Λιμναία όστρεα και χερσαία σαλιγκάρια από το Δισπηλιό...

15

Transcript of Λιμναία όστρεα και χερσαία σαλιγκάρια από το Δισπηλιό...

Ρένα ΒέΡοπουλίδου*

λίμναία οστΡέα καί χέΡσαία σαλίγκαΡίααπο το νέολίθίκο δίσπηλίο καστοΡίασ

έίσαγωγη

Οι ανασκαφές του Δισπηλιού (Χουρμου-ζιάδης, επιστ. επιμ. 2002) έχουν φέρει στο φως κατάλοιπα μαλακίων από τη λίμνη Ορε-στίδα και χερσαία σαλιγκάρια, που ενδημούν στην περιοχή (Βεροπουλίδου & Υφαντίδης 2004). Ιδιαίτερα σημαντικό, ποσοτικά και ποιοτικά, είναι και το σύνολο των θαλάσσι-ων οστρέων, τα οποία είχαν μεταποιηθεί σε κοσμήματα (Υφαντίδης 2006).

Η μελέτη του οστρεοαρχαιολογικού συνό-λου του Δισπηλιού1 στράφηκε αρχικά στο δι-αχωρισμό των οστρέων που χρησιμοποίησαν οι κάτοικοι από τα κατάλοιπα των κάποτε ζωντανών πληθυσμών που διαβιούσαν στον οικιστικό χώρο, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς τις φυσικές ή αν-θρωπογενείς αποθετικές και μεταποθετικές διαδικασίες που διαμόρφωσαν την αρχαιο-λογική μαρτυρία. Σε δεύτερο στάδιο στόχος ήταν να διερευνηθούν οι τρόποι και η ένταση

της χρήσης των μαλακίων από τους νεολιθι-κούς κατοίκους και να εντοπιστούν ομοιότη-τες ή διαφορές στο χώρο και το χρόνο.

συλλογη των δέδομένωνκαί μέθοδοσ μέλέτησ

Το οστρεοαρχαιολογικό σύνολο από το Δισπηλιό ανακτήθηκε με συστηματικό τρό-πο κατά την ανασκαφή του οικισμού. Το υλικό συλλέχθηκε ανά ανασκαφική ενότητα με πλήρη τεκμηρίωση και καθαρίστηκε πριν τη μελέτη. Ταυτόχρονα, η λήψη αντιπρο-σωπευτικών δειγμάτων χώματος και η λει-τουργία του συστήματος επίπλευσης συνε-τέλεσε στον εμπλουτισμό του με είδη και με θραύσματα οστρέων πολύ μικρού μεγέθους, που ήταν πιθανό να διαλάθουν της προσο-χής των ανασκαφέων. Έτσι, χάρη στην επί-πλευση το υλικό αυξήθηκε κατά 22%.

Το σύνολο προέρχεται από την ανασκαφή των δύο κύριων περιοχών έρευνας, του Ανα-

* Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης / Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, e-mail: [email protected] 1 Η μελέτη έγινε εφικτή χάρη στη χορηγία του Institute for Aegean Prehistory (Veropoulidou & Ifantidis 2004,

2005). Έυχαριστώ τον καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη και όλη την επιστημονική ομάδα των ανασκαφών για την πολύτιμη βοήθεια.

14ΡΈΝΑ ΒΈΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ

τολικού Τομέα (600 μ2), όπου αποκαλύφθη-καν και οι τρεις φάσεις κατοίκησης,2 και του Δυτικού Τομέα (675 μ2), όπου μέχρι στιγμής ανασκάφηκαν καλά διατηρημένα στοιχεία της Νεώτερης/Τελικής Νεολιθικής (Φάση Α).

Σε πρώτο στάδιο έγινε η αναγνώριση των ειδών βάσει οδηγών ταύτισης οστρέ-ων θαλάσσιου και γλυκού νερού, καθώς και χερσαίων σαλιγκαριών (Abbott 1989; Poppe & Goto 1991, 1993; Delamotte & Vardala-Theodorou 1994; Olsen et al. 2001; Pfleger 1999; Zenetos et al. 2005) σε συνδυασμό με τη συγκριτική συλλογή οστρέων από τη λίμνη Ορεστίδα και από τον περιβάλλοντα χερσαίο χώρο του οικισμού.

Ακολούθησε η ποσοτικοποίηση των κα-ταλοίπων ανά είδος, με καταμέτρηση όλων των οστρέων (Αριθμός Προσδιορισθέντων Οστρέων, ΑΠΟ) βάσει των διαγνωστικών τμημάτων τους (Ατομα, Θυρίδες, Σπόνδυ-λοι, Κορυφές, Στόμια, Θραύσματα). Κατά τη μακροσκοπική και μικροσκοπική ανάλυση, μετρήθηκε το μέγεθος των οστρέων (ύψος/μήκος και πλάτος), καταγράφηκαν τα ίχνη κατεργασίας, ενώ ιδιαίτερο βάρος δόθη-κε στη μελέτη της φθοράς των δειγμάτων (βαθμός θρυμματισμού, διατήρηση εξωτερι-κής επιφάνειας, προσδιορισμός μηχανικών ή χημικών μετασχηματισμών του υλικού).

Η τελική ποσοτική ανάλυση και ερμη-νεία του υλικού βασίστηκε στη μέθοδο του Ελάχιστου Αριθμού Ατόμων (ΕΑΑ) και έγινε με άξονα το κάθε νοηματικό και χρονολογι-κό πλαίσιο του οικισμού. Δεδομένου, όμως, ότι κάθε οικιστική φάση αντιπροσωπεύεται από διαφορετικό όγκο επίχωσης, η σύγκρι-ση των απόλυτων αριθμητικών μεγεθών θα έδινε μια παραποιημένη εικόνα ως προς την κατανομή του υλικού. Για να επιτευχθεί η ασφαλής σύγκριση, εκτιμήθηκε ο όγκος ανασκαμμένου χώματος και υπολογίστηκε

η ποσότητα των οστρέων ανά κυβικό μέτρο επίχωσης. Η Πυκνότητα (ΑΠΟ / μ3 ή ΕΑΑ / μ3) παρέχει ένα κοινό μέτρο, χρήσιμο για συ-γκρίσεις διαφορετικών σε έκταση ή μέγεθος ενοτήτων ενός συγκεκριμένου ή περισσότε-ρων οικισμών (Βεροπουλίδου 2002).

