Συγκρότηση Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών για τη...

17
1 Συγκρότηση Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών για τη Διαχείριση Παράκτιων Ζωνών Ε. Δημοπούλου, Λέκτορας Ε.Μ.Π. Θ. Αβαγιανού, Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Ε.Μ.Π. Π. Ζεντέλης, Αναπληρωτής Καθηγητής Ε.Μ.Π. Τομέας Τοπογραφίας, Σχολή Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών Ε.Μ.Π. Περίληψη Ο παράκτιος χώρος διεθνώς, αλλά και ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου συνιστά σημαντικής έκτασης και σπουδαιότητας ζώνη, συγκεντρώνει πλήθος ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, με επίδραση στην ποιότητα και βιοποικιλότητα των οικοσυστημάτων και με συνεχή υποβάθμιση του γενικότερου περιβάλλοντος. Η διαχείριση της παράκτιας ζώνης στη χώρα μας, χαρακτηρίζεται από διάχυση αρμοδιοτήτων και έλλειψη συντονισμού στο επίπεδο του σχεδιασμού και του ελέγχου των φυσικών και ανθρωπογενών δραστηριοτήτων. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων και η αξιοποίηση του παράκτιου χώρου στην Ελλάδα, επιχειρείται να αντιμετωπισθεί μέσα από το πλαίσιο Ολοκληρωμένης Διαχείρισης της Παράκτιας Ζώνης (ΟΔΠΖ), που περιλαμβάνει την εμπλοκή σχετικών οικονομικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών και αναπτυξιακών φορέων και τη λήψη αποφάσεων, μέσα από μία μεθοδολογία συμμετοχικού σχεδιασμού (CEC 1998). Η προσέγγιση αυτή αφορά ταυτοχρόνως τον προγραμματισμό και τη διαχείριση των παράκτιων πόρων και του παράκτιου χώρου, σε μια δυναμικά εξελισσόμενη διαδικασία. Στον προγραμματισμό αυτό, εκτός των αναγκαίων συνεργιών διαχείρισης, κρίνεται αναγκαία η σαφής οριοθέτηση της παράκτιας ζώνης και η κλιμάκωση του τρόπου διαχείρισής της, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει. Στην κατεύθυνση αυτή, σημαντικό ρόλο παίζει η χρήση τεχνολογιών κι επιστημονικών εργαλείων, που θα υποστηρίζουν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, με τη συγκρότηση αξιόπιστου πληροφοριακού υποβάθρου, που θα περιλαμβάνει δεδομένα γεωγραφικά, γεωμορφολογικά, χρήσεων γης, περιβαλλοντικά, υποδομών, οικονομικά, οικιστικής ανάπτυξης κ.ά. Στην εργασία αυτή, επιχειρείται η συγκρότηση ενός συστήματος πληροφοριών για την παράκτια ζώνη της Νήσου Λέσβου, με χρήση τεχνολογίας Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. Σκοπός του συστήματος είναι να δώσει στους ενδιαφερόμενους φορείς/ χρήστες του, τη δυνατότητα συνολικής αξιολόγησης των διαφόρων δραστηριοτήτων και εκτίμησης των εναλλακτικών σεναρίων ολοκληρωμένης διαχείρισης της παράκτιας ζώνης της περιοχής μελέτης, αλλά και ευρύτερα συμπεράσματα για τον ευαίσθητο παράκτιο χώρο. Το σύστημα συγκροτήθηκε για τη συγκεκριμένη εφαρμογή, θεμελιωμένο σε μία εκτεταμένη βάση δεδομένων, παρέχοντας μια συνολική εικόνα για τον τρόπο ανάπτυξης και αξιοποίησης/ εκμετάλλευσης της παράκτιας ζώνης. Η περιοχή μελέτης που επελέγη καταλαμβάνει τα 2/3 του νησιού και παρουσιάζει εύρος δραστηριοτήτων και υποδομών, καθώς και ιστορική, οικιστική και πολιτισμική ποικιλομορφία, σε συνδυασμό και συχνά σε σύγκρουση, με ένα πλούσιο γεωμορφολογικά και οικολογικά περιβάλλον. Επιπλέον, συγκεντρώθηκε και καταγράφηκε το γενικότερο αλλά και το ειδικότερο για την περιοχή μελέτης θεσμικό πλαίσιο των παράκτιων ζωνών, καθώς και οι αναπτυξιακές δράσεις, όπως προκύπτουν από τα σχετικά προγράμματα και τις επιλογές πολιτικής γης. 1. Εισαγωγή Πεδίο έρευνας της εργασίας αποτελεί η συγκρότηση συστήματος πληροφοριών της παράκτιας ζώνης της Νήσου Λέσβου, με σκοπό ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και

Transcript of Συγκρότηση Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών για τη...

1

Συγκρότηση Γεωγραφικού Συστήµατος Πληροφοριών για τη ∆ιαχείριση Παράκτιων Ζωνών

Ε. ∆ηµοπούλου, Λέκτορας Ε.Μ.Π.

Θ. Αβαγιανού, Αγρονόµος Τοπογράφος Μηχανικός Ε.Μ.Π. Π. Ζεντέλης, Αναπληρωτής Καθηγητής Ε.Μ.Π.

Τοµέας Τοπογραφίας, Σχολή Αγρονόµων και Τοπογράφων Μηχανικών Ε.Μ.Π.

Περίληψη Ο παράκτιος χώρος διεθνώς, αλλά και ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου συνιστά σηµαντικής έκτασης και σπουδαιότητας ζώνη, συγκεντρώνει πλήθος ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, µε επίδραση στην ποιότητα και βιοποικιλότητα των οικοσυστηµάτων και µε συνεχή υποβάθµιση του γενικότερου περιβάλλοντος. Η διαχείριση της παράκτιας ζώνης στη χώρα µας, χαρακτηρίζεται από διάχυση αρµοδιοτήτων και έλλειψη συντονισµού στο επίπεδο του σχεδιασµού και του ελέγχου των φυσικών και ανθρωπογενών δραστηριοτήτων. Η αντιµετώπιση των προβληµάτων και η αξιοποίηση του παράκτιου χώρου στην Ελλάδα, επιχειρείται να αντιµετωπισθεί µέσα από το πλαίσιο Ολοκληρωµένης ∆ιαχείρισης της Παράκτιας Ζώνης (Ο∆ΠΖ), που περιλαµβάνει την εµπλοκή σχετικών οικονοµικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών και αναπτυξιακών φορέων και τη λήψη αποφάσεων, µέσα από µία µεθοδολογία συµµετοχικού σχεδιασµού (CEC 1998). Η προσέγγιση αυτή αφορά ταυτοχρόνως τον προγραµµατισµό και τη διαχείριση των παράκτιων πόρων και του παράκτιου χώρου, σε µια δυναµικά εξελισσόµενη διαδικασία. Στον προγραµµατισµό αυτό, εκτός των αναγκαίων συνεργιών διαχείρισης, κρίνεται αναγκαία η σαφής οριοθέτηση της παράκτιας ζώνης και η κλιµάκωση του τρόπου διαχείρισής της, ανάλογα µε τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει. Στην κατεύθυνση αυτή, σηµαντικό ρόλο παίζει η χρήση τεχνολογιών κι επιστηµονικών εργαλείων, που θα υποστηρίζουν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, µε τη συγκρότηση αξιόπιστου πληροφοριακού υποβάθρου, που θα περιλαµβάνει δεδοµένα γεωγραφικά, γεωµορφολογικά, χρήσεων γης, περιβαλλοντικά, υποδοµών, οικονοµικά, οικιστικής ανάπτυξης κ.ά.

Στην εργασία αυτή, επιχειρείται η συγκρότηση ενός συστήµατος πληροφοριών για την παράκτια ζώνη της Νήσου Λέσβου, µε χρήση τεχνολογίας Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών. Σκοπός του συστήµατος είναι να δώσει στους ενδιαφερόµενους φορείς/ χρήστες του, τη δυνατότητα συνολικής αξιολόγησης των διαφόρων δραστηριοτήτων και εκτίµησης των εναλλακτικών σεναρίων ολοκληρωµένης διαχείρισης της παράκτιας ζώνης της περιοχής µελέτης, αλλά και ευρύτερα συµπεράσµατα για τον ευαίσθητο παράκτιο χώρο. Το σύστηµα συγκροτήθηκε για τη συγκεκριµένη εφαρµογή, θεµελιωµένο σε µία εκτεταµένη βάση δεδοµένων, παρέχοντας µια συνολική εικόνα για τον τρόπο ανάπτυξης και αξιοποίησης/ εκµετάλλευσης της παράκτιας ζώνης. Η περιοχή µελέτης που επελέγη καταλαµβάνει τα 2/3 του νησιού και παρουσιάζει εύρος δραστηριοτήτων και υποδοµών, καθώς και ιστορική, οικιστική και πολιτισµική ποικιλοµορφία, σε συνδυασµό και συχνά σε σύγκρουση, µε ένα πλούσιο γεωµορφολογικά και οικολογικά περιβάλλον. Επιπλέον, συγκεντρώθηκε και καταγράφηκε το γενικότερο αλλά και το ειδικότερο για την περιοχή µελέτης θεσµικό πλαίσιο των παράκτιων ζωνών, καθώς και οι αναπτυξιακές δράσεις, όπως προκύπτουν από τα σχετικά προγράµµατα και τις επιλογές πολιτικής γης.

1. Εισαγωγή Πεδίο έρευνας της εργασίας αποτελεί η συγκρότηση συστήµατος πληροφοριών της παράκτιας ζώνης της Νήσου Λέσβου, µε σκοπό ένα ολοκληρωµένο σύστηµα διαχείρισης και

2

ανάπτυξης της παράκτιας ζώνης. Για τη διεκπεραίωση του συγκεκριµένου θέµατος, θα ακολουθήσουν µια σειρά ορισµών και θεωρητικού πλαισίου που διέπει τις παράκτιες περιοχές της Ευρώπης, Ελλάδας και εν τέλει της Λέσβου, ενώ παρατίθεται και η µεθοδολογία πραγµατοποίησης της βάσης δεδοµένων (συλλογή, επεξεργασία, ανάλυση, αξιολόγηση) και τελικά η οπτικοποίηση της υπάρχουσας κατάστασης.

