Η τριμερής διάκριση των εισφορών στην Ιδιωτική...

40
Η τριμερής διάκριση των εισφορών στην Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία Ιωάννης Ε. Λιναρίτης ΔΝ, Δικηγόρος, ΜΒΑ (ΙΒF) I. Εισαγωγικά: Το περιβάλλον της ΙΚΕ «Πείραμα προσεκτικό, ελληνικού σχεδιασμού, στην πορεία για την ανανέωση του εταιρικού δικαίου» 1 , η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία εντυπωσιάζει τον ερμη- νευτή του δικαίου πρώτα απόλα με την πολυεπίπεδη διάρθρωση των εισφορών της. Η διάκριση μεταξύ κεφαλαιακών, εξωκεφαλαιακών και εγγυητικών εισφορών που προβλέπονται για τη συμμετοχή των εταίρων της αποτελεί μάλλον τη σημαντι- κότερη καινοτομία του (κεφαλαίου του) νόμου για την ΙΚΕ, όπως αναγνωρίζεται και στην αιτιολογική έκθεση 2 . Οι συνέπειές της είναι καθοριστικές, τόσο για τη φύ- ση του συγκεκριμένου εταιρικού τύπου, όσο και ως προς την εξέλιξη γενικότερων θεσμών του εμπορικού δικαίου, όπως παρουσιάζεται στη συνέχεια. Πριν από την εξέταση, ωστόσο, των χαρακτηριστικών κάθε είδους εισφορών και των ζητημάτων που θέτει η συνύπαρξή τους, είναι αναγκαία μια σύντομη-εισαγωγική ματιά στις συνθήκες του επιχειρηματικού και νομικού περιβάλλοντος όπου καλείται η ΙΚΕ να επιλεγεί από τους συναλλασσόμενους και εξυπηρετήσει την επαγγελματική εταιρι- κή δράση τους. Γίνεται λόγος για τις μικρομεσαίες (ΜμΕ) και ιδιαίτερα για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (micro-enterprises) 3 , οι οποίες αποτελούν την καρδιά όχι μόνο 1. Βλ. Περάκη, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία: «Η εταιρία του 1 ευρώ» και η προστασία των δανειστών, Συνηγ 2012, 14 τον ίδιο, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία: Η νέα εταιρική μορφή, 2012, 4επ. 2. Παραπομπές στην αιτιολογική έκθεση και σε άρθρα χωρίς μνεία νόμου στη συνέχεια του κειμένου, αναφέρονται στο Ν. 4072/2012. 3. Στο δίκαιο της ΕΕ ως μικρομεσαίες επιχειρήσεις (SME) νοούνται όσες απασχολούν μέχρι 250 άτομα και έχουν είτε σύνολο ενεργητικού χαμηλότερο των 27 εκατ. €, είτε ετήσιο κύκλο εργα- σιών χαμηλότερο των 40 εκατ. € (βλ. Σύσταση 2003/361/ΕΚ σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και πράξεις περί αναπτυξιακών προγραμμάτων), στο πεδίο των οποίων έχει εκτιμηθεί ότι εμπίπτει το 99% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Στη χώρα μας, κατά τον ΕΟΜΜΕΧ θεωρούνται μικρομεσαίες επιχειρήσεις όσες απασχολούν μέχρι 100 άτομα, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος σε ειδικές περιπτώσεις κρίνει ως μικρομεσαίες, επιχει- ρήσεις με μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών έως 2,5 εκατ. €. Βλ. α.α. Ματσατσίνη/Γρηγορούδη/Βαλά- ντη/Ζοπουνίδη, Ανάπτυξη και λειτουργία μικρομεσαίων επιχειρήσεων, 2010, 13επ., Κανελλό- πουλο, Διοίκηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επιχειρηματικότητα, 1994, 10επ..

Transcript of Η τριμερής διάκριση των εισφορών στην Ιδιωτική...

Η τριμερής διάκριση των εισφορών

στην Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία

Ιωάννης Ε. Λιναρίτης

ΔΝ, Δικηγόρος, ΜΒΑ (ΙΒF)

I. Εισαγωγικά: Το περιβάλλον της ΙΚΕ

«Πείραμα προσεκτικό, ελληνικού σχεδιασμού, στην πορεία για την ανανέωση του εταιρικού δικαίου»1, η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία εντυπωσιάζει τον ερμη-νευτή του δικαίου πρώτα απ’ όλα με την πολυεπίπεδη διάρθρωση των εισφορών της. Η διάκριση μεταξύ κεφαλαιακών, εξωκεφαλαιακών και εγγυητικών εισφορών που προβλέπονται για τη συμμετοχή των εταίρων της αποτελεί μάλλον τη σημαντι-κότερη καινοτομία του (κεφαλαίου του) νόμου για την ΙΚΕ, όπως αναγνωρίζεται και στην αιτιολογική έκθεση2. Οι συνέπειές της είναι καθοριστικές, τόσο για τη φύ-ση του συγκεκριμένου εταιρικού τύπου, όσο και ως προς την εξέλιξη γενικότερων θεσμών του εμπορικού δικαίου, όπως παρουσιάζεται στη συνέχεια. Πριν από την εξέταση, ωστόσο, των χαρακτηριστικών κάθε είδους εισφορών και των ζητημάτων που θέτει η συνύπαρξή τους, είναι αναγκαία μια σύντομη-εισαγωγική ματιά στις συνθήκες του επιχειρηματικού και νομικού περιβάλλοντος όπου καλείται η ΙΚΕ να επιλεγεί από τους συναλλασσόμενους και εξυπηρετήσει την επαγγελματική εταιρι-κή δράση τους. Γίνεται λόγος για τις μικρομεσαίες (ΜμΕ) και ιδιαίτερα για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (micro-enterprises)3, οι οποίες αποτελούν την καρδιά όχι μόνο

1. Βλ. Περάκη, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία: «Η εταιρία του 1 ευρώ» και η προστασία των

δανειστών, Συνηγ 2012, 14 τον ίδιο, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία: Η νέα εταιρική μορφή,

2012, 4επ.

2. Παραπομπές στην αιτιολογική έκθεση και σε άρθρα χωρίς μνεία νόμου στη συνέχεια του

κειμένου, αναφέρονται στο Ν. 4072/2012.

3. Στο δίκαιο της ΕΕ ως μικρομεσαίες επιχειρήσεις (SME) νοούνται όσες απασχολούν μέχρι 250

άτομα και έχουν είτε σύνολο ενεργητικού χαμηλότερο των 27 εκατ. €, είτε ετήσιο κύκλο εργα-

σιών χαμηλότερο των 40 εκατ. € (βλ. Σύσταση 2003/361/ΕΚ σχετικά με τον ορισμό των πολύ

μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και πράξεις περί αναπτυξιακών προγραμμάτων),

στο πεδίο των οποίων έχει εκτιμηθεί ότι εμπίπτει το 99% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Στη

χώρα μας, κατά τον ΕΟΜΜΕΧ θεωρούνται μικρομεσαίες επιχειρήσεις όσες απασχολούν μέχρι 100 άτομα, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος σε ειδικές περιπτώσεις κρίνει ως μικρομεσαίες, επιχει-ρήσεις με μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών έως 2,5 εκατ. €. Βλ. α.α. Ματσατσίνη/Γρηγορούδη/Βαλά-ντη/Ζοπουνίδη, Ανάπτυξη και λειτουργία μικρομεσαίων επιχειρήσεων, 2010, 13επ., Κανελλό-πουλο, Διοίκηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επιχειρηματικότητα, 1994, 10επ..

50 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

της ελληνικής αλλά της ευρωπαϊκής οικονομίας, και μάλιστα του ευρωπαϊκού κοι-νωνικού μοντέλου4.

1. Το χρηματοοικονομικό και επιχειρηματικό μοντέλο ΜμΕ

και τα αιτήματα όσον αφορά στις εισφορές

Επιχειρώντας αρκετά απλουστευμένη προσέγγιση των οικονομικών συνθη-κών των περισσότερων ΜμΕ, μπορούν πράγματι να διαπιστωθούν ορισμένα κοι-νά χαρακτηριστικά των επιχειρηματικών σχεδίων τους, ιδίως όσον αφορά ορισμέ-νες κατευθυντήριες παραδοχές του χρηματοοικονομικού υποδείγματος (Financial Model) που φαίνεται να ακολουθούν. Πρόκειται για επιχειρήσεις με χαμηλές πάγι-ες επενδύσεις, σύντομο χρόνο ανάκτησης κεφαλαίων, υψηλούς δείκτες περιθωρί-ου κέρδους και αποδοτικότητας, εάν ευοδωθούν οι προσδοκίες του εγχειρήματος. Παρόλα αυτά αναλαμβάνουν υψηλό επιχειρηματικό κίνδυνο, λόγω μη εδραιωμέ-νης θέσης στην αγορά, μειωμένης ανθεκτικότητας σε συνθήκες χαμηλής ζήτησης ή έντασης ανταγωνισμού, ώστε οι σύγχρονοι επιχειρηματίες σπάνια εμφανίζονται πρόθυμοι για απεριόριστη ανάληψή του.

Αντί οικονομιών κλίμακας και μαζικής τυποποίησης προϊόντων, η ανταγω-νιστική θέση των ΜμΕ στηρίζεται στη διαφοροποίηση και ποιότητα υπηρεσιών, αξιοποίηση «κυψελών» της αγοράς (market niches) και εξειδικευμένων μεθόδων προσέλκυσης πελατών, στοχευμένη διαφήμιση/marketing κα. Ιδιαίτερη σπουδαι-ότητα διαδραματίζει ο ανθρώπινος παράγοντας (ικανότητες και δεξιότητες επιχει-ρηματιών και προσωπικού), η καινοτομία και προσαρμοστικότητα στις εξελίξεις. Τέτοιες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται δυναμικά στον κλάδο υπηρεσιών αυξη-μένης προστιθέμενης αξίας5.

Όπως επιβεβαιώνεται από εμπειρικές μελέτες6, οι ΜμΕ δυσκολεύονται στην εξεύρεση εξωτερικής χρηματοδότησης, ιδίως κατά την αρχική περίοδο λειτουργίας όπου τεκμηριώνονται και οι περισσότερες χρηματοδοτικές ανάγκες τους. Οι τράπε-ζες εμφανίζονται απρόθυμες να αναλάβουν τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο, ελ-

4. Πρβλ. α.α. Verheugen, Ανακοίνωση Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ενοποίηση πολιτικών Ε.Ε.

υπέρ ΜμΕ, 11/11/2005. Σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι ΜμΕ αποτελούν μοχλό ανά-

πτυξης λόγω της δημιουργίας και συντήρησης θέσεων εργασίας σε μεγαλύτερο βαθμό από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο των ευρωπαϊκών ΜμΕ, το 2008 οι ΜμΕ

στην Ε.Ε. απασχολούσαν το 67% του συνόλου των εργαζομένων, εξ αυτών δε συντριπτικό πο-

σοστό (σχεδόν οι 9 στις 10) αποτελούν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (έως 10 εργαζόμενους με ετή-

σιο κύκλο εργασιών ή σύνολο ενεργητικού χαμηλότερο των 2 εκατ. ευρώ).

5. Ζοπουνίδης, Χρηματοοικονομική στρατηγική μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, 2000,

23επ. μ.π.π.

6. α.α. Έκδοση Ο.Ο.Σ.Α., The SME Financing gap, 2004, 34επ., Binks/Ennew, Growing firms and

the credit constraint, Small Business Economics 1996, 19επ. μ.π.π.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 51

λείψει ιστορικού κερδοφόρων οικονομικών χρήσεων και διαθέσιμων εμπράγμα-των εξασφαλίσεων. Το ενδιαφέρον των αγορών κεφαλαίου και επιχειρήσεων ven-ture capital αποθαρρύνεται από το χαμηλό μέγεθος επενδυτικής συμμετοχής σε ΜμΕ (συγκριτικά με εναλλακτικές επενδύσεις), το συναλλακτικό κόστος παρακο-λούθησης των εταιρικών πραγμάτων και την αμελητέα επιρροή των οικονομικών αποτελεσμάτων τους στην απόδοση των συνολικών υπό διαχείριση κεφαλαίων.

Οι ανωτέρω παρατηρήσεις ήδη παραπέμπουν σε ορισμένα ζητούμενα, για το νέο εταιρικό τύπο που φιλοδοξεί να διευκολύνει την ανάπτυξη ΜμΕ. Θα πρέπει κατ’ αρχάς να ενθαρρύνει τη συσσώρευση πόρων και φιλόδοξων καινοτόμων δυ-νάμεων, προσφέροντας καθεστώς περιορισμένης ευθύνης έναντι των πιστωτών της επιχείρησης σε όσους εταίρους το επιθυμούν. Σε συνθήκες έλλειψης ρευστότη-τας και επενδυτικής απραξίας, ενδείκνυται να διευκολύνει την εσωτερική χρηματο-δότηση, άλλως την ενίσχυση της πιστοληπτικής ικανότητάς της εταιρίας, χωρίς δυ-σανάλογους περιορισμούς και με χαμηλό συναλλακτικό κόστος. Περαιτέρω, καλεί-ται να ενθαρρύνει την αυτόνομη επαγγελματική οργάνωση με προέλκυση ικανών συνεργατών, από τη μια μεριά, και φερέγγυων επιχειρηματιών (όχι κατ’ ανάγκην κεφαλαιούχων) από την άλλη, παρέχοντας κίνητρα για τη συνεργασία με αναλογι-κά δίκαιη συμμετοχή τους στα επιχειρηματικά κέρδη.

2. O ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών δικαίων ως προς τον κατάλληλο

εταιρικό τύπο ΜμΕ και ως προς τη διευκόλυνση εταιρικών εισφορών

Την τελευταία δεκαετία έλαβαν χώρα στον ευρωπαϊκό χώρο σημαντικές πρωτο-βουλίες μεταρρύθμισης των εθνικών κανόνων εταιρικού δικαίου, προκειμένου, να εξυπηρετηθούν οι επιχειρηματικές ανάγκες ΜμΕ. Καταλύτες θεωρείται ότι αποτέ-λεσαν κατεξοχήν η νομολογία του ΔΕΚ σχετικά με την ελεύθερη εγκατάσταση των εταιριών στην Ένωση και η πανευρωπαϊκή διείσδυση του εταιρικού τύπου της αγ-γλικής private company limited by shares7. Πολλά κράτη της ηπειρωτικής Ευρώ-

7. Βλ. α.α. Παμπούκη παρατ. ΕπισκΕΔ 2003, 1029, Τζουγανάτο, Ελευθερία εγκατάστασης νομικών

προσώπων κατά τα άρθρα 52, 58 ΣυνθΕΟΚ και εταιρικό Διεθνές Δίκαιο, ΝοΒ 1994, 14επ., Κα-ραγκουνίδη, Αναγνώριση και εγκατάσταση κεφαλαιουχικών εταιριών στον κοινοτικό χώρο υπό

το πρίσμα της κοινοτικής και της ελληνικής έννομης τάξης, ΕλλΔνη 2005, 1315, Κατσά, Η αμοι-βαία αναγνώριση κοινοτικών νομικών προσώπων και η συνάρθρωσή της με το εθνικό ιδιωτι-κό διεθνές δίκαιο. Η διασυνοριακή μεταφορά έδρας κοινοτικών νομικών προσώπων υπό το

φως της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΚ στις υποθέσεις Centros, Uberseering και Inspire Art,

ΔΕΕ 2004, 1115, αναλ. για τις συνθήκες ίδρυσης της private limited company (με καθορι-στικά πλεονεκτήματα την έλλειψη ελάχιστου νόμιμου εταιρικού κεφαλαίου, την απλοποιημέ-νη, φθηνή διαδικασία σύστασης και την καθιέρωση της αγγλικής γλώσσας στο διεθνές εμπό-

ριο) Παπαδημόπουλο, Πρόταση για μια μεταρρύθμιση του δικαίου της ΕΠΕ, ΔΕΕ 2008, 782επ.

μ.π.π., Heinz, Die englische Limited: Eine Darstellung des Gesellschafts- und Steuerrechts mit

Gesetzesauszügen und Mustern, 2004, 24επ., αλλά και Περάκη, εισαγ. σε ΔικΕΠΕ, ο.π., 47 για

52 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

πης προχώρησαν σε ριζικές νομοθετικές μεταβολές του δικαίου για τις εταιρίες πε-ριορισμένης ευθύνης, είτε με αναμόρφωση της σχετικής νομοθεσίας, είτε με ει-σαγωγή απλοποιημένης εταιρικής μορφής8. Παράλληλα, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης διαμορφώθηκε πρόταση Κανονισμού για την εισαγωγή νέου τύπου Ευ-ρωπαϊκής Ιδιωτικής Εταιρίας9, στο πλαίσιο δέσμης μέτρων για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων των ΜμΕ στην ενιαία αγορά και βελτίωση των επιδόσεών τους10.

Βασική κατεύθυνση των ανωτέρω πρωτοβουλιών υπήρξε η κατάργηση, άλλως δραστική μείωση του νομίμου εταιρικού κεφαλαίου, σε αρκετές δε περιπτώσεις η απλοποίηση της σύστασης και η ευελιξία της εταιρίας, ακόμη και ως προς τη συ-γκέντρωση εταιρικών εισφορών. Ως προς τον τύπο εταιριών για ΜμΕ, η θεωρη-τική αντιπαράθεση για τη χρησιμότητα του θεσμού του ελάχιστου νομίμου κεφα-λαίου, ως μηχανισμού προστασίας των εταιρικών δανειστών, ή βιωσιμότητας της εταιρίας ή ως εχέγγυου σοβαρότητας της επιχειρηματικής προσπάθειας, διεθνώς φαίνεται ότι κρίθηκε υπέρ των αμφισβητιών του11. Περαιτέρω, αυξάνονται εθνικές

την έλλειψη απόλυτης αντιστοιχίας της (private limited company) με τις ΕΠΕ των κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης.

8. Παπαδημόπουλος, ο.π., 784επ. μ.π.π., Μιχαλόπουλο, Η αμφισβητούμενη χρησιμότητα του νομί-μου εταιρικού κεφαλαίου στο γαλλικό παράδειγμα της ΕΠΕ, ΔΕΕ 2004, 725, Fastrich, Neues

vom deutschen GmbH-Recht: Die Unternehmergesellschaft (haftungbeschränkt), τ.τ. Ν. Ρό-

κα, 2012, 1235.

9. Βλ. COM (2008) 396 και τροποποιήσεις του με ψήφισμα Ε.Κ. της 10.3.2009, Σουφλερό, Προ-

οπτικές του κοινοτικού εταιρικού δικαίου, Πρακτικά 18ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Εμπορικού

Δικαίου (Τάσεις και προοπτικές του δικαίου της ΑΕ) 2008, 307επ., Παπαδημόπουλο, Η ευρω-

παϊκή ιδιωτική εταιρία, ΧρΙΔ 2009, 90επ., Σινανιώτη-Μαρούδη, Η ευρωπαϊκή ιδιωτική εταιρία:

Δικαιοπολιτική και νομοθετική προσέγγιση, τ.τ. Ν. Ρόκα, 903επ.

10. Tο αρχικό σχέδιο Κανονισμού προέβλεπε ελάχιστο κεφάλαιο ενός ευρώ, αναγνωρίζοντας προβάδισμα στη συμβατική ελευθερία και διευκόλυνση των ιδρυτών κατά τη σύσταση

και λειτουργία της Ε.Ι.Ε. Με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προτάθηκε τροποποίηση, ώστε η δυνατότητα τόσο χαμηλού εταιρικού κεφαλαίου να εξαρτάται από

ύπαρξη καταστατικής δήλωσης φερεγγυότητας από ορισμένο εκτελεστικό διευθυντικό όργανο

της εταιρίας, αλλιώς το εταιρικό κεφάλαιο θα πρέπει να ανέρχεται σε τουλάχιστον 8.000 ευρώ.

Ως προς τις εταιρικές εισφορές δεν επιβάλλονται νομοθετικοί περιορισμοί. Στην αιτιολογική

έκθεση του σχεδίου τονίζεται ότι οι ιδρυτές είναι ελεύθεροι να αποφασίζουν με καταστατική

ρύθμιση ποιά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υπηρεσίες κα. δέχονται ως εισφορά έναντι μετοχών, καθώς και το χρόνο καταβολής τους.

11. Πρβλ. α.α. Τριανταφυλλάκη, Το κεφάλαιο και οι μεταβολές του στην ΑΕ, 2012, 11επ., 31,

40επ., Vervessos, Legal capital in european and greek company law, τ.τ. Ν. Ρόκα, 134επ., Ar-

mour, Legal capital: An outdated concept in Eidenmüller/Schön, The law and economics of

creditor protection, 2008, 5επ., πρόβλεψη εταιριών με περιορισμό ευθύνης και κεφάλαιο

1 ευρώ στη Γαλλία, Γερμανία α.α. τροποποιήσεις νόμου περί SARL Cozian/Viandier/Deboissy,

Droit des societés, 2009, Fastrich, ο.π., 1235, διαδοχικές αναθεωρήσεις ορίου νομίμου κε-

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 53

ρυθμίσεις που διευκολύνουν την απόκτηση εταιρικής συμμετοχής και παρέχουν στους ιδρυτές μεγαλύτερη ευχέρεια ως προς τη διαμόρφωση των κατ’ ιδίαν οικο-νομικών όρων συμμετοχής, μέσω της εταιρικής σύμβασης.

ΙΙ. Η τριμερής διάκριση των εισφορών στην Ιδιωτική Κεφαλαιου-

χική Εταιρία

1. Ο σχεδιασμός της ΙΚΕ ως «κεφαλαιουχικής» εταιρίας και οι ιδιαιτερότητές του

Βασική επιλογή του έλληνα νομοθέτη υπήρξε ο σχεδιασμός του νέου εταιρικού τύπου ως «κεφαλαιουχικής» εταιρίας, αντίληψη που αποτυπώθηκε και στον τίτλο της. Πράγματι, η ΙΚΕ είναι υποχρεωτικό να διαθέτει κεφάλαιο, συγκεκριμένα είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα τουλάχιστον εταιρικό μερίδιο που να εκπροσωπεί κεφα-λαιακή εισφορά12. Αντίστοιχα, για τις υποχρεώσεις της εταιρίας ευθύνεται καταρ-χήν μόνο η ίδια με την περιουσία της13.

