Η νομολογιακή διαμόρφωση της έννοιας της οικογένειας...

37
1 Η νομολογιακή διαμόρφωση της έννοιας της οικογένειας στην επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης * Ηλίας Γιαρένης Εφέτης Ι.- Η έννοια της οικογένειας στο αστικό δίκαιο. Ο όρος «οικογένεια» απαντάται, με διάφορες μορφές, σε αρκετές διατάξεις του Αστικού Κώδικα 1 και στα πέντε βιβλία του. Ειδικότερα, ο όρος αυτός απαντάται στις διατάξεις των άρθρων 9 2 , για τη δικαιοπρακτική ικανότητα του αλλοδαπού που επιχειρεί δικαιοπραξία στην Ελλάδα, 137 3 , για τη δικαιοπρακτική ικανότητα του ανηλίκου που τελεί γάμο, 248 4 , για την παραγραφή των οικογενειακών αξιώσεων, 612 5 , για την καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης από τους κληρονόμους του μισθωτή σε περίπτωση θανάτου του τελευταίου, 612Α 6 , για την καταγγελία * Εισήγηση στο 10 ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ένωσης Αστικολόγων με το γενικό θέμα «Τριάντα χρόνια εφαρμογής του ν. 1329/1983 για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου» που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη, την Παρασκευή 22 και το Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013. 1 Προεδρικό Διάταγμα με τον αριθμό 456 της 17 ης /24 ης Οκτωβρίου 1984 (ΦΕΚ 164, τεύχος Α΄). 2 Αλλοδαπός που επιχειρεί στην Ελλάδα δικαιοπραξία για την οποία είναι ανίκανος κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, θεωρείται ικανός να την επιχειρήσει, αν κατά το ελληνικό δίκαιο έχει αυτή την ικανότητα. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις δικαιοπραξίες οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου ούτε στις εμπράγματες δικαιοπραξίες για ακίνητα που βρίσκονται έξω από την Ελλάδα. 3 Ο έγγαμος ανήλικος μπορεί να επιχειρεί μόνος του κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη για να συντηρεί ή να βελτιώνει την περιουσία του ή για να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της προσωπικής του συντήρησης και εκπαίδευσης, καθώς και τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του. Μπορεί επίσης: 1. να εκμισθώνει μόνος τα ακίνητά του, αστικά ή αγροτικά, το πολύ για μία εξαετία 2. να εισπράττει μόνος του εισοδήματα από την περιουσία του 3. να διεξάγει μόνος του κάθε δίκη σχετική με τις παραπάνω δικαιοπραξίες. 4 Αξίωση από οικογενειακή έννομη σχέση δεν παραγράφεται εφόσον επιδιώκεται να αποκατασταθεί για το μέλλον η κατάσταση που αρμόζει στη σχέση αυτή. 5 Όταν αποβιώσει ο μισθωτής, οι κληρονόμοι του έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται τουλάχιστον πριν από τρεις μήνες και ισχύει για το τέλος του ημερολογιακού μήνα. Στην περίπτωση, όπου το μίσθιο χρησίμευε, όσο ζούσε ο μισθωτής, ως οικογενειακή στέγη με την έννοια του άρθρου 1393 και ζει κατά το χρόνο του θανάτου του ο σύζυγός του, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη μίσθωση περιέρχονται αποκλειστικά σ’ αυτόν, ο οποίος δικαιούται όμως, τηρώντας την προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, να καταγγείλει οποτεδήποτε τη μίσθωση. 6 Στην περίπτωση όπου το μίσθιο χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη και η χρήση αυτή έχει γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή, η καταγγελία της μίσθωσης, στην οποία αυτός προβαίνει,

Transcript of Η νομολογιακή διαμόρφωση της έννοιας της οικογένειας...

1

Η νομολογιακή διαμόρφωση της έννοιας της οικογένειας στην

επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης *

Ηλίας Γιαρένης

Εφέτης

Ι.- Η έννοια της οικογένειας στο αστικό δίκαιο.

Ο όρος «οικογένεια» απαντάται, με διάφορες μορφές, σε αρκετές διατάξεις του

Αστικού Κώδικα 1 και στα πέντε βιβλία του. Ειδικότερα, ο όρος αυτός απαντάται στις

διατάξεις των άρθρων 9 2, για τη δικαιοπρακτική ικανότητα του αλλοδαπού που

επιχειρεί δικαιοπραξία στην Ελλάδα, 137 3, για τη δικαιοπρακτική ικανότητα του

ανηλίκου που τελεί γάμο, 248 4, για την παραγραφή των οικογενειακών αξιώσεων,

612 5, για την καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης από τους κληρονόμους του

μισθωτή σε περίπτωση θανάτου του τελευταίου, 612Α 6, για την καταγγελία

* Εισήγηση στο 10

ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ένωσης Αστικολόγων με το γενικό θέμα

«Τριάντα χρόνια εφαρμογής του ν. 1329/1983 για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού

δικαίου» που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη, την Παρασκευή 22 και το Σάββατο 23

Φεβρουαρίου 2013. 1 Προεδρικό Διάταγμα με τον αριθμό 456 της 17

ης/24

ης Οκτωβρίου 1984 (ΦΕΚ 164, τεύχος

Α΄). 2 Αλλοδαπός που επιχειρεί στην Ελλάδα δικαιοπραξία για την οποία είναι ανίκανος κατά το

δίκαιο της ιθαγένειάς του, θεωρείται ικανός να την επιχειρήσει, αν κατά το ελληνικό δίκαιο

έχει αυτή την ικανότητα. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις δικαιοπραξίες οικογενειακού

και κληρονομικού δικαίου ούτε στις εμπράγματες δικαιοπραξίες για ακίνητα που βρίσκονται

έξω από την Ελλάδα. 3 Ο έγγαμος ανήλικος μπορεί να επιχειρεί μόνος του κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη για να

συντηρεί ή να βελτιώνει την περιουσία του ή για να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της

προσωπικής του συντήρησης και εκπαίδευσης, καθώς και τις τρέχουσες ανάγκες της

οικογένειάς του. Μπορεί επίσης: 1. να εκμισθώνει μόνος τα ακίνητά του, αστικά ή αγροτικά,

το πολύ για μία εξαετία 2. να εισπράττει μόνος του εισοδήματα από την περιουσία του 3. να

διεξάγει μόνος του κάθε δίκη σχετική με τις παραπάνω δικαιοπραξίες. 4 Αξίωση από οικογενειακή έννομη σχέση δεν παραγράφεται εφόσον επιδιώκεται να

αποκατασταθεί για το μέλλον η κατάσταση που αρμόζει στη σχέση αυτή. 5 Όταν αποβιώσει ο μισθωτής, οι κληρονόμοι του έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν τη

μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται τουλάχιστον πριν από τρεις μήνες και ισχύει για το τέλος του

ημερολογιακού μήνα. Στην περίπτωση, όπου το μίσθιο χρησίμευε, όσο ζούσε ο μισθωτής, ως

οικογενειακή στέγη με την έννοια του άρθρου 1393 και ζει κατά το χρόνο του θανάτου του ο

σύζυγός του, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη μίσθωση περιέρχονται αποκλειστικά

σ’ αυτόν, ο οποίος δικαιούται όμως, τηρώντας την προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου,

να καταγγείλει οποτεδήποτε τη μίσθωση. 6 Στην περίπτωση όπου το μίσθιο χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη και η χρήση αυτή έχει

γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή, η καταγγελία της μίσθωσης, στην οποία αυτός προβαίνει,

2

σύμβασης μίσθωσης ακινήτου που χρησιμοποιείται ως οικογενειακή στέγη, 647 7, για

την καταγγελία σύμβασης επίμορτης αγροληψίας σε περίπτωση ανικανότητας του

αγρολήπτη για καλλιέργεια, 664 8, για τον συμψηφισμό απαιτήσεων του εργοδότη

κατά του εργαζομένου στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας, 835 9, 836

10, για την ευθύνη

ξενοδόχου, 932 11

, για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης,

1184 12

, για το περιεχόμενο του εμπράγματου δικαιώματος της οίκησης, 1389 13

, για

την κοινή συμβολή των συζύγων στο πλαίσιο του γάμου, 1390 14

, 1393 15

, για τη

είναι άκυρη, εφόσον δεν την κοινοποιεί και στο σύζυγο του μισθωτή, τηρώντας την ίδια

προθεσμία που τυχόν απαιτείται για την καταγγελία. 7 Ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση πριν από έξι μήνες και για το τέλος

της γεωργικής περιόδου του μισθίου, αν ο αγρολήπτης έγινε από χρόνιο νόσημα ανίκανος να

καλλιεργεί το κτήμα και τα μέλη της οικογένειάς του δεν μπορούν να τον αντικαταστήσουν σ’

αυτό. 8 Ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του κατά του

εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του

εργαζομένου και της οικογένειάς του. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για το συμψηφισμό με

απαίτηση που έχει ο εργοδότης λόγω ζημίας που του προξένησε ο εργαζόμενος με δόλο κατά

την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας. Ο μισθός, εφόσον δεν υπόκειται σε συμψηφισμό, είναι

και ακατάσχετος. 9 Για χρήματα, χρεόγραφα και τιμαλφή η ευθύνη του ξενοδόχου σύμφωνα με το προηγούμενο

άρθρο περιορίζεται στο ποσό των ογδόντα οκτώ (88) ευρώ για κάθε πελάτη, εκτός αν ο

ξενοδόχος, γνωρίζοντας την ιδιότητα των πραγμάτων αυτών, ανέλαβε τη φύλαξή τους ή την

αποποιήθηκε, καθώς και αν η ζημία προήλθε από πταίσμα του ξενοδόχου ή της οικογένειας ή

του προσωπικού του. 10

Αν ο πελάτης, έχοντας πληροφορηθεί τη ζημία, βραδύνει αδικαιολόγητα να την αναγγείλει

στον ξενοδόχο, επέρχεται απόσβεση της αξίωσής του για αποζημίωση, εκτός αν είχε

παραδώσει τα πράγματα στον ξενοδόχο ή η ζημία οφείλεται σε πταίσμα του ξενοδόχου, της

οικογένειας ή του προσωπικού του. 11

Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία,

το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω

ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της

αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η

χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω

ψυχικής οδύνης. 12

Όποιος έχει την οίκηση, έχει δικαίωμα να κατοικεί στην οικοδομή με την οικογένειά του

και το ανάλογο προς την κοινωνική του θέση υπηρετικό προσωπικό. 13

Οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις

δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Η συνεισφορά γίνεται με

την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους. 14

Στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται ειδικότερα η αμοιβαία

υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων

τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο

της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η

εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. 15

Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι

επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του

συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση

ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ίδιων

(οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιός από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον

3

ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης, 1399 16

, για τη διαχείριση της

περιουσίας του ενός συζύγου από τον άλλο, 1407 17

, για τις δικαιοπραξίες που

καταρτίζονται από τον έναν σύζυγο στο πλαίσιο της κοινοκτημοσύνης, 1408 18

, για

την έκταση της υπεγγυότητας της κοινής περιουσίας στο πλαίσιο της

κοινοκτημοσύνης, 1413 19

, για τη λύση της κοινοκτημοσύνης, 1439 20

, για τον

ισχυρισμό κλονισμό ως λόγο λύσης του γάμου, 1508 21

, για τις σχέσεις γονέων και

κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Η απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται σε αναθεώρηση,

όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Αν το δικαίωμα χρήσης της οικογενειακής στέγης πηγάζει

από σχέση εργασίας ανάμεσα στον ένα από τους συζύγους και έναν τρίτο, η παραχώρηση της

χρήσης της στον άλλο σύζυγο από το δικαστήριο, σύμφωνα με τους όρους της προηγούμενης

παραγράφου, μπορεί να γίνει μόνον εφόσον συναινεί σ’ αυτό και ο τρίτος. 16

Αν ο ένας από τους συζύγους ανέθεσε στον άλλο τη διαχείριση της ατομικής του

περιουσίας, δεν υπάρχει υποχρέωση για λογοδοσία και για απόδοση των εισοδημάτων από τη

διαχείριση, εφόσον δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά. Τα εισοδήματα καταλογίζονται στην

υποχρέωση συνεισφοράς για τις ανάγκες της οικογένειας. Η παραίτηση από το δικαίωμα

ανάκλησης αυτής της ανάθεσης είναι άκυρη. 17

Δικαιοπραξίες αναφερόμενες σε περιουσιακά στοιχεία της κοινοκτημοσύνης, οι οποίες,

σύμφωνα με τους κανόνες που τη ρυθμίζουν, επιχειρούνται είτε και από τους δύο συζύγους

από κοινού είτε από τον ένα, αλλά με τη συναίνεση του άλλου, μπορούν να επιχειρούνται

εγκύρως και από τον ένα μόνο σύζυγο, με άδεια του δικαστηρίου, αν ο άλλος βρίσκεται σε

φυσική ή νομική αδυναμία ή αρνείται να δηλώσει τη βούλησή του και η δικαιοπραξία

επιβάλλεται από το συμφέρον της οικογένειας. 18

Στην περίπτωση όπου επιλέγεται σύστημα κοινοκτημοσύνης, η κοινή περιουσία, πέρα από

τα εμπράγματα δικαιώματα ή άλλα βάρη, με τα οποία βαρύνεται, είναι υπέγγυα και: 1. για

κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος, μέσα στα όρια της διαχειριστικής του

εξουσίας, για τη διαχείριση αυτής της περιουσίας 2. για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνει ο

ένας σύζυγος για τις ανάγκες της οικογένειας 3. για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνουν και

οι δύο σύζυγοι. 19

Ο καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη λύση της

κοινοκτημοσύνης: 1. αν επήλθε διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, που διήρκεσε τουλάχιστον

ένα έτος και συνεχίζεται κατά τη συζήτηση της αγωγής 2. αν, λόγω της κακής κατάστασης της

περιουσίας του άλλου συζύγου ή της κακής διαχείρισης από αυτόν της κοινής περιουσίας,

κινδυνεύουν τα συμφέροντα του ενάγοντος 3. αν υπάρχει αθέτηση, από τον άλλο σύζυγο, της

υποχρέωσής του για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας. Η απόφαση που διατάσσει τη

λύση της κοινοκτημοσύνης ενεργεί αναδρομικά από την ημέρα της επίδοσης της αγωγής στον

εναγόμενο. 20

Καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις

έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των

δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον

ενάγοντα. Εφόσον ο εναγόμενος δεν αποδεικνύει το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε

περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας αυτού, εγκατάλειψης του ενάγοντος ή επιβουλής της ζωής του

από τον εναγόμενο, καθώς και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής

βίας εναντίον του ενάγοντος. Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο

τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί,

έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά στο πρόσωπο του ενάγοντος. Η συμπλήρωση του

χρόνου διάστασης υπολογίζεται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται

από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των

συζύγων. 21

Το τέκνο, εφόσον αποτελεί μέλος του οίκου των γονέων του και ανατρέφεται ή διατρέφεται

από αυτούς, υποχρεούται να παρέχει στους γονείς του, για τη διοίκηση του οίκου ή την

4

τέκνων, 1509 22

, για τη γονική παροχή, 1529 23

, για τη χρησιμοποίηση εισοδημάτων

από την περιουσία του τέκνου ή και της περιουσίας αυτού, 1533 24

, για την ανάθεση

της επιμέλειας ανήλικου τέκνου σε ανάδοχη οικογένεια, 1552 25

, για τη δικαστική

αναπλήρωση της συναίνεσης σε περίπτωση υιοθεσίας, 1558 26

, για την απαγγελία της

άσκηση του επαγγέλματός τους, υπηρεσίες ανάλογες με τις δυνάμεις του και τις βιοτικές

συνθήκες του ίδιου και της οικογένειάς του. 22

Η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη

διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση

επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο το οποίο

επιβάλλουν οι περιστάσεις. Η ευθύνη όμως απέναντι στο τέκνο, εκείνου που έκανε την

παροχή, για πραγματικά ή νομικά ελαττώματα του πράγματος, κρίνεται πάντοτε κατά τις

διατάξεις για την ευθύνη του δωρητή. 23

Οι γονείς χρησιμοποιούν τα εισοδήματα από την περιουσία του τέκνου, την οποία διοικούν,

για τη συντήρηση, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του. Μπορούν επίσης να τα

χρησιμοποιήσουν και για τις ανάγκες της οικογένειας, στο μέτρο που αυτό κρίνεται εύλογο.

Ό,τι περισσεύει περιέρχεται στην περιουσία του τέκνου. Οι γονείς μπορούν επίσης, σε

περιπτώσεις εξαιρετικής ανάγκης και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 1526, να

χρησιμοποιούν και το κεφάλαιο της περιουσίας του τέκνου. 24

Η αφαίρεση του συνόλου της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου και από τους δύο γονείς

και η ανάθεσή της σε τρίτο διατάσσονται από το δικαστήριο μόνο όταν άλλα μέτρα έμειναν

χωρίς αποτέλεσμα ή κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής,

πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου. Το δικαστήριο ορίζει την έκταση της γονικής

μέριμνας που παραχωρεί στον τρίτο, και τους όρους της άσκησής της. Το δικαστήριο

αποφασίζει την ανάθεση της πραγματικής φροντίδας ή της επιμέλειας στον τρίτο κατά τη

δεύτερη παράγραφο του προηγούμενου άρθρου ή την πρώτη παράγραφο του παρόντος,

ύστερα από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και γενικά της καταλληλότητάς του,

στηριζόμενο υποχρεωτικά σε βεβαίωση της κοινωνικής υπηρεσίας. Η ανάθεση γίνεται σε

κατάλληλη οικογένεια, κατά προτίμηση συγγενική (ανάδοχη οικογένεια) και, αν αυτό δεν

είναι δυνατό, σε κατάλληλο ίδρυμα. 25

Δικαστική αναπλήρωση της συναίνεσης. Η συναίνεση των γονέων για υιοθεσία του τέκνου

τους αναπληρώνεται, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, στις ακόλουθες

περιπτώσεις: α) αν οι γονείς είναι άγνωστοι ή το τέκνο είναι έκθετο, β) αν και οι δύο γονείς

έχουν εκπέσει από τη γονική μέριμνα ή βρίσκονται σε καθεστώς στερητικής δικαστικής

συμπαράστασης που τους αφαιρεί και την ικανότητα να συναινούν για την υιοθεσία του

παιδιού τους, γ) αν οι γονείς έχουν άγνωστη διαμονή είτε πριν είτε μετά την παροχή της

γενικής εξουσιοδότησης του άρθρου 1554, δ) αν το τέκνο προστατεύεται από αναγνωρισμένη

κοινωνική οργάνωση, έχει αφαιρεθεί από τους γονείς η άσκηση της επιμέλειας, σύμφωνα με

τις διατάξεις των άρθρων 1532 και 1533, και αυτοί αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν

και ε) αν το τέκνο έχει παραδοθεί με τη συναίνεση των γονέων σε οικογένεια για φροντίδα και

ανατροφή, με σκοπό την υιοθεσία, και έχει ενταχθεί σε αυτήν επί χρονικό διάστημα ενός

τουλάχιστον έτους, οι δε γονείς εκ των υστέρων αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν. Αν

οι περιπτώσεις α΄έως ε΄συντρέχουν μόνο στο πρόσωπο του ενός εκ των γονέων, η απόφαση

του δικαστηρίου αναπληρώνει τη συναίνεση μόνο αυτού. Με απόφαση του δικαστηρίου

αναπληρώνεται και η συναίνεση του επιτρόπου για την υιοθεσία του ανηλίκου, εφόσον ο

τελευταίος προστατεύεται από αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση και ο επίτροπος αρνείται

καταχρηστικά να συναινέσει. 26

Το δικαστήριο απαγγέλλει την υιοθεσία, εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου και αφού

διαπιστώσει, συνεκτιμώντας και την έκθεση του προηγούμενου άρθρου, ότι, εν όψει της

προσωπικότητας, της υγείας και της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης εκείνου που

υιοθετεί και του υιοθετουμένου, καθώς και της αμοιβαίας ικανότητάς τους προσαρμογής, η

υιοθεσία συμφέρει τον υιοθετούμενο.

