ΒΙΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΑΧΜΕΤΑΓΑ

50
Βιασµός στον Αχµέταγα Η θυσία Μιχάλης Μ. Νικολετσέας

Transcript of ΒΙΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΑΧΜΕΤΑΓΑ

Βιασµός στον Αχµέταγα

Η θυσία

Μιχάλης Μ. Νικολετσέας

2

Copyright 2011 Michael M. Nikoletseas ISBN: 9781466298538Published in USA Order https://www.createspace.com/3683452

Library of Congress Control Number:LCCN 2011408998LC classification: PS3614.I555 V53 2011

The British LibraryShelfmark(s): General Reference CollectionYF.2012.a.26853UIN: BLL01016052159

Revised February 2013

3

ἀνέρες ἔστε φίλοι, µνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς, ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼν Ἀχιλῆος ἀµύµονος ἔντεα δύω καλά, τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξα κατακτάς. Ὁµηρος, Ἰλιάς, 17.185

4

5

Ως τα εφτά έζησα στη σκιερή κοιλάδα στο Τουρκόρεµα, στο νερόµυλο του παππού µου. Τότε η µητέρα µου και εγώ πήγαµε στον Αχµέταγα, µιά σπουδαία πόλη επί Τουρκοκρατίας. Εκεί πήγα στο δηµοτικό σχολείο για να µάθω να διαβάζω και να γράφω και να γίνω ένας καλός Έλληνας ακούγοντας ιστορίες για τα κατορθώµατα της γενιάς των Ελλήνων ενάντια στους αγρίους, αργόστροφους Τούρκους. Το σπίτι µας στον Αχµέταγα ήταν ένα παλιό πέτρινο σπίτι κοντά στην πλατεία. Στο ισόγειο ήταν δυό ταβέρνες και ένα τσαγκάρικο. Όλη µέρα και ως αργά τη νύχτα άκουγα µεθυσµένους να µαλώνουν, να τραγουδάνε αµανέδες και να ορκίζονται αιώνιες φιλίες.

6

Γέροντες έλεγαν ιστορίες για σφαγές και ονόµαζαν τα µέρη που έγιναν. Όλοι τα ξέραµε αυτά τα µέρη γιατί άλογα, µουλάρια και γαϊδούρια τσουλώναν τα αυτιά τους και αρνούνταν να περάσουν. Όταν ο παππούς µου έκανε επισκευές στο θολωτό υπόγειο βρήκε πολλά ανθρώπινα κρανία και κόκκαλα. Άκουσα πολλές ιστορίες για σκοτωµούς και έρωτες. Ένας η δύο απαλέστες ξενύχταγαν στο µύλο ώσπου να αλέσουν το σιτάρι τους ή γιατί είχε κακοκαιρία. Κοιµόντουσαν πάνω στα σακιά µε τ’αλέσµατα. Το Τουρκόρεµα ήταν φηµισµένο στα γύρω χωριά, τα γνωστά Τουρκοχώρια. Οι άντρες φοβότανε να περάσουν το ρέµα τη νύχτα ή τα καυτά

7

µεσηµέρια γιατί φαντάσµατα περιπλανιόνταν στο πλατανόδασο, και κλάµατα ακούγονταν στις σπηλιές στην ανατολική όχθη. Μεγάλωσα να µη φοβάµαι τα φαντάσµατα. Όταν δεν είχε φεγγάρι έµπαινα στο ρέµα µε το φανάρι και πιρούνιζα ψάρια και χέλια. Τα όνειρα µου ήταν στοιχειωµένα µε πρόσωπα που είµαι σίγουρος ήταν Τούρκοι. Πίσω από τη καµάρα ονειρευόµουνα πέντε παλικάρια που τραγούδαγαν σε µια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Με το χρόνο τους γνώρισα, τα πρόσωπα τους, τη φωνή τους, το χαρακτήρα τους. Ήταν σοβαροί. Νοµίζω ήταν στρατιώτες. Ο ένας ήτανε αστείος, γέλαγε και χοροπήδαγε. Πηγαίνανε στο πόλεµο. Όταν ξύπναγα θυµόµουνα µια λέξη, «ντα βος»