Ωστόσο, η ένταξη της ΙΚΕ στην κατηγορία των κεφαλαιουχικών εταιριών τε-λεί υπό τρεις πολύ σημαντικές ιδιαιτερότητες, που υπαγορεύθηκαν ακριβώς από τις συνθήκες του οικονομικού περιβάλλοντος των ΜμΕ, ιδίως μικρών και πολύ μι-κρών επιχειρήσεων, τις οποίες καλείται να εξυπηρετήσει. Πρώτον, η ΙΚΕ διαθέ-τει μεν υποχρεωτικώς κεφάλαιο, ωστόσο αυτό αρκεί να ανέρχεται στο συμβολι-κό ποσό του 1 ευρώ. Κατ’ αποτέλεσμα, ουδείς περιορισμός επιβάλλεται στους εταί-ρους ως προς την κεφαλαιακή συνδρομή που παρέχουν στην εταιρία κατά το στά-διο της ίδρυσής της. Δεύτερον, η κατά νόμο αναγκαιότητα κεφαλαίου στην ΙΚΕ δεν αποκλείει τη δυνατότητα συμμετοχής εταίρων που είναι διατεθειμένοι να αναλά-βουν υποχρεώσεις μη δεκτικές (αντικειμενικής) χρηματικής αποτίμησης έναντι της εταιρίας. Τρίτον, ο περιορισμός ευθύνης των εταίρων τελεί υπό ειδική εξαίρεση, ήτοι επιφυλάσσεται δυνατότητα ανάληψης προσωπικής ευθύνης, εκ μέρους ορι-σμένων, για τα εταιρικά χρέη.

φαλαίου ΕΠΕ σε ιδιαίτερα χαμηλό ύψος στα περισσότερα κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων

και στη χώρα μας, καθιστώντας προφανώς ανέφικτη την ευόδωση των θεωρητικών σκοπών

του νομίμου κεφαλαίου, Dornseifer, Corporate business forms in Europe: A compadium of

public and limited companies in Europe, 2005 μ.π.π. και για την υποβάθμιση της σημασίας των λειτουργιών του κεφαλαίου ακόμη και στην ΑΕ Ρόκα, Η διεθνοποίηση του δικαίου της ΑΕ,

ΕΕμπΔ 2005, 17επ., Περάκη, Νεότερες αντιλήψεις για το εταιρικό κεφάλαιο σε συλλ. έργο: Κ.

Παμπούκης, 45 χρόνια επιστημονικής παρουσίας, 2006, 31, 34 μ.π.π.

12. Άρθρο 77 παρ. 5, 43 παρ. 3.

13. Άρθρο 43 παρ. 2 όπου και ρητή εξαίρεση για την ατομική ευθύνη των εταίρων που

συμμετέχουν με εγγυητικές εισφορές κατά το άρθρο 79.

54 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Συνέπεια των ανωτέρω κρίσιμων ιδιαιτεροτήτων είναι η εννοιολογική αποσύν-δεση του κεφαλαίου από την συμμετοχή στην ΙΚΕ, και εντεύθεν η άμβλυνση του ρόλου που το κεφάλαιο διαδραματίζει παραδοσιακά στη ρύθμιση των σχέσεων με-ταξύ των εταίρων κεφαλαιουχικών εταιριών. Στην ιδιωτική κεφαλαιουχική εται-ρία, η συμμετοχή λαμβάνει χώρα με την απόκτηση εταιρικών μεριδίων14. Το πο-σοστό της συμμετοχής προσδιορίζεται από την αναλογία των κατεχόμενων μερι-δίων στο σύνολο των υφισταμένων. Ωστόσο, τα μερίδια δεν ανάγονται αποκλει-στικά στο κεφάλαιο της ΙΚΕ (όπως συμβαίνει με τις μετοχές και τα μερίδια των ΑΕ και ΕΠΕ, αντίστοιχα), αλλά σε ένα ευρύτερο οικονομικό μέγεθος, ήτοι στην αξία του συνόλου των εταιρικών εισφορών (βλ. χάριν παραδείγματος τη σύνθεση εισφορών και την κατανομή εταιρικών μεριδίων ΙΚΕ στον ακόλουθο Πίνακα). Εταιρικά μερί-δια αποκτώνται και για εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές.

Καθιερώνονται η αρχή της αναλογίας μεταξύ του αριθμού των μεριδίων και της αξίας της εισφοράς ως προς την οποία αντιστοιχούν, και ο κανόνας συμμε-τοχής των εταίρων στα διανεμόμενα κέρδη και στο προϊόν εκκαθάρισης ανάλογα προς τον αριθμό των μεριδίων τους, ανεξαρτήτως είδους εισφοράς15. Η ονομαστι-

14. Βλ. άρθρο 75 σύμφωνα με το οποίο τα εταιρικά μερίδια δεν μπορούν να παρασταθούν με μετοχές ή άλλο αξιόγραφο, είναι ίσης ονομαστικής αξίας ανεξαρτήτως είδους εισφοράς στην

οποία αντιστοιχούν, ύψους τουλάχιστον 1 ευρώ.

15. Βλ. άρθρα 76 παρ. 3 και 100 παρ. 4 εδ. α’ που μπορούν να ιδωθούν και ως έκφανση της αρ-

χής της ισότητας στο δίκαιο της ΙΚΕ, υπό την έννοια ότι, παρά την αναγκαιότητα κεφαλαια-

κής εισφοράς, δεν αποδίδεται καταρχήν οικονομικό προβάδισμα σε κανένα από τα τρία εί-δη εισφορών έναντι των υπολοίπων. Κατ’ εξαίρεση, με καταστατική ρήτρα επιτρέπεται να προ-

βλεφθεί διαφοροποιημένη μεταχείριση, είτε με βάση το είδος εισφοράς, είτε για άλλους λό-

γους, μεταξύ των εταίρων ως προς τη συμμετοχή τους στα κέρδη ή στο προϊόν εκκαθάρισης για χρόνο όμως που δεν μπορεί να υπερβαίνει τη δεκαετία (άρθρο 100 παρ. 4 εδ, β’). Πρβλ.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 55

κή αξία κάθε μεριδίου (τουλάχιστον 1 ευρώ) καθορίζεται ελεύθερα από τους εταί-ρους, ωστόσο ο νόμος προϋποθέτει ορισμένη αυτοτέλεια μεριδίων στο μέτρο που δεν επιτρέπεται εκπροσώπηση διαφορετικών ειδών εισφορών από το ίδιο εταιρι-κό μερίδιο, έστω και αν προέρχονται από τον ίδιο εταίρο16.

2. Οι κεφαλαιακές εισφορές

α. Ειδοποιά χαρακτηριστικά

Οι κεφαλαιακές εισφορές σχηματίζουν το κεφάλαιο της ΙΚΕ. Λαμβάνουν τη μορφή είτε χρηματικής εισφοράς, είτε εισφοράς είδους. Λογικό επακόλουθο της δυνατότητας χαμηλότατου ύψους κεφαλαίου είναι ότι οι εταίροι δεν υπέχουν υπο-χρέωση ελάχιστης αναλογίας μετρητών χρημάτων έναντι εισφορών είδους στο κε-φάλαιο της ΙΚΕ17. Όσον αφορά την εμβέλεια εισφορών σε είδος, ισχύουν οι προ-βλέψεις του δικαίου της α.ε. Κατ’ αποτέλεσμα, κεφαλαιακή εισφορά είδους μπο-ρεί να αποτελέσει περιουσιακό στοιχείο ενεργητικού που μπορεί να τύχει χρημα-τικής αποτίμησης, κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 5 Κ.Ν. 2190/1920. Εξαι-ρούνται απαιτήσεις που απορρέουν από ανειλημμένη υποχρέωση εργασίας ή πα-ροχής υπηρεσιών18. Συνεπώς, μπορεί να συσταθεί ΙΚΕ αποκλειστικά με εισφορά αποτιμητών δικαιωμάτων λ.χ. εμπράγματα δικαιώματα, απαιτήσεις έναντι τρίτων, δικαιώματα βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, επιχείρηση, στα οποία περι-λαμβάνεται κατά την ορθότερη γνώμη και το δικαίωμα χρήσης πραγμάτων, ακινή-των ή κινητών, και άυλων αγαθών19.

Αντωνόπουλο, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, 2012, 105, και για την αναγνώριση της αρχής της ισότητας ως γενικής αρχής του εταιρικού δικαίου Παμπούκη, Δίκαιο εμπορικών εταιριών,

1979, 207επ.

16. Βλ. άρθρο 76 παρ. 2 εδ. β’, και κατωτ. υπό IV 2 για τα πλεονεκτήματα διακριτών εταιρικών

μεριδίων προς αντιπροσώπευση ακόμη και ομοειδών εισφορών.

17. Πρβλ. άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 3190/1955 που προβλέπει υποχρεωτική καταβολή ημίσεος ελάχιστου νομίμου κεφαλαίου σε μετρητά. Οι κεφαλαιακές εισφορές καταβάλλονται ολοσχερώς κατά τη σύσταση της ΙΚΕ, βλ. Αντωνόπουλο, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, 116

και για τις συνέπειες μη προσήκουσας καταβολής τον ίδιο, Δίκαιο ΑΕ και ΕΠΕ, 2012, αρ.

40επ.

18. Βλ. α.α. Βερβεσό σε ΔικΑΕ γ’ εκδ., άρθρο 8, 25, Αλεξανδρίδου, Δίκαιο εμπορικών εταιριών,

2009, Λιακόπουλο, In fraudem legis εισφορές σε είδος στην αύξηση κεφαλαίου α.ε., Από την

αστική στην κεφαλαιουχική εταιρία, 2000, 67επ. και κατωτ. υπό ΙΙ 3.

19. Βλ. Παμπούκη, Δίκαιο ανώνυμης εταιρίας, τ. Β’, 1994, 80, 81 και σημ. 16 μ.π.π. με επιχειρήματα εξ αντιδιαστολής από το γράμμα των εξαιρέσεων του άρθρου 8 παρ. 5 Κ.Ν.

2190/1920, όσο και κατεξοχήν από την εγγύτητα των σχετικών δικαιωμάτων προς το

ενεργητικό του ισολογισμού, Κοκκίνη, ΔικΑΕ β’ εκδ. άρθρο 8, 150. Πρβλ. Λιακόπουλο, Ελαττωματική α.ε. – εισφορά ακινήτου κατά χρήση, Ζητήματα εμπορικού δικαίου IV, 1997,

109επ.

56 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Η αποτίμηση εισφορών είδους στην ΙΚΕ λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τα άρ-θρα 9 και 9α Κ.Ν. 2190/1920. Αποτίμηση δεν απαιτείται αν η αξία της εισφο-ράς, κατά το καταστατικό ή την απόφαση αύξησης κεφαλαίου, δεν υπερβαίνει τις 5.000 ευρώ20. Οι προβλέψεις του νόμου διευκολύνουν τη δράση ΜμΕ, που συχνά ξεκινούν με παραχώρηση χρήσης πραγμάτων ή δικαιωμάτων εκμετάλλευσης άυ-λων αγαθών εκ μέρους ορισμένων εταίρων. Οι κεφαλαιακές εισφορές καταβάλλο-νται ολοσχερώς κατά τη σύσταση ή αύξηση κεφαλαίου, και με ευθύνη του διαχει-ριστή υπόκεινται σε δημοσιότητα. Παράλληλα, παρέχεται καταστατική δυνατότητα για «εγκεκριμένο κεφάλαιο» (authorised capital), ήτοι πρόβλεψης για αύξηση των κεφαλαιακών εισφορών η οποία τελεί υπό ορισμένη προθεσμία ή αίρεση και δε-σμεύει καταρχήν όλους τους εταίρους για συμμετοχή σε αυτή21.

β. Ο θεσμικός ρόλος του κεφαλαίου στην ΙΚΕ

Χωρίς να παραγνωρίζεται η ισοδυναμία μεταξύ των διαθέσιμων ειδών εισφο-ρών, κατά την άποψη του γράφοντος η κεφαλαιακή εισφορά στην ΙΚΕ δεν είναι απλώς νομικά αναγκαία προκειμένου για τη σύσταση και λειτουργία της. Ούτε ταυ-τίζεται με τον αντίστοιχο, μοναδικό τρόπο κεφαλαιοδότησης των ΑΕ και ΕΠΕ. Η πρόβλεψή της δεν έχει μάλλον στόχο τη διάσωση των προσχημάτων ως προς τον κεφαλαιουχικό χαρακτήρα της νέας εταιρικής μορφής22, αλλά φαίνεται ότι επιδι-ώχθηκε να αποτελέσει θεσμικό μηχανισμό για να αποτρέπει (δυνάμει επιμέρους διατάξεων του νόμου, σε μεγάλο βαθμό αντίστοιχων προς όσα ισχύουν στις λοιπές κεφαλαιουχικές εταιρίες) την επιστροφή περιουσίας που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο (όσο τουλάχιστον έκριναν κατάλληλο οι εταίροι κατά την ίδρυση ή με μεταγενέστε-ρες αυξήσεις) ή ανύπαρκτων εταιρικών κερδών προς εκείνους23.

20. Για την καχυποψία του νομοθέτη της ΕΠΕ όσον αφορά τη χρησιμοποίηση εισφορών σε είδος ως στοιχείων του εταιρικού κεφαλαίου και την υπερτίμησή τους βλ. Νισυραίο σε Περάκη, ΔικΕΠΕ, άρθρο 5, 9. Πρβλ. ευθύνη των εταίρων σε περίπτωση μη αποτίμησης εισφορών από

εμπειρογνώμονα κατά το γαλλικό δίκαιο της SARL, Cozian/Viandier/Deboissy, ο.π., 454, Vidal,

Droit des sociétes, 2006, 439, και κατά το ισπανικό δίκαιο, Dornseifer, ο.π.

21. Βλ. αναλ. άρθρο 90 παρ. 3, η αξιοποίηση του οποίου καθιστά πρόσφορο τον προγραμμα-

τισμό και χρονική σύγκλιση μεταξύ συμπληρωματικής κεφαλαιακής ενίσχυσης της εταιρίας και των εκτιμώμενων χρηματοδοτικών αναγκών της, αναλόγως των εξελίξεων της επένδυσης (λ.χ. πρόοδο διαδικασιών αδειοδότησης, οικονομικά αποτελέσματα κα.). Πρβλ. Σωτηρόπουλο, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, ΕπισκΕΔ 2012, 17 που αναφέρεται σε κάνει λόγο για κατα-

στατική πρόβλεψη αύξησης κεφαλαίου «εν υπνώσει».

22. Έτσι με επιχείρημα από τη δυνατότητα μοναδικού εταιρικού μεριδίου που αντιστοιχεί σε εισφορά 1 ευρώ, Σωτηρόπουλος, ο.π., 8.

23. Πρβλ. ενδεικτικά άρθρα 50, 53, 77 παρ. 2 και 4, 87, 81, 91 παρ. 2, 98, 100 παρ. 3 και 6,

αναλ. Περάκη, Συνηγ 2012, 12επ., ο οποίος σημειώνει την πρόνοια του νόμου για την υιοθέ-τηση των «κλασικών» ρυθμίσεων της Οδηγίας 77/91/ΕΟΚ (ως ισχύει) έστω και αν η τελευ-

ταία εφαρμόζεται υποχρεωτικά μόνο στις α.ε. Βλ. ακόμη αιτιολογική έκθεση του νόμου που

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 57

Συνιστά ίσως και κάτι περισσότερο, θα μπορούσε να ιδωθεί μεταφορικά σαν το «εσωτερικό νόμισμα» της ΙΚΕ. Υπό την έννοια ότι εταίρος με διαφορετικό είδος ει-σφοράς διατηρεί δικαίωμα να εξαγοράσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, με-τατρέποντας τα μερίδιά του σε μερίδια κεφαλαιακής εισφοράς και καταβάλλοντας στην εταιρία (υπό μορφή αύξησης κεφαλαίου) ορισμένο ποσό, όπως θα δούμε στη συνέχεια24. Κατά τον τρόπο αυτό, αφενός, αποθεματοποιεί άμεσα την αξία-πλούτο της εισφοράς του, η οποία πλέον προσμετράται στο εταιρικό κεφάλαιο χωρίς να εξαρτάται από καμία αντιπαροχή. Αφετέρου, αποκτά δικαίωμα μεταβίβασης των μεριδίων του, και έτσι αποκτά ανταλλακτική αξία η εταιρική συμμετοχή του, η οποία προ της εξαγοράς (και στο μέτρο που δεν είχαν εκπληρωθεί οι εξ αυτής υποχρεώ-σεις) ήταν αμεταβίβαστη25.

3. Οι εξωκεφαλαιακές εισφορές

α. Περιεχόμενο και οικονομική σημασία

Βασική τομή της ΙΚΕ είναι η αναγνώριση των εξωκεφαλαιακών εισφορών. Κα-τά το νόμο ορίζονται αρνητικά, ως παροχές που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντι-κείμενο κεφαλαιακής εισφοράς. Ενδεικτικά αναφέρονται απαιτήσεις από ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών. Οι παροχές εξειδικεύο-νται στο καταστατικό, όπου εξίσου πρέπει να καθορίζεται η αξία τους26. Η εκτέλεσή τους μπορεί να ανάγεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο.

Από πλευράς συγκριτικού δικαίου παρατηρείται ότι σε εταιρικούς τύπους που εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας 77/91/ΕΟΚ, γίνονται δεκτές ει-σφορές που συνίστανται σε ωφέλεια της εταιρίας από υπηρεσίες που θα παρά-σχουν, ή έχουν ήδη παράσχει οι εταίροι27. Ειδικά ως προς την εργασία, παραδοσι-

αποτυπώνει ρητά τη νομοθετική επιλογή να ακολουθηθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό εξίσου

οι «εταιρικές» Οδηγίες της ΕΕ που αφορούν τις ΕΠΕ, α.α. Σκαλίδη, Ο συντονισμός του δικαίου

της ΕΠΕ προς τις διατάξεις της 1ης, 4ης, 7ης Οδηγίας ΕΟΚ, Αρμ 1987, 821.

24. Βλ. άρθρο 82 και αναλ. κατωτ. υπό ΙΙ 4 ε. Πρβλ. Καραμπατζό, Δικαίωμα προαιρέσεως και λόγοι απόσβεσης αυτού, ΔΕΕ 2009, 142. Διαφορετική είναι η λειτουργία και συνέπειες της εξαγοράς μετοχών στο δίκαιο της Α.Ε., βλ. α.α. Τουντόπουλο, Εξαγοράσιμες μετοχές, 2010,

24π., 45επ. μ.π.π.

25. Άρθρο 83 παρ. 2. Πρβλ. ως προς τις κύριες λειτουργίες του χρήματος Καλλιμόπουλο, Το δίκαιο

του χρήματος, 1993, 24επ.

26. Άρθρο 78.

27. Πρβλ. την Consideration doctrine του αγγλοσαξωνικού δικαίου όσον αφορά στην αναγνώριση

και ελευθερία εκτίμησης εταιρικών εισφορών. Από πλευράς private limited company βλ. ειδικ. α.α. Heinz, Englische Limited und Deutsche GmbH – eine vergleichende Darstel-

lung, εισηγ. σε 55. Deutschen Anwaltstag, 2004, 11, αντίστοιχα ως προς τον αμερικανικό

Revised Model Business Corporation Act Cheeseman, Business law, 1995, 627. Δυνατότητα

58 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

ακά ο αποκλεισμός της ως εισφοράς είδους από το ημεδαπό δίκαιο των κεφαλαι-ουχικών εταιριών δικαιολογούταν στη θεωρία με διάφορα επιχειρήματα: τον προ-σωποπαγή χαρακτήρα, την αδυναμία άμεσης καταβολής ή αποτίμησης ή παράστα-σής στον ισολογισμό, τη «μηδαμινή αξία» της λόγω αδυνάτου, άλλως εξαιρετικά περιορισμένου δικαιώματος αποζημίωσης επί μη εκπλήρωσης κα.28. Αποτέλεσμα αυτών των αντιλήψεων υπήρξε η στενή περιχαράκωση της εισφοράς εργασίας μέ-χρι σήμερα στο δίκαιο των προσωπικών εταιριών29. Μέσω ιδιαίτερης καταστατι-κής ρήτρας προβλεπόταν η δυνατότητα εργασίας, ως παρεπόμενης όμως υποχρέ-ωσης εταίρου (χωρίς δηλαδή να αντιστοιχίζεται και δικαιολογεί πρόσθετα εταιρικά μερίδια), στο δίκαιο της ΕΠΕ30.

Η συναλλακτική πραγματικότητα είναι ωστόσο διαφορετική, ιδίως μάλιστα στο στάδιο δημιουργίας επιχειρήσεων (start-up) και όσων βασίζουν την ανάπτυ-ξή τους στην παροχή υπηρεσιών31. Έχει πολύτιμη αξία η πρόσληψη υπηρεσιών ικανού προσώπου που συνεισφέρει και καθιστά διατηρήσιμη την κερδοφορία της επιχείρησης. Είναι απολύτως ενδεδειγμένη ακόμη και όταν – εξαιτίας προτιμήσε-ων, συνθηκών ή οικονομικών αναγκών οποιουδήποτε από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη – ως αμοιβή για αυτές προκρίνεται μέρος των κερδών, ή ακόμη ποσοστό της επιχείρησης.

εισφοράς υπηρεσιών σε ΕΠΕ αναγνωρίζει το γαλλικό δίκαιο, ενώ στο ιταλικό δίκαιο της ΕΠΕ

η αναγνώριση προϋποθέτει τραπεζική εγγυητική επιστολή (καλής εκτέλεσης) ή συμφωνία

ασφάλισης. Πρβλ. Vidal, ο.π., 439, Dornseifer, ο.π., 491 μ.π.π.

28. Βλ. Πασσιά, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας, τ. 1, 1955, 234, Γεωργακόπουλο, Το

δίκαιο των εταιριών ΙΙ, 1972, 220επ., Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες, 2008, 212, Μουμούρη, Η

εταιρία περιορισμένης ευθύνης, 1960, 149, ΕφΘεσ 1986/1989, Αρμ 1989, 459, πρβλ. ΓνωμΝομΥπΕμπ 510, ΔΣΑΕ/ΕΠΕ 1995, 513 περί του ότι η προσωπική εργασία και εμπειρία

μπορεί να εισφερθεί προς κάλυψη μετοχικού κεφαλαίου.

29. Βλ. Λουκόπουλο, Η εργασία ως εισφορά εν τη εμπορική εταιρία, ΝοΒ 1958, 1επ. Δεληγιάννη, Εργασία τρίτων ως εταιρική εισφορά, ΕΕΔ 1972, 129, Αλεπάκο, ο.π., 18.