Η ιδιαιτερότητα του οστρεοαρχαιολο-γικού συνόλου του Δισπηλιού σχετίζεται με την επίδραση της λίμνης στον οικιστικό χώρο (πρβλ. Καρκάνας 2002; Κούλη 2002). Έπομένως, κύριος στόχος ήταν η διευκρίνι-ση της παρουσίας των λιμναίων οστρέων, δηλαδή κατά πόσο τα όστρεα σχετίζονταν με ανθρωπογενείς ή φυσικούς παράγοντες, ειδικά στα στρώματα με πιθανή παρουσία νερού. Τα ζητήματα αυτά προσδιορίστηκαν βάσει ποικίλων στοιχείων, όπως οι οικολογι-κές προτιμήσεις του κάθε είδους, η παρουσία ανθρωπογενών επεμβάσεων στα όστρεα και η κάθετη χωρική τους κατανομή, καθώς και συγκριτικά στοιχεία από άλλους οικισμούς.

Τα χερσαία σαλιγκάρια, που αποτελούν ένα αμάλγαμα ειδών από διαφορετικές οι-κολογικές ζώνες, δίνουν σημαντικές πληρο-φορίες για το ανθρωπογενές περιβάλλον του οικισμού και για δραστηριότητες των κα-τοίκων. Η ερμηνεία των σαλιγκαριών στηρί-χτηκε στις περιβαλλοντικές προτιμήσεις του κάθε είδους και στην επαναλαμβανόμενη δι-άταξη της σύνθεσης των οστρέων σε κάθετο3 ή/και οριζόντιο άξονα (Davies 2008: 61-6).

συνθέση οστΡέοαΡχαίολογίκου υλίκου

Το οστρεοαρχαιολογικό σύνολο του Δι-σπηλιού αποτελείται από 8.075 ολόκληρα και θραύσματα οστρέων (ΑΠΟ), που ανή-κουν σε 20 διαφορετικά είδη θαλάσσιου (7 είδη) και γλυκού νερού (13 είδη), καθώς και 14 χερσαία σαλιγκάρια4 (Έικ. 1-2).

2 Φάση Α: Τελική/Νεώτερη Νεολιθική, Φάση Β: πρώιμη Νεώτερη Νεολιθική/ύστερη Μέση Νεολιθική, Φάση Γ: τέλος Μέσης Νεολιθικής (Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης 2002; Σωφρονίδου 2002, 2008).

3 Για να αποφευχθεί η συμπερίληψη σαλιγκαριών που παρεισέφρησαν στις αρχαιολογικές επιχώσεις, αφαιρέθη-καν όλα όσα εντοπίστηκαν στο πρώτο επιφανειακό στρώμα.

4 Μεγάλη ποικιλία ειδών, αλλά μετρίου βαθμού ομαλότητα του συνόλου (H’= 1,393, V’= 0,392), λόγω της παρου-σίας πολλών ειδών τα οποία αντιπροσωπεύονται από κοντινό αριθμό καταλοίπων.

15ΛΙΜΝΑΙΑ ΟΣΤΡΈΑ ΚΑΙ ΧΈΡΣΑΙΑ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ

διαβίωση έίδη απο απο/μ3 έαα έαα/μ3

Λίμνη Unio sp. 5632 20,687 1374 5,047Λίμνη Dreissena polymorpha 1705 6,263 578 2,123Λίμνη Lymnaea palustris 36 0,132 8 0,029Λίμνη Bithynia tentaculata 7 0,026 7 0,026Λίμνη Planorbarious corneus 21 0,077 6 0,022Λίμνη Planobris planobris 7 0,026 5 0,018Λίμνη Lymnaea auricularia 1 0,004 1 0,004Λίμνη Microcondylaea compressa 1 0,004 1 0,004Λίμνη Melanopsis praemorsa 1 0,004 1 0,004Λίμνη Succinea putris 1 0,004 1 0,004Λίμνη Theodoxus fluviatilis 1 0,004 1 0,004Λίμνη Viviparus viviparus 5 0,018 1 0,004Λίμνη Microcondylaea bonellii 1 0,004Λίμνη Αδιάγνωστο 6 0,022Ξηρά Monacha olivieri 152 0,558 150 0,551Ξηρά Theba pisana 135 0,496 102 0,375Ξηρά Helix sp. 130 0,477 28 0,102Ξηρά Chondrula tridens 8 0,029 8 0,029Ξηρά Zebrina detrita 6 0,022 6 0,022Ξηρά Helix pomatia 6 0,022 5 0,018Ξηρά Cochlodina laminata 4 0,015 4 0,015Ξηρά Cochlicopa lubrica 2 0,007 2 0,007Ξηρά Ena montana 2 0,007 2 0,007Ξηρά Cochlicella barbara 1 0,004 1 0,004Ξηρά Helix aspersa 3 0,011 1 0,004Ξηρά Helicella obvia 1 0,004 1 0,004Ξηρά Monacha cartusiana 2 0,007 1 0,004Ξηρά Trochoidea pyramidata 1 0,004 1 0,004Ξηρά Rumina decollata 1 0,004Ξηρά Αδιάγνωστο 26 0,096 6 0,022Θάλασσα Spondylus gaederopus 76 0,279 47 0,173Θάλασσα Glycymeris sp. 4 0,015 4 0,015Θάλασσα Dentalium sp. 3 0,011 3 0,011Θάλασσα Mytilus sp. 12 0,044 3 0,011Θάλασσα Luria lurida 1 0,004 1 0,004Υφάλμυρα Cerastoderma glaucum 72 0,264 39 0,143Υφάλμυρα Cyclope neritea 2 0,007 2 0,007

σύνολο 8,075 29,662 2,401 8,821

Εικ. 1: Περιβάλλον διαβίωσης, είδη, ποσότητα και πυκνότητα οστρέων (ΑΠΟ: Αριθμός Προσδιορι-σθέντων Οστρέων, ΕΑΑ: Ελάχιστος Αριθμός Ατόμων)

