2007_ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ...

74
1 ΕΜΠ-ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ-ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ «ΛΕΥΚΙΠΠΟΣ» ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΣΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2007

Transcript of 2007_ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ...

1

ΕΜΠ-ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ-ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ «ΛΕΥΚΙΠΠΟΣ»

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ

ΣΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2007

2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3

2. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 4

3. ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΕΣ 10

4. ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ: ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ «ΚΟΙΝΟΙ ΤΟΠΟΙ» 14

4.1 Κοινότητα και κοινωνικά δίκτυα 14

4.2 Θεσμοί και πρακτικές συμμετοχής 20

4.3 Παρεμβάσεις στην πόλη 25

4.4. Ταυτότητα, αναγνώριση, στιγματισμός 42

4.5 Έμφυλες διαστάσεις της γειτονιάς 50

5. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 57

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 63

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 64

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 676

3

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η έρευνα με τίτλο «Ανάπτυξη μεθοδολογικών εργαλείων για τη συγκριτική έρευνα

της γειτονιάς σε μεγάλες πόλεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης» χρηματοδοτήθηκε από το

πρόγραμμα Βασικής Έρευνας «Λεύκιππος» του ΕΜΠ και εκπονήθηκε από ερευνητική

ομάδα του Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας. Η έρευνα είχε διάρκεια 18 μήνες και η

ερευνητική ομάδα είχε την ακόλουθη σύνθεση:

Κωνσταντίνα Βαΐου. καθηγήτρια ΕΜΠ (επιστ. υπεύθυνη)

Άρης Καλαντίδης, Υ/Δ ΕΜΠ, ερευνητής

Σταυρούλα-Ρούλη Λυκογιάννη, Δρ ΕΜΠ, ερευνήτρια

Αγάπη Τσίκλη, Υ/Δ ΕΜΠ, ερευνήτρια

Φανή Γκουτίδη, τεχνική υποστήριξη

Αντικείμενο της έρευνας είναι η συγκρότηση μεθοδολογικών εργαλείων για τη

συγκριτική διερεύνηση της έννοιας γειτονιά σε μεγάλες πόλεις της ΕΕ. Οι σημαντικές

οικονομικές και γεωγραφικές/χωρικές ανακατατάξεις των τελευταίων δεκαετιών έχουν,

μεταξύ άλλων, αποδιαρθρώσει και παραδοσιακές διαδικασίες και πρακτικές που

συνδέονταν με το Κράτος Πρόνοιας, τη σταθερή απασχόληση, το δικαίωμα στην

κατοικία και την πόλη, επηρεάζοντας, στη διαδικασία αυτή, και τους τρόπους

συγκρότησης ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων. Όμως, οι προσπάθειες

παραμένουν «αποκεντρωμένες» σε κάθε χώρα και περιορίζονται είτε σε θεωρητικές

προσεγγίσεις είτε, κυρίως, σε μελέτες συγκεκριμένων γειτονιών. Έτσι, υπάρχει ανάγκη

διαμόρφωσης των όρων για συγκριτική έρευνα. Διερευνώντας θεωρήσεις της γειτονιάς

σε τρεις κυρίως χώρες της ΕΕ (Μ. Βρετανία, Γερμανία, Ελλάδα), όπου η έννοια έχει

χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους στην πολεοδομική και κοινωνική θεωρία και

πρακτική, το προτεινόμενο έργο στοχεύει στην ανάπτυξη μεθοδολογικών εργαλείων

κατάλληλων για τη συγκριτική έρευνα της έννοιας γειτονιά. Έτσι επικεντρώνεται (α)

στον εντοπισμό κοινών πεδίων ενδιαφέροντος και την ανάδειξη ιδιαιτεροτήτων, τόσο

στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής συζήτησης, όσο και των θεσμικών πρακτικών, (β) στη

συγκρότηση τυπολογίας θεωρητικών και πρακτικών προσεγγίσεων της γειτονιάς (γ) στη

συγκρότηση μεθοδολογικών εργαλείων στο πεδίο αυτό.

4

2. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία ένα αυξημένο

ενδιαφέρον για τη γειτονιά, παράλληλα, ή και σε αντίθεση με, προσεγγίσεις που

παραπέμπουν σε ολοένα αυξανόμενη ένταση μη τοπικών δικτύων και στην

παγκοσμιοποιημένη πόλη. Ανάλογο ενδιαφέρον εντοπίζεται και σε επίπεδο πολιτικής,

με σημαντικά παραδείγματα τη ‘Social Exclusion Strategy’ του Εργατικού Κόμματος

και το Centre for Neighbourhood Research στη Μ. Βρετανία, καθώς και το

ομοσπονδιακό πρόγραμμα Soziale Stadt στη Γερμανία, που επικεντρώνονται στην

κλίμακα της γειτονιάς (Parkes et al 2002, Krummacher et al 2003). Παράλληλα, η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει χρηματοδοτήσει σημαντικά προγράμματα που εστιάζουν σε

γειτονιές διαφόρων πόλεων, όπου παρατηρούνται ‘συγκεντρώσεις’ κοινωνικών

προβλημάτων (πχ Cartiers en Crise, Le Développement Social Urbain κλπ).

Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη γειτονιά συνδέεται άμεσα με τα προβλήματα που

απορρέουν από τις σημαντικές οικονομικές και γεωγραφικές/χωρικές ανακατατάξεις

των τελευταίων δεκαετιών που συνοδεύονται μεταξύ άλλων και από την αποδιάρθρωση

των παραδοσιακών διαδικασιών και πρακτικών συγκρότησης ατομικών και συλλογικών

ταυτοτήτων, που συνδέονταν με το Κράτος Πρόνοιας, τη σταθερή απασχόληση, το

δικαίωμα στην κατοικία και την πόλη. Στο πλαίσιο αυτό η γειτονιά αποκτάει νέα

περιεχόμενα και σημασίες για την καθημερινή ζωή και ενσωματώνεται σε πρακτικές

συλλογικής δράσης και πολιτικές διακυβέρνησης. Ακόμη, το περιεχόμενο της έννοιας

προσδιορίζεται με διαφορετικούς όρους στο πλαίσιο διαφορετικών επιστημονικών

κλάδων και παραδόσεων, αλλά και από την πλευρά των πολιτών – των διαφορετικών

ατόμων και ομάδων που ζουν «στη γειτονιά» μεγάλο μέρος της καθημερινής τους ζωής.

Παρ’ όλο που στην πρόσφατη βιβλιογραφία υπάρχει αρκετή υπερβολή γύρω από τη

σημασία της τεχνολογίας, τις ροές και τις γρήγορες μετακινήσεις στο χώρο, οι ζωές των

περισσότερων ανθρώπων είναι συνδεδεμένες με συγκεκριμένους τόπους. Μπορεί να

αναπτύσσονται κοινωνικοί δεσμοί από απόσταση σε ορισμένες τουλάχιστον κοινωνικές

ομάδες, όπως και νέοι τύποι κοινότητας, αμοιβαιότητας και συναναστροφής μπορεί να

διαμορφώνονται χωρίς αναφορά ή ταύτιση με έναν τόπο (πχ μέσα από το διαδίκτυο, βλ.

και Wellman, Quan-Hasse 2002). Οι εξελίξεις όμως αυτές δεν αποκλείουν χωρο-

5

χρονικές σταθερότητες, που αναπτύσσονται μέσα από ρουτίνες της καθημερινότητας,

κύκλους συναναστροφών, πρόσδεση σε τόπους με πολύ υλική υπόσταση, όπου οι

άνθρωποι ζουν, εργάζονται, καταναλώνουν, ερωτεύονται, μεγαλώνουν παιδιά,

διαμαρτύρονται και αγωνίζονται (Simonsen 2003, Crang 2001).

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τίθενται και ερωτήματα για τη χωρική οριοθέτηση και το

περιεχόμενο της γειτονιάς, ιδιαίτερα όταν τα διοικητικά της όρια, εκεί που υπάρχουν,

δεν συμπίπτουν απαραίτητα με την αντίληψη που έχουν οι κάτοικοί της γι’ αυτήν

(Pacione 1983)1. Πώς να μελετήσει λοιπόν κανείς κάτι που δεν μπορεί καν να

οριοθετήσει με βεβαιότητα; Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια απάντηση που δίνεται πριν

από 30 και παραπάνω χρόνια. Ο Bowden (1972) θεωρεί ότι η γειτονιά «αποτελεί μια

αντίληψη που υπάρχει στο μυαλό και μπορεί να οριστεί μόνο από εντεκάχρονα αγόρια»

(1972 :227). Η ερμηνεία αυτή, όσο κι αν ξαφνιάζει, έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί θέλει

ένα συγκεκριμένο υποκείμενο – με ηλικία και φύλο – να ορίζει το χώρο της γειτονιάς

που κατά τ’ άλλα υπάρχει μόνο νοητικά. Ακόμα κι αν δεν συμφωνήσουμε με τα

αποτελέσματα του συλλογισμού του Bowden, το σημείο εκκίνησής του είναι πολύ

ενδιαφέρον γιατί αμφισβητεί την αντικειμενικότητα του εξωτερικού παρατηρητή και

δέχεται την υποκειμενική εμπειρία ως καθοριστική.

Οι διαφορές φύλου, ηλικίας, προέλευσης κλπ δεν οδηγούν μόνο σε διαφορετικές

προσλήψεις της γειτονιάς, αλλά και διαφορετικές σχέσεις με τη γειτονιά ως άμεσο

περίγυρο, ακτίνα ανάπτυξης δραστηριοτήτων και πεδίο οικειοποίησης της πόλης.

Ακόμη, διαφοροποιούν την ένταση και τον εν-τοπισμό των σχέσεων ανάμεσα στους

γείτονες. Οι σχέσεις αυτές έχουν διαφορετική ένταση και ποιότητα: από την απλή

καλημέρα, μέσα από τις μικροεξυπηρετήσεις και τις αλληλοεπισκέψεις, ως την ενεργό

παροχή βοήθειας ανάμεσα σε γείτονες. (βλ. και Henning και Lieberg 1996, Bridge et al.

2004). Διαφορές στον ορισμό των σχέσεων γειτονιάς (στο ‘γειτονεύειν’) αλλάζουν και

την οπτική μας γωνία πάνω στην παρουσία ή απουσία τους. Έτσι μπορεί για έναν

ερευνητή να είναι μικρής σημασίας και άρα να μην καταγράφεται το ότι οι γείτονες

1 βλ. και τις προσπάθειες, στην παράδοση του Κ. Lynch και των αντιληπτικών προσεγγίσεων της πόλης,

να οριστούν «φυσικά» ή «αντικειμενικά» όρια γειτονιάς (Noonan 2005)

6

γνωρίζονται μόνο εμφανισιακά μεταξύ τους, ενώ για τον άλλον αυτό να αποτελεί μια

πρώτη ξεκάθαρη ένδειξη ύπαρξης γειτονιάς (Bridge et al. 2004).

Η γειτονιά έχει απασχολήσει ιστορικά διάφορους επιστημονικούς κλάδους που

ασχολούνται με τον αστικό χώρο, όπως η πολεοδομία, η ανθρωπογεωγραφία, η

κοινωνιολογία της πόλης. Η χρήση του ίδιου όρου σε διαφορετικά πλαίσια αναφοράς

και επιστημονικές παραδόσεις είναι ίσως μία από τις αιτίες των πολλαπλών δυσκολιών

στην οριοθέτησή του. Στην έρευνα αυτή εξετάζεται ως χωρο-κοινωνική ενότητα, όπου

είναι δυνατόν να αναπτυχθεί (και τέτοια παραδείγματα καταγράφονται στην ευρωπαϊκή

βιβλιογραφία) συλλογική δράση και συμμετοχή των πολιτών «εκ των κάτω»,

παράλληλα με θεσμικές και πολιτικές διαδικασίες «εκ των άνω», στο πλαίσιο της

ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Προκειμένου να συγκροτήσουμε μεθοδολογικά εργαλεία για τη συγκριτική διερεύνηση

της έννοιας γειτονιά, αντλούμε υλικό από τις θεωρητικές συζητήσεις και τις θεσμικές

πρακτικές και τις αντίστοιχες εφαρμογές τους, όπως αναπτύσσονται σε κάθε μία από

τις τρεις χώρες της ΕΕ που αποτελούν πεδίο διερεύνησης στην έρευνα αυτή: Μ.

Βρετανία, Γερμανία, Ελλάδα. Στις χώρες αυτές εντοπίζονται χαρακτηριστικά

παραδείγματα χρήσης της έννοιας γειτονιά στο πλαίσιο θεωρητικών επεξεργασιών και

πρακτικών παρέμβασης στον αστικό χώρο, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις.

Στην περίπτωση της Μ.Β. υπάρχει πλούσιο υλικό για το ζήτημα της γειτονιάς. Αυτό

μπορεί να ερμηνευτεί ως αποτέλεσμα της τάσης που χαρακτηρίζει τη σχετική

βιβλιογραφία, σύμφωνα με την οποία οι αναφορές στον αστικό σχεδιασμό

/προγραμματισμό και τις εφαρμογές του σε επίπεδο γειτονιάς αποτελούν τη βάση για τη

διερεύνηση πολλών θεωρητικών ζητημάτων σχετικών με την έννοια της γειτονιάς και

της κοινότητας.

Στην Ελλάδα, βασικό χαρακτηριστικό είναι η απουσία βιβλιογραφίας με άμεση

αναφορά στο ζήτημα της γειτονιάς. Εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων, η γειτονιά ως

αναλυτικό εργαλείο του πολεοδομικού σχεδιασμού, μοιάζει να μην αποτελεί

προτεραιότητα στη συγγραφική δραστηριότητα των ατόμων που ασχολούνται ενεργά

7

με την παραγωγή γνώσης γύρω από τα πολεοδομικά ζητήματα. Αντιθέτως έντονη είναι

η παρουσία του όρου στην πολεοδομική νομοθεσία, παρά το διαφορετικό περιεχόμενο

που αποδίδεται σε αυτόν και την έλλειψη ακριβούς οριοθέτησης του. Η έννοια της

γειτονιάς εμφανίζεται να απασχολεί τόσο το τμήμα του κρατικού μηχανισμού που

σχετίζεται με τη δημιουργία και την υλοποίηση των πολεοδομικών ρυθμίσεων, όσο και

εκείνο που εφαρμόζει ρυθμίσεις σε τοπικό επίπεδο.

Στη Γερμανία, η γειτονιά δεν αποτελεί κεντρικό αντικείμενο θεωρητικής συζήτησης,

αντίθετα είναι πολύ παρούσα στις πολιτικές παρεμβάσεις. Στην παράδοση του

γερμανικού επιστημονικού λόγου επικρατεί μια πόλωση ανάμεσα στην αναλυτική και

πρακτική προσέγγιση. Έτσι εκεί που η κοινωνιολογία της πόλης εξετάζει τα κοινωνικά

φαινόμενα στη χωρική τους διάσταση (στην πόλη), αυτό που ενδιαφέρει είναι τρόπος

που συγκροτείται (κοινωνικός) χώρος ανεξάρτητα από την κλίμακα. Από την άλλη, η

νομοθεσία δεν χωρίζει την πόλη σε γειτονιές, λείπουν δηλαδή κάθε είδους ποσοτικά

στοιχεία σε αυτό το επίπεδο, εκτός από τις περιπτώσεις όπου εμφανίζονται

προβλήματα, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται στη συζήτηση η γειτονιά συσχετισμένη με

μια «παθολογία». Παράλληλα, υπάρχουν πολλές λέξεις, που θα μπορούσαν να

μεταφραστούν ως «γειτονιά», διαφέρουν όμως σημασιολογικά, αλλά και στη χρήση

τους (βλ. Πίνακα 2.1)

Πίνακας 2.1: ΛΕΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Nachbarschaft: Με όρους κλίμακας θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για τη

μικρότερη μονάδα μέσα στην πόλη. Είναι η πιο κοντινή έννοια της Αγγλικής

Neighbourhood. Αν και ο γείτονας είναι Nachbar, το ρήμα «γειτονεύω» απουσιάζει

παντελώς. Όμως η έννοια είναι η πιο φορτισμένη συναισθηματικά από άλλες παρόμοιες

και οι συνδηλώσεις της έχουν άμεση σχέση με την καθημερινότητα και τις κοινωνικές

σχέσεις.

Kietz (Kiez): Η γειτονιά, κυρίως ως κοινωνικός χώρος, με συνδηλώσεις «λαϊκής»,

«εργατικής» και «γραφικής» γειτονιάς. Δεν αποτελεί διοικητικό όρο και χρησιμοποιείται

σχεδόν αποκλειστικά στην καθομιλουμένη.

Viertel: Συμπίπτει με τη γειτονιά, περιγράφει όμως περισσότερο το δομημένο περιβάλλον

παρά τις γειτονικές σχέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τις

αναπλάσεις: Sanierungsviertel (γειτονιά ανάπλασης).

Quartier: Η λέξη, που προέρχεται από τα Γαλλικά, αν και εμφανίζεται σποραδικά (και

περισσότερο ιστορικά) για να περιγράψει οικοδομικά τετράγωνα, στην πραγματικότητα

συμπίπτει με τη γειτονιά. Φέρει όμως λιγότερη συναισθηματική φόρτιση από το

Nachbarschaft και χρησιμοποιείται κυρίως στη διοίκηση.

Stadtteil: Χρησιμοποιείται πάλι σχεδόν ταυτόσημα με το Quartier και σημαίνει κατά λέξη

«μέρος της πόλης». Εμφανίζεται κυρίως σε σύνθετες λέξεις όπως «Stadtteilarbeit»

(κοινωνική εργασία στη γειτονιά) και δεν έχει αντιστοιχία στην διοίκηση.

Ortsteil: Ορίζεται ως διοικητικό μέγεθος και συμπίπτει με τις συνοικίες. Καθένας από

8

τους 12 δήμους του Βερολίνου, για παράδειγμα, είναι χωρισμένος σε Ortsteile. Συνολικά

υπάρχουν 95 στην πόλη, το μέγεθός των οποίων υπερβαίνει τη γειτονιά.

Siedlung: Χρησιμοποιείται για λίγο-πολύ ομοιογενή οικιστικά σύνολα, κυρίως αυτά που

έχουν κτιστεί αμιγώς με οργανωμένη δόμηση. Θυμίζει πιο πολύ την Ελληνική λέξη

συνοικισμός, χρησιμοποιείται όμως συχνά και για να δηλώσει τη γειτονιά.

Στόχος της διερεύνησης στις τρεις χώρες, όπως ήδη αναφέραμε, είναι ο εντοπισμός των

θεμάτων και των εννοιών που αναδεικνύονται στα πλαίσια της συζήτησης, και η

διερεύνηση των συσχετισμών τους με τις κοινωνικές (οικονομικές, πολιτικές και

πολιτισμικές) ιδιαιτερότητες και τους στόχους κάθε χώρας - προκειμένου να

εντοπιστούν τα στοιχεία που θα συγκροτήσουν μια μεθοδολογία συγκριτικής έρευνας

της γειτονιάς. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα μεθοδολογικά βήματα στην κατεύθυνση

αυτή.

1. Α’ ΦΑΣΗ

Για κάθε μία από τις τρεις χώρες έγινε έρευνα και αποδελτίωση του υλικού που

αναφέρεται στη γειτονιά σε πολεοδομικές και κοινωνιολογικές μελέτες, μονογραφίες

και συλλογικούς τόμους. H έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε σε βιβλιοθήκες, μέσω

διαδικτύου και με επισκέψεις σε κέντρα της Γερμανίας (Βερολίνο, Φρανκφούρτη,

Αμβούργο) και της Μ. Βρετανίας. Η δε αποδελτίωση οργανώθηκε σε τρεις ενότητες

θεμάτων:

α) στους θεωρητικούς προσανατολισμούς γύρω από το ζήτημα της γειτονιάς

β) στις θεσμικές ρυθμίσεις και την παρουσία της γειτονιάς στη νομοθεσία, και

γ) στις πολεοδομικές παρεμβάσεις και πρακτικές που αφορούν τη γειτονιά και

αναπτύσσονται σε ένα ευρύ πεδίο χωρικών κλιμάκων, από τις σημειακές παρεμβάσεις

έως το «στρατηγικό» σχεδιασμό.

Για τη συγκέντρωση αυτού του υλικού, εκτός της βιβλιογραφικής διερεύνησης,

χρησιμοποιήθηκαν συμπληρωματικά συνεντεύξεις με «προνομιακούς πληροφορητές»,

κυρίως στην Ελλάδα και τη Γερμανία, ενώ επίσκεψη στο Centre for Neighbourhood

Research του Bristol αποσαφήνισε πολλά από τα ευρήματα της διερεύνησης σχετικά με

τη Μ. Βρετανία. Το υλικό αυτής της πρώτης φάσης παράλληλων διερευνήσεων στις

τρεις χώρες παρουσιάζεται στο κεφάλαιο 3 και συνοψίζεται στον πίνακα 3.1, σύμφωνα

με τις τρεις διακριτές ενότητες θεμάτων.

9

2. Β’ ΦΑΣΗ

Τα θέματα που αναδείχθηκαν από τη διερεύνηση της πρώτης φάσης στη συνέχεια

ομαδοποιήθηκαν σε πέντε νέες ενότητες, οι οποίες βοηθούν στον εντοπισμό κοινών

σημείων ενδιαφέροντος και στην ανάδειξη ιδιαιτεροτήτων. Η επεξεργασία αυτή

παρουσιάζεται αναλυτικά στο κεφάλαιο 4, το οποίο οργανώνεται σε πέντε

υποκεφάλαια-θεματικές ενότητες προσεγγίσεων της γειτονιάς.

3. Γ’ ΦΑΣΗ

Στη συνέχεια από τις παραπάνω θεματικές ενότητες εντοπίζονται τα στοιχεία, στη βάση

των οποίων μπορεί να συγκροτηθεί ένα μεθοδολογικό εργαλείο για τη συγκριτική

μελέτη της γειτονιάς. Έτσι, στο κεφάλαιο 5 παρουσιάζεται ένας σχολιασμός των

ευρημάτων της έρευνας και των περιεχομένων του μεθοδολογικού εργαλείου.

10

3. ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΕΣ

Οι αυξανόμενες αλλαγές που συμβαίνουν κυρίως στη σφαίρα της αμειβόμενης

εργασίας, έχουν μεγάλες συνέπειες στην κινητικότητα των κατοίκων και στη

συγκρότηση σταθερών τόπων κατοίκησης. Η δραστική μείωση της μακροχρόνιας και

σταθερής απασχόλησης για τους περισσότερους άντρες, η αυξανόμενη συμμετοχή των

γυναικών σε δουλειές μερικής και μικρής διάρκειας ή και η αύξηση των ωρών

εργασίας, που προκύπτει από την ανάγκη εξασφάλισης μιας θέση στην αγορά εργασίας,

έχουν οδηγήσει πολλούς ανθρώπους να μη βλέπουν πλέον την κατοικία ως ‘σπιτικό’,

αλλά μάλλον ως περιουσιακό στοιχείο – κάτι που έχει σημαντικές επιπτώσεις στις

κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσουν στην περιοχή της και γενικότερα στην ίδια την

περιοχή. Έτσι, η σταδιακή εξάλειψη των «βιομηχανικών κοινοτήτων» στις χώρες της

Βόρειας Ευρώπης συνοδεύτηκε από σοβαρή μείωση πολλών μορφών συλλογικότητας.

Από την άλλη μεριά, η αυξανόμενη προσωπική κινητικότητα, λόγω πχ. της γενικότερης

πρόσβασης στη χρήση του Ι.Χ., της βελτίωσης του μορφωτικού επιπέδου, ή της

κινητικότητας στην αγορά εργασίας, έχει οδηγήσει στη χαλάρωση των χωρικών δεσμών

που αποτελούσαν ένα σημαντικό κομμάτι των δικτύων κοινωνικής υποστήριξης και

συγκρότησης γειτονιάς (Chapman, 1996).

Το επίπεδο των επαφών της γειτονιάς μπορεί να μην έχει παρακμάσει συνολικά, αλλά

σίγουρα έχει αλλάξει η ποιότητα και η φύση του γειτονεύειν και της κοινωνικότητας

(Forrest 2004). Εξακολουθεί όμως να αντιπαρατίθεται η γειτονιά στην τάση της «απο-

τοπικοποίησης», ως ένας τόπος για να ξαναχτιστεί η κοινωνική συνοχή από τα κάτω

μέσω της ενεργοποίησης των πολιτών. Μπορεί να ενδυναμωθεί ο ρόλος της γειτονιάς

και πώς; Τι ρόλο παίζουν τα δίκτυα σχέσεων και η πρόσδεση σε ένα συγκεκριμένο

τόπο; Ή, τι σημασία έχει η μελέτη της γειτονιάς όταν «όσοι κατοικούν τον ίδιο

γεωγραφικό τόπο μπορεί να κατοικούν εντελώς διαφορετικούς κοινωνικούς κόσμους»

(Forrest 2004: 9); Και τελικά, σε ποιο πλαίσιο υποστηρίζεται η σύνδεση της γειτονιάς

με την κοινότητα όταν η γειτονιά είναι ένας «τόπος που φιλοξενεί μια κοινότητα

ξένων»; (J. Jacobs 1962).

11

Η παράλληλη μελέτη των παραπάνω παραγόντων παράγει πιο σύνθετες αναλύσεις για

τη γειτονιά, με μια ιδιαίτερη έμφαση στις φτωχές γειτονιές. Επισημαίνεται συχνά ότι τα

κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα των γειτονιών οφείλονται σε ένα

συνδυασμό χωρο-κοινωνικών παραγόντων και πολιτισμικών θεμάτων, όπως η έλλειψη

ευκαιριών απασχόλησης, η ανεπάρκεια (με ποιοτικούς και ποσοτικούς όρους) των

τοπικών υποδομών και υπηρεσιών, η φύση του κτισμένου περιβάλλοντος, το

δημογραφικό προφίλ του πληθυσμού, οι στάσεις, οι δράσεις και οι ικανότητες των

κατοίκων και η ποιότητα των κοινωνικών παροχών. Όλοι αυτοί οι παράγοντες

συγκροτούν το «πλαίσιο» της γειτονιάς, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σύμφωνα με

τα οποία συγκροτείται ιστορικά η κοινωνική ταυτότητα της ίδιας και των κατοίκων της,

καθώς συμβαδίζουν με διαδικασίες κοινωνικοποίησης και τις ρουτίνες καθημερινής

ζωής.

Στο κεφάλαιο αυτό συνοψίζεται σε μορφή πίνακα η διεξοδική διερεύνηση των τρόπων

με τους οποίους αναφέρεται η γειτονιά στις τρεις χώρες (Μ. Βρετανία, Γερμανία,

Ελλάδα). Το εύρος της διερεύνησης αποτυπώνεται στην εκτεταμένη βιβλιογραφία που

παρατίθεται στην έκθεση αυτή, ενώ αναλυτική παρουσίαση των θεμάτων γίνεται μετά

την ομαδοποίησή τους, στο κεφάλαιο 4. Ο πίνακας 3.1 αρθρώνεται γύρω από τρεις

θεματικές ενότητες ως προς τις οποίες έγινε η έρευνα στην πρώτη φάση:

α) θεωρητικοί προσανατολισμοί

β) θεσμικές ρυθμίσεις και νομοθεσία, και

γ) πολεοδομικές παρεμβάσεις και πρακτικές

Η θεματολογία παρουσιάζεται παράλληλα για τις τρεις επιλεγμένες χώρες.

Πίνακας 3.1: ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΕΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

Μέσω των community studies

και της εμπειρικής έρευνας που

αντλεί από τη Σχολή του

Σικάγου, η γειτονιά αναδει-

κνύεται σε αντικείμενο θεωρητι-

κής διερεύνησης, αλλά και πεδίο

πολιτικής παρέμβασης, που

εξετάζεται:

Η έμφαση των προσεγγίσεων της

γειτονιάς είναι λιγότερο στις

θεωρητικές διατυπώσεις και

περισσότερο στη χρήση της ως

πεδίο πολιτικής παρέμβασης.