30. Βλ. άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3190/1955, Μουμούρη, ο.π., 110επ.

31. Βλ. α.α. για τα διακριτά στάδια εξέλιξης επιχειρήσεων και ομοιόμορφων μεταβολών μεταξύ

επιχειρηματικής στρατηγικής και εταιρικής δομής τους Chandler, Strategy and structure:

Chapters in the history of the industrial enterprise, 1962, 36επ., Churchill/Lewis, The

five stages of small business growth, Harvard Business Review 1983, 30επ. μ.π.π. Στο

εμπόριο αναφέρεται συχνά ότι «η προσωπική εργασία ενός πωλητή που του αποφέρει τακτικό εισόδημα, ισοδυναμεί με την ετήσια απόδοση που ο ίδιος θα αποκόμιζε εάν ήταν ιδιοκτήτης και εκμεταλλευόταν υπερ-πολλαπλάσιας αξίας ακίνητη περιουσία» (λ.χ. εικοσαπλάσιας αξίας, αν

ληφθεί υπόψη μάλλον συντηρητικό επιτόκιο 5%). Συμπεραίνεται ότι οι ικανότητες και παραγωγικότητα ορισμένου προσώπου, εντός συγκεκριμένης επιχείρησης, ισοδυναμούν

με σημαντικό προσωπικό πλούτο για αυτόν, αλλά και για τον εργοδότη του, καθώς η μόνιμη

ή μεσοπρόθεσμη παροχή συγκεκριμένων αποδοτικών υπηρεσιών δυνητικά προσδίδει πολλαπλάσια αξία στην επιχείρηση σε σχέση με το μισθό τους.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 59

Χάρη στο δίκαιο της ΙΚΕ, που επιτρέπει την απόδοση εταιρικών μεριδίων προς όσους αναλαμβάνουν να παράσχουν εργασία ή υπηρεσίες στην εταιρία, καθίστα-ται δυνατή η συμμετοχή μεγαλύτερου κύκλου προσώπων (φυσικών και νομικών) στην επιχειρηματική προσπάθεια. Η αξία κάθε αντίστοιχης εισφοράς αποτελεί αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης και συμφωνίας κατά τη διαμόρφωση του καταστατικού μεταξύ όλων των εταίρων. Από την πλευρά τους, οι εταίροι με εξω-κεφαλαιακές εισφορές αναλαμβάνουν επιχειρηματικό κίνδυνο, αφού σε περίπτω-ση αποτυχίας του εγχειρήματος, τα εταιρικά μερίδια που αποκτούν έναντι της ερ-γασίας ή υπηρεσιών τους δεν θα έχουν την παραμικρή αξία. Από την άλλη πλευ-ρά, οι εξωκεφαλαιακές εισφορές προσφέρουν σημαντική εξοικονόμηση δαπανών στην επιχείρηση, καθώς δεν οφείλει ιδιαίτερη αμοιβή για τις παρεχόμενες υπηρε-σίες. Ακόμη περισσότερο όμως συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, λόγω σαφέστατης σύγκλισης συμφερόντων και σύνδεσης του απασχολούμενου με την τύχη της ΙΚΕ32.

β. Περιπτωσιολογία – Ανώμαλη εξέλιξη ενοχής

Ενόψει της ενδεικτικής αναφοράς των περιπτώσεων της εργασίας ή υπηρε-σιών, μπορεί να υποστηριχθεί ότι στην έννοια των εξωκεφαλαιακών εισφορών υπάγεται και κάθε άλλη υπόσχεση παροχής προς την ΙΚΕ, ακόμη και αν τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία. Εντάσσεται ασφαλώς η ανάληψη υποχρέωσης περί παροχής εργασίας τρίτων στην εταιρία, μεταφοράς τεχνογνωσίας, τήρησης ορισμένης συ-μπεριφοράς, που μπορεί να συνίσταται ακόμη και σε παράλειψη (λ.χ. υποχρέωση μη ανταγωνισμού, συμπεριλαμβάνουσα μη εκμετάλλευση εταιρικών επιχειρημα-τικών ευκαιριών, μη άσκησης άλλου επαγγέλματος, ακόμη και για ορισμένο διά-στημα μετά τη λήξη της εταιρικής σχέσης κα.)33. Μπορούν να ενταχθούν υποχρεώ-

32. Πρβλ. αντίστοιχη σκέψη για την ενδεδειγμένη εύνοια υπέρ των παρεπόμενων παροχών

στην ΕΠΕ, Μουμούρη, 110επ. και για την αντιστρόφως ανάλογη σχέση μεταξύ βαθμού

σύνδεσης των εξεταζόμενων συμφερόντων και αριθμού των εταίρων Jones/Tilley, Competi-

tive advantage in SMEs, 2003, 108 μ.π.π. Αντίστοιχα για τη στενότερη σύνδεση μεταξύ των

συμφερόντων επιχείρησης και ιδιοκτητών της, όσο μικρότερο είναι το μέγεθος της πρώτης και ο αριθμός των δεύτερων, ανεξαρτήτως νομικής εταιρικής μορφής, βλ. Τριανταφυλλάκη, Το

συμφέρον της επιχείρησης ως κανόνας συμπεριφοράς των οργάνων της ΑΕ, 1998, 111επ.,

Αθανασίου, Μέτοχοι και εταιρική εποπτεία, 2010, 83επ.

33. Πρβλ. α.α. Μαρίνο, Απαγορεύσεις ανταγωνισμού, συγκρούσεις συμφερόντων στις κεφαλαιουχικές εταιρίες, 1997, 160επ., 271, Τέλλη, Η ρήτρα μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού στο δίκαιο εταιριών και επιχειρήσεων, 2007, 59, 65, Αντωνόπουλο, Δίκαιο

ΑΕ και ΕΠΕ, 2006, 207 και γενικότερα για την ερμηνευτική τελολογική συστολή των

απαγορευτικών κανόνων δικαίου ανταγωνισμού στην περίπτωση περιορισμών που είναι αναγκαίοι για την επίτευξη ενός αναγνωρισμένου από την έννομη τάξη, κύριου σκοπού

σύμβασης, Τριανταφυλλάκη, Το δίκαιο ελεύθερου ανταγωνισμού, 2011, 70-71.

60 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

σεις των εταίρων από συμβάσεις ασφάλισης, παροχής πίστωσης, μεταβίβασης πε-λατείας κα34.

Κατά την άποψη του γράφοντος, η ισότιμη νομοθετική αναγνώριση των εξω-κεφαλαιακών εισφορών αναδεικνύει τη βαθμιαία εξασθένιση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ εισφορών εργασίας/υπηρεσιών και εισφορών σε είδος. Η διάκρι-ση μάλλον εξαρτάται από τη μεταβαλλόμενη στάθμη της επιστήμης ως προς την κα-θιέρωση αντικειμενικών μεθόδων αποτίμησης, αντί κατ’ ανάγκην καταφυγής στην υποκειμενική κοινή αντίληψη των εταίρων35. Το σημαντικό είναι ότι ενόψει της νομοθετικής αντιδιαστολής προς την έννοια των κεφαλαιακών εισφορών, οποια-δήποτε αμφιβολία σχετικά με τη φύση ή δυνατότητα αποτίμησης ή λογιστική απει-κόνιση ορισμένου περιουσιακού στοιχείου (λ.χ. απροσδιόριστης αξίας νέα εφεύ-ρεση, παροχές υπό αίρεση) δεν θα εμποδίζει την εισφορά του στην ΙΚΕ, έστω ως εξωκεφαλαιακή εισφορά, με τις ιδιαιτερότητες που αυτή φέρει.

Σε περίπτωση μη παροχής της εξωκεφαλαιακής εισφοράς, προβλέπεται ότι η εταιρία μπορεί να ζητήσει δικαστικώς είτε την εκπλήρωση, είτε την ακύρωση των μεριδίων που αντιστοιχούν στη μη παρασχεθείσα εισφορά36. Περαιτέρω αξίω-

34. Στη σύγχρονη ευρύτατη έννοια των «υπηρεσιών» φαίνεται ότι ερμηνευτικά μπορεί να υπαχθεί πάσης φύσεως αναλαμβανόμενη παροχή έναντι της ΙΚΕ (και όχι μόνο όσες εμπίπτουν στο

πεδίο εφαρμογής της ΑΚ 650), με αποτέλεσμα η αναφορά του νόμου να μπορεί να θεωρηθεί στην ουσία εξαντλητική, βλ. Σωτηρόπουλο, ο.π., 9, Περάκη, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία,

60. Εξωκεφαλαιακή εισφορά θα χαρακτηρίζεται και η (σπάνια) περίπτωση υπόσχεσης για

μελλοντική ή υπό αίρεση εγγύηση εταιρικών χρεών («παροχή εμπορικής πίστης εταίρου»), αφού

δεν φέρει τα ιδιαίτερα ex lege γνωρίσματα των εγγυητικών εισφορών (βλ. αναλ. κατωτ.).

35. Βλ. πάντως κατωτ. υπό V 2 για το ενδεχόμενο αντικειμενικής αποτίμησης εξωκεφαλαιακών

εισφορών, σε περίπτωση διαφωνιών και έλλειψης καταστατικής διεξόδου, από το δικαστήριο.

Πρβλ. επί εδραιωμένων μεθόδων αποτίμησης επιχειρήσεων (αξιοποιήσιμων εξίσου για την

εξεύρεση εύλογης αξίας εισφερόμενων υπηρεσιών κα.) Μικρουλέα, Ζητήματα αποτίμησης της επιχείρησης, Πρακτικά 10ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Εμπορικού Δικαίου (Εξαγορά

Επιχειρήσεων) 2000, 525επ. μ.π.π.

36. Αμφίβολο παρίσταται κατά πόσο η εταιρία νομιμοποιείται, μέχρι τη δικαστική διάγνωση

του εκάστοτε αιτήματός της, ιδίως σε περιπτώσεις πλημμελούς εκπλήρωσης παροχής, να μην αποδίδει (δικαίωμα επίσχεσης) προς τον εταίρο σε βάρος του οποίου στρέφεται την αναλογία συμμετοχής του στα διανεμόμενα κέρδη με βάση τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Επιχείρημα υπέρ αρνητικής απάντησης θα μπορούσε να διατυπωθεί με έρεισμα

στην ειδική πρόβλεψη του νόμου σχετικά με τη διαδικασία αποκλεισμού εταίρου (άρθρο 93)

που προϋποθέτει σπουδαίο λόγο, απόφαση των λοιπών εταίρων και συνδέει την αναστολή

εταιρικών δικαιωμάτων (βλ. ενδεικτικώς αναφερόμενο δικαίωμα ψήφου) με δικαστική

απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Ορθότερη όμως φαίνεται ad hoc ερμηνευτική προσέγγιση

με βάση την καλή πίστη (ΑΚ 288), λαμβάνοντας υπόψη τη σπουδαιότητα της φερόμενης πλημμέλειας σε σχέση προς την αναληφθείσα ενοχική υποχρέωση, την πλήρη έκταση και διάρκειά της.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 61

ση αποζημίωσης της εταιρίας δεν αποκλείεται37, ιδίως προκειμένου να ζημίες που προκαλούνται σε άλλα (πλην της παροχής) έννομα αγαθά της εταιρίας ή για δια-φυγόντα κέρδη38. Αν ο εταίρος περιέλθει σε αδυναμία παροχής, ιδίως λόγω ασθέ-νειας ή συνταξιοδότησης ή διότι κληρονόμησε τα εταιρικά μερίδια, το καταστατικό μπορεί να προβλέπει την έξοδό του με μονομερή δήλωση της εταιρίας. Στις περι-πτώσεις ακύρωσης εταιρικών μεριδίων λόγω εξόδου ή αποκλεισμού εταίρου που δεν έχει παράσχει πλήρως την εξωκεφαλαιακή εισφορά του, εκείνος υποχρεούται να καταβάλει σε χρήμα προς την ΙΚΕ το μέρος των παροχών που δεν εκτέλεσε39. Η χρηματική αξία των επίμαχων παροχών υπολογίζεται με βάση την αξία της εισφο-ράς, όπως είχε προσδιοριστεί δυνάμει της καταστατικής συμφωνίας των εταίρων. Σε περίπτωση εκκαθάρισης, εταίροι με εξωκεφαλαιακή εισφορά εξακολουθούν να παρέχουν τις σχετικές υπηρεσίες τους, στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για τη δι-εκπεραίωση των εργασιών της εκκαθάρισης40.

4. Οι εγγυητικές εισφορές

α. Συγκριτικές παρατηρήσεις

Πραγματικά ρηξικέλευθη, για τα δεδομένα κεφαλαιουχικής εμπορικής εταιρί-ας41, χαρακτηρίζεται η παράλληλη αποδοχή εγγυητικών εισφορών στην ΙΚΕ.

Συγκριτικά παρατηρείται ότι στην Αγγλία προβλέπεται η company limited by guarantee, τα μέλη της οποίας ευθύνονται για το ποσό της εγγύησης σε περίπτωση εκκαθάρισης, όπως ορίζεται στο καταστατικό (συνήθως μόνο £1). Ωστόσο πλέον δεν επιτρέπεται να έχει (ούτε να αποκτήσει) μετοχικό κεφάλαιο42, ούτε μετόχους (share-

37. Άρθρο 78 παρ. 3

38. Πρβλ. Σταθόπουλο, Γενικό ενοχικό δίκαιο, 2004, 1165.

39. Αντίστοιχα επί αναγκαστικής εκποίησης εταιρικών μεριδίων εξωκεφαλαιακής εισφοράς, βλ. άρθρο 78 παρ. 4.

40. Άρθρο 105 παρ. 3.

41. Η διάθεση της πιστοληπτικής ικανότητας εταίρου προκειμένου για την ενίσχυση της εταιρίας, ως παροχή προς την τελευταία, ασφαλώς μπορεί να αποτελεί αντικείμενο εισφοράς σε προσωπική εταιρία, με βάση τη γενική διάταξη του άρθρου 742§1 ΑΚ, βλ. Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες, ο.π., 47 όπου επίσης υποστηρίζεται ότι στις προσωπικές εταιρίες είναι δυνατή

συμφωνία των εταίρων ακόμη και για μη καταβολή εισφοράς, αρκεί τουλάχιστον να

αναλαμβάνεται υποχρέωση συμβολής του εταίρου στην επιδίωξη του κοινού σκοπού. Για

την καινοτομία των εγγυητικών εισφορών της ΙΚΕ σε διεθνές επίπεδο πρβλ. χαρακτηριστικά

Σωτηρόπουλο, ο.π., 10 σύμφωνα με τον οποίο «ο έλληνας νομοθέτης κυριολεκτικά ανοίγει νέους δρόμους», Ψαρουδάκη, Η εγγυητική εισφορά στην ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, ΕπισκΕΔ

2012, 25 που κάνει λόγο για «νομικό novum».

42. Βλ. Companies Act 2006 Sect. 5. Προ του Companies Act 1980 υφίστατο δυνατότητα

πρόβλεψης κεφαλαίου, χωρίς συνήθως να αξιοποιείται, ενώ η συγκέντρωση των αρχικών

62 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

holders) στους οποίους ανήκει, αλλά έχει μέλη (members) που εκλέγουν τη διοίκη-ση και συμμετέχουν ισότιμα στη λήψη αποφάσεων χωρίς να υπέχουν αυτοτελή ευ-θύνη έναντι των πιστωτών, ενόσω υφίσταται εταιρικό going concern43. Περαιτέρω, η πλειοψηφία αντίστοιχων εταιριών προβλέπουν απαγόρευση διανομής κερδών προς τα μέλη τους (‘not for profit’), μολονότι αυτό εξαρτάται από τις προβλέψεις του καταστατικού τους44. Ενόψει αυτής της κατάστρωσης, ο συγκεκριμένος εταιρικός τύ-πος δεν παρίσταται θελκτικός για τα περισσότερα ιδιωτικά επιχειρηματικά εγχειρή-ματα και χρησιμοποιείται συνήθως για επαγγελματικές, εμπορικές ή επιστημονικές ενώσεις, αγαθοεργείς δραστηριότητες, προγράμματα τοπικής αυτοδιοίκησης κα.45

Αντίστοιχα, μερίδα της θεωρίας στο γαλλικό εταιρικό δίκαιο έχει προτείνει από δεκαετίας θέσπιση «κεφαλαίου ευθύνης» (capital d’ engagement), το μέγεθος του οποίου είναι διαφορετικό από το ύψος των χρηματοδοτικών εισφορών των εταί-ρων46. Υπό τη συγκεκριμένη θεώρηση, το κεφάλαιο ευθύνης δεν αποτελεί διακρι-τό είδος εισφοράς σε σχέση με το χρηματοδοτικό εταιρικό κεφάλαιο. Το πρώτο απεικονίζει το μέγεθος της ευθύνης κάθε εταίρου έναντι των εταιρικών δανειστών, ενώ το δεύτερο αντιστοιχεί στην άμεση χρηματική εκταμίευσή του προς την εταιρία κατά την είσοδό του σε αυτή47. Αντίστοιχη ρύθμιση, πάντως, δεν έχει ακόμη εισα-χθεί στο γαλλικό δίκαιο της ΕΠΕ, ή άλλου κεφαλαιουχικού εταιρικού τύπου.

οικονομικών πόρων για τη δράση της εταιρίας γίνεται μέσω δανείων των μελών. Βλ. α.α.

Charlesworth’s Company law (ed. Girvin/Frisby/Hudson), 2010, 52. Για το διαφορετικό

καθεστώς υπό το ιρλανδικό δίκαιο, βλ. Dornseifer, o.π., 419.

43. Charlesworth’s Company law, ο.π., 51επ.

44. Hannigan, Company Law, 2003, Gower/Davies, Principles of modern company law,

2008, 8-9 όπου και αναφορά των πλεονεκτημάτων του συγκεκριμένου εταιρικού

τύπου ως προς την ευκολία εξόδου εταίρου, αλλά και τη (διακριτή από την ΙΚΕ,

καθαρά επικουρικού χαρακτήρα) λειτουργία της εγγύησης «as a mere lifebelt to which

creditors may cling when the company sinks».

45. Βλ. Charlesworth’s Company law, ο.π., 51επ., Η επιλογή του συγκεκριμένου εταιρικού

τύπου συχνά υπαγορεύεται από τις απαιτήσεις φορέων που χρηματοδοτούν σχετικές δραστηριότητες.

46. Βλ. Μιχαλόπουλο, ο.π., 726, Νurit-Pontier, La determination statutaire du capital so-

cial: enjeux et consequences, D. 2003, 1614επ. Το (προτεινόμενο) κεφάλαιο ευθύνης αναλαμβάνεται και προσδιορίζεται καθ’ ύψος για καθέναν από τους εταίρους και δεν αφορά

μόνο ορισμένους από αυτούς, όπως η εγγυητική εισφορά στην ΙΚΕ.

47. Μιχαλόπουλος, ο.π., 726, Νurit-Pontier, ο.π., 1614επ. Προτείνεται κατ’ αποτέλεσμα, σε περίπτωση που το κεφάλαιο ευθύνης είναι μεγαλύτερο από το χρηματοδοτικό εταιρικό

κεφάλαιο, τότε ο εταίρος να υπέχει (για τη διαφορά) προσωπική ευθύνη έναντι των εταιρικών

δανειστών, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, που το κεφάλαιο ευθύνης είναι μικρότερο από το

χρηματοδοτικό εταιρικό κεφάλαιο, τότε ο εταίρος να θεωρείται (για τη διαφορά) δανειστής της γαλλικής ΕΠΕ. Βλ. κατωτ. υπό ΙΙΙ 6.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 63

β. Η ευθύνη εταίρου με εγγυητική εισφορά στην ΙΚΕ

Στο ημεδαπό δίκαιο της ΙΚΕ οι εγγυητικές εισφορές λειτουργούν διαφορετικά και συνίστανται στην ανάληψη ευθύνης έναντι των τρίτων για τα χρέη της εταιρίας και μέ-χρι το ποσό που ορίζεται στο καταστατικό. Ο εταίρος που παρέχει την αντίστοιχη ει-σφορά δηλώνει υπεύθυνα ότι είναι σε θέση, και ότι θα καταβάλει κάθε προσπάθεια ώστε να είναι διαρκώς σε θέση, να προβεί στις καταβολές των χρεών της εταιρίας48. Η ευθύνη του εταίρου είναι άμεση (ευθεία) έναντι των δανειστών της εταιρίας και πρωτο-γενής. Είναι, δηλαδή, ευθύνη πρωτοφειλέτη (και όχι εγγυητή) και καλύπτει οποιοδή-ποτε χρέος της εταιρίας (με τόκους και επιβαρύνσεις). Οι δανειστές μπορούν να ασκή-σουν αγωγή κατά του εταίρου χωρίς να στραφούν κατ’ ανάγκη σε βάρος της ΙΚΕ49.

Αντίθετα προς την αστική εγγύηση και τις εμπράγματες ασφάλειες, η υπεγγυ-ότητα της περιουσίας του εταίρου δεν τίθεται ως προς συγκεκριμένους εταιρικούς δανειστές. Ούτε καταλαμβάνει και εξαντλείται σε διακριτό στοιχείο της ατομικής περιουσίας του. Παρόλα αυτά, η ευθύνη δεν είναι απεριόριστη. Υπόκειται σε πο-σοτικό περιορισμό, ο οποίος λειτουργεί σωρευτικά και προσδιορίζει το μέτρο συ-νολικής δυνητικής οικονομικής επιβάρυνσης του εταίρου από τη δράση της εταιρί-ας50. Ευθύνη του εταίρου ανακύπτει μόνο για τις χρηματικές υποχρεώσεις της εται-ρίας (συμπεριλαμβανομένων όσων καταστούν δευτερογενώς, λ.χ. λόγω ανώμαλης εξέλιξης σύμβασης, χρηματικές)51.

