορό

14. «Η ‘Φόρμιγξ’ διαβιβάζει τα συγχαρητήριά της εις τον αξιότιμον κ. Κατσαΐτην, δι’ όσα περί της εορτής του ανωτέρου ναού ανέγνωσε καλά, οφειλόμενα εις την ευ-ρείαν αυτού μουσικήν παίδευσιν και την ικανότητα μεθ’ ης ούτος γνωρίζει να δι-ευθύνη μουσικόν χορόν».

15. Ο Κουρτάκης ήταν στρατιωτικός ιατρός (υπίατρος) και από το προηγούμενο έτος είχε τοποθετηθεί ως στρατιωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στο Πα-ρίσι, όπου γνώρισε τον Σπάθη. Ο Σπύρος Σπάθης (1852-1941), γιατρός κι αυτός, μετά από σπουδές στην Αθήνα και τη Βιέννη, είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι από το 1895, όπου διηύθυνε τον πολυφωνικό χορό στην ελληνορθόδοξη εκκλησία του Αγ. Στεφάνου (Φιλόπουλος 1990: 44-45). Πριν φύγει για το Παρίσι, είχε διατε-λέσει διευθυντής του χορού του ανακτορικού παρεκκλησίου στην Αθήνα και της Χρυσοσπηλιώτισσας.

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

647του στη δοξολογία της 25ης Μαρτίου («Θάρρος» 26/3/1902). Γι-νόταν, επίσης, γνωστό ότι και τα δύο έργα ακούστηκαν για πρώτη φορά στη Μεσσηνιακή πρωτεύουσα «με την Ευρωπαϊκήν μουσικήν του αειμνήστου Κατακουζηνού», η δε δοξολογία ήταν «η ψαλλομέ-νη κατά τας τελετάς εν τη μητροπόλει των Αθηνών». Αλλά και τα τροπάρια των 12 Ευαγγελίων της Μεγ. Πέμπτης ερμηνεύθηκαν «εν τετραφωνία» («Θάρρος» 11/4/1902). Δύο μόλις μήνες αργότερα, το εκκλησιαστικό συμβούλιο ανακοίνωνε την επαναφορά της δεύτερης λειτουργίας την Κυριακή: Η πρώτη θα ήταν «καθ’ όλα βυζαντινή», ενώ στη δεύτερη θα ψαλλόταν η «εν τετραφώνω μουσική».

Οι επίτροποι τόνιζαν ότι «προς σύστασιν του τετραφώνου χο-ρού υπεβλήθημεν εις αναγκαίας δαπάνας και θα διατηρήσωμεν τού-τον», ενώ σημείωναν ότι προέβησαν σε αυτή την απόφαση προς χά-ριν του συνόλου των ενοριτών, «μη αρεσκομένων τινών εις τον ήχον της Βυζαντινής μουσικής, αποδοκιμαζόντων δε άλλων την τετρά-φωνον ως ξένην και οθνείαν» («Θάρρος» 2/5/902). Για να προλά-βουν τις αντιρρήσεις τη μεγάλης μερίδας των παραδοσιακών, τόνι-ζαν ότι «καίτοι η επί των πατρίων εμμονή και ο ζήλος προς τας αρ-χαίας παραδόσεις δεν πρέπει να αφίστανται κατά τας διαφόρους τελετουργίας, αφού η Εκκλησία ημών επιβάλη την ακριβή των τύ-πων εκτέλεσιν, εν τούτοις επόμενοι της εξωτερικευομένης επιθυμί-ας πολλών αξιοτίμων συμπολιτών και ξένων Κυρίων παρεπιδημού-ντων ενταύθα, έγνωμεν ίνα ούτω κανονίσωμεν τας κατά Κυριακήν ιερουργίας εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ, όπως και οι θιασώται της τε Βυζαντινής και της τετραφώνου μουσικής εκκλησιαζόμενοι αρέσκο-νται εις τα θείας υμνωδίας και κατά βούλησιν έκαστος δοξάζει και γεραίρει το όνομα του εν Τριάδι Πατρός» («Θάρρος» ό.π.).

Στη συνέχεια, και σε μια προσπάθεια να νομιμοποιήσουν την τε-τραφωνία, ενημέρωναν τους ενορίτες τους ότι η τετράφωνη μουσι-κή είχε εισαχθεί και σε ναούς των Αθηνών, των Πατρών, του Βόλου και άλλων πόλεων «αδεία της Ιεράς Συνόδου» («Θάρρος» ό.π.). Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η Ιερά Σύνοδος δεν είχε δώσει καμία τέτοια έγκριση, αφού τόσο κατά την πρώτη απόπειρα εισαγωγής της τετραφωνίας στην Πάτρα το 1870 όσο και στην Αθήνα το 1885 είχε αντιδράσει εξαπολύοντας απαγορευτικές εγκυκλίους (Συλλογή 1901: 630). Η μόνη εξέλιξη που είχε πρόσφατα σημειωθεί ήταν μια

Iωαννησ Πλεμμενοσ

648«επίσημη» ανακοίνωση του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών προς τους Αθηναίους ιεροψάλτες, που είχε αναδημοσιεύσει το «Θάρρος» (3/1/1902, σ. 3), σύμφωνα με την οποίαν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ, απαντώντας σε επιστολή του προέδρου του Συνδέσμου Ιε-ροψαλτών «Ιωάννης ο Δαμασκηνός» Α. Τσικνόπουλου16, φέρεται ότι είχε δηλώσει πως «η τετράφωνος μουσική ουδόλως αντίκειται εις τους εκκλησιαστικούς κανόνας, αφού και ναοί διατελούντες υπό τον Οικουμενικόν Θρόνον μεταχειρίζονται αυτήν». Μαζί με την ανακοί-νωση, το «Θάρρος» (ό.π.) είχε επισυνάψει και μια δήθεν απόφαση της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος («συνεπεία της επιστο-λής ταύτης») να ιδρύσει σχολή μουσικής, «εις ην να διδάσκωνται οι μέλλοντες ιεροψάλται την τε Βυζαντινήν και τετράφωνον μουσι-κήν». Καμία, όμως, επίσημη απάντηση δεν είχε δοθεί από το Πατρι-αρχείο ή τη Σύνοδο, άρα είτε η ανακοίνωση του υπουργείου ήταν αυθαίρετη είτε το δημοσίευμα του «Θάρρους» ανακριβές.

5. Η αντίδραση στον εξευρωπαϊσμό

Καίτοι το μεγάλο σώμα των ενοριτών του Μητροπολιτικού ναού δεν ήταν σε θέση να ελέγξει την ακρίβεια των δημοσιευμάτων, μπο-ρούσε, όμως, να εμπιστευτεί το αισθητήριό του. Από δυτικόφρο-να αρθρογράφο πληροφορούμαστε ότι «το νεοφανές του πράγμα-τος εξήγειρεν ου μικράν αντιπάθειαν και η Εκκλησιαστική καινοτο-μία εθεωρήθη ως βεβήλωσις υπό μερικών φανατικών καυχησιολό-γων» («Θάρρος» 2/5/1902). Η κατάσταση φαίνεται ότι είχε λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, αφού οι χαρακτηριζόμενοι από τον συντά-κτη ως «κοπτόμενοι τάχα υπέρ των πατρώων παραδόσεων» ενο-ρίτες διαμαρτύρονταν έντονα «θορυβούντες κατά τας τελετουργι-κάς του Αγίου Πνεύματος στιγμάς» («Θάρρος» ό.π.). Για τον δυ-τικόφιλο συντάκτη, οι υποστηρικτές της βυζαντινής μουσικής ήσαν «οι παίκται και κωμωδοί των θείων μυστηρίων, οι ως θρησκόληπτοι

16. Ο Τσικνόπουλος είχε αποστείλει επιστολή (αλλά μόνο στην Ι. Σύνοδο), με την οποίαν, μεταξύ άλλων, ζητούσε «να υποστηριχθή η ιερά ημών Μουσική δια της εφαρμογής των σχετικών κανόνων της Εκκλησίας ως και των εγκυκλίων της Ιε-ράς ημών Συνόδο» («Καιροί» 17/11/1901).

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

649αναφαινόμενοι». Από την άλλη, οι υποστηρικτές της τετραφωνίας ήσαν «οι ζητούντες εν τοις ναοίς κατά τας θείας ακολουθίας την λή-θην των εγνωσμένων, και την προς τον Θεόν πνευματικήν των αν-θρώπων ανύψωσιν κατά τας στιγμάς εκείνας». Και τούτο, διότι η τετράφωνη μουσική «αναμφιβόλως εις μεν τους Ιερούς Ναούς με-γαλοπρέπειαν επιφέρει, εις δε τους εν αυτοίς προσευχομένους κα-τάνυξιν ψυχής και σεβασμόν προς τα θεία»!

Παρά την προπαγάνδα των επιτρόπων και άλλων φιλοδυτικών στοιχείων, η δυσαρέσκεια του κόσμου εναντίον της τετράφωνης μου-σικής μεγάλωνε διαρκώς. Πριν περάσουν 20 μέρες από την ανακοί-νωση της δεύτερης λειτουργίας, στην Καλαμάτα έλαβε χώρα συλλα-λητήριο υπέρ της βυζαντινής μουσικής, με πρωτοβουλία του δικηγό-ρου και πρώην βουλευτή Μεσσηνίας Δημητρίου Τζάνε. Από τον εξώ-στη του ξενοδοχείου «Η Πελοπόννησος» ο γηραιός πολιτικός απηύ-θυνε βαρυσήμαντο λόγο «προς το συνηγμένον πλήθος … κατά της εν ταις Εκκλησίαις εισαχθείσης φωνητικής μουσικής αντί της Βυζα-ντινής τοιαύτης, ήτις είναι η πραγματική της εκκλησίας μουσική» («Θάρρος» 21/5/1902). Μετά τον λόγο, αποφασίστηκε να σταλεί τη-λεγράφημα από τον ίδιο τον Τζάνε προς τον πρόεδρο της εν Αθή-ναις Μουσικής Εταιρείας Βαλαριώτη και τον Ιωάννη Σακελλαρίδη, «δι’ ου να δοθή εις αυτούς η εντολή όπως μεταβώσι παρά τη Ιερά ημών Συνόδω και συστήσωσι τη εντολή του λαού όπως δι’ εγκυκλί-ου της απαγορεύση του λοιπού την εν τοις Ναοίς εισαχθείσαν φω-νητικήν μουσικήν, εν ανάγκη δε προβή αύτη προς τον σκοπόν τού-τον και εις αφορισμόν των παραβατών» («Θάρρος» ό.π.)17. Το συλ-λαλητήριο της Καλαμάτας προβλήθηκε και από τον αθηναϊκό τύπο μέσω της «Φόρμιγγος»18.

Λίγες μέρες μετά το συλλαλητήριο της Καλαμάτας (26/5/1902), ο Τζάνες μάθαινε ενθουσιασμένος για τη συγκέντρωση 100 και πλέον ιεροψαλτών της Αθήνας και του Πειραιά, οι οποίοι συνέταξαν δύο ψηφίσματα, ένα για την Ι. Σύνοδο και ένα για τον Δήμαρχο Αθη-

17. Ο Ιωάννης Σακελλαρίδης είχε ιδρύσει στη Μουσική Εταιρεία τμήμα βυζαντινής μουσικής με αρκετούς μαθητές (Ρωμανού 1996: 32).

18. «Εν Καλάμαις διωργανώθη μέγα συλλαλητήριον υπέρ της Βυζαντινής μουσι-κής. Κατά τούτο ωμίλησε θαυμασίως περί μουσικής ο γηραιός πολιτευτής κ. Δ. Τζάνες» (27/5/1902).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

650ναίων (προϊστάμενο των εκκλησιαστικών συμβουλίων), με τα οποία ζητούσαν την κατάργηση της τετράφωνης μουσικής (Ρωμανού 1996: 45). Την άλλη μέρα, έβγαινε η απόφαση της Συνόδου «προς τους ανά το Κράτος ιεράρχας», με απλές μόνο συστάσεις «υπέρ της τη-ρήσεως της πατροπαραδότου ελληνικής Βυζαντινής μουσικής» (στον Παπαδόπουλο 1904, σ. 314). Τα νέα για την εξέλιξη αυτή έφθασαν και στην Καλαμάτα μέσω του «Θάρρους» (26/5/1902), που έγραψε ότι «η Ιερά Σύνοδος εξέδωκεν εγκύκλιον δι’ ης παραγγέλλει, όπως εν ταις εκκλησίαις διατηρηθή η Βυζαντινή ορθόδοξος μουσική, ήτις είνε και η πραγματική της εκκλησίας τοιαύτη» (ό.π.).

Η εγκύκλιος χαρακτηρίστηκε «αρκετά επιεικής» από τον φιλο-βυζαντινό Αθηναϊκό τύπο, ο οποίος έγραψε ότι «το θέμα δεν εί-ναι να αφοριστούν όσοι χρησιμοποιούν την τετράφωνον … αλλά να απαγορευτεί αυστηρώς η χρήσις αυτής εν ταις εκκλησίαις της Ελ-λάδος» («Καιροί» 29/5/1902). Αλλά και οι τοπικές εφημερίδες της Καλαμάτας σχολίαζαν ότι η απόφαση της Ι. Συνόδου θυμίζει τους χρησμούς του Μαντείου των Δελφών, «οι οποίοι πάντοτε εδίδοντο υπό διττήν έννοιαν» («Θάρρος» 6/6/1902). Και τούτο, διότι ενώ η εγκύκλιος λέγει με απλά λόγια «σας συνιστώμεν την Βυζαντινήν μουσικήν», οι οπαδοί της τετράφωνης θα μπορούσαν να την ερμη-νεύσουν ως εξής: «Πολύ ωραία. Η εγκύκλιος μας αφήνει να κάμω-μεν ό,τι θέλομεν, διότι και την Βυζαντινήν θέλει και την τετράφω-νον δεν την αποκρούει» («Θάρρος» ό.π.). Γι’ αυτό και συντάκτης της ίδιας εφημερίδας συμπεραίνει χαριτολογώντας ότι «εις τας εκ-κλησίας όπως εννοεί κάθε ψάλτης την εγκύκλιον θα ψάλλη. Και θα ακούη κανείς τον δεξιόν να ψάλλη τετραφώνως, τον δε αριστερόν βυζαντινώς, και τοιουτοτρόπως θ’ αποτελούν έν … μωσαϊκόν».

Θορυβημένος από τις κινητοποιήσεις τόσο της Καλαμάτας όσο και της Αθήνας, ο Κατσαΐτης έσπευσε να διασκεδάσει τις εις βά-ρος του εντυπώσεις, αρθρογραφόντας υπέρ της βυζαντινής μουσι-κής στο «Θάρρος» υπό τον τίτλο «Βυζαντινή και Ευρωπαϊκή μου-σική». Το άρθρο του Κατσαΐτη, αποσπάσματα του οποίου αναδη-μοσίευσε η αθηναϊκή «Φόρμιγξ» (10/6/1902), όπως είναι φυσικό, βρίθει από αντιφάσεις αλλά και υπερβολές, γι’ αυτό δεν μπορεί να πείσει τον υποψιασμένο αναγνώστη του. Ο Κατσαΐτης αντιφάσκει, όταν μας διαβεβαιώνει ότι η αρμονία «δεν απάδει προς το θείον»,

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

651ενώ την ίδια στιγμή διαπιστώνει ότι η αρμονία «εν τω ναώ μικρόν κατά μικρόν θα χρησιμεύση ως όγκος επιπίπτων και κατακαλύπτων το έξοχον καλλιτέχνημα, την εν είδει Παρθενώνος κατακειμένην Ελ-ληνο-Βυζαντινήν μουσικήν». Για να γίνει περισσότερο πιστευτός, ο νεωτεριστής ιεροψάλτης προσπαθεί να αναδειχτεί σε τιμητή της βυ-ζαντινής μουσικής: «Παραμερίσατε την αρμονίαν εκ του ναού», ση-μειώνει, «και η ανάπτυξις του ανθρώπου του σημερινού θα επιδι-ώξη κατ’ ανάγκην και την ανάπτυξιν και την μόρφωσιν, συμφώνως προς τας απαιτήσεις του πνεύματος αυτού, της πλουσίας τω όντι κατά πάντα Ελληνο-Βυζαντινής μουσικής» («Φόρμιγξ» ό.π.).

6. Η απάντηση των «βυζαντινών»

Παρά τη δραστηριότητα των ευρωπαϊστών, η Καλαμάτα των αρ-χών του 20ου αιώνα ήταν πόλος έλξης των θεραπόντων της βυζα-ντινής μουσικής, αν κρίνουμε από αγγελίες διαφόρων μουσικοδιδα-σκάλων, όπως του Πέτρου Κουβάτσου, που δήλωνε «κάτοχος τελεί-ως της Βυζαντινής μουσικής, εφωδιασμένος με δίπλωμα μουσικοδι-δασκάλου και εξασκήσας το επάγγελμα του ιεροψάλτου εν Αθήναις επί ικανά έτη». Θα προσέφερε «σχεδόν δωρεάν τας γνώσεις» του, αναλαμβάνοντας τη διδασκαλία της Βυζαντινής μουσικής εις «πά-ντα και πάσης ηλικίας και τάξεως επί δύο ώρας καθ’ εσπέραν, μό-νον δια δρ. 3 κατά μήνα» («Φως» 11/7/1902).

Μετακαλούνταν, επίσης, ταλαντούχοι ιεροψάλτες από άλλα μέρη του ελληνισμού, όπως ο Κωνσταντινουπολίτης Γεράσιμος Μακρί-δης, που δοκιμάστηκε στον Αγ. Νικόλαο. Η πρώτη εντύπωση τόσο των επιτρόπων όσο και των ενοριτών ήταν ότι ο Μακρίδης «κατέχει αρκετήν δύναμιν περί την Βυζαντινήν μουσικήν» («Φως» 5/9/1902). Ο Μακρίδης ερχόταν «τη συστάσει του Οικουμενικού Πατριάρ-χου», και ανακοίνωνε μεγαλεπήβολα σχέδια, όπως την ίδρυση σχο-λής ψαλτικής στον ναό «επί αμοιβή μετρία», «ίνα δώση ψυχήν εις την απονεκρωθείσαν ήδη Βυζαντινήν εκκλησιαστικήν Μουσικήν» («Θάρρος» 27/9/1902). Τρεις μόλις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο «μουσικολογιώτατος» πρωτοψάλτης ηγείτο χο-ρού ψαλτών κατά την υποδοχή της εικόνας του Αγίου Κων/νου Κα-

Iωαννησ Πλεμμενοσ

652λυβίων, που είχε σταλεί στην Αθήνα για επαργύρωση («Θάρρος» 21/12/1902). Τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1903 ανακοίνωνε στο φιλό-μουσο κοινό ότι οι ακολουθίες θα ψαλούν «κατά πατριαρχικήν όλως τάξιν, εις ύφος εκκλησιαστικώτατον και τάξιν αρμονίας, οία επι-κρατεί εν τοις πατριαρχείοις της ορθοδόξου ημών αγίας εκκλησίας» («Θάρρος» 1/4/1903).

Το 1902 στην Καλαμάτα έφθασε και άλλος Μικρασιάτης ιερο-ψάλτης, ο εκ Σμύρνης καταγόμενος Αγιορείτης μοναχός Καισάριος Πολιτόπουλος, «συσταθείς υπό του συμπολίτου μας καθηγητού κ. Ν. Φοίφα» («Φως» 5/9/1902). Ο Πολιτόπουλος, που ήταν «κεκοσμη-μένος με φωνήν σπανίαν και ιεροπρεπή και γνώστης βαθύς της Βυ-ζαντινής Μουσικής», είχε διατελέσει πρωτοψάλτης Αιγίνης, γι’ αυτό και του ζητήθηκε να ψάλλει στην Υπαπαντή κατά την πρώτη (βυ-ζαντινή) λειτουργία της Κυριακής. Φαίνεται, όμως, ότι το τότε κα-τεστημένο του μητροπολιτικού ναού εξανέστη στην ιδέα και μόνο των σμυρναίικων ήχων στους θόλους της Υπαπαντής. Έτσι, σε άλλο φύλο της ίδιας εφημερίδας υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «Φάλτσο … Ιμμορτάλε» (12/9/1902), πληροφορούμαστε ότι «εξεδόθη ουκά-ζιον παρά της Επισκοπικής Επιτροπής διατάσσον την εκ της πόλε-ώς μας αναχώρησίν του». Αφού έκλεισαν οι πόρτες του μητροπολι-τικού ναού, ο Πολιτόπουλος προσεκλήθη και έψαλε στον Αγ. Γεώρ-γιο, όπου έγινε δεκτός «μετ’ ενθέρμων εκφράσεων και ενθουσιω-δών λόγων» από τους επιτρόπους, οι οποίοι «έσπευσαν να τον κρα-τήσωσιν εις την εκκλησίαν» («Θάρρος» 25/9/1902).

Με την είσοδο του 1903, βυζαντινόφιλοι ενορίτες του μητροπο-λιτικού ναού συγκέντρωσαν 100 υπογραφές για την απομάκρυνση του «κανταδόρου» πρωτοψάλτη Υπαπαντής Βριζώλου, τις οποίες κατέθεσαν στον Δήμαρχο Καλαμάτας, για να επιληφθεί του θέμα-τος. Στο αιτιολογικό του διαβήματός τους οι υπογεγραμμένοι ανα-φέρουν μεταξύ άλλων ότι κατέφυγαν σε αυτή τη λύση, διότι ήσαν «υπέρ του καλού και κατά της τετραφώνου μουσικής, ήτις εκτός του ότι πρωτίστως απαγορεύεται υπό της εκκλησίας δεν συμφέρει και πατριωτικώς δια τον Ελληνισμόν» («Φως» 16/1/1903). Ο δήμαρ-χος, όμως, που ήταν φίλα προσκείμενος στους ευρωπαϊστές, με έγ-γραφό του στο εκκλησιαστικό συμβούλιο της Υπαπαντής, απαντού-σε ότι «δεν ενέκρινε την απόλυσιν του πρωτοψάλτου κ. Βριζώλου

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

653και παρήγγειλε την εγκατάστασιν αυτού» («Θάρρος» 17/1/1903). Εντούτοις, η κατακραυγή του κόσμου ήταν τόσο μεγάλη, που χω-ρίς δεύτερη σκέψη ο Βριζώλος «ευρών θέσιν εν Αθήναις ανεχώρη-σεν υποβαλών παραίτησιν» («Θάρρος» ό.π.).

Πριν, όμως, φύγει ο Βριζώλος, δημοσίευσε επιστολή του στο «Θάρρος» (14/1/1903), με την οποίαν χαρακτήριζε τους διαμαρ-τυρόμενους ενορίτες «μουσοτραφείς παπουτσήδες». Δήλωνε, επί-σης, πως «αν η τετράφωνος μουσική είναι ιεροσυλία, δεν πταίω εγώ, πταίουσιν οι διατάσσοντες εμέ», δηλ. οι επίτροποι και το εκ-κλησιαστικό συμβούλιο της Υπαπαντής. Απαντώντας δια του «Φω-τός» (16/1/1903) οι 100 υπογράψαντες παρατήρησαν στον Βριζώ-λο ότι οι χαρακτηρισμοί του περί «μουσοτραφών παπουτσήδων» είναι προσβλητικοί για το εν λόγω επάγγελμα, διότι «οι παπου-τσήδες συνεισφέρουσιν πλειότερον παντός άλλου τον οβολόν τους δια να λαμβάνης τον παχύτατον μισθόν σου». Ούτως ή άλλως, ανά-μεσα στους 100 ενορίτες συγκαταλέγονταν όχι μόνο «παπουτσή-δες», αλλά «και πολλοί κατέχοντες θέσεις περιφανείς εν τη κοινω-νία μας, όμοιοι και ισάξιοι των παρά σου αναφερομένων ως προ-στατών σου» («Φως» ό.π.). Στον ισχυρισμό του Βριζώλου ότι οι Καλαματιανοί δεν ήσαν σε θέση να εκτιμήσουν την «γλυκύμολπον φωνήν» του, η οποία είχε γίνει αντικείμενο επαίνων σε άλλα μέρη της Ελλάδος, οι εκατό αντέτειναν ότι τούτο είναι αναληθές καθώς «αι Καλάμαι έχουν συνηθίσει εις ψάλτας ους συ δεν είσαι εις θέσιν να τους ισοκρατής»19.