1.1 Ορισµός της Παράκτιας Ζώνης Ο παράκτιος χώρος αποτελεί ένα ιδιόµορφο και ευαίσθητο οικοσύστηµα που συντίθεται από τρία στοιχεία: τη θάλασσα, την ξηρά και τον αέρα. Η ακτογραµµή ορίζεται ως ο χώρος όπου αλληλεπιδρούν τα τρία αυτά στοιχεία.

Ή αλλιώς, «παράκτια ζώνη είναι το χερσαίο και γειτονικό θαλάσσιο τµήµα (υδάτινο και βυθός), στο οποίο οι χερσαίες διεργασίες επηρεάζουν άµεσα τις θαλάσσιες διεργασίες και αντίστροφα. Αποτελεί µια ζώνη µεταβλητού εύρους που συνορεύει (περιβάλλει /περικλείει) την ηπειρωτική, τη νησιωτική χώρα και τις λίµνες. Λειτουργικά ορίζεται σαν τη ζώνη µεταβίβασης από την ξηρά στη θάλασσα, όπου η παραγωγή, η κατανάλωση και οι διεργασίες ανταλλαγής, έχουν τις υψηλότερες τιµές τους. Οικολογικά αποτελεί περιοχή δυναµικών βιοµηχανικών διεργασιών µε ορισµένης δυναµικότητας υποστήριξη διαφόρων µορφών ανθρώπινης ζωής».

Οι παράκτιες περιοχές είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος τόσο από οικολογική άποψη λόγω της βιοποικιλότητάς τους, όσο και λόγω του πλούτου των γεωµορφολογικών χαρακτηριστικών τους. 1.2 Σηµασία της Παράκτιας Ζώνης Ο συνδυασµός των στοιχείων του αέρα, νερού και ξηράς δηµιουργεί ιδιαίτερο περιβάλλον, µε µεγάλη ποικιλία στις γεωλογικές και γεωµορφολογικές του δοµές, φιλοξενεί ένα σηµαντικό αριθµό παράκτιων οικοτόπων, πλούσιων σε φυτικά και ζωικά είδη, ενώ ένα σηµαντικό ποσοστό του πληθυσµού και των δραστηριοτήτων αναπτύσσεται στον παράκτιο χώρο.

Τα ποικίλα οικοσυστήµατα του παράκτιου χώρου αποτελούν περιοχές µε ιδιαίτερη οικονοµική, πολιτιστική και αισθητική αξία. Ελληνικά παράκτια οικοσυστήµατα όπως οι υγρότοποι, τα δέλτα και οι εκβολές των ποταµών, τα αλµυρά έλη, τα ρηχά νερά, οι λιµνοθάλασσες και οι θαµνώνες, αποτελούν τα πιο παραγωγικά από οικολογικής απόψεως οικοσυστήµατα και το ενδιαίτηµα µεγάλης ποικιλίας ειδών πουλιών, θηλαστικών και θαλάσσιων ειδών, η επιβίωση των οποίων είναι πολύτιµη για τη διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας και προστατεύεται συνήθως από διεθνείς συµβάσεις (όπως Natura 2000).

Το µήκος της ακτογραµµής του ελληνικού χώρου εκτείνεται σε 15.000 χλµ. περίπου και κατανέµεται τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα νησιωτικά συµπλέγµατα του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους (7.300 χλµ. ανήκουν στην ηπειρωτική χώρα και 7.700 στο νησιωτικό χώρο) (Αυγερινού 2005). Η Ελλάδα µε τα 132.000 τετρ. χιλ., παρουσιάζει µία από τις µεγαλύτερες αναλογίες ακτών στην Ευρώπη. Ένα σηµαντικό µέρος των πεδινών άρα και αξιοποιήσιµων εδαφών βρίσκεται ουσιαστικά στον παράκτιο χώρο. Το 30% των ακτών είναι ιζηµατογενείς και το υπόλοιπο 70% προϊόν διάβρωσης (Κοκκώσης 1999).

Παράλληλα µε το ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον, έντονη είναι και η ανάπτυξη ανθρώπινων οικονοµικών και κοινωνικών δράσεων στις παράκτιες περιοχές, καθώς περισσότερο από τα 2/3 του ανθρώπινου πληθυσµού ζει και δραστηριοποιείται στην παράκτια ζώνη. Ο ελληνικός παράκτιος χώρος παρουσιάζει ποικιλία φυσικών χαρακτηριστικών και φιλοξενεί πλήθος ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως γεωργία, αλιεία, τουρισµό, βιοµηχανία, εµπόριο, ενώ παράλληλα συγκεντρώνει σηµαντικές υποδοµές µεταφορών, ενέργειας και προστασίας περιβάλλοντος. Επιπλέον, ο ελληνικός παράκτιος χώρος παρουσιάζει µεγάλη ιστορική και πολιτισµική ποικιλότητα, τόσο σε αρχαιολογικούς και ιστορικούς τόπους και µνηµεία, όσο και σε νεώτερους οικισµούς.

3

Συνοπτικά αναφέρονται οι πολλαπλοί παράγοντες που καθορίζουν τις παράκτιες περιοχές:

• Η σηµαντική βιοποικιλότητα που αναπτύσσεται σε αυτές, τόσο λόγω των ευνοϊκών συνθηκών που επικρατούν, όσο και για το ότι πρόκειται για ένα χώρο όπου αλληλεπιδρούν δύο είδη οικοσυστηµάτων, τα χερσαία και τα θαλάσσια.

• Η αξιόλογη γεωµορφολογική άποψη, µια που εδώ συναντώνται αµµώδεις, βραχώδεις παραλίες, δέλτα ποταµών, υδροβιότοποι, λόφοι και νησίδες. Στις περιοχές αυτές, που µπορεί να εµφανίζουν ταυτόχρονα πολλά από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, είναι λογικό να αναπτύσσονται σηµαντικά οικοσυστήµατα και φυσικοί πόροι.

• Οι φυσικές διεργασίες που λαµβάνουν χώρα σε τέτοιες περιοχές, όπως για παράδειγµα οι µηχανισµοί φερτών υλών, κλιµατολογικά συστήµατα σε σχέση µε τις αντίστοιχες ακτές και τις υδρολογικές λεκάνες.

• Οι µοναδικές δυνατότητες ανάπτυξης ανθρώπινων δραστηριοτήτων, κυρίως λόγω όλων των παραπάνω τους χαρακτηριστικών τους και του πλούτου των φυσικών πόρων που διαθέτουν.

• Η αναψυχή και ο τουρισµός, δραστηριότητες των οποίων ιδεώδης χώρος ανάπτυξης είναι οι ακτές.

Σε µια κρίσιµη λοιπόν ζώνη λίγων χιλιοµέτρων, συγκεντρώνεται πλήθος ανθρώπινων δραστηριοτήτων και σηµαντικό µέρος των υποδοµών, µεταφορών και συγκοινωνιών. 1.3 Πιέσεις στην Παράκτια Ζώνη Η συνύπαρξη σηµαντικών παράκτιων οικοσυστηµάτων και ανθρώπινων δραστηριοτήτων δηµιουργεί µια σειρά από συγκρούσεις µεταξύ της οικονοµικής ανάπτυξης και της ποιότητας του φυσικού περιβάλλοντος. Η υπερσυγκέντρωση ανθρώπινων δραστηριοτήτων έχει ως αποτέλεσµα, τη συνεχή υποβάθµιση των περιβαλλοντικών δεικτών ποιότητας στις παράκτιες περιοχές και τη συνεχή φθίνουσα τάση της βιοποικιλότητας των περιοχών αυτών.

Το πλήθος των παραπάνω ιδιαιτεροτήτων των παράκτιων περιοχών τις καθιστά άκρως ανταγωνιστικές, όσον αφορά στη χωροθέτηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, σε σύγκριση µε άλλες περιοχές προς τη χέρσο, µε αποτέλεσµα την εµφάνιση συγκρούσεων για τη χρήση των πόρων και την πίεση προς το φυσικό περιβάλλον των περιοχών.

Οι αυξανόµενοι πληθυσµοί, τόσο οι µόνιµοι όσο και οι εποχιακοί, οδηγούν σε εντονότερη διαµάχη µεταξύ ανταγωνιστικών χρήσεων στην παράκτια ζώνη, τόσο της χέρσου όσο και της θάλασσας. Οι χρήσεις που έχουν µικρές επιπτώσεις, αντικαθίστανται συχνά από εντατικές χρήσεις που βραχυπρόθεσµα είναι επικερδείς, υποσκάπτοντας όµως παράλληλα το µακροπρόθεσµο δυναµικό της ακτής, µια και ελαττώνουν την ικανότητα προσαρµογής σε νέες συνθήκες (ΕΕ 2000, EPA 1998).

Οι µέχρι σήµερα εξελίξεις συντείνουν στο γεγονός ότι, οι εντατικές και εκτατικές χρήσεις των παράκτιων περιοχών, όχι µόνο συνεχίζονται, αλλά και εµφανίζονται όλο και πιο πιεστικές, κυρίως λόγω των αναγκών του πληθυσµού που διαµένει σ’ αυτές, αλλά και λόγω της αλλαγής των καταναλωτικών προτύπων.

