Η Έννοια της Πείνας και η περίπτωση του Λιμού της...

70
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ « Η έννοια της Πείνας και η περίπτωση του Λιμού της Κατοχής» Μεταπτυχιακό Σεμινάριο: «Κοινωνική Ιστορία της Υγείας» [1]

Transcript of Η Έννοια της Πείνας και η περίπτωση του Λιμού της...

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

« Η έννοια της Πείνας και η περίπτωση του Λιμού της

Κατοχής»

Μεταπτυχιακό Σεμινάριο:

«Κοινωνική

Ιστορία της Υγείας»

[1]

Ονοματεπώνυμο: Λυγκούρης Σπυρίδων-

Εμμανουήλ

Α.Μ.: 201325

Επιβλέπων

καθηγητής:

Κατερίνα Γαρδίκα-Ευάγγελος

Καραμανωλάκης Αθήνα,

Μάιος 2014

Περιεχόμενα :

1.Πρόλογος…………σελ. 3

2.Κεφάλαιο 1ο: Η Έννοια της Πείνας…….σελ. 4

3.Κεφάλαιο 2ο: Η Βία του Θανάτου στην Ελλάδα της

Κατοχής και της Πείνας…….σελ. 11:

i. Το ιστορικό Πλαίσιο…….σελ. 12

ii. Η Αριθμολογία του Λιμού…..σελ. 19

iii. Η νοσηρότητα του Λιμού……..σελ. 28

4.Κεφάλαιο 3ο: Η Πείνα της Κατοχής μέσα από την

ματιά της Ιστοριογραφίας……...σελ. 34

[2]

5.Συμπεράσματα………σελ. 42

6.Βιβλιογραφία…………σελ. 44

Πρόλογος:

Όταν αναφερόμαστε στην έννοια της Πείνας, στην ουσία

μιλάμε για μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις παθογένειας

του μοντέλου της ανθρώπινης κοινωνίας διαχρονικά. Η Πείνα

και οι συνέπειές της δεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους

μόνο σε μία συγκεκριμένη περίοδο της ανθρώπινης πορείας

πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Υπήρχαν, υπάρχουν, και κατά

[3]

πάσα πιθανότητα θα υπάρχουν σε όλες τις μετέπειτα

εκφάνσεις της μελλοντικής πορείας του ανθρώπου, εκεί

ακριβώς, όπου τα κενά και η όξυνση των παραγόντων θα της

επιτρέπουν να δράσει.

Ο σκοπός αυτής της εργασίας έχει μια διττή μορφή. Σε

ένα πρώτο επίπεδο, θα προχωρήσουμε σε μια σύντομη

εισαγωγική παρουσίαση του εννοιολογικού πλαισίου της

Πείνας. Θα εξετάσουμε, δηλαδή, τις διάφορες

υποκατηγοριοποιήσεις, που αυτή λαμβάνει, καθώς και τους

διάφορους αιτιατούς παράγοντες, που την κινητοποιούν και

την τρέφουν. Στην προσπάθειά μας αυτή θα χρησιμοποιήσουμε

μερικές από τις μελέτες, που έχουν ασχοληθεί κατά καιρούς

με την μελέτη του φαινομένου.

Σε ένα δεύτερο, πλουσιότερο πλαίσιο, θα αναφερθούμε

διεξοδικά στο κατεξοχήν παράδειγμα κλιμάκωσης των

φαινομένων Πείνας, που αφορά την Σύγχρονη και Νεώτερη

περίοδο της Ελληνικής Ιστορίας. Αναφερόμαστε αναμφίβολα

στην περίπτωση του Λιμού, που ξέσπασε στον ευρύτερο

ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της Τριπλής Κατοχής (1941-

1944) από τα στρατεύματα του Άξονα. Μέσα από την

υπάρχουσα πλούσια βιβλιογραφία της περιόδου θα εξετάσουμε

διάφορα ζητήματα, που έχουν ανακύψει από την μελέτη και

την έρευνα της επιστημονικής κοινότητας. Τέτοια ζητήματα

αποτελούν θέματα, όπως οι βαθύτερες αιτίες, που οδήγησαν

στην έξαρση του φαινομένου, καθώς και η

συγκεκριμενοποίηση του γεωγραφικού χώρου δράσης. Θα

προσπαθήσουμε, επίσης, να σκιαγραφήσουμε το κλίμα του

[4]

φόβου και του θανάτου, που έπεσαν σαν χείμαρρος ορμητικός

πάνω στην δοκιμαζόμενη ελληνική κοινωνία.

Τέλος, με βάση τα στοιχεία, που χρησιμοποιήσαμε για

την κάλυψη του δεύτερου μέρους της εργασίας, θα

προσπαθήσουμε να προχωρήσουμε σε μια κριτική σύγκριση των

αποτελεσμάτων της ιστορικής έρευνας. Θα εστιάσουμε στις

διάφορες θεματικές, που επιθυμεί να αναδείξει ο εκάστοτε

ερευνητής της περιόδου και μέσα από αυτές να

διαπιστώσουμε τα σημεία εκείνα της έρευνας, στα οποία

φαίνεται να προκύπτουν συγκλίσεις ή ακόμη και διαφωνίες.

Αυτό θα γίνει με μία σκέψη στο πίσω μέρος του νου μας,

ότι η έρευνα του εν λόγω δραματικού φαινομένου της

ελληνικής ιστορίας ίσως να μην έχει ολοκληρωθεί ακόμη και

να υπάρχουν ακόμη ζητήματα, που χρήζουν περαιτέρω

διερεύνησης.

Κεφάλαιο 1 ο : Η Έννοια της Πείνας

H Πείνα είναι ένα χαρακτηριστικό ίδιον γνώρισμα της

ιστορίας της ανθρωπότητας από τις παλαιολιθικές εποχές,

αλλά πιο συγκεκριμένα από την εποχή της γεωργικής

επανάστασης και εντεύθεν. Πολλές φορές έχει την τάση να

συνυπάρχει με την ιδέα της τροφικής και γενικότερης

αφθονίας. Άλλες φορές πάλι, εμφανίζεται εκεί που το

[5]

καθεστώς της τροφικής σταθερότητας φαίνεται να

διαρρηγνύεται απότομα και δραστικά. Πάντως, το γεγονός

είναι ότι η ιδέα της τροφικής ανεπάρκειας δεν μπορεί να

έχει ως αίτιο έναν και μόνο παράγοντα.

Ως Πείνα (Hunger με την αγγλική ορολογία) αναφέρουμε

επιγραμματικά την μερική ή ολική ανεπάρκεια τροφίμων, που

απαιτεί ο ανθρώπινος οργανισμός για την συντήρηση και την

αξιοπρεπή διαβίωσή του. Η Πείνα ως έννοια και ως

φαινόμενο μπορεί να λάβει διάφορες υποδιαιρέσεις1. Όταν

αυτή είναι απλά ανεπαρκής και σε συνεχή τακτά διαστήματα,

τότε εννοιολογικά ομιλούμε για ένα καθεστώς υποσιτισμού

(Malnutrition). H διαφορά με την επόμενη περίπτωση, που

θα αναφέρουμε, είναι ότι ο υποσιτισμός μπορεί να αφορά

πολλές φορές και μεμονωμένα άτομα2. Από την άλλη, όταν

μιλάμε για μία περίπτωση , κατά την οποία το δικαίωμα και

η ανάγκη της διατροφής κόβεται ολικά και που αφορά

ολόκληρες περιοχές ή κοινωνικές ομάδες, τότε η κατάσταση

αυτή μπορεί να οδηγήσει σε ένα καθεστώς Λιμού (Famine),

κατά την οποία η πιθανότητα θνησιμότητας είναι από πολύ

πιθανή έως μη αναστρέψιμη. Οι περιπτώσεις Λιμού μπορεί να

1 Οι ειδικοί μελετητές του φαινομένου αναφέρουν δύοτουλάχιστον βασικές: Την εποχική Πείνα, αυτή δηλαδή, πουπαρατηρείται σε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου. Κατά βάσηαυτή παρουσιάζεται στους μήνες μετά ή πριν από την εποχή τηςαγροτικής συγκομιδής. Επίσης, υπάρχει και η περίπτωση τηςλεγόμενης μακροχρόνιας Πείνας, όπως αυτή, που μαστίζει κατάκαιρούς περιοχές και χώρες του λεγομένου Τρίτου ή υπανάπτυκτουκόσμου. 2 Σε καθεστώς συνεχούς υποσιτισμού βρίσκονται παραδείγματοςχάριν πολλές χώρες και πληθυσμοί της Κεντρικής και υποσαχάριαςΑφρικής.

[6]

οδηγήσουν σε καταστάσεις μαζικής λιμοκτονίας και

θνησιμότητας έναν πληθυσμό3.

Στην κλασική, πλέον, μελέτη των Σκούρα-Παπαδημητρίου

για την Πείνα της περιόδους της Γερμανικής Κατοχής4

παρατίθεται η άποψη, ότι η πείνα είναι η τάση εκείνη, που

σπρώχνει το άτομο ή το ζώο στην αναζήτηση των θρεπτικών

ουσιών για την συντήρηση του. 5 Ο Beaunis6 πάλι, κάνει μία

πιο ιατρική περιγραφή του αισθήμάτος που νιώθει ένα

άτομο, που πεινά : « Είναι μια άισθηση κενού, ανάμικτη με

σφίξιμο, που έχει άλλους χαρακτήρες, που μοιάζουν με

κράμπα, σφίξιμο τσίμπημα. Συνοδεύεται από χασμουρητό,

κεφαλαλγία και πίεση στους κροτάφους». Ακόμη καλύτερα, η

πείνα είναι η λεγόμενη «Ανάγκη για τροφή». Η έλλειψη

τροφών από το στόμαχο είναι η κύρια αφετηρία της αίσθησης

της πείνας, που ανατομικά εντοπίζεται στο επιγάστριο. Η

έλλειψη αυτή μεταφέρεται στην περιοχή το εγκεφάλου και

έτσι δημιουργείται η αίσθηση της Πείνας.

Η Πείνα ως καθεστώς παθογένειας μπορεί να γνωρίσει

πολλούς διαφορετικούς αιτιατούς παράγοντες. Είναι θεμιτό

3 Η Βιολέττα Χιονίδου στην μελέτη της για τον Λιμό στηνΕλλάδα την περίοδο της Κατοχής χρησιμοποιεί τον όρο « επιδημίαοξείας Πείνας» , για να περιγράψει την γενικότερη δράση τουφαινομένου. Βλ. Βιολέττα Χιονίδου, Λιμός και Θάνατος στην ΚατοχικήΕλλάδα, 1941-1944, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σ. 227. Επίσης, στοίδιο κάνει έναν διαχωρισμό μεταξύ των καθεστώτων ολικής και ημί-ασιτίας ( ασιτία ή Starvation στην αγγλική ορολογία είναι τοφαινόμενο, κατά το οποίο ένα άτομο στερείται παντελώς την κατανάλωσητροφής), καθώς ακόμη και στην περίοδο των Λιμών υπάρχει η δυνατότητακατανάλωσης μιας συγκεκριμένης δόσης τροφής.4 Βλ. Σκούρας-Παπαδημητρίου, Η Ψυχοπαθολογία της Πείνας, του φόβου καιτου άγχους. Νευρώσεις και ψυχονευρώσεις, Αθήνα, Οδυσσέας, σειράΤρίαψις Λόγος 3, Ά έκδοση το 1947.5 Σκούρας, Ψυχοπαθολογία, σ. 304-3056 Σκούρας, Ψυχοπαθολογία, σ. 304-305

[7]

εδώ να κάνουμε έναν βασικό διαχωρισμό και μετά να

προχωρήσουμε στις αναγκαίες υποδιαιρέσεις. Εάν θέλαμε να

κατονομάσουμε τους βασικούς δύο κινητήριους παράγοντες

της Πείνας, αυτοί θα ήταν αναμφίβολα η έννοια και η

παρουσία της Φτώχειας, ως κοινωνικός παράγοντας, και η

Έλλειψη τροφίμων. Η Φτώχεια καταλογίζεται ως αίτιο της

Πείνας από την στιγμή ακριβώς, που καταδικάζει ολόκληρες

κοινωνικές ομάδες ή ακόμη και ολόκληρες περιοχές του

πλανήτη να ζουν στα όρια της εξαθλίωσης, άρα να είναι πιο

ευάλωτοι στην επέλαση του αισθήματος της Πείνας7. Μάλιστα,

υπάρχουν σωρεία μελετών πάνω σε αυτά τα ζητήματα, που

κατατάσσουν την Πείνα σε μια ειδικά κατηγορία «Ασθένειες

της Φτώχειας» (Diseases of poverty)8. Από την άλλη, η

Έλλειψη τροφίμων είναι μία κατηγορία με πολλούς

παράγοντες, που την προκαλούν. Ως τέτοιοι μπορούν να

κατονομαστούν επιγραμματικά οι σποραδικές περιβαλλοντικές

καταστροφές, που μπορεί να παρουσιαστούν σε μια

7 Ως παράδειγμα για αυτό θα μπορούσαμε να αναφέρουμε έναπαράδειγμα από την αυγή της Νεωτερικότητας. Η ΒιομηχανικήΕπανάσταση δεν έφερε μόνον την αυγή μιας ολόκληρης εποχής καιτην άνοδο της τεχνολογίας. Ως επακόλουθό της ήταν και ηραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου των τάξεων τωνβιομηχανικών εργατών κάτω από τα όρια της φτώχειας μεαποτέλεσμα τον σταδιακό υποσιτισμό τους.Από την άλλη, βέβαια, η ιστορική μελέτη έχει αναδείξει, ότιέχουν υπάρξει στην πάροδο του χρόνου κοινωνικά ή εξουσιαστικάκαθεστώτα, τα οποία σκοπίμως διατηρούν σε κατάσταση φτώχειαςολόκληρους πληθυσμούς ή κοινωνικές ομάδες. Τέτοιες περιπτώσειςσυναντάμε στην περίοδο της δουλοκτησίας ή της φεουδαρχίας. Βλ.Sara Millman και Robert Kates, Για να κατανοήσουμε την Πείνα, στοΛούσιλ Φ. Νιούμαν (επιμ.), Η Πείνα στην Ιστορία , Έλλειψη Τροφίμων,Πενία και Στέρηση, Εκδόσεις Πολύτροπον, 2006 σ.318 Για αυτά τα ζητήματα υπάρχει και η μελέτη του ThomasMcKeown, The origins of Human Disease, Basil Blackwel Inc, 1988, σ.120-139

[8]

συγκεκριμένη περιοχή και εποχή, όπως αυτές είναι έντονες

πλημμύρες, παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας κ.α,

περιπτώσεις αποτυχημένων σοδειών, γεγονός που προκαλεί

αναταραχές στην ζήτηση και προσφορά τροφίμων, περιόδους

αναταραχής λόγω πολεμικών συγκρούσεων, καθώς και το

ζήτημα της παρουσίας υπερβάλλοντα πληθυσμού σε μία

περιοχή, δηλαδή του υπερπληθυσμού. Το τελευταίο έχει

γίνει θέμα πολλών και αλληλοσυγκρουόμενων θεωριών και

συζητήσεων, για αυτό και θα επανέλθουμε παρακάτω.

Παρόλα αυτά μπορούμε να αναδείξουμε κάποιες πτυχές

του προβλήματος, όσον αφορά τους αιτιατούς παράγοντες,

που το αναδεικνύουν πάντα, που να έχουν να κάνουν με την

παρέμβαση του ανθρώπινου ή κρατικού παράγοντα στην πορεία

της οικονομίας, όσο και με προβλήματα του ίδιου του

συστήματος δομής της παραγωγής. Υπάρχουν περιπτώσεις

κρατών κατά τις οποίες η έντονη παρέμβαση του κρατικού

παράγοντα στην οργάνωση της οικονομίας οδήγησε σε μια

ολική αποδιοργάνωση της πορείας και την λειτουργίας της

αγροτικής παραγωγής. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις

περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες γίνεται προσπάθεια

να επιβληθεί μία εκ νέου οργάνωση του οικονομικού

μοντέλου πάνω σε νέες βάσεις ουσιαστικά καταστρέφοντας

τις ήδη υπάρχουσες. Επειδή, όμως, τέτοιες φάσεις είναι

πάντα μεταβατικές και πρωτόγνωρες, δεν γίνεται να

επιτύχουν χωρίς πρώτα να δημιουργήσουν σοβαρά κενά στις

προηγούμενες δομές. Τρανό παράδειγμα τέτοιας σύνδεσης

μεταξύ κρατικής παρέμβασης και παρουσίας Λιμού είναι η

περίπτωση της Λαικής Κίνας του Μάο Τσε Τουνγκ. Κατά την

[9]

περίοδο 1956-1958 η σοσιαλιστική ηγεσία του Κομουνιστικού

Κόμματος Κίνας επιχείρησε μία αλματώδη αύξηση της

αγροτικής παραγωγής, ώστε με το πλεόνασμα, που

δημιουργείτο, να χρηματοδοτήσει την ταχεία εκβιομηχάνιση

της χώρας στα πρότυπα της Σοβιετικής Ένωσης. Η πολιτική

αυτή έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Μεγάλο Άλμα προς τα

Εμπρός». Οι παρεμβάσεις, όμως, αυτές του κινεζικού

καθεστώτος πάνω στην παραγωγή επέφερε 0ένα οριακό

ξεχαρβάλωμα του όλου συστήματος παραγωγής και διανομής

τροφίμων με αποτέλεσμα την έκδηλη παρουσία του Λιμού στην

κινεζική ενδοχώρα με εκατομμύρια θυμάτων ανάμεσα στον

φτωχό αγροτικό πληθυσμό. Ένα άλλο παράδειγμα τέτοιας υφής

με κάποιες διαφορετικές προεκτάσεις αποτελεί αναμφίβολα η

περίπτωση του Λιμού της Ουκρανίας στις αρχές της

δεκαετίας του 1930. Στις αρχές εκείνης της δεκαετίας η

νεόδμητη σοβιετική κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει σε

μια ταχεία κολλεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας και

η Ουκρανία με τους ατελείωτους σιτοβολώνες της αποτέλεσε

από τους πρώτους στόχους του προγράμματος. Η έλλειψη

εμπειρίας στην δημιουργία των νέων δομών της οικονομίας

και ο επιτακτικός, σχεδόν αναγκαστικός χαρακτήρας του

πράγματος αποδιοργάνωσαν πλήρως το υπάρχον σύστημα

παροχής αγροτικών τροφίμων με απόρροια εκατομμύρια

νεκρούς ανάμεσα στους αγρότες της περιοχής την περίοδο

1931-1935. Ένα καινούργιο, αλλά ακόμη αμφίβολο στοιχείο,

που θέλει να προσδώσει η έρευνα σε αυτή την υπόθεση ( για

αυτό και το χρησιμοποιούμε με επιφύλαξη) είναι η θεωρία

των «εχθρικών πληθυσμών». Αυτή η θεώρηση πατάει πάνω

[10]

στην υποψία εξαπόλυσης μιας διαδικασίας Λιμού ή

υποσιτισμού ενός κράτους ή γενικότερα μιας εξουσιαστικής

δομής ενάντια σε πληθυσμούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως

εχθρικοί ή απλώς ύποπτοι απέναντι στο καθεστώς9.