8

που επαναλάµβαναν σαν ένα εύθυµο εµβατήριο, ντα βος, ντα βος, ντα βος . ∆εν έδειχναν εχθρότητα. Τους αισθανόµουνα φίλους µου. Με δίδασκαν. Ο παππούς µου µού έλεγε ότι ήταν τα παιδιά του τελευταίου µυλωνά που δεν συναντήσαµε ποτέ. Πολλές φορές αισθανόµουνα τη παρουσία ενός συνοµήλικου µου. Καθόταν πίσω µου και µε παρακολουθούσε σιωπηλά. Γνώριζα πότε συνέβαινε αυτό γιατί τότε άκουγα τους χτύπους του ρολογιού στους κροτάφους µου. Ηταν ο φίλος µου στην απέραντη γαλήνη του Τουρκορέµατος. Με έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά του παππού µου και µε παρέσυρε σε φοβερά όνειρα πέρα από το σκοτάδι των µεγάλων µατιών των γερόντων

9

που µας έλεγαν ιστορίες για απιστίες, αιµατοχυσίες, έρωτες και βασανιστήρια, και φορτώµατα µουλάρια χρυσάφι. Μα εγώ αισθανόµουν ασφαλής και ευτυχισµένος. Τιµή, τιµή! Πήγε µε µια γυναίκα και την ατίµασε. Έχασε την υπόληψη του, είναι άτιµος. Το άτιµο το µουλάρι µου είναι ξεροκέφαλο. Ξέχασα πολλές από αυτές τις ιστορίες. Κάπου κάπου έρχονται στη µνήµη µου ασυνάρτητα κοµµάτια: σπαθιά κρεµασµένα στο πλευρό άγριων πολεµιστών, κουµπούρια που φούσκωναν περήφανα στη κοιλιά γεροδεµένων, βασανισµένες γυναίκες, σφαγές και βιασµοί.

10

11

Την ιστορία του Γουλή τη θυµάµαι καλά γιατί έτυχε να τη ζήσω ο ίδιος. Ήτανε µιά βροχερή χειµωνιάτικη βραδιά. Κοιµόµουνα στην αγκαλιά του παππού µου πάνω στους σωρούς από σακιά γεµάτα µε σιτάρι, όταν µπήκε ο Κατσαµπάνος σέρνοντας ένα σακί σιτάρι. Έβγαλε τα λασπωµένα παπούτσια του και ξάπλωσε δίπλα µας κοντά στη φωτιά. Ο γέρο Κατσαµπάνος ήταν µελαχρινός µε άσπρα γένια και χοντρά χείλια. Χρόνια µετά τον αναγνώρισα στα βιβλία µου στο πρόσωπο του Πάνα. Τον φωνάζανε Τουρκαλά και λέγανε ότι ο παππούς του γλύτωσε τη σφαγή όταν οι Τούρκοι έφευγαν από τον Αχµέταγα γιατί ήταν φίλος του παπά.

12

Ακούσατε τα νέα; Στο δρόµο ο Παρασκευάς µου είπε ότι ο Γουλής σκότωσε τη Γιαννούλα. Τη Γιαννούλα, ποιά Γιαννούλα; ρώτησε ο παππούς µου. Τη πατροκλίνα … την αδελφή του. Γιατί, την παντρεύτηκε ο Πάτροκλος, δεν την παντρεύτηκε; Γιατί; Λόγω τιµής, είπε ο Κατσαµπάνος. Ήτανε και έγκυος. Τη σκότωσε στην αυλή του Πάτροκλου ενώ πότιζε τα λουλούδια. Όσο υπάρχουν γυναίκες θα υπάρχουν µπερδέµατα... Τρία χρόνια κράτησε η δουλειά, κάτω από τη µύτη του Γουλή. Κανένας άντρας δεν αντέχει τέτοια ντροπή. Κανείς δεν θα τον καταδικάσει.