Οι πιέσεις στις παράκτιες περιοχές µπορούν να ενταχθούν σε τέσσερις βασικές κατηγορίες που είναι:

• Πιέσεις στη δοµή και τη λειτουργία των φυσικών οικοσυστηµάτων, οι οποίες προέρχονται από ανθρωπογενή «οικοσυστήµατα» και από τις ανθρώπινες δραστηριότητες στην περιοχή αλλά και από το σύνολο της αναπτυξιακής διαδικασίας, είτε άµεσα είτε έµµεσα.

4

• Πιέσεις στην ποιότητα και την ποσότητα των οικοσυστηµάτων (έδαφος, υδάτινοι πόροι κ.α.), οι οποίες είναι το αποτέλεσµα της συγκέντρωσης ανθρώπων και των δραστηριοτήτων τους. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε αυξηµένη ζήτηση για «κατανάλωση» φυσικών πόρων αλλά και για απόθεση των καταλοίπων αυτών.

• Πιέσεις που προέρχονται από τις συνεχώς αυξανόµενες ανάγκες σε χώρο, όσον αφορά στα χερσαία οικοσυστήµατα, γεγονός που αποτελεί συνέπεια της ανάπτυξης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

• Πιέσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, εξαιτίας του µεγέθους και της κλίµακας των υποδοµών που είναι αναγκαίες για την υποστήριξη του υφιστάµενου αναπτυξιακού σχεδιασµού.

Απ΄ όλα τα παραπάνω προφανώς αναµένουµε την παρουσία σηµαντικών περιβαλλοντικών προβληµάτων, τα κυριότερα των οποίων είναι:

• Η µείωση των ενδιαιτηµάτων, η οποία προκαλείται από την εντατική γεωργία και εκτατική κτηνοτροφία, από την αποψίλωση των δασωδών εκτάσεων από την ανάπτυξη του τουρισµού, από την άναρχη ανάπτυξη αστικών και ηµιαστικών περιοχών

• Η διάβρωση και η πρόσχωση των ακτών, µια φυσική διεργασία, η οποία αποκτά χαρακτηριστικά προβλήµατος, κυρίως από έργα και παρεµβάσεις στην παράκτια ζώνη για τη χωροθέτηση υποδοµών, χωρίς προηγούµενα να έχουν εκπονηθεί µελέτες για τη δυναµική των ακτών και την κατανόηση των δυναµικών διεργασιών που τις διέπουν.

• Η µόλυνση των υδάτινων πόρων και των υπόγειων υδροφόρων, που σε πολλές περιπτώσεις προέρχονται από την υπεράντληση και την ανορθολογική διαχείριση των υδατικών αποθεµάτων.

Σηµαντικές επιπτώσεις υφίσταται επίσης η χέρσος, κυρίως λόγω της αλλαγής των χρήσεων γης και του φαινοµένου της αστικοποίησης µε ιδιαίτερα έντονο το φαινόµενο της άναρχης οικιστικής ανάπτυξης. Και τα δυο παραπάνω φαινόµενα δείχνουν να εντείνονται τις τελευταίες δεκαετίες και ειδικότερα σε περιοχές οι οποίες αποτελούν τουριστικούς προορισµούς. Η απώλεια αγροτικής γης, αλλά και ανοικτών χώρων, επηρεάζει τα ενδιαιτήµατα τα οποία χάνουν το δικό τους ζωτικό χώρο.

Είναι φανερό ότι, το µέγεθος των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στις παράκτιες περιοχές είναι σηµαντικό. Επιπλέον η έλλειψη συντονισµού των επιµέρους δραστηριοτήτων, οι µεµονωµένες αποφάσεις και η εκπόνηση ασυγχρόνιστων τοµεακών προγραµµάτων, η έλλειψη στοιχείων καθώς και ειδικότερης γνώσης, σε ό,τι αφορά στη διαχείριση τέτοιων περιοχών, οδήγησαν στη µεγέθυνση των προβληµάτων των περιοχών αυτών.

Σήµερα θεωρείται απαραίτητη η συνολική και ορθολογική αντιµετώπιση, καθώς και ο σχεδιασµός των δραστηριοτήτων σε ευαίσθητες περιοχές όπως οι παράκτιες. Η µέχρι σήµερα εµπειρία έδειξε ότι, µόνο η ολοκληρωµένη διαχείριση των παράκτιων περιοχών και η συνεργασία µεταξύ ενδιαφερόµενων τοπικών, περιφερειακών, εθνικών και άλλων φορέων, είναι αναγκαία για την, µε ολοκληρωµένο τρόπο διαχείριση των περιοχών αυτών. 1.4 Οριοθέτηση της Παράκτιας Ζώνης 1.4.1 Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασµού Η παράκτια ζώνη είναι µια µεταβατική ζώνη, η οποία παρουσιάζει δύο άξονες: ο ένας επιµήκης, παράλληλος κατά µήκος της ακτής και ο δεύτερος κάθετος σ' αυτήν. Το όριο του πρώτου δεν τέµνει κάποιο όριο περιβαλλοντικού συστήµατος, µε εξαίρεση βέβαια τα χερσαία υδρογραφικά όρια, αντίθετα µε τον δεύτερο όπου εµφανίζονται ισχυρές δυσκολίες ως προς το εύρος του ορίου. Το αποτέλεσµα είναι το όριο της παράκτιας ζώνης να ποικίλλει, εκτεινόµενο

5

από µερικά µέτρα από την ακτογραµµή, έως τα όρια της λεκάνης απορροής, ενώ ταυτόχρονα το θαλάσσιο όριό της µπορεί να φθάνει έως και τα όρια του κράτους. Σαν συνέπεια, ένα από τα συχνά απαντώµενα προβλήµατα στην περιβαλλοντική διαχείριση των φυσικών πόρων και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην παράκτια ζώνη είναι η χωρική οριοθέτηση του παράκτιου συστήµατος, τόσο στο θαλάσσιο όσο και στο χερσαίο τµήµα του. Η παράκτια ζώνη λοιπόν, δυνάµει µεταβάλλεται χωρικά ανάλογα µε τους σκοπούς οριοθέτησής της (οικονοµικούς, διοικητικούς, περιβαλλοντικούς, γεωµορφολογικούς), συνυπολογιζόµενης της µορφολογίας της περιοχής. Έτσι, το χερσαίο όριο της παράκτιας ζώνης µπορεί να ποικίλλει, εκτεινόµενο από µερικά µέτρα από την ακτογραµµή, έως τα όρια της λεκάνης απορροής, ενώ ταυτόχρονα το θαλάσσιο όριο από την υφαλοκρηπίδα έως τα όρια του κράτους. Φαίνεται λοιπόν να υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στο περιεχόµενο της παράκτιας ζώνης και τον τρόπο που λαµβάνεται υπόψη σε τοπικό επίπεδο, αναδεικνύοντας τη δυσκολία εφαρµογής ενός ενιαίου ορισµού µε εθνική προοπτική. Η οριοθέτηση της παράκτιας ζώνης σύµφωνα µε το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασµού (ιστοσελίδα ΥΠΕΧΩ∆Ε) (όπως εφαρµόσθηκε και στην περίπτωση της περιοχής µελέτης που ακολουθεί) περιλαµβάνει το θαλάσσιο και το χερσαίο τµήµα και ορίζεται ως (σχήµα 1):

1. Το θαλάσσιο τµήµα του, που αποτελείται από τη ζώνη που οριοθετείται από την ακτογραµµή και την ισοβαθή των 50 µέτρων. Σε οποιαδήποτε περίπτωση το πλάτος της δεν µπορεί να είναι µικρότερο των 200 µέτρων.

2. Το χερσαίο τµήµα του που κατά κανόνα αποτελεί υποσύνολο της εδαφικής περιφέρειας ενός ή περισσοτέρων παράκτιων Ο. Τ. Α. (που έχουν παράκτιο µέτωπο), που συγκροτούν µια φυσική ή και ανθρωπογεωγραφική ενότητα (∆ιαχειριστικό Επίπεδο Αναφοράς).

Στον παράκτιο χώρο τώρα, διακρίνεται η κρίσιµη και δυναµική ζώνη, όπου:

1. Κρίσιµη Ζώνη είναι το µέτωπο του παράκτιου χώρου προς τη θάλασσα εκατέρωθεν της ακτογραµµής, αποτελεί το πλέον ευαίσθητο περιβαλλοντικά κοµµάτι του, ενώ παράλληλα δέχεται σηµαντικές πιέσεις από ανθρώπινες δραστηριότητες. Κατά συνέπεια κρίνεται απαραίτητη η εξειδικευµένη αντιµετώπισή του σε επίπεδο σχεδιασµού των χρήσεων γης και γενικότερα διαχείρισης των ακτών. Το κοµµάτι αυτό του παράκτιου χώρου που ονοµάζεται «κρίσιµη ζώνη», περιλαµβάνει θαλάσσιο και χερσαίο τµήµα:

• Το θαλάσσιο τµήµα της κρίσιµης ζώνης ταυτίζεται µε το θαλάσσιο τµήµα του παράκτιου χώρου δηλαδή από τη ζώνη που ορίζεται από την ακτογραµµή και την ισοβαθή των 50 µέτρων, εφόσον το πλάτος της είναι µεγαλύτερο από 200 µέτρα και στην αντίθετη περίπτωση, σε ζώνη πλάτους 200 µέτρων από την ακτογραµµή.