Υποστηρίζει, δηλαδή, ότι ο Λιμός της Ουκρανίας αποτέλεσε

μια σκοπιμότητα της Σοβιετικής εξουσίας, προκειμένου να

καθυποτάξει στους πληθυσμούς της Ουκρανίας, οι οποίοι

φέρονταν ενάντιοι στην διαδικασία της κολλεκτιβοποίησης

και επομένως εχθρικοί απέναντι στο σοβιετικό,

σοσιαλιστικό καθεστώς. Αυτό το δεδομένο λόγω της

λεπτότητας του θέματος και λόγω μη επακριβών στοιχείων

αποδεικτικότητας κατατίθεται με επιφυλακτικότητα.

Όσον αφορά τις αιτίες, που έχουν να κάνουν με την

ίδια την υφή και τον χαρακτήρα, που λαμβάνει η αγροτική

παραγωγή και οικονομία και η σύνδεσή της με το φαινόμενο

της Πείνας, νομίζουμε, ότι τρανό παράδειγμα αποτελεί ο

περίφημος Λιμός της Ιρλανδίας ( ή αλλιώς Λιμός της

Πατάτας) την πενταετία 1845-1850. Ο Λιμός έλαβε αυτή την

ιδιαίτερη προσωνυμία λόγω του γνωστού αυτού λαχανικού, το

οποίο εκείνη την περίοδο αποτελούσε το κύρια στοιχείο της

αγροτικής παραγωγής της Ιρλανδίας λόγω του ότι ήταν

φθηνό στην παραγωγή και μπορούσε να θρέψει μεγάλα μέρη

του πληθυσμού, για τα οποία ήταν και το σημαντικότερο

είδος διατροφής μετά το γάλα. Αυτή, όμως, η υπέρ-εξάρτηση

από ένα μόνο είδος διατροφής έμελλε να αποδειχτεί

καταστροφική, όταν δύο συνεχόμενες καταστροφικές σοδειές,9 Βλ. William Crossgrove, David Egilman, Αποικιοκρατία, Διεθνές Εμπόριο και το Εθνικό Κράτος, στο Λούσιλ Φ. Νιούμαν (επιμ.), Η Πείνα στην Ιστορία , Έλλειψη Τροφίμων, Πενία και Στέρηση, Εκδόσεις Πολύτροπον, 2006, σ. 295-296

[11]

η πρώτη το 1845 και η δεύτερη το 1846, έμελλε να

στερέψουν την τοπική αγορά. Αυτή η αλληλουχία των κακών

σοδειών ( τις οποίες κατέστρεψε ο λεγόμενος περονόσπορος)

σε συνδυασμό με τις λογικές της έντονης αγγλικής

παρουσίας στο νησί, εφόσον τότε η Ιρλανδία ήταν κάτω από

την εξουσία του Λονδίνου, και το σύστημα, που όριζε την

κατοχή και την ενοικίαση της γης, συνέθεταν ένα μίγμα

εκρηκτικό. Το τελειωτικό χτύπημα θα έρθει να το δώσει η

επέλαση των ενδημικών επιδημιών, όπως συμβαίνει συνήθως

σε αυτές τις περιπτώσεις. Ο κύκλος αυτός των γεγονότων θα

είχε ιδιαίτερα θανατηφόρες συνέπειες για το νησί και τον

πληθυσμό του, ο οποίος εξαναγκάστηκε να προβεί στην

μεγαλύτερη ως τότε «Έξοδο» της ιστορίας του προκειμένου

να ανακαλύψει διέξοδο σωτηρίας10.

Ας περάσουμε τώρα σε ένα άλλο Ζήτημα. Υπάρχει μια

γενικότερη φιλολογία τους τελευταίους τρείς αιώνες περί

της σύνδεσης, που υπάρχει μεταξύ της ραγδαίας ανάπτυξης

του πληθυσμιακού όγκου και της ανάλογης αύξησης της

παραγωγής, ιδίως στον κόσμο της βιομηχανοποίησης. Εδώ

υπάρχει μία θεωρία, που έχει επηρεάσει εις βάθος τόσο τις

μετέπειτα αναλύσεις, όσο και τις πολιτικές αντιμετώπισης

της εποχής του. Αυτή αναμφίβολα είναι η θεωρία, που

εξέφρασε στα τέλη του 18ου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα το

1798, ο κληρικός και οικονομολόγος Thomas Malthus στο

10 Βλ. William Crossgrove, David Egilman, Αποικιοκρατία, ΔιεθνέςΕμπόριο και το Εθνικό Κράτος, στο Λούσιλ Φ. Νιούμαν (επιμ.), Η Πείναστην Ιστορία , Έλλειψη Τροφίμων, Πενία και Στέρηση, Εκδόσεις Πολύτροπον,2006, σ. 303-304. Περισσότερες πληροφορίες για τον Λιμό τηςΙρλανδίας στο Mokyr Joel, Why Ireland Starved: A quantitative andanalytical History of the Irish economy, 1800-1850, London 1983

[12]

περίφημο «Δοκίμιό» του «Περί της Αρχής του Πληθυσμού. Με

αυτό του το έργο βάζει τις βάσεις για την μελέτη του

πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Εκεί, ο Malthus παρατηρεί

το φαινόμενο της γεωμετρικής( εκθετικής την αποκαλεί ο

ίδιος) αύξησης του πληθυσμού (1,2,4,8,16,32 κλπ), η οποία

όμως είναι αναλογικά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη

αριθμητική αύξηση της γεωργικής και τροφικής

παραγωγής11(1,2,3,4,5,6,). Το πρόβλημα θα παρουσιαστεί την

στιγμή ακριβώς, κατά την οποία ο πληθυσμός θα έχει φτάσει

σε τέτοια επίπεδα, κατά τα οποία ακόμη και μια αλματώδη

αύξηση της υπάρχουσας παραγωγής δεν θα επαρκεί, για να

την καλύψει. Σε αυτό το σημείο, αφού τα μέσα διατροφής

δεν θα επαρκούν για την ικανοποίηση της αυξάνουσας

ζήτησης, το αποτέλεσμα θα είναι μια ραγδαία αύξηση της

φτώχειας, της ανέχειας και των επιδημιών. Οπότε, το

σημαντικό στην σκέψη του Malthus είναι η επίτευξη μιας

ευγενούς ισορροπίας μεταξύ των δύο αυτών παράλληλων

εννοιών, ώστε να διευκολύνεται η παρουσία μιας

σταθερότητας. Το πρόβλημα έγκειται στους τρόπους, τους

οποίους προτείνει για την πραγμάτωση αυτής της

αναγκαιότητας για αυτόν. Οι τρόποι, που προτείνει

χωρίζονται σε δύο είδη: Aπό την μία προτείνει, αυτό που ο

ίδιος αποκαλεί, «προληπτικός» έλεγχος επί του αριθμού των

γεννήσεων μέσω του περιορισμού της αναπαραγωγικής11 Για τις Θεωρίες του Μάλθιους πάνω σε αυτά τα ζητήματαανατρέχουμε στο William Crossgrove, David Egilman,Αποικιοκρατία, Διεθνές Εμπόριο και το Εθνικό Κράτος, στο Λούσιλ Φ. Νιούμαν(επιμ.), Η Πείνα στην Ιστορία , Έλλειψη Τροφίμων, Πενία και Στέρηση,Εκδόσεις Πολύτροπον, 2006, σ. 290-291, καθώς και στο SusanScott , Christofer Duncan, Human , Demography and Disease,Cambridge university, 1998

[13]

διαδικασίας. Από την άλλη, σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχει

και η επιλογή του ελέγχου της πληθυσμιακής αύξησης μέσω

γεγονότων, που επιτείνουν την θνησιμότητα των πληθυσμών,

όπως αυτά είναι παραδείγματος χάριν οι πολεμικές

επιχειρήσεις, οι ασθένειες, ακόμη και ο Λιμός. Μάλιστα,

στο βιβλίο του ο Λιμός περιλαμβάνεται σε αυτό, που ο

ίδιος θεωρεί ως «θετικός έλεγχος της θνησιμότητας». Η

μελέτη αυτή του Μάλθιους προκάλεσε τέτοια εντύπωση στους

κύκλους της εποχής του, ώστε έμεινε να χαρακτηριστεί ως

«Θεωρία Μάλθιους»12.

Τέλος, υπάρχει ένα ζήτημα, που αφορά την σύνδεση

μεταξύ του καθεστώτος της Πείνας και της έξαρσης των

ασθενειών. Είναι γνωστό, ότι εκεί, όπου διεισδύει η

Πείνα και οι λογικές της, παρατηρείται μια δραματική

οξεία εμφάνιση διάφορων νοσημάτων13, οι οποίες είτε έχουν

να κάνουν με τις συνέπειες της Πείνας στον ανθρώπινο

οργανισμό, όπως σκορβούτο και άλλες14, είτε πρόκειται για

ασθένειες, που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να δράσουν λόγω12 Το ενδιαφέρον σε αυτή την περίπτωση είναι η επανεμφάνιση τωνμαλθιουσιανών θεωριών την περίοδο του Μεσοπολέμου και λίγονωρίτερα τόσο σε ευρωπαικό, όσο και σε ελληνικό επίπεδο. Μίααπό τις πιο ενδιαφέρουσες μελέτες, που επαναφέρει στοπροσκήνιο τις θεωρίες του Μάλθιους, αποτελεί η δημοσίευση τουΚ. Βαρβαρέσου «Η Θεωρία του Πληθυσμού». Ο Βαρβαρέσος είχεδιατελέσει τμηματάρχης της Στατιστικής Υπηρεσίας τουΥπουργείου Εθνικής Οικονομίας. 13 Η σχέση μεταξύ των νοσηματικών επιδημιών και του υποσιτισμούχαρακτηρίζεται από μια δυαδικότητα, καθώς σύμφωνα με πολλούςμελετητές η νόσος μπορεί να αποτελεί τόσο το αίτιο, όσο και τοαποτέλεσμα του υποσιτισμού.14 Παραδείγματα τέτοιας μορφής αποτελούν συμπτώματα, όπωςταχεία απώλεια βάρους, ατονίες, εξαντλήσεις, είτε εμφάνισηοιδηματικών νόσων. Τέτοια φαινόμενα παρατηρήθηκαν και κατά τηνδιάρκεια του Ελληνικού Λιμού την περίοδο 1941-44. Βλ. Σκούρας,Ψυχοπαθολογία, σ. 292-293

[14]

του κλίματος της ανέχειας και της πτώσης του επιπέδου

ατομικής και συλλογικής υγιεινής. Το τελευταίο είναι

εξαιρετικά σύνηθες σε περιόδους, όπου επικρατεί ένα κλίμα

γενικότερης αναταραχής και πτώσης του αισθήματος

ασφάλειας και αυτοσυντήρησης σε μια συγκεκριμένη περιοχή

εξαιτίας της εμφάνισης Λιμού. Εννοείται, πως σε συνθήκες

Λιμού ή υποσιτισμού η σωματική αντίσταση σε νόσους, όπως

η φυματίωση, είναι ιδιαίτερα μειωμένη. Σε αυτή την

περίπτωση, η δύναμη της ασθένειας συνεπικουρούμενη από

την επέλαση του υποσιτισμού και των συνεπειών του

έρχονται να αυξήσουν κατά πολύ τα κρούσματα θνησιμότητας.

Οπότε εδώ τίθεται το ερώτημα, αν τελικά σε μια περίοδο

Λιμού η αυξημένη θνησιμότητα οφείλεται στο αίσθημα της

Πείνας και της ασιτίας ή αν τελικά υπεύθυνος είναι

ακριβώς αυτή η επιπλέον μολυσματική δράση τέτοιων

ασθενειών. Μέχρι τώρα, η έρευνα φαινόταν να υποστηρίζει

το πρώτο. Με τα τωρινά, όμως, δεδομένα, φαίνεται να

καταλήγει στη θεώρηση, ότι τελικά ίσως οι επιπλέον

θάνατοι σε τέτοιες περιπτώσεις να προέρχονται από την

εμφάνιση και την διάδοση τέτοιων ασθενειών. Σε αυτή την

θέση καταλήγει και η Βιολέττα Χιονίδου στην δική της

έρευνα15.

Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, και τουλάχιστον αυτό

προσπαθήσαμε να δώσουμε από αυτή την μικρή σχετικά

εισαγωγή, η Ιστορία της Πείνας παραμένει ακόμη και σήμερα

μια περιοχή περίπου αχαρτογράφητη. Αυτό οφείλεται κατά

15 Βιολέττα Χιονίδου, Λιμός και Θάνατος στην Κατοχική Ελλάδα, 1941-1944,Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σ. 225

[15]

κύριο λόγο στην ποικιλομορφία των πλαισίων, που μπορούν

να αναδειχθούν, βάσει των οποίων γίνεται η προσπάθεια

μελέτης και καταγραφής των φαινομένων Πείνας, υποσιτισμού

και Λιμού. Επίσης, πρέπει να είναι κανείς πολύ

προσεκτικός σε αυτές τις περιπτώσεις στην συλλογή των

απαραίτητων μαρτυριών από άτομα, που έχουν βιώσει την

πείνα και τις συνέπειές της και στον τρόπο, με τον οποίο

θα τις αναδείξει. Πάντως, το ευχάριστο είναι, ότι τα

τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει πάρα πολλές μελέτες,

οι οποίες προχωρούν σε μια πολυεπίπεδη ανάλυση το

καθεστώτος της Πείνας και των υποκατηγοριών της τόσο ως

προς το κοινωνικό πλαίσιο και τις αιτίες, που την

αναδεικνύουν , όσο και με τις λοιπές πιθανές παθογένειες

ως προς το άτομο και το γενικότερο κοινωνικό σύνολο, που

αυτή μπορεί να επιφέρει.

Κεφάλαιο 2 ο :

«…Κατηφορίζοντας στην Κόλαση..»

-Η Βία του Θανάτου στην Ελλάδα της

Κατοχής και της Πείνας

Σε αυτό το δεύτερον σημαίνον κεφάλαιο της παρούσης

εργασίας θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο κατεξοχήν

παράδειγμα επιδημίας πείνας και λιμού, που σχετίζεται με

την νεότερη και σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. Αναφερόμαστε

στην έκδηλη παρουσία της Πείνας κατά την περίοδο 1941-

[16]

1944, κατά την οποία η Ελλάδα ήταν υπό την Τριπλή Κατοχή

των Δυνάμεων του Άξονα( Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία),

γεγονός που γνώρισε την μεγαλύτερή του έξαρση τον φοβερό

χειμώνα του 1941-42 με την επέλαση του Λιμού στην

Κατοχική Αθήνα. Η έξαρση του φαινομένου βρίσκει τις ρίζες

της μεν στις προϋπάρχουσες παθογένειες του προπολεμικού

ελληνικού κράτους, βρίσκει πρόσφορο έδαφος να δράσει δε

από την δραματική ανατροπή, που έφερε μαζί της η παράδοση

της χώρας στον Άξονα το δίμηνο Απρίλιος-Μάιος 1941.

Πλέον, μέσα στο «καμίνι» της Κατοχής η κατάσταση φαίνεται

να εκτραχύνεται εκτός ελέγχου, για να φτάσει στην

κορύφωσή της το διάστημα Οκτώβρης 1941- Μάρτιος 1942

(όσον αφορά την περιοχή της Πρωτεύουσας πάντα, καθώς σε

άλλες περιοχές της χώρας η κατάσταση εκτυλίσσεται

διαφορετικά). Η δραματική έκταση, που έλαβε το φαινόμενο,

με τις μυριάδες των νεκρών( για τον ακριβή αριθμό των

οποίων, όπως θα δούμε από τότε επικρατούσε μια

συγκρουόμενη παραφιλολογία), που είτε κείτονται νεκροί

και άψυχοι στα πεζοδρόμια των πόλεων, είτε θάβονται

πρόχειρα, προκειμένου να περιοριστεί η μόλυνση από τις

ασθένειες, καθώς και με τις υπόλοιπες παρενέργειες στην

ατομική, κοινωνική και εθνική ζωή κατέστησαν χωρίς καμία

αμφιβολία την ανάμνηση του Λιμού ως την πλέον τραυματική

εμπειρία της όλης περιόδου.

Οπότε, σε αυτό το κεφάλαιο αρχικά θα προχωρήσουμε σε

μία παράθεση των πραγματιστικών εκείνων αιτιών, που

κατέστησαν αναπόφευκτη ή μάλλον μη διαχειρήσιμη την

εξέλιξη της δράσης του εξεταζόμενου φαινομένου. Θα

[17]

διαπιστώσουμε, πως έχουμε να κάνουμε με δύο ειδών αίτια:

Το ένα αφορά τις συνθήκες, που επικρατούσαν στην ελληνική

οικονομία και δη στο σύστημα της αγροτικής της παραγωγής

ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου. Το δεύτερο είδος

( που επίσπευσε και γιγάντωσε την ήδη υπάρχουσα

ανάφλεξη) έχει να κάνει με τις λογικές του Πολέμου, της

Κατοχής, καθώς και τις πολιτικές των Στρατευμάτων Κατοχής

και των εν Ελλάδι Κυβερνήσεων Συνεργασίας με τον Άξονα,

όπως και με την ακολουθούμενη στρατηγική από πλευράς του

Συμμαχικού Στρατοπέδου.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, με βάση την πλούσια

υπάρχουσα βιβλιογραφία, θα προσπαθήσουμε να προχωρήσουμε

σε μια ανθρωπογεωγραφία του Λιμού. Δηλαδή, θα δώσουμε μια

αναπαράσταση των περιοχών εκείνων, που επλήγησαν

περισσότερο από την έξαρση του φαινομένου, καθώς και την

αναλογία των θανάτων που παρουσιάστηκαν, δίνοντας έμφαση

στις περιπτώσεις εκείνες, που θεωρούνται ως πλέον

αντιπροσωπευτικές. Εδώ θα καταφανεί πάρα πολύ η

αναμενόμενη διαφορά ανάμεσα στον κόσμο των αστικών

κέντρων και αυτόν της υπαίθρου. Επίσης, θα εξετάσουμε την

κοινωνική υπόσταση των θυμάτων, όπως τον τύπο του φύλου,

στο οποίο άνηκε, καθώς και την ιδιαίτερη κοινωνική του

κατάταξη, δηλαδή αν θεωρείτο άνθρωπος των ανώτερων, των

μεσαίων ή των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων. Το τελευταίο

έχει ιδιαίτερη σημασία, ώστε να δούμε ποια κοινωνική

ομάδα ήταν περισσότερο ευάλωτη στην πείνα και στην

εξαθλίωση εκείνης της περιόδου. Τέλος, θα δοκιμάσουμε να

[18]

αντιληφθούμε τις επιπτώσεις, που επέφερε ο θάνατος στην

ψυχολογία των ανθρώπων εκείνων , που τον βίωσαν.