Μετά την αποχώρηση του Βριζώλου, οι επίτροποι αποτάθηκαν στον πρωτοψάλτη και διευθυντή του τετράφωνου χορού της Χρη-σοσπηλιώτισσας Ιωάννη Παπαστρατηγάκη, «υπό τον όρον πλην της Βυζαντινής, να καταρτίση ενταύθα και τετράφωνον χορόν» («Θάρ-ρος» 17/1/1903). Ο Αθηναίος πρωτοψάλτης, έχοντας ενημερωθεί για τις πρόσφατες εξελίξεις με τον Βριζώλο, αρνήθηκε, με αποτέλε-σμα οι επίτροποι να περιοριστούν στον αριστερό ψάλτη του μη-τροπολιτικού ναού Λεοντοκανακάκη («Θάρρος» 5/4/1903). Ο νεα-ρός Λεοντοκανακάκης δεν ήταν όμως το πλέον κατάλληλο πρόσω-

19. Τρεις μήνες αργότερα ο αποπεμφθείς μουσικός θα ανέβαινε στο δεξιό αναλό-γιο της πρώην μητρόπολης των Αθηνών, της Αγ. Ειρήνης («Φόρμιγξ» 15/4/1903).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

654πο γι’ αυτή τη θέση ούτε απολάμβανε της εκτίμησης των άλλων ιε-ροψαλτών της πόλεως. Για παράδειγμα, στην πανήγυρη της Υπα-παντής του ίδιου έτους, χοροστατούντος του Μητροπολίτου Γόρτυ-νος Ιωάννου Μαρτίνου, παρουσιάστηκε το ιλαροτραγικό φαινόμενο, τον χορό των ιεροψαλτών να «συναγωνίζονται μετ’ επιμονής οι ιε-ρείς των οποίων αι φωναί αναδείκνυνται αρκετά μεν έντονοι, αλλ’ όχι αρμονικαί, διότι προς τούτο ελαχίστη καταβάλλεται προσοχή» («Θάρρος» 1/2/1903).

Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος ήταν ένας από τους ένθερμους υπο-στηρικτές της πατρώας μουσικής, γι’ αυτό και πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι κατά τη διάρκεια του εορτασμού θα βρήκε την ευκαιρία να διατρανώσει την ανάγκη της διατηρήσεως του βυζαντινού μέ-λους20. Η παρουσία του ζηλωτή μητροπολίτη αλλά και η δραματική κατάσταση στην οποίαν είχε περιέλθει ο ναός της Υπαπαντής, φαί-νεται πως προβλημάτισαν βαθιά τους Καλαματιανούς. Συντάκτης με το ψευδώνυμο «Ο-λις» προβλέπει ότι «η τετράφωνος … θα παύ-ση υφισταμένη εις τους ναούς, και ούτω αμανέδες και μελοδράματα δεν θα ακούη πλέον κανείς εις τας εκκλησίας, αλλά εις το θέατρο». «Πολύ ωραία», σχολιάζει, ο συντάκτης, «διότι ούτω θα εφαρμοστή: Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και Έκαστος εις ό εκλήθη» («Θάρ-ρος» 19/4/1903). Εντωμεταξύ, δεν είχαν σταματήσει οι αφίξεις βυ-ζαντινών ψαλτών από άλλα μέρη του ελληνισμού, όπως του εκ Τρι-πόλεως «καλλιφώνου βυζαντινού ιεροψάλτου» Κ. Μπουρλόγιαννη που θα δοκιμαζόταν στον Αγ. Γεώργιο («Θάρρος» 3/10/1903).

Ανήσυχοι με την εξέλιξη των μουσικών πραγμάτων, οι επίτρο-ποι κατέφυγαν και πάλι στον Κατσαΐτη, καλώντας τον, στην εορτή της Υπαπαντής του επόμενου έτους, να ψάλει «μεθ’ όλων των ιε-ροψαλτών της πόλεως» («Θάρρος» 1/2/1904). Παράλληλα, τροφο-δοτούσαν την κοινή γνώμη με απαξιωτικά (και συνήθως ανώνυμα) σχόλια για τη βυζαντινή μουσική, όπως βλέπουμε στην επιφυλλί-δα «Πρωτοφανής θρησκομανία» από κάποιον «Σπρ…» («Θάρρος» 6/3/1904). «Η γλυκυτέρα και ευαρεστοτέρα μουσική μας», γράφει ο ανώνυμος συντάκτης, «είναι αι ψαλμωδίαι της εκκλησίας, όταν

20. Τούτο εξάγεται από λίγο προγενέστερο δημοσίευμά του στη «Φόρμιγγα» (1/9/1902) περί της καταγωγής της εκκλησιαστικής μουσικής, όπου υπερασπίζε-ται το βυζαντινό μέλος.

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

655μάλιστα ψάλλωνται εν τετραφωνία υπό του εκκλησιαστικού χορού ή υπό των βυζαντινών ψαλτών – αναλόγως της αντοχής των ώτων και της ακουστικής καλαισθησίας εκάστου». Ο συντάκτης προσπα-θεί να παραπλανήσει τους αναγνώστες του λέγοντας ότι «οιαδήπο-τε μουσική μάς ευχαριστεί, αρκεί να ήναι όσο το δυνατόν ολιγωτέ-ρα επίδειξις του ταλάντου της ρινός, επί της οποίας στηρίζεται το τάλαντον της φωνής ενίων των ψαλτών μας».

Το ίδιο επιχειρεί και άλλος συντάκτης, μέσα από τις φανταστι-κές εντυπώσεις ενός χωρικού από ένα ναό της Καλαμάτας που δεν κατονομάζεται, αλλά δεν αποκλείεται να φωτογραφίζει τον μητρο-πολιτικό ναό («Θάρρος» 11/3/1904):

«Από τη μια μεριά της εκκλησίας και από την άλλη ήτανε και από ένας άνθρωπος και μαλώνανε, λέγανε, λέγανε, φωνάζανε, βριζόντασε που πιάστηκε ο λαιμός των. Αφουγκραζόμουνα και εγώ ν’ ακούσω τι λέγανε μα δεν μπόρεσα να πάρω λόγο. Ένα σοκόλι έφευγε από το ένα και πήγαινε στο άλλο και όλο κάτι σπιουνιές τους έβανε και θυμόνανε εκείνοι και βριζούντασε ... Έσκασα με κείνο το σοκόλι, που όλο τους ρουφιάνεβε και άνα-βε ο καυγάς. Καλό ήτανε που δεν ήρθανε στα χέρια, μα δεν τους άφηνε από μέσα ο τρανός [δηλ. ο παπάς] γιατί όλο και τους μά-λωνε. Στα τελευταία δεν βάσταξε και βγήκε με θυμό κρατώντας μια σιδερένια ρόκα που έβγανε φωτιές και κάποια μεγάλη κου-βέντα θα τους είπε γιατί αμέσως σιωπήσανε».

Αμέσως μετά το Πάσχα του ίδιου έτους, οι επίτροποι ανακοίνω-σαν ότι «λίαν ταχέως αποκαθίσταται εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ της Υπαπαντής ο πρωτοψάλτης της πόλεώς μας κ. Ιωάννης Κατσαΐ-της» («Θάρρος» 1/4/1904). Εντούτοις, μια βδομάδα αργότερα ο Κα-τσαΐτης με ανοικτή επιστολή του «προς τους αξιοτίμους ενορίτας του Ναού της Υπαπαντής» δήλωνε διπλωματικά ότι «καίτοι έχω την προφορικήν έκφρασιν της ζωηράς επιθυμίας υμών ίνα επανέλθω εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ, καίτοι πιέζομαι παρά του αξιοτίμου δη-μάρχου ημών προς τούτο, εν τούτοις σοβαρός λόγος επιβάλει ίνα η επιθυμία υμών αύτη των ενοριτών της Υπαπαντής επισήμως δηλω-θή τοις κ.κ. επιτρόποις το Ναού καθ’ όσον εν εναντία περιπτώσει δηλώ ότι αδύνατον μοι είναι να παραιτήσω την εν τω Ναώ του Αγί-

Iωαννησ Πλεμμενοσ

656ου Ιωάννου θέσιν μου παρά των επιτρόπων και ενοριτών του οποί-ου Ναού απολαύω τόσης αγάπης και περιποιήσεως και εκτιμήσε-ως» («Θάρρος» 8/4/1904).

Κανείς, όμως, δεν βρέθηκε να ζητήσει επίσημα την επαναπρόσλη-ψη του Κατσαΐτη στον μητροπολιτικό ναό, όσο και αν οι επίτροποι το επιθυμούσαν διακαώς.

Οι οπαδοί του βυζαντινού μέλους υπέστησαν ένα μεγάλο πλήγ-μα, όταν πέθανε ο Δημήτριος Τζάνες, ο πιο επώνυμος ένθερμος υπο-στηρικτής της βυζαντινής μουσικής, σε ηλικία 71 ετών («Θάρρος» 30/4/1904). Όλη αυτή η αδράνεια περί τα μουσικά επέπρωτο να αρ-χίσει να αντιστρέφεται το καλοκαίρι του ίδου έτους, όταν εξελέ-γη Μητροπολίτης Μεσσηνίας ο Μελέτιος Σακελαρόπουλος, πληρώ-νοντας ένα κενό 7 χρόνων από τον θάνατο του τελευταίου επισκό-που («Θάρρος» 11/7/1904). Για να προλάβουν τις εντυπώσεις του κοινού και του επισκόπου, οι επίτροποι ανέθεσαν στον Κατσαΐτη το μουσικό μέρος της υποδοχής του νέου ποιμενάρχη. Ο Κατσαΐτης με ολόκληρο τον χορό του ενώπιον των επισήμων, συμπεριλαμβα-νομένου και του τότε Υπουργού των Ναυτικών Σ. Π. Κουμουνδού-ρου, έψαλλε τα δοξαστικά της δοξολογίας «εν τετραφωνία» («Θάρ-ρος» 20/8/1904).

Ο νέος επίσκοπος δεν φάνηκε, όμως, να δελεάζεται από το τετρά-φωνο «λιβάνισμα» των ευρωπαϊστών. Έτσι, στην πρώτη του αρχιε-ρατική λειτουργία στον Αγ. Νικόλαο παρήγγειλε στον πρωτοψάλτη του ναού Δημ. Φιλανδριανό να ψάλλει τους ύμνους με τον «βυζαντινό μουσικό χορό» του («Θάρρος» 4/9/1904). Το παραδοσιακό πνεύμα του νέου ιεράρχη άρχισε να εκδηλώνεται και σε άλλες ενέργειές του, όπως τη σύσταση στους επιτρόπους «όπως του λοιπού εις τας ακο-λουθίας οι ψάλται και οι νεωκόροι φέρωσι δια το σεμνοπρεπές μαύ-ρον ράσον» («Θάρρος» 8/9/1904, σ. 2). Επόμενο ήταν, λοιπόν, η κά-θοδος βυζαντινών ιεροψαλτών σε ναούς της Καλαμάτας να ενταθεί, όπως, για παράδειγμα, στον Αγ. Κων/νο Καλυβίων, όπου ο πρωτο-ψάλτης Παύλος Σπυρόπουλος «δια της τέχνης και καλλιφωνίας αυ-τού» κατέθελγε το πολυπληθές εκκλησίασμα («Θάρρος» 12/3/1905). Το καλοκαίρι του 1905 ο «παρά το Σύνταγμα» ναός των Ταξιαρχών ανακοινώνει ότι «προσελήφθη άριστος ιεροψάλτης εκ Κωνσταντινου-πόλεως κατά τε την φωνήν και την τέχνην, όστις αρχόμενος της εν τω

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

657ναώ υπηρεσίας του από της προσεχούς Κυριακής θέλει προκαλέσει γενικόν θαυμασμόν» («Θάρρος» 8/6/1905).

Την ίδια περίοδο ο μητροπολίτης Μελέτιος δέχτηκε την επίσκεψη του Μεσσήνιου πρωτοψάλτη του Ι. Ναού Παντανάσσης Κων/πόλεως, Αντωνίου Σύρκα, μετά από απουσία τεσσάρων χρόνων. Ο Σύρκας κα-ταγόταν από τη Θουρία, και είχε λάβει τις πρώτες του μουσικές γνώ-σεις από τον Κατσαΐτη και τον Λεοντοκανακάκη, ενώ από το 1901 είχε βρεθεί στην Κων/πολη, όπου «επί μακρόν εσπούδασε την έξοχον εν τοις Πατριαρχείοις Βυζαντινήν μουσικήν»21. Ο Σύρκας έψαλλε στην Υπαπαντή, όπου «με το χάρισμα της μεταλλικής του φωνής» κατεμά-γευσε το εκκλησίασμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ένας συντάκτης να γρά-ψει ότι «θα ήτο απόκτημα δια την πόλιν μας εάν ανελάμβανε θέσιν εις τους εδώ ναούς» («Θάρρος» 14/5/1905). Αν και δεν κατέστη δυ-νατόν να παραμείνει στην Καλαμάτα, ο Σύρκας θα επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα έφτανε, το 1922, μέχρι το αξίωμα του Πρωτοψάλτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Οικονόμου 1992: 139).

21. Η Ι’ Πατριαρχική Μουσική Σχολή είχε δημιουργηθεί ένα χρόνο πριν φτάσει ο Σύρκας στην Κων/πολη, και ήταν επανδρωμένη με εξαίρετο διδακτικό προσω-πικό, όπως τον Ιάκωβο Ναυπλιώτη, Β’ Δομέστικο του Πατριαρχείου, τον Γ. Βιο-λάκη, Πρωτοψάλτη του Πατριαρχείου, και τον Νηλέα Καμαράδο (Παπαδόπου-λος 1904: 242-3).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

658Ο νέος μητροπολίτης φρόντισε και για την εγγραφή των ταλα-

ντούχων νέων στη νεοπαγή τότε Σχολή Βυζαντινής Μουσικής του Ωδείου Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Κων/νου Ψάχου. Ως πρώ-τον μαθητή εντοπίζουμε τον Χαρίλαο Γκορτσολέα, «τηλεγραφητή εκ Καλαμών», ο οποίος ήταν μέσα στους 13 εκ των 25 μαθητών που πέρασαν επιτυχώς τις εξετάσεις της Α’ τάξης της Σχολής («Φόρ-μιγξ» 15/6/1905). Ο Μελέτιος προέτρεψε και τον πρωτοψάλτη της Υπαπαντής Παναγ. Λεοντοκανακάκη, «όπως τη συστάσει του Επι-σκόπου μας, όστις λίαν εξετίμησε την αξίαν και το φωνητικόν τάλα-ντόν του, παρακολουθήση επ’ αρκετόν την εν τω Ωδείω εκκλησια-στικήν φωνητικήν μουσικήν και καταρτισθή επί το επιστημονικότε-ρον προς χαράν των ενοριτών του ναού και της πόλεως, αποκτώσης ούτω διακεκριμένον ιεροψάλτην» («Θάρρος» 27/4/1905). Τον επό-μενο μήνα, απεστάλη και ο βοηθός του Λεοντοκανακάκη, Κων/νος Βατόπουλος, «όπως τη συστάσει του Επισκόπου ακούση μαθήματα φωνητικής μουσικής εν τω Ωδείω και τελειοποιηθή εις την Βυζαντι-νήν Μουσικήν» («Θάρρος» 1/5/1905).

Ο νέος μητροπολίτης προέτρεψε τους φιλόμουσους κληρικούς της περιφερείας του να ανοίξουν αλληλογραφία με διαπρεπείς μουσι-κολόγους των Αθηνών για να διαφωτιστούν πάνω σε τεχνικά θέμα-τα. Ένας από αυτούς ήταν ο Δαμασκηνός Πουλίτσης, ιεροδιάκονος τότε της Ι. Μονής Δημιόβης, ο οποίος το φθινόπωρο του 1905 απέ-στειλε επιστολή στον Ψάχο ζητώντας λύση σε κάποιες απορίες του («Φόρμιγξ» 15/10/1905). Οι απορίες του Πουλίτση δείχνουν άνθρω-πο που είχε εμβαθύνει στη βυζαντινή μουσική, γι’ αυτό και η απά-ντηση του Ψάχουν εκτείνεται σε δύο συνέχειες στη «Φόρμιγγα»22 («Φόρμιγξ» 31/10/1905). Τον επόμενο χρόνο ο φιλόμουσος ιεροδι-άκονος φαίνεται ότι ενεγράφη στη σχολή του Ψάχου, αν κρίνουμε από σχετικό δημοσίευμα της «Φόρμιγγος» (15-30/9/1906). Ο Πουλί-τσης θα γινόταν πιο γνωστός στους αθηναϊκούς μουσικούς κύκλους, όταν επελέγη ως κριτής σε μουσικό διαγωνισμό που διοργάνωσε η «Φόρμιγξ» (15/7/1907)23.

22. Το θέμα τους είναι η διαφορά μεταξύ των κοντακίων «Η Παρθένος σήμερον…» σε Γ’ ήχο και του «Επεφάνης σήμερον…»σε Δ’ ήχο, που ακόμα και σήμερα συ-χέονται συχνά.

23. Ο Μεσσήνιος κληρικός ήταν ένας από τους 31 κριτές, που επέλεξε η μεγάλη μου-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

659Η ισχυρή προσωπικότητα του νέου επισκόπου και η αμέριση

υποστήριξη που παρέσχε στο βυζαντινό μέλος φαίνεται πως προ-βλημάτισαν τους νεωτεριστές και τον Κατσαΐτη, ο οποίος, ούτως ή άλλως, ήταν γνώστης και της βυζαντινής μουσικής. Η εντύπωση που άφησε η βυζαντινή ερμηνεία του στον Ακάθιστο Ύμνο του 1906, προέτρεψε τον «Πλάνο διαβάτη» του «Θάρρους» (19/3/1906) να δηλώσει την αντίθεσή του στην αντικατάσταση της βυζαντινής μου-σικής από την ευρωπαϊκή, με την εξής ομολογία: «Τώρα και εγώ ευρίσκω την δολοφονίαν, το κακούργημα το οποίον θα διαπραχθή, αν γίνη τοιούτον τι. Το αισθάνομαι και χωρίς να είμαι μουσικός». Από την άλλη, ενώ ανακοίνωνε ότι ο χορός του θα έψαλλε τη Με-γάλη Εβδομάδα «μετά μοναδικής και ευγενούς εκκλησιαστικής εμ-φανίσεως», διευκρίνιζε ότι οι ακολουθίες της Κυριακής των Βαϊων και της Μεγάλης Τρίτης θα ερμηνεύονταν «μετά περισσού κάλλους, κατά την εμήν τεχνοτροπίαν» («Θάρρος» 25/3/1906)24.

Αν αυτά συνέβαιναν στον Αγ. Ιωάννη, στην Υπαπαντή, το πρώην προπύργιο της πολυφωνίας, οι κατανυκτικοί ύμνοι των Παθών ψάλ-λονταν από τον «γλυκύφθογγο και ακάματο» πρωτοψάλτη Λεοντο-κανακάκη «εν πάση κατανύξει και κατά την πατρώαν ημών Βυζα-ντινήν μουσικήν» («Θάρρος» 30/5/1906). Εκτός της Υπαπαντής, και άλλοι ναοί προτιμούσαν το βυζαντινό ιδίωμα, όπως ο Αγ. Κων/νος Καλυβίων, στην πανήγυρη του οποίου έψαλλε «ο επί τούτω κληθείς και αφιχθείς εκ Πατρών καλλίφωνος μουσικοδιδάσκαλος Σταύρος Λιαγκούσης, καθ’ όλους τους κανόνας της Βυζαντινής μουσικής» («Θάρρος» 20/5/1906).

Το καλοκαίρι του 1906, το φιλοδυτικό λόμπι μεθόδευσε την επι-στροφή του Κατσαΐτη μέσω μιας κοινής αίτησης επανόδου του Μεσ-σήνιου πρωτοψάλτη στον ναό, που υπέγραψαν γύρω στους 100 ενο-ρίτες του μητροπολιτικού ναού («Θάρρος» 29/11/1905)25. Οι νεωτε-

σική εφημερίδα των Αθηνών στο εσωτερικό και το εξωτερικό, με σκοπό να βαθ-μολογήσουν τις πέντε μουσικές συνθέσεις, που είχε προκρίνει επταμελής κριτι-κή επιτροπή («Φόρμιγξ» 15-28/2/1909).

24. Όσον αφορά τη Μ. Τρίτη, ο Κατσαΐτης πρέπει να αναφέρεται στο τροπάριο της Κασσιανής, που είχε μελοποιήσει ο ίδιος σε ύφος «βυζαντινο-ευρωπαϊκό» (αν και γραμμένο σε βυζαντινή σημειογραφία) και που σώζεται μέχρι σήμερα.

25. Οι υπογράψαντες ήσαν σημαντικοί παράγοντες της τοπικής κοινωνίας και δη-

Iωαννησ Πλεμμενοσ

660ριστές ενορίτες τόνιζαν πως ο Κατσαΐτης «ελάμπρυνεν όντως τας ιεροτελεστίας … και τον ευγενή ξένον επισκέπτην και την αριστο-κρατίαν του πνεύματος και του πλούτου και τας συναθροίσεις εορ-τών δημοτελών και τελετών κατεγοήτευε με την εύστομον μουσικήν του» («Θάρρος» 9/8/1906). Οι ανήσυχοι ενορίτες καλούσαν τον δή-μαρχο να δώσει «οριστικόν» τέλος στη «διαδραματιζομένη μουσι-κή κωμωδία» και να ενεργήσει «όπως επανιδρυθή το πρώην μου-σικόν καθεστώς», δηλ. η πολυφωνία26. Ευρωπαϊστής αρθρογράφος, υπερασπιζόμενος την επάνοδο Κατσαΐτη, στέλνει ένα πιο σαφές μή-νυμα στο αντίθετο στρατόπεδο: «Αν υπάρξουν οι έχοντες μουσι-κάς ιδέας, δύνανται να τας εφαρμόσωσιν εις την ψαλτικήν της οικί-ας των. Δύνανται να αναζητήσουν και ανεύρουν τον ναόν όστις έχει ψαλτικήν συνδυαζομένην προς τας γνώμας των και να μας αφήσουν ησύχους. Αι μουσικαί των ιδέαι αρκετά εφηρμόσθησαν εις τον μη-τροπολιτικόν ναόν» («Θάρρος» 10/8/1906). Τελικά, η απόπειρα της επαναφοράς του Κατσαΐτη απέβη άκαρπη, με συνέπεια την παραί-τηση των επιτρόπων και τον διορισμό νέων, φίλα προσκείμενων στη βυζαντινή μουσική («Θάρρος» 17/8/1906).

7. Η ακμή του βυζαντινού μέλους

Με την είσοδο του 1907, οι επίτροποι της Υπαπαντής προσήγγι-σαν τον πρωτοψάλτη του Ι. Ναού Ευαγγελιστρίας Τήνου Παρισιά-δη για πρωτοψάλτη, «συστάσει Δημοσίου υπαλλήλου εν Τήνω επι-σήμου Καλαμίου», αλλά χωρίς αποτέλεσμα («Θάρρος» 16/1/1907). Τρεις μόλις μέρες προ της εορτής της Υπαπαντής, ανακοινώνεται αίφνιδιαστικά ότι «εκλήθη κατά την εορτήν και ιδιαίτερος ψάλτης εκ Πειραιώς, ο οποίος θα ψάλη κατά τον εσπερινόν και την Θείαν λειτουργίαν» («Θάρρος» 30/1/1907).

Πρόκειται για τον Κων/πολίτη Κων/νο Μαυρίδη, ο οποίος «υπε-

λωμένοι υποστηρικτές της αρμονίας, όπως ο ιατρός Βασ. Αλεξάκης και ο φαρ-μακοποιός Ν. Μοσχούτης που είχαν πρόσφατα εκλεγεί στο Διοικητικό Συμβού-λιο της Φιλαρμονικής.

