Ο αρχαιολογικός χώρος ως μη-τόπος

11
Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΩΣ ΜΗ-ΤΟΠΟΣ Εισαγωγή. Το ερώτημα που τίθεται ως αφετηρία είναι απλό: αν μία έννοια που αποτελεί δημιούργημα της σύγχρονης κοινωνικής ανθρωπολογίας, αυτή του μη- τόπου, μπορεί να βρει εφαρμογή στην αρχαιολογική επιστήμη – όχι μόνο στο αντικείμενο μελέτης (δηλαδή το παρελθόν) αλλά και στους μηχανισμούς αυτής. Η σκέψη αυτή μπορεί όντως να φαντάζει υπερβολική ή στερούμενη ουσίας. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η προσπάθεια αυτή συνδέεται με ένα μάλλον σημαντικό ζήτημα, αυτό του αυτοπροσδιορισμού της αρχαιολογικής επιστήμης. Η έννοια του μη-τόπου, έτσι όπως τη συνέλαβε ο Γάλλος κοινωνικός ανθρωπολόγος Marc Augé στο βιβλίο του Non-lieux, Introduction à une anthropologie de la supermodernité (1η έκδοση, Paris 1995) αποτελεί δημιούργημα της σύγχρονης εποχής, όπως γίνεται αντιληπτό ήδη από τον τίτλο. Πιο συγκεκριμένα, με τον όρο αυτόν χαρακτηρίζονται οι σύγχρονες ανθρώπινες κατασκευές που χαρακτηρίζονται από έντονη δραστηριότητα, αλλά στερούνται μνήμης· τα αεροδρόμια και οι πάσης φύσης τερματικοί σταθμοί, τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και οι κάθε είδους πολύ- χώροι (όπως οι πολύ-κινηματογράφοι [multiplex]), καθώς επίσης και οι αυτοκινητόδρομοι 1 . Εμπεριέχουν σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της δραστηριότητας, αλλά στερούνται νοήματος. Ως αποτέλεσμα, ο άνθρωπος αδυνατεί να συνδεθεί μαζί τους. Προτού, ωστόσο, μιλήσουμε για τον μη-τόπο, θα ήταν πρέπον να γίνει αναφορά σε ορισμένες άλλες, πιο βασικές έννοιες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με πληθώρα τρόπων και αποτελεσμάτων: μιλάμε για τον χρόνο, το χώρο και τον τόπο. Χρόνος, χώρος, τόπος. Ο άνθρωπος δρα μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που ισοδυναμεί με τη ζωή του, κινείται σε έναν χώρο, τον ανακαλύπτει, αναπτύσσεται μέσα στα πλαίσιά του, δημιουργεί δομές που υφίστανται και λειτουργούν για ποικίλα χρονικά διαστήματα· παράλληλα επεκτείνεται και σε άλλους χώρους και ούτω καθεξής. Ο ιστορικός χρόνος (ο οποίος και διαφέρει από 1 Γ. Τζιρτζιλάκης, «Αεροδρόμια, η αόρατη πρωτεύουσα του κόσμου», εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, φύλλο 17.000, 23 Μαρτίου 2001 (23/3/2001), ενότητα ΠΡΟΣΩΠΑ, σελ. 8 (πρόσβαση μέσω Διαδικτύου στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://ta- nea.dolnet.gr/print_article.php?e=A&f=17000&m=R08&aa=1). Αξίζει να αναφερθεί ότι το κείμενο αυτό αποτέλεσε την πρώτη επαφή του γράφοντος με την έννοια του μη-τόπου.

Transcript of Ο αρχαιολογικός χώρος ως μη-τόπος

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΩΣ ΜΗ-ΤΟΠΟΣ

Εισαγωγή. Το ερώτημα που τίθεται ως αφετηρία είναι απλό: αν μία έννοια που

αποτελεί δημιούργημα της σύγχρονης κοινωνικής ανθρωπολογίας, αυτή του μη-

τόπου, μπορεί να βρει εφαρμογή στην αρχαιολογική επιστήμη – όχι μόνο στο

αντικείμενο μελέτης (δηλαδή το παρελθόν) αλλά και στους μηχανισμούς αυτής. Η

σκέψη αυτή μπορεί όντως να φαντάζει υπερβολική ή στερούμενη ουσίας. Η

αλήθεια, όμως, είναι ότι η προσπάθεια αυτή συνδέεται με ένα μάλλον σημαντικό

ζήτημα, αυτό του αυτοπροσδιορισμού της αρχαιολογικής επιστήμης.

Η έννοια του μη-τόπου, έτσι όπως τη συνέλαβε ο Γάλλος κοινωνικός ανθρωπολόγος

Marc Augé στο βιβλίο του Non-lieux, Introduction à une anthropologie de la

supermodernité (1η έκδοση, Paris 1995) αποτελεί δημιούργημα της σύγχρονης

εποχής, όπως γίνεται αντιληπτό ήδη από τον τίτλο. Πιο συγκεκριμένα, με τον όρο

αυτόν χαρακτηρίζονται οι σύγχρονες ανθρώπινες κατασκευές που χαρακτηρίζονται

από έντονη δραστηριότητα, αλλά στερούνται μνήμης· τα αεροδρόμια και οι πάσης

φύσης τερματικοί σταθμοί, τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και οι κάθε είδους πολύ-

χώροι (όπως οι πολύ-κινηματογράφοι [multiplex]), καθώς επίσης και οι

αυτοκινητόδρομοι1. Εμπεριέχουν σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της δραστηριότητας,

αλλά στερούνται νοήματος. Ως αποτέλεσμα, ο άνθρωπος αδυνατεί να συνδεθεί μαζί

τους.

