Πραγματικά και φανταστικά τοπία στον Κεραμεικό της...

32
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΛΕΣ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Τόμος Β: ΑΤΤΙΚΗ Α’ και Γ’ Εφορείες Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων

Transcript of Πραγματικά και φανταστικά τοπία στον Κεραμεικό της...

ΑΡΧΑ

ΙΟΛΟ

ΓΙΚΕ

Σ ΣΥΜΒΟ

ΛΕΣ

Μ Ο Υ Σ Ε Ι Ο Κ Υ Κ Λ Α Δ Ι Κ Η Σ Τ Ε Χ Ν Η Σ

Τόμος Β: ΑΤΤΙΚΗΑ’ και Γ’ Εφορείες Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση

Απαγορεύεται η εν όλω ή εν μέρει ανατύπωση, αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή των κειμένων και των φωτογραφιών του βιβλίου χωρίς την έγγραφη άδεια εκάστου συγγραφέα και του Ιδρύματος Νικολάου & Ντόλλης Γουλανδρή - Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.

ISBN 978-618-5060-05-3 • ISBN SET 978-960-7064-99-8

© Ίδρυμα Νικολάου & Ντόλλης Γουλανδρή - Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΛΕΣ

Τόμος Β: ΑΤΤΙΚΗΑ’ και Γ’ Εφορείες Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

Σταυρούλα Οικονόμου

Μαρία Δόγκα-Τόλη

Μ Ο Υ Σ Ε Ι Ο Κ Υ Κ Λ Α Δ Ι Κ Η Σ Τ Ε Χ Ν Η Σ

Α θ ή ν α 2 0 1 3

Οι διαλέξεις της Γ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

πραγματοποιήθηκαν από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο του 2012

και της Α΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του 2013 στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

5

Περιεχόμενα

Συντομογραφίες Τίτλων 7

Βραχυγραφίες 9

Πρόλογος Χορηγού 10

Πρόλογος Επιμελητών 11

Α’ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

1 Ελένη Κουρίνου - Αντί εισαγωγής 15

Χριστίνα Βλασσοπούλου 2 Συνειρμοί της έρευνας στην έκθεση των γλυπτών της Ακρόπολης 17

Μελίνα Μπριάνα-Πρωτοπαπαδάκη 3 Νέες ανασκαφικές έρευνες στη Στοά Ευμένους 35

Έφη Κασάπογλου 4 Νεότερα ανασκαφικά δεδομένα από δύο μνημεία της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης: Χαλκουργεία και χορηγικό μνημείο του Νικία 45

Αγγελική Κουβέλη

5 Υστερορρωμαϊκή κεραμική από οικιακό πηγάδι της ανασκαφής για το Νέο Μουσείο Ακρόπολης 57

Μαρία Λιάσκα 6 Το Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς στη Στοά του Αττάλου. Η ανακατασκευή της Στοάς και η πρώτη έκθεση του Μουσείου 79

Νικολέττα Σαραγά 7 Το Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς στη Στοά του Αττάλου κατά την τελευταία δεκαετία. Μεταμορφώσεις και νέες προοπτικές 95

Κλειώ Τσόγκα 8 Νέα στοιχεία από τη σωστική ανασκαφική έρευνα της Α’ Εφορείας στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας: Το δυτικό τμήμα 111

Νικολέττα Σαραγά 9 Νέα στοιχεία από τη σωστική ανασκαφική έρευνα της Α΄ Εφορείας στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας 129

Δημήτρης Σούρλας

10 Πρόσφατες Αρχαιολογικές έρευνες στη Ρωμαϊκή Αγορά, στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού και τις όμορες περιοχές 149

Νίκος Τσονιώτης 11 Η Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας από την ύστερη αρχαιότητα έως την Τουρκοκρατία: αρχαιολογική έρευνα – ανασκαφικά δεδομένα 169

Όλγα Βογιατζόγλου

12 Αναδιφώντας την ιστορία των Δυτικών Λόφων 193

Μαρία Ντούρου

13 Το ιερό των Νυμφών στον ομώνυμο Λόφο. Στοιχεία από τις νεότερες έρευνες 213

Τατιάνα Πούλου

14 Οι Γεωμετρικοί Τάφοι του λόφου Μουσών (Φιλοπάππου) 231

Άγγελος Ζαρκάδας

15 Άγνωστα γλυπτά από το Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου 247

6

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Γ’ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Ελένη Σπ. Μπάνου 1 Οι ανασκαφές της Γ΄ ΕΠΚΑ κατά την τελευταία πενταετία 281

Μαριλένα Κοντοπανάγου – Αικατερίνη Σταμούδη 2 Ο αρχαιολογικός χαρακτήρας των Άνω Πετραλώνων κατά τους κλασικούς και πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους 305

Χαρά Χαραμή 3 Ένα λουτρό της ύστερης αρχαιότητας στα ΝΑ του βράχου της Ακροπόλεως 323

Σταυρούλα Ασημακοπούλου-Λιντζέρη 4 Αντιλήψεις για τη ζωή και τον θάνατο μέσα από τις μαρτυρίες των αναθηματικών και επιτύμβιων αναγλύφων: νέα ευρήματα από την περιοχή των Αθηνών 341

Λεωνίδας Μπουρνιάς 5 Όστρακα δύο νέων μελανόμορφων νεκρικών πινάκων από τoν Κεραμεικό και την άμεση περιοχή του 355

Anagnostis Pan. Agelarakis 6 On the Anthropology Project of 35 Salaminos street site of Kerameikos, Athens: A brief account 369

Γιώργος Αλεξόπουλος 7 Πραγματικά και φανταστικά υδάτινα τοπία στον Κεραμεικό της Αθήνας 387

Παναγιώτα Αυγερινού 8 Η ύδρευση των Μεγάρων κατά την αρχαιότητα 405

7

Σ Υ Ν Τ Ο Μ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ Τ Ι Τ Λ Ω Ν - Β Ρ Α Χ Υ Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ

Συντομογραφίες τίτλων

ΑΑΑ Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ ΑθηνώνΑΔ Αρχαιολογικό ΔελτίοΑΕΜΘ Το Αρχαιολογικό Έργο στην Μακεδονία και τη ΘράκηΑνθέμιον Ενημερωτικό Δελτίο της Ένωσης Φίλων ΑκροπόλεωςΑΡΜΑ Αρχείον των Μνημείων των Αθηνών και της ΑττικήςΑρχαιολογία Αρχαιολογία και ΤέχνεςΑρχΕφ Αρχαιολογική ΕφημερίδαΔΧΑΕ Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας ΕΕΒΣ Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών ΣπουδώνΈργον Το Έργον της εν Αθήναις Αρχαιολογικής ΕταιρείαςΗόρος Ένα αρχαιογνωστικό περιοδικόΜέντωρ Χρονογραφικό και Ιστοριοδιφικό Δελτίο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας ΠΑΑ Πρακτικά της Ακαδημίας ΑθηνώνΠΑΕ Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής ΕταιρείαςΤό Μουσε�ον Περιοδική Έκδοση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

