Αναζητώντας τη Δημοκρατία

24
1 Νέα Εστία, τχ 1861 (Μάρτιος 2014), σελ. 57-86. «Ποια Δημοκρατία θέλουμε (και ποια μπορούμε); Θεσμοί, Εξουσία, Λαός στη νέα εποχή» Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος «Όπως και να ναι, έρχονται εποχές όπου οι αλλαγές που συντελούνται στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνική κατάσταση των λαών είναι τόσο αργές και τόσο ανεπαίσθητες, ώστε οι άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν φτάσει σε κάποια τελική κατάσταση το ανθρώπινο πνεύμα αυτοθεωρείται ως γερά θεμελιωμένο πάνω σε ορισμένες βάσεις και δεν φέρνει το βλέμμα του πέραν ενός ορισμένου ορίζοντα. Είναι ο καιρός των δολοπλοκιών και των μικρών κομμάτων. Αυτό που αποκαλώ μεγάλα πολιτικά κόμματα είναι τα κόμματα που προσηλώνονται περισσότερο στις αρχές παρά στις συνέπειές τους· στις γενικότητες και όχι στις ιδιαίτερες περιπτώσεις· στις ιδέες και όχι στους ανθρώπους. Τα κόμματα αυτά έχουν εν γένει χαρακτηριστικά ευγενέστερα, πάθη πιο γενναιόδωρα, πεποιθήσεις βαθύτερες, θωριά ειλικρινέστερη και τολμηρότερη από τους άλλους.[…] Τα μεγάλα κόμματα αναστατώνουν την κοινωνία, τα μικρά την αναμοχλεύουν· τα μεν τη σπαράσσουν, τα δε τη διαφθείρουν. Τα πρώτα κάποτε-κάποτε τη σώζουν συγκλονίζοντάς την, τα δεύτερα τη διαταράσσουν συχνά χωρίς κανένα όφελος». Αλέξις ντε Τοκβίλ, Η Δημοκρατία στην Αμερική, Στοχαστής, Αθήνα 1996, σελ. 190-1. Το χαμένο κέντρο 1 Η νιτσεϊκή διερώτηση μοιάζει εδώ απολύτως ταιριαστή: incipit tragoedia ή incipit parodia; Σε ποια κατάσταση αναγνωρίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία τον εαυτό της: στη δραματοποίηση των υπαρκτών δυσκολιών της που συνήθως παίρνει εναλλάξ τη μορφή τής αυτομαστίγωσης και της ατεκμηρίωτης καταγγελίας φταίμε όλοι μας» ή «φταίνε μόνο οι άλλοι») ή στην τόσο προσφιλή της γελοιοποίηση των πάντων, τη λαϊκιστική, καθότι ανέξοδη, σάτιρα, τον ανακουφιστικό (και υπόγεια ναρκισιστικό) αυτοσαρκασμό, στη μηδενιστική ισοπέδωση των πραγμάτων και των 1 Ο μεσότιτλος είναι από το γνωστό δοκίμιο του Ζ. Λορεντζάτου (1961), όπου ως κέντρο εννοείται εδώ η ουσία των πραγμάτων.

Transcript of Αναζητώντας τη Δημοκρατία

1

Νέα Εστία, τχ 1861 (Μάρτιος 2014), σελ. 57-86.

«Ποια ∆ηµοκρατία θέλουµε (και ποια µπορούµε);

Θεσµοί, Εξουσία, Λαός στη νέα εποχή»

∆ηµήτρης Π. Σωτηρόπουλος

«Όπως και να ‘ναι, έρχονται εποχές όπου οι αλλαγές που συντελούνται στο πολιτικό

σύστηµα και την κοινωνική κατάσταση των λαών είναι τόσο αργές και τόσο

ανεπαίσθητες, ώστε οι άνθρωποι νοµίζουν ότι έχουν φτάσει σε κάποια τελική

κατάσταση το ανθρώπινο πνεύµα αυτοθεωρείται ως γερά θεµελιωµένο πάνω σε

ορισµένες βάσεις και δεν φέρνει το βλέµµα του πέραν ενός ορισµένου ορίζοντα.

Είναι ο καιρός των δολοπλοκιών και των µικρών κοµµάτων.

Αυτό που αποκαλώ µεγάλα πολιτικά κόµµατα είναι τα κόµµατα που προσηλώνονται

περισσότερο στις αρχές παρά στις συνέπειές τους· στις γενικότητες και όχι στις

ιδιαίτερες περιπτώσεις· στις ιδέες και όχι στους ανθρώπους. Τα κόµµατα αυτά έχουν εν

γένει χαρακτηριστικά ευγενέστερα, πάθη πιο γενναιόδωρα, πεποιθήσεις βαθύτερες,

θωριά ειλικρινέστερη και τολµηρότερη από τους άλλους.[…]

Τα µεγάλα κόµµατα αναστατώνουν την κοινωνία, τα µικρά την αναµοχλεύουν· τα µεν

τη σπαράσσουν, τα δε τη διαφθείρουν. Τα πρώτα κάποτε-κάποτε τη σώζουν

συγκλονίζοντάς την, τα δεύτερα τη διαταράσσουν συχνά χωρίς κανένα όφελος».

Αλέξις ντε Τοκβίλ, Η ∆ηµοκρατία στην Αµερική, Στοχαστής, Αθήνα 1996, σελ. 190-1.

Το χαµένο κέντρο1

Η νιτσεϊκή διερώτηση µοιάζει εδώ απολύτως ταιριαστή: incipit tragoedia ή

incipit parodia; Σε ποια κατάσταση αναγνωρίζει σήµερα η ελληνική κοινωνία τον

εαυτό της: στη δραµατοποίηση των υπαρκτών δυσκολιών της που συνήθως παίρνει

εναλλάξ τη µορφή τής αυτοµαστίγωσης και της ατεκµηρίωτης καταγγελίας («φταίµε

όλοι µας» ή «φταίνε µόνο οι άλλοι») ή στην τόσο προσφιλή της γελοιοποίηση των

πάντων, τη λαϊκιστική, καθότι ανέξοδη, σάτιρα, τον ανακουφιστικό (και υπόγεια

ναρκισιστικό) αυτοσαρκασµό, στη µηδενιστική ισοπέδωση των πραγµάτων και των

1 Ο µεσότιτλος είναι από το γνωστό δοκίµιο του Ζ. Λορεντζάτου (1961), όπου ως κέντρο εννοείται εδώ η ουσία των πραγµάτων.

2

διαφόρων προτάσεων ή λύσεων, µηδενισµός που είναι µια άλλη µορφή του

επικρατούντος κυνισµού µας;

Αιωρούµενη µονίµως κάπου ανάµεσα σε αυτό το διπολικό ψυχικό φορτίο, η ελληνική

κοινωνία καταφέρνει µεν στις ευνοϊκές συγκυρίες τής ανάπτυξης και της συλλογικής

ευωχίας να µετατρέψει την υστερική της φύση σε µαζική και µανιώδη κατανάλωση

και διονυσιακό γλεντοκόπι, βρίσκεται όµως ξαφνικά έκθετη απέναντι στις δοµικές

της ασθένειες όταν τα πράγµατα πάρουν τον κατήφορο. Οι ιστορικές στιγµές που

µπόρεσε ως κοινωνία να µετατρέψει σε πλεονέκτηµα αυτή τη µανιοκαταθλιπτική της

τάση (π.χ. µε την ταχύτατη ενσωµάτωση νέων εδαφών και πληθυσµών στο

µεσοπόλεµο, µε την πάνδηµη συµµετοχή στον πόλεµο του ’40, µε τα ποικίλα

κινήµατα της Κατοχής ή της δεκαετίας του ’60, µε την επιτυχία της µεταπολεµικής

ανασυγκρότησης, µε τη βελούδινη µετάβαση στη δηµοκρατία, το ‘74) ήταν εκείνες

που την έκαναν να ξεχωρίσει τόσο από τον κακό της εαυτό όσο και στον ευρωπαϊκό

της περίγυρο.

Το ερώτηµα είναι λοιπόν ποια είναι τα χαρακτηριστικά που διαθέτουµε σήµερα τα

οποία θα µας επέτρεπαν να σταµατήσουµε αυτό το σπιράλ της καταβύθισης, και να

βγούµε και πάλι στην επιφάνεια. Αν δεχτούµε τη νιτσεϊκή λογική ότι οι δυνάµεις του

ευρωπαϊκού µηδενισµού είναι πάντοτε παρούσες, χωρίς αυτό να προδικάζει

αναγκαστικά κάτι απαισιόδοξο, ότι τα έθνη συνεπώς ούτε ακµάζουν ούτε και

παρακµάζουν, και ότι τα µειονεκτήµατά τους µπορούν να µετατραπούν σε

πλεονεκτήµατα2 µέσα από την ενίσχυση των θεσµών καθώς και µε τις κατάλληλες

δηµόσιες πολιτικές, τότε κάθε πορεία είναι αναστρέψιµη, και προς την επιτυχία και

προς την καταστροφή. Πριν από οτιδήποτε άλλο, πρέπει φυσικά να διαγνώσουµε

χονδρικά το πρόβληµα που έχει στην ουσία τέσσερις αλληλοδιαπλεκόµενες

διαστάσεις.

Έχουµε, λοιπόν, ένα πρόβληµα πολιτικό, δηλαδή απονοµιµοποίησης του συστήµατος

της πολιτικής αντιπροσώπευσης και των δηµοκρατικών θεσµών. Το πρόβληµα δεν

είναι καινούργιο και δεν είναι µόνο ελληνικό αλλά επιτάθηκε µε την κρίση.

∆εύτερον, ένα πρόβληµα κοινωνικό, µε µια κατακερµατισµένη κοινωνία που είχε

µάθει να ζει από ένα κορπορατίστικο κράτος και τις ευνοιοκρατικές του παροχές, και

της οποίας οι θεσµοί (π.χ. οικογένεια, κοινωνία των πολιτών κλπ) είναι

διαστρεβλωµένοι (έντονος πατερναλισµός), εσωστρεφείς (δυσκολεύουν την

2 Φρ. Νίτσε, Ο ευρωπαϊκός µηδενισµός (µτφρ ∆. Αγγελής), Ευθύνη, Αθήνα 2001.

3

χειραφέτηση) και πάντως αντιφατικοί3. Επίσης, είναι πάµπολλες οι ενδείξεις ότι

πρόκειται για µια κοινωνία µε πρώτιστη επιδίωξή της την ασφάλεια (για λόγους

ανθρωπολογικούς µακράς διάρκειας)4, πράγµα που την οδηγεί π.χ. στην

προσοδοθηρία και στις συµπεριφορές «τζαµπατζή» (free rider)5. Η πολιτισµική αυτή

τάση προς την προσοδοθηρία δεν είναι λιγότερο ισχυρή στις ελίτ, οι οποίες άλλωστε

έχουν κάποια χαρακτηριστικά των «εξορυκτικών ελίτ» που συναντάµε σε

υπανάπτυκτα κράτη της Αφρικής ή της Ασίας6.