48. Η εγγυητική ευθύνη του εταίρου με αντίστοιχο είδος εισφοράς μνημονεύεται μεν και οριοθετείται ποσοτικά στο καταστατικό της ΙΚΕ (συλλογική δικαιοπραξία), θεμελιώνεται όμως και απορρέει ευθέως από το νόμο (άρθρο 79) κατ’ αναγκαστικό δίκαιο. Πρακτική συνέπεια

είναι η έλλειψη περαιτέρω καταστατικής ευχέρειας των εταίρων ως προς το αντικείμενο,

όρους και ενστάσεις από την αναλαμβανόμενη υποχρέωση ή ως προς τα πρόσωπα έναντι των οποίων αναλαμβάνεται η ευθύνη. Βεβαίως, η πρόβλεψη του νόμου ασφαλώς δεν θίγει τη δυνατότητα κατάρτισης συμβάσεων εγγυήσεως (ή άλλων εξασφαλιστικών δηλώσεων

δικαιοπρακτικού ή μη χαρακτήρα) μεταξύ εταίρων (οποιουδήποτε είδους εισφοράς) και μεμονωμένων (ή αόριστου κύκλου) δανειστών της ΙΚΕ, υπό παρόμοιους ή διαφορετικούς όρους ή απαλλακτικών συμφωνιών, με βάση τη συμβατική ελευθερία. Πρβλ. Τζουγανάτο, Η «δήλωση προστασίας προς αόριστα πρόσωπα» ως μέσο εξασφάλισης των πιστωτών

θυγατρικής εταιρίας, ΕΕμπΔ 2006, 863.

49. Βλ. αντίστοιχα για την πρωτογενή ευθύνη του ομόρρυθμου εταίρου, α.α. Ρόκα, ο.π., 136.

50. Ο ποσοτικός περιορισμός της ευθύνης συνιστά τη βασική διαφορά σε σύγκριση με την

ευθύνη του ομόρρυθμου εταίρου στις προσωπικές εταιρίες (βλ. αναλ. Περάκη, Ιδιωτική

κεφαλαιουχική εταιρία, 13, Ψαρουδάκη, ο.π., 25) και αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο. Εγγυητική

εισφορά χωρίς ποσοτική οριοθέτηση δεν είναι νόμιμη, καθώς φαίνεται ασυμβίβαστη όχι μόνο με το χαρακτήρα της ΙΚΕ (ως εταιρίας περιορισμένης ευθύνης) αλλά και το σύστημα του

νόμου, ιδίως τις διατάξεις για την αποτίμηση της αξίας της, την απόδοση ανάλογων με αυτή

εταιρικών μεριδίων και την εξαγορά της. Πρβλ. κατωτ. υπό ΙΙ 4 ε.

51. Βλ. θεμελίωση και με βάση το προβλεπόμενο «ποσό ευθύνης» Ψαρουδάκη, ο.π., 25.

64 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Η ευθύνη του εταίρου φέρει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την ευθύνη της εταιρίας. Έτσι, μπορεί να προβάλει ενστάσεις κατά του δανειστή εφό-σον θα μπορούσαν να προταθούν από την ΙΚΕ, καθώς και όσες θεμελιώνονται στο πρόσωπό του52. Περισσότεροι εταίροι με εξωκεφαλαιακή εισφορά και η εταιρία ευθύνονται εις ολόκληρον. Το δεδικασμένο έναντι της ΙΚΕ ισχύει και έναντι του εταίρου με εγγυητική εισφορά (ΚΠολΔ 329), εκτελεστός τίτλος όμως σε βάρος της δεν αρκεί για την επίσπευση εκτέλεσης έναντι του εταίρου53.

Η ρύθμιση εξυπηρετεί πράγματι την ανάγκη τόνωσης της συναλλακτικής αξιο-πιστίας της ΙΚΕ, ιδίως κατά το αρχικό στάδιο λειτουργίας της. Οι εγγυητικές εισφο-ρές, εφόσον προέρχονται από φερέγγυα πρόσωπα που πλέον υπέχουν προσωπική αστική ευθύνη έναντι των δανειστών54, ενισχύουν άμεσα την πιστοληπτική ικανό-τητα της ΙΚΕ. Διευκολύνουν την επίτευξη συναλλαγών υπό εμπορικούς όρους που περιλαμβάνουν πίστωση του τιμήματος (και χαμηλότερο κόστος δανεισμού), μει-ώνοντας αισθητά το αναγκαίο κεφάλαιο κίνησης. Από την πλευρά των εταίρων εξί-σου, αυτό το είδος εισφοράς εμφανίζει οφέλη από πλευράς ρευστότητας, καθώς δεν συνεπάγεται χρηματική εκταμίευση εκ μέρους τους55. Συνιστά μόνο ενδεχόμε-νη μελλοντική οικονομική υποχρέωσή τους56.

52. Δεν μπορεί όμως να προβάλλει ενστάσεις που απορρέουν από την σχέση εταίρου-ΙΚΕ,

συμπεριλαμβανομένων όσων ερείδονται στο δημοσιευμένο καταστατικό της (πλην του

ποσοτικού περιορισμού της ευθύνης), με γνώμονα την ex lege πρωτογενή διάπλαση της εγγυητικής ευθύνης και την ασφάλεια των συναλλασσόμενων με την ΙΚΕ.

53. Βλ. Ψαρουδάκη, ο.π., 24, 26επ. με κύριο επιχείρημα την αναγκαιότητα διαγνωστικής δίκης για

τη μη ανάλωση του ανώτατου ποσού ευθύνης, η οποία κατά τη γνώμη του συγγραφέα συνιστά

πρόσθετο στοιχείο που βαρύνεται να επικαλεστεί και αποδείξει ο δανειστής (και όχι ένσταση

του οφειλέτη).

54. Η προοπτική εγγυητικών εισφορών τίθεται κατεξοχήν ως προς τα πρόσωπα που μέχρι σήμερα συνέδραμαν την επιχειρηματική προσπάθεια κεφαλαιουχικών εταιριών παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις (συνήθως οι ίδιοι οι εταίροι, μέλη της οικογένειάς τους ή μητρικές επιχειρήσεις), ιδίως προκειμένου τράπεζες να χορηγήσουν δάνεια προς συμπλήρωση

αναγκαίου κεφαλαίου κίνησης, αγορά ή εισαγωγή πρώτων υλών, προμήθεια τεχνολογικής υποδομής κα.

55. Πρβλ. Ψαρουδάκη, ο.π., 22 που αναφέρεται σε «εφεδρεία φερεγγυότητας» και Nurit-Pontier,

o.π., 1615 που όσον αφορά τη συγγενή, αν και διαφορετική, έννοια «κεφαλαίου ευθύνης» (ειδικότερα, τη διαφορά της από το χρηματοδοτικό εταιρικό κεφάλαιο), κάνει λόγο για «capital

virtuel».

56. Υπό την επιφύλαξη ειδικότερης ρύθμισης (λ.χ. με την ευκαιρία της εκδοθησόμενης υπουργι-κής απόφασης κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 80), όσον αφορά εταίρους που δημοσιεύουν

οικονομικές καταστάσεις, η ανάληψη της εγγυητικής ευθύνης εκ μέρους τους είναι ενδεχόμε-νο να αποτυπώνεται σε λογαριασμούς τάξεως παθητικού στον ισολογισμό τους (ενδεχόμενες υποχρεώσεις - off balance sheet liabilities) ή κατ’ άλλη (ορθότερη) άποψη να αξιολογείται ως υποχρέωση (ενόψει και της αμεσότητας της ευθύνης), ή έστω υποχρεωτική πρόβλεψη, καταγρα-

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 65

γ. Η αποτίμηση των εγγυητικών εισφορών

Ενόψει ακριβώς της αβεβαιότητας και του μελλοντικού χρόνου υλοποίησης κα-ταβολών (έναντι εταιρικών χρεών), είναι σαφές ότι η αξία κάθε εγγυητικής εισφο-ράς δεν είναι ίση, αλλά μικρότερη από το ποσό της αναλαμβανόμενης ευθύνης. Από χρηματοοικονομική σκοπιά, ο ακριβής προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας εξαρτάται από τις πιθανότητες μερικής ή ολικής καταβολής, το χρόνο αυτής και το ενδεδειγμένο προεξοφλητικό επιτόκιο57. Δηλαδή, παραμέτρους που είναι σε μεγά-λο βαθμό άγνωστες κατά την ανάληψη εγγυητικών εισφορών, αφού στην πεμπτου-σία τους συνδέονται με τις προσεχείς εξελίξεις του καθ’ αυτού επιχειρηματικού εγ-χειρήματος της ΙΚΕ. Για το λόγο αυτό, ο προσδιορισμός της αξίας εγγυητικών ει-σφορών επαφίεται κυριαρχικά στην ιδιωτική βούληση των εταίρων κατά τη δια-μόρφωση της καταστατικής συμφωνίας (ή την απόφαση των εταίρων για ανάληψη νέων εγγυητικών εισφορών από υφιστάμενους ή νεοεισερχόμενους εταίρους)58.

Από το νόμο τίθεται, ωστόσο, περιορισμός ως προς τη μέγιστη «αποτίμηση» των εγγυητικών εισφορών, η οποία προβλέπεται ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει το 75% του ποσού της εγγυητικής ευθύνης. Η νομοθετική πρόβλεψη δεν εισάγει κα-νόνα ενδοτικού δικαίου, ούτε αποτελεί ερμηνευτική διάταξη σε περίπτωση αμφι-βολιών ως προς τη σχετική ρήτρα του καταστατικού59. Κατά την άποψη του γράφο-ντος, δεν πρέπει να αξιολογηθεί ούτε ως κατευθυντήρια αρχή (καθοδηγητική υπό-δειξη) προς τους εταίρους, αλλά η θέσπισή της συμβάλλει στην προστασία των πι-

φόμενη στο παθητικό. Δεδομένου ότι τα εταιρικά μερίδια που αποκτούν στην ΙΚΕ απεικονίζο-

νται άμεσα στο ενεργητικό (ως «συμμετοχές» ή «χρεώγραφα», βλ. Περάκη, Ιδιωτική κεφαλαιου-

χική εταιρία, 76), παρατηρείται ότι τυχόν αποδοχή της πρώτης άποψης θα οδηγούσε σε πλα-

σματική «βελτίωση» των ιδίων κεφαλαίων (άρα της εντύπωσης φερεγγυότητας) του εταίρου με εγγυητική εισφορά.

57. Πρβλ. α.α. Black/Scholes, The pricing of options and corporate liabilities, Journal of Po-

litical Economy 1973, 637επ. , Kallenberg, Foundations of modern probability, 2002.

Για την αποτίμηση της εγγυητικής εισφοράς δεν είναι αδιάφορο πάντως το σύνολο

κεφαλαιακών εισφορών της νεοσύστατης εταιρίας, καθώς εάν οι τελευταίες υπολείπονται των

αντικειμενικών ταμειακών αναγκών της τότε αυξάνεται κατακόρυφα η πιθανότητα αθέτησης εταιρικών χρεών και εντεύθεν καταβολών του εταίρου προς εταιρικούς δανειστές.

58. Άρθρο 79 παρ. 2 και 89 παρ. 1. Η αξία των εγγυητικών εισφορών για την εταιρία κρίνεται εν

μέρει διαφορετικά από την οικονομική αξία των ίδιων εισφορών για τους δανειστές, καθώς η

τελευταία επηρεάζεται περισσότερο από τη φερεγγυότητα του εταίρου και πρόσθετους ακόμη

παράγοντες, βλ. κατωτ. υπό ΙΙΙ 4.

59. Δεν αποκλείεται άλλωστε η αποτίμηση εγγυητικής εισφοράς ακόμη και στο μέγιστο

επιτρεπόμενο ποσοστό 75% να υπολείπεται της πραγματικής αξίας της, λ.χ. σε περίπτωση

που η εταιρία προτίθεται να λάβει πολύ μεγαλύτερο δάνειο σε σχέση προς το σύνολο των

υπόλοιπων εισφορών της για να υλοποιήσει ριψοκίνδυνη μακροπρόθεσμη επένδυση.

66 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

θανώς διαπραγματευτικά ασθενέστερων εταίρων με λοιπά είδη εισφορών (ιδίως εξωκεφαλαιακές) από υπέρμετρες επιδιώξεις εταίρων με εγγυητική εισφορά, κατά τον προσδιορισμό της αξίας της τελευταίας.

δ. Η ανάλωση και απόσβεση της εγγυητικής υποχρέωσης

Η ευθύνη του εταίρου αναλώνεται με την καταβολή του ποσού που ορίζεται στο κα-ταστατικό προς εταιρικούς πιστωτές. Εταίρος που διατηρεί την εξουσία διαχείρισης της ατομικής περιουσίας του δεν δεσμεύεται καταρχήν ούτε από το νόμο, ούτε ακόμη από τυχόν οδηγίες της ΙΚΕ ως προς τη σειρά ικανοποίησης των εταιρικών πιστωτών60. Γε-νικότερα, η αρχή της προλήψεως (και όχι η χρονική προτεραιότητα ή η ίση μεταχεί-ριση) διέπει την ικανοποίηση των αξιώσεων των εταιρικών και των ατομικών δανει-στών του εταίρου (με την επιφύλαξη συλλογικής διαδικασίας επί της περιουσίας του).

Σε περίπτωση πτώχευσης μόνο της ΙΚΕ, διατηρούνται οι αξιώσεις των πιστω-τών σε βάρος του εταίρου. Εφόσον καταβληθεί εταιρικό χρέος από εταίρο με εγγυ-ητική εισφορά, εκείνος δεν έχει δικαίωμα αναγωγής έναντι της εταιρίας61. Η εγγυ-ητική ευθύνη του περιορίζεται κατά το ποσό της καταβολής, ενώ στο Γ.Ε.ΜΗ. και στην ιστοσελίδα της ΙΚΕ δημοσιεύεται η επελθούσα μεταβολή στις υφιστάμενες εγ-γυητικές εισφορές62.

Εάν δεν ανακύψει περίπτωση καταβολής έναντι εταιρικού χρέους, η απαλλαγή του εταίρου από την εγγυητική ευθύνη του συναρτάται είτε με την εξαγορά των υπο-χρεώσεών του και μετατροπή των μεριδίων του σε μερίδια κεφαλαιακής εισφο-ράς (βλ. κατωτ. υπό ΙΙ 4 ε), είτε με την έξοδο ή αποκλεισμό του ή τη θέση της ΙΚΕ υπό εκκαθάριση. Στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις, ο εταίρος εξακολουθεί να είναι υπόχρεος έναντι τρίτων για την καταβολή των χρεών της εταιρίας που γεννήθηκαν πριν από την καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. των γεγονότων αυτών, για διάστημα τριών (3) ετών μετά την καταχώριση (ή τη λύση της εταιρίας).

60. Βεβαίως αναμένεται ότι το εταιρικό συμφέρον θα λαμβάνεται υπόψη, προκειμένου η επιλογή

του εταίρου να μην οδηγήσει σε βλάβη της εταιρίας, άρα έμμεση ζημία του ίδιου (λόγω

απομείωσης της αξίας των εταιρικών μεριδίων του).

61. Πρβλ. για το δικαίωμα μερικής αναγωγής στην ΟΕ Ρόκα, ο.π., 136 με βάση την ΑΚ 764,

Κοκκίνη, Αναγωγή εταίρου στην παραγωγικώς λειτουργούσα ομόρρυθμη εταιρία, ΔΕΕ 2003,

21 και για τη δυνατότητα αποκλεισμού του με συμφωνία ΑΠ 1205/2001, ΕΕμπΔ 2002, 364

αντιθ. ως προς αυτή Ψαρουδάκης, ο.π., 29.

62. Άρθρο 79 παρ. 5-7. Βλ. για την επιβολή στην ΙΚΕ υποχρεώσεων αυξημένης εταιρικής διαφάνειας α.α. Αλεπάκο, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, Συνηγ 2012, 19, Αντωνόπουλο, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, 107.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 67

ε. Η εξαγορά υποχρέωσης από εγγυητική εισφορά

Η δυνατότητα εξαγοράς αποσκοπεί στη διευκόλυνση εταίρου με εγγυητική ει-σφορά, ο οποίος είναι σε θέση και επιθυμεί να ενισχύσει άμεσα τη ρευστότητα της εταιρίας, ώστε να απολαύσει και αυτός τα πλεονεκτήματα του περιορισμού της ευ-θύνης63. Προς το σκοπό αυτό, καταβάλει στην εταιρία υπό μορφή αύξησης κεφα-λαίου το πλήρες ποσό της ευθύνης του, ή αναλογικά μειωμένο ποσό εάν προηγου-μένως είχε προβεί σε μερική καταβολή έναντι εταιρικών χρεών, και η εγγυητική ευθύνη του έναντι τρίτων αποσβέννυται64. Η διάταξη αναφέρεται εύλογα σε κατα-βολή ποσού ίσου με την ευθύνη που υπείχε ο εταίρος, δηλαδή ισάξιου με την προ-ϋφιστάμενη υποχρέωσή του, από την οποία απαλλάσσεται. Ως συνέπεια της μετα-τροπής, τα μερίδια που προκύπτουν μετά την εξαγορά βαρύνονται με τυχόν προϋ-φιστάμενα βάρη και δεσμεύσεις των μεριδίων εγγυητικής εισφοράς από τα οποία προήλθαν65.

Η διαφορά μεταξύ του καταβαλλόμενου ποσού και της αναγκαστικά χαμηλό-τερα (τουλάχιστον 25%) αποτιμηθείσας αξίας της εγγυητικής εισφοράς θέτει ση-μαντικό προβληματισμό αναφορικά με τα ακριβή μερίδια κεφαλαιακής εισφοράς που θα λάβει εκ της μετατροπής ο εταίρος. Κατά την κρατούσα γνώμη66, με έρεισμα στη διατύπωση του άρθρου 82 παρ. 2 το οποίο ομιλεί για «μερίδια που αντιστοιχούν στην αύξηση» και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, ο εξαγοράζων εταίρος θα λά-βει μερίδια ονομαστικής αξίας ίσης με την κεφαλαιακή συνδρομή του. Κατά διαφο-ρετική άποψη, η έννοια της μετατροπής εταιρικών μεριδίων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα (πέραν των ωφελημάτων της νέας κατηγορίας μεριδίων) ακόμη και μεταβολή των ποσοστών συμμετοχής στην εταιρία, όπως αποτυπώνονται στο κατα-

63. Πρβλ. Περάκη, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, 71 που αναφέρεται στην απαλλαγή από την

ενόχληση των διώξεων εταιρικών πιστωτών και ανωτ. υπό ΙΙ 2 α για το εφεξής μεταβιβαστό

της εταιρικής συμμετοχής. Εξαγορά υποχρεώσεων από εγγυητική εισφορά δεν παρίσταται δυνατή για εταίρο που έχει ήδη εναχθεί από δανειστή της εταιρίας για καταβολή χρέους της. Περαιτέρω, το καταστατικό μπορεί να απαγορεύει την εξαγορά των υποχρεώσεων από

εγγυητικές εισφορές για ορισμένο χρονικό διάστημα από την ανάληψή τους, που δεν μπορεί να υπερβαίνει την τριετία (άρθρο 82 παρ. 3).

64. Άρθρο 82 παρ. 1. Η εξαγορά έχει ως αποτέλεσμα την αναδιάρθρωση των ιδίων κεφαλαίων

αλλά και του ενεργητικού της εταιρίας, Σωτηρόπουλος, ο.π., 14. Λαμβάνοντας υπόψη τις σοβαρές συνέπειες που επάγεται η καταβολή για τους εταιρικούς πιστωτές (απαλλαγή

του εταίρου), ιδίως σε περίπτωση αφερέγγυας ΙΚΕ, αλλά και το ενδεχόμενο συμπαιγνίας εταίρου-εταιρίας ενδείκνυται η θέσπιση πρόσθετων κανόνων προς αποφυγή εικονικότητας και αδιαμφισβήτητη απόδειξη των συνθηκών και χρόνου της καταβολής. Πρβλ. Λιναρίτη, Η

ελαττωματική καταβολή στην αύξηση κεφαλαίου με χρηματικές εισφορές, ΕπισκΕΔ 2010, 374επ.

65. Περάκης, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, 72.

66. Περάκης, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία., 72, Σωτηρόπουλος, ο.π., 15.

68 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

στατικό. Δηλαδή η εξαγορά, που εναπόκειται στην απόλυτη κρίση ορισμένου εταί-ρου, δεν επιτρέπεται να καταλήγει σε απομείωση δικαιωμάτων των άλλων.

Ακολουθώντας τη δεύτερη άποψη, κατόπιν της εξαγοράς, ο εταίρος θα διαθέτει τον ίδιο αριθμό μεριδίων (άρα ποσοστό εταιρικής συμμετοχής) όσα είχε και πριν από αυτή. Πλέον θα κατέχει μερίδια κεφαλαιακής εισφοράς, λιγότερα πάντως από εκείνα που θα είχε αποκτήσει εάν είχε συμμετάσχει εξαρχής στην ΙΚΕ καταβάλλο-ντας το επίμαχο ποσό ως κεφάλαιο. Εξάλλου, η πρώτη γνώμη κρίνεται ότι συνιστά πράγματι εξαιρετικά ευνοϊκή μεταχείριση εταίρων με εγγυητικές εισφορές67, καθό-σον όχι μόνο διευκολύνονται στην απόκτηση μεριδίων χωρίς άμεση καταβολή, αλ-λά μπορούν οποτεδήποτε να αυξήσουν σημαντικά το ποσοστό συμμετοχής τους.

Ως επιχείρημα υπέρ της πρώτης άποψης προβάλλεται και ότι το ενδεχόμενο με-τατροπής προβλέπεται στο νόμο και είναι επομένως γνωστό από πριν στους εταί-ρους. Ωστόσο νομίζουμε ότι αυτό δεν βαρύνει κυριαρχικά ως προς την ερμηνεία του νόμου (φαίνεται μάλιστα να υπολαμβάνει ως δεδομένο το ζητούμενο), αλλά η τελευταία πρέπει να βασιστεί σε πρόσθετες αξιολογήσεις. Παρατηρείται ότι η από-σταση ανάμεσα στο ύψος της ευθύνης και στην αποτίμηση των εγγυητικών εισφο-ρών δεν είναι συγκεκριμένη και μπορεί να απέχει σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από 25%, για σοβαρούς ουσιαστικούς λόγους που οι εταίροι έκριναν εύλογο κατά την κατάρτιση της εταιρικής σύμβασης. Είναι πιθανό η αξία κεφαλαιακής υποστή-ριξης να είναι πολύτιμη κατά την έναρξη λειτουργίας της επιχείρησης, παρά σε με-ταγενέστερο στάδιο, ιδίως λ.χ. όταν η τελευταία καθιερωθεί στην αγορά και οι δα-πάνες της καλύπτονται με άνεση από τα οργανικά έσοδά της. Ακόμη περισσότερο, η μελλοντική εξεύρεση ρευστότητας του εταίρου με εγγυητική εισφορά είναι πιθα-νό να προέλθει από τα διανεμόμενα κέρδη της ΙΚΕ. Φαίνεται ιδιαίτερα μεροληπτι-κό, το οικονομικό προϊόν της κοινής δράσης των εταίρων να χρησιμοποιείται εκ των υστέρων για την επαύξηση των περιουσιακών δικαιωμάτων ορισμένου εξ αυ-τών σε βάρος των υπολοίπων. Σε περίπτωση μάλιστα επιτυχημένης πορείας της εταιρίας, είναι φανερό ότι το καταβαλλόμενο ποσό ευθύνης θα αποτελεί όχι την αγοραία, αλλά εξαιρετικά συμφέρουσα τιμή για την απόκτηση πρόσθετων εταιρι-κών μεριδίων, δυνατότητα την οποία στο ίδιο χρονικό σημείο στερούνται οι υπό-λοιποι εταίροι χωρίς αποχρώντα λόγο68.