AA Archäologischer AnzeigerAAIAB The Australian Archaeological Institute at Athens BulletinAbhBerl Abhandlungen der Deutschen Akademie der Wissenschaften zu BerlinABV Attic Black-Figure Vase-PaintersAJA American Journal of ArchaeologyAM Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische AbteilungAnalRom Analecta Romana Instituti DaniciAntCl L’ Antiquitè classiqueAntiquity A Quarterly Review of ArchaeologyAntK Antike KunstAntP Antike Plastik AntW Antike Welt. Zeitschrift für Archäologie und KulturgeschichteAR Archaeological Reports (supplement to Journal of Hellenic Studies)ArchCl Archaeologia ClassicaARV Attic Red-Figure Vase-PaintersASAtene Annuario della Scuola archeologica di Atene e delle Missioni italiane in OrienteBABESCH Annual Papers on Mediterranean ArchaeologyBAHBeyrouth Bibliotèque archéologique et historique; Institut français d’archéologie de BeyrouthBAR British Archaeological ReportsBCH Bulletin de correspondance helléniqueBICS Bulletin of the Institute of Classical StudiesBMusHongr Bulletin du musée hongrois des beaux-artsBoreas Münstersche Beiträge zur ArchäologieBSA The Annual of the British School at AthensCorpus Αρχαιολογία – Ιστορία των ΠολιτισμώνCRAI Comptes-rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-LettresCVA Corpus Vasorum AntiquorumEAA Enciclopedia dell’arte antica, classica e orientale (Rome 1958–1984)EpigAnat Epigraphica Anatolia: Zeitschrift für Epigraphik und historische GeographieFacta A Journal of Roman Material Culture StudiesGettyMusJ The J. Paul Getty Museum JournalGrRomByzSt Greek, Roman and Byzantine StudiesHarStClPh Harvard Studies of Classical PhilologyHesperia The Journal of the American School of Classical Studies at AthensHistoria Zeitschrift für Alte GeschichteHistrArch Histria ArcheologicaIG Inscriptiones GraecaeJdI Jahrbuch des deutschen archäologischen InstitutsJHS Journal of Hellenic StudiesJRA Journal of Roman ArchaeologyJRS Journal of Roman Studies

8

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Kernos Revue internationale et pluridisciplinaire de religion grecque antiqueKlio Beiträge zur alten GeschichteLGPN Lexicon of Greek Personal Names LIMC Lexicon Iconographicum Mythologiae ClassicaeMDAV Mitteilungen des Deutschen Archäologischen-VerbandesMedMusB Medelhavsmuseet, Bulletin [Stockholm]MÉFRA Mélanges de l’ École française de Rome, AntiquitéMM Madrider MitteilungenMMAB The Metropolitan Museum Art BulletinMonPiot Monuments et mémoires. Fondation E. PiotMuqarnas An Annual on the Visual Cultural of the Islamic WorldNumAntCl Numismatica e antiquità classiche. Quaderni ticinesiOcnus Quaderni della Scuola di Specializzazione in ArcheologiaOJA Oxford Journal of ArchaeologyÖJh Jahreshefte des Österreichischen archäeologischen Instituts in WienOstraka Rivista di antichitàPBSR Papers of the British School at RomePhilologus Zeitschrift für klassische PhilologiePhoenix The Classical Association of CanadaRALouvrain Révue des archéologues et historiens d’ art de LouvainRCRFActa Rei Cretariae Romanae Fautrorum ActaRE Pauly-Wissowa, Real-Encyclopädie der klassischen AltertumswissenschaftRÉByz Revue des études byzantinesREG Revue des études grecquesScAnt Scienze dell’ Antiquità: Storia, archeologia, antropologiaSEG Supplementum Epigraphicum GraecumSIMA Studies in Mediterranean ArchaeologyThesCRA Thesaurus Cultus et Rituum Antiquorum ZPE Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik

Βραχυγραφίες EAM Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνώναι. αιώνας/εςΑκρ. Ακρόποληαρ. αριθμός/οίΑΣΚΣΑ Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών Αθηνώνβλ. βλέπεΓ γεωμετρικός/ή/όΓΑΙ Γερμανικό Αρχαιολογικό ΙνστιτούτοΔΕΑΜ Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείωνεικ. εικόνα/εςεκ. εκατοστό/άΕΜ Επιγραφικό Μουσείο ΑθηνώνΕΠΚΑ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών ΑρχαιοτήτωνΕΣΜΑ Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων ΑκροπόλεωςΕΣΠΑ Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς Ζ. ζωγράφοςιδ. ιδιαίτερακ.ά. και άλλοι/και άλλακ.α. και αλλούκ.εξ. και εξήςκ.λπ. και λοιπάκ.μ. κυβικό μέτροΚΑΣ Κεντρικό Αρχαιολογικό ΣυμβούλιοΚλ. κλασικός/ή/όΚΣΝΜ Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων λ. λήμμα/λέξημ. μέτρο/α

9

Β Ρ Α Χ Υ Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ

μ.Χ. μετά ΧριστόνΜΓ μέση γεωμετρικήΜΕ μεσοελλαδικήό.π. όπως παραπάνωΟΑΝΜΑ Οργανισμός Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακροπόλεωςοδ. οδόςοικ. οικόπεδοπ.Χ. προ ΧριστούΠΓ πρώιμη γεωμετρικήΠΕ πρωτοελλαδικήπίν. πίνακας/εςπρβλ. παράβαλεΠρΓ πρωτογεωμετρικός/ή/όσημ. σημείωσηστρ. στρέμμα/ατασχ. σχέδιο/ατ. τόμος/οιτ.μ. τετραγωνικό/ά μέτρο/αΥΓ ύστερη γεωμετρικήΥΕ υστεροελλαδικήΥΚλ. υστεροκλασικός/ή/όΥπΓ υπογεωμετρικός/ή/όΥπΜ υπομυκηναϊκός/ή/όυποσ. υποσημείωσηΥΠΠΟ Υπουργείο ΠολιτισμούΥΡ υστερορρωμαϊκός/ή/όΥΣΜΑ Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων ΑκροπόλεωςΦΕΚ Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως

cf. conferDAI Deutsches Archäogisches Instituted. editoreds editorsfig. figureibid. ibidemno. numberpp. page/s

387

Γιώργος Αλεξόπουλος: Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Α Κ Α Ι Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Α Υ Δ Α Τ Ι Ν Α Τ Ο Π Ι Α Σ Τ Ο Ν Κ Ε Ρ Α Μ Ε Ι Κ Ο Τ Η Σ Α Θ Η Ν Α Σ

1 Stuart – Revett 1762, (τόμ. Ι), κεφ. Ι, πίν. Ι.2 Η ανασκαφή του Κεραμεικού στην οποία αναφέρεται η παρούσα εργασία, διενεργήθηκε για τις ανάγκες του έργου «Μετρό Αθηνών» στη

συμβολή των σύγχρονων οδικών αξόνων Ιεράς οδού και Πειραιώς και παρουσιάστηκε σε ημερίδα της Γ΄ ΕΠΚΑ (Αλεξόπουλος 1999).

Εισαγωγή Το υδάτινο στοιχείο στον Κεραμεικό είναι πρόδηλο καθώς ο Ηριδανός ρέει ακόμη διασχίζοντας το νε-κροταφείο. Στο πρόσφατο παρελθόν η περιοχή ήταν γνωστή ως μαυρολίμνη και οι απεικονίσεις πελαρ-γών που φωλιάζουν πάνω στην πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς1 υποδηλώνει την ύπαρξη υγρότοπου όχι μακριά από τη Ρωμαϊκή Αγορά (εικ. 1). Η μεγάλη ανασκαφή2 που διενήργησε η Γ΄ ΕΠΚΑ, εκτός από περίπου 1200 ταφές, αποκάλυψε ακόμη μία παλαιά κοίτη, προφανώς του Ηριδανού, μεγάλους υδατα-γωγούς και ένα έλος που εκτείνεται πέρα από τις δυτικές παρυφές του νεκροταφείου (εικ. 2).