Προτού, ωστόσο, μιλήσουμε για τον μη-τόπο, θα ήταν πρέπον να γίνει αναφορά σε

ορισμένες άλλες, πιο βασικές έννοιες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με

πληθώρα τρόπων και αποτελεσμάτων: μιλάμε για τον χρόνο, το χώρο και τον τόπο.

Χρόνος, χώρος, τόπος. Ο άνθρωπος δρα μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό

διάστημα που ισοδυναμεί με τη ζωή του, κινείται σε έναν χώρο, τον ανακαλύπτει,

αναπτύσσεται μέσα στα πλαίσιά του, δημιουργεί δομές που υφίστανται και

λειτουργούν για ποικίλα χρονικά διαστήματα· παράλληλα επεκτείνεται και σε

άλλους χώρους και ούτω καθεξής. Ο ιστορικός χρόνος (ο οποίος και διαφέρει από

1 Γ. Τζιρτζιλάκης, «Αεροδρόμια, η αόρατη πρωτεύουσα του κόσμου», εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, φύλλο 17.000, 23 Μαρτίου 2001

(23/3/2001), ενότητα ΠΡΟΣΩΠΑ, σελ. 8 (πρόσβαση μέσω Διαδικτύου στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://ta-

nea.dolnet.gr/print_article.php?e=A&f=17000&m=R08&aa=1). Αξίζει να αναφερθεί ότι το κείμενο αυτό αποτέλεσε την πρώτη

επαφή του γράφοντος με την έννοια του μη-τόπου.

τον φυσικό χρόνο) είναι γραμμικός: παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ο άνθρωπος

κινείται από το παρόν στο μέλλον, ενώ οι μελετητές του παρελθόντος ακολουθούν

μία φαινομενικά αντίθετη πορεία: από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα,

προσπαθώντας να συμπληρώσουν τα κενά στην πορεία που ενώνει αυτά τα δύο

σημεία. Αυτή η ανάγκη για έλλειψη κενών που χαρακτηρίζει την αρχαιολογική

έρευνα δεν έχει απαραίτητα σχέση με τον υλικό πολιτισμό ούτε και με τον χώρο.

Επιπρόσθετα, το ίδιο ισχύει και με τον συμβατικό χαρακτήρα που έχουν τα

συστήματα μέτρησης του ιστορικού χρόνου. Εν ολίγοις, ο χρόνος αποτελεί μία

κοινωνική πρακτική που όλοι ακολουθούμε, αλλά και ερμηνεύουμε διαφορετικά2.

Ο χώρος, αντίθετα, είναι μεν περισσότερο αφηρημένος, πολυδιάστατος και μη-

γραμμικός, αλλά μπορεί να ερμηνευθεί με βάση περισσότερο απόλυτα (κυρίως

ποσοτικά) στοιχεία: ένα τμήμα του καταλαμβάνει μία Χ έκταση (ή Χ όγκο, όταν

μιλάμε για τον τρισδιάστατο χώρο) και διαθέτει Ψ χαρακτηριστικά (τα οποία και

εμφανίζονται σε επιμέρους ποσότητες). Το κυριότερο, όμως, χαρακτηριστικό του, το

οποίο και γίνεται διακριτό από την παραπάνω πρόταση, είναι ότι η ανθρώπινη

παρουσία και δράση είναι αυτή που δίνει οντότητα και μορφή στον χώρο·

διαφέροντας από τον χρόνο, η πορεία του οποίου είναι γραμμική αλλά ασταμάτητη,

ο χώρος ερμηνεύεται και χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ανάλογα με την

περίσταση. Στην αρχαιολογία, μάλιστα, ο χώρος είναι αυτός που περιλαμβάνει τον

χρόνο, έτσι όπως η αλληλουχία του αποκαλύπτεται μέσα από τη στρωματογραφία

και τα ευρήματα μίας ανασκαφής3.

Τόποι καλούνται εξίσου οι χώροι που εμπεριέχουν νόημα όσο και οι εστίες

δραστηριότητας4. Εν ολίγοις, εν αρχή ην ο χώρος, ο οποίος και μεθερμηνεύεται σε

σύνολο τόπων χάρη στην ανθρώπινη δραστηριότητα και μνήμη. Ο άνθρωπος ζει και

κινείται μέσα σε έναν χώρο, τμήματα του οποίου ξεχωρίζει επειδή η εκεί

δραστηριότητά του δημιουργεί μνήμες που τα καθιστούν ιδιαίτερα5. Η ύπαρξη του

τόπου έχει ιδιαίτερη σημασία για την ανθρώπινη εξέλιξη, καθώς αποτελεί ένα

βασικό σημείο αναφοράς, μία αφετηρία. Πάνω σε αυτόν στηρίζονται οι κοινωνικές

2 M. Shanks – C. Tilley: Social theory and archaeology (1987), pp. 118-136.

3 ibid, pp. 134-36.

