Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ...

33
Αριθμός 4395/2013 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ΄ Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδρος Μέλη: Ευθ. Αντωνόπουλος, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Χ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Δικηγόροι: Αν. Κωνσταντινίδης, Αλ. Δημητρακοπούλου, ΝΣΚ. Εισηγητής: Ευθ. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος. Ε.Σ.Ρ.- Πρόστιμο - Ιδιωτική Ζωή. Οι επανειλημμένες αναφορές στο γενετήσιο προσανατολισμό, τις σεξουαλικές προτιμήσεις και την εμπλοκή του εκλιπόντος με τα ναρκωτικά και η χρησιμοποίηση αναλόγου περιεχομένου υποτίτλων και χαρακτηρισμών αφενός στοιχειοθετούσαν παραβίαση του άρθρου 9 παρ. 2 του π.δ/τος 77/2003, κατά την έννοια του οποίου απαιτείται αξιοπρεπής συμπεριφορά έναντι κάθε προσώπου που αναφέρεται σε τηλεοπτική εκπομπή, ανεξαρτήτως του αν βρίσκεται ή όχι στη ζωή, αφετέρου συνιστούσαν αδιάκριτη παρέμβαση σε προσωπικό πόνο και πένθος, η οποία δεν εξαντλείται μόνον στην παρουσίαση σκηνών ή ατόμων σε στιγμές πένθους, οδύνης, απόγνωσης ή αγανάκτησης, περίπτωση η οποία ενδεικτικώς παρατίθεται στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του π.δ/τος 77/2003, αλλά στοιχειοθετείται και με τη χρησιμοποίηση εκφράσεων και λέξεων ικανών να επιδράσουν («παρέμβουν») αρνητικά στον πόνο και το πένθος των συγγενών ενός θανόντος. Συνεπώς η απόφαση περί επιβολής προστίμου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Η ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης στοχασμών και η ελευθερία του πληροφορείν και πληροφορείσθαι που κατοχυρώνει το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία μετάδοσης πληροφοριών ή αναπαραστάσεως εικόνων ή σκηνών, που ανάγονται στην προστατευόμενη από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος απαραβίαστη σφαίρα της

Transcript of Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ...

Αριθμός 4395/2013

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ΄

Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδρος

Μέλη: Ευθ. Αντωνόπουλος, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Χ. Μπολόφη, Πάρεδροι.

Δικηγόροι: Αν. Κωνσταντινίδης, Αλ. Δημητρακοπούλου, ΝΣΚ.

Εισηγητής: Ευθ. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος.

Ε.Σ.Ρ.- Πρόστιμο - Ιδιωτική Ζωή. Οι επανειλημμένεςαναφορές στο γενετήσιο προσανατολισμό, τις σεξουαλικέςπροτιμήσεις και την εμπλοκή του εκλιπόντος με ταναρκωτικά και η χρησιμοποίηση αναλόγου περιεχομένουυποτίτλων και χαρακτηρισμών αφενός στοιχειοθετούσανπαραβίαση του άρθρου 9 παρ. 2 του π.δ/τος 77/2003, κατάτην έννοια του οποίου απαιτείται αξιοπρεπής συμπεριφοράέναντι κάθε προσώπου που αναφέρεται σε τηλεοπτικήεκπομπή, ανεξαρτήτως του αν βρίσκεται ή όχι στη ζωή,αφετέρου συνιστούσαν αδιάκριτη παρέμβαση σε προσωπικόπόνο και πένθος, η οποία δεν εξαντλείται μόνον στηνπαρουσίαση σκηνών ή ατόμων σε στιγμές πένθους, οδύνης,απόγνωσης ή αγανάκτησης, περίπτωση η οποία ενδεικτικώςπαρατίθεται στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του π.δ/τος77/2003, αλλά στοιχειοθετείται και με τη χρησιμοποίησηεκφράσεων και λέξεων ικανών να επιδράσουν («παρέμβουν»)αρνητικά στον πόνο και το πένθος των συγγενών ενόςθανόντος. Συνεπώς η απόφαση περί επιβολής προστίμου είναινομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Η ελευθερία τηςέκφρασης και διάδοσης στοχασμών και η ελευθερία τουπληροφορείν και πληροφορείσθαι που κατοχυρώνει το άρθρο 5παρ. 1 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει και την ελευθερίαμετάδοσης πληροφοριών ή αναπαραστάσεως εικόνων ή σκηνών,που ανάγονται στην προστατευόμενη από τα άρθρα 2 παρ. 1και 9 παρ. 1 του Συντάγματος απαραβίαστη σφαίρα της

ιδιωτικής ζωής των προσώπων, στον πυρήνα της οποίαςανήκει προδήλως και η ερωτική τους ζωή. στον πυρήνα αυτότου ιδιωτικού βίου και στον βαθμό που τα στοιχεία που τονσυνθέτουν δεν δημοσιοποιούνται οικειοθελώς, ουδείς (ούτεδημόσια αρχή, ούτε ιδιώτης) επιτρέπεται να διεισδύσει.Πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί η κατά τα ανωτέρω μετάδοση τωνπληροφοριών αυτών να θεωρηθεί ως αντικείμενο τουσυνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος τηςπληροφορήσεως, κατά την άσκησή του μέσω των πάσης φύσεωςραδιοτηλεοπτικών σταθμών, ενόψει και του ότι, κατά τοάρθρο 15 παρ. 2 του Συντ., η λειτουργία των τελευταίωνυπάγεται στον άμεσο έλεγχο του κράτους, ο οποίος σκοπεί,μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση ποιοτικής στάθμης τωνεκπομπών. Τέλος η προσβαλλόμενη απόφαση, με το ανωτέρωεκτεθέν περιεχόμενο, δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με τοάρθρο 10 της Σύμβασης της 4.11.1950 «δια την προάσπισιντων δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδώνελευθεριών»(αρ. 1, 3 και 4 παρ. 1 του N. 2328/1995, αρ.1, 2, 7 παρ. 1 και 9 παρ. 2 του π.δ/τος 77/2003, αρ. 16παρ. 1 του ν. 2644/1998, αρ. 4 παρ. 1 στοιχ. β΄ και ε΄του ν. 2863/2000, αρ. 10 της ΕΣΔΑ, αρ. 5 παρ. 1, 2 παρ.1, 9 παρ. 1, 14 και 15 του Συντάγματος).

(…) Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, ζητείται η ακύρωση της υπ’ αρ. 5…/7.10.2008 αποφάσεως του Εθνικού ΣυμβουλίουΡαδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), με την οποία επιβλήθηκε εις βάρος της αιτούσης, ιδιοκτήτριας εταιρείας του τηλεοπτικού σταθμού «M.. C…», η διοικητική κύρωση του προστίμου ύψους 60.000 ευρώ για παραβάσεις της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας.

Επειδή, με το N. 2328/1995 (Α΄ 159) ρυθμίζεται το νομικό καθεστώς και καθορίζεται το πλαίσιο λειτουργίας της ιδιωτικής τηλεοράσεως και της τοπικής ραδιοφωνίας. Μετο νόμο αυτόν επιδιώκεται η εκπλήρωση της επιταγής του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος για την άνοδο της ποιοτικής στάθμης των εκπομπών της τηλεοράσεως και η

προστασία του ιδιωτικού βίου και της παιδικής ηλικίας. Στο άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι οι άδειεςλειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών χορηγούνται για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και ότι οι τηλεοπτικοί σταθμοί υποχρεούνται να μεριμνούν για την ποιότητα του προγράμματος, ενώ στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου περιλαμβάνονται ρυθμίσεις που περιέχουν αρχές δεοντολογίας των εκπομπών και διαφημίσεων, προκειμένου ναδιασφαλισθεί η προστασία της προσωπικότητος και του ιδιωτικού βίου, το δικαίωμα απαντήσεως του θιγομένου και η προστασία της παιδικής ηλικίας. Περαιτέρω, ο Κώδικας Δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών που καταρτίσθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 77/2003 (Α΄ 25), βάσει της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 15 του ν. 2328/1995, ορίζει τα εξής: Άρθρο 1. «Οι κανόνες του παρόντος κώδικα ισχύουνγια ειδησεογραφικές, δημοσιογραφικές και πολιτικές εκπομπές στη δημόσια και την ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση…». Άρθρο 2 «1. Οι ειδησεογραφικές και άλλες δημοσιογραφικές και πολιτικές εκπομπές πρέπει να εξασφαλίζουν την ποιοτική στάθμη που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης καθώς και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας. 2…». Άρθρο 7 «1. Πρέπει να αποφεύγεται κάθε αδιάκριτη παρέμβαση σε προσωπικό πόνο ή πένθος και ιδίως να αποφεύγεται η παρουσίαση σκηνών ή ατόμων σε στιγμές πένθους, οδύνης, απόγνωσης ή αγανάκτησης. 2. Δεν επιτρέπεται να προβάλλονται, χωρίς σπουδαίο λόγο, εικόνες ή ήχοι, που επιτείνουν ή προκαλούν πόνο στους εικονιζόμενους ή σε πρόσωπα του αμέσου περιβάλλοντός τους». Άρθρο 9 «1. … 2. Τα πρόσωπα που συμμετέχουν ή αναφέρονται στις εκπομπές πρέπει να απολαμβάνουν δίκαιης, ορθής και αξιοπρεπούς συμπεριφοράς. Ειδικότερα δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας, της τιμής και της αξιοπρέπειάς τους. Πρέπει επίσης να γίνονται σεβαστά η ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή, η επαγγελματική τους δραστηριότητα