Το Ιστορικό Πλαίσιο:

Η Γερμανική εισβολή, που εξερράγη στις 6 Απριλίου

1941, και η επακόλουθη ελληνική κατάρρευση πρόσδεσαν την

Ελλάδα στο άρμα της ναζιστικής «Νέας Τάξης». Η

πανηγυρική ατμόσφαιρα των προηγούμενων μηνών με τις νίκες

από το Αλβανικό Μέτωπο έδωσε την θέση της στην απελπισία

της αναμονής. Στις 27 Μαΐου η Βέρμαχτ εισερχόταν νικήτρια

στην πρωτεύουσα Αθήνα. Η αναμονή της εισόδου των νικητών

είχε ήδη δημιουργήσει στους κατοίκους των Αθηνών ένα

είδος « Ψυχολογικού πανικού»16, γεγονός, που οδήγησε σε

μια φρενήρη αγοραστική επιθυμία των ανθρώπων. Η αλόγιστη

αυτή πρακτική υποβοήθησε τις κερδοσκοπικές δραστηριότητες

μεσαζόντων, που βρήκαν την ευκαιρία να επενδύσουν με

μακρόπνοες προοπτικές. Μα αυτό δεν ήταν το μοναδικό

παράδοξο. Οι Γερμανοί έφτασαν στην Αθήνα με τον αέρα όχι

απλώς του νικητή, μα του ανίκητου. Οι συνεχιζόμενες νίκες

τους σε όλα τα μέτωπα τους είχαν δώσει την πεποίθηση, ότι

μπορούσαν να πράττουν αλόγιστα και ατιμώρητοι17.(……….)

H Eλλάδα πριν ακόμη τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν

ανεπτυγμένη βιομηχανικά. Μπορεί ο εξαστισμός της να ήταν

16 Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2011, σ. 2917 Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ-Η Εμπειρία της Κατοχής, ΕκδόσειςΑλεξάνδρεια, σ. 49

[19]

φαινομενικά υψηλός, αυτό όμως δεν αντικατοπτριζότανε και

στον βαθμό της βιομηχανικής της παραγωγής, εφόσον η

εκβιομηχάνιση της δεν ήταν ακόμη σε υψηλά επίπεδα18.Η

οικονομία της στηριζόταν ακόμη κατά βάση στην αγροτική

παραγωγή, πράγμα λογικό για μια χώρα, όπου το 60% του

πληθυσμού της ( εδώ συνέβαλε πολύ και η προσφυγική

αποκατάσταση) καταπιανόταν με αγροτικές ασχολίες. Και

όμως, όπως υποστηρίζει η Βιολέτα Χιονίδου στο (…), την

περίοδο 1936-1937 το 45% περίπου του απαιτούμενου

σιταριού ήταν εισαγόμενο, ποσοστό, που έπεσε στο 20% το

193919. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει και ο Πολυμέρης

Βόγλης στο έργο Η Ελληνική Κοινωνία στην Κατοχή, όπου αναφέρει

ότι η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη να εισάγει 400-500.000

τόνους σιτηρών από υπερπόντιες χώρες, όπως ο Καναδάς και

οι ΗΠΑ20.Η Ευγενία Μπουρνόβα συμπληρώνει με τα δικά της

στοιχεία, ότι στην περίοδο πριν από τον πόλεμο από τους

αναγκαίους τόνους δημητριακών το χρόνο για την επιβίωση

του πληθυσμού οι 400.000 ήσαν εισαγόμενοι21. Αυτό

υποδηλώνει, ότι ήδη πριν από την έναρξη των πολεμικών

επιχειρήσεων η εγχώρια παραγωγή δεν επαρκούσε για την

επάρκεια τροφίμων του πληθυσμού. Επιπλέον, η ελληνική

οικονομία χαρακτηριζόταν από έναν έντονο κρατικό

18 Σταύρος Θωμαδάκης, Μαύρη Αγορά, Πληθωρισμός και Βία στην οικονομία τηςΚατεχόμενης Ελλάδας, στο (επιμ.) Ένα Έθνος σε Κρίση, Η Ελλάδα στη δεκαετία1940-1950, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1984 σ. 12019 Βιολέττα Χιονίδου, Λιμός και Θάνατος στην Κατοχική Ελλάδα, 1941-1944,Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011, σ. 2820 Πολυμέρης Βόγλης, H αποσάθρωση της Οικονομίας, στο ΠολυμέρηςΒόγλης (επιμ.) Η Ελληνική κοινωνία στην Κατοχή, σ. 4621 Ευγενία Μπουρνόβα, Γιώργος Προγουλάκης, Οι οικονομικές συνθήκεςτην περίοδο της Κατοχής, στο (συλλ) Κατοχή-Αντίσταση 1941-1944, ΣειράΈξι στιγμές του 20ου αιώνα, Εκδόσεις ΔΟΛ, 2010, σ. 57

[20]

παρεμβατισμό πάνω στην οικονομία ( ως απόρροια των

διεθνών τάσεων στην δεκαετία του ’30). Το στοιχείο αυτό

μέσα στις λογικές της Κατοχής θα παίξει έναν σημαίνοντα

ρόλο. Τέλος, οφείλουμε να αναφέρουμε την διαπίστωση του

Σταύρου Θωμαδάκη, ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της

ελληνικής οικονομίας του ’30 ήταν οι ισχυροί δεσμοί

εξωτερικού εμπορίου με προηγμένες βιομηχανικά χώρες της

Δύσης, με την μερίδα του λέοντος τουλάχιστον όσον αφορά

το εξωτερικό εμπόριο να καταλαμβάνει η Γερμανία22. Όλα

αυτά τα δομικά χαρακτηριστικά θα έχουν αντίκτυπο στον

τρόπο, με τον οποίο θα αντιμετωπίσει η Γερμανία την

ελληνική οικονομία αμέσως μετά την αρχή της Κατοχής.

Ακριβώς επειδή η Ελλάδα δεν ήταν μία βιομηχανική χώρα και

επειδή δεν βρισκόταν μέσα στον λεγόμενο «Ζωτικό Χώρο»(

LebensRaum) της Γερμανίας, όπως το Βέλγιο, η Δανία ή

ακόμη και Γαλλία ( χώρες όπου οι κατοχικές αρχές

εφάρμοσαν την λεγόμενη οικονομική πολιτική της

«αναπαραγωγής23) , θα προκληθεί η επιβολή από τις

κατοχικές αρχές μιας λογικής της «απόσπασης24», που θα

έφτανε στα όρια της λεηλασίας, ή ακόμη καλύτερα, όπως το

σχολιάζει ο κ. Χαραλαμπίδης, μιας «οικονομικής

τρομοκρατίας25».

Η έναρξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940

αναμφίβολα συνέβαλλε στο θέμα της σοδειάς της τρέχουσας

χρονιάς, εφόσον εκτός από την επιστράτευση του πληθυσμού

ακολούθησε και η επιστράτευση των υποζυγίων για τις22Σταύρος Θωμαδάκης, σ. 12023 Σταύρος Θωμαδάκης, σ. 12024 Βλ. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, σ. 6725 Σταύρος Θωμαδάκης, σ. 120

[21]

ανάγκες του πολέμου. Η παρατεταμένη διάρκεια των

επιχειρήσεων είχε αντίκτυπο σε αυτό, που λέμε «πολεμική

ανησυχία», χωρίς όμως να είναι και η μοναδική αιτία.

Σύμφωνα με επίσημους υπολογισμούς η συνολική παραγωγή του

έτους 1941 στις περισσότερες καλλιέργειες της χώρας ήταν

κατά περίπου 15-30%26 μικρότερη σε σχέση με την

προηγούμενη χρονιά ακριβώς λόγω της «πολεμικής

αναταραχής». Ακόμα, όμως, και αυτοί οι αριθμοί θα

επαρκούσαν για την συντήρηση του πληθυσμού σε ένα

στοιχειώδες επίπεδο επιβίωσης, εφόσον υπήρχε η δυνατότητα

αυτές οι ποσότητες να συγκεντρωθούν από την κεντρική

διοίκηση και να διοχετευθούν στην πρωτεύουσα και στις

άλλες μεγάλες πόλεις.

Όπως προαναφέραμε, η κατάρρευση του μετώπου τον

Απρίλιο του 1941 και η τελική παράδοση της Ελλάδος

ανέτρεψε άρδην το σκηνικό. Καταρχάς, οι πολεμικές

επιχειρήσεις είχαν επιφέρει καταστροφικές επιπτώσεις στο

ήδη παλαιωμένο δίκτυο μεταφορών και επικοινωνιών της

χώρας, με αποτέλεσμα την δυσκολία επικοινωνίας μεταξύ των

αστικών κέντρων και του κόσμου της υπαίθρου27. Δεύτερον,

την ολοκλήρωση της κατάκτησης ακολούθησε η δημιουργία και

η σύσταση Τριών ξεχωριστών Ζωνών Κατοχής( Γερμανική,

Ιταλική, Βουλγαρική). Αυτές οι Ζώνες Κατοχής, με

26 Βλ. Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 52. Επίσης, η ΜαρίαΚαβάλα αναφέρει, ότι « σύμφωνα με τις Ιταλικές αρχές Κατοχής,η συνολική παραγωγή δημητριακών για το έτος 1941 υπολογιζότανμε πολλούς δισταγμούς σε 500.000 τόνους δημητριακών»… Bλ.Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, Αντιμετώπιση των στερήσεων στηνκατεχόμενη Ελλάδα, στο (επιμ) Παναγιωτόπουλος, Ιστορία του ΝέουΕλληνισμού, 1770-2000, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 5327 Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, σ. 54

[22]

διακριτά σύνορα και με ξεχωριστά νομίσματα28 (Ιταλικό,

Γερμανικό), τα οποία κυκλοφορούσαν παράλληλα με την

Δραχμή, έθεταν σοβαρούς περιορισμούς στην διακίνηση

προϊόντων και αγαθών από την μία ζώνη στην άλλη. Από την

άλλη το γεγονός και μόνο της ύπαρξης πολλών νομισμάτων

( ανάλογα το σύστημα της κατά τόπου ζώνης) σε συνδυασμό

με το κατακερματισμό της διοικητικής μηχανής σύντομα θα

είχε ως αποτέλεσμα την νομισματική αποδιοργάνωση και την

ίδια την υπονόμευση της χρήσης του χρήματος σαν

αγοραστικού μέσου29.Το μεγαλύτερο χτύπημα από αυτή την

εξέλιξη απετέλεσε αναμφίβολα η προσάρτηση με προοπτικές

μόνιμης εγκατάστασης της Θράκης και της Ανατολικής

Μακεδονίας από την Βουλγαρία, γεγονός που αποστέρησε από

την ελληνική οικονομία και κοινωνία περίπου το 30% της

συνολικής παραγωγής σίτου της χώρας30. Επίσης, η πολιτική

αφελληνισμού, που εξαπέλυσε η Βουλγαρία, έναντι του

ελληνικού πληθυσμού της περιοχής προκάλεσε την δημιουργία

ενός ραγδαίου κύματος προσφύγων από την βουλγαρική ζώνη

Κατοχής. Οι πρόσφυγες υπολογίζονται σε περίπου 120.000

κατά την διάρκεια του καλοκαιριού του 1941 και οι οποίοι

φαίνονται να εγκαθίστανται στις παρυφές των μεγάλων

πόλεων της Μακεδονίας και στην ίδια την Θεσσαλονίκη31.

28 Σταύρος Θωμαδάκης, σ. 123. Αυτό το γεγονός, σύμφωνα με τονίδιο συγγραφέα, μαζί με όλες τις άλλες παθογένειες, που έφερεη Κατοχή, συνετέλεσε στην δημιουργία πολλών μικρών, κλειστών,τοπικών οικονομιών χωρίς ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ τους. 29 Σταύρος Θωμαδάκης, σ. 12330 Βλ. Πολυμέρης Βόγλης, σ. 4731 Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, , σ. 53. Η ίδια, σε μιαπαρουσίασή της με τίτλο «Ελλείψεις και πείνα στη Θεσσαλονίκη τηςΓερμανικής Κατοχής. Πρακτικές επιβίωσης και η σημασία τους», τουςυπολογίζει σε περίπου 70.000-75.000 μόνο για την πόλη της

[23]

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, από την στιγμή της εισόδου

τους στην χώρα, οι Γερμανοί προέβησαν σε μια πολιτική,

που πολύ λίγο διαφέρει από το πλιάτσικο. Το πρώτο βήμα

ήταν η μαζική επίταξη όλων των μέσων μεταφοράς, καθώς και

του συνόλου των αποθεμάτων τροφίμων, φαρμάκων, και του

ενδυματολογικού και στρατιωτικού υλικού32. Σε αυτά

συμπεριλαμβάνονται τα υπάρχοντα αποθέματα ελαιόλαδου,

ελιών, σταφίδων, σύκων, καπνού, βαμβακιού, δέρματος, τα

περισσότερα υποζύγια κ.α. Η επίταξη των τροφίμων

πραγματοποιούταν για δύο σκοπούς. Ο πρώτος είχε να κάνει

με την τροφοδοσία των περίπου 400.000 ανδρών του στρατού

Κατοχής και ο δεύτερος για τις ανάγκες των γερμανικών

στρατευμάτων, που εκείνη την εποχή πολεμούσαν στο μέτωπο

της Βορείου Αφρικής33.Η στρατηγική αυτή στέρησε τον

ελληνικό λαό από τα μέσα εκείνα, που ήταν αναγκαία για

την συντήρηση και την επιβίωση του. Πολλά από τα είδη

αγροτικών προϊόντων μπορεί να μην συγκαταλέγονταν στα

αγαθά προς επίταξη. Αλλά για αυτά προβλεπόταν η αγορά

τους σε τιμές, που συνέφεραν τις αρχές κατοχής

προκειμένου να μεταφερθούν έπειτα στην Γερμανία. Επίσης,

η ταυτόχρονη επίταξη των αποθεμάτων καυσίμων ενέτεινε το

ήδη υπάρχον πρόβλημα της επικοινωνίας των πόλεων με τις

πηγές ανεφοδιασμού στην ύπαιθρο34. Η συνολική τακτική της

επίταξης έχεις από πολλούς χαρακτηριστεί ως «πολιτικής

Θεσσαλονίκης. Η παρουσίαση αυτή βασίστηκε σε στοιχεία από τηνδιδακτορική της διατριβή για την κοινωνική και οικονομική ζωήτης Θεσσαλονίκης κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής.32 Σταύρος Θωμαδάκης, σ. 12233 Βλ. Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1944, Τόμος Α’, Κατοχή, η μεγάλη Νύχτα, Πρώτη έκδοση 1973, σ.12434 Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, σ. 54

[24]

της εξάντλησης». Σε αυτό το ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον

ήρθε να προστεθεί η αξίωση να επωμιστεί η Ελλάδα τα

τρέχοντα έξοδα των αρχών και στρατευμάτων Κατοχής. Μόνο

για τις ανάγκες των στρατευμάτων Κατοχής το ελληνικό

κράτος υποχρεώθηκε στην αποπληρωμή περίπου 3

δισεκατομμυρίων δραχμών το μήνα(!!!)35. Η συμπεριφορά των

απλών φαντάρων της Vermacht δεν ήταν ξέχωρη από αυτή την

λογική αντιμετώπισης. Οι νικητές αρχίζουν όλο και

περισσότερο να ζουν και να επιβιώνουν εις βάρος του

γενικότερου συνόλου. Οι κατακτητές πέφτουν πάνω στους

εξουσιαζόμενους τους με την αρπακτικότητα του θεριού. Τα

τιμαλφή και τα πλούσια υπάρχοντα των κατοίκων της

Πρωτεύουσας και των άλλων ελληνικών πόλεων είναι στο

έλεος όποιου το θελήσει36. Απολύτως περιγραφική της

κατάστασης, που είχε επικρατήσει, και των εντυπώσεων, που

προκαλούσε στην συνείδηση των κατοίκων, είναι η διήγηση

του Μίνωα Δούνια, μουσικολόγου της εποχής: “Που είναι η

35 Πολυμέρης Βόγλης, σ. 47. επίσης στο Η Εμπειρία της Κατοχής και τηςΑντίστασης στην Αθήνα (σ. 69) ο Μ. Χαραλαμπίδης αναφέρει, ότι τα έξοδακατοχής, που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα ήταν τα υψηλότερα κατάαναλογία στην Ευρώπη και αντιστοιχούσαν περίπου στο 113,7% τουετήσιου εθνικού εισοδήματος μόνο για την περίοδο 1941-1942…!!!Επίσης, σύμφωνα με τότε υπολογισμούς του τότε γενικούδιευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, η επιβάρυνση κατάαναλογία του πληθυσμού λόγω των δαπανών των αρχών Κατοχήςπρέπει να είναι πέντε φορές μεγαλύτερο από ότι στην αντίστοιχηπερίπτωση της Γαλλίας, βλ. Σταύρος Θωμαδάκης, σ. 12436 Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση, που μας προσφέρει ο MarkMazower στο βιβλίο του Στην Ελλάδα του Χίτλερ (σ. 49), ενός Λιμενικού,που κατάφερε να επιστρέψει στην εστία λίγο καιρό αφότουξεκίνησε η Κατοχή. Όταν, λοιπόν, μπήκε στο σπίτι του,διαπίστωσε με τρόμο, πως στο παλιό του γραφείο δεν είχεαπομείνει τίποτα!!! Οτιδήποτε υπήρχε, που μπορούσε ναχρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες των Αρχών Κατοχής είχεεπιταχθεί…

[25]

πατροπαράδοτη γερμανική τιμιότητα; Έζησα Δεκατρία χρόνια στη Γερμανία

και κανείς δεν με εξαπάτησε. Τώρα ξαφνικά με την Νέα Τάξη έχουν όλοι

μετατραπεί σε λωποδύτες. Αδειάζουν τα σπίτια από ότι τους χτυπήσει στο

μάτι. Στο σπίτι του Πιστολάκη έκοψαν από τα μαξιλάρια τα κεντήματα και

αφαίρεσαν τα κρητικά κειμήλια από την πολύτιμη συλλογή του σπιτιού. Από

τα φτωχόσπιτα της επαρχίας έκλεψαν τα σεντόνια και τις βελέντζες. Από

άλλες κατοικίες άρπαξαν ελαιογραφίες και αφαίρεσαν και αυτά ακόμη τα

μετάλλινα πόμολα της πόρτας”.37

Ένας παράγοντας από μέρους των Κατοχικών αρχών, που

έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην ανάφλεξη της κατάστασης και

στην πορεία προς τον Λιμό, ήταν ο δημόσιος και υπόγειος

διαξιφισμός μεταξύ της Γερμανικής και της Ιταλικής

πλευράς για το σε ποια σφαίρα επιρροής άνηκε ο ελληνικός

χώρος και σε προέκταση τούτου ποιος είχε την ευθύνη για

την κάλυψη του επισιτισμού της χώρας. Οι Γερμανοί

φαίνονταν να μην επιθυμούν να αναλάβουν το κόστος και την

ευθύνη (καθώς η λογική τους όσον αφορά την οικονομία της

Ελλάδος κινούταν, όπως είδαμε, προς μια πολιτική

οικειοποίησης και όχι ενίσχυσης), εφόσον μάλιστα την ίδια

εποχή, που ξεσπάει το φαινόμενο, εκείνοι εξαπολύουν την

Επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» εναντίον της Σοβιετικής Ενώσεως.

