''Περιγράφοντας μια περιγραφή - Η Ευγενία Γκραντέ του...

39
ΝΕΦΦ389 : Η περιγραφή στη νεοελληνική πεζογραφία Διδάσκων : Γ.Δημητρακάκης ‘‘Περιγράφοντας μια περιγραφή ’’ Η Ευγενία Γκραντέ του Μπαλζάκ 1

Transcript of ''Περιγράφοντας μια περιγραφή - Η Ευγενία Γκραντέ του...

ΝΕΦΦ389: Η περιγραφή στη νεοελληνική πεζογραφία Διδάσκων: Γ.Δημητρακάκης

‘‘Περιγράφοντας μια περιγραφή’’

Η Ευγενία Γκραντέ του Μπαλζάκ

1

Επιμέλεια εργασίας : Μαρία Βυζιργιανάκη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α’ Μέρος (Εισαγωγή) :

Πρόλογος, σελ. 3 Ο συγγραφέας, σελ. 3-4 Η Ευγενία Γκραντέ, σελ. 4-5

Β’ Μέρος (Το έργο) :

Κεφάλαιο 1ο, σελ. 5-10 Κεφάλαιο 2ο, σελ. 10-13 Κεφάλαιο 3ο, σελ. 14-16 Κεφάλαιο 4ο, σελ. 16-19 Κεφάλαιο 5ο, σελ. 19-21 Κεφάλαιο 6ο, σελ. 22-24

Γ’ Μέρος (Επίλογος) :

Επίλογος, σελ 25 Παραπομπές- Υποσημειώσεις, σελ.26-27 Βιβλιογραφία, σελ. 27

2

Α’ ΜΕΡΟΣ :ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠρόλογοςΗ παρούσα εργασία γίνεται στο πλαίσιο του σεμιναρίου ‘‘Ηπεριγραφή στη νεοελληνική πεζογραφία’’ και όπως φανερώνεταιαπό το ίδιο το θέμα, στόχο έχει την αναγνώριση και κατανόησηπεριγραφών, σε έργα ελληνικά ή σε ελληνικές μεταφράσεις έργωντης παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η συγκεκριμένη εργασία, λοιπόν,επικεντρώνεται σ’ ένα έργο από την ξενόγλωσση λογοτεχνία του19ου αιώνα, την Ευγενία Γκραντέ, του Ονορέ ντέ Μπαλζάκ. Κάνονταςχρήση παραθεμάτων του έργου ή μικρότερων αποσπασμάτων του,θέλησα να προβάλω τις κυριότερες περιγραφές που υπάρχουν καινα προβώ στην ανάλυσή τους. Αρχικά, υπάρχει μια σύντομηεισαγωγή για τον ίδιο τον συγγραφέα και το έργο του, ενώ στηνσυνέχεια προβάλλεται το εξεταζόμενο μυθιστόρημα του Μπαλζάκκαι η λειτουργία των περιγραφών του, κατηγοριοποιημένες ανάκεφάλαιο. Τέλος, δίνεται μια σύντομη επιλογική κατακλείδα,στην οποία υπάρχει μια συνοπτική ματιά του έργου.

Οσυγγραφέας 1

3

Ο Ονορέ ντέ Μπαλζάκ γεννήθηκε στις 20 Μαΐου του 1799 στηνΤουρ , επαρχία της Γαλλίας. Η οικογένειά του θα μπορούσενα χαρακτηριστεί προβληματική, καθώς δεν φαίνεται ναδείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μέλη της, και ομικρός Ονορέ στα 8 του χρόνια στέλνεται οικότροφος στοκολέγιο Ορατιόνων της Βαντόμ, γεγονός που τον σημάδεψε.Μεγαλώνοντας ακολουθεί τις φιλοδοξίες των γονιών του νατον δουν συμβολαιογράφο, σπουδάζοντας Νομική και ασκώνταςγια λίγο καιρό αυτό το επάγγελμα. Γρήγορα όμως το αφήνειπίσω του, καθώς τον κερδίζει η συγγραφή. Δημοσιεύειαρκετά μυθιστορήματα χαμηλής ποιότητας με ψευδώνυμα,καθώς δεν επιθυμεί να συνδεθεί το όνομά του με αυτά.Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι άλλαξε τοπραγματικό του όνομα Μπαλσά, με το πιο κομψό Μπαλζάκ(παρμένο από ένα χωριό της περιοχής του) και προσθέτονταςαργότερα το πρόθεμα ευγενείας ‘‘ντε’’. Στα 1825δοκιμάζει την τύχη του στον κόσμο των εκδόσεων, όμωςσύντομα η επιχείρηση αυτή χρεοκόπησε και στο εξής δεν θαπάψει να έχει χρέη.

Το 1829 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα του Ο Τελευταίος Σουανός, το πρώτο που φέρει το όνομά του και που θα το περιλάβειστην συνέχεια στην Ανθρώπινη Κωμωδία. Από εκείνη τη στιγμήσυναντά την αναγνώριση, γίνεται δεχτός σε σαλόνια,συνεργάζεται με εφημερίδες και γνωρίζει απήχηση στοκοινό. Ακολουθεί μια δημιουργική σειρά ετών η οποίαφέρνει στο φως δεκάδες μυθιστορήματά του και στηνδιάρκεια των οποίων συλλαμβάνει την ιδέα της ΑνθρώπινηςΚωμωδίας, μιας συλλογής μυθιστορημάτων που φιλοδοξούσαννα περιγράψουν την γαλλική κοινωνία της εποχής του. Σ’αυτή ενέτασσε κάθε νέο μυθιστόρημά του ως μέρος αυτού τουτεράστιου κ ενιαίου μυθιστορήματος, που λεγόταν ΑνθρώπινηΚωμωδία, και στην οποία παρέλαυναν παλαιότεροι χαρακτήρεςτου Μπαλζάκ σε νέο ρόλο, δίνοντας την αίσθηση μιαςακατάπαυστης κίνησης του έργου του. Το 1841 μάλισταυπογράφει συμβόλαιο με τους Φυρν και Σία για όλη τηνέκδοση της Ανθρώπινης Κωμωδίας. Ο εντατικός όμως και

4

εξαντλητικός τρόπος δουλειάς του-δούλευε 15 ώρεςημερησίως, στοιχείο που δικαιολογεί και το τεράστιο έργοπου άφησε (91 μυθιστορήματα, 30 νουβέλες, 5 θεατρικά έργασε 25 χρόνια) - τον έφεραν αντιμέτωπο ήδη από τα 1843 μεπροβλήματα υγείας. Ώσπου στα 1850 και σε ηλικία μόλις 51ετών, πεθαίνει πρόωρα στο Παρίσι, τρείς μήνες μετά από τογάμο του με την πολωνικής καταγωγής Εβελίνα Χάνσκα, μετην οποία διατηρούσε 15 χρόνια αλληλογραφία.

Η φυσιογνωμία του είναι πολύ σημαντική διότι είναι οπρώτος που απέδωσε με συστηματικό τρόπο την εικόνα μιαςκοινωνίας: τις τάξεις που την αποτελούν, τους μηχανισμούςκαι τους νόμους που τη διέπουν. Αυτή η φιλοδοξία δενυπήρχε πουθενά αλλού, πριν από αυτόν. Ακόμα, θεωρείταιπρωτοπόρος καθώς μπόρεσε να ταυτίσει την τέχνη του με τοόνομά του. Ο Μπαλζάκ δεν γράφει απλά μυθιστόρημα, είναιτο μυθιστόρημα. Μέχρι εκείνη την εποχή αυτό το είδοςκρινόταν ως ελαφρό, μαζικό (για ‘‘ευρεία κατανάλωση’’)και δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από τους λογίους. ΟΜπαλζάκ το αντιμετώπισε με σοβαρότητα δίνοντας μέσα απόαυτό την πραγματική ζωή ως έχει και αναγκάζοντας κατάκάποιο τρόπο τον κόσμο να δει με διαφορετικό μάτι τιςδυνατότητες αυτού του είδους.

ΗΕυγενία Γκραντέ

Πριν περάσουμε στην ανάλυση των βασικών περιγραφών, θεωρώαπαραίτητη την αναφορά -σε γενικές γραμμές- στην υπόθεσητου μυθιστορήματος, ώστε να γίνουν περισσότερο κατανοητέςοι περιγραφές ενταγμένες στο ευρύτερο πλαίσιο τηςιστορίας. Η Ευγενία, λοιπόν, η κεντρική ηρωίδα του έργου,ζει σε μια μελαγχολική επαρχία με την οικογένειά της. Ανκαι πλούσια κληρονόμος, και γι αυτό περιζήτητη νύφη,περνά τις μέρες της μέσα στις στερήσεις λόγω τηςφιλαργυρίας του πατέρα της. Στην ουσία είναι θύμα, και

5

εκείνη αλλά και η μητέρα της, του πατρικού δεσποτισμούκαι δεν τρέφει ιδιαίτερες ελπίδες για την ευτυχία της.Μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται στην ζωή της ο ξάδερφόςτης, ο Κάρολος, με τον αέρα του Παρισιού και τουςεκλεπτυσμένους τρόπους του, όπου και για πρώτη φοράνιώθει τα βέλη του έρωτα να διαπερνούν την καρδιά της. Ηαγάπη όμως αυτή δεν ήταν δυνατό να ευοδωθεί, γιατί οισυνθήκες ήταν εναντίον τους. Εκείνος φεύγει και η Ευγενίαμένει με την σκέψη του, η οποία όσο περνούν τα χρόνιαγίνεται όλο και πιο ισχυρή. Οι γονείς της κάποια στιγμήπεθαίνουν και η ίδια μαθαίνει ότι ο Κάρολος επέστρεψε,αλλά επρόκειτο να παντρευτεί μια γόνο αριστοκρατικήςοικογένειας. Έτσι, αποφασίζει να παντρευτεί και εκείνη,όμως πολύ γρήγορα μένει χήρα. Το τέλος του μυθιστορήματοςτην βρίσκει μόνη της, να υποβάλλει τον εαυτό της σεστερήσεις -όχι από τσιγκουνιά αλλά επειδή έτσι είχε μάθεινα ζει- και γνωρίζοντας πια πολύ καλά την υποκρισία καιτην επιπολαιότητα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Β’ΜΕΡΟΣ : ΤΟ ΕΡΓΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με μια εκτενή περιγραφή-θέαμα(περιγραφή ως αποτέλεσμα όρασης) η οποία εστιάζει στονχώρο, πράγμα σύνηθες σε ρεαλιστικά κείμενα, ιδιαιτέρωςστην εκκίνηση τους. Ο παντογνώστης αφηγητής δίνει τονχώρο εκτύλιξης της ιστορίας με μια κίνηση διαδοχικήςπροσέγγισης, αρχίζοντας από το πιο μακρινό και εξωτερικόκαι καταλήγοντας στο πιο κοντινό και εσωτερικό. Αρχικά,δηλαδή, περιγράφει την επαρχία Σωμύρ -τα σπίτια, τους

6

δρόμους, τα μαγαζιά, τη ζωή εν γένει- και καταλήγει σεένα μονάχα σπίτι -στην πόρτα της οικογένειας Γκραντέ(αποτελεί, όχι τυχαία, σύνορο του εσωτερικού και τουεξωτερικού κόσμου). H διεισδυτική ματιά του αφηγητή,εισερχόμενη μέσα στο σπίτι, περιγράφει τα έπιπλα και τααντικείμενα που βρίσκονται σ’ αυτό. Ενδιάμεσα βέβαια,παρεμβάλλεται και η βιογραφία του κ. Γκραντέ, στην οποίαόμως θα αναφερθώ παρακάτω.

Εξαρχής διαφαίνονται οι μελαγχολικοί τόνοι της ιστορίαςαπό την περιγραφή του τοπίου με τα πιο μουντά καισκοτεινά χρώματα. Αυτή η θλιβερή φυσιογνωμία του χώρουενδημεί και στα πρόσωπα της αφήγησης. Σε ένα καθ’ όλαρεαλιστικό πλαίσιο, ένας μελαγχολικός τόπος δεν μπορείπαρά να φέρει το αποτύπωμα των κατοίκων του. Η περιγραφήάλλωστε δίνεται με τρόπο εξαντλητικό (έμφαση στην ακριβήπαρουσίαση με τα ‘‘εδώ, εκεί, πιο πέρα’’) γεγονός πουπροσιδιάζει στον ρεαλισμό. Ο αφηγητής επιδεικνύει με κάθετρόπο την υπέρτερη γνώση του σε σχέση με τον αναγνώστη, ηοποία δεν περιορίζεται μόνο σε τοπογραφικές πληροφορίεςαλλά σε ποικίλα αντικείμενα, όπως γνώσεις ιστορίας,εμπορίου και κοινωνικής ζωής, αρχαιογνωσίας,αρχιτεκτονικής κ.α.

