Το τελευταίο δείπνο (Άρθρο - 2014)

14
[1] ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ BASSANO, Leandro : The Last Supper Το τελευταίο δείπνο ΑΘΗΝΑ 2014

Transcript of Το τελευταίο δείπνο (Άρθρο - 2014)

[1]

ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ

BASSANO, Leandro : The Last Supper

Το τελευταίο δείπνο

ΑΘΗΝΑ 2014

[2]

Η παρούσα έκδοση είναι ΜΗ εμπορική

© ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜ. ΧΑΣΙΩΤΗΣ : Το τελευταίο δείπνο

Δημητρακοπούλου 20

121 34 Περιστέρι

(Το άρθρο μου αυτό δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο «olympia.gr» στις 29/4/2014)

Οι πίνακες είναι παρμένοι από το διαδίκτυο και είναι χαρακτηρισμένοι ως

«public domain»

[3]

Το τελευταίο δείπνο

Ήταν σχεδόν έτοιμη. Είχε βάλει τα καλύτερά της ρούχα –χρόνια είχε να τα

φορέσει- και τώρα στη τουαλέτα, έβαζε το κραγιόν της. Σαν τέλειωσε, έμεινε εκεί

ακίνητη κοιτάζονταν στο καθρέφτη ανέκφραστη.

Στο υπνοδωμάτιο, ο άντρας της, κι αυτός ήταν έτοιμος. Μόλις έβαλε το σακάκι.

Το κουστούμι που φόραγε, το είχε αγοράσει πριν πέντε χρόνια, όταν με τη

γυναίκα του ήταν να βαφτίσουν το παιδάκι ενός πολύ φιλικού τους ζευγαριού.

Από τότε δεν το είχε ξαναφορέσει.

Ο άντρας, βγήκε από το υπνοδωμάτιο και πήγε να δει αν και η γυναίκα του ήταν

έτοιμη. Η πόρτα της τουαλέτας ήταν ανοιχτή, έτσι, όταν έφτασε, η γυναίκα του

τον είδε από τον καθρέφτη και του χαμογέλασε, χωρίς να γυρίσει προς το μέρος

του, ενώ ο άντρας της, τής ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ήταν το χαμόγελο και των

δυό, ένα χαμόγελο περίεργο, γεμάτο μυστήριο. Δεν ήξερες αν έκρυβε λύπη,

χαρά, πόνο ή ανακούφιση.

«Σε λίγο θα είμαι έτοιμη» είπε η γυναίκα.

Ο άντρας της κούνησε ελαφρά το κεφάλι του και της είπε :

«Θα σε περιμένω στο σαλόνι», κι έκανε να φύγει, όμως, σταμάτησε όταν η

γυναίκα του τού είπε :

«Σήμερα, λοιπόν»;

Ο άντρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Το χαμόγελο είχε φύγει και μια

έκδηλη μελαγχολία κυριαρχούσε στο πρόσωπό τους.

«Σήμερα. Αύριο το πρωί, θα έρθουν», είπε ο άντρας, καθώς πήγαινε στο σαλόνι.

Σαν έφτασε εκεί, έκατσε στο καναπέ απέναντι από τη τηλεόραση την οποία

άνοιξε.

Ήταν ήδη λίγο μετά τις 8 η ώρα το βράδυ. Την ώρα που μόλις είχαν αρχίσει τα

δελτία ειδήσεων. Έμεινε στο πρώτο κανάλι που έτυχε.

«Η κυβέρνηση» έλεγε η παρουσιάστρια, «εμφανίζεται πολύ αισιόδοξη, και

πιστεύει πως σύντομα η χώρα θα βρίσκεται πάλι σε σαφή τροχιά ανάπτυξης και

η ευημερία θα επανέλθει στον τόπο».

[4]

Ο άντρας, άκουγε το δελτίο ειδήσεων και ένα αμυδρό ειρωνικό χαμόγελο

σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

«Αύριο λοιπόν το πρωί!» είπε από μέσα του. Και συνέχισε να σκέφτεται : «Όμως,

η δική μου ευημερία θα έρθει σε λίγες ώρες, όχι σε λίγες μέρες, μήνες ή χρόνια!

Κάθε τι που είναι πέρα από αύριο το πρωί είναι τραγικά αργά και τραγικά

επώδυνο», και καθώς μέσα του έλεγε αυτά τα λόγια, σήκωσε το χέρι του και

κάνοντας με τα δάχτυλά του το σχήμα ενός πιστολιού, σημάδευε τη τηλεόραση,

λέγοντας πολύ σιγά και σχεδόν παιδιάστικα : «μπαμ», «μπαμ», «μπαμ»…

Ο άντρας, έκλεισε τη τηλεόραση.

Σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι που βρίσκεται μπροστά από το σαλόνι.