26. Τα γεγονότα της Καλαμάτας έγιναν σύντομα γωστά και στην Αθήνα μέσω της αναδημοσίευσής τους από τη «Φόρμιγγα» (15/8/1906).

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

661ρήρεσε», γι’ αυτό και την Κυριακή μετά την εορτή της Υπαπαντής, όπου έψαλε στον μητροπολιτικό ναό, «οι επίτροποι του ναού έκλει-σαν οριστικώς μετ’ αυτού συμφωνίαν, όπως παραμείνη ως τακτι-κός πρωτοψάλτης» («Θάρρος» 6/2/1907). Ένα μόλις μήνα μετά από την άφιξή του, στην ακολουθία των Χαιρετισμών, γινόταν γνωστό ότι «πάντες οι εκκλησιασθέντες ... ησθάνθησαν την γοητείαν της Βυ-ζαντινής μουσικής του αρίστου πρωτοψάλτου κ. Κων. Μαυρίδου ... η τέχνη του οποίου κατεγοήτευσε τους εκκλησιασθέντας» («Θάρ-ρος» 17/3/1907). Ο υιός Μαυρίδης ασχολήθηκε και με τη νέα γενιά των ταλαντούχων Καλαματιανών, όπως βλέπουμε στην εορτή της Υπαπαντής του 1910, όπου στην πομπή διηύθυνε «όμιλο μαθητών του ενταύθα Γυμνασίου», με τον ακροώμενο κόσμο «να κατανύσ-σεται και γοητεύεται αληθώς», αφού οι ύμνοι ήσαν «μελωδικώτα-τοι» («Θάρρος» 31/1/1910).

Η παράλληλη εμμονή του Κατσαΐτη στην τετράφωνη μουσική φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει σύγχυση στο φιλόμουσο κοινό. Στην ακολουθία των Χαιρετισμών του 1907, δημοσίευμα επεσήμαινε ότι «εις μεν την Υπαπαντήν και τον Αγ. Νικόλαον έχει καθιερωθή η Βυ-ζαντινή μουσική, εις δε τον Αγ. Ιωάννην … ψάλλεται η τετράφωνος του Κατακουζηνού» («Θάρρος» 24/3/1907). Άλλος συντάκτης γρά-φει με μια διάθεση χιούμορ ότι «στις εκκλησίες αλλού ψάλλεται Βυ-ζαντινή, αλλού ευρωπαϊκή, αλλού εκείνη οπού αρέσει εις τον ψάλ-τη. Τοσούτον μουσικόν οργασμόν άλλοτε δεν ενθυμούμεθα» («Θάρ-ρος» 4/4/1907). Την ίδια στιγμή ο Δημ. Φιλανδριανός ανακοίνωνε ότι στην εορτή του Αγ. Νικολάου του ίδιου έτους ο χορός του θα έψαλλε «εν ακραιφνεί Βυζαντινή μουσική» («Θάρρος» 4/12/1907). Το νέο φιλικό προς τη βυζαντινή μουσική κλίμα της Μεσσηνιακής πρωτεύουσας απέβη πόλος έλξεως και άλλων θεραπόντων της τέ-χνης του Δαμασκηνού27. Εισροή βυζαντινών ιεροψαλτών καταγρά-φεται ολόκληρη την πρώτη δεκαετία του 1900, όπως διαπιστώνου-με από αγγελία του 1910, σύμφωνα με την οποία «ιεροψάλτης καλ-λίφωνος εκ του Εξωτερικού, κάτοχος της Βυζαντινής μουσικής, χρη-

27. Ένας από αυτούς ήταν ο ιερέας Παν. Χαντζής, «μύστης της Βυζαντινής μουσι-κής, γνωστός εις τον μουσικόν κόσμον και εκ των μαθητών του Βιολάκη», πρω-τοψάλτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που αναλάμβανε «ιδιαιτέρας παραδό-σεις» («Θάρρος» 4/12/1907).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

662ματίσας ως δεξιός ψάλτης εν ναώ μεγάλης πόλεως ζητεί θέσιν εις Καλάμας» («Θάρρος» 24/1/1910).

Παράλληλα, βέβαια, συνεχίζονταν και τα μειωτικά δημοσιεύματα για τους τοπικούς ιεροψάλτες, για τους οποίους συντάκτης έγρα-ψε ότι «αποβαίνει τόσον δύσκολος η απόλαυσις της ιερουργίας υπό τους απαισίους ταρναρισμούς της ψαλτικής τέχνης, η οποία κατα-βάλλει ερρίνους προσπαθείας δια να καταστρέψη την μεγαλοπρέ-πειαν των θρησκευτικών ωδών» («Θάρρος» 15/4/1910). Ο Μελέτι-ος δεν μπορούσε, φυσικά, να απαγορέψει τη χρήση της τετράφω-νης μουσικής, μπορούσε όμως να την περιορίσει και να την ελέγ-ξει. Στο πλαίσιο αυτό αποφάσισε τον διορισμό ως αριστερού ψάλτη στον Αγ. Ιωάννη (όπου και ο Κατσαΐτης) του «σεμνού» και «καλ-λίφωνου» Τάκη Σκοπέτου, που χαρακτηρίζεται ως «λαμπρός» και «ηθικός» νέος «με μεγάλην τάσιν προς την εκκλησιαστικήν μουσι-κήν» («Θάρρος» 4/1/1911). Ο Σκοπέτος έδειξε από την αρχή να δι-καιώνει τον Μελέτιο, καθώς από την πρώτη του συμμετοχή στην πανήγυρη του ναού «εθαυμάσθη εις τον εσπερινόν του Αγ. Ιωάννου οπού έψαλλε δύσκολα Βυζαντινά μαθήματα» («Θάρρος» 8/1/1912).

Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Μελέτιος φαίνεται ότι έτρεφε προ-σωπικό ενδιαφέρον για το παραδοσιακό μέλος, πράγμα που απέ-δειξε αρκετές φορές. Μια από αυτές είναι η επίσκεψή του το 1907 στη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής του Ωδείου Αθηνών, όπου παρέμει-νε «παρακολουθήσας το μάθημα της δ’ τάξεως αυτής μετά πολλής προσοχής και αποκομίσας τας αρίστας των εντυπώσεων» («Φόρ-μιγξ» 15-31/10/1907). Ο Μελέτιος παραβρέθηκε και στη συναυλία των μαθητών τού ωδείου στις 7 Ιουνίου, που ακολούθησε τις εξετά-σεις, καθώς τη χρονιά εκείνη ήταν συνοδικός αρχιερέας στην Αθήνα. Ο Μελέτιος έπρεπε να παρακολουθεί και την επίδοση των Μεσσή-νιων μαθητών, τους οποίους είχε φροντίσει να στείλει28. Ο ζηλωτής επίσκοπος παρευρέθη και στις ενιαύσιες εξετάσεις της Α’ και Β’ τάξεως της σχολής του Ψάχου, στην Δ’ τάξη της οποίας συνέχισε να φοιτά ένας Μεσσήνιος μαθητής που προήχθη στην Ε’ τάξη («Φόρ-μιγξ» 15-31/5/1911).

28. Στις εξετάσεις του 1908 έλαβαν μέρος δύο Μεσσήνιοι μαθητές στη σχολή, ο Γε-ράσιμος Καραουλάνης από την Πύλο στην Α’ τάξη και ο Αγ. Γεωργακόπουλος από την Καλαμάτα στη Β’ τάξη («Φόρμιγξ» 15-31/6/1908)

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

663

Iωαννησ Πλεμμενοσ

664Η συστηματική καλλιέργεια της βυζαντινής μουσικής δεν άργη-

σε να αποδώσει καρπούς που ξεπέρασαν τα όρια της Μεσσηνιακής πρωτεύουσας. Έτσι, το 1909 οι βυζαντινόφιλοι της Καλαμάτας μά-θαιναν με ικανοποίση ότι ο πρώην «καλλίφωνος» άριστερός ψάλ-της της Υπαπαντής Πέτρος Δουκάκης προσελήφθη δεξιός ψάλτης στον ναό του Αγ. Νικολάου του Πειραιά («Φόρμιγξ» 15-28/2/1909). Ο Δουκάκης σύντομα κέρδισε την εκτίμηση των αθηναίων ιεροψαλ-τών, διότι τον επόμενο χρόνο συμμετέσχε σε επταμελή συντονι-στική επιτροπή του αρτισύστατου Συνδέσμου Ιεροψαλτών Αθηνών και Πειραιώς «Ρωμανός ο Μελωδός»29 μαζί με τον Ν. Κανακάκη και τον Γ. Σακελλαρίδη (15-31/1/1910). Ο Μεσσήνιος πρωτοψάλτης, που εθεωρείτο ως «είς εκ των καλλιφωνοτάτων της Ανατολής ιερο-ψαλτών», επέπρωτο να έχει λαμπρή σταδιοδρομία στο αναλόγιο, αφού το 1911 θα διοριζόταν δεξιός ψάλτης στον Μητροπολιτικό ναό της Μεταμορφώσεως Σύρου («Φόρμιγξ» 15-31/8/1911). Ο Δουκά-κης θα επέστρεφε στον Αγ. Νικόλαο του Πειραιά τον επόμενο χρό-νο («Φόρμιγξ» 15-31/3/1912).

Η παρουσία Μεσσήνιων μαθητών βυζαντινής μουσικής στο Ωδείο Αθηνών καθώς και η επίδοσή τους φαίνεται ότι έδωσαν την έμπνευ-ση στον Μελέτιο να ζητήσει από τον διευθυντή της σχολής Ψάχο να οργανώσει βυζαντινό χορό, για να ψάλλει στην εορτή της Υπαπα-ντής του 191130. Δυστυχώς, για λόγους που αγνοούμε, δεν εκπληρώ-θηκε η επιθυμία του Μελετίου, ο οποίος ανησυχούσε, διότι ο πρω-τοψάλτης Μαυρίδης, λόγω της χαρισματικής του φωνής, δεν είχε εν-διαφερθεί για τον καταρτισμό χορού. Λίγο πριν από την εορτή της Υπαπαντής του 1911, συντάκτης παραπονείται ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια κατά τη διάρκεια της πομπής «ο χορός των ιεροψαλτών εί-ναι ολιγάριθμος και ατελώς συγκεκροτημένος και λόγω του μήκους

29. Ο σύνδεσμος είχε ιδρυθεί το προηγούμενο έτος με πρώτο πρόεδρο τον Ν. Κα-νακάκη.

30. «Οι μαθηταί της Σχολής του Ωδείου από τινος προπονούνται υπό την οδηγίαν του καθηγητού αυτών κ. Ψάχου εις την εκμάθησιν της ακολουθίας της Υπαπα-ντής. Την ακολουθίαν ταύτην θα ψάλλωσιν οι μαθηταί ούτοι κατά πάσαν πιθα-νότητα εις τον εν Καλάμαις Μητροπολιτικόν Ναόν της Υπαπαντής, ένθα ούτοι θα μεταβώσι κατ’ επιθυμίαν του Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Μελετίου» («Φόρμιγξ» 15/12/1910).

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

665της οδού καθ’ υπερβολήν καταπονείται» («Θάρρος» 29/1/1911). Όσο για τα άσματα των μαθητών και μαθητριών του δημοτικού σχολείου, «ελάχιστα συντελούσι δια την επιβλητικότητα της πομπής και δεν είναι αρμονικά». Ο Μαυρίδης θα παρέμενε στην Καλαμάτα μέχρι τις αρχές του 1912, όταν διορίστηκε πρωτοψάλτης του Ι. Ιδρύ-ματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, μετά την αποχώρηση του Παρισιάδη.

8. Η αντεπίθεση των ευρωπαϊστών

Λίγο πριν λήξει η πρώτη δεκαετία του 1900, οι ευρωπαϊστές βρήκαν τον ιδεολογικό εκφραστή τους στο προσωπο του τότε αρχι-μανδρίτη Ιεζεκιήλ, μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φα-ναριοφαρσάλων31. Το 1909, ο 35χρονος Ιεζεκικήλ ήταν ήδη πτυ-χιούχος Θεολογίας και διδάκτωρ της Νομικής, και είχε τοποθετη-θεί προϊστάμενος στον ναό της Χρυσοσπηλιώτισσας στην Αθήνα, όπου έψαλλε ο Κεφαλονίτης Διονύσιος Λαυράγκας με τον τετρά-φωνο χορό του32. Το 1909 ο λόγιος Καλαματιανός κληρικός δημο-σίευσε άρθρο του στη «Φόρμιγγα» (18/5/1909), με το οποίο τασσό-ταν ανοιχτά υπέρ της τετράφωνης μουσικής. Το νεωτεριστικό του πνεύμα είχε διαφανεί από το προηγούμενο έτος, όταν συνέταξε ένα επίγραμμα «ίνα ψάλληται ως επωδός κατά την δοξολογίαν της 25ης Μαρτίου αντί του ‘Αιωνία η μνήμη’» («Φόρμιγξ» 15/11/1908). Τις θέσεις του Ιεζεκιήλ αντέκρουσε ένας ανώνυμος συντάκτης της «Φόρμιγγος», με το ψευδώνυμο «Παράξενος», με τον οποίον ο Κα-λαματιανός κληρικός αντάλλαξε σειρά δημοσιευμάτων.

Ο λόγιος κληρικός είχε φροντίσει να προβάλλει την ιδιαίτερη πα-τρίδα του ως τόπο καλλιέργειας της τετραφωνίας, σημειώνοντας ότι «και εν τη εμή πατρίδι ταις Καλάμαις ο εκεί διαπρέπων μου-σικοδιδάσκαλος κ. Ιω. Κατσαΐτης, ψάλλων εναρμονίως μετά πολυ-ανθρώπου χορού συνεγείρει πολλούς θαυμαστάς, και οι παρεπίδη-

31. Ο Ιεζεκιήλ είχε γεννηθεί στην Καλαμάτα το 1874, είχε καρεί μοναχός στη Μονή Βελανιδιάς, είχε χειροτονηθεί διάκονος και το 1904 είχε προαχθεί σε ιερέα.

32. Η «Φόρμιγξ» φιλοξενεί τρεις βιβλιοπαρουσιάσεις του που αναφέρονται σε εκδό-σεις κληρικών της Ελλαδικής εκκλησίας (15-31/8/1909 και 15-31/12/1909) και της διασποράς (15-31/9/1909).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

666μοι και οι ξένοι λέγουσι περί του μουσικού εκείνου χορού» («Φόρ-μιγξ» 15/7/1909). Όταν, μάλιστα, ο Πατριάρχης απένειμε στον δι-απρεπή Μεσσήνιο αρχιμανδρίτη το οφφίκιο του «Αξιωματικού της Πατριαρχικής Αυλής της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και Αρχι-μανδρίτου του Αποστολικού Οικουμενικού Θρόνου», «δια την εξό-χως απολογητικήν αυτού δράσιν υπέρ της εν Τουρκία Εκκλησίας» («Θάρρος» 25/7/1912), η κίνηση αυτή θεωρήθηκε εμμέσως και ως αναγνώριση των γενικότερων ιδεών του Ιεζεκιήλ. Νωρίτερα, το Πά-σχα του ίδιου έτους, ο Κατσαΐτης στον Αγ. Ιωάννη μαζί με τα βυζα-ντινά τροπάρια της Αναστάσεως έψαλε «εν τετραφώνω το Χριστός ανέστη» («Θάρρος» 24/3/1912).

Η πλάστιγγα έγυρε προς την πλευρά της τετραφωνίας με την έλευση του Κωνσταντίνου Λίβα, πρωτοψάλτη του καθεδρικού Ναού της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο, ο οποίος ήρθε το καλοκαίρι του ίδιου έτους στην Καλαμάτα μετά από την παραίτηση του Μαυρί-δη και έψαλε στην Υπαπαντή («Θάρρος» 14/7/1912)33. Η μύησή του στην αρμονία έγινε από τον Κανακάκη και αργότερα από τον Σα-κελλαρίδη, ενώ την ευρωπαϊκή μουσική σπούδασε στη Γερμανία. Καταλυτική ήταν η γνωριμία του με τον Θεμιστοκλή Πολυκράτη, πρωτοψάλτη και διευθυντή τετράφωνου χορού στον Αγ. Γεώργιο Καρύτση, ο οποίος τον ενέταξε στη χορωδία του, και στη συνέχεια τον προώθησε στη Ζωοδόχο Πηγή Ακαδημίας. Το 1909 τον βρίσκου-με πρωτοψάλτη σστον Αγ. Γεώργιο Καρύτση, μετά την αποχώρηση του Πολυκράτη, και ειδικό γραμματέα του διοικητικού συμβουλί-ου του Συνδέσμου Ιεροψαλτών «Ρωμανός ο Μελωδός» («Φόρμιγξ» 15-30/9/1909). Στην Αλεξάνδρεια βρίσκεται το 1910 ως πρωτοψάλ-της του ναού της ελληνικής παροικίας και δάσκαλος της Ελληνικής Αστικής Σχολής (Παπαδόπουλος 1976: 418-9).

Ακόμα και ο μητροπολίτης Μελέτιος δήλωνε δια του τύπου ότι για τον Λίβα «έχω τας καλλιτέρας πληροφορίας και παρά του Ωδεί-ου Αθηνών και εξ Αλεξανδρείας, της οποίας η Ελληνική κοινότης είναι τελείως ενθουσιασμένη» («Θάρρος» 4/8/1912). Όταν έφτασε ο Λίβας στις αρχές Ιουλίου του 1912, ο τύπος έγραφε ότι ο Λίβας

33. Ο Λίβας είχε γεννηθεί στα Αρφαρά το 1886 και σπούδασε στο Διδασκαλείο της Αθήνας, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα βυζαντινής μουσικής στη σχο-λή του Κων/νου Ψάχου («Φόρμιγξ» 15-31/7/1910).

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

667στην Αλεξάνδρεια «απολαύει εξαιρετικήν τιμήν παρ’ ολοκλήρου της ελληνικής κοινότητος και δια τα ηθικά του προτερήματα και δια την μουσικήν του ικανότητα» («Θάρρος» 5/7/1912). Επηρεασμένος από τους επαίνους για τον Λίβα, ακόμα και ο ζηλωτής των παρα-δόσεων μητροπολίτης Μελέτιος, σε συνέντευξή του στο «Θάρρος» (4/8/1912), αναγκαζόταν να δηλώσει ότι τασσόταν «υπέρ της εξευ-ρέσεως προσώπου γνωρίζοντος Βυζαντινήν και Ευρωπαϊκήν μουσι-κήν καθώς και κλειδοκύμβαλον»! Επειδή, όμως, δεν είχε βρεθεί κα-νείς ιεροψάλτης, που να συγκεντρώνει και τα τρία αυτά προσόντα, αν και είχε αποταθεί «κατ’ επανάληψιν προς την διεύθυνσιν του εν Αθήναις Ωδείου», αρκείτο «μόνον εις τον γνωρίζοντα Βυζαντινήν και Ευρωπαϊκήν μουσικήν».

Στην εορτή της Υπαπαντής του 1914 ανακοινωνόταν ότι αφ’ ενός ο τετράφωνος χορός του Λίβα «θέλει ψάλλει τα διάφορα τροπά-ρια κατά τρόπον απολύτως επιστημονικόν», ενώ «αφ’ ετέρου ιδι-αίτερον τμήμα εξ ιεροψαλτών … θα ψάλη τα Βυζαντινά μέλη κατά το σύστημα του Ωδείου» («Θάρρος» 1/2/1914). Ένα μήνα μετά την άφιξή του στην Καλαμάτα το καλοκαίρι του 1912, το εκκλησίασμα της Υπαπαντής ήταν εντυπωσιασμένο, σε βαθμό που αρθρογράφος της εποχής έγραφε ότι «η γλυκύτης της φωνής του κ. Λίβα εν συν-δυασμώ μετά της ικανότητος, ήτις αδρά τον διακρίνει και εις την Βυζαντινήν μουσικήν και εις την Ευρωπαϊκήν, μεταρσίωσαν προς στιγμήν τους ακούσαντας εις άλλας σφαίρας ... αν ο Μητροπολιτι-κός μας Ναός κατορθώσει να προσλάβη ως πρωτοψάλτην τον αφα-ντάστου γλυκύτητος μουσικοδιδάσκαλον κ. Λίβα, ασφαλώς θα ανυ-ψωθή υφ’ όλας τας επόψεις εις την θέσιν την οποίαν έδει να είχεν ο πρώτος Ναός της Μεσσηνίας» («Θάρρος» 8/8/1912). Η ευχή του αρθρογράφου θα εκπληρωνόταν με μια μικρή καθυστέρηση λόγω των βαλκανικών πολέμων του 1912-13, διότι από το 1914 ο Λίβας θα ανελάμβανε την πρωτοψαλτεία στην Υπαπαντή.

Iωαννησ Πλεμμενοσ

668Κοσμική Μουσική

1. Ίδρυση της Φιλαρμονικής

Η ίδρυση της Φιλαρμονικής Καλαμάτας «Ο Ορφεύς» οφείλετο σε ιδιωτική πρωτοβουλία φιλοδυτικών στοιχείων της πόλης, που θεωρούσαν τη μπάντα ως σύμβολο εκσυγχρονισμού και εκπολιτι-σμού της τοπικής κοινωνίας. Πρώτος διευθυντής της Φιλαρμονικής υπήρξε ο ιατρός Δημ. Αλβανάκης, που είχε σπουδάσει στην Ιταλία, αλλά παραιτήθηκε ένα χρόνο μετά λόγω ηλικίας («Μεσσηνιακή» 3/11/1891). Πρώτος μαέστρος της μπάντας του «Ορφέα» διετέλεσε ο Κερκυραίος αρχιμουσικός Γρηγόριος Γεώργοβιτς, που είχε διατε-λέσει αρχιμουσικός της φιλαρμονικής Σύρου, και, όταν αποχωρούσε δυο χρόνια αργότερα, θα αναλάμβανε τη μπαγκέτα του «Φιλαρμο-νικού Συνδέσμου Τήνου» (Μοτσενίγος 1958: 297-9)34.

Το 1892, νέος μαέστρος της Καλαματιανής φιλαρμονικής διο-ρίστηκε ο Κων/νος Γουβέλης. Αλλά και η νέα διεύθυνση, μετά την αποχώρηση του Αλβανάκη, υπό τον λόγιο φαρμακοποιό Σάββα Δου-κάκη, δεν έπαψε να μεριμνά για την ευπρόσωπη παρουσία της Φι-λαρμονικής, όπως βλέπουμε ήδη από το 1892, όταν ζήτησε από τον δήμο να καθαρίσει την κάτω πλατεία της Καλαμάτας, όπου παιά-νιζε τον χειμώνα η μπάντα, και να την επιστρώσει «δι’ αμμοχάλι-κος», μετατοπίζοντας την εξέδρα της «εις θέσιν καταλληλοτέραν» («Μεσσηνιακή» 18/3/1892). Η Φιλαρμονική δεν συμμετείχε μόνο σε έκτακτες εκδηλώσεις, όπως εθνικές εορτές, η περιφορά της εικόνας της Υπαπαντής και του Επιταφίου, τα Κούλουμα κ.λπ., αλλά μέσα στα καθήκοντά της ήταν και «η ανάκρουσις του εωθινού ανά πάσαν Κυριακήν επί του Φρουρίου» («Μεσσηνιακή» 25/3/1892).

Το 1894 εξελέγη νέα διεύθυνση με επικεφαλής τον τραπεζίτη Στ. Εφέσιο, που δημοσίευσε πρόσκληση ενδιαφέροντος για νέα μέλη τής μπάντας «μετά την τελείαν διδασκαλίαν αυτών» («Ευνομία» 30/10/1894). Δημοσίευμα του ίδιου χρόνου έκρινε ότι η μέχρι τότε πρόοδος της Φιλαρμονικής ήταν μάλλον ικανοποιητική, δεδομένου

34. Για μια αναλυτικότερη περιγραφή της ίδρυσης και ανάπτυξης της φιλαρμονικής Καλαμάτας, βλ. Πλεμμένος 2005: 100-150.