• Το χερσαίο τµήµα της κρίσιµης ζώνης καθορίζεται µέσα από τα Γ. Π. Σ. ή τα Σ. Χ. Ο. Ο. Α. Π. του ν. 2508/97 και µεταβατικά και από άλλα σχέδια χρήσεων γης (Ζ. Ο. Ε., ∆ιατάγµατα του άρθρου 22 του νόµου 1650/86) που θα προωθηθούν για θεσµοθέτηση µέχρι την έγκριση των προαναφεροµένων σχεδίων. Το ελάχιστο πλάτος του τµήµατος αυτού της κρίσιµης ζώνης, ορίζεται για το θαλάσσιο µέτωπο των εξωαστικών, µε τη έννοια των εκτός σχεδίου, εκτός ορίων οικισµών και εκτός των ζωνών επηρεάζονται άµεσα από αυτούς (οικισµούς), περιοχών, σε 100 µέτρα. Κατά τον προσδιορισµό του λαµβάνονται υπόψη, µεταξύ άλλων:

o γεωγραφικά και γεωµορφολογικά χαρακτηριστικά o περιβαλλοντικά και οικολογικά δεδοµένα (αµµοθίνες, εκβολές, δέλτα

ποταµών, υγροβιότοποι, καταφύγια ζώων, δάση που βρίσκονται σε άµεση φυσική και λειτουργική συσχέτιση µε την ζώνη των 100 m).

6

o ο αιγιαλός, ο παλαιός αιγιαλός και η παραλία. o υφιστάµενες κατασκευές, έργα και δραστηριότητες (λιµένες, οδοί κ.ά) καθώς

και o οι νόµιµες ή αυθαίρετες προσχώσεις.

2. Η δυναµική ζώνη ταυτίζεται µε το τµήµα του παράκτιου χώρου που αποµένει µετά την αφαίρεση της κρίσιµης ζώνης. Το τµήµα αυτό του παράκτιου χώρου, αποτελεί «ζώνη µετάβασης» από την κρίσιµη παράκτια ζώνη στον αµιγώς ηπειρωτικό χώρο, χαρακτηρίζεται από την παρουσία πλήθους ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και κατ’ επέκταση παρουσιάζει µεγάλο ενδιαφέρον κατά το σχεδιασµό. Ιδιαίτερη σηµασία δίνεται στην οργάνωση των δραστηριοτήτων και την παρουσία των πόρων (υδατικοί πόροι), ώστε να αµβλυνθούν οι συγκρούσεις.

Σχήµα 1. Ενδεικτικό σχήµα προσδιορισµού παράκτιου χώρου και των επιµέρους ενοτήτων του (Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασµού). Figure1. Definition of Coastal Zones according to the Special Framework for Regional Spatial Planning.

1.4.2 «Πρόγραµµα για τη Βιώσιµη Ανάπτυξη των Ελληνικών Ακτών - Νησιών» Με βάση το πρόγραµµα «για τη Βιώσιµη Ανάπτυξη των Ελληνικών Ακτών και Νησιών», η παράκτια ζώνη είναι ο γεωγραφικός χώρος που περιλαµβάνει θαλάσσιο και χερσαίο τµήµα: στο θαλάσσιο τµήµα, ο παράκτιος χώρος θα πρέπει να οριοθετηθεί περιλαµβάνοντας κατ’ ελάχιστο την έκταση που βρίσκεται µεταξύ της ακτογραµµής και της ισοβαθούς των 50 m. Το χερσαίο τµήµα θα πρέπει να οριοθετηθεί, περιλαµβάνοντας την έκταση που βρίσκεται µεταξύ της ακτογραµµής και των ορίων των παράκτιων ΟΤΑ. Σε περίπτωση που τα όρια κάποιου ΟΤΑ εκτείνονται πέρα των 5 km από την ακτογραµµή, τότε τα όρια του χερσαίου τµήµατος της παράκτιας ζώνης οριοθετούνται από την ακτογραµµή και την καµπύλη που σχηµατίζεται από το σύνολο των σηµείων µε κάθετη γραµµική απόσταση 5 km από την ακτογραµµή. Επίσης στην περίπτωση που τα όρια κάποιου ΟΤΑ απέχουν λιγότερο από 2.000 m από την ακτογραµµή, τότε τα όρια του χερσαίου τµήµατος της παράκτιας ζώνης οριοθετούνται από την ακτογραµµή και την καµπύλη που σχηµατίζεται από το σύνολο των σηµείων µε κάθετη γραµµική απόσταση 2 km, συµπεριλαµβάνοντας τα αντίστοιχα τµήµατα των γειτονικών ΟΤΑ. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η παράκτια ζώνη µπορεί να επεκταθεί, ανάλογα µε τις ιδιαίτερες τοπικές ανάγκες οικολογικής φύσεως, περιλαµβάνοντας τους

7

παρόχθιους ΟΤΑ των εκβολών και δέλτα των ποταµών, που βρίσκονται κάτω από ένα συγκεκριµένο όριο αλµυρότητας του νερού (υφάλµυρα).

1.5 Αρµόδιοι Φορείς- Νοµικό Πλαίσιο Στην Ελλάδα, το θεσµικό πλαίσιο που ρυθµίζει θέµατα που σχετίζονται µε τις παράκτιες περιοχές αποτελείται από µια σειρά νόµων (2971/2001, 1650/1986, 743/1977, 1739/1987 κ.α.), οδηγιών, διεθνών συµβάσεων, πρωτοκόλλων Κ. Υ. Α και Π. ∆. Το θεσµικό αυτό πλαίσιο, χαρακτηρίζεται από διάχυση αρµοδιοτήτων για το σχεδιασµό της παράκτιας ζώνης και κατακερµατισµό υπευθυνότητας µεταξύ κεντρικών φορέων µε αποτέλεσµα, την έλλειψη συνοχής µεταξύ φυσικού σχεδιασµού και οικονοµικού προγραµµατισµού, ιδιαίτερα µεταξύ Υ.ΠΕ.ΧΩ.∆Ε., Υπουργείου Εθνικής Οικονοµίας αλλά και άλλων υπουργείων. Παρουσιάζονται επίσης προβλήµατα συντονισµού µεταξύ διάφορων τοµέων παρακολούθησης κι ελέγχου, επικαλύψεις, ανταγωνισµοί και περιορισµένες αρµοδιότητες των φορέων που εµπλέκονται (UNESCO 1997, ΥΠΕΧΩ∆Ε 2006, OECD 1997).

Η παράκτια ζώνη ελέγχεται και διαχειρίζεται από ένα σύνολο αρµόδιων φορέων (Λιµεναρχείο, Λιµενικό Ταµείο, Κτηµατική Υπηρεσία, Υ.ΠΕ.ΧΩ.∆Ε., Υπουργείο Γεωργίας, Περιφέρεια, ΟΤΑ, Πολεοδοµία, ∆.Ο.Υ. Ενάλιων Αρχαιοτήτων), που εποπτεύουν ή διαχειρίζονται επιµέρους την υπό µελέτη περιοχή. Παρότι η χώρα µας διαθέτει µεγάλο ποσοστό παράκτιου χώρου, δεν έχει καθορισθεί ούτε ασκηθεί, ολοκληρωµένη και συντονισµένη πολιτική γης για τις ακτές. Ο Α.Ν. 2344/1940 «περί αιγιαλού και παραλίας», αποτέλεσε επί 60 έτη, το µοναδικό θεσµικό εργαλείο για την προστασία των ακτών, καθότι ο αιγιαλός και η παραλία αντιπροσωπεύουν το καταρχήν αντικείµενο νοµοθετικών ρυθµίσεων του ελληνικού δικαίου (Μιχαήλ 1983, Σταµατίου 2003). Το ευρύτερο θεσµικό πλαίσιο, όπου εντάσσεται ο άξονας δράσης κάθε φορέα αποτελεί: ο Α.Ν.2344/40 και ο Ν.2971/2001 «περί Αιγιαλού και Παραλίας», ο Οικιστικός Νόµος 1337/83 και το Π.∆. 236/1984, ο Νόµος 1650/86 (Νόµος-Πλαίσιο για περιβάλλον), ο Αναπτυξιακός Νόµος 3299/04, το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασµού και Αειφόρου Ανάπτυξης.

Στην Ευρώπη, µε σκοπό την αντιµετώπιση των τοµεακών πολιτικών και νοµοθετικών πράξεων για την παράκτια ζώνη, η Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1996 βρίσκεται σε µια συνεχή διαδικασία οργάνωσης και συγκρότησης ενός πλαισίου Ολοκληρωµένης ∆ιαχείρισης Παράκτιας Ζώνης (Ο.∆.Π.Ζ.) µε σειρά Συµβουλίων. Τελευταία συνάντηση των µελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν τον Ιούνιο του 2007 (Βρυξέλλες, 7.6.2007COM(2007) 308), όπου τα παράκτια ευρωπαϊκά κράτη µέλη κλήθηκαν να παρουσιάσουν τις Εθνικές Στρατηγικές Εφαρµογής της Ο∆ΠΖ. Το συνέδριο δεν είχε τα βέλτιστα αποτελέσµατα, λόγω της µη ενεργούς συµµετοχής όλων των κρατών µελών. Προς το παρόν αναµένεται η εξέλιξη κάθε κράτους ως προς τον αειφόρο χωροταξικό σχεδιασµό και τη διαχείριση των παράκτιων περιοχών στα πλαίσια των αρχών της Ο∆ΠΖ όπως ορίζεται από την Ε.Ε καθώς και οι νέες εξελίξεις στο πλαίσιο της οδηγίας για τη θαλάσσια στρατηγική και της Πράσινης Βίβλου «Προς µια µελλοντική θαλάσσια πολιτική για την Ένωση» (COM2006 275 τελικό, 7.6.2006). Η πρώτη στρατηγική θεσπίζει θαλάσσιες µονάδες σχεδιασµού και διαχείρισης υπό µορφή θαλάσσιων περιφερειών και υποπεριφερειών (Idem. 6, άρθρο 3), ενώ η δεύτερη καθαρά θέµατα περιβαλλοντικών επιπτώσεων πιθανών κλιµατικών µεταβολών.