5

υιοθεσίας, 1561 27

, για την ένταξη του υιοθετουμένου στην οικογένεια του θετού

γονέα, 1575 28

, για τα αποτελέσματα της λύσης της υιοθεσίας, 1607 29

, 1608 30

, για τη

διαβίωση ανηλίκου υπό επιτροπεία σε ανάδοχη οικογένεια, 1655 31

, για τη διατήρηση

των σχέσεων ανηλίκου υπό αναδοχή με τη φυσική οικογένειά του, 1660 32

, για την

αφαίρεση αρμοδιοτήτων από τους φυσικούς γονείς ανηλίκου υπό αναδοχή, 1663 33

,

για την άρση της αναδοχής, 1888 34

, για την τύχη οικογενειακών εγγράφων στο

27

Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια, με

εξαίρεση τις ρυθμίσεις περί κωλυμάτων γάμου των άρθρων 1356 και 1357 και ο ανήλικος

εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα του. Εναντι του θετού γονέα και των

συγγενών του ο ανήλικος έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε

γάμο. Το ίδιο ισχύει και για τους κατιόντες του θετού τέκνου. Σε περίπτωση ταυτόχρονης ή

διαδοχικής υιοθεσίας περισσοτέρων, δημιουργείται μεταξύ τους συγγένεια όμοια με αυτήν

που υπάρχει μεταξύ αδελφών. 28

Με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση που λύνει την υιοθεσία, η υιοθεσία αίρεται για το

μέλλον, παύει η σχέση συγγένειας του θετού τέκνου και των κατιόντων του με αυτόν που το

υιοθέτησε και τους έως τότε συγγενείς του και αναβιώνουν οι δεσμοί με τη φυσική

οικογένεια. Το δικαστήριο όμως μπορεί να αναθέτει, σ’ αυτή την περίπτωση, την άσκηση της

γονικής μέριμνας του θετού τέκνου, εφόσον είναι ανήλικο, σε τρίτον, αν το επιβάλλει το

συμφέρον του. 29

Ο επίτροπος μπορεί, με την άδεια του δικαστηρίου, ύστερα από γνωμοδότηση του

εποπτικού συμβουλίου, να εμπιστεύεται τη διαβίωση και την πραγματική φροντίδα του

ανηλίκου σε κατάλληλη οικογένεια (ανάδοχη οικογένεια) και, αν δεν βρίσκεται τέτοια

οικογένεια, σε κατάλληλο ίδρυμα. Αν το εποπτικό συμβούλιο αρνείται να γνωμοδοτήσει ή

γνωμοδοτεί αρνητικά, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίζει σχετικά και με μόνη την αίτηση

του επιτρόπου. Το δικαστήριο μπορεί, και χωρίς αίτηση του επιτρόπου, να εμπιστευθεί τη

διαβίωση και την πραγματική φροντίδα του ανηλίκου σε οικογένεια ή σε ίδρυμα, είτε

αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο

συμφέρον, μετά γνώμη του εποπτικού συμβουλίου, αν η σωματική αγωγή ή η πνευματική

ανάπτυξη του ανηλίκου δεν προάγονται με τις φροντίδες του επιτρόπου. 30

Η κατά το προηγούμενο άρθρο ανάθεση γίνεται ύστερα από έρευνα της αρμόδιας

κοινωνικής υπηρεσίας για το ήθος, τις βιοτικές συνθήκες και την εν γένει καταλληλότητα της

οικογένειας ή του ιδρύματος. Η σχετική έκθεση συνεκτιμάται από το δικαστήριο. 31

Οταν τρίτοι έχουν την πραγματική φροντίδα του προσώπου του ανηλίκου, γιατί τους την

ανέθεσαν είτε οι φυσικοί γονείς ή ο επίτροπος είτε το δικαστήριο (ανάδοχοι γονείς ή ανάδοχη

οικογένεια), οι έννομες σχέσεις μεταξύ του ανηλίκου και της φυσικής του οικογένειας ή του

επιτρόπου και ιδίως οι αρμοδιότητες από τη γονική μέριμνα ή την επιτροπεία παραμένουν

αμετάβλητες, εφόσον δεν ορίζεται στο νόμο διαφορετικά. 32

Οταν η ένταξη του ανηλίκου στην ανάδοχη οικογένεια γίνεται διαρκέστερη, ενώ παράλληλα

εξασθενούν οι δεσμοί του με τους φυσικούς γονείς του, οι ανάδοχοι γονείς έχουν το δικαίωμα

να ζητούν από το δικαστήριο να αφαιρεί από τους φυσικούς γονείς εν μέρει ή εν όλω την

επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου ή και τη διοίκηση της περιουσίας του. Στην τελευταία

περίπτωση οι ανάδοχοι γονείς καθίστανται επίτροποι. 33

Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αίρει την ανάθεση και να εμπιστεύεται τη φροντίδα του

ανηλίκου σε άλλους, με αίτηση των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου, άλλων συγγενών, του

εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, όταν διαπιστώνει ότι η ανάδοχη οικογένεια δεν είναι

κατάλληλη να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της. 34

Κάθε συγκληρονόμος μπορεί να ζητήσει αυτούσια τη μερίδα του στα κινητά και τα ακίνητα

της κληρονομίας. Έγγραφα που αφορούν τις προσωπικές σχέσεις του κληρονομουμένου ή της

οικογένειάς του ή ολόκληρη την κληρονομία παραμένουν κοινά και παραδίδονται για φύλαξη

σε ένα συγκληρονόμο που ορίζεται από το δικαστήριο της διανομής.

6

πλαίσιο διανομής της κληρονομίας, 1889 35

, για την τύχη της οικογενειακής στέγης σε

περίπτωση διανομής της κληρονομίας, 1929 36

, για το οικογενειακό καταπίστευμα,

1930 37

, 1944 38

, για την εκποίηση της κληρονομίας και 2010 39

, για το οικογενειακό

κληροδότημα.

Διαπιστώνεται, επομένως, ότι ο ορισμός της «οικογένειας» δεν παρέχεται από

καμία διάταξη του Αστικού Κώδικα. Οι θεωρητικοί του οικογενειακού δικαίου,

προσεγγίζουν την έννοια της οικογένειας κατά κύριο λόγο στη βάση κοινωνιολογικών

και βιολογικών δεδομένων. Ενδεικτικά 40

, ο Γεώργιος Κουμάντος 41

επισημαίνει ότι ο

όρος «οικογένεια» χρησιμοποιείται με πολλές διαφορετικές έννοιες. Μπορεί να

σημαίνει μόνο το ανδρόγυνο (συζυγική οικογένεια), την ανύπαντρη μητέρα που ζει με

το παιδί της ή τον ανύπαντρο πατέρα που ζει με το υιοθετημένο ή αναγνωρισμένο

35

Αν υπάρχει στην κληρονομία που πρέπει να διανεμηθεί, ακίνητο που χρησίμευε όσο ζούσε

ο κληρονομούμενος ως ο κύριος τόπος διαμονής του ίδιου και του συζύγου του που επιζεί, το

δικαστήριο μπορεί, κατά τη διανομή της κληρονομίας, ύστερα από αίτηση του τελευταίου,

εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να επιδικάσει την κυριότητα του ακινήτου αποκλειστικά

σ’ αυτόν. Αν η αξία του ακινήτου κατά το θάνατο του κληρονομουμένου είναι μεγαλύτερη

από την αξία της κληρονομικής μερίδας του συζύγου που επιζεί, η επιδίκαση γίνεται αφού ο

τελευταίος καταβάλει τη διαφορά. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και σε περίπτωση διανομής

μόνο του ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη, αν αυτό περιήλθε σε

περισσότερους, ανάμεσα στους οποίους είναι ο σύζυγος που επιζεί. 36

Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και όρισε η κληρονομία ή ποσοστό της να

διατηρηθεί στην οικογένειά του, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1923 παρ. 2

θεωρούνται σε περίπτωση αμφιβολίας καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του

εγκατάστατου όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου το διαθέτη αν πέθαινε

κατά το θάνατο του εγκατάστατου. Για άλλους απώτερους συγγενείς του διαθέτη δεν ισχύει το

οικογενειακό καταπίστευμα. 37

Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και όρισε η κληρονομία ή ποσοστό της να

διατηρηθεί στην οικογένεια του κληρονόμου, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου

1923 παρ. 2 θεωρούνται σε περίπτωση αμφιβολίας καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του

εγκαταστάτου όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου τον κληρονόμο. Για

άλλους απώτερους συγγενείς του κληρονόμου δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα. 38

Κληρονομική μερίδα που επάγεται στον πωλητή μετά την αγοραπωλησία από

καταπίστευμα ή από έκπτωση συγκληρονόμου, καθώς και το εξαίρετο που καταλείφθηκε στον

πωλητή, σε περίπτωση αμφιβολίας δεν θεωρείται ότι περιλαμβάνονται στην πώληση. Το ίδιο

ισχύει και για οικογενειακά έγγραφα και κειμήλια. 39

Αν κατά τη θέληση του διαθέτη το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε πρέπει να μείνει για

πάντα στη δική του οικογένεια, θεωρούνται ότι έχουν τιμηθεί με κληροδοσία κατά

υποκατάσταση εκείνοι μόνο από τους συγγενείς του προηγούμενου άρθρου, οι οποίοι θα

κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου το διαθέτη, αν πέθαινε τότε που πέθανε ο βεβαρημένος πρώτος

κληροδόχος. 40

Βλ. άλλες παραπομπές στη θεωρία του οικογενειακού δικαίου ως προς τον ορισμό της

οικογένειας, στον Στυλ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεύτερη

έκδοση, 2001, πργ. 5 IV 1 γ, στη σημείωση με τον αριθμό 224, σελ. 292-293. 41

Παραδόσεις οικογενειακού δικαίου, τέταρτη έκδοση, 1985, σελ. 19, ο ίδιος, Οικογενειακό

δίκαιο πρώτος τόμος, 1988, σελ. 16-17, ο ίδιος, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στο οικογενειακό

δίκαιο, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, τόμος VII, δεύτερη έκδοση, 2007, υπό το στοιχείο

X, αριθ. 73 επ., σελ. 20-21.

7

παιδί του (μονογονική οικογένεια), τους γονείς και τα παιδιά τους, προπάντων όταν

αυτά είναι ανήλικα και ανύπαντρα και ζουν με τους γονείς τους (μικρή οικογένεια),

έναν πλατύτερο κύκλο προσώπων ή οικογενειών που κατάγονται από έναν κοινό

γενάρχη και ζουν μαζί (πατριαρχική οικογένεια) ή, επίσης, όλα τα πρόσωπα με

διαπιστώσιμη ακόμη κοινή καταγωγή, άσχετα από το βαθμό της συγγένειάς τους ή

από τη συμβίωσή τους (οικογένεια με πλατιά έννοια). Η οικογένεια, λοιπόν, κατά τον

συγγραφέα ως κοινωνική ομάδα με νομική σημασία και αναγνωρισμένη από το

δίκαιο, αλλά χωρίς ιδιαίτερη υπόσταση, αφού στερείται νομικής προσωπικότητας,

στηρίζεται σε ένα διπλό βιολογικό φαινόμενο : τη σεξουαλική σχέση μεταξύ των

συζύγων και τη σχέση καταγωγής μεταξύ γονέων και τέκνων. Πάνω σε αυτές τις

βιολογικές σχέσεις κτίζεται και το κοινωνικό φαινόμενο που λέγεται «οικογένεια» και

η νομική ρύθμισή του. Κατά τον Παύλο Φίλιο 42

, η οικογένεια, ως θεσμός με ρητή

συνταγματική κατοχύρωση, δεν προσδιορίζεται εννοιολογικά στον Αστικό Κώδικα,

παρά την επανειλημμένη αναφορά σ’ αυτήν. Το ειδικότερο περιεχόμενό της

καθορίζεται από το σκοπό των διατάξεων που αναφέρονται σ’ αυτήν. Η οικογένεια, η

οποία προϋπάρχει του δικαίου και βασίζεται σε βιολογικούς, αισθηματικούς και

κοινωνικούς λόγους, κατά την ιστορική της διαδρομή εμφανίζει μειωτική τάση : Από

τη μεγάλη οικογένεια (σύζυγοι και παιδιά, παππούδες και εγγόνια, αδέλφια και

ανεψιοί, θείοι και εξάδελφοι) που αρχικά επικρατούσε, η έκτασή της βαθμιαία

περιορίζεται και καταλήγει στην εποχή μας στη μικρή οικογένεια (σύζυγοι και παιδιά,

συνήθως ανήλικα που ζουν κάτω από την ίδια στέγη). Επισημαίνει, επίσης, ο

συγγραφέας ότι τον τελευταίο καιρό εμφανίζεται η τάση να αποσυνδεθεί η οικογένεια

από το γάμο και τους βιολογικούς παράγοντες, ενώ η ελεύθερη συμβίωση διεκδικεί

νομοθετική ρύθμιση εν μέρει σύμφωνα με το γάμο, προσεγγίζοντας με τον τρόπο αυτό

την οικογένεια, προσέγγιση που σε κάποιο βαθμό επήλθε με το σύμφωνο συμβίωσης

(νόμος 3719/2008). Ο Θανάσης Παπαχρίστου 43

, θεωρεί την οικογένεια πρωτίστως

έννοια κοινωνιολογική που υποδηλώνει την πρωταρχική κοινωνική ομάδα, ο δεσμός

των μελών της οποίας συνυφαίνεται με βιολογικό γεγονός : Σεξουαλική σχέση ή

τεκνοποιΐα. Όταν το βιολογικό αυτό γεγονός ενσωματώνεται στο δίκαιο, εμφανίζεται

η νομική έννοια της οικογένειας. Η σεξουαλική σχέση εντάσσεται στο γάμο (ή

ενδεχομένως και στην ελεύθερη ένωση, στο βαθμό που αυτή αναγνωρίζεται από το

δίκαιο), ενώ η τεκνοποιΐα συνδέεται με τη νομική θεμελίωση της μητρότητας και της

42

Οικογενειακό δίκαιο, τέταρτη έκδοση, 2011, πργ. 3 Α, σελ. 8-9. 43

Εγχειρίδιο οικογενειακού δικαίου, τρίτη έκδοση, 2005, σελ. 1 και 2.

8

πατρότητας. Περαιτέρω, οικογένεια, τόσο από κοινωνιολογική όσο και από νομική

άποψη, δημιουργεί και η υιοθεσία, στην οποία το βιολογικό γεγονός, η γέννηση,

υποκαθίσταται, κατά μίμηση της φύσης, από μια νομική πράξη. Η κοινωνιολογική

έννοια της οικογένειας διαπλέκεται με τη διάκριση ανάμεσα σε «ευρεία» ή

«πατριαρχική» οικογένεια που συγκεντρώνει περισσότερα έγγαμα ζεύγη υπό τον

κοινό γενάρχη και την «πυρηνική» ή «συζυγική» οικογένεια που συγκροτείται από

τους συζύγους και τα ανήλικα ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, και τα ενήλικα αλλά

άγαμα τέκνα τους. Κατά την άποψη του συγγραφέα, μορφή οικογένειας από

κοινωνιολογική άποψη αποτελεί και η «ελεύθερη ένωση», δηλαδή η εξώγαμη

συμβίωση με στοιχεία μονιμότητας και κοινωνικής παρουσίας, μολονότι, δε, αυτή

κείται, καταρχήν τουλάχιστον, εκτός του χώρου του δικαίου, αφού οι σύντροφοι που

την απαρτίζουν αρνούνται, ή αδυνατούν να δώσουν νομική επένδυση στη σχέση τους,

το δίκαιο δεν μπορεί να μείνει αδιάφορο μπροστά σε μια πραγματική κατάσταση που

προσομοιάζει έντονα με την έγγαμη συμβίωση. Γι’ αυτό το λόγο προτείνεται από τον

συγγραφέα η επέκταση ορισμένων ρυθμίσεων που αφορούν το γάμο και στην

ελεύθερη ένωση με την άμεση ή έμμεση αναγνώρισή της από το δίκαιο. Ως προς το

ζήτημα, στο οποίο κυρίως αναφέρεται η μελέτη αυτή, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η

αόριστη νομική έννοια της οικογένειας στη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ 44

(επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στην οικογένεια του

θύματος, σε περίπτωση θανάτωσής του), είναι εξαιρετικά ευρεία, αφού υπερβαίνει

σημαντικά το πλαίσιο της «πυρηνικής» οικογένειας και περιλαμβάνει και απώτερους

ακόμη συγγενείς, ενώ επίσης περιλαμβάνει, κατά τον συγγραφέα, και τον εξώγαμο

σύντροφο του θανόντος. Ο Ιωάννης Δεληγιάννης 45

, επισημαίνει την εννοιολογική

πολλαπλότητα του όρου «οικογένεια» που οφείλεται βασικά στην ιστορική εξέλιξη

του κοινωνικού αυτού φαινομένου, θεωρεί ότι στον πυρήνα τους όλες οι σημασίες του

όρου έχουν ως κοινό τους γνώρισμα ένα σύνολο ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους

ως ομάδα με ένα βιολογικό γεγονός : τη σεξουαλική ένωση δύο προσώπων

διαφορετικού φύλου, από την οποία απορρέει η τεκνοποιΐα, η καταγωγή από έναν

κοινό γεννήτορα και γενικότερα ο δεσμός της οικογένειας, αντιδιαστέλλει σε αυτή την

44

Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία,

το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω

ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της

αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η

χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω

ψυχικής οδύνης. 45

Οικογενειακό δίκαιο, πρώτος τόμος, 1986, σελ. 21 επ.