και το δικαίωμα έκφρασής τους. Η άσκηση κριτικής δεν είναι ασυμβίβαστη με το σεβασμό των δικαιωμάτων των εμφανιζομένων ή αναφερομένων προσώπων. 3. …». Επίσης, στοάρθρο δεύτερο του ίδιου ως άνω π.δ/τος ορίζονται τα εξής:«1. Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει τρεις μήνες μετά από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος διατάγματος καταργούνται το σύνολο των διατάξεων του 1/1991 Κανονισμού του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΦΕΚ Β 421), καθώς και οι διατάξεις του 2/1991 Κανονισμούτης ίδιας ως άνω Αρχής, οι οποίες ρυθμίζουν το αντικείμενο που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα που κυρώνεται με το διάταγμα αυτό. 2. Κατά την εφαρμογή του Κώδικα που κυρώνεται με το παρόν διάταγμα ισχύει η απορρέουσα από το Σύνταγμα και γενόμενη δεκτή από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αρχή της στάθμισης κατά περίπτωση του τυχόν διακυβευομένου δημοσίου συμφέροντος». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ανωτέρω ν. 2328/1995, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 2644/1998 (Α΄ 233), ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση παραβίασης: α) … γ) τωνκανόνων δεοντολογίας, όπως αυτοί προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου αυτού. Το Ε.Σ.Ρ. αποφασίζει αυτεπαγγέλτως ή μετά από ερώτημα του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ή καταγγελία παντός έχοντος έννομο συμφέρον, την επιβολή μίας ή περισσοτέρων από τις παρακάτω κυρώσεις: αα)…. ββ) πρόστιμο από πέντε έως πεντακόσια εκατομμύρια (5.000.000 έως 500.000.000) δραχμές που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ γγ)…Η επιλογή του είδους και η επιμέτρηση των διοικητικών κυρώσεων του άρθρου αυτού γίνεται ανάλογα με τη βαρύτητα της παραβίασης, την τηλεθέαση που συγκεντρώνει το πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου τελέσθηκε η παραβίαση, το μερίδιο της αγοράς ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών που έχει τυχόν αποκτήσει η κάτοχος της άδειας, το ύψος της επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί ή σχεδιαστεί και την τυχόν έλλειψη υποτροπών… Η απόφαση του

Ε.Σ.Ρ. για την επιβολή των κυρώσεων της παραγράφου αυτής περιέχει πλήρη και ειδική αιτιολογία και διατυπώνεται σε κάθε περίπτωση ύστερα από ακρόαση των ενδιαφερομένων κατάτη διάρκεια μίας τουλάχιστον συνεδρίασης της Ολομέλειας του οργάνου. ».

Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης προέβη σε αυτεπάγγελτο έλεγχο του τρόπου παρουσίασης της δολοφονίαςτου ηθοποιού Ν. Σ. από τις εκπομπές «Ό… Κ…Π…», «Κ… Ώ.. M…» και «M… Σαβ…», που μεταδόθηκαν από τον τηλεοπτικό σταθμό «M… C…» κατά το χρονικό διάστημα από 4 έως 8.6.2008 (αρ. εσωτ. πρωτ. 6…/20.6.2008). Προς τούτο συντάχθηκε το υπ’ αρ. πρωτ. 7../17.7.2008 έγγραφο του Τμήματος Προγράμματος του Ε.Σ.Ρ., στο οποίο αποτυπώθηκε ηκαταγραφή των επίμαχων αποσπασμάτων των προβληθεισών κατάτις ανωτέρω ημερομηνίες εκπομπών. Ακολούθησε η από 31-7-2008 εισήγηση της Ειδικής Επιστήμονος του Ε.Σ.Ρ. περί τωντυχόν παραβιάσεων της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας από τα αποσπάσματα των εκπομπών αυτών και η από 21-8-2008 κλήσηςτης αιτούσης προς παροχή εξηγήσεων σχετικά με ενδεχόμενεςπαραβάσεις. Όπως προκύπτει από τη σχετική κλήση προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της αιτούσας προκειμένου να παραστεί ενώπιον της Ολομελείας του Ε.Σ.Ρ. κατά τη σχετική συνεδρίαση (16.9.2008) προς παροχή διευκρινίσεων (βλ. το υπ’ αρ. πρωτ. 90…/9.9.2008 έγγραφο του Προέδρου του Ε.Σ.Ρ.), διερευνήθηκε, μεταξύ άλλων, το ζήτημα ενδεχομένης παραβιάσεως από τον τηλεοπτικό σταθμό «M… C…»της διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 1 του π.δ/τος 77/2003 (αδιάκριτη παρέμβαση σε πένθος). Κατόπιν τούτων, το Ε.Σ.Ρ., κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των διατάξεων των άρθρων 15 παρ. 2 του Συντάγματος, 8 του Κανονισμού 1/1991του Ε.Σ.Ρ., 7 παρ. 1, 9 παρ. 2 του π.δ/τος 77/2003, 4 παρ. 1 στοιχ. β΄ και ε΄ του ν. 2863/2000 και 4 παρ. 1 τουν. 2328/1995, επέβαλε, με την υπ’ αρ. 5../7.10.2008 απόφασή του, στην αιτούσα, ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού σταθμού «M… C…», τη διοικητική κύρωση του προστίμου ύψους

60.000 ευρώ. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην απόφαση αυτή, στην οποία παρατίθεται αυτούσιο το περιεχόμενο του ανωτέρω υπ’ αρ. 7…/17.7.2008 εγγράφου του Τμήματος Προγράμματος του Ε.Σ.Ρ. περί καταγραφής των επίμαχων προγραμμάτων, από την παρακολούθηση των εν λόγω εκπομπών και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου προέκυψαν τα εξής: «Ο ηθοποιός Ν. Σ. δολοφονήθηκε εντός του διαμερίσματός του κατά την 4.6.2008 και συνεπεία τούτου, το τραγικό αυτό γεγονός ήταν αντικείμενο της πρωινής εκπομπής του τηλεοπτικού σταθμού με διακριτικό τίτλο «Ό… Κ…Π…». Όμως αντικείμενο αυτού του γεγονότος ήταν και οι πρωινές εκπομπές της επομένης ημέρας Πέμπτης 5.6.2008 με τον τίτλο «Κ… Ώ… M…» και «Ό… Κ…Π…». Την μεθεπόμενη ημέρα Παρασκευή 6.6.2008 αντικείμενο συζητήσεως έγινε το έγκλημα στις πρωινές εκπομπές «Κ… Ώ… M…» και «Ό… Κ…Π…». Τέλος, κατά το επόμενο Σαββατοκύριακο 7 και 8.6.2008 ασχολήθηκε με το έγκλημα η πρωινή εκπομπή «M… Σ…». Δεν περιορίστηκαν οι εκπομπές στην αναφορά του εγκλήματος, αλλά ασχολήθηκαν με λεπτομέρειες περί του ευρεθέντος γενετικού υλικού, περί των προσώπων που κατά περιόδους συγκατοίκησαν με τον ηθοποιό, περί της ομοφυλοφιλίας του,περί των αιτίων της ομοφυλοφιλίας, περί του ότι ήταν συλλέκτης ανδρών από στέκια και πλατείες, περί του ότι ο μακαρίτης ανήκε στον κύκλο των ναρκωτικών κ.α. Άξιοι παρατηρήσεως είναι οι εντυπωσιακοί υπότιτλοι των εκπομπών, όπως «Ο Σ. ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΤΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟ ΤΟΥ», «Ο Π. Σ. ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΙΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ», «ΑΛΛΟΔΑΠΟ ΑΝΤΡΑ ΑΝΑΖΗΤΑ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ», «ΤΟ DNA ΘΑ ΟΔΗΓΗΣΕΙΣΤΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟ», «Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΜΕ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΟΠΛΙΣΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ», «ΕΓΚΛΗΜΑ ΠΑΘΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΟΥΝ ΟΙ 21 ΜΑΧΑΙΡΙΕΣ», «ΠΑΛΕΨΕ ΜΕ ΤΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟ ΤΟΥ» και άλλοι σχετικοί. Είναι αναμφισβήτητο ότι κατά τη διάρκεια των εκπομπών έγινε παρανόμως αναφορά στην ιδιωτική ζωή του νεκρού και δεν αντιμετωπίστηκε αξιοπρεπώς, ενώ εξάλλου έγιναν αναφορές σε πρόσωπα που συγκατοίκησαν μ’ αυτόν. Αποτέλεσμα της εκθέσεως των παραπάνω στοιχείων και υποτίτλων ήταν η επίταση της προσωπικής οδύνης και του

πένθους της μητρός, της αδελφής, του γαμβρού και των ανεψιών του θύματος. Τέλος, η ενασχόληση των εκπομπών τουΣαββατοκύριακου με το ως άνω έγκλημα, σε ώρα παιδικής τηλεθέασης, ήταν ικανή να επιφέρει σοβαρή ηθική βλάβη στους ανηλίκους». Υπό τα δεδομένα αυτά, αφού ελήφθησαν υπόψη οι εξηγήσεις του εκπροσώπου του εν λόγω τηλεοπτικούσταθμού, το υποβληθέν από το σταθμό υπόμνημα, η βαρύτητα της παραβάσεως, το εκ 19% μερίδιο τηλεθέασης που συγκέντρωσε το πρόγραμμα, η εκ 233.979.053 ευρώ διαφημιστική δαπάνη του έτους 2006, το εκ 32.107.234,59 ευρώ ύψος της επένδυσης που είχε πραγματοποιηθεί από τον εν λόγω σταθμό και το γεγονός ότι είχαν επιβληθεί σε βάρος του με διάφορες αποφάσεις των ετών 2002 έως 2008 (συνολικά 63) διάφορες κυρώσεις, επιβλήθηκε κατά πλειοψηφία στην αιτούσα η προαναφερθείσα κύρωση του προστίμου ύψους 60.000 ευρώ.