67. Σωτηρόπουλος, ο.π., 15.

68. Για το ότι πρόκειται για αύξηση κεφαλαίου με μετρητά χωρίς δικαίωμα προτίμησης, βλ. ρητή

διατύπωση άρθρου 82 παρ. 1 εδ. 4 και Σωτηρόπουλο, ο.π., 14. Πρβλ. για τη δικαιοθεωρητική

και υπερνομοθετική θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος προτίμησης υπέρ μετόχων στην

αύξηση κεφαλαίου ΑΕ και αυστηρές προϋποθέσεις αποκλεισμού του, α.α. Τριανταφυλλάκη, Η

αύξηση κεφαλαίου στην α.ε. και ο αποκλεισμός του δικαιώματος προτίμησης, 2004, 52επ.

μ.π.π., αλλά και για την παράλληλη αναγνώριση - σύμφυτων με τα εταιρικά δικαιώματα –

δεσμεύσεων των ατομικών συμφερόντων εταίρων, που απορρέουν (και δικαιολογούνται)

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 69

Οι ανωτέρω σκέψεις είναι νομικά αξιοποιήσιμες, προκειμένου για την εξειδί-κευση των επιταγών της αρχής της καλής πίστης και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος προαιρέσεως σχετικά με την εξαγορά της εγγυητικής ει-σφοράς (ΑΚ 288), στο πλαίσιο και των λοιπών διατάξεων του νόμου για την ΙΚΕ. Ιδίως δυνάμει των άρθρων 76, 78 παρ. 2, 79 παρ. 2 αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό κυριαρχική πρωτοβουλία στους εταίρους, ως προς την αποτίμηση των εισφορών τους και εντεύθεν συνομολόγηση των ποσοστών εταιρικής συμμετοχής τους, ενώ τονίζεται η αναγκαιότητα αναλογίας μεταξύ του αριθμού των μεριδίων και της αξίας της εισφοράς. Από την άλλη πλευρά, η διατύπωση του άρθρου 82 παρ. 2 δεν ρυθ-μίζει κατηγορηματικά την τιμή διάθεσης των νέων μεριδίων κεφαλαιακής εισφο-ράς (δηλαδή ότι ισούται με την ονομαστική αξία τους), ώστε δεν προκύπτει αδιαμ-φισβήτητα ο αριθμός τους κατόπιν της υλοποιούμενης αύξησης κεφαλαίου.

Συνακόλουθα, υπό τις ως άνω τελολογικές και συστηματικές αξιολογήσεις, μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι, μεταξύ άλλων, και το (παρεπόμενο, σε σχέ-ση με τα ζητήματα αναγνώρισης, ύψους και αποτίμησης εγγυητικών εισφορών που ανατίθενται στην κρίση των εταίρων) ζήτημα του αριθμού των νέων μεριδίων κε-φαλαιακής εισφοράς εκ της εξαγοράς εγγυητικών εισφορών μπορεί να αποτελέ-σει αντικείμενο συμφωνίας των εταίρων. Φρονούμε ότι οι κείμενες διατάξεις δεν απαγορεύουν καταστατική ρήτρα, με την οποία θα εξειδικεύονται για το μέλλον αριθμητικά (είτε υποκειμενικά, είτε και χρησιμοποιώντας αντικειμενικά κριτήρια όπως ο χρόνος μετατροπής, η περιουσιακή θέση της εταιρίας) «τα μερίδια που αντι-στοιχούν στην αύξηση». Κατ’ αποτέλεσμα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμε-νο διατήρησης των εταιρικών συσχετισμών (ή πιο περιορισμένης μεταβολής τους) επί εξαγοράς εγγυητικής εισφοράς, σε περίπτωση ειδικής συμφωνίας των εταίρων κατά τη διαμόρφωση του καταστατικού της ΙΚΕ.

5. Παρακολούθηση και εξέλιξη των εισφορών

Από την ανωτέρω παρουσίαση διαφαίνεται ότι το αντικείμενο ορισμένων μορ-φών εισφορών στην ΙΚΕ δεν αποτελούν στοιχεία ενεργητικού, υπό την έννοια του παραδοσιακού λογιστικού δικαίου69. Παρόλα αυτά, για την ορθή πληροφόρηση των συναλλασσόμενων με την εταιρία είναι αναγκαία η αποτύπωσή τους στον ισο-

από τη συλλογικότητα του εταιρικού δεσμού, Ρόκα, Εταιρική οργάνωση και ατομική δράση των

εταίρων, ΕΕμπΔ 2007, 3επ.

69. Βλ. Αντωνόπουλο, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, 120, Βερβεσό, ΔικΑΕ, γ’ εκδ., άρθρο 9,

7επ. που δεν αποκλείει από εισφορά είδους σε ΑΕ περιουσιακά στοιχεία που παρότι δεν

είναι επιδεκτικά εμφάνισης στο ενεργητικό, είναι δυνατό να αξιοποιηθούν οικονομικά και επομένως να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα των πιστωτών μ.π.π. στη γερμανική θεωρία,

Σωτηρόπουλο, ο.π., 12 που κάνει λόγο για ανάγκη απεγκλωβισμού από παραδοσιακές έννοιες του εταιρικού και του λογιστικού δικαίου, και προκειμένου για την εμφάνιση (της αξίας) όλων

των εισφορών στα ίδια κεφάλαια της ΙΚΕ.

70 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

λογισμό της70. Όσον αφορά την αποτίμηση των δύο εναλλακτικών μορφών εισφο-ρών, ο νόμος προβλέπει ότι καταχωρίζεται σε λογαριασμούς των ιδίων κεφαλαίων (σκέλος του παθητικού), διάταξη που αντικατοπτρίζει τη λειτουργική συγγένεια τους με το έτερο είδος εισφορών, τις κεφαλαιακές.

Όσον αφορά τις εξωκεφαλαιακές εισφορές, ορισμένες θα μπορούσαν να αποτυ-πωθούν στο πάγιο ενεργητικό, είτε ως ασώματες ακινητοποιήσεις («άυλα πάγια στοι-χεία») είτε ως αξιώσεις («λοιπές μακροπρόθεσμες απαιτήσεις») της εταιρίας. Για άλλες όμως, όπως και για τις εγγυητικές εισφορές θα πρέπει να προβλεφθεί ιδιαίτερος τρό-πος απεικόνισης στο ενεργητικό, προκειμένου να ισοσκελίζεται μεν με το παθητικό, από την άλλη πλευρά όμως να μη διακυβεύεται η αντικειμενικότητα των οικονομικών καταστάσεων ως προς την τρέχουσα πραγματική περιουσιακή διάρθρωση και τα απο-τελέσματα χρήσης της εταιρίας (λ.χ. ως προς την αξία της υπολειπόμενης προς παρο-χή εργασίας ή έργου εταίρου σε περίπτωση σύμβασης ορισμένου χρόνου, ή σε περί-πτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχικής σχέσης από εξωκεφαλαιακή εισφορά, ή ως προς την απαλλαγή από χρέος που εξόφλησε εταίρος με εγγυητική εισφορά)71.

Επισημάνθηκε, εξάλλου, ότι καθοριστικός παράγοντας ως προς την εξέλιξη των εξωκεφαλαιακών και εγγυητικών εισφορών είναι τα νομικά γεγονότα της εκ-πλήρωσης ή της εξαγοράς των υποχρεώσεων τις οποίες ενσωματώνουν, καθώς από αυτά εξαρτάται το μεταβιβαστό των αντίστοιχων εταιρικών μεριδίων. Υπό την αντίληψη αυτή, για ορισμένους εταίρους η συμμετοχή στην ΙΚΕ με τις ως άνω εναλ-λακτικές μορφές εισφορών μπορεί να αξιολογείται ως μεταβατικό στάδιο, ενώ για άλλους να αποτελεί κεντρική επιδίωξη.

IΙΙ. Συνέπειες από την πρόβλεψη εναλλακτικών ειδών εισφορών

στο δίκαιο της ΙΚΕ

1. Χειραφέτηση της εταιρικής συμμετοχής από το κεφάλαιο

Η πλέον ορατή συνέπεια της τριμερούς διάκρισης των εισφορών στην ΙΚΕ δια-πιστώθηκε ότι είναι η χειραφέτηση της εταιρικής συμμετοχής από το κεφάλαιο. Αυτή

70. Σύμφωνα με το άρθρο 80 εδ. α’ ο τρόπος λογιστικής παρακολούθησης και παρουσίασης των

εξωκεφαλαιακών και εγγυητικών εισφορών καθορίζεται με υπουργική απόφαση, σχέδιο της οποίας έχει ήδη καταρτιστεί και εκκρεμεί προς έκδοση.

71. Βλ. α.α. ως προς την αρχή της πραγματικής εικόνας των οικονομικών καταστάσεων Παμπούκη, Σαφήνεια και αντικειμενικότητα στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τ.τ. Λουκόπουλου,

1993, 1επ., Μούζουλα, Πραγματική εικόνα της επιχείρησης και πιστότητα των οικονομικών

καταστάσεων της εταιρίας, ΝοΒ 38, 1088επ. και ειδικά ως προς τις «αποσβέσεις» ασώματων

ακινητοποιήσεων (εν προκειμένω εξωκεφαλαιακών εισφορών) λόγω της (σταδιακής ή

απότομης) οικονομικής ή νομικής απαξίωσής τους, Δρυλλεράκη σε ΔικΑΕ β’ εκδ. 2000, αρθ.

43, 74 μ.π.π.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 71

είναι και η αφετηρία της «χιονοστιβάδας» (θα έλεγε κανείς έστω καθ’ υπερβολή) των επιπτώσεων που ακολουθούν, όχι μόνο ως προς τη φυσιογνωμία του νέου εταιρι-κού τύπου και τη θέση των stakeholders της, αλλά και ως προς τη δογματική καθαρό-τητα παραδοσιακών διακρίσεων και θεωρήσεων του δικαίου των εταιριών.

2. Αποσύνδεση του αναλαμβανόμενου επιχειρηματικού κινδύνου

από το ύψος της εταιρικής κεφαλαιοδότησης

Άμεση περαιτέρω απόρροια της αναγνώρισης εξωκεφαλαιακών και εγγυητι-κών εισφορών είναι η μερική αποσύνδεση του αναλαμβανόμενου κινδύνου για τους επιχειρηματίες από το ύψος της κεφαλαιοδότησης της ΙΚΕ. Η καθιερωμένη ρήση «no one risks more than he invests»72 με πεδίο εφαρμογής τις κεφαλαιουχικές εταιρίες τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η έννοια της «επένδυσης» σταδιακά απομακρύ-νεται από την κλασσική χρηματοοικονομική θεώρησή της που εστιάζει στην τοπο-θέτηση χρημάτων προς επαύξησή τους73.

Ως σημαντικότερη για τη νομική ρύθμιση των εταιρικών σχέσεων αναδεικνύ-εται η αυθύπαρκτη έννοια του επιχειρηματικού κινδύνου (risk). Η μερική ανάληψη του τελευταίου είναι που προσδίδει αξία σε κάθε είδος εισφορών και εντεύθεν κα-θίσταται το «εισιτήριο» συμμετοχής στην εταιρία. Η ανάληψη του κινδύνου νοεί-ται αυτοτελώς, ευρύτερα και ανεξάρτητα από τυχόν συντρέχουσα μόνιμη κεφα-λαιακή συνδρομή προς την ΙΚΕ74. Πλέον, ορισμένοι εταίροι δύνανται να συμμε-τέχουν στον κίνδυνο όχι μόνο με χρήματα ή στοιχεία ενεργητικού που εντάσσο-νται στην εταιρική περιουσία, αλλά διακινδυνεύοντας να απωλέσουν το χρόνο, κό-πο και προσπάθειες της προσωπικής εργασίας ή υπηρεσιών τους ή διακυβεύοντας την ατομική περιουσία ή υπόληψή τους.

Η διαπίστωση αυτή ευνοεί τη συμμετοχική ανάληψη επιχειρηματικών δράσε-ων από εταίρους με διαφορετικά χαρακτηριστικά, επιδιώξεις, υποκειμενική στάση ως προς την ανάληψη κινδύνων ή περιουσιακή κατάσταση75. Υπερβαίνοντας αυτές τις διαφορές, η από κοινού συμμετοχή στην ΙΚΕ καθιστά εφικτή την απόλαυση των

72. Easterbrook/Fischel, The economic structure of corporate law, 1991, 40.

73. Βλ. α.α. Graham/Dodd, Security analysis, 1951, Sharpe/Alexander/Bailey, Investments,

1995, 11επ.

74. Πρβλ. Μιχαλόπουλο, ο.π., 726 σημ. 11 για πρόβλεψη προσωπικής ευθύνης εταίρων (ήτοι ανάληψη πρόσθετου κινδύνου) κατά τρόπο εξαρτημένο (ως πολλαπλάσιο) της εισφοράς τους στο γαλλικό δίκαιο των αστικών groupement agricoles d’ exploitation (GAEC).

75. Πρβλ. α.α. Arrow, The theory of risk aversion in Essays in the Theory of Risk Bear-

ing, 1971, 90επ., Anand, Foundations of rational choice under risk, 1993 μ.π.π.

Συνακόλουθα, η αξιολόγηση των επενδυτικών αποδόσεων για ορισμένους εταίρους ΙΚΕ

δεν πραγματοποιείται μόνο υπό όρους περιουσιακού κέρδους ή ζημίας από τη τοποθέτηση

κεφαλαίων.

72 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

εταιρικών οικονομικών αποδόσεων (ιδίως των κερδών και της υπεραξίας από με-ταβίβαση εταιρικών μεριδίων) κατά τρόπο καταρχήν ομοιόμορφο, ήτοι με μικρές δια-φοροποιήσεις ανάλογα με το είδος της εισφοράς, όπως εκτέθηκε ανωτέρω.

3. Αυξημένη ανάγκη ασφάλειας δικαίου ως προς τις σχέσεις των εταίρων

Η δομή εισφορών της ΙΚΕ εξυπηρετεί τη λειτουργική διάρθρωση της ΜμΕ, εγκαθιδρύοντας θεσμικούς όρους συνεργασίας μεταξύ των εταίρων. Η ιδιότητα και τα δικαιώματα εταίρου απονέμονται προς όλους όσοι συμπράττουν με εισφορές στο εγχείρημά της. Παράλληλα όμως, το είδος και η αναλογική αξία της εισφο-ράς κάθε εταίρου είναι αναμενόμενο να ασκούν επίδραση στην οργανωτική θέση και στο μέγεθος συμβολής του στην επιδίωξη του κοινού επιχειρηματικού σκοπού, ήτοι καθορίζουν αποφασιστικά την εμπλοκή του στην εταιρία.

Από την άλλη πλευρά, η άμβλυνση της σημασίας του μετρήσιμου μεγέθους της κεφαλαιακής συμμετοχής (επένδυσης με στενή έννοια) στην ΙΚΕ θέτει ουσι-ώδη ζητήματα για τις σχέσεις των εταίρων. Όσο απλή θα ήταν η οριοθέτηση των εταιρικών συσχετισμών με βάση το αριθμητικό ποσό συμμετοχής τους στο κεφά-λαιο (όπως λ.χ. στις ΕΠΕ και ΑΕ), τόσο πιο σύνθετη καθίσταται μετά τη διεύρυνση των αναγνωριζόμενων εισφορών. Η δυσχέρεια δεν είναι νομική, αλλά προέρχεται από το πρόβλημα ορθής επιμέτρησης του διατρεχόμενου επιχειρηματικού κινδύ-νου κάθε εταίρου, στο μέτρο που ο τελευταίος ενδέχεται να συναρτάται με αβέβαια ή απλώς μελλοντικά ενδεχόμενα. Ήδη επισημάνθηκαν οι δυσχέρειες αποτίμησης της αξίας εγγυητικών εισφορών, ενώ ακόμη και ως προς τις εξωκεφαλαιακές ει-σφορές δεν είναι οπωσδήποτε βέβαιη η ακριβόχρονη, προσήκουσα εκπλήρωσή τους από το συγκεκριμένο πρόσωπο που δεσμεύθηκε σχετικά.

Αυτές οι εγγενείς αδυναμίες μπορεί να δώσουν λαβή για διαφωνίες ή αμφισβη-τήσεις μεταξύ των εταίρων με διαφορετικά είδη εισφορών, ιδίως σε περίπτωση ευ-νοϊκής εξέλιξης του επιχειρηματικού εγχειρήματος, κατεξοχήν ως προς τη δίκαιη αναλογία συμμετοχής στις οικονομικές επιδόσεις της ΙΚΕ. Περαιτέρω, μπορεί να επηρεάσουν και τη στάση των εταίρων ως προς ιδιαίτερα σημαντικά εταιρικά ζητή-ματα, όπως η αύξηση κεφαλαίου, η είσοδος ή ο αποκλεισμός εταίρου κα. Οι ανω-τέρω συνθήκες δικαιολογούν την κύρια επιλογή του νομοθέτη σχετικά με την ευ-ρεία διακριτική ευχέρεια των εταίρων κατά τον προσδιορισμό της αξίας των εισφο-ρών στο καταστατικό. Η ευχέρεια αυτή μετουσιώνεται σε πράξη αυτοδιάθεσης των εταίρων, στο μέτρο που καθένας τους συνομολογεί το μέγεθος του επιχειρηματικού κινδύνου που καταγράφεται ότι αναλαμβάνει όχι μόνο ο ίδιος αλλά και οι συνεταί-ροι του, και περαιτέρω αποδέχεται την αναλογία της δικής του εισφοράς του στο αποτιμώμενο σύνολο των εισφορών.

Κατά τον τρόπο αυτό, επιδιώκεται η εγκαθίδρυση συνθηκών ασφάλειας δι-καίου ως προς τις σχέσεις των εταίρων, χωρίς να εξαλείφεται οριστικά το ενδεχό-μενο αμφισβητήσεων, όπως παρατηρείται κατωτέρω (υπό V 1). Αλλά και σε περισ-

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 73

σότερα ζητήματα που άπτονται επιμέρους κατηγοριών εισφορών, ενθαρρύνεται η εισαγωγή στην ΙΚΕ συμβατικών ρυθμίσεων μεταξύ των εταίρων, οι οποίες εντάσ-σονται στο καταστατικό της, αντί καταφυγής σε εξωεταιρικές συμβάσεις76.

4. Ουσιαστική κατάργηση του ελάχιστου νόμιμου κεφαλαίου

και εγγυητικές εισφορές – Αποτελέσματα για τους πιστωτές

Η εισαγωγή της δυνατότητας «κεφαλαίου 1 ευρώ» προκειμένου για την ίδρυ-ση και λειτουργία της ΙΚΕ ως εταιρίας με περιορισμό ευθύνης, σηματοδοτεί την άρση παραδοσιακών παρεξηγήσεων στο δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιριών. Αναγνωρίζεται πλέον ότι η φερεγγυότητα ορισμένου εγχειρήματος δεν διασφαλί-ζεται από οποιαδήποτε αφηρημένη πρόβλεψη περί ελάχιστου κεφαλαίου. Οι εταί-ροι κρίνονται αρμοδιότεροι από το νόμο για να αποφασίσουν το ύψος της αρχικής (και μελλοντικής) κεφαλαιοδότησης της εταιρίας. Δηλαδή να καθορίσουν έμμεσα το ισόποσο μέρος της εταιρικής περιουσίας του οποίου απαγορεύεται η διανομή υπό μορφή επιστροφής εισφορών ή διανομής μη πράγματι επιτευχθέντων κερ-δών77. Προς τους συναλλασσόμενους με την εταιρία υποδεικνύεται ότι ο θεσμός του κεφαλαίου, αυτοτελώς εξεταζόμενος, πιθανόν να μην επαρκεί για την προστα-σία τους ως δανειστών.

Η υπόδειξη διατηρεί τη σημασία της, ακόμη και όταν έχει συσταθεί ΙΚΕ με υψηλότερες κεφαλαιακές εισφορές. Διαμέσου της σταθερότητας του κεφαλαίου (αντί συγκεκριμένου ύψους του78) επιτυγχάνεται μεν ορισμένη εξασφάλιση των δανειστών. Ωστόσο δεν παραγνωρίζεται ότι οι κανόνες λειτουργίας του κεφαλαίου δεν αποτελούν προστασία έναντι διασπάθισης της περιουσίας και επέλευσης εται-ρικής αφερεγγυότητας, εξαιτίας άστοχων ή δόλιων επιχειρηματικών αποφάσε-ων ή ατυχιών. Για την αντιμετώπιση αντίστοιχων δυσμενών εξελίξεων, που μπο-ρεί να συμβούν ταχύτατα μετά τη σύσταση εταιριών με περιορισμό ευθύνης, τα βά-ρη παραδοσιακά μετακυλίονται στη σφαίρα ενεργειών των πιστωτών και στις ρυθ-μίσεις του πτωχευτικού δικαίου79. Είναι αξιοσημείωτο ότι για το νέο εταιρικό τύ-πο δεν προβλέπεται ούτε ελάχιστο αναλογικά όριο της εταιρικής περιουσίας ως

76. Βλ. άρθρα 50 παρ. 2, 90 παρ. 1, 91 παρ. 1, 92 παρ. 2, 100 παρ. 4, α.α. Περάκη, Ιδιωτική κε-φαλαιουχική εταιρία, ο.π., 28επ., Μιχαλόπουλο, Νεώτερες τάσεις του δικαίου της Α.Ε.: από

την καταστατική αυστηρότητα στην ώσμωση με τις εξωεταιρικές συμφωνίες, ΕπισκΕΔ 2008,

963επ. μ.π.π.

77. Βλ. α.α. Παμπούκη Δίκαιο εμπορικών εταιριών, ο.π., 197, Μάρκου, Σκέψεις επί μιας γενικής αρχής περί διατηρήσεως της εταιρικής περιουσίας στην ΕΠΕ και της λειτουργίας της, ΕλΔ

1999, 1223, Λιναρίτη, ΕπισκΕΔ 2010, 365.