9

κοινωνιολογική έννοια της οικογένειας τη νομική έννοιά της που κυρίως

χαρακτηρίζεται από την προσθήκη στα προαναφερόμενα βιολογικά χαρακτηριστικά

και του νομικού στοιχείου του γάμου, οπότε οικογένεια από νομική άποψη αποτελεί,

κατά τον συγγραφέα, η αναγνωριζόμενη και ρυθμιζόμενη από το δίκαιο ανθρώπινη

ομάδα που τα μέλη της συνδέονται μεταξύ τους με το γάμο ή τη σχέση καταγωγής και

γενικότερα τη συγγένεια που και αυτές πηγάζουν από το γάμο. Στη συνέχεια, ο

συγγραφέας διακρίνει τη στενή μορφή της «συζυγικής» οικογένειας που περιλαμβάνει

τους συζύγους και τα ανήλικα, ή έστω ακόμη άγαμα τέκνα τους, εφόσον ζουν όλοι

αυτοί μαζί κάτω από την ίδια στέγη, την οικογένεια με ευρεία έννοια, η οποία

αποτελείται από περισσότερες «συζυγικές» οικογένειες που συνδέονται μεταξύ τους

με κοινή καταγωγή από τον ίδιο γενάρχη και με τη συμβίωσή τους κάτω από την ίδια

στέγη και με κοινούς πόρους και την ευρύτατη έννοια της οικογένειας που αποτελεί το

σύνολο των προσώπων, τα οποία συνδέονται με κοινή καταγωγή ή γάμο, ανεξάρτητα

από το βαθμό συγγένειας ή συμβίωσης 46

. Η Ευτυχία Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη 47

,

ορίζει την οικογένεια ως τη βασική κοινωνική μονάδα που αποτελείται από άτομα, τα

οποία συνδέονται μεταξύ τους είτε με το γάμο, είτε με τη γέννηση, είτε με την

υιοθεσία. Στις δικαιϊκές ρυθμίσεις που ίσχυσαν κατά καιρούς στις χώρες όλου του

κόσμου απαντώνται διάφορες μορφές οικογένειας που είναι δυνατό να διακριθούν

μεταξύ τους με διάφορα κριτήρια. Κατά πρώτο λόγο, με κριτήριο τον ευρύτερο ή

στενότερο κύκλο προσώπων που την αποτελούν, η οικογένεια διακρίνεται σε

«ευρεία» ή «πατριαρχική» και σε «μικρή» ή «συζυγική» ή «πυρηνική» οικογένεια. Η

πρώτη, περιλαμβάνει περισσότερες μικρές οικογένειες με μέλη που κατάγονται από

τον ίδιο γενάρχη και ζουν μαζί με κοινούς πόρους, ενώ η δεύτερη, αποτελείται μόνο

από τους συζύγους και τα ανήλικα και τα άγαμα τέκνα τους 48

. Ως προς το ζήτημα των

«εναλλακτικών οικογενειακών σχημάτων» ή «εναλλακτικών οικογενειακών μορφών»,

στα οποία συγκαταλέγεται η «ελεύθερη ένωση» μόνιμων συντρόφων που συζούν

χωρίς γάμο, η συγγραφέας θέτει το ερώτημα εάν είναι αναγκαίο, είτε μέσω της

46

Βλ. και άλλες διακρίσεις της οικογένειας, στις οποίες προβαίνει ο ίδιος συγγραφέας, σε

άρτια ή ολοκληρωμένη και σε μη άρτια ή ατελή, στην οποία εντάσσει την οικογένεια, όπου

δεν υπάρχουν τέκνα και τη μονογονεϊκή οικογένεια κ.λπ., ό.π., σελ. 23-24. 47

Οικογενειακό δίκαιο, πρώτος τόμος, πέμπτη έκδοση, 2012, σελ. 18-22. 48

Βλ. και άλλες διακρίσεις της οικογένειας, στις οποίες προβαίνει η ίδια συγγραφέας, α) σε

άρτια ή ολοκληρωμένη και σε μη άρτια ή ατελή, στην οποία εντάσσει την οικογένεια, όπου

δεν υπάρχουν τέκνα και τη μονογονεϊκή οικογένεια, β) σε οικογένεια χωρίς γάμο (εξώγαμη)

και σε οικογένεια που έχει δημιουργηθεί με γάμο, γ) σε φυσική και σε θετή οικογένεια, δ) σε

πολυγαμική και μονογαμική οικογένεια κ.λπ., ό.π., σελ. 20-21.

10

ερμηνείας, είτε μέσω της νομοθεσίας, να απονεμηθούν στα μέλη των ενώσεων αυτών

τα ίδια ή παρόμοια δικαιώματα με αυτά που απολαμβάνουν τα μέλη της «συμβατικής»

οικογένειας και επομένως εάν στην έννοια της οικογένειας εντάσσονται και οι

εναλλακτικές αυτές μορφές συμβίωσης.

ΙΙ.- Η έννοια της οικογένειας στο συνταγματικό δίκαιο.

Στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος (άρθρα 4-25), το οποίο αναφέρεται στα

ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, απαντάται η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1,

σύμφωνα με την οποία, η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του

Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την

προστασία του Κράτους.

Κατά τον Πρόδρομο Δαγτόγλου 49

, η οικογένεια αποτελείται κατά κύριο λόγο

από τους συζύγους (ή τους συντρόφους της άγαμης συμβίωσης) και τα παιδιά τους,

φυσικά και υιοθετημένα, έστω και εάν δεν συζούν στην ίδια κατοικία. Όμως και οι

σύζυγοι μόνοι τους αποτελούν ήδη «οικογένεια» και έχουν «οικογενειακή ζωή» που

προστατεύεται από το Σύνταγμα. Επίσης, οι γονείς των συζύγων, έστω και εάν δεν

συζούν με αυτούς, ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια και μετέχουν συνήθως σε

ποικίλο βαθμό στην οικογενειακή ζωή, ενώ η διάλυση του γάμου ή της άγαμης

συμβίωσης διαλύει μεν την οικογένεια μεταξύ των συζύγων, όχι όμως και μεταξύ

αυτών και των κοινών τέκνων τους. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι, παρά το γεγονός

πως ο γάμος, κατά την έννοια του Αστικού Κώδικα, αποτελεί τη βάση της

πλειοψηφίας των ελληνικών οικογενειών και προστατεύεται ρητά από το Σύνταγμα,

δεν αποτελεί πάντως προϋπόθεση για τη συνταγματική έννοια και προστασία της

οικογένειας και της οικογενειακής ζωής. Αυτό προκύπτει αφενός μεν από το γεγονός

ότι η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος δεν διακρίνει σχετικά,

αφετέρου δε από το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος δεν

ταυτίζει την οικογένεια και το γάμο (όπως επίσης ούτε το γάμο και τη μητρότητα),

αλλά θέτει υπό την προστασία του Κράτους όχι μόνο το γάμο, αλλά και την

οικογένεια (και τη μητρότητα), αυτή καθεαυτήν. Ενώ όμως η ύπαρξη γάμου

αποδεικνύει, χωρίς άλλο, την ύπαρξη οικογένειας, είναι αναγκαία η συνδρομή άλλων

αποδεικτικών στοιχείων, όπως η φυσική συγγένεια ή η συμβίωση και η αμοιβαία

49

Συνταγματικό δίκαιο, ατομικά δικαιώματα, τέταρτη έκδοση, 2012, πργ. 501 επ., σελ. 333-

334.

11

διατροφή, όπου δεν υπάρχει γάμος, αλλά «φυσική» οικογένεια 50

. Ο Κωνσταντίνος

Χρυσόγονος 51

, επισημαίνει ότι το Σύνταγμα θέτει υπό την προστασία του Κράτους

μεταξύ άλλων (μαζί με το γάμο, τη μητρότητα και την παιδική ηλικία) και την

οικογένεια, με μια ιδεολογικά φορτισμένη διατύπωση («ως θεμέλιο της συντήρησης

και προαγωγής του Κράτους»), με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος,

στην οποία συνυπάρχουν το ατομικό δικαίωμα για την ίδρυση οικογένειας 52

, το

κοινωνικό δικαίωμα για την προστασία της και η θεσμική εγγύηση της οικογένειας.

Ως οικογένεια κατά το Σύνταγμα νοείται η κοινότητα γονέων και τέκνων, φυσικών και

υιοθετημένων, ανεξάρτητα εάν αυτά είναι γεννημένα ύστερα από γάμο ή όχι, δηλαδή

η οικογένεια υπό στενή έννοια («πυρηνική» οικογένεια). Κατά τον συγγραφέα,

σύζυγοι χωρίς τέκνα δεν αποτελούν οικογένεια κατά την έννοια αυτή, αφού ο γάμος

απολαμβάνει ιδιαίτερης συνταγματικής προστασίας. Επίσης, δεν αποτελούν

οικογένεια όσοι συμβιώνουν ελεύθερα χωρίς τέκνα, διότι αυτοί προδήλως δεν

επιθυμούν την υπαγωγή τους σε νομικές ρυθμίσεις και συνεπώς και δεσμεύσεις και

για το λόγο αυτό θα ήταν αντιφατικό να τύχουν μόνο προστασίας με βάση την

προαναφερόμενη συνταγματική διάταξη. Από τη συνταγματική προστασία του γάμου

δεν μπορεί πάντως να συναχθεί εξ αντιδιαστολής απαγόρευση κάθε νομοθετικής

ρύθμισης ελεύθερων ενώσεων ή ακόμη και κάποιας μορφής νομικού δεσμού μεταξύ

συμβιούντων ομόφυλων προσώπων. Ο κοινός νομοθέτης είναι καταρχήν ελεύθερος να

θεσπίσει ή να μη θεσπίσει διατάξεις σχετικές με παρόμοιες μορφές συμβίωσης, αφού

αυτές ούτε προστατεύονται, ούτε απαγορεύονται από το άρθρο 21 παρ. 1 του

Συντάγματος. Εφόσον πάντως δεν έχουν θεσπιστεί παρόμοιες διατάξεις, δεν χωρεί

ανάλογη εφαρμογή, σε περίπτωση ελεύθερης συμβίωσης, διατάξεων που αφορούν το

γάμο, όπως η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του

άρθρου 1400 παρ. 1 του ΑΚ, ή η απονομή σύνταξης στη χήρα συνταξιούχου, αφού

μια τέτοια ανάλογη εφαρμογή θα νόθευε τον ηθελημένο από τους συμβιούντες

ελεύθερο χαρακτήρα της συμβίωσής τους.

50

Πρβλ. την άποψη του Αθανασίου Ράικου, Συνταγματικό δίκαιο ΙΙΙ, θεμελιώδη δικαιώματα,

τέταρτη έκδοση, 2011, σελ. 264-265, σύμφωνα με τον οποίο δεν προστατεύονται

συνταγματικά, με τις διατάξεις του Συντάγματος για το γάμο, οι συμφωνίες συμβίωσης

μεταξύ ετερόφυλων προσώπων χωρίς γάμο ή ομόφυλων προσώπων, το δικαίωμα, δε, σύναψης

τέτοιων συμφωνιών μπορεί να συναχθεί από την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας,

εφόσον δεν θεωρηθούν αντίθετες προς τα χρηστά ήθη. 51

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, τρίτη έκδοση, 2006, πργ. 33, σελ. 535 επ. 52

Αντίθετος ο Αθ. Ράικος, ό.π., σελ. 264, σύμφωνα με τον οποίο το δικαίωμα ίδρυσης

οικογένειας απορρέει από το γενικό ατομικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της

προσωπικότητας και όχι από το κοινωνικό δικαίωμα του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος.

12

ΙΙΙ.- Γενικά πορίσματα της νομολογίας, ως προς την έννοια της

οικογένειας, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας,

ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί να

επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας

του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική

αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής

οδύνης.

Η νομολογία, με βάση τις παραδοχές της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου

Πάγου με τον αριθμό 21/2000 53

, διατυπώνει τη θέση ότι στη διάταξη αυτή (του

άρθρου 932 του ΑΚ) δεν προσδιορίζεται μεν η έννοια του όρου «οικογένεια του

θύματος», προδήλως γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει κατά τρόπο

δεσμευτικό τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, εξαιτίας της φύσης του, υφίσταται

αναπόφευκτα τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή

του χρόνου. Κατά την αληθινή, όμως, έννοια της διάταξης αυτής που απορρέει από το

σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος, ως αόριστης νομικής έννοιας,

περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενά συνδεόμενοι συγγενείς του προσώπου που

θανατώθηκε, οι οποίοι δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην

ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, ενώ είναι

αδιάφορο εάν τα πρόσωπα αυτά ζούσαν μαζί με το πρόσωπο που θανατώθηκε ή εάν

διέμεναν χωριστά. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης

στα δικαιούμενα πρόσωπα, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Αστικού

Κώδικα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της

ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας, αισθημάτων αγάπης και

στοργής μεταξύ των προσώπων αυτών και του προσώπου που θανατώθηκε, ενόσω ο

τελευταίος βρισκόταν στη ζωή, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων –

αισθημάτων– μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό είτε όλων των προσώπων αυτών,

είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς από την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης 54

.

53

ΕλλΔνη 2001, 55 = ΧρΙΔ 2001, 117, με παρατηρήσεις Λ. Κιτσαρά. 54

ΟλΑΠ 10/2011, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS = ΝοΒ

2011, 1522 = ΕλλΔνη 2011 = 710 = ΧρΙΔ 2011, 742 = ΕφΑΔ 2011, 1167, ΑΠ 874/2007,

δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ 1141/2007, ΝοΒ 2007,

13

Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προαναφερόμενων προσώπων

περιλαμβάνονται ο ή η σύζυγος, τα τέκνα και γενικά οι απώτεροι κατιόντες (εγγόνια-

δισέγγονα), οι αδελφοί του θανόντος (αμφιθαλείς και ετεροθαλείς 55

), οι γονείς (και οι

θετοί 56

), οι παππούδες και γιαγιάδες 57

, όπως επίσης και οι συγγενείς εξ αγχιστείας

πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά 58

, γαμπρός και νύφη από τέκνο) 59

.

2334, ΑΠ 1362/2007, ΕφΑΔ 2008, 62, ΑΠ 1629/2007, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ 1837/2007, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

NOMOS, ΑΠ 1218/2008, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ

1236/2008, ΕΝαυτΔ 2009, 28, ΑΠ 729/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ 995/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

NOMOS, ΑΠ 1077/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ

1276/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ 1541/2009,

ΧρΙΔ 2010, 528, ΣτΕ 2986/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

NOMOS, ΑΠ 581/2010, ΕΕμπΔ 2011, 142, ΑΠ 597/2010, δημοσιευμένη στην Τράπεζα

Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ 896/2010, ΝοΒ 2011, 58 = ΧρΙΔ 2011, 353, ΑΠ

937/2010, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ 260/2011,

δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ 528/2011, ΝοΒ 2011,

2108, ΑΠ 775/2011, ΧρΙΔ 2012, 181, ΑΠ 43/2012, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών NOMOS = ΝοΒ 2012, 1474, ΑΠ 207/2012, δημοσιευμένη στην Τράπεζα

Νομικών Πληροφοριών NOMOS = ΝοΒ 2012, 1712 = ΝοΒ 2012, 1776, ΑΠ 345/2012,

δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ 954/2012, δημοσιευμένη

στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ 1010/2012, δημοσιευμένη στην Τράπεζα

Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΕφΠατρ. 43/2004, ΑχαΝομ. 2005, 37, ΕφΛαμ. 69/2007,

δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΕφΙω. 261/2007, Αρμ. 2009,

236, ΕφΛαρ. 293/2007, Δικογραφία 2007, 325, ΕφΠατρ. 936/2007, ΑχαΝομ. 2008, 149,

ΕφΑθ 6862/2007, ΕλλΔνη 2008, 822 = ΕλλΔνη 2008, 920, ΕφΔυτΜακ. 24/2008, Αρμ. 2009,

843, ΜΟΕ Αθ 497/2008, ΝοΒ 2009, 1445, ΕφΑιγ. 16/2009, ΑρχΝ 2010, 73, ΕφΔωδ.

199/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΕφΛαμ. 225/2009,

δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΕφΠατρ. 680/2009, ΑχαΝομ.

2010, 100, ΔΕφΑθ 5/2009, ΕλλΔνη 2011, 896, ΕφΛαμ. 18/2011, δημοσιευμένη στηνΤράπεζα

Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΕφΔυτΜακ. 103/2011, Αρμ. 2012, 1103, ΕφΠειρ.

367/2011, ΕΝαυτΔ 2011, 287, όπου και άλλες παραπομπές στη σύμφωνη, με τη θέση αυτή,

νομολογία, ΠΠρΘεσ. 10823/2010, Αρμ. 2011, 595, ΜΠρΛαμ. 218/2007, Αρμ. 2007, 1532,

ΜΠρΡοδ. 110/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS,

ΜΠρΑρτ. 112/2009, ΕπιΔικΙΑ 2010, 306 = ΕπιΔικΙΑ 2011, 360, ΔΠρΜεσολογ. 104/2010,

δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS. 55

ΑΠ 528/2011, ό.π. 56

ΠΠρΘεσ. 10823/2010, ό.π. 57

ΟλΑΠ 10/2011, ό.π., ΑΠ 597/2010, ό.π., ΑΠ 896/2010, ΝοΒ 2011, 58 = ΧρΙΔ 2011, 353,

ΑΠ 937/2010, ό.π., ΑΠ 43/2012, ό.π., ΑΠ 207/2012, ό.π., ΑΠ 345/2012, ό.π., ΑΠ 954/2012,

ό.π., ΕφΛαμ. 18/2011, ό.π., ΕφΔυτΜακ. 103/2011, ό.π., ΔΠρΗρακλ. 187/2008, δημοσιευμένη

στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS. 58

ΑΠ 1228/2011, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, όπου και

άλλες παραποπές στη σύμφωνη, με τη θέση αυτή, νομολογία, ΔΠρΚαλαμ. 4/2009,

δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, αντίθετα, ΑΠ 581/2010, ό.π.,

ΕφΔυτΜακ. 103/2011, ό.π. 59

ΑΠ 795/2004, ΧρΙΔ 2004, 897, ΑΠ 874/2007, ό.π., ΑΠ 1362/2007, ό.π., ΑΠ 1629/2007,

ό.π., ΑΠ 1236/2008, ό.π., ΑΠ 260/2011, ό.π., ΑΠ 528/2011, ό.π., όπου και άλλες παραπομπές

στη σύμφωνη, με τη θέση αυτή, νομολογία, ΑΠ 775/2011, ό.π., ΕφΠατρ. 43/2004, ό.π.,

ΕφΘρακ. 576/2004, ΧρΙΔ 2005, 426, ΕφΠατρ. 173/2006, ΑχαΝομ. 2007, 39, ΕφΛαμ.