Και τρίτον, ένα πρόβληµα οικονοµικό, που διαπλέκει κράτος και κοινωνία: το κράτος

είναι αδηφάγο, καθότι κορπορατίστικο και ανορθολογικό7, δεν έχει συνέχεια στις

πολιτικές του για πολλούς λόγους, επιπλέον δεν ευνοεί την επιχειρηµατικότητα

καθότι φορολογεί µε ανορθολογικό και διαρκώς ευµετάβλητο τρόπο ενώ συχνά

νοµολογεί µε βάση λάθος ή ιδιοτελείς προτεραιότητες. Και η κοινωνία καθότι

µικροαστική έχει µάθει να κινείται στα διάκενα, να εφαρµόζει την πολυέργεια και

άλλες οικογενειακές στρατηγικές, να φοροδιαφεύγει ή να εισφοροδιαφεύγει και να

στηρίζεται γενικά σε ανοµικές συµπεριφορές για να αντισταθεί και να επιβιώσει ή και

να αναπαραχθεί στον χρόνο, βιολογικά και κοινωνικά8. Το κράτος κατέληξε,

εξάλλου, από τη δεκαετία του ’80 και µετά να αποτελεί έναν όλο και πιο προνοµιακό

3 Για παράδειγµα, ενώ η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα δεν είναι «ατροφική» όπως την ήθελε ένα κυρίαρχο κοινωνιολογικό σχήµα του παρελθόντος, αλλά εµφανίζει κάποιον δυναµισµό από τη δεκαετία του ’90 και µετά, τουλάχιστον, φαίνεται όµως ότι οι προοδευτικές της εκφάνσεις δεν είναι οι κυρίαρχες (βλ. π.χ. την επιβίωση του τοπικισµού µέσω σχετικών συλλόγων και οργανώσεων) , βλ. επ’ αυτού ∆.Α. Σωτηρόπουλος (επιµ.), Η άγνωστη κοινωνία των πολιτών, Ποταµός, Αθήνα 2004, σελ. 117-162. 4 Το έχει εντοπίσει από τις έρευνες του στον ελλαδικό χώρο ήδη από το ’50 ο Άγγλος ανθρωπολόγος J.Κ. Campbell ο οποίος θεωρεί ότι ο άνθρωπος της υπαίθρου αντιµετωπίζει το κράτος ως κάτι εχθρικό απέναντι στο οποίο πρέπει να προτάξει τα δίκτυα της πατρωνίας για να προστατευθεί, βλ. Honour,

Family and Patronage. A study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community, Oxford University Press, 1974, σελ. 258-9 · το ζήτηµα θίγουν και οι Θ. Βερέµης – Γ. Κολιόπουλος που υποστηρίζουν ότι η εγγενής τάση προς την ασφάλεια εξηγεί και τη θεσιθηρία στο δηµόσιο τοµέα, διαχρονικά από τη σύσταση του ανεξάρτητου κράτους, βλ. Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821

µέχρι σήµερα, Καστανιώτης Αθήνα 2006, σελ. 148-9. 5 Κ. Τσουκαλάς, «’Τζαµπατζήδες’ στη χώρα των θαυµάτων. Περί ελλήνων στην Ελλάδα», Ελληνική

Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήµης, τχ 1 (1993), σελ. 9-52. 6 Ο όρος είναι από τους D. Acemoglu – J.A. Robinson, Why Nations Fail: The Origins of Power,

Prosperity, and Poverty, Crown Publishers, Ν.Υ. 2012 (ελλην. µτφρ από εκδ. Λιβάνη, 2013). 7 Αντ. Μακρυδηµήτρης, Υφαίνοντας τον ιστό της Πηνελόπης. ∆ιοίκηση και δηµοκρατία στην Ελλάδα της

µεταπολίτευσης, Σάκκουλας, Αθήνα 2013 και Θ. Τσέκος, «Η διαρκής ελληνική διοικητική κρίση: Περί της µεταρρυθµιστικής ιδιοµορφίας µιας µη βεµπεριανής γραφειοκρατίας», στο Ξ. Κοντιάδης- Χ. Ανθόπουλος (επιµ.), Κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήµατος;, Παπαζήσης, Αθήνα 2008, σελ. 271-287. Επίσης, Αλ. Παπαδόπουλος, Τα βήµατα του Έστερναχ, Εστία, Αθήνα 2008, βλ. κι ένα συναρπαστικό χρονικό των αντιφάσεων αυτών από κάποιον που υπηρέτησε σε κορυφαίες θέσεις της διοίκησης, ∆.Β. Παπούλιας, Χρυσάφι είναι το δηµόσιο. Ρητορεία και πραγµατικότητα των

µεταρρυθµίσεων, Εστία, Αθήνα 2007. 8 Ο Κ. Τσουκαλάς κάνει λόγο για «πολυσθένεια» στο Κράτος, Κοινωνία, Εργασία στη µεταπολεµική

Ελλάδα, Θεµέλιο, Αθήνα 1987, και πρόσφατα ο Αρ. ∆οξιάδης για «πολυέργεια», βλ. Το αόρατο ρήγµα.

Θεσµοί και συµπεριφορές στην ελληνική οικονοµία, Ίκαρος, Αθήνα 2013.

4

και όλο και µεγαλύτερο εργοδότη (στενός δηµόσιος τοµέας, ΟΤΑ και ∆ΕΚΟ) ενώ

εξαιρετικά εκτεταµένη (περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού

κόσµου) είναι και η αυτά-πασχόληση όπως και η µικρο-επιχειρηµατικότητα, συνήθως

µε τη µορφή οικογενειακής επιχείρησης. Το επιχειρείν µεγαλύτερης κλίµακας και

µεγαλύτερης συγκέντρωσης κεφαλαίου δαιµονοποιήθηκε ιδεολογικά ενώ σύντοµα

συγκροτήθηκε µια επιχειρηµατική τάξη που είδε στις «επενδύσεις χωρίς ρίσκο» (µε

αποκλειστικό προµηθευτή το κράτος, µε τραπεζικό δανεισµό ως αποτέλεσµα

διαπλοκής κλπ) ένα γρήγορο δρόµο προς τον προσωπικό πλουτισµό. Από τα δε

µικροαστικά στρώµατα, η εργασία στο δηµόσιο τοµέα αντιµετωπίστηκε κυρίως µε τη

λογική της προσοδοθηρίας ενώ η συνήθως παρασιτική αυτά-απασχόληση και η

µικρο-επιχειρηµατικότητα ήταν αυτή ακριβώς που ευνοούσε τη φοροδιαφυγή και την

εισφοροδιαφυγή. Η πολιτική εξουσία διαπαραταξιακά (κυρίως φυσικά τα δύο

µεγαλύτερα κόµµατα) υποτάχθηκε απολύτως σε αυτή την κοινωνική λογική και την

ενίσχυσε έτι περαιτέρω. Το έπραξε προχωρώντας συχνά σε µαζικές προσλήψεις, όχι

µε βάση τις ανάγκες του δηµόσιου τοµέα και πάντως σχεδόν χωρίς αξιολόγηση

(ενίοτε ούτε καν µε κοµµατικά κριτήρια, όπως το 2007-2009), ή παρέχοντας λογής-

λογής επιδόµατα και πάλι µε ευνοιοκρατικό χαρακτήρα, ενώ επέτρεψε την άλωση του

κράτους από συντεχνιακά και επιχειρηµατικά συµφέροντα, πάντα βέβαια µε το

αζηµίωτο για την ίδια. Ως αποτέλεσµα, για να µπορεί να συντηρείται αυτή η

µεταπολιτευτική κοινωνική συναίνεση, και µε δεδοµένο ότι τα έσοδα από τη

φορολογία δεν αυξάνονταν λόγω ανοχής στη φοροδιαφυγή και ότι ο δηµόσιος τοµέας

επεκτεινόταν διαρκώς, το κράτος έπρεπε να ανέχεται υψηλά ελλείµµατα αλλά και να

καταφεύγει όλο και πιο συχνά στον εξωτερικό δανεισµό, διογκώνοντας το δηµόσιο

χρέος9.

Όλα τα προαναφερθέντα ευνοούνταν περαιτέρω από την σταθερή υποταγή των

δηµόσιων οικονοµικών στο πρωτείο της πολιτικής. Οι έννοιες δηµόσια ελλείµµατα,

χρέος, εµπορικό ισοζύγιο, διεθνής ανταγωνιστικότητα, επενδύσεις, παραγωγική βάση

κλπ πολύ λίγο απασχολούσαν το δηµόσιο διάλογο στα χρόνια της µεταπολίτευσης,

ενώ όποιοι, ελάχιστοι, επέµεναν σε αυτά χαρακτηρίζονταν υποτιµητικά ως

«λογιστές» (ένας από αυτούς ήταν ο µετέπειτα πρωθυπουργός Κ. Σηµίτης). Εκείνο

που µονίµως υπονοούνταν ή κι εννοούνταν ευθέως ήταν ότι αρκούσε η «πολιτική

9 Πιο αναλυτικά για ορισµένες από αυτές τις παθογένειες και για το πώς επιβάρυναν τα δηµόσια οικονοµικά βλ. Τ. Γιαννίτσης, Η Ελλάδα στην κρίση, Πόλις, Αθήνα 2013, σελ.59-189. Για τη διεθνή εµπειρία των κρίσεων βλ. Π. Λιαργκόβας – Σπ. Ρεπούσης, Κρίση, δανεισµός και χρεοκοπία. Ελληνικές

και διεθνείς εµπειρίες, Παπαζήσης, Αθήνα 2011.

5

βούληση» για να δοθούν αυξήσεις σε µισθούς και συντάξεις ή για να µην αλλάξουν

τα (πολύ χαµηλά) συνταξιοδοτικά όρια, ακόµη κι αν τα δηµόσια οικονοµικά δεν

άντεχαν κάτι τέτοιο, και ότι τέλος πάντων ο πολιτικός δεν έπρεπε να είναι «στυγνός

τεχνοκράτης», διότι «πίσω από τα νούµερα υπήρχαν άνθρωποι». Η οικονοµία ήταν

ένα εργαλείο για την πολιτική και δεν είχε αυτόνοµη θέση στην πορεία του κράτους.

Υπό αυτή τη λογική, εφόσον όλα ήταν «πολιτική», η εκάστοτε κυβέρνηση µπορούσε

χωρίς πρόβληµα να παραποιεί κατά το δοκούν ακόµη και τα επίσηµα στοιχεία, µέσω

της άνωθεν ελεγχόµενης κεντρικής στατιστικής υπηρεσίας, δίνοντας λανθασµένη

εικόνα στο εσωτερικό και το εξωτερικό, και κρύβοντας το πρόβληµα για χρόνια κάτω

από το χαλί.

Τα παραπάνω αρκούν προφανώς για µια επαρκή περιγραφική ερµηνεία που έχει δοθεί

ως τώρα άλλοτε µε µερικό κι άλλοτε µε πολυπαραγοντικό τρόπο από διάφορους

σχολιαστές. Για µια δοµική προσέγγιση, ωστόσο, η σκαπάνη πρέπει να σκάψει πιο

βαθιά.

∆ιότι υπάρχει όντως κι ένα ευρύτερο πρόβληµα πολιτισµικό-ανθρωπολογικό10:

συχνά, για τις συλλογικές (αλλά και τις ατοµικές) µας αποτυχίες φταίνε µονίµως οι

άλλοι ή κάποια αόριστα και αόρατα κέντρα εξουσίας, κάνουµε acting out µε τη βία ή

µε την απειλή της συλλογικής ή εξατοµικευµένης βίας. Ιδίως από τα «∆εκεµβριανά»

του 2008, η κοινωνία ανέδειξε τον παθολογικό τρόπο µε τον οποίο διαχειριζόταν τα

εµφανή αδιέξοδά της11. Αν σηµαίνει κάτι η διαρκής επίκληση του προβλήµατος της

ανοµίας, από πολλούς παρατηρητές, είναι µε την καθαρή ανθρωπολογική έννοια: ότι

χάθηκαν ορισµένες από τις παλαιότερες καθοδηγητικές της αρχές χωρίς να

αντικατασταθούν µε καινούργιες12. Με άλλα λόγια, η ελληνική κοινωνία εισήλθε η

ίδια στον κόσµο της µετανεωτερικότητας και της παγκοσµιοποίησης απογυµνωµένη

από εκείνο το σύστηµα αξιών που νοηµατοδοτούσε τον ατοµικό και το συλλογικό της

βίο. Απέτυχε να το προσαρµόσει επαρκώς στο νέο πλαίσιο ενός κόσµου εξαιρετικά

10 Πιο συστηµατικά έχει αναδείξει το θέµα, τα τελευταία χρόνια, ο φιλόσοφος Στ. Ράµφος. Βλ. µια εκλαϊκευτική συλλογή κειµένων του και συνεντεύξεών του, Η λογική της παράνοιας, Αρµός, Αθήνα 2011. 11 Βλ. για τα «∆εκεµβριανά» του 2008, το σχετικό αφιέρωµα της Νέας Εστίας, τχ 1819, Φεβρουάριος 2009.

12 É. Durkheim, De la division du travail social, PUF, Paris 2007. Το ζήτηµα θέτει µε ένταση για την Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο λογοτέχνης και ιστορικός, ∆. Χατζής, σε µια σειρά διαλέξεών του, παρότι η φωνή του τότε δεν εισακούστηκε, σκοντάφτοντας πάνω στο κύµα λαϊκισµού που είχε αρχίζει να κατακλύζει την ελληνική κοινωνία, βλ. Το πρόσωπο του νέου ελληνισµού. ∆ιαλέξεις

και δοκίµια (επιµ. Β. Αποστολίδου), Το Ροδακιό, Αθήνα 2005.