Η λειτουργία μιας τέτοιας περιγραφής δεν έχει μόνοεπιβραδυντικό ρόλο, δηλαδή την καθυστέρηση της έναρξηςτης αφήγησης, αλλά κυρίως αναγνωριστικό. Όλες αυτές οιπροπαρασκευαστικές πληροφορίες δίνονται ως χωροχρονικέςσυντεταγμένες της αφήγησης, οι οποίες από κοινού με ταπρόσωπα, κατορθώνουν να εισαγάγουν τον αναγνώστη σ’ ένανάλλο κόσμο, τον κόσμο του μυθιστορήματος, και να τονπροσανατολίσουν σ’ αυτόν. Με άλλα λόγια, του δίνουν όλεςτις απαραίτητες γνώσεις, ώστε να εισέλθει πάνοπλος στηνκαθ’ αυτό ιστορία. Επιπλέον, η περιγραφή αυτή μπορεί ναεπιτελέσει και έναν ερμηνευτικό- επεξηγηματικό ρόλο, μέσωτης ανάδειξης των βαθύτερων αιτιακών σχέσεων τηςιστορίας. Ο κόσμος του Μπαλζάκ -και των ρεαλιστώνγενικότερα- είναι συνεκτικός και πλήρης. Οτιδήποτε και αν

7

συμβαίνει έχει την εξήγηση του, καθώς κινούμαστε σ’ έναπλαίσιο απόλυτης διαμόρφωσης του ανθρώπου από τοκοινωνικό του περιβάλλον.

Αυτό γίνεται φανερό από τον τρόπο που ο Μπαλζάκ δομεί τιςπεριγραφές του. Για να περιγράψει, όπως εδώ ένα σπίτι,πρέπει πρώτα να περιγράψει ολόκληρο τον δρόμο ή για ναπεριγράψει ένα πρόσωπο, όπως ο κ. Γκραντέ, πρέπει ναδώσει όλη την βιογραφία του. Σε αυτή λοιπόν βλέπουμε τονκ. Γκραντέ, έναν άνθρωπο ταπεινό-μάστορας, ο οποίος όμωςείχε κοφτερό μυαλό και μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τηνπολιτική αστάθεια που επικράτησε μετά την γαλλικήεπανάσταση, ώστε να θησαυρίσει. Παρά ταύτα, υπέβαλλε τηνοικογένεια του σε στερήσεις εξαιτίας της τσιγκουνιάς του,δείγματα της οποία φανερώνονται και από την εξωτερική τουεμφάνιση και περιβολή. Ειδικότερα, φαίνεται να είναιαρκετά ψηλός «πέντε πόδια ανάστημα», καλοσχηματισμένος«γάμπες με δώδεκα δάχτυλα περιφέρεια», με «γόναταχοντροροζιασμένα» προφανώς από την δουλειά και δυνατός με«φαρδείς ώμους». Μάλιστα, ο ίδιος ο αφηγητής μας δίνειτην εξήγηση κάποιων εξωτερικών χαρακτηριστικών του μεβάση εσωτερικά, φανερώνοντας επιπλέον και την γνώση τουγια τις απόψεις που είχε ο λαός για τον κ. Γκραντέ : «ταμάτια του είχανε την ήρεμη και αδηφάγα έκφραση που ο λαόςλέει πως έχουνε τα φαρμακερά φίδια», «είχε μια μεγάληφλεβωτή κρεατοελιά, που ο κοσμάκης έλεγε, και με το δίκιοτου, πως ήτανε γεμάτη μοχθηρία». Όσον αφορά την περιβολήτου «ντυνόταν πάντα με τον ίδιο τρόπο» και προσπαθούσε ναδιατηρεί καθαρά τα γάντια του για να του κρατήσουνείκοσι μήνες, στοιχεία που τον καθιστούν εξαιρετικάφιλοχρήματο.2

Επομένως, γίνεται κατανοητός ο λόγος που ο Μπαλζάκχρησιμοποιεί αυτή τη μέθοδο στο έργο του. Θέλει ναεντάσσει πρόσωπα και γεγονότα στα ευρύτερακοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα, καθώς θεωρεί ότι αυτάαποτελούν τις βαθύτερες αιτίες για την ανθρώπινη στάσηκαι συμπεριφορά. Οι επισημάνσεις του αφηγητή είναι

8

άλλωστε ξεκάθαρες για την έννοια της κατανόησης τουκόσμου: «είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς τι σήμαινανόλα αυτά στην επαρχία…» και «τώρα λοιπόν είναι εύκολο νακαταλάβουμε όλη τη σημασία που είχε το σπίτι του κυρίουΓκραντέ…»3, οι οποίες μάλιστα θέτουν ευδιάκριτα τα όριατης βιογραφίας που διακόπτει την τρέχουσα περιγραφή.

Η συνέχιση και ολοκλήρωση της περιγραφής του σπιτιούεξακολουθεί να δίνεται με λεπτομερή τρόπο. Το θλιβερότοπίο δίνει τώρα την θέση του σε ένα «χλωμό, κρύο καισιωπηλό σπίτι»4 όπου και τα πρόσωπα τα οποία ζουν σε αυτόέχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο χώρος λοιπόν μπορεί ναείναι αιτία της ανθρώπινης συμπεριφοράς αλλά καιαποτέλεσμα της, όπως είδαμε από την βιογραφία του κ.Γκραντέ για τον φιλάργυρο χαρακτήρα του. Η παρουσίασηκάθε γωνιάς του σπιτιού με αναρίθμητες λεπτομέρειες, οιοποίες δεν παίζουν μετέπειτα κάποιο ρόλο στην πλοκή,εκτός από το να δηλώνουν την παντογνωσία του αφηγητή,επιτελούν και μιμητική λειτουργία. Το κείμενο, δηλαδή,επιχειρεί να μιμηθεί τον κόσμο που θέλει να περιγράψεικαι αντικείμενα, όπως ένα μακρουλό χτυπητήρι ή έναχάλκινο ρολόι τοίχου, χρησιμοποιούνται ως στοιχείαπειστικότητας και αληθοφάνειας. Έτσι, ο αναγνώστης αποκτάμια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας μέσα στον φανταστικόκόσμο του συγγραφέα.

Ακόμα, το βλέμμα του αφηγητή στην περιγραφή αυτή κινείταισυμμετρικά στον χώρο, πράγμα που φανερώνει και την τάξηκαι αρμονία του σπιτιού. Η ανοδική πορεία της ματιάς τουάλλωστε δεν είναι τυχαία και έχει και επιπλέονσυνδηλώσεις. Ενδεικτικά παραθέτω εδώ μέρος τηςπεριγραφής, από την σελίδα 22, όπου απεικονίζεται αυτή ηανοδική κίνηση: « Ένα παλιό μαρκετερί τραπέζι παιχνιδιού,που το πάνω μέρος του αποτελούσε σκακιέρα, ήτανετοποθετημένο πλάι στον τοίχο, ανάμεσα στα δυό παράθυρα.Πάνω του υπήρχε ένα οβάλ βαρόμετρο με μαύρη κορνίζαστολισμένη με ξύλινες επίχρυσες ταινίες, όπου οι μύγεςείχαν τόσο αναίσχυντα οργιάσει, ώστε το επιχρύσωμα δεφαινότανε πια. ».

9

Στο παραπάνω απόσπασμα γίνεται αντιληπτή αυτή ησυμμετρικότητα που αναφέρθηκε «ανάμεσα στα δυό παράθυρα»αλλά και η ανοδική πορεία στο περιγραφόμενο αντικείμενο«το πάνω μέρος του», «πάνω του υπήρχε…». Αυτή η έννοιατης ανόδου εκλαμβάνεται όχι μόνο ως δηλωτικό τηςσυγκεκριμένης κίνησης αλλά και με μεταφορικό νόημα. Όλοτο μυθιστόρημα άλλωστε ενσαρκώνει το ιδεώδες τηςκοινωνικής προόδου μέσω των προσώπων του, που από χαμηλάκαταφέρνουν και ανελίσσονται κοινωνικά, όπως ήδη είδαμετον κ. Γκραντέ. Επίσης, μπορούμε να παρατηρήσουμε αυτήτην ακρίβεια και την έμφαση στην λεπτομέρεια που υπάρχεισ’ όλη την περιγραφή, που και εδώ παίρνει μιμητικόχαρακτήρα. Η αναφορά στο βαρόμετρο δεν επιτελεί καμίαάλλη λειτουργία στην ιστορία, πέραν του στοιχείου-εφέ τηςμίμησης του κόσμου. Άξια αναφοράς αποτελεί και η εικόναπου δίνεται στο τέλος με τις «οργιάζουσες» μύγες, πουυπαινίσσονται την τσιγκουνιά του ιδιοκτήτη αλλά και μαςδείχνουν και το χαρακτήρα του έργου: όχι μόνο ρεαλισμόςαλλά και νατουραλισμός.

Η περιγραφή του χώρου συνεχίζεται, όμως τώρα τοενδιαφέρον μετατοπίζεται από τα έπιπλα στα πρόσωπα τουσπιτιού. Μια θαμιστική αφήγηση ακολουθεί που περιγράφειτις ασχολίες των μελών της οικογένειας Γκραντέ, μητέραςκαι κόρης, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ρουτίνα καιπλήξη λόγω της συνεχούς επανάληψης αλλά και από τηντσιγκουνιά του κυρίου. Έπειτα, περιγράφεται η υπηρέτριατου σπιτιού, η Ψηλή Νανόν, της οποίας δίνεται η ιστορίατης αλλά και η εξωτερική εμφάνιση της. Έχει μια άγριαθηλυκότητα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ωςανδρογυναίκα, καθώς είναι πολύ ψηλή (φαίνεται και από τοόνομα της) και πολύ δυνατή. Ο χαρακτήρας της φαίνεταιαρκετά αγαθός, όμως τίμιος και υπομονετικός. Ακόμα,αναφέρεται και η σχέση που έχει αναπτύξει στο πέρασμα τουχρόνου με την οικογένεια Γκραντέ. Όλες αυτές οιπεριγραφές βέβαια, καθυστερούν ακόμα περισσότερο τηνέναρξη της πλοκής, η οποία ξεκινά με την ολοκλήρωση της

10

περιγραφής της υπηρέτριας και αφού γίνει η απαραίτητηεπισήμανση από τον συγγραφέα («Η περιγραφή του υπόλοιπουσπιτιού […] που είχαν τα πάνω πατώματα»5, υπάρχει καιαντίθεση εδώ ανάμεσα στην πολυτέλεια της σάλας και τηςγύμνιας των άλλων δωματίων.).

Η επόμενη περιγραφή δεν αργεί να έρθει, καθώς δίνεται ηκατάλληλη προϋπόθεση με την αναφορά σε μια παλιάσυνήθεια, την ντουζίνα, όπου ο παντογνώστης αφηγητήςκαλείται να δώσει την εξήγηση της. Πρόκειται για έναέθιμο, κατά το οποίο η οικογένεια του γαμπρού πρέπει ναδώσει στην νύφη «ένα πουγγί που έχει μέσα […] δώδεκανομίσματα ή δώδεκα δωδεκάδες νομίσματα ή δώδεκαεκατοντάδες χρυσά ή ασημένια νομίσματα». Η λειτουργίααυτής της περιγραφής έχει παιδαγωγικό-μαθησιακό ρόλο. Οαφηγητής επιδιώκει την μετάδοση μιας δικιάς του -εγκυκλοπαιδικής φύσεως- γνώση προς τον αναγνώστη, οοποίος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι τουγράφοντος. Εδώ φαίνεται να γνωρίζει όχι μόνο τα γαλλικάήθη της εποχής του αλλά και την ιστορία τους ( «Ο πάπαςΚλήμης Ζ’ , θείος της Αικατερίνης των Μεδίκων, όταν τηνπάντρεψε με τον Ερρίκο Β’ , της χάρισε μια ντουζίνα απόαρχαία χρυσά μετάλλια πολύ μεγάλης αξίας»).6

Ακολουθούν δύο περιγραφές προσώπων,7 της κυρίας Γκραντέκαι της κυρίας ντε Γκρασσέν, οι οποίες θα μπορούσαν ναεξεταστούν παράλληλα. Από την μία πλευρά λοιπόν, η κυρίαΓκραντέ ήταν «ξερακιανή κι αδύνατη, κίτρινη σαν κυδώνι»εξαιτίας των στερήσεων που υπέφερε από τον άνδρα της(«κίτρινη» : μη υγιές χρώμα), και από την άλλη πλευρά ηκυρία ντε Γκρασσέν, παχουλή κι ασπρορόδινη, στοιχεία πουφανερώνουν ευμάρεια και υγεία. Η κυρία Γκράντε ήταν«αδέξια» και «αργή», ενώ η κυρία ντε Γκρασσέν ζωηρή. Ηεικόνα της πρώτης κυρίας είναι αρκετά χοντροκομμένη(επισημαίνω με έντονους χαρακτήρες αυτή την επανάληψη):«χοντρά κόκκαλα, χοντρή μύτη, χοντρό μέτωπο, χοντράμάτια», χωρίς καθόλου φρεσκάδα «έμοιαζε κάπως μ’ εκείνατα χνουδωτά φρούτα που δεν έχουνε πια ούτε γεύση, ούτε

11

χυμό» και εξαιρετικά αποκρουστική (σχεδόν νατουραλιστικάδοσμένη περιγραφή): «τα δόντια της ήτανε μαυρισμένα κιαραιά ,το στόμα της ρυτιδιασμένο (ο χρόνος έχει αφήσειέντονα τα σημάδια του πάνω της) και το σαγόνι της θύμιζεμύτη γαλότσας». Η δεύτερη κυρία, παρά το πέρασμα τουχρόνου, διατηρούνταν νέα στα σαράντα της και μπορούσεακόμα να παρομοιαστεί με «τα τελευταία τριαντάφυλλα τουφθινοπώρου, που η όψη τους είναι ευχάριστη, μα τα πέταλατους έχουν κάποια κρυάδα και το άρωμα τους μοιάζειξεθυμασμένο», φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι ηπρότερη ομορφιά της έχει κάπως ξεθυμάνει.