1. Φωλιές πελαργών στην πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς, 1762 μ.Χ. 2. (α) Χάρτης της ευρύτερης περιοχής ανάμεσα στην Αγορά και την Ακαδήμεια. Με σκίαση σημειώνονται οι θέσεις της

ανασκαφής και του ιερού Καλλίστης και Αρίστης (Travlos 1971, εικ. 417). (β) Άποψη της περιοχής όπου διενεργήθηκε η ανασκαφή επί της συμβολής Ιεράς Οδού και οδού Πειραιώς ((λήψη από ΒΔ, Φωτογραφία Γ. Αλεξόπουλος).

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΥΔΑΤΙΝΑ ΤΟΠΙΑ ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Γιώργος Αλεξόπουλος Αρχαιολόγος Γ’ ΕΠΚΑ & Ανασκαφών Θήρας

βίος βραχύς, � δ� τέχνη μακρή, δ� καιρός �ξύς, � δ� πε�ρα σφαλερή, � δ� κρίσις χαλεπ! (Ιππ. Αφορ. 1.1).Στον ανάργυρο φιλάνθρωπο και φίλο, ιατρό Αλέξανδρο Στρατουδάκη, ελάχιστο αντίδωρο και μνημόσυνο

12α

388

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

3 Knigge 1990, 14-24.4 Πρβλ. Bender 1993, 1.5 Lalonde 1991, 13.6 Thompson 1971, 72-79.7 Wycherley 1957, 221-223.8 Broneer 1938, 228-243.9 Ο Θεμιστοκλής, τους Αθηναίους «ναυβάτας καί θαλαττίους �ποίησε» (Πλούταρχος, Θεμιστοκλής iv.3)10 Osborne 1992, 92-93.

Οι όχθες του ποταμού, στην περιοχή που αργό-τερα κτίστηκε το «Δίπυλον», δέχθηκαν τις ταφές κοινο-τήτων της υπομυκηναϊκής και της γεωμετρικής εποχής, ενώ σποραδικά εμφανίζονται και παλαιότεροι τάφοι που μαρτυρούν ταφική χρήση από τις αρχές της 2ης χιλιετίας.3 Για κάποιον λόγο, ίσως επειδή η περιοχή ήταν ακατάλ-ληλη για εγκατάσταση και καλλιέργεια, οι όχθες του πο-ταμού θεωρήθηκαν τόπος ταφής των νεκρών, ενώ η βα-θιά κοιλάδα βόρεια της Πνύκας μαρτυρά ποτάμια δράση χιλιετιών. Τα τοπία διαμορφώνονται από την ανθρώπινη εμπειρία, δια της αντίληψης και της κατανόησης του κό-σμου που μας περιβάλλει4, και στη νεκρική τοπογραφία της Αθήνας το υδάτινο τοπίο υπήρχε από πολύ παλιά.

Γνωστά και άγνωστα όρια ΚεραμεικώνΟ Κεραμεικός, καθώς και πολλές άλλες τοποθεσίες, έχει σημανθεί με όρους. Συνήθως ο «ΟΡΟΣ» είναι μια λίθινη στήλη με μια απλή επιγραφή, όπως «ΟΡΟΣ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΥ»· ένα τοπογραφικό σημείο το οποίο υπενθυμίζει ένα σύνορο, μια ιδιοκτησία, ένα ιερό ή ένα δρόμο. Ο ΟΡΟΣ είναι ένας γενικός όρος, όμως ο Παυσανίας (Ι.3,1) αναφέρει δήμο Κε-ραμέων, πιθανότατα ταυτιζόμενο με συνοικισμό Κεραμέων και δεν χρησιμοποιεί το όνομα για το νεκροταφείο. Ίσως οι

αγγειοπλάστες δραστηριοποιούνταν στην περιοχή του Ηρι-δανού γιατί εκεί έβρισκαν τα χρειώδη για την τέχνη τους και οι δραστηριότητες τους δεν οχλούσαν την πόλη.

Έξι όροι που βρέθηκαν κατά μήκος της πορείας του «Δρόμου», από την ΒΔ παρυφή της Αγοράς και δια μέσου του Διπύλου έως την Ακαδήμεια (εικ. 3), μαρτυ-ρούν ότι ο Κεραμεικός εκτείνεται σε μια περιοχή εύρους 2 χλμ. περίπου.5 Οι τρεις όροι κατά μήκος της νότιας πλευ-ράς του Δρόμου, από το Δίπυλον έως το δυτικό άκρο του αρχαιολογικού χώρου, δεν φαίνεται να ορίζουν τον Δρόμο αυτόν καθεαυτόν, περισσότερο «θυμίζουν» την παρουσία του και ορίζουν τον ταφικό χώρο προστατεύ-οντας τον δρόμο από πιθανές (ταφικές) «καταπατήσεις». Μας θυμίζουν ότι εδώ είναι Κεραμεικός (Κεραμε�ς), αλλά δεν παρέχουν πληροφορίες για ακριβή όρια, αν υπήρχαν ποτέ τέτοια όρια6 ή για την έκταση του Κεραμεικού πέ-ραν του δρόμου.7 Αλλά ποιού Κεραμεικού; Του Δήμου των Κεραμέων, του νεκροταφείου ή του συνοικισμού των αγγειοπλαστών; Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε επα-κριβώς. Ένας συνοικισμός κεραμέων πιθανότατα υπήρχε πολύ πριν τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη (508-507 π.Χ.) και ο δήμος πήρε το όνομα του από την τοποθεσία όπου ήταν εγκαταστημένα τα εργαστήριά τους. Οι όροι σπανίως είναι σαφή και ακριβή όρια, περισσότερο είναι γενικά τοπόσημα. Όμως τίποτε φτιαγμένο από λίθους δεν συνιστά σαφέστερα ένα όριο, από τη γραμμή που δια-γράφει ένας τοίχος. Είτε είναι ταπεινό τοιχάριο, είτε μνη-μειώδες τείχος, η οροθέτηση χτισμένων λίθων πάνω στο έδαφος είναι τελεσίδικη και αδιαμφισβήτητη.

Ένας από τους πρώτους τοίχους που όρισαν τον Κεραμεικό και μάλιστα χώρισε τον Δήμο των Κεραμέων σε έσω και έξω, είναι το οχυρωτικό τείχος που κατασκευ-άστηκε το 478 π.Χ. από τον Θεμιστοκλή. Η οροθέτηση αυτή κατέστησε τον Αθηναίο πολιτικό ιδιαίτερα αντιπαθή, αν κρίνουμε από τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το όνομά του χαραγμένο στα «ψηφοδέλτια» των οστρα-κισμών της δεκαετίας του 480 π.Χ. Μεταξύ τουλάχιστον 2500 γνωστών οστράκων με το όνομα «Θεμιστοκλής», βρέθηκαν και 190 όστρακα πεταμένα σε ένα πηγάδι της Αγοράς, γραμμένα από μόνο 14 χέρια.8

Συχνά τα όρια –είτε τίθενται, είτε αποσύρονται– δι-ασαλεύουν την καθεστηκυία τάξη. Εν προκειμένω, πιθα-νά ανθίστανται οι ανώτερες τάξεις μαζί με τους οπλίτες: οι μεν, στην καταστροφή των οικογενειακών ταφικών τους μνημείων, δηλαδή στην έμμεση απαλειφή συμβόλων της υπεροχής της καταγωγής τους (οι τάφοι επιτελούν κατ’ εξοχήν μνημονική λειτουργία)· οι δε, στην αναβάθμιση της κοινωνικής τάξης των «Θητών» εις βάρος των οπλι-τών, την οποία επέφερε η επέκταση του στόλου από τον Θεμιστοκλή9. Εξέλιξη, η οποία δημιούργησε άμεση ανά-γκη για περισσότερους κωπηλάτες.10 Η κωπηλασία θα με

3. Όρος Κεραμεικού από τον δυτικό πύργο του Διπύλου, μέσα του 4ου αι. π.Χ. (Knigge 1990).