Επειδή, με το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενο η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 7 παρ. 1 και 9 παρ. 2 του π.δ/τος 77/2003 επέβαλε την επίδικη διοικητική κύρωση. Τούτο, δε, διότι οι επανειλημμένες αναφορές στο γενετήσιοπροσανατολισμό, τις σεξουαλικές προτιμήσεις και την εμπλοκή του εκλιπόντος με τα ναρκωτικά και η χρησιμοποίηση αναλόγου περιεχομένου υποτίτλων και χαρακτηρισμών αφενός στοιχειοθετούσαν παραβίαση του άρθρου 9 παρ. 2 του π.δ/τος 77/2003, κατά την έννοια του οποίου απαιτείται αξιοπρεπής συμπεριφορά έναντι κάθε προσώπου που αναφέρεται σε τηλεοπτική εκπομπή, ανεξαρτήτως του αν βρίσκεται ή όχι στη ζωή, αφετέρου συνιστούσαν αδιάκριτη παρέμβαση σε προσωπικό πόνο και πένθος, η οποία δεν εξαντλείται μόνον στην παρουσίαση σκηνών ή ατόμων σε στιγμές πένθους, οδύνης, απόγνωσης ή αγανάκτησης, περίπτωση η οποία ενδεικτικώς παρατίθεται στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του π.δ/τος 77/2003, αλλά στοιχειοθετείται και με τη χρησιμοποίηση εκφράσεων και λέξεων ικανών να επιδράσουν («παρέμβουν») αρνητικά στον

πόνο και το πένθος των συγγενών ενός θανόντος. Εξάλλου, οανωτέρω τρόπος προβολής του επίμαχου γεγονότος υπερέβαινετο αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού της ενημερώσεως του κοινού επί ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4060/2010). Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη τόσο ως προς τη διαπίστωση της παράβασης των ανωτέρω διατάξεων, όσο και ως προς την επιβληθείσα κύρωση του προστίμου, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον σχετικό λόγο ακυρώσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο μη νομίμως έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το περιεχόμενο των επίμαχων εκπομπών είχε ως αποτέλεσμα την επίταση της προσωπικής οδύνης και του πένθους των συγγενών του δολοφονηθέντος ηθοποιού, διότι ούτε στην κλήση προς παροχή εξηγήσεων, ούτε κατά την διάρκεια της ακροάσεως ενώπιον του Ε.Σ.Ρ. τέθηκε ζήτημα παραβιάσεως της σχετικής διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 2 του π.δ/τος 77/2003, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επίεσφαλμένης προϋπόθεσης, δεδομένου ότι η αιτούσα κλήθηκε να παράσχει εξηγήσεις και εν συνεχεία επιβλήθηκε σε βάροςτης το επίδικο πρόστιμο όχι για παραβίαση της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του π.δ/τος 77/2003, αλλά, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, για παραβίαση της διατάξεως της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου.

Επειδή, εξ άλλου, όπως έχει κριθεί (βλ. Σ.τ.Ε. 554/2003 επτ.), η ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης στοχασμών και η ελευθερία του πληροφορείν και πληροφορείσθαι που κατοχυρώνει το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία μετάδοσης πληροφοριών ή αναπαραστάσεως εικόνων ή σκηνών, που ανάγονται στην προστατευόμενη από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 9παρ. 1 του Συντάγματος απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, στον πυρήνα της οποίας ανήκει προδήλωςκαι η ερωτική τους ζωή. στον πυρήνα αυτό του ιδιωτικού βίου και στον βαθμό που τα στοιχεία που τον συνθέτουν δεν

δημοσιοποιούνται οικειοθελώς, ουδείς (ούτε δημόσια αρχή, ούτε ιδιώτης) επιτρέπεται να διεισδύσει. Επομένως, η μετάδοση πληροφοριών ή εικόνων και σκηνών τέτοιου περιεχομένου (σχετικών δηλαδή με την ιδιωτική ή την ερωτική ζωή και δραστηριότητα ατομικώς και επωνύμως προσδιοριζομένων προσώπων) δεν μπορεί να αποτελέσει θεμιτώς, από συνταγματικής απόψεως, περιεχόμενο του δικαιώματος πληροφορήσεως ή της ελεύθερης εκφράσεως και διαδόσεως των στοχασμών (βλ. Σ.τ.Ε. 3545/2002 επτ.). Πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί η κατά τα ανωτέρω μετάδοση τωνπληροφοριών αυτών να θεωρηθεί ως αντικείμενο του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της πληροφορήσεως, κατά την άσκησή του μέσω των πάσης φύσεως ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, ενόψει και του ότι, κατά το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντ., η λειτουργία των τελευταίων υπάγεται στον άμεσο έλεγχο του κράτους, ο οποίος σκοπεί, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση ποιοτικής στάθμης των εκπομπών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 5040/1987 Ολομ., 2544/1999 επτ.), προς την οποία είναι προδήλως ασυμβίβαστη η μετάδοση εκπομπών, που έχουν ως αντικείμενο την μετάδοση πληροφοριών ή εικόνων σχετικών με τον απαραβίαστο πυρήνα της ιδιωτικής και ειδικότερα με την ερωτική ζωή των ανθρώπων (βλ. ΣτΕ 3545/2002 επτ.). Στην συγκεκριμένη, επομένως, περίπτωση, η μετάδοση από τον τηλεοπτικό σταθμότης αιτούσας εκπομπών, περιεχουσών πληροφορίες σχετικές με την ιδιωτική και ερωτική ζωή του δολοφονηθέντος ηθοποιού, δεν ήταν κατά το Σύνταγμα επιτρεπτή, ο δε λόγοςακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει την κατοχυρούμενη από τα άρθρα 14 και 15του Συντάγματος ελευθερία της πληροφόρησης, καθώς και τη δημοσιογραφική ελευθερία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επειδή, τέλος, κατά το άρθρο 10 της Συμβάσεως της 4.11.1950 «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», κυρωθείσας με τονδ 53/1974 (Α΄ 254), «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις

την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεων πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα κράτη από του να υποβάλωσι ταςεπιχειρήσεις ραδιοφωνίας … ή της τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας. 2. Η άσκησις τωνελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου καιαποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια …την προστασίαν της υπολήψεως ή δικαιωμάτων τρίτων …». Ενόψει της αναγνωριζόμενης από τη Σύμβαση εξουσίας επιβολής κυρώσεων χάριν της προστασίας της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων τρίτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, με το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενο, δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 10 της Σύμβασης, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση (βλ. Σ.τ.Ε. 4044/2008, 554/2003 επτ.).

Δ ι ά τ α ύ τ α

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

ΣΧΟΛΙΟ: Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ

ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ

1.1 Εισαγωγή

Η σχολιαζομένη αναφέρεται στην προστασία της

ιδιωτικής ζωής όπως κατοχυρώνεται συνταγματικά από τα

άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος και στην

ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης στοχασμών και την

ελευθερία του πληροφορείν και πληροφορείσθαι που

κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Η

απόφαση αυτή καθορίζει το περιεχόμενο των δύο ως άνω

δικαιωμάτων οριοθετώντας την ελευθερία της έκφρασης και

διάδοσης στοχασμών και την ελευθερία του πληροφορείν και

πληροφορείσθαι η οποία δεν μπορεί να εξικνείται έως την

μετάδοση πληροφοριών ή εικόνων και σκηνών τέτοιου

περιεχομένου (σχετικών δηλαδή με την ιδιωτική ή την

ερωτική ζωή και δραστηριότητα ατομικώς και επωνύμως

προσδιοριζομένων προσώπων) , που ανάγονται στην

προστατευόμενη από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του

Συντάγματος απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής των

προσώπων, στον πυρήνα της οποίας ανήκει προδήλως και η

ερωτική τους ζωή.