16ΡΈΝΑ ΒΈΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ

Εικ. 2: Τα είδη οστρέων που εντοπίστηκαν στον οικισμό

17ΛΙΜΝΑΙΑ ΟΣΤΡΈΑ ΚΑΙ ΧΈΡΣΑΙΑ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ

Ολα τα είδη του γλυκού νερού που εντο-πίστηκαν στο υλικό ανήκουν στην ενδημική πανίδα της περιοχής και παρέχουν μια χαρα-κτηριστική εικόνα της επιλίμνιας, παράλιας ζώνης της λίμνης Ορεστίδας. Τα περισσότερα διαβιούν σε στάσιμα ύδατα (L. auricularia, Pl. corneus, Pl. planobris), ενώ λίγα είναι όσα προτιμούν τρεχούμενα και πλούσια σε οξυγόνο νερά (M. bonellii, M. compressa, M. praemorsa). Το μεγαλύτερο ποσοστό (54%) εντοπίζεται στον αμμώδη πυθμένα της λί-μνης και σε μικρό συνήθως βάθος. Λίγα είδη προέρχονται από τις αμμώδεις ή με βράχια όχθες της λίμνης (L. palustris, V. viviparous, B. tentaculata), ενώ μόνο ένα ζει προσκολ-λημένο πάνω σε σταθερές επιφάνειες (Dr. polymorpha).

Τα χερσαία σαλιγκάρια του συνόλου εί-ναι επίσης ενδημικά. Το 50% των ειδών εί-ναι ξηρόφιλα και διαβιούν σε χαμηλή βλά-στηση (H. obvia, M. cartusiana) ή σε παράλια βλάστηση και αμμόλοφους (C. barbara, Tr. pyramidata, Th. pisana). Κάποια σαλιγκά-ρια είναι υγρόφιλα (C. lubrica, M. olivieri),

άλλα προέρχονται από δασώδεις περιοχές (C. laminata, Ch. tridens, E. montana) και τα υπόλοιπα προτιμούν κήπους ή καλλιεργού-μενα εδάφη (H. aspersa, H. pomatia).

Το υλικό διατηρείται σε μέτρια κατάστα-ση. Η αναλογία ολόκληρων και θρυμματι-σμένων οστρέων είναι 1:25 (Έικ. 3), ενώ η εξωτερική επιφάνεια των δειγμάτων είναι πολύ διαβρωμένη και στα περισσότερα έχει προχωρήσει η απόσπαση και η διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου τους. Ταυτόχρονα, ένα μεγάλο ποσοστό οστρέων φέρει ένα σκληρό ασβεστιτικό ίζημα που δεν αφαιρεί-ται. Ένα πλήθος βιοτικών και αβιοτικών πα-ραγόντων μπορεί να ευθύνεται για την κα-τάσταση διατήρησης του υλικού, όπως για παράδειγμα, η ευθραυστότητα του οστρέου, η καταπάτηση από τους ανθρώπους, η πα-ρουσία νερού, η παρέλευση μεγάλου χρονι-κού διαστήματος μεταξύ της απόθεσης και επίχωσης του υλικού.

Στο σύνολο υπερτερούν (81%) δύο είδη του γλυκού νερού, το Unio sp. (μύδι γλυκού νερού) και το Dreissena polymorpha Pallas

Εικ.3: Αναλογία ολόκληρων και θραυσμάτων οστρέων στις φάσεις κατοίκησης

5 Αντίθετα είναι τα στοιχεία από άλλους οικισμούς της Νεολιθικής και της Έποχής του Χαλκού, όπου ο βαθμός θρυμματισμού του υλικού είναι πολύ χαμηλός (Βεροπουλίδου υ.π.).

18ΡΈΝΑ ΒΈΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ

1771 (μύδι ζέμπρα) (Έικ. 1), ενώ τα υπόλοιπα αντιπροσωπεύονται από χαμηλό αριθμό κα-ταλοίπων (>10). Στα χερσαία σαλιγκάρια, κυ-ριαρχεί η ξηρόφιλη Theba pisana Müller 1774, που διαβιεί σε χαμηλή βλάστηση και αμμό-λοφους, και ακολουθεί η υγρόφιλη Monacha olivieri Férussac 1821 (συνολικά 11%).

Η πυκνότητα του οστρεοαρχαιολογικού υλικού του Δισπηλιού δεν είναι ομοιόμορφη στις φάσεις κατοίκησης του οικισμού (Έικ.

Εικ. 4: Κατανομή οστρέων (πυκνότητα: ΕΑΑ/μ3) στις φάσεις κατοίκησης

Εικ. 5: Χωρική κατανομή οστρέων στις φάσεις κατοίκησης του οικισμού

4-5) και δεν παρουσιάζει πάντα ομοιότητα με άλλες κατηγορίες του υλικού πολιτισμού, όπως τα οστά ψαριών (Θεοδωροπούλου 2008), τα οστά ζώων (Phoca-Cosmetatou 2008) ή τα κοσμήματα (Υφαντίδης 2006).

ανθΡωπογένησ έπίλογηη φυσίκη παΡουσία;

Στο πρώτο στάδιο της ανάλυσης επιχει-

19ΛΙΜΝΑΙΑ ΟΣΤΡΈΑ ΚΑΙ ΧΈΡΣΑΙΑ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ

ρήθηκε ο διαχωρισμός των οστρέων που μεταφέρθηκαν από τους κατοίκους από τα κατάλοιπα των ζωντανών πληθυσμών που διαβιούσαν στον οικιστικό χώρο. Οπως αναφέρθηκε, η ανάλυση έλαβε υπόψη της το περιβάλλον διαβίωσης, το μέγεθος των συγκεκριμένων δειγμάτων, το πλαίσιο εύ-ρεσης και τις ανθρωπογενείς επεμβάσεις στα όστρεα. Ταυτόχρονα, η μελέτη της στρωματογραφίας (Χουρμουζιάδη & Για-γκούλης 2002), η μικρομορφολογική μελέ-τη των αποθέσεων της θέσης (Καρκάνας 2002) και η παλυνολογική ανάλυση (Κού-λη 2002) συνέβαλλε στην κατανόηση του τρόπου διαμόρφωσης του οστρεοαρχαιο-λογικού συνόλου.