14

Από αυτή τη βασική νομολογιακή θέση είναι δυνατό να συναχθούν οι

ακόλουθες επιμέρους προτάσεις : Α) Η οικογένεια αποτελεί θεσμό, ο οποίος από την

ίδια του τη φύση υπόκειται αναπόδραστα στην επίδραση των κοινωνικών

διαφοροποιήσεων κατά τη διαδρομή του χρόνου. Β) Η αόριστη νομική έννοια της

οικογένειας περιλαμβάνει έναν κύκλο προσώπων που βρίσκονται κοντά στον θανόντα

και συνδέονται στενά με αυτόν, κατά κύριο λόγο εγγύτεροι συγγενείς του. Γ) Η

προηγούμενη κρίση συνάδει με το σκοπό θέσπισης της διάταξης του άρθρου 932 εδ. γ

του ΑΚ που στοχεύει στην ανακούφιση του ηθικού πόνου των προσώπων αυτών, τα

οποία δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλεια του θανόντος. Δ) Σχηματίζεται, κατά

συνέπεια, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ένας κύκλος προσώπων, τα οποία

καταρχήν εντάσσονται στην έννοια της οικογένειας του θανόντος και ένας άλλος

κύκλος προσώπων, τα οποία εκ προοιμίου δεν εντάσσονται στην έννοια αυτή. E) Για

την ένταξη στην έννοια της οικογένειας του θανόντος είναι αδιάφορο εάν τα

εντασσόμενα πρόσωπα ζούσαν μαζί με τον θανόντα ή διέμεναν χωριστά. ΣΤ) Η

επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στα πρόσωπα που

καταρχήν εντάσσονται στην έννοια της οικογένειας του θανόντος, τελεί υπό την

προϋπόθεση της απόδειξης αισθημάτων αγάπης και στοργής μεταξύ των προσώπων

αυτών και του θανόντος, όταν το πρόσωπο αυτό βρισκόταν στη ζωή, το ζήτημα, δε,

αυτό είναι πραγματικό και εκτιμάται κυριαρχικά από το Δικαστήριο της ουσίας.

Ορισμένες δικαστικές αποφάσεις δέχονται πως η κρίση ότι στην οικογένεια του

θύματος, κατά την έννοια του άρθρου 932 του ΑΚ, περιλαμβάνονται τα

προαναφερόμενα πρόσωπα, ενισχύεται και από τις διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 1 εδ.

β 60

και 59 61

του ΑΚ, με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά τα πρόσωπα που

69/2007, ό.π., ΕφΔωδ. 130/2007, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

NOMOS, ΕφΔυτΜακ. 24/2008, ό.π., ΕφΔωδ. 30/2008, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών NOMOS, ΕφΠατρ. 80/2008, ΑχαΝομ. 2009, 486, ΕφΠατρ. 588/2008, ΑχαΝομ.

2009, 127, ΕφΘεσ. 633/2008, Αρμ. 2009, 40, ΕφΛαμ. 225/2009, ό.π., ΕφΠειρ. 367/2011, ό.π.,

ΠΠρΘεσ. 10823/2010, ό.π., ΔΠρΑθ 12596/2006, ΔιοικΔικ. 2008, 1018, ΜΠρΛαμ. 218/2007,

ό.π., ΔΠρΡοδ. 292/2007, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS,

ΜΠρΑθ 1661/2008, ΕπιΔικΙΑ 2009, 50, ΜΠρΡοδ. 110/2009, ό.π., ΜΠρΑλεξ. 163/2009,

ΧρΙΔ 2010, 618, ΜΠρΑθ 1866/2010, ΕπιΔικΙΑ 2010, 270. 60

Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να

αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Αν η προσβολή αναφέρεται στην

προσωπικότητα προσώπου που έχει πεθάνει, το δικαίωμα αυτό έχουν ο σύζυγος, οι κατιόντες,

οι ανιόντες, οι αδελφοί και οι κληρονόμοι του από διαθήκη. 61

Στις περιπτώσεις των δυο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του,

ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της

προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη

15

δικαιούνται να ζητήσουν την προστασία της προσωπικότητας προσώπου που έχει

πεθάνει και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Τα

πρόσωπα, δε, αυτά είναι ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί και οι

κληρονόμοι του με διαθήκη 62

. Αντίθετη άποψη εκφράζεται από μικρό μέρος της

νομολογίας, σύμφωνα με την οποία για τον προσδιορισμό των προσώπων της

οικογένειας, κατά την έννοια αυτής στη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, δεν είναι

πρόσφορη η ερμηνευτική προσφυγή στις διατάξεις των άρθρων 57, 1813, 1814, 1356,

1929 και 1930 του ΑΚ, τούτο, δε, διότι ο προσδιορισμός της οικογένειας στις

διατάξεις αυτές γίνεται για διαφορετικούς λόγους (π.χ. κληρονομικούς κ.λπ.), εάν δε ο

νομοθέτης ήθελε να συμπεριλάβει στα πρόσωπα της οικογένειας που δικαιούνται

χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης τα πρόσωπα εκείνα που αναφέρονται

στις διατάξεις αυτές, θα το όριζε ρητά στο άρθρο 932 του ΑΚ, ενώ τούτο ηθελημένα

δεν έπραξε 63

. Πραγματικά, η προσφυγή στις διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 1 εδ. β και

59 του ΑΚ, για την άντληση ερμηνευτικών κριτηρίων και συστηματικών

επιχειρημάτων ως προς τα πρόσωπα που εμπίπτουν στην έννοια της οικογένειας, κατά

τη διάταξη του άρθρου 932 εδ. γ του ΑΚ, κρίνεται μάλλον μη σκόπιμη 64

, τούτο, δε,

διότι α) είναι αμφίβολη η ταυτότητα της rationis των διατάξεων αυτών, οι οποίες

καλούνται να προστατεύσουν την προσωπικότητα των οικείων του νεκρού, η οποία

υφίσταται αντανακλαστικές συνέπειες από την προσβολή που απευθύνεται προς το

πρόσωπο, το οποίο έχει αποβιώσει (ή, κατ’ άλλη άποψη, με τις διατάξεις αυτές

προστατεύεται ιδιαίτερο δικαίωμα των προσώπων αυτών, το οποίο είναι ανεξάρτητο

από το δικαίωμά τους στην προσωπικότητα, ή, τέλος, κατ’ άλλη άποψη, πρέπει να

θεωρηθεί ότι οι διατάξεις αυτές παρέχουν μεταθανάτια προστασία της

αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται στην πληρωμή χρηματικού ποσού, σε

δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. 62

ΑΠ 1837/2007, ό.π., ΑΠ 1077/2009, ό.π., ΑΠ 1276/2009, ό.π., ΑΠ 581/2010, ό.π., ΑΠ

260/2011, ό.π., ΑΠ 775/2011, ό.π., ΑΠ 1010/2012, ό.π., ΕφΔωδ. 130/2007, ό.π., ΕφΠατρ.

224/2007, ΕπισκΕμπΔικ. 2007, 802, με εισαγωγικό σημείωμα Κων. Παμπούκη και

παρατηρήσεις Αθ. Κοτζάμπαση, ΕφΙω. 261/2007, ό.π., ΕφΔυτΜακ. 24/2008, ό.π., ΕφΠατρ.

588/2008, ό.π., ΜΟΕ Αθ. 497/2008, ό.π., ΜΠρΣαμ. 189/2007, δημοσιευμένη στην Τράπεζα

Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΜΠρΚεφ. 189/2007, ΕπιΔικΙΑ 2007, 291, ΜΠρΛαμ.

218/2007, ό.π., ΜΠρΣαμ. 184/2008, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

NOMOS, ΜΠρΑρτ. 112/2009, ό.π. 63

ΕφΠατρ. 43/2004, ό.π., με παραπομπή στον Κων. Καυκά, Ενοχικόν δίκαιον (ερμηνεία κατ’

άρθρον), ειδικόν μέρος, δεύτερος τόμος, έβδομη έκδοση, 1993, άρθρα 932-933 πργ. 3, σελ.

915 επ. 64

Βλ. και Παυλ. Κορδογιαννόπουλο, Νομολογιακή εφαρμογή των περί ηθικής βλάβης ιδία

της του άρθρου 932 ΑΚ, διατάξεων και κριτική αυτής, ΕΕΝ 1961, σελ. 513 επ., στον οποίο

παραπέμπει ο Στυλ. Πατεράκης, ό.π., σελ. 295.

16

προσωπικότητας, εν ζωή, του θανόντος που για πρακτικούς λόγους ανατίθεται στα

πρόσωπα που συνδέονταν με τον νεκρό και είναι σε θέση να υπερασπιστούν στοιχεία

της δικής του προσωπικότητας 65

), σε σχέση με εκείνη της διάταξης του άρθρου 932

εδ. γ του ΑΚ, με την οποία προβλέπεται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω

ψυχικής οδύνης στα μέλη της οικογένειας προσώπου που απώλεσε τη ζωή του ως

αποτέλεσμα αδικοπραξίας, στην οποία –οικογένεια– περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι

και στενά συνδεόμενοι συγγενείς του προσώπου που θανατώθηκε, οι οποίοι

δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ηθικού πόνου

των οποίων (προσώπων αυτών) στοχεύει η διάταξη αυτή, β) εξακολουθεί να

παραμένει αμφισβητούμενο στη θεωρία το ζήτημα εάν η απαρίθμηση των προσώπων

στη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 εδ. β του ΑΚ είναι ενδεικτική 66

ή αντίθετα

περιοριστική 67

, ενώ από την άλλη πλευρά, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 932

εδ. γ του ΑΚ η νομολογία είναι πρόδηλο ότι αντιλαμβάνεται με ευρύτητα, αφηρημένα

και όχι περιοριστικά, τον όρο «οικογένεια», γ) στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου

57 παρ. 1 εδ. β του ΑΚ και υπό την εκδοχή της περιοριστικής μνείας των δικαιούχων,

δεν γίνεται καμία αναφορά στο πρόσωπο που συνδεόταν με τον θανόντα με σύμβαση

μνηστείας, ούτε στους συγγενείς εξ αγχιστείας του θανόντος, ενώ αντίθετα τα

πρόσωπα αυτά (σε ό,τι αφορά τους συγγενείς εξ αγχιστείας, μόνο εκείνοι του πρώτου

βαθμού), όπως θα αναφερθεί ειδικότερα στη συνέχεια, εντάσσονται στην

«οικογένεια» του θύματος, κατά την έννοια του άρθρου 932 εδ. γ του ΑΚ και δ) η

διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 εδ. β του ΑΚ περιλαμβάνει και τους κληρονόμους από

65

Για τις απόψεις αυτές, βλ., αντί πολλών, Κατ. Φουντεδάκη, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, άρθρο 57

αριθ. 53-54, σελ. 146-147, όπου και παραπομπές στη θεωρία. 66

Υπέρ της οποίας, βλ. Κων. Σημαντήρα, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, τέταρτη έκδοση,

1988, αριθ. 547, Απ. Γεωργιάδη, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, τρίτη έκδοση, 2002, πργ. 12

ΙΙ 4, αριθ. 32, σελ. 160, Δημ. Παπαστερίου, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, τόμος Ια, δεύτερη

έκδοση, 2009, πργ. 16, αριθ. 443, Παν. Νικολετόπουλο, Τα πρόσωπα που δικαιούνται να

ζητήσουν προστασία της μνήμης του νεκρού κατά το άρθρ. 57 παρ. 1 εδ. β ΑΚ, ΝοΒ 1983,

σελ. 1524 επ. και ιδίως σελ. 1527, Ελ. Βαλαβάνη-Πολατίδου, Ζητήματα μεταθανάτιας

προστασίας της προσωπικότητας, Αρμ. 1998, σελ. 667 επ. και ιδίως σελ. 674, παρά το

γεγονός ότι ο ενδεικτικός χαρακτήρας της απαρίθμησης των προσώπων αυτών δεν προκύπτει

από το γράμμα της διάταξης. 67

Υπέρ της οποίας, βλ. Ανδρ. Γαζή, Γενικαί αρχαί του αστικού δικαίου, τόμος Β1, το φυσικόν

πρόσωπον, 1973, σελ. 48, Ιω. Καρακατσάνη, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 57

αριθ. 32, σελ. 107, Παν. Λαδά, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, τόμος Ι, 2007, πργ. 21, αριθ.

75.

17

διαθήκη του θανόντος 68

, ενώ τέτοια ρύθμιση δεν υφίσταται –ούτε νομολογιακά

γίνεται δεκτή– στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 932 εδ. γ του ΑΚ.

IV.- Ειδικότερα νομολογιακά πορίσματα, ως προς την έμπτωση

συγκεκριμένων προσώπων στην έννοια της οικογένειας.

Η νομολογία αντιμετωπίζει το ζήτημα του προσδιορισμού των προσώπων που

εντάσσονται στην οικογένεια του θύματος, μάλλον περιπτωσιολογικά 69

. Ενόψει

αυτής της κατά περίπτωση αντιμετώπισης του ζητήματος, στη συνέχεια θα

παρατεθούν συνοπτικά τα πορίσματα της νομολογίας ως προς την ένταξη στην έννοια

της οικογένειας του θανόντος, συγκεκριμένων προσώπων που συνδέονται με αυτόν.

Α) Συγγενείς εξ αίματος πέραν του δεύτερου βαθμού εκ πλαγίου.

Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη νομολογία, μεταξύ των προσώπων που

δικαιούνται να ζητήσουν την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής

οδύνης, δεν περιλαμβάνονται οι συγγενείς εξ αίματος του θανόντος σε βαθμό πέραν

του δευτέρου εκ πλαγίου 70

, όπως είναι οι θείοι του θανόντος (αδελφοί του πατέρα ή

της μητέρας του – τρίτος βαθμός συγγένειας εξ αίματος εκ πλαγίου), ανεξάρτητα

μάλιστα εάν υπάρχουν άλλοι εγγύτεροι συγγενείς του ή εάν αυτοί είναι οι μόνοι

εγγύτεροι συγγενείς του θανόντος 71

, οι ανεψιοί του θανόντος (τρίτος βαθμός

68

Ανεξάρτητα από το αμφισβητούμενο ζήτημα εάν σε σχέση με τους κληρονόμους από

διαθήκη, μη συγγενείς του θανόντος, εφαρμόζεται, πέρα από τη διάταξη του άρθρου 57 του

ΑΚ και εκείνη του άρθρου 59 του ίδιου Κώδικα, για το οποίο –ζήτημα– έχουν υποστηριχθεί

και οι δυο απόψεις, τόσο η καταφατική, όσο και η αρνητική, οι οποίες παρατίθενται από την

Κατ. Φουντεδάκη, ό.π., αριθ. 58, σελ. 147, με παραπομπές στη θεωρία. 69

Περισσότερες παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία, βλ. σε Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση

από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, τέταρτη έκδοση, 2008, πργ. 20 ΙΙΙ 2, αριθ. 24 επ., σελ.

403 επ., Στυλ. Πατεράκη, ό.π., σελ. 299 επ. 70

ΑΠ 319/2006, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ

1329/2006, ΠοινΧρον. 2007, 523, ΕφΘεσ. 2834/2001, Αρμ. 2002, 372, με παρατηρήσεις Στ.

Τρωϊάνου-Γουλιέλμου, ΕφΠατρ. 173/2006, ό.π., ΕφΛαρ. 293/2007, ό.π., ΕφΠατρ. 936/2007,

ό.π., ΕφΔυτΜακ. 89/2008, Αρμ. 2009, 536, ΔΠρΡοδ. 292/2007, ό.π. 71

ΑΠ 749/2000, ΕλλΔνη 2001, 76, ΑΠ 868/2002, ΕλλΔνη 2003, 1276, ΑΠ 729/2009, ό.π.,

όπου και άλλες παραπομπές στη σύμφωνη, με τη θέση αυτή, νομολογία, ΑΠ 995/2009, ό.π.,

ΕφΑθ 4421/2001, ΧρΙΔ 2001, 885, ΕφΔωδ. 130/2007, ό.π., ΜΠρΑρτ. 112/2009, ό.π.,

ΜΠρΑλεξ. 163/2009, ό.π., ΔΠρΚαλαμ. 4/2009, ό.π., αντίθετα, ως προς το θείο ή τη θεία,

ΕφΘρακ. 576/2004, ό.π.

18

συγγένειας εξ αίματος εκ πλαγίου 72

), το πόρισμα δε τούτο επισημαίνεται σε αρκετές

δικαστικές αποφάσεις ότι ενισχύεται από τις διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 1 εδ. β και

59 του ΑΚ που εγγύτερα προσεγγίζουν το ζήτημα και με τις οποίες καθορίζονται

περιοριστικά τα πρόσωπα που δικαιούνται να ζητήσουν την προστασία της

προσωπικότητας του θανόντος και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω

ηθικής βλάβης, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται οι ανεψιοί του νεκρού, από

μόνη τη συγγενική τους σχέση 73

.

Β) Συγγενείς εξ αγχιστείας πέραν του πρώτου βαθμού.

Επίσης σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη νομολογία, μεταξύ των

προσώπων που δικαιούνται να ζητήσουν την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης

λόγω ψυχικής οδύνης, περιλαμβάνονται οι συγγενείς εξ αγχιστείας μόνο του πρώτου

βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός και νύφη από τέκνο), ενώ οι συγγενείς εξ

αγχιστείας πέραν του πρώτου βαθμού 74

, στους οποίους συγκαταλέγεται ο από αδελφή

γαμπρός, όπως επίσης και οι αδελφοί των συζύγων του θανόντος (κουνιάδοι 75

) δεν

περιλαμβάνονται 76

.