Όπως ήδη έχει καταστεί σαφές, οι δύο αυτές περιγραφέςλειτουργούν αντιθετικά. Η κυρία Γκραντέ, από την μία, ζειμε εγκράτεια και φειδώ και αυτό αντικατοπτρίζεται καιστην εξωτερική της εμφάνιση, ενώ η κυρία ντε Γκρασσέν,από την άλλη, ζει σε ένα οικονομικά εύρωστο περιβάλλον,όπως η ίδια εικόνα της το μαρτυρεί. Η αντίθεση αυτήγίνεται ακόμα πιο έντονη και από την διαφορά στον τρόποντυσίματός τους. Η κυρία Γκραντέ «φορούσε πάντα έναπρασινωπό μεταξωτό φόρεμα, που είχε συνηθίσει να τοδιατηρεί ένα χρόνο περίπου, μεγάλη άσπρη βαμβακερήμαντίλα στο λαιμό, καπέλο από γαζωτή ψάθα και σχεδόνπάντα, μια μαύρη ταφταδένια ποδιά. Σπάνια έβγαινε από τοσπίτι, κι έτσι χαλούσε ελάχιστα παπούτσια. Τέλος, δεζητούσε ποτέ τίποτα για τον εαυτό της.». Η περιβολή τηςδηλαδή αποτελείται από ένα καθημερινό ντύσιμο προορισμένογια μια απλοϊκή γυναίκα της επαρχίας, το οποίο μάλισταπροσπαθούσε να διατηρεί για όσο το δυνατόν περισσότεροκαιρό, λόγω της τσιγκουνιάς του άνδρα της, την οποίαφαίνεται να είχε αποδεχτεί η ίδια και να έχει αρκεστεί σ’αυτόν τον τρόπο ζωής.

Η περιβολή της κυρίας ντε Γκρασσέν διέφερε εξολοκλήρου :«Ντυνόταν αρκετά καλά, παράγγελνε τα ρούχα της στοΠαρίσι, έφερνε τη μόδα στην πόλη του Σωμύρ κι έδινεβεγγέρες». Εδώ βλέπουμε μια γυναίκα, η οποία έχειοικονομική άνεση, εφόσον μπορεί να παίρνει τα ρούχα της

12

από την πρωτεύουσα και που είναι πρωτοπόρα στο πεδίο τηςμόδας στο Σωμύρ. Δεν έχει τίποτα από το επαρχιώτικο στυλστο ντύσιμο της αλλά και στον τρόπο ζωής της, καθώςακολουθεί τα παρισινά πρότυπα (δίνει βεγγέρες).Γενικότερα φαίνεται μια χορτασμένη γυναίκα, που αυτή καιη οικογένειά της περνούν καλή ζωή και διαφοροποιούνταιαπό την οικογένεια Γκραντέ αλλά ίσως και από τιςπερισσότερες οικογένειας της επαρχίας Σωμύρ.

Οι μέχρι τώρα περιγραφές ήταν αποτέλεσμα όρασης,περιγραφές-θεάματα, στις οποίες έχουμε την προοπτική τουαφηγητή για τα περιγραφόμενα πρόσωπα, αντικείμενα ήχώρους. Αυτό το είδος αποτελεί και την συνηθέστερη μορφήπεριγραφών γενικότερα, αλλά και στο έργο του Μπαλζάκ τοκυρίαρχο, με μια μοναχά εξαίρεση, την περιγραφή ωςαποτέλεσμα λόγου-περιγραφή λόγος. Σε αυτή την περίπτωση,η περιγραφή δε δίνεται από τον αφηγητή αλλά τα ίδια ταομιλούντα πρόσωπα, μέσω του διαλόγου τους, τη δίνουν. Τοείδος αυτό της περιγραφής δεν συναντάται συχνά και στοπαρόν μυθιστόρημα απαντάται μόνον σε αυτό το σημείο:

“ «Είναι κανείς από το Σωμύρ, κύριε ντε Γκρασσέν;» τονρώτησε η γυναίκα του.

«Όχι, είναι ταξιδιώτης».

«Σίγουρα θα’ ρχεται από το Παρίσι. Ναι, βέβαια.», είπεο συμβολαιογράφος, βγάζοντας το παλιό ρολόι του, δυόδάχτυλα χοντρό και που έμοιαζε σαν ολλανδέζικο καράβι,«η ώρα είναι εννιά. Μωρέ μπράβο! Η ταχυδρομική άμαξατου Μεγάλου Γραφείου δεν έχει ποτέ καθυστέρηση.»

«Είναι νέος αυτός ο κύριος;» ρώτησε ο αβάς Κρυσό.

«Ναι», απάντησε ο κύριος ντε Γκρασσέν. «Κι έχει μαζίτου μπαγάζια που θα ζυγίζουν τουλάχιστο τριακόσιακιλά».

«Δε γύρισε και η Νανόν.», είπε η Ευγενία.

«Θα ’ναι κανάς συγγενής σας», είπε ο πρόεδρος.

13

«Ας βάλουμε τις μίζες μας», δήλωσε χαμηλόφωνα η κυρίαΓκραντέ. «Από τη φωνή του κατάλαβα πως ο κύριοςΓκραντέ είναι τσαντισμένος και δε θα του αρέσει ίσωςαν μας δει να μιλάμε για τις δουλειές του»

«Δεσποινίς», είπε ο Αδόλφος στη γειτόνισσα του, «θαείναι ασφαλώς ο ξάδερφος σας ο Γκραντέ, ένας πολύόμορφος νέος, που τον είδα στον χορό του κυρίου ντεΝυσινζέν».’’8

Η αιφνίδια άφιξη του Κάρολου από το Παρίσι αναστατώνειτην οικογένεια Γκραντέ αλλά και τους καλεσμένους της, πουέχουν περιέργεια να μάθουν την ταυτότητα του αγνώστου.Μέσω του διαλόγου τους λοιπόν, παίρνουμε κάποια στοιχείαγια τον νεοαφιχθέντα: είναι νέος σε ηλικία, δεν είναι απότο Σωμύρ αλλά από το Παρίσι και είναι αρκετά ευκατάστατος(έχει πλούσια «μπαγάζια»). Επιπλέον, δεν είναι ένας απλόςεπισκέπτης αλλά συγγενής της οικογένειας-ξάδερφος τηςΕυγενίας- και πολύ όμορφος. Εκτός από αυτή την σχηματικήπεριγραφή του Κάρολου, υπάρχει και μια συντομότατηπεριγραφή του ρολογιού του συμβολαιογράφου, η οποίαεξαίρει για ακόμα μια φορά την παντογνωσία του αφηγητήσχετικά με την ώρα άφιξης της ταχυδρομικής άμαξας.Επίσης, όσον αφορά τη δομή των χαρακτήρων των βασικώνηρώων, διακρίνουμε την ουδέτερη στάση της Ευγενίας καιτην χαμηλόφωνη και μετριοπαθή στάση της κυρίας Γκραντέ, ηοποία έχει επίγνωση του οργίλου χαρακτήρα του άνδρα της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 0

Το δεύτερο κεφάλαιο ξεκινάει με την περιγραφή-θέαμα τουΚάρολου Γκράντε, του όμορφου νεαρού ξαδέρφου τηςοικογένειας Γκραντέ από το Παρίσι. Ο αφηγητής δηλώνει τηνπαντογνωσία του μέσω των πληροφοριών που παρέχει για τουςνέους της εποχής εκείνης, αλλά και εξηγεί την επιτήδευσηστην συμπεριφορά του Κάρολου. Στον ρεαλισμό άλλωστε δενπρέπει να ξεχνάμε ότι το καθετί που συμβαίνει έχει την

14

εξήγησή του (ακόμα περισσότερο αυτό ισχύει για το έργοτου Μπαλζάκ). Όλη, λοιπόν, η εμφάνιση και στάση τουΚάρολου, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το σκηνικό καιτους ανθρώπους της επαρχίας που επισκέπτεται, φανερώνειστοιχεία του χαρακτήρα του. Από τα εξωτερικά δηλαδήχαρακτηριστικά καταλαβαίνουμε τα εσωτερικά, από τοπεριέχον φτάνουμε στο περιεχόμενο. Έτσι, όλη η πολυτέλειακαι η υπερβολή στο ντύσιμο του Κάρολου μας επιτρέπουν νασυμπεράνουμε ότι ήταν υπερβολικός και υπερφίαλος και στηνσυμπεριφορά του. Η εξαντλητική περιγραφή τωναντικειμένων που έφερε μαζί του και η ποικιλία που αυτάπαρουσιάζουν δείχνουν σαφώς την οικονομική του επιφάνειααλλά και την τάση επίδειξης και υπεροχής του απέναντιστους άλλους. Η περιγραφή αυτή, βέβαια, εκτός από τονεπεξηγηματικό και το διπλά αντιθετικό της ρόλο (αντίθεσητης ωραιότητας και πολυτέλειας του νέου, τόσο με τηντσιγκουνιά και την γενικότερη αίσθηση παρακμής τηςοικογένειας Γκραντέ, όσο και με την απλότητα τωνυπολοίπων καλεσμένων στο σπίτι) λειτουργεί και ωςειρωνεία προς τον ίδιο τον Κάρολο, καθώς όλος αυτόςπλούτος και η ανεμελιά που αυτός αποπνέει (« νεαρόςχασομέρης»9 χαρακτηρίζεται από τον αφηγητή) θα ανατραπείστην συνέχεια με τον πιο αναπάντεχο τρόπο.

Θέλοντας να καταστήσω εναργέστερη την αντίθεση ανάμεσαστον Κάρολο και τους καλεσμένους της οικογένειας Γκραντέ,παραθέτω εδώ μερικά αποσπάσματα10, που δείχνουν μεακρίβεια αυτή την διαφορά. Ο Κάρολος λοιπόν πριν φτάσειστο σπίτι του θείου του στο Σωμύρ «είχε φρεσκάρει τοκατσάρωμα στα ωραία καστανά του μαλλιά. Είχε αλλάξειεσώρουχα και είχε βάλει μια μαύρη σατέν γραβάτασυνδυασμένη με στρογγυλό κολάρο, για να πλαισιώνεταιόμορφα το άσπρο και γελαστό πρόσωπο του. Μιαμισοκουμπωμένη ταξιδιωτική ρεντιγκότα έσφιγγε την μέσητου και άφηνε να φαίνεται ένα κασμιρένιο γιλέκο με πέτακι από κάτω ένα δεύτερο γιλέκο άσπρο. Το ρολόι του,ριγμένο αφρόντιστα τάχα σε μια τσέπη, ήταν κρεμασμένο μεμια κοντή χρυσή αλυσίδα από μια κουμπότρυπα. Το γκρίζοπαντελόνι του κούμπωνε στα πλάγια, όπου σχέδια κεντημένα

15

με μαύρο μετάξι στολίζανε τις ραφές. Κρατούσε με χάρη έναμπαστούνι, που η χρυσή σκαλιστή λαβή του δε λιγόστευεκαθόλου τη φρεσκάδα από τα γκρίζα γάντια του. Τέλος τοκασκέτο του ήταν εξαιρετικά καλόγουστο.».

Ο αφηγητής με την αναλυτικότατη περιγραφή της εμφάνισηςτου Κάρολου πετυχαίνει κυρίως δύο πράγματα. Πρώτον, νατονίσει την μεγαλοπρέπεια, την γαλλική φινέτσα και τηχάρη στο ντύσιμο και στους τρόπους του νεαρού ξάδερφου,το οποίο επιτυγχάνεται με την έμφαση ακόμα και στηνπαραμικρή λεπτομέρεια της περιβολής του, όπως το δήθεντυχαία αφημένο στην τσέπη του ρολόι. Κάθε κίνησή τουχαρακτηρίζεται από κομψότητα και «χάρη», που φανερώνουντην γαλλική-παρισινή καταγωγή του αλλά και την οικονομικήτου ευμάρεια («κασμιρένιο γιλέκο», «μαύρο μετάξι», «χρυσήσκαλιστή λαβή», τα ακριβά υλικά δηλώνουν την οικονομικήισχύ). Δεύτερον, η περιγραφή της εμφάνισης του έρχεται σεπλήρη αντίστιξη με τα πρόσωπα του σπιτιού, καθώς ο ίδιοςείχε ένα «άσπρο και γελαστό πρόσωπο», δηλαδή ήταν υγιής(όχι κίτρινος, όπως ήταν η όψη της κυρίας Γκραντέ) και μεχαρά για την ζωή (σε αντίθεση με τα καταθλιπτικά πρόσωπατης οικογένειας). Η αντίθεση αυτή κορυφώνεται με τηνσύγκρισή του με την οικογένεια Κρυσό, την οποία ο ίδιος ογράφων προβάλλει χωρίς καθόλου υπαινιγμούς.