Εξετάζεται ως «κοιννωικός

χώρος» και «milieu»:

Η αναγνώριση της γειτονιάς

στηρίζεται στη συγκέντρωση και

εγκατάσταση στον αστικό χώρο

(ιστορικά) συγκεκριμένων

ομάδων του πληθυσμού (πχ

πρόσφυγες, άτομα με κοινή

προέλευση, παλιννοστούντες,

κλπ). Εξετάζεται κυρίως:

12

α. με θετικούς όρους

- πεδίο ανάπτυξης κοινωνικών

δικτύων

- χώρος αλληλοβοήθειας και

κοινωνικής συνοχής

- πεδίο ανάπτυξης προσωπικών

σχέσεων και επαφών

- χώρος ενδυνάμωσης και

συμμετοχής των πολιτών

β. με αρνητικούς όρους

- τόπος συγκέντρωσης φτωχών

και μονογονεϊκών νοικοκυριών

- τόπος συγκέντρωσης (μακρο-

χρόνια) άνεργων

- πεδίο εμφάνισης παραβατικό-

τητας και εγκληματικότητας

- περιοχή με ανεπαρκείς υποδο-

μές και κοινωνικά προβληματι-

κούς τύπους κατοικίας

Επισημαίνεται η σημασία της

γειτονιάς, ιστορικά και σήμερα,

για συγκεκριμένες κοινωνικές

ομάδες, όπως η εργατική τάξη,

τα φτωχότερα κοινωνικά

στρώματα, τα μονογονεϊκά

νοικοκυριά, κλπ

α. .με θετικούς όρους

- χώρος κοινωνικοποίησης

- χώρος ανάπτυξης κοινωνικών

δικτύων

- χώρος αναγνώρισης και διαφο-

ροποίησης

- πεδίο συμμετοχής των πολιτών

β. με αρνητικούς όρους, μέσω

της «παθολογίας» της

- τόπος μεγάλων συγκεντρώσεων

μεταναστών/Gastarbeiter

- τόπος συγκέντρωσης ντόπιων

φτωχών στρωμάτων και ομάδων

που αναζητούν εναλλακτικούς

τρόπους ζωής εκτός θεσμών

Επισημαίνεται η σημασία της

γειτονιάς, ιστορικά και σήμερα,

για συγκεκριμένες κοινωνικές

ομάδες, όπως η εργατική τάξη,

τα φτωχότερα κοινωνικά

στρώματα, τα μονογονεϊκά

νοικοκυριά, κλπ

με θετικούς όρους

- χώρος αναάπτυξης κοινωνικών

δικτύων

- χώρος προσωπικών επαφών και

συλλογικής μνήμης

- τόπος συγκρότησης συλλογικής

ταυτότητας

- πεδίο συμμετοχής των πολιτών

β. με αρνητικούς όρους

Δεν έχει συζητηθεί, παρά μόνο

έμμεσα, σε περιοχές όπου

υπάρχει αυξημένη παρουσία

ευπαθών κοινωνικών ομάδων

(πχ. roma, πομάκοι, μετανάστες)

και έχουν εντοπιστεί έντονα

φαινόμενα ρατσισμού

Επισημαίνεται η σημασία της

γειτονιάς, ιστορικά και σήμερα,

για συγκεκριμένες κοινωνικές

ομάδες, όπως η εργατική τάξη,

τα φτωχότερα κοινωνικά

στρώματα, οι πρόσφυγες, κλπ

ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Σε επίπεδο θεσμικών ρυθμίσεων

απασχολεί το ζήτημα της

συμμετοχής των πολιτών στις

αποφάσεις για τη γειτονιά και

την κατοικία και η ανάπτυξη

πολιτικών για την αναζωο-

γόνηση περιοχών όπου εντοπί-

ζονται συγκεντρώσεις φτώχειας

και κοινωνικών προβλημάτων.

- ενδυνάμωση των πολιτών

- συμμετοχή στις αποφάσεις για

το κτισμένο περιβάλλον

- πολιτισμική αναβάθμιση

Οι θεσμικές ρυθμίσεις

συναρτώνται με την «παθολο-

γία» συγκεκριμένων περιοχών

και έχουν στόχο την ανάπλαση -

βελτίωση των συνθηκών

κατοίκησης. Οι συμμετοχικές

διαδικασίες είναι συναρτημένες

με τις αναπλάσεις και

πολεοδομικές παρεμβάσεις και

περιλαμβάνουν ακόμη και όσους

κατοίκους δεν έχουν πολιτικά

δικαιώματα στη χώρα.

Οι θεσμικές ρυθμίσεις που

σχετίζονται, αν και συχνά δεν

αναφέρονται ρητά, με τη

γειτονιά εντάσσονται στο

πλαίσιο των στόχων «αποκέν-

τρωσης» και «λαϊκής συμμετο-

χής» που προωθούνται μετά την

κυβερνητική αλλαγή του 1981,

σε συνάρτηση με τη δράση της

Τοπικής Αυτοδιοί-κησης (ΤΑ).

- θεσμοθέτηση των Συνοικιακών

Συμβουλίων και των

Πολεοδομικών Επιτροπών

Γειτονιάς (ΠΕΓ)

- ενεργοποίηση του θεσμού των

Διαμερισματικών Συμβούλων

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Συγκροτούνται διαδοχικά προ-

γράμματα-πλαίσια για παρεμβά-

σεις σε επίπεδο γειτονιάς

(renewal, regeneration, revitali-

zation, …) με ποικίλους στόχους

και προσπάθειες σύνδεσης φυσι-

κού και κοινωνικού σχεδιασμού

- οικονομική αναγέννηση

Οι γειτονιές αποτελούν πεδίο

παρέμβασης στην πόλη, που

διαφοροποιούνται στο χρόνο:

α. μαζικές κατεδαφίσεις

β. συγκρούσεις και άνοδος των

πολιτικών κινημάτων

γ. ήπιες αναπλάσεις

- προκρίνονται για παρέμβαση

γειτονιές όπου εντοπίζονται

Στον πολεοδομικό σχεδιασμό η

γειτονιά δεν έχει σταθερό

περιεχόμενο, χρησιμοποιείται ως

αναφορά σε πολεοδομικές

ενότητες ή τμήματά τους.

- σχέδια πολεοδομικών ενοτήτων

- προστασία του φυσικού και

οικιστικού περιβάλλοντος

13

- στροφή στην προσέλκυση

ιδιωτικών επενδύσεων

- σύνδεση προβληματικών

γειτονιών με συγκεκριμένους

τύπους κατοικίας

Αναπτύσσεται μετά το 1980

έντονη θεωρητική συζήτηση για

τις έμφυλες διαστάσεις των

αστικών φαινομένων - που

περνούν και στις «πολιτικές

ισότητας» σε επίπεδο δήμων και

γειτονιών.

συγκεντρώσεις τούρκων

Gastarbeiter, γερμανών από

εργατικά στρώματα και

εσωτερικών μεταναστών που

δοκιμάζουν εναλλακτικούς

τρόπους ζωής

- στόχος των αναπλάσεων η

διατήρηση της κοινωνικής

σύνθεσης και των κοινωνικών

σχέσεων γειτονιάς

- διαχείριση γειτονιάς

Οι έμφυλες προσεγγίσεις έχουν

άμεση σύνδεση με τις πρακτικές

παρέμβασης και τους

σχεδιασμούς σε επίπεδο

γειτονιάς , στο πλαίσιο

υλοποίησης της πολιτικής της ΕΕ

για το gender mainstreaming

- κυκλοφορία και συγκοινωνίες

- πρακτικές συμμετοχής στο

σχεδιασμό

- υπολογισμός των αναγκών σε

τεχνική και κοινωνική υποδομή

Αναπτύσσεται μετά το 1980

έντονη θεωρητική συζήτηση για

τις έμφυλες διαστάσεις των

αστικών φαινομένων - δεν είναι

σαφές αν και πώς διαπερνούν τις

πρακτικές σχεδιασμού

14

4. ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ: ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ

«ΚΟΙΝΟΙ ΤΟΠΟΙ»

Στο κεφάλαιο αυτό επιχειρείται μια ανασύνθεση του υλικού στη βάση συγκεκριμένων

θεμάτων που προέκυψαν από την αρχική διερεύνηση. Για τα θέματα αυτά εντοπίζονται

στις τρεις χώρες συγκλίσεις και ιδιαιτερότητες ή διαφορές συσχετισμένες με το

διαφορετικό γεωγραφικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο

οποίο αναπτύσσονται οι αντίστοιχες θεωρητικές προσεγγίσεις και πρακτικές.

4.1 Κοινότητα και κοινωνικά δίκτυα

Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της γειτονιάς, αντλώντας από την ανθρώπινη

οικολογία και τις διατυπώσεις της Σχολής του Σικάγου, συνέδεσαν τη γειτονιά ως

τμήμα πόλης με την έννοια της κοινότητας, όπου έχουν σημασία όχι μόνο τα

γεωγραφικά όρια του χώρου, αλλά και, κυρίως, τα κοινωνικά δίκτυα, η συγκινησιακή

και συμβολική σημασία για τους κατοίκους, η συγκρότηση ταυτότητας συναρτημένης

με τον τόπο. Εδώ μελετήθηκαν ιδιαίτερα τα όρια επιρροής των διαφόρων

εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών που αναφέρονται στον πληθυσμό της γειτονιάς και

επηρεάζουν το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων, τις συλλογικές δραστηριότητες και

πρακτικές, τις προσωπικές σχέσεις (για μια επισκόπηση της παλαιότερης

βιβλιογραφίας, βλ. Καραδήμου, Καυκούλα 1982).

Η συζήτηση για τη σχέση της γειτονιάς με την κοινότητα είναι ιδιαίτερα έντονη στη Μ.

Βρετανία, όπου πολλοί αναλυτές και ερευνητές υποστηρίζουν ότι το γειτονεύειν

(neighbouring) συνεχίζει να είναι μία σημαντική δραστηριότητα για ένα σημαντικό

κομμάτι του πληθυσμού ακόμη και όταν οι υπερ-τοπικοί δεσμοί αυξάνονται και

γίνονται πιο σύνθετοι από τις μορφές της τοπικής αλληλεπίδρασης. Από την οπτική της

κοινότητας και των κοινωνικών και συγγενικών δικτύων, η γειτονιά συγκροτείται ως

χωρική ενότητα μικρής κλίμακας, που υπάρχει χάρη στις προσωπικές επαφές και τις

αναφορές σε ένα (κοινό) παρελθόν και, ίσως, σε ένα κοινό πεπρωμένο. Σε ένα μεγάλο

αριθμό ερευνών για τις αστικές γειτονιές κυριαρχούσε η άρρητη υπόθεση ότι τα πυκνά

κοινωνικά δίκτυα ήταν ένα «καλό πράγμα» και βασικό συστατικό για μια καλή γειτονιά

(Bridge 2002). Αυτό σημαίνει ότι το στενό πλέγμα δικτύων σε μία συγκεκριμένη

15

γεωγραφική περιοχή παρέχει κοινωνική υποστήριξη και μία αίσθηση ταυτότητας και

τόπου. Μια τέτοια αντίληψη γειτονιάς-κοινότητας αντλεί και από τις γνωστές

community studies, οι οποίες απέδιδαν μεγάλη σημασία στα τοπικά συγγενικά και

έμφυλα δίκτυα γειτόνων, όπου η σταθερότητα και η διάρκεια των δεσμών

εξασφαλίζονταν από τις σχέσεις αλληλοβοήθειας μεταξύ γυναικών (κυρίως μητέρας-

κόρης) (βλ. και Simonsen 1997). Ήδη από τις παλαιότερες μελέτες αναδεικνύεται, αν

και δεν δηλώνεται ρητά, η σημασία του φύλου στη συγκρότηση της γειτονιάς - μια

προσέγγιση που καθιερώνεται μετά τη δεκαετία 1970. Κλασσικό παράδειγμα εδώ είναι

η μελέτη των Young και Wilmott (1957) στο Ανατολικό Λονδίνο (βλ. και παρακάτω

4.5).

Ορισμένες από τις κλασικές μελέτες που υποστήριξαν τη σχέση της γειτονιάς με την

κοινότητα εστιάστηκαν στις ποιότητες των κοινωνικών δικτύων, με βάση την

πυκνότητά τους, δηλ. τον αριθμό των ατόμων που εντάσσονται στα δίκτυα αυτά και

που μένουν στην ίδια περιοχή, καθώς και το πόσο ισχυρές είναι οι μεταξύ τους σχέσεις.

Παρά τα προβλήματα που εμφανίζουν (όσον αφορά π.χ. τον προσδιορισμό της

«μονάδας μέτρησης» της πυκνότητας) τέτοιου είδους διερευνήσεις μπορούν να

αναδείξουν σημαντικά στοιχεία για τη δομή των κοινωνικών δικτύων. Είναι

χαρακτηριστική η έρευνα σε βάθος με 20 αστικές οικογένειες εργατικής τάξης που

έκανε το 1957 η Elizabeth Bott δείχνοντας τη στενή σύνδεση ανάμεσα στα πυκνά

δίκτυα που είναι εγκατεστημένα σε μία γειτονιά. Όπως ισχυρίζεται η Bott:

«Μόνο η εργατική τάξη ενδιαφέρεται να βρει ένα συνδυασμό παραγόντων

που να μπορούν να εξασφαλίσουν ισχυρά δίκτυα: συγκέντρωση ανθρώπων

με το ίδιο ή παρόμοιο επάγγελμα σε ένα τόπο˙ δουλειών και σπιτιών στην

ίδια περιοχή˙ χαμηλό ρυθμό ανανέωσης πληθυσμού και σχέσεις μεγάλης

διάρκειας˙ τουλάχιστον περιστασιακές ευκαιρίες για συγγενείς και φίλους

να βοηθούν ο ένας τον άλλο να βρει δουλειά˙ μικρή ανάγκη για μετακίνηση

σε άλλες περιοχές˙ μικρές πιθανότητες κοινωνικής κινητικότητας»

(Bott 1957: 112).

Εδώ φαίνεται να έχουμε ένα κλασικό προσδιορισμό της παραδοσιακής κοινότητας της

εργατικής τάξης, όπου η κοινότητα γίνεται αντιληπτή ως ένα σύνολο κοινωνικών

δικτύων αλληλοβοήθειας το οποίο διαμορφώνεται ιστορικά μέσα από τις ανθρώπινες

σχέσεις που αναπτύσσονται σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Με όρους κοινωνικών δικτύων

η εικόνα που περιγράφηκε παραπάνω υποστηρίζεται και από τη δουλειά του Laumann

16

(1973) που δείχνει ότι η μακρά χρονική διάρκεια κατοίκησης σε μια γειτονιά και η

παρουσία κατοίκων που ανήκουν στην εργατική τάξη συνδέθηκε με πυκνότερα,

περισσότερο εντοπισμένα σε ένα τόπο κοινωνικά δίκτυα, με συνείδηση του «κοινού»

που απορρέει από την κοινή χωρική εμπειρία και χαρακτηρίζεται από τη θέληση για

από κοινού δράση (βλ. και Byrne 1999).

Αναγνωρίζοντας τη σημασία των κοινωνικών δικτύων που συγκροτούν την κοινότητα,

ορισμένες μελέτες διερευνούν το ερώτημα πότε και ποιοι δεσμοί είναι μοναδικοί ή

πολλαπλοί. Η πυκνότητα γίνεται αντιληπτή ως ένας αριθμός μερικών δικτύων (δεσμοί

μεταξύ συναδέλφων, συγγενών, φίλων και γειτόνων) που διαπλέκονται μεταξύ τους

στις ίδιες γειτονιές. Στο κλασικό έργο των Young και Wilmott (1957) παρατηρήθηκε

ότι, στην περιοχή του Α. Λονδίνου που μελέτησαν, συγγενείς, γείτονες και εργαζόμενοι

ήταν όλοι οι ίδιοι άνθρωποι, δηλαδή ότι τα τμήματα των μερικών δικτύων

επικαλύπτονταν σε ένα συνολικό ισχυρό κοινωνικό δίκτυο. Μεταγενέστερες έρευνες

έχουν δείξει ότι η «τοπική κοινότητα» γίνεται αντιληπτή ως ένα σύνθετο σύστημα

φιλικών και συγγενικών δικτύων και ότι τυπικοί και άτυποι δεσμοί συνεργασίας

βασίζονται στην οικογενειακή ζωή και στη συνεχιζόμενη διαδικασία κοινωνικοποίησης

(Logan, Spitze 1994, Kasarda, Janowitz 1974).

Οι διατυπώσεις αυτές σχετίζονται άμεσα με την αντίστοιχη γερμανική συζήτηση, όπου

η γειτονιά αντιμετωπίζεται, μεταξύ άλλων, ως χώρος κοινωνικών δικτύων και

κοινωνικής σταθερότητας (Häußermann, Kapphan 2002). Στην πρώτη περίπτωση, η

γειτονιά μπορεί να διευκολύνει δίκτυα αλληλοβοήθειας, αλλά μπορεί να είναι και

χώρος απλή ανταλλαγής (σημαντικών) πληροφοριών. Υποβαθμισμένες γειτονιές

τείνουν να γίνουν ομοιόμορφες, καθώς όσοι μπορούν τις εγκαταλείπουν. Στενά και

ομοιογενή δίκτυα, μπορεί να είναι συναισθηματικά σημαντικά, αλλά τόσο οι

δυνατότητες πληροφόρησης όσο και οι διαδράσεις ανάμεσα στα μέλη τους μπορούν να

θεωρηθούν φτωχές. Στη δεύτερη περίπτωση, οικογένειες, μόνιμα εργαζόμενοι και πιο

μορφωμένοι κάτοικοι υποστηρίζεται ότι παίζουν σταθεροποιητικό ρόλο στις γειτονιές.

Οι οικογένειες συνήθως ασχολούνται περισσότερο με τον περιβάλλοντα χώρο της

κατοικίας τους και συμμετέχουν συχνά ενεργά σε τοπικούς συνδέσμους, συλλόγους

κλπ. (Häußermann, Kapphan 2002).

17

Η σημασία των συγγενικών έναντι των μη συγγενικών δικτύων έχει συζητηθεί στο

πλαίσιο του τι είναι καλό για τις «κοινωνικά υγιείς» γειτονιές. Στο πλαίσιο της

συζήτησης αυτής πολλοί υποστηρίζουν ότι οι πιο «υγιείς» και πετυχημένες γειτονιές

είναι αυτές που συνδέονται με ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων,

παρά με ομοειδείς τύπους σχέσεων που συγκροτούν ένα τοπικό κοινωνικό δίκτυο,

βασισμένο κυρίως στην οικογένεια και τη συγγένεια. Με άλλα λόγια η ποικιλία των

σχέσεων φαίνεται να διαμορφώνει πιο «πετυχημένες» γειτονιές (Wellman et al 1988).

Πολλοί ερευνητές έχουν αμφισβητήσει την ταύτιση στο χώρο της γειτονιάς με τα

δίκτυα που συγκροτούν την κοινότητα. Υποστηρίζεται, για παράδειγμα, ότι η

χρησιμότητα των δικτύων ως πηγή κοινωνικής υποστήριξης δεν εξαρτάται τόσο από τη

χωρική εγγύτητα των ανθρώπων που δημιουργούν τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά από την

ποιότητα των δεσμών που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσά τους. Τονίζεται έτσι ότι οι δεσμοί

που αναπτύσσονται σε μία γειτονιά δεν είναι απαραίτητο να είναι ισχυρότεροι από τους

δεσμούς με τους φίλους που βρίσκονται διασκορπισμένοι σε διαφορετικά σημεία της

πόλης (Fischer 1982). Οι Crow, Allan (1994) επιμένουν στον διαχωρισμό ανάμεσα

στην κοινότητα και τη γειτονιά, σε μια κατεύθυνση που έχει τους προδρόμους της στη

δεκαετία 1960. Από τη μία μπορεί να υπάρχει κοινότητα πέρα από τα γεωγραφικά όρια

της γειτονιάς (μέσα από υπερτοπικά δίκτυα, κοινωνικές κι επαγγελματικές σχέσεις

κλπ.) και από την άλλη μπορούμε να φανταστούμε γειτονιά χωρίς την ύπαρξη

κοινότητας. Τα διαπροσωπικά δίκτυα, που αποτελούν τη βάση της δημιουργίας

κοινότητας, μπορεί να είναι τοπικά, υπερτοπικά ή και διεθνή. Συνεπώς, οι αστικές

γειτονιές περιλαμβάνουν πολύ θρυμματισμένα και διάσπαρτα κοινωνικά δίκτυα, καθώς

αποτελούν προϊόν της επιλογής πολλών ατόμων (Bridge, 2002, Häußermann 2004).

Ωστόσο, δεν είναι λίγοι οι ερευνητές που υπογραμμίζουν ότι η εγγύτητα (ο εντοπισμός

των δικτύων σε ένα τόπο) είναι σημαντική όταν η απόσταση αποτελεί εμπόδιο για

όσους αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις μετακινήσεις τους σε άλλες περιοχές, όπως οι

φτωχοί, οι ηλικιωμένοι, το μεγαλύτερο ποσοστό των γυναικών και οι άνεργοι (Campell,

Lee 1990, 1992). Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι σχέσεις γειτονείας έχουν σχετικά

μεγαλύτερη σημασία για κάποια συγκεκριμένα άτομα και ομάδες, κάτι που αμφισβητεί

18

την ιδέα για υποτιθέμενη παρακμή της σημασίας της γειτονιάς και υποστηρίζει την

υπόθεση ότι το γειτονεύειν (neighbouring) αποτελεί μία εναλλακτική μορφή

κοινωνικοποίησης για τους ανθρώπους που δεν (μπορούν να) έχουν πρόσβαση σε

ευρύτερα δίκτυα (Logan, Pritze 1994). Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι

κοινωνικοποιούνται και μέσα και έξω από τη γειτονιά και μέσα από διαφορετικές

δραστηριότητες.

Στην Ελλάδα η αναγνώριση ενός τμήματος της πόλης ως γειτονιάς στηρίζεται σε

ιστορικές διαδικασίες συγκέντρωσης κατοίκων (πχ με κοινή καταγωγή) και

συνοδεύεται από την ύπαρξη τοπόσημων (όπως ένας ναός, ένα κέντρο κοινωνικής

εξυπηρέτησης, ένα σχολείο, ένα ιστορικό κτίριο, μια πλατεία ή ένα φυσικό

χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος), στοιχείων δηλαδή που αποτέλεσαν ή μαρτυρούν

κάποια ιστορική στιγμή στη συγκέντρωση κατοίκων στο τμήμα αυτό της πόλης και την

οριοθέτηση της γειτονιάς. Τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν σε πολλές περιπτώσεις

γενεσιουργό παράγοντα στη δημιουργία γειτονιών και στη σταδιακή συγκρότηση των

περιοχών που συνθέτουν τον αστικό ιστό. Είναι πολλά τα παραδείγματα των πόλεων

όπου η γειτονιά ή η συνοικία γίνεται αντιληπτή ως χωρική έκφραση ενός συνόλου

κοινωνικών δικτύων αλληλοβοήθειας το οποίο διαμορφώνεται ιστορικά μέσα από τις

ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Η αναφορά σε

συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα ερμηνεύει καλύτερα τη σημασία των παραπάνω και

αναδεικνύει τη βαρύτητα των κοινωνικών δικτύων και της έννοιας της κοινότητας στη

δημιουργία ομοιογενών πληθυσμιακά χωρικών ενοτήτων τα πρώτα χρόνια της

συγκρότησης των Ελληνικών πόλεων.

Όπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα η αστικοποίηση δεν συνδέθηκε τόσο με την

βιομηχανική ανάπτυξη και την αναζήτηση θέσεων εργασίας στη μεγάλη βιομηχανία,

όπως σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όσο με ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν μεγάλες

ομάδες του πληθυσμού στις πόλεις. Σημαντικά παραδείγματα εδώ αποτελούν η

εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και οι μετακινήσεις μεγάλων

τμημάτων πληθυσμού εξαιτίας του Εμφυλίου Πολέμου. Η εγκατάσταση του πληθυσμού

που έφτασε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) σε συγκεκριμένες

περιοχές οδήγησε αρκετές φορές στην διόγκωση του αριθμού των κατοίκων και την

19

επέκταση της πόλης προς τις περιοχές οργανωμένης εγκατάστασης των προσφύγων

(Λεοντίδου 1989). Η εγκατάσταση των προσφύγων σε συγκεκριμένες περιοχές οδήγησε

στη δημιουργία χωρικών ενοτήτων και γειτονιών που ευνόησαν την ανάπτυξη

συγκεκριμένων κοινωνικών δικτύων και αποτέλεσαν πόλο έλξης για νέους κατοίκους

που στηρίχθηκαν στις σχέσεις αλληλοβοήθειας που αναπτύχθηκαν χάρη στις

προσωπικές επαφές και τις αναφορές σε ένα κοινό παρελθόν και, ίσως, σε ένα κοινό

πεπρωμένο (Γκιζελή 1984, Γιαννακόπουλος 1992).

Πέρα από την αρχική αιτία δημιουργίας των γειτονιών αυτών, η μακρά χρονική

διάρκεια κατοίκησης σε μια γειτονιά και η παρουσία κοινών χαρακτηριστικών οδήγησε

σε πυκνότερα, περισσότερο εντοπισμένα στο χώρο κοινωνικά δίκτυα, με συνείδηση

κοινότητας, που απορρέει από την κοινή εμπειρία και χαρακτηρίζεται από τη θέληση

για από κοινού δράση. Με αυτό τον τρόπο αναπτύσσεται στην Ελλάδα η έννοια της

προσφυγικής γειτονιάς, που παραπέμπει αρκετές φορές σε συγκεκριμένα κοινωνικά

αλλά και πολεοδομικά και οικιστικά χαρακτηριστικά ορισμένα από τα οποία σημειακά

διατηρούνται έως σήμερα. Τα κοινωνικά δίκτυα και η έννοια της κοινότητας στις

προσφυγικές γειτονιές οδήγησαν στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων που ξεπερνούσαν τα

γεωγραφικά όρια της κάθε γειτονιάς και αναφέρονταν στη δημόσια σφαίρα της πόλης

συνολικά. Οι πρόσφυγες δημιούργησαν συλλόγους που ανέπτυξαν μεγάλο

φιλανθρωπικό και πολιτιστικό έργο πέρα από τα όρια της γειτονιάς και την κοινή

καταγωγή.

Αντίστοιχα, η στικοποίηση του περιαστικού χώρου μέσω αυθαίρετης δόμησης, με

ιδιαίτερα έντονους ρυθμούς μετά το 1950, διαμόρφωσε με διαφορετικούς τρόπους

συνθήκες για την ανάπτυξη κοινωνικών δικτύων. Προϋπάρχοντα συγγενικά δίκτυα και

επαφές λόγω κοινού τόπου προέλευσης προσέλκυσαν σημαντικό αριθμό νοικοκυριών

σε συγκεκριμένες περιοχές. Οι δυσκολίες εγκατάστασης και η έλλειψη ακόμη και

στοιχειωδών υποδομών (ύδρευση, ηλεκτροδότηση, συγκοινωνίες, δρόμοι, σχολεία κλπ)

αποτέλεσαν πόλο κινητοποίησης και ανάπτυξης μορφών κοινωνικής συνοχής, έστω και

συγκυριακά (Μαυρίδου 1987). Οι στόχοι ήταν αρχικά διεκδικητικοί, προς το κράτος

και την τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ στη συνέχεια, όπου διάφοροι «εξωραϊστικοί

20

σύλλογοι» επιβίωσαν, το πλαίσιο δραστηριοποίησης στράφηκε σε πολιτιστικές

εκδηλώσεις.

Πίνακας 4.1: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

Στην Καλλιθέα του νομού Αττικής εγκαταστάθηκαν το 1922 περισσότεροι από

20.000 πρόσφυγες από τις περιοχές του Πόντου, της Κωνσταντινούπολης και από

τα παράλια της Μικρά Ασίας. Ο αριθμός των προσφύγων είναι ιδιαίτερα μεγάλος:

ο πληθυσμός της περιοχής το 1920 ήταν 4.200 κάτοικοι και το ποσοστό της

αύξησης που προκάλεσε η εγκατάσταση των προσφύγων ήταν 519%. Γίνεται

κατανοητό λοιπόν πόσο καθοριστική για την ανάπτυξη της πόλης ήτνα η

εγκατάσταση των προσφύγων.

Η δράση των πολιτιστικών συλλόγων που δημιούργησαν οι πρόσφυγες είναι πολύ

σημαντική και στην Καλλιθέα: στις δραστηριότητές τους στηρίχτηκε η πολιτιστική

ζωή της πόλης. Γνωστό είναι το συσσίτιο του Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών για

τα άπορα παιδιά της πόλης τη δεκαετία 1930 και τα καθημερινά συσσίτια για τους

άπορους μαθητές της Καλλιθέας κατά την προπολεμική δεκαετία, από τον σύλλογο

Ποντίων «Αργοναύται- Κομνηνοί». Οι πιο πάνω πολιτιστικοί σύλλογοι υπάρχουν

ακόμα στην πόλη, αριθμούν πολλά μέλη και ασκούν ιδιαίτερη επιρροή στην

κοινωνική ζωή. Αυτά τα παραδείγματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχεία για

τη σημασία της ύπαρξης των δικτύων που αναπτύσσονται στον χώρο της γειτονιάς

ως πηγή κοινωνικής υποστήριξης και πως αυτά τα διαπροσωπικά δίκτυα

αποτέλεσαν τη βάση της δημιουργίας κοινοτήτων στον Ελληνικό αστικό χώρο.

Παραδειγματική είναι η δράση ενός από τους πρώτους Συλλόγους Κατοίκων, του

Συλλόγου Κατοίκων Καλλιθέας, που ιδρύθηκε το 1923. Ο Σύλλογος διεκδίκησε

και πέτυχε την κατασκευή πολλών έργων υποδομής (οδοποιία, ύδρευση, φωτισμός-

άγνωστα για την περιοχή εκείνη την εποχή) για να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο

των κατοίκων. Βέβαια, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Συλλόγου Κατοίκων

Καλλιθέας ήταν η απόσπαση του οικισμού από τον Δήμο Αθηναίων και η

ακόλουθη ίδρυση της Κοινότητας Καλλιθέας το 1925 (Όψεις της Ιστορίας του

Δήμου και της Πόλης).

Αντίστοιχα, η δημιουργία και εν συνεχεία η θεσμοθέτηση σειράς δημοτικών

επιτροπών με ειδικά ενδιαφέροντα, όπως η Επιτροπή Παιδείας ή η Επιτροπή κατά

των Ναρκωτικών, που έλαβε αργότερα τη νέα μορφή της συγκροτημένης και με

σοβαρή επιστημονική στήριξη προσπάθειας, είναι αποτέλεσμα της δράσης του

Σωματείου «Θησέας».