λιμναία όστρεαΟ συνδυασμός των παραπάνω στοιχεί-

ων οδήγησε στο συμπέρασμα πως μόνο ένα λιμναίο είδος συλλέχθηκε και μεταφέρθηκε στον οικισμό από τους κατοίκους. Πρόκει-

ται για το Unio sp. – μύδι του γλυκού νερού, που έχει εντοπιστεί και σε άλλους οικισμούς της Νεολιθικής και της Έποχής του Χαλκού στο βόρειο ελλαδικό χώρο, που βρίσκονται κοντά σε πηγές γλυκών υδάτων. Συνήθως αποτελεί κατάλοιπο από την κατανάλωση του μαλακίου ως φαγητού6. Βάσει του πλαι-σίου εύρεσης και των ανθρωπογενών ιχνών κοπής στα όστρεα, το μύδι του γλυκού νε-ρού, που είναι το κύριο είδος του συνόλου (57%), φαίνεται πως και στο Δισπηλιό είναι απόρριμμα από τη βρώση του κρέατος.

Τα υπόλοιπα λιμναία όστρεα μάλλον αποτελούν τμήμα της πανίδας του οικιστι-κού χώρου (Έικ. 6). Το δεύτερο σε ποσότη-τα είδος του συνόλου, D. polymorpha – μύδι ζέμπρα (24%, ΑΠΟ: 1.705, ΕΑΑ: 578), προ-έρχεται από φυσικές διαδικασίες, πιθανώς από το νερό μέσα στον οικιστικό χώρο. Τα συγκεκριμένα όστρεα, που προτιμούν τα ήρεμα τέλματα, μάλλον ήταν προσκολλημέ-να στους πασσάλους των υπερυψωμένων

Εικ. 6: Κατανομή οστρέων που σχετίζονται με φυσική παρουσία στις φάσεις κατοίκησης

6 Ένδεικτικά παραδείγματα θέσεων όπου εντοπίστηκε το Unio sp. και ερμηνεύεται ως κατάλοιπο τροφής: Νέα Νικομήδεια (Shackleton 1962), περιοχή Κοζάνης, Γιαννιτσά Β, Κρυονέρι (Theodoropoulou 2007), Σταυρούπολη (Καραλή-Γιαννακοπούλου 2004), Ντικιλί-Τας (Karali-Yiannakopoulou 1992), Δήμητρα (Karali-Yiannakopoulou 1997), Παράδεισος (Reese 1987), Αρχοντικό Γιαννιτσών (Βεροπουλίδου υ.π.), Πεντάπολη Σερρών (Καραλή-Γιαννακοπούλου 1981), Καστανάς (Becker 1986), Αγγελοχώρι Ημαθίας (Βεροπουλίδου υ.ε.).

20ΡΈΝΑ ΒΈΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ

δομικών στοιχείων, καθώς όπου εντοπί-στηκαν μεμονωμένοι ή συστάδες πασάλων βρέθηκε και μεγάλη συγκέντρωση των συ-γκεκριμένων οστρέων. Ένισχυτικό της πρό-τασης αυτής είναι η κατακόρυφη κατανομή των μυδιών ζέμπρα, καθώς τα περισσότερα προέρχονται από την κατώτερη, «λιμναία» φάση του οικισμού (Φάση Γ). Στις νεώτερες φάσεις, η ποσότητα σταδιακά μειώνεται, ακολουθώντας σχεδόν την απομάκρυνση του νερού από το χώρο κατοίκησης.

Τα υπόλοιπα λιμναία όστρεα αντικατο-πτρίζουν έως ένα βαθμό το παράκτιο τοπίο της λίμνης. Έίδη που προτιμούν πλούσια σε οξυ-γόνο ύδατα (π.χ. M. compressa, M. praemorsa, Th. fluviatilis) εμφανίζονται στις αρχαιότερες φάσεις του οικισμού (Γ, Β3). Στη συνέχεια (Β2, Β1) επικρατούν τα είδη των πυκνόφυ-των και ρυπαρών υδάτων (π.χ. L. palustris, Pl. planobris, Pl. corneus). Έτσι, τα καθαρά και με καλή οξυγόνωση ύδατα σταδιακά μεταβάλλο-νται σε στάσιμα, μειωμένης ποιότητας. Τα πε-ρισσότερα εντοπίστηκαν προς τις βόρειες πε-ριοχές του οικισμού, οι οποίες βρίσκονται και πιο κοντά στην όχθη της λίμνης. Τα λιμναία όστρεα σχεδόν απουσιάζουν από τα νεώτερα στρώματα του οικισμού.

χερσαία σαλιγκάριαΟι διακυμάνσεις στην κατανομή των χερ-

σαίων σαλιγκαριών (Έικ. 6) σχετίζονται με φυσικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες, όπως η παρουσία του νερού, η μεταφορά υλικών στον οικιστικό χώρο ή η μεταποθε-τική ιστορία των επιχώσεων.

Το ένα τρίτο των σαλιγκαριών είναι ξη-ρόφιλα και προτιμούν χαμηλή βλάστηση (π.χ. H. obvia, M. cartusiana). Τα περισσό-τερα εντοπίστηκαν στο στρώμα καταστρο-φής του Δυτικού Τομέα της ανασκαφής και

συνδέονται με την εγκατάλειψη της θέσης. Σε συνάφεια με έναν βαθύ, διπλό λάκκο μια μεγάλη συγκέντρωση υγρόφιλων ειδών (M. olivieri, ΕΑΑ: 141 και C. barbara) ίσως υπο-δεικνύει τη μακράς διάρκειας έκθεση των επιχώσεων του οικισμού στις φυσικές, κλι-ματικές συνθήκες.