1.6 Αναπτυξιακά Προγράµµατα Το θεσµικό πλαίσιο, παρότι περιλαµβάνει πλήθος σχετικών νόµων και κανονιστικών διατάξεων που εν µέρει ασχολούνται και µε τον παράκτιο χώρο, δεν επαρκεί, καθώς χαρακτηρίζεται από µια αποσπασµατική προσέγγιση. Πολυδιάσπαση και επικάλυψη αρµοδιοτήτων µεταξύ µεγάλου αριθµού φορέων, δυσχεραίνει την προσπάθεια συντονισµού µε αποτέλεσµα, οι δράσεις και τα προγράµµατα να µην είναι µεταξύ τους εναρµονισµένα ή

8

συντονισµένα. Απουσία συντονισµού τοµεακών πολιτικών, µε αποτέλεσµα συγκρούσεις σε θέµατα ανάπτυξης και προστασίας.

Παράλληλα µε το πλήθος των εµπλεκόµενων φορέων, εφαρµόζονται και προγράµµατα πολιτικής γης, που δρουν ως επί τω πλείστων τοµεακά, εστιάζοντας σε επί µέρους «αναπτυξιακές ενότητες» (Γρηγορίου 2004). Η έρευνα για την παράκτια ζώνη της περιοχής µελέτης της Νήσου Λέσβου, αναφέρει πληθώρα επιδοτούµενων αναπτυξιακών προγραµµάτων (ΠΕΠ ΙΙΙ Βορείου Αιγαίου, Χωροταξικό Σχέδιο Βορείου Αιγαίου, Leader+, Interreg, Naias, Θησέας ) που στοχεύουν στην επίλυση επί µέρους χωρικών προβληµάτων. Από την ανάλυση κι επεξεργασία των προγραµµάτων πολιτικής γης της περιοχής µελέτης που ακολουθεί, σε συνδυασµό και µε το σχετικό υφιστάµενο θεσµικό πλαίσιο καθώς και στοιχεία επιτόπου παρατηρήσεων, φαίνεται ότι, οι δράσεις αυτές κρίνονται µάλλον ασυντόνιστες κι αναποτελεσµατικές, ενώ παράλληλα παρατηρείται αδυναµία ελέγχου και επιβολής των µέτρων και περιορισµών.

2. Σχεδιασµός του Συστήµατος ∆ιαχείρισης της Παράκτιας Ζώνης Ν.Λέσβου 2.1 Περιοχή µελέτης Ως περιοχή µελέτης επιλέχθηκε η παράκτια ζώνη της Νήσου Λέσβου. Η Λέσβος είναι το τρίτο σε µέγεθος νησί του Αιγαίου, µε έκταση1.632,8 km² κι ακτογραµµή µήκους 382 km, που ορίζει παράκτια ζώνη που καταλαµβάνει τα 2/3 της συνολικής έκτασης του νησιού. Ο νοµός ανήκει διοικητικά στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, κι έχει πρωτεύουσα την πόλη της Μυτιλήνης.

Η οριοθέτηση της παράκτιας ζώνης της Νήσου Λέσβου, ορίστηκε για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας σύµφωνα µε το «Πρόγραµµα για τη βιώσιµη ανάπτυξη των Ελληνικών Ακτών και Νησιών» της οµάδας εργασίας «Χωροταξία, οικιστική και παραθεριστική κατοικία» (ΥΠΕΧΩ∆Ε 1997) συνδυαστικά µε το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασµού (ΥΠΕΧΩ∆Ε). Το αποτέλεσµα φαίνεται στο σχήµα 2.

Σχήµα 2. Παράκτια ζώνη Ν. Λέσβου Figure 2. Coastal Zone of Lesbos Island Φυσικό περιβάλλον Από άποψη φυσικού περιβάλλοντος η περιοχή µελέτης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς τόσο η φυτοκάλυψη, τόσο και η µορφολογία της περιοχής ποικίλλει αισθητά. Το ανάγλυφο ποικίλλει από πεδινές περιοχές µέχρι και ιδιαίτερα ορεινές, ενώ στο δυτικό τµήµα του νησιού συναντώνται και βραχώδεις- ηφαιστειακές περιοχές. Η παράκτια ζώνη της Νήσου Λέσβου περιλαµβάνει περιοχές ιδιαίτερου φυσικού ενδιαφέροντος (σπάνια οικοσυστήµατα) καθώς µεγάλο ποσοστό κάλυψης προστατεύεται από προγράµµατα περιβαλλοντικής προστασίας (Natura, Corine, Ramsar). Από πλευράς προστασίας, µεγάλο ποσοστό της

9

περιοχής µελέτης καταλαµβάνουν και οι κηρυγµένοι αρχαιολογικοί χώροι (ενάλιες αρχαιότητες, χώροι αρχαιολογικού ενδιαφέροντος). Τα φυσικά χαρακτηριστικά του παράκτιου χώρου του νησιού φαίνονται στο σχήµα 3.

Σχήµα 3. Φυσικά χαρακτηριστικά παράκτιου χώρου Ν. Λέσβου Figure3. Natural characteristics of the coastal zone of Lesbos Island 2.1.2 Ανθρωπογενές περιβάλλον Η Νήσος Λέσβος αποτελείται από 13 δήµους, από τους οποίους οι 12 (εκτός ∆. Αγιάσου) εντάσσονται εξ’ ολοκλήρου ή εν µέρει στον παράκτιο χώρο αυτής. Συνολικά, σύµφωνα µε την τελευταία απογραφή του 2001, ο πληθυσµός του νησιού φτάνει τους 89.935 κατοίκους, κατανεµηµένοι κυρίως στις πόλεις της Μυτιλήνης (πρωτεύουσα) και της Καλλονής. Από τους παραπάνω δήµους πέντε έχουν πληθυσµό πάνω των 2.000 κατοίκους, για τους οποίους έχουν συνταχθεί Γενικά Πολεοδοµικά Σχέδια (ΓΠΣ), ενώ αρκετοί οικισµοί έχουν κηρυχθεί παραδοσιακοί από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και παρουσιάζουν εξαιρετική ποικιλία ως προς το µέγεθος, το χαρακτήρα και τη σχετική θέση τους στο οικιστικό δίκτυο. Αντιφατικό στοιχείο θεωρείται ο χαρακτηρισµός του παραδοσιακού σε συνδυασµό µε την έντονη τουριστική ανάπτυξη που παρατηρείται σε αρκετούς από αυτούς.

Η οικονοµία τώρα του Νοµού, αλλά και της Περιφέρειας γενικότερα κατά τη δεκαετία του ΄90, φαίνεται να στηρίζεται ολοένα και περισσότερο στον τριτογενή τοµέα –Τουρισµός, ∆ηµόσια ∆ιοίκηση, Άµυνα και Υπηρεσίες- (µε κριτήρια το ΑΕΠ και την απασχόληση). Την τελευταία εικοσαετία, παρατηρούνται αλλαγές στη δοµή της οικονοµίας µε κύρια χαρακτηριστικά τη σηµαντική µείωση του ρόλου του πρωτογενή και δευτερογενή τοµέα ως προς την απασχόληση, µε παράλληλη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η παραγωγική δοµή της Περιφέρειας σε σχέση µε τη γεωγραφική της φυσιογνωµία προκαλούν προβλήµατα στην οργάνωση της οικονοµίας. Ο πρωτογενής τοµέας οικονοµίας παράγει το 22.3% του συνολικού Α.Ε.Π. του νησιού, ο δευτερογενής το 18.4% και ο τριτογενής το 59.3%. Με τον όρο πρωτογενή αναφερόµαστε στις καλλιέργειες ελαιοποιήσιµης ελιάς, κτηνοτροφικών φυτών και αρδευόµενων εκτάσεων που καλύπτονται κυρίως µε δένδρα, αροτριαίες καλλιέργειες, κηπευτικά και αµπέλια από πλευράς γεωργίας. Περιλαµβάνεται και η κτηνοτροφία, αλιεία σε µικρότερα ποσοστά. Σε ό,τι αφορά στο δευτερογενή τοµέα αναφερόµαστε σε βιοµηχανικές και βιοτεχνικές µονάδες, µε κύρια δραστηριότητα τη µεταποίηση της αγροτικής παραγωγής των νησιών του νοµού. Ο τριτογενής τοµέας οικονοµίας αφορά στην τουριστική ανάπτυξη, την απασχόληση στον τοµέα των µετακινήσεων και υπηρεσιών.

10

Στα σχήµατα 4α και 4β απεικονίζονται αντίστοιχα, η κατανοµή των –παράκτιων- δήµων και οικισµών της Ν. Λέσβου και οι υπάρχουσες κοινωνικές υποδοµές της παράκτιας ζώνης του νησιού.

Σχήµατα 4α&4β. Οικισµοί/∆ήµοι της Ν.Λέσβου & υφιστάµενες κοινωνικές υποδοµές Figures 4a&4b. Coastal Municipalities & Coastal Social Infrastructures. 2.1.3 Αναπτυξιακά Προγράµµατα Ν. Λέσβου Από το συνδυασµό και επεξεργασία των αναπτυξιακών έργων και πολιτικών γης που αφορούν στην περιοχή µελέτης, αλλά παράλληλα και από την παρουσία µας στο χώρο, όπου τα αποτελέσµατα αυτών των δραστηριοτήτων και κινήσεων δεν είναι ακόµη ιδιαίτερα εµφανή, συµπεραίνουµε λοιπόν, ότι η παράκτια ζώνη της Λέσβου πρόκειται για µια περιοχή ιδιαίτερου ενδιαφέροντος τόσο από κοινωνικής, φυσικής, πολιτιστικής, αναπτυξιακής αλλά και επενδυτικής απόψεως. Και αυτό διότι συγκεντρώνει πολλές δραστηριότητες, κάποιες σε σχετικά ήπιες ακόµα µορφές (οικιστική, τουριστική, κοινωνική ανάπτυξη), ενώ παράλληλα βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών αναπτυξιακών προγραµµάτων. Η έντονη κινητικότητα των επενδυτικών φορέων, µε µια σειρά προτεινόµενων αναπτυξιακών έργων υποδοµής, δηµιουργεί τις προϋποθέσεις για ολοκληρωµένη ανάπτυξη του παράκτιου χώρου, καθιστώντας όλο και µεγαλύτερη την ανάγκη ενός ενιαίου, πλήρους και συνεκτικού θεσµικού πλαισίου παράκτιας ζώνης, που θα θέσει τις σωστές βάσεις για την ολοκληρωµένη ανάπτυξη του χώρου, θα µπορέσει να διαχειριστεί και εν συνεχεία, να ελέγξει δυναµικά την εφαρµογή των προτεινόµενων µέτρων και τη διατήρησή τους. Γιατί η βασικότερη ανάγκη του υπό µελέτη χώρου έγκειται στην προβληµατικότητα του νησιωτικού χώρου που αυτός ανήκει. Και τα προβλήµατα αυτά αφορούν στην άρση της αποµόνωσης, λόγω της γεωγραφικής ασυνέχειας του χώρου.