«Και οι τρείς ρουφούσαν ταμπάκο και από καιρό πια δεννοιαζόταν ούτε για μύτες που έτρεχαν, ούτε για τη μαύρησκόνη του ταμπάκου που έπεφτε εδώ κι εκεί πάνω στιςτραχηλιές από τα κοκκινωπά τους πουκάμισα με τουςτσαλακωμένους γιακάδες και τις κιτρινισμένες πιέτες. Οιασιδέρωτες γραβάτες τους, μόλις τις έδεναν στο λαιμό,έπεφταν στριφογυριστές προς τα κάτω, σαν σκοινιά. [….] Ηεμφάνιση τους αποτελούσε τέλειο συνδυασμό κακογουστιάςκαι γεροντίλας. Τα πρόσωπα τους, το ίδιο μαραμένα σαν τατριμμένα ρούχα τους, το ίδιο χιλιοζαρωμένα σαν ταπαντελόνια τους, έμοιαζαν φθαρμένα, σκεβρωμένα, καιμορφάζανε συνέχεια.».

Η διαφορά στην εμφάνιση των Κρυσό σε σχέση με τον Κάρολοείναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Οι Κρυσό ήταν μια τυπική

16

επαρχιακή οικογένεια, η οποία δεν έβρισκε κανέναενδιαφέρον -ή ίσως δεν ήξερε κιόλας- για την μόδα πουεπικρατούσε στο Παρίσι και δεν έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδαγια την εξωτερική της περιβολή. Νατουραλιστικά σχεδόνδοσμένη, η περιγραφή τονίζει με κάθε τρόπο την αποστροφήκαι την αποκρουστικότητα που προκαλούσε η εικόνα τωνΚρυσό και η οποία ενισχύει ακόμα περισσότερο την αντίθεσηκαι την έκπληξη που προξένησε ο Κάρολος άμα τη εμφανίσειτου. Οι διατυπώσεις μάλιστα που χρησιμοποιούνται είναιαντίστοιχες για να επισημάνουν την φρεσκάδα και το«εξαιρετικά καλόγουστο» στο πρόσωπο, στα ρούχα και τηνσυμπεριφορά του νεαρού Παριζιάνου και το «μαραμένο»-«γεροντίλα» και την «κακογουστιά» των Κρυσό, τα οποίαόπως αναφέρεται παρακάτω αποτελούν κοινό σημείο και μετην άλλη οικογένεια φανερώνοντας ότι υπάρχει κατά κάποιοντρόπο κοινή αισθητική αντίληψη σχετικά με την μόδα στηνεπαρχία (« Η φρίκη για την μόδα ήτανε το μόνο σημείο,όπου υπήρχε απόλυτη συμφωνία ανάμεσα στους ντε Γκρασσένκαι στους Κρυσό.»11).

Στην συνέχεια, υπάρχει μια περιγραφή του Κάρολου12 μέσααπό την οπτική της Ευγενίας, η οποία δεν έχει αντικρύσειξανά στην ζωή της έναν τέτοιο «τύπο τελειότητας, τόσο στοντύσιμο όσο και στη μορφή». Στα μάτια της ο ξάδερφος τηςεξιδανικεύεται: « σαν πλάσμα που είχε κατέβει από κάποιαουράνια περιοχή γεμάτη σεραφείμ». Γεννιέται σε εκείνη μιαπρωτόγνωρη επιθυμία να «αγγίξει το άσπρο δέρμα από εκείνατα όμορφα, φίνα γάντια» και αρχίζει να αισθάνεται «λεπτέςηδονικές συγκινήσεις», φανερώνοντας έτσι τα πρώτα σημάδιατου έρωτά της για τον νεαρό. Μάλιστα, ο ίδιος ο αφηγητήςεξιδανικεύει και εξαγνίζει το αίσθημα που βιώνει ηΕυγενία, παρομοιάζοντάς το με τις «φανταστικές γυναικείεςμορφές που σχεδίασε ο Γουέσταλ στα αγγλικά ενθύμια, καιχάραξε ο Φίντεν με τόσο επιδέξια γλυφίδα» καιεπιδεικνύοντας για άλλη μια φορά την πολυεπίπεδη γνώσητου, την οποία μεταδίδει αφειδώς στον αναγνώστη.

17

Προς το τέλος του κεφαλαίου τοποθετείται μια εκτενήςπεριγραφή των δωματίων του πάνω μέρους του σπιτιού καιτης σοφίτας που θα φιλοξενούσε τον Κάρολο, υπό το πρίσματου ίδιου.13 Υπάρχει η κατάλληλη προϋπόθεση που ευνοεί τοβλέμμα του περιγράφοντος, το ότι βρίσκεται σε ένα ψηλόσημείο -«φτάνοντας στο πρώτο κεφαλόσκαλο»- έχει δηλαδήανέβει την σκάλα και από το σημείο όπου έχει σταθεί έχειτην πλήρη εποπτεία του χώρου. Καθ’ όλη τη διάρκεια τηςακριβούς αυτής περιγραφής του μέρους, υπάρχει η αίσθησηπαρακμής και φθοράς, που ήδη είχαμε διακρίνει στιςπροηγούμενες περιγραφές χώρων. Πόρτες «χωρίς κορνίζες»χωμένες στο «σκονισμένο ντουβάρι», ένα και μόνο παράθυρουπήρχε που κι αυτό ήταν «φραγμένο με χοντρά σιδερένιακάγκελα» κάνοντας εντονότερο το αίσθημα εγκλωβισμού καιπεριορισμού των κατοίκων του, το οποίο είχαμεξανασυναντήσει σε προηγούμενο κεφάλαιο (υπογραμμίζω τηναντίστοιχη διατύπωση: « γενικά την πόρτα να μοιάζει κάπωςμε πυλώνα φυλακής»14).

Ακολουθεί η περιγραφή του εργαστηρίου του κ.Γκραντέ, στοοποίο είχε πρόσβαση μόνο ο ίδιος για να μπορεί να κάνειανεμπόδιστος τους λογαριασμούς του. Το βλέμμα του Κάρολουδεν έχει τη δυνατότητα να βλέπει μέσα στο εργαστήριο καινα γνωρίζει με τόση ακρίβεια τι περιλαμβάνει, έτσικατανοούμε ότι έχει πάρει τον λόγο και πάλι ο αφηγητής, οοποίος μπορεί να ξέρει τι κρύβεται πίσω από τα χοντράντουβάρια και τα «κλειδαμπαρωμένα» παραθυρόφυλλα τουαπροσπέλαστου για τον απλό κόσμο εργαστηριού (οι λέξειςπου χρησιμοποιεί τονίζουν ακόμα περισσότερο τημυστικότητα και το μη προσβάσιμο του χώρου, που μόνο οαφηγητής μπορεί να παραβιάσει -μαζί του και ο ‘‘τυχερός’’αναγνώστης). Η αναλυτικότητα και ακρίβεια στην περιγραφήφαίνεται και από την επανάληψη του «εκεί» -πέντε φορές-μέσα σε μια παράγραφο. Αφήνοντας πίσω το εργαστήριο, οαφηγητής αναφέρεται πολύ σύντομα στο δωμάτιο της Ευγενίαςκαι στο δωμάτιο του αντρόγυνου, χωρίς να δώσει καθόλουλεπτομέρειες. Η προηγούμενη μακροσκελής περιγραφή, η

18

οποία επιβράδυνε αρκετά το χρόνο της ιστορίας αλλάφανέρωσε και κάποια επιπλέον στοιχεία για τα πρόσωπα (οχώρος ως αποτύπωμα της συμπεριφοράς των ανθρώπων αλλά καιτο αντίθετο) δεν του επιτρέπει περαιτέρω ανάλυση τωνάλλων δωματίων.

Τέλος, ο Κάρολος αφού εισέρχεται στη σοφίτα που θα είχεγια κατάλυμα «έμεινε σαν χαμένος» και αρχίζει ναπεριγράφει όσα βλέπει και του προκαλούν τόση έκπληξη. Τοδωμάτιο που επρόκειτο να μείνει δεν είχε τίποτα από τηνγαλλική φινέτσα και λεπτότητα που είχε συνηθίσει. Οιτοίχοι «ήτανε ταπετσαρισμένοι με κίτρινο λουλουδάτο χαρτίαπό εκείνο που ταπετσάρουνε τα καπηλειά» και το τζάκιήταν «χοντροφτιαγμένο». Όλα χαρακτηρίζονται από τηνκακογουστιά και το χοντροκομμένο. Ακόμα, οι κουρτίνεςήτανε «σκωροφαγωμένες» και «έτρεμαν έτοιμες νασωριαστούν», στοιχεία που αποδεικνύουν την φιλαργυρία τουιδιοκτήτη τους, καθώς δεν της αλλάζει για να γλυτώσει ταέξοδα της αντικατάστασης τους με καινούργιες. Όλα αυτάαποτελούν το πρώτο σοκ για τον Κάρολο που είχε συνηθίσεισε έναν άλλο τρόπο ζωής και το οποίο θα διαδεχτεί γρήγοραένα ισχυρότερο όταν θα μάθει για την χρεοκοπία καιαυτοκτονία του πατέρα του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο

Το κεφάλαιο ξεκινάει με την αρχή μιας νέας ημέρας αλλάκαι νέων αισθημάτων για την Ευγενία, τα οποία την ωθούνκαι σε διαφορετικές, από τις καθιερωμένες πράξεις της,όπως την περιποίηση της «τουαλέτας της, απασχόληση πουθα’ χε κάποιο νόημα από δώ και πέρα»15. Η υπερβολικήφροντίδα για την εξωτερική της εμφάνιση, κάτι που δενφαίνεται να την είχε απασχολήσει ιδιαίτερα στο παρελθόν,αποτελεί ένδειξη της ανάπτυξης τρυφερών αισθημάτων για

19

τον Κάρολο. Η ανυπομονησία της να έχει αρκετό χρόνο γιατις ετοιμασίες της, την έκαναν να σηκωθεί αρκετά νωρίςκαι μη έχοντας τι άλλο να κάνει «κάθισε στο παράθυρο τηςκοιτάζοντας την αυλή, τον στενό κήπο και τις ψηλέςταράτσες από πάνω του.»16α. Δημιουργούνται, λοιπόν, έτσιοι κατάλληλες προϋποθέσεις για την περιγραφή πουακολουθεί, καθώς η Ευγενία βρίσκεται πίσω από το παράθυροκαι έχει τη δυνατότητα να περιγράψει όσα έχει στο οπτικότης πεδίο, αυτά δηλαδή που ήδη αναφέρθηκαν : την αυλή,τον στενό κήπο και τις ψηλές ταράτσες. Επομένως, έχουμεμια περιγραφή -μέσα από το βλέμμα της ηρωίδας- του χώρου,του οποίου έχει γνώση επειδή ζει, ή μάλλον περιορίζεταιαποκλειστικά σ’ αυτόν. Παρακολουθούμε την πορεία τουβλέμματός της που ξεκινά από το πιο κοντινό της σημείο«κοντά στην κουζίνα»16β και με ακριβή τρόπο ‘‘αγκαλιάζει’’περιμετρικά το τοπίο «τύλιγε μια κληματαριά»16γ,«σκαρφάλωνε στον τοίχο»16δ, ανεβαίνει «πάνω από μια στρώσηκαταφαγωμένες πέτρες υψωνόταν πόρτα από πλεγμένα ξύλα»16ε

και καταλήγει «κάτω από την ταράτσα, σ’ ένα ίσκιωμα απόφλαμουριές»16στ.

Μέσα από την περιγραφή δίνεται αυτή η αίσθηση φθοράς καιπαραίτησης που υπήρχε και στο εσωτερικό του σπιτιού:«βλαστάρια μαραμένα, κοκκινισμένα, κατάξερα»,«ξεχαρβαλωμένα και θαμμένα […] σαν τάφος», «καταφαγωμένεςπέτρες», «σάπια ξύλα», «στραβά κλωνάρια από δυόκατσιασμένες μηλιές»16ζ. Πέραν της οπτικής της Ευγενίας,υπάρχουν σημεία που ξεπερνούν την απλή παρατήρηση τουχώρου και στα οποία ο αφηγητής παρουσιάζει προσωπικές τουγνώσεις, όπως «με τόση ακρίβεια σαν τα βιβλία ενόςβιβλιόφιλου» ή «σαν τάφος ιππότη ενταφιασμένου από τηχήρα του τον καιρό που γίνανε οι σταυροφορίες»16η. Ηλειτουργία της περιγραφής αυτής θα μπορούσε να αποτελείαναπλήρωση και κάλυψη του κενού αφηγηματικού χρόνου,καθώς υπάρχει έλλειψη άλλων προσώπων επειδή η ώρα είναιαρκετά πρωινή και άρα δεν συντελείται κάποιο γεγονός στηνιστορία. Σίγουρα, πάντως, υπάρχει συσχέτιση τόπου και

20

χαρακτήρων, δηλαδή η περιγραφή αποτελεί έμμεσοχαρακτηρισμό για τα πρόσωπα.