Σύμφωνα με την σχολιαζομένη η κατά τα ανωτέρω

μετάδοση των πληροφοριών αυτών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως

αντικείμενο του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος

της πληροφορήσεως, κατά την άσκησή του μέσω των πάσης

φύσεως ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, ενόψει και του ότι, κατά

το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντ., η λειτουργία των τελευταίων

υπάγεται στον άμεσο έλεγχο του κράτους, ο οποίος σκοπεί,

μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση ποιοτικής στάθμης των

εκπομπών προς την οποία είναι προδήλως ασυμβίβαστη η

μετάδοση εκπομπών, που έχουν ως αντικείμενο την μετάδοση

πληροφοριών ή εικόνων σχετικών με τον απαραβίαστο πυρήνα

της ιδιωτικής και ειδικότερα με την ερωτική ζωή των

ανθρώπων.

Εν προκειμένω οι επανειλημμένες αναφορές στο

γενετήσιο προσανατολισμό, τις σεξουαλικές προτιμήσεις και

την εμπλοκή του εκλιπόντος με τα ναρκωτικά και η

χρησιμοποίηση αναλόγου περιεχομένου υποτίτλων και

χαρακτηρισμών αφενός στοιχειοθετούσαν παραβίαση του

άρθρου 9 παρ. 2 του π.δ/τος 77/2003, κατά την έννοια του

οποίου απαιτείται αξιοπρεπής συμπεριφορά έναντι κάθε

προσώπου που αναφέρεται σε τηλεοπτική εκπομπή,

ανεξαρτήτως του αν βρίσκεται ή όχι στη ζωή, αφετέρου

συνιστούσαν αδιάκριτη παρέμβαση σε προσωπικό πόνο και

πένθος, η οποία δεν εξαντλείται μόνον στην παρουσίαση

σκηνών ή ατόμων σε στιγμές πένθους, οδύνης, απόγνωσης ή

αγανάκτησης, περίπτωση η οποία ενδεικτικώς παρατίθεται

στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του π.δ/τος 77/2003, αλλά

στοιχειοθετείται και με τη χρησιμοποίηση εκφράσεων και

λέξεων ικανών να επιδράσουν («παρέμβουν») αρνητικά στον

πόνο και το πένθος των συγγενών ενός θανόντος.

2. Η σχολιαζομένη υπό το φως του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ

Η προσβαλλόμενη απόφαση, με το ανωτέρω εκτεθέν

περιεχόμενο, δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με το άρθρο 10

της Σύμβασης της 4.11.1950 «δια την προάσπισιν των

δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών».

Συγκεκριμένα το προαναφερόμενο άρθρο της ΕΣΔΑ προστατεύει

την ελευθερία έκφρασης1, δηλαδή κατά, τα στη διάταξη αυτή

αναφερόμενα, την ελευθερία γνώμης, λήψης και μετάδοσης

πληροφοριών ή ιδεών, με την πρόβλεψη, περαιτέρω, πως η

άσκηση της ελευθερίας αυτής είναι δυνατόν να υπαχθεί σε

όρους. Περιορισμούς και κυρώσεις που αποτελούν το

αναγκαίο μέτρο, εκτός των άλλων, για την προστασία της

υπόληψης ή των δικαιωμάτων των τρίτων. Το δικαίωμα της

ελευθερίας της έκφρασης περιλαμβάνει "την ελευθερία της

1 Σχετικά Ρούκουνας Ε. «Διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», σελ. 90-92 και 183-184.

γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή

ιδεών".

Έχει κριθεί, πώς η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί

ένα από τα σπουδαιότερα θεμέλια σε κάθε δημοκρατική

κοινωνία, μία από τις πρωταρχικές προϋποθέσεις για την

εξέλιξη της και την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Είναι

σημαντική όχι μόνο για τις "πληροφορίες" ή "ιδέες" που

γίνονται δεκτές ευνοϊκά ή θεωρούνται αβλαβείς ή

αδιάφορες, αλλά και γι` αυτές που προσκρούουν,

δυσαρεστούν ή ανησυχούν το Κράτος ή ένα οποιοδήποτε μέρος

του πληθυσμού. Αυτό θέλει ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα

και η ευρύτητα πνεύματος χωρίς την οποία δεν υπάρχει

"δημοκρατική κοινωνία"2.

Ειδικότερα, ως προς τον τύπο, είναι βέβαιο, πως η

λειτουργία μιας εφημερίδας συνίσταται στο να δημοσιεύσει

πληροφορίες, ιδέες και σχόλια. Η ελευθερία του τύπου

προσφέρει στην κοινή γνώμη έναν από τους καλύτερους

τρόπους για να γνωρίσει και να κρίνει. Χρειάζεται, όμως

να γίνει προσεκτική διάκριση ανάμεσα σε γεγονότα και

αξιολογικές κρίσεις... για τις αξιολογικές κρίσεις η

απαίτηση για απόδειξη της ακριβείας τους δεν μπορεί να

πραγματοποιηθεί και υπονομεύει την ίδια την ελευθερία της

γνώμης, θεμελιώδες στοιχείο του δικαιώματος που

2 Απόφαση Handyside της 7ης Δεκεμβρίου 1976 Σειρά Aαρ 24 σελ. 23 παρ.

49 δε D GOMIEN, D. HARRIS. L. ZWAAK: Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των

Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και

Πρακτική μτφρ. Εφη Τσατσαρέλη Παπαζήση. Αθήναι 2001 σελ. 433

προστατεύεται από το άρθρο 10 της Σύμβασης3. Άλλωστε, ο

ρόλος του τύπου, ως προστάτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,

είναι ζωτικός στην λειτουργία της δημοκρατίας. Η

ανεμπόδιστη λειτουργία του τύπου εγγυάται την υγιή

λειτουργία της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων των πολιτών

για πληροφόρηση και την ανεμπόδιστη διακίνηση των ιδεών4

Όπως έχει ήδη κρίνει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων

Προσωπικού Χαρακτήρα5 το δικαίωμα για την προστασία της

ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 παρ. 1 Συντ.) και των προσωπικών

δεδομένων (άρθρο 9Α Συντ.) συχνά συγκρούεται με την

ελευθερία της έκφρασης και ειδικότερα του Τύπου να

ενημερώνει το κοινό, καθώς και με το δικαίωμα στην

πληροφόρηση (άρθρο 14 παρ. 1 και 2 και άρθρο 5Α Συντ.).

Από το Σύνταγμα δεν προκύπτει in abstracto επικράτηση του

ενός ατομικού δικαιώματος επί του άλλου. Ως εκ τούτου,

πρέπει να γίνεται μία ad hoc στάθμιση των αντιτιθέμενων

συμφερόντων κατά τις αρχές της πρακτικής αρμονίας και3 Απόφαση Lingens της 8ης Ιουλίου 1986 Σειρά Α` αρ. 103 σελ. 28 παρ. 46 σε όπ. παρ. σελ. 449.4 Sunday Times v.UK (No1 ) A30 (1979).2 EHRR 245 para 65 PC, Sunday

Times vUK (No2) A 217 (1991) 14 EHRR 229 para 50 PC, Jersild

v.Denmark A. 298 19 EHRR 1 Para 35, Goodwin v.UK 1996-II. 23 EHRR 123

para 39 GC. Vides Aisavrzibas Klubs v. Lithuania, Judgment of 27 May

2004, para 24.Ozgur Radgo-Ses Radjo Televizyon Vapim Ve Tauitim AS v

Turkey hudoc (2006) para 78, News Verlags Gm 3 Hand Co KGV v. Austria

2000-1.31 EHRR 246 para 56 βλ. Για τα παραπάνω Yonaka Arai σε Oboyle

and Warbrick: Law of the Eyropean Convention on Human Rights Oxford

University Press, New York 2009.

5 βλ. ενδεικτικά τις με αριθ. 63/2010, 53/2004, 25/2005,26/2007,58/2007,17/2008 και 18/2008 αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.) με τέτοιον τρόπο,

ώστε τα προστατευόμενα αγαθά (αφενός η ελευθερία της

έκφρασης και του Τύπου και το δικαίωμα στην πληροφόρηση

και αφετέρου το δικαίωμα στην προστασία της ιδιωτικής

ζωής και στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό) να διατηρήσουν

την κανονιστική τους εμβέλεια.

3. Η νομολογιακή αντιμετώπιση της ελευθερίας της

έκφρασης και του δικαιώματος πληροφόρησης σε στάθμιση με

το δικαίωμα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής.