Στα σχήµατα 5α και 5β απεικονίζονται αντίστοιχα, το Χωροταξικό Σχέδιο Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και τα Προγράµµατα ενταγµένα στο ΠΕΠ ΙΙΙ Βορείου Αιγαίου.

11

Σχήµατα 5α & 5β. Χωροταξικό Σχέδιο Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και Έργα ενταγµένα στο Πρόγραµµα ΠΕΠ ΙΙΙ Βορείου Αιγαίου. Figures 5a & 5b. Regional Spatial Plan and Operational Programmes III for North Aegean.

2.2 Μεθοδολογία - Σχεδιασµός του Συστήµατος Για τη διερεύνηση του προβλήµατος στο πλαίσιο της ολοκληρωµένης διαχείρισης της παράκτιας ζώνης, απαραίτητη είναι η συµβολή της τεχνολογίας, ως µέθοδος – εργαλείο λήψεων αποφάσεων, σε συνδυασµό µε την καταγραφή και καταχώριση όλης της πληροφορίας της σχετικής µε τον υπό µελέτη χώρο (Κατωγιάννη 2003). Το σύστηµα πληροφοριών για την περιοχή µελέτης, συγκροτήθηκε µέσω µιας εκτεταµένης βάσης δεδοµένων, όπου συµπεριλήφθηκαν στοιχεία που αφορούν τόσο στο φυσικό περιβάλλον της παράκτιας ζώνης, όσο και στις ανθρωπογενείς δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε αυτήν. Το λογισµικό όπου συγκροτήθηκε όλη η επάλληλη πληροφορία είναι το Arcmap 9.0 της ESRI, το οποίο έχει δυνατότητα καλής χρήσης κι επικοινωνίας µε το σύστηµα, οπτικοποίησης φαινοµένων και λειτουργιών, µε τελικό αποτέλεσµα τη διατύπωση σεναρίων και εναλλακτικών προτάσεων και συνεπώς και τη λήψη αποφάσεων.

2.2.1 Περιεχόµενο του Συστήµατος Αρχικά οριοθετήθηκε η παράκτια ζώνη της περιοχής µελέτης για την οπτικοποίηση της χωρικής της έκτασης. Τα όρια της παράκτιας ζώνης σε συνδυασµό µε τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες και το φυσικό περιβάλλον δίνουν µια πρώτη πληροφοριακή εικόνα στο σχεδιαστή του συστήµατος. Οι περιγραφικές πληροφορίες που συνοδεύουν κάθε οντότητα επιτρέπουν στο χρήση τη διαδραστικότητα και επικοινωνία µε το πρόγραµµα. Η εξέλιξη της τεχνολογίας επιτρέπει και την πρόβλεψη και αποτελεσµατικότητα των προτάσεων µε κατάλληλα µοντέλα σχεδιασµού. Η συγκροτηµένη βάση δεδοµένων της υφιστάµενης κατάστασης, συνδυασµένη µε γνώση του θεσµικού πλαισίου, των θεσµοθετηµένων και προς εφαρµογή αναπτυξιακών προγραµµάτων σε σχεδιαστικό περιβάλλον επιτρέπει εύκολα την εφαρµογή σεναρίων και προτάσεων στα πλαίσια της Ολοκληρωµένης ∆ιαχείρισης Παράκτιας Ζώνης. Πιο αναλυτικά για την παράκτια ζώνη της Νήσου Λέσβου χρησιµοποιήθηκαν τα παρακάτω δεδοµένα (Πίνακας 1):

12

Ακτογραµµή

Μορφολογία

Υδρολογικό δίκτυο

Ανάγλυφο

Αποτυπωµένοι αιγιαλοί

Προστατευόµενες περιοχές (Natura 2000, Corine, Ramsar)

Εδαφοκάλυψη

Φυσικό Περιβάλλον

Προστασία θαλάσσιων οικοτόπων

Προς θεσµοθέτηση χρήσεις γης (Χωροταξικό Σχέδιο Βορείου Αιγαίου)

Προτάσεις χρήσεων γης

Άξονες δράσης Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράµµατος (ΠΕΠ ΙΙΙ)

Οικισµοί

ΟΤΑ

Πληθυσµιακή κατανοµή στο χώρο (ΕΣΥΕ)

Αρχαιολογικές περιοχές (Ενάλιες αρχαιότητες)

Κοινωνικές υποδοµές (Λιµάνια, Αεροδρόµια, Νοσοκοµεία, Τουριστικές Εγκαταστάσεις )

Ανθρωπογενές περιβάλλον

Οδικό δίκτυο

Πίνακας 1. ∆εδοµένα συστήµατος πληροφοριών για την παράκτια ζώνη. Table 1. The GIS Data, concerning the coastal zone. 2.3 Χρήση του Συστήµατος Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η χρήση των γεωγραφικών συστηµάτων πληροφοριών για τη µελέτη και διαχείριση της παράκτιας ζώνης διευκολύνει πολλές λειτουργικές ανάγκες της παρούσας µελέτης. Μέσω του συστήµατος είναι δυνατή η δηµιουργία θεµατικών χαρτών, περιγραφικών της υφιστάµενης κατάστασης της περιοχής µελέτης, καλύπτοντας παράλληλα πλήθος αναπτυσσοµένων δραστηριοτήτων (Πολίτη 2003). Οι εν λόγω ψηφιακοί χάρτες οπτικοποιούν, τόσο το φυσικό περιβάλλον της περιοχής µελέτης µε απεικονίσεις των τύπων εδαφοκάλυψης, της γεωλογίας, της µορφολογίας (ανάγλυφο), των φυσικών οικοσυστηµάτων, όσο και τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες µε απεικονίσεις των χρήσεων γης και υποδοµών (οικισµοί, οδικό δίκτυο, υπηρεσίες) (σχήµα 6). Οι παραπάνω πληροφορίες µπορούν να συνδυαστούν και µε την υπάρχουσα νοµοθεσία όπου καθορίζονται τόσο οι επίσηµα θεσµοθετηµένες χρήσεις γης, ζώνες ανάπτυξης τουριστικής- βιοµηχανικής, όσο και οι προστατευόµενες περιοχές (Natura, Corine, κηρυγµένοι αρχαιολογικοί χώροι –ενάλιοι και µη-). Ακόµη το σύστηµα επιτρέπει στον χρήστη την απεικόνιση των περιοχών ενδιαφέροντος των αναπτυξιακών προγραµµάτων ανά τοµέα δράσης, καθώς και την οριοθέτηση των περιοχών αρµοδιότητας εκάστου σχετικού φορέα.

Πρόκειται λοιπόν για ένα δυναµικό διαδραστικό εργαλείο συνεχούς ενηµέρωσης και επικοινωνίας µε τον χρήστη. Ανά πάσα στιγµή υπάρχει η δυνατότητα προσαρµογής των δεδοµένων στις εξελίξεις του υπό µελέτη χώρου, στοιχείο ιδιαίτερα ευνοϊκό για την

13

παρακολούθηση της εξέλιξης και τον έλεγχο ενός τόσο δυναµικά εξελισσόµενου χώρου. ∆ηµιουργήθηκε µε λίγα λόγια η λειτουργική βάση για την ολοκληρωµένη διαχείριση παράκτιου χώρου που µπορεί να αποτελέσει εργαλείο οποιουδήποτε φορέα για έλεγχο και παρακολούθηση τόσο των δράσεων πολιτικής γης όσο και των φαινοµένων καταστρατήγησης αυτών. Σε συνδυασµό και µε την επιστήµη της τηλεπισκόπησης (δορυφορικές εικόνες, α/φ) τα γεωγραφικά συστήµατα πληροφοριών χαρακτηρίζονται ως ένα από τα πλέον απαραίτητα εργαλεία για τη διαχείριση και παρακολούθηση του παράκτιου χώρου. Ο συνδυασµός των παραπάνω επιστηµών ευνοεί και τη δηµιουργία µοντέλων προσοµοίωσης της τρωτότητας του εδάφους, των φυσικών κινδύνων, καθώς και µοντέλων πρόβλεψης και σχεδιασµού.