4.2 Θεσμοί και πρακτικές συμμετοχής

Όπως υπογραμμίστηκε νωρίτερα, στη συζήτηση για τις γειτονιές αναδεικνύεται μια

στενή, αν και αμφίσημη, σχέση ανάμεσα στις ιδέες της γειτονιάς και της κοινότητας,

στο πλαίσιο των οποίων προσεγγίζεται και το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών, ως

παράγων που προάγει την κοινωνική συνοχή. Παράλληλα, η κοινωνική συνοχή

21

εγείρεται και ως διακύβευμα του στρατηγικού σχεδιασμού σε τοπικό, εθνικό,

ευρωπαϊκό, αλλά και διεθνές επίπεδο και η σημασία της συσχετίζεται άμεσα με τα

θέματα ποιότητας και δύναμης των δεσμών ανάμεσα στους γείτονες (βλ. π.χ. Forrest

2004, Bridge 2002). Η ακαδημαϊκή συζήτηση στρέφεται συνήθως γύρω από τα θέματα

του αποκλεισμού, της ενσωμάτωσης και της συμμετοχής, σε συνάρτηση με

συγκεκριμένους τύπους αστικής ανάπτυξης: παλιές και υποβαθμισμένες περιοχές των

αστικών κέντρων, περιοχές μαζικής και οργανωμένης δόμησης κατοικιών, νεώτερες

αναπτύξεις των δεκαετιών 1970 και 1980.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχε η πεποίθηση ότι τα προβλήματα κοινωνικής

συνοχής αφορούσαν ειδικά τους πιο πάνω τύπους περιοχών, ενώ πιο πρόσφατα έχει

αρχίσει μία συζήτηση εστιασμένη στον πρόσφατα αναπτυγμένο περιαστικό χώρο.

Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν μάλιστα ότι στις περιοχές αστικής διάχυσης

εντοπίζεται πλέον η κρίση της κοινότητας περισσότερο από τις παλιές αστικές περιοχές,

γιατί εκεί κυριαρχεί, σχεδόν αποκλειστικά η ιδιωτικοποίηση της αστικής ζωής. Ενώ

πολλοί συμφωνούν με τον Castells (1997: 60), όταν υποστηρίζει ότι «οι άνθρωποι

κοινωνικοποιούνται και δρουν μεταξύ τους (αλληλεπιδρούν) στο τοπικό τους

περιβάλλον, στο χωριό, στην πόλη ή στο προάστιο, και κτίζουν κοινωνικά δίκτυα

ανάμεσα στους γείτονές», οι περισσότεροι συνεχίζουν να θέτουν ερωτήματα όπως: Τι

γνωρίζουμε πραγματικά για την κοινωνική συνοχή στις παλαιότερες και τις νεώτερες

γειτονιές; Είναι διαφορετική η κατάσταση σε περιοχές όπου οι κάτοικοι είναι

εγκατεστημένοι εδώ και πολλά χρόνια; Κι αν είναι έτσι, γιατί πρέπει να ανησυχούμε για

την εξαφάνιση της κοινωνικής συνοχής και γιατί εξαφανίστηκε;

Στη Μ. Βρετανία το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής συνδέεται άμεσα με το στόχο της

συμμετοχής των πολιτών σε αποφάσεις που αφορούν στη διαμόρφωση και τη

διαχείριση του κτισμένου περιβάλλοντος και της γειτονιάς. Άλλωστε η Μ. Βρετανία

είναι μία από τις ευρωπαϊκές χώρες που έχει παράδοση συμμετοχής των πολιτών στις

διαδικασίες λήψης αποφάσεων για την πόλη και όπου έχουν αναπτυχθεί πρωτοβουλίες

πολιτών με αιτήματα σχετικά π.χ. με τις κοινωνικές παροχές και εξυπηρετήσεις, την

απασχόληση και τον ελεύθερο χρόνο κλπ. Όπως και σε άλλες βιομηχανικές χώρες,

συγκροτήθηκε η υλική βάση για τη δημιουργία σχεδίων για το μέλλον και μαζί με αυτά

22

μία ποικιλία μοντέρνων ιδεολογιών. Την ίδια στιγμή «δεξιές» ή «αριστερές» εκδοχές

της δημοκρατίας είχαν μεγάλη επίδραση στην ερμηνεία και την εφαρμογή των

πολιτικών του κράτους, περιλαμβανομένου και του πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί

το ζήτημα της δημόσιας συμμετοχής σε αποφάσεις για τη διαμόρφωση και τη

διαχείριση του κτισμένου περιβάλλοντος (Chapman, 1996). Τα αναπτυξιακά

προγράμματα των δεκαετιών 1950 και 1960 δέχτηκαν έντονη κριτική γιατί δεν

προέβλεπαν επαρκή δημόσια συζήτηση και συμμετοχή, σε αντίθεση με τις δεκαετίες

1980 και 1990, όπου είναι έντονη και εμπλοκή των κοινοτήτων σε διαδικασίες

σχεδιασμού και ανάπτυξης (Chapman, 1996).

Στο πλαίσιο αυτό η γειτονιά επανέρχεται ως ένα δυναμικό πεδίο για να ξανακτιστεί η

συνοχή από τα κάτω, με ενεργούς και ενδυναμωμένους πολίτες να δραστηριοποιούνται

συλλογικά και με αμοιβαιότητα (Forrest 2004), κάτι που συνδέεται με την ανησυχία για

την εκπτώχευση της τυπικής δημοκρατικής συμμετοχής. (βλ. και Chapman 1996). Στη

Μ. Βρετανία, όσοι διαμορφώνουν την πολιτική μιλούν για την ποιότητα και την ένταση

των τοπικών κοινωνικών σχέσεων ως τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου για την ανανέωση

της δημοκρατίας μέσω της τοπικής κοινότητας. Όπως υποστηρίζεται, μία κοινωνία στην

οποία οι άνθρωποι εμπλέκονται ενεργά ως γείτονες, μπορεί επίσης να είναι μία

κοινωνία στην οποία υπάρχει ισχυρή πολιτική κουλτούρα (civil culture) (Forrest 2004).

Είναι χαρακτηριστική η Έκθεση Reffington (Reffington Report), η οποία προσφέρει

έναν οδηγό πολιτικών αντιλήψεων για την άσκηση συμμετοχικών διαδικασιών. Ακόμη,

σε περιοχές συγκροτημάτων κατοικιών (blocks βλέπουμε την εμπλοκή των κατοίκων,

μέσα από πρωτοβουλίες όπως Estates Action, Priority Estate projects, Safer

Neighbourhood Projects και άλλες πρωτοβουλίες γειτονιάς. Οι πρωτοβουλίες αυτές

γίνονται τμήμα ενός ευρύτερου διαλόγου για τη γειτονιά και την παρακμή ή την

επανάκτηση της κοινωνικής συνοχής, όπου επισημαίνεται ότι χρειάζεται πολλή δουλειά

ακόμη για την προώθηση της ενεργού συμμετοχής των πολιτών (Bull et al 2002).

Ο στόχος της ευρύτερης κοινωνικής συνοχής έχει οδηγήσει διαδοχικές βρετανικές

κυβερνήσεις να συγκροτήσουν την εθνική στρατηγική Bringing Britain Together για

την ανανέωση/ αναζωογόνηση της γειτονιάς (SUE 1998). Για την επίτευξη αυτού του

στόχου η προσοχή στράφηκε στην αναζωογόνηση των φτωχών –προβληματικών

23

γειτονιών. Εδώ οι πρωτοβουλίες που βασίζονται στη γειτονιά εκτείνονται σε εθνικό και

πανευρωπαϊκό επίπεδο. Όμως, όπως επισημαίνει ο Forrest (2004), αξίζει να σημειωθεί

ότι στο παρελθόν πολλά από τα χαρακτηριστικά τέτοιων περιοχών που θεωρούνται ότι

είναι η ρίζα της «παθολογίας» τους, όπως η μείωση των κοινωνικών δεσμών και η

έλλειψη τοπικής συλλογικότητας, μπορεί να είναι παρόντα και σε περιοχές μεσαίας

τάξης (βλ. π.χ. Baumgarther, 1988).

Στην ιστορία των ελληνικών πόλεων φαίνεται πως η συμμετοχή των πολιτών στις

υποθέσεις του δήμου και της γειτονιάς είχε σε αρκετές περιπτώσεις καθοριστική

σημασία στη δημιουργία και ανάπτυξη της πόλης. Ζητούμενο άλλωστε από κάθε

δημοτική διοίκηση είναι να έχει την ικανότητα και την ευελιξία ώστε να

ανταποκρίνεται στις πραγματικές απαιτήσεις κάθε στιγμής ή εποχής, αλλά και να

προσαρμόζεται γρήγορα στις μεταβολές των κοινωνικών, οικονομικών και άλλων όρων

που τις επηρεάζουν (Ψαλιδόπουλος 1997). Η συμμετοχή εκφράστηκε συχνά μέσα από

πολιτιστικούς συλλόγους που έδιναν την ευκαιρία να μαζικοποιηθούν τα βασικά

αιτήματα των κατοίκων ώστε να μπορέσουν να επηρεάσουν την κοινωνική και πολιτική

ζωή της πόλης.

Οι πολιτιστικοί σύλλογοι αποτελούν ένα παράδειγμα έκφρασης λαϊκών αιτημάτων και

συμμετοχής μέσα από την ανάπτυξη κοινωνικής, φιλανθρωπικής αλλά και πολιτιστικής

δράσης, κυρίως στις παλιές γειτονιές, όπου η οργάνωση των κατοίκων ήταν

απαραίτητη για την κάλυψη κοινών βασικών αναγκών και συλλογικών διεκδικήσεων. Η

δημιουργία των συλλογικών αυτών οργανώσεων των κατοίκων, η πορεία τους στο

χρόνο, η μέχρι σήμερα δυναμική παρουσία τους στα τοπικά πράγματα και η

συνεχιζόμενη δράση τους, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως δημιούργησε μια

«κουλτούρα» συμμετοχής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, σε γειτονιές όπου υπάρχει

έντονη παρουσία τέτοιων συλλόγων, η οργάνωση των πολιτών με τη μορφή πχ

δημοτικών επιτροπών σε διάφορους τομείς κοινωνικού περιεχομένου, είναι μεγάλη.

Η συμμετοχή των κατοίκων στην εξέλιξη των τοπικών υποθέσεων υπήρξε ένα σοβαρό

ζήτημα, που συνδέεται με γενικότερες κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές στον τρόπο

ανάπτυξης της χώρας, οι οποίες αποτυπώνονται και στη δημόσια ζωή. Ο βαθμός

24

συμμετοχής στα πολιτικά πράγματα επηρεάσθηκε κυρίως από την μετατροπή των

δημόσιων θεσμών σε όργανα κομματικών προτεραιοτήτων. Στο πλαίσιο της Τοπικής

Αυτοδιοίκησης οι εξελίξεις αυτές ενίσχυσαν την ως ένα βαθμό αντικειμενική τάση

κομματικοποίησης του θεσμού και με την πάροδο του χρόνου συνέβαλαν ώστε ο

κύκλος των ασχολουμένων με τις δημοτικές υποθέσεις να περιορίζεται διαρκώς και

περισσότερο μεταξύ όσων έχουν ιδιαίτερα κίνητρα. Στην ίδια κατεύθυνση

διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο το γεγονός ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν

ενισχύθηκε με θεσμικές αρμοδιότητες και μέσα που θα της επέτρεπαν να ανταποκριθεί

στις πιο ενεργοποιημένες ομάδες της κοινωνίας.

Στη δεκαετία του 1980, το ζήτημα της συμμετοχής στις τοπικές υποθέσεις ήλθε στην

επικαιρότητα μέσα από μια σειρά θεσμικών αλλαγών που στόχευαν στην

«αποκέντρωση» και τη «λαϊκή συμμετοχή», όπως διατυπώνονταν στο πρόγραμμα της

τότε νέας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Για την ενίσχυση αυτού του στόχου καθιερώθηκε,

μεταξύ άλλων, ο θεσμός των Συνοικιακών Συμβούλων, που, αν και αποτελούσε

σημαντική προσπάθεια για πιο αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, στην πράξη δεν

λειτούργησε, αφού δεν διέθετε καμιά αποφασιστική αρμοδιότητα που θα μπορούσε να

ενισχύσει την υπευθυνότητα του πολίτη απέναντι στην συνοικία και την πόλη του. Σε

συνδυασμό με το θεσμό των Συνοικιακών Συμβούλων, το Υπουργείο Χωροταξίας,

Οικισμού και Περιβάλλοντος με την πολεοδομική νομοθεσία και το νόμο 1337/83,

προέβλεπε τη δημιουργία Πολεοδομικών Επιτροπών Γειτονιάς (ΠΕΓ) για την

ενεργοποίηση και συμμετοχή των πολιτών στο σχεδιασμό (βλ. παρακάτω 4.3). Οι

διαδικασίες ανάδειξης της ΠΕΓ καθορίζονταν από το Δημοτικό ή Κοινοτικό

Συμβούλιο, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η πληρέστερη εκπροσώπηση των κατοίκων,

και, με την ίδια απόφαση, καθοριζόταν η σύνθεση και ο τρόπος λειτουργίας τους, έτσι

ώστε να εναρμονίζεται με τη λειτουργία του Συνοικιακού Συμβουλίου όπου αυτό είχε

(ή επρόκειτο να) συσταθεί.

Η ΠΕΓ είναι το ιδιαίτερο όργανο κάθε μιας γειτονιάς, εντελώς διάφορο από τα

Συνοικιακά και τα Διαμερισματικά συμβούλια, και μάλιστα ένα όργανο που έχει

στενότερο σύνδεσμο με τη γειτονιά και το Οικοδομικό Τετράγωνο, σε σχέση με τα

παραπάνω συμβούλια, τα οποία αντιστοιχούν σε ευρύτερες περιοχές των οργανισμών

25

της τοπικής αυτοδιοίκησης2 . Όπως όμως και ο θεσμός των Συνοικιακών Συμβούλων

έτσι και η Πολεοδομική Ενότητα Γειτονιάς δεν λειτούργησε ποτέ στην πράξη.

Ο νέος Δημοτικός Κώδικας [Ν. 3463/2006 ] επιχειρεί για άλλη μια φορά να ενισχύσει

τη συμμετοχική διαδικασία, η οποία μέχρι τώρα αφορούσε μια άτυπη διαβούλευση

μέσω συλλόγων και φορέων πολιτών. Η κοινωνική συμμετοχή οργανώνεται τώρα με

βάση μια γεωγραφική ενότητα, δίνοντας συγκεκριμένες αρμοδιότητες στο συμβούλιο

του Δημοτικού Διαμερίσματος και στο θεσμό του Διαμερισματικού Συμβούλου. Ο

Κώδικας αναφέρεται ξεκάθαρα, στην αρχή της συμμετοχής των κατοίκων στις τοπικές

υποθέσεις, θεσμοποιώντας και τοπικά δημοψηφίσματα. Σύμφωνα με το άρθρο 216 του

νέου Δημοτικού Κώδικα οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές, προκειμένου να λάβουν

απόφαση για σοβαρά θέματα που ανήκουν στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων τους,

μπορούν να διεξάγουν τοπικό δημοψήφισμα για τη ρύθμιση θεμάτων που αφορούν την

περιοχή κατοικίας τους. Σε κάθε περίπτωση αντικείμενα τοπικών δημοψηφισμάτων δεν

μπορούν να αποτελούν τα θέματα εθνικής πολιτικής καθώς και εκείνα που συνιστούν

περιφερειακές και νομαρχιακές αρμοδιότητες. Σύμφωνα με το άρθρο 214

«..οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές διασφαλίζουν το δικαίωμα πρόσβασης

όλων των δημοτών και κατοίκων, χωρίς διάκριση, στη χρήση των υπηρεσιών

που παρέχουν, ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκείας, φύλου, γλώσσας,

φυλετικής ή κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκουν. Διασφαλίζουν επίσης την

άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης των δημοτών και κατοίκων στην

πληροφόρηση και μεριμνούν για τη διαρκή βελτίωση της διαφάνειας της δράσης

τους και την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής. Διαβουλεύονται με τους

κατοίκους των περιοχών τους, τους συλλογικούς κοινωνικούς φορείς και τις

ενδιαφερόμενες ομάδες πληθυσμού τόσο κατά την προεργασία εκπόνησης των

προγραμμάτων δράσης και των κανονιστικών πράξεων, όσο και κατά την λήψη

αποφάσεων γενικού ενδιαφέροντος».

4.3 Παρεμβάσεις στην πόλη

Στην πολεοδομική βιβλιογραφία η γειτονιά εμφανίζεται ως συνώνυμη με όρους όπως

«οικιστική ενότητα ή οικιστικό συγκρότημα», «διαμέρισμα», «συνοικία», «τομέας» -

όρους που συνδέθηκαν με τη διαίρεση της πόλης σε επί μέρους ενότητες, το

πληθυσμιακό και γεωγραφικό μέγεθος των οποίων ποικίλει από χώρα σε χώρα. Οι

2 βλέπε παρ. 3 της Αποφ.-69788/3483/6-11-87 [ΦΕΚ-1149/Δ], σχετική νομοθεσία: Ν 1577/85, Εγκ.-

19366/1577/18-1-95, Γνωμ-543/94

26

ενότητες αυτές, στη συνέχεια, αποτέλεσαν βάση για τον έλεγχο της επάρκειας και/ή τον

προγραμματισμό των κοινόχρηστων εξυπηρετήσεων (σχολεία, καταστήματα,

κοινόχρηστοι χώροι κλπ). Η χρήση της γειτονιάς με αυτό το περιεχόμενο γενικεύθηκε

στα προγράμματα των Νέων Πόλεων μετά τον Β΄ΠΠ, στη Μ. Βρετανία και σε άλλες

ευρωπαϊκές χώρες, όπου αναπτύχθηκε και έντονος προβληματισμός γύρω από το

βέλτιστο πληθυσμιακό μέγεθος και, κατά συνέπεια, το είδος και την κατανομή των

εξυπηρετήσεων που (όφειλε να) εξασφαλίζει το Κράτος Πρόνοιας. Από την άποψη

αυτή, η γειτονιά δεν αποτελεί νέο αντικείμενο προβληματισμού. Υπάρχει στη

βιβλιογραφία από τη δεκαετία του 1930. Η ιδέα των γειτονιών στο σχεδιασμό υπήρξε

πολύ γόνιμη και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο των Clarence Perry και

Clarence Stein που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ στο 1920 και 1930. Ο απόηχος των σχεδίων

τους για περιοχές με μεικτές χρήσεις -όπου οι περισσότερες εξυπηρετήσεις βρίσκονται

σε αποστάσεις που διανύονται εύκολα με τα πόδια - είναι ζωντανός μέχρι σήμερα μαζί

με ιδέες για «συμπαγείς πόλεις» και «αστικά χωριά» (Chapman, 1996: 224).

Οι θεωρητικές αμφιθυμίες για τη σχέση της γειτονιάς με την κοινότητα δεν φαίνεται να

συμβαδίζουν με τις πρακτικές όσων ασκούν πολιτική για την πόλη, όπου η εμπλοκή

των κοινοτήτων και η γειτονιά έχει συνδεθεί με προγράμματα αναπλάσεων τμημάτων

της πόλης που πολλές φορές συνδέονται με τον εθνικό και τοπικό σχεδιασμού, αλλά και

με διεθνείς στρατηγικές3. Όσον αφορά τη σχέση της γειτονιάς με τη βιωσιμότητα,

τέτοιου είδους αντιλήψεις οδηγούν στην επίκληση της σύνδεσης των τοπικών

στρατηγικών με τις εθνικές, αλλά και τις διεθνείς (βλ. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών

Κοινοτήτων). Οι αντιλήψεις αυτές βασίζονται στην αναγνώριση της σημασίας που έχει

για την πόλη, τη γειτονιά και τους ίδιους τους πολίτες, η συμμετοχή στα κοινά μέσα

από συναντήσεις, συζητήσεις και εκθέσεις. Εδώ οι στρατηγικές σε πολλαπλές κλίμακες

(τοπική, εθνική και διεθνή) βασίζονται στην ϋπόθεση ύπαρξης σταθερών δεσμών

ανάμεσα στην κοινότητα και τη γειτονιά, κάτι που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω,

πολλοί λίγοι δεν θα το αμφισβητούσαν. Στο πλαίσιο αυτό εισάγονται μια σειρά

ερωτήματα που δεν έχουν αυτονόητες απαντήσεις, όπως προκύπτει από την πλούσια

ευρωπαϊκή εμπειρία: Μπορεί η γειτονιά να αποτελέσει (ή αποτελεί) πυρήνα

3 παραδείγματα εδώ αποτελούν οι προτάσεις για τη βιοποικιλία και τα οικολογικά σπίτια, που

συζητήθηκαν στην Παγκόσμια Συνάντηση Κορυφής στο Rio de Janeiro

27

δημοκρατικής ανανέωσης και κοινωνικής συνοχής και πώς αυτό εκφράζεται σε

διαφορετικούς τύπους γειτονιών; (βλ. Forrest 2004, Chapman 1996). Τα ερωτήματα

αυτά εντάσσονται σε έναν ευρύτερο προβληματισμό που αναφέρεται κυρίως στη

διαχείριση των προβλημάτων συγκεκριμένων περιοχών, αλλά και την προσέλκυση

μεσαίων και ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων στα κέντρα των πόλεων (Kearns and

Parkes 2003). Προγράμματα αναζωογόνησης γειτονιάς συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον

μέσα από ένα ευρύ πεδίο θεμάτων, από το έγκλημα στην εγκατάλειψη κατοικιών και

από τις εξυπηρετήσεις της κοινότητας στη διαρροή των μαθητών από τα σχολεία. Αυτά

τα προγράμματα εστιάζουν πρώτα στις «χειρότερες» γειτονιές σύμφωνα με τις ενδείξεις

φτώχειας (incidence of deprivation).

Οι πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτό συνδέονται άμεσα με ένα

μεγάλο αριθμό ερευνών και μελετών όπου οι φτωχές (deprived) γειτονιές εξετάζονται

παράλληλα με τη διερεύνηση άλλων θεμάτων, όπως η εθνική ανάμειξη, η διάρκεια

παραμονής σε ένα τόπο και η συμμετοχή σε τοπικούς συλλόγους/ οργανώσεις (βλ. π.χ.

(Parkes, Kearns, Atkinson 2002, Kearns, Forrest 2004, Hastings, Flint, McKenzie

2005). Εδώ με τον όρο «φτωχές γειτονιές» περιγράφονται οι περιοχές που

χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένα κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά

προβλήματα, όπως η ανεπάρκεια κοινωνικών υποδομών, ο μεγάλος αριθμός οικονομικά

ασθενέστερων νοικοκυριών, το μεγάλο ποσοστό των οικονομικά μη ενεργών ατόμων

και ατόμων με οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και η έλλειψη ασφάλειας ή και

καθαριότητας των κοινόχρηστων χώρων.

Τα προβλήματα των φτωχών γειτονιών προσεγγίζονται μέσα από δύο διαφορετικές

οπτικές και αναλυτικές κατευθύνσεις, οι οποίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη

διαμόρφωση των αντίστοιχων πολιτικών: τη μακρο- και τη μικρο-ανάλυση. Σύμφωνα

με την πρώτη τα προβλήματα στις φτωχές γειτονιές είναι σύμπτωμα των γενικότερων

δομών της κοινωνίας, οικονομικών και κοινωνικών: Οι φτωχές περιοχές υπάρχουν

επειδή υπάρχει φτώχεια. Αυτοί που μπορούν, πάντοτε θα επιλέγουν να ζουν σε

καλύτερες γειτονιές, με καλύτερης ποιότητας κατοικίες, δημόσιες εξυπηρετήσεις και

ωραίο περιβάλλον, και θα εγκαταλείπουν τις φτωχές γειτονιές. Αλλά, καθώς το αληθινό

πρόβλημα εντοπίζεται στο διαχωρισμό ανάμεσα στις φτωχές και τις πλούσιες περιοχές,

28

ορισμένοι συγγραφείς επισημαίνουν ότι οι φτωχές περιοχές είναι η αναπόφευκτη

συνέπεια του οικονομικού συστήματος που οδηγεί στην άνιση συγκέντρωση του

πλούτου και, συνεπώς, ο μόνος τρόπος να αλλάξει η πορεία των φτωχών περιοχών είναι

να αλλάξει την πορεία της φτώχειας, μέσα από την ανακατανομή του πλούτου και όχι

την αναπαραγωγή του (Friedrichs 1996, Friedrichs, Blasius 2005, Lupton 2004).

Αυτού του είδους οι αναλύσεις είχαν ελάχιστη απήχηση στις πολιτικές αντιμετώπισης

των προβλημάτων των φτωχών γειτονιών σε αντίθεση με τις μικρο-αναλύσεις, οι οποίες

υποστηρίζουν ότι, τουλάχιστον ένα μέρος του προβλήματος, προκλήθηκε σε τοπικό

επίπεδο. Μια θεωρία που συζητήθηκε και αμφισβητήθηκε πολύ στη Μ. Βρετανία

υποστηρίζει ότι τα προβλήματα των φτωχών γειτονιών πηγάζουν από τις ηθικές

ανεπάρκειες τις φτώχειας. Ότι δηλαδή οι κάτοικοι αυτών των φτωχών περιοχών

αναπτύσσουν μια «κουλτούρα φτώχειας», προσβλέπουν στην κρατική βοήθεια,

«νομιμοποιούν» την παράνομη συμπεριφορά και αναπτύσσουν ένα διαφορετικό σύνολο

αξιών από την υπόλοιπη κοινωνία (Murray 1996). Η λύση που προτείνεται είναι να

αποσυρθεί η κρατική ενίσχυση και να σταματήσει η κουλτούρα της «κοινωνικής

βοήθειας».

Όσοι υποστηρίζουν ότι οι τοπικοί παράγοντες είναι σημαντικοί, δεν επικεντρώνονται

στις «ατομικές παθολογίες», αλλά στα χαρακτηριστικά των φτωχών περιοχών: φυσικά

χαρακτηριστικά της γειτονιάς (απομονωμένη, με σπίτια χαμηλής ποιότητας, με

ανεπαρκείς δημόσιες εξυπηρετήσεις), σχέσεις ανάμεσα σε φτωχές και άλλες περιοχές,

διακρίσεις απέναντι στους κατοίκους των φτωχών περιοχών, απώλειες στον

ανταγωνισμό για τους πόρους (βλ. π.χ. Dunkan, Tomas 2000), μειωμένες κοινωνικές

παροχές για τα χαμηλόμισθα νοικοκυριά, μειωμένη πρόσβαση σε ανθρώπους που θα

μπορούσαν να βοηθήσουν στην εύρεση απασχόλησης έξω από τα όρια της γειτονιάς.

Ορισμένα από αυτά τα χαρακτηριστικά αμβλύνονται σε εποχές οικονομικής άνθησης,

δείχνοντας έτσι ότι δεν είναι η ηθική ανεπάρκεια αυτών που ζουν σε αυτές τις περιοχές

ο λόγος που τους κρατάει πίσω, αλλά οι ευκαιρίες που τους δίνονται (Jargowsky 1996).

Οι κάτοικοι των φτωχών γειτονιών επηρεάζονται από τον κοινωνικό περίγυρο, από τη

χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών στις οποίες έχουν πρόσβαση, από την έκθεσή τους

στο έγκλημα και τη βία. Το πλαίσιο της γειτονιάς μπορεί να επιδράσει σε ορισμένες

29

ομάδες περισσότερο από ότι σε άλλες. Π.χ. μεγαλύτερο ρόλο παίζει σε σχέση με την

κοινωνικοποίηση των εφήβων παρά των παιδιών προσχολικής ηλικίας, όπου είναι

ισχυρότερη η επίδραση της οικογένειας. Όπως επισημαίνει ο Forrest (2004) υπάρχει

μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, καθώς οι επιρροές της γειτονιάς δεν είναι πάντα

γραμμικές. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι απλοί δείκτες των

επιπέδων της απασχόλησης ή της μονογονεϊκότητας είναι και δείκτες για το βαθμό

επίδρασης της γειτονιάς στις ευκαιρίες ή στην ποιότητα ζωής.

Οι προσπάθειες να επιτευχθεί η ουσιαστική και βιώσιμη αναζωογόνηση σε πολλές

φτωχές (deprived) γειτονιές της Μ. Βρετανίας έχουν ιστορία 40 και πλέον ετών (τα

πρώτα προγράμματα αυτού του τύπου ξεκίνησαν το 1960) και σήμερα συνδέονται με

πολιτικές σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Στην πρώτη φάση, οι πολιτικές

για τις φτωχές περιοχές στηρίζονταν στην ιδέα ότι τα προβλήματα ήταν εξίσου τοπικά

και κοινωνικά. Οι πολιτικές στόχευαν κυρίως στη βελτίωση των υπηρεσιών και των

συνθηκών κατοίκησης σε συνδυασμό με την παροχή αντισταθμιστικών υπηρεσιών

όπως πχ επιπλέον εκπαιδευτική βοήθεια. Το Urban Programme που εφαρμόστηκε το

1968, χρηματοδοτούσε κοινωνικά προγράμματα και προγράμματα κοινωνικής

πρόνοιας σε μειονεκτικές περιοχές: προσχολική προετοιμασία, συμβουλευτικά κέντρα

και κοινωνικές εξυπηρετήσεις και τα Community Development Projects (CDPs) που

εφαρμόστηκαν τα επόμενα χρόνια εστίαζαν στα σύνθετα προβλήματα των φτωχών

περιοχών, βελτιώνοντας το συντονισμό και τη διαχείριση των τοπικών υπηρεσιών.

Γενικά προσέγγιζαν τη φτώχεια ως πρόβλημα ανεπάρκειας κοινωνικών υποδομών και

υπηρεσιών σε κάποιες συγκεκριμένες περιοχές, η οποία θα αντιμετωπιζόταν με ειδικά

κοινωνικά προγράμματα σχεδιασμένα να φέρουν αυτούς τους ανθρώπους και τις

περιοχές προς το μέσο όρο της Βρετανικής κοινωνίας.