6

πιο σύνθετου και µε διαφορετικές απαιτήσεις, µε συνέπεια να κινείται µε όχηµα µόνο

το προσωπικό/οικογενειακό συµφέρον, για την υπεράσπιση του οποίου σχεδόν όλα

επιτρέπονταν. Ως άτοµα δηλαδή, η µόνη δίοδος συµµετοχής µας στο νέο γενναίο

κόσµο της παγκοσµιοποίησης αποδείχτηκε ότι ήταν η υπερκατανάλωση εισαγόµενων

προϊόντων –σχεδόν ποτέ η παραγωγή ή ακόµη καλύτερη η επινόησή τους. Ως έθνος

πάλι, είχαµε πάψει να συµµετέχουµε στο διεθνές γίγνεσθαι µε νέες ιδέες ή µε ένα

διαφοροποιηµένο και ιδιότυπο πολιτιστικό στίγµα, όπως π.χ. µέχρι τη δεκαετία του

’60 όπου τα δύο νόµπελ λογοτεχνίας (ο Ελύτης βραβεύεται µεν το 1979 αλλά το έργο

του έρχεται από εκείνη την εποχή) ήταν το επιστέγασµα µιας αναζήτησης εθνικής

αυτογνωσίας που είχε ξεκινήσει από το µεσοπόλεµο13. Τι διακριτό είχε στα αλήθεια

να επιδείξει διεθνώς ο Έλληνας και η Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια; Ποια ήταν η

ιδιαίτερη σηµασία τους για την Ευρώπη πέρα από τις πιέσεις για κοινοτικά κονδύλια

και τη διαρκή τους γκρίνια για την τουρκική απειλή; Αν και η ιστορική

ανθρωπολογία είναι αρµοδιότερη να εξηγήσει εδώ τις εσωτερικές αντιφάσεις του

κοινωνικού εκσυγχρονισµού που επιτελέστηκε στη µεταπολίτευση, µπορούµε πάντως

να βγάλουµε ενδιαφέροντα συµπεράσµατα από τις ίδιες τις κοινωνικές συµπεριφορές

σε καθαρά εµπειρικό επίπεδο. Αυτό πλέον αποτυπώνεται παντού: στον τρόπο που

εργαζόµαστε (αντιπαραγωγικά), που οδηγούµε (επικίνδυνα), που σπουδάζουµε

(απρόθυµα), που σχετιζόµαστε (επιδερµικά), που καταναλώνουµε (αλαζονικά), που

τρεφόµαστε (ανθυγιεινά), που χτίζουµε (αυθαίρετα), που κάνουµε ουρά (χαοτικά),

που µιλάµε (υστερικά), που γράφουµε (βερµπαλιστικά), που ενηµερωνόµαστε

(καφενειακά), που διασκεδάζουµε (χυδαία), που διεκδικούµε (αντικοινωνικά), που

διαπαιδαγωγούµε τα παιδιά µας (χαλαρά), που ψηφίζουµε (υστερόβουλα), που

αντιµετωπίζουµε τους αλλοδαπούς (εχθρικά), που υποδεχόµαστε την καινοτοµία ή τις

µεταρρυθµίσεις (φοβικά). Προς τα έξω, η κυρίαρχη ιδεολογία παρέµενε ο εθνικισµός

(φάνηκε αυτό πολύ έντονα µε τις πρωτοφανείς σε όγκο συγκεντρώσεις για το

µακεδονικό, τη δεκαετία του ’90), και µάλιστα ένας εσωστρεφής εθνικισµός που

αναζητούσε ψυχικές υπεραναπληρώσεις για τις µάλλον πενιχρές «εθνικές επιτυχίες»,

τα τελευταία 30 χρόνια14. Ενώ ο κοινωνικός κοµφορµισµός όπως αρθρωνόταν µέσα

από στερεότυπα περί «σεµνότητας και ταπεινότητας» µπορούσε να κρύψει κάτω από 13 Στην ουσία, αυτό ήταν το µεγάλο εγχείρηµα της λεγόµενης «γενιάς του τριάντα», δηλαδή µια προσπάθεια ισότιµου διαλόγου µε την Ευρώπη της εποχής, µέσα από την οικοδόµηση µιας ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας µε εγχώρια υλικά, βλ. ∆. Τζιόβας, Ο µύθος της γενιάς του τριάντα. Νεοτερικότητα,

ελληνικότητα και πολιτισµική ιδεολογία, Πόλις, Αθήνα 2011. 14 Για τον εθνικισµό και τις συνέπειές του βλ. Α. Φραγκουδάκη, Ο εθνικισµός και η άνοδος της

Ακροδεξιάς, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013.

7

τις κοινοτοπίες του την άγρια επιθετικότητα µε την οποία παιζόταν το κοινωνικό

παιχνίδι, σε έναν ακήρυκτο πόλεµο όλων εναντίον όλων, ιδίως στην πρώτη δεκαετία

του 21ου αιώνα.

Το φαινόµενο του πολιτικού «Φρανκεστάιν»

Εδώ είµαστε σήµερα, λοιπόν, διαχειριζόµενοι τα απόνερα της µεταπολίτευσης.

Υπάρχουν σήµερα αυτοί που κατακεραυνώνουν τη µεταπολίτευση ως µια εποχή

διαφθοράς καθέτως και οριζοντίως, οι πρακτικές της οποίας θα οδηγούσαν µε

µαθηµατική ακρίβεια στη σηµερινή κρίση. Κι εκείνοι που την υπερασπίζονται ως την

περίοδο της βαθύτερης δηµοκρατίας που έζησε η χώρα από την ανεξαρτησία της και

µετά. Αλλά αυτή, ακριβώς, ήταν η µεταπολίτευση: µια εποχή έντονων αντιφάσεων15.

Μια λαµπερή δηµοκρατική βιτρίνα χωρίς εξωπολιτικούς παράγοντες να

παρεµβαίνουν όπως στο προδικτατορικό παρελθόν, και µαζί, την ίδια ώρα, µια σειρά

πολιτικών και κοινωνικών πρακτικών που συχνά καθιστούσαν τους θεσµούς ένα

πουκάµισο αδειανό, ένα κουκούλι κενό από την ουσία του. Στη βάση αυτή

οργανώθηκε το νέο σχήµα του εθνολαϊκισµού, αρχικά στην πασοκική εκδοχή του και

στη συνέχεια σε άπειρα αντίγραφά του, προς τα αριστερά και τα δεξιά: η ιδεολογία

του εθνολαϊκισµού συνείχε µε φοβερά αποτελεσµατικό τρόπο κυβερνώντες και

κυβερνώµενους, εις βάρος φυσικά των θεσµών και του δηµοσίου συµφέροντος16.

Τίποτα δεν αποτύπωνε καλύτερα και δεν ιδεολογικοποιούσε πιο επιτυχηµένα το

µηχανισµό αυτό από τη γνωστή παπανδρεϊκή φράση: «δεν υπάρχουν θεσµοί, µόνο

λαός»17.

Πως ακριβώς παιζόταν αυτό το παιχνίδι µέχρι να ξεσπάσει η κρίση; Από την πλευρά

της πολιτικής εξουσίας εφαρµόζονταν κυρίως δύο τακτικές που ευνοούσαν την

αυτοπροστασία της και την αναπαραγωγή της.

15 Ας µου επιτραπεί να παραπέµψω στις δύο συµβολές µου στο Αρ. Πασσάς – Ν. Κανελλοπούλου - ∆.Π. Σωτηρόπουλος - Θ. Τσέκος - Αθ. Τριανταφυλλοπούλου (επιµ.), «Θεσµοί στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Αποτίµηση µιας αντιφατικής περιόδου, «Η µετάβαση στη δηµοκρατία το 1974: Σχετικοποιώντας µια ‘τοµή’», και «Πολιτική, κράτος, κοινωνία: Τοµές και συνέχειες από τη προδικτατορική στη µεταπολιτευτική Ελλάδα», υπό έκδοση από εκδ. Παπαζήσης. 16 Μεγάλη η βιβλιογραφία του λαϊκισµού, βλ. το πιο πρόσφατο, P.-A. Taguieff, Ο νέος εθνολαϊκισµός (µτφρ-επιµ. Α. Ηλιαδέλη-Α. Πανταζόπουλος), Επίκεντρο, Αθήνα 2013. 17 Βεβαίως, ιδίως ο πασοκικός λαϊκισµός υπέστη διάφορες µεταµορφώσεις µέχρι τη µεταµοντέρνα εκδοχή του υπό την ηγεσία του Γ.Α. Παπανδρέου, ιδίως από το 2007 και µετά, βλ. Α. Πανταζόπουλος, «Το ΠΑΣΟΚ σε µακρόσυρτη µετάβαση», στο Χρ. Βερναρδάκης (επιµ.), Η κοινή γνώµη στην Ελλάδα,

2007. Βουλευτικές εκλογές, κοµµατικό σύστηµα, πολιτική κουλτούρα, Αριστερά-∆εξιά σήµερα, Σαββάλας, Αθήνα 2008, σελ. 212-6.

8

Πρώτον, µέσω της ταυτόχρονης συγκέντρωσης και του κατακερµατισµού τής

πολιτικής εξουσίας. Μετά την αποχώρηση των λεγόµενων «χαρισµατικών ηγετών»

που έρχονταν από το προδικτατορικό παρελθόν, αποχώρηση που ξεκίνησε από τα

µέσα της δεκαετίας του ’90, φαίνεται να συντελέστηκε η εξής υπόγεια αλλά ουσιώδης

αλλαγή: ο εκάστοτε πρωθυπουργός κατέστη κάτι σαν primus inter pares στο

υπουργικό συµβούλιο, χάνοντας αρκετή από την αυθεντία των πανίσχυρων

προκατόχων του. Μόνο που εξαιτίας και της πρωτοκαθεδρίας του ειδικά στο

επικοινωνιακό επίπεδο (στη βάση των µετρήσεων για τον «καταλληλότερο

πρωθυπουργό») πέτυχε να αυτονοµηθεί από το κυβερνητικό σύστηµα εξουσίας,

δηµιουργώντας έναν διακριτό χώρο, επιφορτισµένου αφενός µε το ρόλο τού

(λιγότερο ή περισσότερο αποστασιοποιηµένου) συντονιστή τού κυβερνητικού έργου,

και αφετέρου και κυριότερα µε τη διαχείριση του προσωπικού του συµβολικού

κεφαλαίου και τη διαφύλαξή του από τη φθορά τής καθηµερινότητας της εξουσίας

(εξ ου κι έβλεπε κανείς κυβερνήσεις µε µικρή αποδοχή αλλά µε πολύ δηµοφιλή

πρωθυπουργό)18. Σε κάθε περίπτωση, από την αναθεώρηση του συντάγµατος, το

1986, ο θεσµός του Έλληνα πρωθυπουργού έχει καταστεί, βάσει εξουσιών, ένας από

τους ισχυρότερους στην Ευρώπη19. Οι τάσεις αυτονόµησης φαίνεται να επιτάθηκαν

και όσον αφορά τους εκάστοτε υπουργούς-βαρώνους οι οποίοι, καλυπτόµενοι και από

το νόµο περί της (µη) ευθύνης υπουργών, αξίωναν και κατοχύρωναν µεγάλο βαθµό

ανεξαρτησίας στη διάρκεια της θητείας τους, χτίζοντας πάνω εκεί προσωπικές

φατρίες µέσα στα µαζικά κόµµατα.

Έτσι, η κυβερνητική εξουσία, την ίδια στιγµή που κατακερµατιζόταν µεταξύ «ίσων»,

έτεινε να συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων (πάντα της εκτελεστικής εξουσίας) οι

οποίοι δεν ελέγχονταν καθόλου ή ελάχιστα από άλλα θεσµικά αντίβαρα της

µεταπολιτευτικής ∆ηµοκρατίας µας, τα οποία ήταν ούτως ή άλλως εξαρτηµένα σε

µεγάλο βαθµό από τις κορυφές της πολιτικής εξουσίας.

Θα είχε επίσης ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς εδώ και την ειδικότερη σχέση των

κορυφών της εξουσίας µε τα διάφορα διαπλεκόµενα επιχειρηµατικά συµφέροντα,

18 Για παράδειγµα, στις δηµοσκοπήσεις 2004-2007, η διαφορά του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραµανλή (µάλιστα, παρά τη φυσιολογική φθορά του από το πόστο τού επικεφαλής της κυβέρνησης) από τον αρχηγό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης Γ. Α. Παπανδρέου ήταν πολύ µεγαλύτερη από τη διαφορά της Ν∆ από το ΠΑΣΟΚ, βλ Κ. Πουλάκης, «Οι δηµοσκοπήσεις 2004-2007 και η πολιτική ατζέντα: Η πορεία προς το εκλογικό αποτέλεσµα», στο Χρ. Βερναρδάκης (επιµ.), Η κοινή γνώµη στην Ελλάδα,

2007. Βουλευτικές εκλογές, κοµµατικό σύστηµα, πολιτική κουλτούρα, Αριστερά-∆εξιά σήµερα, Σαββάλας, Αθήνα 2008, σελ. 55. 19 Ν. Αλιβιζάτος, Το σύνταγµα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010, Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 537.