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

669ότι η εταιρεία εστερείτο ακόμα «της απαιτουμένης οργανοθήκης και της εκ των ων ουκ άνευ βιβλιοθήκης, εφόδιον μόνον έχουσα την ευφυίαν των αποτελούντων αυτήν νέων … και την χαλκέντερον επι-μονήν και υπομονήν του διδασκάλου» («Ευνομία» 13/11/1894). Ο συντάκτης πιστεύει ότι η κύρια αιτία για την πρόοδο της Φιλαρμο-νικής είναι η «στιβαρά» και «ακάματος» διδασκαλία του «πεφωτι-σμένου» και «ευμεθοδεστάτου» μαέστρου Κων/νου Γουβέλη. Επαι-νεί και τους μουσικούς, γόνους «εντίμων οικογενειών» της Καλα-μάτας, που «κατόρθωσαν εκτελούντες τα διάφορα μέρη δυσκόλων μελοδραμάτων να προκαλούσι τον θαυμασμόν των ακροωμένων». Προτρέπει, τέλος, τους νέους αυτούς να δείχνουν «αφοσίωσιν, υπα-κοήν και σεβασμόν προς τον διδάσκαλον, ευπείθειαν δε εις τα δια-τάξεις αυτού και τας θελήσεις του διοικητικού συμβουλίου».

Το 1895 ψηφίστηκε νέο καταστατικό, σύμφωνα με το οποίο, εκτός της 5μελούς διευθύνσεως, θεσπιζόταν 15μελές διοικητικό συμ-βούλιο, που κάθε δύο χρόνια θα εξέλεγε νέα διεύθυνση. Πρόεδρος του ΔΣ οριζόταν ο εκάστοτε νομάρχης και αντιπρόεδρος ο εκάστοτε δήμαρχος. Εισηγητής της μεταβολής αυτής ήταν ο Δουκάκης, ο οποί-ος «κατιδών τον κίνδυνον της μιας βουλής» όρισε ΔΣ, το οποίο να εκλέγει τη διεύθυνση «αθορύβως και άνευ πατάγου, άνευ συνελεύ-σεων και διαπληκτισμών» («Ευνομία» 12/5/1896). Σύμφωνα με το καταστατικό, η διεύθυνση σκοπό είχε «να επιβλέπη τας καθημερι-νάς της εταιρίας εργασίας, να εφορεύη επί της σχολής και των μα-θητών και των μουσικών, καθώς και επί των συναυλιών και λοιπών μουσικών παραστάσεων, μεριμνούσα περί της ακριβούς εισπράξε-ως των συνδρομών και της αυξήσεως των πόρων της εταιρίας και εν γένει να πράττη παν ό,τι συμβάλλει προς αύξησιν του γοήτρου της εταιρίας και ευόδωσιν του έργου αυτής» («Φαραί» 22/10/1895).

Κατά τη γνώμη συντάκτη της εποχής, η ορχήστρα της Φιλαρμο-νικής ήταν για τη Μεσσηνιακή πρωτεύουσα ένα «των περικοσμού-ντων αυτήν αγαθών», που σκοπό του είχε το «επαγωγόν του ηδυ-μόλπου ήχου αυτής επί των ψυχών των ανθρώπων» («Ευνομία» 4/2/1895). Η Φιλαρμονική, που ήδη από τη χρονιά της ιδρύσεώς της είχε προσελκύσει πολλούς νέους, είχε χαρακτηριστεί ως «ζέ-φυρος αληθούς και όντως ευγενούς μουσικής», ο οποίος «οσημέραι απήλειφε του [α]μανέ τα ίχνη, άπερ επαφήκεν όπισθεν αυτής μό-

Iωαννησ Πλεμμενοσ

670νον ουχί ανεξίτηλα της τουρκικής παμβασιλείας το σιδήρεον κρά-τος» («Φαραί» 17/9/1895). Μέχρι το 1895, η Φιλαρμονική της Κα-λαμάτας εθεωρείτο πρότυπο σωματείου, αν κρίνουμε από το σχόλιο Ζακύνθιου συντάκτη, που αναφερόμενος στα οικονομικά προβλή-ματα της Ζακυνθινής φιλαρμονικής σημείωνε ότι είναι «ύβρις προς την φημιζομένην μουσικολατρίαν των Ζακυνθίων να μη δυνάμεθα να συντηρήσωμεν μίαν μουσικήν καθ’ ον χρόνον η Λευκάς, αι Κα-λάμαι, η Τρίπολις και άλλαι δευτερεύουσαι πόλεις δαψιλώς και αό-κνως συντηρούσι φιλαρμονικάς» (στον Τζερμπίνο 1996: 63).

Πέντε μόλις χρόνια μετά από την ίδρυσή της, η Φιλαρμονική βρέ-θηκε προ διαλύσεως, «ένεκα της ανεπαρκείας των πόρων του τα-μείου της», που οφείλετο στην «ελλιπή» και «άτακτον» πληρω-μή των συνδρομών ή μάλλον στην καθυστέρηση της καταβολής των συνδρομητών («Ευνομία» 4/2/1895). Η σύνταξη της εφημερίδας συ-νιστά στη διεύθυνση της Φιλαρμονικής «να ζητή την κατά μήνα πλη-ρωμήν εκάστης συνδρομής» και όχι την «δια μιας ζήτησιν πολλών μηνών» που είναι πιο δύσκολη. Παρ’ όλα τα μέτρα που έλαβε, η δι-εύθυνση αναγκαζόταν δυο μήνες αργότερα να καλέσει «δια τελευ-ταίαν φοράν» δια του τύπου τους συνδρομητές να καταβάλουν τις συνδρομές τους «διότι οι πόροι δεν είναι αρκετοί προς συντήρησιν» («Ευνομία» 22/4/1895). Η έκκληση φαίνεται ότι έφτασε σε ώτα μη ακουόντων, καθώς τον επόμενο μήνα η διεύθυνση με νέα της ανα-κοίνωση προειδοποιούσε τους αμελείς συνδρομητές ότι, αν δεν τα-κτοποιήσουν την εκκρεμότητά τους, «θα μας αναγκάσουν να εκθέ-σωμεν τα ονόματά των εις την δημοσιότητα και προς γνώσιν των» («Ευνομία» 14/5/1895).

Όλες, όμως, οι εκκλήσεις της διεύθυνσης έπεσαν στο κενό, με αποτέλεσμα ο μαέστρος Γουβέλης, «απουσιάζων ήδη πλέον του μη-νός», να μην «σκέπτεται να επανέλθη ενταύθα ... καθό προβλέπων προσεχή αποσύνθεσιν της ημετέρας ως εκ της μη προθύμου εισφο-ράς εκ μέρους των συνδρομητών και της βεβιασμένης εκ μέρους του δήμου παροχής της αναλόγου χορηγίας» («Φαραί» 18/6/1895). Δυο μήνες αργότερα μαθαίνουμε ότι «ο διδάσκαλος έφυγε, ο αντικατα-στάτης του δεν κατορθώθη να ευρεθή, αι τάξεις των μαθητών αραι-ούνται, χαλαρούται η αρμονία, παραλύει το μέλος, ο ζήλος μαραίνε-ται», ενώ την ίδια στιγμή «οι πολίται δεν καταβάλλουσι και οι άρ-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

671χοντες περί άλλα τυρβάζουσι» («Φαραί» 13/8/1895). Η αναταραχή στη διοίκηση της εταιρείας είχε προφανώς επηρεάσει και την από-δοση των μουσικών σε βαθμό που «τινές μάλιστα υπερβολικοί εις τας κρίσεις των προτιμούν τα νταούλια!» («Φαραί» ό.π.).

Τα εσωτερικά προβλήματα συνετέλεσαν και στην αποτυχία της μπάντας της Καλαμάτας να συμμετάσχει στους πρώτους σύγχρο-νους Ολυμπιακούς αγώνες που γίνονταν το ίδιο έτος στην Αθή-να (28/3), όπου πήραν μέρος και άλλες επαρχιακές Φιλαρμονικές, όπως της Κερκύρας, της Ζακύνθου, της Κεφαλονιάς, της Λευκάδας της Πάτρας και του Πύργου (Μπαρούτας 1992: 61). Εντωμεταξύ η διεύθυνση της εταιρείας παρέδιδε στον νομάρχη «τας κλείδας» της Φιλαρμονικής, «ως μη δυναμένη να συντηρήση ταύτην» («Ευνομία» 5/5/1896). Ενόψει της δραματικής αυτής κατάστασης ο νομάρχης Μεσσηνίας Γ. Θεοχάρης κάλεσε τον εμπορικό σύλλογο «εις ον ενε-πιστεύθη την τύχην της Φιλαρμονικής», διότι, όπως εξήγησε, ο δή-μος δεν μπορούσε να αναλάβει εξολοκλήρου τη συντήρηση του σω-ματείου. Προς μεγάλη του απογοήτευση, όμως, οι έμποροι αρνήθη-καν, ισχυριζόμενοι ότι είχαν πληρώσει τις συνδρομές τους και δεν έφεραν καμία ευθύνη.

Απευθυνόμενος στο κομμάτι του λαού, που δεν ήταν ακόμα εξοικειωμένο με τη μουσική των χάλκινων οργάνων, αρθρογράφος το καλεί ειρωνικά, αφού έτσι επιθυμεί, να δώσει «τόπον εις τα μπουργαριά. Ας αρχίσει τας πατινάδας του το μπουζούκι. Ας κα-ταβώσιν από τας αστράχας τα λαβούτα. Ας ξεκρεμάσουν τα βιο-λιά τους οι περιβόητοι αντεροβγάλται της κορίτας. Τα μέτωπά των θα στέψωσι πάλιν τα αργυρά νομίσματα. Και επανέρχονται οι μά-καρες χρόνοι των ογκανισμών και της αγριοβοής και του βακχι-κού κορύβαντος» («Φαραί» 5/5/1896). Συντάκτης της «Ευνομί-ας» (2/6/1896) συστήνει στους υπευθύνους της Φιλαρμονικής λίγο «αμερικανισμό», δηλ. «εκπολιτισμό», «εάν θέλομε να δείξωμε ση-μεία τινά πολιτισμού, να εξαλείψωμε τας εκκολαφθείσας επί των μετώπων ημών ύβρεις ως εκπολιτίστων, αγριανθρώπων, φονέων, αιμοβόρων». Το αποκορύφωμα της διοικητικής αναστάτωσης της εταιρείας ήταν η παραίτηση του διευθυντή Δ. Τζάνε, για να επι-στρατευθεί τελικά ο νεαρός γιος του δημάρχου Ηλ. Π. Μαυρομιχά-λης («Φαραί» 19/6/1896).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

672Η νέα διεύθυνση προσέλαβε, τελικά, ως μαέστρο τον εκ Σύρου

Δημ. Τρύφωνα που, πριν φτάσει στην Καλαμάτα, παρέμεινε για λί-γες μέρες στην Αθήνα «επιβλέπων την επιδιόρθωσιν των αποσταλέ-ντων οργάνων» («Ευνομία» 7/7/1896). Με την έλευση του Τρύφωνα, η μουσική σχολή της εταιρείας «αναδιωργανώθη επανελθόντων των παλαιών μαθητών. Τα τετραυματισμένα και κακοφωνούντα μουσι-κά όργανα επιδιωρθώθησαν, τα μαθήματα επανελήφθησαν» («Φα-ραί» 18/8/1896). Ο ερχομός του νέου μαέστρου προσείλκυσε και νέ-ους μαθητές στη σχολή εκτός των παλαιών, τους οποίους συντάκτης καλεί να αφήσουν κατά μέρος «πάσαν προσωπικήν αφορμήν» και να εργαστούν αποτελεσματικά («Ευνομία» 18/8/1896). Πριν από το τέλος του ίδιου έτους, η Φιλαρμονική είχε καταφέρει να ορθοποδή-σει και να πείσει τους θιασώτες της ότι μπορεί να τους προσφέρει και πάλι μουσικές απολαύσεις. Όσοι από τους πολίτες της Καλαμά-τας είχαν στηρίξει το αγαπημένο σωματείο τους, είχαν την απαίτη-ση να το απολαμβάνουν περισσότερο, γι’ αυτό και έκαναν έκκληση «προς την Διεύθυνσιν της Φιλαρμονικής … όπως αύτη παιανίζη πε-ριοδικώς και εν τη επάνω πλατεία όπου και πάμπολοι εδρεύουσιν συνδρομηταί αυτής» («Φαραί» 1/12/1896).

Ενθουσιώδης αρθρογράφος της εποχής μάς πληροφορεί ότι είδε πολλές φορές τη Φιλαρμονική «κρούουσαν την χορδήν της αιθήσε-ως της εν σκότει και ημιαγριότητι συμπαγούς πόλεώς μας». Άλλες φορές την είδε «εν ταις πλατείαις και ταις δημοσίαις συναθροίσε-σι παραμερίζουσαν τους κουμπουροφόρους και τους ανθρωπαιγά-γρους και εγκαθιδρύουσαν εναρμόνιον κράτος ευθυμίας!», και ακό-μα περισσότερες την είδε «ελαύνουσαν εκτός πόλεως αθρόα τα βαρβαρογενή και βαρβαροτραφή ήθη» Η πιο σημαντική, όμως, συ-νεισφορά της μπάντας των πνευστών, κατά τον ίδιο συντάκτη, ήταν ότι παρουσίασε το «εκπληκτικόν όντως φαινόμενον» της «γοργής διαπαιδαγωγήσεως» της νεολαίας, «εις τρόπον ώστε να ίδωμεν αίφνης τα γυμνόποδα παιδία … να παρακολουθώσι μετ’ αφοσιώσε-ως τα μουσικά συνθέματα του Γκουνώ και του Βέρδη» («Φαραί» 5/5/1896). Η μπάντα συνόδευε και θρησκευτικές εκδηλώσεις, όπως την περιφορά του Επιταφίου, κάποιες φορές μεταβαίνοντας από τη μια εκκλησία στην άλλη («Φαραί» 22/3/1896).

Το επόμενο έτος συναντάμε ως μαέστρο τον απόστρατο αρχιμου-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

673σικό (υπολοχαγό) Γεώργιο-Ευγένιο Μάγκελ, ο οποίος επαινείται, διότι «εν βραχεί εποίησε θαύματα δια του εξόχου μουσικού ταλά-ντου του και υπόσχεται λαμπρό μέλλον», ενώ η Φιλαρμονική «μετε-μορφώθη, ανεγεννήθη, κατέστη αγνώριστος» («Φαραί» 22/6/1897)35. Παρά τα «θαύματα» που επιτέλεσε, ο Μάγκελ δεν έμεινε στη θέση του πάνω από ένα χρόνο, προφανώς λόγω οικονομικών προβλημά-των. Μέχρι το καλοκαίρι του ίδιου έτους η μπάντα της Φιλαρμονι-κής παρέμενε ακέφαλη και γι’ αυτό ανέστειλε διάφορες εκδηλώσεις της, όπως την ανάκρουση του εωθινού κάθε Κυριακή από το κάστρο («Φαραί» 19/7/1898). Το καλοκαίρι του ίδιου έτους επελέγη για δεύτερη φορά μαέστρος ο Κων. Γουβέλης, με το σκεπτικό ότι στην προηγούμενη θητεία του «αφήκε λαμπροτάτας εντυπώσεις, οφειλο-μένας εις την ευμέθοδον και καρποφόρον διδασκαλίαν αυτού και εις τον ήρεμον χαρακτήρα του, κινήσαντα πάντοτε την αγάπην και αρ-μονίαν των μαθητών, προς δε και εις την εξιδιασμένην δύναμιν της εκλεκτικότητος των αρίστων μουσικών τεμαχίων, τα οποία διέθεσαν πάντοτε ευαρέστως το κοινόν» («Φαραί» ό.π.).

Η πρώτη ενέργεια του διοικητικού συμβουλίου μετά την επιστρο-φή του Γουβέλη ήταν «ν’ αντικαταστήση τα υπάρχοντα όργανα δια καινουργών τοιούτων», διότι τα παλαιά ήσαν «παράφωνα και την ακοήν ενοχλούντα» («Φαραί» 14/9/1898). Στην Καλαμάτα του φθί-νοντος 19ου αιώνα δεν υπήρχε ακόμα μουσικός οίκος, που να ανα-λάμβανε την κατασκευή ή εμπορία οργάνων, γι’ αυτό και οι οργα-νοπαίκτες συνήθως ανέμεναν τον εκάστοτε έμπορο, που θα ερχόταν συνήθως από την πρωτεύουσα. Στην περίπτωση αυτή ανήκει και η αγγελία της άφιξης του εξ Αθηνών οργανοποιού Παντελή Κοντοζα-μάνη, ο οποίος «εκόμισε διάφορα μουσικά όργανα ως και διάφορα εργαλεία δι’ ων επλούτισε το μοναδικόν εν τη πόλει μας κατάστη-μα, εν τω οποίω δύνανται οι φιλόμουσοι οργανοπαίκται να προμη-θευθώσι και διορθώσωσι οιονδήποτε όργανον εν τη βεβαία πεποι-

35. Ο Μάγγελ ήταν γόνος της γνωστής γερμανικής-καταγωγής οικογένειας, ο ιδρυ-τής της οποίας, Μιχαήλ Μάγγελ, είχε διατελέσει αρχιμουσικός της στρατιωτικής μουσικής σχολής Αθηνών επί Όθωνος (Συναδινός 1919: 70-71). Πριν φτάσει στην Καλαμάτα, ο Γεώργιος-Ευγένιος Μάγγελ είχε χρηματίσει μαέστρος της πρώτης φιλαρμονικής του Πύργου το 1881 (Παπανικολάου 1995: 17) και της νεοΐδρυτης φιλαρμονικής «Ορφεύς» της Ζακύνθου το 1889 (Τζερμπίνος 1996: 45).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

674θήσει ότι τα όργανα ταύτα είνε άψογα και κατά τας οικείας συνθή-κας ακτασκευασμένα» («Φαραί» 15/12/1896).

Νέες περιπέτειες ανέμεναν τη Φιλαρμονική, αφού λίγο πριν τα μέσα Φεβρουαρίου του 1899, ο μαέστρος Γουβέλης εγκατέλειψε τη θέση του «ένεκα λόγων αγνώστων» («Θάρρος» 13/2/1899). Μετά την αποχώρηση του Γουβέλη, χρέη μαέστρου ανέλαβε «ο εκ των πρώτων αυτής μαθητών» Παναγ. Τασώνης, που διηύθυνε την μπάντα «τό-σον δεξιώς, ώστε ουδεμία ηκούσθη παρατονία, τα παιανισθέντα τε-μάχια ήσαν πάντα μετά μουσικής συνειδήσεως εκλελεγμένα», ώστε, κατά τον συντάκτη, «η απόκτησις του μικρού μουσικού καθιστά πε-ριττήν την πρόσληψιν ετέρου διδασκάλου» («Θάρρος» 16/2/1899). Οι ενθουσιώδεις κρίσεις του συντάκτη του «Θάρρους» για τον νεα-ρό Τασώνη ήσαν μάλλον υπερβολικές, διότι κατά τη συνεδρίαση του ΔΣ της Φιλαρμονικής αποφασίστηκε να βρεθεί «κατάλληλος διδά-σκαλος» («Θάρρος» ό.π.). Στην ίδια συνεδρίαση αποφασίστηκε η «ταχυτάτη» είσπραξη των συνδρομών, η αλλαγή των οργάνων, «ων τα πλείστα εις ελεεινήν κατάστασιν», και η κατασκευή νέων στολών «δια την ευπρεπή παράστασιν των μαθητών, των υπαρχουσών κα-ταστασών σχεδόν αχρήστων» (ό.π.). Έτσι την Κυριακή των Απόκρεω (21/2) δεν εμφανίστηκε η Φιλαρμονική, παρά μόνο ένας «μουσικός όμιλος» υπό τη διεύθυνση του Τασώνη, που προκάλεσε περισσότερο το γέλιο, παρά τη μουσική απόλαυση («Θάρρος» 23/2/1899).

Πριν από το τέλος Μαρτίου, νέος μαέστρος προσελήφθη ο Παύ-λος. Γιαννόλας, για τον οποίον δημοσίευμα ενημέρωνε το κοινό ότι «προτρέχει καλή φήμη» («Θάρρος» 26/3/1899). Ο Γιαννόλας είχε να παλέψει με το κλίμα της χαλαρής πειθαρχίας των μουσικών, που είχε επέλθει κατά τη διάρκεια της πολύμηνης απουσίας μαέστρου. Χαρακτηριστικά, το «Θάρρος» (5/4/1899) δημοσιεύει ένα χαριτω-μένο περιστατικό, όπου ένας μαθητής της μπάντας, παίζοντας κά-ποιο πνευστό όργανο, έκανε ένα λάθος. Όταν ο δάσκαλος τον αγρι-οκύταξε, ο φοβισμένος μαθητής απάντησε: «Εβγήκε το κερί από την τρύπα, δάσκαλε»! Ο μισθός των 170 δρχ. που λάμβανε ο μαέστρος δεν ήταν σε καμία περίπτωση αρκετός, για να επιβιώσει ένας ξέ-νος στην Καλαμάτα36, γι’ αυτό και ο Γιαννόλας σύντομα ανακοί-

36. Τον επόμενο χρόνο (1900), για παράδειγμα, ο πρωτοψάλτης της Υπαπαντής Γ.

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

675νωνε ότι «δέχεται παραδόσεις πιάνου παρ’ οικογενείαις ενταύθα» («Θάρρος» 8/4/1899).

Για να ενισχύσει το ταμείο της Φιλαρμονικής, ο διευθυντής της Μαυρομιχάλης οργάνωσε «καλλιτεχνική εσπερίδα» στη μεγάλη οι-κία Κατσαούνη, που εχρησιμοποιείτο τότε και για θέατρο, όπου συμμετέσχε και η μπάντα της εταιρείας («Θάρρος» 1/5/1899). Η Φι-λαρμονική υπό τον Γιαννόλα εκτέλεσε μαρς και ρομάντζα του Βά-γκνερ, ποτ-πουρρί από τους Granatieri, ένα μαρς του Τασώνη, το βαλς Didi, σύνθεση του Γιαννόλα, και ποτ-πουρρί από την «Τραβιά-τα» του Βέρντι («Θάρρος» 6/5/1899). Η εσπερίδα χαρακτηρίστηκε «λαμπρά», και ο Γιαννόλας «επεσπάσατο πολλά χειροκροτήματα υπό του Κων. Κιάππε», ενός των διοργανωτών, «δωρήσαντος αυτώ μίαν μεγάλην ανθοδέσμην» («Θάρρος» 10/5/1899).

Παρ’ όλα αυτά, οι πρόοδοι της Φιλαρμονικής χαρακτηρίζονται ακόμα «ανεπαρκείς» («Θάρρος» 18/5/1899). Σε μια Μαγιάτικη Κυ-ριακή στην παραλία, η μπάντα, «δια να επεκτείνη τον περίπατον», είχε κρυφτεί σε μια άκρη της παραλίας, χωρίς εξέδρα, για να κά-νει αυτόπτη μάρτυρα να χαρακτηρίσει την εκλογή της θέσης αυτής «ατυχή» και «αληθινά για γέλοια» («Θάρρος» 18/5/1899). Χειρό-τερες περιπέτειες περίμεναν όμως τους μουσικούς της μπάντας λί-γες μέρες αργότερα, όταν η διοίκηση της Φιλαρμονικής οργάνωσε μια βραδινή «λεμβοσυναυλία», όπου οι μουσικοί παιάνιζαν πάνω σε μια μαούνα που ήταν δεμένη. Σε μια στιγμή, όμως, κάποιος ασυ-νείδητος ακροατής «απεμάκρυνε την λέμβον από την μάνδραν και εξέθηκε εις κίνδυνον τους επ’ αυτής» μουσικούς. Σατιρίζοντας το περιστατικό, συντάκτης έγραφε ότι αντί «εκ του θαλασσίου αέρος να καθαρίση η φωνή των οργάνων», αυτά ήσαν «βραχνά, βραχνότα-τα» («Θάρρος» 24/5/1899). Έτσι, λίγες μέρες αργότερα, κατά την εορτή της Αναλήψεως, η μπάντα ξαναμπήκε στην περίφημη «μα-ούνα», που αυτή τη φορά για λόγους ασφαλείας συνδεόταν με την ξηρά «δια μιας τάβλας» («Θάρρος» 28/5/1899).