4 J. Chapman, “Settlement theory” στο L. Ellis [ed.], Archaeological method and theory, San Diego 2001, p. 554.

5 Ενδεικτικά βλ. C. Tilley: A phenomenology of landscape. Places, paths and monuments (Oxford / New Providence 1994), p. 14

(βλ. και σημείωση 19 για την πηγή ανάλυσης του εν λόγω κειμένου).

δομές: όχι μόνο δημιουργούνται και αναπτύσσονται, αλλά ακόμη και εκφράζονται

μέσω αυτού και της χρήσης του. Ο τόπος έχει, τέλος, την ιδιότητα να επιζεί στο

διηνεκές μέσω της συλλογικής μνήμης και μέσω των υλικών δομών του,

δημιουργώντας ένα ισχυρό πλέγμα που αντικατοπτρίζει την πορεία ενός κοινωνικού

συνόλου μέσα στον χρόνο, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις του με άλλα σύνολα.

Μη-τόπος. Κατά τον Augé, ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης

εποχής, η σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο, χαρακτηρίζεται από πολλούς ότι δεν

έχει πλέον σαφήνεια: με την παραπάνω φράση εννοείται ότι, τουλάχιστον στο

μυαλό του κάθε ανθρώπου, η αλληλουχία των γεγονότων που οριοθετούν τη ζωή

του (κατά κάποιον τρόπο, οι «τόποι της μνήμης» κατά τον P. Nora)6 αλλάζει και

επεκτείνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα – και αυτό δεν αφορά μόνο τα γεγονότα που

αφορούν τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, αλλά και την ανθρωπότητα ως σύνολο7.

Και, ως αποτέλεσμα, ο άνθρωπος καταλήγει να εστιάζει περισσότερο στο παρόν·

αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει για την υπερπληθώρα των γεγονότων, η οποία

με τη σειρά της καθιστά αυτόν τον κόσμο υπερ-μοντέρνο (όπου υπέρ- βλέπε

υπερβολή)8.

Αυτή η υπερβολή, η υπερπληθώρα που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο κόσμο

συνδέεται και με ένα παράδοξο: η πληθώρα των δεδομένων σχετίζεται άμεσα με τη

«συρρίκνωση» του γνωστού κόσμου – οι αποστάσεις και ο ζωτικός χώρος

μειώνονται λόγω της εξέλιξης, ενώ η ποσότητα των πληροφοριών αυξάνεται. Ο

όγκος των τελευταίων οδηγεί σε αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί μη-τόπο,

έκφραση του οποίου αποτελούν εγκαταστάσεις που ακριβώς ανταποκρίνονται στον

γιγαντισμό που προκύπτει και προαναφέρθηκε9.

Το αντίθετο του μη-τόπου, ο τόπος, γίνεται αντιληπτός από την ανθρωπολογία ως

χώρος δραστηριότητας. Χαρακτηρίζεται και περιγράφεται από τρεις βασικές και

γεωμετρικού χαρακτήρα χωρικές μορφές: τη γραμμή, τη διασταύρωση των

γραμμών και τα σημεία διασταυρώσεως. Οι άνθρωποι ακολουθούν διαδρομές, οι

οποίες και τέμνονται, ενώ πολλά από τα σημεία τομής λειτουργούν ως κέντρα

6 P. Nora: Lieux de mémoire (Paris 1989)· μία ενδιαφέρουσα ανάλυση βρίσκεται και στο βιβλίο της S. Alcock Archaeologies of

the Greek past (Cambridge 2002), p. 19-23, 28-32.

7 Augé 1996, pp. 24 ff.

8 ibid, pp. 28-30.

9 ibid, pp. 34-35.

δραστηριότητας (πολιτικής, οικονομικής κ.ά.) και διαμορφώνονται ανάλογα. Η

διαμόρφωσή τους στη σύγχρονη εποχή αποτελεί την έκφραση του μη-τόπου10. «Εάν

ο τόπος μπορεί να οριστεί ως σχετικιστικός, ιστορικός και σχετικός με την έννοια της

ταυτότητας, τότε ένας χώρος που δεν μπορεί να καθοριστεί με αυτήν τη μορφή θα

αποτελεί έναν μη-τόπο»11.

Το τελευταίο τμήμα του βιβλίου του Augé μιλά για τη μετάβαση από τον τόπο στον

μη-τόπο. Κατά τον de Certeau, η μετάβαση αυτή επιτυγχάνεται παραδόξως μέσω,

ουσιαστικά, της υπερβολικής δραστηριότητας σε έναν τόπο12, η οποία και οδηγεί

στη σταδιακή απαξίωσή του από τη μάζα. Αντίθετα, οι άγνωστοι τόποι είναι αυτοί

που ελκύουν τον σύγχρονο άνθρωπο, αν και στην περίπτωση αυτή η εικόνα που

σχηματίζουν γι’ αυτούς είναι τουλάχιστον πλασματική. Σε πολλές περιπτώσεις η

εικόνα αυτή ευτελίζεται σε ένα στερεότυπο: οι ταξιδιώτες και ο χώρος στον οποίο

κινούνται ίσως και να αποτελεί «…το αρχέτυπο του μη-τόπου» (Augé 1996, p. 86).