13

Εκτός από το δικαστή, απάντησε ο παππούς µου. Ότι και να πεις, είναι παλικάρι. Όµορφο και δυνατό παιδί. Μερικά χρονάκια στη Πύλο. Λόγο τιµής. Στη Μάνη θα σκότωναν τον Πάτροκλο όχι τη γυναίκα. Ούτε. Τελικά την παντρεύτηκε, δεν την παντρεύτηκε, είπε ο παππούς µου και σηκώθηκε να γεµίσει τη σκάφη µε σιτάρι. Γύρισε µε ένα µάτσο καφέ κίτρινα φύλλα ταµπάκο, ένα φύλλο εφηµερίδας και ένα µαχαίρι. Ο Κατσαµπάνος άπλωσε το χέρι του στα σγουρά µαλλιά µου και µε το άλλο µού έτριψε τη πλάτη. Γλιστρούσα ηδονικά στον ύπνο όταν η Έλλη ξέσπασε σ’ ένα άγριο γαύγισµα τρέχοντας πάνω στο φιδωτό δρόµο κατά τις σπηλιές

14

από τη µεριά του Αχµέταγα. Στήνουνε αγκίστρια, είπε ο παππούς µου. Προχθές ο Παντελής ο Γλάρος µου είπε ότι έπιασε σαράντα τσίχλες. ∆εν στήνω ποτέ αγκίστρια, απάντησε ο Κατσαµπάνος. Βασανίζεις τα ζώα. Μ΄ αρέσει να κυνηγάω λαγούς µε φεγγάρι. Με γαργαλάνε τα µπούτια µου όπως φυλάω για να σκοτώσω. ∆εν περιγράφεται το αίστηµα να κρατάς το ζώο που ξεψυχάει στην αγκαλιά σου. Ο παππούς µου τεµάχισε τα φύλλα του καπνού, έκοψε προσεκτικά ένα κοµµάτι εφηµερίδα και έστριψε το τσιγάρο του. Ο Κατσαµπάνος έκανε το ίδιο. Ο Γουλής δεν έρχεται ποτέ στο Τουρκόρεµα, είπε.

15

∆εν ζυµώνει. ∆εν έχει γυναίκα. Η Ελένη του Μπάλα του µαγερεύει. Πέρναγε µε τον Πάτροκλο για κυνήγι πριν από το γάµο. Ήταν φίλοι, είπε ο Κατσαµπάνος. Τρέχει αίµα! φώναξε δείχνοντας προς το µικρό παράθυρο, το µοναδικό παράθυρο στο µύλο. Φίδι, ενα πελώριο φίδι. Το σκότωσα προχθές. Έτρωγε αλεύρι και πουλιά από τότε που ήτανε εδώ οι Τούρκοι. Ήτανε όµορφο... Καλλίτερα να πήγαινε ο Πάτροκλος.

16

17

Έξι µε εφτά χρόνια αργότερα πήγαινα στο Γυµνάσιο. Φόραγα το µπλε πηλίκιο µε τη µεταξένια κουκουβάγια κορώνα, περήφανος σαν αξιωµατικός. Μόνο άλλο ένα παιδί είχε πάει στο Γυµνάσιο πριν από µένα. Οι µεγαλύτεροι µε θαύµαζαν και τα αλλά παιδιά µε εχθρεύονταν. Εκείνη την εποχή ο Γουλής βγήκε από τις φύλακες της Πύλου και γύρισε στον Αχµέταγα. Της οικογένειας Καρά, της µεγαλύτερης οικογενείας στον Αχµέταγα, ήτανε µακρινός θείος µου γιατι η µητέρα µου ήτανε από το ίδιο σόι. Λέγανε ότι το αίµα αυτής της οικογένειας είχε αναµειχτεί µε Τούρκικο αίµα πολλούς αιώνες. Οι Καράδες είχαν µεγάλες περιούσιες και ήταν η

18

µεγαλύτερη οικογένεια στον Αχµέταγα. Οι άντρες ήτανε κοντοί, κοτσονάτοι, στρογγυλό κεφάλι µε µεγάλη πλατειά µύτη, µεγάλα µάτια, χοντρά πόδια και τεράστια χέρια µε χοντρά κοντά δάχτυλα. Όµορφος και χαµογελαστός Ο Γουλής αναµείχτηκε µε τους άλλους άντρες στην πλατεία. Σύντοµα ο χρόνος και η λεβεντιά του έθαψαν τις κουβέντες για το φόνο. Εµένα µε συµπαθούσε και µε συµβούλευε να είµαι καλός µαθητής και να γίνω δικηγόρος. Ένας κάλος δικηγόρος … ένας κάλος δικηγόρος. Επέµενε να µάθω να παίζω µπουζούκι και µου έκανε µαθήµατα. Είχε µάθει να παίζει στη φυλακή στη Πύλο.