Η αρχή της στάθμισης εφαρμόζεται κατά την πάγια

νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού

Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Σύμφωνα

με την αρχή αυτή τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν καθήκον

να ενημερώνουν το κοινό για υποθέσεις και θέματα γενικού

ενδιαφέροντος και αντίστοιχα το κοινό έχει δικαίωμα να

ενημερώνεται για τα ζητήματα αυτά. Εφόσον πρόκειται για

πρόσωπα της δημόσιας ζωής ή θέματα δημοσίου

ενδιαφέροντος, η ανάγκη ενημέρωσης του κοινού καθίσταται

περισσότερο έντονη. Για το λόγο αυτό το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει

καταρχήν το ρόλο των δημοσιογράφων ως δημόσιων φρουρών

("public watchdogs"), ήτοι αποδέχεται την ελεγκτική

λειτουργία του Τύπου, η οποία καλύπτει τη δυνατότητα του

να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα με τη δημοσιοποίηση και

δημόσια κριτική τους6

6 βλ. ιδίως, απόφαση ΕΔΔΑ, υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας,27.5.2004, Prager & Oberschlink κατά Αυστρίας, 26.4.1995

Η Οδηγία 95/46/ΕΚ αναφέρεται ρητά στην ελευθερία της

έκφρασης και της πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται στο

άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (βλ. σκέψη 37 του προοιμίου της), το

οποίο σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ κατοχυρώνει την

ελευθερία της δημοσιογραφικής πληροφόρησης. Τα κράτη μέλη

πρέπει να προβλέπουν τις κατάλληλες εξαιρέσεις ή

παρεκκλίσεις από την προστασία των προσωπικών δεδομένων,

προκειμένου τα μέσα ενημέρωσης να επιτελούν το «θεσμικό»

τους ρόλο σε μια δημοκρατική κοινωνία, ώστε να

συνυπάρχουν, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, αφενός τα

δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και του πληροφοριακού

αυτοκαθορισμού και αφετέρου της ελευθερίας της έκφρασης

και της πληροφόρησης. Η εξασφάλιση της ελευθερίας της

έκφρασης και συνακόλουθα του Τύπου, δικαιολογεί

παρεκκλίσεις από την προστασία των προσωπικών δεδομένων,

αλλά μόνο εντός των ορίων που καθορίζονται από την αρχή

της αναλογικότητας7

Όπως προαναφέρθηκε το δικαίωμα για την προστασία της

ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 παρ. 1 Συντ.) και των προσωπικών

δεδομένων (άρθρο 9Α Συντ.) συχνά συγκρούεται με την

ελευθερία της έκφρασης και ειδικότερα του Τύπου να

ενημερώνει το κοινό, καθώς και με το δικαίωμα στην

πληροφόρηση (άρθρο 14 παρ. 1 και 2 και άρθρο 5Α Συντ.)

και τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να σταθμίζουν τα

αντικρουόμενα δικαιώματα υπό το πρίσμα της αρχής της

7 βλ. Σύσταση 1/97 σχετικά με τη νομοθεσία για την προστασία των

δεδομένων και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Ομάδας Εργασίας του

άρθρου 29 της ως άνω Οδηγίας

αναλογικότητας ώστε οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί να είναι

θεμιτοί χωρίς να θίγεται ο πυρήνας των περιοριζομένων

δικαιωμάτων.

Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση με αριθμό 1337/2013

ΣΤΕ (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) είναι θεμιτοί περιορισμοί στην

άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν και του

δικαιώματος στην πληροφόρηση προκειμένου να προστατευθεί

η επιλογή του γενετήσιου προσανατολισμού. Η προβολή σε

τηλεοπτική εκπομπή μαγνητοφωνημένης τηλεφωνικής

συνδιάλεξης με αντικείμενο την ερωτική ζωή προσώπου

συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Είναι νόμιμη η

μετάδοση πληροφοριών σχετικά με την ερωτική ζωή και τις

ερωτικές προτιμήσεις προσώπου κατέχοντος δημόσιο αξίωμα,

όπως μητροπολίτη, όταν η μεταδοση αυτή είναι λιτή χωρίς

να είναι δραματοποιημένη.

Ειδικότερα εδώ το δικαστήριο έκρινε ότι με τις

διατάξεις του άρθρου 14 του Συντάγματος, καθώς και με τις

διατάξεις του άρθρου 10 της Συμβάσεως της Ρώμης της

4.11.1950, κατοχυρώνεται αφενός μεν το δικαίωμα του τύπου

(δυνάμει δε του άρθρου 15 του Συντάγματος και της

ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης) να πληροφορεί το κοινό,

αφετέρου δε, εν όψει και του άρθρου 5 Α παρ. 1 του

Συντάγματος, το δικαίωμα κάθε πολίτη να πληροφορείται και

να ενημερώνεται τακτικά και ελεύθερα για κάθε πολιτικό

και κοινωνικό εν γένει θέμα που τον ενδιαφέρει,

συμπεριλαμβανομένης της δραστηριότητας των κρατικών αρχών

και οργάνων. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού τελεί

υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των γενικών ισχυόντων

κανόνων δικαίου της κειμένης νομοθεσίας, στους οποίους

περιλαμβάνονται και εκείνοι που κατοχυρώνουν δικαιώματα

και ελευθερίες άλλων προσώπων. Η εφαρμογή των τελευταίων

αυτών κανόνων μπορεί, επομένως, να δικαιολογήσει την

επιβολή των περιορισμών στην άσκηση των ανωτέρω

δικαιωμάτων, τούτο όμως υπό την προϋπόθεση ότι οι

περιορισμοί αυτοί παρίστανται, ενόψει και της αρχής της

αναλογικότητος, η οποία κατοχυρώνεται από τη διάταξη του

άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος, ως απολύτως αναγκαίοι

για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των

τρίτων.

Ενόψει των ανωτέρω, περιορισμοί στην άσκηση του

δικαιώματος του πληροφορείν και του δικαιώματος στην

πληροφόρηση μπορούν να δικαιολογηθούν προδήλως για την

προστασία της αξίας των ανθρώπων, της προσωπικότητας των

ατόμων και της ερωτικής τους ζωής και δη της επιλογής του

γενετήσιου προσανατολισμού τους, η οποία ανήκει στον

πυρήνα της απαραβίαστης σφαίρας της ιδιωτικής ζωής των

προσώπων. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του

άρθρου 15 του Συντάγματος, η λειτουργία των

ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, αποτελούσα αντικείμενο εντόνου

κρατικού ενδιαφέροντος, ανάγεται σε θέμα γενικότερου

δημοσίου συμφέροντος, το οποίο συνθέτουν οι αναγραφόμενοι

στη διάταξη αυτή στόχοι, όπως είναι η αντικειμενική και

με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων και η

διασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των εκπομπών προς την

κατεύθυνση της κοινωνικής και πολιτιστικής αναπτύξεως της

Χώρας. Εκδήλωση αυτού του ενδιαφέροντος αποτελεί η

περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή ρήτρα ότι η ραδιοφωνία

και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους.

Ο έλεγχος αυτός υπερβαίνει, ως προς την έκταση και το

περιεχόμενο, την έννοια της κρατικής εποπτείας και

επιτρέπει την επέμβαση του Κράτους στη λειτουργία των

σταθμών8

Η προβολή σε τηλεοπτική εκπομπή μαγνητοφωνημένης

τηλεφωνικής συνδιάλεξης με αντικείμενο την ερωτική ζωή

προσώπου τίνος και δή την επιλογή του γενετήσιου

προσανατολισμού του συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής ζωής,

ο σεβασμός της οποίας κατοχυρώνεται από τη διάταξη του

άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. και άρθρο 8 παρ.1

της ΕΣΔΑ), και στην οποία εμπεριέχεται και το δικαίωμα

του κάθε ατόμου να επιλέγει τον γενετήσιο προσανατολισμό

του. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, η ελευθερία του

πληροφορείν και του πληροφορείσθαι δεν περιλαμβάνει και

την ελευθερία μεταδόσεως πληροφοριών που ανάγονται στις

ερωτικές προτιμήσεις των προσώπων, πεδίο το οποίο

περιλαμβάνεται στον πυρήνα της προστατευόμενης και

απαραβίαστης από τον οποιονδήποτε τρίτο, σφαίρας της

ιδιωτικής τους ζωής. Τούτο δε εν όψει και του ότι,

σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, η

λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών υπάγονται στον

άμεσο έλεγχο του Κράτους, ο οποίος σκοπεί, μεταξύ άλλων,

στην εξασφάλιση ποιοτικής στάθμης των μεταδιδόμενων

8 βλ.ΣτΕ 553/2003, 1386/2004, 253/2006, 3335/2007, 113/2009, 1213/2010 Ολομ.

εκπομπών, προς την οποία είναι προδήλως ασυμβίβαστες

εκπομπές με αντικείμενο τη μετάδοση πληροφοριών σχετικών

με τον απαραβίαστο πυρήνα της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων

και, ειδικότερα, των εκδηλώσεων της ερωτικής τους ζωής.