Για να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων, ο Γιαννόλας επεδί-ωξε και πέτυχε τον εμπλουτισμό του έμψυχου δυναμικού του με

Σακελλαρίδης λάμβανε 250 δρχ. τον μήνα, χωρίς να υπολογίσει κανείς και άλλες παροχές, όπως προσφορές και ελαιόλαδο από τον ναό.

Iωαννησ Πλεμμενοσ

676δύο Ζακύνθιους μουσικούς, ενώ ανακοίνωσε ότι αναμένονταν και άλλοι («Θάρρος» 24/5/1899). Παράλληλα, ζήτησε και την ανανέ-ωση των παλαιών οργάνων, πείθοντας τον διευθυντή Μαυρομιχά-λη «να προβή εις την παραγγελίαν των νέων οργάνων εν Ιταλία εις μεγαλύτερον αριθμόν των ήδη υπαρχόντων μουσικών» («Θάρρος» ό.π.). Λιγότερο από ένα μήνα αργότερα, ανακοινώθηκε ότι τα όρ-γανα «απεστάλησαν εξ Ιταλίας και μετά από επτά ημέρας παρα-λαμβάνονται» («Θάρρος» 14/6/1899). Η παραγγελία των οργάνων προϋπέθετε πολλά χρήματα, που έπρεπε να ανευρεθούν πάση θυ-σία και από διάφορες πηγές. Μια από τις πρώτες προσφορές (117 δρχ.) προήλθε από την επιτροπή που οργάνωσε μια εκδρομή στην Κρήτη στις 8 Ιουλίου με το ατμόπλοιο «Αθήναι», ναυλωμένο από την εταιρεία Πανταλέοντος, και μετέφερε 320 επιβάτες συνοδεία της Φιλαρμονικής («Θάρρος» 18/7/1899).

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Γιαννόλα, το καλοκαίρι του 1899 οι μόνες εμφανίσεις της Φιλαρμονικής που σημειώνονται είναι σε θατρικές ή μελοδραματικές παραστάσεις, όπου παιάνιζε «κατά τα διαλείματα»37. Ή απουσία της μπάντας άρχισε να ανησυχεί τους θιασώτες της, οι οποίοι δια μέσου τους «Θάρρους» (29/9/1899) πα-ραδέχονταν πως «πλην του αγώνος του ΔΣ ουδένα άλλον διακρί-νομεν δεικνύοντα ενδιαφέρον, έχοντα την πρόθεσιν να συντελέση εις την ύπαρξιν της μουσικής». Η ανησυχία των θιασωτών θα γινό-ταν κραυγή αγωνίας, με την είδηση της παραίτησης του Μαυρομι-χάλη από τη διεύθυνση της εταιρείας («Θάρρος» 30/9/1899). Η πα-ραίτηση Μαυρομιχάλη και η συρρίκνωση της Φιλαρμονικής ξεσήκω-σε τους θαυμαστές της, που έβλεπαν στη θέα των πνευστών οργά-νων, «την κίνησιν και την χροιάν πόλεως πεπολιτισμένης» («Θάρ-ρος» 1/10/1899). Άλλος συντάκτης προσπαθεί να πείσει τους ανα-γνώστες του ότι η Φιλαρμονική είναι «το μόνον ίδρυμα το οποίον ηδύνατο να επιδείξη η πόλις αύτη προς πάντα ξένον ως μόνον δείγ-μα της προόδου αυτής και σταδιοδρομίας … πάντοτε παρέχον εις τον τόπον μας κάποιον σημείον υπάρξεως πνεύματος ανερχομένου, οπωσδήποτε παραπάνω από την μελωδίαν των ζουρνάδων και των τυμπάνων» («Θάρρος» 15/10/1899).

37. Βλ. ενδεικτικά «Θάρρος» 31/7/1899 και 9/9/1899.

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

677

Iωαννησ Πλεμμενοσ

678

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

679Σε μια δραματική έκκληση, ανήσυχος συντάκτης φτάνει να καλέ-

σει εθελοντές «έστω και από υστεροβουλίαν και από προσδοκώμε-νον όφελος να αναλάβωσι την σωτηρίαν της Φιλαρμονικής» («Θάρ-ρος» 19/10/1899). Μαθαίνουμε, επίσης, ότι τα όργανα που είχαν πα-ραγγελθεί βρίσκονταν ήδη στο τελωνείο, είχε πληρωθεί μέρος τους, ενώ υπολείπονταν ακόμα κάποια χρήματα που δεν διέθετε η εται-ρεία και που ανέμενε από κάποιο γεναιόδωρο δωρητή. Ένα μήνα αργότερα, ο μαέστρος της Φιλαρμονικής είχε φύγει και τα όργανα παρέμεναν «απαράληπτα» στο τελωνείο («Θάρρος» 15/11/1899). Μέχρι το τέλος του ίδιου έτους δεν είχε βρεθεί ο χορηγός του απαι-τούμενου ποσού, το οποίο αντιστοιχούσε προς τον μέσο μηνιαίο μι-σθό ενός εργαζομένου της εποχής.

Όσο βαδίζουμε προς τη λήξη της 19ης εκατονταετηρίδας τόσο μειώνεται και ο ζήλος των Καλαματιανών να σώσουν την εται-ρεία, αν και αισιόδοξος συντάκτης παραδέχεται ότι υπήρξαν κά-ποια μέλη τα οποία «φιλοτίμως και πατριωτικώς εξεπλήρωσαν τον προορισμόν των μέχρι της τελευταίας στιγμής ανταποκριθέντα πλη-ρέστατα προς τας υποχρεώσεις των» («Θάρρος» 26/12/1899). Την ίδια περίοδο, αρχίζει αναπόφευκτα να γίνεται λόγος για διάλυση της εταιρείας, αφού απαισιόδοξος συντάκτης καλεί τα μέλη της «να πεισθούν ότι είναι αδύνατος η ύπαρξις και συντήρησις» της εται-ρείας («Θάρρος» 29/10/1899). Με την ανατολή του νέου έτους και του νέου αιώνα, συντάκτης σημειώνει με θλίψη ότι η Φιλαρμονική «δεν υφίσταται πλέον» και, το χειρότερο, ότι «την ψυχορραγίαν αυ-τής δεν την αξιούσι προσοχής οι προς τούτο εντεταλμένοι» («Θάρ-ρος» 5/1/1900). Αναζητώντας εξιλαστήριο θύμα, ο συντάκτης επι-τίθεται δριμύτατα κατά της τοπικής κοινωνίας, που «δεν φαίνεται συγκινουμένη εκ της ελλείψεως της μουσικής», και την κατηγορεί για «κακομοιριά» και «ελεεινότητα», οι οποίες «κατέσχον και υπε-δούλωσαν τας ψυχάς όλων εδώ».

Εξαιτίας των προβλημάτων της, τους δύο πρώτους μήνες του 1900 η μπάντα εμφανίστηκε μόνο κατά την περιφορά της εικόνος της πολιούχου Υπαπαντής («Θάρρος» 29/1/1900). Η διάλυση της Φιλαρμονικής έδωσε την ιδέα στους διοργανωτές του καρναβαλιού εκείνης της χρονιάς να κατασκευάσουν αποκριάτικο άρμα με την ένδειξη «Η κατάστασις της Φιλαρμονικής», που σκόρπισε πολύ γέ-

Iωαννησ Πλεμμενοσ

680λιο στους θεατές («Θάρρος» 22/2/1900). Η Φιλαρμονική είχε μείνει μόνο με τη διοίκηση, οι μαθητές είχαν διασκορπιστεί «και, αν μη αδύνατον, δυσκολώτατον όμως να ανασυνταχθώσιν αύθις. Η πρώτη σπουδή και προθυμία εξητμίσθη και η ατομική πρωτοβουλία ολιγί-στας παρέχει ελπίδας ανασυστάσεως» («Φαραί» 5/3/1900). Κατά δε τη διάρκεια της πομπής της Υπαπαντής, όλοι είχαν αντιληφτεί ότι τα όργανα της μπάντας ήσαν «πεπαλαιωμένα, παράφωνα και ελεεινά εκ της πολυχρονίου χρήσεως» («Φαραί» ό.π.). Τελικά, τα όργανα έμειναν για πάνω από ένα μήνα στο τελωνείο της Καλαμά-τας, παρ’ όλο που παρελήφθησαν με «πολύ γλίσχρο» τιμή («Φα-ραί» 22/4/1900).

Κοντά στα άλλα, άρχισαν να δυσανασχετούν και οι μουσικοί της μπάντας, που δεν μπορούσαν να λάβουν ούτε «μικράν τινά αμοι-βήν» («Φαραί» 22/4/1900). Το πρώτο κρούσμα απειθαρχίας σημει-ώθηκε στα εγκαίνια του νέου Ταμιευτηρίου της Καλαμάτας (16/4), όπου οι μουσικοί αρνήθηκαν να μεταβούν («Θάρρος» 18/4/1900). Στη δυσφορία των μουσικών ήρθε να προστεθεί και η αβελτηρία της διοίκησης της εταιρείας, η οποία πολλές μέρες μετά την παραλα-βή των οργάνων τα κρατούσε ακόμα φυλαγμένα στο δημοτικό κα-τάστημα. Έτσι, όταν η μπάντα εκλήθη «επί πληρωμή» να παραστεί στην κηδεία μιας ευυπόληπτης γυναίκας της Καλαμάτας (της Ελέ-νης Πλεμενοπούλου), οι μουσικοί απάντησαν ότι «εστερούντο οργά-νων, εγένετο δε ανάγκη όπως επιτροπαί παρακαλέσωσι να χορηγη-θώσι ταύτα» («Θάρρος» 26/4/1900).

Συντάκτης του «Θάρρους» (27/4/1900) σημείωνε χαρακτηριστι-κά ότι, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση για λίγο ακόμα, τότε δεν θα μιλάμε «περί ανασυστάσεως ή αναδιοργανώσεως» της Φιλαρμο-νικής, αλλά «περί ιδρύσεώς» της. Και τούτο, διότι όλοι οι «προχω-ρημένοι» μουσικοί της μπάντας, «μαραθέντες και απογοητευθέντες από την εδώ αδιάφορον και ψυχράν στάσιν», έφυγαν «και ήδη ευ-ρίσκονται εις το εξωτερικόν, καλώς ζώντες, καλώς διάγοντες, μηδέ καν σκεπτόμενοι περί επανόδου, τουναντίον δε συνιστώντες και εις τους συναδέλφους αυτόν ως σωστικόν το διάβημά των» («Θάρρος» ό.π.). Εντωμεταξύ, η μπάντα της Φιλαρμονικής έκανε την πρώτη της παρουσία μετά από μήνες στην πανήγυρη της Αναλήψεως (18/5) στην παραλία, όπου «εξήγειρε κάπως τα νεύρα των κεκμηκότων

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

681Καλαματιανών», αν και οι χάλκινοι ήχοι της αναμίχτηκαν «μετά των κρότων των νταουλίων και λοιπών εγχωρίων οργάνων» («Θάρ-ρος» 19/5/1900). Πριν από το τέλος Μαΐου, η Φιλαρμονική είχε πα-ρουσιάσει ένα πρόγραμμα με «εκλεκτά τεμάχια» στο θερινό κέντρο του «Κήπου της Εδέμ» («Θάρρος» 30/5/1900).

Εντωμεταξύ, νέος δάσκαλος είχε προσληφθεί ο «διακεκριμένος» μαέστρος της Φιλαρμονικής Λευκάδος και δάσκαλος κλειδοκυμβά-λου Βίκτωρ Μαυρόχης («Θάρρος» 1/6/1900)38. Ο νέος μαέστρος κά-λεσε αμέσως τους μουσικούς της μπάντας «εις ους επέβαλε να παιανίσωσι τεμάχια τινά γνωστά ίνα εκ τούτου διίδη την προοδόν των». Η πρώτη του εντύπωση ήταν ότι η απόδοση των μουσικών δεν ήταν «τόσον ευχάριστος», γεγονός που το απέδωσε στο ότι «οι μαθηταί ηδικήθησαν υπό των εκάστοτε διδασκάλων, οίτινες πλη-μελώς εδίδαξαν αυτούς», με αποτέλεσμα να έχουν πολλά «κενά» («Θάρρος» 6/6/1900). Γι’ αυτό και σύντομα γινόταν γνωστό ότι ο Μαυρόχης «δεν εννοεί να εξέλθη πριν ή τελειοποιηθώσιν ολίγον οι μαθηταί και ετοιμασθώσι και αι ενδυμασίαι αυτών, διότι επιθυμεί ίνα παρουσιάση τούτους κατά το ενόν ευπροσώπους» («Θάρρος» 9/6/1900). Η μπάντα θα εμφανιζόταν αρκετές μέρες αργότερα για να παρουσιάσει νέα κομμάτια, όπως τα μελοδράματα «Περικόλ» και «Λουκία ντι Λαμμερμούρ» του Ντονιτσέτι, ένα «νέον εμβατήρι-ον», κ.ά. («Θάρρος» 17/6/1900).

Σύντομα, όμως, ανακοινωνόταν δια του τύπου η παραίτηση έξι μουσικών39 που είχαν φτάσει να παίζουν «δωρεάν» για την εται-ρεία («Θάρρος» 4/7/1900). Η προσωρινή επιτροπή θορυβημένη από την παραίτηση των έξι, συνήλθε εκτάκτως για να καθορίσει τον μι-σθό των μουσικών της μπάντας, που είχαν περιοριστεί πια σε 16 («Θάρρος» 6/7/1900). Μετά την απόφαση αυτή, οι έξι παραιτηθέ-ντες μουσικοί, που είχαν παρασύρει και άλλους δύο, ανακοίνωσαν

38. Ο Μαυρόχης (1858-1919) ήταν Κερκυραίος συνταξιούχος στρατιωτικός μουσικός, που είχε διατελέσει πρώτος μαέστρος της «Φιλαρμονικής Εταιρίας Σαμάρας» στην Κέρκυρα (Μοτσενίγος 1958: 182). Ο Μαυρόχης είχε γίνει πανελληνίως γνω-στός το 1896, όταν οδήγησε τη Φιλαρμονική Ζακύνθου στους Ολυμπιακούς αγώ-νες της Αθήνας με επιτυχία (Τζερμπίνος 1996: 65-68).

39. Ιω. Μαντζώρος, Αντ. Κυπαρίσσης, Αλκ. Π. Γιαννακουρέας, Γεωρ. Μαντζώρος, Βασ. Ιω. Παναγουλάκης και Νικ. Χαντζής.

Iωαννησ Πλεμμενοσ

682ότι επανέρχονται («Θάρρος» 20/7/1900). Ταυτόχρονα, από τη μου-σική σχολή της Φιλαρμονικής γινόταν έκκληση για νέους μαθητές «προς διδασκαλίαν οργάνων δωρεάν», οι οποίοι θα γίνονταν δεκτοί στη μπάντα «ευθύς ως κριθώσιν ικανοί δια τούτο». Δεκτοί, επίσης, γίνονταν και ερασιτέχνες «διδασκόμενοι ιδιαιτέρως αντί ελαχίστης πληρωμής» («Θάρρος» ό.π.). Μπορεί το μισθολογικό θέμα των μου-σικών να είχε προς το παρόν διευθετηθεί, τα οικονομικά της εται-ρείας όμως δεν είχαν τακτοποιηθεί. Τότε, ερρίφθη η ιδέα η εταιρεία «να χειραγωγηθή και να αυτοδιοικηθή», χωρίς τη βοήθεια του Δή-μου, όπως συνέβαινε στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της. («Θάρρος» 21/7/1900).

2. Διάλυση - Αιτίες

Η νέα κρίση στην οποίαν οδηγήθηκε η Φιλαρμονική δέκα μόλις χρόνια μετά από την ίδρυσή της, εκτός από τη δυσθυμία του Δή-μου να ενισχύσει σε μόνιμη βάση το σωματείο, οφείλεται και στην αποτυχία της να πείσει τον μέσο Καλαματιανό για την αναγκαιό-τητα της ύπαρξής της. Tρία χρόνια πριν από τη διάλυση, η διεύθυν-ση της εταιρείας αναγκάστηκε να απαγορεύσει στη μπάντα, «χά-ριν της αξιοπρεπείας, να παιανίζη αύτη κατά τας επετείους εορτάς, ως το πρότερον εγένετο», με μόνη εξαίρεση την πρώτη του έτους. Γι’ αυτό και παρακαλούσε τους φιλόμουσους κατοίκους «όπως φα-νώσι γενναίοι, αφού απηλλάγησαν των οχλήσεων των πρότερον» («Φαραί» 24/12/1897). Δυο χρόνια αργότερα, η σύνταξη της «Ευ-νομίας» (1/1/1899) παρακαλούσε τους Καλαματιανούς «να φανώ-σι γενναιόδωροι» κατά την έξοδο της Φιλαρμονικής την πρώτη του έτους «ανά τα εμπορικά καταστήματα της πόλεώς μας … απαγο-ρευθείσης καθ’ όλας τας άλλας εορτάς του έτους τού να επισκέπτε-ται τους εορτάζοντας». Η πρώτη παραβίαση της απόφασης αυτής σημειώθηκε αργότερα το ίδιο έτος, όταν η μπάντα μετέβη στο εμπο-ρικό του γενναιόδωρου συνδρομητή της Νικ. Νικολόπουλου και παι-άνισε προς τιμήν του («Θάρρος» 5/4/1899).

Ένας άλλος λόγος που η Φιλαρμονική δεν επροτιμάτο τόσο από τον λαό ήταν ότι το ρεπερτόριό της συνίστατο κυρίως από αποσπά-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

683σματα από όπερες, οπερέτες και άλλα έργα της δυτικής μουσικής40. Ενδεικτικά, στο πρόγραμμα του 1892 συμπεριέλαβε δύο ντουέτα από τις όπερες «Τραβιάτα» και «Ριγγολέτο» του Βέρντι («Μεσσηνι-ακή» 29/11/1892), το 1895 έπαιξε «μωσαϊκά» από τις όπερες «Ιόνη» και «Καβαλαρία Ρουστικάνα» του Μασκάνι («Ευνομία» 19/3/1895) και αργότερα τον ίδιο χρόνο, παρουσίασε ολόκληρο το μελόδραμα «Ο κουρεύς της Σεβίλης» του Ροσίνι («Ευνομία» 7/5/1895). Αντίθε-τα, όταν το 1893 «κατ’ ευτυχή ιδέαν» ανέκρουσε «τεμάχια ελληνικά γνωστότατα», αυτά «κατέθελξαν και ενεθουσίασαν άπαν το παρι-στάμενον πλήθος. Έπρεπε να εβλέπατε πόσον φαιδρά, πόσον γελα-στά, πόσον ήμερα ήσαν τα πρόσωπα όλου εκείνου του κόσμου, όστις διψών αισθητικής απολαύσεως είχε συρρεύσει εκεί» («Μεσσηνιακή» 31/1/1893). Ο ενθουσιασμός του κόσμου στο άκουσμα των ελληνικών ασμάτων ήταν τόσος, ώστε στον χορό μπήκαν και οι «αμαξηλάτες», οι οποίοι «μετά το τέλος προσέφερον δωρεάν εις τους μουσικούς τας αμάξας των προς περίπατον» («Μεσσηνιακή» ό.π.).

Μετά από αυτά, η Φιλαρμονική ανακοίνωσε ότι στη χοροεσπε-ρίδα που οργάνωνε την επόμενη εβδομάδα, η μπάντα θα παιάνιζε «εκλεκτά τεμάχια, εν τω μεταξύ δ’ εκάστου τούτου και χορούς ελ-ληνικούς και ευρωπαϊκούς» («Μεσσηνιακή» ό.π.). Τα ελληνικά κομ-μάτια ήσαν εκ των ων ουκ άνευ σε τοπικές πανηγύρεις που παρί-στατο η Φιλαρμονική, όπως στην εορτή της Αναλήψεως του 1895, όπου η μπάντα των χαλκίνων «περί την δείλην αφιχθείσα παρέμει-νεν μέχρι βαθείας νυκτός, ανακρούουσα τα εκλεκτότερα μουσικά συνθέματα ελληνικά τε και ευρωπαϊκά προς τέρψιν των πανηγυρι-στών» («Ευνομία» 14/5/1895). Το 1897, η μπάντα παρουσίασε έργα του Σπύρου Σαμάρα, συνθέτη του Ύμνου των Ολυμπιακών αγώνων («Ευνομία» 30/11/1897).

Προϊούσης της δεκαετίας του 1890, το ελληνικό ρεπερτόριο της Φιλαρμονικής άρχισε να εμπλουτίζεται και με συνθέσεις Καλαμα-τιανών μουσικών, σε μια προσπάθεια να εδραιωθεί ο ελληνικός αλλά και τοπικός χαρακτήρας του σωματείου. Την πρώτη συνθετική από-

40. Το πρόγραμμα των φιλαρμονικών της εποχής άνοιγε συνήθως με ένας μαρς (πι-θανώς έργο του αρχιμουσικού), ακολουθούσε εισαγωγή («οβερτούρα»), αποσπά-σματα από γνωστές όπερες (συνήθως αυτές που ακούγονταν από μελοδραματι-κούς θιάσους) και τελείωνε με το εναρκτήριο μαρς (Τζερμπίνος 1996: 119).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

684πειρα Καλαματιανού μουσικού εντοπίζουμε το 1897, με το βαλς «Ο Νέδων» του Παναγ. Τασώνη («Φαραί» 16/3/1897), ενώ στη χριστου-γεννιάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής ακούστηκε το εμβατήριο του ιδίου «Φιλαρμονική των Καλαμών» («Φαραί» 24/12/1897).

Οι υπεύθυνοι της Φιλαρμονικής άρχισαν να κατανοούν ότι έπρε-πε να τη συνδέσουν με εκδηλώσεις λαϊκού χαρακτήρα και πάνδη-μης συμμετοχής, όπως τα πανηγύρια. Έτσι, στην πανήγυρη των Αγ. Αναργύρων του 1895, που συνέπεσε να είναι Κυριακή, διαβάζου-με ότι «αι συντεχνίαι και τα σωματεία της πόλεως, ομάδες πολιτών πολλαί και ποικίλαι, γυναίκες και παιδία, προηγουμένης της Φι-λαρμονικής … εξεκίνησαν εκ της πόλεως προς την μαγευτικήν εξο-χήν πανηγυρικώς δια μύρτων και σημαιών κεκοσμημένην καταλλή-λως» («Φαραί» 9/7/1895). «Μετά τας προς τον Βάκχον μεμετρη-μένας σπονδάς», γράφει το σχετικό δημοσίευμα, ο λαός «εκάλλυ-νε την τελετήν δια σεμνού χορού, υπό τους ήχους της Φιλαρμονικής και των εγχωρίων οργάνων» («Φαραί» ό.π.).

Παρόμοιες σκηνές μουσικού «βουκολισμού» ξετυλίχτηκαν και κατά την εκδρομή Καλαματιανών μουσικών και φιλομούσων στη Μεγαλόπολη την άνοιξη του 1900 συνοδεία της Φιλαρμονικής. Σύμ-φωνα με τη διήγηση αυτόπτη μάρτυρα, ενώ έπαιζαν «ο χορός και τα νταούλια και η φόρμιγξ διηνεκώς», ακούστηκε «η συναυλία των κιθαρών και άλλων οργάνων», και «ολίγον απωτέρω η Φιλαρμο-νική μας και πανταχού το εύθυμον άσμα» («Φαραί» 20/5/1900). Στην πλατεία της Μεγαλοπόλεως και ενώπιον του δημάρχου Ζέρ-βα και άλλων επισήμων οι μουσικοί της μπάντας είδαν «τα πεντό-δραχμα και τους λιμοκοντόρους βροχηδόν [να] πίπτωσι εις τα μέ-τωπα των νταουλιέρηδων», και τον κόσμο «εν αδιαπτώτω ευθυ-μία … διασκεδάζοντα, άδοντα και χορεύοντα επί ώρας» («Φαραί» ό.π.); Ο αρθρογράφος, πάντως, σχολιάζοντας το θέαμα, σημειώνει ότι «μουσική συναυλία, φιλαρμονική μουσική, άσματα εύθυμα και βακχικά, χοροί και αρμονικός βόμβος παριστώσι κοινωνίαν παρά-δοξον» (ό.π.).