Το παραπάνω συμπέρασμα έχει πολλές παραμέτρους: η εικόνα ενός τόπου αλλάζει

ριζικά στα μάτια του κάθε ανθρώπου (όπως στην περίπτωση του ταξιδιώτη ή του

περιηγητή), με τους μη-τόπους να αποτελούν ένα δίκτυο χώρων που τον βοηθούν

στη δημιουργία αυτής της εικόνας δίχως, όμως, να επιδρούν σε αυτή. Αντίθετα,

τονίζουν την εξάρτηση του ατόμου από αυτούς και του παρέχουν περισσότερες

πληροφορίες από αυτές που δύναται να επεξεργαστει και –το κυριότερο– να

αφομοιώσει (η εικόνα του παρελθόντος, για παράδειγμα, μεταμορφώνεται σε κάτι

το αξιοθέατο). Το αποτέλεσμα είναι η υπερτοφία του εγώ κάθε ατόμου και η

επακόλουθη στροφή του στον ατομικισμό· η υπερβολική χορήγηση δυνατοτήτων

τον απωθεί από τη δημιουργία ενός κοινού αισθήματος – τον οδηγεί, ουσιαστικά,

στη μοναξιά και την απομόνωση.

Αυτή η αδυναμία σύναψης μίας «οργανικής σχέσης» αυτού του δικτύου χώρων με

τον άνθρωπο οδηγεί στον μη-τόπο, το αντίθετο της ουτοπίας: είναι υπαρκτός, αλλά

το άτομο δεν γίνεται να συνδεθεί μαζί του13.

10 ibid, pp. 56-74· βλ. και M. Pearson - M. Shanks: Theatre / Archaeology (London and New York 2001), p. 151 για κριτική.

11 Augé 1996, pp. 77-78.

12 M. de Certeau: L’invention du quotidien. 1. Arts de faire (Paris 1990), pp. 164, 175-75.

13 Augé 1996, pp. 75-115, 116-20 (επίλογος).

Η ανασκαφή ως δημιουργός μη-τόπων. Με την προσφορά αυξανόμενης θέασης

των γεγονότων του παρελθόντος, σύμφωνα με τον B. Trigger, ο άνθρωπος θα

μπορέσει όχι μόνο να κατανοήσει την κοινωνική αλλαγή αλλά και να

χρησιμοποιήσει το έργο της αρχαιολογίας ως οδηγό για μελλοντικές εξελίξεις14. Το

ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το αν και κατά πόσο η παραπάνω άποψη μπορεί να

υιοθετηθεί στο σύνολό της ή αν τα επιμέρους στοιχεία της μπορούν να θεωρηθούν

ως μη δεδομένα.

Ένα από τα βασικότερα προβλήματα της ανασκαφικής διαδικασίας και κατ’

επέκταση της σύγχρονης αρχαιολογικής πρακτικής είναι η ανταπόκριση της

μεθόδου στο τελικό προϊόν της ανασκαφής, στον τελικά διαμορφωμένο

αρχαιολογικό χώρο.

Οι σωστικές ανασκαφές αποτελούν πλέον τον κανόνα στην αρχαιολογική έρευνα

πεδίου. Συνήθως συνίστανται στην ανασκαφή ενός γεωτεμαχίου, σε ένα βάθος που

σχετίζεται άμεσα με τη μετέπειτα χρήση του χώρου. Εκ των πραγμάτων, επομένως,

η σωστική ανασκαφή έρχεται σε αντίθεση με το κονσεπτ της ολοκληρωτικής

ανασκαφής, της πλήρους δηλαδή διερεύνησης των ανθρωπογενών στρωμάτων σε

έναν χώρο. Η έννοια της ολοκληρωτικής ανασκαφής είναι ιδιαίτερα διφορούμενη

και, τουλάχιστον στο εξωτερικό, αποτελεί ζήτημα διαμάχης μεταξύ αρχαιολόγων15.

Η ολοκληρωτική ανασκαφή σημαίνει την πλήρη αφαίρεση του αρχαιοφόρου

ορίζοντα, ενώ αποτελεί μία χρονοβόρα και κοπιαστική διαδικασία. Ευρήματα

αποσπώνται από το περιβάλλον τους, ενώ κατά τη διαδικασία της αποθήκευσης

είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι θα γίνει κάποιας μορφής διαλογή. Εξίσου σημαντικό

είναι, όμως, και το γεγονός ότι τα ορατά κατάλοιπα που παραμένουν κατά χώρα

είναι τα λιγότερα δυνατά· ως αποτέλεσμα, η τελική εικόνα είναι δύσκολη στην

αποκρυπτογράφηση και στην ερμηνεία – σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και σε

ανθρώπους που έχουν σχετική παιδεία.

Επιπρόσθετα, οι προαναφερθέντες περιορισμοί των σωστικών ανασκαφών (σε

συνδυασμό με τις πιεστικές συνθήκες εργασίας) δεν επιτρέπουν στον ανασκαφέα

να αφαιρέσει πλήρως (και χωρίς καμία αμφιβολία) όλα τα αρχαιοφόρα στρώματα.