Κάποια είδη πιθανότατα μεταφέρθηκαν στον οικιστικό χώρο μαζί με άλλα υλικά. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις της Th. pisana, ξηρόφιλο είδος που διαβιεί κυρίως σε αμ-μόλοφους, εντοπίστηκαν μαζί με μεγάλες ποσότητες δομικών υλικών σε μια ευθεία γραμμή έκτασης περίπου 80μ. που χρονο-λογείται στη νεώτερη φάση του οικισμού. Πιθανώς το συγκεκριμένο σαλιγκάρι να με-ταφέρθηκε μαζί με άμμο που χρησιμοποιή-θηκε στη δόμηση της περιοχής. Ταυτόχρονα, άλλα είδη που διαβιούν αποκλειστικά στο δάσος (C. laminata, Ch. tridens, E. montana) θα πρέπει να μεταφέρθηκαν ακουσίως από τους κατοίκους μαζί με κορμούς ή κλαδιά δέντρων.

η ΒΡωση του Unio sp.(μυδί γλυκου νέΡου)

Τα διατροφικά κατάλοιπα ενός αρχαιο-λογικού συνόλου αποτελούν μικρό συνήθως τμήμα της συνολικής ποσότητας τροφής που συλλέχθηκε, μεταφέρθηκε στον οικισμό και καταναλώθηκε. Ένα σύνολο παραγόντων7 διαμορφώνει το οστρεοαρχαιολογικό υλικό και καθορίζει την τελική ποσότητα που με-λετάται (Reitz & Wing 1999: 110-6). Την ίδια στιγμή, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η δια-τροφική συνεισφορά των μαλακίων, καθώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποιοι και πό-σοι ήταν οι συλλέκτες και οι καταναλωτές, ποια η ποσότητα της τροφής ή το κοινωνικό

7 Αναφέρονται ενδεικτικά κάποιες αιτίες απώλειας των υλικών καταλοίπων από την αρχική απόρριψη των οστρέων έως την ανάκτησή τους κατά την ανασκαφή:

α. απομάκρυνση των απορριμμάτων από το χώρο καθημερινής δράσης (Hayden & Cannon 1983), β. καταστροφή των οστρέων για την παραγωγή ασβέστη (Safer & Gill 1982), γ. κατανάλωση των μαλακίων μακριά από τον οικισμό (Meehan 1977, 1982), δ. μεταφορά μόνο του κρέατος στον οικισμό (Bird & Bird Bliege 1997; Thomas 2007) ε. φυσικές διαδικασίες (Claassen 1998: 54-70).

21ΛΙΜΝΑΙΑ ΟΣΤΡΈΑ ΚΑΙ ΧΈΡΣΑΙΑ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ

πλαίσιο της κατανάλωσης (πρβλ. Counihan & van Esterik 1997; Farb & Armelagos 1980; Lupton 1996; Moss 1993).

Η εκτίμηση της θέσης των μαλακίων στη δίαιτα μιας κοινότητας μπορεί να γίνει αν συσχετιστούν τα όστρεα με τα άλλα υπο-λείμματα τροφής, όπως οστά ζώων, οστά ψαριών και φυτικά κατάλοιπα. Ταυτόχρονα, σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει και η σύ-γκριση ανάμεσα σε ανάλογους χωρικά και χρονικά οικισμούς.

Στο οστρεοαρχαιολογικό σύνολο του Δισπηλιού, η μακροσκοπική και μικροσκο-πική μελέτη των καταλοίπων και η χωρική ανάλυση της κατανομής τους έδειξε ότι κα-τάλοιπο τροφής αποτελεί μόνο το μύδι του γλυκού νερού. Το Unio sp. είναι το κύριο εί-δος του συνόλου (57%) και αντιπροσωπεύ-εται από 5.632 όστρεα (ΕΑΑ: 1.374). Διαβιεί σε πυθμένα με λεπτόκοκκη ή χοντρόκοκκη άμμο σε ρηχά νερά.

Σε αυτήν την οικολογική ζώνη, η συλλο-γή των οστρέων μπορεί να γίνει σκάβοντας

με τα χέρια ή με ραβδιά στην άμμο. Μια σειρά μακροσκοπικών παρατηρήσεων στα όστρεα, που αφορούν όλες τις φάσεις κα-τοίκησης του οικισμού, όπως το μεσαίο / με-γάλο μέγεθος των οστρέων (μ.ο. μήκους 65 χιλ.), η απουσία δειγμάτων μικρής ηλικίας, καθώς και η απουσία οστρέων που να συλ-λέχθηκαν όταν το μαλάκιο ήταν ήδη νεκρό, υποδεικνύουν ότι δεν χρησιμοποιούνταν ερ-γαλεία (τσουγκράνες, φτυάρια, γάγγαμοι). Συνεπώς, η συλλογή γινόταν με απλούς τρό-πους και διατήρησε τον ίδιο χαρακτήρα σε όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού.

Τα περισσότερα όστρεα (85%), ολόκλη-ρα ή θραύσματα, δεν φέρουν ίχνη ανθρω-πογενούς παρέμβασης8. Ένα μικρό ποσοστό (13,5%) αφορά σε όστρεα με ίχνη κοπής9 (Έικ. 7), έμμεση ένδειξη ότι το κρέας κατανα-λώθηκε ωμό. Τα υπόλοιπα μαλάκια μάλλον καταναλώθηκαν μαγειρεμένα, ίσως βραστά σε μαγειρικά αγγεία, αχνιστά σε “βαρκόσχη-μα” (Σωφρονίδου 2002: Έικ. 1, Έικ. 11) ή ψητά για λίγα λεπτά στις στάχτες μιας εστίας.

Εικ. 7: Ίχνη κοπής σε θυρίδες του Unio sp. (μύδι γλυκού νερού)

8 Μόνο 1,5% είναι το ποσοστό των οστρέων που φέρουν επεξεργασία ή ίχνη επεξεργασίας και αφορούν κυρίως σε περίαπτα (Υφαντίδης 2006: 96, ΠΙΝ. 30/1 + 39/3).