Άλλα ελληνικά έργα είναι τα μαρς «Το Πήλιον» («Θάρρος» 5/3/1899) και «Η Κωνσταντινούπολις» («Φαραί» 14/3/1899), το μαρς «Μακεδονία» («Φαραί» 1/8/1899), «ανθοδέσμη» εκ του ελ-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

685ληνικού μελοδράματος «ο Υποψήφιος» του Ξύνδα41 και η πόλκα «Το άνθος της Παραλίας» του Τασώνη («Φως» 30/7/1900). Λίγο αργότερα τον ίδιο χρόνο η μπάντα έπαιξε τον «Ουρανό των Αθη-νών» του Σαμάρα και την «Παραλία των Καλαμών» του Τασώνη («Φως» 12/10/1900). Η μπάντα είχε εισαγάγει στο ρεπερτόριό της πασίγνωστα και δημοφιλή άσματα, όπως ο «Αγαπητικός της βο-σκοπούλας» («Φως» 2/11/1900) και το τραγούδι «Το όνειρον του Ελληνισμού», που είχε μελοποιήσει ο πρωτοψάλτης Γ. Σακελλα-ρίδης «εις μουσικήν γλυκείαν και ένθουν» και είχε ψάλει με τους μαθητές των εκπαιδευτηρίων Βεντήρη όπου δίδασκε («Θάρρος» 19/8/1901).

3. Απόπειρες εκλαϊκευσης της Φιλαρμονικής

Η προεδρία του Ευθ. Νικολόπουλου εγκαινιάζει μια νέα εποχή για τα φιλαρμονικά πράγματα της Καλαμάτας, αφού ο νέος πρόε-δρος έκανε σκοπό της ζωής του την ανάπτυξη της εταιρείας42. Στο-χεύοντας στη διάδοση και εκλαΐκευση της μουσικής της Φιλαρμονι-κής, λίγες μέρες μετά την ανάληψη της προεδρίας του ανακοίνωνε την ίδρυση τμήματος ερασιτεχνών «καθ’ ηλικίας», όπου «έκαστος αντί ευτελεστάτης αμοιβής δύναται να εκμάθη οιονδήποτε πνευ-στόν ή έγχορδον όργανον της αρεσκείας του» («Φως» 29/10/1900). Η δημιουργία των τμήματος αυτού ήταν μια έξυπνη κίνηση του Νι-κολόπουλου, ο οποίος για πρώτη φορά άνοιγε το σωματείο προς το πλατύ κοινό και τους ερασιτέχνες φιλόμουσους. Με την εισροή περισσότερου κόσμου το σωματείο εξασφάλιζε ταυτόχρονα μεγα-λύτερα και σταθερότερα έσοδα, έστω και μέσω «μετριωτάτων δι-

41. Ο Σπύρος Ξύνδας (1814-96), μαθητής του Μάντζαρου, ήταν από τους πρώτους επτανήσιους που ήρθαν στην Αθήνα και προώθησαν τη δυτική μουσική. Ο «Υπο-ψήφιος» θεωρείται σταθμός στη νεοελληνική μουσική, διότι είναι η πρώτη όπερα με ελληνικό λιμπρέτο, που πρωτοπαίχτηκε το 1867 στην Ιταλία και το 1888 στην Αθήνα υπό τη διεύθυνση του Ναπ. Λαμπελέτ (Ρωμανού 2000: 63).

42. Ο Νικολόπουλος είχε σπουδάσει Νομικά στην Αθήνα, είχε μετεκπαιδευτεί στην Ελβετία και τη Γαλλία «ένθα επί πενταετίαν διήκουσε μαθήματα εις τα πανε-πιστήμια Γενεύης και Λυών», και πήρε την άδεια δικηγόρου στην Ελλάδα (Επε-τηρίς 1902: 138).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

686δάκτρων». Όλα αυτά τονίζονταν και από τον τύπο της εποχής, που έγραφε ότι «δια του τρόπου αυτού και η μουσική θέλει εκλαϊκευθεί και νέοι πόροι θ’ αναφανώσιν εν τω ταμείω του Σωματείου τού-του» («Φως» ό.π.).

Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν άμεση, αφού «πλείστοι νέοι των καλλιτέρων παρ’ ημίν οικογενειών εζήτησαν την εαυτών εγγρα-φήν εις τον επί τούτω καταρτισθέντα κατάλογον». Θέλοντας, επί-σης, να υπογραμμίσει τον αταξικό χαρακτήρα της σχολής, ο Νικολό-πουλος προσέθετε ότι δεκτοί γίνονταν «πάσης τάξεως άνθρωποι». Δημοσίευμα του «Θάρρους» (21/10/1900) ανεβάζει τους πρώτους εγγραφέντες «υπέρ τους 30», σημειώνοντας ότι σκοπός της εται-ρείας δεν είναι μόνο «η διατήρησις του μουσικού σώματος, αλλά και η εν γένει ανάπτυξις του φιλομούσου αισθήματος εν τω τόπω». Οι 30 εγγραφέντες χωρίστηκαν σε δύο «προπαιδευτικές» τάξεις, που συνέρχονταν μεταξύ 6-7 π.μ. και 7-8 π.μ. αντίστοιχα («Θάρ-ρος» 2/11/1900). Για να διευκολύνει την εκμάθηση οργάνων, το ΔΣ ανακοίνωνε ότι «θέλει κάμει προμήθειαν μουσικών οργάνων, ίνα τα δίδη εις τους μαθητάς τούς μη έχοντας ιδικά των, και τα οποία θα πληρώνονται «τμηματικώς» («Θάρρος» 3/11/1900).

Ο Γυμνασιάρχης Καλαμών Ν. Μπαρμπαρήγος έγινε ο κύριος προπαγανδιστής της Φιλαρμονικής στη μαθητιώσα νεολαία, αφού πληροφορούμαστε ότι με την προτροπή του «πλείστοι μαθηταί τού ενταύθα Γυμνασίου μας ενεγράφησαν ως μέλη εις το άρτι συστάν τμήμα των ερασιτεχνών της Φιλαρμονικής» («Φως» 5/11/1900). Τα αποτελέσματα της κινητοποίησης του Γυμνασιάρχη φαίνεται πως ήσαν άμεσα, αφού, πριν λήξει το 1900, το ΔΣ της Φιλαρμονικής ζη-τούσε 22 επιπλέον στολές για τους μαθητές, αφού οι παλιές στο-λές «από πολλού κατέστησαν αφόρετοι εις τρόπον ώστε οι μαθηταί παιανίζουσι φέροντες έκαστος την ιδίαν του ενδυμασίαν» («Φως» 30/11/1900). Έτσι, στην πρώτη επαφή του κοινού με την ανανεωμέ-νη ενδυματολογικά μπάντα, διαβάζουμε ότι «λίαν ευάρεστον εντύ-πωσιν ενεποίησαν αι καινουργείς στολαί των μαθητών της Φιλαρμο-νικής, μεθ’ ων ούτοι παρουσιάσθησαν προ του κοινού κατά την πα-ραμονήν του Νέου έτους» («Φως» 4/1/1901).

Η προεδρία του Νικολόπουλου εγκαινιάζει μια εποχή ακμής της Φιλαρμονικής, με τον φιλοδυτικό τύπο να τον χαιρετίζει ως τον άν-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

687θρωπο ο οποίος «αληθώς ουδενός φείδεται μόχθου, ίνα αναδείξη το εκπολιτιστικόν τούτο Σωματείον καθ’ όλα επάξιον του προορι-σμού του» («Φως» ό.π.). Αρθρογράφος της εποχής προσπαθεί να θυμηθεί «κατά πόσων σκοπέλων αντεπάλαισεν ούτος ίνα παρουσι-άση την τερψίθυμον ταύτην Σειρήνα μας ευπρόσωπον εις τα όμμα-τα των πολλών» («Φως» 14/1/1901). Ενθουσιώδης υποστηρικτής της Φιλαρμονικής σημειώνει ότι «ο Νικολόπουλος σώνει και καλά κα-τόρθωσε να φτειάση Μουσικήν εις Καλάμας. Σωστός εγγλέζος εις την επιμονήν του» («Θάρρος» 17/1/1901). Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι λίγες μόνο μέρες μετά από την εκλογή του ως προέδρου, ο Νικο-λόπουλος πέτυχε να πείσει το δημοτικό συμβούλιο να εγκρίνει τις δαπάνες για την αποστολή του Τασώνη στην Ιταλία για ανώτερες σπουδές («Φως» 2/11/1900).

Εκτός από το τμήμα ερασιτεχνών, ο Νικολόπουλος κατάφερε να πολλαπλασιάσει τους συνδρομητές και να οργανώσει επιτυχημένες ευεργετικές εσπερίδες, όπως αυτή της 18/1/1901, όπου στο «υπερ-πλήρες» θέατρο του «Κήπου της Εδέμ» ανέβηκε η κωμωδία «Αμ-φιτρύων» του Μολιέρου σε μετάφραση Φραγκιά από τον θίασο του περίφημου Αλεξιάδη, που βρισκόταν τότε στην Καλαμάτα για σει-ρά παραστάσεων («Φως» 14/1/1901). Τον επόμενο χρόνο ο Νικολό-πουλος οργάνωσε μουσική εσπερίδα υπέρ του σωματείου στην οι-κία του Γερμανού προξένου Βίκτωρος Τζαν, όπου ερασιτεχνική ορ-χήστρα δωματίου από βιολί και πιάνο ερμήνευσε «Τραβιάτα», «Ρι-γκολέτο», κ.ά. («Φως» 6/2/1902). Η συναυλία αυτή, η πρώτη από ντόπιους ερασιτέχνες μουσικούς, χαρακτηρίστηκε «επιτυχής» τόσο από καλλιτεχνικής όσο και από οικονομικής πλευράς, αφού μαθαί-νουμε ότι «αρκετά εισεπράχθησαν»43 («Θάρρος» 5/2/1902).

Ενθουσιώδης συντάκτης τόνιζε ότι η αναγένηση της Φιλαρμο-νικής οφείλεται στο «ακοίμητον πυρ της θελήσεως, όπερ διακαίει άσβεστον την ψυχήν του ευγενούς συμπολίτου μας», και το οποίο «κατεδείχθη όλως υπέρλαμπρον εν τη διερευνητική δυνάμει αυτού» («Φως» 21/1/1901). Μεγάλη δημοτικότητα κέρδισε η Φιλαρμονική και κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του τότε διαδόχου Κωνσταντί-

43. Τα εισιτήρια ήσαν 5 δρχ. «δια τα άτομα», και 4 δρχ. «δια οικογενείας» («Θάρ-ρος» 1/2/1902).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

688νου στην Καλαμάτα στις 26/4/1901, τον οποίον συνόδευσε σε πολ-λές μετακινήσεις του. Όταν επρόκειτο να επιβιβασθεί στη βασιλι-κή λέμβο, για να αναχωρήσει, ο διάδοχος «εκάλεσε παρ’ εαυτώ τον Μαυρόχη [τον μαέστρο της μπάντας] παρ’ ου εζήτησε πληροφορί-ας περί της Φιλαρμονικής». Κατόπιν, ο επιτελάρχης Σαπουντζάκης παρουσίασε στον διαδοχο τον Νικολόπουλο «μεθ’ ου συνδιελέχθη επ’ αρκετή ώρα, ζητήσας πλείστας πληροφορίας περί της Φιλαρμο-νικής» («Φως» 28/4/1901).

Οι προσπάθειες του Νικολόπουλου φαίνεται πως απέδωσαν, αφού η μπάντα των χάλκινων οργάνων, που κάποτε είχε συνδε-θεί σχεδόν αποκλειστικά με επίσημες τελετές και κηδείες, άρχισε να χρησιμοποιείται ως μέσο απλής καθημερινής ψυχαγωγίας. Την εξέλιξη αυτή εκμεταλλεύτηκαν και οι ιδιοκτήτες του κέντρου δια-σκέδασης Κίσκιλα στην παραλία, οι οποίοι ανακοίνωσαν ότι «σκέ-πτονται να προβούν εις καταρτισμόν μιας ορχήστρας εκ μουσικών της Φιλαρμονικής», η οποία «θα παιανίζη έξωθεν του καταστήμα-τός των κατά το Σάββατον, Κυριακήν, Τρίτην και Πέμπτην από τας 9 μέχρι του μεσονυκτίου» («Φως» 17/6/1901). Το ίδιο έκαναν και οι Καραγκιοζοπαίχτες το καλοκαίρι του 1901, όταν ο Καραγκιό-ζης παρουσιάστηκε «ολίγον ευρωπαίος», καθώς «η μουσική μπά-ντα του δεν είνε από βιολί και λαβούτο» αλλά «από σωστό κονσέρ-το από τη Φιλαρμονική» («Φως» 24/6/1901).

Συντάκτης του «Θάρρους» (12/7/1901) σημείωνε ότι «μόνον η Φιλαρμονική έχει την δύναμιν εκάστην Κυριακήν να συναντή όλας τας τάξεις εις το αυτό πεδίον, προ του λιμένος, και δι’ αυτού του τρόπου να εξευγενίζη τους τραχείς δια των ήχων και να διδάσκη τους αμαθείς δια της συμπεριφοράς των εξευγενισμένων, οίτινες δεικνύουσι την ευγένειαν αυτών παρά το πλευρόν των αγενών». Η διείσδυση της Φιλαρμονικής σε όλες τις μορφές διασκέδασης των Καλαματιανών είχε και τη φαιδρή της όψη, καθώς ο απλός λαός δεν ήταν πάντα σε θέση να κατανοήσει και να απολαύσει αυτού του εί-δους τη μουσική. Το τι ακριβώς συνέβαινε κατά τις παραστάσεις της μπάντας στην παραλία την εποχή εκείνη, μας τη δίνει εύγλωτ-τα η παρακάτω περιγραφή ενός «φιλομούσου» («Φως» 5/7/1901):

«Σαράντα μωρουδέλια με ισαρίθμους ευστήθους παραμάνας

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

689περιτριγυρίζουν τα ξεκούρδιστα της φιλαρμονικής μας όργα-να, δαιμόνιον ορχούμενα, και προσπαθούντα να συλλάβωσι την ασύλληπτον νόταν της κορνέτας, δια μεσουρανίων κραυγών αίτι-νες υποθέτω ότι θα έχουν ταράξει την κόνιν του μακαρίτου Verdi κοιμωμένου τον αιώνιον ύπνον εις το χώμα της Ιταλίας ... Οι φι-λόμουσοι των τραπεζιών της προκυμαίας μακαρίως εξηπλωμέ-νοι παρακολουθώσι τας αιφνιδίους ριπάς των μελτεμιών εις τον λιμένα, εάν δεν συζητούν περί της πολιτικής, περί των πραγμά-των της Ανατολής αίφνης ή … περί της μη υπάρξεως τροχοδρό-μου εν Καλάμαις. Αι κορσεδοσφιγμέναι κυρίαι, από τας οποίας κανείς θα επερίμενε κάτι τι, κυττάζουν τι φόρεμα φορεί η μία ή: –Τι άσχημα μούτρα έχει η καϋμένη η Β ή: –Πώς μορφάζει εκεί-νη κάτω με τα ροζ … Ενώ το γκαρσόνι του καφενείου – ο αιώνι-ος μικρός – αίφνης φωνάζει κολλητά σχεδόν στ’ αυτιά σου: –Μια λεμονάδα γκαζόοοο!! Ταυτοχρόνως δύο βήματα παρέκει η κορ-νέτα της Φιλαρμονικής θρηνεί τον τελευταίον της Traviatta απο-χαιρετισμόν: Addio del passato bej sogniridenti».

Ο Νικολόπουλος προσπάθησε να βελτιώσει το επίπεδο των υπαί-θριων συναυλιών της Φιλαρμονικής με κάποιες παρεμβάσεις, αφού στην παραλία η μπάντα έπαιζε «αναμέσον του συρφετού και υπό τας μυρίας οχλήσεις των περιστοιχιζόντων τους μουσικούς» («Φως» ό.π.). Γι’ αυτό και πρότεινε, όπως συμβαίνει «εις όλα τα μέρη όπου παιανίζουν μουσικαί», «να κατασκευασθή μία εξέδρα, ώστε η μου-σική να παιανίζη από περίβλεπτον μέρος, να είναι μάλλον ακουστή και να μη παρατηρείται το άσχημον ήδη θέαμα». Παρ’ όλες τις προ-σπάθειες του Νικολόπουλου, ο οποίος πλήρωνε «και εξ ιδίων ακόμη προς συντήρησίν της», ο πολύς κόσμος δεν ήταν ακόμα διατεθειμέ-νος να υποστηρίξει τη Φιλαρμονική. Σε ερώτηση δημοσιογράφου, το καλοκαίρι του ίδιου έτους (1901), για το «πώς πηγαίνουν τα οικο-νομικά της Φιλαρμονικής», ο Νικολόπουλος απάντησε «με πικρία»: «Πολύ άσχημα. Κανείς συνδρομητής, εκτός ολιγίστων, δεν πληρώ-νει. Η μουσική βρίσκεται σε κακά χάλια. Θα αναγκασθώ να στείλω τους μουσικούς εις αόριστον άδειαν» (ό.π.). Και όλα αυτά τη στιγ-μή που ομολογείτο ότι η μπάντα «παρίσταται όσον ουδέποτε κο-σμία και έκτακτος» και «παιανίζει όσον ουδέποτε καλώς» («Θάρ-

Iωαννησ Πλεμμενοσ

690ρος» 12/7/1901).

Λόγω της νέας οικονομικής κρίσης, η μπάντα περιόρισε τις εμ-φανίσεις της, «πράγμα το οποίον έχει αδημονίση τους φιλομούσους της πόλεώς μας» («Θάρρος» 21/11/1901). Το φθινόπωρο του 1901, η Φιλαρμονική εμφανιζόταν μόνο στα «εορτάζοντα σπίτια», ενώ δεν παιάνισε ούτε και τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους, παραχωρώντας τη θέση της στα παραδοσιακά νταούλια («Θάρρος» 27/12/1901). Η πολύμηνη απουσία της φαίνεται ότι είχε το αντίκτυπό της στους μουσικούς, διότι κατά την επίσκεψη Γάλλων περιηγητών στην Κα-λαμάτα τον Μάρτιο του νέου έτους αποφασίστηκε η μπάντα να παιανίσει μόνο τον Γαλλικό εθνικό ύμνο «ως ολίγον ακατάλληλος δια πλειότερα» («Θάρρος» 14/3/1902). Έτσι, κατά την ερμηνεία του «Μιζερέρε» του «Τροβατόρε» από τη Φιλαρμονική στην παραλία της Καλαμάτας, ο «Ριζοσπάστης» του «Φωτός» παρατήρησε ότι λί-γοι είναι εκείνοι που πάνε στην παραλία να ακούσουν μουσική, διό-τι «καθ’ ην ώραν η Φιλαρμονική παιανίζει, βλέπεις άλλους συζητού-ντας περί των υποθέσεών των, άλλους περί πολιτικών, άλλους κα-κολογούντας τους διερχομένους, όλους δε μαζύ κοτσομπολεύοντας τους πλησίον καθημένους» (9/5/1902).

Εντούτοις, ο Νικολόπουλος ανέλαβε να κατασκευάσει εξέδρα, «επί της οποίας θα παίζη η Φιλαρμονική», και να ράψει θερινές στολές για τους μουσικούς, «αι οποίαι θα είναι εξαίσιον πράγμα, διότι θα γίνουν με σμαρτ» («Θάρρος» 9/6/1902). Αποφάσισε, επί-σης, «δι’ εξόδων της εταιρίας» να στήσει «εξέδρα κινητή» στην προκυμαία, για να παίζει από εκεί η μπάντα κάθε Κυριακή («Θάρ-ρος» 23/6/1902). Στο νέο αυτό σκηνικό, η μπάντα άρχισε να κερ-δίζει τις εντυπώσεις του κοινού σε κάθε εμφάνισή της, όπως συνέ-βη με τον «Ερνάνη» του Βέρντι, κατά τη διάρκεια του οποίου συ-ντάκτης είδε τους μουσικούς να «ασφυκτιούν από τους τριγυρισμέ-νους διαφόρους μουσολήπτους, οι οποίοι κινούν ρυθμικώς και πα-ραφόρως τα μπαστουνάκια των» («Φως» 13/6/1902). Για την «αρ-μονικωτάτην και χαριτωμένην σύνθεσιν» του Μιτσέτα «Ποιμενική Αυγή», αρθρογράφος σημειώνει ότι «η επιμεμελημένη εκτέλεσις του έργου εσκόρπισε δροσιά και χάριν εις όλους τους ακροατάς, των οποίων τα ώτα κατεκλήσθησαν από την αρμονίαν των ήχων, οίτινες διερμήνευον τόσον ωραία την σκηνογραφίαν της χαραυγής, τα ψι-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

691θυρίσματα των δένδρων, το κελάϊδημα των πτηνών, το τραγούδι της βοσκοπούλας, τον ήχον της φύσεως» («Φως» 29/8/1902).

4. Νέα κρίση και διάλυση

Τα οικονομικά προβλήματα δεν είχαν όμως λυθεί, διότι τον Νο-έμβριο του ίδιου έτους η εταιρεία βρέθηκε να χρωστά στον μα-έστρο Μαυρόχη μισθούς τεσσάρων μηνών. Συντάκτης του «Θάρ-ρους» (10/9/1902) σημείωνε με αίσθημα ντροπής ότι αυτό είναι απαράδεκτο, αφού «ο Μαυρόχης είναι ξένος μένων ενταύθα άνευ άλλων επαρκών πόρων πλην της εργασίας του», ενώ χαρακτήρι-σε την καταβολή των μισθών του ως «ζήτημα τοπικής φιλοτιμίας» («Θάρρος» 12/9/1902). Η Φιλαρμονική, για να αντεπεξέλθει στις οι-κονομικές της υποχρεώσεις, αναγκάστηκε να αφήσει τη στέγη της και να εγκατασταθεί προσωρινά στο θέατρο, ζητώντας παράλλη-λα την οικονομική στήριξη του θιάσου της περίφημης ηθοποιού Ευ-αγγελίας Παρασκευοπούλου, που βρισκόταν τότε στη Μεσσηνιακή πρωτεύουσα για παραστάσεις («Θάρρος» 14/2/1903). Νοσταλγός των καλών ημερών της Φιλαρμονικής συλλογίζεται με θλίψη ότι με την Φιλαρμονική σε κρίση, «τα πριν βαρβαρόφωνα [όργανα] θα κα-ταξεσχίζουν τα αυτιά μας με όλην την διαμαρτυρίαν των» («Θάρ-ρος» ό.π.).

«Για να αποσοβηθή η αναχώρησίς του», η εταιρεία οργάνωσε «καλλιτεχνική» εσπερίδα στην αίθουσα του θεάτρου με τη συμμε-τοχή ερασιτεχνών μουσικών της πόλεως («Θάρρος» 26/2/1903). Αν και η εσπερίδα έκοψε πολλά εισιτήρια, τα έσοδα αυτά δεν επαρ-κούσαν για να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες της εταιρείας. Τού-το προκύπτει από τον ισολογισμό του ταμείου της Φιλαρμονικής για τη διετία 1/4/1901-20/2/1903 που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του ίδιου έτους και παρουσίαζε έλλειμμα 303,45 δρχ.44, ποσού σεβα-στού την εποχή εκείνη, που αντιστοιχούσε με δύο περίπου μηνιαί-ους μισθούς του μαέστρου («Θάρρος» 22/3/1903). Κατά την εορτή της Αναλήψεως του 1903, η μπάντα έπαιξε αποκλειστικά ελληνικά άσματα, «άτινα πολύ ενεθουσίασαν τον λαόν, τον φέροντα εις τα

44. Έσοδα 14.601 δρχ., έξοδα 14.904 δρχ.