3

389

Γιώργος Αλεξόπουλος: Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Α Κ Α Ι Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Α Υ Δ Α Τ Ι Ν Α Τ Ο Π Ι Α Σ Τ Ο Ν Κ Ε Ρ Α Μ Ε Ι Κ Ο Τ Η Σ Α Θ Η Ν Α Σ

11 Buckley 1996, 217.12 Πρβλ. Knigge 1990, 35-36, εικ. 17. 13 Knigge 1990, 78-79· Θεοχαράκη 2007, 388-389, σημ. 45.14 Liddell – Scott 1996, λ. «τέλμα».15 Lewis 1974· Williams 1978· Knigge 1990, 35.16 Anthologia Graeca VI, 43,1 (Πλάτωνος).17 Φιλόστρατος (I.9, 307 K. 7).18 Wycherley 1957, 222-223.19 «Πόρνοι», schol. on Parmenides, 127c· «πόρναι», Anecdota Graeca, I, 275, 19· “Κεραμικαί”, Λεξικόν Φωτίου.20 Σουίδας: κεραμεικοί2.21 «!γρ"ς βίος»: ηδονικός, ακόλαστος βίος.22 Arnott 1996, 596.23 Ο «έξω» Κεραμεικός είναι περιοχή εργαστηρίων και εδώ το εργαστήριο χρησιμοποιείται ως προφανής ευφημισμός για το πορνείο.24 Edmonds 1959, 472.25 Arnott 1996, 596.26 Ο σοφιστής που έζησε στα τέλη του 2ου-αρχές του 3ου αι. μ.Χ. περιγράφει, μεταξύ άλλων, και έναν ζωγραφικό πίνακα με θέμα το

«έλος» (Βιβλίο Ι, θ’ $λος). Εάν η πινακοθήκη του ήταν πραγματική ή φανταστική, μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ, αλλά, υπό το φως της παρούσης εργασίας, το θέμα είναι ενδιαφέρον και αξιομνημόνευτο.

27 Παπαχατζής 1974, 463, σημ. 3.28 Σκιραφε�ον: κυβευτήριον, �πειδ& διέτριβον Σκίρ' ο( κυβεύοντες, *ς Θεόπομπος (Λεξικό Σουίδα).29 Wycherley 1957, 222.30 Παπαχατζής 1974, 463, σημ. 3.

απασχολήσει ξανά παρακάτω, προς το παρόν, θυμίζω ότι περισσότερα από 7000 «ψηφοδέλτια» με χαραγμένα τα ονόματα επιφανών Αθηναίων, ανάμεσα στα οποία συχνό-τερα φιγουράρουν αυτά του Μεγακλή και του Θεμιστο-κλή (Πλούταρχος, Θεμιστοκλής 19)11, είχαν μεταφερθεί από την Αγορά (όπου λάμβαναν χώρα οι οστρακοφορίες) για να χρησιμοποιηθούν ως επίχωση για την αποστράγ-γιση της παλαιάς κοίτης του Ηριδανού. Πρόκειται για την κοίτη η οποία μετατοπίστηκε με την ανοικοδόμηση του τείχους, όταν ο ποταμός παροχετεύθηκε δια μέσου της λεγόμενης Ιεράς Πύλης. Όπως θα δούμε παρακάτω, τα όστρακα γενικά και όχι μόνο τα ψηφοδέλτια, είναι ιδανικό υλικό για αποστραγγίσεις.12

Έλος και «�υγρ όος βίος»Αργότερα, ένας ακόμη ΟΡΟΣ τοποθετήθηκε έξω από το Δίπυλον, στη βόρεια πλευρά του Δρόμου, ακριβώς στη ΝΑ γωνία της τάφρου. Επιγράφεται: «ΟΡΟΣ ΤΕΛΜΑΤΟΣ ΑΘΗΝΑΑΣ»13 και ανήκει στο τέλος του 5ου ή στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., οπότε μπορεί να συνδέεται με μια άλλη ανοι-κοδόμηση του οχυρωτικού τείχους, αυτή που έγινε επί Κό-νωνος το 394 π.Χ. Η περιοχή είναι η ίδια, όμως τί σημαίνει «όρος τέλματος της Αθηνάς»; Τέλμα είναι τα στάσιμα νερά, μια μικρή λίμνη, ένα έλος, μια περιοχή υποκείμενη σε πλημμύρες, αλλά και η λάσπη της όχθης του ποταμού14· προφανώς, η τάφρος περιείχε λιμνάζοντα ύδατα και θύμιζε τέλμα. Αυτή η τάφρος τίθεται υπό την προστασία της πο-λιούχου θεάς, όπως και οι πύλες· άλλωστε, η κατασκευή του προτειχίσματος και της τάφρου αφορούν στην προστα-σία της πόλης από τους θύραθεν. Μήπως λοιπόν ο «ΟΡΟΣ ΤΕΛΜΑΤΟΣ ΑΘΗΝΑΑΣ» οροθετεί την υδάτινη τάφρο σε σχέση με κάποιο άλλο τέλμα, το οποίο βρίσκεται μεν εκεί κοντά, όμως δεν σχετίζεται με την Αθηνά αλλά με την Άρ-τεμη; Στην άλλη, νότια πλευρά του δρόμου, στην περιο-χή του κυκλικού λουτρού του 5ου αι., η τοποθεσία ήταν όντως τελματώδης και με την ευκαιρία της κατασκευής του θεμιστόκλειου τοίχους έγινε προσπάθεια εξυγίανσης και μπάζωμα της παλαιάς κοίτης με τα όστρακα που προανέ-

φερα, προερχόμενα από απορρίψεις οστρακοφοριών και παρακείμενων εργαστηρίων.15 Υπήρχαν λοιπόν στάσιμα νερά στην περιοχή, κάποιο τέλμα ή έλος ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε· ένας υγρότοπος, μάλιστα με σήμανση και προφανώς με όλα τα συμπαρομαρτούντα: κουνούπια, υδροχαρή φυτά, κοάσματα (!γρ"ν .οιδόν16), υδρόβια πτηνά (0ρνισι το�ς !γρο�ς17) … στις $ρνιθες θα επιστρέψω.