Επομένως, θεωρούν ασύμφορο για αυτούς να σπαταλούν

πολύτιμους πόρους για την Ελλάδα, αντί να τους

διοχετεύσουν προς την κύρια γραμμή του Ανατολικού

Μετώπου, που τώρα αρχίζει να συγκροτείται. Για αυτό το

λόγο προσπαθούν επίμονα να μεταφέρουν την ευθύνη προς την

πλευρά της Ιταλίας, με το αιτιολογικό, ότι «η Ελλάδα

37 Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 50[26]

ανήκει στην ιταλική σφαίρα επιρροής»…38. Και όσο

συμβαίνουν αυτά, η κατάσταση στην Ελλάδα εξελίσσεται σε «

πορεία προς Λιμό»39.

Η πιο αμφιλεγόμενη αιτία της εξαπόλυσης του κύματος

του Θανάτου έχει να κάνει με την δράση του Συμμαχικού

στρατοπέδου τα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Αναφερόμαστε στο

ναυτικό αποκλεισμό, που επέβαλλαν οι Σύμμαχοι από την

στιγμή ακριβώς, που η χώρα περιήλθε κάτω από την κατοχή

του Άξονα. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στα πλαίσια του

γενικότερου αποκλεισμού δια θαλάσσης σε όλο το φάσμα της

ηπειρωτικής Ευρώπης, προκειμένου να πληγούν οι δυνάμεις

του Άξονα40. Οπότε, η λογική του αποκλεισμού λέει εν

ολίγοις, πως από την στιγμή, που η Ελλάδα περνάει κάτω

από την εξουσία της Γερμανίας, αποτελεί και αυτή, και

ίσως και ο λαός της, πεδίο πιθανής δράσης έναντι της

Βρετανίας, άρα αποτελεί εχθρικό έδαφος. Το πρόβλημα

αρχίζει να προκύπτει από την στιγμή, που η βαναυσότητα

του αποκλεισμού τελικά στρέφεται ενάντια στους

κατακτημένους λαούς. Και ιδίως, όταν μιλάμε για μία χώρα

σαν την Ελλάδα, όπου και προπολεμικά οι εισαγωγές

τροφίμων γινόντουσαν δια θαλάσσης. Οι επιπτώσεις δεν

άργησαν να φανούν. Σύμφωνα με την Ευγενία Μπουρνόβα, ο

38 Αυτή η θέση αποτελεί μέρος της λογικής της preponderanza,του δόγματος δηλαδή περί «ηγεμονικής θέσεως της Ιταλίας» βάσειτων μεταξύ τους συμφωνιών. Βλ. (συλλ) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Τόμος ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών, σ. 1239 Η φράση αυτή ανήκει στον τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ στηνΕλλάδα, Μακ Βη, και χρονολογείται κατά την άφιξή του στην ΝέαΥόρκη τον Ιούλιο του 1941, από J.O Iatrides (επ), AmbassadorMacVeagh reports: Greece, 1933-1947, πάρθηκε από το Βιολέτα Χιονίδου,Λιμός και Θάνατος στην Κατοχική Ελλάδα 1941-44, σ. 3140 Μενέλαος Χαραλαμπίδης, σ.68

[27]

ναυτικός αποκλεισμός φέρεται να έχει ευθύνη για την

δραματική μείωση στα δημητριακά ( μιλάμε για ένα έλλειμμα

περίπου 30 % 41) σε σχέση με τα προπολεμικά δεδομένα. Και

ενώ οι πρώτες διαγνώσεις των ειδικών επιτετραμμένων

ομιλούν με δραματικές λεπτομέρειες για τις επιπτώσεις

αυτής της πρακτικής, η ελληνική εξόριστη κυβέρνηση του

Καίρου φαίνεται ανήμπορη να αντιδράσει επαρκώς. Ο Αστικός

πολιτικός κόσμος εκείνη την περίοδο είχε να ασχοληθεί με

θέματα μιας άλλης εποχής, πολύ ξένα για την τωρινή νοσηρή

κατάσταση. Οι ασχολίες της περιορίζονταν γύρω από το

πολιτειακό Ζήτημα και τον χαρακτήρα της μεταπολεμικής

πολιτικής κατάστασης. Οπότε, η κυβέρνηση του Εμμανουήλ

Τσουδερού, όντας και η ίδια Δυτικόφιλη, δεν φαίνεται να

πράττει τα δέοντα για να αντιμετωπιστεί επαρκώς η

κατάσταση. Αυτό σύμφωνα με κάποιους μελετητές εξηγείται

από την κυβερνητική τότε πεποίθηση περί αναγκαιότητας,

ίσως και νομιμότητας του αποκλεισμού42. Για να

αντιμετωπιστεί η δραματική κατάσταση, που είχε

δημιουργηθεί, αποφασίστηκε ως πρόσκαιρη λύση η αποστολή

διατροφικής βοήθειας από την γειτονική Τουρκία. Από τον

Οκτώβριο 1941 έως τον Ιανουάριο του 1942 θα

πραγματοποιηθούν 5 ταξίδια του περιβόητου πλοίου

Kurtulus43, το οποίο θα μεταφέρει περίπου 6.735 τόνους41 Ευγενία Μπουρνόβα, Γιώργος Προγουλάκης, σ. 5742 Η Χιονίδου παραθέτει από τηλεγράφημα της 4ης Ιουνίου του 1941την φράση του Τσουδερού « ο αποκλεισμός βεβαίως είναι ένααναγκαίο κακόν»…. Βλ Χιονίδου, σ. 3343 Η περιπέτεια του Kurtulus θα έχει τελικά άσχημη κατάληξη,εφόσον θα βυθιστεί τελικά κατά την διάρκεια του 6ου ταξιδιούτου προς την Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1942 στην Θάλασσα τουΜαρμαρά μαζί με 1.800 περίπου τόνους τροφίμων. Θα τοαντικαταστήσει το πλοίο Ντουλούμπουνάρ, το οποίο θα

[28]

τροφίμων, ποσότητα η οποία χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκή. Η

εν λόγω βοήθεια μπορούμε να πούμε, ότι είχε περισσότερο

συμβολικό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα, εφόσον η

μεταφερόμενη βοήθεια δεν μπορούσε ασφαλώς να επιλύσει το

δραματικό πρόβλημα επισιτισμού της χώρας, αναπτέρωνε,

όμως, τις ελπίδες των κατοίκων για μια γενικότερη βοήθεια

από το εξωτερικό. Μετά από πάμπολλες εκκλήσεις των

ιθυνόντων ο συμμαχικός αποκλεισμός για μεταφορά εφοδίων

από ουδέτερες χώρες θα περιοριστεί από την Άνοιξη του

1942.

H αριθμολογία του Λιμού :

Ως προς το τελικό αριθμό των θυμάτων από πείνα

καθόλη την περίοδο 1941-44 αναμφίβολα έχουν ακουστεί και

γραφτεί πάρα πολλά. Οι αντικειμενικές δυσκολίες, που

αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν οι ειδικοί, ως προς την

διάγνωση των συνεπειών του τραγικού φαινομένου ήσαν

αρκετά πολυσύνθετες. Καταρχάς υπάρχουν οι λεγόμενες

γραφειοκρατικές, δεδομένου πχ ότι η επίσημη απογραφή του

1940 καταστράφηκε και οι αναγωγές, που γίνονται,

πραγματοποιούνται με βάση την αμέσως προηγούμενη του

192844. Δεύτερον, υπάρχει ο παράγοντας των ανθρώπωνπραγματοποιήσει δύο ταξίδια εφοδιασμού προς την Ελλάδα μέχριτα τέλη Μαρτίου του 1942. Βλ. Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης, Ιστορίατης Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, Τόμος Α’, Κατοχή, η Μεγάλη Νύχτα,Πρώτη Έκδοση 1973, σ. 19144 Ευγενία Μπουρνόβα, Θάνατοι από Πείνα, η Αθήνα το χειμώνα 1941-1942,Αρχειοτάξιο, τεύχος 7, σ.53

[29]

εκείνων, οι οποίοι είχαν μετοικήσει από τον αρχικό τόπο

καταγωγής τους ακριβώς εξαιτίας της πολεμικής

αναταραχής . Σε αυτούς περιλαμβάνονται και οι πρόσφυγες

από τις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης,

όπως προαναφέραμε. Πολλοί από αυτούς στην αγωνία της

αναζήτησης των μέσων επιβίωσης διοχετεύονται προς την

πρωτεύουσα, προτού αρχίζουν να διαφαίνονται τω πρώτα

σημάδια της διατροφικής ανωμαλίας. Το γεγονός αυτό θα

τους καταστήσει πιο ευάλωτους στην πρώτη ορμητική επέλαση

του θανάτου και η ανωνυμία τους μακριά από τους

συγγενείς τους θα μεταφερθεί και στα επίσημα στοιχεία των

κρατικών αρχών, όπου και ποτέ δεν θα φτάσει το όνομα και

τα στοιχεία τους. Την ίδια μοίρα θα αντιμετωπίσει και η

περίφημη 5η Μεραρχία Κρητών, την εποχή που επέστεφε από το

μέτωπο του Αλβανικού. Η επιστροφή τους συνέπεσε με την

Μάχη της Κρήτης, οπότε ο δρόμος προς το νησί ήταν

αποκομμένος. Η λήξη των συγκρούσεων δεν σήμαινε και

αλλαγή της κατάστασης, οπότε και οι φαντάροι βρέθηκαν

ξαφνικά χωρίς δίοδο διαφυγής και έπρεπε να εγκατασταθούν

στην Αθήνα. Εκεί, βρέθηκε μια τοποθεσία κοντά στο

Παναθηναικό Στάδιο, να τους φιλοξενήσει πρόχειρα. Στο

σημείο αυτό θα τους βρει η μεγάλη περίοδος των στερήσεων

και της ανέχειας εξαντλημένους από το προσωπικό τους

δράμα, με αποτέλεσμα να τους ανταμώσει ο Θάνατος στα

σοκάκια και τα πεζοδρόμια των Αθηνών45. Θα προσθέσουμε και

ένα τελευταίο στοιχείο, ακριβώς για να γίνει πιο

αντιληπτή η έκδηλη δυσκολία ακριβούς υπολογισμού. Όπως

45 Βλ. Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, σ. 50

[30]

πολλοί γνωρίζουνε, πολλά από τα περιστατικά θνησιμότητας

δεν γίνονταν αντιληπτά από τις αρχές. Η αιτία πολλές

φορές είναι, ότι οι οικογένειές τους δεν έσπευδαν να

δηλώσουν το περιστατικό στις αρχές, προκειμένου εκείνοι

να διατηρήσουν το δελτίο συσσιτίων του αποθανόντος στον

προσωπικό τους αγώνα για επιβίωση46. Για να το κατορθώσουν

αυτό φρόντιζαν να θάψουν βιαστικά το πτώμα σε απόμερα

οικόπεδα ή σε πρόχειρους λάκκους. Έχουν παρατηρηθεί

φαινόμενα, κατά τα οποία κάτοικοι τω Αθηνών έμπαιναν

κρυφά ένα βράδυ σε δημόσια νεκροταφεία, προκειμένου να

θάψουν αθόρυβα κάποιο οικείο τους πρόσωπο47. Άλλες φορές

εναπόθεταν το νεκρό σώμα σε κάποιο πεζοδρόμιο των Αθηνών.

Έτσι πετύχαιναν διπλό στόχο: Και το σώμα περισυλλεγόταν

στο Νεκροτομείο Αθηνών και οι ίδιοι παρακρατούσαν το

πολύτιμο δελτίο.

Επίσης, υπάρχει ένα ζήτημα ως προς τον αριθμό που

πρότεινε μεσούντος του πολέμου η επίσημη Βρετανική

προπαγάνδα. Το 1942 το BBC αναφέρει έναν αριθμό 500.000

νεκρών από πείνα μόνο για τον χειμώνα 1941-194248. Ο

υπολογισμός αυτός σαφώς και είναι κραυγαλέα υπερβολικός49

46 Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944, Τόμος Α’, Αθήνα, 1987, σ. 21547 Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 6448 Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944, τόμος Α΄, σ. 21549 Το οξύμωρο είναι, ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν σοβαρέςελληνικές προσωπικότητες, που εξακολουθούν να αναπαράγουν τηνυπερβολική αυτή αριθμολογία. Ένας από αυτούς είναι και τοζωντανό σύμβολο της Αντίστασης, Μανώλης Γλέζος, στο βιβλίοτου Και ένα Μάρκο να ήταν (2012),όπου αναφέρει ως θανόντες από τηνπείνα την τριετία 1941-44 περίπου 600.000 νεκρούς. Βλ. ΜανώληςΓλέζος, Και ένα Μάρκο να ήταν, οι οφειλές της Γερμανίας στην Ελλάδα,Εκδόσεις Λιβάνη, 2012, σ. 95

[31]

και συγκαταλέγεται στη προσπάθεια των βρετανών να

περιγράψουν με τα μελανότερα γράμματα την κατάσταση στην

κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ευρώπη. Το οξύμωρο είναι,

ότι οι Γερμανοί προσπάθησαν σε έναν ανάλογο πόλεμο

προπαγάνδας να αντιστρέψουν την ευθύνη και να

παρουσιάσουν ως κύριο υπαίτιο της κατάστασης τον γενικό

ναυτικό αποκλεισμό των Συμμάχων50. Ασφαλώς, τα αληθή

στατιστικά πρέπει να είναι χαμηλότερα. Σε μια επιτόπια

έρευνα ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός κατάφερε να εκτιμήσει σε

περίπου 250.000 το σύνολο των νεκρών λόγω του Λιμού κατά

την περίοδο 1941-194351. Οι τελικές συγκλίσεις καταλήγουν

σε έναν συνολικό αριθμό περίπου 300.000 νεκρών από πείνα(

με την διευκρίνιση να μένει για το κατά πόσο αυτός ο

αριθμός περιλαμβάνει τους νεκρούς μόνο του δραματικού

χειμώνα 41-42, κατά πόσο αφορά μόνο την γενικότερη

περιοχή πρωτευούσης ή το σύνολο της επικράτειας) και

τουλάχιστον αυτές παρουσιάστηκαν επίσημα από την Ελλάδα

μεταπολεμικά όταν τέθηκε το ζήτημα διεκδίκησης πολεμικών

αποζημιώσεων52 για τα δεινά, που προκλήθηκαν από την

τριετή Κατοχή. Γεγονός πάντως είναι, ότι ακόμη και αυτός

50 Σε αυτή την οπτική γωνία του θέματος περιλαμβάνεται και ηπερίφημη καταχώρηση του Γιόζεφ Γκαίμπελς στο προσωπικό τουημερολόγιο με ημερομηνία 30/1/1942: “Έλαβα μια αξιοθρήνητη αναφοράγια την κατάσταση στην Ελλάδα. Εκεί η πείνα έχει καταστεί ενδημική νόσος. Στουςδρόμους της Αθήνας οι άνθρωποι πεθαίνουν κατά χιλιάδες από εξάντληση. Όλααποτελούν συνέπεια του βάναυσου βρετανικού αποκλεισμού και μάλιστα εναντίονενός λαού, που επιπόλαια θέλησε να βγάλει για λογαριασμό των Άγγλων τα κάστανααπό τη φωτιά. Αυτό είναι το ευχαριστώ του Λονδίνου”, Χάγκεν Φλάισερ,Στέμμα και Σβάστικα, Τόμος Α’, σ.19451 Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 6752 Κ.Δοξιάδης (επιμ.), Αι θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,Υπουργείο Ανασυγκροτήσεως, Αθήνα 1946

[32]

ο υπολογισμός στις μέρες μας έχει αρχίσει και

αμφισβητείται53.

Ας περάσουμε τώρα σε ένα δεύτερο ζήτημα. Αυτό αφορά

ποιες γεωγραφικές περιοχές της χώρας επλήγησαν από την

επέλαση της Πείνας και των συνεπειών της. Οι κυριότερες

εστίες του φαινομένου λαμβάνουν χώρα στα μεγάλα αστικά

κέντρα, τα οποία πλήττονταν από την έλλειψη επικοινωνίας

και διακίνησης προιόντων, καθώς και της δυσκολίας

συγκέντρωσης της αγροτικής παραγωγής, καθώς και στα

απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου, όπως είναι η Χίος, η

Σύρος, η Μυτιλήνη κ.α., τα οποία δε μπορούσαν να έχουν

επικοινωνία με την υπόλοιπη χώρα λόγω ακριβώς των

συνεπειών του αποκλεισμού. Ο κόσμος της υπαίθρου δεν

φαίνεται να παρουσιάζει τα ίδια ποσοστά θνησιμότητας από

υποσιτισμό και πείνα, ακριβώς διότι ήταν ο ίδιος, που

παρήγαγε τα αναγκαία προιόντα και διότι λόγω των μεγάλων

επιτάξεων, που εξαπέλυσαν οι κατοχικές αρχές το πρώτο

διάστημα προς εξασφάλιση των αναγκών των στρατευμάτων

τους, οι παραγωγοί φαινόντουσαν διστακτικοί να

διοχετεύσουν την παραγωγή τους προς τις μεγάλες αγορές

υπό τον φόβο μήπως καταλήξουν στα χέρια των κατακτητών.