Iωαννησ Πλεμμενοσ

692σπλάχνα του την θερμήν λατρείαν προς παν ό,τι αποπνέει το άρω-μα της ποιητικής ζωής των βουνών» («Θάρρος» 16/5/1903).

Λίγες μέρες μετά, έφθανε στη Μεσσηνιακή πρωτεύουσα η Φιλαρ-μονική του Πύργου για εκδρομή γνωριμίας, κατά την οποία ερμή-νευσε ευρωπαϊκά κυρίως κομμάτια στη γεμάτη από κόσμο παρα-λία («Θάρρος» 23/5/1903). Η συνάντηση των δύο ορχηστρών ήταν μια ευκαιρία για τον κόσμο να κάνει τις συγκρίσεις του, «εκτιμών τας εν ολίγω χρόνω προόδους της Φιλαρμονικής Πύργου» («Θάρ-ρος» 27/5/1903)45. Ιδού και τι αισθάνθηκε ο «Π. Σ. Μ-ς» του «Θάρ-ρους», «εις την υπόπτερον ανάκρουσιν ενός πεταχτού βαλς» από τη μπάντα του Πύργου (30/5/1903):

«Ησθάνθην μίαν γλυκύπνοον αύραν ενθουσιασμού να ανα-δεύη τα λεπτά φύλλα της καρδιάς μου … και συγχρόνως ησθάν-θην μέσα μου σαν κάτι να σαλεύεται και να αναγεννάται, να μο-σχοβολά και να ζητή να κλίνη το γόνυ εμπρός εις τον ωραίον βω-μόν του ιδανικού, του Καλού και του Αληθούς … Και συγχρόνως ένα πτερούγισμα ησθανόμην εντός μου εις τον λευκόν πέπλον της συγκινήσεως, εις τον κυανούν αιθέρα της ονειροπολήσεως και εις ένα γαλανό αιθέριο κομμάτι νοσταλγίας ιδανικού κόσμου».

Πίσω από τον αιθέριο κόσμο των ευρωπαϊκών βαλς, υπέφωσκαν ακόμα τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα, που οδήγησαν κάποιους μουσικούς της εταιρείας να αποχωρήσουν από τη Φιλαρμονική («Θάρρος» 28/6/1903). Η μισθοδοσία των μουσικών ήταν τόσο «γλί-σχρος» που «έπρεπε να ιδρώνουν δια να την λάβουν, χωρίς ποτέ να κατορθώνουν να μη έχουν δοσοληψίας με το ταμείον και τρεχάματα προς δημάρχους και δημοτικούς συμβούλους» («Θάρρος» 3/7/1903). Οι μουσικοί διαμαρτύρονταν ακόμα για την έλλειψη προέδρου, μετά την παραίτηση Νικολόπουλου, και για τα όργανα, που είχαν φθα-ρεί και χρειάζονταν αντικατάσταση. Σε μια κίνηση καλής θελήσεως, οι μουσικοί της μπάντας παρουσιάστηκαν μια φορά προς τα τέλη Αυγούστου στην παραλία, γεγονός όμως που δεν συγκίνησε κανέ-

45. Η Φιλαρμονική του Πύργου, διαλυμένη από το 1897, είχε ανασυσταθεί το 1902 ως Φιλαρμονική Εταιρία «Ορφεύς» με πρωτοβουλία του ιατρού Αριστ. Μάρκου και αποτελείτο αποκλειστικά από ερασιτέχνες μουσικούς (Παπανικολάου 1995: 19).

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

693ναν υπεύθυνο («Θάρρος» 23/7/1903). Μετά από αυτά, ο μαέστρος Μαυρόχης αναχώρησε, οι μουσικοί αποχώρησαν οριστικά, και μέχρι το τέλος του ίδιου έτους η Φιλαρμονική περιέπεσε σε καλλιτεχνική αφασία. Η μπάντα είχε πια μόνο «ψυχαγωγικό» ρόλο, εμφανιζόμε-νη σε θέατρα, κηδείες και «δια τους εορτάζοντας».

Την ίδια περίοδο είχε ριφθεί η ιδέα να ιδρυθεί νέα εταιρεία για την κατάρτιση νέων μουσικών «εκ των καλλιτέρων οικογενει-ών» της πόλεως, οι οποίοι δεν θα είχαν οικονομική ανάγκη. Η ιδέα αυτή πρέπει να είχε αντιγραφεί από τη Φιλαρμονική «Ορφεύς» του Πύργου, που είχε πρόσφατα ανασυσταθεί από τον γιατρό Μάρ-κο και απετελείτο αποκλειστικά από εύπορους ερασιτέχνες μουσι-κούς. Αντιμέτωπος και ο Μάρκος με την απροθυμία των Πυργιωτών να υποστηρίξουν την εταιρεία, επέβαλε στα μέλη της μπάντας μόνι-μη συνδρομή και την υποχρέωση να προμηθεύονται τα όργανα και τις στολές τους ιδίοις εξόδοις (Παπανικολάου 1995: 19). Συντάκτης του «Θάρρους» βρίσκει ανέφικτη αυτή την ιδέα, πιστεύοντας ότι οι εύποροι νέοι δεν θα δεχτούν να γίνουν οι «διασκεδασταί των κατοί-κων», εκτός ίσως από κάποιες συναυλίες σε αίθουσες.

Η «επιτροπή ανασυστάσεως» που ορίσθηκε από τον νομάρχη46, δήλωσε ότι «αναλαβόντες δεν εύρομεν διδάσκαλον, ούτε όργανα εν καλή καταστάσει, ούτε μουσικά βιβλία, ούτε επαρκείς μαθητάς και τούτους μη πειθαρχούντας, διότι ενώ κατ’ επανάληψιν προσεκλή-θησαν να συναχθώσιν εις την σχολήν, προσήλθον μόνο 12, εις τους οποίους ελέχθη ότι λόγω οικονομικών προβλημάτων οφείλουσι επί τινα χρόνον να καταταχθώσιν αμισθί ... αλλά ούτοι δεν συνεφώνη-σαν» («Θάρρος 31/1/1904). Κατόπιν τούτων, η επιτροπή αποφάσι-σε τη διάλυση της εταιρείας. Συντάκτης παραδεχόταν ότι τον τε-λευταίο καιρό ήταν τέτοιο το κλίμα αβεβαιότητας, «ώστε ούτε λέ-γων τις ότι έχομεν ούτε λέγων ότι δεν έχομεν Φιλαρμονικήν ευρί-σκετο εν τη αληθεία». Την ίδια στιγμή τόνιζε ότι η αποστολή της μπάντας των πνευστών οργάνων δεν είναι ούτε να παρίσταται σε κηδείες, «και εξ αυτών όσας θέλουν οι μαθηταί αναλόγως των φρο-

46. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο δικηγόρος Π. Ν. Ψάλτης, έφορος ο Π. Βασιλόπου-λος, διευθυντής του υποκαταστήματος της Τραπέζης Αθηνών, και μέλη οι Ι. Κω-στόπουλος, Π. Μανίνος, Γ. Παλαμάρας, Π. Σταματελάκης, Ι. Καλούλης, Ν. Μο-σχούτης και Ι. Βαβανάκος.

Iωαννησ Πλεμμενοσ

694νημάτων των νεκρών και των ζώντων συγγενών των», ούτε να παι-ανίζει την πρωτοχρονιά και τις εορτές, «κατά το πρότυπον των πα-λαιών λαουτιέρηδων», ούτε για να παίζει σε καφέ-σαντάν και θέα-τρα, «αλλά για να τέρπη και να βγάζη ασπροπρόσωπον τον τόπον» («Θάρρος» 1/2/1904).

5. Ανασύσταση και διάσπαση της Φιλαρμονικής

Η επιτροπή ανασυστάσεως φαίνεται πως εργάστηκε αποτελε-σματικά, αφού πριν το τέλος Απριλίου οι μουσικοί είχαν πάρει τα όργανα και είχαν αρχίσει να ασκούνται σε αυτά «δις της ημέρας», υπολογίζοντας ότι σε 3 μήνες θα ήσαν έτοιμοι να παιανίσουν δημο-σίως («Θάρρος» 24/4/1904). Την πρώτη βδομάδα του Μαΐου η επι-τροπή ανακοίνωνε ότι «επειδή η πρώτη σειρά των μαθητών εδι-δάχθη το θεωρητικόν μέρος και ήρχισε διδασκομένη επί των ορ-γάνων», αποφάσιζε τη δημιουργία δεύτερης σειράς («Θάρρος» 6/5/1904). Παρήγγειλε, επίσης, 50 όργανα «μεγάλης αξίας» από την Ιταλία, συμφώνησε με «διακεκριμένον» Ιταλό μαέστρο, και πα-ρήγγειλε νέες στολές («Θάρρος» 26/5/1904, σ. 2). Στις αρχές Ιουλί-ου κατέφθασε ο Ιταλός μαέστρος Αρλάντο Πολιντόρι, διπλωματού-χος του Ωδείου Bossini, «δάσκαλος πιάνου, ωδικής, βιολίου και εν γένει εγχόρδων και χαλκίνων οργάνων», καθώς επίσης και κουρδι-στής πιάνων («Θάρρος» 9/7/1904).

Λίγες μέρες μετά την άφιξη του Πολιντόρι, οι παλαιοί μουσικοί ανακοίνωναν τη σύσταση νέας εταιρείας υπό τον Τασώνη, με την επωνυμία «Μουσική Αδελφότης». Ενημέρωναν δε το κοινό ότι εί-χαν αγοράσει «καινουργή» όργανα και είχαν παραγγείλει «ομοιο-μόρφους στολάς όλως διαφόρους της νέας Φιλαρμονικής». Έσπευ-δαν, επίσης, να κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στην παραλία την επομένη της ανακοινώσεως «με εκλεκτά τεμάχια» («Θάρρος» 17/7/1904). Πολύ γρήγορα ο τύπος άρχισε να κάνει λόγο για «μου-σική βαβυλωνία», καθώς τη στιγμή που η νέα Φιλαρμονική του Πο-λιντόρι έκανε πρόβες στην οικία Εφεσίου, η «Αδελφότης» του Τα-σώνη παιάνιζε ακριβώς κάτω στην πλατεία («Θάρρος» 29/8/1904). Παρ’ όλα αυτά, ο Τασώνης φαίνεται ότι είχε κερδίσει τις συμπάθει-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

695ες των περισσότερων φιλόμουσων, σε βαθμό που συντάκτης έγρα-ψε ότι «δεν θα μείνη θέσις για τη νέα Φιλαρμονική … που θα εμφα-νιστή του Αγ. Δημητρίου». Οι φίλοι της νέας εταιρείας πάντως κα-τηγόρησαν τον Τασώνη ότι «έσπευσε να λάβη την πρωτότοκον συν-δρομήν τού κοινού ως άλλος Ησαύ» («Θάρρος» ό.π.).

Αυτόπτης μάρτυς των προβών και των δύο συνόλων κάνει λόγο για «φρενοπαθή συναυλία». Για τη μπάντα του Τασώνη γράφει ότι «πρέπει να έχη τις μεγάλον ηρωϊσμόν και έκτακτον αντοχήν των δι-ανοητικών δυνάμεων και του νευρικού συστήματος δια να μη πέση θύμα τού εν τη κάτω πλατεία εγκαθιδρυθέντος μαρτυρίου της πα-λαιάς Φιλαρμονικής». Αλλά και για την ορχήστρα του Πολιντόρι, τα πράγματα δεν διαφέρουν πολύ: «Σε πιάνουν τα νεύρα σου, σου φεύγει το μυαλό, βουϊζει το κεφάλι, χορεύει η καρδιά σου σαν να έχη σπασμούς, στενοχωρείσαι, πνίγεσαι, υβρίζεις αυτό το κατηρα-μένο μαρς της μουσικής διακοπτόμενον εις κάθε νότα από τον μου-σικοδιδάσκαλον δια την παραφωνίαν. Όταν φεύγεις, ένα εκφραστι-κόν ‘Αχ’ ανακουφίσεως εξέρχεται του στήθους σου». Ο ταλαιπωρη-μένος συντάκτης καταλήγει ότι, αν συνεχιστεί για λίγες ακόμα μέ-ρες αυτή η συναυλία, «δεν είναι ανάγκη οι τρελλοί να πάνε εις το φρενοκομείο, αλλά εις την Καλαμάτα» («Θάρρος» 16/9/1904)!

Η νέα Φιλαρμονική του Πολιντόρι ανακοίνωσε ότι προετοιμα-ζόταν «με νέους μαθητάς, νέα όργανα [20 τον αριθμό], νέας στο-λάς, νέον διδάσκαλον», που θα απέδιδαν 6 κομμάτια. Η νέα στολή «επαινείται», ενώ τα κουκάκια θεωρήθηκαν «λίαν επιτυχή με κά-ποια χαρίεσσαν ιδιοτροπίαν» («Θάρρος» 21/10/1904). Στις 24/10 και οι δύο φιλαρμονικές έπαιζαν για χάρη του κοινού, ευτυχώς σε διαφορετικά μέρη: ο Τασώνης στην κάτω πλατεία και ο Πολιντόρι στην παραλία. Οι δύο μπάντες είχαν φροντίσει να διαφέρουν όσο μπορούσαν περισσότερο μεταξύ τους: ο Τασώνης, εκτός από δικές του συνθέσεις, διήθυνε ένα «Σαρκί Οθωμανικόν» και τον γνωστό Καλαματιανό, εν αντιθέσει προς το αποκλειστικά ευρωπαϊκό πρό-γραμμα του Ιταλού συναδέλφου του, που περιλάμβανε Ιταλικά και Γερμανικά έργα («Θάρρος» 24/10/1904). Παρ’ όλα αυτά, η εκτέ-λεση της νέας Φιλαρμονικής χαρακτηρίστηκε «επιτυχής», καθώς η μπάντα της «πολύ επηνέθη από το ακροατήριον το οποίον κατα-γοητευμένον απεκόμισε τας αρίστας των εντυπώσεων» («Θάρρος»

Iωαννησ Πλεμμενοσ

69627/10/1904).

Η κόντρα των δύο μουσικών σχημάτων επιτάθηκε την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου, όταν και τα δύο παιάνισαν στο ίδιο μέρος (την κάτω πλατεία), διαδοχικά το ένα κατόπιν του άλλου: στις 3 μ.μ. ο Τασώνης και στις 4 μ.μ. ο Πολιντόρι («Θάρρος» 31/10/1904). Αυτή τη φορά και οι δύο μπάντες απέδωσαν ευρωπαϊκά έργα, δί-νοντας έτσι τη δυνατότητα στους ακροατές τους να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Η πλατεία «έγεμε κόσμου», που είχε πληροφορηθεί για τη «μουσική μονομαχία» και έσπευδε να απο-λαύσει το πρωτόγνωρο αυτό θέαμα. Τελικά, οι περισσότερες γνώ-μες συνέκλιναν στο ότι και οι δύο ορχήστρες «έπαιξαν ωραιότατον πρόγραμμα» και «ευηρέστησαν αρκούντως» με την εκτέλεση των μελοδραμάτων («Θάρρος» 3/11/1904). Οι επόμενες εμφανίσεις των δύο μονομάχων αποφασίστηκε να γίνουν σε διαφορετικά μέρη, αν και μέσα στην πόλη λόγω χειμώνα: ο «Ορφεύς» του Πολιντόρι στη νέα πλατεία Καπνοκοπτηρίου και η «Αδελφότης» του Τασώνη στην κάτω πλατεία. Η ορχήστρα του Τασώνη ανακοίνωνε στο κοινό ότι «αναμένει 5 ακόμη τέλεια όργανα καθώς και νέας μουσικάς συν-θέσεις διακεκριμένων και πεφημισμένων ευρωπαίων μουσουργών» («Θάρρος» 14/11/1904).

Παρά την παρουσία και των δύο φιλαρμονικών, ο μέσος Καλα-ματιανός της εποχής δεν θεωρούσε τη μουσική των ευρωπαϊκών ορ-γάνων σαν μέρος της δική του ελληνικής παράδοσης. Με αφορμή δημοσίευμα της εφημερίδας της Λιβαδειάς «Φρουρός», που υπεδεί-κνυε ως κατάλληλο ένδυμα για τη νεοϊδρυτη τότε Φιλαρμονική της Λειβαδιάς τη φουστανέλα, συντάκτης παρατηρεί με σατιρική διά-θεση ότι «είναι γελοιογραφία να βλέπης μουσικούς με φουστανέλα να παίζουν με κλαμπαδόρα και κορνέτα όπερες ιταλικές, και αντί για λαγιαρνί και Κατσαντώνη να εξέρχωνται τόνοι της Νόρμας και της Τραβιάτας47» («Θάρρος» 12/11/1904).

Με την είσοδο του νέου έτους (1905), η νέα Φιλαρμονική οργά-νωσε μουσική συναυλία με τον διάσημο Βέλγο βιολιστή της επο-χής Ι. Β. Γκουβιλιέ, που θα συνόδευε ο Πολιντόρι στο πιάνο48. Στην

47. Ιταλικές όπερες των Μπελλίνι και Βέρντι αντίστοιχα, από τις πιο δημοφιλείς την εποχή εκείνη.

48. Ο Γκουβιλιέ, δρ. της μουσικής, είχε μέχρι τότε διευθύνει τις μεγαλύτερες ορχή-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

697συναυλία που έγινε στις 10/1, όλη η κομψευόμενη κοινωνία «εμέ-θυε» στις μουσικές συνθέσεις του Γκουβιλιέ, αλλά και ο δάσκαλος της Φιλαρμονικής Πολιντόρι «κατενθουσίασε το ακροατήριον με τα ωραία άσματά του» («Θάρρος» 11/1/1905). Η μπάντα της Φιλαρμο-νικής έπαιζε στα διαλείμματα «τεμάχια Βοκακίου». Εισπρακτικά, όμως, η συναυλία δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, διότι το ειστήριο των 3 δρχ. θεωρήθηκε λίγο τσουχτερό, με αποτέλεσμα να μην πα-ραβρεθούν ούτε 200 άτομα, και η επιτροπή να δηλώσει ότι «μόλις εκάλυψε τα έξοδα» («Θάρρος» 13/1/1905). Η επιτροπή δεν το έβα-λε κάτω, και οργάνωσε «ευεργετική» θεατρική παράσταση υπέρ της εταιρείας «με μπουκέτο ξεκαρδιστικών κωμωδιών» από τον θί-ασο της Αικατερίνης Παρασκευοπούλου, που βρισκόταν σε περιο-δεία στην Καλαμάτα («Θάρρος» 2/2/1905).

Σχολιάζοντας την αποχή του κόσμου από την πρώτη εκδήλω-ση, συντάκτης σημείωνε ότι «αι Καλάμαι είναι πολύ αυστηραί εις τας καλλιτεχνικάς των κρίσεις και δεν παρασύρεται η κοινή γνώμη από τας διαφημίσεις» («Θάρρος» 12/1/1905). Η ερμηνεία της στά-σης του κοινού απέναντι στα ευρωπαϊκά ακούσματα, που τον είχαν κατακλύσει τον τελευταίο καιρό, θα δινόταν από τον «Χρονογρά-φο» του «Θάρρους», ο οποίος σημείωνε ότι «Οι οφθαλμοί του κό-σμου συνειθισμένοι εις το σκότος εθαμβώθησαν εις το άπλετον φως το οποίον προσέβαλε τα οπτικά των νεύρα, και τα ώτα των τα επί μακρόν ηρεμούντα εις την νεκρικήν σιγήν ταρασσόμενα ενίοτε από δαιμονιώδεις κροταλισμούς, ετεντώθησαν εις άγνωστον αρμονίαν, ήτις καίτοι ευάρεστος παράγει το αίσθημα του ουρλιάζοντος σκύ-λου εις το άκουσμα θορυβωδών και γλυκυφθόγγων τόνων της μου-σικής» (11/1/1905).

Οι δύο φιλαρμονικές παιάνισαν τόσο στην εορτή των Τριών Ιε-ραρχών όσο και στην πανήγυρη της Υπαπαντής του 1905, όπου «εναλλάξ μετά των στρατιωτικών σαλπίγγων ανέκρουσαν εμβατή-ρια» («Θάρρος» 4/2/1905). Δημοσιεύματα της εποχής σημειώνουν, πάντως, την απροθυμία του κόσμου να συνδράμει στο «εκπολι-τιστικό» έργο της Φιλαρμονικής. Κάτι τέτοιο προκύπτει από την

στρες του κόσμου, όπως την Όπερα των Παρισίων, και βρισκόταν καθ’ οδόν για την Απχαζία, για να διευθύνει τη Βασιλική μουσική στον εκεί καθεδρικό ναό («Θάρρος» 9/1/1905).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

698άποψη «κύκλου εντοπίων σχολιαζόντων την τελευταίαν αρχαιρεσί-αν της Φιλαρμονικής», που δημοσίευσε το «Θάρρος» (15/3/1905): «Η Καλαμάτα δεν είνε εις κατάστασιν να εννοήση Ευρωπαϊκήν μουσικήν», έλεγαν, «διότι δεν την γνωρίζουσιν οι εντόπιοι».

Την ίδια διαπίστωση φαίνεται ότι είχαν κάνει και τα μέλη του ΔΣ της νέας Φιλαρμονικής, γι’ αυτό και σύντομα ανακοίνωναν την πρόθεσή τους να δημιουργήσουν «σχηματισμόν χορωδίας και τάξε-ων διδασκαλίας εγχόρδων δια τα τέκνα των οικογενειών επί ελα-χίστη αμοιβή και δια μουσικών οργάνων της εταιρίας» («Θάρρος» ό.π.). Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, οι δύο φιλαρμονικές φρό-ντιζαν να μην απουσιάζουν από εκδηλώσεις, που συγκέντρωναν τη μαθητιώσα νεολαία, όπως οι εθνικές επέτειοι. Στις 25 Μαρτίου του ίδιου έτους, έξω από την εκκλησία, η νέα Φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο και η «Μουσική Αδελφότης» τη σύνθεση του Μά-ντζαρου «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…» («Θάρρος» 26/3/1905). Οι υπεύθυνοι της νέας εταιρείας γνώριζαν όμως ότι η εθνικότητα του Ιταλού μαέστρου της μπάντας είχε προβληματίσει κάποιους φιλό-μουσους, που μέσω του Πολιντόρι έβλεπαν τη διείσδυση του ξένου παράγοντα στον τόπο τους. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του εξελληνισμού του Ιταλού αρχιμουσικού, επινοήθηκε η ελληνική ονοματοθεσία του «αρτιγέννητου» υιού του Πολιντόρι ως Φοίβου, με το αιτιολογικό ότι ο Ιταλός μαέστρος «τοσούτον προσοικειώθη και ηγάπησε την Ελλάδα» («Θάρρος» 27/3/1905).

Σε μια παράσταση το καλοκαίρι του ίδιου έτους, ο «Παρατηρη-τής» του «Θάρρους» (14/6/1905) αναφέρει ότι και οι δύο μπάντες έπαιζαν «με μίαν πρωτοφανή σπουδήν εν τη αμίλλη των, ήτις μάλι-στα εγένετο αφορμή να ξεχάση η μία τα αναλόγιά της και να μετα-χειρισθή στιγμιαίως τους ταβλάδες των στραγαλιατζήδων»! Η μία μπάντα έπαιζε «Αϊντα» του Βέρντι, η άλλη ανέκρουε εμβατήριο, «η δε αρμονική βοή ενεθουσία τους περιπατητάς, απλήστως απο-λαμβάνοντας τους γλυκείς ήχους της μουσικής βαβυλωνίας»! Για να πείσει τους Καλαματιανούς ότι απολάμβαναν γνήσια ευρωπαϊκή μουσική, ο Πολιντόρι ανακοίνωσε ότι θα διηύθυνε τη «Μποέμ» τού Πουτσίνι «ως διευθύνεται κατά χρόνον και χρωματισμόν εις τα με-γάλα θέατρα της Ευρώπης» («Θάρρος» 19/6/1905). Για να πλησιά-σει και τα πιο λαϊκά στρώματα της τοπικής κοινωνίας, η νέα Φιλαρ-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

699μονική συμφώνησε να παίζει στο καφέ-σαντάν του Τζανή στην πα-ραλία, μετά την απόφαση του Υπουργείου των Οικονομικών ότι «η ορχήστρα δεν υπόκειται εις φόρον» («Θάρρος» 24/6/1905).