Ωστόσο, δέκα χρόνια αργότερα, όταν η Βρετανική οικονομία πέρασε σε μια μακρά

περίοδο ύφεσης και αποβιομηχάνισης, ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα

σαν κάτι άλλο εκτός από οικονομικό. Για τα επόμενα 15 χρόνια το ερώτημα ήταν το

πώς, όχι το αν, θα έπρεπε να προωθηθεί μια οικονομική αναζωογόνηση (revitalization).

Το 1977 και 1978 η Εργατική Κυβέρνηση, με το Διάταγμα για τα Κέντρα των Πόλεων

(Inner Urban Areas Act), σηματοδότησε την αλλαγή στην εστίαση των πολιτικών για

30

τις γειτονιές: από την κοινωνική δράση στην οικονομική αναγέννηση (regeneration).

Αρχικά το Urban Programme ανασχεδιάστηκε, με το μεγαλύτερο μέρος των

χρηματοδοτήσεων να πηγαίνουν σε 58 διοικητικούς φορείς (Urban Programme

Authorities), με μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη περιοχών (place-based) (πχ μέσω

της βιομηχανικής ανάπτυξης) και με λιγότερη ενίσχυση των ατόμων, όπως στα

προηγούμενα προγράμματα (people- based).

Με την άνοδο των Συντηρητικών στην εξουσία (το 1979), η έμφαση στράφηκε στην

αποκατάσταση της οικονομικής βιωσιμότητας των φτωχών περιοχών μέσω της

στήριξης των ιδιωτικών πρωτοβουλιών, παρά με δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές,

επικεντρώνοντας σε τόπους κλειδιά. Από το 1981, η κυβέρνηση ίδρυσε 11 Επιχειρήσεις

Αστικής Ανάπτυξης (Urban Development Corporations), δημόσια χρηματοδοτούμενους

αλλά όχι κρατικούς οργανισμούς, με στόχο να δημιουργήσουν βιομηχανικό και

εμπορικό χώρο και υποδομές που θα προσέλκυαν ιδιωτικές επενδύσεις.

Πειραματίστηκε επίσης με τις Επιχειρησιακές Ζώνες (Enterprise Zones), που κάλυπταν

συνδυασμούς 22 τοπικών διοικητικών φορέων, δοκιμάζοντας το βαθμό στον οποίο η

βιομηχανική και εμπορική ανασυγκρότηση θα μπορούσε να προκληθεί από

φορολογικές ελαφρύνσεις και χορηγήσεις κεφαλαίου σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, με

ανάλογες διαχειριστικές και σχεδιαστικές διαδικασίες. Στο πλαίσιο των Urban

Programme Authorities, δημιουργήθηκαν το 1986 22 Inner City Task Forces, με σκοπό

να ενισχύσουν τις οικονομικές ευκαιρίες μέσω της δημιουργίας θέσεων εργασίας, της

επιχειρηματικής στήριξης και εκπαίδευσης. Η βασική ιδέα ήταν ότι η οικονομική

αναζωογόνηση θα μεταφερθεί και στις φτωχές περιοχές χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω

δημόσια μεσολάβηση. Όμως, καθώς οι περιοχές αυτές εντάχθηκαν σε προγράμματα

Estate Action (1985-94), που είχαν στόχο να στηρίξουν την οικονομική βιωσιμότητακαι

να «μεταμορφώσουν τις ακατάλληλες κατοικίες σε αξιοπρεπή σπίτια», τελικά

βελτίωσαν τη θέση των περιοχών αυτών στην αγορά ακινήτων, χωρίς να

αντιμετωπίζουν τα προβλήματα συγκέντρωσης φτώχειας.

Πέρα από τις παρεμβάσεις κοινωνικού ή οικονομικού περιεχομένου, τα χαρακτηριστικά

των φτωχών/ προβληματικών γειτονιών συνδέονται με συγκεκριμένους τύπους

κατοίκησης, υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα (π.χ. τα γνωστά terraced housing), ψηλή

31

δόμηση σε μεγάλα συγκροτήματα, όπου οι στενοί δρόμοι και τα αδιέξοδα γίνονται

συνήθως σκουπιδότοποι και πεδία εγκληματικότητας. Τέτοιου τύπου γειτονιές

εντάσσονται σε προγράμματα αναζωογόνησης (regeneration) και ανασχεδιασμού

(redevelopment) και κάποιες φορές αποτελούν αντικείμενο στρατηγικού σχεδιασμού,

στα πλαίσια του οποίου αναπτύσσονται πρωτοβουλίες που αφορούν σε ένα ευρύ πεδίο

θεμάτων, από την παροχή υπηρεσιών και την ανανέωση της κοινωνικής κατοικίας, έως

τον επανασχεδιασμό των ελεύθερων χώρων και την καθαριότητα των δρόμων. Έτσι, η

πόλη μπορεί να επωφεληθεί σημαντικά από μια στρατηγική πολιτισμικής αναβάθμισης,

η οποία περιλαμβάνει πρωτοβουλίες περιβαλλοντικής βελτίωσης και την οργάνωση

σημαντικών πολιτισμικών δράσεων (Μπιανκίνι, Πάρκινσον 1994:31). Παρόλο που

αυτά τα προγράμματα είχαν κάποιο βαθμό επιτυχίας, δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν

αναδιανεμητικά, μεταφέροντας οικονομικά οφέλη στις φτωχές περιοχές. Η μεγάλης

διάρκειας ανεργία και τα υψηλά επίπεδα οικονομικής αδράνειας δεν επιτρέπουν στα

άτομα να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που προσφέρουν τα νέα συγκροτήματα

γραφείων, τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία (πχ στα Docklands). Οι ντόπιοι κάτοικοι

χάνουν από τον ανταγωνισμό αυτών που έρχονται από μακριά και έχουν την

δυνατότητα να εκμεταλλευτούν το νέο περιβάλλον. Από την άλλη μεριά, η

ανασυγκρότηση του κτισμένου περιβάλλοντος δεν αντιμετωπίζει προβλήματα όπως η

διάλυση των οικογενειών και η εγκληματικότητα.

Το 1990 η φιλοσοφία των προγραμμάτων γειτονιάς (area programmes) άλλαξε ξανά, σε

μια προσπάθεια να συνδυάσουν την οικονομική και τη φυσική αναζωογόνηση με

δράσεις κοινωνικής πρόνοιας. Στο πλαίσιο αυτό, τα προγράμματα City Challenge,

απαιτούν τη συμμετοχή των κατοίκων, ενώ ο νέος σχεδιασμός δίνει έμφαση στη

σημασία του δρόμου ως ένα δημόσιο χώρο κοινωνικοποίησης, στην επάρκεια των

υπηρεσιών ανάλογα με την πυκνότητα των νέων κατοικιών, στη βελτίωση της

προσβασιμότητας των κατοίκων σε όλες τις λειτουργίες και επί μέρους τμήματα της

γειτονιάς και στην αποθάρρυνση της χρήσης του ιδιωτικού αυτοκινήτου. Όροι όπως

streetsence και liveability εισάγονται για να υποδηλώσουν αυτή τη νέα έμφαση στο

υλικό περιβάλλον της γειτονιάς (βλ. Commission for Architecture and the Build

Environment, Kearns, Parkes 2002, Morrow 1999). Όμως, όπως επισημαίνουν

ορισμένοι ερευνητές, τέτοιοι σχεδιασμοί αστικών αναπλάσεων (urban renaissance)

32

ενέχουν πάντα τον κίνδυνο να ωφελήσουν περιοχές μεσαίας τάξης, παρά τους

κατοίκους φτωχών περιοχών που υποφέρουν περισσότερο από τη χαμηλή ποιότητα του

τοπικού περιβάλλοντος.

Η εκλογή της νέας εργατικής κυβέρνησης το 1997 έφερε πάλι αλλαγές στην πολιτική

των προγραμμάτων αναζωογόνησης, δίνοντας μεγάλη έμφαση στα προβλήματα των

μειονεκτικών γειτονιών. Με έμφαση στον κοινωνικό αποκλεισμό και με την εθνική

στρατηγική που έφερε τον τίτλο Bringing Britain Together: A National Strategy for

Neighbourhood Renewal (1998), έδωσε το στίγμα του πολιτικού της προφίλ. Τα νέα

κυβερνητικά προγράμματα γειτονιάς, γνωστά σαν area-based initiatives (ABIs)

συνδυάζουν σχέδια αναζωογόνησης και συγκεκριμένα προγράμματα για την υγεία, την

ανεργία και την εκπαίδευση. Για άλλη μία φορά οι κυβερνητικοί φορείς επιχειρούν

αναζωογόνηση βασισμένη σε κοινότητες, μέσα από συμβουλευτικές πρακτικές, τη

χρηματοδότηση τοπικών έργων με δάνεια και χορηγίες και την κάλυψη των αναγκών

για την εκπαίδευση των εθελοντών εργαζόμενων. Και αυτή η νέα περίοδος

προγραμματισμού, παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, ήταν λίγο-πολύ η συνέχεια

της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου, ενώ γίνεται όλο και πιο σαφές ότι, έως

ότου η εμπιστοσύνη, η υπευθυνότητα και η λήψη απόφασης γίνουν θέματα των ίδιων

των κατοίκων, τα προγράμματα αναζωογόνησης θα συνεχίσουν να έχουν περιορισμένη

μόνο επιτυχία (Dunkan, Thomas 2000).

Τα προγράμματα City Challenge, που αναπτύσσονται από τις αρχές της δεκαετίας του

1990, στοχεύουν στην αναζωογόνηση καθορισμένων γειτονιών στο πλαίσιο μιας

ευρύτερης στρατηγικής στην οποία είναι κεντρικό θέμα η κινητοποίηση των τοπικών

κοινοτήτων. Αυτό έχει γίνει ευρέως αποδεκτό και από την κυβέρνηση και από τους

συμμετέχοντες και διαμορφώνει τη βάση για την ανάπτυξη ενός αριθμού νέων

πρωτοβουλιών, όπως το New Deal for Communities, Sure Start και Health Action

Zones. Στις πρωτοβουλίες αυτές, το ενδιαφέρον στρέφεται, από τη φυσική

ανανέωση/αναζωογόνηση, , στην αναπτυξιακή διαδικασία της ενδυνάμωσης

κοινωνικών ομάδων σε τοπικό επίπεδο. Για το λόγο αυτό αποκτά μεγάλη σημασία η

συγκρότηση δικτύων ανάμεσα στην τοπική κοινωνία/κοινότητα και τις αρχές του

κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτοί που δουλεύουν για την ανάπτυξη της

33

κοινότητας προσλαμβάνονται από τις τοπικές αρχές και συχνά αποτελούν το ενδιάμεσο

μεταξύ αρχών και κοινοτήτων, με σημαντικό ρόλο στην επισήμανση των προβλημάτων,

και την εμπλοκή της κοινότητας στα προγράμματα και σχέδια αναζωογόνησης της

γειτονιάς. . Ο στόχος είναι να συμβάλουν στη συγκρότηση δικτύων που να οδηγούν σε

ευρύτερη και βαθύτερη κοινοτική δραστηριότητα, προσφέροντας τη δυνατότητα της

μακροπρόθεσμης αυτό-διατήρησης των κοινοτήτων με τη συμμετοχή ενεργών πολιτών

(βλ. Knight, B. et al 1998, Skinner, S. 1997, Taylor, M. 2000).

Οι εμπλεκόμενες κοινότητες έχουν πρόσβαση στους πόρους και τις αποφάσεις για

θέματα όπως η στέγαση, η εκπαίδευση, η απασχόληση, η υγεία και οι τέχνες.

Ορισμένες από αυτές είχαν την ευκαιρία να διαμορφώσουν τις γειτονιές τους και να

έχουν ένα ηγετικό ρόλο στη διαδικασία της αλλαγής. Όμως, οι πόροι και η

υπευθυνότητα είναι στα χέρια θεσμικών φορέων, με αποτέλεσμα οι κοινότητες να

γίνονται περισσότερο παραλήπτες παρά ενεργά, ισότιμα μέλη που συμμετέχουν ενεργά

στο ίδιο τους το μέλλον – πράγμα που δεν εξασφαλίζει σταθερή και μακρόχρονη

επιτυχία. Συνεπώς, η ενθάρρυνση και θεσμοθέτηση της συμμετοχής των κατοίκων δεν

φαίνεται να είναι αρκετή. Παρότι μπροστά στο νόμο όλοι έχουν ίση πρόσβαση στις

διαδικασίες λήψης αποφάσεων για το κτισμένο περιβάλλον, ορισμένες ομάδες έχουν

μεγαλύτερη επιρροή (βλ. π.χ. Chapman, 1996, Dunkan, Thomas 2000). Οι πιο

μορφωμένοι είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα τις διαδικασίες και να

αντιμετωπίσουν τις (γραφειοκρατικές) δυσκολίες. Οι επαγγελματικές ομάδες και οι

ομάδες της μεσαίας τάξης φαίνεται να έχουν καλύτερη πρόσβαση στην τοπική πολιτική

ελίτ, ενώ οι ομάδες της εργατικής τάξης εμπλέκονται μόνο περιστασιακά με τη

διαχείριση του περιβάλλοντός τους. Η πλειοψηφία του πληθυσμού που επηρεάζεται

από τις αναπτυξιακές προτάσεις ούτε καν ξέρουν πώς ν’ αρχίσουν, όταν έρχεται η

στιγμή να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες μιας πρότασης ανάπτυξης.

Οι παραπάνω προβληματισμοί οδηγούν στην ανάπτυξη νέων ερευνών, οι οποίες

προσεγγίζουν τις φτωχές γειτονιές μέσα από τρεις ενότητες θεμάτων (βλ. π.χ. Parkes,

Kearns, Atkinson 2002, Hastings, Flint, McKenzie 2005). Η πρώτη αφορά στα

οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά – εθνοτικά χαρακτηριστικά των κατοίκων, στη

σχέση της γειτονιάς με το κέντρο της πόλης, στους τύπους κατοικίας και κατοίκησης

34

και το καθεστώς κατοίκησης –όλα όσα αποτελούν αυτό που ονομάζεται Background

Neighbourhood ή Background Variables. Η δεύτερη αναφέρεται στα ζητήματα

ποιότητας των τοπικών υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων και πρόσβασης σ’ αυτές, (π.χ.

σχολεία, φωτισμός δρόμων), στην ποιότητα του περιβάλλοντος (π.χ. ηχορύπανση), στα

αρνητικά κοινωνικά χαρακτηριστικά (π.χ. εγκληματικότητα ως τοπικό πρόβλημα, πόσο

ασφαλής νοιώθει κάποιος στο σπίτι του), και τα θετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά (π.χ.

αν οι άνθρωποι στην περιοχή είναι φιλικοί και διατηρούν το πνεύμα της τοπικής

κοινότητας) –όλα όσα αποτελούν αυτό που ονομάζεται Neighbourhood Attributes. Και

η τρίτη εστιάζει στο βαθμό ικανοποίησης των κατοίκων από το σπίτι και τη γειτονιά

τους και τη σχέση του με το κτισμένο περιβάλλον και την πληθυσμιακή πυκνότητα

(Housing Dissatisfaction).

Στην προσέγγιση αυτή μπορούν να εντοπιστούν σημαντικές αναλογίες με την

προσπάθεια συγκρότησης ενός θεωρητικού μοντέλου για τη γειτονιά από τον H.

Geiling (2001), όπου σημαντική θέση έχουν ορισμένα «πεδία, όπως τα ονομάζει: του

«απαραίτητου ανεφοδιασμού», της «εκπαιδευτικής προσπάθειας», της

«κοινωνικοπολιτικής προστασίας», των θεσμών μεσολάβησης (βλ. Παράρτημα 2),

αντλώντας από την εμπειρία γερμανικών πόλεων. Στη Γερμανία οι γειτονιές έχουν γίνει

επανειλημμένα αντικείμενα πολεοδομικών παρεμβάσεων. Στις δεκαετίες 1960-1990

κυριάρχησαν οι πολιτικές αναπλάσεων, ενώ από το 1998 εφαρμόστηκαν οι πολιτικές

διαχείρισης γειτονιάς. Χαρακτηριστική για την εξέλιξη των προβληματισμών και των

πρακτικών είναι η περίπτωση του Βερολίνου. Τις αναπλάσεις στο δυτικό Βερολίνο

μπορούμε να τις χωρίσουμε (υπεργενικεύοντας) σε τέσσερις κυρίως φάσεις: 1963-1971

με τις μαζικές κατεδαφίσεις, 1971-1979 με συγκρούσεις και την άνοδο πολιτικών

κινημάτων από τη βάση, 1979-1989 με τις ήπιες αναπλάσεις της ΙΒΑ, και 1989-1998 με

τις αναπλάσεις στο πρώην ανατολικό Βερολίνο.

Οι πρώτες αναπλάσεις στο Βερολίνο ξεκινούν με την ανέγερση του τείχους, το 1963.

Οι καταστροφές του πολέμου δεν έχουν ακόμη παραμεριστεί, ενώ τα πρώτα κύματα

μετανάστευσης (κυρίως από τη νότια Ευρώπη) έχουν αφήσει τα ίχνη τους στην πόλη.

Οι γειτονιές όμως υπάρχουν για τις πολεοδομικές αρχές μόνο ως υλικά σύνολα. Ούτε οι

κοινωνικές σχέσεις ούτε οι καθημερινότητες των κατοίκων τους αποτελούν αντικείμενο

35

συστηματικής μελέτης. Έτσι από το 1963 μέχρι το 1971 η ανάπλαση είναι συνώνυμη με

την κατεδάφιση πολυκατοικιών του 19ου

αιώνα σε εργατικές περιοχές και την

ανοικοδόμηση, συνήθως συγκροτημάτων μεγάλων διαστάσεων. Προετοιμάζοντας τις

κατεδαφίσεις το κράτος αγοράζει πολλά κτίρια, τα οποία, για να μη μείνουν άδεια,

νοικιάζονται παροδικά. Οι νέοι ένοικοι είναι κυρίως νέοι μετανάστες, τούρκοι που

μεταναστεύουν από το 1961, αλλά και πολλοί νέοι Γερμανοί που, από πολιτική

επιλογή, δοκιμάζουν εναλλακτικούς τρόπους ζωής. Η μεγάλη ιδιαιτερότητα των

τούρκων είναι ότι έρχονται ως «Gastarbeiter», έρχονται δηλαδή για το περιορισμένο

χρονικό διάστημα ενός χρόνου. Έτσι δημιουργούνται γειτονιές με ψηλή πυκνότητα

τούρκων, πράγμα που θα τις χαρακτρηρίσει για πολλά χρόνια. Οι «εναλλακτικοί»

Γερμανοί από την άλλη ή καταλαμβάνουν άδεια διαμερίσματα ή κατοικούν με πολύ

χαμηλό ενοίκιο σε πολυκατοικίες που πρόκειται σύντομα να κατεδαφιστούν. Έτσι

τελικά συνυπάρχουν τα Γερμανικά εργατικά στρώματα της περιοχής, οι μετανάστες

από την Τουρκία και οι Γερμανοί εναλλακτικοί (Häußermann et al. 2002, Häußermann,

Kapphan 2002, Bernt 2003).

Με τη γέννηση πολλαπλών πολιτικών κινημάτων από το 1968, οι εναλλακτικές ομάδες

δραστηριοποιούνται και σχεδόν ολόκληρη η δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζεται από

συγκρούσεις με τις αρχές. Από το 1971 ήδη αλλάζει ο νόμος των αναπλάσεων και

εισάγονται για πρώτη φορά δειλά «κοινωνικές» διαστάσεις, ενώ από το 1974, που

σταματάει επίσημα η μετανάστευση από την Τουρκία, έρχονται οι οικογένειές των

Gastarbeiter και εγκαθίστανται στις ίδιες γειτονιές. Από το 1979, με την απόφαση ότι η

επόμενη διεθνής έκθεση αρχιτεκτονικής ΙΒΑ θα γίνει στο Βερολίνο και θα

συμπεριλαμβάνει μεγάλης έκτασης αναπλάσεις, οι συγκρούσεις ανάμεσα σε

καταληψίες και τις αρχές κορυφώνονται. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980

επιτυγχάνεται ένας συμβιβασμός: κεντρικός στόχος των αναπλάσεων είναι η

διατήρηση της κοινωνικής δομής και των κοινωνικών σχέσεων μιας γειτονιάς. Επίσης

εισάγονται συμμετοχικές διαδικασίες σε επίπεδο γειτονιάς, που συμπεριλαμβάνουν και

όσες/όσους δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Η ανάπλαση αυτού του τύπου, που

περιορίστηκε σε πολύ βασικές βελτιώσεις της κατοικίας αλλά και του δημόσιου χώρου

έγινε γνωστή ως «ήπια ανάπλαση». Με την πτώση του τείχους η πίεση της αγοράς στο

36

ανατολικό Βερολίνο είναι πολύ μεγαλύτερη, ενώ το κράτος διαθέτει λιγότερα χρήματα

για να ελέγξει το μηχανισμό της ανάπλασης.

Στις γειτονιές που χαρακτηρίζονται ως γειτονιές ανάπλασης μετά το 1990, αν και οι

στόχος της διατήρησης της κοινωνικής συνοχής παραμένει στα καταστατικά, οι

διαδικασίες απομάκρυνσης και αποκλεισμού είναι πιο έντονες. Από το 1998 και μετά

εισάγεται ένας άλλος θεσμός, αυτός της διαχείρισης γειτονιάς. Η διαχείριση γειτονιάς

είναι ένας θεσμός που ακολουθεί τα προγράμματα URBAN I και II της Ευρωπαϊκής

Ένωσης, αν και η ίδια συνδέεται με το ομοσπονδιακό πρόγραμμα Κοινωνική Πόλη

(Soziale Stadt), που εφαρμόστηκε επισήμως από το 1999. Και τα τρία προγράμματα

(URBAN I, II και Κοινωνική Πόλη), με επικέντρωση στο τοπικό επίπεδο μπορεί να

γίνουν κατανοητά ως η τομή δύο επιστημονικών συζητήσεων που κυριάρχησαν στη

Γερμανία από τη δεκαετία του 1990: Η μία είναι αυτή για την «κρίση» των πόλεων,

προερχόμενη κυρίως από την κοινωνιολογία, που αναγνώρισε αυξανόμενη κοινωνική

πόλωση και τάσεις αποκλεισμού (Häußermann 1997, 2000). Η άλλη συζήτηση προήλθε

από πολιτικούς και κοινωνικούς επιστήμονες που ερευνούσαν συγκεκριμένες λύσεις για

αυτό που ονόμαζαν το «τοπικό κράτος πρόνοιας» (Alisch/Dangschat 1993,1998,

Hanesch 1997, Mirbach 1999, Dagschat 1999, Heitmeyer et al. 1998).

Παράλληλα με την επιστημονική συζήτηση, καταλυτικό ρόλο στην εφαρμογή και των

τριών προγραμμάτων έπαιξαν κυρίως δύο μεγάλης κλίμακας έρευνες: Η πρώτη, του

1995, ανατέθηκε σε ομάδα κοινωνιολόγων γύρω από τον Hartmut Häußermann από το

υπουργείο πολεοδομίας του Βερολίνου και είχε συνέχεια σε πιλοτική έρευνα/πρόταση

των ιδίων στο δήμο Lichtenberg (Häußermann, Kapphan 1995, 1996). Η μελέτη αυτή,

χρησιμοποιώντας ποσοτικές και ποιοτικές μεθόδους έρευνας, έφερε στο φως την

αυξανόμενη «χωρικοκοινωνική πόλωση» – όπως την ονομάζουν οι συγγραφείς – στο

Βερολίνο. Η δεύτερη ήταν από την Ομοσπονδία Κατασκευαστικών Εταιρειών

Κατοικίας (GdW 1998) και μελέτησε κυρίως μεταπολεμικούς συνοικισμούς, κατά

κανόνα στην περιφέρεια των πόλεων, και τα κοινωνικά προβλήματα στο εσωτερικό

τους.

37

Βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό στην έρευνα Häußermann, όπως είναι γνωστή, η

διϋπουργική επιτροπή ARGEBAU προτείνει το 1997 πέντε στόχους για την υλοποίηση

του προγράμματος «Κοινωνική Πόλη – γειτονιές με προτεραιότητα ανάπτυξης»:

1. Την ενεργοποίηση των τοπικών δυνατοτήτων και την δημιουργία οργανώσεων

κατοίκων και κοινωνικών δικτύων στη γειτονιά.

2. Την υποστήριξη της τοπικής οικονομίας και, σε αυτό το πλαίσιο, τη συνεργασία

του κράτους και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

3. Την υποστήριξη όλων των δυνατοτήτων για τη βελτίωση της τοπικής

απασχόλησης

4. Την επανεγκατάσταση ή εξασφάλιση μεικτής κοινωνικής δομής των κατοίκων

και την αποφυγή μονομερούς συγκέντρωσης.

5. Τη βελτίωση τοπικών υποδομών.

Ήδη στα πλαίσια των URBAN I και II είχαν οριστεί ως περιοχές δράσης στο Βερολίνο

δυο περιοχές της πόλης (που συμπεριλάμβαναν πολλές γειτονιές), κυρίως εκεί που

υπήρχε σημαντική συγκέντρωση κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων.

Εγκαταστάθηκε ένα γραφείο σχεδιασμού και διαχείρισης με στόχο την αντιμετώπιση

των τοπικών προβλημάτων και τη στρατηγική ανάπτυξη. Στα πλαίσια του

προγράμματος Κοινωνική Πόλη επιλέχθηκαν να συμμετάσχουν δεκαπέντε γειτονιές το

1999, δύο το 2001 και άλλες δεκαπέντε από το 2005. Με βάση τους στόχους που

αναφέρθηκαν παραπάνω, και σε σχέση με την ένταση των κοινωνικών προβλημάτων, οι

γειτονιές αυτές κατατάχθηκαν σε τέσσερις κατηγορίες: γειτονιές διαχείρισης, γειτονιές

με μέτρα παρέμβασης, γειτονιές με μέτρα πρόληψης και γειτονιές με μέτρα σε

συνεργασία με τους κατοίκους. Τα γραφεία διαχείρισης γειτονιάς ορίστηκαν σε κάθε

περίπτωση από την κυβέρνηση του Βερολίνου, κάτι που συχνά έγινε αντικείμενο

κριτικής ως μη δημοκρατικό μέτρο. Αντίθετα, για το λεγόμενο «ταμείο γειτονιάς», ένα

ποσό χρημάτων που διέθεσε το κράτος για επί μέρους έργα στις γειτονιές, έγινε

επιλογή ένα τυχαίου δείγματος πολιτών μέσα από τους καταλόγους των κατοίκων.

Αυτοί αποτέλεσαν μια επιτροπή που διαχειρίστηκε τους πόρους αυτούς σε συνεργασία

με το γραφείο διαχείρισης.

Στην Ελληνική πολεοδομική νομοθεσία, η «γειτονιά» εμφανίζεται μετά το 1980, ως

χωρική ενότητα με συγκεκριμένα όρια, εντός των οποίων προσδιορίζονται

πολεοδομικές λειτουργίες και οργανώνονται θεσμοί συμμετοχής των πολιτών.

Παράλληλα, το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης

38

εισάγει αστον πρόσφατο Δημοτικό Κώδικα (Ν 3463/2006) τον όρο Δημοτικό

Διαμέρισμα, για τη διαίρεση της πόλης σε μικρότερα τμήματα κατά την εκλογική

διαδικασία. Παρουσιάζονται ωστόσο μεγάλες διαφορές στη χρήση των όρων, πράγμα

που καθιστά δύσκολη μια εννοιολογική σαφήνεια. Η κατάτμηση του χώρου σε

μικρότερες ενότητες για την εφαρμογή ρυθμίσεων χρησιμοποιείται από διαφορετικούς

κρατικούς φορείς, που χρησιμοποιούν διαφορετικούς όρους, με συναφές ή και

ταυτόσημο περιεχόμενο με αυτό της «γειτονιάς». Θα είχε ενδιαφέρον μια διερεύνηση

(που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έρευνας) αν όλες αυτές οι διαιρέσεις του

χώρου μιας πόλης από διαφορετικούς κρατικούς μηχανισμούς σε μικρότερα τμήματα,

οδηγούν στη δημιουργία ταυτόσημων ως προς τα φυσικά τους όρια χωρικών ενοτήτων,

αν δηλαδή για παράδειγμα οι γειτονιές – πολεοδομικές ενότητες όπως οριοθετούνται

στο εγκεκριμένο ΓΠΣ μιας πόλης ταυτίζονται με τα διαμερίσματα που οριοθετεί το

Υπουργείο Εσωτερικών για την ίδια περιοχή. Αυτό που είναι γεγονός είναι ότι δεν

υπάρχει επίσημη επικοινωνία ανάμεσα στους φορείς (π.χ ΥΠΕΧΩΔΕ και Υπουργείο

Εσωτερικών) για τη διαίρεση της πόλης σε μικρότερες χωρικές ενότητες.

Σε σχέση με τη γειτονιά εμφανίζεται και η έννοια της «συνοικίας», που μπορεί να

αποτελεί ακέραιο πολλαπλάσιο πολεοδομικών ενοτήτων –γειτονιών, ή και να

ταυτίζεται με αυτές, ενώ εντάσσεται στη συζήτηση γύρω από θεσμικές πρακτικές που

αφορούν θέματα σχετικά με το φυσικό και κοινωνικό σχεδιασμό του αστικού χώρου.

Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι, παρά το διαφορετικό νόημα που δίνεται στην έννοια,

η «γειτονιά» αναφέρεται πολύ συχνά ως αναλυτικό εργαλείο στην πολεοδομική

νομοθεσία, όπου μπορεί να αναφέρεται:

Α. Σε υπουργικές αποφάσεις και προεδρικά διατάγματα (ΠΔ) που αφορούν την έγκριση

πολεοδομικών μελετών/ σχεδίων τμημάτων πολεοδομικών ενοτήτων.