Στην συνέχεια, υπάρχει μια περιγραφή της ίδιας τηςπρωταγωνίστριας17, που ευνοείται από την παρουσία ενόςκαθρέφτη: «Σηκώθηκε απότομα, πήγε στον καθρέφτη καικοιτάχτηκε σαν καλόπιστος καλλιτέχνης, που ατενίζει τοέργο του για να το κριτικάρει και να πει κατηγορίες στονεαυτό του.», προεξαγγέλλοντας μάλιστα με την τελευταίααναφορά και την παρομοίωση της Ευγενίας με έργο τέχνης.Στο πρόσωπο της νεαρής κοπέλας συνδυάζονται αντιθετικάχαρακτηριστικά, γυναικεία («κατακόκκινο στόμα», «φουσκωτόστήθος») και ανδρικά («αρρενωπό μέτωπο», «ψηλό αλύγιστοκορμί») αλλά και συνενώνονται δύο κόσμοι, η αρχαιότητα(«Αφροδίτη της Μήλου») με τον χριστιανισμό («γλύκα τουχριστιανικού αισθήματος»). Ως εκ τούτου εξιδανικεύεται,όμως δεν μπορεί να αποτελέσει το απόλυτο γυναικείοπρότυπο, λόγω της ανάμειξης αυτών των αντιφατικώνχαρακτηριστικών (όχι μόνο «Αφροδίτη της Μήλου» αλλά και«Δίας του Φειδία») και έτσι φαίνεται να έχει μιαιδιαίτερη ομορφιά (όπως ιδιαίτερος είναι και ο χαρακτήραςτης), η οποία «για όσους ξέρουν να κρίνουν […] θα είχεκάποια γοητεία». Εκτός από τα εξωτερικά στοιχεία πουαναφέρονται, δίνονται και κάποια εσωτερικά: διάγει«ενάρετη ζωή», έχει χείλη «γεμάτα αγάπη και καλοσύνη» καιχαρακτηρίζεται από σεμνότητα (υπογραμμισμένο): «τοφουσκωτό στήθος, καλυμμένο με προσοχή».

Η περιγραφή αυτή ολοκληρώνεται και κορυφώνεται με τηνταύτιση της με έργο τέχνης και πηγή έμπνευσης για τουςκαλλιτέχνες: «ήταν όμορφη, με την ομορφιά που εύκολαπαραγνωρίζεται και μόνο τους καλλιτέχνες συναρπάζει».Αποτελεί πρότυπο για την ζωγραφική και εξυψώνεται ακόμαπερισσότερο με την παρομοίωση της με την Παναγία στο έργοτου Ραφαήλ (φανερώνονται έτσι και οι εξειδικευμένεςγνώσεις του αφηγητή για τη ζωγραφική τέχνη). Η Ευγενίαείναι «ένα τόσο σπάνιο μοντέλο» ώστε μέχρι και το όνοματης δεν είναι τυχαίο, καθώς αποτελεί δείγμα του χαρακτήρα

21

της : «θα έβρισκε ξαφνικά στο πρόσωπο της Ευγενείας τηνέμφυτη κι ανυποψίαστη ευγένεια». Είχε «κάτι θεϊκό στηνόψη των ματιών και των βλεφάρων της» και η φυσιογνωμίατης ήταν «ήρεμη, όλο χρώμα και στεφανωμένη με φως»,στοιχεία που προσιδιάζουν σε μια γαλήνια και καθαγιασμένηψυχή, η οποία υψώνεται πάνω από τους απλούς ανθρώπους καιαποκτά θεϊκά χαρακτηριστικά. Η περιγραφή, επομένως, εδώπαίρνει την μορφή έκφρασης -περιγραφή ενός προσώπου ωςέργου τέχνης για να το ανυψώσει- η ηρωίδα εξιδανικεύεταικαι το κείμενο αποκτά μια βαθιά ποιητικότητα.

Αφήνοντας πίσω μας την λυρικότητα της προηγούμενηςπεριγραφής, περνάμε σε άκρως ρεαλιστικά πλαίσια. Οαφηγητής παίρνοντας το ρόλο παιδαγωγού μας εξηγεί μιαλέξη του λαϊκού λόγου, το προσφάι18, δείχνοντας τιςγνώσεις του πάνω σε λαϊκά θέματα. Η λειτουργία αυτής τηςσύντομης περιγραφής, η οποία μεταφέρει μια έτοιμη γνώσητου αφηγητή στον αναγνώστη σαν από λήμμα λεξικού ήεγκυκλοπαίδειας, συνίσταται σε καθαρά παιδαγωγικούς-μαθησιακούς σκοπούς και επιβραδύνει για λίγο την τρέχουσααφήγηση, η οποία στην συνέχεια παίρνει το πάνω χέρι καιδεν διακόπτεται για αρκετές σελίδες, δίνοντάς μας πολλέςπληροφορίες για τα συντελούμενα γεγονότα, που από τιςπολλές περιγραφές είχαν μείνει κάπως πίσω.

Μια μικρή περιγραφή στην σελίδα 81 διακόπτει την αφήγησηλίγο πριν την ανακοίνωση μιας σημαντικής είδησης από τονκ. Γκραντέ στον Κάρολο, που αφορά τον θάνατο και τηνχρεοκοπία του πατέρα του. Τα λίγα λεπτά που πέρασαν μέχρινα μάθει αυτή την τραγική γι αυτόν πληροφορία και τα όσααντίκρισε τότε στον «κηπάκο» εντυπώθηκαν και χαράχτηκανανεξίτηλα στην μνήμη του. Άρα, τα λιγοστά αυτά στοιχείαπου παίρνουμε για τον τόπο («τα θάμνα», «τα χλωμά φύλλα»,οι καταφαγωμένοι τοίχοι, «τα παράξενα κλαδιά») μέσα απότην παρατηρητική ματιά του Κάρολου αποκτούν ιδιαίτερονόημα. Η επιβράδυνση, λοιπόν, της αφήγησης λίγο πριν τηνκορύφωση εντείνει το ενδιαφέρον και την αγωνία τουαναγνώστη.

22

Προτού ολοκληρώσω το κεφάλαιο αυτό θα αναφερθώ σε άλλημια περιγραφή19, η οποία εντάσσεται στην κατηγορία ‘‘θέλωνα δω’’. Η Ευγενία με μια μόνο «κλεφτή ματιά» προλαβαίνεινα δει σχεδόν όλα τα αντικείμενα που είχε ο Κάρολος στοδωμάτιο του. Αν και πρακτικά αυτό είναι σχεδόν αδύνατο, ηθέληση της ηρωίδας να τρυπώσει -έστω και μόνο με τη ματιάτης- στον προσωπικό χώρο του αγαπημένου της και να δει τιπεριλαμβάνει, υπερνικά τις όποιες δυσκολίες. Σ αυτόσυμβάλλει και το γεγονός ότι διαθέτει «την κοριτσίστικηματιά που τ’ αγκαλιάζει όλα μονομιάς σαν αστραπή»,υποδηλώνοντας την ‘’σβελτάδα’’ της νεότητας και τηνταχύτητα της σε κάθε κίνηση, ακόμα και στο βλέμμα. Ταστοιχεία που βλέπει χαρακτηρίζονται από τον κάτοχο τους,είναι δηλαδή πολυτελή και καλόγουστα: «τα όμορφαμπιχλιμπίδια», «τα ψαλιδάκια του», «τα χρυσόδετα ξυράφιατου». Όλη αυτή η πολυτέλεια όμως ανήκει πια στο παρελθόνκαι αποτελεί αντίθεση, ίσως και ειρωνεία, με το παρόν πουβιώνει ο ξάδερφός της. Ο πατέρας του αυτοκτόνησε, μημπορώντας να σηκώσει τα οικονομικά χρέη του και ο ίδιοςβρίσκεται μακριά από το οικείο περιβάλλον του, έχονταςχάσει τα πάντα. Ο πόνος και η δυστυχία του, τον κάνουνακόμα πιο αγαπητό στην Ευγενία και στην πορεία θαοδηγήσουν στην σύναψη της αγνής και βραχύβιας ερωτικήςσχέσης τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο

Εξετάζοντας το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου μπορεί ναπαρατηρήσει κανείς ότι οι περιγραφές αρχίζουν ναελαττώνονται και προωθείται περισσότερο η πλοκή τουμυθιστορήματος. Δύο γεγονότα, κατά κύριο λόγο,συντελούνται και τα οποία είναι άξια παρατήρησης: ηηθελημένη αφέλεια (μέσω του τραυλίσματος)20 του κ.Γκραντέ, η οποία φανερώνει τον συμφεροντολογικό καιπαμπόνηρο χαρακτήρα του αλλά και η ανάπτυξη του έρωτα

23

ανάμεσα στην Ευγενία και τον ξάδερφο της, τον Κάρολο. Ταγεγονότα διαδέχονται γρήγορα το ένα το άλλο, όπως και οιαποκαλύψεις για την ίδια την ηρωίδα, η οποία μαθαίνονταςγια την τόσο άθλια οικονομική κατάσταση του ξαδέρφου τηςκαι ούσα ερωτευμένη μαζί του σπεύδει να του δώσει όσεςοικονομίες διέθετε. Έτσι, ερχόμαστε στην περιγραφή τουπουγγιού21, στο οποίο τις φυλούσε και στα νομίσματα πουαυτό περιείχε.

Το πουγγί, λοιπόν, βρισκόταν «σ’ ένα παλιό δρύινοέπιπλο, ένα από τα ωραιότερα της λεγόμενης Αναγέννησης,που πάνω του ξεχώριζε ακόμα, μισοσβησμένη, η περίφημηβασιλική σαλαμάνδρα». Εύκολα γίνεται αντιληπτή αυτή ηαίσθηση φθοράς και παρακμής, που διέπει όλο το έργο, καιπάνω στο έπιπλο («παλιό», «μισοσβησμένη») αλλά και ηπολυποίκιλη γνώση του αφηγητή. Στην συνέχεια, «Πήρε απόμέσα ένα χοντρό πουγγί από κόκκινο βελούδο με χρυσάκρόσσια και χρυσοκέντητη μπορντούρα φαγωμένη από τηνπολυκαιρία, κληρονομιά της γιαγιάς της.». Το χοντρόπουγγί φανερώνει το πλούσιο περιεχόμενό του και τα υλικάτου ένα είδος πολυτέλειας, η οποία όμως δεν μαςπαραξενεύει, καθώς αποτελεί κληρονομιά στην κοπέλα απότην γιαγιά της και συνοδεύεται από την φθορά που ο χρόνοςφέρνει και η οποία συνάδει με το όλο κλίμα που επικρατείστο σπίτι.

Στην συνέχεια ο αφηγητής δίνει αναρίθμητες πληροφορίεςγια τα διαφορετικά είδη των νομισμάτων που περιέχονταιστο πουγγί, αποκαλύπτοντας έτσι την αστείρευτη γνώση τουσε κάθε ζήτημα και την θέση ισχύος του έναντι του απλούκαι αδαούς αναγνώστη. Ο ίδιος δεν περιορίζεται στην απλήαναφορά τους αλλά δίνει και την ιστορία που κρύβεται πίσωαπό το καθένα. Ενδεικτικά παραθέτω ένα απόσπασμα στοοποίο είναι πρόδηλη η ακρίβεια του αφηγητή, ο οποίοςείναι γνώστης και των πιο μικρών λεπτομερειών στιςπληροφορίες που παρέχει: «Επίσης, πέντε γενοβέζικα ήνομίσματα των εκατό λιβρών της Γένοβας, σπάνια κι αυτά,με ανταλλακτική αξία ογδόντα επτά φράγκα, μα που οισυλλέκτες τα αγοράζανε εκατό φράγκα το καθένα. Τανομίσματα αυτά τα είχε από τον γέρο κύριο Λαμπερτελλιέρ».

24

Ο ρόλος μιας τέτοιας αναλυτικότατης περιγραφής δεν είναιμόνο επιβραδυντικός, δηλαδή ανασταλτικός του χρόνου τηςκύριας αφήγησης, αλλά και παιδαγωγικός-μαθησιακός. Οαφηγητής μεταδίδει συγκεκριμένες γνώσεις του στοναναγνώστη με σκοπό όχι τόσο την αφομοίωσή τους αλλά τηνερμηνεία και κατανόηση τους μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο τηςιστορίας. Η τόση ακρίβεια και σχολαστικότητά του στηναναφορά των διαφορετικών νομισμάτων, δείχνει και τηνσπουδαιότητα που είχαν αυτά για την οικογένεια Γκραντέ,και ιδιαιτέρως για τον ίδιο τον κύριο Γκραντέ. Ηπαρορμητική απόφαση της Ευγενίας να δώσει όλες τιςοικονομίες της στον Κάρολο, θα είχε σοβαρότατες συνέπειεςστο μέλλον.