Σχήµα 6. Χρήση του Συστήµατος Figure 6. Exploitation of the System

3. Αποτελέσµατα / Συµπεράσµατα Κατά την προσπάθεια συγκρότησης συστήµατος πληροφοριών για την παράκτια ζώνη της Νήσου Λέσβου, µέσα από τις διαδικασίες/ µεθόδους/ εργαλεία που αναφέρθηκαν παραπάνω, συναντήθηκαν ποικίλες δυσκολίες/ παράµετροι που καθυστέρησαν, αλλά και επηρέασαν τελικά την ποιότητα/ ακρίβεια του επιθυµητού τελικού αποτελέσµατος. Αρχικά θα πρέπει να αναφερθούµε στη δυσκολία συλλογής των απαραίτητων στοιχείων, των οποίων η αξιοπιστία και ακρίβεια δεν είναι πλήρως εγγυηµένη. Η έννοια της παράκτιας ζώνης είναι ακόµη σε ερευνητικό στάδιο θα λέγαµε και αυτό διότι µε επισκέψεις στους δηµόσιους φορείς της τοπικής κοινωνίας της Μυτιλήνης ο όρος του παράκτιου χώρου είναι για τους περισσότερους άγνωστος (µε την έννοια του προβληµατικού, ολοκληρωµένου και υπό ανάπτυξη χώρου). Οι φορείς των οποίων οι αρµοδιότητες εστιάζονται / προσδιορίζονται µερικώς ή ολικώς στον παράκτιο χώρο, δρουν βάσει πληθώρας νοµικού πλαισίου και διατάξεων, αλλά κυρίως τοµεακά. ∆εν υπάρχει δηλαδή κάποιος ενιαίος φορέας διαχείρισης, ελέγχου και σχεδιασµού της παράκτιας ζώνης, µε αποτέλεσµα την αλληλεπικάλυψη των αρµοδιοτήτων και τα έντονα φαινόµενα καταστρατήγησης των πολιτικών γης, χωρίς ουσιαστικό και επαρκή έλεγχο. Τα υπό εξέλιξη αναπτυξιακά προγράµµατα εστιάζονται προς το παρόν σε κοινωνικούς τοµείς και έργα υποδοµής. Πρόκειται δηλαδή για τοµεακά προγράµµατα πολιτικής γης, τα οποία προς το παρόν επιλύουν αποσπασµατικά τους προβληµατικούς τοµείς του παράκτιου χώρου.

Παρόλα τα διαδικαστικά προβλήµατα, που αντιµετωπίστηκαν εν τέλει µέχρι ενός σηµείου, η έντονη δραστηριότητα για Ολοκληρωµένη ∆ιαχείριση της Παράκτιας Ζώνης ιδιαίτερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθιστά τη µελέτη ενδιαφέρουσα και τον πλέον

14

προβληµατικό παράκτιο χώρο στο µικροσκόπιο των ερευνών και ανάπτυξης / εξέλιξης. Είναι φανερό ότι, οι νησιωτικές περιοχές θα πρέπει να αναπτύσσονται στο τρίπτυχο που ορίζεται από τις συνιστώσες περιβάλλον – οικονοµία – κοινωνία, να λειτουργούν και να αλληλεπιδρούν σε ισορροπία ο πληθυσµός, οι φυσικοί πόροι και η οικονοµική δραστηριότητα των περιοχών αυτών. Ιδιαίτερα λόγω του αυξηµένου, εποχικού κυρίως τουρισµού στα νησιά, παρατηρείται µεγάλη διακύµανση τόσο στον πληθυσµό των νησιών όσο και στις απαιτήσεις για αγαθά µε αποτέλεσµα να διαταράσσεται σηµαντικά η ισορροπία του οικοσυστήµατος (Γλύκας 2005). 4. Προτάσεις Οι παραπάνω παρατηρήσεις προκύπτουν από το συνδυασµό της συγκέντρωσης, µελέτης και επεξεργασίας των αναπτυξιακών έργων και πολιτικών γης που αφορούν στην περιοχή µελέτης, αλλά παράλληλα και από την παρουσία µας στον χώρο, όπου τα αποτελέσµατα όλων αυτών των δραστηριοτήτων και κινήσεων δεν είναι ακόµη ιδιαίτερα εµφανή. Συµπεραίνοντας λοιπόν παρατηρούµε ότι, η παράκτια ζώνη της Λέσβου πρόκειται για µια περιοχή ιδιαίτερου ενδιαφέροντος τόσο από κοινωνικής, φυσικής, πολιτιστικής, αναπτυξιακής όσο και επενδυτικής απόψεως. Και αυτό διότι συγκεντρώνει πολλές δραστηριότητες σε ήπιες µορφές προς το παρόν (οικιστική, τουριστική, κοινωνική ανάπτυξη), ενώ παράλληλα βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών αναπτυξιακών προγραµµάτων, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω. Η έντονη κινητικότητα των επενδυτικών φορέων, µε µια σειρά προτεινόµενων αναπτυξιακών έργων υποδοµής, δηµιουργεί τις προϋποθέσεις για ολοκληρωµένη ανάπτυξη του παράκτιου χώρου, καθιστώντας όλο και µεγαλύτερη την ανάγκη ενός ενιαίου, πλήρους και συνεκτικού θεσµικού πλαισίου παράκτιας ζώνης που θα θέσει τις σωστές βάσεις για την ολοκληρωµένη διαχείριση του χώρου, θα µπορέσει να ελέγξει δυναµικά την εφαρµογή των προτεινόµενων µέτρων και τη διατήρησή τους. Γιατί η βασικότερη ανάγκη του υπό µελέτη χώρου έγκειται στο νησιωτικό χαρακτήρα του χώρου, µε προβλήµατα αποµόνωσης και γεωγραφικής ασυνέχειας.

Εποµένως, για την ολοκληρωµένη ανάπτυξη της παράκτιας ζώνης της Μυτιλήνης, πέρα από τα αναπτυξιακά προγράµµατα, στα οποία είναι ήδη αντικείµενου σχεδιασµού, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η ενίσχυση και εφαρµογή του υπάρχοντος θεσµικού πλαισίου υπό την επίβλεψη ενός ενιαίου φορέα διαχείρισης της παράκτιας ζώνης. Αφού ολοκληρωθεί δηλαδή η χάραξη των αιγιαλών- παραλίας του νησιού, το Κτηµατολόγιο, θεσµοθετηθεί και υλοποιηθεί το Χωροταξικό Σχέδιο Βορείου Αιγαίου, πρέπει να υπάρξει µηχανισµός συνεχούς ελέγχου, προστασίας και επαναπροσδιορισµού δράσεων σε πιθανόν αλλαγές και πιέσεις του χώρου. 4.1 Ανάγκη Ανάπτυξης Ολοκληρωµένης ∆ιαχείρισης Οι προϋποθέσεις µιας ολοκληρωµένης διαχείρισης παράκτιας ζώνης, είναι µια διαδικασία επίτευξης στόχων και σκοπών ολοκληρωµένης ανάπτυξης των παράκτιων περιοχών, µε βάση τους γενικότερους αλλά και ειδικότερους περιορισµούς που θέτουν οι φυσικές κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες καθώς και τα ισχύοντα νοµικά, δηµοσιονοµικά και διοικητικά συστήµατα (UNEP / MAP/ PAP 1993). Γιατί «η ανάπτυξη δεν µπορεί παρά να αποτελεί ένα οργανικό «όλον» των πολυδιάστατων και πολύπλοκων σχέσεων, αλληλεξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων των οικονοµικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισµικών και τεχνικών/ τεχνολογικών ενεργηµάτων και προσπαθειών επίτευξης αυτής της αξιολογικής, και γι’ αυτό κάθε φορά διαφορετικής για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους «καλύτερης» ισορροπίας» (Ρόκος 2001).

Η ολοκληρωµένη διαχείριση των παράκτιων περιοχών είναι ευρύτερα αντιληπτή ως η διαχείριση των ακτών σαν σύνολο, σε σχέση µε τους τοπικούς, περιφερειακούς, εθνικούς και παγκόσµιους στόχους για τη διαχείρισή τους. Η αντιµετώπιση αυτή συνεπάγεται την εστίαση

15

στις αλληλεπιδράσεις ανάµεσα στις διάφορες δραστηριότητες και τη ζήτηση σε φυσικούς πόρους που επιδρούν στις παράκτιες περιοχές, αλλά και µεταξύ δραστηριοτήτων που λαµβάνουν χώρα και σε γειτονικές κι ευρύτερες περιοχές. Αυτό µπορεί να σηµαίνει την ενσωµάτωση στόχων που αφορούν:

• στην προστασία της παράκτιας ζώνης όσο και • στην οικονοµική αποτελεσµατικότητα στα πλαίσια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων • στη συνεργασία ανάµεσα στην πολιτική για τον τουρισµό και • σε πολιτικές που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος (OECD 1993).

Η επιτυχής ολοκληρωµένη διαχείριση των παράκτιων περιοχών απαιτεί, όχι µόνο τη χωρική διάσταση της προστασίας και της ολιστικής αντιµετώπισης, αλλά και τη χρονική της διάσταση. Οι στόχοι της συνεχούς διαχείρισης στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να βρίσκονται σε απόλυτη εναρµόνιση µε τους µακροχρόνιους στόχους της εθνικής και διεθνούς πολιτικής επί του θέµατος. Πρόκειται λοιπόν για µια διαδικασία δυναµική, συνεχή κι επαναληπτική, σχεδιασµένη για την προώθηση της ολοκληρωµένης διαχείρισης των παράκτιων περιοχών (ΕΕ 2000). Η Ο∆ΠΖ δεν υποκαθιστά τον τοµεακό σχεδιασµό, αλλά επικεντρώνεται στους δεσµούς που αναπτύσσονται ανάµεσα στις τοµεακές δραστηριότητες, µε σκοπό την επίτευξη των πλέον περιεκτικών στόχων, όπως:

• Καθορισµός ορίων χρήσης των φυσικών πόρων, έτσι ώστε να µην υποβαθµιστούν ή να µην κατασπαταληθούν

• Ανανέωση των πόρων που έχουν υποστεί σοβαρή υποβάθµιση, µε σκοπό την εκ νέου χρήση τους

• Καθοδήγηση του επιπέδου των χρήσεων, έτσι ώστε να µην υπερβαίνουν την φέρουσα ικανότητα της φυσικής βάσης των πόρων

• Επιβεβαίωση ότι η αναλογία των απωλειών λόγω των διαφόρων χρήσεων από κάθε πόρο δεν ξεπερνά την αναλογία ανανέωσής τους

• Μείωση επικινδυνότητας για κατασπατάληση ευπαθών και ευαίσθητων πόρων • Σεβασµός της δυναµικής των φυσικών διεργασιών που λαµβάνουν χώρα στις