Ζήτημα υποχωρήσεως της προστασίας της προσωπικότητος και

της ιδιωτικής ζωής σε σχέση με την ελευθερία της έκφρασης

και της πληροφόρησης του κοινού τίθεται μόνον στην

περίπτωση που υφίσταται δικαιολογημένο δημόσιο συμφέρον

το οποίο επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των σχετικών

πληροφοριών, εν όψει και της ρητώς προβλεπομένης στη

διάταξη του άρθρου δευτέρου του π.δ/τος 77/2003 αρχής της

σταθμίσεως, η οποία επιβάλλει την έρευνα από το Εθνικό

Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και τελικώς, από τον ακυρωτικό

δικαστή περί του εάν το αντικείμενο της δημοσιογραφικής

έρευνας αφορούσε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος το οποίο

απασχόλησε σοβαρώς το ευρύ κοινό, η δε μετάδοση των

συγκεκριμένων πληροφοριών συνέβαλε σημαντικά στη σχετική

δημόσια συζήτηση. Τούτο δε διότι η προστασία του

ιδιωτικού βίου των προσώπων που κατέχουν δημόσιο αξίωμα,

όπως είναι οι Μητροπολίτες, δεν μπορεί να κατοχυρώνεται

σε απόλυτο βαθμό, όπως ισχύει για τους ιδιώτες, τα δε

όρια της κριτικής και, αντίστοιχα, η ανοχή που πρέπει να

επιδεικνύουν τα ανωτέρω πρόσωπα στην κριτική αυτή πρέπει

να είναι μεγαλύτερη από αυτή που πρέπει να απαιτείται από

τους απλούς πολίτες. Ομως, και στην τελευταία αυτή

περίπτωση, η μετάδοση πληροφοριών σχετικά με

δραστηριότητα σχετιζόμενη με την ερωτική ζωή και τις

ερωτικές προτιμήσεις προσώπου κατέχοντος δημόσιο αξίωμα

πρέπει να γίνεται με τρόπο λιτό (και όχι

δραματοποιημένο), με την απλή μετάδοση της σχετικής

ειδήσεως ή πληροφορίας, να αποβλέπει δε στην ενημέρωση

του κοινού και όχι στο σκανδαλισμό της κοινής γνώμης και

στον εξευτελισμό και διασυρμό της προσωπικότητος, καθώς

και στην προσβολή της αξιοπρέπειας του ανωτέρω προσώπου,

η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας

που υλοποιείται με την επιβολή από το Εθνικό Συμβούλιο

Ραδιοτηλεόρασης των προβλεπομένων από το άρθρο 4 παρ. 1

του ν. 2328/1995 διοικητικών κυρώσεων.

Εν προκειμένω το Δικαστήριο στηλιτεύει τον τρόπο

μετάδοσης της παρουσίασης που υπερβαίνει την αρχή της

αναλογικότητας, διότι η αυτούσια παρουσίαση της αισχράς

συνομιλίας καθώς και ο δραματοποιημένος τρόπος μεταδόσεως

της (ηχητική αναπαραγωγή και οπτική απεικόνιση), υπερέβη

προδήλως το αναγκαίο για την ενημέρωση της κοινής γνώμης

μέτρο σε ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος όπως ενδεχομένως

θα ήταν αφενός μεν η ανάδειξη της διαφθοράς που τυχόν

επικρατεί στους κόλπους της Εκκλησίας, αφετέρου δε η

αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο οι ανώτατοι κληρικοί

εκμεταλλεύονται τα προνόμια που τους παρέχει η θέση τους

προκειμένου να επιτύχουν την προαγωγή του ερωτικού τους

βίου. Τούτο δε διότι η μετάδοση αυτούσιας της ως άνω

αισχράς συνομιλίας δεν παρίστατο ως αναγκαία για την

παρουσίαση της ειδήσεως περί της επιλογής του ανωτέρω

Μητροπολίτη, ο ιδιωτικός βίος του οποίου, ως ερρέθη, δεν

κατοχυρώνεται σε απόλυτο βαθμό, να ακολουθήσει τον

συγκεκριμένο γενετήσιο προσανατολισμό, καθόσον προς τούτο

θα αρκούσε η απλή μετάδοση της ως άνω πληροφορίας.

Συνεπώς, η μετάδοση αυτή απέβλεπε πρωτίστως στον

εξευτελισμό της προσωπικότητας του ανωτέρω Μητροπολίτη

και στο σκανδαλισμό της κοινής γνώμης και, κατ’

ακολουθία, συνιστά αφενός μεν ευθεία προσβολή της

αξιοπρέπειας του ατόμου της οποίας η προστασία αποτελεί

σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του

Συντάγματος, πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, αφετέρου

δε παραβίαση της υποχρεώσεως σεβασμού της ιδιωτικής ζωής

του Μητροπολίτη και ειδικότερα, της ερωτικής του ζωής

στον πυρήνα της οποίας ουδείς επιτρέπεται να διεισδύσει,

ενώ με τη μετάδοση αυτούσιου του ανωτέρω διαλόγου σε

απογευματινή ώρα κατά τη διάρκεια του κεντρικού δελτίου

ειδήσεων του σταθμού, υφίστατο σφοδρή πιθανότητα να

προκληθεί σοβαρή βλάβη στην πνευματική και ηθική ανάπτυξη

των ανηλίκων, οι οποίοι τυχόν θα παρακολουθούσαν την

ένδικη εκπομπή.

Επίσης κατά το άρθρο 6 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α. (κυρ. Ν.Δ.

52/1974), "Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι

τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως

της ενοχής του". Κατά το άρθρο δε 10 παρ.1 της ιδίας

συμβάσεως: "Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν

εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν

γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως

πληροφοριών ή ιδεών άνευ επεμβάσεως των δημοσίων αρχών

και ασχέτως συνόρων". Το δικαίωμα, όμως τούτο υπόκειται,

σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ (και 19 παρ.3 του

Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα

-κυρ. ν.2462/1997), σε περιορισμούς και κυρώσεις, που

προβλέπονται από το νόμο και αποσκοπούν, εκτός άλλων,

στην προστασία της υπολήψεως και των δικαιωμάτων τρίτων.

Από τις διατάξεις αυτές της Ε.Σ.Δ.Α. συνάγεται, ότι η

πληροφόρηση της κοινής γνώμης πρέπει να γίνεται με όλες

τις επιφυλάξεις, με διακριτικότητα και με σεβασμό του

τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου.

Με τις ως άνω αρχικώς παρατεθείσες διατάξεις του

Συντάγματος και της ΕΣΔΑ θεσπίζεται το δικαίωμα της

ελεύθερης εκδηλώσεως της σκέψεως και της γνώμης, οι

διατάξεις δε αυτές έχουν εφαρμογή και επί των προσώπων

που ευρίσκονται σε ηθελημένη σχέση εξουσιάσεως προς το

κράτος και, επομένως, και επί των στρατιωτικών υπαλλήλων.

Ως προς την άσκηση δε του δικαιώματος αυτού από τους

δημοσίους υπαλλήλους και, ειδικότερα, τους στρατιωτικούς,

είναι ανεκτοί όχι μόνον οι γενικοί περιορισμοί τους

οποίους ο νόμος (ιδίως δε ο ποινικός) επιβάλλει σε κάθε

πολίτη, αλλά επί πλέον και οι ειδικότεροι περιορισμοί οι

οποίοι δικαιολογούνται από τη φύση της υπαλληλικής

σχέσεως και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν,

προκειμένου δε περί των στρατιωτικών υπαλλήλων και από το

ειδικό καθεστώς πειθαρχίας το οποίο τους διέπει. Πάντως,

οι ειδικοί αυτοί περιορισμοί δεν μπορούν να θεσπισθούν,

εφόσον με αυτούς αναιρείται στην ουσία το ατομικό αυτό

δικαίωμα και η αναγνωριζόμενη, γενικώς, έκταση της

εφαρμογής του. Τέτοιο δε ανεπίτρεπτο περιορισμό συνιστά

και η θέσπιση διατάξεως κατά την οποία εξαρτάται η άσκηση

του δικαιώματος αυτού από τους δημοσίους υπαλλήλους,

μεταξύ των οποίων και οι στρατιωτικοί, από την

προηγούμενη άδεια της προϊσταμένης ή άλλης αρχής,

δεδομένου ότι σε περίπτωση αρνήσεως της αρχής για την

παροχή της αδείας καθίσταται ανενεργό το βασικό για την

έννοια της δημοκρατίας ατομικό αυτό δικαίωμα (βλ. Σ.τ.Ε.

573/2005, 251/2001, 1048/1975, 780/1981 κ.α. Πρβλ.

επίσης, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ

και επί στρατιωτικών, Ευρ. Δικ. Δικ. Α απόφαση της

19.12.1994, VEREINIGUNG DEMOKRATISCHER SOLDATEN

OSTERREICHS και GUBI κατά Αυστρίας, και απόφαση της

25.11.1997, Γρηγοριάδης κατά Ελλάδος). Κατ` ακολουθίαν

τούτων, οι διατάξεις του άρθρου 6 του π.δ/τος 538/1989 οι

οποίες απαγορεύουν στους αστυνομικούς τη δημοσίευση

δηλώσεως ή γνώμης στον τύπο ή άλλο μέσο χωρίς άδεια των

προϊσταμένων τους και συνιστούν ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα

σε περίπτωση παραβάσεως τους, είναι ανίσχυρες γιατί

αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 14 του Συντάγματος

και του άρθρου 10 της Σύμβασης της Ρώμης (βλ. Σ.τ.Ε

251/2001 και πρβλ Σ.Τ.Ε. 573/2005, 2217/1986, 1802/1986

κ.α.).