9

σχέση για την οποία ακόµη διαθέτουµε ελάχιστες έρευνες, πλην των στοιχείων που

αρχίζουν να προκύπτουν τώρα από τις διάφορες δικαστικές υποθέσεις µαύρου

πολιτικού χρήµατος και διαφθοράς στα υψηλά επίπεδα. Σηµασία έχει ότι όλα αυτά

απέληγαν συνήθως στην απουσία ενός συµπαγούς και επαρκώς συντονισµένου

κυβερνητικού σχεδίου µε αρχή, µέση και τέλος στα όρια της 4ετίας (η οποία άλλωστε

σπανίως ολοκληρωνόταν) – πόσω µάλλον που τα κυβερνητικά στελέχη ήταν κατά

κανόνα ελάχιστα ενηµερωµένα για τον τοµέα τον οποίο αναλάµβαναν καθώς η θητεία

τους στην αξιωµατική αντιπολίτευση δεν συνοδευόταν από µια συστηµατική

παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου, εν είδει σκιώδους κυβέρνησης, όπως

συµβαίνει π.χ. στην Αγγλία. Πρόκειται για την περίφηµη λογική του «ώριµου

φρούτου» η οποία βασιζόταν σε µια παθητική αναµονή της κυβερνητικής φθοράς,

εκµεταλλευόµενη τη γενική κοµµατική απευθυγράµµιση του εκλογικού Σώµατος,

λογική που επικαλείται σιωπηρά µια άτυπη επετηρίδα η οποία δίνει αυτοµατικά την

εξουσία µια στον έναν και µια στον άλλο αντίπαλο.

∆εύτερον: µια διαρκής επίκληση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης η οποία

εκδηλωνόταν κυρίως αναφορικά µε την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές –που ήταν ο

σχεδόν απαράβατος κανόνας σε όλη τη µεταπολίτευση- ανάλογα µε το πόσο ευνοϊκή

ήταν η εκάστοτε συγκυρία ή πόσο µη ευνοϊκή για τους κρατούντες θα γινόταν στο

µέλλον. Όπως γνωρίζουµε από τον Καρλ Σµιτ, κυρίαρχος στην πολιτική είναι εκείνος

που µπορεί να αποφασίσει ο ίδιος ποια συγκυρία συνιστά κατάσταση έκτακτης

ανάγκης. Φυσικά, στην περίπτωση της µεταπολίτευσης επρόκειτο µονίµως για ένα

false alarm: η επίκληση της έκτακτης ανάγκης για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών

ή για µια παρατεταµένη εκλογολογία η οποία τροφοδοτούνταν από την εκάστοτε

αντιπολίτευση -συνήθως µάλιστα ήδη από την εποµένη των εκλογών- δεν αφορούσε

συγκεκριµένα διακυβεύµατα (αν και κυρίως επικαλούνταν ως πρόφαση την πορεία

της οικονοµίας ή τα λεγόµενα «εθνικά θέµατα») αλλά καθαρά και µόνο τη διαιώνιση

της εξουσίας τους. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι στις διάφορες στιγµές κρίσης,

οικονοµικές ή εθνικές, π.χ. στην παρολίγο χρεωκοπία του 1985 ή στο θερµό

επεισόδιο των Ιµίων το 1996, η χώρα δεν κατέφυγε ποτέ σε εκλογές. Πήγε όµως π.χ.

το 2007, µε τον τότε πρωθυπουργό να επικαλείται την κατάρτιση του

προϋπολογισµού για το 2008 ως αιτία πρόωρης προκήρυξης εκλογών καίτοι στην

επιστολή του προς τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας ανέφερε ότι η εθνική οικονοµία

1

έχαιρε άκρας υγείας20. Βεβαίως, όλο αυτό είχε ακόµη ένα στόχο: να κρατά τους

κοµµατικούς στρατούς σε διαρκή εγρήγορση και τους ψηφοφόρους σε σταθερή

παραταξιακή ταύτιση. Παρεµπιπτόντως, δεν ήταν τυχαία η συχνή επίκληση στα

«εθνικά θέµατα». Η εθνικιστική ιδεολογία, στα αριστερά ή τα δεξιά, υπήρξε µια

κλασική µέθοδος κινητοποίησης µε σκοπό τη νοµιµοποίηση του συστήµατος,

τροφοδοτώντας όλη αυτή τη ρητορική περί ενός µικρού πλην ανυπότακτου έθνους

που διαρκώς αντιστέκεται σε εξωτερικές ή ξενόδουλες εσωτερικές δυνάµεις που το

επιβουλεύονται. Οποιαδήποτε οµοιότητα µε τη ρητορική των περισσότερων

πολιτικών δυνάµεων στη σηµερινή µνηµονιακή Ελλάδα δεν είναι καθόλου τυχαία.

Και αποδεικνύει που µπορεί να οδηγήσουν τέτοιες στρατηγικές της εξουσίας οι

οποίες εκτρέφουν «φαινόµενα Φρανκεστάιν», τα οποία αυτονοµούνται από τον

αρχικό τους δηµιουργό και τελικά στρέφονται εναντίον του. Αρκεί να κοιτάξει κανείς

και την πικρή εµπειρία του ΠΑΣΟΚ, πατέρα του σύγχρονου νεοελληνικού

εθνολαϊκισµού, που έφθασε σε τρία χρόνια από το 44%, σε µονοψήφια ποσοστά21.

Σύντοµα, πάντως, οι ψηφοφόροι άρχισαν να αδιαφορούν γι’ αυτή την τεχνητή

κινητοποίηση. Όπως δείχνουν τα διαχρονικά στοιχεία της αποχής στις βουλευτικές

εκλογές, από τη δεκαετία του ’90 και µετά ιδίως, οι ψηφοφόροι εκφράζουν όλο και

περισσότερο την αποσύνδεσή τους από το Πολιτικό, για λόγους, ωστόσο, που δεν

έχουν να κάνουν µόνο µε την απογοήτευσή τους από τη λειτουργία της Γ’ Ελληνικής

∆ηµοκρατίας, αλλά είναι και βαθιά κοινωνιολογικοί (π.χ. εντεινόµενη ιδιωτικοποίηση

που είναι χαρακτηριστικό όλων των µετά-νεωτερικών κοινωνιών).

Οι ατελέσφοροι µεταµορφισµοί

Άλλαξε κάτι άραγε µετά την κρίση; Μία από τις εκπληκτικές δυνατότητες του

πολιτικού µας συστήµατος ήταν και είναι η τέχνη στο διαρκή µεταµορφισµό (για να

χρησιµοποιήσω ένα νεολογισµό): θα έχουν παρατηρήσει φυσικά όσοι

παρακολουθούν µε σχετική προσοχή τα πολιτικά πράγµατα την τελευταία 30ετία, την

20 Στις 16 Αυγούστου 2007 ο πρώην πρωθυπουργός, Κ. Καραµανλής µετέβη στο Προεδρικό Μέγαρο προκειµένου να διαβιβάσει στον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, Κ. Παπούλια την πρότασή του για διάλυση της Βουλής και διεξαγωγή πρόωρων εκλογών στις 16 Σεπτεµβρίου. Στην επιστολή που επέδωσε ο τότε πρωθυπουργός στον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας ανέφερε: «Το δηµοσιονοµικό έλλειµµα

παρουσίασε θεαµατική βελτίωση και βρίσκεται πλέον κάτω από τα όρια του Συµφώνου Σταθερότητας. Η

χώρα απέκτησε σε ευρωπαϊκό αλλά και γενικότερα σε διεθνές επίπεδο την οικονοµική και όχι µόνο

αξιοπιστία που της αρµόζει. Φυσικά η προσπάθεια περαιτέρω µείωσης του ελλείµµατος πρέπει να

συνεχιστεί απαρέγκλιτα και θα συνεχιστεί». 21 Το ΠΑΣΟΚ εξέθρεψε πολλές από τις παθογένειες της µεταπολίτευσης, βλ. Π. Αυγερινός, Η αλλαγή

τέλειωσε νωρίς. Τρεις ιστορίες από την πολιτική µου ζωή (µε κείµ. των Ν. Αλιβιζάτου-Τ. Γιαννίτση-Σ. Βαλντέν), Εστία, Αθήνα 2013.

1

φοβερή ικανότητα πολλών από το πολιτικό προσωπικό να ενδύονται κάθε φορά

διαφορετικές ιδεολογικές λεοντές ανάλογα τη συγκυρία και τις προσωπικές τους

στοχεύσεις. ∆εν αναφερόµαστε σε απλές ιδεολογικές µετατοπίσεις εντός των ορίων

µιας παράταξης, αλλά σε πλήρεις αναθεωρήσεις της µέχρι τότε πορείας τους. Βλέπει

κανείς ας πούµε πρώην λαϊκιστές της ακροδεξιάς να γίνονται τώρα διαπρύσιοι

κήρυκες του φιλελευθερισµού και ινδάλµατα των µεταρρυθµιστών· παλιούς οπαδούς

του εκσυγχρονισµού (και αυτό αφορά όχι µόνο πολιτικούς αλλά και διανοούµενους

και δηµοσιογράφους που κινούνται πέριξ της πολιτικής) που είχαν πολεµήσει

λυσσαλέα τον πασοκικό λαϊκισµό ή είχαν στηρίξει ανοικτά τον σηµιτικό

εκσυγχρονισµό, να φορούν σήµερα το κοστούµι του πιο απροκάλυπτου λαϊκιστή, και

πάει λέγοντας.

Είναι αλήθεια ότι πολλές από τις παραπάνω παρατηρήσεις δεν είναι µόνο ελληνικές

ιδιαιτερότητες, τουλάχιστον όσον αφορά τις περισσότερες από αυτές. Η απαξίωση,

για παράδειγµα, των κοινοβουλίων προς όφελος των υπουργικών συµβουλίων

αποτελεί µια γενική ροπή της εξουσίας σε όλο το δυτικό πολιτικό σύµπαν, στη

διάρκεια του 20ου αιώνα, όπως και ο προσωποκεντρικός χαρακτήρας των εθνικών

πολιτικών συστηµάτων εξαιτίας της εισβολής της µηντιακής σφαίρας στα δηµόσια

πράγµατα22. Ούτε και ο εθνολαϊκισµός είναι µόνο ελληνική «πατέντα», παρότι στην

ευρωπαϊκή του εκδοχή ήταν κυρίως ακροδεξιός λαϊκισµός και όχι αριστερός όπως

στα καθ’ ηµάς, ούτε και σε τόσο βαθµό «καθεστωτικός»23. Αν έγκειται κάπου η

ιδιαιτερότητα του µεταπολιτευτικού συστήµατος είναι ότι αυτές τις επικίνδυνες

«κανονικότητες» τις οδήγησε στα έσχατα όριά τους, τις εκτίναξε σε σηµείο οιωνεί

διαλυτικό τού συστήµατος, και πάντως αυτές ήταν ήδη εκεί και κατέτρωγαν σαν

σαράκι το σύστηµα εδώ και µια 20ετία περίπου. Ένα κράτος που µπορούσε να παίζει

πολύ πιο επιτυχηµένα τον βεµπεριανό του ρόλο και µια σειρά από θεσµούς

δηµόσιους ή κοινωνικούς που κατάφερναν να διατηρούν την ανεξαρτησία τους από

τις ιδιοτελείς επιδιώξεις είτε των ελίτ είτε των µαζών, µπόρεσαν στην υπόλοιπη

Ευρώπη, λίγο-πολύ, να εγγυηθούν το δηµόσιο συµφέρον και να γίνουν οι

κυµατοθραύστης των αντίστοιχων κοινωνικών συγκρούσεων. Η απουσία τέτοιων

θεσµών που να µην έχουν αλωθεί από τα επιµέρους συµφέροντα της κοινωνίας ήταν

22 Mayer, Th. – Hinchman, L. (2008), Από τη δηµοκρατία των κοµµάτων στη δηµοκρατία των ΜΜΕ, Πολύτροπον, Αθήνα. 23 C. Mudde – Cr. Rovira Kaltwasser (επιµ.), Λαϊκισµός στην Ευρώπη και την Αµερική. Απειλή ή

∆ιόρθωση για τη ∆ηµοκρατία; (µτφρ-προλ. Π. Ασλανίδης), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2013.