Εδώ, η «γειτονιά» (που σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρεται και ως «συνοικισμός»)

αναφέρεται σε τμήματα πολεοδομικών ενοτήτων (και όχι μιας πολεοδομικής ενότητας),

τα οποία, συνήθως, αποτελούν προϋφιστάμενους οικισμούς (βλέπε π.χ. έγκριση

πολεοδομικής μελέτης της γειτονιάς Αγία Άννα – Συνοικισμός του Δήμου Κορίνθου,

Αποφ-9177/04 [ΦΕΚ-262/Δ/5-3-04]).

39

Σε ορισμένες αποφάσεις καθορίζονται όροι δόμησης, οικοδομήσιμοι χώροι, οδοί,

πεζόδρομοι, κοινόχρηστοι χώροι, χώροι αθλητισμού, δημοτικών σχολείων, γυμνασίων

–λυκείων, βρεφονηπιακών σταθμών, χώροι στάθμευσης, παιδικών χαρών και

εκκλησιών (βλέπε π.χ. έγκριση πολεοδομικής μελέτης των πολεοδομικών ενοτήτων

«Γειτονιά 3» και «Γειτονιά 4» του Δήμου Καματερού, ΠΔ/12-9-86 [ΦΕΚ -956/Δ/15-

10-86]).

Άλλες αποφάσεις αναφέρονται στην αναθεώρηση εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων

και το δίκτυο πεζοδρόμων, καθώς και άλλων τμηματικών παρεμβάσεων, όπως τα

πολεοδομικά κέντρα γειτονιών /τμημάτων πολεοδομικών ενοτήτων, και γενικότερα

στον καθορισμό και την έγκριση των χρήσεων γης. (βλέπε π.χ. έγκριση πολεοδομικής

μελέτης στις Γειτονιές 1,2,5,6, κλπ στις περιοχές Χολαργός- Παπάγος, Αποφ-4292/Π-

138/92 [ΦΕΚ-242/Δ/18-3-92]).

Κατά την εκπόνηση των μελετών /σχεδίων χωρικής και οικιστικής οργάνωσης, όπως

και των γενικών πολεοδομικών σχεδίων (ΓΠΣ) και των πολεοδομικών μελετών η

γειτονιά εμφανίζεται σαν μια πρότυπη μονάδα χώρου που αναφέρεται σε μια

συγκεκριμένη πληθυσμιακή πυκνότητα (συνήθως 2.000- 5.000 κάτοικοι) στη βάση της

οποίας υποχρεούνται να υπάρχουν συγκεκριμένες κοινωνικές εξυπηρετήσεις σύμφωνα

με τα εγκεκριμένα πολεοδομικά σταθερότυπα (standards). Με βάση αυτά υπολογίζεται

η Χωρητικότητα, ο Αθλητισμός, το πράσινο, τα Πολιτιστικά (ιεροί ναοί, κοιμητήρια),

τα Δίκτυα Κυκλοφορίας κλπ (δηλαδή επιφ/ κάτοικο για κατοικία και για κοινωνική –

τεχνική υποδομή) (βλ. Αποφ-10788/04 [ΦΕΚ-285/Δ/5-3-04]).

Β. Σε Θεσμικές Πρακτικές που αφορούν στην ενεργοποίηση και συμμετοχή των πολιτών

στο σχεδιασμό /προγραμματισμό ρυθμίσεων για την περιοχή κατοικίας τους, σύμφωνα με

τις διατάξεις του Ν 1337/83 (άρθρο 30) «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων,

οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις». Αποφ.–621/59/83 (ΦΕΚ-9/Β/13-1-84).

Συγκεκριμένα για την παρακολούθηση πολεοδομικών μελετών σε κάθε γειτονιά

αναδεικνύεται από τους κατοίκους της, με ευθύνη του αντίστοιχου Οργανισμού

Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Πολεοδομική Επιτροπή της Γειτονιάς (ΠΕΓ). Η ΠΕΓ

διατυπώνει είτε προς το συνοικιακό συμβούλιο είτε προς το συμβούλιο δημοτικού

διαμερίσματος είτε προς το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, γνώμη και προτάσεις

σχετικά με τις τροποποιήσεις και την εφαρμογή: των πολεοδομικών γενικά διατάξεων,

40

τον καθορισμό χρήσεων γης, το χαρακτηρισμό και τους κανονισμούς λειτουργίας,

πεζοδρόμων, τον καθορισμό θέσεων κτιρίων ή χώρων στάθμευσης οχημάτων, θέσεων

κτιρίων ειδικών και κοινωφελών χρήσεων, τη συντήρηση και χρήση παραδοσιακών

κτιρίων ή και άλλων στοιχείων, την απομάκρυνση ή την απαγόρευση χρήσεων που

δημιουργούν προβλήματα περιβάλλοντος κλπ.

Η σύνθεση, ο τρόπος και ο χρόνος ανάδειξης των ΠΕΓ, οι αρμοδιότητές τους και οι

σχέσεις τους με τον αντίστοιχο δήμο ή κοινότητα, κανονίζονται με απόφαση των

Υπουργών Εσωτερικών και Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος. Έτσι, στις

αρμοδιότητες της ΠΕΓ περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα:

1. παρακολούθηση και κάθε πολεοδομική μελέτη, την εκπόνηση της μελέτης

του ΓΠΣ και κάθε θέμα αναφερόμενο στο άρθρο 30 του Ν 1337 /83 και

έκφραση γνώμη επ’ αυτών, με εκθέσεις προς το Συνοικιακό Συμβούλιο ή

Διαμερισματικό ή Κοινοτικό ή Δημοτικό Συμβούλιο

2. φροντίδα για την με κάθε τρόπο ουσιαστική συμμετοχή των κατοίκων,

ιδιαίτερα με λαϊκές συνελεύσεις, στα προβλήματα της γειτονιάς

3. δυνατότητα, με δική της πρωτοβουλία, να εξετάσει θέματα των

πολεοδομικών μελετών και να παρέχει τη γνώμη της για αυτά, καθώς το

Δημότικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο είναι υποχρεωμένο να τη ζητήσει. Η

γνώμη της δεν αντικαθιστά τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων, όπως αυτή

ορίζεται στην παρ.2 του άρθ. 3 του Ν 1337 /834.

4. συνέχιση λειτουργίας με τις αρμοδιότητες που ορίζει το άρθ. 30 του

Ν1337/83 και μετά την έγκριση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου και της

Πολεοδομικής Μελέτης Επέκτασης και Αναθεώρησης για κάθε περίπτωση

συνολικής ή μερικής αναθεώρησής τους.

Γ. Σε πολεοδομικές μελέτες που έχουν ανατεθεί από το Δήμο της Αθήνας, στη βάση μιας

διαίρεσης του Δήμου σε Δημοτικά Διαμερίσματα, Συνοικίες και Γειτονιές (βλέπε π.χ.

«Πολεοδομική Μελέτη Αναβάθμισης Περιοχής ‘Κουκακίου – Πετραλώνων’. Περιοχή:

Γειτονιές Φιλοπάππου, Κουκακίου, Βεΐκου, Μακρυγιάννη, Τριών Ιεραρχών και

Κοίλης»).

Τα συνηθέστερα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι παραπάνω μελέτες

αφορούν στο λειτουργικό και αισθητικό επίπεδο των γειτονιών: Αυτά είναι προβλήματα

στάθμευσης, ηχορύπανσης, κυκλοφοριακά και κατ’ επέκταση περιβαλλοντικά,

προβλήματα που προκαλούνται από την εγκατάσταση οχλουσών δραστηριοτήτων και η

4 Η παρ.2 του άρθ. 3 του Ν 1337 /83 αναφέρει ότι η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων πολιτών

επιδιώκεται με κάθε πρόσφορο τρόπο, όπως π.χ. με ανοιχτές συγκεντρώσεις ή ενημέρωση με τον τύπο.

41

υστέρηση των υπό μελέτη συνοικιών σε κοινωνικές υποδομές, σε χώρους αναψυχής και

στάθμευσης, αλλά και η κακή ποιότητα φωτισμού και δομημένου περιβάλλοντος.

Οι Δήμοι που, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, έχουν περισσότερους από

100.000 κατοίκους, διαιρούνται σε Δημοτικά Διαμερίσματα5, ο αριθμός και τα όρια των

οποίων καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού

Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη

του δημοτικού συμβουλίου και αφού ληφθούν υπόψη η κατανομή του πληθυσμού και η

καλύτερη εξυπηρέτηση των κατοίκων. Σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα παραχωρούνται

αρμοδιότητες με σκοπό να προωθηθεί η αντιμετώπιση των τοπικών προβλημάτων. Με

προεδρικό διάταγμα που θα εκδοθεί με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας

Διοίκησης και Αποκέντρωσης μέχρι 31.12.2007, μεταβιβάζεται στο συμβούλιο

Δημοτικού Διαμερίσματος η άσκηση αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στην εκτέλεση

μικρών τεχνικών έργων, στη διοργάνωση πολιτιστικών και αθλητικών εκδηλώσεων, σε

θέματα κοινωνικής αρωγής καθώς και σε πρωτοβουλίες για την εξυπηρέτηση του

πολίτη.

Το συμβούλιο του δημοτικού διαμερίσματος εκφράζει γνώμες και διατυπώνει

προτάσεις σχετικά με διάφορα θέματα που αφορούν την καλύτερη λειτουργία και

οργάνωση του τμήματος της πόλης που εκπροσωπεί. Τέτοια θέματα αφορούν

ενδεικτικά: την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, καθώς και την

καθαριότητα της περιοχής του διαμερίσματος, τους δημοτικούς δρόμους, τις γέφυρες,

τις πλατείες, τα δημοτικά άλση, κήπους, υπαίθριους χώρους αναψυχής και γενικά όλους

τους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους της περιοχής του διαμερίσματος, την

κυκλοφορία και τη συγκοινωνία της περιοχής του διαμερίσματος, την πολεοδομική

ανάπτυξη και ανάπλαση της περιοχής, την εκτέλεση νέων έργων, τη συντήρηση και

λειτουργία των έργων που έχουν συντελεστεί, την ύδρευση, την αποχέτευση και όλα τα

κοινόχρηστα δίκτυα. Είναι βεβαίως αντιληπτό πως τα διαμερίσματα ως χωρική μονάδα,

έτσι όπως χρησιμοποιούνται από το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και

5 Ο Δήμος Αθηναίων διαιρείται σε πέντε έως εφτά διαμερίσματα, οι Δήμοι της Θεσσαλονίκης και του

Πειραιά σε τρία έως πέντε, και ο Δήμος Πατρέων και οι λοιποί Δήμοι σε δύο έως τέσσερα διαμερίσματα

[N.3463/2006, ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ]

42

Αποκέντρωσης, δεν εμφανίζουν εννοιολογική διαφορά με τη «γειτονιά» όπως έχει

παρουσιαστεί μέχρι τώρα.

Στόχος όλων των χωρικών διαιρέσεων είναι η αντιμετώπιση τοπικών προβλημάτων, η

ορθότερη άσκηση της κρατικής πολιτικής και η ενεργοποίηση της συμμετοχής των

κατοίκων στην πολεοδομική πρακτική. Παρά την αναγνώριση της σημασίας ύπαρξης

τέτοιων θεσμών που έχουν σκοπό να ενισχύσουν τις συμμετοχικές διαδικασίες και να

προωθήσουν την συμμετοχή στα κοινά, είναι αμφίβολο πόσο μπορούν να

λειτουργήσουν στην ελληνική πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από την

καλλιέργεια των πελατειακών σχέσεων από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, αλλά και την

αδυναμία της τοπικής αυτοδιοίκησης να ελέγξει το σύνολο των διαδικασιών που

αφορούν τον τοπικό προγραμματισμό. Η μέχρι τώρα πολιτική εμπειρία μαρτυρά την

αδυναμία της λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της δυνατότητας των

πολιτών να επηρεάσουν την έκβαση αποφάσεων που λαμβάνονται σε διάφορα επίπεδα

εξουσίας (Ψαλλιδόπουλος 1997).

4.4. Ταυτότητα, αναγνώριση, στιγματισμός

Η γειτονιά ως «κοινωνικός χώρος» αποτελεί ένα από τα πεδία κοινωνικοποίησης, όπου

μαθαίνονται κώδικες συμπεριφοράς μέσα από την παρατήρηση αλλά και τη

συναναστροφή με άλλους, όπου κυρίως παιδιά και νεαρά άτομα μαθαίνουν

συμπεριφορές που βλέπουν γύρω τους. Σε γειτονιές με υψηλή ανεργία, για παράδειγμα,

απουσιάζει εντελώς το πρότυπο όσων έχουν σταθερή δουλειά και ωράρια.

(Häußermann, Kapphan 2002). Ταυτόχρονα, η γειτονιά είναι χώρος αναγνώρισης: οι

γειτονιές έχουν μια φήμη, καλή ή κακή, με άμεσες επιπτώσεις τόσο στον τρόπο που

βλέπουν οι απ’έξω τους κατοίκους της όσο και στην αυτοπεποίθηση και συγκρότηση

ταυτότητας των κατοίκων της. Η ταύτιση χώρου και κοινότητας στην έννοια και

πρόσληψη της γειτονιάς συνδέεται με τη διαμόρφωση, αλλά και την απόδοση

κοινωνικής ταυτότητας στις ομάδες που την κατοικούν. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές

σε «στιγματισμένες γειτονιές», όπου οι κάτοικοι νιώθουν αποκλεισμένοι από το

κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Ο στιγματισμός συχνά οδηγεί όσους έχουν τη

δυνατότητα να μετακινούνται στο χώρο, προκειμένου να απομακρυνθούν από τα

43

κοινωνικά χαρακτηριστικά που προσδίδει η κατοίκηση στη συγκεκριμένη γειτονιά,

ακόμα και όταν αυτά τα χαρακτηριστικά αποτέλεσαν αρχικά κριτήριο επιλογής της

συγκεκριμένης γειτονιάς.

Τέτοιου τύπου αρνητικοί χαρακτηρισμοί, που έχουν προέλθει από τις κοινωνικο-

οικονομικές αναδιαρθρώσεις των τελευταίων δεκαετιών, οδηγούν σε απαξίωση μεγάλα

τμήματα του αστικού χώρου. Στη Μ. Βρετανία, η αναδιάρθρωση της οικονομίας και η

συρρίκνωση του Κράτους Πρόνοιας συνδέθηκε με την απομάκρυνση από μαζική

δημόσια κατοικία και την προβολή της ιδιοκατοίκησης από πολλές κυβερνήσεις. Οι

διαδικασίες αυτές συνέβαλαν στην αυξανόμενη εμπορευματοποίηση του χώρου, με

συνέπεια η επιλογή του τόπου κατοικίας να καθορίζεται από την πρόσβαση στην αγορά

εργασίας και το εισόδημα σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι στο παρελθόν. Έτσι, στις

μεγάλες πόλεις εντοπίζονται γειτονιές όπου κατοικούν οι φτωχοί και οι χαμηλά

αμειβόμενοι, γειτονιές με ιδιωτικές κατοικίες της μεσαίας τάξης και γειτονιές για

πλούσιους και για όσους μετακινούνται από χώρα σε χώρα. Ανάμεσα στις συνέπειες

αυτής της διαίρεσης, πέρα από τη διαμόρφωση πολύ διαφοροποιημένων τιμών σε

τμήματα της αγοράς κατοικίας, είναι και η διαμόρφωση διαφορετικών ταυτοτήτων

γειτονιών - και των κατοίκων τους: γειτονιές που συνδέονται με το παγκόσμιο και

γειτονιές που είναι αποκλεισμένες.

Στην κατηγορία των πρώτων ανήκουν οι γειτονιές που αναδιαμορφώνονται για να

δημιουργήσουν λιγότερους δημόσιους χώρους και περισσότερο «προστατευμένο»

«ελεγχόμενο» περιβάλλον. Οι γειτονιές αυτές διαμορφώνονται και πωλούνται ως

προϊόν, ως ένας τύπος γειτονιάς που αντιστοιχεί και ταυτόχρονα αποτελεί τμήμα ενός

συγκεκριμένου lifestyle, προσφιλούς σε άτομα και ομάδες που διεκδικούν ασφάλεια,

κύρος και γόητρο. Σ’ αυτά τα είδη των γειτονιών η κοινωνική συνοχή ανθρώπων με

παρόμοιες αντιλήψεις επίπεδα πλούτου ή ανησυχιών συμβαδίζει με τον αποκλεισμό του

έξω κόσμου, που εξασφαλίζεται μέσα από ειδικούς κανόνες και κανονισμούς, αλλά και

από ιδιαίτερο (αρχιτεκτονικό - πολεοδομικό) σχεδιασμό. Όπως υποστηρίζει ο Forrest

(2004), αναφερόμενος τις αμερικανικές περιφραγμένες γειτονιές και ίσως αντίστοιχες

βρετανικές, o σχεδιασμός αυτών των γειτονιών αντανακλά την αυξανόμενη κοινωνική

πόλωση ανάμεσα σε φτωχές και πλούσιες γειτονιές.

44

Για πολλούς, η ίδια κοινωνική πόλωση προκαλείται από την αυξανόμενη τάση της

μεσαίας τάξης (επαγγελματιών και νοικοκυριών) να επιστρέψει στις γειτονιές που είχε

αφήσει, μία τάση που συχνά ενθαρρύνεται με μέτρα ανάπλασης, συνοδεύεται από

αύξηση των ενοικίων και των τιμών αγοράς κατοικίας και εκφράζεται με τον αγγλικό

όρο gentrification (εξευγενισμός). Ωστόσο πολλοί ερευνητές παρουσιάζουν τον

εξευγενισμό ως θετική δύναμη για κοινωνική αλλαγή που μπορεί να φέρει οφέλη μέσα

από την αύξηση φόρων και την αναζωογόνηση του φυσικού περιβάλλοντος, και, ίσως,

μέσα από τη βελτίωση των τοπικών υπηρεσιών και την αύξηση της ανάμειξης των

κοινωνικών τάξεων (Atkinson 2002, Bridge 2002, Coulson and Leichengo 2004,

Lambert, Boddy 2002, Larsen 2005, Reimann 2000). Πρόσφατη έρευνα του Centre for

Neighbourhood Research επικεντρώθηκε στην αξιολόγηση του σχετικού ρόλου του

εξευγενισμού ως ενός πιθανού δρόμου προς την ανάπλαση /αναζωογόνηση

(renaissance) της γειτονιάς, επανεξετάζοντας όλη την εμπειρική έρευνα των τελευταίων

30 χρόνων γύρω από το θέμα. Μέσα από τη δουλειά αυτή έγινε σαφές ότι ο

εξευγενισμός και οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, αν και προβάλλονται ως λύσεις

στα προβλήματα των φτωχών γειτονιών, συχνά οδηγούν στην κοινωνική διαίρεση και

την ανισότητα (Atkinson 2002).

Το ολοένα αυξανόμενο φαινόμενο της εμπορευματοποίησης του χώρου κατοικίας έχει

οδηγήσει και στην ανάπτυξη πρακτικών «προβολής» συγκεκριμένων γειτονιών με

στόχο τη διευκόλυνση των αποφάσεων συγκεκριμένων ομάδων για την επιλογή

κατοικίας. Πρόκειται για πρακτικές του place marketing γειτονιών που διευκολύνονται

από την εξέλιξη της τεχνολογίας και συγκεκριμένα από τις δυνατότητες που παρέχονται

στο διαδίκτυο.

«Στη Βρετανία το δίκτυο www.upmystreet.co.uk παρέχει τα προφίλ των

γειτονιών για επιλεγμένους κωδικούς. Η γειτονιά μου περιγράφεται ως Acom

Type 19 που είναι προφανώς Διαμερίσματα, Νέοι Επαγγελματίες και Ζευγάρια.

Μου παρέχονται πληροφορίες για τα ποσοστά εγκληματικότητας στην περιοχή,

για τα σχολεία της περιοχής και τα πρόσφατα τοπικά εκλογικά πρότυπα. Μου

λένε επίσης ότι «οι άνθρωποι στην Acom Type 19 είναι συνήθως χορτοφάγοι.

Προτιμούν να περνούν τις διακοπές τους μακριά από τα πολυσύχναστα μέρη και

τους αρέσει να συμβαδίζουν με την εξέλιξη της τεχνολογίας. Προσπαθούν να

διατηρούνται υγιείς με δίαιτα με χαμηλά λιπαρά και άσκηση. Δεν τους αρέσει το

DIY και προφανώς οι περισσότεροι επικοινωνούν με mail, ενώ λίγοι

ενδιαφέρονται για την τηλεόραση…» (Forrest 2004: 21).

45

Τέτοιες πηγές πληροφόρησης επιτρέπουν σε αυτούς που τις επιλέγουν να παίρνουν

καλύτερες αποφάσεις σχετικά με το ποιες γειτονιές είναι κατάλληλες να τους δώσουν

το υλικό, πολιτισμικό και οικονομικό κεφάλαιο που ψάχνουν. O τόπος κατοικίας

μοιάζει έτσι να είναι «πακεταρισμένος» με τρόπο που να μπορεί να προσελκύσει άτομα

με το ίδιο lifestyle. Στο πλαίσιο αυτό, οι γειτονιές αναδεικνύονται ως ένα σημαντικό

αντικείμενο ενδιαφέροντος για τους μεσίτες, τους εργολάβους, τους επιχειρηματίες, τη

βιομηχανία διαφήμισης και τους μόνιμους καταναλωτές.

Στον αντίποδα των γειτονιών που αποτελούν αντικείμενο διαφήμισης για την

προσέλκυση ανώτερων εισοδηματικά ομάδων βρίσκονται οι «στιγματισμένες»

γειτονιές, οι φτωχές γειτονιές με χαμηλή ποιότητα κοινωνικών υπηρεσιών και

υποδομών και υψηλούς δείκτες ανεργίας και εγκληματικότητας - προβλήματα που όταν

ξεπερνούν ορισμένα όρια δημιουργούν συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού. Η κακή

φήμη μιας τέτοιας γειτονιάς μπορεί να έχει σοβαρότερες συνέπειες στους κατοίκους της

από αυτές που προκαλούν οι συνθήκες ζωής τους. Οι συνέπειες είναι ιδιαίτερα έντονες

στο ζήτημα της απασχόλησης. Οι φήμες αγκιστρώνονται σε περιοχές και, ιδιαίτερα οι

νεώτεροι άνθρωποι, μπορεί να βρουν ότι το να είσαι κάτοικος μιας γειτονιάς με εικόνα

την εγκληματικότητα και τη φτώχεια λειτουργεί ως μειονέκτημα για αυτούς στην αγορά

εργασίας (Forrest 2004). Η περίπτωση των στιγματισμένων γειτονιών, όπου ο

κοινωνικός αποκλεισμός ταυτίζεται με χωρικό αποκλεισμό, έρχεται σε πλήρη αντίθεση

με την περίπτωση των γειτονιών που προβάλλονται ως εμπόρευμα. Όμως η ύπαρξη των

μεν προϋποθέτει/βασίζεται στην ύπαρξη των δε. Υπάρχει μια εντονότερη διάκριση

ανάμεσα στους «κοσμοπολίτες» και τους «ντόπιους», αλλά δεν υπάρχει μία οξεία

πόλωση –ακόμη και οι κοσμοπολίτες φαίνεται να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο με

γείτονες. Αυτό δίνει την εικόνα της γειτονιάς ως πεδίο που συνεχίζει να παίζει ένα

σημαντικό ρόλο και να αποτελεί μία σημαντική πηγή για τη διαμόρφωση της

κοινωνικής ταυτότητας (Burton 2002, Kearrns, Parkes 2002).

Η πολιτική για τον αστικό χώρο, μέσα από την πίεση της κοινωνικής πόλωσης και της

κοινωνικής διαίρεσης, δεν μπορεί λοιπόν να περιορίζεται σε παρεμβάσεις στο οικιστικό

απόθεμα, αλλά επεκτείνεται σε μέτρα για την κοινωνική ένταξη και συμμετοχή στη ζωή

46

της πόλης των ατόμων και ομάδων που απειλούνται με κοινωνικό αποκλεισμό, και στη

βελτίωση των συνθηκών ζωής στις λεγόμενες «ευαίσθητες γειτονιές»6. Οι πολιτικές

γειτονιάς και οι πρακτικές αλληλοβοήθειας αποκτούν έτσι ιδιαίτερη σημασία και για

την ανάπτυξη μηχανισμών κοινωνικής ένταξης μεταναστευτικών ομάδων σε μια

περίοδο όπου η αγορά εργασίας, με τις δυσκολίες που παρουσιάζει, δεν μπορεί να

λειτουργήσει πια ως ο κατ’ εξοχήν τέτοιος μηχανισμός (Friedrichs, Blasius 2001,

Krämer-Badoni 2001, Maloutas, Pantelidou-Malouta 2004, Sackmann 2001, Witten et

al. 2003). Πέρα από το συνολικό οικονομικό επίπεδο μιας γειτονιάς, για κάποιους

μελετητές το κεντρικό ζήτημα είναι αυτό του «κοινωνικού κεφαλαίου» που αποτελεί

και χαρακτηριστικό της (Kearns 2004, Middleton et al. 2005).

Κατά πόσο η μεγάλη συγκέντρωση λιγότερο ευνοημένων ομάδων αποτελεί

«πρόβλημα» ταυτόσημο με τον αποκλεισμό ή αντίθετα μπορεί να συμβάλει στην

ένταξή τους είναι αντικείμενο πολλών διαφωνιών (Häußermann, Siebel 2001, 2004) και

συζήτησης γύρω από την κοινωνική σύνθεση της γειτονιάς και την ύπαρξη ή όχι

κοινωνικής μίξης (Atkinson 2005, Atkinson, Kintrea 2001, Maloutas, Karadimitriou

2001). Πολλές γειτονιές παρουσιάζουν κοινωνική, φυλετική ή εθνική ομοιογένεια και

μπορούν να μελετηθούν ως αντιπροσωπευτικές μιας συγκεκριμένης ομάδας (Pamuk

2000). Μοιάζει μάλιστα τα ανεπίσημα και μη κερδοσκοπικά δίκτυα αλληλοβοήθειας

μεταξύ γειτόνων να έχουν ιδιαίτερη σημασία (Bridge 2002) και να είναι ισχυρότερα σε

γειτονιές πιο ομοιογενείς, όπου κατοικούν άτομα ίδιας εισοδηματικής τάξης,

συγκρίσιμου μορφωτικού επιπέδου, παρόμοιας οικογενειακής κατάστασης, αντίθετα με

τις περιοχές που έχει σχεδιαστεί συνειδητά μια μίξη για να προάγει την κοινωνική

συνοχή (βλ. Häußermann, Siebel 2004). Ταυτόχρονα η γειτονιά μπορεί να γίνει τόπος

σύγκρουσης ανάμεσα σε μετανάστες και ντόπιους, όταν οι τελευταίοι νιώθουν να

«απειλείται» ο δικός τους χώρος (Galster 1990, Hanhörster 2001). Ο αποκλεισμός ή η

ένταξη με βάση την εθνική προέλευση αποτελεί σημαντικό αντικείμενο μελέτης

(Kempen, Ozuekren 1998, Lee, Wood 1990) και έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να

6 Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερμηνεία του όρου ‘intégration’ (ενσωμάτωση), «που δεν πρέπει να

εννοείται (ως) κάτι μεταξύ ‘ένταξης’ και ‘αφομοίωσης’, αλλά σαν η ιδιαίτερη διαδικασία κατά την οποία

προωθείται η ενεργή κοινωνική συμμετοχή διαφορετικής προέλευσης ατόμων, αφού έχουν γίνει

αποδεκτές οι πολιτισμικές, κοινωνικές και ηθικές τους ιδιαιτερότητες, αναγνωρίζοντας ότι το κοινωνικό

σύνολο ωφελείται από την πολυπολιτισμικότητα» (Conseil d’ Analyse Economique 2003, σελ. 94)

47

οριστεί η μίξη με ποσοτικές μεθόδους (Maly 2000, Modarres 2004, Ottensmann 1982,

Clark 1991, 1993).

Αντίθετα, στη γερμανική βιβλιογραφία το φαινόμενο της gentrification απασχολεί

πολύ, κυρίως ως πρόβλημα προς αποφυγή. Ως gentrification περιγράφεται συνήθως η

κοινωνική μεταβολή σε μια γειτονιά ανάπλασης, όπου παράλληλα με την υλική

αναβάθμιση της περιοχής εκδιώκονται οι κάτοικοι για να αντικατασταθούν από νέους

με υψηλότερο κεφάλαιο (οικονομικό, συμβολικό, πολιτιστικό ή κοινωνικό). Οι φτωχές

περιοχές, όπου η κατοικία είναι φτηνή, δίνουν μια ευκαιρία στους ξένους και στους

μετανάστες να εγκατασταθούν με μικρό κόστος κατοικίας, και μια ευκαιρία στους

urban pioneers και gentrifiers να αγοράσουν και να ανακαινίσουν κατοικίες,

ανεβάζοντας τις τιμές. Παρέχουν επίσης κατοικία στους χαμηλόμισθους και

ανειδίκευτους εργάτες σε εποχές οικονομικής άνθισης. Αυτού του τύπου οι περιοχές

περνούν περιόδους παρακμής, αλλά πάντα επανέρχονται με την άνοδο της οικονομίας

Στο πλαίσιο αυτό, η κρατική παρέμβαση είναι χρήσιμη μόνο στο βαθμό που

υποστηρίζει την ιδιωτική επένδυση και όχι για να εμποδίσει την ελεύθερη λειτουργία

της αγοράς.