Τους περισσότερους συνδρομητές, πάντως, είχε εγγράψει η «Αδελφότης» του Τασώνη, αν και ο «Παρατηρητής» μάς διαβε-βαιώνει ότι «προς ουδεμίαν των δύο παρέχεται η μηνιαία συνδρο-μή, σχεδόν συντηρουμένων άχρι τούδε από τον Δήμον» («Θάρρος» 7/7/1905). Στη θέση του θα προσλαμβανόταν «υπό δοκιμασίαν» ο απόστρατος αρχιμουσικός Ιωάννης Κωτσόπουλος, πρώην λοχίας της μουσικής της Φρουράς Αθηνών, που βρισκόταν τότε στην Καλαμά-τα («Θάρρος» 30/9/1905). Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, η μπάντα είχε επαναλάβει τις εμφανίσεις της, με τον κόσμο να μένει «λίαν ευχα-ριστημένος, πολλά τα καλά προοιωνιζόμενος δια το μέλλον της Φι-λαρμονικής» («Θάρρος» 30/10/1905). Για τον Κωτσόπουλο τόνιζαν ότι «διαπνέεται υπό φιλεργίας και φιλοτιμίας μεγάλης ν’ ανταπο-κριθή εις τας απαιτήσεις του κοινού» («Θάρρος» 2/11/1905)49.

Εντωμεταξύ, η Καλαμάτα βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέ-ροντος με την έλευση του επιθεωρητή ντε Μέις της επιτροπής των Ολυμπιακών αγώνων του 1906, ο οποίος περιερχόταν την επαρχία για να διαλέξει τις κατάλληλες Φιλαρμονικές που θα παρουσιάζο-νταν στον μουσικό διαγωνισμό των Ολυμπιακών αγώνων («Θάρρος» 27/10/1905). Υποστηρικτής του Τασώνη υποστήριζε ότι η «Αδελφό-της», αν δεν είναι η πρώτη, «είναι μία εκ των καλλιτέρων Φιλαρ-μονικών της Πελοποννήσου» και είναι κρίμα να μην πάει στους Ολυμπιακούς αγώνες λόγω οικονομικών προβλημάτων («Θάρρος» 2/11/1905). Αλλά και το ΔΣ του «Ορφέα» ανακοίνωσε ότι θα παρεί-χε στον επιθεωρητή «πάσαν δυνατήν ευκολίαν όπως εντός της ημέ-ρας της αφίξεώς του κατορθωθή να περαιώση την εργασίαν του» («Θάρρος» 9/11/1905). Τελικά, ο επιθεωρητής δεν φαίνεται να πεί-στηκε από την κατάσταση των δύο Μεσσηνιακών σωματείων, διότι δεν δόθηκε συνέχεια στο θέμα.

Μετά την εκλογή νέου ΔΣ με πρόεδρο τον Γερμανό πρόξενο Βί-

49. Ο Ιωάννης Κωτσόπουλος καταγόταν από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και, πριν έρ-θει στην Καλαμάτα, είχε διατελέσει πρώτος αρχιμουσικός της αρτισύστατης φι-λαρμονικής Κορίνθου, ενώ αργότερα θα πρωτοστατούσε στην ίδρυση της φιλαρ-μονικής Κυπαρισσίας (Μοτσενίγος 1958: 276-7).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

700κτωρα Τζαν50, η μπάντα της εταιρείας προσπάθησε να κερδίσει το χαμένο έδαφος, συμμετέχοντας στο γνωστό κωμειδύλλιο «Ο Αγα-πητικός τη βοσκοπούλας», όπου μέσα σε ένα κοσμοπλημυρισμέ-νο θέατρο συνόδευσε τα δημοφιλή άσματα, που απέδιδε ο θίασος της Παρασκευοπούλου («Θάρρος» 19/11/1905). Για να κερδίσουν τη συμπάθεια των λαϊκών στρωμάτων, και οι δύο φιλαρμονικές προ-σφέρθηκαν αφιλοκερδώς να οργανώσουν συναυλία «υπέρ των πτω-χών οικογενειών», κατά την οποία «ευγενείς δέσποιναι και δίδες και κύριοι» θα ανέκρουαν «επί κλειδοκυμβάλου και βιολίου δια-φόρους τερψιθύμους συνθέσεις» («Θάρρος» 15/12/1905). Για τον σκοπό δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν τον πρώην μαέστρο του «Ορφέως» Πολιντόρι, που δέχτηκε να συνοδεύσει με το πιάνο του δύο κυρίες που τραγούδησαν «καταχειροκροτηθείσαι» («Θάρρος» 20/12/1905). Εν τούτοις, κατά την πρώτη του νέου έτους (1906) οι εισπράξεις από τον παιανισμό «ανά τας θύρας των οικιών και των εμπορικών καταστημάτων» ήσαν για άλλη μια φορά «πενιχραί» («Θάρρος» 3/1/1906).

Ο νέος δάσκαλος του «Ορφέως» δεν ήταν πιο τυχερός από τους προηγούμενους, διότι εκτός από λίγες εμφανίσεις στην παραλία και στο θέατρο, η μπάντα δεν κατάφερε να δικαιώσει τις προσδοκίες των φίλων της. Έτσι, το καλοκαίρι του 1906 η νέα Φιλαρμονική πέ-ρασε μια νέα κρίση, με τον δάσκαλο να αναχωρεί και τους μαθη-τές να σκορπίζουν για άλλη μια φορά. Ο Τασώνης έμεινε «άτρω-τος, υπερήφανος, επιβλητικός», αν και «με χωρίς καμίαν επίσημον ή άλλην σπουδαίαν υποστήριξιν» («Θάρρος» 19/8/1906). Τον Σε-πτέμβριο του ίδιου έτους ανακοινώνεται η άφιξη νέου δασκάλου της νέας Φιλαρμονικής από τη Λαμία, ο οποίος δήλωσε ότι θα προ-βεί στον κατάλληλο καταρτισμό της μπάντας «διορθώνων τας δια-φόρους ελλείψεις της» («Θάρρος» 10/9/1906). Με την έναρξη του νέου έτους (1907) ο Καλαματιανός μουσικός Ιωάννης Ντάβος συ-νέθεσε άσμα, που εκτελέστηκε από τη μπάντα του «Ορφέα» μετά από συγκατάθεση του μαέστρου, ο οποίος «εξετίμησε την όλην σύν-

50. Τα άλλα μέλη ήσαν ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Τραπέζης Αθηνών Μακρής (αντιπρόεδρος), ο φαρμακοποιός Ν. Μοσχούτης (ταμίας), ο ιατρός Βασ. Αλεξάκης (έφορος), ο ιατρός Κων. Καρμοίρης και οι έμποροι Γεώρ. Χρυσικόπου-λος και Γεώρ. Ρεμπουτζάκος (σύμβουλοι).

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

701θεσιν του μουσικού έργου». Η σύνθεση του Ντάβου ακούστηκε στην εορτή των Τριών Ιεραρχών στο Γυμνάσιο Καλαμάτας, ενώπιον του επισκόπου, του νομάρχη και άλλων αρχών, όπου «επηνέθη και κα-τεχειροκροτήθη» («Θάρρος» 31/1/1907).

Και ο Τασώνης συνέχιζε παράλληλα το δικό του έργο, κάπο-τε «εντελώς αφιλοκερδώς», όπως στην περίπτωση της εορτής της Ζωοδόχου Πηγής στην Κορώνη, όπου η «Μουσική Αδελφότης» ευ-χαριστούσε τον λαό της Κορώνης «δια την τόσον ένθερμον υποδο-χήν και δια τας μεγάλας περιποιήσεις ων έτυχεν εκεί» («Θάρρος» 1/5/1907). Το συγκρότημα του Τασώνη γίνεται αντικείμενο επαίνων στο «Μεσσηνιακόν Ημερολόγιον» του Β. Δ. Τζαβαρέλα (1907: 169), όπου χαρακτηρίζεται «έν ίδρυμα δια το οποίον δύναται η πόλις των Καλαμών να σεμνύνεται αληθώς … Σωματείον μουσικόν αυτοδημι-ούργημένον, χρεωστούν την ύπαρξίν του εις τους ατρύτους κόπους του πρωτεργάτου και δημιουργού αυτού κ. Παναγιώτου Τασώνη, μιας μουσικής ιδιοφυϊας ... Το λαμπρόν τούτο σωματείον αποτελεί-ται από μουσικούς ερασιτέχνας, ους κατήρτισεν ο διακεκριμένος κ. Τασώνης, ο οποίος υπέρ πάντα άλλον κατώρθωσε να υπερπηδήση δια της σιδηράς όντως θελήσεώς του απάσας τας αναφυείσας δυ-σχερείας και να πλουτίση την Μουσικήν Αδελφότητα δια των ανα-γκαιούντων μουσικών οργάνων».

Αντίθετα με τη Μουσική Αδελφότητα, τα οικονομικά της νέας Φι-λαρμονικής περιήλθαν σε τέτοια δεινή κατάσταση, που από το 1908 τη διοίκηση ανέλαβε η δημοτική αρχή. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομι-κή δυσπραγία της εταιρείας εξακολούθησε, διότι ακόμα και το κα-λοκαίρι του 1909 τη βρίσκουμε να προσπαθεί να ενισχύσει τα οικο-νομικά της μέσω «ευεργετικών», που έδιναν γι’ αυτήν οι εκάστο-τε κατερχόμενοι θίασοι, για να κάνει συντάκτη να γράψει πως «εί-ναι θαύμα πώς συντηρείται», διότι «εκτός του Δήμου δεν έχει άλλη βοήθεια» («Θάρρος» 3/7/1909). Εκτός από τα οικονομικά, δεν φαί-νεται να είχε βελτιωθεί ούτε η ποιότητα των δύο Φιλαρμονικών, αν κρίνουμε από έξαλλο μουσικοκριτικό που σημείωνε ότι «οι δύο φι-λαρμονικαί εις την παραλία σού καταστρέφουν το μουσικόν αίσθη-μα και κατακρεουργούν εις σημείον απογνώσεως τα διάφορα δημι-ουργήματα. Καϋμένε Όφενμπαχ», αναφωνεί ο απογοητευμένος συ-ντάκτης, «εάν ήσο προχθές και ήκουες την ‘Περικόλ’ θα επήγαινες

Iωαννησ Πλεμμενοσ

702να πνιγής εις τον Αντιβραχίονα» («Θάρρος» 5/8/1909).

Το αίσθημα της απογοήτευσης ήταν διάχυτο στους φιλόμουσους κατοίκους της Μεσσηνιακής πρωτεύουσας, όπως στον συντάκτη του «Θάρρους» (22/9/1909), που παρακολούθησε μια συννεφιασμένη Κυριακή τη Φιλαρμονική, «αψηφούσα τον φόβον της βροχής και το βράχνιασμα των οργάνων της», να παίζει «μίαν πένθιμον θρηνώδη συμφωνίαν», που δεν ταίριαζε τόσο στους «περιπατητάς» όσο στη σκυθρωπή φύση της παραλίας «ωσάν να της έψαλλε το θρηνώδες εμβατήριον».

Σχολιάζοντας την κατάσταση στην οποίαν είχε περιέλθει η εται-ρεία, συντάκτης διαπίστωνε ότι καίτοι η νέα Φιλαρμονική αριθμεί πάνω από δύο δεκαετίες ζωής, «όμως ευρίσκεται εις νηπιώδη κατά-στασιν», που οφείλεται στη συχνή εναλλαγή των μαέστρων, την έλ-λειψη ΔΣ, τις λιποταξίες των μουσικών και την ανεπάρκεια των δια-τιθεμένων πόρων («Θάρρος» 13/4/1910). Άλλος συντάκτης εντόπιζε τα αίτια της κατάστασης της Φιλαρμονικής στον «φιλομπουζουκι-σμόν», την αγάπη δηλ. για τα παραδοσιακά λαϊκά όργανα και τρα-γούδια. «Ο παλαιός Καλαματιανός», σημειώνει ο συντάκτης, δεν αντήλλασσεν ένα μπουζουξήν … με την ωραιοτέραν μουσικήν μπά-νταν του κόσμου. Το μπουζούκι, μ’ όλην την πολυχρόνιον δράσιν της Φιλαρμονικής, εξακολουθεί ακόμη να δρα περιπαθέστατα … Η Κα-λαμάτα δείχνει τόσο ενδιαφέρον δια την Φιλαρμονικήν όσον δια την Κίνα» («Θάρρος» 14/5/1910).

Με την είσοδο του 1911, ο δήμαρχος, σε μια προσπάθεια να ανα-διοργανώσει την εταιρεία, πρότεινε και πέτυχε την ανάληψη της δι-εύθυνσης της μπάντας του «Ορφέως» από τον Τασώνη και τη συγ-χώνευση της νέας Φιλαρμονικής και της «Μουσικής Αδελφότητος». Ο δήμαρχος φρόντισε να παραγγείλει «νέο ιματισμό» για τους μουσικούς «εκ βαθέως κυανού υφάσματος με λευκάς παρυφάς και λευκά υπομασχάλια, και πηλήκια ομοιόχρωμα», πάνω στα οποία θα τοποθετούνταν «κυανόλευκα λοφία» για τις επίσημες εορτές («Θάρρος» 29/1/1911). Οι μουσικοί της Φιλαρμονικής διδάχτηκαν πολλά από τη μπάντα του Ιταλικού θωρηκτού «Πίζα» που κατέ-πλευσε στην Καλαμάτα την Άνοιξη του ίδιου έτους. Η Ιταλική μπά-ντα θαυμάστηκε για το «γλυκύ» παίξιμο της «Ευθύμου Χήρας» και άλλων αποσπασμάτων Ιταλικής όπερας, καθώς «η αρμονία έβγαι-

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

703νε μαλακή και αβρά ως φύσημα αύρας» («Θάρρος» 8/5/1911). Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο διευθυντής της ενιαίας Φιλαρμονικής Τα-σώνης απηύθυνε έκκληση «προς τον λαόν των Καλαμών» για οικο-νομική βοήθεια προς την εταιρεία, «πιεζομένη υπό της ανάγκης της αντικαταστάσεως των εφθαρμένων οργάνων» («Θάρρος» 3/7/1911).

Φαίνεται ότι οι έρανοι απέδωσαν, διότι μετά από λίγες μέρες η Φιλαρμονική με τα νέα της όργανα «εδρόσιζε» στην παραλία την Καλαμάτα «δια τριακοστήν φοράν» στον ήχο του «Ριγκολέτου», της «Τόσκας», της «Τραβιάτας» και της «Εύθυμης Χήρας» («Θάρ-ρος» 19/7/1911). Σε μια πιο λυρική περιγραφή, ο Τασώνης περιγρά-φεται να κάνει με τη μπάντα του ένα bonton στο «φαιδρό κοσμι-κό πτερύγισμα της παραλίας», κάτω από τον ηλεκτρικό «γλόμπο», που είχε πρόσφατα τοποθετηθεί, και με «τον κόσμο των μπεμπέ-δων» να συνοδεύει την άρια της «Αϊντας» («Θάρρος» 23/8/1911). Με την έλευση του νέου έτους (1912) κοινή ήταν η διαπίστωση ότι «η Φιλαρμονική προοδεύει θαυμάσια», χάρη στην «άοκνον επί-βλεψιν» του ΔΣ και τον «παραδειγματικόν ζήλον» του δασκάλου της, σε βαθμό που «αν εξακολουθήση, θα έχομεν αρτία μουσικήν» («Θάρρος» 22/2/1912).

Έτσι, δεν άργησε να πέσει η πρόταση η Φιλαρμονική να παίζει και δεύτερη φορά τη βδομάδα (τα «δειλινά» της Τετάρτης ή Πέ-μπτης), εκτός των Κυριακών που είχαν καθιερωθεί από της ιδρύ-σεώς της («Θάρρος» 18/5/1912). Η μουσική τής μπάντας αποφά-σισαν να καθιερώσουν τη δεύτερη εμφάνισή τους από τον Οκτώ-βριο του ίδιου έτους στην πλατεία του καφενείου Τζανή («Θάρρος» 28/6/1912, σ. 1). Είναι, πάντως, γεγονός ότι η δεύτερη εβδομαδιαία συναυλία άργησε να εισαχθεί στην Καλαμάτα, αφού στη Ζάκυνθο σημειώνεται ήδη από το 1905 τις ίδιες μέρες «προς τέρψιν και δια-σκέδασιν του κοινού» (Τζερμπίνος 1996).

Iωαννησ Πλεμμενοσ

704 Β ιβλιογραφία

Απολογισμός, 1902: Απολογισμός εσόδων και εξόδων του Μητρο-πολιτικού Ναού «Υπαπαντή του Κυρίου» από 10/12/1900 – 31/12/1901 (τυπογρ. «Θάρρους»), Καλαμάτα

Αποστολάκης Ιωάν., 1902: Μεσσηνιακή Επετηρίς 1902, συνεργα-σία Μεσσηνίων λογίων – εύγλωττος μαρτυρία του Μεσσηνια-κού πνεύματος, εκ του τυπογραφείου του «Θάρρους», Καλα-μάτα

Βέης Ν. Α., 1965: «Η εκκλησία του Κάρλοβιτς», Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, Β’ έκδ., Αθήνα

Βογόπουλος Διον. Ι., 1951: Μεσσηνιακόν Ηερολόγιον, έτος Α’, εκδ. Εφημ. «Ηχώ της Μεσσηνίας», Β’ έκδ., Αθήνα

Γριτσάνης Παναγ., 1870: Το περί της μουσικής της ελληνικής εκκλη-σίας ζήτημα δημοσιευθέν το πρώτον δια της εν Νεαπόλει εκδι-δομένης Ελληνικής εφημερίδος «των Λαών» εκδίδοται νυν ιδία υπό του συντάξαντος αυτό, Νεάπολη (επανέκδ. Καραβίας 85)

Θερειανός Ευστάθ., 1875: Περί της μουσικής των ελλήνων και ιδίως της εκκλησιαστικής, Τεργέστη (επανέκδ. Καραβίας 84)

Κούβελας Γεώρ., 1996: Η Υπαπαντή του Σωτήρος Καλαμάτας, Καλαμάτα (εκδ. Χριστιανική Στέγη Καλαμάτας), Καλαμάτα

Μοτσενίγος Σπ. Γ., 1958: Νεοελληνική μουσική: Συμβολή εις την ιστορίαν της, Αθήνα

Μπαρούτας Κ., 1992: Η μουσική ζωή στην Αθήνα τον 19ο αιώνα: Συναυλίες, ρεσιτάλ, μελόδραμα, λαϊκό τραγούδι, μουσικοκρι-τική, Φ. Νάκας, Αθήνα

Μπούνας Αντ., 2002: «Ο Εκκλησιαστικός Μουσικός Σύλλογος Κα-λαμάτας και ο Αθαν. Πετρίδης», εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 623 (11/4/2002), 5-7

Οικονόμου Φίλ., 1992: Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική και ψαλ-μωδία – Ιστορικομουσικολογική μελέτη, τ. Α’, Αίγιο

Παπαδόπουλος Βασ., 1976: Κώστας Λίβας: Ο Πρωτοψάλτης – Ο μα-έστρος – Ο Δάσκαλος», Ιθώμη, 13 (Μάρτιος 1976), 30/418-33/421

Παπαδόπουλος Γεώρ., 1890: Συμβολαί εις την ιστορίαν της παρ’ ημίν εκκλησιαστικής μουσικής και οι από των αποστολικών

ο μουσικοσ εξευρωΠαϊσμοσ Τησ καλαμαΤασ (1890-1912)

705χρόνων άχρι των ημερών ημών ακμάσαντες επιφανέστεροι με-λωδοί, υμνογράφοι, μουσικοί και μουσικολόγοι, Αθήνα (Β’ έκδ. Κουλτούρα 2)

1904: Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσι-κής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Αθή-να (Β’ έκδ. Τέρτιος, Κατερίνη)

Παπανικολάου Πολυχρ. Σπήλιος, 1995: Ιστορία Φιλαρμονικής Εται-ρείας Πύργου «Απόλλων» Γιάννη Σπ. Λάτση 1881-1993 (Ιστο-ρική-Λαογραφική αναδρομή), Πύργος

Πλεμμένος Ιω., 2005: «Καλλιτεχνικώς προοδεύομεν»: Η διείσδυση της ευρωπαϊκής μουσικής στην ελληνική επαρχία 1890-1912, εκδ. Έλυτρον, Καλαμάτα

Ρωμανού Καίτη, 1996: Εθνικής μουσικής περιήγησις (1901-1912): Ελληνικά μουσικά περιοδικά ως πηγή έρευνας της ιστορίας της νεοελληνικής μουσικής, Μέρος Ι (εκδ. Κουλτούρα), Αθήνα

Σακελλαρίδης Ιω., 1880: Χρηστομάθεια εκκλησιαστικής μουσικής περιέχουσα παν ό,τι αναγκαίον τω ιεροψάλτη και εγχειρίδιον προς διδασκαλίαν, Αθήνα

Συλλογή, 1901: Συλλογή των εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά των οικείων νόμων, β. Διαταγμά-των, υπουργικών εγγράφων, οδηγιών κτλ. Από του 1833 μέχρι σήμερον, εκδιδομένη εντολή της Ι. Συνόδου υπό Στεφάνου Γιαν-νοπούλου αρχιμανδρίτου, Αθήνα

Συναδινός Θεόδ. Ν., 1919: Ιστορία της νεοελληνικής μουσικής 1824-1919, τ. Α’, τύποις «Τύπου», Αθήνα

Τζαραβέλας Β. Δ., 1907: Μεσσηνιακόν Ημερολόγιον, τύποις Π.Λε-ώνη, Καλαμάτα

Τζερμπίνος Στέλλιος Ν., 1996: Φιλαρμονικά Ζακύνθου (1816-1960), εκδ. «Φιλαρμονική Κίνηση Ζακύνθου», Ζάκυνθος

Φιλόπουλος Ιω., 1990: Εισαγωγή στην ελληνική πολυφωνική εκκλη-σιαστική μουσική (εκδ. Νεφέλη), Αθήνα

Χρύσανθος εκ Μαδύτων, 1832: Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής, (εκδ. Παναγ. Πελοπίδης), Τεργέστη (επανέκδ. Κουλτούρα 8, Αθήνα)

Χρυσοσπάθης Ορέστ., 1936: Ιστορία της παλαιάς Καλαμάτας (εκδ. Νικ. Ηλιόπουλος), Καλαμάτα

Iωαννησ Πλεμμενοσ

706ΙΟΑΝΝΙΣ ΠΛΕΜΜΕΝΟΣ

ΜUSICAL ACTIVITY IN KALAMATA AT THE TURNOF THE 19th CENTURY

Summary

This paper deals with the musical activity in Kalamata, capital of Messenia region, and the second-largest city of the Peloponnese in southern Greece. Kalamata is renowned as the land of the Kalamatianos dance and the silk kerchief; of succulent dark olives, and honey-eyed figs. Kalamata has a mixed musical culture (of eastern and western elements), which mirrors its history since the Middle Ages: it began as a Frankish-occupied city (1205-1381), then passed to the Turks for some two centuries (1481-1685), and was next taken over by the Venetians. However, the Turks reoccupied Kalamata in 1715 and controlled it until the Greek War of Independence of 1821. After this, Kalamata was rebuilt and became one of the most important ports in the Mediterranean Sea.

This paper examines Kalamata’s belle epoque (1880-1920), during which the foundations of future institutions were laid: a philharmonic band (established in 1890), a mandolin orchestra, and a church polyphonic-choir. At the same the city was often visited by Italian and German musical and theatrical groups, who performed popular works of the time (opera excerpts, vaudevilles, etc.). The paper also follows the reaction of traditionalist circles to the western influence, by defending Byzantine chant, local folk-music, etc.