Κάτω από τις συνθήκες δόμησης και δημιουργίας του αρχαιοφόρου ορίζοντα, σε

18 B. Trigger: Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης, σελ. 421-22 (μτφ. Β. Λαλιώτη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2005).

15 S. Roskams: Excavation (Cambridge manuals in Archaeology, Cambridge 2001), pp. 31-34.

πολύ λίγες περιπτώσεις είναι δυνατόν να αποκαλυφθούν στρώματα ακόμη

προγενέστερων εποχών, δίνοντας εν μέρει πλασματική εικόνα για το παρελθόν ενός

τόπου.

Η ερμηνεία των στρωμάτων αποτελεί ένα άλλο, ιδιαίτερο ζήτημα. Οι κύριες

μονάδες πληροφόρησης του αρχαιολόγου είναι τα αρχαιοφόρα στρώματα, τα οποία

ερμηνεύονται μέσω της στρωματογραφικής μελέτης. Αυτές περιλαμβάνουν τα

τέχνεργα που επιβίωσαν, ενώ επίσης παρέχουν τη χρονολογική αλληλουχία. Η

στρωματογραφία, όμως, δεν είναι ένα ουδέτερο σύστημα πληροφόρησης, αλλά

ένας δυναμικός οργανισμός, καθώς αποτυπώνει γλαφυρά την αλληλεπίδραση

ανθρώπου και περιβάλλοντος σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, μία επιφάνεια

μελέτης του χώρου και του χρόνου ταυτόχρονα.

Το σύστημα της τεχνητής /συμβατικής στρωματογράφησης (ή η ανασκαφή με πάσα,

όπως και είναι γνωστή), αν και κρίνεται λανθασμένο16, είναι αυτό που εφαρμόζεται

κατά κόρον. Από την άλλη, η ανασκαφή με γνώμονα τη φυσική στρωματογραφία

είναι επισφαλής γιατί προϋποθέτει μεγάλη πείρα εκ μέρους του ανασκαφέα.

Επιπρόσθετα, κανένας από τους δύο τρόπους δεν λαμβάνει υπόψη τον δυναμικό

χαρακτήρα της στρωματογραφικής αλληλουχίας. Σύμφωνα με τον S. Larsson, η

ανασκαφή μπορεί να αποτελεί μια στατική διαδικασία, καθώς περιορίζεται στον

κάθετο άξονα της διαχρονίας ενός συγκεκριμένου σημείου στο χώρο και δεν βοηθά

στην ερμηνεία του χώρου γενικότερα. Το σύστημα Harris Matrix (ανάλυση της

στρωματογραφίας με βάση τις δυναμικές σχέσεις που μπορεί να εμφανίζουν τα

στρώματα μεταξύ τους, ανεξαρτήτως της θέσης τους), εφαρμόζεται κατά κόρον στις

αγγλοσαξονικές χώρες και πλέον έχει υποσκελίσει (τουλάχιστον στο εξωτερικό)

άλλες μεθόδους στρωματογραφικής μελέτης17. Ανεξαρτήτως του αν είναι το πλέον

σωστό ή όχι, πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι τονίζει τη σημασία ενός τόπου, καθώς

αποκαλύπτει τη μνήμη με βάση τη δραστηριότητα.

Δύο άλλες έννοιες που πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι αυτή του site formation

process (κατά M. Schiffer)18 και η αντίστοιχη του site catchment analysis των Higgs

16 Π. Θέμελης: Εγχειρίδιο ανασκαφικής τεχνικής (Ρέθυμνο 1985), σελ. 42-43. Πρόκειται ακριβώς για το εγχειρίδιο που

διανέμεται (ή τουλάχιστον διανεμόταν μέχρι το 2001) στους φοιτητές του ΕΚΠΑ, στα πλαίσια του μαθήματος της Τοπογραφίας

- Ανασκαφικής.

17 Ενδεικτικά βλ. την ιστοσελίδα www.harrismatrix.com· επίσης βλ. C. Orton: “Harris Matrix” (Ellis 2001, pp. 278-79).

18 Ενδεικτικά M. Schiffer: Formation processes of the archaeological record (Salt Lake City 1987/1996).

και Vita-Finzi19. Στην πρώτη πρέπει να ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες που

οδήγησαν έναν αρχαιολογικό χώρο που αποκαλύπτεται στη μορφή που έχει· στη

δεύτερη, πρέπει να ληφθεί υπόψη πως η οριοθέτηση ενός αρχαιολογικού χώρου

είναι κάτι το σχετικό. Πολλοί αρχαιολογικοί χώροι είναι δυνατόν να μελετηθούν ως

ένας, καθώς επίσης και ένας αρχαιολογικός χώρος μπορεί να διαιρεθεί σε πολλές

επιμέρους ενότητες (inter-site και intra-site analysis)20.