Το πόρισμα αυτό, συχνά επισημαίνεται στη νομολογία ότι ενισχύεται από τις

διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 1 εδ. β και 59 του ΑΚ που εγγύτερα προσεγγίζουν το

ζήτημα και με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά τα πρόσωπα που δικαιούνται να

ζητήσουν την προστασία της προσωπικότητας προσώπου που πέθανε και την

72

ΑΠ 874/2007, ό.π., ΑΠ 995/2009, ό.π., ΑΠ 1010/2012, ό.π., ΕφΙω. 285/2004, ΕλλΔνη 2005,

843, ΕφΔωδ. 130/2007, ό.π., ΕφΔωδ. 199/2009, ό.π. 73

ΑΠ 1329/2006, ό.π., ΑΠ 1077/2009, ό.π., ΑΠ 1010/2012, ό.π., όπου και άλλες παραπομπές

στη σύμφωνη, με τη θέση αυτή, νομολογία, ΜΟΕ Αθ 497/2008, ό.π. 74

ΟλΑΠ 21/2000, ό.π., ΑΠ 924/2004, ΧρΙΔ 2005, 62, ΑΠ 434/2005, ΕλλΔνη 2005, 1062, ΑΠ

1188/2005 ΝοΒ 2006, 202, ΑΠ 159/2006, Αρμ. 2006, 1590, ΑΠ 319/2006, ό.π., ΑΠ

1735/2006, ΧρΙΔ 2007, 131, ΑΠ 874/2007, ό.π., ΑΠ 1077/2009, ό.π., ΑΠ 1276/2009, ό.π.,

ΑΠ 528/2011, ό.π., ΕφΘεσ. 2834/2001, ό.π., ΕφΠατρ. 173/2006, ό.π., ΕφΛαρ. 966/2006,

ΧρΙΔ 2007, 213, ΕφΛαμ. 69/2007, ό.π., ΕφΠατρ. 224/2007, ό.π., ΕφΛαρ. 293/2007, ό.π.,

ΕφΠατρ. 936/2007, ό.π., ΕφΔυτΜακ. 24/2008, ό.π., ΕφΔυτΜακ. 89/2008, ό.π., ΕφΘεσ.

633/2008, ό.π., ΕφΑιγ. 16/2009, ό.π., ΕφΔωδ. 199/2009, ό.π., ΕφΛαμ. 225/2009,

δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΕφΠατρ. 680/2009, ό.π.,

ΔΕφΑθ 2391/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΜΠρΣαμ.

189/2007, ό.π., ΔΠρΡοδ. 292/2007, ό.π., ΜΠρΑρτ. 112/2009, ό.π., ΜΠρΑλεξ. 163/2009, ό.π.,

ΔΠρΚαλαμ. 4/2009, ό.π., ΜΠρΑθ 1866/2010, ό.π. 75

ΑΠ 723/2002, ΕλλΔνη 2003, 708, ΕφΔωδ. 130/2007, ό.π., ΠΠρΘεσ. 10823/2010, ό.π. 76

Πρβλ. ΑΠ 731/2005, ΝοΒ 2006, 1017, ΑΠ 581/2010, ό.π., ΕφΔυτΜακ. 103/2011, ό.π.,

σύμφωνα με τις οποίες στην έννοια της οικογένειας του θύματος δεν περιλαμβάνονται ο

πεθερός, η πεθερά (αντίθετη η κρατούσα άποψη στη νομολογία), καθώς και τα τέκνα και ο

σύζυγος της αδελφής του θανόντος.

19

επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, είναι δε τα πρόσωπα αυτά ο

σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί και οι κληρονόμοι του από διαθήκη 77

.

Γ) Πρόσωπο που συνδεόταν με σύμβαση μνηστείας με το πρόσωπο που

θανατώθηκε.

Σταθερά νομολογείται, ιδίως τα τελευταία χρόνια, ότι στην οικογένεια του

θύματος περιλαμβάνεται και το πρόσωπο που συνδεόταν με σύμβαση μνηστείας με το

πρόσωπο που θανατώθηκε, δηλαδή το πρόσωπο εκείνο που συνδεόταν με το θύμα με

σύμβαση για μελλοντικό γάμο, η οποία καταρτίζεται με την αμοιβαία υπόσχεση των

μελλονύμφων για την τέλεση γάμου 78

, προδήλως με την έννοια ότι η μνηστεία

αποτελεί μια ιδιόρρυθμη σύμβαση, με την οποία δημιουργείται «οιονεί οικογενειακή

σχέση» 79

. Διαφοροποιημένη, από μεθοδολογική και μόνο άποψη, εμφανίζεται μερίδα

της νομολογίας, η οποία θεωρεί ότι ο μνηστήρας και η μνηστή δικαιούνται χρηματική

ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου της μνηστής ή του

μνηστήρα, αντίστοιχα, μετά από ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 εδ.

γ του ΑΚ 80

και ως προς τα πρόσωπα αυτά. Είναι πρόδηλο ότι το ζήτημα εάν στην

έννοια της οικογένειας, στον πυρήνα ή, έστω, στην περιφέρεια της έννοιας αυτής,

περιλαμβάνεται και το πρόσωπο που συνδεόταν με το πρόσωπο που θανατώθηκε με

σύμβαση μνηστείας, ώστε στην περίπτωση αυτή η πλήρωση της αόριστης αυτής

77

ΑΠ 723/2002, ό.π., ΑΠ 434/2005, ό.π., ΑΠ 159/2006, ό.π., ΑΠ 1735/2006, ό.π., ΑΠ

1276/2009, ό.π., ΑΠ 775/2011, ό.π., ΕφΠατρ. 224/2007, ό.π., ΕφΙω. 261/2007, ό.π., ΕφΙω.

285/2004, ό.π., ΕφΔυτΜακ. 24/2008, ό.π., ΕφΘεσ. 633/2008, ό.π., ΕφΔωδ. 199/2009, ό.π.,

ΜΠρΣαμ. 184/2008, ό.π. 78

ΑΠ 1141/2007, ό.π., ΑΠ 1837/2007, ό.π., ΑΠ 995/2009, ό.π., ΑΠ 1541/2009, ό.π., ΑΠ

43/2012, ό.π., ΕφΑθ 1537/1991, ΕλλΔνη 1991, 1095, ΕφΠατρ. 167/2001, ΑχαΝομ. 2002, 76,

ΕφΑθ 3413/2001, ΕλλΔνη 2001, 1359, ΕφΑθ 4421/2001, ό.π., ΕφΠατρ. 560/2003, ΑχαΝομ.

2004, 53, ΕφΠατρ. 43/2004, ό.π., ΕφΑθ 6862/2007, ό.π., ΕφΠατρ. 591/2008, ΑχαΝομ. 2009,

127, ΔΠρΑθ 2687/1997, ΕλλΔνη 1998, 1177, ΜΠρΑθ 2831/2007, ΕφΑΔ 2008, 804, ΜΠρΑθ

1661/2008, ό.π., ΔΠρΜεσολογ. 104/2010, ό.π., πρβλ. και Κων. Χριστοδούλου, Σύμφωνο

συμβίωσης, Καταγραφή επί μέρους ζητημάτων ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, Δίκη

2009, σελ. 346 επ. και ιδίως υπό το στοιχείο ΙΙ 1, σελ. 347, σύμφωνα με τον οποίο μετά την

ισχύ του νόμου 3719/2008 ως μνηστεία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1346 του

ΑΚ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και το δοκιμαστικό προσύμφωνο συμβίωσης, δηλαδή

εκείνη η σύμβαση, με την οποία τα μέρη δεσμεύονται για τη μελλοντική σύναψη συμφώνου

συμβίωσης. 79

Καλ. Παντελίδου, Η έννοια της οικογένειας στο άρθρο 932 εδαφ. 3 ΑΚ, Αρμ. 1982, σελ.

402 επ. και ιδίως σελ. 410. 80

ΑΠ 614/1995 (ποιν.), ΠοινΧρον. 1995, 936, ΑΠ 1071/2002, ΧρΙΔ 2002, 909, ΕφΘεσ.

238/2000, Αρμ. 2001, 787, ΕφΛαρ. 256/2004, Δικογραφία 2005, 22, ΠΠρΑθ 3067/2003, Δίκη

2004, 629.

20

νομικής έννοιας να είναι δυνατή στο πλαίσιο της stricto sensu ερμηνείας της, χωρίς να

είναι απαραίτητη η καταφυγή στη διαπίστωση κενού και στην πλήρωσή του με

αναλογία, υπερβαίνει το αντικείμενο της μελέτης αυτής 81

. Τούτο, δε, παρά το γεγονός

ότι η νομολογιακή άποψη, για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως 82

, σύμφωνα με

την οποία στην οικογένεια «περιλαμβάνεται και» το πρόσωπο που συνδεόταν με

σύμβαση μνηστείας με τον θανόντα, ενδεχομένως υποδηλώνει ερμηνεία της διάταξης

του άρθρου 932 εδ. γ του ΑΚ με στενή έννοια και όχι συμπληρωτική περαιτέρω

διάπλαση του δικαίου.

Άξια αναφοράς στο σημείο τούτο είναι η απόφαση του ΜΠρΘεσ. 17486/2000

83, με την οποία επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης τόσο στη

σύζυγο του θανόντος, με την οποία ο τελευταίος κατά το χρόνο του θανάτου του δεν

βρισκόταν σε διάσταση, όσο και στη μνηστή του, πρόσωπο σουηδικής υπηκοότητας,

χωρίς ωστόσο να προβληματιστεί το Δικαστήριο για την ακυρότητα της σύμβασης

μνηστείας ως αντίθετης στο νόμο, λόγω κωλύματος σύναψής της, αφού ο θανών κατά

την κατάρτιση της σύμβασης αυτής ήταν έγγαμος 84

, ενώ από την απόφαση δεν

προκύπτει εάν το Δικαστήριο ακολουθεί την, αμφισβητούμενη πάντως στη θεωρία,

άποψη 85

, σύμφωνα με την οποία η υπόσχεση –νέου– γάμου είναι δυνατό να τελεί υπό

την αναβλητική αίρεση της λύσης του υφισταμένου, ούτε –προκύπτει από την ίδια

απόφαση– εάν στο σουηδικό δίκαιο δεν προβλέπεται τέτοιο κώλυμα για τη κατάρτιση

81

Σύμφωνα, πάντως, με τον Κων. Σταμάτη, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, ένα κριτικά

πρακτικό πρότυπο ερμηνείας του δικαίου, όγδοη έκδοση, 2009, πέμπτο κεφάλαιο, ΙΙ 1.1, σελ.

491-492, όπως και να ορίσει κανένας το νόημα της «οικογένειας», αυτό δεν καταλαμβάνει και

την απλή σχέση μνηστείας. Άρα, κατά τον συγγραφέα, σε περίπτωση μνηστείας, χρηματική

ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ θα

μπορούσε να επιδικαστεί μόνο με ανάλογη εφαρμογή της κρίσιμης ρύθμισης, εφόσον,

δηλαδή, καταδειχθεί κάποια επαρκής εγγύτητα καταστάσεων, νομικώς ενδιαφέρουσα,

ανάμεσα στη σχέση μνηστείας και την οικογενειακή σχέση. Πραγματικά, συνεχίζει ο

συγγραφέας, παρόμοια εγγύτητα υφίσταται καταρχήν, αφού η μνηστή δεν είναι απλώς

μέλλουσα σύζυγος, αλλά ήδη μέχρι τότε συνδέεται με το θύμα με δεσμό που υποδηλώνει

αγάπη και αφοσίωση, κάτι που προσιδιάζει κατ’ εξοχήν στον οικογενειακό δεσμό. Αυτή

ακριβώς η κοινή ιδιότητα επιτρέπει την ανάλογη εφαρμογή της ρύθμισης και στην περίπτωση

της μνηστής. 82

Βλ. τις παραπομπές στη σημείωση με τον αριθμό 78. 83

Αρμ. 2002, 857 επ., με παρατηρήσεις Στ. Τρωϊάνου-Γουλιέλμου. 84

Για την ακυρότητα της μνηστείας για το λόγο αυτό, βλ., αντί πολλών, ΕφΠατρ. 980/2007,

ΑχαΝομ. 2008, 259. 85

Την οποία υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ο Απ. Γεωργιάδης, στον ΑΚ Γεωργιάδη-

Σταθόπουλου, άρθρο 1346, ΙΙΙ 3 β, αριθ. 17, σελ. 41-42, ενώ αντίθετη άποψη διατυπώνει η

Ευτ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π., δεύτερο κεφάλαιο, ΙΙ β και γ, σελ. 37 επ.

21

της σύμβασης μνηστείας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 εδ. α του ΑΚ

86, αναλογικά εφαρμοζόμενη.

Δ) Ελεύθερη ένωση.

Η νομολογιακή θέση που κρατεί, σε επίπεδο τόσο του Ακυρωτικού

Δικαστηρίου, όσο και των Δικαστηρίων της ουσίας, ορίζει ότι στην οικογένεια του

θύματος δεν περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα που συζούσαν με αυτό σε κατάσταση

ελεύθερης συμβίωσης, χωρίς καμία πρόθεση για μελλοντική σύναψη γάμου. Κατά

συνέπεια, δυνατότητα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που

προκλήθηκε στον επιζώντα από το θάνατο του συντρόφου του δεν προβλέπεται από

το νόμο. Ούτε με ανάλογη εφαρμογή 87

, στην περίπτωση αυτή, της διάταξης του

άρθρου 932 εδ. γ του ΑΚ μπορεί να επιδικαστεί τέτοια χρηματική ικανοποίηση για

την εξισορρόπηση των δυσμενών καταστάσεων και συνεπειών που δημιουργούνται

από την απώλεια του συντρόφου. Αντίθετη άποψη θα έβαινε αντίθετα προς το νόμο

(θα ήταν contra legem), αλλά –θα ήταν– και ανατρεπτική του θεσμού του γάμου που

86

Σύμφωνα με την οποία, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του γάμου ρυθμίζονται και για τα δύο

πρόσωπα που πρόκειται να παντρευτούν από το δίκαιο της ιθαγένειας ενός από αυτά. 87

Για την, από μεθοδολογική άποψη, προσέγγιση του ζητήματος εάν το πρόσωπο που ζούσε

με το θύμα σε ελεύθερη ένωση, είναι δυνατό να εμπίπτει στην έννοια της οικογένειας, στο

πλαίσιο της γνήσιας (secundum legem) ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 932 εδ. γ του ΑΚ,

βλ. Παν. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των

δικαιοπραξιών, 2000, πργ. 4 ΙΙ 1 α, αριθ. 185, σελ. 137-138, ο οποίος τοποθετείται αρνητικά,

επισημαίνει, δε, ότι το ζήτημα αυτό είναι δυνατό να επιλυθεί μόνο στο χώρο της αναλογίας

[συμπληρωτικής (praeter legem) περαιτέρω διάπλασης του δικαίου], αντίθετα μάλλον ο Φιλ.

Δωρής, Σκέψεις για τη διαπίστωση και πλήρωση των κενών στο δίκαιο (με αφορμή τις ΟλΑΠ

20/2000 και ΑΠ 899/2001, ΧρΙΔ 2003, σελ. 577 επ. και ιδίως υπό το στοιχείο ΙΙ Β 2 γ ββ, σελ.

591, σύμφωνα με τον οποίο το απώτατο δυνατό νόημα της λέξης «οικογένεια» στη διάταξη

του άρθρου 932 του ΑΚ σίγουρα αποτέμνει από τον κύκλο των προστατευόμενων προσώπων

τον συνεταίρο και στενό φίλο (μη συγγενή) του θανόντος, έστω και εάν αυτός υπέστη ψυχική

οδύνη, ενδεχομένως μάλιστα μεγαλύτερη από οποιονδήποτε συγγενή του θανόντος, δεν είναι

όμως επαρκές για να προσδιοριστεί εάν μεταξύ των δικαιουμένων χρηματικής ικανοποίησης

περιλαμβάνεται, για παράδειγμα, η επί μακρό χρόνο σύντροφος στη ζωή του θανόντος χωρίς

γάμο, με την οποία ενδεχομένως είχε αποκτήσει ο θανών και τέκνα, καταλήγει, δε, ότι αυτά τα

ερωτήματα μπορεί να είναι βεβαίως δυσχερή για τον ερμηνευτή, κανένας δεν έχει όμως

υποστηρίξει ότι εξαιτίας αυτού του λόγου τα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν και δεν πρέπει να

απαντηθούν στο πλαίσιο μιας stricto sensu ερμηνείας, όπως επίσης και ο Απ. Γεωργιάδης,

Γενικές αρχές αστικού δικαίου, τρίτη έκδοση, 2002, πργ. 6 Ι 5 α, αριθ. 10, σελ. 57-58,

σύμφωνα με τον οποίο τα πρόσωπα που δεν έχουν κανένα βαθμό συγγένειας με τον θανόντα,

στα οποία καταλέγεται και το πρόσωπο που συζεί σε ελεύθερη ένωση, κινούνται στην

περιφέρεια της έννοιας της «οικογένειας» και συνεπώς, προκειμένου ο ερμηνευτής να

αποφασίσει εάν εμπίπτουν στην έννοια αυτή, πρέπει να προστρέξει και στα υπόλοιπα

ερμηνευτικά κριτήρια (σκοπός, συστηματική ένταξη, ιστορία γέννησης του κανόνα δικαίου

κ.λπ.).

22

κατοχυρώνεται και συνταγματικά. Επιπλέον αδυναμία ανάλογης εφαρμογής της

προαναφερόμενης διάταξης υφίσταται και διότι δεν υφίσταται κενό δικαίου, σε σχέση

με τη ρύθμιση της κατάστασης αυτής των προσώπων που τελούν σε ελεύθερη ένωση.