Στο Βερολίνο ήδη από τη δεκαετία του 1980 εκφράζεται ως στόχος των αναπλάσεων η

όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διατήρηση της κοινωνικής δομής της γειτονιάς, πολιτική

που έγινε γνωστή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ως «ήπια ανάπλαση».

Πίνακας 4.2: ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ GENTRIFICATION ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ

Μετά την επανένωση το 1990, καταγράφηκαν, κυρίως στο Βερολίνο φαινόμενα

gentrification, με πιο χαρακτηριστικό ίσως την Kollwitzplatz στο Prenzlauer Berg.

Πρόκειται για μια γειτονιά από τα τέλη του 19ου

αίωνα, με κτηριακό υλικό που

επέζησε τον Β΄ΠΠ και που στο ανατολικό Βερολίνο είχε τη φήμη περιοχής

κατοικίας «αντικορφομιστών»: αντικυβερνητικών, καλλιτεχνών, διανοούμενων,

περιθωριακών κλπ. Αυτό που περιγράφεται στη βιβλιογραφία είναι οι πολύ στενές

σχέσεις στο εσωτερικό των ομάδων και η συνεχής τους αντιπαράθεση με τις αρχές.

Έτσι η περιοχή απέκτησε φήμη που ξεπέρασε τα σύνορα του ανατολικού

Βερολίνου και που για κάποιους μελετητές αποτέλεσε βάση για τη μετέπειτα

εξέλιξή της. Με την πτώση του τείχους του Βερολίνου οι ιδοκτησία στην πρώην

ανατολική Γερμανία επεστράφηκε σε πολλές περιπτώσεις στους παλαιούς

ιδιοκτήτες, που με τη σειρά τους πούλησαν τις παλιές πολυκατοικίες σε

εργολαβικές εταιρείες. Η B. Reimann μελετώντας τις ιδιοκτησιακές σχέσεις στο

δρόμο Kollwitzstraße σε αυτή τη γειτονιά εδειξε πώς η πολιτική αυτή της

επιστροφής της ιδοκτησίας επέτρεψε να μετατραπεί η ιδιοκτησία – και στη

συνέχεια η γειτονιά – σε εμπόρευμα. Συνέπειατης «εμπορευματοποίησης» ήταν και

48

ο εκφοβισμός πολλών από τους παλαιούς κατοίκους, καθώς μια νέα ενοικίαση θα

έφερνε πολύ μεγαλύτερα κέρδη. Οι Bernt και Holm αναγνωρίζουν την εξέλιξη ως

χαρακτηριστική gentrification, θεωρώντας όμως το place marketing ως την

κινητήρια δύναμη από πίσω από το μηχανισμό. Ισχυρίζονται ότι κατασκευάστηκε

μέσα από τα ΜΜΕ και την πολιτική ρητορική, μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα της

γειτονιάς που οδήγησε σε αναβάθμιση και τελικά σε αντικατάσταση του παλιού

πληθυσμού από καινούργιο.

Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η σημασία της μεταναστευτικής οικονομίας

(καταστημάτων) κυρίως για την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας σε αστικές γειτονιές.

Πολλές μελέτες γύρω από την εγκατάσταση των μεταναστών σε συγκεκριμένες

περιοχές της πόλης εστιάζουν στη σχέση των μεταναστευτικών καταστημάτων με τις

γειτονιές, όπου εμφανίζεται μεγάλη πυκνότητα της ίδιας μεταναστευτικής ομάδας.

Συχνά είναι αυτή που προμηθεύει τα απαραίτητα κυρίως στις πιο υποβαθμισμένες

γειτονιές, όπως αναφέραμε παραπάνω όχι μόνο για την ίδια την εθνική ομάδα αλλά

για το συνολικό πληθυσμό της γειτονιάς. Με αυτόν τον τρόπο αναλαμβάνει ένα

σταθεροποιητικό ρόλο στη γειτονιά: οι μεταναστευτικές επιχειρήσεις μπορεί να

αποτελέσουν τη βάση για σημαντική βελτίωση της ποιότητας ζωής σε υποβαθμισμένες

περιοχές. Το ενδιαφέρον είναι ότι η πελατεία αυτών των καταστημάτων δεν

περιορίζεται στη γειτονιά ή στην ίδια τη μεταναστευτική ομάδα, αλλά μπορεί να

ικανοποιεί ένα μεγάλο μέρος της πόλης . Μοιάζει να συμπληρώνουν ένα κενό στην

αγορά, που ξεπερνά και τα χωρικά όρια της γειτονιάς αλλά και τα όρια της ίδιας της

ομάδας. Στον κέντρο του ενδιαφέροντος όμως είναι όχι η τοπική (με την έννοια της

γειτονιάς) αγορά, αλλά όλη η εθνική ομάδα, όπου και να βρίσκεται στην πόλη. Οι

καταστηματάρχες προσπαθούν δηλαδή να τραβήξουν πελάτες στη συγκεκριμένη

γειτονιά μέσα από μια εξειδικευμένη προσφορά προϊόντων. Από αυτή την προσπάθεια

όμως, ωφελείται τελικά ολόκληρη η γειτονιά στην οποία βρίσκεται το κατάστημα, τόσο

πρακτικά με την ύπαρξη του καταστήματος, όσο και συμβολικά – μέσα από τη φήμη

δηλαδή που αποκτάει στην πόλη (Schuleri-Hartje et al. 2005:80)

Η συγκέντρωση καταστημάτων μεταναστών, αλλά και η συγκέντρωση κατοίκων της

ίδιας μεταναστευτικής ομάδας σε μια γειτονιά (στη Γερμανία συνήθως Τούρκοι)

σχολιάζονται συχνά αρνητικά – ως «παράλληλες κοινωνίες» - όχι μόνο από τους

Γερμανούς, αλλά και πολύ συχνά από μεσαίων στρωμάτων Γερμανούς Τούρκικης

καταγωγής. Παραμένει σίγουρο πως το μεταναστευτικό εμπόριο αλλάζει το πρόσωπο –

49

και την καθημερινότητα – της γειτονιάς, όπως έχουν δείξει πολλές συνεντεύξεις σε

έρευνες (Schuleri-Hartje et al. 2005) Η ορατή αύξηση μεταναστευτικής οικονομίας σε

γειτονιές αντιμετωπίζει εντελώς διαφορετικές αντιδράσεις από τον ντόπιο πληθυσμό:

για ορισμένους μπορεί να θεωρείται βελτίωση της ποιότητας ζωής, ενώ για άλλους

μπορεί να είναι δείγμα υποβάθμισης.. Κυρίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Γερμανοί έχουν

μεγαλύτερο πρόβλημα με την ισχυρότερη παρουσία τέτοιων καταστημάτων, καθώς γι’

αυτούς υπερισχύει η αίσθηση του «ξένου» απέναντι σ’αυτά τα καταστήματα.

Παράλληλα όμως άλλα δεδομένα δείχουν πως, και πάλι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία,

εκτιμούν κάποιες διαφορές νοοτροπιας, όπως π.χ. μια πιο ευγενική ή πιο προσωπική

εξυπηρέτηση και πιο ελαστικά ωράρια λειτουργίας. Με τον καιρό μοιάζει οι κάτοικοι

μιας γειτονιάς να αποδέχονται την εξέλιξη. Κυρίως μέσα από τα εστιατόρια, μπιστρό,

καφέ και ψητοπωλεία πλησιάζουν και οι Γερμανοί ολοένα και περισσότερο την

μεταναστευτική οικονομία.

Πολλά διαφορετικά καταστήματα είτε με παρόμοια προσφορά ή με διαφορετικά

προϊόντα, το μίγμα από διαφορετικές εθνικές ομάδες, μπορεί να είναι αποφασιστικές

για μια θετική εξέλιξη στη γειτονιά. Αν ανοίξουν πολλά καταστήματα με παρόμοια

προϊόντα, αυξάνει η επιλογή των πελατών: η ποιότητα ζωής στη γειτονιά (που

σχετίζεται και με την εμπορική διάσταση) βελτιώνεται. Συγκέντρωση πολλών

καταστημάτων της ίδιας μεταναστευτικής ομάδας μπορεί να αποτελέσει για κάποιους

ιδιαιτερότητα της περιοχής, μια ατμόσφαιρα για την οποία θα έρθουν και από αλλού.

Παραδείγματα και έρευνες από το Βερολίνο δείχνουν ότι αυτό π.χ. συμβαίνει με την

Τούρκικη αγορά στο Kreuzberg. Ο ρόλος των μεταναστευτικών επιχειρήσεων

αναγνωρίζεται σιγά-σιγά, και υπάρχει ο στόχος να ενεργοποιηθούν οι επιχειρήσεις

αυτές περισσότερο σε ζητήματα που αφορούν τη γειτονιά. Μέχρι τώρα η σχέση τους

ήταν πολύ χαλαρή, καθώς οι επιχειρήσεις των μεταναστών είναι σχετικά απομονωμένες

από τα δίκτυα της τοπικής οικονομίας. Στον Πίνακα 4.3 παρουσιάζεται ένα παράδειγμα

από το Βερολίνο που στοχεύει στην ενίσχυση των καταστημάτων των μεταναστών, με

απώτερο στόχο να αναζωογονηθεί η γειτονιά και να αλλάξει το image της.

50

Πίνακας 4.3: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ

ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ

Στην εργατική συνοικία του Wedding, με ψηλό ποσοστό μεταναστών, υλοποιείται από

το Δήμο Mitte ένα πρόγραμμα για την ενίσχυση τεσσάρων εμπορικών δρόμων. Το

Εμπορικό Επιμελητήριο και ο Σύνδεσμος Καταστηματαρχών υποστηρίζουν αυτήν τη

πρωτοβουλία του δήμου, που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για

καθένα από τους τέσσερις εμπορικούς δρόμους έχει τοποθετηθεί μια διαχείριση (ένας

μάνατζερ), της οποίας ο ρόλος είναι να βοηθήσει τα καταστήματα να δημιουργήσουν το

ιδιαίτερο προφίλ τους. Στην πραγματικότητα αυτό που κάνουν οι μάνατζερ είναι να

δώσουν στους μεμονωμένους καταστηματάρχες γνώσεις μάρκετινγκ, διοίκησης

επιχειρήσεων κλπ. Από την ανάλυση και επιλογή των προϊόντων, μέχρι την παρουσίαση

και διακόσμηση, αλλά ακόμη και τις σχέσεις με τους πελάτες, οι μάνατζερ δίνουν

πρακτικές συμβουλές και υποστηρίζουν κυρίως τους μετανάστες καταστηματάρχες. Ο

πρώτος στόχος είναι να βελτιωθεί το image του εμπορικού δρόμου, έτσι ώστε να

αποτελέσει πόλο μέσα στη γειτονιά, αλλά και να ξεπεράσει τα όριά της

4.5 Έμφυλες διαστάσεις της γειτονιάς

Ένα από τα θέματα που αναδεικνύονται στη συζήτηση για τη γειτονιά είναι το φύλο.

Στη Μ. Βρετανία, παλιότερες και νεώτερες community studies αποδίδουν μεγάλη

σημασία στα τοπικά συγγενικά και έμφυλα δίκτυα γειτόνων. Εδώ, διαφοροποιούνται

κατά φύλο οι δραστηριότητες και πρακτικές σε επίπεδο γειτονιάς, ενώ η προβληματική

περί συγκρότησης κοινότητας και κοινωνικής συνοχής στηρίζεται κυρίως στην

ανάλυση των δραστηριοτήτων των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα και τη γειτονιά και

εστιάζει στις σχέσεις αλληλοβοήθειας μεταξύ γυναικών (κυρίως μητέρας-κόρης). Τα

κοινωνικά δίκτυα που βασίζονται στις δραστηριότητες των γυναικών και τις μεταξύ

τους σχέσεις αναδεικνύονται σε θεμέλιο λίθο των τοπικών κοινοτήτων (Simonsen

1997). Έτσι, ο «ρόλος της γυναίκας» και η θέση της στο σπίτι παρουσιάζεται ως

φυσικός, χωρίς να αναδεικνύεται το σύστημα έμφυλων ιεραρχικών σχέσεων και

αναπαραστάσεων που καθορίζει όλη την κοινωνική οργάνωση (και) της κοινότητας.

Μια τέτοια προσέγγιση της κοινότητας και του καταμερισμού εργασίας κατά φύλο

προϋποθέτουν και οι περισσότερες προτάσεις σχεδιασμού, οι οποίες, σκόπιμα ή όχι, τον

αναπαράγουν (βλ. π.χ. McDowell 1983, Brownill 1990, Βρυχέα 2004, Vaiou 1990,

Darke 1996).

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι πλούσιος προβληματισμός για το φύλο και τη γειτονιά

αναπτύσσεται στο πλαίσιο της φεμινιστικής κριτικής στον φονξιοναλισμό. Εδώ η

συζήτηση επικεντρώνεται στις συνέπειες του αστικού χώρου στη διαμόρφωση των

51

έμφυλων σχέσεων και ταυτοτήτων. Η σχετική συζήτηση επικεντρώνεται αρχικά στη

χωρική διάκριση των λειτουργιών της πόλης, έχοντας ως αναφορά περιοχές

αποκλειστικής κατοικίας, όπως τα προάστια και οι Νέες Πόλεις της Βόρειας και

Κεντρικής Ευρώπης και Β. Αμερικής. Εδώ η υπόθεση είναι ότι οι γυναίκες

αποκλείονται στο σπίτι και στο άμεσο περιβάλλον του, τη γειτονιά τους, λόγω της

έλλειψης βασικών λειτουργιών, υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων (όπως οι χώροι

δουλειάς, το εμπόριο, η αναψυχή) (βλ. και Darke 1996). Οι ίδιες υποθέσεις φαίνεται να

ισχύουν και στις διαδικασίες συγκρότησης αστικών περιοχών/γειτονιών που

αναπτύσσονται χωρίς συγκεκριμένο σχεδιασμό. Έχουμε παραδείγματα από τις περιοχές

αυθαίρετων επεκτάσεων στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας και της Ν. Ευρώπης, οι

οποίες «συγκροτήθηκαν μέσα από διαδικασίες που βασίστηκαν σε έναν ανάλογο

καταμερισμό εργασίας κατά φύλο και ένα αντίστοιχο σύνολο αναπαραστάσεων των

γυναικών μακριά από την πόλη» (Βαΐου 1993: 65).

Και οι δύο πιο πάνω περιπτώσεις αναφέρονται στη σημασία της γειτονιάς, και

συγκεκριμένα στη σημασία των κοινωνικών γειτονικών (συγγενικών ή φιλικών)

δικτύων, στη διαμόρφωση της καθημερινής ζωής των γυναικών. Στην περίπτωση των

προαστίων και των Νέων Πόλεων, στην Αγγλία, η έλλειψη τέτοιων δικτύων ενισχύει

τον περιορισμό των γυναικών στην οικιακή σφαίρα (βλ. π.χ. Darke 1996), ενώ στην

περίπτωση της Ελλάδας, η ύπαρξή τους υποκαθιστά την ανεπάρκεια των κοινωνικών

υποδομών και υπηρεσιών που χαρακτηρίζουν πολλές γειτονιές από τα πρώτα στάδια

της ανάπτυξής τους, αλλά και τον ελλειμματικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους

πρόνοιας (βλ. π.χ. Vaiou 1990). Η πρόσδεση των γυναικών με τη γειτονιά και το σπίτι

έχει αποτελέσει την υλική βάση για την ανάπτυξη διεκδικήσεων για τη δημιουργία ή τη

βελτίωση των κοινωνικών υποδομών και εξυπηρετήσεων (σε ότι αφορά π.χ. στην

παιδική φροντίδα, τη φροντίδα ηλικιωμένων ή/και τα μαζικά μέσα μετακίνησης) σε

επίπεδο γειτονιάς.

Έτσι, παρ’ όλο που δεν υπάρχει ταύτιση της γειτονιάς με την κοινότητα, τα γυναικεία

δίκτυα αλληλοβοήθειας είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων λειτουργικών στρατηγικών

που αποτελούν σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση της (ταυτότητας της) γειτονιάς

(Vaiou 1990, Βαΐου 2000, Lykogianni 2002, Λυκογιάννη 2006). Στο σύγχρονο αστικό

52

περιβάλλον εξακολουθούν να υπάρχουν τοπικοί δεσμοί βασισμένοι στην πρόσδεση με

τον τόπο /χώρο και σε προσωπικές σχέσεις, διαφορετικές ανάγκες και προτεραιότητες

που έχουν διαφορετικές γυναίκες (ανάλογα με την κοινωνική θέση, την ηλικία, την

εθνότητα κλπ), παρά τις αντίθετες απόψεις που υποστηρίζουν ότι οι τεράστιες

γεωγραφικές αναδιαρθρώσεις που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση συνεπάγονται

την απώλεια σύνδεσης με τον τόπο.Το άμεσο περιβάλλον της κατοικίας, η γειτονιά,

είναι συχνά πολύ βασικός παράγοντας για τη διαμόρφωση όχι μόνο των επιλογών αλλά

και των προσδοκιών τόσο των εργαζόμενων γυναικών (και ανδρών) όσο και των

εργοδοτών. Το φύλο (οι έμφυλες σχέσεις και ταυτότητες) μπορεί να δομείται σε πολλές

χωρικές κλίμακες, από το σώμα ως το παγκόσμιο, αλλά αυτές που είναι περισσότερο

καθοριστικές είναι εκείνες οι χωρικές κλίμακες στις οποίες λειτουργούν πολύμορφες

πρακτικές της τοπικής αγοράς εργασίας. «Η γειτονιά στην οποία ζούσε ήταν πολύ

στιγματισμένη: πολλοί εργοδότες μας είπαν ότι η διεύθυνσή της και μόνο ήταν αρκετή

για να κριθεί ακατάλληλη για να προσληφθεί στη δουλειά τους. Η γεωγραφία

σταθεροποιεί την ταυτότητα αυτής της γυναίκας, γιατί ζει σε μια άκρως χωροθετημένη

κοινότητα (extremely localized community) και γιατί ο χώρος του σπιτιού της

περιορίζει τις ευκαιρίες της για δουλειά» (Hanson, Pratt 1992: 228).

Ένας αυξανόμενος αριθμός μελετών δείχνει καθαρά πως η σφαίρα των έμφυλων

σχέσεων αποτελεί ισχυρό συντελεστή στην αλλαγή του τρόπου ζωής σε διαφορετικές

γειτονιές. Το ζήτημα του έμφυλου καταμερισμού εργασίας (και εξουσίας) στο σπίτι

αποτελεί πεδίο διαπραγμάτευσης, γεγονός που σχετίζεται με την αυξανόμενη

συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Οι οποιεσδήποτε αλλαγές προς την κατεύθυνση μιας

δικαιότερης κατανομής οικιακών καθηκόντων ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες

είναι οπωσδήποτε τμήμα μιας γενικής τάσης. Η άποψη ότι οι γυναίκες είναι δευτερεύον

εργατικό δυναμικό –που εξαρτάται από τους άνδρες και έχει τη δυνατότητα να

αποτραβηχτεί σε πιο «παραδοσιακές» δραστηριότητες - πάνω στην οποία έχει

οικοδομηθεί μεγάλο μέρος της κοινωνικής θεωρίας, καθώς και της θεωρίας για την

πόλη - δεν κατανοεί τις αλλαγές στην αγορά εργασίας, τις καινούργιες και ποικίλες

οικογενειακές δομές και την ουσία της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας

και, γενικότερα, στη ζωή της πόλης (McDowell 1991).

53

Στο πλαίσιο των πρόσφατων προσεγγίσεων, η προσοχή στρέφεται από τις συνέπειες του

(αστικού) χώρου στη διαμόρφωση των έμφυλων σχέσεων και ταυτοτήτων στις

συνέπειες του φύλου στη διαμόρφωση (τμημάτων) της πόλης. Βλέποντας τον αστικό

χώρο ως χώρο που «κατοικείται και έχει φύλο» (Simonsen, Vaiou 1997) οι

προσεγγίσεις αυτές στρέφουν την προσοχή σε χωρικές κλίμακες κάτω από την κλίμακα

του αστικού, όπως το σώμα, το σπίτι και η γειτονιά. Επιχειρώντας να αναδείξουν την

ιδέα ότι η πόλη και το φύλο συγκροτούνται αμοιβαία, ξεκινούν τις αναζητήσεις τους

από τις εμπειρίες και τις καθημερινές πρακτικές των γυναικών, και παράγουν αναλύσεις

όπου οι γυναίκες δεν αντιμετωπίζονται ως παθητικά θύματα παγκόσμιων διαδικασιών

και υπερ-τοπικών προτεραιοτήτων, αλλά ως δρώντα υποκείμενα που διαμορφώνουν τις

καθημερινές πρακτικές και αναπτύσσουν, μέσα από μια «τεχνογνωσία επιβίωσης»,

συγκεκριμένες δηλαδή στρατηγικές, οι οποίες αποτελούν σημαντικές συνιστώσες για

την ανάπτυξη (τμημάτων) της πόλης (Βαΐου 2000, Vaiou, Lykogianni 2006). Μέσα από

αυτές τις στρατηγικές οι γυναίκες συμβάλλουν στη διαδικασία συγκρότησης «τόπων

μέσα σε τόπους», γειτονιών μέσα σε πόλεις. Εδώ η γειτονιά αναδεικνύεται σε έναν από

τους ποικίλους χώρους καθημερινότητας, τους οποίους οι γυναίκες χρησιμοποιούν και

αντιλαμβάνονται με ιδιαίτερους τρόπους. Παράλληλα, η γειτονιά ως τόπος ανοιχτός σε

διεκδικήσεις διαφορετικών ατόμων και ομάδων, πολλές από τις οποίες προσπαθούν να

αμφισβητήσουν και να επαναπροσδιορίσουν το νόημα και τα όρια των συγκεκριμένων

χώρων (Massey 1994, WGSG 1997).

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου οι προβληματισμοί αυτοί περιορίζονται κυρίως στο

πεδίο της ακαδημαϊκής συζήτησης, στη Μ. Βρετανία οι μεγάλες πόλεις έχουν αναπτύξει

πληθώρα δράσεων, όπου η οπτική του φύλου είναι κεντρική. Επί πλέον, στην

κατεύθυνση ένταξης της ισότητας σε όλες της πολιτικές (gender mainstreaming), η

οποία προβλέπεται από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και αποτελεί επίσημη πολιτική

της ΕΕ(15) από το 1999, πολλοί δήμοι της Μ. Βρετανίας αναπτύσσουν προγράμματα

ισότητας και έχουν διαμορφώσει μηχανισμούς monitoring για το θέμα αυτό (βλ. πχ

Council of European Municipalities and Regions 2005). Την ίδια στιγμή, αναπτύσσεται

μία συστηματική προσπάθεια να αναδειχθεί ο ρόλος των γυναικών στο σχεδιασμό,

καθώς και η σημασία του σχεδιασμού για και με τις γυναίκες, σε ένα σχεδιασμό που θα

λαμβάνει υπόψη του το φύλο, όχι στη βάση των «γυναικείων αναγκών» στην πόλη,

54

αλλά και σε σχέση με ευρύτερους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους. (βλέπε

π.χ. Little 1994, Bondi, Peake 1988, Gilroy, Booth 1999, Greed 1994).

Αντίστοιχες πολιτικές αναπτύσσονται και στη Γερμανία, όπου η σχετική συζήτηση

εστιάζει και σε θέματα έμφυλης κριτικής στην προσέγγιση γενικότερων θεμάτων. Για

παράδειγμα, μια ανάγνωση φαινομένων gentrification τη δεκαετία του 1990 δείχνει

διαφοροποιήσεις μέσα στην κατηγορία γυναίκα: οι γυναίκες των χαμηλότερων

εισοδημάτων είναι οι πρώτες χαμένες της gentrification, αυτές που πρώτες

παραμερίζονται. Πολύ συχνά μητέρες μόνες, που είναι οικονομικά πιο ασθενείς,

αναγκάζονται να εγκαταλείψουν εξευγενισμένες γειτονιές, ενώ άλλες – με ψηλότερο

εισόδημα – τις αντικαθιστούν. Η κατηγορία κοινωνική τάξη μοιάζει εδώ ισχυρότερη

από την κατηγορία φύλο (Alisch 1993).

Δύο ακόμη ζητήματα που συνδέονται με τη γειτονιά βρίσκονται στο επίκεντρο της

συζήτησης: η κοινωνική εργασία και συμμετοχή και η έμφυλη δημοκρατία. Η έννοια

«έμφυλη δημοκρατία», σχολιάζεται από τη Susanne Feuerbach (2003) γιατί δείχνει δυο

πράγματα: από τη μια, δείχνει μια ατέλεια στη λειτουργία της δημοκρατίας, όταν

άντρες και γυναίκες εξακολουθούν να μη συμμετέχουν ταυτόχρονα σε αυτήν, αλλά και

από την άλλη δείχνει και το μεταβλητό χαρακτήρα αυτών των σχέσεων. Και τα δύο

ζητήματα κάνουν την έμφυλη δημοκρατία κεντρικό θέμα στη γειτονιά. Η κοινωνική

εργασία και συμμετοχή περιέχει τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές διαστάσεις,

πρόσβαση στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων, αλλά και αποδοχή και εκτίμηση

αυτής της συμμετοχής (Stövesand 2005).

Η υιοθέτηση της ισότητας ως ενός από τους «πυλώνες» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης,

μέσα από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, οδήγησε σε πολιτικές και δράσεις για την

ένταξη της ισότητας μεταξύ αντρών και γυναικών σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ (gender

mainstreaming) - μια στροφή της πολιτικής, σε σχέση με τα προηγούμενα 3-ετή Σχέδια

Δράσης για την ισότητα. Στη βάση αυτή, όλα τα γερμανικά υπουργεία ξεκίνησαν μια

σειρά σχετικών προγραμμάτων, ενώ το gender mainstreaming έγινε και μέρος του

προγράμματος της κοινωνικής πόλης και της διαχείρισης γειτονιάς. Η Stövesand (2005)

σχολιάζει πως «η περιοχή της καθημερινότητας, η γειτονιά, προσλαμβάνεται και

55

χρησιμοποιείται διαφορετικά από άντρες και γυναίκες». Για την κοινωνική εργασία στη

γειτονιά είναι σημαντική και η κατανόηση του ότι οι γυναίκες είναι πιο συχνά (ή με

διαφορετικούς τρόπους) θύματα από ότι οι άντρες. Λόγω του (ακόμη υπαρκτού)

καταμερισμού εργασίας κατά φύλο, δηλαδή του ότι οι γυναίκες είναι κυρίως υπεύθυνες

για το σπίτι και τα παιδιά, οι γυναίκες ενδιαφέρονται περισσότερο για τη βελτίωση του

σπιτιού και του άμεσου περιβάλλοντος της κατοικίας, για την κοινωνική υποδομή, τα

νηπιαγωγεία, τα σχολεία, καθώς και για τις δυνατότητες εργασίας στη γειτονιά. «Οι

χώροι της γυναικείας δημοσιότητας και συλλογικής αναφοράς είναι κυρίως εκεί που οι

γυναίκες δουλεύουν, δηλαδή στο σπίτι, στον κήπο και στην παιδική χαρά. Τα θέματά

τους είναι θέματα διαχείρισης της καθημερινότητας, της εμπειρίας που έχουν από την

έλλειψη σεβασμού της δουλειάς τους και της φροντίδας για τους συγγενείς» (Bitzan

1997:84). Αυτή η άμεση σχέση των γυναικών με το χώρο της γειτονιάς τις κάνει να

είναι συχνά πιο ενεργές σε πρωτοβουλίες πολιτών. Αυτό είναι συνήθως αντιστρόφως

ανάλογο με την αντιπροσώπευσή τους σε πιο αποφασιστικές θέσεις ή ομάδες. Όσο πιο

επίσημοι είναι οι θεσμοί και όσο περισσότερο κύρος έχουν, τόσο περισσότερο

απουσιάζουν οι γυναίκες από την ενεργό συμμετοχή σε ζητήματα που αφορούν τη

γειτονιά.

Ακολουθώντας τη λογική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Stövesand (2005) προτείνει τα

εξής τρία βήματα για τον έλεγχο μιας πρότασης από την οπτική του φύλου: (1) Μελέτη

του κατά πόσο μια πρόταση αφορά το φύλο (κατά πόσον αφορά μια ή περισσότερες

ομάδες και έχει επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή του πληθυσμού ή ενός μέρους του, αν

υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες), (2) Αξιολόγηση των συνεπειών

που έχει μια παρέμβαση σε σχέση με το φύλο (συμμετοχή σε θεσμούς λήψης

αποφάσεων, εισοδηματικές ομάδες, σωματεία κλπ., πόροι σε σχέση με το χώρο, το

χρόνο, τα χρήματα, την πληροφορία, τη μόρφωση κλπ., νόρμες και αξίες που

επηρεάζουν τους ρόλους των φύλων, και τέλος δικαιώματα και πρόσβαση σε

δικαιώματα), και (3) Συνέπειες από τα συμπεράσματα της αξιολόγησης (τα μέτρα που

θα ξεπεράσουν τις ανισότητες ή θα προωθήσουν την ισότητα). Στον πίνακα 4.3

συνοψίζονται οι προτάσεις της Stövesand (2005) σε δύο συγκεκριμένες περιοχές

δράσης για την ισότητα.

56

Πίνακας 4.4: ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΛΟ

AYΞΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΩΝ

ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΕΝΔΟ-ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ

ΒΙΑΣ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ St PAULI

Για την ενεργοποίηση γυναικών στις

πρωτοβουλίες πολιτών, προσκαλούνται από την

αρχή συνειδητά γυναίκες στις συνελεύσεις και

μάλιστα ίδιος αριθμός αντρών και γυναικών.