Ακριβώς απέναντι από τη πολυκατοικία και το μπαλκόνι του διαμερίσματός του,

βρίσκεται μια μικρή πλατεία, με ένα μικρό κυκλικό σιντριβάνι στη μέση και

παγκάκια γύρω – γύρω απ’ αυτό, με μερικά δέντρα πάνω της. Ο άντρας κοίταξε

τον ουρανό. Ήταν σχετικά βαρύς. Είχε αρκετά σύννεφα, όμως, η μετεωρολογική

υπηρεσία βεβαίωνε πως δεν επρόκειτο να βρέξει, όχι τουλάχιστον μέσα στη

πόλη. Έμεινε εκεί, κοιτάζοντας τον ουρανό. Μετά κοίταξε την πλατεία κι έμεινε

κι εκεί εστιασμένο το βλέμμα του κοιτάζοντάς τη για λίγο. Μετά, αργά, τα μάτια

του ξανακοίταξαν τον ουρανό, κι έπειτα πάλι την πλατεία, και τέλος έμεινε

κοιτάζοντας τον ουρανό : «Τι έξοχο, τι υπέροχο, τι φοβερό, τι απάνθρωπο ταβάνι

τούτος ο ουρανός!» είπε μέσα του και αναστέναξε βαθιά. Στη πλατεία, ένας

άντρας και μια γυναίκα, ντυμένοι φτωχικά, πήγαν κι έκατσαν σε ένα παγκάκι.

Είχαν μαζί τους και ένα καροτσάκι, σαν αυτά που υπάρχουν για να βάζουν τα

ψώνια στα σούπερ μάρκετ, γεμάτο χαρτόνια και άλλες σακούλες, μερικές από

τις οποίες κρέμονταν έξω απ’ αυτό. Αφού έκατσαν, άρχισαν να βγάζουν τα

χαρτόνια και να τα στρώνουν, άλλα πάνω στο παγκάκι, και άλλα από κάτω από

αυτό, ενώ έβγαλαν και δυο παλιές κουβέρτες. Στη συνέχεια, η γυναίκα ξάπλωσε

πάνω στο παγκάκι και ο άντρας από κάτω, πάνω στα χαρτόνια, και

σκεπάστηκαν με τις κουβέρτες. Έσκυψε το κεφάλι του και σκέπασε τα μάτια του

με τα χέρια του. Όταν μετά από λίγο κοίταξε πάλι στη πλατεία, είδε ότι κανείς

δεν κοιμόταν σε κανένα παγκάκι. Έφερε με τα μάτια του ένα γύρω όλη τη

πλατεία και ακολούθως κοίταξε το δρόμο. Τίποτα! Ήταν οπωσδήποτε η

φαντασία του. Παιχνίδισμα του νου.

«Φεύγουμε»; ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του από πίσω του.

Ο άντρας ξαφνιάστηκε, και γύρισε απότομα πίσω προς τη πόρτα που οδηγεί

μέσα στο σαλόνι, στην οποία τώρα στέκονταν η γυναίκα του. Έτσι όπως την είδε

[5]

ξαφνικά, έμεινε για λίγο στη θέση του βουβός και την κοίταζε με περιέργεια, λες

και την έβλεπε πρώτη φορά. Χαμογέλασε με εκείνο το περίεργο χαμόγελο που

δεν ξέρεις τι αισθήματα κρύβει.

«Είσαι πολύ ωραία!» της είπε.

Η γυναίκα του χαμογέλασε κι αυτή με το ίδιο παράξενο χαμόγελο.

«Κι εσύ…, με το κουστούμι σου…, είσαι πολύ όμορφος» είπε η γυναίκα, και

δάκρυα κύλισαν στα μάγουλά της.

Ο άντρας την πλησίασε, έβγαλε ένα μαντήλι και την σκούπισε απαλά, ενώ κι

αυτός δάκρυσε.

«Δυο λεπτά, πάω στην τουαλέτα και γυρίζω πάλι» είπε η γυναίκα, προφανώς για

να τακτοποιήσει λίγο το μακιγιάζ της.

Ο άντρας, έκλεισε τη πόρτα του μπαλκονιού, σκούπισε κι αυτός τα δάκρυά του,

κι έκατσε πάλι σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι, ακουμπώντας το κεφάλι του στο

ένα του χέρι και κλείνοντας για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε

πάλι, άρχισε να παρατηρεί ένα – ένα τα έπιπλα του σαλονιού, τις καρέκλες, τον

καναπέ, ένα μικρό μπουφέ, το τραπεζάκι του σαλονιού, τις κορνίζες στους

τοίχους, το φωτιστικό στο ταβάνι, τα δύο λαμπατέρ που βρίσκονταν πάνω σε δύο

μικρά κυκλικά τραπεζάκια ένα στην κάθε άκρη του καναπέ του σαλονιού, τις

φωτογραφίες που βρίσκονταν τοποθετημένες σε διάφορες θέσεις. Η ματιά του

έμεινε σε μια φωτογραφία. Σηκώθηκε, την πήρε στα χέρια του και βούρκωσε. «Ο

μπαμπάς, η μαμά και το αγγελούδι τους», έγραφε κάτω δεξιά. Την κράτησε και

την έσφιξε στο στήθος του και ξέσπασε σε βουβό λυγμό, προσπαθώντας να μην

τον ακούσει η γυναίκα του. Άφησε τη φωτογραφία στη θέση της, σκούπισε τα

μάτια του, και έκαστε πάλι στη πολυθρόνα, ενώ το πρόσωπό του έγινε αγέλαστο

και ανέκφραστο. Ένα σιγανό κλάμα ακούγονταν από την κρεβατοκάμαρα.