9 Ο συγκεκριμένος τρόπος θραύσης οφείλεται στη διάνοιξη του οστρέου, όταν το μαλάκιο είναι ακόμη ζωντανό και διατηρεί με δύναμη κλειστές τις θυρίδες του. Το όστρεο ανοίγει τοποθετώντας ένα αιχμηρό και πεπλατυ-σμένο εργαλείο ανάμεσα στις θυρίδες, στο σημείο που δεν εφάπτονται απόλυτα. Η άσκηση πίεσης επιφέρει την αποκοπή ενός τμήματος του κελύφους. Το μαγείρεμα, εξαιτίας της θερμότητας που χαλαρώνει τους μύες και διευκολύνει τη διάνοιξη των θυρίδων, δεν αφήνει συνήθως ορατά ίχνη στα όστρεα.

22ΡΈΝΑ ΒΈΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ

Στην πρόταση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις Unio sp. εντοπίστηκαν σε συνάφεια με εστί-ες, άλλες τροφοπαρασκευαστικές κατασκευ-ές και δάπεδα. Η κατάσταση διατήρησης του υλικού και η αδυναμία εντοπισμού των ζευγαριών θυρίδων (Koike 1979; Waselkov 1987: 156) καταδεικνύει την τακτική απο-μάκρυνση των απορριμμάτων από αυτές τις περιοχές καθημερινής δράσης.

Από τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν υπάρ-χουν κάποια αναγνωρίσιμα στοιχεία για συ-ντήρηση (αποξήρανση, κάπνισμα) και απο-θήκευση του κρέατος των μαλακίων, πρα-κτικές γνωστές από πλήθος εθνογραφικών ερευνών (Waselkov 1987: Πίν. 2). Ωστόσο, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν αφήνουν ορατά υλικά κατάλοιπα, ούτε ανα-γνωρίζονται πάνω στο ίδιο το όστρεο, απο-τελούν πάντα ένα ενδεχόμενο.

Η ποσότητα του κρέατος που απέδωσε η συλλογή μαλακίων είναι μικρή συγκριτικά με άλλα είδη τροφής, όπως τα ζώα και τα ψάρια. Σύμφωνα με έναν χονδρικό υπολογι-σμό, στο Δισπηλιό καταναλώθηκαν περίπου 13 κιλά μυδιών γλυκού νερού. Μάλιστα, η

ποσότητα αυτή δεν κατανέμεται ομοιόμορ-φα στον κάθετο άξονα, ένδειξη ότι οι δια-τροφικές πρακτικές δεν έμεναν σταθερές στο χρόνο (Έικ. 8). Η κατανομή παρουσιάζει αυξομειώσεις με σημαντικές διακυμάνσεις. Η χαμηλότερη ποσότητα (Φάση Γ) δεν ξε-περνά τα 500 γρ. κρέατος, ενώ η υψηλότερη (υποφάση Β3) φτάνει στα 3 κιλά.

Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέ-ρασμα ότι η συνεισφορά των μαλακίων στη δίαιτα των κατοίκων του Δισπηλιού ήταν πολύ περιορισμένη, παρά το προνομιούχο περιβάλλον της λίμνης. Τα μαλάκια μάλλον έπαιζαν ένα συμπληρωματικό ή επικου-ρικό ρόλο στη δίαιτα, που εστίαζε κυρίως στην κατανάλωση αγροτικών προϊόντων (Μαγκαφά 2002), κρέατος οικόσιτων ζώων (Phoca-Cosmetatou 2008) και σε μικρότερη ένταση ψαριών (Θεοδωροπούλου 2008), όπως άλλωστε έχει υποστηριχτεί για τις κοι-νότητες της Νεολιθικής Έποχής10 (Andreou et al. 1996: 558; Halstead 1996α, 1996β).

Η εξέταση οστρεοαρχαιολογικών συνόλων από οικισμούς της Μέσης και της Νεώτερης/Τελικής Νεολιθικής στο βόρειο ελλαδικό χώρο δείχνει ομοιότητες και διαφορές ως προς τη

Εικ. 8: Κατανομή Unio sp. στις φάσεις κατοίκησης

10 Αν και δεν λείπουν περιπτώσεις οικισμών με πολύ μεγάλες ποσότητες οστρέων - καταλοίπων τροφής (Βερο-πουλίδου υ.π.).

23ΛΙΜΝΑΙΑ ΟΣΤΡΈΑ ΚΑΙ ΧΈΡΣΑΙΑ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ

βρώση των μαλακίων (Theodoropoulou 2007; Βεροπουλίδου υ. π.). Μια πρώτη διαφοροποί-ηση εντοπίζεται στο χώρο. Παρατηρείται ότι όσο αυξάνει η απόσταση του οικισμού από τη θάλασσα, τόσο μειώνεται η ένταση της κα-τανάλωσης υδάτινων πηγών. Ακόμη και αν υπάρχουν πλούσιες πηγές γλυκού νερού σε άμεση σχέση με τον οικισμό, όπως στην πε-ρίπτωση του Δισπηλιού, η βρώση των μαλα-κίων είναι συνήθως πολύ χαμηλής κλίμακας. Η άλλη διαφορά είναι χρονική, καθώς στις περισσότερες κοινότητες της Μέσης Νεολιθι-κής, παράκτιες ή ηπειρωτικές, καταγράφεται μέτριας έντασης εκμετάλλευση των μαλακί-ων, ενώ στη Νεώτερη Νεολιθική σημειώνεται αύξηση, κάποιες φορές ιδιαιτέρως σημαντική.

Οι παραπάνω προτάσεις ενέχουν το χαρα-κτήρα γενικευτικών μόνο παρατηρήσεων, κα-θώς οι διατροφικές πρακτικές των κατοίκων εμφανίζουν σημαντική ποικιλότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε οικισμού συχνά υπερισχύουν. Η τροφή, που σαφώς ορίζεται από το οικολογικό πλαίσιο, φαίνεται πως έχει διαφορετική θέση και σημασία, δια-φορετική κοινωνική αξία στον εκάστοτε οικι-σμό. Η κατανάλωση της κάθε τροφής αποτε-λεί μια κατεξοχήν πολιτισμική επιλογή, που συνδέεται με ποικίλους παράγοντες, μεταξύ άλλων η ικανοποίηση βιολογικών αναγκών, η διαπραγμάτευση των κοινωνικών σχέσεων, η δόμηση της ατομικής και ομαδικής ταυτότη-τας (πρβλ. Hamilakis 2000).