Αυτό το κλίμα καχυποψίας θα τους οδηγήσει σε τακτικές

απόκρυψης της σοδειάς και των προιόντων τους υπό το

άλλοθι της άρνησης τροφοδοσίας των αρχών και στρατευμάτων

Κατοχής54. Όπως είναι γνωστό σε μια τέτοια πρακτική τους

καλούσαν αργότερα και οι ένοπλες αντιστασιακές53 Ο Χάγκεν Φλάισερ πχ στο βιβλίο του Στέμμα και Σβάστικα είχευποστηρίξει, ότι ο συνολικός αριθμός των νεκρών από πείνα ίσωςνα μην υπερβαίνει τελικά τις 100.000.Βλ. Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, τόμος Α’, σ.216

[33]

οργανώσεις. Οι αγρότες, λοιπόν, απέφυγαν κατά αυτόν τον

τρόπο να κάνουν συναλλαγές με το κατοχικό κράτος ( άλλη

μία έκφανση της απονομιμοποίησής του), το οποίο σε

αντάλλαγμα θα τους αποπλήρωνε σε κρατικό χρήμα, το οποίο

αντιμετώπιζε το φάσμα του υπερ-πληθωρισμού. Σε

αντιδιαστολή επέλεγαν να πουλήσουν τα προιόντα τους σε

ιδιώτες, οι οποίοι έπειτα με την σειρά τους θα

στελεχώσουν την λεγόμενη «μαύρη αγορά55» με τα γνωστά

επακόλουθα. Τα αποτέλεσμα είχαν μια διττή μορφή: Από την

μία πλευρά ο κόσμος και οι οικογένειες της υπαίθρου

εξασφάλιζαν μεγάλες ποσότητες αποθηκευμένων τροφίμων, τα

οποία θα χρησιμοποιήσουν αργότερα για την επιβίωση τόσο

την δική τους, όσο και ατόμων, που θα έρθουν από την

Αθήνα προς την επαρχία προς εύρεση τρόπων επιβίωσης. Από

την άλλη, όμως, η τακτική της απόκρυψης θα οδηγήσει και

54 Αυτό το αίσθημα της καχυποψίας διαφαίνεται και στο ΔημόσιοΔιάγγελμα του ΕΑΜ προς τους αγρότες με ημερομηνία 10 Οκτωβρίου1941: “Έλληνες αγρότες! Κρύψτε την παραγωγή σας από τους κατακτητές και τηνκυβέρνηση των προδοτών λακέδων που παραδίνει ότι συγκεντρώνει στουςΓερμανούς. Πουλάτε τα προιόντα σας μόνο στους κατοίκους των πόλεων ΈλληνεςΠολίτες! Ούτε ένα κουκί στάρι, ούτε μία σταγόνα λάδι στους κατακτητές, οσαδήποτελεφτά κι αν σας προσφέρουν. Υπερασπιστείτε το βιός σας με όλα τα μέσα” BλΕυγενία Μπουρνόβα, Θάνατοι από Πείνα, Η Αθήνα το χειμώνα του 1941-42,Αρχειοτάξιο, 7, σ.52 Η αλήθεια πάντως είναι, ότι η τακτική της απόκρυψης και τογενικότερο χάσμα μεταξύ του κόσμου των πόλεων και αυτού τηςυπαίθρου, όπως αυτός αποκρυσταλλώνεται, θα αποτελέσουν τελικάμία από τις αιτίες εκείνες, που προκάλεσαν την επέλαση τουΘανάτου τον χειμώνα 1941-42. Βλ. Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση,σ. 5455 Τον καλύτερο ορισμό για την μαύρη αγορά την έχει δώσει οΣταύρος Θωμαδάκης στην αντίστοιχη μελέτη του: « Με τον όρο μαύρηαγορά εννοούμε σύστημα αγοράς με βάση την προσφορά και την ζήτηση, που δενελέγχεται από τις κρατικές αρχές ή τον παρεμβατισμό και που καταλήγει στονκαθορισμό τιμών ελεύθερης αγοράς για διάφορα είδη». Βλ. ΣταύροςΘωμαδάκης, Μαύρη αγορά, πληθωρισμός και Βία, σ. 129

[34]

σε μια ραγδαία άνοδο των τιμών των προιόντων, κυρίως στις

μεγάλες πόλεις.

Από τα αστικά κέντρα την τραγική μερίδα του λέοντος

«απολαμβάνει» το Πολεοδομικό σύστημα της Αθήνας και ο

Πειραιάς με κλιμακωτές διαβαθμίσεις στην αύξηση των

θανάσιμων περιστατικών από την αρχή του φαινομένου το

φθινόπωρο του 1941 μέχρι την βελτίωση της κατάστασης

περίπου το καλοκαίρι του 1943. Για την περίπτωση της

πρωτεύουσας, όμως, θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά στην

συνέχεια. Η συμπρωτεύουσα Θεσσαλονίκη δεν γνωρίζει τις

δραματικές εκτάσεις του Λιμού τον χειμώνα του 1941-1942

ακριβώς λόγω της γειτνίασής της με παραγωγικές ζώνες56,

γεγονός που καθιστούσε πιο εύκολη για τους κατοίκους της

την πρόσβαση σε τρόφιμα και λοιπά προιόντα. Και όμως, η

Θεσσαλονίκη θα παρουσιάσει αύξηση της Θνησιμότητας κατά

το έτος 1943. Εκεί, όμως, θα μιλάμε για ένα μείγμα

θανάτων από ασιτία και ελονοσία παράλληλα, κάτι που

ταλαιπώρησε την Θεσσαλονίκη μέχρι και το 194457.Σύμφωνα με

τα στοιχεία του Ληξιαρχείου του Δήμου Θεσσαλονίκης,

μπορούμε να ομιλούμε περίπου για 1.791 θανάτους από

ασιτία κατά την διάρκεια του 1942. Επί ενός συνολικού

πληθυσμού του Δήμου 226.147 κατοίκων το ποσοστό

θνησιμότητας από ασιτία ανάγεται σε 0,8%58. Για άλλες

56 Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, σ. 5257 Οι καταγεγραμμένοι θάνατοι από τις δύο αυτές ασθένειεςανάγονται σε περίπου 5.000 κατά την περίοδο 1941-1944. ΒλΧρήστος Λούκος, Η Πείνα στην Κατοχή, στο Χατζηιωσήφ/Παπαστράτης(επιμ), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, σ. 219-26158 Για το αντίστοιχο Πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκηςκαταγράφονται όχι με απόλυτη σαφήνεια 3.090 θάνατοι από ασιτίατην περίοδο 1941-1944, αριθμός που αντιστοιχεί στο

[35]

περιοχές της Βορείου Ελλάδας, όπως η Μακεδονία και η

Ήπειρος, η κατάσταση έλαβε λίγο διαφορετική πλοκή. Εκεί

το σκηνικό άρχισε να περιπλέκεται την περίοδο, που η

ένοπλη αντίσταση έλαβε πλέον γενικότερη δραστηριότητα,

περίπου από τα μέσα του 1943 και μετά, γεγονός, που

κινητοποίησε την προσοχή των κατοχικών αρχών, κυρίως των

Γερμανών. Αυτοί εξαπέλυσαν γενικές αντιανταρτικές

επιχειρήσεις με σκοπό είτε να πλήξουν τους αντάρτες

κατευθείαν στις εστίες τους είτε να πλήξουν τις σχέσεις

τους με τον κόσμο της υπαίθρου και τις πηγές

ανεφοδιασμού τους. Το αποτέλεσμα αυτής της κινητικότητας

ήταν η καταστροφή ή η αδρανοποίηση μεγάλου μέρους της

αγροτικής δραστηριότητας και δημιουργίας59. Άλλες αστικές

περιοχές, που φαίνεται να δεινοπαθούν αυτή την περίοδο

είναι πόλεις, όπως ο Βόλος, η Καλαμάτα ή και το Άργος60.

Από τον κόσμο των Νήσων, η πιο χαρακτηριστική

περίπτωση αναμφίβολα είναι αυτή της Σύρου. Εκεί η πρώτη

Ιταλική διοίκηση εγκαθίσταται στο νησί στις αρχές Μαίου

του 1941. Από τις πρώτες κινήσεις τους, όπως και την

Γερμανών στις δικές τους ζώνες, ήταν να προχωρήσουν σε

επίταξη της ετήσιας σοδειάς του νησιού, καθώς και άλλων

ειδών διατροφής, όπως πατάτες, λάδι, λίπος και βούτυρο με

αποτέλεσμα να απορυθμίσουν εντελώς την εγχώρια αγορά.

Παρόλα αυτά, η αλήθεια είναι, ότι όταν άρχισε η ραγδαία

1,5 %του συνολικού πληθυσμού, Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, σ.5159 Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 7560 Στο Άργος μάλιστα φαίνεται να λαμβάνει χώρα και μίαεξέγερση νοικοκυρών εξαιτίας της δραματικής έλλειψης άρτου.Βλ. Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, σ. 52 και Mark Mazower, ΣτηνΕλλάδα του Χίτλερ, σ. 56

[36]

άνοδος του προβλήματος και λόγω της ανεπάρκειας της

ελληνικής τοπικής διοίκησης του νησιού οι Ιταλοί

προσπάθησαν να περιορίσουν τις συνέπειές του μέσω

αποστολών τροφίμων61. Αυτή τους η τακτική πρέπει να

επεξηγείται από τα μεταπολεμική τους σχέδια για

προσάρτηση της Σύρου και άλλων νήσων κατευθείαν στην

Ιταλική διοίκηση. Η Βιολέτα Χιονίδου τοποθετεί την

χρονική έναρξη της περιόδου του Λιμού για το νησί περίπου

στον Αύγουστο του 194162. Σύμφωνα με την ίδια, το νησί

γνωρίζει δύο περιόδους Λιμού, μία κύρια από τον Αύγουστο

του 1941 έως τον Δεκέμβριο 1942( αυτή είναι και πλέον

θανάσιμη) και μία δεύτερη από τον Ιανουάριο έως του

Ιούλιο του 194463. Ακριβώς το διάστημα Αύγουστος 1941-

Δεκέμβρης 1942 είναι, που θα εκτοξεύσει τον δείκτη

θνησιμότητας. Ο αριθμός θανάτων σε φυσιολογική περίοδο,

δηλαδή 435 το έτος 1939, μετατρέπεται σε 2.29064 το

δραματικό έτος 1942. Από αυτούς του 2.290 οι 1.012

τοποθετούνται στην πόλη της Ερμούπολης και μόνο για τους

τρεις πρώτους μήνες του 1942. Πιο συγκεκριμένα οι δείκτες

για τους τρεις πρώτους μήνες του 1942 σύμφωνα με το

Ληξιαρχείο της Ερμούπολης έχουν ως εξής: Ιανουάριος

(407), Φεβρουάριος (269), Μάρτιος (312)65.Σύμφωνα με τους

επίσημους υπολογισμούς μπορούμε να ομιλούμε περίπου για

5,7% του συνολικού πληθυσμού της πόλης ( τα στοιχεία61 Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 7662 Βιολέττα Χιονίδου, Λιμός και Θάνατος, σ. 190-19163 Βιολέττα Χιονίδου, Λιμός και Θάνατος, Πίνακας 9.2, σ. 19164 Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, σ. 5165 Χρήστος Λούκος, Η Πείνα στην Κατοχή, Δημογραφικές και κοινωνικέςδιαστάσεις, Πίνακας 6

[37]

αναφέρουν 17.703 κατοίκους εκείνη την περίοδο)66. Και αν

προσθέσουμε το στοιχείο, ότι το 1939 οι γεννήσεις

ξεπερνούσαν τους θανάτους κατά 52, ενώ το 1942 η κλίμακα

ανατρέπεται με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις

κατά 96467, έχουμε μία καθαρή εικόνα του φόρου αίματος,

που πλήρωσε η Σύρος λόγω του κλίματος της Πείνας και του

Λιμού.

Όσον αφορά τη Αθήνα τώρα, εκεί τα πράγματα είναι

σαφώς πιο σύνθετα. Εκεί οι σύγχρονες μελέτες έχουν ριχθεί

με πάθος στην αποκρυστάλλωση του ακριβούς αριθμού θανάτου

από ασιτία και πείνα. Σε αυτήν τους την προσπάθεια οι

μελετητές είχαν να επιλύσουν πολλά σύνθετα ερωτήματα και

να αντιμετωπίσουν επιμέρους δυσκολίες. Για να φανεί το

αποτέλεσμα και η σύγκλιση των επί μέρους ερευνών θα

παραθέσουμε κάποια στατιστικά στοιχεία. Στην πρώτη

περίπτωση πρόκειται για έναν πίνακα από το έργο της

Ευγενίας Μπουρνόβα «Θάνατοι από Πείνα» και έναν από την

μεταπτυχιακή εργασία της Υπακοής Χατζημιχαήλ, όπως αυτή

δημοσιεύτηκε από τον Χρήστο Λούκο στο δημοσίευμά του «Η

Πείνα στην κατοχή, Δημογραφικές και Κοινωνικές

διαστάσεις».

Έτος Με βάση τα

Ληξιαρχεία

Σύμφωνα με

τον Δοξιάδη

Σύμφωνα με

τον Ερυθρό

Σταυρό1939 13.792

66 Χρήστος Λούκος, σ. 667 Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 76

[38]

1940 14.417 14.830 13.5171941 28.509 29.260 27.2051942 45.639 44.840 45.6501943 14.120 14.4411944 17.9941945 15.582

Γενικό

Άθροισμα

150.053

Πίνακας 1: Σύνολο θανάτων στο Πολεοδομικό Συγκρότημα

Πρωτευούσης 68

Καταρχάς, να διευκρινήσουμε, ότι σε αυτόν τον πίνακα

αναπαρίστανται στοιχεία, που αφορούν τους δήμους όλου του

Πολεοδομικού Συγκροτήματος Πρωτευούσης και όχι μόνο των

Δήμων της Αθήνας. Σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές πριν

την έναρξη της Κατοχής τον Οκτώβριο του 1940 το πρώην ΠΔΠ

διέθετε 1.124.109 κατοίκους. Από αυτό το σύνολο, οι

481.225 κατοικούσαν στον γενικότερο Δήμο Αθηναίων και οι

205.404 στον Δήμο Πειραιώς69. Τα στοιχεία της πρώτης

στήλης προέκυψαν ύστερα από επιτόπια έρευνα στα αρχεία

των επιμέρους Ληξιαρχείων των κατά τόπους Δήμων.

Η δεύτερη στήλη αφορά την μελέτη του Κωνσταντίνου

Δοξιάδη, όσον αφορά την συγκέντρωση των στοιχείων για τις

συνολικές Θυσίες της Ελλάδος στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο,

μελέτη, που αποτέλεσε μέρος των διεκδικήσεων της χώρας

στις μεταπολεμικές συμφωνίες Κορυφής. Αυτή η μελέτη, μέσα

68 Ευγενία Μπουρνόβα, Θάνατοι από Πείνα, σ. 5369 Ευγενία Μπουρνόβα, Θάνατοι από Πείνα, σ. 54

[39]

στις δυσκολίες της εποχής της( μην ξεχνάμε, ότι το 1945,

που καταγράφεται, η Ελλάδα δεν έχει ακόμη συνέλθει από

τις συμφορές της Κατοχής και ήδη τα εμφύλια πάθη έχουν

αρχίσει να αναφλέγονται), ξεκινά την έρευνά της από τον

Απρίλιο του 1941 και παραδίδεται τον Νοέμβριο του 1944 με

την αυγή της Απελευθέρωσης. Η Τρίτη στήλη αφορά την

επιτόπια έρευνα, που επιχείρησε μεσούντος του πολέμου ο

Διεθνής Ερυθρός Σταυρός θορυβημένος από τις μεταδόσεις

για την διάδοση του Λιμού σε πανελλαδικό επίπεδο και

αφορούσε τα έτη 1941-194370.

Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, με βάση αυτόν τον

πίνακα την πορεία του φαινομένου και την αύξηση της

θνησιμότητας από την αρχή του Πολέμου του 1940 έως και το

1943, οπότε και το φαινόμενο περιορίζεται δραστικά

( θεωρητικά ο Λιμός έχει καταλαγιάσει ήδη από τον Μάιο

του 1942, αλλά αυτό δεν μπορεί να διακριθεί με σαφήνεια

στον εν λόγω Πίνακα). Καταρχάς, η διαφοροποίηση μεταξύ

των ετών 1939 ( δηλαδή μιας ορίζουσας ως «φυσιολογικής

περιόδου) και του 1940 ( που στα τέλη του επέρχεται η

πολεμική ανησυχία) είναι περίπου αμελητέα: από 13.792 σε

14.417. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται ραγδαία το

1941( που από το φθινόπωρο και μετά παρατηρείται η αρχή

της έξαρση του Θανάτου), κάτι που φαίνεται και στην

τελική καταμέτρηση του έτους: Και οι τρεις μετρήσεις

ομιλούν για έναν αριθμό από 27.205 έως 29.260 στην

χειρότερη περίπτωση. Όπως βλέπουμε, σε σχέση με το

προηγούμενο έτος οι Θάνατοι στην περιφέρεια σχεδόν

70 Είναι αυτή η μελέτη, που πρότεινε τον αριθμό των 250.000νεκρών από πείνα την περίοδο 1941-43.

[40]

διπλασιάζονται, κάτι που σαφώς πρέπει να οφείλεται στην

παρουσία του Λιμού. Η κορύφωση του Λιμού, όπως ξέρουμε,

θα έρθει στους πρώτους μήνες του 1942, όταν ο τραγικός

εκείνος χειμώνας θα αφήσει το αποτύπωμά του στους

κατοίκους της πρωτεύουσας. Οι 27.509 νεκροί (σύμφωνα με

την Ληξιαρχική καταγραφή) υπερδιπλασιάζονται, για να

αγγίξουν τους 45.639 κατά την διάρκεια του 1942 ( 44.840

κατά τον Δοξιάδη και 45.650 κατά τον ΕΣ), οπότε και

ουσιαστικά η θνησιμότητα και ο παθογένεια του Λιμού

φτάνουν σε αυτό που λέμε «ταβάνι». Να σημειωθεί, ότι δεν

μπορεί να γίνει σύγκριση μεταξύ του 1939 και του πρώτου

έτους της Ελευθερίας (1944) εφόσον εκεί υπάρχει και το

ζήτημα της Δεκεμβριανής σύγκρουσης των Αθηνών. Το

αξιοσημείωτο με αυτή την μικρή αντιπαραβολή στοιχείων,

που κάνει η Μπουρνόβα, είναι οι ελάχιστες έως μηδαμινές

αποκλίσεις, που έχουν οι τρεις αυτές εκθέσεις μεταξύ

τους.

Ο Δεύτερος πίνακας, που θα παραθέσουμε προέρχεται

από την πρωτότυπη μεταπτυχιακή εργασία, που κατέθεσε η

Υπακοή Χατζημιχαήλ στο πανεπιστήμιο Κρήτης. Αφορά την

πορεία των θανάτων, που δηλώθηκαν στην Αθήνα( και όχι στο

ΠΣΠ) κατά την περίοδο 1940-1945.