4. Η διαπλασθείσα ευρωπαϊκή νομολογία σχετικά με το

άρθρο 10 της ΕΣΔΑ

Κατά το ΕΔΔΑ οι περιορισμοί του δικαιώματος του

άρθρου 10 της ΕΣΔΑ πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Κατά την

11-10/2007 ΕΔΔΑ (Αρ. Πρ. 28504/05)9 απόφαση η προσφεύγουσα

καταδικάστηκε από τα ποινικά δικαστήρια επειδή

δημοσιοποίησε στον τύπο την περιπέτεια με την υγεία της9 ΝΟΒ 2007/2227

και της επιβλήθηκε στερητική της ελευθερίας ποινή, που

είναι δυσανάλογη, αφού δεν υφίσταται σχέση αναλογικότητας

μεταξύ του περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης και του

επιδιωκόμενου σκοπού. Δεν επαρκούσε για την καταδίκη το

εύλογο συμφέρον της προστασίας της υπόληψης και της

προσωπικότητας του ιατρού που εμπλεκόταν. Καταδίκη της

Ελλάδας για παράβαση των άρθρων 6 παρ. 1 και 10 της ΕΣΔΑ

και επιδίκαση αποζημίωσης για ηθική βλάβη10.

Στην υπόθεση Sunday Times, η βρετανική εφημερίδα είχε

δημοσιευτεί το 1972 άρθρο σχετικά με την παραγωγή του

φαρμάκου θαλιδομίδη, στο οποίο αποκάλυπτε ότι η χρήση

αυτού του ηρεμιστικού από γυναίκες σε κατάσταση

εγκυμοσύνης προκαλούσε τη γέννηση ανάπηρων παιδιών. Το

δημοσίευμα που κατήγγειλε για εγκληματική αδιαφορία τους

ερευνητές και τους υπεύθυνους της κατασκευάστριας

βρετανικής εταιρίας, προκάλεσε έντονη ανησυχία στην

παγκόσμια κοινή γνώμη και παρέμβαση της εισαγγελικής

αρχής. Ενώ συνεχίζονταν οι ανακρίσεις, οι Sunday Times

δημοσίευσαν και δεύτερο άρθρο πάνω στο ζήτημα αυτό, παρά

το γεγονός ότι η κατασκευάστρια εταιρία ζήτησε και πέτυχε

πρωτοδίκως, κατ’ έφεση και από το Ανώτατο Δικαστήριο (τη

Βουλή των Λόρδων) απαγόρευση (injunction) δημοσιεύσεως του

δεύτερου άρθρου. Η απαγόρευση διατάχθηκε με το αιτιολογικό

ότι αφού είχε ήδη επιληφθεί η δικαιοσύνη, το δημοσίευμα θα

επέτεινε την αναστάτωση της κοινής γνώμης και θα

αποτελούσε προσβολή κατά του δικαστηρίου (Contempt of

Court). Ο συντάκτης της εφημερίδας προσέφυγε στην ΕΕΔΑ.

10Σχόλιο Βασίλη Κ. Χειρδάρη στο ΝοΒ 2007/2236

Η επιτροπή διαπίστωσε πως το δημοσίευμα δεν

περιοριζόταν στη μετάδοση πληροφοριών ως προς τις

υποχρεώσεις της κατασκευάστριας εταιρείας απέναντι στο

κοινό, αλλά περιείχε και ουσιαστικές κρίσεις για τι μεγάλο

ηθικό και κοινωνικό πρόβλημα και τις ευθύνες που

προέκυπταν προς κάθε κατεύθυνση. Ομόφωνα η ΕΕΔΑ δέχτηκε

ότι τα δύο αυτά στοιχεία (πληροφορίες και κρίσεις)

εντάσσονται στην ελευθερία της εκφράσεως που κατοχυρώνει

το άρθρο 10 παρ.1 ΕΣΔΑ. Η Επιτροπή διχάσθηκε όμως (με

ψήφους 8 προς 5) στο εάν η απαγόρευση δημοσιεύσεως ήταν

δικαιολογημένη από τη σκοπιά του άρθρου 10 παρ. 2. Κατά

την πλειοψηφία η απαγόρευση δεν ήταν δικαιολογημένη,

επειδή κατά την εποχή της δημοσιεύσεως δεν υπήρχε εν

εξελίξει διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων, η ανάκριση

βρισκόταν σε προκαταρκτική φάση και γίνονταν προσπάθειες

εξώδικου διακανονισμού, οπότε με τη δημοσίευση δεν υπήρχε

κίνδυνος επηρεασμού του δικαστηρίου. Αντίθετα η μειοψηφία

της ΕΕΔΑ έλαβε υπόψη τον τρόπο παρουσίασης του θέματος από

την εφημερίδα και θεώρησε ότι σε σχέση προς την έννοια της

«δημοκρατικής κοινωνίας», ήταν εύλογο να παρεμβληθεί η

δικαστική απαγόρευση.

Το Δικαστήριο με ισχνή πλειοψηφία (11 προς 9)

επιβεβαίωσε τη γνώμη της Επιτροπής. Το Δικαστήριο

συμφώνησε κατά πρώτο λόγο στο ότι η απαγόρευση

δημοσιεύσεως αποτελούσε παρέμβαση στην ελευθερία της

εκφράσεως κατ’ άρθρο 10 παρ. 1. Ακολούθως υπενθύμισε πως

ορισμένες διατάξεις της Συμβάσεως, όπως εκείνη του άρθρου

10 παρ. 2 επιφυλάσσουν υπέρ του κράτους «περιθώριο

εκτιμήσεως», το οποίο, όμως, υπόκειται στον έλεγχο των

οργάνων της Συμβάσεως. Εξέτασε λεπτομερώς κατά πόσο η

απαγόρευση δημοσιεύσεως βασιζόταν στον νόμο και αποτελούσε

ενέργεια αναγκαία σε μια «δημοκρατική κοινωνία» κατ’ άρθρο

10 παρ. 2. Διαπίστωσε ότι πράγματι η ενέργεια των

δικαστικών αρχών βασιζόταν στον άγραφο θεσμό της Contempt

of Court του αγγλοσαξωνικού δικαίου, θεσμό που αποβλέπει

στην εξασφάλιση του κύρους και του ανεπηρέαστου της

δικαιοσύνης. Ως προς το συσχετισμό της απαγορεύσεως με την

κλίμακα αξιών της «δημοκρατικής κοινωνίας», το ΕΔΔΑ έλαβε

υπόψη την έκταση της απαγορεύσεως, τον μετριοπαθή

χαρακτήρα του δημοσιεύματος, το ευρύτατο δημόσιο διάλογο

που προκάλεσε η είδηση περί συσχετισμού χρήσεως

θαλιδομίδης και γεννήσεως ανάπηρων παιδιών. Έκρινε λοιπόν,

πως οι βρετανικές αρχές, που επικαλέσθηκαν σύγκρουση

μεταξύ δύο δημοσίων αγαθών, της ελευθερίας της εκφράσεως

και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, δεν μπόρεσαν να

αποδείξουν ότι η απαγόρευση δημοσιεύσεως «αναλογούσε προς

τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό» κατ’ άρθρο 10 παρ. 2.

Στην υπόθεση Bafrod v. Denmark (Δ 1989) δανός

δημοσιογράφος δημοσίευσε άρθρο επικριτικό αποφάσεως σε

διένεξη μεταξύ ιδιώτη και δημοσίου που εκδόθηκε από

τριμελές δικαστήριο, του οποίου τα δύο μέλη δεν

προέρχονταν από το δικαστικό σώμα, αλλά ήταν δημόσιοι

υπάλληλοι. Στο άρθρο ο δημοσιογράφος υποστήριξε πως έπρεπε

να περιμένει κανείς ότι τα δύο μέλη του δικαστηρίου, ως

υπάλληλοι, θα ψήφιζαν υπέρ του δημοσίου. Ο δημοσιογράφος

μηνύθηκε και καταδικάσθηκε για προσβολή της δικαιοσύνης,

παρά το γεγονός ότι κρίθηκε πως οι δύο δημόσιοι υπάλληλοι

έπρεπε να απέχουν της συνθέσεως του δικαστηρίου. Το ΕΔΔΑ

δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10. Η ερμηνεία του

άρθρου 10 έγινε από πλευράς οργάνων της Συμβάσεως με

προφανή στόχο την εξασφάλιση όσο το δυνατό μεγαλυτέρου

περιθωρίου δράσεως στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αλλά πέρα

από ορισμένο όριο, τα ίδια όργανα της Συμβάσεως

εμφανίζονται αποφασισμένα να διαφυλάξουν τα δικαιώματα του

πλησίον και το κύρος της δικαιοσύνης. Το ΕΔΔΑ διακρίνει

μεταξύ της οργανώσεως της δικαιοσύνης και εξυβρίσεως των

δικαστικών. Στη δεύτερη περίπτωση δεν τίθεται θέμα

προστασίας της ελευθερίας της εκφράσεως του εξυβρίζοντος.

Τρεις άλλες χαρακτηριστικές πρόσφατες υποθέσεις

αναφέρονται στα όρια της κριτικής δια των μέσων μαζικής

ενημέρωσης. Στην υπόθεση Demicoli v Malta (Δ 1991)

δημοσιογράφος χαρακτήρισε σε σατυρική εφημερίδα ένα

βουλευτή «κλόουν του κοινοβουλίου». Δικάστηκε από το

κοινοβούλιο της Μάλτας και καταδικάστηκε σε πρόστιμο. Το

ΕΔΔΑ έκρινε ότι το κοινοβούλιο δεν είναι δικαστήριο με την

έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 και καταδίκασε τη Μάλτα.