παράκτιες περιοχές, ενισχύοντας τις ευεργετικές παρεµβολές κι εµποδίζοντας τις αρνητικές που θα µπορούσαν να δράσουν ενάντια σε αυτές

• Ενθάρρυνση των συµπληρωµατικών παρά των ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων • Επιβεβαίωση ότι οι περιβαλλοντικοί και οικονοµικοί στόχοι επιταχύνονται µε το

ελάχιστο κόστος της κοινωνίας (ηµερίδα Ε.∆Ι.Π.Ε. 2005)

Στόχος λοιπόν και φιλοσοφία της Ο∆ΠΖ είναι η δηµιουργία ενός συστήµατος ικανού να διαχειρίζεται µε τρόπο οµοιογενή το σύνολο της πληροφορίας που αφορά /σχετίζεται µε το χώρο αυτό. Αυτό συνιστά µια µακροπρόθεσµη διαδικασία, τόσο ως προς την υλοποίηση των δράσεων, όσο και ως προς τα αποτελέσµατά της. Η αποτελεσµατικότητά της, όπως έχει φανεί και από Ευρωπαϊκές µελέτες και εφαρµογές, δεν έγκειται µόνο στον ορθολογικό σχεδιασµό των δραστηριοτήτων, αλλά και στο γεγονός ότι είναι µια δυναµική διαδικασία, η οποία έχει τη δυνατότητα να αναπροσαρµόζεται συνέχεια µε βάση τις νέες συνθήκες του περιβάλλοντος και µε βάση τις απαιτήσεις του κοινωνικού συνόλου. Με βάση την υπάρχουσα κοινωνική, οικονοµική, περιβαλλοντική αλλά και θεσµική κατάσταση της περιοχής µελέτης, η προσέγγιση της ολοκληρωµένης διαχείρισης της παράκτιας ζώνης, σε συνδυασµό µε την αναπροσαρµογή του θεσµικού πλαισίου, φαίνεται ως η πλέον ενδεδειγµένη κι αποτελεσµατική πολιτική γης. Η συγκροτηµένη δράση στο χώρο, µπορεί να επιφέρει και άµεσα και ουσιαστικά αποτελέσµατα, ανανεώνοντας, βελτιώνοντας και υποστηρίζοντας τις λειτουργικές του δοµές.

16

Βιβλιογραφία Αυγερινού-Κολώνια Σ., Νησιωτικός Χώρος και παράκτια ζώνη, ΕΜΠ, Σχολή Πολιτικών

Μηχανικών, Αθήνα 2005. Γλύκας Μ., «Οι νέες τεχνολογίες ως αρωγός στην άρση της αποµόνωσης του νησιωτικού

χώρου», Πανεπιστήµιο Αιγαίου Τµήµα Μηχανικών Οικονοµίας και ∆ιοίκησης, 2005. Commission of the European Communities (CEC), Communication from the Commission to

the European Council. Partnership for Integration - A Strategy for Integrating Environment into European Union Policies. 10 pp. 1998.

Γρηγορίου E, Λαµπρόπουλος A, ∆ηµοπούλου Ε, Παπαζήση Κ, Ζεντέλης Π «Συγκρότηση Συστήµατος Πληροφοριών Αναπτυξιακών Έργων Ηπείρου», 4ο ∆ιεπιστηµονικό ∆ιαπανεπιστηµιακό Συνέδριο του Ε.Μ.Π. «Η ολοκληρωµένη ανάπτυξη της Ηπείρου» Συνεδριακό Κέντρο Μετσόβου, 2004.

Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης, Ζητήµατα Πολεοδοµικής και Χωροταξικής Πολιτικής Πορίσµατα της Συνάντησης Εργασίας του ΕΚΠΑΑ για θέµατα Πολεοδοµικού και Χωροταξικού Σχεδιασµού, 2001.

Environmental Protection Agency (EPA), EPA’s Contaminated Sediment Management Strategy, Office of Water, EPA-823-R-98-001, 100 pp.+ xiv.1998.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Για την ολοκληρωµένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών: µια στρατηγική για την Ευρώπη. Βρυξέλλες, 27-09-2000.

Ιστοσελίδα του Μεσογειακού Προγράµµατος για το Περιβάλλον των Ηνωµένων Εθνών (UNEP/ MAP) www.unepmap.orgnbsp nbsp

Ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ολοκληρωµένη ∆ιαχείριση Παράκτιας Ζώνης http://www.europa.eu.int/comm/environment/iczm/home.htm

Κατωγιάννη Κ, «∆ιαχείριση παράκτιων ζωνών µε χρήση γεωγραφικών συστηµάτων πληροφοριών και εφαρµογή σεναρίων: η περίπτωση του Στενού της Μυτιλήνης», Πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Επιστηµών της Θάλασσας, 2003.

Κοκκώσης Χ., ∆ηµητρίου Κ.,. Κωνσταντόγλου Μ, «∆ηµιουργία Γεωγραφικού Συστήµατος Πληροφοριών για τις παράκτιες περιοχές της Ελλάδας» 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Γεωγραφικά Συστήµατα Πληροφοριών, ∆υνατότητες και Εφαρµογές, Προοπτικές και Προκλήσεις», Ελληνική Εταιρεία Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών, 1999.

MINISTRY OF THE ENVIRONMENT, PHYSICAL PLANNING AND PUBLIC WORKS, «National Report of Greece on Coastal Zone Management», European Commission / DG Environment, in the context of the Recommendation on Integrated Coastal Zone Management (2002/413/EC, Chapter VI), 2006.

Μιχαήλ Ι.Μ., «Προστασία Περιβάλλοντος και Πολεοδοµία» Τεχνικά Χρονικά Τοµ.4, τ.1-2: 167-182, 1984.

National Centre for the Environment and Sustainable Development: “Draft Report on Indicators – Greece, 2003”

Organisation for Economic Cooperation and Development (OECD), Integrated Coastal Zone Management: Review of Progress in Selected OECD Countries, OECD, Paris, 1997.

Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Περιβάλλοντος, Εργαστήριο Περιβαλλοντικού Σχεδιασµού «Πρόγραµµα για τη Βιώσιµη Ανάπτυξη Ελληνικών Ακτών και Νησιών», στην ιστοσελίδα www.minenv.gr/1/12/123/12303/g1230300.html.

Πολίτη Ε., Κίτσιου ∆., Μέξα Α.& Καρύδης Μ., «Αξιολόγηση παράκτιων περιοχών µε χρήση γεωγραφικών συστηµάτων πληροφοριών (ΓΣΠ) και µεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης», 7ο Συµπόσιο Ωκεανογραφίας και Αλιείας, Τµήµα Επιστήµης της Θάλασσας, Πανεπιστήµιο Αιγαίου, 2003.

Ρόκος ∆., Από τη «Βιώσιµη ή Αειφόρο» στην Αξιοβίωτη Ολοκληρωµένη Ανάπτυξη, Μετσόβιο Κέντρο ∆ιεπιστηµονικής Έρευνας (ΜΕ.Κ.∆.Ε.) του ΕΜΠ, 2001.

17

Σταµατίου Ε., «Εξελίξεις νοµοθεσίας για τον αιγιαλό και την παραλία – οικιστική ανάπτυξη – προβλέψεις, παραβλέψεις και επιπτώσεις στον παράκτιο χώρο», Σειρά ερευνητικών εργασιών 9(22) 513-536, 2003.

Σταµατίου Ε., «Χωρικές δυσλειτουργίες και περιβαλλοντικές αλλοιώσεις στους παράκτιους νοµούς της Ελλάδας – Προβλήµατα και προοπτικές», Σειρά ερευνητικών εργασιών 9(21), 489-512, 2003.

UNEP, Guidelines for Integrated Management of Coastal and Marine Areas - with special reference to the Mediterranean Basin. Croatia, PAP/RAC, 1995.

UNESCO «Methodological guide to Integrated Coastal Zone Management (ICZM)», Indicators for Sustainable Development in the Mediterranean Coastal Regions Follow-up of the recommendations of the Mediterranean Commission on Sustainable Development, Final report, UNEP- BLUE PLAN, 1997.

Development of a Geographic Information System for Coastal Zone Management

Ef. Dimopoulou, Rural and Surveying Engineer, Lecturer, N.T.U.Α.

Th. Avagianou, Rural and Surveying Engineer, N.T.U.Α. P. Zentelis, Rural and Surveying Engineer, Associate Professor, N.T.U.Α.

Cadastre-Department of Topography, School of Rural and Surveying Engineering, N.T.U.Α.

Abstract The coastal zone in Greece is of particular importance, with a high concentration of human population and associated economic, social and recreational activities, with a great impact on biodiversity and environmental deterioration.

So far, the Greek legal framework concerning coastal zone management is characterized by lack of coordination and divergence of responsibilities to control the activities taking place in these highly sensitive areas. “Integrated Coastal Zone Management (ICZM)” is a programme adopted by the European Community, aiming to provide technical information about sustainable coastal zone management and stimulate a broad debate among the various actors involved in the planning, management or use of European coastal zones. Therefore, the integration of knowledge, technological tools and managerial skills seems rather challenging to move forward in this direction.

This paper describes the development of a geographic information system (GIS), based on GI technology and comprising the components required to be part of an integrated coastal zone approach. These include information levels of resources and demands, which are very often conflicting. The system is implemented in Lesbos, a Greek island with a coastal zone representing 2/3 of the island’s total surface, where human activities are characterized by rapid urbanization, overexploitation of natural resources and pollution. In our study, the coastal zone was defined and illustrated on maps, according to the existing legislative framework. Additional layers of information, concerning statistical data, socio-economic factors, land uses, development plans and others were also added to the system, formulating an extended data base. The system thus developed, provides a useful tool for decision making towards the integrated coastal zone management approach, not only of local importance, but as part of a national priority.