1940 1941 1942 1943 1944 1945

Ιανουάριος

690 807 3096 971 856 916

[41]

Φεβρουάριος

547 650 2802 765 861 1192

Μάρτιος 727 733 2738 766 721 926

Απρίλιος 572 683 1899 592 713 789

Μάιος 644 708 1467 538 722 814

Ιούνιος 606 753 1313 601 819 694

Ιούλιος 635 716 1417 790 912 722

Αύγουστος 544 729 1143 543 962 686

Σεπτέμβριος

502 853 1032 483 841 574

Οκτώβριος 536 1089 1259 630 772 633

Νοέμβριος 546 1677 1294 604 697 608

Δεκέμβριος

760 3613 1070 708 398 662

7.309 13.011 20.533 7.991 9.274 9.216

Πίνακας 2 : Δηλωθέντες Θάνατοι στην Αθήνα, 1940-1945 (

κατά μήνα και έτος)71

Εδώ, αν και ο πυρήνας μελέτης σε σχέση με την

εργασία της Μπουρνόβα είναι λίγο διαφορετικός, δηλαδή

αναφέρεται μόνο για τους Δήμους της Αθήνας, παρόλα αυτά

το σχήμα, που αφήνει να διαφαίνεται, δεν απέχει σχεδόν

καθόλου. Καταρχάς , ο τόπος μελέτης της κα. Χατζημιχαήλ

εντοπίζεται στα βιβλία και πρακτικά θανάτων του

71 Υπακοή Χατζημιχαήλ, Τα Δημογραφικά της Αθήνας κατά την περίοδο 1940-1945, μεταπτυχιακή διπλωματικά εργασία στο Τμήμα Ιστορίας καιΑρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2000, πάρθηκεαπό το έργο του Χρήστου Λούκου, Η Πείνα στην Κατοχή, Δημογραφικές καικοινωνικές προεκτάσεις, Πίνακας 1

[42]

Ληξιαρχείου Αθηνών. Ο Πίνακας καταλήγει σε ένα σύνολο

θανάτων ακριβώς 67.334 κατά την περίοδο 1940-1945. Εάν

τον παρατηρήσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι και εδώ η κλίμακα

τω θανάτων αρχίζει να εκτινάσσεται την περίοδο Οκτώβρης-

Νοέμβρης 1941, για να φτάσει στο αποκορύφωμά της τους

πρώτους μήνες του 1942, και πιο συγκεκριμένα μέχρι τον

Μάιο του τρέχοντος έτους. Εάν προσθέσουμε το σύνολο των

θανάτων των δύο αυτών ετών, αριθμούμε ακριβώς 33.544

εξακριβωμένους νεκρούς για τους Δήμους της Αθήνας. Αυτή

την διετία το ποσοστό θανάτων επί του συνολικού της

εξεταζόμενης περιόδου ανέρχεται σε 49,81% περίπου.

Αντίστοιχα, για τους Δήμους της Περιφέρειας Πρωτευούσης

(από τον Πίνακα, που δημοσιεύει η κα. Μπουρνόβα)

αντιστοιχούν 74.148 (πολύ κοντά στην εκτίμηση, τόσο του

Δοξιάδη, όσο και του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Εάν από

αυτό το σύνολο αφαιρέσουμε την πιθανή θνησιμότητα, όπως

αυτή προβλέπεται και καταγράφεται σε «φυσιολογικές

περιόδους», τότε καταλήγουμε στον αριθμό, που συγκλίνουν

όλες οι σύγχρονες μελέτες της περιόδου εκείνης, δηλαδή

μπορούμε να ομιλούμε για περίπου 45-50 χιλιάδες νεκρούς

από ασιτία και Πείνα στην Περιφέρεια Πρωτευούσης την

περίοδο το Λιμού, δηλαδή την περίοδο 1941-1942.

Η Νοσηρότητα του Λιμού:

Όπως μπορεί να γίνει κατανοητό, η επέλαση του Λιμού

και η έκταση, που κατέλαβε το φαινόμενο, ήρθαν σαν ένας

σίφουνας μανιασμένος να κονιορτοποιήσει στεγανά,

[43]

κοινωνικές σχέσεις, θέσεις μέσα στην κοινότητα, μα πάνω

από όλα την ίδια την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, που την

βίωσαν. Δεν υπήρξε πτυχή της καθημερινότητας και της

κοινωνικής ζωής, που να μην ένιωσε να απειλείται μπροστά

στην παρουσία των Νεκρών και την απειλή του Θανάτου, που

έμοιαζε να κατατρώει ότι έβρισκε μπροστά της.

Καταρχάς, για να ξεκαθαριστεί ένα δεδομένο, ο Λιμός,

η βίωσή του και οι δραματικές του συνέπειες δεν είχαν

ούτε την ίδια έκταση, ούτε το ίδιο περιεχόμενο για όλους.

Στην αρχή τουλάχιστον του λιμού φαίνονται να πλήττονται

κυρίως τα κατώτερα (λαικά), καθώς και τα μικρομεσαία

στρώματα της κοινωνίας. Όσο, όμως, το φαινόμενο

αναπτυσσόταν και όσο το κοινωνικό χάος λάμβανε

τρομακτικές διαστάσεις, τόσο αυξανόταν ο φόβος και

μεσαίων στρωμάτων, όπως λόγου χάρη των δημοσίων

υπαλλήλων72. Ιδιαίτερα φαίνονται να πλήττονται οι εργάτες,

που μόλις είχαν απολέσει την εργασία τους λόγω της

κλιμακούμενης στην αρχή της Κατοχής ανεργίας73, οι άποροι,

οι ηλικιωμένοι, καθώς και οι πλανόδιοι μικρέμποροι. Στην

Αθήνα πλήττονται ιδιαιτέρως οι συνοικίες εκείνες, που

συγκεντρώνουν συμπαγείς προσφυγικούς πληθυσμούς ( εφόσον

δεν διέθεταν συγγενείς στην επαρχία), όπως ο Βύρωνας, η

Καισαριανή, του Δουργούτι (σημερινός Νέος Κόσμος), η

Κοκκινιά και άλλες. Αντίστοιχα, στην Θεσσαλονίκη

παρατηρούνται αρκετά θύματα μεταξύ των άπορων μελών της

Εβραικής Κοινότητας74. Όσον αφορά την ύπαιθρο, εκεί72 Για αυτά τα ζητήματα βλ. Βιολέττα Χιονίδου, Λιμός και Θάνατος στην Κατοχική Ελλάδα, 1941-194473 Σταύρος Θωμαδάκης, Μαύρη αγορά, Πληθωρισμός και Βία, σ. 124-12574 Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, σ. 52

[44]

πρόβλημα φαίνεται να έχουν, όσοι δεν είχαν στην κατοχή

τους δικό τους αγροτεμάχιο.

Άλλη ευπαθής κατηγορία στον Λιμό ήταν όσοι έπασχαν

από την νόσο-μάστιγα της εποχής, την φυματίωση75. Όσοι από

αυτούς ήταν ήδη πάσχοντες κατά την εποχή, που ξέσπασε το

φαινόμενο, συγκαταλέγονται μέσα στα πρώτα θύματα. Πάντως,

γεγονός είναι, ότι κατά την διάρκεια της Κατοχής, έχουμε

αύξηση των φυματικών κρουσμάτων και των περιπτώσεων

πασχόντων, που βρίσκονταν σε προφυματικά στάδια76. Ως

αιτία ανάγεται η μείωση της απαιτούμενης δόσης πρωτεινών

και λίπους από τον ανθρώπινο οργανισμό.

Το 1941 και το 1942 για πρώτη φορά οι δείκτες της

θνησιμότητας έρχονται να ανατρέψουν και να ξεπεράσουν

τους αντίστοιχους των γεννήσεων. Σύμφωνα με τα επίσημα

στοιχεία του Υπουργείου Υγιεινής και Προνοίας η διαφορά

των γεννήσεων και θανάτων για την Αθήνα και τον Πειραιά

έχει ως εξής:

Έτος Αθήνα Πειραιάς1940 3,3 7,11941 -13,3 -10,11942 -29,7 -28,61943 3,2 6,51944 5,5 6,6

75 Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, σ. 5276 Δημήτρης Μαγκριώτης, Θυσίες της Ελλάδος και ΕγκλήματαΚατοχής 1941-1944, σ. 79

[45]

Πίνακας 3: Διαφορά Γεννήσεων και Θανάτων

1940-194477

Και, όμως, η θνησιμότητα στα παιδιά είναι πιο αργά

κλιμακούμενη από ότι στους ενήλικες. Πράγματι, είναι

αποδεδειγμένο, ότι κατά την διάρκεια του τρομερού χειμώνα

1941-42 η αντίστοιχη θνησιμότητα των παιδιών δεν

παρουσιάζει αύξηση ανάλογη προς αυτή την ενηλίκων78 . Ο

δείκτης ίσως να μεταβάλλεται από τον Απρίλη του 1942 και

εντεύθεν, αυτό όμως δεν τροποποιεί την γενική εικόνα.

Αυτό οφείλεται, μάλλον, στην μέχρι τέλους προσπάθεια των

ενήλικων ανδρών της οικογένειας να προασπίσουν την ζωή

των παιδιών τους, ακόμη και αν χρειαζόταν να θυσιαστούν

οι ίδιοι. Για αυτό και σύμφωνα με τα δεδομένα, τα

ποσοστά θνησιμότητας στους ενήλικες άνδρες είναι πιο

αυξημένα σε σχέση με τα αντίστοιχα των γυναικών, αφού77 Βλ. Σκούρας, σ. 29178 Αυτό το γεγονός το περιγράφει πολύ ωραία ο Σκούρας στηνΨυχοπαθολογία:” Θα παραμείνει άγνωστο σε πολλούς, ότι κατά τον τραγικό χειμώνα1941-1942 η θνησιμότης του παιδιού δεν ηυξήθη αναλόγως. Μόνον από τουΑπριλίου του 1942 ήρχισεν η κατάρρευσις του. Οι στατιστικοί πίνακες των θανόντωντης εποχής εκείνης μαρτυρούν, ότι ο Έλλην οικογενειάρχης πρότεινε τα στήθη τουδιά να σώσει την οικογένειά του και έπεσε πρώτος. Ηκολούθησαν κατόπιν οι μητέρες,οι γέροντες και τελευταίο το παιδί»…Βλ. Σκούρας, Ψυχοπαθολογία της πείνας,του φόβου και του άγχους, σ. 291

[46]

ακριβώς οι άνδρες ήταν συνεχώς εκτός σπιτιού προς

αναζήτηση τροφής, όπου τους χτυπούσε το ιδιαίτερα

τσουχτερό κρύο του χειμώνα 1941-1942. Όσον αφορά τις

γυναίκες τώρα, όπως φαίνεται και στον πίνακα, που

παραθέτουμε, ο δείκτης θνησιμότητας φαίνεται να είναι

μεγαλύτερος μεταξύ των ηλικιωμένων γυναικών και όχι των

πιο νεαρών σε ηλικία.

Οικογενεια

κή

Κατάσταση

Σύνολο %

Άγαμοι 74 19,3Παντρεμένο

ι

101 26,4

Χήρες 207 54,0Διαζευγμέν

οι

1 0,3

Σύνολο 383 100,0

Πίνακας 3: Οικογενειακή κατάσταση θανόντων γυναικών απόπείνα άνω των 17 ετών στο Δήμο Αθηναίων79 ( Οκτώβριος1941- Ιανουάριος 1942)

79 Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις Δήμου Αθηναίων, βλ. Ευγενία Μπουρνόβα, Θάνατοι από Πείνα, σ .64

[47]

Ο Λιμός και το αίσθημα ανέχειας και καχεξίας, που

επέφερε στην ατμόσφαιρα, έφεραν μαζί τους και μια μείωση

του επιπέδου ατομικής καθαριότητας80. Το γεγονός αυτό

υποβοήθησε η παντελής έλλειψη σαπουνιού και ειδών

καυσίμου. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες βρήκε πρόσφορο

έδαφος να δράσει ο εξανθηματικός τύφος. Εδώ η ασθένεια

φαίνεται να ξεκινά από το περιβάλλον των φυλακών, λόγω

των ακόμη πιο άθλιων συνθηκών διαβίωσης και υγιεινής. Η

μεγαλύτερη περίοδος δράσης της λαμβάνει χώρα το διάστημα

Μάιος-Ιούλιος 1942, οπότε και τα κρούσματα αναλογικά με

τον συνολικό πληθυσμό έφτασαν σε πο σοστό 12,43 %

( περίπου 100.000 κρούσματα)81. Άλλες παθογένειες της

περιόδου, που βρίσκονται σε έξαρση είναι τα συμπτώματα

εκείνα, που καταλήγουν σε επιδημία οιδηματικής νόσου,

όπως ατονίες, εξαντλήσεις, δυσκοιλιότητα, καθώς και

ατομικές νευρολογικές παθήσεις, όπως αυπνία και έντονη

μελαγχολία82. Αυτά σύμφωνα με τους αρμόδιους επιστήμονες

έχουν σαφώς να κάνουν σχέση με την αρρώστια της πείνας.

Στην έλλειψη βιταμινών φαίνεται να οφείλεται και η

πρωτοφανής για εκείνα τα δεδομένα έκρηξη της νόσου της

πελλάγρας, όπως και κάποια συμπτώματα σκορβούτου83. Μία

επιδημία ελονοσίας φαίνεται να κάνει την εμφάνισή της το

1942 κυρίως, όμως, στην περιοχή της Βορείου Ελλάδος.

Τέλος, ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης από την δική του έρευνα

φαίνεται να εντοπίζει το διάστημα Νοέμβρης 1941- Απρίλης

1942 περιστατικά θνησιμότητας στις περιοχές της80 Βλ. Δημήτρης Μαγκριώτης, σ. 7881 Δημήτρης Μαγκριώτης, σ. 7882 Σκούρας, Ψυχοπαθολογία, σ. 292-29383 Σκούρας, Ψυχοπαθολογία, σ. 300-301

[48]

Καισαριανής (περίπου 380) και του Βύρωνα(448) λόγω

καρδιακών και εντερικών νοσημάτων, συμπτωμάτων

φυματίωσης, πνευμονίας και καρδιοπάθειας84 ως συνέπειες

της παρουσίας του Λιμού.

Οι διηγήσεις μιλάνε για ανθρώπους, οι οποίοι έχοντας

αισθητά αδυνατίσει85 από τις συνέπειες του υποσιτισμού,

κατευθύνονταν κάθε μέρα προς την εργασία τους, ακριβώς

υπό την ανάγκη να εξασφαλίσουν μία ελάχιστη ποσότητα

τροφίμων για να ζήσουν την οικογένειά τους. Αυτό ήταν μία

ιδιαίτερα επώδυνη εμπειρία για τους Αθηναίους, εφόσον

λάβουμε υπόψιν μας το γεγονός της επίταξης των οχημάτων

και της ύπαρξης του κατοχικού ωραρίου86. Η σωματική

κατάπτωση ήταν άμεσο γεγονός. Ο Mazower αναφέρει την

περίπτωση μίας γυναίκας, της Χρύσας Π., η οποία παρόλο

που είχε πληγεί από την ασθένεια-μάστιγα της εποχής, της

φυματίωση, συνέχιζε να πηγαίνει στην δουλειά της,

προκειμένου να ζήσει τα τρία παιδιά της, τα οποία έπασχαν

επίσης από φυματίωση87. Σε αυτή την αγωνιώδη φάση της

αναζήτησης τροφής και της ψευδαίσθησης της σωτηρίας, τους

έβρισκε σε πολλές περιπτώσεις το τελικό στάδιο της

δοκιμασίας .Ο Σκούρας στην Ψυχοπαθολογία το περιγράφει

πάρα πολύ γλαφυρά88.Είναι αυτό το τελευταίο στάδιο, όπου ο

84 Βλ Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασηςστην Αθήνα, σ. 8085 Ο Σκούρας αναφέρει, πως την περίοδο της Κατοχής όλοι σχεδόνοι Αθηναίοι είχαν αδυνατίσει λόγω της επίδρασης τουυποσιτισμού. Βλ. Σκούρας, Η Ψυχοπαθολογία, σ. 29586 Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στηνΑθήνα, σ. 7687 Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 69-7088 Σκούρας, Ψυχοπαθολογία, σ. 352-357

[49]

οργανισμός ταλαιπωρημένος από την απέλπιδα προσπάθεια της

σωτηρίας, εξαντλημένος πλήρως από τις παρενέργειες του

συνεχούς υποσιτισμού, αφήνεται ανήμπορος να αντιδράσει σε

οποιοδήποτε σημείο, όπου σε λίγο θα τον ανταμώσει ο

θάνατος. Από εκεί στην καλύτερη περίπτωση θα τον

περιμαζέψει η δημόσια νεκροφόρα, για να τον μεταφέρει στο

Νεκροτομείο της πρωτεύουσας, που εκείνη την εποχή

στεγαζόταν στην Οδό Μασσαλίας. Έναν τέτοιο θάνατο

αντιμετώπισαν, όπως είδαμε και σε προηγούμενα κεφάλαια,

και πολλοί βετεράνοι του Αλβανικού Μετώπου, από αυτούς,

που βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στη Αθήνα μη μπορώντας να

επιστρέψουν τις εστίες τους, όπως η Κρήτη, η Ζάκυνθος και

άλλες περιοχές. Μία τέτοια ιστορία ενός νεαρού φαντάρου

διασώζει και πάλι ο Mazower στο Η Ελλάδα του Χίτλερ : «Ένα

παγερό δεκεμβριανό βράδυ ένας νέος άνδρας σωριάστηκε στην οδό Σκουφά.

Κουνήσου, κουνήσου, γιατί χάθηκες. Του είπε κάποιος. «Γιατί θεέ μου, με

έφερες σε αυτή την κατάσταση…Γιατί δεν είμαι και εγώ στο σπίτι μου παρά

σέρνω στους δρόμους σα σκύλος μέσα στους δρόμους.»…89

Η λύπη της απώλειας και της φρίκης είχε σκυλέψει

κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η ραγδαία άνοδος των

θανάσιμων περιστατικών, και η ανάγκη γρήγορης ταφής τους

πολλές φορές δεν επέτρεπε στις οικογένειές τους να τους

αποδώσουν την αρμόζουσες τιμές και να ακολουθήσουν τα

παραδοσιακά τυπικά της ταφής και τους πένθους. Αυτό είναι

ένας γεγονός, που δεν μπορούσε παρά να επιτείνει το

αίσθημα του τραγικού χαμού. Μα η ανθρώπινη και συλλογική

τραγωδία δεν σταματάει σαφώς εδώ. Οικογένειες ολόκληρες

89 Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 63[50]

να εναποθέτουν τον νεκρό συγγενή τους σε ένα παγωμένο

σοκάκι του Κέντρου ή να του θάβουν πρόχειρα,δ απόμενα,

χωρίς κάποιον στοιχειώδη θρήνο ή αποχαιρετισμό σε κάποιο

άγνωστο οικόπεδο των προαστίων, προκείμενου να αποκρύψουν

τον θάνατο και να διατηρήσουν το ατομικό δελτίο για την

παροχή συσσιτίων. Πολλές φορές, και μόνο αυτή η αίσθηση

είναι ικανή να απαλύνει το πόνο του συγγενή για τον χαμό

του οικείου του. Για να γίνει πιο καταφανές αυτό, θα

παραθέσουμε μία μαρτυρία ενός πατέρα της περιόδου

εκείνης:

“Έκαμα σκέψεις απανθρώπους[…]. Διότι έλεγον καθ’εαυτόν, εάν το

παιδί αποθάνη θα κρατήσω τα δελτία και τούτο έβανε βάλσαμο εις τον πόνο

μου…”90 .Η αποκτήνωση του ανθρώπου μπροστά στην καθημερινή

θέαση του Θανάτου σε όλο της το μεγαλείο.