1

µια από τις σοβαρές αιτίες για την διόγκωση των φαινοµένων αυτών στην Ελλάδα24,

αιτίες που είναι µάλλον σύµφυτες µε τις σηµερινές µαζικές και ταυτόχρονα άκρως

ιδιωτικοποιηµένες δυτικές κοινωνίες. Ανένταχτοι, πλήρως αποστασιοποιηµένοι και

χωρίς ιδεολογικά ταµπού στοχαστές όπως ο Π. Κονδύλης είχαν από καιρό εντοπίσει

πολλές από τις αδυναµίες αυτές της ελληνικής πολιτικο-κοινωνικο-οικονοµικής

πραγµατικότητας, και είχαν προφητικά προβλέψει τα καταστροφικά αδιέξοδα στα

οποία οδηγούσαν25. Ο Π. Κονδύλης στιγµατίζεται σήµερα ως ένας νεοσυντηρητικός

κρυφο-ελιτιστής που απεχθανόταν τις µαζικές κοινωνίες και τον εξισωτισµό τους,

ωστόσο θα είχε ενδιαφέρον τι θα απαντούσαν οι επικριτές του σε σχέση µε το

ερώτηµα: είναι ή δεν είναι σήµερα ο βασικός χαµένος π.χ. της ασφαλιστικής

κατάρρευσης τα ίδια τα κατώτερα και µεσαία στρώµατα που πρωτοστάτησαν το 2001

στο µπλοκάρισµα της µεταρρύθµισης Γιαννίτση κι επέτρεψαν το από τότε

µαθηµατικά βέβαιο κατρακύλισµα του συστήµατος; Μήπως δηλαδή ο υστερικός

αυτός µαξιµαλισµός του «λαού» καταλήγει πάντα εις βάρος του, εξ ου και η

αυτοσυγκράτηση και η πίεση για πιο υπεύθυνες πολιτικές είναι δείγµα πιο ώριµων

κοινωνιών;

Συµπερασµατικά, τη δηµοκρατία και τη διάχυση του πλούτου (έστω και άνισα),

δηλαδή τις δύο µεγάλες κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης, είναι σήµερα ξεκάθαρο

ότι δεν µπορέσαµε, κυβερνώντες και κυβερνώµενοι, να τις διαχειριστούµε µε

σωφροσύνη. Η µεταπολιτευτική κουλτούρα αποθέωσε τις ελευθερίες αλλά τις

εννοούσε όπως ο µεσαίωνας (το περιγράφει εύστοχα ο Φ. Μπρωντέλ): ως privilegia

και jura. Ο εκδηµοκρατισµός ξέπεσε σε έναν άδικο εξισωτισµό των πάντων προς τα

κάτω, δικαιολογώντας ταυτόχρονα την απουσία ορίων στη διεκδίκηση δικαιωµάτων

(που τελικά έγιναν εύνοιες σε ολίγους, ασχέτως ταξικής προέλευσης26). Ο δε πλούτος

διοχετεύτηκε κυρίως στο τρελό «σπορ» της υπερκατανάλωσης ή σε αντιπαραγωγικές

επενδύσεις (π.χ. σε ακίνητα) που εξασφάλιζαν ασφαλείς προσόδους, αφήνοντας την

επιχειρηµατικότητα είτε στους µικροµαγαζάτορες µε τις απλοϊκές και σχετικά

24 Χρ. Ι. Ιορδάνογλου, Κράτος και οµάδες συµφερόντων. Μια κριτική της παραδεδεγµένης σοφίας, Πόλις, Αθήνα 2013 και Γ.Θ. Μαυρογορδάτος, Οµάδες πίεσης και δηµοκρατία, Πατάκης, Αθήνα 2007. 25 Κονδύλης, Π., Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία στο Η

παρακµή του αστικού πολιτισµού. Από τη µοντέρνα στη µεταµοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισµό

στη µαζική δηµοκρατία, Θεµέλιο, Αθήνα, 1991, κυρίως την περίφηµη εισαγωγή για την ελληνική περίπτωση, σελ. 11-47. 26 Για τον ηµιτελή εκσυγχρονισµό µετά το 1996 βλ. Π. Καζάκος, Από τον ατελή εκσυγχρονισµό στην

κρίση. Μεταρρυθµίσεις, χρέη και αδράνειες στην Ελλάδα (1993-2010), Πατάκης, Αθήνα 2010, σελ. 77-130, και του ίδιου, για το τι µας οδήγησε στο Μνηµόνιο, Μετά το «Μνηµόνιο». Οικονοµική πολιτική

στην Ελλάδα υπό διεθνή έλεγχο, Παπαζήσης, Αθήνα 2011, σελ. 49-72.

1

ακριβές υπηρεσίες τους είτε σε όσους είχαν εξασφαλισµένες κρατικές προµήθειες ή

φοροασυλία (π.χ. οικοδοµή). Οι µεγάλες επενδύσεις πολυεθνικών ή καινοτόµων

ηµεδαπών επιχειρήσεων που απευθύνονταν µόνο στην αγορά (ελληνική ή ξένη)

παρέµεναν πάντα νησίδες σε έναν ωκεανό «µικροµεσαίων» ή κρατικοδίαιτων.

Ο ιδιότυπος ελληνικός «συγκρητισµός»

Από πολλές απόψεις λοιπόν είναι ευχής έργο που αρχίζουµε να συνειδητοποιούµε

σιγά-σιγά την οριστική επαναδιαπραγµάτευση όλων των αυθεντιών τού παρελθόντος

µας. ∆εν το συνειδητοποιεί ασφαλώς όλη η κοινωνία. Ο εθνολαϊκισµός και η ανοµία

παραµένουν κυρίαρχα στοιχεία, και τούτο αναφέρεται όχι ως ηθικολογικός ψόγος

αλλά, όπως είπαµε, ως σηµάδι της απώλειας ενός αξιακού µπούσουλα από την

πλευρά της ελληνικής κοινωνίας που θα την καθοδηγούσε σε ένα πιο δηµιουργικό

διάλογο µε το γίγνεσθαι του 21ου αιώνα. Αλλά αυτή είναι απλώς η γενική εικόνα από

µακριά. Μόλις εστιάσουµε στις επιµέρους εικόνες, και τρυπήσουµε τις πρώτες

επιστρώσεις, διαπιστώνουµε µια πιο σύνθετη πραγµατικότητα. Έχω την αίσθηση ότι

προποµπός σε αυτή τη δυναµική της υπόκωφης ακόµη αλλαγής είναι ορισµένα

τµήµατα των µεσαίων στρωµάτων, διαπαραταξιακά και µάλλον διάχυτα στις

ηλικακές οµάδες. Ένα ακριβώς από τα προβλήµατα των έντονα κατακερµατισµένων

και αµφίθυµων ως προς τη νεωτερικότητα κοινωνιών όπως η ελληνική είναι ότι είναι

δύσκολο να βρει κανείς συµπαγή και οµοιογενή κοινωνικά µπλοκ µε σαφή

ιδεολογικό προσανατολισµό. Μπορεί όµως κανείς να εντοπίσει ορισµένες

«ευαισθησίες» και ποιότητες σε αυτό το µπλοκ όσον αφορά το δηµόσιο και τον

ιδιωτικό τους βίο, και ειδικότερα στην οικονοµία (δεν είναι κρατιστές ούτε και

νεοφιλελεύθεροι), στην πολιτική (από την οποία απαιτούν µεγαλύτερη

αποτελεσµατικότητα), στο συνδικαλισµό (τίθενται κατά των µαξιµαλιστικών

απαιτήσεων µε κάθε µέσο), στο δηµόσιο χώρο (αντιδρούν στην κάθε είδους

ιδιωτικοποίησή του), στα καταναλωτικά πρότυπα (έχουν περισσότερες οικολογικές

ευαισθησίες και απορρίπτουν την υπερκατανάλωση), στη δηµόσια ηθική (δίνουν

σηµασία στο ύφος του πολιτικού λέγειν απορρίπτοντας το διχαστικό λόγο).

∆εν θα κατέτασσα τον ανθρωπότυπο αυτό του πολίτη των µεσαίων στρωµάτων στο

γαλαξία του «εκσυγχρονιστή», και νοµίζω ότι είναι απαραίτητη στο σηµείο αυτό µια

καίρια επισήµανση. Οι κοινωνικοί αγώνες που διεξάγονται αυτή τη στιγµή στην

Ελλάδα παρουσιάζονται συνήθως από τους πολιτικούς ανταγωνιστές, τα ΜΜΕ και

από µερίδα οργανικών ή άλλων διανοουµένων µε µανιχαϊστικό τρόπο. Το πιο

1

κοινότοπο σχήµα θέλει ένα συµπαγές µπλοκ εκσυγχρονιστών µε καθαρά φιλελεύθερη

(ενίοτε και κοσµοπολίτικη) ιδεολογία και σαφή µεταρρυθµιστική πρόταση να

συγκρούεται µε τις δυνάµεις της παράδοσης ή της οπισθοδρόµησης -τους σύγχρονους

κοτζαµπάσηδες και αρµατωλούς- στη βάση ενός παλαιού και διαρκώς αναβιούµενου

πολιτισµικού δυισµού27. Πρόκειται αναµφίβολα στη βάση του για ένα ελιτίστικο

σχήµα. Παρεµφερές, αν και όχι ελιτίστικο, είναι και το άλλο σχήµα: ορισµένες

οργανωµένες (συντεχνιακές) µειοψηφίες κρατούν µε τον αρνητισµό τους βαλτωµένη

µια σιωπηρή πλειοψηφία που κατά τα άλλα επιθυµεί διακαώς τον εκσυγχρονισµό και

τον εξευρωπαϊσµό τής κοινωνίας και του κράτους. Υπάρχει και η αντεστραµµένη όψη

τους που διακινείται κυρίως από την Αριστερά: ότι πράγµατι, οι ελίτ προωθούν και

επιβάλουν (στην Ελλάδα και παγκοσµίως) µεταρρυθµίσεις, στο όνοµα όµως της

νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και των δικών τους ταξικών συµφερόντων τα οποία είναι

ενάντια στο δηµόσιο συµφέρον που µε τη σειρά του ταυτίζεται µονάχα µε εκείνο του

«λαού».

Υπάρχουν πολλές πειστικές ενδείξεις ότι τα πράγµατα είναι πιο σύνθετα και ότι οι

οσµώσεις στο επίπεδο της κουλτούρας, στη σηµερινή Ελλάδα, σε µια φάση της

νεωτερικότητας που οι καθαρές ταυτότητες στον κόσµο είναι ούτως ή άλλως

ανύπαρκτες, είναι πολύ πιο περίπλοκες. Παρότι οι κοινωνιολογικές ή

ανθρωπολογικές έρευνες που θα µπορούσαν να εντοπίσουν και να περιγράψουν τους

«πολιτισµικούς πολέµους» στη σύγχρονη Ελλάδα είναι µάλλον πενιχρές, εκείνο που

βάσιµα µπορεί να υποψιαστεί κανείς είναι ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις πρέπει να

διαβαστούν περισσότερο ως εκδηλώσεις αµφιθυµιών ως προς τις διάφορες όψεις της

νεωτερικότητας, στο εσωτερικό τής κάθε κοινωνικής οµάδας, παρά ως τυπική

αντιπαράθεση του νεωτερικού µε το παραδοσιακό (πολύ λιγότερο δε, του «καλού»

νεωτερικού µε το «κακό» παραδοσιακό) µπλοκ, ή του «καλού» λαού µε τις «κακές»

ελίτ28. Τα κλασικά δίπολα είναι ασφαλώς υπαρκτά και ενεργά και στην ελληνική

27 Ν. ∆ιαµαντούρος, Πολιτισµικός δυισµός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της µεταπολίτευσης.

Πλαίσιο ερµηνείας (µτφρ ∆.Α.. Σωτηρόπουλος), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000, βλ. και την πρόσφατη επαναπροσέγγισή του, «Επίµετρο: Επανεξετάζοντας τον πολιτισµικό δυισµό», στο Α. Τριανταφυλλοπούλου – Ρ. Γρώπα – Χ. Κούκη (επιµ.), Ελληνική κρίση και ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, Κριτική, Αθήνα 2013, σελ. 307-340. 28 Ο Ν. ∆εµερτζής κάνει λόγο για «ανεστραµµένο συγκρητισµό», κάνοντας κριτική στο δυισµό των Ν. ∆ιαµαντούρο και Η. Κατσούλη, βλ «Εισαγωγή στην ελληνική πολιτική κουλτούρα. Θεωρητικά και ερευνητικά ζητήµατα», στο Ν. ∆εµερτζής (επιµ.), Η ελληνική πολιτική κουλτούρα σήµερα, Οδυσσέας, Αθήνα 1994, σελ. 25-27. Τα παραδείγµατα είναι πολλά. Μπορεί κανείς να δει, ας πούµε, πως κινείται µε απόλυτα φυσιολογικό τρόπο ανάµεσα στην παράδοση και την πρωτοπορία ένας κατά τα άλλα φιλελεύθερος διανοούµενος όπως ο Γ. Θεοτοκάς, βλ. τη συλλογή κειµένων του Αναζητώντας τη

διαύγεια. ∆οκίµια για τη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία (εισ.-επιµ. ∆. Τζιόβας), Εστία,

1

περίπτωση: το τοπικό µε το εθνικό ή το παγκόσµιο, το επίσηµο και το άτυπο, η

προφορική κουλτούρα και η µονοδιάστατη κουλτούρα της (συνήθως φθηνής) εικόνας

µε την κουλτούρα της γραφής και την εγγραµµατοσύνη, ο κόσµος του άστεως µε τους

πληθυσµούς της υπαίθρου κλπ. Μόνο που οι εκφραστές ή οι υποστηρικτές τους δεν

είναι όλοι από τη µία ή όλοι από την άλλη πλευρά, όπως επίσης είναι πολλές οι

περιπτώσεις που το ίδιο δρων υποκείµενο πατάει ταυτόχρονα σε δύο βάρκες ή, σε

άλλη περίπτωση, ερµηνεύει µε «παραδοσιακό» τρόπο το νεωτερικό και vice versa -

προσεγγίζει µε «νεωτερική» άποψη το παραδοσιακό.