Κοίταξε προς την πλευρά από όπου ακούγονταν για να βεβαιωθεί ότι δεν

παράκουσε. Σηκώθηκε και πήγε σιγά – σιγά προς τη κρεβατοκάμαρα, από όπου

έρχονταν ο ήχος του κλάματος. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και από εκεί, είδε τη

γυναίκα του ξαπλωμένη στα πλάγια, προς την αντίθετη πλευρά από εκείνη που

βλέπει στη πόρτα, που έκλαιγε σιγανά, κρατώντας μια φωτογραφία στα χέρια

της. Ήταν κι αυτή μια φωτογραφία όμοια μ αυτή που κράταγε ο ίδιος στο

σαλόνι. Δεν ενόχλησε τη γυναίκα του, και γύρισε στο σαλόνι όπου έκατσε ξανά

στη πολυθρόνα. Μετά από λίγα λεπτά, ξαναμπήκε η γυναίκα του στο σαλόνι.

[6]

«Έτοιμη πάλι», του είπε χαμογελώντας μελαγχολικά. Ο άντρας της ανταπέδωσε

το χαμόγελο, και της είπε ενώ σηκώνονταν :

«Να ειδοποιήσω το ραδιοταξί».

Πήρε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό. «Ναι, εγώ είμαι… Ναι είμαι

πελάτης σας… Το τηλέφωνό μου είναι αυτό που βλέπετε… Ναι φεύγουμε από

εδώ και πάμε στη Πλάκα… Δεν θυμάμαι την ονομασία της οδού… Θα πω εγώ

στον οδηγό πού ακριβώς θέλουμε να πάμε… Θα τον καθοδηγήσω… Σε πέντε

λεπτά;… Μάλιστα». «Σε πέντε λεπτά», είπε ο άντρας στη γυναίκα του. «Ας πάμε.

Μέχρι να κατέβουμε θα περάσει η ώρα».

Ο άντρας και η γυναίκα του κατέβηκαν και περίμεναν έξω στην είσοδο της

πολυκατοικίας τους. Έκανε λίγο ψύχρα, και η γυναίκα του στηρίζονταν σφιχτά

στο μπράτσο του. Ο άντρας την αγκάλιασε και τη κοίταξε στα μάτια στοργικά. Η

γυναίκα έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του και περίμεναν να φανεί το ταξί.

Απέναντι από το δρόμο βρίσκονταν το πάρκο, και ο άντρας, έψαχνε με τα μάτια

του όλο το χώρο στη πλατεία προσπαθώντας να δει μήπως τελικά το ζευγάρι

των άστεγων βρίσκονταν κάπου εκεί, ή απλά είχε αλλάξει μέρος και δεν το είχε

αντιληφθεί.

«Δεν έπρεπε να έχει έρθει»; ρώτησε η γυναίκα του.

«Δεν αργούν συνήθως», είπε ο άντρας.

Πράγματι, σε λίγο φάνηκε ένα ταξί στο βάθος του δρόμου. Όταν πλησίασε είδαν

ότι είχε το σήμα της εταιρίας ραδιοταξί που κάλεσαν.

«Για τη Πλάκα», είπε ο άντρας στον οδηγό μόλις μπήκαν μέσα.

«Από τη Σταδίου θέλετε να πάμε ή από κάπου αλλού»; ρώτησε ο οδηγός.

«Από τη Σταδίου» είπε ο άντρας.

Το ταξί διέσχισε την Πατησίων και πήρε την Σταδίου από την αρχή, από την

πλατεία Ομόνοιας. Στο ύψος της Κοραή, τους έπιασε το φανάρι. Στο σημείο που

σταμάτησε το ταξί, φαίνονταν όλη η οδός Κοραή που συνδέει την Σταδίου με την

Πανεπιστημίου.

«Κοιτάτε χάλια», είπε ο ταξιτζής απευθυνόμενος στους πελάτες του, και τους

έδειξε, εκεί στο πεζοδρόμιο, τρείς άστεγους που κοιμόνταν εκεί. «Το βράδυ,

[7]

γεμίζουν οι δρόμοι από άστεγους», συνέχισε ο ταξιτζής, ενώ ο άντρας και οι

γυναίκα κοίταζαν αμίλητοι και ανέκφραστοι το θέαμα. «Άνθρωποι, κύριε και

κυρία μου», συνέχισε ο ταξιτζής, «που λίγο καιρό πριν ζούσαν όπως εσείς κι εγώ,

άνθρωποι που είχαν βάλει μια τάξη στη ζωή τους, και κάποιοι αληταράδες σ’

αυτό το τόπο, δηλαδή, τι αληταράδες, εγκληματίες πέστε καλύτερα, αποφάσισαν

μια ολόκληρη κοινωνία να την εξαθλιώσουν, να τη ληστέψουν ό,τι με κόπο είχε

κατορθώσει δεκαετίες πριν να φτιάξει. Αφήστε. Γέμισε η Αθήνα με δαύτους. Το

βράδυ τους βλέπεις παντού. Στους δρόμους της Αθήνας, στις πλατείες, στα

νοσοκομεία, ακόμα και στο αεροδρόμιο». Ο άντρας και η γυναίκα δε μιλούσαν,

ενώ το ταξί είχε ήδη ξεκινήσει πάλι. Ο ταξιτζής, κοίταξε από το καθρεφτάκι του

οδηγού στα πίσω καθίσματα και βλέποντας ότι οι επιβάτες του δεν

ανταποκρίνονταν στα όσα έλεγε, σταμάτησε να μιλά. Φτάνοντας στη πλατεία

Συντάγματος, ο οδηγός του ταξί ρώτησε :