78. Βλ. Γεωργακόπουλο, Δίκαιο των εταιριών, ο.π., 153-154, Περάκη, Συνηγ 2012, 13.

79. Περάκης, Πτωχευτικό δίκαιο, 2010, 273επ., Ρόκας, Ευθύνη για παρέλκυση της πτώχευσης, ΕΕμπΔ 2008, 5επ., Αυγητίδης, Ο Πτωχευτικός Κώδικας του 2007. Η αλλαγή κατεύθυνσης του

ελληνικού δικαίου αφερεγγυότητας, ΕΕμπΔ 2007, 542, Καραγκουνίδης, Η προστασία των πι-

74 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

προς το σύνολο ιδίων κεφαλαίων (εισφορών), προκειμένου για τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης της εταιρικής κρίσης. Η αναγκαιότητα συναφών μέτρων συναρτά-ται με οποιεσδήποτε εσωτερικές ή εξωγενείς συνθήκες (μεταβολές κατ’ ιδίαν στοιχείων ενεργητικού, οφειλών ή αποτελεσμάτων, δυσμενείς εξελίξεις ή συμβάντα οικονο-μικού περιβάλλοντος κα.) ενδέχεται να την περιάγουν σε κατάσταση επαπειλούμε-νης αδυναμίας εκπλήρωσης80.

Η νομοθετική κατάστρωση της ΙΚΕ πειθαναγκάζει (όχι απλώς ενθαρρύνει) ακόμη και συναλλασσόμενους που δεν έχουν αυξημένη εμπειρία, ούτε διαπραγ-ματευτική υπεροπλία έναντι της εταιρίας81, να λάβουν υπόψη πρόσθετα κριτήρια για την παροχή πίστωσης και να αναζητήσουν συμπληρωματικούς μηχανισμούς προστασίας των συμφερόντων τους. Μεταξύ αυτών, πρωταγωνιστικό ρόλο δια-δραματίζει η περίπτωση ΙΚΕ στην οποία συμμετέχει αξιόχρεος εταίρος με εγγυη-τική εισφορά82. Διαφορετικά, οι πιστωτές ενθαρρύνονται να θέσουν συγκεκριμέ-νες προϋποθέσεις και περιορισμούς ως προς τη χρήση της πίστωσης ή στη λει-τουργία της εταιρίας83. Αντί προσήλωσης στο στατικό μέγεθος του εταιρικού κεφα-λαίου, ενδείκνυται οι πιστωτές να διαμορφώνουν συναλλακτικές αποφάσεις με βά-ση τη δυναμική εκάστης ΙΚΕ, όπως αυτή αναπτύσσεται από τη συμμετοχή σε αυτή συγκεκριμένων εταίρων με εξωκεφαλαιακές εισφορές και με βάση την περιουσια-κή διάρθρωση, οικονομικές επιδόσεις, στόχους της εταιρίας.

στωτών μεταξύ εταιρικού και πτωχευτικού δικαίου σε Μαρίνου, Η ΑΕ μεταξύ εταιρικού και πτωχευτικού δικαίου και δικαίου κεφαλαιαγοράς, 2011, 458επ..

80. Πρβλ. Τριανταφυλλάκη, Ευθύνη για πρόκληση αφερεγγυότητας - εταιρικό και πτωχευτικό δί-καιο, ΕΕμπΔ 2010, 804, Αυγητίδη, Η επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης ως (νέος) λόγος κήρυξης της πτώχευσης, ΧρΙΔ 2009, 459επ., Α. Ρόκα, Η επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρω-

σης υποχρεώσεων ως νέος λόγος κήρυξης της πτώχευσης, ΔΕΕ 2008, 670.

81. Για τους επαγγελματίες πιστωτές-τράπεζες, η απόφαση για παροχή πίστωσης, και κατεξοχήν

ως προς ΜμΕ, παραδοσιακά εξετάζεται σε συνάρτηση με ομάδα κριτηρίων, βλ. τυποποιημένα

«Five C’s of Credit» που παραπέμπουν σε Character/Capacity/Capital/Collateral/Conditions-

Covenants, α.α. Tirole, The theory of corporate finance, 2006, 103.

82. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου παρατηρείται ότι οι θεσπιζόμενες εγγυητικές εισφορές στην ΙΚΕ είναι μεν εκούσιες, όμως η αγορά μπορεί να αναδείξει την ανάγκη ύπαρξής τους εάν πρόκειται η εταιρία να παραμείνει στην αγορά. Πρβλ. πάντως προμνημονευθείσα συνήθη

πρακτική όσον αφορά τις αγγλικές companies limited by guarantee (εγγυητικές εισφορές £1),

προκειμένου να αξιοποιηθούν τα πλεονεκτήματα περιορισμού της ευθύνης.

83. Ως προς συμβατικές ρήτρες πιστωτικών συμφωνιών (credit protection covenants) βλ. α.α.

Vervessos, ο.π., 142 μ.π.π., Burgess, o.π., 248, Zimmermann, An approach to loan agreement

covenants, Journal of Commercial Bank Lending, 1975, 4επ. Για το έλλειμμα προστασίας πιστωτών που δεν έχουν διαπραγματευτική ικανότητα να λάβουν ασφάλειες ή δεν

προκύπτουν από σύμβαση, ως κενό που υπάρχει σχεδόν σε όλες τις εταιρικές μορφές, και για

την ενδεδειγμένη αντιμετώπισή του με μέσα εκτός του εταιρικού δικαίου, βλ. Περάκη, Συνηγ 2012, 13.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 75

Δεν πρέπει βεβαίως να παραγνωριστεί ότι η ύπαρξη εγγυητικών εισφορών δι-αμορφώνει προϋποθέσεις για την ανάληψη εταιρικών υποχρεώσεων, οι οποίες δεν είναι ανάγκη να αντικρίζονται από άμεσα διαθέσιμη, ισόποση εταιρική περι-ουσία. Περισσότεροι δανειστές μπορεί να συναλλαγούν και παράσχουν πιστώσεις αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση μεγαλύτερων οφειλών της ΙΚΕ, από την περιου-σία του εις ολόκληρον ευθυνόμενου εταίρου με εγγυητική εισφορά. Τυχόν τέτοιες δυσανάλογες πιστώσεις, στο μέτρο που de facto παραβλέπουν παράλληλη πιθανή ανεπάρκεια ενεργητικού της εταιρίας (λόγω της οποίας αναλήφθηκε εγγυητική ει-σφορά) ή υποτιμούν τον πιστωτικό κίνδυνο του εταίρου ή τυχόν δυσχέρειες ρευ-στοποίησης της περιουσίας του, συνιστούν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης μορφής μόχλευσης (leverage) για τον εταιρικό τύπο της ΙΚΕ84. Τα πε-ριθώρια αντίστοιχης «εγγυητικής μόχλευσης» αυξάνονται, μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική διαφοροποίηση ανάμεσα στη δημοσιότητα των υφιστάμενων εγ-γυητικών εισφορών και των εταιρικών υποχρεώσεων85. Διευρύνονται περαιτέρω στο μέτρο που ελλείπει έγκυρη πληροφόρηση για τη διάρθρωση και εξέλιξη της ατομικής περιουσίας και ατομικών χρεών του ευθυνόμενου εταίρου. Όπως ισχύει σε κάθε περίπτωση μόχλευσης, χάρη στη δυνατότητα εγγυητικών εισφορών η επί-τευξη των εταιρικών στόχων μπορεί να έλθει ταχύτερα και αποδοτικότερα. Από την άλλη πλευρά, όμως, τυχόν επακόλουθη αφερεγγυότητα και των εταίρων με εγ-γυητικές εισφορές (μετά την αρνητική έκβαση του εγχειρήματος) δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε μεγαλύτερες απώλειες για τους πιστωτές. Το μέγεθος των τελευ-ταίων ενδέχεται πράγματι να είναι πολλαπλάσιο, σε σύγκριση με τις ζημιές που θα υφίσταντο εάν η απόφαση και το ύψος συναλλαγών τους με την ΙΚΕ είχε διαμορ-φωθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη διακριτής υπέγγυας περιουσίας των συ-γκεκριμένων εταίρων.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επιλογή του εταιρικού τύπου της ΙΚΕ συνι-στά για τους δυνάμει πιστωτές μάλλον διττή «παιδαγωγική προειδοποίηση» (ενί-οτε ακόμη και σήμα επιφυλακής ή συναγερμού, βλ. π.κ. υπό ΙΙΙ 6): αφενός να συμ-βουλεύονται τη σύνθεση και την εξέλιξη των εισφορών της υποψήφιας αντισυμ-βαλλόμενης εταιρίας, αφετέρου να διασφαλίσουν την αξίωσή τους επαρκώς, με μέ-σα εταιρικού, άλλως ενοχικού δικαίου, εκτιμώντας πρωτόβουλα τις συναλλακτικές συνθήκες, προοπτικές και ιδιαιτερότητες εκείνης και αξιολογώντας τα προσωπικά

84. Bλ. ως προς τους δείκτες μόχλευσης που συνήθως αξιολογούνται προκειμένου για την

εξωτερική χρηματοδότηση της εταιρίας και το αποδεκτό ύψος της α.α. Burgess, Corporate fi-

nance law, 1992, 212, Baker/Martin (ed.), Capital structure and corporate financing deci-

sions, 2011, 42επ. μ.π.π.

85. Κάθε μεταβολή των πρώτων δημοσιεύεται άμεσα (στο Γ.Ε.ΜΗ και στην ιστοσελίδα της εταιρί-ας), ενώ οι δεύτερες μεταβάλλονται καθημερινά, αλλά δημοσιεύονται σύμφωνα με τα τηρού-

μενα λογιστικά πρότυπα ως έχουν κατά την τελευταία ημέρα της διαχειριστικής χρήσης μετά τη

σύνταξη των ετήσιων εταιρικών οικονομικών καταστάσεων.

76 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

χαρακτηριστικά των εταίρων της. Διαφαίνεται, ωστόσο, ότι αυτή η παρακολούθη-ση, στάθμιση και αναζήτηση εξασφαλιστικών μέσων εισάγουν (με δεδομένο το κα-θεστώς πληροφοριακής ασυμμετρίας) ένα ιδιαίτερο «κόστος συναλλαγής με ΙΚΕ», το οποίο ενίοτε μπορεί να καθιστά ασύμφορες οικονομικά (και άρα να αποθαρρύνει) μεμονωμένες ή χαμηλού ύψους πιστωτικές συναλλαγές μαζί της.

5. Αναβάθμιση της «εγγυήσεως» εταιρικών χρεών

Η συμφωνία εγγυήσεως, με την οποία αναλαμβάνεται εκπλήρωση ξένης οφει-λής, διαπλάσσεται κατά νόμο ως ετεροβαρής αφηρημένη σύμβαση (ΑΚ 847επ.). Η εσωτερική σχέση μεταξύ οφειλέτη και εγγυητή (σχέση καλύψεως) είναι ανεξάρτη-τη, δεν ασκεί επιρροή στο κύρος της εγγυήσεως και μπορεί να πηγάζει από χαρι-στική ή επαχθή αιτία86. Στο διαμεσολαβητικό εμπόριο, η παροχή εγγυήσεων ανά-γεται σε επαγγελματική δραστηριότητα κατεξοχήν για τα πιστωτικά, λοιπά χρηματο-δοτικά ιδρύματα ή ασφαλιστικές εταιρίες. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, η ενίσχυση της συναλλακτικής πίστης ορισμένου οφειλέτη χάρη στην ανάληψη ευθύνης εκ μέ-ρους τρίτων εγγυητών (εκτός του χρηματοπιστωτικού χώρου) σπανίως λαμβάνει χώρα έναντι αγοραίου ανταλλάγματος, αλλά συνήθως εδράζεται στον προϋφιστάμε-νο οικογενειακό, εταιρικό ή άλλο ενοχικό δεσμό μεταξύ τους, από τον οποίο συχνά απορρέει ορισμένο οικονομικό συμφέρον του εγγυητή. Αντίστοιχα, προκειμένου για την ενίσχυση της πιστοληπτικής ικανότητας εν γένει εταιριών με περιορισμό ευθύ-νης, παρέχονται εγγυήσεις εκ μέρους εταίρων, μετόχων κα. κατά κανόνα χωρίς άμε-σο αντάλλαγμα, αλλά αποβλέποντας στα οφέλη από τη λειτουργία της εταιρίας.

Το status quo στην τυπική υποκείμενη σχέση οφειλέτη/εγγυητή, και ειδικότερα στην τυπική σχέση κεφαλαιουχικής εταιρίας/εταίρου-εγγυητή εταιρικών χρεών, έρχεται να διαταράξει η ρύθμιση για την ΙΚΕ. Η τελευταία δεν συνεπάγεται απλώς μείωση του κόστους παροχής εγγυήσεων. Μεταξύ εταιρίας και εταίρου με εγγυη-τική εισφορά αναπτύσσεται ex lege διαρκής αμφοτεροβαρής δεσμός, απόρροια της αναγνώρισης της εν λόγω διακριτής κατηγορίας εισφοράς. Η εγγυητική ευθύ-νη δεν αναλαμβάνεται χαριστικώς, ούτε απλώς έναντι έμμεσου οικονομικού συμ-φέροντος του εταίρου. Έχει συγκεκριμένο και άμεσο οικονομικό αντάλλαγμα, εται-ρικά μερίδια ορισμένης ονομαστικής αξίας και αναλογίας στο σύνολο εισφορών, μετά από κοινή απόφαση και αποτίμηση των εταίρων. Από οικονομικής πλευράς, η αναγνώριση μόνιμων περιουσιακών υποχρεώσεων της εταιρίας έναντι του εταί-ρου (και τα υπόλοιπα εταιρικά δικαιώματα του τελευταίου) λαμβάνουν χώρα ως

86. Βλ. α.α. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, 20επ., 24, 66 μ.π.π. και ειδικά

για τον αστικό ή εμπορικό χαρακτήρα της εγγυήσεως Παμπούκη παρατ. υπό την ΕφΘεσ

293/1956, Αρμ 1956, 395επ., Λιακόπουλο, Γενικό εμπορικό δίκαιο, 1998, 59.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 77

«αντιπαροχή» της εγγυητικής συμμετοχής του87. Έτσι, η ανάληψη εγγυητικής ευθύ-νης στις εξωτραπεζικές εμπορικές συναλλαγές και ιδίως στον εταιρικό χώρο ανα-βαθμίζεται: αφενός αναδεικνύεται η οικονομική αυτοτέλειά της, αφετέρου διαμορ-φώνονται συνθήκες (λιγότερο από το νόμο και περισσότερο από την αγορά) για τον προσδιορισμό της αξίας της. Αυτή η θεσμική αναβάθμιση, που ολοκληρώνε-ται με τη ρητή αναγνώριση ισοδυναμίας μεταξύ των διαθέσιμων ειδών εισφορών, εγκαθιδρύει καθεστώς μεγαλύτερης ισορροπίας και δικαιοσύνης στις σχέσεις των εταίρων της νέας μορφής κεφαλαιουχικής εταιρίας με εκείνον εξ αυτών που τυχόν αναλαμβάνει και προσωπική ευθύνη για τα εταιρικά χρέη.

6. Τομή ως προς το ζήτημα της εταιρικής υποκεφαλαιοδότησης –

Ο περιορισμός της εμπορικής ευθύνης ως αυτοσκοπός στην ΙΚΕ

Η αναγνώριση ΙΚΕ με ελάχιστη κεφαλαιακή εισφορά «1 ευρώ», χωρίς υποχρε-ωτική εγγυητική εισφορά, με αποτέλεσμα τη δραστική περιστολή της ευθύνης ένα-ντι τρίτων μπορεί να ιδωθεί και ως τομή στο αμφισβητούμενο ζήτημα της υποκεφα-λαιοδότησης ή ανεπαρκούς κεφαλαιοδότησης (αφενός ονομαστικής, αφετέρου ουσι-αστικής), εμπορικών κεφαλαιουχικών εταιριών και των εννόμων συνεπειών της.

Ο πρώτος προβληματισμός αναπτύσσεται με σημείο αναφοράς το άρθρο 32 Ν. 3190/1955 για την ΕΠΕ, ενόψει του διακηρυγμένου νομοθετικού στόχου η ΙΚΕ να αποτελέσει τη σύγχρονη εταιρική «στέγη» των ΜμΕ (όπως ήταν ο φυσιολογικός προορισμός της ΕΠΕ). Στην ΕΠΕ η εξασφάλιση και εξόφληση δανείων των εταί-ρων προς την εταιρία υπόκειται σε σειρά απαγορεύσεων και περιορισμών, που αποσκοπούν στην κατά προτεραιότητα εξόφληση των εταιρικών πιστωτών τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και μετά τη λύση της εταιρίας, σε σχέση προς τις απαιτήσεις των εταίρων88. Συνέπεια της ρύθμισης είναι η de iure επέκταση του επιχειρηματι-

87. Δηλαδή είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν κεφαλαιακή υποστήριξη, άλλη υποχρέωση

ή άλλη συναλλαγή του προσώπου που εγγυάται τα εταιρικά χρέη συμμετέχοντας στην εταιρία.

88. Βλ. α.α. Τζουγανάτο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση κεφαλαιουχικών εταιριών, 1994, 147επ.,

Ρόκα, Η ρύθμιση δανείων των εταίρων προς την εταιρίαν κατά τον ελληνικό νόμο περί ΕΠΕ, ΕΕμπΔ 1968, 161, Γιοβαννόπουλο, Η προστασία των πιστωτών στο εταιρικό και στο

πτωχευτικό δίκαιο, Συγκριτικές παρατηρήσεις, Πρακτικά 18ου Πανελλήνιου Συνεδρίου

Εμπορικού Δικαίου, ο.π., 193επ., Κορδή-Αντωνοπούλου, Η εταιρική δανειοδότηση στην

ΕΠΕ, 2006, Μηνούδη, Περιπτώσεις ευθύνης εξ ανεπαρκούς κεφαλαιοδότησης ΕΠΕ, ΕΕμπΔ

1967, 505, Βερβεσό, Η προβληματική της ονομαστικής υποκεφαλαιοδότησης στο δίκαιο

της ΕΠΕ, ΕΕμπΔ 2003, 453, Κωνσταντούλα, Εταιρικά δάνεια στην πτώχευση και εταιρία

περιορισμένης ευθύνης, ΕΕμπΔ 1986, 582, ΑΠ 1512/2006, ΕλΔ 2006, 1665. Για τον

αποκλεισμό αναλογικής εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 32 στην ανώνυμη εταιρία ακόμη

και για μετόχους που εκπροσωπούν σημαντικό ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου, αλλά τη

δυνατότητα έμμεσης αξιοποίησης των αρχών του στην ΑΕ στο πλαίσιο του άρθρου 281 ΑΚ

και άρσης της αυτοτέλειάς της, βλ. Λιακόπουλο, ο.π., 69-70, Τζουγανάτο σε Περάκη ΔικΕΠΕ,

78 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

κού κινδύνου πέρα από το ποσό της εισφοράς, σε περίπτωση δανειοδότησης ΕΠΕ από εταίρους, καθώς σε περίπτωση ανεπάρκειας της εταιρικής περιουσίας, οι δα-νειστές «μπορούν να επιληφθούν των δανείων των εταίρων». Τα τελευταία αδιακρίτως κατ’ ιδίαν όρων τους, ουσιαστικά εξομοιώνονται με εισφορές89.

Η ρύθμιση για την ΙΚΕ αντιμετωπίζει την ανεπαρκή κεφαλαιοδότησή της ως εσφαλμένη επιχειρηματική απόφαση των ίδιων των εταίρων. Αντίθετα προς τη μάλλον θεωρητικού ενδιαφέροντος ως άνω διάταξη του δικαίου της ΕΠΕ90, επι-τρέπεται η εμπράγματη εξασφάλιση δανείων των εταίρων προς την ΙΚΕ. Παράλλη-λα όμως, δυνάμει του άρθρου 95 παρ. 3 τίθεται γενικότερη απαγόρευση ως προς την εκτέλεση συμβάσεων μεταξύ εταιρίας και εταίρων, εάν έτσι ματαιώνεται (έστω εν μέρει) η ικανοποίηση των λοιπών δανειστών της εταιρίας. Μολονότι τα δά-νεια των εταίρων προς την ΙΚΕ δεν ορίζονται αφηρημένα ως υποδεέστερα σε σχέ-ση με τις απαιτήσεις τρίτων91, στην πραγματικότητα εξαιτίας της ως άνω νομοθετι-κής απαγόρευσης, οι εταίροι ευρίσκονται εκτεθειμένοι στον κίνδυνο αμφισβήτη-σης όσων συναλλαγών της ΙΚΕ με εκείνους (συμπεριλαμβανομένων δικαιοπραξι-ών και υλικών πράξεων, λ.χ. καταβολών σε απόσβεση ενοχών) απομειώνουν την εταιρική περιουσία92. Το κύρος των τελευταίων εξαρτάται πλέον από την - ενίο-

άρθρο 32, 28επ. Πρβλ. υπό το αμερικανικό και γερμανικό δίκαιο Cahn, Equitable subordina-

tion of shareholders loans? in Eidenmüller/Schön, o.π., 289επ. μ.π.π.

89. Βλ. Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες, 548 και παρατ. Τζουγανάτου, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση

κεφαλαιουχικών εταιριών, 168 ως προς το μη εύλογο εξομοίωσης με εισφορές των

βραχυπρόθεσμων δανείων για την κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών ρευστότητας της εταιρίας, Skeel/Krause-Vilmar, Recharacterisation and the Nonhindrance of Creditors in Eidenmüller/

Schön, o.π., 261επ.

90. Πρβλ. Karatzas in Wood, The law of subordinated debt, 1990, Τζουγανάτο σε Περάκη ΔικΕΠΕ,

άρθρο 32, 4επ. που αναφέρεται σε «νεκρό γράμμα», τον ίδιο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση

κεφαλαιουχικών εταιριών, ο.π., 171 με πειστική επιχειρηματολογία σε βάρος της έλλειψης διακρίσεων του νόμου ως προς τις χρηματοδοτήσεις που συνιστούν σοβαρές προσπάθειες εξυγίανσης της εταιρίας.