19

Το πέτρινο σπίτι του είχε δύο παράθυρα µε σανιδένια εξώφυλλα και στέγαζε τον εαυτό του και τις τρεις κατσίκες του. Η κρεβατοκάµαρα ήταν σε ένα ξύλινο πάτωµα πάνω από το ισόγειο. Το κρεβάτι ήταν φτιαγµένο από κορµούς πλατανιών και το στρώµα ήταν σεντόνια γεµισµένα από καλαµιές σιταριού. Πάντοτε µε έπαιρνε η µυρουδιά από τα άχυρα και τις κατσίκες όταν ανέβαινα τη σκάλα για το µάθηµα µου. Κάθε Αχµεταγέος είχε ένα µέρος που περνούσε την ηµέρα του. Ο Γουλης είχε το φούρνο. Από το παράθυρο µου τον έβλεπα να στέκεται έξω από το φούρνο και να κοιτάζει το κόσµο να περνάει.

Ποτέ δεν τον είδα έξω από το σπίτι του γιατρού, το στέκι για τους περισσότερους άντρες

20

κυρίως το χειµώνα. Έµπαιναν στη γραµµή κατά µήκος του δρόµου µε τις πλάτες στον τοίχο και λιαζόντουσαν. Με το σαγόνι στη ξύλινη κάσσα της κρεβατοκάµαρας µου τους κοίταζα και ονειροπολούσα. ∆εν είχα πατέρα. Παίζανε σκληρά παιγνίδια µεταξύ τους ιδιαίτερα στους αδύναµους. Έπεφτε σιωπή όταν πέρναγε γυναίκα. Την ακολουθούσανε µε πεινασµένα µάτια ώσπου να στρίψει στη γωνία. Τότε άρχιζε το κουτσοµπολιό αν η γυναίκα ήταν από αδύναµη οικογένεια. ∆εν την ακώ πια, φαίνεται ησύχασαν τα πράγµατα, είπε ο Σταυρός Μπέτσος. Τώρα παίρνει το γλυκό της στο

21

χτήµα, είπε ο Νίκος Κόντος. ∆εν άντεχα να την ακώ να ουρλιάζει. Χτες την είχε δέσει σε µια σάπια συκιά µε µυρµηγκοφωλιές. Επικίνδυνο να πας µε παντρεµένη. Εγώ πάω µε τη Κική, είπε ο Ντιβάνος. Της δέσαµε τα πόδια σε δυο συκιές και τη γαµήσαµε και οι πέντε, είπε ο Ντίνος ο Μαλαφέντης. Κα συ Ντίνο, µου είπε. Γιατί εγώ δεν έχω αρχίδια; Η Κική ήταν ορφανή µε χωρίς συγγενείς στον Αχµέταγα. Όταν πέρναγε ο Βασίλης ο στιλβωτής, «ο λούστρος», του φώναζαν «γουρούνι, γκζζζ… γκζζζ…γουτζ…γουτζζ».Μερικοί του πέταγαν πέτρες και µερικές φορές τον έριχναν χάµω και τον χτυπούσαν στο

22

κεφάλι µε πέτρες. ∆εν είδα ποτέ το Γουλή σε αυτή τη παρέα. Ποτέ δεν έµαθα να παίζω µπουζούκι. Αλλά για πρώτη φορά ένιωσα τα µυστήρια της µουσικής, χρώµατα και συναισθήµατα βαθειά και απέραντα. Τα κοντά χοντρά δάχτυλα του γλιστρούσαν πάνω κάτω στις µακριές χορδές και τραγούδαγε ρεµπέτικα. Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι το σκοτάδι είναι βαθύ κι όµως ένα παλικάρι δεν µπορεί να κοιµηθεί Άραγε τι περιµένει Έπαιζε και ξανάπαιζε αυτό το