Επίσης η επιλογή του χρόνου των συνελεύσεων

είναι σημαντική:αν γίνεται π.χ. τα

Σαββατοκύριακα το απόγευμα προσφέρεται

φύλαξη των παιδιών. Τόσο η προετοιμασία των

συνελεύσεων όσο και η προεδρία πρέπει να

γίνονται με ίση συμμετοχή των φύλων και ο

λόγος να δίνεται εναλλάξ. Ένας άλλος τρόπος θα

ήταν να γίνει ένας προσωρινός διαχωρισμός σε

ομοιογενείς (ανά φύλο) ομάδες. Στην ανάλυση

των αποτελεσμάτων των συνελεύσεων, μέσα από

μια οπτική φύλου μπορεί να γίνουν ορατές

έμφυλες αποφάσεις. Σε αυτό μπορούν να

συμπεριληφθούν και στατιστικές (εφόσον

υπάρχουν) που αφορούν τη ζωή αντρών και

γυναικών μέσα στη γειτονιά. Επίσης όταν

σχηματίζονται ομάδες εργασίας ή προεδρεία,

πρέπει να συζητείται ανοιχτά αν υπάρχει ίση

αντιπροσώπευση αντρών και γυναικών.

Στη γειτονιά St. Pauli στο Αμβούργο οι στόχοι της

παρέμβασης των κοινωνικών λειτουργών ήταν οι

εξής: α) να μεταβληθεί το όλο κλίμα στη γειτονιά,

έτσι ώστε η βία να μην αγνοείται ούτε να γίνεται

ανεκτή, β) να γίνουν συνειδητοί οι έμφυλοι ρόλοι

αντρών και γυναικών, κοριτσιών και αγοριών,

καθώς και να διευρυνθούν οι δυνατές εναλλακτικές

συμπεριφορές και γ) να αναμειγνύονται οι γείτονες

και να δείχνουν πρακτική αλληλεγγύη με τα

θύματα, ώστε να μην χρειάζεται οι γυναίκες (και

τα παιδιά) να εγκαταλείπουν την περιοχή. Οι

άντρες σε αυτή τη διεργασία είναι σύμμαχοι, παρά

θύτες. Έτσι η γειτονιά και οι γειτονικές σχέσεις

μπορούν να αποτελούν σημαντική υποστήριξη για

την επίλυση σημαντικών προβλημάτων της

καθημερινής ζωής. Όσο λιγότερο είνα ενταγμένες

οι γυναίκες σε κοινωνικά δίκτυα, όσο πιο ανώνυμη

είναι η γειτονιά, τόσο περισσότερο κινδυνεύουν.

Μια γειτονιά που κλείνει τα μάτια (και τ’αυτιά) σε

σκηνές βίας δεν προσφέρει καμιά βοήθεια.

Αντίστροφα, ένα κοινωνικό δίκτυο που λειτουργεί

καλά προσφέρει στις γυναίκες προστασία και

επηρεάζει τους άντρες.

Στα παραδείγματα της Stövesand, ενδιαφέρουσες είναι, ανάμεσα στα άλλα, δύο πλευρές μεθοδολογίας

που θέτει: η μία είναι το πώς η ενασχόληση με τη γειτονιά και την εμπειρική γνώση που αυτή

προσφέρει βοηθάει να δούμε καθημερινότητες. Αυτή η γνώση πάλι εμπλουτίζει τη θεωρητική

αντιπετώπιση και λειτουργεί ως «διορθωτική». Η δεύτερη είναι πώς μέσα από την έμφυλη προσέγγιση

της γειτονιάς, η/ο ερευνήτρια/ερευνητής είναι υποκείμενο με βιογραφία και φύλο, και άρα παράγει

γνώση ή πρακτικές με συγκεκριμένο τρόπο. Όταν η έμφυλη διάσταση γίνει μέρος τη ανάλυσης της

γειτονιάς, αποκτά κανείς μια πιο πλήρη και διαφοροποιημένη εικόνα. Υποτιθέμενες ‘ουδέτερες’ θεωρίες

και πρακτικές συμβάλουν στην ανισότητα. «Όποιος αντιμετωπίζει τα άνισα με ίσο τρόπο, εντείνει την

ανισότητα».

57

5. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ

Σε αυτή την έρευνα εξετάσαμε θέματα που αφορούν τη γειτονιά σε τρεις Ευρωπαϊκές

χώρες: Ελλάδα, Αγγλία και Γερμανία. Μελετήσαμε τις θεωρητικές συζητήσεις, τις

θεσμοθετημένες πολιτικές και τις πρακτικές που αφορούν το θέμα μας. Στόχος μας

ήταν να προτείνουμε ένα μεθοδολογικό εργαλείο, που θα χρησιμεύσει ως μια πιθανή

βάση για τη μελέτη συζητήσεων και φαινομένων που συνδέονται με τη γειτονιά. Παρά

τις πολλές δυσκολίες στη σύγκριση τόσο διαφορετικών τόπων, αναζητήσαμε τις

αλληλοτομίες και τις αποκλίσεις που συναντήσαμε σε καθεμία από τις τρεις χώρες. Δεν

επιδιώξαμε να συντάξουμε έναν «κατάλογο», που θα επιτρέψει μια μηχανιστική και

αυτονόητη προσέγγιση στο μέλλον, αλλά κυρίως θελήσαμε να εντάξουμε τα θέματα

στον τοπικό και στον παγκόσμιο πολιτικο-επιστημονικό λόγο.

Σημείο εκκίνησης της προσέγγισής μας είναι μια θεώρηση του χώρου/τόπου, όπως

εξετάζεται στο πλαίσιο της ανθρωπογεωγραφίας και των νεώτερων προσεγγίσεων του

αστικού χώρου. Συνδέουμε έτσι τη συζήτηση για την έννοια και τη σημασία της

γειτονιάς με τον προβληματισμό γύρω από τις σχετικές, αλλά όχι ταυτόσημες, έννοιες

«τόπος», «τοπικότητα», «αντίληψη του τόπου». Οι έννοιες αυτές χρησιμοποιήθηκαν

συχνά για να αντισταθμίσουν τον κατακερματισμό, αποπροσανατολισμό και απώλεια

σύνδεσης με τον τόπο, που υποστηρίζεται ότι προήλθαν από τις τεράστιες γεωγραφικές

αναδιαρθρώσεις οι οποίες συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση και τη λεγόμενη

«συμπίεση του χρονο-χώρου» (Harvey 1989 και για μια κριτική αποτίμηση, Massey

1994). Στο πλαίσιο αυτής της επιστημονικής συζήτησης, η αστική ζωή εξετάζεται με

όρους κινητικότητας, ταχύτητας και ροών, οι οποίες διαπερνούν τις γεωγραφικές

κλίμακες, καθώς διευκολύνονται από τις νέες τεχνολογίες, τις θεσμικές αλλαγές και τις

ανακατατάξεις στο πεδίο της παραγωγής, ενώ ο τόπος και το τοπικό περνούν σε

δεύτερη μοίρα.

Όμως, ανεξάρτητα από την ορθότητα ή το «καινούργιο» αυτών των ιδεών, οι

περισσότεροι άνθρωποι ζουν σε συγκεκριμένους τόπους-γειτονιές, ζωές που

χαρακτηρίζονται από τοπικότητα, συγκλίσεις και τυχαίες συναντήσεις (Lefebvre 1977).

Η σχέση δύναμης μεταξύ ενός «ουτοπικού κοσμοπολιτισμού» και της «συνηθισμένης

ζωής» είναι ένα σημαντικό ζήτημα που απαιτεί πολύ σοβαρότερη διερεύνηση από αυτή

58

που προσφέρουν οι αφηγήσεις περί ταχύτητας, ροών και επιτάχυνσης. Σε μία τέτοια

διερεύνηση, η γειτονιά αποτελεί σημείο συνάντησης του τόπου και της κοινότητας, δύο

οντοτήτων που διαπλέκονται χωρίς να ταυτίζονται, ενώ καμία από τις δύο δεν

αντιμετωπίζεται ως κλειστή και οριοθετημένη (bounded). Σύμφωνα με τη διατύπωση

της Doreen Massey (1994: 68), «ο τόπος διαμορφώνεται από ένα ιδιαίτερο σύνολο

κοινωνικών σχέσεων που διαντιδρούν σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία» και η

μοναδικότητα του τόπου προκύπτει από την ιδιαιτερότητα αυτών των διαντιδράσεων,

τις κοινωνικές επιπτώσεις που παράγουν, καθώς και τις διασυνδέσεις των κοινωνικών

σχέσεων με ευρύτερες διαδικασίες που εκτείνονται πέρα από τα όρια της

συγκεκριμένης τοποθεσίας. Από μια τέτοια οπτική, ο τόπος είναι ανοιχτός και

προσωρινός και όχι οριοθετημένος, μόνιμος και στατικός. Ένας τέτοιος τόπος είναι

ανοιχτός σε αμφισβήτηση και σε διαφορετικές αναγνώσεις από άτομα και ομάδες που

έχουν διαφορετικές εμπειρίες ορίων. Συγκροτείται από κίνηση, επικοινωνία, κοινωνικές

σχέσεις που πάντα εκτείνονται και πέρα από αυτόν. Με μια έννοια, οι περισσότεροι

τόποι – και οι γειτονιές ως τόποι - είναι «σημεία συνάντησης», «συνεχώς

μεταβαλλόμενοι αστερισμοί διαδρομών» (Massey 2005: 151), όπου η έννοια του

ανήκειν μεταβάλλεται και αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

Η προσέγγιση του τόπου ως ανοικτού, αντιστοιχεί σε μια διαφορετική αντίληψη για την

κοινότητα: μια αντίληψη που παίρνει υπ’ όψη της την επέκταση των οικονομικών

σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα, την αταξία και τις νέες ιεραρχίες των τοπικών-

παγκόσμιων σχέσεων, την αποδέσμευση της κοινότητας από τον τόπο. Μια τέτοια

θεώρηση τόπου και κοινότητας διαφοροποιείται από μια συζήτηση με όρους

προσδιορισμού γεωγραφικών ορίων. Παραμένει όμως το ζήτημα της κλίμακας, που

αντιστοιχεί στους προβληματισμούς για τη σημασία του υλικού χώρου στη συγκρότηση

συλλογικών πρακτικών και δράσεων από την πλευρά των πολιτών, ιδιαίτερα όσων

ανήκουν σε λιγότερο ευνοημένες κοινωνικές ομάδες (βλ. και Blokland 2001).

Παραδοσιακά οι γειτονιές έχουν συγκροτηθεί ως σχετικά οριοθετημένες και

φαινομενικά εσωστρεφείς ολότητες και κομμάτι σχετικά σταθερών και κανονιστικών

συνθηκών της σύγχρονης οικονομίας και πόλης. Όμως, οι πιο πρόσφατες συνέπειες της

παγκοσμιοποίησης, μία πιο ευκίνητη, δικτυωμένη και ρευστή κοινωνική δομή, και η

59

αυξανόμενη ετερογένεια και πολυπολιτισμικότητα απαιτούν μία περισσότερο σύνθετη

ερμηνεία της γειτονιάς. Είναι χαρακτηριστικό ότι χρειάζεται να ερευνήσουμε το

«τοπικό» ως ένα πεδίο που περιέχει μία πολυπλοκότητα κοινωνικών κλιμάκων, να

τονίσουμε τις εσωτερικές συνδέσεις, την αλληλεπίδραση και την όσμωση μέσα,

ανάμεσα και πέρα από τη γειτονιά. Έτσι, η γειτονιά δεν είναι ένας οριοθετημένος, αλλά

διαδραστικός χώρος που εμπλέκει διαφορετικά νοήματα για διαφορετικούς ανθρώπους,

ιδιαίτερα σε σχέση με παράγοντες όπως η εθνότητα, το φύλο και η ηλικία.

Από πρώτη άποψη μοιάζει η γειτονιά να απασχολεί πολύ περισσότερο στη Βρετανία

απ’ ότι στη Γερμανία και στην Ελλάδα. Αυτό (μπορεί να) οφείλεται σε πολιτικές

επιλογές κυβερνήσεων, στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα σχεδιασμού, σε

διαδικασίες χρηματοδότησης αλλά και σε επιστημονικές ή κοινωνικές παραδόσεις. Η

ύπαρξη ενός Κέντρου για την Έρευνα της Γειτονιάς (Centre for Neighbourhood

Research), όσο τουλάχιστον υπήρχε, ήταν ένα δείγμα σύγκλισης των παραπάνω.

Κυρίως οι θεωρητικές προσεγγίσεις και κατατάξεις, όπως τις προτείνει η Αγγλική

βιβλιογραφία, γίνονται κατανοητές μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του βρετανικού

επιστημονικού λόγου. Εκεί διακρίνουμε μια τάση για θεωρητικές διατυπώσεις

προερχόμενες μέσα από τη συγκεκριμένη εμπειρία, σχέση όμως που γίνεται ορατή μόνο

στη δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση. Κατά πόσο η σχέση εμπειρίας/θεωρίας εκφράζεται ή

αποσιωπάται, εξαρτάται από κάθε ερευνητή/τρια. Αυτό δηλαδή που μοιάζει να

συμβαίνει, είναι ότι το αφηρημένο έχει διατυπωθεί μέσα από συγκεκριμένα και,

αναγκαστικά περιορισμένα, εμπειρικά παραδείγματα, χωρίς αυτό να δηλώνεται πάντοτε

σαφώς.

Αντίθετα η πρώτη διερεύνηση της γερμανικής βιβλιογραφίας ξεγελά μέσα από την

φαινομενική απουσία των θεωρητικών διατυπώσεων για τη γειτονιά. Βρίσκουμε μια

πληθώρα θεμάτων που αφορούν την αστική πολιτική, αποτελέσματα συγκεκριμένων

πολιτικών μέτρων ή και κριτικών αυτών ακριβώς των πολιτικών. Αντίστροφα, από το

βρετανικό πρότυπο, οι θεωρητικές διατυπώσεις, όπου υπάρχουν, έχουν πιο ξεκάθαρα

διατυπωμένη σχέση με τους συγκεκριμένους τόπους και τη μελέτη τους: η θεωρία

εμφανίζεται από τους μελετητές να πηγάζει συνειδητά από και να συνδέεται με την

εμπειρία.

60

Πίνακας 5. 1: ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΙ ΤΟΠΟΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ

«κοινοί τόποι» ιδιαιτερότητες

Κοινότητα και κοινωνικά δίκτυα

σημασία της γειτονιάς για

συγκεκριμένες κοινωνικές

ομάδες, συνήθως «μειονεκτού-

σες», όπου έχει ιδιαίτερη

βαρύτητα η αλληλοβοήθεια

σύνδεση της γειτονιάς με την

«κοινότητα» και έμφαση στη

(θετική) θεώρηση των

κοινωνικών δικτύων, ως

μηχανισμού που συγκροτεί τη

γειτονιά

η σημασία των δικτύων

γυναικών

εστίαση στη γειτονιά όταν

αποτελεί πεδίο συγκέντρωσης

κοινωνικών προβλημάτων (βία,

φτώχεια, ναρκωτικά, εγκλημα-

τικότητα, υποβάθμιση της

κατοικίας, κλπ)

Θεσμοί και πρακτικές συμμετοχής πρακτικές συμμετοχής στη

γειτονιά ως αποφάσεις «από

κάτω»

στόχος η ενδυνάμωση των

πολιτών και επίλυση τοπικών

προβλημάτων.

διαφορετικές μορφές

συμμετοχής (τυπικές και

άτυπες):

πολιτιστικοί σύλλογοι ως

όργανα συμμετοχής στο τοπικό

επίπεδο, πληθώρα από τοπικές

(και απομονωμένες)

πρωτοβουλίες πολιτών,

Πολεοδομικές επιτροπές

γειτονιάς τη δεκαετία του 1980 , Συνοικιακά συμβούλια

(Ελλάδα)

Ταμείο Γειτονιάς (Γερμανία)

Εθνική στρατηγική που

επιχειρεί την αναζωογόνηση με

την ενεργό συμμετοχή των

κατοίκων (Bringing Britain

Together - Βρετανία)

Παρεμβάσεις στην πόλη Σημασία της τοπικής

κοινότητας στον πολεοδομικό

σχεδιασμό.

Πολεδοδομικές μελέτες σε

επίπεδο γειτονιάς (Ελλάδα)

Αναζωογόνηση (regeneration)

και Ανάπυξη (redevelopment)

(Βρετανία)

Αναπλάσεις και Διαχείριση

Γειτονιάς (Γερμανία)

Κοινωνική αναγνώριση και

στιγματισμός

Οι γειτονιές ως χώροι

κοινωνικοποίησης και μάθησης

συμπεριφορών.

Κακή φήμη της γειτονιάς

στιγματίζει τους κατοίκους

Περιοχές που διαφημίζονται

και πωλούνται μέσα από την

προβολή της σχέσης τους με

συγκεκριμένα lifestyle,

φαινόμενα εκτοπισμού και

gentrification (Βρετανία,

Γερμανία)

Η σημασία της τοπικής

μεταναστευτικής οικονομίας

(Γερμανία)

61

Έμφυλες διαστάσεις Σχεδιασμός που αναπαράγει

τον έμφυλο καταμερισμό

εργασίας

Η γειτονιά ως δίκτυο της

καθημερνιής ζωής των

γυναικών.

Σημασία των έμφυλων δικτύων

ως θεμέλιος λίθος των τοπικών

κοινοτήτων (Βρετανία,

Ελλάδα)

Μελέτη των τοπικών

παρεμβάσεων με έμφυλη

οπτική (Γερμανία)

Μέσα από την ενασχόληση με τη γειτονιά ως χώρο κοινωνικών δικτύων, θα θέλαμε

ωστόσο να αποφύγουμε να δώσουμε μια «ρομαντική» άποψη για τη σημασία της. Εκεί

όπου συγκροτούνται συλλογικές ταυτότητες, εκεί όπου λειτουργούν κοινωνικά δίκτυα,

εμφανίζονται ταυτόχρονα και ηγεμονικές σχέσεις. Πέρα δηλαδή από τη γειτονιά ως

«χώρο αλληλοβοήθειας», μπορεί αυτή να λειτουργεί και ως χώρος ανισοτήτων,

αποκλεισμού και καταπίεσης. Τα στενά όρια της γειτονιάς, ο κοινωνικός έλεγχος

ασκούν μεγαλύτερη πίεση κονφορμιστικής συμπεριφοράς στους κατοίκους της.

Συμπεριφορές έξω από τη νόρμα μπορεί να γίνονται πιο έντονα αντιληπτές σε μικρο-

τοπικό επίπεδο, παρά στη σχετική ανωνυμία μεγαλύτερης κλίμακας.Είναι πιο εύκολο

να καταπιεστούν ή να περιθωριοποιηθούν στη γειτονιά αποκλίνουσες συμπεριφορές

των «ξένων» και των «άλλων», που μπορεί να συγκροτούνται, ανάμεσα στα άλλα, με

βάση πολλαπλές κατηγορίες, όπως αυτές του φύλου, της προέλευσης, της σωματικής

ακεραιότητας ή της σεξουαλικότητας.

Παραμένει ένα κεντρικό ερώτημα για τη σημασία του τοπικού (και κατ’ επέκταση της

γειτονιάς) σε μια εποχή που όλα και όλοι/όλες μιλούν για τη σημασία του παγκόσμιου:

για κινητικότητα, ταχύτητα, ρεύματα, ροές και δίκτυα. Η σημασία της καθημερινής

ζωής από τη μία και η πολιτικο-επιστημονική ενασχόληση με τη γειτονιά όπως την

έδειξε η έρευνά μας από την άλλη, μιλούν αντίθετα για μια αυξανόμενη παρουσία

τοπικών θεμάτων. Πρόκειται άραγε εδώ για μια αντίφαση ή για μια πόλωση; Η

κατανόηση του χώρου/τόπου, έτσι όπως την εκφράσαμε παραπάνω, μας βοηθά ίσως να

γεφυρώσουμε αυτό το χάσμα. Αν ο χώρος συγκροτείται μέσα από σχέσεις, τότε το

τοπικό και το παγκόσμιο είναι αλληλένδετα και αλληλοσυγκροτούμενα. Όμως η

ενασχόληση με τη γειτονιά μπορεί να συνδέεται και με μια απόρριψη των μεγάλων

θεωριών ή των πολιτικών που προβλέπουν ίδιες λύσεις για διαφορετικούς τόπους. Ίσως

62

όμως να οφείλεται και σε μια αδυναμία να συλλάβουμε το παγκόσμιο και ενεργήσουμε

αντίστοιχα.

63

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΕΣ

Στην περίπτωση της Ελλάδας πραγματοποιήθηκαν δύο συνεντεύξεις:

1. με τον αντιδήμαρχο Καλλιθέας κ. Θοδωρή Ψαλιδόπουλο.

Ο κ. Ψαλιδόπουλος έχει πολυετή εμπειρία στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και εμπλέκεται

ενεργά στο σχεδιασμό χωρικών προγραμμάτων του δήμου Καλλιθέας Αττικής.

2. με την κα Θεανώ Γιαλύρη Αρχιτέκτονα Μηχανικό.

Η κα Γιαλύρη έχει πολυετή εμπειρία σε θέματα αστικού σχεδιασμού και θεωρήθηκε

«προνομιακός πληροφορητής» για το θεσμό της Πολεοδομικής Επιτροπής Γειτονιάς

(ΠΕΓ), το σχεδιασμό του οποίου είχε παρακολουθήσει στενά ως υπάλληλος του

Υπουργείου Εσωτερικών και Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος την αντίστοιχη

χρονική περίοδο.

Οι συνεντεύξεις οργανώθηκαν στη βάση τριών θεμάτων:

α) θεωρητικοί προσανατολισμοί γύρω από το ζήτημα της γειτονιάς, μέσα από την

προσωπική εμπειρία των πληροφορητών στα αντίστοιχα θέματα

β) νομοθεσία που διέπει τις πολεοδομικές ρυθμίσεις

γ) πολεοδομικές ρυθμίσεις και πρακτικές που αναπτύσσονται σε επίπεδο γειτονιάς.

64

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ΕΝΑ ΜΟΝΤΕΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ

Την «παθολογία» της γειτονιάς ψάχνει και ο Heiko Geiling (2001) όταν προτείνει ένα

θεωρητικό μοντέλο – «μεθοδολογικό εργαλείο» - ως μέθοδο για την αναγνώριση

ηγεμονικών σχέσεων και συγκρούσεων στη γειτονιά. Το μοντέλο το έχει διαμορφώσει

μέσα από εμπειρική έρευνα σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά του Αννόβερου,

βασιζόμενος στη θεωρία των «κοινωνικών milieux» του Durkheim και τη θεωρία των

«κοινωνικών πεδίων» του Bourdieu, εμπλουτισμένες με την θεωρία των milieux της

σχολής του Αννόβερου (π.χ. Vester et al. 2001). Στο εμπειρικό παράδειγμα μιας

γειτονιάς 9.5000 κατοίκων εξετάστηκαν θεσμοί, καταστήματα, ομάδες κλπ. που

ταξινομήθηκαν με βάση ένα δισδιάστατο σύστημα συντεταγμένων (εικ. 1).

Εικόνα 1: Το μοντέλο των πεδίων της γειτονιάς κατά τον Geiling 2001

Στον κατακόρυφο άξονα του μοντέλου τοποθετεί τα κοινωνικά στρώματα στη γειτονιά,

ενώ στον οριζόντιο τις διαφορετικές νοοτροπίες ή/και το habitus τους ή τις ρουτίνες της

καθημερινής ζωής. Υπόθεση, που επιβεβαιώθηκε και εμπειρικά, είναι ότι, στους

65

διαφορετικούς θεσμούς της γειτονιάς, επικρατούν κάθε φορά συγκεκριμένους

προσδοκίες, συμπεριφορές και αξίες, μορφές και πρακτικές επικοινωνίας. Αριστερά

στον άξονα τοποθετεί αυτό που ονομάζει «νοοτροπίες της ανάγκης», τρόπους

συμπεριφοράς, που συνδέονται με στους χαμηλούς υλικούς και κοινωνικούς πόρους και

σχετίζονται άμεσα με θεσμούς κοινωνικής υποστήριξης. Στη συνέχεια, στον ίδιο

οριζόντιο άξονα τοποθετεί αυτό που συνδέεται με την ευρύτερη κοινωνική αναγνώριση,

την «αξιοπρέπεια» και τέλος τις «νοοτροπίες ιδιαιτερότητας», της οποίας οι πρακτικές

και οι στρατηγικές αναγνώρισης προϋποθέτουν την κοινωνική αναγνώριση και εν

συνεχεία διαφοροποίηση. Στη συνέχεια κάθε θεσμός τοποθετείται στο μοντέλο με βάση

την κοινωνική διαστρωμάτωση (άξονας ψ) και και τις νοοτροπιίες (άξονας χ).

Η κατάταξη (με μεγάλο βαθμό αφαίρεσης, που τον επισημαίνει και ο συγγραφέας)

ομαδοποιεί τους θεσμούς σε πεδία:

1. Στο πεδίο «απαραίτητου ανεφοδιασμού» (χαμηλά και στους δύο άξονες) οι

θεσμοί κοινωνικής μέριμνας για παιδιά, νέους και ηλικιωμένους και ιδιαίτερα

για μετανάστες. Σε αυτό το πεδίο ανήκουν και τα φτηνά καταστήματα,

περίπτερα, μπιστρό και μαγαζιά μεταναστών και κινούνται συνήθως οι ομάδες

κατοίκων με πολύ χαμηλό κοινωνικό επίπεδο.

2. Στο πεδίο «εκπαιδευτικής προσπάθειας» (χαμηλά στον άξονα ψ, στη μέση του

άξονα χ) επίσης στα χαμηλά εισοδήματα. Σε αντίθεση με το προηγούμενο πεδίο,

εδώ οι μηχανισμοί στοχεύουν στο να παρέχουν υπηρεσίες μάθησης ή

μετεκπαίδευσης, στην παροχή επαγγελματικών προσόντων και υποστήριξης, με

στόχο καλύτερες προοπτικές ζωής.

3. Στο πεδίο «παραδοσιακής αξιοπρέπειας» (πάνω αριστερά) στο οποίο

κυριαρχούν οι παραδοσιακές ομάδες κυρίως γηραιότερων Γερμανών και

επιπλέον ανήκουν κάποια λίγα ειδικευμένα καταστήματα, η καθολική εκκλησία

και η κομματική οργάνωση της CDU. Εδώ ανήκουν τα ολιγόριθμα μέλη των

αστικών και παραδοσιακών μικροαστικών υπαλληλικών στρωμάτων, που

«έχτισαν» τη γειτονιά και σήμερα βρίσκονται σε θέση «άμυνας». Αυτό το πεδίο

περιχαρακώνεται συνειδητά από τους μετανάστες και τους νεότερους, που

εμφανίζονται στα χαμηλότερα κομμάτια του μοντέλου.

4. Στο πεδίο της «κοινωνικοπολιτικής προστασίας (patronage)» (στο πάνω μέρος

του μοντέλου στη μέση) τοποθετούνται μηχανισμοί και οργανώσεις, οι οποίοι

ασκούν ηγεμονία στη γειτονιά, μέσα από πολιτικοκοινωνικές πλειοψηφίες ή

γιατί κυριαρχούν τις καθημερινές συζητήσεις . Σε αυτό ανήκουν η τοπική

οργάνωση της SPD, η ιδιοκτήτρια εταιρεία της κοινωνικής κατοικίας, το

γραφείο κοινωνικής μέριμνας των εργατών (AWO) καθώς επίσης και η

λουθηρανική εκκλησία. Στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις έχουν απόσταση

66

από μεγάλο μέρος των άλλων ομάδων, εντάσσονται όμως στα χαμηλότερα

πεδία.

5. Στο πεδίο «of concept-oriented distinction» (πάνω δεξιά) ανήκουν

πολιτικοίσχηματισμοί όπως η FDP, οι Πράσινοι, όργανα συμμετοχικών

διαδικασιών και το γυμνάσιο. Πρόκεται για σχετικά ολιγάριθμες τοπικές

ομάδες κατοίκων, με πολύ ενεργά μέλη, κοινωνικο-επικοινωνιακή και γλωσσική

ικανότητα. Αυτές οι ομάδες είναι ακόμη πιο αποστασιοποιημένες στην

καθημερινή τους ζωή από τις υπόλοιπες τις γειτονιάς, αν και είναι οι πιο

πρόθυμες να ενεργοποιηθούν για τα κοινά.

6. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάποιοι θεσμοί δεν μπορύν να τοποθετηθούν σαφώς σε

ένα πεδίο. Αυτό ισχύει παραδείγματος χάριν για το πτωχοκομείο

"Sahlkamphäuser" (στην κάτω αριστερή γωνία), στο οποίο ζούν οι φτωχότεροι

της γειτονιάς, όπως και για την εκκλησία των «Βαπτιστών» (στη μέση δεξιά),

θεσμούς πολύ απομονωμένους μεσα την υπόλοιπη γειτονιά.

7. Κάποι θεσμοί «μεσολαβούν» ανάμεσα στα πεδία, όπως τα σχολεία, τα

προγράμματα εκπάιδευσης, το φόρουμ των πολιτών και η επιτροπή ανάπλασης,

επίσης ο «κύκλος συντονισμού», μια επιτροπή από συνεργάτες των οργάνων

κοινωνικής μέριμνας, που υφίσταται εδώ και 20 χρόνια. Ανάμεσα σε αυτές τις

ομάδες και άλλα πολιτικά όργανα με ηγεμνικές βλέψεις κυριαρχεί μεγάλη

ένταση.