Όπως προείπαμε, το κύμα αυτό της θνησιμότητας και η

αναζήτηση της σωτηρίας επέφερε ένα νοσηρό κλίμα

εσωστρέφειας και αποξένωσης από τους υπολοίπους. Ο

καθένας ήταν κλεισμένος στον δικό του εσωτερικό κόσμο,

προσπαθώντας μάταια, ίσως, να βρει μία λύση στον

προσωπικό του αγώνα. Μα εκεί τους περίμενε ο πιο ύπουλος

εχθρός. Αυτός δεν ήταν άλλος από το κλιμακούμενο αίσθημα

Πανικού, που απαντά στο βασικό ερώτημα της εποχής : Θα

ζήσουμε; Και είναι αυτό ακριβώς το αίσθημα , που θα

επιτείνεται κάθε φορά, που θα υπάρχει ορατή επαφή με

κάποιον ανώνυμο νεκρό : “Τον πρώτο πεθαμένο, που αντίκρυσα, από

πρήξιμο, αισθάνθηκα φόβο, γιατί πεινούσα και εγώ..91” . Αυτή η

μαρτυρία νομίζω είναι η πιο δηλωτική για την μαζική

90 Bλ. Σκούρας, Ψυχοπαθολογία, σ. 348-34991 Μark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σ. 69

[51]

ψυχοσύνθεση του πληθυσμού εκείνες τις μέρες της έξαρσης

της Θνησιμότητας λόγω του Λιμού και των συνεπειών του

Κεφάλαιο 3 ο : Η Πείνα της Κατοχής μέσα από την

ματιά της ιστοριογραφίας :

Τα χρόνια μετά του 1974 η συστηματικήιστορική έρευνα για την περίοδο του 1940-1949 έχει λάβει

εκρηκτικές διαστάσεις. Η χρονική απόσταση, που μας

χωρίζει πλέον από εκείνα τα δραματικά χρόνια, η πλέρια

φιλελευθεροποίηση, ως απότοκο της Μεταπολίτευσης του 1974

και οι κοσμογονικές αλλαγές του 1989-91 έχουν επιτρέψει

στην ιστορικά ματιά να εισχωρήσει σε βάθος και να

προχωρήσει σε βαθμιαία μελέτη πολλών ταραχώδων πτυχών

ίσως της πιο γεμάτης δεκαετίας του ελληνικού 20ου αιώνα.

Παρόλα αυτά, αν κάποιος παρατηρητής θελήσει να

αναζητήσει, θα διαπιστώσει κάτι, που ίσως του φανεί

εξαιρετικά περίεργο. Θα δει, δλδ, ότι η ανάλογη

βιβλιογραφία για το ζήτημα του μεγάλου Λιμού της Κατοχής

άργησε περιέργως να αναπτυχθεί. Αυτό ίσως να φαντάζει ως

ιδιαίτερα αλλόκοτο, ιδίως εφόσον μιλάμε για ένα γεγονός,

που άφησε τόσο τραυματικές μνήμες και εμπειρίες σε

αυτόύς, που την έζησαν. Κατά πολλούς, η εμπειρία της

Πείνας του χειμώνα 1941-42 είναι η πιο δυνατή ανάμνηση

ολόκληρης της περιόδου της Κατοχής, ακόμη πιο πάνω και

από την ενδεχόμενη συμμετοχή της στο Κίνημα της

Αντίστασης. Είναι χαρακτηριστικό αυτό, που αναφέρει ο

Σκούρας στην «Ψυχοπαθολογία», ότι δηλαδή σε ειδικά

[52]

ερωτηματολόγια, που χρησιμοποίησε για την έρευνά του,

ακόμη και αυτοί, που είχαν περάσει από τα υπόγεια της

Μέρλιν ή από το Χαιδάρι δεν παρέλειψαν να αναφερθούν στις

εμπειρίες τους από την εποχή της Πέινας, των στερήσεων

και των κακουχιών92.

Αυτή η καθυστέρηση, ίσως να επεξηγείται από την

ιδιαιτερότητα της ελληνικής δεκαετίας του 1940. Μην

ξεχνάμε, ότι το μεγαλύτερο ιστορικό «τραύμα» αυτής της

περιόδου, που μελετούμε, είναι αναμφίβολα ο Εμφύλιος

Πόλεμος του 1946-1949, που ακολούθησε την περίοδο της

Κατοχής του 1941-1944. Ο αδελφοκτόνος πόλεμος με τις

εκατόμβες των Νεκρών, τη διάρρηξη κάθε έννοιας εθνικής

και κοινωνικής συνοχής ήρθε, για να εισπράξει την

πλειοψηφία των ατομικών και συλλογικών αναμνήσεων, καθώς

και του ενδιαφέροντος της ιστορικής και επιστημονικής

ματιάς. Τα εμφύλια πάθη, που τέθηκαν στην μεγαλύτερή τους

έξαρση καθόλη την περίοδο 1943-49 φαίνονται σαν να

καλύπτουν όλα τα επί μέρους θέματα της περιόδου. Τα

τελευταία χρόνια, ευτυχώς, αυτός ο κανόνας έχει σπάσει με

αποτέλεσμα να έχουμε μία πλειάδα εξαιρετικών ερευνών για

αυτή την μαύρη σελίδα της ελληνικής ιστορίας, οι οποίες

ασχολούνται με τη αιτιολογία της εμφάνισης του

φαινομένου, την δραματική του έκταση, τις συνέπειες, που

είχε για την καθημερινότητα, αυτών που τον ζήσανε, καθώς

και με τις γενικότερες αλληλοσυνδέσεις του φαινομένου με

τα θέματα της κατοχικής οικονομίας, των σχέσεων μεταξύ

92 Σκούρας, Ψυχοπαθολογία, σ. 285[53]

των ανθρώπων, όπως και με την σύνδεση πείνας και

αντιστασιακής ενεργοποίησης.

Από το σύνολο των μελετών, που έχουν αναπτυχθεί τα

τελευταία χρόνια, νομίζω, ότι είναι εύκολο να γίνει μία

κατηγοριοποίηση, όσον αφορά τόσο την θεματική ενότητα,

μέσα από την οποία εξετάζεται και οριοθετείται το ζήτημα

της Πείνας, όσο και ως προς την κατεύθυνση, μέσα στην

οποία θέλει να εντάξει το συγκεκριμένο ζήτημα ο εκάστοτε

ερευνητής. Τα ζητούμενα, όπως έχουμε ξαναπεί είναι πολλά.

Σε αυτό το σημείο της εργασίας θα προτιμήσουμε να

ασχοληθούμε με τα πλέον χαρακτηριστικά έργα της

περιόδους, όπως αυτά έχουν δημοσιευθεί και σχολιαστεί

ποικολοτρόπως. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τους εξής

τίτλους: το πρωτοπόρο έργο των Σκούρα, Παπαδημητρίου «Η

Ψυχοπαθολογία της Πείνας», την πολύτιμη εργασία του Θωμαδάκη

για την Μαύρη Αγορά, το «Από την Ήττα στην εξέγερση» του

Γιώργου Μαργαρίτη, το νεωτερικό «Λιμός και Θάνατος στην

Κατοχική Ελλάδα» της Βιολέττας Χιονίδου, την πρωτότυπη

θέαση της Πείνας μέσα από το έργο «Η Εμπειρία της Κατοχής

και της Αντίστασης στην Αθήνα» του κ. Μενέλαου

Χαραλαμπίδη , καθώς και τις αντίστοιχες εργασίες της

Ευγενίας Μπουρνόβα και του Χρήστου Λούκου, έργα, που

αποτέλεσαν την βάση και της παρούσης εργασίας.

Με χρονολογική εστίαση, έστω και αν δεν εντάσσεται

πλήρως σε αυτό που αποκαλούμε ξεκάθαρη ιστορική ματιά,

πρώτο έρχεται σαφώς η μελέτη των Σκούρα, Παπαδημητρίου

περί της «Ψυχοπαθολογίας». Αυτή η εργασία έχει το

πλεονέκτημα, αλλά ταυτόχρονα και το μειονέκτημα, ότι

[54]

πραγματοποιείται σε χρόνο εξαιρετικά γειτονικό με το

αντικείμενο, που καλείται να εξετάσει. Θυμίζουμε, ότι ο

χρόνος εκδοσής της είναι το έτος 1947. Πλεονέκτημα, γιατί

τα αποτελέσματα της Πείνας ήταν ακόμη εμφανή και

ευδιάκριτα και γιατί η μνήμη των ανθρώπων για τα γεγονότα

ήταν ακόμη νωπή. Μειονέκτημα, όμως, ακριβώς γιατί το έτος

της έρευνας και της έκδοσης συμπίπτουν με τις τραγικές

περιστάσεις του επελαύνοντος Εμφυλίου Πολέμου, οπότε οι

περιστάσεις δεν ήταν ευνοικές.

Το επιτελείο, που ανέλαβε την διεκπεραίωση της

έρευνας κατευθύνεται προς μία συστηματική μελέτη των

παρεχομένων στοιχείων, τόσο από τα τεκμήρια, που ήταν

διαθέσιμα μέσα από τους καταλόγους νοσοκομειακών

ιδρυμάτων και ιδίας πείρας, όσο και μέσα από προσωπική

έρευνα μέσα από ειδικά ερωτηματολόγια, που απαντήθηκαν

από ανθρώπους, που βίωσαν την περίοδο της Πείνας και των

συνεπειών της. Η στόχευσή τους διαπνεόταν από την ιατρική

τους ιδιότητα. Ενδιαφέρονται μεν για τις κλινικές-

σωματικές επιπτώσεις, που είχε η βίωση του Λιμού, όταν

αυτός ακόμη ήταν στα πρωταρχικά του στάδια. Παράλληλα δε,

αναζητούν τις τυχόν ψυχικές-παθολογικές διαταραχές, που

επιδρούσαν στο ψυχικό υπόβαθρο των πασχόντων και του

περίγυρού τους. Αναλύουν αυτή την αυτή την οδυνηρή

πορεία μέσα από την θεωρία των τριών Σταδίων93, στα οποία

υπόκειται ο ασθενής-θύμα. Η σταδιακή μελέτη των

παρατιθέμενων στοιχείων αναμφίβολα συγκλονίζει τον

αναγνώστη, καθώς η λεπτομερής καταγραφή των συμπτωμάτων

93 Σκούρας, Ψυχοπαθολογία, σ. 320-359[55]

μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την δραματική πορεία

του θύματος από την απεγνωσμένη προσπάθεια για επιβίωση

μέχρι το τελικό στάδιο της κατάπτωσης και του επιθανάτιου

ρόγχου. Αλλά το ιστορικά ενδιαφέρον σε αυτή την μελέτη

δεν είναι αυτό. Είναι η προσπάθεια του μελετητή να

εντάξει την έρευνά του και την ίδια την περίοδο της

Πείνας μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα πανικού από μεριάς

των παθόντων, μα και ουσιαστικής τρομοκρατίας του

πληθυσμού εκ μέρους των στρατευμάτων Κατοχής. Είναι

ακριβώς η θεωρία, που προσαρμόζει την κλιμακούμενη Βία

του Θανάτου σε μία γενικότερη προσπάθεια καθυπόταξης του

τρομοκρατημένου πληθυσμού, κάτι, που σύμφωνα με τον

συγγραφέα είχε δοκιμαστεί με επιτυχία σε πάμπολλες άλλες

χώρες, που υπέστησαν την κυριαρχία της «Νέας Τάξης»94. Το

αίσθημα του Φόβου και του Τρόμου είναι διάχυτο στην

ανάγνωση αυτής της μελέτης.

Την ελληνική ιστοριογραφική σκαπάνη έχει απασχολήσει

πολλάκις το ζήτημα της ευθύνης. Ποιος φταίει δηλαδή για

το ξέσπασμα του Λιμού. Όπως είδαμε και προγενέστερα τα

αίτια είναι πολλά και τουλάχιστον οι περισσότερες μελέτες

συμφωνούν ως προς αυτό καθεαυτό. Το θέμα είναι ποιο θέλει

ο καθένας να αναδείξει και να τους δώσει μια συγκεκριμένη

στόχευση. Οπότε και η ματιά του ιστορικού δεν μπορεί να

είναι πάντα η ίδια. Η αρχική εντύπωση φαίνεται να

αποδίδει την κύρια ευθύνη στην πλευρά των Γερμανών, στην

πλευρά των κατακτητών. Αυτό αποκρυσταλλώνεται πλήρως στην

94 Σκούρας, Ψυχοπαθολογία, σ. 285[56]

μελέτη του Θωμαδάκη95, όπου με πολύ γλαφυρό τρόπο αναλύει

τα επιχειρήματά του. Αναλύει διεξοδικά το τι έφερε η

επόμενη μέρα της εισβολής των Γερμανών σε όλες τις

εκφάνσεις της: Την βία της απόσπασης, την διοικητική και

νομισματική αποδιοργάνωση, την αποσάθρωση των δομών και

της παραγωγής. Χωρίς να παραλείπει να αναφερθεί στις εν

γένει ήδη υπάρχοντες παθογένειες του ελληνικού κράτους,

μέσα από μια ματιά πιο τεχνοκρατική καταλήγει στο

συμπέρασμα, ότι η «Βία» των κατακτητών ήταν αυτή, που

έσπειρε την φλόγα της τελικής έκρηξης. Αυτή η μελέτη του

1984 έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, που την καθιστούν

κλασική. Σε αυτό του το συμπέρασμα, όπως είναι φυσικό,

δεν διαφωνούν πολλοί αρχικά. Και ,όμως, έρχεται μια

μεταγενέστερη έρευνα να αμφισβητήσει εν μέρει αυτή την

οπτική. Η Βιολέττα Χιονίδου, λοιπόν, στο Λιμός και Θάνατος

στην Κατοχική Ελλάδα 1941-1944 βαδίζει την δική της έρευνα σε

άλλες οπτικές. Χωρίς να απορρίπτει ούτε τα προγενέστερα

δεδομένα της οικονομικής κατάστασης της μεσοπολεμικής

Ελλάδας, ούτε τις ευθύνες της Γερμανικής αρπακτικής

πολιτικής, η Χιονίδου φαίνεται στο κείμενό της να

εστιάζει την ανάλυσή της στην σημασία, που είχε η

γενικότερη Συμμαχική πολιτική. Στην ουσία το Λιμός και

Θάνατος αποπνέει μια κατηγορία εις βάρος του βρετανικού

αποκλεισμού, οποίος σύμφωνα με την συγγραφέα φέρεται ως ο

καταλυτικός παράγοντας για την γιγάντωση του φαινομένου

που εξετάζεται. Η θέση αυτή διανθίζεται και υποστηρίζεται

από πάμπολλα διπλωματικά έγγραφα της αρχικής κατοχικής

95 Βλ. Σταύρος θωμαδάκης, Μαύρη αγορά, Πληθωρισμός και Βία, σ. 117-129

[57]

περιόδου, τα οποία περιγράφουν την κυνική αντιμετώπιση

της κατάστασης εκ μέρους των επίσημων Βρετανών ιθυνόντων

την εποχή ακριβώς που η κατάσταση φαινόταν να τίθεται

εκτός ελέγχου. Αυτές οι δύο εκδοχές αποτελούν ένα

ιδιότυπο δίπολο μεταξύ της σύγχρονης βιβλιογραφίας της

περιόδου. Στις υπόλοιπες μελέτες, που χρησιμοποιήθηκαν

για την εκπόνηση αυτής της εργασίας, φαίνεται να

κυριαρχεί μια μερική εξισορρόπηση στην εξιστόρησή τους.

Δηλαδή, επιχειρείται να μην υπερτονιστεί καμία από τις

τρεις κατηγορίες παραγόντων, που σχετίζονται με την

έκρηξη του Λιμού. Αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα σε μελέτες,

όπως αυτή του Πολυμέρη Βόγλη για την «Αποσάθρωση της

Οικονομίας», είτε και στην πιο πρόσφατη του 2011 του

Μενέλαου Χαραλαμπίδη για τις ανατολικές συνοικίες των

Αθηνών στο « Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης

στην Αθήνα».

Άλλο σημαντικό ζήτημα της θεματικής, που μας

απασχολεί, είναι αναμφίβολα το ερώτημα, που προσπαθεί να

τοποθετήσει την παρουσία της Πείνας πάνω στον γεωγραφικό

χώρο. Και όταν ακόμη αυτή η παρουσία τοποθετηθεί, με ποια

συγκεκριμένη περιοχή της χώρας αποφασίζει να ασχοληθεί ο

εκάστοτε μελετητής. Αναμφίβολα, την μερίδα του λέοντος

της ιστορικής ερευνητικής ματιάς απολαμβάνει η περίπτωση

της Αθήνας. Αυτό συμβαίνει λόγω της μεγαλύτερης έκτασης

των γεγονότων και της τραγικότητας, στην οποία οδήγησε η

επέλαση του Λιμού τους κατοίκους των Αθηνών. Επίσης, στην

περίπτωση της Αθήνας υπάρχει και το ζήτημα της δυσκολίας,

που αντιμετώπιζαν οι μελετητές στην καταγραφή τους, λόγω

[58]

ακριβώς των δυσχεριών, που προαναφέραμε. Οπότε, για την

περίπτωση της πρωτεύουσας έχουν εκδοθεί αρκετές αξιόλογες

δημοσιεύσεις, οι οποίες ασχολούνται είτε με την

εξακρίβωση των δημογραφικών στοιχείων της περιόδου, είτε

με τις συνέπειες, που ο Λιμός επέφερε στην καθημερινότητα

των Αθηναίων. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ασφαλώς οι

μελέτες της Ευγενίας Μπουρνόβα και του Χρήστου Λούκου, οι

οποίες ασχολούνται ακριβώς με προσπάθεια της δημογραφικής

καταγραφής των θανόντων από πείνα, όπως και η

προαναφερθείσα μελέτη της Υπακοής Χατζημιχαήλ. Στην

δεύτερη, ως τώρα παρατηρούμε μόνο το πολύτιμο πόνημα του

Μενέλαο Χαραλαμπίδη.