έπίλογοσ

Η μελέτη και ανάλυση του οστρεοαρ-χαιολογικού υλικού του Δισπηλιού Καστο-ριάς δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, καθώς οι συνεχιζόμενες ανασκαφές προσθέτουν νέα στοιχεία για τον οικισμό.

Η σημαντική ποικιλία χερσαίων σαλιγκα-ριών και λιμναίων οστρέων παρέχει απτά στοιχεία για την ιστορία των επιχώσεων και προσθέτει περιβαλλοντικές πληροφορίες, έτσι ώστε να προσεγγιστεί καλύτερα το αν-

θρωπογενές περιβάλλον. Ταυτόχρονα, γίνεται δυνατή η ανασύνθε-

ση, έως ένα βαθμό, των δραστηριοτήτων των κατοίκων. Η μικρής κλίμακας βρώση των μα-λακίων, παρά την ποικιλία οστρέων και την άμεση σχέση με το πλούσιο περιβάλλον της λίμνης καταδεικνύει για μία ακόμη φορά ότι οι παράγοντες που καθορίζουν και διαμορ-φώνουν τις διατροφικές πρακτικές είναι συ-νήθως αφανείς στο αρχαιολογικό πλαίσιο.

ΒίΒλίογΡαφία

Abbott, T. R.1989 Compendium of Landshells. Burlington: American Malacologists Inc.Andreou, S., M. Fotiadis & K. Kotsakis1996 Review of the Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece.

American Journal of Archaeology 100: 537-97.Becker, C.1986 F. Weichtiere. Bivalvia - Muscheln. In Kastanas: Die Tierknochenfunde (C. Becker): 230-6.

Berlin: Wissenschaftsverlag Vorker Spiess [Prahistorische Archaologie in Südosteuropa, Band 5].

Bird, D. W. & R. Bird Bliege1997 Contemporary shellfish gathering strategies among the Meriam of the Torres Strait Islands:

Testing predictions of a central place foraging model. Journal of Archaeological Science 24: 39-63.

24ΡΈΝΑ ΒΈΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ

Claassen, C.1998 Shells. Cambridge: Cambridge University Press [Cambridge Manuals in Archaeology].Counihan, C. M. & P. van Esterik (eds.)1997 Food and Culture: A Reader. New York: Routledge.Davies, P.2008 Snails: Archaeology and Landscape Change. Oxford: Oxbow Books.Delamotte, M. & E. Vardala-Theodorou1994 Shells from the Greek Seas. Athens: Goulandris Natural History Museum.Καραλή-Γιαννακοπούλου, Λ. 1981 Παράρτημα ΙΙΙ: Μαλακολογικό υλικό. Στο Ανασκαφή σε Οικισμό της Εποχής Χαλκού (Πρώιμης)

στην Πεντάπολη του νομού Σερρών, (εκδ. Δ. Β. Γραμμένος): 115-8. Αθήνα: Αρχαιολογική Έφη-μερίδα, Η Έν Αθήναις Αρχαιολογική Έταιρεία.

2004 Ανασκαφή Σταυρούπολης: Μαλακολογικό υλικό. Στο Σωστικές Ανασκαφές στο Νεολιθικό Οικισμό Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης: Μέρος ΙΙ (1998-2003) (επιμ. Δ. Β. Γραμμένος & Σ. Κώ-τσος): 527-603. Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Έλλάδας [Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Βόρειας Έλλάδας, Αρ. 6].

Καρκάνας, Π.2002 Η μικρομορφολογική μελέτη των αποθέσεων του Δισπηλιού. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά

(επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 295-302. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.Κούλη, Κ.2002 Δισπηλιό και παλυνολογία: Προσεγγίζοντας το παλαιοπεριβάλλον. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρό-

νια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 303-16. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.Farb, P. & G. Armelagos1980 Consuming Passions: The Anthropology of Eating. Boston: Houghton Mifflin Company.Halstead, P.1996α The development of agriculture and pastoralism in Greece: When, how, who and what? In

The Origins and Spread of Agriculture and Pastoralism in Eurasia, (ed. D. R. Harris): 296-309. London: UCL Press.

1996β Pastoralism or household herding? Problems of scale and specialization in Early Greek animal husbandry. World Archaeology 28(1): 20-42.

Hamilakis, Y.2000 The anthropology of food and drink consumption and Aegean archaeology. In Palaeodiet

in the Aegean (ed. S. J. Vaughan & W. D. E. Coulson): 55-63. Oxford: Oxbow Books [Wiener Laboratory Monograph 1].

Hayden, B. & A. Cannon1983 Where the garbage goes: Refuse disposal in the Maya Highlands. Journal of Anthropological

Archaeology 2: 116-63.Μαγκαφά, Μ.2002 Η αρχαιοβοτανική μελέτη του οικισμού. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ.

Χουρμουζιάδης): 115-34. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.Karali-Yiannakopoulou, L.1992 La parure. In Dikili Tash, Village Préhistorique de Macédoine Orientale, I: Fouilles de Jean

Deshayes 1961-1975 (éd. R. Treuil): 159-64. Bulletin de Correspondance Hellénique Suppl. XXIV.

1997 Dimitra: Matériel malacologique. Στο Νεολιθική Μακεδονία (Δ. Β. Γραμμένος): 200-11. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων & Απαλλοτριώσεων [Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτί-ου, Αρ. 56].

Koike, H.1979 Seasonal dating and the valve-pairing technique in shell-midden analysis. Journal of

Archaeological Science 6: 63-74.Lupton, D.1996 Food, the Body and the Self. London: Sage Publications.

25ΛΙΜΝΑΙΑ ΟΣΤΡΈΑ ΚΑΙ ΧΈΡΣΑΙΑ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ

Meehan, B.1977 Man does not live by calories alone: The role of shellfish in a coastal cuisine. In Sunda and

Sahul: Prehistoric Studies in SE Asia, Melanesia and Australia (ed. J. Allen, J. Golson & R. Jones): 493-531. London: Academic Press Limited.