91. Ως προς το διακριτό ερώτημα εάν για δάνεια άλλων εταίρων προς την ΙΚΕ ευθύνονται και τυχόν εταίροι με εγγυητική εισφορά, κατά την άποψη του γράφοντος προσήκει αρνητική

απάντηση, κυρίως με βάση τα χαρακτηριστικά του εταιρικού δεσμού και ριζική σύγκρουση

συμφερόντων που θα υπέθαλπταν αντίστοιχες συναλλαγές μεταξύ των εταίρων και της εταιρίας, ώστε να δικαιολογείται τελολογική-συσταλτική ερμηνεία του κανόνα του άρθρου 79

στην περίπτωση αυτή (επιχ. και από το γράμμα της διάταξης που αναφέρεται σε ευθύνη έναντι «τρίτων»).

92. Πρβλ. Αντωνόπουλο, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, 186, Περάκη, Ιδιωτική κεφαλαιουχική

εταιρία, 103 όπου υποστηρίζεται ότι ματαίωση της ικανοποίησης των δανειστών θα υπάρ-

χει όταν από τον ισολογισμό προκύπτει ότι το ενεργητικό δεν είναι επαρκές για την εξόφληση

των εταιρικών δανειστών, δηλαδή προτείνεται η υιοθέτηση (στατικού) «τεστ φερεγγυότητας» της εταιρίας κατά το χρόνο της επίμαχης συναλλαγής. Από την άλλη πλευρά, η διατύπωση του

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 79

τε δυσχερώς ελέγξιμη - προϋπόθεση δυνατότητας ολοσχερούς ικανοποίησης των υπόλοιπων δανειστών.

Η ρύθμιση είναι λογικό να περιορίσει την παροχή βραχυπρόθεσμων χρηματι-κών διευκολύνσεων εταίρων προς την εταιρία. Η προοπτική αποπληρωμής τους από τα πρώτα διαθέσιμα της ΙΚΕ, χάρη στο πληροφοριακό προβάδισμα και την εγ-γύτητα των εταίρων προς το διαχειριστή, απομακρύνεται σε περίπτωση ανεπάρκει-ας ενεργητικού και αρνητικών ταμειακών ροών της εταιρίας. Δεν φαίνεται όμως πιθανό να αποθαρρύνει εντελώς αντίστοιχες πιστώσεις, λόγω των προσδοκώμε-νων ωφελειών για τον εταίρο από τη διατήρηση ή/και αύξηση της αξίας της (επι-χείρησης και εντεύθεν της) εταιρικής συμμετοχής του. Επιπρόσθετα, η νομοθετική απαγόρευση «υποδεικνύει» στους εταίρους υποκεφαλαιοδοτημένης ΙΚΕ ως πιθα-νόν συμφερότερη εναλλακτική αντί της χορήγησης δανείων (αμφίβολης αποπλη-ρωμής), την ενίσχυσή της με νέες εισφορές. Συνεπώς, η ως άνω στάθμιση του νο-μοθέτη δεν αναχαιτίζει τις ελπίδες επιβίωσης και εξυγίανσης εταιρίας που ευρίσκε-ται πλησίον αφερεγγυότητας. Ούτε όμως είναι αρκετή για να αποφευχθεί η μεταβο-λή των προσώπων των θυμάτων της αφερεγγυότητας93, εάν η τελευταία επέλθει τε-λικά αργότερα, έπειτα από τη χορήγηση δανείων εκ μέρους των εταίρων ή έπειτα από την αποπληρωμή τους.

Όσον αφορά την αντιμετώπιση των ανωτέρω προβλημάτων και εν γένει συν-θηκών ουσιαστικής υποκεφαλαιοδότησης, περιορισμένη μάλλον είναι η συνεισφο-ρά των διατάξεων του πτωχευτικού κώδικα που καθιερώνουν ευθύνη των διοι-κούντων κεφαλαιουχικών εταιριών και των προσώπων που ασκούν επιρροή σε εκείνους για πρόκληση ή παρέλκυση πτώχευσης. Οι σχετικές διατάξεις εφαρμό-ζονται ρητώς και στην ΙΚΕ. Ωστόσο, η αρχική υποκεφαλαιοδότηση δεν μπορεί να συναρτηθεί με ορισμένες ενέργειες ή παραλείψεις του διαχειριστή της (τουλά-χιστον εφόσον εκείνος ανταποκρίνεται στο καθήκον σύγκλησης συνέλευσης των εταίρων προκειμένου να λάβουν αποφάσεις για το μέλλον της)94. Αντίστοιχα, δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο ευθύνης των εταίρων έναντι των ζημιωθέντων

νόμου δεν φαίνεται να αποκλείει τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη και τα αναμενόμενα (κατά

τη συνήθη πορεία των πραγμάτων) έσοδα και έξοδα (συνήθεις αναμενόμενες ταμειακές ροές) της ΙΚΕ, τουλάχιστον στην περίπτωση που εξετάζεται η δυνατότητα ικανοποίησης μη ληξιπρό-

θεσμων-μακροπρόθεσμων απαιτήσεων λοιπών δανειστών.

93. Πρβλ. κριτική Ρόκα, ΕΕμπΔ 1968, 177, Τζουγανάτου, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση

κεφαλαιουχικών εταιριών, 168 κατά της διαφορετικής μεταχείρισης των δανείων εταίρων

ΕΠΕ σε περίπτωση πτώχευσης που εισάγει η παρ. 3 άρθρου 32 Ν. 3190/1955 και για την

υποστηριζόμενη άποψη ότι η εισαγόμενη εξαίρεση δεν καλύπτει καταρχήν την περίπτωση

δανειοδότησης αφερέγγυας εταιρίας, ώστε οι εταίροι που με τη χορήγηση δανείων παρέτειναν

τη λειτουργία της εταιρίας να κατατάσσονται μετά τους θιγόμενους τελικούς πιστωτές.

94. Άρθρο 102. Γενικότερα για την αδυναμία της ουσιαστικής υποκεφαλαιοδότησης της εταιρίας, ακόμη και όταν η τελευταία είναι προφανής από την αρχή, για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης

80 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

από τη δράση της εταιρίας πιστωτών. Η ειδική διάταξη του άρθρου 95 παρ. 3 μπο-ρεί να θεμελιώσει ευθύνη του εταίρου έναντι της ΙΚΕ προς επιστροφή τυχόν κατα-βληθεισών συμβατικών παροχών, ακόμη και αποζημιωτική ευθύνη του διαχειρι-στή έναντι των εταιρικών δανειστών λόγω αδικοπραξίας95. Ωστόσο δεν ιδρύει ευ-θεία αξίωση των εταιρικών δανειστών σε βάρος του εταίρου (εκτός αν τεκμηριώνε-ται συμμετοχική δράση του, βλ. ΑΚ 926), ούτε είναι αυτονόητη η θεμελίωση αντί-στοιχης αξίωσης με βάση το άρθρο 98 ΠτωχΚ96. Όπως αποδεικνύεται, οι πιστω-τές προσκαλούνται στις συναλλαγές με την ΙΚΕ χωρίς ψευδαισθήσεις, επιλογή που μπορεί μεν να συνιστά αποστέρηση ορισμένων νομικών πλεονεκτημάτων που θα εί-χαν θεωρητικώς έναντι άλλων εταιρικών τύπων, από την άλλη πλευρά όμως προάγει την ασφάλεια δικαίου (υπό την έννοια του ευχερέστερου καθορισμού και ορθότερης πρόβλεψης των έννομων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των ενδιαφερομένων).

Με δεδομένο τον προαιρετικό χαρακτήρα εγγυητικών εισφορών, την έλλειψη προσωπικής ευθύνης των εταίρων με λοιπά είδη εισφορών και την ουσιαστική κα-τάργηση του ελάχιστου νόμιμου κεφαλαίου, πάντως, η ρύθμιση για την ΙΚΕ παρέ-χει μεγάλα πλεονεκτήματα για την ανάληψη εμπορικών κινδύνων. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τη δυνατότητα μονοπρόσωπης σύστασης97, είναι αλήθεια ότι ο νέος τύ-πος κεφαλαιουχικής εταιρίας δίδει την ευχέρεια, άλλως προκαλεί τους συναλλασ-σόμενους να τον αξιοποιήσουν ακόμη και για οποιαδήποτε προσωπική διαμεσο-λαβητική δραστηριότητα με σκοπό το κέρδος, προκειμένου να περιορίσουν απο-τελεσματικά τον κίνδυνο που διατρέχουν εξαιτίας της98. Κατ’ ουσίαν έτσι, η νομική

εταίρου πρβλ. Ελευθεριάδη, Η προστασία των δανειστών κεφαλαιουχικής εταιρίας ως πρόβλημα ευθύνης των εταίρων, 2012, 203επ. μ.π.π.

95. Αντωνόπουλος, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, 186.

96. Για την ευθύνη του δανειοδοτούντος εταίρου θα πρέπει να τεκμηριωθεί είτε ότι άσκησε επιρ-

ροή στο διαχειριστή για την εξόφληση του δικού του δανείου και μάλιστα αυτή η εξόφληση εί-χε αποτέλεσμα την πτώχευση, είτε ότι υπολογίζοντας στην εξόφληση του δανείου (ή και ανε-ξάρτητα από αυτό) προέτρεψε το διαχειριστή να μην υποβάλει εγκαίρως αίτηση πτώχευσης. Αντίθετα, τυχόν καλή πίστη του εταίρου κατά το χρόνο χορήγησης του δανείου ως προς το εν-

δεχόμενο ανάκαμψης της επιχείρησης με τη βοήθειά του και το πραγματικό της διακινδύνευ-

σης πρόσθετης ατομικής περιουσίας του εταίρου (πέραν της εισφοράς) δυσχεραίνουν την κα-

τάφαση του απαιτούμενου για την εφαρμογή της διάταξης της παρ. 2 άρθρου 98 ΠτΚ βαθμού

υπαιτιότητας (δόλου ή βαρείας αμέλειας).

97. Βλ. αναλ. λόγους αναγνώρισης μονοπρόσωπης ίδρυσης ΕΠΕ κατά το ευρωπαϊκό εταιρικό

δίκαιο, Μιχαλόπουλο, Η μονοπρόσωπη ΕΠΕ, 1994, 34 μεταξύ των οποίων και η ευχέρεια

οριοθέτησης του μεγέθους της ανεκτής διακινδύνευσης κατά την άσκηση ατομικής εμπορικής δραστηριότητας, τον ίδιο, Η μονοπρόσωπη επιχείρηση περιορισμένης ευθύνης – θεωρητική

ματαιοπονία ή νοητή προοπτική;, ΕΕμπΔ 1987, 348. Τη δυνατότητα μονοπρόσωπης σύστα-

σης ήδη αξιοποιούν περισσότερες από τις μισές νεοϊδρυόμενες ΙΚΕ.

98. Τα πλεονεκτήματα της ΙΚΕ σε σύγκριση με την ατομική άσκηση επιχείρησης, για τα χρέη

της οποία ευθύνεται απεριόριστα ο επιχειρηματίας, διευρύνονται ακόμη περισσότερο σε

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 81

προσωπικότητα της ΙΚΕ μπορεί να χρησιμοποιείται για τη στεγανοποίηση της ατο-μικής περιουσίας του επιχειρηματία σε περίπτωση ζημιών, χωρίς φυσικά να απο-τρέπει την απόλαυση των κερδών του εγχειρήματος εάν εξελιχθεί ευνοϊκά99.

Η ανωτέρω διαπίστωση δεν συνοδεύεται μόνο από ηθικής τάξεως αξιολογή-σεις, αλλά παραβάλλει αμείλικτο ερώτημα σχετικά με τη δικαιοπολιτική δικαιολό-γηση του περιορισμού της ευθύνης των εταίρων100, που αναπόφευκτα συναρτά-ται με τη διάχυση προς μέρος της κοινωνίας (συμβατικούς ή εξωσυμβατικούς πι-στωτές) ενδεχόμενων μελλοντικών εταιρικών ζημιών. Κατά την άποψή μας, μάλ-λον το βασικό λόγο αποτελεί η ενθάρρυνση οποιασδήποτε νόμιμης (έστω απρό-σεκτα σχεδιασμένης ή τυχοδιωκτικής) επιχειρηματικής πρωτοβουλίας ΜμΕ, ιδί-ως σε εποχή οικονομικής κρίσης και καλπάζουσας ανεργίας101. Ανεξαρτήτως πει-στικότητάς της, αυτή η δικαιολόγηση ασφαλώς δεν καλύπτει εξαιρετικές περιστά-σεις κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας υποκεφαλαιοδοτημένης ΙΚΕ από το μοναδικό ή κυρίαρχο εταίρο της. Έννομη συνέπεια της τελευταίας μπορεί να είναι και η άρση της αυτοτέλειας αφερέγγυας ΙΚΕ και αναγνώριση προσωπικής ευθύνης εταίρου έναντι δανειστών (που μεθοδευμένα παρασύρθηκαν «στα δίχτυα της») (ΑΚ 281, 919)102. Πάντως, η επιλογή του νέου εταιρικού τύπου έστω σε συνδυασμό με

περίπτωση ευνοϊκότερου φορολογικού καθεστώτος, όπως πράγματι καθιερώνουν (μέχρι σήμερα) οι παρ. 10 και 11 του άρθρου 116 του νόμου που υπάγουν την ΙΚΕ στις εκάστοτε ισχύουσες φορολογικές διατάξεις για την ΕΠΕ.

99. Πρβλ. Μιχαλόπουλο, ο.π., 728 που αναφέρεται σε ρυθμίσεις διευκόλυνσης ίδρυσης περιουσίας σκοπού (patrimoine d’ affectation) κατ’ αντιπαραβολή με τη θέση του φορέα

άσκησης ατομικής επιχείρησης η οποία δεν προσφέρεται για «χειραγώγηση» της ευθύνης μ.π.π., επίσης Schmidt, ο.π., 2618επ. ο οποίος διακρίνει κλονισμό της ίδιας της έννοιας της εταιρίας στην περίπτωση μονοπρόσωπης ΕΠΕ με ανύπαρκτη ουσιαστική εισφορά.

100. Πρβλ. α.α. ακόμη και υπό το αμερικανικό δίκαιο της corporation, «organizing a corporation to

avoid personal liability is legitimate; however the limited personal liability of shareholders does not

come free. The mere formation of a corporation, fixing the amount of its capital .. do not create

anything of value which the company can do business. It is the shareholders’ initial capital invest-

ments that protect their personal assets from further liability. They should in good faith put at risk

unencumbered capital reasonably adequate for its prospective liabilities ..» Supreme Court North

Dacota, Hanewald v Bryan’s Inc., 429 NW 2d 414 (1988).

101. Πρβλ. Αυγητίδη, παρατ. σε ΕφΑθ 2346/1995, ΕπισκΕΔ 1996, 871 για το νομικό πρόσωπο

ως φορέα παροχής επενδυτικού κινήτρου με τη μορφή της μη ευθύνης του μέλους για τις υποχρεώσεις του και απαντήσεις Περάκη, Συνηγ 2012, 12 στον προβληματισμό μήπως η

ΙΚΕ είναι επιρρεπής στο να αποτελέσει «όχημα καταδολίευσης» των πιστωτών.

102. Βλ. γενικ. για τις προϋποθέσεις άρσης της νομικής προσωπικότητας και τα κριτήρια της υποκεφαλαιοδότησης, ανάμειξης περιουσιών και επέμβασης δεσπόζοντος μετόχου στη

διαχείριση της εταιρίας αντί πολλών Λιακόπουλο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού

προσώπου στη νομολογία, 1993, 66επ., Avgitides, Groups of companies: The liability of

parent company for the debts of the subsidiary, 1996, τον ίδιο, Η άρση της αυτοτέλειας

82 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

κατάφωρα ανεπαρκή κεφαλαιοδότησή του, δεν αρκούν ως μόνες περιστάσεις, κα-τά την άποψη του γράφοντος, προκειμένου για τη στοιχειοθέτηση κατάχρησης103.

7. Σύγχυση παραδοσιακών ορίων προσωπικών και κεφαλαιουχικών εταιριών

Η ρύθμιση της ΙΚΕ θέτει υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή οριοθέτηση μετα-ξύ των προσωπικών και των κεφαλαιουχικών εταιριών104 και την αναντίρρητη συ-μπερίληψή της στη δεύτερη κατηγορία, όπως υπαγορεύει ο τίτλος της. Η προαιρε-τική δυνατότητα εισαγωγής ισχυρών προσωποπαγών στοιχείων (εξωκεφαλαιακές εισφορές) και ανάληψης ευθύνης για τα εταιρικά χρέη εκ μέρους ορισμένων εταί-ρων (εγγυητικές εισφορές) επιβάλλουν την κατά περίπτωση αξιολόγηση της διάρ-θρωσης εισφορών για κάθε ΙΚΕ, προκειμένου για την εξαγωγή συμπεράσματος ως προς τον αληθινό πρωτεύοντα χαρακτήρα της. Μπορεί μεν αρχικά, στην πράξη τον κανόνα να αποτελέσουν ακραιφνώς κεφαλαιουχικές ΙΚΕ που θα σπεύσουν να εκμεταλλευθούν τη δυνατότητα εξαιρετικά χαμηλού ύψους κεφαλαίου, ωστόσο δεν αποκλείεται τη συναλλακτική καθιέρωση του συγκεκριμένου εταιρικού τύπου (ιδί-ως υπό την έννοια ειδοποιού διαφοροποίησης από την ΕΠΕ, αλλά και αποδοχής από την αγορά), να επιτύχουν εταιρίες με ισχυρότατα προσωπικά στοιχεία. Συνα-κόλουθα, παρά το νομοθετικό σχεδιασμό και παρά τη θεσμική αναγκαιότητα κεφα-λαίου με τις τυπικά επιτελούμενες λειτουργίες του, η γενική ένταξη των φορέων της νέας εταιρικής μορφής σε ορισμένη από τις δύο κατηγορίες συναντά επιφυλάξεις.

του νομικού προσώπου στο δίκαιο της ΑΕ σε Περάκη ΔικΑΕ, β’ εκδ., τ. 1, 2002, 243επ.,

Αλεξανδρίδου, Δίκαιο εμπορικών εταιριών, 388, Γιοβαννόπουλο, ο.π., 214, Κιάντου-Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, Αρμ 1993, 877, Αλεπάκο, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας, Πρακτικά 3ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Εμπορικού Δικαίου (Προβλήματα από την εφαρμογή

του νόμου της ανώνυμης εταιρίας και η ευρωπαϊκή ανώνυμη εταιρία) 1994, 249επ., Περάκη, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας και κριτήρια νομολογιακής τυποποίησης, ΔΕΕ 1996,

375 και όσον αφορά αντίστοιχα ζητήματα σε ευρωπαϊκά δίκαια, Ελευθεριάδη, ο.π., 210επ.,

Maitland-Walker, Guide to european company law, 1997, Eckhold, Materielle Unterkapital-

isierung, 2002, Vonnemann, Haftung der GmbH-Gesellschafter bei materieller Unterkapi-

talisierung, 1991.

103. Πρβλ. Λιακόπουλο, ο.π., 147επ., 153επ., Τζουγανάτο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση

κεφαλαιουχικών εταιριών, ο.π., 141.

104. Παρόμοια αμφισβήτηση επιφέρει και το νέο καθεστώς προσωπικών εταιριών που καθι-ερώνει ο Ν. 4072/2012 (βλ. ενδεικτικά, επωνυμία ο.ε., μονοπρόσωπη – προσωρινώς –

κατάσταση κα.).

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 83

V. Ειδικότερα ζητήματα

1. Η αναθεώρηση της αποτίμησης των εισφορών

Είναι αλήθεια ότι η άρση περιορισμών ως προς το αντικείμενο εισφορών, σε συνδυασμό με την ανάθεση της αποτίμησης των εναλλακτικών μορφών εισφορών στην κρίση των εταίρων, παρέχουν ευελιξία στη σύσταση της ΙΚΕ και ευνοούν την υλοποίηση επιχειρηματικών εγχειρημάτων ΜμΕ με ταχύτητα και χαμηλό κόστος. Ωστόσο, οι προεκτεθείσες εγγενείς δυσχέρειες αποτίμησης της αξίας εξωκεφαλαι-ακών και εγγυητικών εισφορών δημιουργούν συνθήκες επώασης προβλημάτων κατά τη μελλοντική λειτουργία της εταιρίας. Από τη μία πλευρά, όσο περισσότερο προσωποπαγώς διαμορφώνονται οι υποχρεώσεις εξωκεφαλαιακής εισφοράς, τό-σο δυσχεραίνεται η αξιολόγηση ex ante και ως συνολική αξία, των μελλοντικών επιδόσεων της εργασίας ή υπηρεσιών του εταίρου, η οποία αναπόφευκτα δεν μπο-ρεί να εξαρτάται μόνο από τις τρέχουσες ικανότητες και προσόντα του. Οι δυσχέ-ρειες εφάπαξ προσδιορισμού της αξίας εισφοράς επιτείνονται όταν η εργασία ή υπηρεσίες συμφωνείται να παρέχονται για αόριστο χρόνο. Αντίστοιχα, η αξία ορι-σμένης εγγυητικής εισφοράς για την εταιρία εξαρτάται από τις προσωπικές περι-ουσιακές σχέσεις, δικαιώματα και υποχρεώσεις του εταίρου, γεγονότα για τα οποία πιθανότατα τεκμηριώνεται ελλειμματική πληροφόρηση των συνεταίρων.

Ο προβληματισμός σχετικά με τη δίκαιη αποτίμηση των εισφορών επιτείνεται λαμβάνοντας υπόψη το ευμετάβλητο των συνθηκών μετά τη σύσταση της εταιρί-ας. Παράγοντες που συναρτώνται με την πορεία της ίδιας της επιχείρησης, ή επι-δρούν ατομικά στους εταίρους, είναι πιθανό να μεταβάλλουν ουσιωδώς την πραγ-ματική αξία των εισφερθεισών εξωκεφαλαιακών ή εγγυητικών εισφορών για την εταιρία. Το ζήτημα δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο από τη σκοπιά ορθής λο-γιστικής απεικόνισης και πληροφόρησης των τρίτων που συναλλάσσονται με την ΙΚΕ και την προστασία των πιστωτών. Ακόμη περισσότερο αφορά και επηρεάζει την πεμπτουσία των σχέσεων που δομούνται εντός της ΙΚΕ, ήτοι θέτει το ερώτη-μα περί επιτρεπτού μεταγενέστερης αναπροσαρμογής αξιών εισφορών και συνα-κόλουθης ανακατανομής εταιρικών μεριδίων.