Τα τελευταία χρόνια έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι ο αρχαιολογικός χώρος (site)

αποτελεί μία συγκεκριμένη μονάδα από άποψη μεγέθους, αλλά αυθαίρετη όσον

αφορά τον ορισμό της· η έρευνα, τουλάχιστον σε περιπτώσεις επιφανειακής

έρευνας, μπορεί και να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια ενός μη-αρχαιολογικού

χώρου (non-site). Αντίθετα με τον μη-τόπο, ο μη-αρχαιολογικός χώρος δεν αποτελεί

αρνητική έννοια, αλλά αντιστοιχεί σε μία γεωγραφική περιοχή που ερευνάται δίχως

περιορισμούς21. Ένα πιθανό πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι η δυνατότητα

εξαγωγής αντικειμενικότερων συμπερασμάτων για το παρελθόν ενός τόπου χάρη

στην σχετική απουσία περιορισμών· ο καθορισμός ενός αρχαιολογικού χώρου

μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να εξαιρεί σημεία ανθρώπινης δραστηριότητας.

Οι σωστικές ανασκαφές, όμως, περιορίζονται στη ερμηνεία της στρωματογραφίας

αυτού του χώρου που έχει τεθεί υπό ανασκαφή και αυτών των χρονικών περιόδων

που αποκαλύπτονται κατά την πορεία. Στη χειρότερη δυνατή περίπτωση,

αποκόπτονται από τον ευρύτερο χώρο και μπορεί ακόμη και να καταλήξουν σε

εικόνες ενός παρελθόντος που έχει αποκαλυφθεί καθαρά υποκειμενικά. Πολλές

φορές δεν υπάρχει δυνατότητα σύνδεσης δύο ανασκαφών που απέχουν μικρή

απόσταση η μία από την άλλη, επειδή η ανασκαφή σε κάθε περίπτωση έγινε από

διαφορετικούς αρχαιολόγους με διαφορετική νοοτροπία.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μία ανασκαφή μπορεί να θεωρηθεί ως μη-τόπος· για

όσο διάστημα κρατήσει, αποτελεί μεν ένα πεδίο έντονης δραστηριότητας, αλλά

μίας δραστηριότητας που τελείται σε συνθήκες αποκλεισμού· επιπρόσθετα, τα

παράγωγα αυτής δεν μεταλαμπαδεύονται στο ευρύτερο κοινό και –το ακόμη

19 http://en.wikipedia.org/wiki/Eric_Sidney_Higgs, κυρίως για βιβλιογραφία.

20 C. Orton, “Spatial analysis” (Ellis 2001, pp. 585-88)· J. Chapman: “Settlement theory” (ibid., pp. 551-56), 553.

21 Ενδεικτικά M. Fotiadis: “Units of data as deployment of disciplinary codes” (in: J.C. Gardin - C. Peebles (eds.): Representations

in archaeology, Indianapolis 1992), pp. 132-48. Η μετάφραση της έννοιας του non-site έγινε από τον γράφοντα.

χειρότερο ενδεχόμενο– ούτε στο ειδικό. Στη χειρότερη δυνατή περίπτωση, η

ανασκαφή μπορεί και να αποτελέσει μία αρχαιολογική διαδικασία per se.

Οι αρχαιολογικοί χώροι ως μη-τόποι. Οι αρχαιολογικοί χώροι που προκύπτουν από

την ανασκαφική διαδικασία σχηματίζουν ένα σύστημα σημείων μέσα σε έναν

ευρύτερο χώρο.

Και οι χώροι εντός αστικού ιστού επηρεάζουν τη μορφή του, καθώς δημιουργούν

ένα διαφορετικό σύστημα αλληλεπιδράσεων και αξιών. Ολόκληρες πόλεις έχουν

επηρεαστεί· το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μετατροπή του ιστορικού

κέντρου της Ρώμης σε αρχαιολογικό χώρο από τον Μουσολίνι τη δεκαετία του 1930.

Μάλιστα, η πράξη του Μουσολίνι χαιρετίστηκε από εξέχουσες προσωπικότητες

όπως ο Λε Κορμπιζιέ22. Στα καθ’ ημάς, ο επισκέπτης της Αρχαίας Αγοράς των

Αθηνών συχνά δεν γνωρίζει ότι μέχρι το 1931 πάνω από τις αρχαιότητες βρισκόταν

μια ολόκληρη γειτονιά της Πλάκας, η Βλασαρού, η οποία και απαλλοτριώθηκε με

αρκετά απόλυτο τρόπο ώστε να ξεκινήσουν οι εργασίες της Αμερικανικής Σχολής23.

Η εκκλησία της Παναγίας της Βλασαρούς που έδινε το όνομά της στην περιοχή,

στέγαζε τον Άρειο Πάγο και το Πρωτοδικείο το 1834. Αυτό σε μία εποχή όπου η

ελεύθερη και τυχαία εξέλιξη του αστικού ιστού ήταν απορριπτέα, και όπου πολλοί

οραματίζονταν συγκεκριμένες εξελίξεις για το κοινό καλό (με ό,τι και αν

συνεπάγεται αυτό). Ενέργειες όπως και αυτή καθιστούν την αρχαιολογική πρακτική

μία καθαρά πολιτική πράξη. Η αλήθεια είναι ότι η αρχαιολογία έχει όντως πολιτικό

χαρακτήρα και αυτός μπορεί να εκφραστεί με ποικίλους τρόπους24.