Υπό αυτή την έννοια δεν είναι βέβαιο αν ένας (ούτως ή άλλως τόσο)

ιδεολογικοποιηµένος διαχωρισµός έχει κάποιο νόηµα πέρα από πολεµικό εργαλείο

για τις ανάγκες των κοινωνικών συγκρούσεων. Είναι εποµένως µεθοδολογικά

ορθότερο να προσπαθούµε κάθε φορά να αποκαθάρουµε κοινωνιολογικά την

ιδιοσυστασία του εκάστοτε δρώντος υποκειµένου και να κατανοήσουµε την

κουλτούρα από την οποία εµφορείται (και τις πρακτικές µε τις οποίες πραγµατώνει

την ταυτότητά του), και όλα αυτά να τα συνδέουµε µε τις ανάγκες των κοινωνικών

ανταγωνισµών, παρά να παρασυρόµαστε από την ίδια την αυτό-εικόνα τού κάθε

υποκειµένου ή αντίθετα από τις παραµορφωτικές ερµηνείες των αντιπάλων του, η

οποία δεν αποτυπώνει παρά υποκειµενικές και αξιολογικές κρίσεις. Και αυτό δεν

φαίνεται αναγκαστικά κακό. Η ελληνική κοινωνία βιώνει ένα µεγάλο και βίαιο

µετασχηµατισµό, που µάλλον θα πάρει χρόνια µέχρι να κατασταλάξει σε µια νέα

ισορροπία. Οι όποιες προσαρµογές θα απαιτήσουν σύνθετες ατοµικές / συλλογικές

ταυτότητες και πρακτικές. Η παγίδευση σε σκληρές και άτεγκτες ταυτότητες είναι

σηµάδι είτε παντοδυναµίας (ο πολύ ισχυρός δεν χρειάζεται να αλλάζει) ή αδυναµίας

και εγκατάλειψης (ο πολύ αδύναµος αφήνεται να τον καθοδηγούν εκείνα που ήξερε

πάντα, ακόµη και όταν αυτά έχουν ξεπεραστεί). Ένας επεξεργασµένος εκλεκτικισµός

στο επίπεδο των ταυτοτήτων µπορεί να βοηθήσει το σύγχρονο υποκείµενο που βιώνει

τέτοιες ανακατατάξεις να βρει έναν δικό του πιο αυθεντικό δρόµο προς το µέλλον.

Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχει άλλος δρόµος για την επιτυχία των µεταρρυθµίσεων:

είτε αυτές θα είναι ελληνικής έµπνευσης, προσαρµοσµένες απόλυτα στο εγχώριο

πρόβληµα (και όχι µιµούµενες τυφλά, ξένα και µακρινά υποδείγµατα) είτε θα

αποτυγχάνουν µονίµως. Το παράδειγµα της εφαρµογής των ξένης εµπνεύσεως

Αθήνα 2005, σελ. 65-97 ή, πιο πρόσφατο παράδειγµα, ο διανοούµενος Χρ. Βακαλόπουλος που συναρθρώνει µια προωθηµένη σηµειολογία των ΜΜΕ µε την υιοθέτηση νέο-ορθόδοξων απόψεων προς το τέλος της σύντοµης ζωής του.

1

Μνηµονίων, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, όπου, πέρα από τις οριζόντιες

µισθολογικές περικοπές, λίγες ήταν οι µεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές που όντως

έφθασαν στο στάδιο της εφαρµογής όπως περιγράφονταν στο αρχικό κείµενο

(πιθανόν στο ΕΣΥ, κυρίως), είναι εξόχως χαρακτηριστικό, αν και όχι το µόνο.

Οι δυνατολογίες της αλλαγής

Στο δια ταύτα, λοιπόν. Το ζητούµενο είναι όχι τι πρέπει να αλλάξει αλλά τι µπορεί να

αλλάξει µε βάση πρώτον, τα σηµερινά δεδοµένα, δεύτερον, το βάρος της ιστορίας και

τρίτον, την υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική δυναµική. Η ελληνική πολιτική

ιστορία έχει δείξει ότι το πολιτικό σύστηµα έχει αλλάξει συθέµελα µόνο µετά από

µεγάλες εθνικές καταστροφές, µε την εξαίρεση µόνο του κινήµατος του 1909 στο

Γουδί, που και πάλι ξεκίνησε µε συντεχνιακά αιτήµατα προτού γίνει η αφορµή για

µια µεγάλη πολιτική αλλαγή29. Στις άλλες περιόδους, το πολιτικό σύστηµα

προσαρµόζεται απλώς στα νέα δεδοµένα, µε καλύτερο ή χειρότερο τρόπο, και άλλοτε

µε αυτοκαταστροφικό τρόπο. Ξέρουµε, ας πούµε, ότι άργησε πολύ να

αυτοµεταρρυθµιστεί µετά το χρεοστάσιο του 189330, και δεν προσαρµόστηκε ποτέ

παρά µόνο µε διαλείµµατα µετά την καταστροφή του 192231, όπως επίσης απέτυχε να

προσαρµοστεί στις νέες πολιτικο-κοινωνικές πραγµατικότητες της δεκαετίας του ’60,

µε αποτέλεσµα να µπει στον «γύψο» για µια επταετία32. Μεταπολιτευτικά, ωστόσο,

µπορεί κανείς να σταθεί στην επιτυχηµένη προσαρµογή τού πολιτικού συστήµατος τη

δεκαετία του ’90 (κυβερνήσεις Μητσοτάκη και Σηµίτη), όταν κατάφερε να βρει µια

νέα ισορροπία και νέα ιδεολογικά αφηγήµατα («ισχυρή Ελλάδα του ευρώ») πολύ

λιγότερο λαϊκιστικά, όπως και να κινητοποιήσει ορισµένες πολιτικές εφεδρείες ή και

νέες κοινωνικές δυνάµεις. Αλλά και αυτή η δυναµική είχε ήδη εξαντλήσει τις

δυνατότητές της στα µέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, κι έκτοτε το

«καράβι» έπλεε στην τύχη και χωρίς σχέδιο33.

29 Ν. Μαρωνίτη, Το κίνηµα στο Γουδί, εκατό χρόνια µετά. Παραδοχές, ερωτήµατα, νέες προοπτικές, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010. 30 Γ. Β. ∆ερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους, 1830-1920, τ. Α΄, Εστία, Αθήνα 2009, σελ. 625-643. 31 Κ. Κωστής, «Τα κακοµαθηµένα παιδιά της ιστορίας». Η διαµόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18

ος

– 21ος

αιώνας, Πόλις, Αθήνα 2013, σελ. 590-645. 32 Σ. Ριζάς, Η ελληνική πολιτική µετά τον εµφύλιο πόλεµο. Κοινοβουλευτισµός και δικτατορία, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σελ. 264-489. 33 Για ένα χρονικό των τελευταίων χρόνων πριν την κρίση βλ. Γ. Βούλγαρη, Η µοιραία πενταετία. Η

πολιτική της αδράνειας, 2004-2009, Πόλις, Αθήνα 2011 και Π. Καζάκος, Από τον ατελή εκσυγχρονισµό

στην κρίση…, σελ. 131-185.

1

Τι µπορεί να κάνει, όµως, τώρα το πολιτικό σύστηµα; Θα συνεχίσει σε αυτό το

βάλτωµα ή ενέχει στο εσωτερικό του τις δυνατότητες της αυτό-µεταρρύθµισής του;

Και θα επιχειρήσει την αυθυπέρβασή του µε ήπιο ή µε ριζοσπαστικό τρόπο;

Υπάρχουν δύο προτεινόµενοι δρόµοι: οι πολιτικές εκείνες δυνάµεις και οι

διανοούµενοί τους (κυρίως από τη µη κοµµουνιστική Αριστερά) που απαιτούν µια

ριζική πολιτική αλλαγή µε συνταγµατική αναθεώρηση µεγάλου βεληνεκούς. Και

υπάρχουν και οι λιγότερο ρηξικέλευθοι που δεν συµµερίζονται µια τέτοιας έκτασης

αλλαγή θεωρώντας την περισσότερο ένα µέσο εντυπωσιασµού, και πιστεύοντας ότι

το παρόν σύνταγµα δεν είναι η κύρια πηγή της σηµερινής µας κακοδαιµονίας (παρότι

θεωρούν ότι χρήζει επιµέρους τροποποιήσεων). Οι πρώτοι εκκινούνται από την

παραδοχή ότι για τα περισσότερα φταίει το σύνταγµα και ότι στην εκ βάθρων

αναθεώρησή του κρύβεται το µυστικό για την αλλαγή στο πολιτικό σύστηµα και στην

κοινωνία. Για τους ίδιους, µια ριζική αναθεώρηση του Συντάγµατος θα µας περνούσε

σε µια ∆’ Ελληνική ∆ηµοκρατία υποτίθεται αποκαθαρµένη από τις αµαρτίες τού

παρελθόντος. Οι δεύτεροι, αντιθέτως, πιστεύουν σε µια πιο «εντοπισµένη»

αναθεώρηση (σύµφωνα µε την έκφραση του Νίκου Αλιβιζάτου)34 εκεί όπου έχουν

ωριµάσει οι καταστάσεις και υπάρχει γενική συναίνεση για άµεση αλλαγή, όπως η

ευθύνη των υπουργών, η αναβάθµιση του ρόλου της Βουλής ή η ενίσχυση του

ρυθµιστικού ρόλου του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας ώστε να περιοριστεί η

σκανδαλώδης παντοδυναµία του πρωθυπουργικού αξιώµατος. Ποιες θεσµικές

παρεµβάσεις θα µπορούσαν να συµβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση; Για

παράδειγµα, η µείωση του αριθµού των βουλευτών στους 200 µε τον περιορισµό των

µεγάλων εκλογικών περιφερειών, όπως επίσης και η αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού

νόµου που είναι εξόχως άδικος µε όλα τα κόµµατα πλην του πρώτου (το γερµανικό

σύστηµα είναι µάλλον από τα πιο ταιριαστά στη σηµερινή πολιτική κατάσταση) θα

ήταν µια καλή αρχή. Λίγοι εξάλλου διαφωνούν, ένθεν κακείθεν, ότι το καθεστώς της

ασυλίας του βουλευτή και του υπουργού πρέπει να αλλάξει πλησιάζοντας σε αυτό

που ισχύει για οποιονδήποτε πολίτη της χώρας. Επίσης, απαραίτητη θα ήταν και η

ενίσχυση των δηµοκρατικών θεσµών µε τη µέθοδο του ελέγχου και των

εξισορροπήσεων όπως στο αµερικανικό σύστηµα, προκειµένου να περιοριστεί η

34 Ν.Κ. Αλιβιζάτος, Ποια δηµοκρατία για την Ελλάδα µετά την κρίση; Για την αποκατάσταση των

λέξεων και του νοήµατός τους, Πόλις, Αθήνα 2013. Ο ίδιος θεωρεί ότι σε δεύτερο χρόνο θα µπορούσε, µεταξύ άλλων, να συζητηθεί η ενίσχυση του ρυθµιστικού ρόλου του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας ή η πρόβλεψη, σε περίπτωση πρόωρης διάλυσης της Βουλής, το νέο βουλευτικό Σώµα να υποχρεούται να θητεύσει µόνο για όσο χρόνο υπολειπόταν για την ολοκλήρωση της προηγούµενης θητείας, σελ. 144-5.

1

υπερσυγκέντρωση και η διαφθορά της εξουσίας. Η κατάργηση του σταυρού

προτίµησης, η πραγµατική διαφάνεια στην χρηµατοδότηση της πολιτικής, οι

νοµοθετικές αρµοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας ιδίως σε καιρούς κρίσης, θα

µπορούσαν να προστεθούν στο σχετικό κατάλογο. Τέλος, αλλά εξίσου σηµαντικό,

δεν θα έβρισκε πολλούς αντίθετους ούτε η αποδυνάµωση του κοµµατισµού στη

δηµόσια διοίκηση (όχι των κοµµάτων γενικά που ως θεσµός εξακολουθούν να

αποτελούν πυλώνα της δηµοκρατικής ζωής αλλά των κοµµάτων ως οχήµατα

επαγγελµατικής καριέρας).