«Πού ακριβώς πάμε στη Πλάκα»;

«Στην οδό Κυδαθηναίων» είπε ο άντρας, που εν τω μεταξύ θυμήθηκε το όνομα

του δρόμου όπου επρόκειτο να πάνε. «Όταν φτάσουμε εκεί, θα σας πω που

ακριβώς θα μας αφήσετε». Όταν έφτασαν εκεί, στην οδός Κυδαθηναίων, έξω

από ένα εστιατόριο, ο άντρας είπε :

«Εδώ είμαστε».

Πλήρωσε το ταξί και κατέβηκαν.

Ο άντρας και η γυναίκα κοιτάχτηκαν και αντάλλαξαν ένα χαμόγελο : το γνωστό

χαμόγελο που δεν μπορούσες να καταλάβεις αν έκρυβε λύπη ή χαρά. Μπήκαν

μέσα και ένας σερβιτόρος έσπευσε να τους υποδεχτεί. Κάθισαν σε μια γωνιά. Το

εστιατόριο δεν είχε παρά δύο ακόμα μικρές παρέες, δύο ζευγάρια. Παρήγγειλαν

ένα σχετικά ελαφρύ γεύμα και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Σχεδόν δεν έφαγαν

τίποτα. Μια ή δύο μπουκιές μονάχα. Το κρασί όμως το ήπιαν σιγά – σιγά όλο ενώ

παράγγειλα στη συνέχεια και άλλο μπουκάλι. Κάθε φορά που ήθελαν να πιουν

μια γουλιά, τσούγγριζαν ελαφρά τα ποτήρια τους χωρίς να λένε τίποτα, απλά,

κοιτάζονταν στα μάτια, που μερικές φορές, ήταν υγρά, έτοιμα λες να κλάψουν,

ενώ το σαγόνι τους, κι αυτό, μερικές φορές, τρεμόπαιζε, όπως τρεμοπαίζει όταν

κάποιος ετοιμάζεται να κλάψει.

«Είναι οριστικό λοιπόν;», είπε η γυναίκα στον άντρα της, και του έπιασε το χέρι

πάνω στο τραπέζι, ενώ ο άντρας της το έσφιξε μέσα το δικό του.

Ο άντρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του στην ερώτηση της γυναίκας του.

[8]

«Και σίγουρα δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μας»; ρώτησε ξανά η γυναίκα του.

Ο άντρας δεν απάντησε αμέσως. Κοιτούσε τη γυναίκα του μέσα στα μάτια και με

τα δάχτυλά του χάιδευε τη παλάμη του χεριού της που το κρατούσε ακόμα στο

δικό του.

«Εσύ βλέπεις κάποιον που να μπορούσαμε να τον βαδίσουμε όπως εμείς

θέλουμε και ξέρουμε να περπατάμε»;

Η γυναίκα του δεν μίλησε. Με τα μάτια της υγρά, είπε :

«Όχι»!

«Αύριο βράδυ…» είπε ο άντρας και πίνοντας λίγο ακόμα κρασί, συνέχισε :

«Αύριο βράδυ… καταλαβαίνεις πως αύριο, όχι μόνο το βράδυ μα από το χάραμα

της μέρας, αύριο… αλλά…, κι αν ακόμα εμείς μπορούσαμε αυτόν τον άλλο

δρόμο να τον βαδίσουμε, σκέφτεσαι το παιδί μας;… πώς θα μπορούσε το παιδί

μας» και καθώς έλεγε αυτά ο άντρας ήπιε ακόμα ένα ποτήρι ενώ τα δάκρυα

έτρεχαν στα μάγουλά του. Έβγαλε το μαντήλι του και τα σκούπισε ενώ η

γυναίκα του είχε στυλώσει τα μάτια της πάνω στο τραπέζι αποφεύγοντας να

συναντήσει το βλέμμα του άντρα της. Μετά από κάποια ώρα σιωπής, η γυναίκα

του λέει :

«Ψάχνω να βρω τα λάθη μας».

«Μην ψάχνεις άδικα. Κάποιες φορές, οι άνθρωποι, απλά πληρώνουν και λάθη

που δεν τους ανήκουν… τουλάχιστον όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να πληρώνουν

ένα τίμημα δυσανάλογο με την δική τους ευθύνη» είπε ο άντρας.

«Δεν είναι άραγε λάθος, να στεκόμαστε να μας κλέβουν τη ζωή μας; Την

αξιοπρέπειά μας;» είπε η γυναίκα κοιτάζοντας τον άντρα της στα μάτια. Και

συνέχισε έπειτα από μικρή σιωπή : «Να στεκόμαστε να μας κλέβουν… Να μας

ληστεύουν… Μας επιτρέπουν να αναπνέουμε απλά και να θεωρούνε πως μας

κάνουνε και χάρη γι’ αυτό… Μα πώς είναι δυνατό να έχουμε τέτοια ανοχές!»