Εν τω μεταξύ, ο «Κεραμεικός» στο περιθώριο της πόλης και στο «κέντρο» της αθηναϊκής ζωής του περιθω-ρίου, είχε γίνει παροιμιακή έκφραση για την πορνεία και τον έκλυτο βίο.18 «Πόρνοι» και «πόρναι»19 σύχναζαν στον έξω Κεραμεικό20 και εφόσον η ευρύτερη περιοχή ήταν «υγρότοπος», τότε δεν πρέπει να μας ξενίζει που ο ήρωας του Αλέξιδος ο οποίος ήθελε να δοκιμάσει τα θέλγητρα ενός άλλου τρόπου ζωής, χρησιμοποίησε μια φράση για τον έκλυτο βίο21 που ήταν της μόδας κατά τον τέταρτο αι-ώνα π.Χ. και επέζησε έως τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους:22 «…τρε�ς &ν Κεραμεικ* περπατήσας �μέρας…&ξε+ρον… [ίσως και τριάκοντα] διδασκάλους [του εν λόγω «υγρού βίου»]… -φ/ 0ν2ς &ργαστηρίου23» ( 3λεξις, Ο Πύ-ραυνος 203)24. Η αναζήτηση της πηγής αυτής της φράσης (!γρ"ς βίος) στην αρχαία γραμματεία25 ίσως υποβοηθείται από μια φαινομενολογική προσέγγιση του Κεραμεικού. Όπως ελπίζω να δείξω παρακάτω, κατά την κλασική επο-χή, εκεί, στο περιθώριο της αστικής και της κοινωνικής ζωής υπήρχε ένας υγρότοπος, ένα μυθικό αλλά και πραγ-ματικό υδάτινο τοπίο, ένα έλος σαν και αυτό που εικονιζό-ταν σε πίνακα που περιγράφει ο Φιλόστρατος26. Δυτικότε-ρα, το «Σκίρον», προάστιο στις παρυφές του Κεραμεικού και στην ευρύτερη τοπογραφία του «υγρού βίου», επίσης ταφική περιοχή της Ιεράς Οδού (Παυσανίας Ι.36,4)27, εί-ναι κέντρο τυχερών παιγνίων28 και γενικότερα ανυπόλη-πτων συνηθειών.29 Είναι όμως και τόπος ιεροπραξιών στο πλαίσιο εορτών που λέγονταν Σκ�ρα ή Σκυροφόρια30 και εξ αιτίας των οποίων βρήκε θέση στον χάρτη της περιο-χής. Μάλιστα, μια γυναίκα επιπλήττει τον άνδρα της, ότι αυτός, ένας μεσόκοπος γκριζομάλλης αγρότης, αδιαφορεί για το κτήμα τους και περνάει τον καιρό του ανάμεσα στον Κεραμεικό και το Σκίρον, ως «μειράκιον -στικόν» με τους

390

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

31 Οι επιπτώσεις της οικοδόμησης του θεμιστόκλειου τείχους στους αρχαϊκούς τάφους, επαναλήφθηκαν μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), όταν κατά την ανακατασκευή του οχυρωματικού τείχους, αποσπάσθηκαν και πάλι βάθρα και λίθοι από ταφικά μνημεία (αυτή τη φορά του 4ου αι.) και εντοιχίστηκαν στο ανακατασκευασθέν τείχος (βλ. σημ. 41).

32 Α. Σολώνεια νομοθεσία: 594 π.Χ. σχετικά με την πρόθεση του νεκρού ένδον, Garland 1985, 29. Β. Πιθανή είναι μια κλεισθένια νομοθε-σία κατά της πολυτέλειας των τάφων στο τέλος του 6ου αι. π.Χ. όταν γίνονται αλλαγές στη χωροταξία του Κεραμεικού υπέρ ταφών των κατωτέρων τάξεων. Καταστροφή αρχαϊκών τύμβων και σταδιακή εξαφάνιση της επιτύμβιας πλαστικής. Γ. Η νομοθεσία περί ταφικών μνημείων του Δημητρίου του Φαληρέως εισάγεται στην Αθήνα το 317-315 π.Χ. και σημαίνει το τέλος των αττικών επιτύμβιων γλυπτών.

33 Πρβλ. Bender 2002, 103.34 Πρβλ. Tilley 2012, 246.35 Το ιερό Καλλίστης και Αρίστης μπορεί να τοποθετηθεί με σχετική ακρίβεια στη δυτική πλευρά του δρόμου προς την Ακαδήμεια,

περίπου 250μ. από το Δίπυλον, Travlos 1971, 301, figs. 417, 423-424. Ο Παυσανίας (Ι.29,2) ο οποίος είχε δει τον ιερό περίβολο, λέει ότι τα ονόματα Αρίστη και Καλλίστη αποτελούν προσωνύμια της Αρτέμιδος από την εποχή του Πάμφω, ποιητή των πρώιμων αρχα-ϊκών χρόνων. Πάντως, η λατρεία στο ιερό του Κεραμεικού ασκούνταν από γυναίκες οι οποίες τιμούσαν την Άρτεμη ως προστάτιδα του τοκετού, Παπαχατζής 1974, 384-385. Αναθήματα με ανάγλυφα αιδοία και γυναικεία στήθη από την ίδια περιοχή (Philadelpheus 1927, 159-160) τεκμηριώνουν αυτή την ιδιότητα της Αρτέμιδος και τη σημασία του ιερού της.

«&ξωλεστάτους» (Αλκίφρων, Επιστολαί Αγροικικαί ΙΙ.22,2). Μήπως λοιπόν, ο «7γρ2ς βίος» ήταν μια έκφραση για την άσωτη ζωή στο περιθώριο των τάφων και του έλους, εκεί που σύχναζαν πόρναι, πόρνοι και οι �ξωλέστατοι των Αθηνών; Ίσως, πάντως η παρουσία του τέλματος της τά-φρου, επισημαίνει ότι ο υδροφόρος ορίζοντας ήταν ψηλά και νομίζω ότι αυτό ενισχύει την επιχειρηματολογία μου για την πιθανότητα ύπαρξης έλους λίγο πιο δυτικά. Έλος, το οποίο αν υπήρχε, ασφαλώς δεν θα περνούσε απαρα-τήρητο· αντιθέτως, όπως μαρτυρούν οι παραπάνω παρα-πομπές, εγγράφεται ανεξίτηλα στην αθηναϊκή κοινωνική συμπεριφορά, στη γραμματεία και την τέχνη (βλ. παρακά-τω) και κυρίως γίνεται παροιμιακή έκφραση: «7γρ2ς βίος».

Το παλίμψηστο των οροθετήσεωνΠέραν όμως του θεμιστόκλειου τείχους31 και του τέλματός του το οποίο έθεσε τα δικά του νέα όρια και οριοθέτησε το ποτάμι, ο Κεραμεικός (τώρα εννοώ το νεκροταφείο), είναι ένας τόπος γεμάτος οροθετήσεις, όρια, περιορισμούς και απαγορεύσεις. Πρώτα διακρίνονται τα ταφικά όρια, κα-θώς οι τάφοι των νεκρών είναι σαφώς “περιορισμένοι”: περίβολοι, κατασκευές, λάκκοι, κτιστά μνημεία, στήλες, σαρκοφάγοι, καλυβίτες, πυρές, ακόμη και ομαδικές ταφές. Πουθενά δεν επιτρέπεται ασάφεια ως προς τον χώρο τα-φής. Ο ένας τάφος μπορεί να παραβιάζει τον άλλο, όμως υποτίθεται από άγνοια, πάντα με σαφήνεια ως προς τον καθορισμό του νεοτέρου, συχνά με δισταγμό, σε μια βαθιά και ως εκ τούτου μακράς διαρκείας επαλληλία (εικ. 4). Οι τάφοι και τα σήματά τους, οι περίβολοι, είναι τα εμφανή όρια, υπάρχουν και τα κεκρυμμένα, αυτά που εμφανίζο-νται κατά τη διάρκεια της τελετής της κηδείας και μένουν καταχωσμένα και αφανή για πάντα. Παρακάτω θα εξετά-σω μερικά από αυτά τα όρια.