1982 Shell Bed to Shell Midden. Canberra: Australian Institute for Aboriginal Studies.Moss, M. L.1993 Shellfish, gender, and status on the Northwest coast: Reconciling archaeological, ethnographic,

and ethnohistorical records of the Tlingit. American Anthropologist 95(3): 631-52.Olsen, L.-H., J. Sunesen, & B. Vita Pedersen2001 Small Freshwater Creatures. New York: Oxford University Press.Σωφρονίδου, Μ.2002 Η κεραμεική: Βασικές παρατηρήσεις. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρ-

μουζιάδης): 185-216. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.2008 Ο προϊστορικός λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς: Μια πρώτη εισαγωγή Ανάσκαμ-

μα 1: 9-26.Pfleger, V.1999 Molluscs. Leicester: Blitz Editions.Phoca-Cosmetatou, N.2008 The terrestrial economy of a lake settlement: The faunal assemblage from the first phase of

occupation of Middle Neolithic Dispilio (Kastoria, Greece). Ανάσκαμμα 2: 47-68.Poppe, G. T. & Y. Goto1991 European Seashells (Polyplacophora, Caudofoveata, Solenogastra, Gastropoda). Vol. 1.

Wiesbaden: Verlag Christa Hemmen.1993 European Seashells (Scaphopoda, Bivalvia, Cephalopoda). Vol. 2. Hackenheim: ConchBooks.Reese, D. S.1987 Marine and fresh-water mollusks. In Paradeisos: A Late Neolithic Settle ment in Aegean Thrace

(ed. P. Hellström): 119-34. Stockholm: Medelhausmuseet [Memoir 7].Reitz, E. J. & E. S. Wing1999 Zooarchaeology. Cambridge: Cambridge University Press [Cambridge Manuals in

Archaeology].Safer, F. J. & M. F. Gill1982 Spirals from the Sea: An Anthropological Look at Shells. New York: Clarkson N. Potter, Inc.Shackleton, N. J.χ.χ. Shells from the Neolithic site of Nea Nikomedia [Αδημοσίευτο χειρόγραφο].Θεοδωροπούλου, Τ.2008 Ο άνθρωπος και η λίμνη: Ψάρια και ψαρέματα στο προϊστορικό Δισπηλιό. Ανάσκαμμα 2: 25-45.Theodoropoulou, T.2007 L’exploitation des faunes aquatiques en Égée septentrionale aux périodes pré- et protohistoriques

(2 volumes). Paris: Université de Sorbonne I Panthéon-Sorbonne [Thèse de doctorat]. Thomas, F. R.2007b The behavioral ecology of shellfish gathering in Western Kiribati, Micronesia 2: Patch choice,

patch sampling, and risk. Human Ecology 35: 515-26.Βεροπουλίδου, Ρ.2002 Οστρεα από το Κτήριο Α της Τούμπας Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστή-

μιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [Μεταπτυχιακή εργασία]. υ. π. Τα Οστρεα από τους Οικισμούς του Κόλπου της Θεσσαλονίκης κατά τη Νεολιθική και την Ύστερη

Εποχή του Χαλκού. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [διδακτορική διατριβή].

υ. ε. Το οστρεοαρχαιολογικό σύνολο από το Αγγελοχώρι Ημαθίας (ΥΈΧ). Στο Η Ανασκαφή στο Αγ-γελοχώρι Ημαθίας (επιμ. Λ. Στεφανή & Ν. Μερούσης). Θεσσαλονίκη.

Βεροπουλίδου, Ρ. & Φ. Υφαντίδης2004 Unio pictorum vs. Spondylus gaederopus: Οστρεα και οστρέινα κοσμήματα από το Δισπηλιό

26ΡΈΝΑ ΒΈΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ

The archaeomalacological assemblage from the Neolithic Dispilio, Kastoria, con-sists of a large amount of freshwater shells and land snails. The systematic and thor-ough study comprised species identification, ecological and quantitative reconstruction in time and space, as well as gathering meth-ods, quantities and sizes of shells, methods of preparation, consumption and discard.

The unique richness and amount of land snails and freshwater shells that penetrated the archaeological record either by chance or due to human activities offered a large body of information for the understanding of depositional formation processes and the

reconstruction of the human ecological set-ting in each building phase.

At the same time, the large amount of freshwater mussels (Unio sp.) provided a unique opportunity in Greek prehistory to have a clear insight as regards molluscan consumption in a Neolithic community liv-ing by the lake. Molluscs were gathered in shallow water with simple tools and minimal effort. They were consumed cooked (boiled, steamed or roasted), but in varying degrees throughout the life of the settlement. Re-gardless of the rich lake environment, mol-luscs must have been just a complementary food source.

SummaryFreshwater molluscs and land snails at the Neolithic Dispilio, Kastoria

Rena Veropoulidou

Καστοριάς. Το Αρχαιολογικό Εργο Στη Μακεδονία Και Θράκη 18: 669-86.Veropoulidou, R. & F. Ifantidis2004 Shell Assemblage Analysis of the Neo lithic Lakeside Settlement of Dispilio, Kastoria: The Eastern

Sector. Thessaloniki: Institute for Aegean Prehistory Unpublished Research Grant Report. 2005 Shell Assemblage Analysis of the Neo lithic Lakeside Settlement of Dispilio, Kastoria: The Western

Sector. Thessaloniki: Institute for Aegean Prehistory Unpublished Research Grant Report. Waselkov, G. A.1987 Shellfish gathering and shell midden archaeology. In Advances in Archaeological Method and

Theory (ed. M. B. Schiffer): 93-210. San Diego: Academic Press.Zenetos, A., E. Vardala-Theodorou & C. Alexandrakis2005 Update of the marine bivalvia mollusca checklist in Greek waters. Journal of the Marine

Biological Association of the United Kingdom 85: 993-8.Χουρμουζιάδη, Ν. & Τ. Γιαγκούλης2002 Προβλήματα και μέθοδοι προσέγγισης του χώρου. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ.

επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 37-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. (επιστ. επιμ.)2002 Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.Υφαντίδης, Φ.2006 Τα Κοσμήματα του Νεολιθικού Οικισμού Δισπηλιού Καστοριάς: Παραγωγή & Χρήση μίας ‘Αι-

σθητικής Εργαλειοθήκης’. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [μεταπτυχιακή εργασία].