Ανεξάρτητα από το παράδοξο και το παράνομο της εκδικάσεως

ποινικής υποθέσεως τρίτου από το κοινοβούλιο, αυτή η

ιστορία μοιάζει σε εμάς σαν να έρχεται από άλλο πλανήτη,

αφού, στη χώρα μας συστηματικά εθιζόμαστε να

χαρακτηρίζουμε χωρίς συνέπειες, όπως θέλουμε όποιον δεν

μας αρέσει. Η κατάσταση αυτή, κατά την οποία όλοι θεωρούν

ότι μπορούν να ορίζουν την ελευθερία της εκφράσεως όλων,

μπορεί να οδηγήσει σε επιβλαβή για την κοινωνία μας

αποτελέσματα.

Στην υπόθεση Lingens v Austria (Δ 1986)

δημοσιογράφος, λαμβάνοντας υπόψη συγκεκριμένα γεγονότα,

αποκάλεσε τον αυστριακό καγκελάριο Bruno Kreiski «ανήθικο,

ανάξιο και φτηνό οπορτουνιστή». Καταδικάστηκε από τα

αυστριακά δικαστήρια για δυσφήμιση. Το ΕΔΔΑ τόνισε κατά

πρώτο λόγο ότι ο δημοσιογράφος, κατά την άσκηση του

επαγγέλματός του, οφείλει να επικαλείται γεγονότα αληθή,

αλλά οι αξιολογικές κρίσεις δεν επιδέχονται απόδειξη. Αν

ένα νομικό σύστημα απαιτεί τέτοια απόδειξη, τότε αυτό

αντίκειται στην ελευθερία της εκφράσεως: «Ο τύπος έχει

αποστολή να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες περί των

πολιτικών πραγμάτων και το κοινό έχει το δικαίωμα να τις

λαμβάνει. Η ελευθερία του τύπου αποτελεί ένα από τα

καλύτερα μέσα για τη διαπίστωση και τον σχηματισμό γνώμης

πάνω στις ιδέες και τη συμπεριφορά των πολιτικών.

Γενικότερα η ελευθερία του πολιτικού διαλόγου βρίσκεται

στη βάση της έννοιας της δημοκρατικής κοινωνίας που

διαχέεται σε ολόκληρη τη Σύμβαση. Κατά συνέπεια τα όρια

της ανεκτής κριτικής είναι ευρύτερα για τον πολιτικό παρά

για τον ιδιώτη. Αντίθετα προς τον τελευταίο, ο πρώτος

αναπόφευκτα και εν γνώσει του είναι εκτεθειμένος σε στενό

έλεγχο και κατά συνέπεια πρέπει να επιδεικνύει μεγαλύτερο

βαθμό ανοχής. Αναμφίβολα το άρθρο 10 παρ. 2 επιτρέπει να

προστατεύεται η φήμη όλων των ατόμων, περιλαμβανομένων των

πολιτικών, ακόμη και όταν ενεργούν ιδιωτικώς, αλλά στην

περίπτωση αυτή η προστασία πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση

προς το συμφέρον της ανοιχτής συζητήσεως πολιτικών

θεμάτων.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε αυτή τη συλλογιστική σε δύο ακόμη

υποθέσεις καταδίκης δημοσιογράφων (Oberschlick v Spain,

1992), όπου ο δημοσιογράφος είχε καταδικασθεί, γιατί

άσκησε οξύτατη κριτική κατά των αρχών που δεν κατορθώνουν

να συλλάβουν τους ενόχους τρομοκρατικών ενεργειών βάσκους

αυτονομιστές, το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι η ελευθερία της

εκφράσεως περιλαμβάνει επίσης πληροφορίες και ιδέες που

προκαλούν, ταράζουν ή αναστατώνουν (information and ideas

that offend, shock or disturb). Τέλος το άρθρο 10 δεν

αποκλείει την προληπτική λογοκρισία. Στις υποθέσεις

Observer, Guardian v U.K (Δ 1991) και Sunday Times v. U.K

(Δ 1991) το ΕΔΔΑ σημειώνει πως η αιτιολογία και η διάρκεια

της προληπτικής απαγορεύσεως κρίνονται κατά περίπτωση,

γιατί αλλιώς η είδηση ως «αναλώσιμο είδος» με την

παρέλευση του χρόνου χάνει την αξία της. Οι πρόσφυγες

αφορούσαν στην απαγόρευση δημοσιεύσεως στη Βρετανία

αποσπασμάτων του βιβλίου Spycatcher, το οποίο αναφερόταν

σε δραστηριότητες της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας. Το

ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος σε μια

δημοκρατική κοινωνία είναι δυνατή τέτοια απαγόρευση, αλλά

αφού το επίμαχο βιβλίο δημοσιεύτηκε στο μεταξύ στις

Η.Π.Α., η συνέχιση της απαγορεύσεως στη Βρετανία

συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 10.

Σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία του ΕΣΔΑ για το άρθρο

10 στην Υπόθεση Karatepe κατά Τουρκίας (απόφαση 31 Ιουλίου

2007 - προσφυγή με αρ. 41551/98 – επικύρωση καταδίκης

ισλαμιστή δημάρχου σε ένα χρόνο φυλάκιση από τουρκικό

δικαστήριο):«Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η ανεκτικότητα και ο

σεβασμός της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπινων όντων αποτελούν το

θεμέλιο μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας. Προκύπτει κατά

συνέπεια πως μπορεί να κριθεί αναγκαίο στις δημοκρατικές κοινωνίες να

τιμωρείται αν όχι και να εμποδίζεται κάθε μορφή έκφρασης που διαδίδει,

προκαλεί, προωθεί ή δικαιολογεί το μίσος βασισμένο στη μισαλλοδοξία

(περιλαμβανόμενης και της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας), αρκεί να

εξασφαλίζεται πως οι ‘διατυπώσεις,’ ‘όροι,’ ‘περιορισμοί,’ ή ‘κυρώσεις’ που

επιβάλλονται είναι ανάλογες προς το νόμιμο στόχο που επιδιώκεται…

Ειδικότερα, καλώντας τους πολίτες να διατηρούν ‘τη δυστροπία, τη

μνησικακία, το μίσος που έχουν’ κατά ενός άλλου τμήματος του πληθυσμού, ο

προσφεύγων δεν δικαιούτο να επικαλεσθεί το προνόμιο της ελευθερίας της

έκφρασης».

Επιπροσθέτως σύμφωνα με την Υπόθεση Κατράμη κατά

Ελλάδας (απόφαση 6 Δεκεμβρίου 2007 - προσφυγή με αρ.

19331/05 – καταδίκη Ελλάδας για παραβίαση Άρθρου 10 λόγω

ποινικής καταδίκης από ελληνικό δικαστήριο): «Το Δικαστήριο

εκτιμά ότι μία ποινή φυλακίσεως η οποία επιβάλλεται για αδίκημα το οποίο

ετελέσθη στον τομέα του Τύπου, είναι συμβατή με την ελευθερία της

δημοσιογραφικής εκφράσεως, την οποία εγγυάται το άρθρο 10 της

Συμβάσεως, μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις, και ειδικότερα όταν έχουν

βάναυσα θιγεί άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως, π.χ., στην περίπτωση

λόγου ο οποίος προωθεί το μίσος ή τη βία.»11

Το άρθρο 10 ερμηνεύεται ως λειτουργικό στοιχείο της

ανοικτής και πλουραλιστικής κοινωνίας, περιλαμβανομένου

του δικαιώματος εκφράσεως γνώμης των διαφόρων κοινωνικών11 Επίσημη μετάφραση από ΝΣΚ στην http://www.nsk.gr/edad/ee447.pdf

μειοψηφιών. Οι ιδέες όμως διαχωρίζονται από τις πράξεις

που αποβλέπουν στην καταστροφή της κοινωνίας (Arrowsmith,

E. 1978). Τέλος το άρθρο 10 εξασφαλίζει το δικαίωμα

απαντήσεως δια των μέσων ενημερώσεως12.

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η σχολιαζομένη απόφαση αποτελεί μία ακόμα ασπίδα

προστασίας της απαραβίαστης σφαίρας της ιδιωτικής ζωής

που αποτελεί τον πυρήνα του δικαιώματος στην

προσωπικότητα και το ανώτατο όριο πέραν του οποίου δεν

μπορεί να τεθεί κανενός είδους περιορισμός, διότι αυτός

δεν θα είναι θεμιτός αλλά θα αποτελεί ανεπίτρεπτη

προσβολή του ως άνω συνταγματικού δικαιώματος. Σύμφωνα με

την σχολιαζομένη ζήτημα υποχωρήσεως της προστασίας της

προσωπικότητος και της ιδιωτικής ζωής σε σχέση με την

ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης του κοινού

τίθεται μόνον στην περίπτωση που υφίσταται δικαιολογημένο

δημόσιο συμφέρον και μόνον τότε, κάτι το οποίο δεν

συμβαίνει στην επίδικη περίπτωση.

  ΚΑΤΕΡΙΝΑ Γ. ΤΣΙΡΟΒΑΣΙΛΗ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Υπ. Διδάκτωρ Νομικής

[email protected]

12 Βλ. Ρούκουνα Ε. «Διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», σελ. 184-191.