Η νεκρόπολις είναι ένας πολύπλοκος ιστός κοι-νωνικών ορίων ο οποίος εξελίσσεται, μεταλλάσσεται

και συχνά καταστέλλεται θέτοντας νέα όρια, ακολουθώ-ντας όμως την αθηναϊκή ιστορία και συχνά τη νομοθεσία της32. Εξαιτίας αυτού, επειδή βρίσκεται σε συνεχή διαδι-κασία αλλαγών, το ταφικό τοπίο είναι προσωρινό, αλλά πολυδύναμο και πολύσημο. Οι άνθρωποι μετέχουν στη διαμόρφωση του αλλά και το τοπίο «ενεργοποιεί» τη λει-τουργία της μνήμης και ευκολύνει ή εμποδίζει τη δράση. Δια μέσου τελετών, συμβάλλει στη διαμόρφωση της ατο-μικής και συλλογικής ταυτότητας και γενικά της αίσθησης του ανήκειν.33 Η αλληλεπενέργεια ανθρώπων και τοπίου ενέχει ιστορικότητα και το τοπίο του ευρύτερου Κεραμει-κού δεν είναι μόνο ταφικό ή υδάτινο, είναι πρωτίστως κοινωνικοπολιτικό.34 Καθώς κανείς το περιδιαβαίνει, περ-πατώντας δυτικά και αποκρυπτογραφώντας, εκών άκων, το παλίμψηστο των οροθετήσεων, φθάνει στο τελικό όριο και όχι απλώς του νεκροταφείου. Φθάνει κυριολεκτικά σε μια εσχατιά, στο κατώφλι των περασμάτων και των δια-βάσεων, εκεί που βασιλεύει η Άρτεμις, ο Ερμής Ψυχοπο-μπός και οι δαίμονες των περιθωρίων Εκάτη και Χάρων. Η Άρτεμις, με την οποία συχνά ταυτίζεται η Εκάτη, είχε εδώ ιερό, ιδρυμένο στις παρυφές του έξω δρόμου, όχι μακριά από το Δίπυλον, το Ιερό Καλλίστης και Αρίστης35 (εικ. 5).

4. Γενική άποψη του αναγλύφου των τάφων από νότια, ο αναλημματικός τοίχος (αριστερά, Β>Ν) οροθετεί το νεκροταφείο από την ελώδη περιοχή, διακρίνονται: το επίπεδο του έλους, μια αντηρίδα του τοίχου και ο κλίβανος στο βόρειο άκρο του (Φωτογραφία Γ. Αλεξόπουλος).

5. Μαρμάρινα ανάγλυφα αιδοία και στήθη, αναθήματα στο ιερό της Ατρέμιδος (Φιλαδελφεύς 1927).

4

5

391

Γιώργος Αλεξόπουλος: Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Α Κ Α Ι Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Α Υ Δ Α Τ Ι Ν Α Τ Ο Π Ι Α Σ Τ Ο Ν Κ Ε Ρ Α Μ Ε Ι Κ Ο Τ Η Σ Α Θ Η Ν Α Σ

367 36

850

5

104

103

102

543

525

558 55

753

655

095

591

107

76

6. Σχέδια του βόρειου σωζόμενου τμήματος του περιβόλου των τάφων: κάτοψη (άνω), εξωτερική και εσωτερική όψη (μέση & κάτω). Εξωτερικά ο τοίχος έχει μεγαλύτερο ύψος ενώ εσωτερικά δεν έχει επίπεδη παρειά υποδηλώνοντας τον αναλημματικό του χαρακτήρα (Αρχείο Γ’ ΕΠΚΑ).

7. Κάτοψη της ανασκαφής: με σκίαση σημειώνονται οι εγχυτρισμοί κατά μήκος της εσωτερικής παρειάς του περιβόλου (Αρχείο Γ’ ΕΠΚΑ).

392

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

36 Αρ. κατ. Γ΄ ΕΠΚΑ Α19121.

Αυτό το περιθώριο της πόλεως και της κοσμικής ζωής, ιδρυμένο στο φαντασιακό της κλασικής Αθήνας και εκπεφρασμένο μεταφορικά στην εικονογραφία της, βρέ-θηκε εδρασμένο στο λασπώδες χώμα των δυτικών πα-ρυφών του Κεραμεικού. Εκτός από περίπου 1200 ταφές (με χρονικό εύρος από τον 7ο έως τον 4ο αι. π.Χ.), η ανα-σκαφή αποκάλυψε και ένα ταπεινό τοιχάριο, αναντίρρητο όριο του νεκροταφείου και ανάλημμα του ανθρωπογε-νούς εξάρματος της νεκροπόλεως (εικ. 6). Έξαρμα αντω-πό προς μία απολύτως επίπεδη περιοχή, η οποία ανασκά-φηκε ταυτόχρονα με το νεκροταφείο και ήταν παντελώς ελεύθερη ταφικής χρήσης. Το αόρατο εμπόδιο (σήμερα) που δεν επέτρεπε την επέκταση του νεκροταφείου, ήδη από το πρώτο τέταρτο του 6ου αι., ήταν ένα τέλμα· ένα έλος με βούρκο και λάσπη το οποίο εκτείνονταν δυτικά, σε γενικές γραμμές ανάμεσα στην Ιερά Οδό και την Οδό των τάφων στις υπώρειες του λόφου των Νυμφών. Κατά την ανασκαφή παρατηρήθηκαν μυριάδες λεπτές οπές στο απολύτως επίπεδο, αργιλώδες και λεπτόκκοκο έδαφος, οι οποίες πιθανότατα καθρεπτίζουν αποσαθρωμένα στε-λέχη και μίσχους λεπτών υδροχαρών φυτών σαν και αυ-τών που φύονται στα έλη. Όμως πάνω από όλα, αυτός ο τοίχος που σώζεται σε μήκος 50μ., είναι ένα ανάλημμα με αντηρίδες. Πρωτίστως, προστατεύει το ανθρωπογενές έξαρμα από τη διάβρωση και δευτερευόντως περιορίζει την επέκταση του ταφικού χώρου. Μόνο που το ανάλημ-μα, φαίνεται να χτίζεται τον 4ο αι. π.Χ., ενώ μια σειρά ορι-ακών βρεφικών ταφών στις παρυφές της ξηράς και του νεκροταφείου, υποτάσσεται στον περιορισμό μιας αόρα-της γραμμής πολύ πριν την εμφάνιση του τοίχου (εικ. 7).

Ο εγχυτρισμός Τ95 είναι ένας από τους παλαιό-τερους μιας σειράς εγχυτρισμών που βρέθηκαν θαμμέ-νοι μέσα σε καθαρό αργιλώδες κοκκινόχωμα, σε μια γραμμή που παρακολουθεί απαρέγκλιτα την όχθη του έλους. Ο μεγάλος ενιαίος αμφορέας τύπου Β36, με ίσιο χείλος, στρογγυλεμένη βάση και κυλινδρικές λαβές, είναι επισκευασμένος με ιδιαίτερη επιμέλεια με μολύβδινους συνδέσμους. Με εσωτερική διάμετρο στομίου 0,17μ., μπορούσε να δεχθεί με σχετική ευκολία το σώμα ενός βρέφους που επέστρεψε στη μήτρα (εικ. 8). Μία τριφυλ-λόσχημη οινoχοΐσκη, με άβαφη την υψηλή λαβή και τη βάση και τρεις επίθετες εξίτηλες ταινίες στο σώμα, χρονο-λογείται στο πρώτο τέταρτο του 6ου αι. και είναι ένα από τα δύο κτερίσματα της ταφής (το άλλο είναι σκυφίδιο). Στις δύο μετόπες, ανάμεσα στις λαβές, εικονίζεται από ένα πτηνό, αρχικά το θεώρησα αρπακτικό, αλλά όταν το είδε ο γιός μου ο Αχιλλέας αναφώνησε πέρδικα και πράγματι, μοιάζει με την καμπίσια πέρδικα (Perdix perdix, Linnaeus 1758). Τυπικό πτηνό των λιβαδιών και των αγροτικών εκτάσεων (όχι όμως εκεί που η γεωργία ασκείται εντα-τικά), διαβιώνει και σε περιοχές κοντά σε υγρότοπους, ιδίως όπου επικρατεί χαμηλή βλάστηση (εικ. 9). Το αρσε-νικό της σταχτιάς πέρδικας, όπως αλλιώς λέγεται, σκάβει τρύπες στη γη και στην πιο προφυλαγμένη από αυτές το θηλυκό επωάζει τα αυγά του. Η αυτοθυσία των γονέων

8

8. Ο εγχυτρισμός Τ95 κατά χώραν (α΄ τέταρτο του 6ου αι.) (Φωτογραφία Γ. Αλεξόπουλος).