Κατά την άποψή µου, η πρόταση των ήπιων µεταρρυθµιστών αναφορικά µε τη

συνταγµατική αναθεώρηση είναι πιο γειωµένη στη σηµερινή ελληνική

πραγµατικότητα. Και τούτο διότι δεν θεωρώ ότι το σύνταγµα µπορεί να γιατρέψει

παθογένειες τις οποίες δεν µπορεί να αποβάλλει η ίδια η πραγµατικότητα της

πολιτικής πρακτικής και των πολιτικών υποκειµένων. Ορισµένες από τις παραπάνω

διορθωτικές κινήσεις θα µπορούσαν, βεβαίως, να αλλάξουν αρκετές πάγιες

στρεβλώσεις. Αλλά δεν αρκεί αυτό. Είδαµε ότι συχνά στη µεταπολίτευση, οι

παγιωµένες άτυπες πρακτικές υπερίσχυαν των τυπικών κανόνων και διαστρέβλωναν

την ουσία των θεσµών. Εκτός από αυτό το συνδυασµό στοχευµένων και καίριων

διορθώσεων από την πλευρά της πολιτικής ελίτ αναφορικά µε τους δηµοκρατικούς

θεσµούς, χρειάζεται και µια διαρκής πίεση από αυτό το αδόµητο µπλοκ των

υπεύθυνων πολιτών οι οποίοι φαίνεται να προηγούνται του σηµερινού πολιτικού

πεδίου, για το οποίο είναι άλλωστε οι ίδιοι ακόµη εν πολλοίς αόρατοι και µη

αναγνωρίσιµοι κοινωνικά. Η αλλαγή θα είναι αργόσυρτη και πιθανόν µε

πισωγυρίσµατα, θα επέλθει χωρίς εντυπωσιακές ανατροπές και ποµπώδεις

αναθεωρήσεις, δεν θα κριθεί στους δρόµους και δεν θα έχει «µεγάλους» ηγέτες για

µπροστάρηδες. Αν θα συµβεί θα είναι µέσα από τις θεσµικές κανονικότητες της

δηµοκρατίας µας που παραµένει το σηµαντικότερο επίτευγµα της µεταπολίτευσης, µε

όλες τις ελλείψεις που αναφέραµε. Η αλλαγή θα εξαρτηθεί, άλλωστε, και από το

ευρωπαϊκό περιβάλλον (τους ρυθµούς ανάπτυξης πανευρωπαϊκά, την εµβάθυνση του

ενωσιακού εγχειρήµατος, τη στάση των Βρυξελλών και της Γερµανίας ειδικά

απέναντι στο ζωτικό θέµα του ελληνικού δηµόσιου χρέους) µε το οποίο το ελληνικό

κράτος είναι στενά συνδεδεµένο. Κατά κύριο λόγο, βέβαια, θα αποτελέσει εθνική

υπόθεση. Το ζητούµενο είναι εδώ η εµφάνιση ενός εσωτερικού µεταρρυθµιστικού

πολιτικού υποκειµένου που θα αναλάβει εκείνο (µετά την τεχνοκρατική Τρόικα) τη

συνέχιση των αλλαγών, καταθέτοντας µια εθνική πρόταση µε ευρύτερη απήχηση και

1

νοµιµοποίηση. Μια τριπλή πρόταση: εκσυγχρονισµού της πολιτικής, αλλαγής του

παραγωγικού µοντέλου στην οικονοµία και πραγµατικής µεταρρύθµισης στην

παιδεία. Οι επικείµενες ευρωεκλογές (Μάιος 2014) θα είναι ένα πρώτο τεστ για

εκείνες τις νέες πολιτικές συσσωµατώσεις, κυρίως της κεντροαριστεράς και λοιπών

φιλελεύθερων κεντρώων, που προσπαθούν µε τις µικρές τους δυνάµεις να ανοίξουν

µόνες τους νέους δρόµους. Αλλά, είναι εµφανές ότι ο διχαστικός χαρακτήρας της

κρίσης παρότι συνήθως παρήγαγε ψευδεπίγραφα διλήµµατα (µνηµονιακοί-

αντιµνηµονιακοί, υπερδεξιοί-νεοκοµµουνιστές, ελιτιστές-λαϊκιστές, νεοφασίστες-

αντιφασίστες κλπ) που µικρή µόνο σχέση είχαν µε την ίδια την πραγµατικότητα, έχει

καταφέρει να συµπιέσει στη µανιχαϊστική λογική του εκείνες τις οιωνεί

µεταρρυθµιστικές δυνάµεις που θα άλλαζαν τους όρους του παιχνιδιού αν είχαν χώρο

να αναπτυχθούν. Οι δυνάµεις αυτές δεν έχουν χάσει, όµως, οριστικά το παιχνίδι. Η

εξάντληση των δυνάµεων του µανιχαϊσµού φαντάζει πολύ πιθανή µεσοπρόθεσµα,

είτε αυτό αφορά πολιτικές που δεν ξεµακραίνουν από το δρόµο του µνηµονίου (το

οποίο άλλωστε λήγει τον Ιούνιο του 2014) είτε υποτιθέµενα σχέδια πλήρους

ανατροπής των «πολιτικών λιτότητας» (εφόσον η παραµονή στην ευρωζώνη

προϋποθέτει τη συνέχιση µιας σφιχτής και σταθερά ελεγχόµενης δηµοσιονοµικής

πολιτικής από το κάθε κράτος µέλος, µέσα σε ένα πλαίσιο διαρκούς επιτήρησης από

την πλευρά των Βρυξελλών). Συνεπώς, τα αδιέξοδα θα φανούν σύντοµα, και τότε οι

πολιτικές αυτές εφεδρείες θα µπορούσαν να αποδειχτούν χρυσές.

Μια κοινωνία σε αναζήτησης µέλλοντος

Το πιο µεγάλο στοίχηµα θα παιχτεί, ωστόσο, στα «έγκατα» της κοινωνίας, εκεί που

οικοδοµούνται οι µηχανισµοί της όποιας δυναµικής της και νοµιµοποιούνται στο

φαντασιακό οι κυρίαρχες κατευθύνσεις της. Εκεί, εντέλει, που µορφοποιούνται οι

αυθεντικές εκφάνσεις της ζωής, για να µετασχηµατιστούν κατόπιν σε εθνικές

ιδιοπροσωπίες, περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέρουσες. Το γνωρίζουµε αυτό από τη

δεκαετία του ’60, την τελευταία περίοδο κατά την οποία η ελληνική κοινωνία

διατηρούσε ακόµη µια αναγνωρίσιµη ταυτότητα, όσο κι αν η αστικοποίηση και η

άνοδος του βιοτικού της επιπέδου (και των συνεπακόλουθων καταναλωτικών της

συνηθειών) είχαν αλλοιώσει ορισµένα από τα παλαιότερα χαρακτηριστικά της.

Επρόκειτο για µια κοινωνία µε ακόµη έντονη την ηθική τής εργασίας (έστω κι αν

αυτή πλησίαζε στα λαϊκά στρώµατα περισσότερο την ηθική του καταφερτζή

πολυτεχνίτη), που διατηρούσε ενεργά τα άτυπα δίκτυα αλληλοβοήθειας στο άστυ,

2

που κατάφερνε να συγκροτεί χειραφετηµένες συλλογικότητες όπως η νεολαία

Λαµπράκη (στην πρώτη της φάση τουλάχιστον), που βίωνε µια αυθεντική ζωή στην

ακόµη τότε παρθένα ύπαιθρο, που τρεφόταν υγιεινά (στη βάση της µεσογειακής

κουζίνας που τόσο εκθειάστηκε από τους ξένους, κατόπιν) παρότι φτωχή, που ήξερε

να ζει τη φτώχεια της µε περηφάνια και αξιοπρέπεια, που παρήγαγε ενδιαφέρουσα

τέχνη (στη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και κυρίως στην ποίηση, οριακά και στον

κινηµατογράφο, µολονότι κυρίως τον εµπορικό), παρότι αναγνωριζόταν πρωτίστως

στην αλήθεια των λαϊκών της δηµιουργηµάτων όπως π.χ. της αρχιτεκτονικής των

Κυκλάδων και των µικρών σπιτιών (που τόσο θαύµαζε ο Λε Κορµπουζιέ) και πάνω

από όλα στο λαϊκό τραγούδι, η ποιότητα και η ποικιλοµορφία του οποίου δεν είχε

προηγούµενο. Ήταν µε άλλα λόγια µια κοινωνία, που παρότι βρισκόταν σε µετάβαση

προς τη νεωτερικότητα, ήταν επαρκώς αναγνωρίσιµη, είχε µια ιδιοσυστασία

ξεχωριστή που λειτουργούσε, εξ ου και προκαλούσε το ενδιαφέρον των ξένων, έστω

κι ως «εξωτικό πουλί».

Όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν από την περίοδο της δικτατορίας των

συνταγµαταρχών. Το άρρητο κοινωνικό συµβόλαιο που επέβαλε το αυταρχικό

καθεστώς στη σχέση του µε την πλειοψηφία του πληθυσµού ο οποίος συµβιβάστηκε

και ανέχτηκε τη δικτατορία (ιδίως στην ύπαιθρο όπου η αποδοχή ήταν µεγαλύτερη),

ήταν επίσης λαϊκιστικό στην ουσία του. Παρέχοντας προνόµια και στήριξη σε

διάφορες οµάδες του πληθυσµού και σε διάφορες δραστηριότητες, όπως ο τουρισµός,

οι οικοδοµικές δραστηριότητες ή η βιοµηχανία και ο αγροτικός τοµέας (χωρίς κανένα

σχεδιασµό και µε αµφίβολες µεθόδους, όπως οι επιδοτήσεις και τα διαβόητα

«θαλασσοδάνεια»), το καθεστώς αφενός εφάρµοσε πρώτο την τακτική τής ραγδαίας

αύξησης των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης στο όνοµα υποτίθεται της ανάπτυξης

(στην ουσία µιας επίπλαστης ευηµερίας), αφετέρου δηµιούργησε ένα πρότυπο

«µικροµεσαίου» επιχειρηµατία που δεν πληρώνει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές,

που αυθαιρετεί συστηµατικά, που παρέχει χαµηλής ποιότητας υπηρεσίες στους

πελάτες του, που δεν είναι ανταγωνιστικός, που διεκδικεί από το κράτος τα πάντα

χωρίς ο ίδιος να προσφέρει σχεδόν τίποτα35. Στο ατοµικό επίπεδο, η πρώτη επίπτωση

της συνενοχής είναι ο ηθικός αποπροσανατολισµός του προσώπου που εµπλέκεται σε

αυτή. Ποτέ δεν θα µπορέσει να είναι ξανά ο ίδιος. Τι θα ήθελε να είναι από τότε και

µετά ο Έλληνας, εκτός από καταναλωτής υλικών αγαθών και υπηρεσιών, εκτός από

35 Π. Καζάκος, Ανάµεσα σε Κράτος και Αγορά. Οικονοµία και οικονοµική πολιτική στη

µεταπολεµική Ελλάδα, 1994-2000, Πατάκη, Αθήνα 2001, σελ. 267-292.

2

διεκδικητής «δικαιωµάτων» και υπερασπιστής «κεκτηµένων»; Ποιά ταυτότητα τον

επικαθόριζε εκτός από µια ψευδεπίγραφη «εθνική περηφάνια», σε έναν κόσµο που

άλλαζε ταχύτατα, που απαιτούσε εξωστρέφεια και όχι περιχαράκωση; Λίγοι,

ελάχιστοι ήταν οι διανοούµενοι που έθεσαν µε την ακρίβεια και την ένταση που τους

ταίριαζε τα ερωτήµατα αυτά -πέραν των λαϊκιστικών φωνών είτε από τα Αριστερά

είτε από τα ∆εξιά που διαστρέβλωναν το ζήτηµα- και όπως ήταν φυσικό οι φωνές

τους πνίγηκαν κάτω από τη βοή του «λαού»36. Η σηµερινή επικρατούσα ανοµία, ήτοι

η ανυπαρξία ενός µπούσουλα που θα κάνει την κοινωνία να θέτει, αν µη τι άλλο, όρια

στο διεκδικητικό της πάθος, είναι το αποτέλεσµα αυτής ακριβώς της ιστορικής

διαδικασίας.

Η υιοθέτηση ενός νέου καθοδηγητικού µίτου για την ελληνική κοινωνία -που µάλιστα

θα είναι γέννηµα εκείνης της κοινωνικής πρακτικής που στοχεύει στην αλλαγή και

όχι δηµιούργηµα µόνο των πολιτικών της ελίτ, όχι δηλαδή µια νέα «εθνική ιδέα»-,

απαιτεί πράγµατι την πάλη µε την ίδια την ενόρµηση του θανάτου και της

αυτοκαταστροφής που µοιάζει να έχει κατακυριεύσει τις πράξεις των Ελλήνων.