Το ενδεχόμενο αυτό καταρχήν αποκρούεται με σημαντικά δικαιοπολιτικά επι-χειρήματα. Η αναθεώρηση της αξίας των εναλλακτικών ειδών εισφορών συνι-στά στην πραγματικότητα μέσο για την αλλοίωση και περιορισμό αποκτηθέντων δικαιωμάτων ορισμένων εταίρων. Η επέμβαση σε αυτά, χωρίς τη συναίνεση του θιγόμενου, συνιστά επέμβαση στον πυρήνα της προστατευόμενης ιδιοκτησίας του. Επιπρόσθετα, τυχόν αναγνώριση επιτρεπτού μεταβολής σχετικών δικαιωμάτων, είτε με πρωτοβουλία ορισμένων εταίρων είτε της εταιρίας, ναρκοθετεί την ασφά-λεια των συναλλαγών κατά τη συνομολόγηση εταιρικών συμβάσεων και εντεύθεν

84 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

αποθαρρύνει τη σύναψη αντίστοιχων εταιρικών δεσμών, διακινδυνεύοντας τα κοι-νωνικά οφέλη που αναμένονται από τη σύσταση ΙΚΕ με εναλλακτικές εισφορές.

Αφετηρία για τη διατύπωση αντίθετης γνώμης θα ήταν ενδεχομένως ο χαρα-κτήρας της εταιρικής σύμβασης ΙΚΕ ως συλλογικής δικαιοπραξίας με σημαντικές ενοχικές εκφάνσεις, θεμέλιο ερμηνείας και εκτέλεσης της οποίας, υπό τους επι-μέρους όρους της, αποτελεί η καλή πίστη και η γνησίως διαμορφωθείσα (χω-ρίς ελαττώματα) δικαιοπρακτική βούληση των συναλλασσομένων (ΑΚ 288, 200, 140επ.). Ιδίως στο δίκαιο των διαρκών συμβάσεων, όπως είναι η εταιρία, ανα-γνωρίζεται εξαιρετική δυνατότητα μεταγενέστερης διάπλασης, είτε κατάργησης, είτε αναπροσαρμογής κατ’ ιδίαν παροχών του συμβατικού δεσμού σε περίπτωση που αντικειμενικοί σπουδαίοι λόγοι την επιβάλλουν105. Στο δίκαιο των κεφαλαιουχι-κών εταιριών, φαίνεται ότι δεν υφίστατο αποχρών λόγος ειδικής ρύθμισης του θέ-ματος ενόσω οι εισφορές των εταίρων ήταν είτε χρηματικές, είτε αποτιμήσιμα στοι-χεία ενεργητικού η αξία των οποίων αποτιμάτο κατά την ελεύθερη κρίση τρίτου εμπειρογνώμονα106. Υπό το δίκαιο της ΙΚΕ, ήδη έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι σε περίπτωση ουσιώδους μείωσης της φερεγγυότητας εταίρου πρέπει να αποτιμηθεί εκ νέου η εγγυητική εισφορά του με τροποποίηση του καταστατικού και ότι τυχόν άρνησή του να συναινέσει σε υποτίμηση της συμμετοχής του παρίσταται άκυρη ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 79 παρ. 1 εδ. β’ (που επιβάλλει τη σοβαρότητα της εγγυη-τικής εισφοράς), ή εν πάση περιπτώσει καταχρηστική107.

Κατά την άποψη του γράφοντος, ωστόσο, de lege lata (κατά τα προαναφερθέντα και de lege ferenda) δεν παρίσταται επιτρεπτή η αναθεώρηση της αξίας των εναλ-λακτικών εισφορών λόγω μεταγενέστερης μεταβολής των συνθηκών, ενώ οι έννο-μες συνέπειες εξαιτίας ελαττωματικής καταστατικής συμφωνίας είναι περιορισμέ-νες. Η διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 εδ. β’ σχετικά με την (κατά πλάσμα δικαίου) υπεύθυνη δήλωση του εταίρου με εγγυητική εισφορά περί υπαρκτής φερεγγυότη-τας και προσπάθειας διατήρησής της ερμηνεύεται διαφορετικά. Αφενός αναπτύσ-

105. Πρβλ. γενικ. Σταθόπουλο, Γενικό ενοχικό δίκαιο, ο.π., 240, 247, Westermann ιm Festschrift

Hefermehl, 1976, 229επ. Αντίθετος ως προς την εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ ειδικώς στην

εταιρική σύμβαση Γεωργακόπουλος, Το δίκαιο των διαρκών ενοχών, 1979, 202.

106. Πρβλ. αναφορικά με το δικαστικό έλεγχο αποτίμησης εισφορών σε είδος για ουσιαστική

παράβαση νόμου, ιδίως για υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, α.α. Παμπούκη, ο.π., 91, Τσικουρή σε Περάκη ΔικΑΕ β’ εκδ., άρθρο 9, ΣτΕ 168/1990

ΔΦΝ 1992, 223, αντιθ. ΕφΠατρ 285/1981 ΕΕμπΔ ΛΓ’, 562 κατά την οποία τα πολιτικά

δικαστήρια δεν υπεισέρχονται στο ουσιαστικό ζήτημα ανεύρεσης της αληθινής αξίας της εισφερόμενης σε είδος παροχής.

107. Ψαρουδάκης, ο.π., 30-31 κατά τον οποίο η εκ των υστέρων τροποποίηση της αποτίμησης δεν πρέπει να αποκλειστεί διότι η αποτίμηση δεν αντλεί άλλη νομιμοποίηση από κάποιο

εξωτερικό όργανο αποτίμησης, παράλληλα δε υποστηρίζεται ότι η δυνατότητα αλλαγής της αποτίμησης επιτρέπει την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 85

σει ενέργεια έναντι των τρίτων δυνάμει συναλλασσόμενων με την εταιρία (έναντι των οποίων και η ευθύνη του για τα χρέη της εταιρίας, κατά το προηγούμενο εδά-φιο)108. Αφετέρου, λαμβάνεται πράγματι υπόψη και ως προς τις εσωτερικές σχέ-σεις των εταίρων, αλλά προκειμένου να στοιχειοθετήσει «σπουδαίο λόγο» αποκλει-σμού εταίρου κατά το άρθρο 93.

Αντί ρύθμισης για αναθεώρηση της αξίας των εισφορών, το δίκαιο της ΙΚΕ πε-ριέχει ειδικές ρυθμίσεις για την απόληψη της «πλήρους αξίας μεριδίων» αποκλειό-μενου εταίρου σε περίπτωση διαφωνίας για την αποτίμηση των μεριδίων του (άρ-θρο 93 εδ. 4, 92 παρ 3), για ενδεχόμενη πρόσθετη αξίωση αποζημίωσης σε βάρος του, αλλά και για ασφαλιστικά μέτρα (άρθρο 93 εδ. γ’, ε’). Συνεπώς, τυχόν περι-στάσεις σημαντικής μεταβολής της αξίας ορισμένων εναλλακτικών εισφορών (εάν, και μόνο στο μέτρο που, επιδρούν στην τρέχουσα πραγματική αξία της ΙΚΕ), μπο-ρούν να ληφθούν υπόψη κατά το συγκεκριμένο ευρύτερο έργο (επικουρικώς δικα-στικού) προσδιορισμού της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του109. Η λύση αυτή κρί-νεται περισσότερο συμβατή με την προστατευόμενη ελευθερία των συμβάσεων και την ανάγκη ασφάλειας των συναλλαγών τόσο των εταίρων, όσο και των προσώ-πων που συναλλάσσονται με την ΙΚΕ110.

Κατά τα λοιπά, έστω και αν ειδική διάταξη νόμου δεν αποκλείει ρητώς την ακύ-ρωση των όρων του καταστατικού σχετικά με την αξία των εναλλακτικών ειδών ει-σφορών με βάση τις γενικές διατάξεις περί πλάνης, απάτης κλπ., ωστόσο παρατη-ρείται ότι τυχόν ακύρωση του συγκεκριμένου όρου που ανήκει στα essentialia ne-gotii της εταιρικής συμφωνίας καταλήγει σε ακύρωση της εταιρίας. Την περίπτωση όμως κήρυξης ακυρότητας της τελευταίας ρυθμίζει ρητώς το άρθρο 53 προβλέπο-ντας αποκλειστικούς λόγους ακυρότητας, στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται η

108. Πρβλ. Σωτηρόπουλο, ο.π., που κάνει λόγο και για ενδεχόμενη ποινική ευθύνη εταίρου με εγγυητική εισφορά, για απάτη.

109. Λ.χ. εφόσον κατά τον υπολογισμό της αξίας επιχείρησης (βλ. α.α. Μικρουλέα, ο.π., 525)

κριθεί ότι η όψιμη αφερεγγυότητα εταίρου με εγγυητική εισφορά επιφέρει αδυναμία

ανανέωσης υφιστάμενου τραπεζικού δανεισμού της εταιρίας, που με τη σειρά της συνεπάγεται μειωμένη παραγωγή, πωλήσεις και κερδοφορία, άρα αντίστοιχα μειωμένη

(αποτίμηση ΙΚΕ και) τρέχουσα αξία μεριδίων του. Όσον αφορά, εξάλλου, το δικαίωμα της ΙΚΕ να παρακρατήσει την αξία της μη παρασχεθείσας εξωκεφαλαιακής εισφοράς, βλ. άρθρο

78 παρ. 4 και ανωτ. υπό ΙΙ 3 β.

110. Για το ότι απόκλιση από την κρίση των μερών ως προς το δίκαιο και εύλογο παροχής-αντιπαροχής επιτρέπεται (ακόμη και επί αμιγώς ιδιωτικών συμφωνιών που δεν

επάγονται συνέπειες σε επίπεδο δημόσιας πίστης) μόνο εκεί όπου είναι προφανές ότι ο

αυτοκαθορισμός των μερών δεν μπόρεσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά και ως εκ τούτου

η συμβατική ελευθερία δεν εκπλήρωσε το σκοπό της βλ. α.α. Σταθόπουλο, Σύναψη και ενέργεια υποσχετικής σύμβασης έναντι τρίτων, ΚριτΕ 1996, 23επ. μ.π.π.

86 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

εσφαλμένη ή παράνομη αποτίμηση των εισφορών111. Κατ’ αποτέλεσμα, ελαττώμα-τα της βούλησης ή διάψευση της εμπιστοσύνης των δικαιοπρακτούντων κατά τον προσδιορισμό της αξίας των εισφορών φαίνεται ότι μπορεί να στοιχειοθετήσουν ενοχική αξίωση αποζημίωσης εταίρων έναντι αλλήλων (κατεξοχήν εφόσον στοι-χειοθετείται αδικοπραξία, ενδεχομένως και με βάση ειδικές περιστάσεις του συμ-βατικού δεσμού ή προσυμβατικής επαφής των εταίρων), πέραν λόγου αποκλει-σμού εταίρου για τον οποίο ισχύουν όσα μνημονεύθηκαν ανωτέρω.

2. Περιθώρια ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου

Όπως διαφάνηκε και από τις αμέσως προηγηθείσες σκέψεις, το θετικό δίκαιο της ΙΚΕ δεν αγνοεί το ενδεχόμενο εταιρικών αμφισβητήσεων σχετικά με τις συν-θήκες εκπλήρωσης των εναλλακτικών εισφορών, ούτε σχετικά με την αξία τους. Ο περιορισμός του ρόλου τρίτου εμπειρογνώμονα, η αντικειμενικότητα και ανεξαρτη-σία του οποίου σε σχέση με τους εταίρους (ή ορισμένους από αυτούς) δεν είναι πά-ντοτε δεδομένη112, εξισορροπείται από την αναγνώριση αρμοδιότητας των πολιτι-κών δικαστηρίων ως προς τα συναφή κατεξοχήν ουσιαστικά ζητήματα αποτίμησης της αξίας εταιρικών μεριδίων113.

Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 82 το δικαστήριο αποφασίζει ουσιαστικά, κατά δί-καιη κρίση (ΑΚ 371) μετά από αίτημα του εταίρου, όσον αφορά το καταβλητέο πο-σό για την εξαγορά υποχρεώσεων από εξωκεφαλαιακή ή εγγυητική εισφορά, σε περίπτωση μερικής εκπλήρωσής τους. Αντίστοιχα, αν τα μέρη δεν συμφωνούν στην αποτίμηση, το δικαστήριο αποφασίζει για την αξία των ακυρούμενων μεριδί-ων εξερχόμενου ή αποκλειόμενου εταίρου με αντίστοιχο είδος εισφορών114. Η δι-καστική παρέμβαση (ή το εύρος του ελέγχου της, λ.χ. ως προς τη χρησιμοποιούμε-

111. Πρβλ. αντίστοιχα επί ΑΕ Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες, 210, ΕφΑθ 2095/2005 ΕπισκΕΔ 2005,

504 και γενικότερα ΑΚ 144 περ. 2.

112. Βλ. Λιναρίτη παρατ. σε ΜΠρΑθ 6273/2002, ΧρΙΔ 2003, 47

113. Η νομοθετική επιλογή ακολουθεί την τάση του σύγχρονου δικαίου της ΑΕ μετά το Ν.

3604/2007 που επιφυλάσσει αυξημένο ουσιαστικό ρόλο του δικαστηρίου για τη δίκαιη

αποτίμηση μετοχικών συμμετοχών, βλ. άρθρα 49α-49γ, 77α, 79α Κ.Ν. 2190/1920, Βενιέρη, Εξαγορά μετοχών μειοψηφίας στην ΑΕ, 2009, αρ. 446επ., 849επ. και αντίστοιχα για το

τίμημα εξαγοράς στις περιπτώσεις αποκλεισμού εταίρου από προσωπική εταιρία ή ΕΠΕ,

Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες, 99, Σελέκο σε Δίκαιο των προσωπικών εταιριών, 2001, 402,

Σουφλερό σε Περάκη ΔικΕΠΕ, άρθρο 33, 5επ.

114. Για τη διάκριση μεταξύ απόδοσης της αξίας εισφοράς εξαγοράσιμων μετοχών και του

τιμήματος εξαγοράς τους με βάση το άρθρο 17β Κ.Ν. 2190/1920, ιδίως όταν το καταστατικό

δεν περιλαμβάνει ειδική πρόβλεψη βλ. Τουντόπουλο, Εξαγοράσιμες μετοχές, ο.π., 189επ.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ε. ΛΙΝΑΡΙΤΗΣ 87

νη μέθοδο αποτίμησης) μπορεί να περιορίζεται στο μέτρο που το καταστατικό ενδέ-χεται να ορίζει συγκεκριμένο τρόπο προσδιορισμού αξιών115.

Η ανάθεση ουσιαστικού ελέγχου στη δικαστική αρχή, όσον αφορά ζητήμα-τα αποτίμησης των εναλλακτικών εισφορών, τελεί πάντως υπό δύο αναπόφευ-κτους περιορισμούς. Από τη μία πλευρά, σε σύνθετες περιπτώσεις που η τεχνι-κή-οικονομική φύση των σχετικών ζητημάτων απαιτεί ειδικές επιστημονικές γνώ-σεις για την ακριβή αντίληψή τους, η κρίση του δικαστή είναι πιθανό να βασιστεί κυριαρχικά σε πραγματογνωμοσύνη ή εκθέσεις οικονομοτεχνικών συμβούλων (ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις) που επικαλούνται οι διάδικοι. Εμμέσως, έτσι, επανέρ-χεται η προσφυγή στις υπηρεσίες εμπειρογνώμονα (ενδεχομένως και περισσοτέ-ρων) που αποφεύχθηκε κατά το στάδιο ίδρυσης της ΙΚΕ. Από την άλλη πλευρά, η δικαστική κρίση, εφόσον υπεισέλθει και σε ζητήματα αποτίμησης εναλλακτικών ει-σφορών (λ.χ. υπολειπόμενης αναλογικά αξίας εξαγοράς εξωκεφαλαιακής εισφο-ράς) θα διατυπώνεται ex post, ήτοι αφού έχει υλοποιηθεί το επιχειρηματικό σχέ-διο της εταιρίας. Η εξέλιξη και έκβαση του τελευταίου είναι αναπόφευκτο να επη-ρεάσει την αξία που προσδίδεται εκ των υστέρων σε ορισμένες εισφορές, η οποία όμως δεν συμβαδίζει πάντοτε με την αληθινή αξία που έφεραν κατά το χρόνο σύ-στασης της εταιρίας. Για τους ανωτέρω ουσιαστικούς λόγους, και όχι μόνο με έρει-σμα στο αδιαίρετο των εταιρικών μεριδίων που αντιστοιχούν σε κάθε εισφορά116, κρίνεται ενδεδειγμένη η τακτική εκκαθάριση των υποχρεώσεων εταίρων από εναλ-λακτικές μορφές εισφορών. Εκείνη μπορεί να επιτευχθεί μέσω κατακερματισμού τους σε διακριτές εισφορές, καθεμιά από τις οποίες θα αντιστοιχίζεται με διακριτά εταιρικά μερίδια.

VI. Συμπερασματική τοποθέτηση

Χάρη στην αναγνώριση εναλλακτικών ειδών εισφορών και στις ευχέρειες που επισημάνθηκαν, εκτιμάται ότι η ΙΚΕ θα πρωταγωνιστήσει στον χώρο των εταιρι-ών ΜμΕ. Η αγορά δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι οι ρυθμίσεις ως προς τη διάρ-θρωση και λειτουργία των εισφορών εξυπηρετούν μέγιστα τις συνθήκες υπό τις οποίες συσπειρώνονται αρχικά εταίροι με επιχειρηματικά σχέδια αντίστοιχου βε-ληνεκούς. Αυτή η διαπίστωση δεν χαρακτηρίζει μόνο την τρέχουσα αρνητική συ-γκυρία, αλλά διατυπώνεται γενικότερα, με αναφορά το ταχέως μεταβαλλόμενο, διε-θνοποιημένο οικονομικό περιβάλλον.

Αν μέχρι το Ν. 4072/2012 τον κατάλληλο εταιρικό τύπο για ΜμΕ θεωρούταν ότι προσφέρει είτε η ομόρρυθμη εταιρία, γιατί εκεί «συνενώνονται η εργασία (τουλά-

115. Με ρήτρα του καταστατικού είναι δυνατό να προβλεφθεί διαιτητική επίλυση σχετικών

διαφορών ή προηγούμενη υπαγωγή σε διαμεσολάβηση Βλ. Περάκη, Ιδιωτική κεφαλαιουχική

εταιρία, 22επ. μ.π.π.

116. Βλ. Περάκη, Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, ο.π., 74επ.

88 Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

χιστον ως επιδίωξη κοινού σκοπού), η φερεγγυότητα (απεριόριστη ευθύνη εταίρων) και τα κεφάλαια (εισφορές)»117, είτε η ΕΠΕ (όταν κανένας εταίρος δεν ήθελε να αναλάβει ευθύνη για τα εταιρικά χρέη), η νέα εταιρική μορφή δεν συνδυάζει μόνο τα χαρα-κτηριστικά και πλεονεκτήματα αμφοτέρων (ως «υβρίδιο»), αλλά τα υπερβαίνει, για-τί ανταποκρίνεται σε πρόσθετα ζητούμενα του σύγχρονου επιχειρείν. Η αποδοχή εταίρων που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν προσωποπαγείς μελλοντικές ή υπό αίρεση υποχρεώσεις έναντι της εταιρίας, η ποσοτική οριοθέτηση της ευθύνης εταί-ρου για εταιρικά χρέη, η ελεύθερη αποτίμηση εναλλακτικών εισφορών (κατά την υποκειμενική, κοινή κρίση των εταίρων), η αναπροσαρμογή και μετεξέλιξη των δικαιωμάτων εταίρων ανάλογα με την εκπλήρωση ή εξαγορά υποχρεώσεων από εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές, αποτελούν μερικές από τις πιο ελκυστι-κές επενδυτικά καινοτομίες του νόμου. Η σημασιολογική επικράτηση και η αυτοτε-λής επιμέτρηση του διατρεχόμενου επιχειρηματικού κινδύνου, σε σύγκριση με το ύψος της εταιρικής κεφαλαιοδότησης, είναι το απτό αποτέλεσμα-εύστοχη απάντη-ση του έλληνα νομοθέτη στη βαθμιαία συρρίκνωση της σπουδαιότητας του κεφα-λαίου στο διεθνές εταιρικό περιβάλλον.

Μένει μόνο να αποδειχθεί εάν η μείωση του συναλλακτικού κόστους κατά την ίδρυση της ΙΚΕ θα είναι διατηρήσιμη, ή μήπως κινδυνεύει να εξουδετερωθεί (και τα αρχικά οφέλη της τυχόν αντιστραφούν σε μακροπρόθεσμες απώλειες) εξαιτίας ιδιαίτερων συναλλακτικών δαπανών των εκάστοτε δανειστών της.

Πέραν του ανωτέρω προβληματισμού, το κατεξοχήν διακύβευμα για την καθο-λική επιτυχία της ΙΚΕ είναι η δίκαιη ρύθμιση των ενδοεταιρικών σχέσεων υπό κα-θεστώς ασφάλειας δικαίου. Η σημαντική ευελιξία που παρέχουν οι νέες μορφές ει-σφορών και η καταστατική τους διαμόρφωση θα υποστούν αναμφίβολα ισχυρή δοκιμασία στην πράξη. Αυτό θα συμβεί όταν η έκβαση του επιχειρηματικού εγ-χειρήματος και η απουσία παγιωμένων ερμηνευτικών λύσεων ενθαρρύνουν προ-σπάθειες αμφισβήτησης ή αλλοίωσης των αρχικών επιλογών των εταίρων, ή ακό-μη και ιδιαίτερων δομικών χαρακτηριστικών της ΙΚΕ. Με βάση τις θέσεις που υιο-θετήθηκαν ανωτέρω, συνάγεται ότι η αντιμετώπισή τους δεν πρέπει να εξαντληθεί με βάση το γράμμα των νέων διατάξεων, αλλά να λάβει υπόψη τον υφέρποντα σκο-πό του νόμου που είναι η θέσπιση εύπλαστης μεν κατά τη διαμόρφωση, στέρεας δε κατά τη λειτουργία εταιρικής μορφής για κάθε μικρή και μεσαία συνεργατική προ-σπάθεια, τόσο της «παραδοσιακής» όσο και της «νέας οικονομίας».

117. Ρόκας, Εμπορικές εταιρίες, 130. Για τη «μεσότητα» ως βασική προδιαγραφή του δικαίου της ΕΠΕ, προσιδιάζουσα σε ΜμΕ βλ. Περάκη, εισαγ. σε ΔικΕΠΕ, ο.π., 43επ.