9. (α) Στις δύο μετόπες του αμφορέα εικονίζεται από ένα πτηνό (Φωτογραφία Ι. Ασβεστάς). (β) Perdix perdix, Linnaeus 1758.

393

Γιώργος Αλεξόπουλος: Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Α Κ Α Ι Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Α Υ Δ Α Τ Ι Ν Α Τ Ο Π Ι Α Σ Τ Ο Ν Κ Ε Ρ Α Μ Ε Ι Κ Ο Τ Η Σ Α Θ Η Ν Α Σ

37 Η γονεϊκή προσήλωση της πέρδικας στα μικρά της αποτυπώνεται εύγλωττα και σε ένα κρητικό ριζίτικο τραγούδι το οποίο μας προ-καλεί να αναλογισθούμε τις αναλογίες και τις αντιθέσεις ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη ζωική συμπεριφορά.Η πέρδικα και το κοράσο (Jeannaraki 1876, 207-208, αρ. 269)

για τα μικρά τους είναι χαρακτηριστική του είδους και η οικογένεια μένει ενωμένη μέχρι τα μικρά να μπορούν να αυτοπροστατεύονται (Αριστοτέλης Historia Animalium 613b 5 - 614a 32)37. Ο Αθήναιος (ΙΧ 390b) την περιγρά-φει με ακρίβεια ως «…γένος … .μαυρ"ν τ4 πτερ5σει κα7 μικρότερον τ4 ≤ξει, τ" ;ύγχος ο<χ7 κινναβάρινον =χον», αλλά την τοποθετεί «�ν >ταλί?». Ο Θεόφραστος (fr. 355A. 21-23 και 355Β), βασιζόμενος στο κακάρισμά της διέγνωσε δύο είδη πέρδικας στην Αττική, ένθεν και ένθεν του Κορυδαλλού. Άλλες πηγές λένε ότι η πέρδικα ήταν αγαπημένο πτηνό της Αρτέμιδος (Αιλιανός 10.35). Η παρουσία αυτών των πουλιών θεωρείται ευεργετική για τη γεωργία και δεν αποκλείεται να υπήρχαν σε αφθονία γύρω από την Αθήνα, καθώς θεωρούνται πιο ανθρωπό-φιλα από τα άλλα δύο είδη πέρδικας (Alectoris).38 Γενικά, οι απεικονίσεις τους είναι περισσότερο ακριβείς ήδη από την χαλκοκρατία και οι πέρδικες της Κνωσού (Καραβάν-Σεράι) πιθανότατα αντιπροσωπεύουν την Alectoris chukar.39 Αυτό το αγγείο λοιπόν, τοποθετημένο σε όρθια θέση περιέχοντας το σώμα ενός βρέφους που ίσως πέθα-νε στη γέννα ή λίγο μετά, είναι πιθανά μια μεταφορά για τη συζυγική οικογένεια και παράλληλα μια ευχή για το επόμενο παιδί.

Όταν ο τοίχος κτίζεται και περιορίζει το νεκροτα-φείο, μόνο ένας εγχυτρισμός (Τ505) της ίδιας εποχής, το-ποθετημένος στο ίδιο βάθος, θα βρεθεί κάτω από το θε-μέλιό του και όπως προείπα, καμία ταφή εκτός. Ο τοίχος καθίσταται το ορατό όριο και περιορίζει όλα όσα συνέβαι-ναν μέσα στο νεκροταφείο αλλά και έξω από αυτό. Από τη διάλυσή του δεν προήλθαν όστρακα, αλλά μια μαρ-μάρινη επιτύμβια σειρήνα της δεκαετίας 340-330 π.Χ.40 εντοιχισμένη σε αντηρίδα του τοίχου, μας λέει ότι οι αντη-ρίδες οι οποίες αποτελούν προσκτίσματα, κατασκευάστη-καν σε μια δεύτερη, ίσως επισκευαστική προσπάθεια· πιθανά όταν το ανάλημμα έπρεπε να αντιστηρίξει προστι-θέμενους όγκους χώματος. Είναι πειρασμός να αποδώσει κανείς την κατασκευή τους στις μεγάλες επιχωματώσεις και την καταστροφή τάφων που έγιναν στον Κεραμεικό ως επακόλουθο της μάχης της Χαιρώνειας (338 π.Χ.)41.

Μετά τη μάχη, ο Λυκούργος, εισηγούμενος τη γνωστή εισαγγελία προδοσίας κατά Λεωκράτους, ομιλεί για κατα-στροφές τάφων στον Κεραμεικό, κάτι που έχει επιβεβαι-ωθεί ανασκαφικά.42 Η επιτύμβια σειρήνα, καθώς και μια ανάγλυφη αετωματική στήλη (350-325 π.Χ.)43 ασφαλώς προέρχονται από κατεστραμμένα ταφικά μνημεία. Ένας αγωγός που κατασκευάζεται περίπου την ίδια εποχή, παρακολουθεί κι αυτός τη νοητή γραμμή του έλους και ίσως τον τοίχο. Η μαρμάρινη στήλη βρέθηκε εντοιχισμέ-νη σε ένα κτιστό τοιχάριο, απολύτως απαραίτητο για τη λειτουργία του αγωγού, και ως εκ τούτου ενσωματώθηκε στην κατασκευή του από την αρχή (εικ. 10).

Το δεύτερο μισό του 4ου αι. η Αθήνα μαστίζεται από λειψυδρία και πτώση του υδροφόρου ορίζοντα.44 Αυτή την εποχή ανοίγονται πολλά πηγάδια στην Αττική και ο υδαταγωγός κατασκευάζεται για να φέρει νερό αλλά δεν θα μπορούσε να εδρασθεί στη λάσπη· όταν αρχίζει η κα-τασκευή του ο υδροφόρος ορίζοντας έχει ήδη υποχωρή-σει σημαντικά. Οι επιχωματώσεις τον σκέπασαν, όμως η πορεία του αγωγού παρακολουθεί τη νοητή γραμμή του έλους εκ των έσω (ανατολικά του τοίχου). Το γεγονός ότι κόβει παλαιότερους τάφους, είναι ενδεικτικό του επείγο-ντος της καταστάσεως (εικ. 10δ). Πάντως ο τοίχος, χωρίς τις αντηρίδες του, είναι λίγο παλαιότερος και χρονολο-γείται από τον κλίβανο ενός αγγειοπλαστείου· ένα άλλο πρόσκτισμα, το οποίο παρέχει το terminus ante quem για την κατασκευή του τοίχου.