Ακολούθησε μικρή σιωπή. Ο άντρας ήπιε μια γουλιά κρασί ακόμα και έμεινε εκεί

κοιτάζοντας αυτός τη γυναίκα του στα μάτια. Είπε έπειτα από λίγο :

[9]

«…να στεκόμαστε να μας κλέβουν τη ζωή μας! Εμείς πάντως, δεν πρόκειται να

αναπνέουμε απλά… Αυτές οι ανάσες τους δεν είναι ανάσες ζωής, είναι η ανάσα

του θανάτου… Ονόμασαν τον θάνατο ζωή… αυτό είναι όλο…»

«Και το εξωτερικό»; είπε η γυναίκα

«Πόσες φορές δεν προσπαθήσαμε και για το εξωτερικό»; είπε ο άντρας.

Έμειναν σιωπηλοί αρκετή ώρα.

«Τι λες;» είπε ο άντρας στη γυναίκα του. «Πάμε;»

«Ήρθε η ώρα»; ρώτησε η γυναίκα του.

‘Ηταν ήδη αργά, δύο πια η ώρα το πρωί. Το φαί τους σχεδόν το άφησαν όπως

τους το σέρβιραν, πράγμα που έκανε τον σερβιτόρο να τους ρωτήσει μήπως δεν

ήταν καλό. «Όχι, ήταν πολύ καλό», είπε ο άντρας, «μονάχα δεν πεινάμε πολύ.

Περισσότερο ήρθαμε για ένα κρασάκι, αυτό είναι όλο», είπε ο άντρας.

Ο λογαριασμός ήταν κοντά στα 150 ευρώ, μιας και το μαγαζί ήταν κάπως

ακριβούτσικο, και άφησαν φιλοδώρημα άλλα εκατό ευρώ στο σερβιτόρο, που

τους ευχαρίστησε πολλές φορές.

«Τους έχεις ξαναδεί»; ρώτησε το αφεντικό τον σερβιτόρο του καθώς οι δύο

πελάτες του βγήκαν πια έξω από το μαγαζί και περίμεναν εκεί να έρθει να τους

πάρει το ταξί που είχαν εν τω μεταξύ ειδοποιήσει.

«Όχι», απάντησε ο σερβιτόρος, «όμως, φαίνεται ότι το χρήμα το φυσάνε».

«Εκατό ευρώ φιλοδώρημα δεν αφήνουν ούτε οι εφοπλιστές και οι

μεγαλοτραπεζίτες που έρχονται στο μαγαζί», είπε το αφεντικό κλείνοντας το

μάτι στον σερβιτόρο.

«Τυχεροί μερικοί άνθρωποι», είπε ο σερβιτόρος. «Τυχεροί… Πού να ξέρουν αυτοί

τι πάει μεροκάματο».

«Αν και παράξενοι», είπε το αφεντικό. «Τους παρατηρούσα τόση ώρα. Μίλαγαν

ελάχιστα και μάλιστα ίσως και να πήρε το μάτι μου να κλαίνε κάποια στιγμή….

Ίσως, ξέρεις, να ήταν τσακωμένοι και να ήρθαν εδώ για μια επανένωση. Ποιος

ξέρει…»

[10]

Ο άντρας και η γυναίκα εν τω μεταξύ, επιβιβάστηκαν στο ταξί που είχε έρθει και

έφυγαν. Έφτασαν στο σπίτι τους, και αφού ξεντύθηκαν έπεσαν στο κρεβάτι

τους. Έμειναν εκεί ξαπλωμένοι και οι δυο τους αμίλητοι με το φως αναμμένο.

«Τι ώρα είναι»; ρώτησε η γυναίκα.

«Πήγε τρείς» είπε ο άντρας.

«Τι ώρα θα έρθουν το πρωί»; ρώτησε η γυναίκα.

«Στις οκτώ και μισή», είπε ο άντρας.

«Σε πεντέμιση ώρες» λοιπόν είπε η γυναίκα.

«Σε πεντέμιση ώρες» επανέλαβε ο άντρας.

«Είναι τώρα η κατάλληλη ώρα άραγε»; ρώτησε η γυναίκα.

«Νομίζω ναι» είπε ο άντρας.

«Τότε ας γίνει» είπε η γυναίκα.

Ο άντρας ανασηκώθηκε αργά, και έμεινε καθιστός για λίγο στην άκρη του

κρεβατιού με τη πλάτη του στη γυναίκα. Δεν γύρισε να τη κοιτάξει καθόλου,

παρόλο που εκείνη τον κοιτούσε συνεχώς πίσω από τη πλάτη του, ενώ στα

μάγουλά της έτρεχαν πια όλο και περισσότερα δάκρυα. Στο τέλος ο άντρας

σηκώθηκε και πήγε στη κουζίνα…

[*]

Το πρωί στις εννέα και μισή η ώρα, οι τηλεοράσεις διακόπτουν τη ροή των

πρωινών τους εκπομπών για να μεταδώσουν μια έκτακτη είδηση.