Ο λόγος που αναπτύξαμε τόσο λεπτομερώς αυτό το θεωρητικό μοντέλο, είναι γιατί

φιλοδοξεί να αποτελέσει μεθοδολογικό εργαλείο για την ανάγνωση ηγεμονικών

σχέσεων και εντάσεων μέσα στη γειτονιά. Ο συγγραφέας του υποστηρίζει ότι,

συνοδευόμενο από επιτόπα ποιοτική έρευνα (συνεντεύξεις, παρατηρήσεις) έχει

δυνατότητα γενίκευσης και μπορεί να μεταφερθεί και σε άλλες περιπτώσεις. Ο στόχος

του είναι να αποτελέσει ένα ανοικτό εργαλείο που να επιτρέπει διορθώσεις και

συμπληρώσεις, αλλά που μπορεί να δείξει την έκταση των κοινωνικών πεδίων και των

κοινωνικών δικτύων, τη θέση μεμονωμένων μηχανισμών και των δυνατοτήτων

παρέμβασής. Η έννοια του «κοινωνικού χώρου» μας επιτρέπει (πάντα κατά το

συγγραφέα) να καταλάβουμε τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις μέσα στη γειτονιά..

Τέλος, το μοντέλο αυτό γίνεται κατανοητό ως ένας ανοικτός κατάλογος ερωτήσεων,

όπου η κάθε απάντηση οδηγεί αναπόφευκτα σε νέες ερωτήσεις: πώς διαφοροποιείται

εσωτερικά κάθε πεδίο, με τι μηχανισμούς σύμφωνα με το φύλο, την ηλικία, την

προέλευση, την εκπαίδευση κ.λπ. Είναι δηλαδή ένα δυναμικό μοντέλο, το οποίο

προσφέρεται και για την καλύτερη κατανόηση της γειτονιάς, και για την επιτυχέστερη

υλοποίηση κοινωνικο-πολιτικών μέτρων.

67

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Abgeordnetenhaus von Berlin (1999) Vorlage – zur Kenntnisnahme – über „Bericht zur

Entwicklung einer gesamtstädtischen Strategie zur Entschärfung sozialer

Konflikte besonders belasteter Stadtquartiere, Aktionsprogramm „Urbane

Integration“ – 1. Stufe – und zur Sozialorientierten Stadtentwicklung:

Einrichtung von integrierten Stadtteilverfahren - Quartiersmanagement – in

Gebieten mit besonderen Entwicklungsbedarf“ Drucksache 13/4001 vom

2.8.1999, Berlin.

Alisch, M. (1993) Frauen und Gentrification. Der Einfluss von Frauen auf die

Konkurrenz um den innerstädtischen Wohnraum. Wiesbaden: Deutscher

Universitätsverlag.

Alisch, M. (2001) Stadtteilanagement. Vorausetzungen und Chancen für die soziale

Stadt. Opladen: Leske + Budrich.

Atkinson, R. (2000) “Measuring Gentrification and Displacement in Greater London”.

In Urban Studies, 37, 1, pp. 149-165.

Atkinson, R. (2002) “Does Gentrification Help Or Harm Urban Neighbourhoods? An

Assessment Of The Evidence-Base In The Context Of The New Urban

Agenda”. CNR Paper 5. www.neighbourhoodcentre.org.uk.

Atkinson, R. (2005) “Neighbourhoods and the Impacts of Social Mix: Crime, Tenure

Diversification and Assisted Mobility”. CNR Paper 29

www.neighbourhoodcentre.org.uk.

Atkinson, R. and Kintrea, K. (2000) “Owner Occupation, Social Mix and

Neighbourhood Impacts”. In Policy and Politics, 28 (1), pp. 93-108.

Atkinson, R. and Kintrea, K. (2001) “Disentangling area effects: evidence from

deprived and non-deprived neighbourhoods”. In Urban Studies, 38:12, 2277-98

Atkinson, R., Kearns, A., Parkes, A. (2002) “The Determinants of Neighbourhood

Dissatisfaction”. CNR Paper 1, www.neighbourhoodcentre.org.uk.

Baumgartner, M. (1988) The Moral Order of the Suburbs Oxford: Oxford University

Press.

Bernt, M. (2003) Rübergeklappt. Die „Behutsame Stadterneuerung“ im Berlin der 90er

Jahre. Berlin: Schelzky & Jeep.

Bitzan, M. (1997) Der geschlechterdifferenzierte Blick: Zur Arbeit mit dem weiblichen

Gemeinwesen“. In Widersprüche 65:77 - 91 .

Blakely, E. and Snyder, M. (1997) Fortress America: Gated Communities in the United

States Washington:Brookings Institute Press.

Blokland, T. (2001) “Bricks, mortar, memories: Neighbourhood and networks in

collective acts of remembering”. In International Journal of Urban and

Regional Research, 25:2, 268-283.

Bondi, L., Peake, L. (1988) “Gender and the City: Urban Politics Revisited”. In J. Little,

L. Peake, P., Richardson (eds.) Women in Cities. London: MacMillan, pp. 21-40.

Bott, E., 1957: Family and Social Network London: Tavistock.

Bowden, L.W. (1972) “How to define neighbourhood”. In Professional Geographer pp.

227-228.

Bramley, G, (1997) ‘Poverty and Local Public Services’, in D. Gordon and C. Pantazis

(eds) Breadline Britain in the 1990s. Aldershot: Ashgate, pp 193-212.

Bramley, G., Pawson, H. and Third, H. (2000) Low demand housing and unpopular

neighbourhoods. London: DETR.

68

Bridge, G. (1995): “Gentrification, class and community: A social network approach”.

In A Rogers and S Vertovec The Urban Context Oxford: Berg, 259-286.

Bridge, G. (2002) “The Neighbourhood and Social Networks”. CNR paper 4,

www.neighbourhoodcentre.org.uk.

Bridge, G., Forrest, R., Holland, E. (2004) “Neighbouring: A review of the Evidence”.

CNR Paper 24, www.neighbourhoodcentre.org.uk.

Brower, S. (1996) Good Neighborhoods: a study of in-town and suburban residential

environments Westport, Conn. : Praeger.

Brownill, S. (1990) Developing London’s Docklands. Another Great Planning

Disaster?, London: Sage.

Bukow, W.-D., Nikodem, C., Schulze, E., Yildiz, E. (2001) Die Multikulturelle Stadt.

Von der Selbstverständlicheit im städtischen Allta., Opladen: Leske+Budrich.

Bull, A. Bryan J., Milner, S. (2002) “Social Capital and Grass-Roots Participation :

Urban Regenaration in the Three European Cities”. Presentation for the

workshop Cohesive Neighbourhoods and Connected Citizens in European

Societies (17-18 June 2004).

Burton, P. (2003) Community involvement in neighbourhood regeneration: stairway to

heaven or road to nowhere? CNR Paper 13. ESRC Center for Neighbourhood

Research. http://neighbourhoodcentre.org.uk .

Byrne, D. (1999) Social Exclusion Buckingham: Open University Press.

Campbell, K. and Lee, B. (1990) “Gender differences in urban neighboring”. In

Sociological Quarterly 31: 495-512 .

Campbell, K. and Lee, B. (1992) “Sources of personal neighbor networks: social

integration, need, or time?”. In Social Forces 70: 1077-1100.

Cars, G., Madinopour, A. and Allen, J. (1998) (Eds.) Social Exclusion in European

Cities London: Jessica Kingsley

Castells, M. (1989) The Informational City. Oxford: Blackwell.

Castells, M. (1997) The Power of Identity. Oxford;Blackwell.

Castells, M. (1999) “The Informational City Is a Dual City: Can It Be Reversed?” in

Schon, D.,Sanyal,B. and Michell, W.(Eds.) High Technology and Low Income

Communities: Prospects for the Positive Use of Information Technology

Cambridge MA: MIT Press.

Chapman, D. (ed) (1996) Creating Neighbourhood and Places in the Build

Environment. London, New York: Taylor and Francis.

Clark, W.A.V. (1991) “Residential preference and neighborhood racial segregation: A

test of the Schelling segregation model”, Demography, 28: 1-19.

Clark, W.A.V. (1993) “Neighborhood transitions in multiethnic/racial contexts”,

Journal of Urban Affairs, 15(2): 161-172.

Coulson, N. E. and Leichengo, R.M. (2004) “Historic Preservation and Neighbourhood

Change”. In Urban Studies, 41(8): 1587-1600.

Crang, M., (2001) “Rhythms of the city: Temporalised space and motion”. In J. May

and N. Thrift (eds) Timespace – Geographies of Temporality, London and New

York: Routledge.

Crow, G. and Allan, G. (1994) Community Life: An introduction to local social

relations. London: Harvester: Wheatsheaf.

Darke J. (1996) “The Man-Shaped City”. In C. Booth, J. Darke and S. Yeandle,

Women’s Lives in the City. London, Paul Chapman, pp. 88- 99.

Davies, M.(1990) City of Quartz London: Verso.

69

Dunkan P. , Thomas S. (2000) Neighbourhood regenaration: resourcing community

involvement. Area Regenaration Series. Bristol: The Polity Press.

Etzioni, A. (1993) The Spirit of Community: rights,responsibilities, and the

communitarian agenda. New York : Crown.

Europe Sociale, supplement 1/92, Commisssion des Communautés Européennes, DG V.

Feuerbach, S. (2003) „Geschlechterdemokratische Beteiligung im Rahmen kommunaler

Sozialplanung“. In Beiträge zur Demokratieentwicklung von Unten, Nr. 19.

Forrest R. (2004) ‘Who Cares About Neighbourhoods?’. CNR paper 26,

www.neighbourhoodcentre.org.uk.

Forrest, R. and Kearns, A. (1999) Joined-Up Places?: Social Cohesion and

Neighbourhood Regeneration. York: York Publishing Services.

Friedrichs J., Blasius G. (2000) Leben in benachteiligten Wohngebieten. Opladen:

Leske+Budrich.

Friedrichs J., Blasius G. (2005) Life In Poverty Neighbourhoods. European and

American Perspectives. London: Routledge.

Friedrichs, J. (1996) “Context Effects of Poverty Neighbourhooods on Residents”.

Keynote address at ENHR/SBI Housing Research Conference on Housing and

European Integration, Helsingor, Denmark, August 26-31.

Friedrichs, J., Kecskes, R. (1996) Gentrification: Theorie und Forschungsergebnisse.

Opladen: Leske +Budrich.

Fukayama, F. (1999) The Great Disruption: Human nature and the reconstitution of

social order. London: Profile Books.

Galster, G. 1990, “White flight from racially integrated neighborhoods in the 1970s:

The Cleveland experience”, Urban Studies, 27: 385-399.

Galster, G. and Hesser, G. W. (1981) “Residential Satisfaction: Composition and

Contextual Correlates”. In Environment and Behavior, 13 (6) pp. 735-758.

Galster, G. and Zobel, A. (1998) “Will Dispersed Housing Programmes Reduce Social

Problems in the US?”.In Housing Studies, 13 (5), pp. 605-622.

GdW Bundesverband deutscher Wohnungsunternehmern e.V. (1998) Überforderte

Nachbarschaften – zwei sozialwissenschaftliche Studien über Wohnquartiere in

den alten und den neuen Bundesländern, GdW. Schriften 48, Köln/Berlin.

Geiling, H. (2005) “Integrations und Ausgrenzungsprobleme in einer städtischen

Großsiedlung - Zur Theorie und Methode der Stadtteilanalyse“ in Riege, M. and

Schubert, H. (eds.) Sozialraumanalyse. Grundlagen, Methoden, Praxis.

Wiesbaden: VS Verlag.

Gesemann, F. (2001) Migration und Integration in Berlin. Wissenschaftliche Analysen

und politische Perspektiven. Opladen: Leske+Budrich.

Gilroy, R., Booth, C. (1999) “Building an Infrastructure for Everyday Lives” . In

European Planning Studies, 7/3, pp. 307-324.

Graham, S. and Marvin, S. (2001) Splintering Urbanism. Oxford: Blackwell

Granovetter, M. (1973) ‘The strength of weak ties’, American Journal of Sociology,

Greed, C. (1994) Women and Planning: Creating Gender Realities. London, Routledge.

Grimm, G. (2004) Stadtentwicklung und Quartiersmanagement – Entwicklung und

Aufbau lokalspezifischer Organisations- und Steuerungsstrukturen. Essen:

Klartext Verlag.

Grimm, G., Hinte, W., Litges, G. (2004) Quartiersmanagement – eine kommunale

Strategie für benachteiligte Wohngebiete. Berlin: Edition Sigma.

70

Güntner, S. (2007) Soziale Stadtpolitik. Institutionen, Netzwerke und Diskurse in der

Politikgestaltung. Bielefeld: Transcript.

Hall, P. (1976) Urban and Regional Planning. Hemel Hempstead: George Allen &

Unwin.

Hanesch, W. (ed) (1997) Überlebt die soziale Stadt? Konzeption, Krise und

Perspektiven kommunaler Sozialstaatlichkeit. Opladen: Leske + Budrich.

Hanhörster, H (2001) „Whose neighbourhood is it? Ethnic diversity in urban spaces in

Germany”. In GeoJournal 51: 329-338.

Kempen, R., Ozuekren, A.S. (1998) „Ethnic segregation in cities: new form and

explanations in a dynamic worlld“, Urban Studies, 35: 1631-1656.

Hanson, S., Pratt, G. (1995) Gender, Work and Space. London: Routledge.

Harvey, D. (1989) The Condition of Postmodernity. Oxford: Basil Blackwell

Hastings, Flint, McKenzie (2005) Cleaning up Neighbourhoods: Environmental

problems and service provision in deprived areas. International Specialized

Book Services: Loose Leaf edition (October 2005)

Häußermann, H. (1997) „Armut in den Großstädten – eine neue städtische

Unterklasse?“. In Leviathan 25 (1997/1): 12-27.

Häußermann, H. (2000) „Die Krise der ‚sozialen Stadt’“ in Aus Politik und

Zeitgeschichte 10-11:13-21.

Häußermann, H. (2004) ‘Evaluation of the German National Programme ‘Social City’

(Caring for Deprived Neighbourhoods). Presentation for the workshop Cohesive

Neighbourhoods and Connected Citizens in European Societies (17-18 June

2004).

Häußermann, H., Holm, A., Zunzer, D. (2002) Stadterneuerung in der Berliner

Republik. Modernisierung in Berlin-Prenzlauer Berg. Opladen: Leske +

Budrich.

Häußermann, H., Kapphan, A. (1995) „’Stadtentwicklung sozial’ – Konzeption für ein

Stadtentwicklungsprogramm ‚Berlin in Perspektive’, Gutachten im Auftrag des

Senators für Stadtentwicklung, November 1995, Berlin.

Häußermann, H., Kapphan, A. (2002) Berlin: von der geteilten zur gespaltenen Stadt?

Sozialräumlicher Wandel seit 1990. Opladen: Leske+Budrich.

Häußermann, H., Siebel, W. (2000) Soziologie des Wohnens. Weinheim: Juventus.

Häußermann, H., Siebel, W. (2004) Stadtsoziologie: Eine Einführung. Frankfurt/New

York: Campus Verlag.

Heitmeyer, W., Dollase, H., Otto, B. (1998) Die Krise der Städte – Analysen zu den

Folgen desintegrativer Stadtentwicklung für das ethnisch-kulturelle

Zusammenleben. Frankfurt/M.: Suhrkamp.

Henning,C, and Lieberg, M. (1996) “Strong Ties or Weak Ties? Neighbourhood

Networks in a New Perspective”. In Scandinavian Housing and Planning

Research 13, 3-26.

Holm, A. (2006) Die Restrukturierung des Raumes. Stadterneuerung der 90er Jahre in

Ostberlin: Interessen und Machtverhältnisse. Bielefeld: Trascript.

Jacobs, J. (2000) The Death and Life of Great American Cities. London: Pimlico (α΄

έκδοση 1961).

Kasarda, J. D., Janowitz, M. (1974) Community Attachment in Mass Society, American

Sociological Review, 39, pp. 328-339.

Kearns, A. (2004) “Social Capital, Regeneration &Urban Policy”. CNR Paper 15.

www.neighbourhoodcentre.org.uk

71

Kearns, A. and Parkes, A. (2003) Housing, neighbourhoods and communities, in

Curtice,J. and Hinds,K. Eds. Devolution – Scottish Answers to Scottish

Questions. Edinburgh: Edinburgh University Press.

Kearns, A., Forrest, R. (2004) ‘The neighbourhood in a European Context’ Presentation

for the workshop Cohesive Neighbourhoods and Connected Citizens in

European Societies (17-18 June 2004).

Knight, B. Suerdon, M., Pharoah, C. (eds) 1998, Building a Civil Society. London:

Charities Aid Foundation

Krämer-Badoni, Τ. (2001) „Urbanity and Social Integration“. In Deutsche Zeitschrift für

Kommunalissenschaften 40(1) www.difu.de

Krummacher, M., Kulbach, R., Waltz, V., Wohlfahrt, N. (2003) Soziale Stadt –

Sozialraumentwicklung – Quartiersmanagement. Herausforderungen für Politik,

Raumplanung und soziale Arbeit. Opladen: Leske + Budrich.

Lambert, C., Boddy, M. (2002) Transforming the City: Post-recession gentrification

and Re-urbanisation. CNR Paper. 6. ESRC Center for Neighbourhood Research.

http://neighbourhoodcentre.org.uk .

Larsen, K. (2005) “New Urbanism’s Role in Inner-city neighbourhood revitalization”.

In Housing Studies, 20(5): 795:813.

Laumann, E. O. (1973) Bonds of Pluralism New York: Wiley.

Lee, B. and Wood, P. (1990) “The fate of residential integration in American cities:

Evidence from racially mixed neighborhoods, 1970-1980”, Journal of Urban

Affairs, 12(4): 425-436.

Lee, B. A. (1981) “The Urban Unease Revisited: Perceptions of Local Safety and

Neighbourhood Satisfaction Among Metropolitan Residents”. In Social Science

Quarterly, 62 (4), pp. 611-629.

Lefebvre H. (1977) Το Δικαίωμα στην Πόλη. Αθήνα: Παπαζήσης (α΄ έκδοση στα

γαλλικά 1968).

Little, J. (1994) Gender, Planning and the Policy Progress. Oxford: Pergamon

Logan, J. R. and Spitze, G. D. (1994) “Family neighbors”. In American Journal of

Sociology 100: 453-476

Lupton, R. (2004) Poverty Street: The Dynamics of Neighbourhood Decline and

Renewal (CASE Studies on Poverty, Place & Policy. London: Policy.

Lykogianni, R. (2002) «Neighbourly women in Athens. Women’s networks create a

sense of community». In Women and Environments, 56/57, pp. 31-33.

Maloutas, Th., Karadimitriou, N. (2001) “Vertical social differentiation in Athens:

alternative or complement to community segregation”. In International Journal

of Urban and Regional Research, 25:4, pp. 699-716

Maloutas, Th., Pantelidou-Malouta, M. (2004) “The glass menagerie of urban

governance and social cohesion: concepts and stakes / concepts as stakes”. In

International Journal of Urban and Regional Research, 28:2, pp. 449-465

Maly, M. T. (2000) “The neighborhood diversity index: A complementary Measure of

Racial Residential Settlement”. In Journal of Urban Affairs, 22(1): 37-47.

Marquardt, T. (2006) Käthes neue Kleider. Gentrifizierung am Berliner Kollwitzplatz in

lebensweltlicher Perspektive. Tübingen: Tübinger Vereinigung für Volkskunde

e.V.

Massey, D. (1994) Space, Place and Gender. Oxford: Polity Press & Blackwell.

Massey, D. (2005) For Space, London: Sage.

72

McDowell, L. (1983) “Towards an Understanding of the Gender Divisions of Urban

Space”. In Environment and Planning D : Society and Space, τ. 1, pp. 59-72.

Modarres, A. (2004) “Neighborhood integration: temporality and social fracture”. In

Journal of Urban Affairs, 26(3): 351-377.

Morrow,V. (1999) ‘Conceptualising social capital in relation to the well-being of

children and young people: a critical review Sociological Review 745-765.

Murray, C. (1996) The emerging British underclass, in Lister,R. Ed. Charles Murray

and the Underclass: the Developing Debate, 23-52. London: Institute for

Economic Affairs.

National Telecommunications and Information Administration (NTIA) (1997) Falling

Through The Net 11: New data on the digital divide

http://www.ntia.doc.gov/ntiahome/net2/falliing.html.

Noonan, D.S. (2005) Neighbours, Barriers and Urban Environmnets: Are Things

‘Different on the Other Side of the Tracks’? In Urban Studies, 42(10): 1817-

1835.

Ottensmann, J.R. (1982) “Neighborhood Heterogeneity Within an Urban Area”. In

Urban Studies, 19:391-395.

Pacione, M. (1983) “The temporal stability of perceived neighborhood areas in

Glascow”. In Professional Geographer, 35(1): 66-73.

Pacione, M. (1996) “Ethnic segregation in the European city. The case of Vienna”. In

Geography, 8:12, pp.120-132

Pamuk, A. (2000) “Geography of Immigrant Clusters in Global Cities: A Case Study of

San Francisco, 2000”. In International Journal of Urban and Regional

Research, 28.2: 287-307.

Parkes, A., Kearns, A., Atkinson, R., (2002) “The Determinants of Neighbourhood

Dissatisfaction”. CNR Paper 1, www.neighbourhoodcentre.org.uk

Putman, R.D. (1993a) Making Democracy Work. Civic Traditions in Modern Italy.

Princeton: Princeton University Press.

Putnam, R.D. (1993b) “The Prosperous Community: Social Capital and Economic

Growth”, The American Prospect, vol.13, pp. 35-42

Reimann, B. (2000) Städtische Wohnquartiere. Der Einfluss der Eigentümerstruktur.

Eine Fallstudie aus Berlin Prenzlauer Berg. Opladen: Leske + Budrich.

Sackmann, R. (2001) „Integration von Zuwanderern in Frankreich und in den

Niederlanden“. In Deutsche Zeitschrift für Kommunalwissenschaften 40(I): 80-

96.

Sassen, S. (1991) The Global City. Princeton, NJ: Princeton University Press

Schuleri-Hartje, U.-K., Flöting, H., Reimann, B. (2005) Ethnische Ökonomie.

Integrationsfaktor und Integrationsmaßstab. Darmstadt/Berlin: Schader-

Stiftung/Deutsches Institut für Urbanistik.

Shaw,A. and Shaw,M. (1999) ‘Social empowerment through community networks’ in

Schon, D.,Sanyal,B. and Michell, W.(Eds.) High Technology and Low Income

Communities: Prospects for the Positive Use of Information Technology

Cambridge MA: MIT Press.

Simonsen, K. (1997) “Modernity, community or a diversity of ways of life: a discussion

of urban everyday life”. In Kalltrop, I., Elander, O. Ericsson, M. Franzén (eds),

Cities of Transformation – Transformation in Cities, Social and Symbolic

Change of Urban Space, Avebury, Aldershot, 162-183.

73

Simonsen, K. (2003) “Urban life between mobility and place”. In Nordisk

Samhällsgeografisk Tidskrift, 36: 27-44.

Simonsen, K., Vaiou, D. (1996) “Women’s lives and the making of the city –

Experiences from ‘north’ and ‘south’ of Europe”. In International Journal of

Urban and Regional Research, 20:3, 446-465.

Skinner, S. (1997) Building Community Strengths: A resource book on capacity

building. London: Community Development Foundation.

Stövesand, S. (2005) „Geschlechterdemokratie im Stadtteil fördern - (k)eine Aufgabe

für Gemeinwesenarbeit?“. In Gillich, S. (Ed.) Gemeinwesenarbeit: Die Saat geht

auf. Grundlagen und neue sozialraumorientierte Handlungsfelder. Gelnhausen,

pp. 160 – 178.

Taylor, M. (2000) Top down meets bottom up: neighbourhood management. York: JRF.

Urry, J. (2000) “Mobile Sociology” in British Journal of Sociology. 51,1,185-204

Vaiou D. (1990) Gender Relations in Urban Development. An alternative framework of

analysis of Athens, Greece, Ph.D. thesis, University College London.

Vaiou, D. (2003) “In the interstices of the city. Albanian women in Athens”. In

Espaces, Populations, Société, no3: 373-385.

Vaiou, D., Lykogianni, R. (2006) “Women, neighbourhood and everyday life”. In

Urban Studies.

Vester, M., von Oertzen, P., Geiling, H.; Hermann, T.; Müller, D. (2001) Soziale

Milieus im gesellschaftlichen Strukturwandel. Zwischen Integration und

Ausgrenzung. Frankfurt/M: Suhrkamp.

Wellman, B., Carrington, P. and Hall A. (1988) ‘Networks as personal communities’.

In Wellman B and Berkowitz S (eds) Social Structures: A network approach

Cambridge: Cambridge University Press, 130-84.

Wellman, B., Quann-Hasse, A. (2002) „How does the Internet affect social capital“,

www.chass.utoronto.ca/wellman/publications/index.html

WGSG (Women and Geography Study Group of IBG) (1997) Feminist Geographies.

Explorations in Diversity and Difference. London: Longman.

Witten, K., McCreanor, T., Kearns, R. (2003) “The Place of Neighbourhood in Social

Cohesion: Insights from Massey, West Auckland”. In Urban Policy and

Research, 21(4): 321-338.

Young M., Willmot, P. (1957) Family and Kinship in East London. Harmondsworth:

Penguin.

Βαΐου, Ντ. (1993) «Η πόλη : ένας χώρος για τις γυναίκες;», στο Αναπαραστάσεις

Θηλυκότητας. Αθήνα: Κέντρο Έρευνας και Τεκμηρίωσης, σσ. 59-67.

Βαΐου, Ντ. (2000) «Πόλη και Πολίτες. Η καθημερινή ζωή και το δικαίωμα στην πόλη»,

στο Μ. Μοδινός, Η. Ευθυμιόπουλος (επιμ.) Βιώσιμη Πόλη. Αθήνα: Στοχαστής

& ΔΙΠΕ.

Βαΐου, Ντ. (2000) «Πόλη και Πολίτες. Η καθημερινή ζωή και το δικαίωμα στην πόλη»,

στο Μ. Μοδινός, Η. Ευθυμιόπουλος (επιμ.) Βιώσιμη Πόλη. Αθήνα: Στοχαστής

& ΔΙΠΕ.

Βρυχέα, Α. (2003) Κατοίκηση και Κατοικία: Διερευνώντας τα Όρια της Αρχιτεκτονικής.

Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Βρυχέα, Α. (2003) Κατοίκηση και Κατοικία: Διερευνώντας τα Όρια της Αρχιτεκτονικής.

Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Γιαννακόπουλος, Γ. (επιμ.) (1992) Προσφυγική Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη

74

Γκιζελή, Β. (1984) Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής

κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930), Αθήνα: Επικαιρότητα

Θοδωρής Γ. Ψαλιδόπουλος: ΚΑΛΛΙΘΕΑ, Σελίδες Ιστορίας και Πολιτικής, Εκδόσεις

Άννα Ανδρεατίδου, Καλλιθέα 1997.

Καραδήμου-Γερολύμπου, Α., Καυκούλα-Βλάχου, Κ. (1982) Πολεοδομική επέμβαση σε

περιοχή κατοικίας. Στοιχεία για την εκπόνηση του σχεδίου, Θεσσαλονίκη:

Παρατηρητής

Λεοντίδου, Λ. (1989) Πόλεις της Σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του

Πειραιά, 1909-1940, Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ

Λυκογιάννη Ρ. (2006) Η μελέτη της πόλης μέσα από την έμφυλη διάσταση της

καθημερινότητας. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Αθήνα-ΕΜΠ

Μαυρίδου, Μ. (1987) Η συγκυριακή ανάπτυξη μιας περιφερειακής συνοικίας: Νέα

Λιόσια. Πολεοδομικές και κοινωνικές επιπτώσεις από τη διαμόρφωση αστικής

γιαοπροσόδου μέσω της αυθαίρετης εκτός σχεδίου δόμησης, ΕΜΠ, αδημοσίευτη

διδακτορική διατριβή

Μπιανκίνι & Πάρκινσον (επιμ.) (1994) Πολιτιστική Πολιτική και Αναζωογόνηση των

Πόλεων. Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (α΄

έκδοση στα αγγλικά 1993).

Ν. 1337/ΦΕΚ 33Α, 14-3-1983, «Επέκταση πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική

ανάπτυξη»

Ν. 1515/1985, ΦΕΚ 18Α, 12-2-1985, «Ρυθμιστικό Σχέδιο και Πρόγραμμα Προστασίας

Περιβάλλοντος Ευρύτερης Περιοχής της Αθήνας»

Ν. 2508/ΦΕΚ 124Α, 13-6-1997 «Βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη πόλεων και οικισμών»

Ν. 3463/2006, ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, ΜΕΡΟΣ 6Ο ,

ΑΡΘΡΟ 214-

218, «Τοπική Δημοκρατία»

Ν. 3463/2006, ΦΕΚ 114, «Δημοτική Αποκέντρωση. Δημοτικά και τοπικά

διαμερίσματα- Λειτουργία»,

Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Καλλιθέας (2006) Όψεις της Ιστορίας του Δήμου και

της Πόλης. Αθήνα: Εκδόσεις Αλέξανδρος.

Υ.Α. 10788/ΦΕΚ 285/Δ/5-3-2004, «Έγκριση σταθεροτύπων και ανώτατα όρια

πυκνοτήτων Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων»

Υ.Α. 9572/1845/2000, ΦΕΚ 209/Δ/7-4-2000, «Τεχνικές προδιαγραφές ΓΠΣ και

ΣΧΟΟΑΠ