23

τραγούδι. Μισόκλεινε τα µάτια και το πρόσωπο του γινόταν ρευστό. Μικρά κύµατα απλωνόταν µέχρι το στήθος του, τα χείλη του άπλωναν και τρεµούλιαζαν, µια πεταλούδα που φτερούγιζε πάνω σ’ ένα λουλούδι. Φαινόταν άγριος και τρυφερός, µαζί εραστής και πολεµιστής. Μιλούσε για µια πόρτα που έκλεινε και άνοιγε, για νύχτες που τις ακολουθούσαν ά, για προσµονή και καηµούς. Ποτέ για τιµή και εκδίκηση. Πύλος, έλεγε. Πως είναι στη φυλακή? Καλά. Κάνεις φίλους. Περιµένεις. Περιµένεις. Κάτι που έχεις έξω. Γυναίκα? ∆εν έχεις γυναίκα.

24

Έχω ένα γιο, απάντησε. Έχεις µια γυναίκα που την αγαπάς? Όχι δεν έχω µια γυναίκα που την αγαπάω. ∆εν αγαπάς µια γυναίκα, την επιθυµάς. Τη σέβεσαι όταν σου κάνει γιούς. Αγάπη έχεις για το φίλο σου, Θέλεις να είσαι σαν αυτόν. Αναµετριέσαι µε το φίλο σου µέρα νύχτα. Τον πολεµάς, πολεµάς στο πλάι του, πολεµάς γι αυτόν, σκοτώνεις και βιάζεις µαζί του, ποτέ δεν προδίνεις το φίλο σου! Τίποτε για σένα εδώ έξω, επέµεινα. Άρπαξε το µπουζούκι του.

25

κι όµως ένα παλικάρι δεν µπορεί να κοιµηθεί Άραγε τι περιµένει

26

27

Χρόνια µετά όταν είδα συγκινήσεις στα πρόσωπα µαέστρων σε διάσηµες ορχήστρες θυµόµουν το τρέµουλο στο πρόσωπο του Γουλή. Κανένας δεν ξεπέρασε ποτέ το πάθος και την άγρια οµορφιά του όταν έπαιζε το παλικάρι στο µπουζούκι του. Ήµουν στον τελευταίο χρόνο στο Γυµνάσιο και είχα πια αποφασίσει να µη πάω πανεπιστήµιο. Άντρας πια τώρα έκανα σχέδια για φυγή στην Αµερική, στην Αυστραλία, στο ναυτικό, οπουδήποτε µακριά από το σκληρό Αχµέταγα. Ο καινούργιος αστυνόµος, ο Αρχείλας, νοίκιασε το σπίτι απέναντι από το δικό µου, δίπλα στου γιατρού Καρατζά. Ο Αρχείλας ήταν ένας χοντροκόκαλος άντρας µε µεγάλα άγρια, µαύρα µάτια που

28

πάντοτε δάγκωνε το κάτω χείλι του. Σε λίγο καιρό βγήκε η φήµη ότι απατούσε τη γυναίκα του Μαρία, αυτή όµως µε πείσµα αρνιόταν ότι ο άντρας της πήγαινε µε άλλες γυναίκες. Ήτανε όµως παντοτινά θλιµµένη. Ο Αρχείλας έπινε το κρασί του µε το Περικλή από την κάτω ρούγα. Σπάνια τον έβλεπα µε το γιατρό. Στον αστυνόµο και το Περικλή άρεσε να τρώνε οµελέτες µε σάλτσα ντοµάτες στη ταβέρνα της Ντίνας κάτω από το παράθυρο µου. Μιλούσαν σιγά, σχεδόν ψιθυριστά. Μιλούσαν λίγο. Τους έβλεπα να τρώνε και ύστερα να στρίβουν στη γωνία του φούρνου σαν σε παρέλαση και να χάνονται στα χωράφια. Εκείνο το καλοκαίρι είχαµε πυρκαγιές που έκαψαν δάση