Όμως ο έρωτας αυτά δεν τα κοιτά και η Ευγενία είχεπαραδοθεί σ’ αυτό το τρυφερό αίσθημα που ένιωθε για τοννεαρό Παριζιάνο και δεν μπορούσε να σκεφτεί τις όποιεςδυσκολίες ίσως μελλοντικά να αντιμετώπιζε. Μια θαμιστικήαφήγηση, που βρίσκεται λίγες σελίδες πιο κάτω, θαμπορούσε να λειτουργήσει ως περιγραφή της καθημερινότηταςτων δύο νέων και του έρωτά τους που αναπτύσσεται μέσα απότην καθημερινή τριβή. Επομένως, η περιγραφή αυτή δεναναστέλλει την αφήγηση της κύριας πλοκής αλλά δένει μετον χρόνο της ιστορίας και μέσα από την επανάληψη τωνγεγονότων, τα οποία συντελούνται συνεχώς αλλά δίνονταιμόνο μια φορά, ξετυλίγεται το αγνό αίσθημα της Ευγενίαςκαι του Κάρολου.

«Εκείνες τις στιγμές ο Κάρολος εγκατέλειπε τοκοκέτικο, ματαιόδοξο και φανταχτερό πάθος του Παρισιούκι αφηνόταν στον αγνό και αληθινό έρωτα. Αγαπούσε αυτότο σπίτι κι οι συνήθειες του δεν του φαίνονταν πιατόσο γελοίες. Κατέβαινε πρωί πρωί από την κάμαρα τουγια να μπορέσει να κουβεντιάσει μερικές στιγμές με τηνΕυγενία, πριν έρθει ο Γκραντέ να δώσει τα τρόφιμα τηςμέρας. Κι όταν τα βήματα του γέρου αντηχούσαν στασκαλοπάτια, έσπευδε να τρυπώσει στον κήπο. Ημικροενοχή αυτού του πρωινού ραντεβού, που ήταν κρυφόακόμα και για τη μητέρα της Ευγενίας και η Νανόν έκανε

25

τάχα πως δεν το έβλεπε, έδινε στον πιο αθώο έρωτα τουκόσμου τη ζωντάνια των απαγορευμένων απολαύσεων.

Κι έπειτα μετά το πρωινό, όταν ο μπαρμπα-Γκραντέέφευγε για να πάει να δει τα κτήματα και τα υποστατικάτου, ο Κάρολος έμενε με τη μητέρα και την κόρηδοκιμάζοντας πρωτόγνωρες χαρές, καθώς τους κρατούσε νατυλίξουν το νήμα, τις κοίταζε να δουλεύουν και τιςάκουγε να φλυαρούν. Η απλότητα αυτής της σχεδόνμοναστηριακής ζωής, καθώς του αποκάλυπτε την ομορφιάτων ψυχών που αγνοούσαν ολότελα τον κόσμο, τονσυγκινούσε ζωηρά. [….]

Τέλος, μέρα με τη μέρα, τα βλέμματα του, τα λόγια τουμαγεύανε την καημένη την κοπέλα, που αφηνόταν γλυκάστο ρεύμα του έρωτα. [….] Μα οι θλίψεις για τονερχόμενο χωρισμό σκοτεινιάζανε κιόλας τις πιοχαρούμενες ώρες από τις φευγαλέες μέρες. Κάποιομικροπεριστατικό τους θύμιζε κάθε μέρα πως σε λίγο δεθα ήτανε πια μαζί.22»

Με την επιτάχυνση του χρόνου βλέπουμε την δημιουργία καιανάπτυξη αυτού του έρωτα, στον οποίο τονίζεται η αθωότητακαι αγνότητά του αλλά και η προδιαγεγραμμένη ατελέσφορηκατάληξή του. Περιγράφεται η καθημερινότητα των δύοερωτευμένων ηρώων, στην οποία περιέχεται και για τις δύοπλευρές το στοιχείο του πρωτόγνωρου -του συναισθήματοςτου έρωτα για την Ευγενία και της απόλαυσης των μικρώνκαθημερινών στιγμών για τον Κάρολο. Υπάρχει ακόμα τοστοιχείο του κρυφού και της αναταραχής που αυτό προκαλείκαι θέτει σε εγρήγορση τους δύο ήρωες. Άρα, η θαμιστικήαφήγηση λειτουργεί εδώ και ως περιγραφή δίνοντας τοαπαραίτητο πληροφοριακό πλαίσιο για την κατανόηση τουέρωτα των δύο νέων.

Ο αφηγητής παρακάτω, δίνει με πρόληψη κάποιες πληροφορίεςπου αφορούν γεγονότα που θα συμβούν αργότερα. Μέσα σεαυτά εντάσσεται και μια γενικόλογη περιγραφή του τι εστίδανειστής: «Γενικά, ο δανειστής είναι ένα είδος μανιακού.Σήμερα είναι έτοιμος για συμβιβασμό, αύριο θέλει να τακάνει όλα γυαλιά καρφιά κι αργότερα παραγίνεταικαλοσυνάτος. Σήμερα η γυναίκα του είναι στα κέφια της, το

26

στερνοπούλι του έβγαλε τα δοντάκια του, όλα πάνε καλά στοσπίτι και δε θέλει να χάσει ούτε πεντάρα. Αύριο βρέχει,δεν μπορεί να βγει έξω, είναι μελαγχολικός και λέει ναισε όλες τις προτάσεις για να λήξει η υπόθεση. Μεθαύριοτου χρειάζονται εγγυήσεις και στο τέλος του μήνα απειλείνα σας εκτελέσει, ο δήμιος! Ο δανειστής μοιάζει με ζωηρόσπουργίτη, που τα παιδιά πασχίζουν ν’ απιθώσουν στην ουράτου ένα σπυρί αλάτι. Ο ίδιος όμως αντιστρέφει τούτη τηνεικόνα. Σπουργίτης είναι τα χρωστούμενα, που ποτέ δενμπορεί να τα βάλει στο χέρι.23».

Η παραπάνω περιγραφή είναι αρκετά γενικευτική καιυπερβολική, όμως δεν παύει να φανερώνει αληθινά στοιχειά,ίσως κάπως διογκωμένα, για τους δανειστές της εποχής, τωνοποίων φαίνεται να έχει πολύ καλή γνώση ο αφηγητής. Οαντιθετικός και ακραίος χαρακτήρας τους, ο οποίος μπορείνα διαφοροποιείται ακόμα και από τις αλλαγές του καιρού ήτις διαθέσεις των γύρω του, είναι εμφανής από τιςαντίστοιχες ενέργειες του. Επομένως, η περιγραφή αυτήέχει ερμηνευτικό-επεξηγηματικό ρόλο, καθώς ο χαρακτήραςτων προσώπων δικαιολογεί την συμπεριφορά τους καιαντίστροφα οι συγκεκριμένες ενέργειες των προσώπωνμπορούν να εξηγήσουν στοιχεία του χαρακτήρα τους. Τέλος,θα μπορούσε να ειπωθεί ότι υπάρχει και ένα χιουμοριστικόστοιχείο στην όλη δομή της περιγραφής και ιδιαίτερα στηντελευταία πρόταση με την αναφορά στην παρομοίωση τουδανειστή με το σπουργίτη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 0

Το επόμενο κεφάλαιο ξεκινά με μια περιγραφή τηςΕυγενίας24, στην οποία «η ομορφιά της δεσποινίδας Γκραντέπήρε καινούρια μορφή». Είχε πάρει «εκείνο το είδος τηςλάμψης που οι ζωγράφοι παρασταίνουν με το φωτοστέφανο»,υπονοώντας την έννοια της αγιότητας αλλά και τηνπαρομοίωση της με ζωγραφικό πορτραίτο. Η μορφή τηςκοπέλας εξυψώνεται ακόμα περισσότερο όταν την συγκρίνειμε την ίδια την Παναγία: «Πριν έρθει ο ξάδερφος της, η

27

Ευγενία θα μπορούσε να πει κανείς πως θύμιζε την Παναγίαπριν από την σύλληψη. Όταν έφυγε, έμοιαζε με την Παναγίαμητέρα, είχε συλλάβει τον έρωτα». Ορόσημο για την αλλαγήστην εξωτερική της μορφή αποτέλεσε η άφιξη του Κάρολουκαι ο έρωτας που έζησαν οι δύο νέοι. Επιπλέον, γίνονταιφανερές οι γνώσεις του αφηγητή πάνω στα πρότυπα τέχνηςκαι πώς αυτά περνούν στην θρησκεία: «Αυτές οι δύο Μαρίες,τόσο διαφορετικές και τόσο καλά απεικονισμένες απόμερικούς ισπανούς ζωγράφους, αποτελούν μια από τις πιολαμπρές μορφές που αφθονούν στον χριστιανισμό».

Η περιγραφή αυτή, πέραν του όποιου επιβραδυντικού τηςρόλου, λειτουργεί κατά κύριο λόγο με τρόποεπεξηγηματικό. Θέλει δηλαδή να τονίσει ότι η εσωτερικήαλλαγή που βίωσε η ηρωίδα λόγω της συνάντησής της με τονΚάρολο απεικονίζεται και στην εξωτερική της όψη.Ειδικότερα, η παρομοίωσή της με την Παναγία σ’ αυτές τιςδύο διαφορετικές μορφές, γίνεται για να αναδειχθεί αυτή ημεταβολή στον εσωτερικό κόσμο της Ευγενίας. Ακόμα, μεαυτόν τον τρόπο η μορφή της νεαρής κοπέλας εξιδανικεύεταικαι εξαγνίζεται από καθετί υλικό -μπορεί να έχει συλλάβειτον έρωτα αλλά μόνο στην ιδεατή του μορφή. Επομένως,μπορούμε να συμπεράνουμε ότι και ο ίδιος ο έρωταςεξιδανικεύεται και εξυψώνεται, καθώς δεν αποτελείται απότίποτα υλικό και άρα φθαρτό.

Στην συνέχεια και για περισσότερες από δέκα σελίδες, οιπεριγραφές υποχωρούν κατά πολύ και η δράση ενισχύεταιμέσω αρκετών περιστατικών που συμβαίνουν και φέρνουναντιμέτωπους τους ήρωες. Ανάμεσα σ’ αυτά κυριαρχεί ηδιαμάχη μεταξύ της Ευγενίας και του πατέρα της, η οποίαπροκύπτει όταν ο τελευταίος μαθαίνει ότι οι οικονομίεςτης κόρης του έκαναν φτερά. Συνέπεια αυτής της κόντραςείναι ο περιορισμός της κοπέλας μέσα στο δωμάτιο της καιη σταδιακή επιδείνωση της υγείας της κυρίας Γκραντέ, ηοποία δεν αντέχει άλλο να είναι μάρτυρας αυτής τηςκατάστασης. Ο αφηγητής θέλοντας, λοιπόν, να κάνει πιοέκδηλα τα αποτελέσματα αυτών των γεγονότων στα πρόσωπα

28

της ιστορίας, δίνει την περιγραφή της εικόνας της κυρίαςΓκραντέ.

«Η κυρία Γκραντέ ήταν όλο ψυχή. Η προσευχή σαν να είχεεξαγνίσει και λεπτύνει τα πιο χοντροφτιαγμέναχαρακτηριστικά του προσώπου της και το έκανε ναλάμπει. Ποιος δεν έχει παρατηρήσει το φαινόμενο αυτήςτης μεταμόρφωσης σε άγια πρόσωπα, όπου οι συνήθειεςτης ψυχής θριαμβεύουν τελικά πάνω και στα πιο τραχιάχαρακτηριστικά, αποτυπώνοντας τους την ιδιαίτερηεκείνη έξαρση που δίνει η ευγένεια και η αγνότητα τωνανώτερων σκέψεων!25»

Αναλύοντας την παραπάνω περιγραφή θα μπορούσε ναπαρατηρήσει κανείς ότι η εικόνα που παρουσιάζει η κυρίαΓκραντέ προσιδιάζει σε άγιες μορφές, οι οποίες έχουναποδεσμευτεί από οτιδήποτε υλικό («ήταν όλο ψυχή»: άυλοκαι όχι σώμα: υλικό). Δίνεται έμφαση σε αυτή την αλλαγή-μεταμόρφωση μέσω της επισήμανσης των πρότερωνχαρακτηριστικών της. Τα χοντροκομμένα και τραχιάχαρακτηριστικά της, που την καθιστούσαν αποκρουστική καιτα οποία είχαν τονιστεί και σε προηγούμενη περιγραφή τηςίδιας (σελίδα 28), έχουν τώρα εξομαλυνθεί κάνοντας τοπρόσωπο της να λάμπει. Μέσα από αυτή την περιγραφήφαίνεται ακόμα και η βαθιά θρησκευτικότητα της γυναίκαςόχι μόνο από την προσευχή της αλλά και από τα ευγενή καιαγνά αισθήματά της.

Η λειτουργία αυτής της περιγραφής θα μπορούσε να θεωρηθείπαρόμοια με την παραπάνω, στο ότι και οι δύο εξυψώνουνκαι εξιδανικεύουν το περιγραφόμενο πρόσωπο, προσδίδοντάςτου μη ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Επιπλέον όμως, στηνσυγκεκριμένη περιγραφή υπάρχει μια τελείωση του ατόμου,καθώς το εσωτερικό κυριαρχεί στο εξωτερικό. Η ομορφιά,δηλαδή, της ψυχής της κυρίας Γκραντέ, η οποία προϋπήρχε,μέσω των προσευχών και των ταλαιπωριών που υφίσταται,κατάφερε να τελειοποιηθεί και να αποτυπωθεί και στηνεξωτερική μορφή της γυναίκας. Επομένως, η εξωτερική-

29

εξαγνισμένη εικόνα της προέρχεται από το εσωτερικό τηςκάλλος.