Επομένως, τι είναι ένας αρχαιολογικός χώρος; Είναι ένα μέσο; Μία εναλλακτική

δυνατότητα ύπαρξης ελεύθερου χώρου στο υπερφορτωμένο αστικό τοπίο; Είναι μία

νησίδα μνήμης και υπενθύμισης του παρελθόντος; Είναι τόπος;

Η δημιουργία ενός αρχαιολογικού χώρου θέτει σε λειτουργία έναν μηχανισμό

επιλογής με κύριο γνώμονα το κοινό καλό: την εκπαίδευση, τη διατήρηση του

22 Jeffrey T. Schnapp: «Excavating the Corporativist City» (Jeffrey Schnapp, Michael Shanks, Matthew Tiews [eds.], MODERNISM

/ modernity, New York 2004) pp. 89–104.

23 Δωρής, Μ.: «ΠΛΑΚΑ-ΑΝΑΦΙΩΤΙΚΑ: Αυτοδιοίκηση και Αυτοδιαχείριση της περιοχής» στο: Άνθρωπος και Χώρος, τ. 3, Μάιος-

Ιούνιος 1977, όπως λήφθηκε από την ιστοσελίδα http://www.akx.gr/03-03.asp).

24 Ενδεικτικά: K.S. Brown - Y. Hamilakis (eds): The usable past – Greek metahistories (Oxford 2003)· Y. Hamilakis: “La trahison

des archéologues? Archaeological Practice as Intellectual Activity in Postmodernity” (Journal of Mediterranean Archaeology

12.1, 1999) pp. 60–79.

παρελθόντος. Όμως πραγματοποιείται σε βάρος πολλών άλλων παραγόντων. Στην

περίπτωση της Ελλάδας, η έμφαση στο κλασικό παρελθόν μοιάζει να τελείται σε

βάρος άλλων εποχών25· και οι χώροι του κλασικού παρελθόντος είναι αυτοί που ως

επί το πλείστον αναδεικνύονται (γεγονός που μάλλον οφείλεται στις πρακτικές της

ανασκαφικής διαδικασίας που αναλύθηκε παραπάνω). Αποτελούν μία παγωμένη

εικόνα που δεν αντιπροσωπεύει ούτε τη διαδικασία δημιουργίας τους ούτε τη

διαδικασία της αποκάλυψής τους.

Αντίθετα με την ανασκαφή, η οποία και θέτει τη δραστηριότητα πάνω από τη μνήμη

σε περίπτωση που δεν εφαρμοστεί σωστά, ο (με λανθασμένα κριτήρια

δημιουργίας) αρχαιολογικός χώρος αποτελεί σχεδόν αποκλειστικά έναν χώρο

υποκειμενικής μνήμης, που περιφράσσεται και αποκλείει ή έστω περιορίζει τη

δραστηριότητα στο διηνεκές. Μολονότι η τυχαιότητα της αρχαιολογικής

διαδικασίας είναι ένας από τους πιο γνωστούς και δεδομένους παράγοντες στην

αρχαιολογική πρακτική, ακριβώς αυτή η τυχαιότητα δημιουργεί αρχαιολογικούς

χώρους σχεδόν κατά λάθος: σωστικές ανασκαφές που έτυχε να αποκαλύψουν

σημαντικά ευρήματα, τα οποία όμως δεν είναι δυνατόν να αναδειχθούν γιατί δεν

έχει γίνει πρόβλεψη ή γιατί υπάρχουν ποικίλες δυσκολίες (γνωστές ακόμη και στο

ευρύ κοινό) σχετικά με την εκμετάλλευση του νέου αυτού πολιτιστικού προϊόντος.

Αυτές οι ανασκαφές είναι που εξελίσσονται σε δεκάδες ανώνυμους αρχαιολογικούς

χώρους εντός και εκτός των πόλεων, σε περιφραγμένες εκτάσεις που δεν φέρουν

καμία πληροφόρηση· και που, σε μία προσωπική θεώρηση, δείχνουν να αποπνέουν

την εικόνα ενός παρελθόντος που αποκαλύφθηκε απρόθυμα.

Η αδυναμία τόνωσης του κοινού αισθήματος για στενότερη επαφή με τους

αρχαιολογικούς χώρους δεν πρέπει πάντοτε να αποδίδεται σε γενικότερους

παράγοντες, όπως η κουλτούρα του κοινού. Ανεξαρτήτως αυτής της τελευταίας, ο

επιστήμονας και οι μηχανισμοί πίσω από αυτόν οφείλουν να ενισχύσουν την ενεργή

αλληλεπίδραση του ατόμου με το παρελθόν του. Στην Ιαπωνία, η επί τόπου

ενημέρωση του κοινού για τα ευρήματα κάθε ανασκαφής μέσω ομιλιών και

25 Κ. Kotsakis: “The powerful past: theoretical trends in Greek archaeology” in I. Hodder (ed.): Archaeological theory in Europe:

the past three decades, London 1987), pp. 61-90· A. Alexandri: “Names and emblems: Greek archaeology, regional identities

and national narratives at the turn of the 20th century” (Antiquity 76, 2002, pp. 191-199). Βλ. επίσης και: Α. Πολίτης: Τα

ρομαντικά χρόνια: Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880 (Αθήνα 1998), με έμφαση στις σελ. 31-35, 55-57, 74-

76.