29

και ελεοπερίβολα γύρω από τον Αχµέταγα. Πρέπει να ήταν αρχές Αυγούστου γιατί θυµάµαι τα απογεύµατα είχαµε καταιγίδες µε αστραπόβροντα. Αυτό τον καιρό ωριµάζουν τα σύκα και γίνεται ο τρύγος της σταφίδας. Απλώνουν τα σταφύλια στα αλώνια να ξεραθούν στον ήλιο. Όταν ο Θεός δει αλώνια αποφασίζει να µας καταστρέψει, έλεγαν οι κάτοικοι του Αχµέταγα. Στην ηρεµία του µεσηµεριού άκουγες µια οχλαγοή, άνθρωποι να τρέχουν σε όλες τις κατευθύνσεις και να φωνάζουν σα να µπήκε ο διάβολος στα σωθικά τους. Έτρεχαν να σκεπάσουν τα αλώνια µε κανβάτσινα πανιά, να γλυτώσουν τις σταφίδες τους από τη θεοµηνία.

30

Εκείνη την ηµέρα άκουσα φασαρία έξω από το παραθύρι µου. Ήταν η µητέρα µου και µιλούσε στον αστυνόµο µε µια µουλωχτή κλαψιάρικη φωνή. Να φωνάξεις το γιατρό! Μουγκρίζει! ∆εν είδα καλά, φοβήθηκα. ∆εν είδα κανέναν. Φώναξε το γιατρό. Εγώ δεν ξέρω τίποτε. ∆εν είδα κανέναν. Είναι στο κυπαρισσώνα στη βρύση του Χασάµπασα. Τρέξε… Ο Αρχείλας ξύπνησε το γιατρό και οι δυο τους έφυγαν βιαστικά για τη βρύση. Τους ακλούθησα. Πήραµε τρέχοντας το καλντερίµι, πέρα από τη γειτονιά των Ευνούχων, µέσα στον κυπαρισσώνα. Ο αέρας µύριζε θυµάρι και καµένες καλαµιές. Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν τρελά και

31

επέβαλαν τη σιωπή σε όλα τα πλάσµατα. ∆ίπλα σε ένα κούτσουρο από ένα κοµµένο κυπαρίσσι ο Πάτροκλος ακίνητος, ξαπλωµένος ανάσκελα. Ένα άνοιγµα στο δέρµα πάνω από το αριστερό του µάτι έχασκε. Ο αστυνόµος έδειξε µε το δάχτυλο το τραύµα στο µέτωπο του Πάτροκλου και ύστερα την κόψη του κούτσουρου. Ο γιατρός έβαλε την παλάµη στο λαιµό του Πάτροκλου για να πιάσει σφυγµό. Είναι νεκρός, είπε. Με το ένα χέρι ανασήκωσε το άψυχο κορµί κάτω από το στήθος. Το κεφάλι και το µπράτσα του Πάτροκλου έγειραν πίσω, το πρόσωπο του

32

σαν του Χριστού στις εικόνες της εκκλησιάς, όµορφο και γαλήνιο στο µαρτύριο του να διδάξει αγάπη και θυσία. Με το άλλο χέρι έδειξε στον Αρχείλα τις γαλαζοκόκκινες γραµµές στο λαιµό και τα συντριµµένα χείλια. Σιωπή. Στο συκόσπιτο, είπε ο αστυνόµος, δίνοντας σήµα µε το αριστερό του µπράτσο όπως ένας πολεµιστής κάνει πριν από µια επίθεση, βέβαιος για τη νίκη. Ανεβήκαµε το µικρό λόφο ως του Πάτροκλου το συκόσπιτο. Ο αστυνόµος έκοψε µε επιµέλεια συκόφυλλα και σκέπασε τις πατηµασιές στο µαλακό οργωµένο χώµα γύρω από το συκόσπιτο. Έπειτα έβαλε µικρές πέτρες επάνω για να τις προστατέψει από την