Για πρώτη φορά, μετά την αναμόρφωση των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου με

το νόμο 1329/1983, η «ελεύθερη ένωση», δηλαδή η εξώγαμη συμβίωση ενός άνδρα

και μιας γυναίκας, αναφέρεται ως όρος στο άρθρο 1444 παρ. 2 εδ. α του ΑΚ και

μάλιστα ως λόγος παύσης του δικαιώματος διατροφής του διαζευγμένου συζύγου,

δηλαδή σαν ένα είδος οιονεί ποινής κατά του δικαιούχου διατροφής διαζευγμένου

συζύγου, ο οποίος συζεί με κάποιον άλλον σε ελεύθερη ένωση 88

. Παρά ταύτα, στη

συνέχεια ο Αστικός Κώδικας δεν ρυθμίζει ευθέως τα αποτελέσματά της. Έτσι, η

«ελεύθερη ένωση» εντάσσεται στις «de facto οικογενειακές σχέσεις», δηλαδή στις

παράτυπες ή αντικανονικές από νομική άποψη καταστάσεις που βρίσκονται στο

περιθώριο της νομικής ζωής. Περαιτέρω, όπως συνάγεται και από το πλέγμα των

διατάξεων των άρθρων 1444 εδ. β, 1456, 1457, 1471, 1479, 1350 επ. και 1386 επ. του

ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, πρόκειται για

συνειδητή επιλογή του νομοθέτη, ο οποίος, μολονότι γνώριζε τον όρο «ελεύθερη

ένωση» πριν από το 1983, δεν θέλησε να ρυθμίσει τα θέματα και τα νομικά ζητήματα

που απορρέουν από αυτή την ίδια την ελεύθερη ένωση. Ο Έλληνας νομοθέτης

ενσυνείδητα απέφυγε μέχρι σήμερα να ρυθμίσει τα θέματα αυτά, εισάγοντας και στην

Ελλάδα το θεσμό «των ληξιαρχικώς καταχωρισμένων σχέσεων» που ισχύει σε

ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, περιορίστηκε απλώς σε

ρύθμιση θεμάτων που συνδέονται έμμεσα με αυτή, ενόψει της ρύθμισης της τεχνητής

γονιμοποίησης και των συνεπειών της στο χώρο της συγγένειας, με βασικό γνώμονα

την προστασία του παιδιού που γεννιέται σε μια τέτοια ελεύθερη ένωση. Ο θεσμός

του γάμου ρυθμίζεται και προστατεύεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις και

γενικά την ελληνική έννομη τάξη και δεν αναγνωρίζεται αντίστοιχη και μάλιστα

ανάλογη προστασία της εξώγαμης συμβίωσης. Η τελευταία, έστω και αν ήταν η

ληξιαρχικώς καταχωρισμένη σχέση, δεν είναι δυνατό να εξομοιωθεί με το θεσμό του

γάμου. Οι δύο θεσμοί, δηλαδή αυτός της «ληξιαρχικώς καταχωρισμένης σχέσης»

συμβίωσης μεταξύ ετερόφυλων και ομόφυλων προσώπων και εκείνος του γάμου,

88

Βλ. και τις διατάξεις των νέων άρθρων 1456 και 1457 του ΑΚ, οι οποίες προστέθηκαν με το

άρθρο πρώτο του νόμου 3089/2002 (ΦΕΚ 327/23-12-2002, τεύχος Α΄) και αφορούν την

ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, μεταξύ άλλων και, άγαμης γυναίκας που

συζεί σε ελεύθερη άνωση με άνδρα.

23

διαφέρουν όχι μόνο κατ’ όνομα αλλά και στην ουσία τους, καθώς δημιουργήθηκαν για

να καλύψουν κοινωνικές ανάγκες διαφορετικής φύσης. Η ελεύθερη συμβίωση χωρίς

τέκνα δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιό μας, αφού αυτό δεν αναγνωρίζει έννομα

αποτελέσματα στη συγκεκριμένη μορφή εμφάνισής της, έτσι δεν μπορεί κατά

συνέπεια να υπαχθεί στην έννοια της οικογένειας, ούτε προστατεύεται, γιατί στην

πραγματικότητα όσοι την επιλέγουν δεν επιθυμούν την υπαγωγή τους σε νομικές

ρυθμίσεις και άρα δεσμεύσεις, επομένως θα ήταν αντιφατικό να τύχουν μόνο

προστασίας. Με όλα αυτά, δεν υφίσταται η απαραίτητη για την ανάλογη εφαρμογή

της διάταξης του άρθρου 932 εδ. γ του ΑΚ ομοιότητα της τυχόν αρρύθμιστης

περίπτωσης προς τη ρυθμιζόμενη 89

.

Η κρατούσα αυτή νομολογιακή τάση είναι φανερό ότι εμφορείται από την

αντίληψη πως η οικογένεια, στη διάταξη του άρθρου 932 εδ. γ του ΑΚ, πρέπει να

ερμηνεύεται ως ο θεσμός εκείνος που δημιουργείται στο πλαίσιο έγγαμης συμβίωσης.

Ότι, δηλαδή, ο μόνος τύπος «οικογένειας» που αποτελεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα,

θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους και γι’ αυτό απολαμβάνει

έννομης προστασίας, είναι εκείνος που αναπτύσσεται και καλλιεργείται μέσα από το

γάμο και όχι έξω από αυτόν. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται 90

, αντίθετη άποψη

(σχετικά με την ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 εδ. γ του ΑΚ και σε

περίπτωση ελεύθερης ένωσης) θα έβαινε αντίθετα προς το νόμο, αλλά θα ήταν και

ανατρεπτική του θεσμού του γάμου που κατοχυρώνεται και συνταγματικά. Εν τούτοις,

το ζήτημα αυτό παραμένει αμφισβητούμενο, σε επίπεδο συνταγματικού δικαίου, όπως

89

ΑΠ 434/2005, ό.π., ΑΠ 1735/2006, ό.π., ΑΠ 1141/2007, ό.π., ΑΠ 1541/2009, ό.π. (χωρίς

ιδιαίτερη θεμελίωση), ΑΠ 775/2011, ό.π., ΕφΠατρ. 224/2007, ό.π., ΕφΠατρ. 591/2008,

ΑχαΝομ. 2009, 127, ΕφΑθ 5530/2009, ΕλλΔνη 2010, 136, πρβλ. και ΑΠ 874/2008, ΧρΙΔ

2009, 139, ΑΠ 206/2011, ΧρΙΔ 2011, 668, οι οποίες με όμοιες σκέψεις έκριναν ότι δεν

θεμελιώνεται, ούτε στο πλαίσιο ανάλογης εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του ΑΚ,

αξίωση για τη συμμετοχή στα αποκτήματα των προσώπων που συμβιώνουν στο πλαίσιο

ελεύθερης ένωσης (κατ’ αποτέλεσμα συμφωνεί με τη μη θεμελίωση αξίωσης συμμετοχής στα

αποκτήματα και ο Κων. Χριστοδούλου, Σύμφωνο συμβίωσης, Καταγραφή επί μέρους

ζητημάτων ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, Δίκη 2009, σελ. 346 επ. και ιδίως υπό το

στοιχείο V 2 β, σελ. 365-366), αντίθετα, ΕφΑθ 727/2001, ΕλλΔνη 2001, 1358, ΕφΑθ

3413/2001, ό.π., ΕφΠειρ. 716/2003, ΔΕΕ 2005, 84, ΕφΑθ 6862/2007, ό.π., ΔΠρΜεσολογ.

104/2010, ό.π., με τη σκέψη ότι και το πρόσωπο αυτό, ως μέλος εξώγαμης ή φυσικής

οικογένειας, κατέχει de facto θέση ανάλογη με εκείνη των συγγενικών προσώπων υπό τη

στενή του όρου έννοια, δηλαδή της τυπικής «συζυγικής» οικογένειας, αντίθετα, επίσης, σε

σχέση με την κρατούσα άποψη στη νομολογία, Μιχ. Σταθόπουλος/Χριστ. Σταμπέλου,

Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 1350-1371, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, τόμος

VII, δεύτερη έκδοση, 2007, υπό το στοιχείο ΙΙΙ γ, αριθ. 15, σελ. 60. 90

Βλ. τις παραπομπές στη νομολογία στην αμέσως προηγούμενη σημείωση.

24

επισημάνθηκε ακροθιγώς προηγουμένως υπό το στοιχείο ΙΙ 91

και για το λόγο αυτό

είναι μάλλον ακόμη ανοικτό.

Στη συνέχεια των σκέψεων αυτών, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι με το

νόμο 3719/2008 «Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και

άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 241/26-11-2008, τεύχος Α΄), εισήχθη στην ελληνική έννομη

τάξη ο θεσμός του «συμφώνου συμβίωσης». Ειδικότερα, το σύμφωνο συμβίωσης

αποτελεί τη συμφωνία δύο ενήλικων ετερόφυλων προσώπων, με την οποία τα

πρόσωπα αυτά οργανώνουν τη συμβίωσή τους. Σύμφωνα με το νόμο, η συμφωνία

αυτή καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, η ισχύς αυτής

αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στο

Ληξίαρχο του τόπου κατοικίας των προσώπων αυτών που καταχωρίζεται σε ειδικό

βιβλίο του Ληξιαρχείου και επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα που προβλέπονται στο

νόμο. Ανακύπτει, λοιπόν, το ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό η εισαγωγή του νέου

αυτού θεσμού θα επηρεάσει τις κυρίαρχες νομολογιακές παραδοχές που αναφέρονται

προηγουμένως. Με άλλα λόγια, πώς θα αντιμετωπιστεί η περίπτωση του θανάτου ενός

από τα πρόσωπα που κατάρτισαν το σύμφωνο συμβίωσης από αδικοπραξία και της

ένταξης, ή μη, στην έννοια της οικογένειας του προσώπου αυτού, του άλλου μέρους

(και των συγγενών εξ αίματος του επιζώντος μέρους) που μαζί με τον θανόντα

κατάρτισε το σύμφωνο συμβίωσης. Η περίπτωση αυτή από την αναδίφηση της

δημοσιευμένης νομολογίας προκύπτει ότι μέχρι τώρα δεν έχει τύχει αξιολόγησης και

αυτό μάλλον εξηγείται από το ότι, αφενός μεν, η εισαγωγή του θεσμού είναι σχετικά

πρόσφατη, αφετέρου δε, η διείσδυση του θεσμού και η αποδοχή του από την κοινωνία

εμφανίζεται μάλλον περιορισμένη. Κατά τον Γεώργιο Γεωργιάδη 92

, η

επιχειρηματολογία της νομολογίας που παρατίθεται προηγουμένως, δεν φαίνεται να

προσήκει στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης. Τούτο, δε, διότι το σύμφωνο

συμβίωσης υποχωρεί μεν ιεραρχικά έναντι του γάμου ως κάτι διαφορετικό και

υποδεέστερο 93

, αναγνωρίζεται όμως νομοθετικά και ρυθμίζονται ρητά οι έννομες

91

Πρβλ. την άποψη του Πρ. Δαγτόγλου, σύμφωνα με τον οποίο παρά το γεγονός πως ο γάμος

αποτελεί τη βάση της πλειοψηφίας των ελληνικών οικογενειών και προστατεύεται ρητά από

το Σύνταγμα, δεν αποτελεί πάντως προϋπόθεση για τη συνταγματική έννοια και προστασία

της οικογένειας και της οικογενειακής ζωής, μεταξύ άλλων και γιατί η διάταξη του άρθρου 21

παρ. 1 του Συντάγματος δεν ταυτίζει την οικογένεια και το γάμο, αλλά θέτει υπό την

προστασία του Κράτους όχι μόνο το γάμο, αλλά και την οικογένεια, αυτή καθεαυτήν. 92

Σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, άρθρο 932 αριθ. 27, σελ. 1904. 93

Κατά την Ευτ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Ο νέος νόμος 3719/2008 : μια πρώτη αποτίμηση,

ΕφΑΔ 2008, σελ. 1016-1017, υπό το στοιχείο β, ο νομοθέτης δεν θεωρεί απλώς το σύμφωνο

25

συνέπειές του (προσωπικές, μικτές και περιουσιακές σχέσεις των μερών, συγγένεια,

επώνυμο, θέματα γονικής μέριμνας).

Εν τούτοις, η δυσπιστία, με την οποία η νομολογία φαίνεται ότι προσεγγίζει και

αυτήν ακόμη τη «ληξιαρχικώς καταχωρισμένη σχέση» συμβίωσης 94

, στην οποία

προδήλως εντάσσεται και η σχέση που απορρέει από το σύμφωνο συμβίωσης,

προοιοωνίζεται μάλλον την εκφορά δικαιοδοτικής κρίσης ως προς το συναφές ζήτημα

του συμφώνου συμβίωσης, ανάλογης με εκείνη που έχει ήδη διατυπωθεί και κρατεί

στη νομολογία ως προς την ελεύθερη ένωση.

Η Καλλιρόη Παντελίδου 95

, σχετικά πρόσφατα υποστήριξε την ακόλουθη θέση :

Το ότι η ελεύθερη ένωση δεν αναγνωρίζεται ως γάμος και κατά συνέπεια δεν επιφέρει

τα νομικά αποτελέσματα, τη μονιμότητα και τη δέσμευση ενός γάμου, δεν σημαίνει

ότι αποκλείεται η ανάλογη εφαρμογή επιμέρους ρυθμίσεων από το δίκαιο του γάμου,

εάν ο Δικαστής κρίνει ότι αρμόζει παρόμοια λύση και σε ένα πρόβλημα που

ανακύπτει κατά τη λειτουργία της ελεύθερης ένωσης, λ.χ. η ανάλογη εφαρμογή των

διατάξεων των άρθρων 1400 επ. του ΑΚ. Αλλά και χωρίς να εφαρμόζεται αναλογικά

μια διάταξη από το δίκαιο του γάμου, η πραγματική κατάσταση που δημιουργείται

από μια ελεύθερη ένωση μπορεί να προκαλεί άλλες έννομες συνέπειες ενοχικού

δικαίου, π.χ. αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του ΑΚ), όταν η

περιουσία του ενός αυξήθηκε σε βάρος της περιουσίας του άλλου, αξίωση από

αδικοπραξία, όταν ο ένας εγκαταλείπει τον άλλο κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή

πίστη (άρθρο 914 του ΑΚ) ή και αξίωση για την ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης

λόγω θανάτωσης του συντρόφου (άρθρο 932 εδ. γ του ΑΚ). Αυτό σημαίνει ότι δεν

συμβίωσης ως κάτι «άλλο» σε σχέση με το γάμο, αλλά το θεωρεί και κάτι «υποδεέστερο»,

όπως συνάγεται α) από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. γ του νόμου 3719/2008 που ορίζει

ότι το σύμφωνο λύνεται αυτοδικαίως εάν κάποιο από τα μέρη του παντρευτεί με άλλον, β)

από τη διάταξη του άρθρου 3 του ίδιου νόμου που καθιερώνει την αυτοδίκαιη ανυπαρξία του

άκυρου συμφώνου –την οποία μάλιστα μπορούν να επικαλεστούν, με αναγνωριστική αγωγή,

περισσότερα άτομα από εκείνα που μπορούν να ζητήσουν την ακύρωση του άκυρου γάμου–

σε αντίθεση με τον άκυρο γάμο που λειτουργεί και απαιτείται διαπλαστική δικαστική

απόφαση ακύρωσης για να παύσει να υφίσταται και γ) από την κατάργηση της διάταξης του

αρχικού προσχεδίου, σύμφωνα με την οποία «όπου σε οποιοδήποτε άλλο νόμο γίνεται λόγος

για συζύγους, οι σχετικές διατάξεις ισχύουν αναλόγως και στα πρόσωπα που έχουν συνάψει

σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο νόμο αυτό ή δεν

αντίκεινται στις διατάξεις του». 94

Βλ. τις νομολογιακές παραπομπές υπό τον αριθμό 86, σύμφωνα με τις οποίες η εξώγαμη

συμβίωση «….. έστω και αν ήταν η ληξιαρχικώς καταχωρισμένη σχέση, δεν είναι δυνατό να

εξομοιωθεί με το θεσμό του γάμου». 95

, Κριτικές παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου «Σύµφωνο ελεύθερης συµβίωσης», ΕφΑΔ

2008, σελ. 386-392.

26

είναι απροστάτευτοι οι σύντροφοι απέναντι σε τρίτους, ούτε μπορούν να ενεργούν

αυθαίρετα. Αντίθετα, υπάρχει φόβος με τη θεσμοθετημένη ρύθμιση (εννοείται : του

συμφώνου συμβίωσης) να υποχωρήσει η νομική προστασία της μη ρύθμισης : Σήμερα

υπάρχουν περιπτώσεις που τα Δικαστήρια βλέπουν φιλικά την εξώγαμη συμβίωση,

π.χ. αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού ή ηθικής βλάβης. Εάν στο μέλλον τα

Δικαστήρια αντιμετωπίζουν μια περίπτωση ελεύθερης συμβίωσης χωρίς σύμφωνο,

υπάρχει ο κίνδυνος να μην καταλήγουν στις ίδιες συνέπειες, εάν δεν έχει τηρηθεί ο

τύπος του συμφώνου.

Η αξιοπρόσεκτη αυτή άποψη είναι πρόδηλο ότι έχει ήδη υπερκεραστεί από τη

δυναμική της νομολογίας –ανεξάρτητα, μάλιστα, από το ζήτημα εάν συμφωνεί ή όχι

κάποιος με τα πορίσματά της– η οποία αρνείται την έννομη προστασία του συντρόφου

ή της συντρόφου του θανόντος ή της θανούσας, μέσω της ανάλογης εφαρμογής της

διάταξης του άρθρου 932 εδ. γ του ΑΚ σε περίπτωση ελεύθερης ένωσης. Επομένως, η

υποχώρηση της νομικής προστασίας της ελεύθερης ένωσης που δεν καλύπτεται από

το σύμφωνο συμβίωσης δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας της θεσμοθετημένης ρύθμισης.

Η έλλειψη προστασίας, κατά συνέπεια, δεν φαίνεται να συνέχεται καθόλου με την

εισαγωγή του θεσμού του συμφώνου συμβίωσης, αλλά προϋπήρχε της εισαγωγής του

θεσμού αυτού.

Εντελώς πρόσφατα (στις 19 Φεβρουαρίου 2013), δημοσιεύθηκε η απόφαση της

Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων στην υπόθεση :

X and Others v. Austria (Application no. 19010/07), σύμφωνα με την οποία σε

περίπτωση ομόφυλου ζεύγους, η άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος του ενός για

υιοθεσία του τέκνου του άλλου, συνιστά διακριτική μεταχείριση σε σχέση με τα

ετερόφυλα ζεύγη. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε 96

, κατά πλειοψηφία, ότι στην

προκείμενη περίπτωση παραβιάζεται το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης

Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με το οποίο προβλέπεται απαγόρευση των διακρίσεων,

σε συνδυασμό με το άρθρο 8, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα σεβασμού της

ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, εξαιτίας της διαφοράς στη μεταχείριση των

προσφευγόντων, σε σύγκριση με τα ανύπαντρα ετερόφυλα ζεύγη, στα οποία ο ένας

σύντροφος επιθυμεί να υιοθετήσει το παιδί του άλλου (επισημαίνεται ότι στην

περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το αυστριακό δίκαιο επιτρέπεται η υιοθεσία του τέκνου

96

Βλ. τις αναρτήσεις στο διαδίκτυο του σχετικού δελτίου τύπου :

http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng-press/pages/search.aspx?i=003-4264492-5083115 και της

απόφασης : http://hudoc.echr.coe.int/sites/eng/pages/search.aspx?i=001-116735.