Ακολουθεί λίγο πιο κάτω μια θαμιστική αφήγηση, η οποίαμας δίνει πληροφορίες για την ανταλλαγή βλεμμάτων ανάμεσασε πατέρα και κόρη αλλά και κάποια στοιχεία τουπεριβάλλοντος χώρου τους. Συγκεκριμένα σ’ αυτήναναφέρονται τα εξής: «Την άλλη μέρα, όπως συνήθιζε απότότε που είχε φυλακίσει την Ευγενία, ο Γκραντέ πήγε νακάνει μερικές βόλτες στον κηπάκο του. Γι’ αυτό τονπερίπατο διάλεγε την ώρα που η Ευγενία χτενιζόταν. Όταν ογέρος έφτανε στη χοντρή καρυδιά, κρυβόταν πίσω από τονκορμό της κι έμενε εκεί μερικές στιγμές κοιτάζοντας ταμακριά μαλλιά της κόρης του, και παλεύοντας ασφαλώςανάμεσα στις σκέψεις που του υπαγόρευε ο πεισματάρικοςχαρακτήρας του κι η λαχτάρα του να φιλήσει το παιδί του.Πολλές φορές καθόταν στο σαπισμένο ξύλινο παγκάκι, όπου οΚάρολος κι η Ευγενία είχαν ορκιστεί αιώνια αγάπη, ενώ κιεκείνη κοίταζε τον πατέρα της στον καθρέφτη τη ή τουέριχνε κλεφτές ματιές από το παράθυρο. Κι αν εκείνοςσηκωνόταν και ξανάρχιζε τη βόλτα του, η Ευγενία καθότανεδιακριτικά στο παράθυρο κοιτάζοντας απέναντι το ντουβάρι,όπου κρέμονταν θαυμάσια λουλούδια κι από τις σχισμάδεςτου βγαίνανε πολυτρίχια, περικοκλάδες κι ένα παχύφυλλοφυτό, κίτρινο ή άσπρο, που φυτρώνει άφθονο στα αμπέλιατου Σωμύρ και της Τουρ.26».

Η θαμιστική αυτή αφήγηση μπορεί να λειτουργήσει ωςπεριγραφή, καθώς δείχνει την κίνηση του βλέμματος των δύοηρώων, οι οποίοι παρακολουθούν ο ένας τον άλλο νομίζονταςότι το κάνουν χωρίς να γίνονται αντιληπτοί. Υπάρχει αυτήη έννοια του κρυφού και του διακριτικού («κρυβόταν πίσωαπό τον κορμό», «έριχνε κλεφτές ματιές», «καθότανδιακριτικά στο παράθυρο») συνάμα με την έντονη επιθυμίαγια θέαση (το λεγόμενο ‘‘θέλω να δω’’). Στοιχεία πουδυσχεραίνουν το βλέμμα τους είναι η απόσταση πουυπονοείται ανάμεσα στον κήπο όπου βρίσκεται ο κύριοςΓκραντέ και στο δωμάτιο της Ευγενίας, ο κορμός τηςχοντρής καρυδιάς στον κηπάκο (στοιχείο χώρου: δίνεται ηέννοια του μικρού, όχι ολόκληρος κήπος) αλλά και τααντιφατικά συναισθήματα του πατέρα για την κόρη του

30

(επιθυμεί να δει το παιδί του, έχει όμως πεισματάρικοχαρακτήρα). Στοιχεία που ευνοούν το βλέμμα είναι οκαθρέφτης που αντανακλά την εικόνα του πατέρα τηςΕυγενίας και παράθυρο που έχει στο δωμάτιο της και από τοοποίο μπορεί να κοιτάζει.

Παράλληλα με τις πληροφορίες για τα βλέμματα των ηρώων,παρέχονται και χωροταξικά στοιχεία. Η αίσθηση παρακμήςτου σπιτιού εκτείνεται και στον κήπο ή μάλλον στον κηπάκο(όχι ολόκληρος κήπος –εντείνει αυτή την αίσθηση παρακμής)όπου υπάρχει ένα σαπισμένο ξύλινο παγκάκι, πάνω στο οποίοφαίνεται να οικοδόμησαν ο Κάρολος και η Ευγενία την«αιώνια» αγάπη τους. Διαφαίνεται μια ειρωνεία εκ μέρουςτου αφηγητή, καθώς πάνω σε μια σάπια και από φθαρτά υλικάπραγματικότητα δεν μπορεί να επιβιώσει τίποτα το αιώνιο.Ίσως να αποτελεί και προσήμανση για την τελική κατάληξητου έρωτα των δύο ηρώων, ο οποίος δεν θα θριαμβεύσει.Τέλος, περιγράφονται όσα περιέχονται πάνω στο ντουβάρι,τα οποία δίνουν μια πιο ευχάριστη νότα στην όληατμόσφαιρα και αποκαλύπτουν και τις γνώσεις του πολυμαθήαφηγητή.

Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την παρέλαση αρκετών καίριωνγεγονότων και φαίνεται να έχουμε επιτάχυνση του χρόνουτης ιστορίας, κυρίως μέσα από θαμιστικές αφηγήσεις. Ταχρόνια, λοιπόν, περνούν και η Ευγενία χάνει τους γονείςτης, τον ένα μετά τον άλλο και το τέλος του κεφαλαίου τηνβρίσκει ουσιαστικά μόνη, καθώς και η υπηρέτρια της ηΝανόν παντρεύεται. Στο επόμενο και τελευταίο κεφάλαιο τουμυθιστορήματος, η ηρωίδα επρόκειτο να γνωρίσει και άλλεςαπογοητεύσεις, οι οποίες θα την καταστήσουν εντελώςαδύναμη για να μπορέσει να χαρεί με οποιοδήποτε τρόπο τηνζωή που είχε ακόμα μπροστά της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ6 Ο

31

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, εκτός από το κεντρικόπρόσωπο της ιστορίας, την Ευγενία, στο προσκήνιο έρχεταιεκ νέου ο Κάρολος. Δίνεται εν συντόμω η ιστορία των όσωνέζησε στις Ινδίες από την οποία εξηγείται η στάση και ησυμπεριφορά του. Το συνεχές κυνήγι του χρήματος «κρύωσε»την καρδιά του και ο ίδιος έγινε «σκληρός, άπληστος» 27.Επιπλέον, «τα όργια του με γυναίκες όλων των χρωμάτων καιοι περιπέτειες του στις διάφορες χώρες έσβησαν ολότελααπό τη μνήμη του την ξαδέρφη του»28. Έτσι λοιπόν γίνεταικατανοητή η σιωπή του όλα αυτά τα χρόνια. Ο αφηγητής μαςυπενθυμίζει κάθε τόσο το ρεαλιστικό πλαίσιο στο οποίοβρισκόμαστε και στο οποίο όλα έχουν την εξήγηση τους,τίποτα δεν είναι ασαφές ή υπαινικτικό και ο άνθρωποςδιαμορφώνεται πλήρως από το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίοζει (κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό κλπ. ).

Μέσα σε αυτή την σύντομη ιστορία του Κάρολου δίνεται καιη γνωριμία του με μια πλούσια οικογένεια με την οποίαεπιδιώκει να αποκτήσει συγγενικούς δεσμούς λόγωοικονομικού συμφέροντος. Επρόκειτο δηλαδή να νυμφευθείτην δεσποινίδα ντ’ Ωμπριόν , της οποίας δίνεται ηπεριγραφή: «Η δεσποινίς ντ’ Ωμπριόν ήταν μακρουλή σανέντομο, λιγνή, ξερακιανή, με στόμα περιφρονητικό, όπουκατέβαινε μια μύτη πολύ μακριά, χοντρή στην άκρη,κιτρινωπή σε κανονική κατάσταση, κατακόκκινη μετά τοφαγητό, ένα είδος φυτικού φαινομένου, πιο δυσάρεστου πάνωσ’ ένα χλωμό και βαρετό πρόσωπο. Τέλος, ήταν όπως θαμπορούσε να τη θέλει μια μητέρα τριάντα οκτώ χρονών,όμορφη ακόμα, που είχε ακόμα αξιώσεις. Μα για ν’αντισταθμίζει αυτά τα μειονεκτήματα, η μαρκησία ντ’Ωμπριόν είχε δώσει στην κόρη της έναν αέρα πολύντιστεγκέ, την είχε υποβάλλει σε δίαιτα που διατηρούσε τημύτη της σε λογικό χρώμα σάρκας, της είχε μάθει την τέχνηνα ντύνεται με γούστο, την είχε προικίσει με καλούςτρόπους, της είχε διδάξει τα μελαγχολικά εκείνα βλέμματαπου προκαλούν το ενδιαφέρον ενός άντρα και τον κάνουν ναπιστεύει πως θα συναντήσει τον άγγελο που τόσο μάταιααναζητούσε. Της είχε δείξει πώς να μανουβράρει το πόδιτης, προβάλλοντας το για να το θαυμάσουν που είναι μικρό,τη στιγμή που η μύτη της είχε την αναίδεια να κοκκινίζει.

32

Τέλος είχε καταφέρει να φτιάξει από την κόρη της κάτιπολύ ικανοποιητικό. Με φαρδιά μανίκια, με ψεύτικα κορσάζ,με σουρωτά και προσεκτικά γαρνιρισμένα φορέματα, και μ’ένα πολύ σφιχτό κορσέ, είχε πετύχει τόσο παράξεναγυναικεία προϊόντα, που θα έπρεπε να τα εκθέσει σ’ έναμουσείο, για να διδάσκονται μητέρες29».

Εξετάζοντας την παραπάνω αναλυτικότατη περιγραφή μπορείνα διακρίνει κανείς την εξαιρετικά αλλόκοτη εικόνα τηςκοπέλας αυτής αλλά και την επιδεξιότητα και ευστροφία στο‘‘πλασάρισμά’’ της από την μητέρα της. Συγκεκριμένα, ταεξωτερικά χαρακτηριστικά της φαίνονται μη αρμονικά καιδίνουν την εντύπωση ενός ανομοιόμορφου και άσχημουπλάσματος. Δεν είναι τυχαίο ότι παρομοιάζεται με έναέντομο στο σχήμα και ότι είναι τόσο αδύνατη («ξερακιανή»)και με στόμα γεμάτο περιφρόνηση (φανερώνει στοιχεία τουχαρακτήρα της -είναι σνομπ). Επίσης, η μύτη της είναιπερίεργη καθώς αλλάζει χρώμα μετά από το φαγητό(διαφαίνεται η παντογνωσία του αφηγητή) σαν νασυντελείται κάποιο φυτικό φαινόμενο. Πριν αναφέρθηκε σεέντομο, δηλαδή ζώο, και τώρα σε φυτό, άρα υπάρχειπαραλληλισμός της κοπέλας με μη ανθρώπινα στοιχεία (οιαλλόκοτοι παραλληλισμοί παραπέμπουν σε μια αλλόκοτηκοπέλα). Αυτό το ασύνηθες χαρακτηριστικό της μύτης της,υπερτονίζεται από την γενικότερη φυσιογνωμία της, πουήταν «χλωμή» άρα μη υγιής (όχι το ζωηρό-ροδαλό χρώμα) καιβαρετή (φανερώνει στοιχεία του χαρακτήρα της- δενπαρουσιάζει τίποτα το ενδιαφέρον).

Πάρα ταύτα, έχει μια πολύ έξυπνη (‘‘καπάτσα’’ θαχαρακτηριζόταν στην αργκό) μητέρα, για την οποίαπαρέχονται κάποιες πληροφορίες (όμορφη γυναίκα -αν καιέχει φτάσει στα τριάντα οχτώ, με αξιώσεις) και πουγνωρίζει καλά πώς να υποβαθμίζει τα μειονεκτήματα τηςκόρης της και να τα αντικαθιστά με προτερήματα. Έτσι,λοιπόν, της δίνει μαθήματα καλής συμπεριφοράς τόσο στουςτρόπους (γαλλικοί τρόποι) όσο και στο ντύσιμο («ντύνεταιμε γούστο» άρα είναι καλόγουστη), κάνοντάς την

33

περισσότερο ελκυστική για τους επίδοξους γαμπρούς.Μάλιστα είναι τόσο επιτυχείς οι συμβουλές της, που οαφηγητής θεωρεί ότι θα έπρεπε και άλλες μητέρες ναδιδαχθούν από την ίδια. Η περιγραφή αυτή έρχεταιαναπόφευκτα σε αντίθεση με την περιγραφή της φυσικής καιακατέργαστης ομορφιάς της Ευγενίας, η μορφή της οποίαςείχε εξυψωθεί και εξιδανικευτεί σε προηγούμενα κεφάλαια.