33

καταιγίδα που ερχόταν. Σήκωσε το δεξί του χέρι, τα δυό δάχτυλα στο σχήµα V κουνώντας τα ρυθµικά. Ο γιατρός χαµογέλασε µισοκλείνοντας τα µάτια. Γυρίσαµε στον Αχµέταγα. Ο δήµαρχος συναντήθηκε µε τον Αρχείλα και το γιατρο στην αστυνοµία. Κάλεσαν τη µητέρα µου δύο ή τρεις φορές ακόµα. ∆εν είδα τίποτε, µουρµούριζε κάθε φορά που γύριζε σπίτι, µιλώντας στον εαυτό της. Κάλεσαν µερικούς ακόµα ανθρώπους. Ζαλίστηκε και έπεσε. Χτύπησε το κεφάλι του στη κοφτερή άκρη του κούτσουρου, ανακοινώσε ο δήµαρχος στο καφενείο εκείνο το βράδυ.

34

Ήταν η τιµωρία του Θεού γιατί ατίµασε το κορίτσι και κατάστρεψε τη ζωή της, είπε ο παππάς. Ικανοποίηση απλώθηκε στον Αχµέταγα, η τιµή επανακτήθηκε. Λίγες βδοµάδες αργότερα συνάντησα το Γουλή έξω από το σπίτι του. Έλα πάνω, είπε. Πρέπει να µάθεις. Καθίσαµε στο αχυρένιο στρώµα. Έπιασε το µπουζούκι του και τραγούδησε: Ένας αλήτης πέθανε στου πάρκου την πλατεία µα ούτε µάτια δάκρυσαν ούτε καρδιές ράγισαν Άραγε, άραγε ποιός να ’ναι αιτία Σταµάτησε και σε λίγο συνέχισε ένα αργό θρήνο:

35

Με το βουνό θα γίνω φίλος και µε τα πεύκα συντροφιά κι όταν θα κλαίω και πονώ θ' αναστενάζει το βουνό Το τρέµουλο στα χείλη του έλειπε. Το πρόσωπο του ήταν παγωµένο, κρεµασµένο, νεκρό. Έκλεγε µε µια ήρεµη γλύκα. Παίξε το παλικάρι, είπα. Έβαλε κάτω το µπουζούκι του και µε κοίταξε στα µάτια για πολλή ώρα, τα µάτια του µια ερηµιά. Παίξε το παλικάρι!, φώναξα. Πέρασε το χέρι του στους ώµους µου και µε οδήγησε κάτω στη σκάλα, έξω στο δρόµο. Ένας καλός δικηγόρος, είπε.

36

37

38

39

Οι ιστορίες, τα τοπωνύµια και τα πρόσωπα, συµπεριλαµβανοµένου και του αφηγητή, είναι φανταστικά. Οµοιότητες µε την πραγµατικότητα είναι τυχαίες.

40

41

Acknowledgments Cover page image: Menelaus supporting the body of Patroclus, copy of a Greek original, Piazza Della Signoria, Firenze, Italia. Permission: This file is licensed under the Creative Commons Attribution 2.0 Generic license. 08/28/2011 The Homeric quotation comes from the texts of Perseus Project of Tufts University. The song of the palikari (Nichtose horis feggari) is by Greek musician Kaldaras. Lyrics of the song “The Roamer” (Εnas alitis pethane) are by Kostas Manesis, music by Kostas Kaplanis, Kefalas. Lyrics of “The Mountain” (To

42

Vouno) are by Evagelos Prekas, music by Lucas Daralas.

43

Βιογραφικό Ο Μιχάλης Νικολετσέας γεννήθηκε στην Ανδρούσα Μεσσηνιάς το 1943. Σπούδασε Ψυχολογία και Ιατρική στις ΗΠΑ και δίδαξε σε Αµερικανικά πανεπιστήµια. Έχει γράψει ποίηση και βιβλια στις φυσικές επιστήµες.

44

45

Άλλα λογοτεχνικά έργα του συγγραφέα Ελεγεία ∆ίρφυα, 2010 (ποίηση) Μακράν Στηµένες Σκηνές , 2011 (ποίηση)

The Iliad: Twenty Centuries of Translation, 2012

The Iliad: The Male Totem, 2013

46

47

Copyright 2011 Michael M. Nikoletseas

48

49

50