27

του ενός συντρόφου, από τον άλλο σύντροφο), παράλληλα, όμως, έκρινε, ομόφωνα,

ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 8

αυτής, όταν η κατάσταση των προσφευγόντων συγκρίνεται με εκείνη ενός

παντρεμένου ζευγαριού, στο οποίο ο ένας σύζυγος επιθυμεί να υιοθετήσει το παιδί του

άλλου συζύγου. Είναι πρόδηλο ότι η ανάλυση της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας

απόφασης του ΕΔΑΔ υπερβαίνει σημαντικά το αντικείμενο της μελέτης αυτής. Στο

σημείο τούτο, είναι αρκετή η επισήμανση ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε πως,

σύμφωνα με τη νομολογία του, η σχέση μεταξύ των τριών προσφευγόντων (επρόκειτο

για ένα ζεύγος Αυστριακών γυναικών που διατηρούσαν σταθερή σχέση, καθώς επίσης

και για το τέκνο της μιας από αυτές που επιθυμούσε να υιοθετήσει η άλλη γυναίκα),

εντάσσεται στην «οικογενειακή ζωή», κατά την έννοια του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής

Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ε) Βρέφος – νήπιο.

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα αυτό, αναγνωρίζεται η δυνατότητα χρηματικής

ικανοποίησης για μελλοντική ψυχική οδύνη του νηπίου, το οποίο κατά το χρόνο του

θανάτου του μέλους της οικογένειάς του, λόγω της συναισθηματικής του

ανωριμότητας και της ατελούς ανάπτυξής του, δεν μπορεί να αισθανθεί ψυχικό πόνο,

πλην όμως είναι βέβαιο ότι, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα υποστεί

(την ψυχική οδύνη) αργότερα, όταν θα φθάσει σε ηλικία που θα αισθάνεται ψυχικό

πόνο από την έλλειψη του οικείου του 97

. Η κρατούσα γνώμη εκκινεί από την

αφετηρία ότι χρηματική ικανοποίηση επιδικάζεται όταν το μέλος της οικογένειας του

θανόντος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του τελευταίου, σχηματισμένη ήδη ηθική

προσωπικότητα και συναισθηματικό κόσμο, ώστε να δέχεται τις επιδράσεις από τον

εξωτερικό κόσμο και τις ψυχικές συγκινήσεις από το θάνατο, το γεγονός, δε, αυτό

κρίνεται από τα Δικαστήρια κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και με βάση τα

περιστατικά που τίθενται υπόψη του. Ωστόσο, τα Δικαστήρια είναι σε θέση να

αποκαταστήσουν όχι μόνο την ενεστώσα, αλλά και τη μέλλουσα ηθική βλάβη ή

ψυχική οδύνη, όπως ακριβώς μπορούν να αποκαταστήσουν τη μέλλουσα περιουσιακή

ζημία. Με τις σκέψεις αυτές, καταλήγει στην κρίση ότι μπορεί να επιδικαστεί

χρηματική ικανοποίηση ακόμη και σε ανήλικο τέκνο που διανύει τους πρώτους μήνες

97

ΑΠ 260/2011, ό.π., ΕφΑθ 3413/2001, ΕλλΔνη 2001, 1359, ΔΕφΑθ 5/2009, ό.π.,

28

ή και τα πρώτα έτη της ζωής του (βρέφος – νήπιο, αντίστοιχα) για την ψυχική οδύνη

που είναι βέβαιο ότι θα δοκιμάσει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων,

αργότερα, όταν θα φθάσει σε ηλικία που θα μπορεί να δέχεται τις ψυχικές επιδράσεις

του εξωτερικού κόσμου και να αισθάνεται τον ψυχικό πόνο και την έλλειψη του

συγγενικού του προσώπου που θανατώθηκε 98

.

ΣΤ) Κυοφορούμενο (nasciturus).

Με τις ίδιες σκέψεις η κρατούσα γνώμη στη νομολογία δέχεται ότι χρηματική

ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης είναι δυνατό να επιδικαστεί και σε κυοφορούμενο

κατά το χρόνο του θανάτου του μέλους της οικογένειάς του, εφόσον αυτό γεννήθηκε

ζωντανό 99

. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 932 εδαφ. γ, 35, 36, 298, 299

του ΑΚ προκύπτει ότι η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης αποτελεί είδος

ζημίας μη περιουσιακής και έχει ως σκοπό με την καταβολή εύλογου ποσού χρημάτων

και την απόκτηση με αυτά άλλων περιουσιακών αγαθών να καταστεί δυνατή η ηθική

παρηγοριά και ψυχική ανακούφιση, όσο τούτο είναι δυνατό, του μέλους της

οικογένειας του θανόντος, το οποίο έτσι υποβοηθείται να εξισορροπήσει τις δυσμενείς

ψυχολογικές καταστάσεις που προκλήθηκαν από την αδικοπραξία και να ξεπεράσει ή

έστω να αισθανθεί ελαφρότερη την ψυχική οδύνη του. Η χρηματική αυτή

ικανοποίηση επιδικάζεται καταρχήν όταν το ενάγον μέλος της οικογένειας του

θύματος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του τελευταίου σχηματισμένη ήδη ηθική

προσωπικότητα και συναισθηματικό κόσμο, ώστε να δέχεται τις επιδράσεις του

εξωτερικού κόσμου και τις από το θάνατο του συγγενούς του ψυχικές συγκινήσεις,

γεγονός το οποίο κρίνεται από το Δικαστήριο κατά τους κανόνες της κοινής πείρας με

98

ΑΠ 97/2001, ΕλλΔνη 2001, 674 = ΧρΙΔ 2001, 120, με παρατηρήσεις Λ. Κιτσαρά, ΣτΕ

1222/2002, ΝοΒ 2002, 2100, ΑΠ 598/2005, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ 442/2008, ΝοΒ 2009, 1088, ΕφΠατρ. 959/1990, ΑρχΝ 1990,

588, ΕφΑθ 1537/1991, ό.π., ΔΕφΑθ 809/1993, ΕΔΚΑ 1994, 243, ΕφΑθ 2528/1994, ΕλλΔνη

1996, 1379, ΕφΑθ 9751/1997, ΕλλΔνη 1998, 1349 (με την κατασκευή της «αποθετικής

ψυχικής οδύνης»), ΕφΛαρ. 39/2001, Δικογραφία 2001, 73, ΕφΘεσ. 2834/2001, ό.π., ΕφΑθ

3413/2001, ό.π., ΕφΘεσ. 1674/2003, Αρμ. 2004, 520, ΔΕφΑθ 1396/2009, δημοσιευμένη στην

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΔΕφΑθ 2391/2009, ό.π., ΔΕφΑθ 1314/2011,

δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΜΠρΛευκ. 163/1988, ΑρχΝ

1988, 521, ΔΠρΑθ 12614/1990, ΝοΒ 1991, 641, ΜΠρΘηβ. 363/1995, ΕλλΔνη 1998, 204,

ΔΠρΘεσ. 1268/2003, Αρμ. 2004, 136, ΔΠρΑθ 12596/2006, ό.π., ΜΠρΑθ 1661/2008, ό.π. (με

την κατασκευή της «αποθετικής ψυχικής οδύνης»), ΜΠρΑρτ. 112/2009, ό.π., ΔΠρΚαλ.

4/2009, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS. 99

ΜΠρΑθ 1661/2008, ό.π.

29

βάση τα πραγματικά περιστατικά που τίθενται υπόψη του. Το Δικαστήριο, όμως,

μπορεί να αποκαταστήσει όχι μόνο την ενεστώσα αλλά και τη μέλλουσα ηθική βλάβη

ή ψυχική οδύνη, όπως μπορεί να αποκαταστήσει τη μέλλουσα περιουσιακή ζημία.

Επομένως είναι δυνατό να επιδικαστεί από την έγερση της σχετικής αγωγής (άρθρο 69

του ΚΠολΔ) χρηματική ικανοποίηση και σε κυοφορούμενο, εάν αυτό γεννηθεί

ζωντανό, για την ψυχική οδύνη που είναι βέβαιο ότι θα δοκιμάσει κατά τη

συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, όταν θα φθάσει σε ηλικία που θα μπορεί να

δέχεται τις επιδράσεις του εξωτερικού κόσμου και να αισθάνεται την έλλειψη του

μέλους της οικογένειάς του που θανατώθηκε 100

. Παλαιότερα διατυπώθηκε στη

νομολογία και αντίθετη άποψη που έχει εγκαταλειφθεί. Σύμφωνα με την άποψη αυτή,

η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης έχει ως αιτιολογία τον από το γεγονός

του θανάτου ψυχικό πόνο που δοκιμάζουν οι εγγύτεροι συγγενείς, οι οποίοι στενά

συνδέονται με τον θανόντα και επιδικάζεται μόνο όταν το ενάγον μέλος της

οικογένειας του θανόντος υπήρχε ως πρόσωπο κατά το χρόνο του θανάτου του

τελευταίου και είχε σχηματισμένη ήδη ηθική προσωπικότητα και συναισθηματικό

κόσμο, ώστε να επιδέχεται τις επιδράσεις από τον εξωτερικό κόσμο και τις ψυχικές

συγκινήσεις από το θάνατο, γεγονός το οποίο κρίνεται από το Δικαστήριο κατά τους

κανόνες της κοινής πείρας και με βάση τα πραγματικά περιστατικά που τίθενται

υπόψη του. Τέκνο, όμως, το οποίο κατά το χρόνο του θανάτου του γονέα του ήταν

κυοφορούμενο και ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 35 του ΑΚ κατά το χρόνο

αυτό δεν υπήρχε ως πρόσωπο και το οποίο, κατά το άρθρο 36 του ΑΚ, ως προς τα

δικαιώματα που επάγονται σ’ αυτό θεωρείται γεννημένο εάν γεννηθεί ζωντανό, δεν

δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αφού κατά τον

προαναφερόμενο χρόνο δεν υπήρχε ως πρόσωπο και δεν υφίστατο τις ψυχικές

συγκινήσεις από το θάνατο 101

.

Ζ) Εξώγαμο τέκνο.

100

ΑΠ 97/2001, ό.π., ΑΠ 1652/2002, ΝοΒ 2003, 1215, ΑΠ 911/2003, ΕλλΔνη 2004, 1601,

ΑΠ 1641/2003, ΕλλΔνη 2004, 716, ΑΠ 835/2005, ΕπιΔικΙΑ 2005, 373, ΑΠ 1261/2007,

δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΕφΑθ 1537/1991, ό.π. (η

απόφαση αυτή επίσης με την κατασκευή της «αποθετικής ψυχικής οδύνης»), ΕφΠατρ.

167/2001, ΑχαΝομ. 2002, 76, ΕφΠατρ. 560/2003, ό.π., ΕφΘεσ. 1674/2003, ό.π., ΕφΠατρ.

43/2004, ό.π. 101

ΑΠ 1153/1993, ΕλλΔνη 1995, 321, ΑΠ 583/1997, ΕλλΔνη 1998, 88, ΣυμβΕφΝαυπλ.

7/1990, ΠοινΧρον. 1990, 602, ΕφΘεσ. 832/1999, Αρμ. 2001, 1039.

30

Σύμφωνα με τη μη κρατούσα άποψη στη νομολογία, δεν αποκλείεται να

αναγνωριστεί αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στο εξώγαμο

τέκνο 102

, με τη σκέψη ότι και το πρόσωπο αυτό, ως μέλος εξώγαμης ή φυσικής

οικογένειας, κατέχει de facto θέση ανάλογη με εκείνη των συγγενικών προσώπων υπό

τη στενή του όρου έννοια, δηλαδή της τυπικής «συζυγικής» οικογένειας. Αντίθετα, η

κρατούσα άποψη στη νομολογία υποστηρίζεται ότι τα τέκνα που έχουν γεννηθεί εκτός

γάμου (πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 3719/2008, με τον οποίο εισήχθη στην

ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός του συμφώνου συμβίωσης), κατά τη διάρκεια της

συμβίωσης των γονέων τους, δεν διαθέτουν αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω

ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου του (φερομένου) πατέρα τους, εάν δεν έχουν

αναγνωριστεί αυτά από τον πατέρα τους με εκούσια ή δικαστική αναγνώριση, τούτο,

δε, διότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν έχει αποδειχθεί με οποιονδήποτε τρόπο

η πατρότητα, στο βαθμό που μέχρι την ισχύ του νόμου 3719/2008 ως γενεσιουργός

τρόπος ίδρυσης της συγγένειας με τον πατέρα, είναι μόνον ο γάμος και η αναγνώριση

(εκούσια ή δικαστική) 103

. Εξάλλου, το σοβαρό ζήτημα της αναγνώρισης της

πατρότητας του τέκνου που έχει γεννηθεί χωρίς γάμο των γονέων του επιβάλλεται να

αποτελεί αντικείμενο κύριας δίκης, μετά από κατάθεση σχετικής αγωγής και μόνο

μεταξύ των προσώπων, τα οποία περιοριστικά ορίζονται στο άρθρο 619 παρ. 3 του

ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ και δεν

επιτρέπεται να κρίνεται παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο άλλης δίκης, όπως, για

παράδειγμα, της δίκης που ανοίγεται μετά από την άσκηση αγωγής του εξώγαμου

τέκνου σε βάρος ασφαλιστικής εταιρείας που έχει με σύμβαση ασφαλίσει την έναντι

τρίτων αστική ευθύνη οχήματος, το οποίο ενεπλάκη σε αυτοκινητικό δυστύχημα, κατά

το οποίο επήλθε ο θάνατος του φερόμενου ως πατέρα του εξωγάμου 104

.

Η) Ακαταλόγιστο πρόσωπο.

102

ΕφΑθ 6862/2007, ό.π., ΔΠρΜεσολογ. 104/2010, ό.π. 103

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του νόμου 3719/2008 και υπό τον τίτλο «Τεκμήριο

πατρότητας» : 1. Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή εντός

τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητας του, τεκμαίρεται ότι έχει

πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το σύμφωνο. Το τεκμήριο ανατρέπεται με

αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Τα άρθρα 1466 επ. ΑΚ, καθώς και τα άρθρα 614 επ.

ΚΠολΔ, εφαρμόζονται αναλόγως. 2. Η ακυρότητα ή η ακύρωση του συμφώνου δεν επηρεάζει

την πατρότητα των τέκνων. 104

ΑΠ 1541/2009, ό.π., ΕφΠατρ. 786/2010, αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, σύμφωνος με τις

σκέψεις αυτές και ο Αθ. Κρητικός, ό.π., πργ. 20 ΙΙΙ 2, αριθ. 36, σελ. 407.

31

Κρίσιμο είναι το ερώτημα εάν είναι δυνατή η επιδίκαση χρηματικής

ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης σε πρόσωπο πνευματικά ανάπηρο ή ψυχικά

διαταραγμένο, το οποίο, εξαιτίας της απόσβεσης ή της απομείωσης των πνευματικών

του λειτουργιών είναι ανίκανο να συναισθανθεί την προσβολή και να νιώσει ψυχικό

πόνο, στενοχώρια κ.λπ. από την απώλεια συγγενικού του προσώπου. Στην περίπτωση

αυτή, η θεωρητική σύλληψη της μελλοντικής ψυχικής οδύνης, για την οποία έγινε

λόγος προηγουμένως [υπό το στοιχείο IV Ε) και ΣΤ)] είναι πρόδηλο ότι δυσχερώς

μπορεί να παράσχει ερμηνευτικά εργαλεία για την προσέγγιση του ζητήματος, καθώς

η αναπηρία είναι κατά κανόνα μόνιμη ή δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί εάν, πότε και

σε ποιο βαθμό θα αποκατασταθεί το πρόβλημα.

Από μερίδα της νομολογίας το προαναφερόμενο ερώτημα έχει απαντηθεί

καταφατικά 105

. Κατά κύριο λόγο, με τη σκέψη ότι και ο ακαταλόγιστος οπωσδήποτε

στερείται την παρουσία των συγγενών του, την επαφή και την επικοινωνία του με

αυτούς 106

. Αποκλίνουσα άποψη, ωστόσο, διατυπώνεται από την ΕφΑθ 8324/1987 107

,

με την οποία –είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι– τελικά επιδικάστηκε χρηματική

ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με την οποία η επιδίκαση χρηματικής

ικανοποίησης δεν αποκλείεται από το ότι ο δικαιούχος αυτής δεν είναι πλήρως

διανοητικώς υγιής, προστίθεται όμως από την απόφαση αυτή, η ακόλουθη

προϋπόθεση : «εφόσον η διανοητική αναπηρία του δεν τον καθιστά ανίκανο να

δέχεται τις συγκινήσεις από τον εξωτερικό κόσμο». Αντίθετα, έχει υποστηριχθεί η

άποψη ότι για να επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη πρέπει το

πρόσωπο που τη ζητεί να έχει ήδη σχηματισμένη ηθική προσωπικότητα, στην οποία

περιλαμβάνεται και ο συναισθηματικός κόσμος, ώστε να δέχεται τις συγκινήσεις και

επιδράσεις που προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο. Σε περίπτωση μόνιμης

διανοητικής αναπηρίας, το πρόσωπο που την έχει υποστεί δεν υφίσταται ηθική βλάβη,

αφού η κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει, το καθιστά ανίκανο να δέχεται τις

συγκινήσεις και τις επιδράσεις από τον εξωτερικό κόσμο, καθώς επίσης και να έχει

συναίσθηση των ταλαιπωριών που υφίσταται 108

. Η τελευταία αυτή άποψη, σύμφωνα

με την οποία ο παθών πρέπει να έχει τη δυνατότητα συναίσθησης της προσβολής, έχει

επικριθεί από τη θεωρία, με την ειδικότερη σκέψη ότι η άποψη αυτή καταλήγει σε μη

105

ΕφΑθ 8324/1987, ΝοΒ 1987, 1255 (για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης),

ΕφΑθ 1537/1991, ό.π., ΜΠρΑθ 1661/2008, ό.π. 106

ΕφΑθ 1537/1991, ό.π., ΜΠρΑθ 1661/2008, ό.π. 107

Ό.π. 108

ΕφΑθ 7146/1992, ΕλλΔνη 1995, 648.