«Τραγικό τέλος έδωσε ζευγάρι στη ζωή του. Το ζευγάρι, έλαβε ισχυρό

δηλητήριο και πέθανε στο κρεβάτι του υπνοδωματίου του. Οι λόγοι που το

οδήγησαν σ’ αυτή την εξέλιξη δεν έχουν ακόμα γίνει γνωστοί, διότι μόλις

προ ολίγου αυτό έγινε γνωστό, όταν τους επισκέφθηκε ο δικηγόρος τους

πρωί – πρωί, γύρω στις οκτώ η ώρα, και αφού είδε ότι δεν απαντούσαν στο

κουδούνι που τους χτυπούσε αλλά ούτε και στο τηλέφωνο που τους

έπαιρνε, ειδοποίησε την αστυνομία και όταν μπήκαν μέσα, βρήκαν τον

[11]

άντρα και τη γυναίκα νεκρούς στο κρεβάτι τους. Η αστυνομία πιστεύει ότι

πρόκειται για αυτοκτονία. Δεν υπάρχουν ενδείξεις διάρρηξης του σπιτιού

και όλα τα πράγματα βρίσκονται στη θέση τους τακτοποιημένα. Στο

νοσοκομείο που μεταφέρθηκαν απλά διαπιστώθηκε ο θάνατός τους. Για

ό,τι νεώτερο θα σας ενημερώσουμε».

Μία ώρα μετά, και πάλι νέα διακοπή στη ροή των τηλεοπτικών

προγραμμάτων για να μεταδώσουν νεώτερα για την περίεργη αυτοκτονία

του ζευγαριού.

«Υπάρχουν νεώτερες εξελίξεις για την υπόθεση της αυτοκτονίας του

ζευγαριού που πήραμε από την αστυνομία και η οποία με τη σειρά της

πήρε από τον δικηγόρο που πήγε το πρωί στο σπίτι των αυτόχειρων μα

και από την αδερφή της γυναίκας που αυτοκτόνησε την οποία

επισκέφθηκε η αστυνομία. Πρόκειται για ένα άντρα περίπου πενήντα

τριών ετών και τη γυναίκα του σαράντα εννέα ετών. Και οι δυό τους είναι

άνεργοι εδώ και τέσσερα χρόνια, και αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά

προβλήματα. Το σπίτι που έμεναν ήταν αγορασμένο με δάνειο, ενώ

χρωστούσαν και χρήματα στην εφορία τα τελευταία τρία χρόνια, αφού

δεν είχαν κανένα πόρο για να πληρώσουν τους φόρους τους. Προσπάθεια

ρύθμισης των χρεών τους στην εφορία δεν κατέληξε πουθενά, διότι ούτε

και τις ρυθμισμένες δόσεις ήταν σε θέση να πληρώσουν. Έτσι, όπως

μάθαμε, το σπίτι το πήρε η εφορία και σήμερα, στις οκτώμιση το πρωί

επρόκειτο να γίνει και η έξωσή τους με δικαστικό επιμελητή. Αυτός ήταν

και ο λόγος που ο δικηγόρος τους πήγε πρωί στο σπίτι για να είναι και

αυτός παρών στη σχετική διαδικασία. Μάλιστα, όπως πληροφορηθήκαμε,

το πρωί πράγματι πήγε ο δικαστικός επιμελητής, αλλά, μπροστά σ’ αυτή

τη κατάσταση, αποχώρησε προκειμένου να συνεννοηθεί με την εφορία τι

δέον γενέσθαι αλλά και η αστυνομία θέλησε να μην μπει κανείς μέσα

πριν ερευνηθεί το σπίτι. Ας σημειωθεί ακόμα, ότι το ζευγάρι έχει ένα

οχτάχρονο παιδί που το είχαν δώσει στην αδερφή της νεκρής γυναίκας

χθες το πρωί να το κρατήσει, προκειμένου να έβγαιναν μια βόλτα το

βράδυ. Το ζευγάρι, είχε ήδη συνεννοηθεί να πάει και να μείνει προσωρινά

φιλοξενούμενο στο σπίτι της αδερφής της αυτόχειρος, παντρεμένη κι

αυτή και με δυο μικρά και επίσης, εδώ και δύο μήνες, άνεργη και η ίδια.

Επίσης και ο άντρας έχει ένα αδερφό παντρεμένο, κι αυτός παντρεμένος

με ένα μικρό παιδί, που έμεινε κι αυτός άνεργος πριν ένα χρόνο, όμως

[12]

κατόρθωσε και βρήκε δουλειά στην Αυστραλία. Όπως πληροφορηθήκαμε,

προσπάθειες να βρει δουλειά στο εξωτερικό το άτυχο ζευγάρι των

αυτόχειρων, δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Αυτά είναι τα νέα μέχρι στιγμής,

για ό,τι νεώτερο θα σας ενημερώσουμε».

Μία ώρα μετά, νέες εξελίξεις για την αυτοκτονία του ζευγαριού στις

τηλεοράσεις.

«Από την αστυνομία πληροφορηθήκαμε, πως όταν αστυνομικά όργανα

παρουσία εισαγγελέα και της αδερφής της αυτόχειρος επισκέφθηκαν και

πάλι το διαμέρισμα του ζευγαριού, βρήκαν στη κουζίνα ένα φάκελο που

είχε μέσα ένα σημείωμα. Να ποιο είναι το περιεχόμενο του σημειώματος.