Απαιτεί επίσης και τη ρήξη µε όσες από τις προηγούµενες χρεωκοπηµένες

ιδεολογικές αφηγήσεις συνεχίζουν να κανοναρχούν το δηµόσιο διάλογο και τις

ατοµικές συνειδήσεις. Πράγµατι, µετά τον εθνικό µύθο της Μεγάλης Ιδέας που

τροφοδοτούσε µε όνειρα και φαντασιώσεις τον πρώτο αιώνα της ζωής του ελληνικού

κράτους, τον ατελή µύθο της ελληνικότητας που συντρόφευσε τη γενιά του

µεσοπολέµου, το µύθο της ανασυγκρότησης/ανάπτυξης που έθρεψε τις πληγές της

µετεµφυλιακής κοινωνίας, και το µύθο του εκδηµοκρατισµού/εκσυγχρονισµού που

έδωσε φτερά στη γενιά της µεταπολίτευσης, η σηµερινή κοινωνία της χρεοκοπίας

στερείται ενός συνεκτικού αφηγήµατος που να ανατάσσει πειστικά το παρόν και να

προβάλλει σε ένα ιδεατό µέλλον. Το βασικότερο πρόβληµα έγκειται στο ότι

εξακολουθούµε να βρισκόµαστε στον αστερισµό των ξεπερασµένων αυτών µύθων-

ιδεολογικών αφηγήσεων, οι οποίοι επανέρχονται µεν κατά καιρούς αλλά µόνο ως

φάρσα της ιστορίας. Ούτε η εθνικιστική ιδεολογία (που δεν πρέπει να ταυτίζεται µε

τον πατριωτισµό), ως κυρίαρχη και καθοδηγητική ιδεολογία, µπορεί να έχει ιδιαίτερη

ισχύ στην εποχή των διάτρητων συνόρων, των ανοικτών αγορών37 και των ψηφιακών

36 Ένας από τους κυριότερους, ο οποίος εντόπισε από την αρχή της µεταπολίτευσης το έλλειµµα αυτό ήταν, όπως ήδη ειπώθηκε, ο ∆. Χατζής, βλ, Το πρόσωπο του νέου ελληνισµού…. 37 Μία αξεπέραστη αντίφαση της υπερεθνικιστικής ∆εξιάς σήµερα είναι ότι ενώ θέλει να υψώσει φραγµούς στα σύνορα όσον αφορά τη διακίνηση των ανθρώπων και των πολιτισµικών αγαθών, δεν έχει καµία ευαισθησία να κάνει το ίδιο για το οικονοµικό κεφάλαιο και τα προϊόντα του.

2

διασυνδέσεων, όπως ούτε η αναζήτηση µίας απατηλής ελληνικότητας χωρίς

ουσιαστικό περιεχόµενο, ούτε το προσκύνηµα στην ιδέα της αναπτυξιοκρατίας

(developmentalism) σε καιρούς παρατεταµένης οικονοµικής κρίσης, ούτε η

προσήλωση στην εξισωτική κουλτούρα της Μεταπολίτευσης η οποία, αλίµονο, µάς

έχει δείξει περίτρανα πια τα αδιέξοδά της.

Η Ελλάδα καλείται σήµερα να έρθει σε σύγκρουση µε το ίδιο το ιστορικό της

παρελθόν, κυρίως µε την κυρίαρχη αναπαράστασή του. Μια αναπαράσταση που έχει

γίνει δυσβάστακτη για τους σηµερινούς Έλληνες. Η εθνική µας ιστορία

αντιµετωπίζεται από το συλλογικό ασυνείδητο ως επεισόδια σε µία µακραίωνη στο

χρόνο «ελληνική τραγωδία», γεµάτη πολέµους, κατοχές, δικτατορίες, φτώχεια,

µιζέρια και ξενική εξάρτηση. Εξ ου και η εµµονή µε τη νοσταλγία των «χαµένων

πατρίδων» που παραπέµπει υποτίθεται στην προ-εθνική και «κοσµοπολίτικη»

περίοδο του «µείζονος ελληνισµού» ο οποίος µεγαλουργούσε στο Λεβάντε. Αντίθετα,

η προβολή των ιστορικών επιτευγµάτων του «εθνικού κράτους» είτε αποσιωπάται

είτε αφήνεται στα χέρια της εθνικιστικής πτέρυγας που έχει αυτοανακηρυχθεί σε

γραφικό και ενίοτε επικίνδυνο φύλακα των «Θερµοπυλών» µας. Πόσο συχνά

επισηµαίνεται για παράδειγµα από διανοούµενους και δηµοσιολογούντες ότι η

ελληνική επανάσταση του 1821 υπήρξε το πρώτο νικηφόρο εθνικό κίνηµα στην

οθωµανική αυτοκρατορία ή ότι η βαλκανική Ελλάδα, σε αντίθεση µε τους γείτονές

της και παρόλα τα προβλήµατά της, έχει καταφέρει να βρίσκεται σήµερα στο πρώτο

βαγόνι των πιο αναπτυγµένων κρατών του ΟΟΣΑ (έστω και στις τελευταίες θέσεις);

Όσα ιστορικά υποκείµενα προχωρούν µε δυναµισµό, οφείλουν να στρέφουν προς τα

πίσω το βλέµµα µόνο για να κατανοήσουν το παρόν και να νιώσουν λαχτάρα για το

µέλλον, όχι για να κλαυθµυρίζουν για τα δεινά που κατά καιρούς τους βρήκαν.

Η ψυχοπαθολογία αυτή των Ελλήνων είναι, µεταξύ των άλλων, που δικαιολογεί στο

συνειδητό επίπεδο και την υποταγή σε µια δήθεν συλλογική µοίρα κι έναν εθνικό

χαρακτήρα που υποτίθεται είναι αδύνατον να αλλάξουν. Αν θέλουµε όµως να

χαράξουµε έναν ιδιαίτερο δρόµο στο σύγχρονο κόσµο, θα πρέπει να υπερβούµε το

δίληµµα υπέρ ή κατά του Μνηµονίου, όπως επίσης και να διαχωρίσουµε τις

ενδογενείς αιτίες της εθνικής µας κρίσης (σε όλα τα επίπεδά της) από τα επίσης

κρίσιµα προβλήµατα του διεθνούς περιβάλλοντος. Θα πρέπει η κρίση του τραπεζικού

συστήµατος στις ΗΠΑ και η κρίση του ευρώ στην Ευρώπη (που έχει πολλές και

διαφορετικές διαστάσεις σε κάθε εθνικό πλαίσιο) να µη γίνει το άλλοθι για να

κρυφτεί πίσω από αυτό η ιδιαιτερότητα του ελληνικού προβλήµατος που αφορά

2

πάγιες στρεβλώσεις στο πολιτικό και κοινωνικό του µεταπολιτευτικό µοντέλο, όπως

είδαµε. Ειδάλλως, καταγγέλλοντας συνεχώς και αορίστως το «παγκόσµιο

καπιταλιστικό κεφάλαιο» και τους «κερδοσκόπους» δεν θα µπορέσουµε ποτέ να

εντοπίσουµε, να ερµηνεύσουµε και να υπερβούµε τα εσωτερικά αίτια που τρέφουν

διαχρονικά το πρόβληµά µας.

Οφείλουµε λοιπόν να αναδείξουµε και να αναβιώσουµε τις πλευρές εκείνες της

ιστορικής µας ιδιοσυστασίας που έδωσαν τη δυνατότητα σε µια κοινωνία µε αρκετές

αρχαϊκές πλευρές να ενταχθεί, µέσα από άλµατα και πισωγυρίσµατα, στο σύγχρονο

κόσµο, στο µήκος του 20ου αιώνα. Την τελευταία 5ετία, οι Έλληνες

κινηµατογραφιστές (ο Φίλιππος Τσίτος, ο Γιώργος Λάνθιµος, ο Αλέξανδρος

Αβρανάς, ο Πάνος Κούτρας, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, και άλλοι το ίδιο νέοι ή και

νεώτεροι συνάδελφοί τους), για παράδειγµα, δείχνουν να στοχάζονται µε βαθύ τρόπο

την ελληνική πραγµατικότητα (και καθόλου τυχαία, ειδικά την ελληνική οικογένεια),

το δε βλέµµα αυτό να τυγχάνει αναγνώρισης στα διεθνή φεστιβάλ και στο ξένο

κινηµατογραφόφιλο κοινό (βλ. Ακαδηµία Πλάτωνος, Κυνόδοντας, Miss Violence,

Στρέλλα, Attenberg κ.ά). Το έχουµε δει αυτό το φαινόµενο και σε άλλες χώρες που

βρίσκονταν σε φάση επανεφεύρεσης του εαυτού τους: το Ιράν, η Τουρκία, οι χώρες

της νοτιοανατολικής Ασίας έχουν δώσει καταπληκτικά δείγµατα γραφής στον

κινηµατογράφο, σε εκείνο το είδος της τέχνης δηλαδή που έχει σήµερα πάρει τη θέση

που είχε το µυθιστόρηµα-ποταµός το 19ο αιώνα ως εργαλείο συγκρότησης

συλλογικών αναπαραστάσεων. Κατά έναν τρόπο, αν και πιο αποσπασµατικό και

καθόλου επικό, το σινεµά παίζει στην ύστερη νεωτερικότητα το ρόλο που είχαν τα

κλασικά µυθιστορήµατα το 19ο αιώνα: αναδιατυπώνει το συλλογικό αφήγηµα

αναδεικνύοντας κοινωνικούς τύπους και συµβάλλοντας στην παγίωση µιας

συλλογικής αυτοσυνείδησης µε ταυτόχρονη ανάδειξη της ιστορικότητας (δηλαδή της

περατότητας) των υποκειµένων.

∆εν υπάρχει τίποτα πιο υγιές σε µια κοινωνία από το να στοχάζεται το µέλλον της,

και ιδίως να αισιοδοξεί επειδή πιστεύει στις δυνάµεις της. Στην Ελλάδα η αισιοδοξία

ήταν διάχυτη ιδίως στα αστικά στρώµατα τη δεκαετία του Τρικούπη το 19ο αιώνα,

όπου έγινε για πρώτη φορά µια οργανωµένη προσπάθεια εκσυγχρονισµού τού

κράτους και της κοινωνίας, µετά πάλι τη βενιζελική δεκαετία των βαλκανικών

πολέµων (παρά τον εθνικό διχασµό, που στην ουσία του όµως αντιπαρέθετε δύο

διαφορετικούς δρόµους εθνικής επέκτασης και ανάπτυξης) καθώς και στην πρώτη

πενταετία της δεκαετίας του 1940, όπου υπήρξε το όραµα µιας άλλης κοινωνίας,

2

έστω κι αν αυτό αποδείχτηκε απατηλό. Ύστερα, πάλι, τη δεκαετία του 1960, µε την

(εντέλει χαµένη) πολιτιστική άνοιξη, και τέλος την πρώτη δεκαετία της

Μεταπολίτευσης όπου η προοπτική ενός βαθέος εκδηµοκρατισµού, για πρώτη φορά

στην ιστορία του κράτους, ήταν από µόνη της δύναµη συλλογικού ενθουσιασµού σε

µια κοινωνία διψασµένη (και δικαίως) για δικαιώµατα. Για λίγο, φάνηκε να

αναθερµαίνεται ο ενθουσιασµός και την πρώτη τετραετία Σηµίτη, όπου η σοβαρή και

οργανωµένη δηµοσιονοµική προετοιµασία για την είσοδο στην ευρωζώνη και η

βελτίωση της αξιοπιστίας της χώρας στην Ε.Ε. έδειξαν ότι η δουλειά βάσει σχεδίου

και η αυστηρή προσήλωση στους στόχους µπορούν να οδηγήσουν σε εθνικές

επιτυχίες ωφέλιµες για το σύνολο της κοινωνίας. Τα όποια διλήµµατα είχαν τεθεί σε

καθεµία από τις προηγούµενες περιπτώσεις (αντίσταση/συνεργασία µε τον εχθρό,

∆ηµοκρατία/αυταρχισµός, εκσυγχρονισµός/συντήρηση) περιείχαν πραγµατική ουσία

στο φαντασιακό επίπεδο (στο πεδίο της πραγµατικής κοινωνίας οι αντιθέσεις ήταν

πιο σύνθετες) διότι εµπεριέκλειαν έναν τρόπο της κοινωνίας να κοιτάζει το µέλλον

της.

Κάπως έτσι είναι αναγκαίο να κατανοήσουµε σήµερα τη σχέση µας µε το µέλλον: ως

ένα ευρωπαϊκό κράτος και µια δυτική κοινωνία που παλεύει να ξαναβρεθεί σε µια

δηµιουργική σχέση µε τον έξω κόσµο, ιδίως µε το «σύµπαν» της Ε.Ε., στη βάση της

εθνικής µας αυτογνωσίας ως βασική προϋπόθεση για να δώσουµε το ιδιαίτερο στίγµα

µας σε έναν κόσµο που είναι µαζί και ταυτοχρόνως «τοπικός» και «παγκόσµιος».

***