ξεναγήσεων (gensetsu) αποτελεί πάγια πρακτική26. Στην Ελλάδα, σε εγκύκλιο της

ΓΔΑΠΚ (με ημερομηνία 8/12/2014) ορίζεται πως η δημοσιοποίηση αρχαιολογικού

υλικού σε διεθνή, εθνικά, τοπικά ΜΜΕ ή στο Διαδίκτυο «απαιτεί την εκ των

προτέρων ενημέρωση της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής

Κληρονομιάς ή της Γενικής Γραμματέως του ΥΠ.ΠΟ.Α. ως προς το αίτημα και τον

φορέα του, προκειμένου να χορηγηθεί η σχετική έγκριση ή μη». Σε καμία δε

περίπτωση, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, το προαναφερόμενο υλικό «δεν

είναι δυνατόν να κοινοποιείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».

Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, το πρόβλημα δεν είναι ούτε η διεξαγωγή

ανασκαφών ούτε η ύπαρξη αρχαιολογικών χώρων (αν και στα πλαίσια της

μεταμοντερνιστικής θεώρησης έχουν διατυπωθεί ενστάσεις και για τα δύο). Σε

τελική ανάλυση, η παρούσα ανακοίνωση δεν έχει σκοπό να διαλευκάνει κάποια

αλήθεια, αλλά περισσότερο να θέσει ορισμένα ερωτήματα.

Το πρόβλημα (και η γενεσιουργός αιτία δημιουργίας μη-τόπων, αν τελικά αυτή η

έννοια μπορεί να βρει εφαρμογή) μοιάζει να είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Αν

και ανθρωπιστική επιστήμη, η αρχαιολογία μονίμως κρύβεται κάτω από μανδύες:

του κλασικιστή, του θετικιστή, του μεταμοντέρνου. Ο χαρακτήρας του homo

universalis (τον οποίο ο αρχαιολόγος και δεν απεκδύθηκε ποτέ)27 μάλλον αποτελεί

τροχοπέδη στο λειτούργημά του, γιατί πολύ απλά δεν του επιτρέπει να ασχοληθεί

με τους συνανθρώπους του, και κυρίως με αυτούς που επηρεάζει άμεσα με την

εργασία του – η υπερπληθώρα των δεδομένων που ανέφερε ο Augé.

Ο P. Barker ορθά υποστηρίζει ότι η κάθε ανασκαφή αποτελεί τοπική ιστορία, τόσο

μέσω της αποκάλυψης όσο και ως γεγονός καθαυτό. Κάθε αρχαιολόγος θα πρέπει

να έχει υπό τον έλεγχό του μία πολύ μικρή επικράτεια (την έκταση ενός δήμου, για

παράδειγμα), για την οποία όμως θα είναι πλήρως υπεύθυνος. Και όχι μόνο αυτό,

αλλά θα πρέπει να ενεργεί ως ο τοπικός ιστορικός της επικράτειάς του, καθιστώντας

αυτή την τελευταία ως τόπο του. Θα πρέπει να έχει πλήρη γνώση του παρελθόντος

γενικά, από τις αρχαιότητες μέχρι τις πρόσφατα εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές

26 M. Muraki: “Sharing the Pleasure of Excavation: The Public Archaeology Program at the Miharashidai Site, Japan”, in New

Perspectives in Global Public Archaeology (2011), pp. 263-273.

27 Βλ. για παράδειγμα κείμενα του Γ. Σακελλαράκη, όπως το Η ποιητική της ανασκαφής (Αθήνα 2005).

εγκαταστάσεις28. Βέβαια, η πρακτική αυτή φαντάζει ουτοπική, κυρίως όσον αφορά

ζητήματα υποδομής (γιατί, τουλάχιστον στη χώρα μας, δεν θα υπήρχε πρόβλημα

στελέχωσης). Από την άλλη, η άποψη αυτή βρίσκει σύμφωνο τον ομιλούντα για

έναν και μόνο λόγο.

Καλώς ή κακώς, η αρχαιολογική πρακτική έχει πλέον έναν ενεργό ρόλο στην

κοινωνική δραστηριότητα. Αυτό μπορεί και να μεταφραστεί ως εξής: ότι ο

επιστήμονας θα ήταν καλό να προσεγγίζει λίγο πιο βιωματικά το αντικείμενό του,

εννοώντας ότι θα πρέπει να αισθάνεται περισσότερο τον άμεσο αντίκτυπο της

εργασίας του στο κοινωνικό σύνολο, όχι τον έμμεσο του παιδευτικού χαρακτήρα

του λειτουργήματός του. Ειδάλλως, όσο και υψηλού επιπέδου και να είναι το έργο

του, θα αφορά πάντοτε μία μειοψηφία, αν και δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Και ο

πανανθρώπινος χαρακτήρας του έργου του θα αποτελεί έναν πνευματικό μη-τόπο.

Χρήστος Ν. Μηλιώνης

Φεβρουάριος-Μάιος 2002,

Νοέμβριος 2014-Ιανουάριος 2015

28 P. Barker: Techniques of archaeological excavation (London, 2nd edition 1982, reprinted 1989), pp. 254-55.