Να πούμε μονάχα, ότι τα ονόματα Ελένη και Κώστας που αναφέρονται σ’

αυτό, είναι της αδερφής και του αδερφού της άτυχης γυναίκας και του

άντρα της αντίστοιχα, ενώ το όνομα Μαρία είναι το όνομα της νεκρής

γυναίκας του αυτόχειρα που φαίνεται ότι αυτός έγραψε και το σημείωμα.

Λέει λοιπόν το σημείωμα. «Ελένη και Κώστα σας φιλούμε. Με τη Μαρία

ζήσαμε ίσαμε σήμερα μια ζωή ούτε φτωχική ούτε και πλούσια, μα σε κάθε

περίπτωση με αξιοπρέπεια. Τα τελευταία χρόνια, γνωρίζετε τι μας

συνέβη. Μέσα στα υπόλοιπα εκατομμύρια ανέργων και εμείς. Γνωρίζετε

ότι από το πρωί ως το βράδυ, τα χρόνια αυτά της ανεργίας, κάναμε που

και που τίποτα δουλειές του ποδαριού, όταν τις βρίσκαμε κι αυτές, με

μισθούς που δεν φτάνανε ούτε για το φαγητό μας, πόσο μάλλον για να

πληρώνουμε το σύγχρονο λησταρχείο, που κάποτε αποκαλούνταν κράτος

και σήμερα απλά δολοφονεί τους πολίτες του. Αυτό το κράτος που σε

πρώτο χρόνο, μειώνει στο μισό και παραπάνω τα εισοδήματα των

πολιτών του, σε δεύτερο χρόνο αυξάνει δύο και τρείς και τέσσερις φορές

πάνω τους φόρους σε εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία, σε τρίτο

χρόνο στέλνει έναν στους δύο εργαζόμενους στην ανεργία και αυτό ισχύει

σχεδόν σε κάθε οικογένεια, αν είναι τυχερή αυτή η οικογένεια και δεν

βρεθούν όλοι στην ανεργία, όπως στη δική μου, και από εκεί και πέρα, η

κλοπή και η ληστεία των πορτοφολιών μας, της περιουσίας και προ

πάντων της αξιοπρέπειάς μας, είναι εξασφαλισμένη. Κώστα και Ελένη.

Ζητούμε την κατανόησή σας και ό,τι σας ικετεύουμε, είναι να μεγαλώσετε

το παιδί μας, το αγγελούδι μας. Και να του πείτε, όταν μεγαλώσει αρκετά,

ότι οι γονείς του δεν ήταν δειλοί, απλά, μέτρησαν αλλιώς την αξιοπρέπειά

τους. Ελένη, Κώστα. Ξέρουμε πολύ καλά, πως δεν θα σας γινόμασταν

[13]

βάρος για όσο καιρό θα χρειάζονταν να μας φιλοξενήσετε. Όμως,

φοβόμαστε, φοβόμασταν, ότι αυτό το «όσο καιρός χρειάζονταν», κανείς

δεν ξέρει πόσο θα κρατούσε, ή, μάλλον, το ξέρουμε ότι θα κρατούσε

πολλά χρόνια, τόσα όσο για να σας σύρει το δικό μας βάρος και σας στη

καταστροφή, μια καταστροφή σαν τη δική μας. Την ίδια στιγμή, πώς πια

ήταν δυνατό να μάθουμε στη ηλικία που είμαστε, να ζούμε, με δήθεν

μισθούς, όταν τους βρίσκαμε, και για όσο καιρό τους βρίσκαμε, που δεν

έφταναν ούτε για τα ναύλα πολλές φορές να πηγαίνουμε στο όποιο

κάτεργο τη κάθε φορά βρίσκαμε προσωρινή πάντα δουλειά, και το

κυριότερο, πάντα βουτηγμένη στην αναξιοπρέπεια; Ψίχουλα, ελεημοσύνη

που τα βαφτίζουν «μισθούς», «μεροκάματα». Ελένη, Κώστα. Με την

Μαρία, πήραμε μια απόφαση : να κρατήσουμε στα χέρια μας την ζωή μας,

την αξιοπρέπειά μας. Στον καιρό που ζούμε, ξέρουμε ότι ακούγεται αυτό

όχι μόνο ρομαντικό μα και χαζό για πολλούς που δεν έχουν κανένα

πρόβλημα να ζουν κάτω από συνθήκες δουλείας. Μάλιστα, δεν λείπουν κι

εκείνοι που δικαιολογούν αυτή τη δουλεία όσο κι αν φαίνονται να

θλίβονται για το γεγονός. Ίσως, αν είμασταν νεώτεροι, με άλλες δυνάμεις

και άλλες αντοχές, που φυσικά τότε θα υπήρχαν, να αντιμετωπίζαμε την

ίδια κατάσταση διαφορετικά. Είμαστε όμως «γέροι» στην ηλικία που

είμαστε; Η λέξη «γέρος» ποτέ δεν μου ειπώθηκε, πόσο μάλλον για την

Μαρία, όμως, αυτά τα χρόνια στην ανεργία, πληροφορηθήκαμε ότι για

την «αγορά», είμαστε «γέροι», «ξωμάχοι» της ζωής. Όταν φτάνεις ή

περνάς τα πενήντα σου, και έχεις την ατυχία να βγεις σ’ αυτές τις ηλικίες

στην ανεργία, και με την ανεργία, ιδίως των νέων, να σαρώνει, γνωρίζεις

πια πολύ καλά, ότι τέλειωσε για σένα κάθε ευκαιρία για δουλειά, για ζωή.