Στις σελίδες που ακολουθούν, ολοκληρώνεται η διήγηση τηςιστορίας και η πλοκή κορυφώνεται με την οριστική ρήξηστις σχέσεις μεταξύ Κάρολου και Ευγενίας. Η τελευταία,πειθόμενη από ένα εφημέριο (συγγενή των Κρυσό), συνάπτειγάμο με τον πρόεδρο ντε Μπονφόν, ο οποίος λήγει άδοξα μετον πρόωρο θάνατό του λίγο καιρό αργότερα. Το τέλος τουέργου30, βρίσκει την Ευγενία μόνη της, μόλις «τριάντατριών χρόνων, πλούσια […] και όμορφη ακόμα, μα όπως είναιόμορφη μια γυναίκα που πλησιάζει τα σαράντα», είχεπεράσει δηλαδή την πρώτη νιότη της -δεν ήταν πιακοριτσάκι, όμως η ομορφιά της δεν είχε ολότελα χαθεί. Τοπρόσωπο της δεν είχε αλλάξει, ήταν ακόμα «άσπρο,γαληνεμένο, ήρεμο», στοιχεία που φανερώνουν και τηναγνότητα και ημερότητα του χαρακτήρα της. «Η φωνή τηςείναι γλυκιά και συγκρατημένη, οι τρόποι της απλοί», δενείχε τίποτα το εξεζητημένο και υπερβολικό πάνω της. «Είχεόλη την ευγένεια του πόνου, την αγιότητα ενός πλάσματοςπου δε λέρωσε την ψυχή του με την επαφή του κόσμου», οχαρακτήρας της και πάλι εξιδανικεύεται και τίθεταιυπεράνω του κόσμου που την περιβάλλει, σαν να ζει σε έναδικό της ουράνιο σύμπαν αλλά χωρίς να ξεχνάμε και τακαθαρά ανθρώπινα χαρακτηριστικά που διέθετε: «τηνπαραξενιά της γεροντοκόρης και τις μίζερες συνήθειες, πουδίνει η περιορισμένη ζωή στην επαρχία».

Αν και είχε πολύ μεγάλη περιουσία συνεχίζει να ζει με τοντρόπο που είχε μάθει τόσα χρόνια «δεν ανάβει φωτιά στηνκάμαρα της παρά μόνο τις μέρες που επέτρεπε άλλοτε οπατέρας της» και «ντύνεται πάντα όπως ντυνόταν η μητέρατης». Ο λόγος που εξακολουθεί αυτόν τον τρόπο ζωής είναιεπειδή έτσι είχε μάθει όλα αυτά τα χρόνια και ίσως γιατίήθελε να νιώθει ακόμα κοντά της τους γονείς της,μιμούμενη τις συνήθειές τους. Η ζωή της αποτελεί τοκατεξοχήν παράδειγμα της καταλυτικής επίδρασης του

34

κοινωνικού περιβάλλοντος πάνω σε ένα πρόσωπο. Το ίδιο τοσπίτι της «σπίτι χωρίς ήλιο, χωρίς ζεστασιά, πάνταπνιγμένο στη σκιά και μελαγχολικό είναι η εικόνα της ζωήςτης». Γίνεται εμφανής η συσχέτιση ανάμεσα σε ένα χώρο καιστα πρόσωπα που κινούνται σ’ αυτόν, λειτουργώντας ωςπροέκτασή του, ως αποτέλεσμα αλλά και αιτία του. Ηέλλειψη ζεστασιάς δεν έγκειται μόνο στην κυριολεκτικήτσιγκουνιά του κυρίου Γκραντέ αλλά και στην τσιγκουνιάαισθημάτων για την οικογένειά του. Η γενικότερησυμπεριφορά του και η προσκόλλησή του στο χρήμα τοναποσπούσαν από οτιδήποτε άλλο και αυτό το γεγονόςαποτέλεσε βίωμα για την κόρη του, η οποία γαλουχήθηκε σεένα τέτοιο περιβάλλον αδιαφορίας (είχε μόνο την αγάπη τηςμητέρας) και ως εκ τούτου δεν κατάφερε να δημιουργήσεικαι η ίδια επιτυχημένες σχέσεις με τους γύρω της.

Στο στοιχείο που κατάφερε να διαφοροποιηθεί από τηνεπιρροή του περίγυρού της ήταν η φιλαργυρία. Η ίδιαμπορεί να εφαρμόζει αυτό τον οικονομικά συγκρατημένοτρόπο ζωής, καθώς έχει γίνει βίωμά της –είναι ένα μεαυτήν, όμως προς τους άλλους δεν ήταν διόλου τσιγκούνα.Αυτό αποδεικνύεται από τον γενναιόδωρο τρόπο που προίκισετην έμπιστή της Νανόν στο τέλος του προηγούμενουκεφαλαίου, αλλά και από το σημαντικό φιλανθρωπικό τηςέργο: «Θρησκευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα, ένα άσυλογια τους γέρους και χριστιανικά σχολεία για τα παιδιά,μια δημόσια βιβλιοθήκη πλούσια εφοδιασμένη αποδείχνουνκάθε χρόνο ασύστατες όσες κατηγορίες λέγονται εναντίοντης για φιλαργυρία».

Η προσωπικότητα της γενικά ενέπνεε «ευλαβικό σεβασμό», ανκαι δεν έλειπαν και οι κοροϊδευτικές προσφωνήσεις για τηνίδια (την αποκαλούσαν «δεσποινίδα»). «Αυτή η ευγενικήκαρδιά, που χτυπούσε μόνο για τα πιο τρυφερά αισθήματα,ήταν λοιπόν γραφτό να υποταχτεί στους υπολογισμούς τωνανθρώπινων συμφερόντων. Το χρήμα έδωσε τα ψυχρά τουχρώματα σ’ αυτή την ουράνια ζωή και γέμισε μια γυναίκαόλο αίσθημα με δυσπιστία για τα αισθήματα». Προβάλλονταιέντονα τα τρυφερά αισθήματα της Ευγενίας και ο μη γήινοςχαρακτήρας της, στα οποία όμως υπεισέρχεται, σανπροορισμένο από τη μοίρα, η καταστροφική δύναμη τουχρήματος, το οποίο ανατρέπει τα πάντα.

35

Τέλος, τονίζεται η αγιότητα και η αποστασιοποίηση της απόαυτόν τον κόσμο, το μεγαλείο της ψυχής της αλλά και ηαδυναμία της για συμμετοχή στην ζωή: «Η Ευγενία πορεύεταιπρος τον ουρανό συνοδευόμενη από μια πομπή με ευεργεσίες.Το μεγαλείο της ψυχής της μικραίνει τις ταπεινότητες τηςαγωγής της κα τις συνήθειες της πρώτης της ζωής. Να ηιστορία αυτής της γυναίκας, που ζει μέσα στον κόσμο καιδεν ανήκει στον κόσμο, που ενώ είναι πλασμένη για ναγίνει θαυμάσια σύζυγος και μητέρα, δεν έχει ούτε άντρα,ούτε παιδιά, ούτε οικογένεια.». Οι καταληκτικές προτάσειςμιλούν για νέο γάμο της ίδιας, φανερώνοντας την ζωή πουσυνεχίζεται αλλά και τα ανθρώπινα συμφέροντα που ποτέδεν παύουν. Η ίδια όμως, όπως και οι δύο πραγματικοί τηςέμπιστοι, η Νανόν και ο σύζυγος της, δείχνουν να ζουν σεένα διαφορετικό κόσμο, εκτός της διαφθοράς καισυμφεροντολογίας του πραγματικού. Το μυθιστόρημα κλείνειαρκετά καταθλιπτικά και απαισιόδοξα, δικαιώνοντας έτσι τογενικό κλίμα που επικρατεί καθ’ όλη τη διάρκεια τουέργου.

Γ΄ΜΕΡΟΣ :ΕΠΙΛΟΓΟΣ

ΕπίλογοςΟλοκληρώνοντας την περιήγηση στον κόσμο της ΕυγενίαςΓκραντέ, θα ήθελα να επισημάνω για μια ακόμα φορά ότι τορεαλιστικό πλαίσιο, με το οποίο είναι δομημένο όλο τοέργο, είναι αυτό που υπαγορεύει την μορφή και τοπεριεχόμενό του. Οι περιγραφές που δίνονται, μπορούν ναπροέρχονται από διάφορες κατηγορίες και να επιτελούνποικίλες λειτουργίες, εντούτοις όμως, δεν ξεφεύγουν απότο χώρου του ρεαλισμού. Χαρακτηριστική είναι η αρχή τουμυθιστορήματος, όχι μόνο σαν μια από τις πιο δυνατέςαρχές βιβλίου, αλλά και ως ενδεικτική του τρόπου γραφήςτου συγγραφέα. Αυτός είναι άλλωστε, που ανακαλύπτει την

36

γαλλική επαρχία και την εισάγει για πρώτη φορά στηνλογοτεχνία. Πέραν όμως των περιγραφών τόπων, η πένα τουΜπαλζάκ σχεδιάζει με ακρίβεια και λεπτομέρεια και τουςχαρακτήρες του. Το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστείάλλωστε ως προσωποκεντρικό, ήδη από τον ίδιο τον τίτλο,καθώς φέρνει στο προσκήνιο, πιθανόν για πρώτη φορά, τηνεικόνα μιας γυναίκας «που κανείς δεν καταλαβαίνει, ηοποία έχει θυσιαστεί, με προσδοκίες και ξεσπάσματα πουνιώθει γεμάτη άγχος ή έξαψη, χωρίς να μπορεί ούτε η ίδιανα τα καταλάβει και να τα χαλιναγωγήσει, τα οποία όμωςαγνοούνται με μεγάλη σκληρότητα. Υπάρχει ο φεμινισμός τουΜπαλζάκ»31. Έτσι οι περιγραφές τόσο του χώρου όσο και τωνπροσώπων δεν αποτελούν απλώς διακοσμητικά στοιχεία πουξεφεύγουν της κύριας αφήγησης αλλά λαμβάνουν έναδυναμικό-επικουρικό ρόλο, κάνοντας πιο εναργές καικατανοητό το γενικότερο περιβάλλον στο οποίο δίνονταιαλλά και το ευρύτερο κλίμα του μυθιστορήματος.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1 Οι πληροφορίες που δίνονται για τον συγγραφέα και το έργο του είναι βασισμένες στο :Francois Taillandier, Μπαλζάκ, μτφρ. Αλίκη Τριανταφυλλίδου, Κασταλία, Αθήνα 2006.

2 Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ευγενία Γκραντέ, μτφρ. Δ. Μπιτζιλέκη, Θεμέλιο, Αθήνα 2001, σ.16-17.

3 Ό. π., σελ. 10 και σ. 20.

37

4 Ό. π., σ. 20.

5 Ό.π., σ. 26.

6 Ό.π., σ. 27.

7 Ό. π., σ. 28-29 (για την κ. Γκραντέ) και σελ. 33 (για την κ. ντε Γκρασσέν).

8 Ό. π., σ. 37-38.

9 Ό. π., σ. 41.

10 Ό. π., σ. 42.

11 Ό. π., σ. 43.

12 Ό. π., σ. 43-44.

13 Ό. π., σ. 56-58.

14 Ό. π., σ. 20.

15 Ό. π., σ. 60.

16α-η Ό. π., σ. 61.

17 Ό. π., σ. 62-63.

18 Ό. π., σ. 65.

19 Ό. π., σ.87.

20 Όπως ήδη έχει επισημανθεί, χαρακτηριστικό των ρεαλιστών είναι να εξηγούν ,για παράδειγμα, τη συμπεριφορά ενός προσώπου δίνοντας όλη τη βιογραφία του. Έτσι και εδώ δίνεται ολόκληρη η ιστορία του τραυλίσματος για να γίνει κατανοητή η συμπεριφορά του κ. Γκραντέ. (Ό. π., σ. 102-103) .

21Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ό. π., σ. 120-121 .

22 Ό.π., σ. 130-131.

23 Ό. π., σ. 139.

24 Ό. π., σ. 144.

25 Ό. π., σ. 161.

26 Ό. π., σ. 163.

27 Ό. π., σ. 183.

28 Ό. π., σ. 184.

29 Ό. π., σ. 185.

30 Ό. π., σ. 201-203.

31 Francois Taillandier, Μπαλζάκ, ό.π., σ. 108-109.

38

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ευγενία Γκραντέ, μτφρ. Δ. Μπιτζιλέκη,Θεμέλιο, Αθήνα 2001

Δημήτρης Τζιόβας, Μετά την αισθητική, Γνώση, Αθήνα 1987 Nadine Satiat, Μπαλζάκ, η μανία της γραφής, μτφρ. Ευγενία

Τσελέντη, Π.Τραυλός, Αθήνα 2001 Francois Taillandier, Μπαλζάκ, μτφρ. Αλίκη

Τριανταφυλλίδου, Κασταλία, Αθήνα 2006

Τα στοιχεία που χρησιμοποίησα για την εκπόνηση αυτής της εργασίας στηρίζονται, κυρίως, σε γνώσεις που απέκτησα στην διάρκεια των πρώτων μαθημάτων περιγραφής ,του σεμιναρίου ΝΕΦΦ389 του κυρίου Δημητρακάκη, αλλά και σε προσωπικές παρατηρήσεις και σχόλια. Εξαιτίας αυτού οι βιβλιογραφικές αναφορές που παρέθεσα, όπως και οι παραπομπές-υποσημειώσεις παραπάνω, είναι αρκετά περιορισμένες .

39