Μπορεί, όπως είπαμε, το κέντρο βάρους της μελέτης να

πέφτει πάνω στην Αθήνα, η θεώρηση, όμως, που έχουμε

καταλήξει, αναφέρει ότι η Πείνα και ο Λιμός ήταν μία

υπόθεση, που σχετίζεται με περισσότερες περιοχές της

χώρας. Και εφόσον αυτό έχει καταστεί πλέον επίσημη

θεώρηση της ιστοριογραφίας, αυτό διαφαίνεται και στην

εκπόνηση των εργασιών. Από αυτές, που μελετήθηκαν για την

παρούσα εργασία, δύο είναι που προκαλούν το μεγαλύτερο

ενδιαφέρον. Καταρχάς, η συστηματική μελέτη της Μαρίας

Καβάλα για την περίπτωση της κατοχικής Θεσσαλονίκης και

των τρόπων, που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη της

σωτηρίας. Μα το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο

τρόπος ανάλυσης, που χρησιμοποιεί η Βιολέττα Χιονίδου στο

Λιμός και Θάνατος. Εδώ η συγγραφέας πρωτοπορεί για δύο

λόγους. Καταρχάς, γιατί επιλέγει για βασικό πρωτόλειο

αντικείμενο ερεύνης τα απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου,

[59]

όπως η Χίος, η Μύκονος, η Σύρος και η Μυτιλήνη. Αυτό το

κάνει, γιατί θεωρεί, ότι τα στοιχεία, που έχει στα χέρια

της από αυτές τις περιοχές είναι επαρκείς για την παροχή

ασφαλών συμπερασμάτων. Η βασική ιδέα, όμως, του βιβλίου

αυτού είναι η χρονική διάσταση, που δίνει στο φαινόμενο

της Πείνας. Για την Χιονίδου υπάρχει μία συνεχής

διατροφική κρίση, η οποία όχι μόνο δεν παύει σε όλη την

φάση της Κατοχής, αλλά ίσως τελικά και να διαρκεί και για

κάποιο διάστημα μετά την Απελευθέρωση96. Αυτό είναι μία

θέση, η οποία δεν συναντάται σε άλλη αντίστοιχη μελέτη.

Το σύνηθες μοτίβο, που συναντάμε στις υπόλοιπες, είναι η

έντονη παρουσία του Λιμού, η οποία παρατηρείται στην

μέγιστη μορφή της τουλάχιστον μέχρι τον Μάιο του 1942,

για να διατηρηθεί σε κάποια επίπεδα μέχρι και το 1943.

Αυτό διαφαίνεται τόσο στις μελέτες, που ασχολούνται με το

γενικότερο πλαίσιο, όπως η μελέτη της Καβάλα, όσο και

στις μελέτες του αθηναικού Λιμου, όπως η εργασία του

Μενέλαου Χαραλαμπίδη.

Όσον αφορά το ζήτημα της αριθμολογικής καταγραφής

του φαινομένου τώρα, εδώ τα πράγματα είναι κάπως πιο

σαφή. Σχεδόν όλες οι εξεταζόμενες μελέτες αναφέρονται

στο γεγονός της ανακολουθίας του γενικώς αποδεκτού

αριθμού των 250.000-300.000 για το σύνολο της

επικράτειας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι ο Χάγκεν Φλάισερ

στο «Στέμμα και Σβάστικα» είχε αφήσει να εννοηθεί, ότι

96 Βλ. Βιολέττα Χιονίδου, Λιμός και Θάνατος στην Κατοχική Ελλάδα, 1941-1944, σ. 50-51. Στο ίδιο έργο η συγγραφέας προχωρεί σε μίαδιαίρεση της εξεταζόμενης περιόδου σε τρία χρονικά στάδιαοξείας διατροφικής κρίσης: Μάιος 1941-Μάρτιος 1942, Απρίλης1942-Απρίλης 1943, Μάιος 1943-Σεπτέμβρης 1944.

[60]

ίσως τελικά ο αριθμός των νεκρών από πείνα να μην

υπερβαίνει τις 100.00097. Αυτό δεν είναι σίγουρο κατά πόσο

ισχύει, αλλά πάντως σίγουρα δείχνει μία τάση της

ιστορικής έρευνας. Σχεδόν όλοι, όπως και ο Γιώργος

Μαργαρίτης στην δική του καταγραφή, υπονοούν, ότι ο

τελικός αριθμός πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα κάτω. Το

σημείο, που δεν φαίνεται να αμφισβητείται, είναι η τελική

εκτίμηση για τον αριθμό των θανόντων για την περίπτωση

της Αθήνας. Οι παλιές υπερβολικές εκτιμήσεις έχουν δώσει

την θέση τους σε έναν αριθμό περίπου 45-50.000, κάτι που

διαφαίνεται τόσο στις γενικές μελέτες της περιόδου, όσο

και στις πιο εδικές, που ασχολούνται αποκλειστικά με την

περίπτωση της Αθήνας. Τέτοιες είναι το «Θάνατοι από

Πείνα» της Ευγενίας Μπουρνόβα, όπως και τα αντίστοιχα

έργα του Χρήστου Λούκου.

Δύο από τις πλέον ενδιαφέρουσες θεωρήσεις για την

σημασία και τον ρόλο της Πείνας και του Λιμού στην

γενικότερη ιστορία της Κατοχής σχετίζονται άμεσα με την

έννοια της αντιστασιακής ενεργοποίησης και της

δημιουργίας αντιστασιακής δραστηριότητας. Αυτές τις

συναντάμε στα βιβλία του Γιώργου Μαργαρίτη «Από την Ήττα

στην Εξέγερση» και του Μενέλαου Χαραλαμπίδη «Η εμπειρία

της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα». Στο πρώτο, ο

συγγραφέας προσπαθεί να εντάξει την περίοδο της Πείνας

μέσα σε ένα πλαίσιο γενικής κατάρρευσης, όπως αυτή

ακολούθησε την κατάληψη της χώρας τον Απρίλιο του 1941.

Και μόνο η διάκριση της περιόδου, που γίνεται στον τίτλο

97 Βλ. Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, τόμος Α’, σ.216

[61]

του έργου, αναφέρεται ακριβώς στο διάστημα από την

παράδοση της χώρας μέχρι την έκρηξη της αντάρτικης-

αντιστασιακής δραστηριότητας στην ύπαιθρο και τις πόλεις.

Στην σκέψη του Μαργαρίτη ο πρώτος χρόνος της κατοχής

χαρακτηρίζεται από μια ακατανόητη «ακινησία» και

«αδράνεια» των πάντων, κάτι που δεν επεξηγεί την

μετέπειτα έκρηξη του φαινομένου της Αντίστασης.

Επομένως, στην ανάλυση του Μαργαρίτη η περίοδος της

Πείνας τοποθετείται περίπου στο μέσο μιας γενικότερης

περιόδου, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα κλίμα

απογοήτευσης από την μία και ραγδαίων κοινωνικό-

οικονομικών μετατοπίσεων, κυρίως στην ύπαιθρο. Το

χαρακτηριστικό είναι, ότι η περίοδος, που θεωρητικά

αρχίζει να καταλαγιάζει το κλίμα του Λιμού ( Μάιος 1942)

τοποθετείται λίγο πριν το τέλος της περιόδου ανάλυσης

του έργου αυτού, τότε δηλαδή που το κλίμα της αισιοδοξίας

αρχίζει να επανέρχεται και που το ένοπλο αντιστασιακό

κίνημα είναι έτοιμο να ξεπροβάλλει.

Tτελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική, αφήσαμε την

πρωτότυπη διήγηση του Μενέλαου Χαραλαμπίδη για το ζήτημα.

Στο βιβλίο του «Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης

στην Αθήνα» ο Χαραλαμπίδης ουσιαστικά ερευνά την

περίπτωση των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας, όπως αυτές

ήταν η Καισαριανή, το Παγκράτι, ο Βύρωνας, το Δουργούτι (

Νέος Κόσμος) και άλλες. Ανάμεσα στα άλλα αφιερώνει ένα

κεφάλαιο98 για την περίοδο του Λιμού, τις συνέπειες που

είχε στην πτυχή της καθημερινότητας, καθώς και τις

98 Βλ. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, σ. 96-105[62]

μεθόδους διαβίωσης των κατοίκων. Το ενδιαφέρον στην

ανάλυσή του είναι η σύνδεση, που πραγματοποιεί, μεταξύ

των πρακτικών διαβίωσης και αντιστασιακής συνείδησης. Ο

συγγραφέας κάνει αναφορά στις μεθόδους, που εφεύρισκαν οι

κάτοικοι των ανατολικών συνοικιών στον αγώνα τους για την

καθημερινή επιβίωση. Τέτοιες μπορούσαν να είναι η κλοπή,

τα οργανωμένα ταξίδια στην επαρχία προς αναζήτηση τροφής

ή ακόμη και αλισβερίσια με γερμανούς φαντάρους, οι οποίοι

δέχονται να παίξουν αυτό τον ρόλο. Το γεγονός αυτό σε

συνδυασμό με την απονομιμοποίηση του κράτους στην σκέψη

των ανθρώπων και με την προσπάθεια του ΕΑΜ για την

διάδοση των μεθόδων σίτισης του πληθυσμού μέσω των

συσσιτίων, θα οδηγήσει σιγά-σιγά σε μία ραγδαία αύξηση

της αντιστασιακής ενεργοποίησης του πληθυσμού και στην

δημιουργία εν τέλει μίας νέας πολιτικής ταυτότητας.

Επίλογος :

Εφόσον, πλέον, φθάσαμε στο πέρας της διεκπεραίωσης

αυτής της εργασίας, νομίζω, ότι είναι λογικό να

καταλήξουμε σε κάποια βασικά συμπεράσματα, όσον αφορά το

θέμα, το οποίο αναλάβαμε. Σκοπός μας ήταν μέσα από την

μελέτη και την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της σύγχρονης

βιβλιογραφίας της περιόδου του Λιμού της Κατοχής, μέσα

από τις συγκλίσεις και τις διαφωνίες, που μπορεί να

προκύπτουν, να καταλήξουμε σε μία σαφή εικόνα έχοντας στο

[63]

νού μας τον τριπλό άξονα Αιτίες- Γεωγραφικός Χώρος κ’

Χρόνος- Τελικός Αριθμός Νεκρών.

Όσον αφορά το θέμα των αιτιών, είδαμε άλλωστε και το

θέμα που έχει προκύψει μεταξύ των ιστορικών για τον

καταλογισμό των ευθυνών. Οι πρώτες μελέτες της περιόδου,

επηρεασμένες ίσως από την εγγύτητα με το ιστορικό

γεγονός, φαίνεται να υπερτονίζουν τον ρόλο του γερμανικού

και του γενικότερου αξονικού παράγοντα μέσα από την

γλαφυρή απεικόνιση των λογικών της Κατοχής και των

δραματικών αλλαγών, που αυτές επέφεραν. Άλλες, πιο

νεωτερικές από ότι είδαμε, φαίνεται να προβάλλουν από την

άλλη την σημασία, που είχε για την ανάφλεξη του

φαινομένου η εν γένει Συμμαχική Πολιτική των πρώτων

χρόνων της Κατοχής μέσα από τις πρακτικές του Συμμαχικού

αποκλεισμού. Νομίζω, ότι σήμερα, που η χρονική απόσταση

από τα γεγονότα και η συστηματική ιστορική έρευνα μας

βοηθούν, μπορούμε να καταλήξουμε στο σχήμα, που λέει, ότι

το τελικό μίγμα των αιτιών περιλαμβάνει εξίσου τα

προπολεμικά χαρακτηριστικά του ελληνικού οικονομικού

μοντέλου, τις πρακτικές και τις δυσλειτουργίες, που

επέφερε η κατάληψη της χώρας από τον Άξονα, καθώς και τις

συνέπειες του Συμμαχικού Αποκλεισμού των ετών 1941-1942.

Υπάρχει η αίσθηση τελικά, ότι είναι τέτοια η

αλληλοσύνδεση μεταξύ αυτών των τριών ξεχωριστών

παραγόντων, που ο καθένας από μόνος του να ήταν ικανός

μεν να οδηγήσει σε μία οξεία διατροφική κρίση, ο

συνδυασμός και των τριών δε να ήταν τέτοιος, που να

[64]

οδήγησε τα δεδομένα σε μία τελική, οξεία, ολική και

δραματική ανάφλεξη με τα γνωστά τραγικά επακόλουθα.

Ας περάσουμε τώρα στο ζήτημα του χώρου και του

χρόνου. Εδώ, όπως είδαμε, υπάρχει καταρχήν το ζήτημα του

χάσματος μεταξύ της υπαίθρου και των μεγάλων πόλεων. Οι

δεύτερες, μαζί με τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου,

φαίνεται να απολαμβάνουν την τραγική μερίδα του λέοντος

τουλάχιστον μέχρι το 1943 για κάποιες από αυτές, με

μεγαλύτερο θύμα αναμφίβολα την πρωτεύουσα Αθήνα ιδίως τον

χειμώνα 1941-1942. Παρόλα αυτά και ο κόσμος της υπαίθρου

δεν φαίνεται να παραμένει τελείως αλώβητος , ιδίως κατά

το 1943 , αλλά εκεί το ζήτημα είναι συνδεδεμένο, όπως

είδαμε, και με την μαζική ανάπτυξη του αντιστασιακού

κινήματος και της επακόλουθης αντίδρασης των γερμανικών

δυνάμεων κατοχής. Επομένως, και παίρνοντας ως πηγή

έμπνευσης μελέτες, όπως της Βιολέττας Χιονίδου, μπορούμε

να πούμε , ότι έχουμε να κάνουμε με μία περίπου συνεχή

παρουσία του αισθήματος και του καθεστώτος της πείνας

σχεδόν καθόλη την περίοδο της Κατοχής, η οποία όμως

γνωρίζει τις πιο οξείες της μορφές τα δύο πρώτα έτη

(1941-1943) στα πιο ευάλωτα λόγω των συνθηκών γεωγραφικά

διαμερίσματα ( Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Σύρος και άλλα), για

να μετατοπιστεί προς την υπόλοιπη ενδοχώρα σε μορφή

σαφώς πιο ήπια και για λόγους, οι οποίοι δεν ήταν

επακριβώς ίδιοι, με αυτούς που προκάλεσαν την αρχική της

επέλαση.

Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα της εξακρίβωσης του

τελικού αριθμού των θανόντων από την πείνα και τις

[65]

συνέπειές της, νομίζω, ότι εδώ ακόμη δεν μπορούμε να

μιλάμε για τελικά συμπεράσματα. Η ιστορική και

επιστημονική έρευνα πάνω σε αυτό το ζήτημα βρίσκεται

ακόμη σε εξέλιξη, μέσα από προβλήματα τεχνικής φύσεως και

αλληλοσυγκρουόμενων διαπιστώσεων. Αυτό, που είναι

σίγουρο, είναι πως η τάση κατευθύνεται προς έναν αριθμό

κατά πολύ μικρότερο από αυτόν, που είχε δοθεί αρχικά στην

δημόσια σφαίρα συζήτησης και διεκδίκησης. Κάτι απολύτως

λογικό άλλωστε, αν σκεφτούμε, ότι οι αρχικές εκτιμήσεις

και παραδοχές δεν ήταν ανεπηρέαστες ούτε από το κλίμα της

εποχής, την εγγύτητά τους με την φρίκη των γεγονότων,

ούτε επίσης με τον ανηλεή πόλεμο της προπαγάνδας, γεγονός

που για μεγάλο διάστημα επηρέαζε τις τελικές εκτιμήσεις.

Η τελική μας εκτίμηση είναι, πως το ζήτημα της

διερεύνησης των θεματικών της Πείνας της Κατοχής δεν έχει

ακόμη κλείσει. Υπάρχουν ακόμη ζητήματα, που χρήζουν

περαιτέρω ενδοσκόπησης. Τέτοια θα μπορούσαν να είναι

παραδείγματος χάριν η μελέτη των συνεπειών της πείνας

πάνω στην καθημερινή δραστηριότητα των πολιτών των πόλεων

εκείνες τις τραγικές στιγμές ή ακόμη και ο κόσμος της

μαύρης αγοράς από το κοινωνικό της πλαίσιο. Κάτι τέτοιο

επιχειρεί να αναπαραστήσει σε μικρότερο βαθμό και η ίδια

η Χιονίδου στην κλασική μελέτη της. Ιδέες σίγουρα

υπάρχουν και σίγουρα η σημερινή αναπτυσσόμενη μελέτη της

περιόδου θα ασχοληθεί σύντομα με την διεκπεραίωσή τους.

[66]

[67]

Βιβλιογραφία :

Ξενόγλωσση :

1) John Walter, Roger Schofield, Famine, Disease and

Crisis Mortality in early modern society, Cambridge

University Press, 1991

2) Susan Scott , Christofer Duncan, Human , Demography

and Disease, Cambridge university, 1998

3) Thomas McKeown, The origins of Human Disease, Basil

Blackwel Inc, 1988

4) Λούσιλ Φ. Νιούμαν (επιμ.), Η Πείνα στην Ιστορία ,

Έλλειψη Τροφίμων, Πενία και Στέρηση, Εκδόσεις

Πολύτροπον, 2006

Ελληνόγλωσση :

1) (συλλ) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΣΤ΄,

Εκδοτική Αθηνών

2) Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, η Εμπειρία της

Κατοχής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα

3) Βιολέττα Χιονίδου, Λιμός και Θάνατος στην Κατοχική

Ελλάδα, 1941-1944, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2011

4) Γιώργος Μαργαρίτης, Από την ήττα στην Εξέγερση, Ελλάδα

Άνοιξη 1941- Φθινόπωρο 1942, 1994

5) Δημήτρης Μαγκριώτης, Θυσίες της Ελλάδος και Εγκλήματα

Κατοχής 1941-1944

6) Ευγενία Μπουρνόβα, Γιώργος Προγουλάκης, Οι

οικονομικές συνθήκες την περίοδο της Κατοχής, στο (συλλ)

[68]

Κατοχή-Αντίσταση 1941-1944, Σειρά Έξι στιγμές του 20ου

αιώνα, Εκδόσεις ΔΟΛ, 2010

7) Ευγενία Μπουρνόβα, Θάνατοι από πείνα, η Αθήνα το

χειμώνα του 1941-1942, Αρχειοτάξιο, τεύχος 7

8) Κ.Δοξιάδης (επιμ.), Αι θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο

Παγκόσμιο Πόλεμο, Υπουργείο Ανασυγκροτήσεως, Αθήνα 1946

9) Μανώλης Γλέζος, Και ένα Μάρκο να ήταν, οι οφειλές της

Γερμανίας στην Ελλάδα, Εκδόσεις Λιβάνη, 2012

10) Μαρία Καβάλα, Πείνα και Επιβίωση, Αντιμετώπιση των

στερήσεων στην κατεχόμενη Ελλάδα, στο (επιμ)

Παναγιωτόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000,

τόμος 8, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2003

11) Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η εμπειρία της Κατοχής και της

Αντίστασης στην Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα

2011

12)Πολυμέρης Βόγλης, H αποσάθρωση της Οικονομίας, στο

Πολυμέρης Βόγλης (επιμ.) Η Ελληνική κοινωνία στην Κατοχή

13) Σόλων Νεοκ. Γρηγοριάδης, Ιστορία της Σύγχρονης

Ελλάδας 1941-1944, Τόμος Α’, Κατοχή, η μεγάλη Νύχτα,

Πρώτη έκδοση 1973

14) Σταύρος Θωμαδάκης, Μαύρη Αγορά, πληθωρισμός και βία

στην οικονομίας της κατεχόμενης Ελλάδας, στο (συλλ.) « Η

Ελλάδα στην δεκαετία1940-1950», Αθήνα 1984

15) Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, η Ελλάδα της

Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, Αθήνα

[69]

16)Χρήστος Λούκος, Η Πείνα στην Κατοχή, Δημογραφικές και

κοινωνικές διαστάσεις

[70]