Αυτού του είδους η «αγορά» κι αυτές οι πολιτικές που στηρίζουν τη

λειτουργία της, αποτελούν τον πιο συγκαλυμμένο ρατσισμό, γι’ αυτό μα

και για άλλους ακόμα λόγους. Κώστα, Ελένη, ξέρετε πολύ καλά, ότι ούτε

μπορείτε να μας βοηθήσετε, μακάρι να μπορούσατε, μα ούτε κι εμείς θα

σας κάνουμε την ήδη δύσκολη ζωή σας περισσότερο δύσκολη με το να μας

συντηρείτε και να μας φιλοξενείτε σε ένα σπίτι που μετά βίας μπορεί να

χωρέσει την οικογένειά σας. Σας ζητούμε μόνο, σα τελευταία χάρη,

μεγαλώστε το αγγελούδι μας σαν δικό σας. Δεν έχουμε γι αυτό καμιά

αμφιβολία, και είναι το πρώτο και μοναδικό που θελήσαμε να

εξασφαλίσουμε πριν φύγουμε, διαφορετικά, αν αυτή την προϋπόθεση δεν

την εξασφαλίζαμε, θα περιμέναμε όσο χρειαζόταν, ακόμα και να γίνουμε

δυσβάστακτο βάρος σε σας. Κώστα, Ελένη : με την Μαρία πήραμε την

[14]

απόφαση να τελειώσουμε τη ζωή μας σαν άνθρωποι μέσα στο σπίτι που

ένα κράτος ληστής μας το κλέβει και μας πετά έξω. Όμως κι εμείς,

φεύγοντας θα το πάρουμε μαζί μας. Δεν θα τους χαρίσουμε κάτι που

φτύσαμε αίμα να το αποκτήσουμε και δεν μπορούμε να το αφήσουμε στο

παιδί μας». Αυτό ήταν κυρίες και κύριοι το σημείωμα που έγραψε ο

αυτόχειρας άντρας, και στην αστυνομία δημιούργησε πονοκέφαλο η

τελευταία πρόταση που λέει «Όμως κι εμείς, φεύγοντας θα το πάρουμε

μαζί μας». Πάντως όπως και να έχει το πράγμα, το σπίτι ήδη σφραγίστηκε

από την αστυνομία, έως ότου ερευνηθεί καλύτερα».

Μετά από έξι ώρες. Πάλι οι τηλεοράσεις διακόπτουν τη ροή των εκπομπών για

να μεταδώσουν μια έκτακτη είδηση. «Απρόβλεπτη εξέλιξη στην υπόθεση της

αυτοκτονίας του άνεργου ζευγαριού. Έκρηξη σημειώθηκε στο σπίτι που τους

κατασχέθηκε από την εφορία, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στο διαμέρισμα.

Πάντως προκαλεί έκπληξη το γεγονός, ότι η ποσότητα των εκρηκτικών ήταν

τόση και κατάλληλα τοποθετημένη ώστε να μη δημιουργήσει σχεδόν καμία

ζημία σε άλλα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Τα εκρηκτικά, ήταν

τοποθετημένα σε μικρές ποσότητες κάτω από διάφορα έπιπλα και σε άλλα μη

εμφανή με τη πρώτη ματιά σημεία. Προκλήθηκε μικρή πυρκαγιά που σβήστηκε

γρήγορα από την Πυροσβεστική που έφτασε αμέσως. Οι υδραυλικές

εγκαταστάσεις του σπιτιού, επίσης καταστράφηκαν ολοσχερώς. Όπως έγινε,

είναι αμφίβολο αν έχει πια κάποια εμπορική αξία. Ευτυχώς που δεν υπήρχε

άνθρωπος εκείνη τη στιγμή μέσα, αφού η αστυνομία σφράγισε το διαμέρισμα,

και επρόκειτο να το ελέγξει ξανά όχι σήμερα αλλά αύριο. Από την αστυνομία,

πιστεύεται ότι για το έργο αυτό, το ζευγάρι πλήρωσε κάποιον ειδικό στα

πυρομαχικά, και οι έρευνες θα στραφούν προς την κατεύθυνση αυτή, ενώ

αποσαφηνίζεται πια τι ήθελε να πει στην επιστολή του ο αυτόχειρας με τη

φράση, αναφερόμενος στο διαμέρισμα : «Όμως κι εμείς, φεύγοντας θα το

πάρουμε μαζί μας». Αυτά επί του παρόντος. Για ό,τι νεώτερο θα σας

ενημερώσουμε. Και τώρα, κυρίες και κύριοι, μη φύγετε από το κανάλι μας.

Μείνετε για να πληροφορηθείτε ποια τηλεπερσόνα και ποιος

τραγουδιστής θεάθηκαν μαζί χτες βράδυ να συντρώγουν και τι είπαν.

Διότι οργιάζει η φήμη πως κάτι ψήνεται μεταξύ τους. Κι ακόμα τι δώρο

έκανε ο τραγουδιστής στη συνοδό του. Μείνετε μαζί μας…»