32

ανεκτά για την έννομη τάξη αποτελέσματα, αφού αφενός μεν άγει στην απαλλαγή του

υποχρέου από μόνο το γεγονός ότι ο παθών δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη βλάβη

του, αφετέρου, δε, παραβιάζει διατάξεις του Συντάγματος που επιβάλλουν ειδική

μέριμνα για τους αναπήρους (άρθρα 2 και 21 παρ. 2 και παρ. 3 του Συντάγματος) και

ως αποτέλεσμα έχει την περαιτέρω προσβολή της προσωπικότητάς τους 109

. Η άποψη

που διατυπώνεται από τη θεωρία 110

, σύμφωνα με την οποία η νομολογία θα πρέπει να

απομακρυνθεί από το κριτήριο του εάν ο ζημιωθείς είναι υποκειμενικά σε θέση να

αισθανθεί ψυχικό πόνο ή συγκίνηση από την προσβολή, προκειμένου να επιδικάζεται

χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (και ψυχικής οδύνης) και στον παθόντα,

ο οποίος δεν είναι σε θέση να συναισθανθεί τις συνέπειες του ζημιογόνου γεγονότος,

είναι αμφίβολο εάν τελικά θα υιοθετηθεί από τη νομολογία, στο μέτρο που, όπως

αναφέρθηκε προηγουμένως [υπό το στοιχείο IV Ε) και ΣΤ)], εκκινεί από την αφετηρία

ότι χρηματική ικανοποίηση επιδικάζεται όταν το μέλος της οικογένειας του θανόντος

είχε κατά το χρόνο του θανάτου του τελευταίου, σχηματισμένη ήδη ηθική

προσωπικότητα και συναισθηματικό κόσμο, ώστε να δέχεται τις επιδράσεις από τον

εξωτερικό κόσμο και τις ψυχικές συγκινήσεις από το θάνατο του συγγενούς του. Υπό

το πρίσμα αυτό, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν τελικά το ακαταλόγιστο πρόσωπο

είναι σε θέση, ακριβώς με δεδομένη την κατάσταση της υγείας του, να δέχεται τις

επιδράσεις από τον εξωτερικό κόσμο και τις ψυχικές συγκινήσεις από το θάνατο του

συγγενούς του, γεγονός που θα κριθεί κατά περίπτωση από το Δικαστήριο, σύμφωνα

με τους κανόνες της κοινής πείρας και με βάση τα πραγματικά περιστατικά που κάθε

φορά θα τίθενται υπόψη του, ιδίως, δε, ενόψει της πιθανότητας βελτίωσης της

κατάστασης της υγείας του, σε βαθμό που να μπορεί να συναισθανθεί τη σημασία και

τα αποτελέσματα της αδικοπραξίας.

Θ) Σύζυγος σε διάσταση.

Τη νομολογία έχει απασχολήσει, ακόμη, το ζήτημα της νομιμοποίησης του

συζύγου ή της συζύγου που βρίσκεται σε διάσταση με το πρόσωπο που θανατώθηκε.

109

Βιργ. Περάκη, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, άρθρο 299 αριθ. 17, σελ. 590, Γεωργ. Γεωργιάδης, σε

Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, άρθρο 932 αριθ. 12-13, σελ. 1902, όπου και παραπομπή στην Δημ.

Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης πνευματικά

ανάπηρου ατόμου, ΚριτΕ 1997, σελ. 263 επ., πρβλ. και Αθ. Κρητικό, ό.π., πργ. 20 ΙΙ αριθ. 8,

σελ. 396-397, Στυλ. Πατεράκη, ό.π., πργ. 5 ΙΙ 2 β, σελ. 269, στο κείμενο και στη σημείωση με

τον αριθμό 148. 110

Βιργ. Περάκη, ό.π., αριθ. 18, σελ. 590-591.

33

Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω

ψυχικής οδύνης εκείνο που πρέπει να ερευνάται, σε κάθε περίπτωση, είναι εάν

πραγματικά το πρόσωπο αυτό υπέστη πραγματικά ψυχική οδύνη από το θάνατο του

προσφιλούς του προσώπου. Εξάλλου, εάν κατά το χρόνο του θανάτου δεν έχει λυθεί

αμετάκλητα ο γάμος, τυπικά υφίσταται «οικογένεια» μεταξύ του επιζώντος και του

θανατωθέντος συζύγου, ακόμη και εάν κατά τον κρίσιμο χρόνο έχει επέλθει διάσταση

των συζύγων, δεδομένου ότι η συνοίκηση ή συμβίωση δεν συνιστά ουσιώδη

προϋπόθεση για τη θεμελίωση της προαναφερόμενης αξίωσης. Εν τούτοις, σε ό,τι

αφορά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λαμβάνονται υπόψη

από το Δικαστήριο διάφορα στοιχεία, όπως για παράδειγμα η διάρκεια της διάστασης,

η τυχόν εκκρεμής αγωγή διαζυγίου, το πρόσωπο του συζύγου που είχε την

πρωτοβουλία άσκησης της αγωγής διαζυγίου, το διαδικαστικό στάδιο της δίκης, η

ηλικία των συζύγων, η ύπαρξη τέκνων, η προοπτική επανασυμβίωσης κ.λπ. 111

.

Ι) Μητριά.

Αντίθετες απόψεις έχουν υποστηριχθεί και ως προς το ζήτημα της

νομιμοποίησης της μητριάς του θύματος (συζύγου του πατέρα του), να ζητήσει την

επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτωσης

του τέκνου, το οποίο ο σύζυγός της απέκτησε από προηγούμενο γάμο. Σύμφωνα με

την κρατούσα άποψη στη νομολογία 112

, η μητριά του θύματος (όπως επίσης και ο

πατριός 113

), ως συγγενής εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού, περιλαμβάνεται στην έννοια

της οκογένειας του θύματος, όπως αυτή ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 932 εδ. γ

του ΑΚ 114

.

111

ΕφΑθ 5805/1991, ΕλλΔνη 1992, 1495, με σημείωση Αθ. Κρητικού, ΕφΑθ 1588/1997,

ΕλλΔνη 1998, 401, με σημείωση Αθ. Κρητικού, ΕφΑθ 9612/1999, ΑρχΝ 2002, 641, ΕφΑθ

5585/2000, ΕλλΔνη 2002, 1439, ΕφΑθ 7404/2002, ΕλλΔνη 2003, 801, ΕφΚρ. 126/2003,

ΕπιΔικΙΑ 2003, 311, ΕφΠατρ. 560/2003, ό.π., ΕφΔωδ. 199/2009, δημοσιευμένη στην

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS (χωρίς ιδιαίτερη θεμελίωση), ΜΠρΒολ. 286/2000,

ΑρχΝ 2002, 648, ΜΠρΒερ. 116/2001, ΕπιΔικΙΑ 2004, 78. 112

ΑΠ 1607/1999, ΕΕΝ 2001, 321, ΜΠρΑθ 1866/2010, ό.π., πρβλ. και για την αντίστροφη

περίπτωση, της νομιμοποίησης των τέκνων του συζύγου της θανούσας να ζητήσουν την

επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο της μητριάς τους –

συζύγου του δευτερόγαμου πατέρα τους, ΑΠ 1228/1996, ΕλλΔνη 1997, 562. 113

ΑΠ 795/2004, ό.π., ΕφΛαρ. 522/2006, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών NOMOS. 114

Αντίθετα, ΕφΑθ 4414/1989, ΕΣΔ 1992, 438, ΕφΑθ 3720/1993, ΕλλΔνη 1995, 202 (χωρίς

ιδιαίτερη θεμελίωση), επίσης αρνούνται τη νομιμοποίηση των τέκνων του συζύγου της

34

ΙΑ) Συγγενείς αλλοδαπού που θανατώθηκε στην Ελλάδα (ζητήματα

ιδιωτικού διεθνούς δικαίου).

Σε περίπτωση δυστυχήματος που έλαβε χώρα στην ελληνική επικράτεια, από το

οποίο επήλθε ο θάνατος προσώπου, ο οποίος αποτελεί πολίτη τρίτης χώρας, ανέκυψε

το ζήτημα με βάση ποιο δίκαιο θα κριθεί εάν συγκεκριμένα πρόσωπα εμπίπτουν στην

έννοια της οικογένειας του προσώπου που θανατώθηκε, ώστε να δικαιούνται,

καταρχήν τουλάχιστον, να ζητήσουν την αναγνώριση ή / και την επιδίκαση της

αξίωσής τους για την καταβολή σ’ αυτά χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής

οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του προσώπου αυτού.

Η νομολογία, μετά από σημαντική διακύμανση που παρατηρήθηκε τόσο στην

κρίση των Δικαστηρίων της ουσίας, όσο και σ’ εκείνη του Ακυρωτικού της χώρας,

τείνει μάλλον να παγιωθεί, μετά την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με

τον αριθμό 10/2011 115

και στο πλαίσιο της ήδη κρατούσας άποψης διατυπώνονται οι

ακόλουθες θέσεις : Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, οι ενοχές από

αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας, στην οποία διαπράχθηκε το αδίκημα.

Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η κύρια σχέση που δημιουργείται με τη διάπραξη

αδικήματος στην Ελλάδα, από το οποίο επήλθε ο θάνατος αλλοδαπού και η

αντίστοιχη αδικοπρακτική ενοχή διέπονται από το ελληνικό δίκαιο με την έννοια της

legis causae. Επομένως, κατά το δίκαιο αυτό κρίνoνται, μεταξύ άλλων, ο παράνομος

χαρακτήρας της πράξης, η υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσμα του παθόντος, το

ζήτημα της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, εάν η ευθύνη είναι αντικειμενική ή

υποκειμενική και οι προϋποθέσεις της θεμελίωσης αυτής, η ικανότητα προς

καταλογισμό, ο κύκλος των προστατευόμενων έννομων αγαθών ή των υποκειμενικών

δικαιωμάτων, ο υπόχρεος προς αποζημίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της

αποζημίωσης, καθώς και οι έννομες συνέπειες της αδικοπραξίας, ειδικότερα δε η

μορφή και η έκταση της αποζημίωσης, εάν η αποζημίωση παρέχεται σε κεφάλαιο

εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές, εάν παρέχεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής

βλάβης ή ψυχικής οδύνης (άρθρο 932 του ΑΚ) ή αποζημίωση από το άρθρο 931 του

θανούσας να ζητήσουν την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από το

θάνατο της μητριάς τους, οι ΕφΑθ 6594/1998, ΕλλΔνη 1999, 355, ΕφΠατρ. 167/2001,

ΑχαΝομ. 2002, 76. 115

Ό.π.

35

ΑΚ, τα θέματα της αναγωγής των περισσότερων συνυποχρέων, καθώς και των

οφειλόμενων τόκων από την επίδοση της αγωγής αποζημίωσης. Στην έννοια του

«κύκλου των προστατευόμενων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων»

περιλαμβάνονται και προσδιορίζονται απευθείας, κατά τη διάταξη του άρθρου 26 του

ΑΚ, και όλα εκείνα τα πρόσωπα που δικαιούνται και νομιμοποιούνται ενεργητικά να

προβάλλουν, κατά περίπτωση, αντίστοιχες αξιώσεις, συνδεόμενες με την ένδικη

αδικοπρακτική συμπεριφορά, είτε με ορισμένη ιδιότητα, είτε εξ ιδίου δικαίου.

Επομένως, στην περίπτωση θανάτωσης, σε δυστύχημα στην Ελλάδα αλλοδαπού, για

να κριθεί η νομιμοποίηση εκείνων που ζητούν με αγωγή την επιδίκαση χρηματικής

ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, με την έννοια «των ανηκόντων στον κύκλο των

προσώπων που είναι φορείς εννόμων αγαθών ή υποκειμενικών δικαιωμάτων», τα

οποία προσβλήθηκαν από τις επαχθείς συνέπειες της αδικοπρακτικής θανάτωσης, θα

εφαρμοστεί, με βάση τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, αμέσως το ελληνικό δίκαιο,

χωρίς την παρεμβολή άλλης έρευνας στο πλαίσιο εφαρμογής των αρχών του ιδιωτικού

διεθνούς δικαίου που έχει σχέση με την έννοια του προκρίματος και του

προδικαστικού ζητήματος. Ειδικότερα –θα εφαρμοστεί– η διάταξη του άρθρου 932

του ΑΚ, με την οποία θα προσδιοριστεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ζήτημα εάν

ο συγκεκριμένος ενάγων ανήκει στον κύκλο των δικαιούμενων προσώπων, με την

προαναφερόμενη έννοια, ανεξάρτητα εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση το

(μη εφαρμοστέο όμως) ουσιαστικό δίκαιο της ιθαγένειας του θανόντος και εκείνων

που ζητούν την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης, προβλέπεται διαφορετική

ρύθμιση ως προς τα πρόσωπα που ανήκουν στον κύκλο εκείνων που δικαιούνται να

επιδιώξουν την αντίστοιχη αξίωση ή δεν προβλέπεται καμία ρύθμιση. Κατά συνέπεια,

ο προσδιορισμός τελικά από το Δικαστήριο των συγκεκριμένων εναγόντων, ως

προσώπων που ανήκουν στον κύκλο των προστατευομένων αγαθών ή υποκειμενικών

δικαιωμάτων και η αντίστοιχη νομιμοποίησή τους, θα κριθεί με βάση τη διάταξη του

άρθρου 932 του ΑΚ και ειδικά με βάση την έννοια της «οικογένειας», όπως αυτή

προσδιορίζεται αποκλειστικά από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατά την ερμηνεία

της διάταξης αυτής, μόνο δε στην περίπτωση εκείνη που αμφισβητηθεί, στη συνέχεια,

μια από τις συγγενικές ιδιότητες, όσο έχει σχέση με την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της

σχέσης εκείνης, από την οποία προέρχεται η ιδιότητα αυτή (π.χ. η ύπαρξη ή όχι γάμου

ή συγγενικής σχέσης γονέα και τέκνου), τότε πλέον καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή

των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 του ΑΚ (κατά περίπτωση), για να κριθεί,

ανάλογα, το εάν ο ενάγων έχει τελικά την ιδιότητα του συζύγου ή του τέκνου, του

36

πατέρα ή του παππού του προσώπου που θανατώθηκε 116

. Αντίθετα, είχε υποστηριχθεί

από σημαντική μερίδα της νομολογίας ότι σε περίπτωση αδικήματος η διάταξη του

άρθρου 26 του ΑΚ δεν αποτελεί τη μοναδική διάταξη ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που

πρέπει να εφαρμοστεί, ενώ μπορεί να καταστεί αναγκαία η προσφυγή και σε άλλες

διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Έτσι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, για την

κρίση σχετικά με το ζήτημα (προκριματική έννομη σχέση) εάν κάποιος αποτελεί ή όχι

μέλος της ίδιας οικογένειας με τον θανατωθέντα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου

932 του ΑΚ, καθίσταται αναγκαία, κατά περίπτωση, η εφαρμογή των διατάξεων των

άρθρων 13, 14, 17, 22 και 23 του ΑΚ 117

.

V.- Προοπτικές νομολογιακής διαμόρφωσης της έννοιας της

οικογένειας, στην επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής

οδύνης.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ η

έννοια της οικογένειας δεν προσδιορίζεται, προδήλως γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε

να διαγράψει κατά τρόπο δεσμευτικό τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, από την ίδια τη

φύση του, υφίσταται αναπόφευκτα τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις

κατά τη διαδρομή του χρόνου. Από την παρατήρηση της κοινωνικής πραγματικότητας

και της δυναμικής της ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων, συνάγεται η διαπίστωση

ότι οι κοινωνικές αντιλήψεις διαφοροποιούνται ραγδαία, μεταξύ άλλων και σε ό,τι

αφορά τον τύπο της οικογένειας, την ολοένα αυξανόμενη αποσύνδεσή της από το

θεσμό του γάμου, την ένταξη των εναλλακτικών μορφών συμβίωσης, είτε αυτές

ρυθμίζονται από το νόμο, είτε όχι, μεταξύ ετερόφυλων ή / και ομόφυλων προσώπων

στην έννοια της οικογένειας, την επέκταση ορισμένων ρυθμίσεων που αφορούν το

116

ΑΠ 581/2010, ό.π., ΑΠ 896/2010, ό.π., ΑΠ 937/2010, ό.π., ΑΠ 528/2011, ό.π., ΑΠ

43/2012, ό.π., ΑΠ 207/2012, ό.π., ΑΠ 345/2012, ό.π., ΑΠ 954/2012, ό.π., ΕφΑθ 721/2003,

ΕλλΔνη 2004, 196, ΕφΛαμ. 18/2011, ό.π., όπου και άλλες παραπομπές στη σύμφωνη και την

αντίθετη, προς τη θέση αυτή, νομολογία, ΜΠρΚοζ. 120/2011, δημοσιευμένη στην Τράπεζα

Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΜΠρΑθ 2270/2011, δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών NOMOS. 117

ΠλειοψΑΠ 1847/2009, ΕπιΔικΙΑ 2010, 120 (με αντίθετη μειοψηφία δυο μελών – πρόκειται

για την υπόθεση που παραπέμφθηκε στην ΟλΑΠ και για την οποία δημοσιεύθηκε η απόφαση

της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με τον αριθμό 10/2011), ΕφΠειρ. 120/2004, ΕλλΔνη 2004,

876, ΕφΘρακ. 13/2006, ΕπιΔικΙΑ 2007, 260, ΕφΑθ 3848/2007, ΕφΑΔ 2008, 813, ΕφΠατρ.

307/2008, ΑχαΝομ. 2009, 23, ΕφΘεσ. 116/2009, ΕΠολΔ 2009, 792, ΕφΑθ 4079/2009,

ΕλλΔνη 2010, 1682, ΜΠρΑθ 1488/2007, ΕφΑΔ 2008, 536, ΜΠρΑμφισ. 33/2010, ΕπιΔικΙΑ

2011, 72, ΜΠρΑθ 1866/2010, ό.π.

37

γάμο και τη συμβατική μορφή της οικογένειας και στις εναλλακτικές μορφές

συμβίωσης κ.λπ. Αυτή τη διαφοροποίηση των κοινωνικών αντιλήψεων αναμένεται

στο άμεσο μέλλον να κληθούν τα Δικαστήρια της χώρας να διαχειριστούν στο πλαίσιο

της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας και θα πρέπει να ανταποκριθούν στην υψηλή

αποστολή τους αφενός μεν εξισορροπώντας τη δεδομένη νομολογιακή παράδοση με

τις προκλήσεις των ραγδαίων κοινωνικών εξελίξεων, αφετέρου δε τέμνοντας τις

ιδιωτικές διαφορές με αίσθημα ευθύνης και ως προς το ζήτημα του

(επανα)προσδιορισμού της έννοιας της οικογένειας κατά την επιδίκαση χρηματικής

ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αλλά και σε

ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο που θα διακρίνονται από έντονη φόρτιση και οξυμένες

αντιθέσεις.