Όπως προείπα, η γραμμή ενός τοίχου θέτει ένα όριο, αλλά και η όχθη του έλους είναι όριο, το ένα αν-θρωπογενές και το άλλο φυσικό. Το φυσικό είναι κατά πολύ παλαιότερο και όταν αποσύρεται, εμφανίζεται το τεχνητό, προφανώς, ούτε ο τοίχος θα μπορούσε να εδρα-σθεί στη λάσπη (βλ. εικ. 4, 6, 7). Η λειψυδρία και η υπο-χώρηση του υδροφόρου ορίζοντα επέτειναν την υποχώ-ρηση του έλους και μετέτρεψαν την περιοχή δυτικά του τοίχου σε οικόπεδο, αλλά με έδαφος υγρό και κατά τό-πους λασπώδες, όχι όμως τελματώδες. Ο αναλημματικός τοίχος είχε διευθετήσει τελεσίδικα το ζήτημα των ορίων και αποσόβησε τον κίνδυνο καταπάτησης του νεκροτα-

Κοράσο κρυφογάστρωτο και μωρογαστρωμένοΜονάχον του �θέριζε κ’ �δεματοκουβάλιε,Τσή μDνες �λογάριαζε, ποιό μDνα θα γεννήσE‘Έρχετ’ G μDνας του παιδιοH, ποH ‘θελε νά τό κάμE.Δραπάνι βάν .ντίς σκαμνί, δεμάτJ .ντίς γιά κλίνη.ΚιJ .πήτης καί τό γέννησε κJ �βωλοκόπησέν τοΕLς τήν ποδιάν τση τό Jβαλε πM νά τό καταλύσE·JΣ τN στράτα τσD συναπαντO πέρδικα πλουμισμένη·«ΠοH πMς σκύλα; ποH πMς RβρEά; ποH πMς μαγαρισμένη;Sγώ ‘χω δώδεκα παιδιά καί λέω να Jχα κιJ Uλλα,

ΚJ �σύ Jχεις ≤να μοναχό και πM να το σκοτώσEς;»Παίρνει την παραπόνεσι Jς τό σπίτιν τση γαέρνεικαί πιάνει καί βαφτίζει το και βγάνει τό Λευτέρη,ΚJ �τάϊζεν το ζάχαρη, κουλλούρια μέ τό μέλι.«Φάγε καί πιέ πουλάκι μου νά γοργομεγαλώσEςΚιJ .νέν καί γένEς κυνηγός και βγαίνEς στο κυνDγιΟZλαν τά =χνη σκότονε, κατάλυε [ τι βρίσκEς,Τήν πέρδικα τήν πλουμιστή μήν τήνε καταλύσEς,Μά κεινηνά JνJ μάνα σου κJ �γ\μJ ] μητρυγιά σου.»

(Ευχαριστώ θερμά τον Χαράλαμπο Κριτζά για την διακρίβωση της πηγής και της αυθεντικότητας του τραγουδιού).38 Thomaides – Papageorgiou 1992· Λεγάκις – Μαραγκού 2009, 258-259.39 Immerwahr 1990, 78, πίν. 30.40 Παρλαμά – Σταμπολίδης (επιμ.) 2000, 385, αρ. 445 [Τ. Κοκολιού].41 Λυκούργος, Κατά Λεωκράτους 43-44.42 Knigge 1990, 41-42.43 Παρλαμά – Σταμπολίδης (επιμ.) 2000, 389, αρ. 447 [Τ. Κοκολιού].44 Camp McKesson 2001, 159-160.

394

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

45 Χριστίνα Μητσοπούλου, προσωπική επικοινωνία. Παρλαμά – Σταμπολίδης (επιμ.) 2000, 382, αρ. 439-442 [Β. Ορφανού].

φείου. Έτσι, δημιουργήθηκαν νέες ευκαιρίες για αυτούς που ήταν ευέλικτοι: μια στρατηγική θέση πλάι στην Ιερά Οδό και το νεκροταφείο είναι μια ευκαιρία που κανένας επιχειρηματίας δεν θα μπορούσε να αφήσει να πάει χαμέ-νη. Όμως, «ευκαιριακός» είναι η λέξη κλειδί. Ο κλίβανος, ο οποίος αποκαλύφθηκε ως πρόσκτισμα στην εξωτερική παρειά του αναλημματικού τοίχου, ανήκει στην εποχή της λειψυδρίας (εικ. 11). Είναι ελλειψοειδούς κάτοψης, με επιμήκη προστομιαίο δρόμο που οδηγεί στον θάλα-μο καύσης. Περιμετρικά στα τοιχώματά του στηριζόταν η εσχάρα, ενώ υπήρχε και κεντρικός επιμήκης πεσσός. Ανωδομή δεν βρέθηκε και πιθανότατα η θόλος ήταν πρό-χειρα κατασκευασμένη για μία μόνο χρήση. Επειδή δε, το έδαφος από ιλύ δεν ήταν «σταθερό», ακριβώς κάτω από τον πεσσό είχε δημιουργηθεί ένα πρόχειρο θεμέλιο από αργούς λίθους (εικ. 11γ). Είναι ένδειξη της ανησυχίας του κεραμέα σχετικά με το εάν η εσχάρα, η οποία εκτός από το βάρος της έφερε και το βάρος των αγγείων προς όπτη-ση, θα βούλιαζε στο σαθρό υπόβαθρό της, αγνώστου βαθμού αποξήρανσης, ιλύος. Ενδεικτική εικόνα της κα-τάστασης του εδάφους, είναι τα διασκορπισμένα όστρα-κα του 5ου και 4ου αι. (εικ. 12) για την αποστράγγιση του οικοπέδου στην περιοχή δραστηριότητας του εργαστηρί-ου, προφανώς όπου ήταν αναγκαίο (θυμίζω τα όστρακα του Θεμιστοκλή).

Μίλησα για λειψυδρία, παραδόξως, χάριν αυτής το εργαστήριο ιδρύθηκε και παρήγαγε κυρίως πλημοχό-ες, οι οποίες δεν είναι βέβαια αγγεία πόσης, δεν αποκλεί-εται όμως να ανήκουν στο δεύτερο τέταρτο ή στο δεύ-τερο μισό του 4ου αι45. Ωστόσο, ο κλίβανος δεν φαίνεται να έχει παρελθόν, και μετά από μια ικανοποιητική παρα-γωγή πλημοχόων δεν είχε και συνέχεια. Πολλά αγγεία δευτέρας και τρίτης διαλογής, κολοβά από τις απροσεξίες αδέξιων βοηθών ή αστοχίες στο ψήσιμο, βρέθηκαν πετα-μένα σε έναν κυκλικό αποθέτη, πιθανά ένα πρώην λάκκο πηλού. Με τον υδροφόρο ορίζοντα ακριβώς κάτω από τα πόδια τους, οι τεχνίτες δεν είχαν λόγο να κατασκευάσουν στεγανές υδατοδεξαμενές. Όταν όμως ο υδροφόρος ορί-ζοντας αποσύρεται ακόμη πιο βαθιά, μια μεγάλη φρεα-τοδεξαμενή γίνεται απαραίτητη για νερό και πιθανώς για πηλό. Σκάβεται δυτικά του κλιβάνου, σε βάθος τουλάχι-στον 4,5μ. (προς τα εκεί όπου αποσύρεται το έλος) και τα τοιχώματά της επενδύονται με κεραμίδες (εικ. 13). Φαίνε-ται να χρησιμοποιείται για μεγάλο διάστημα, μέχρι το τέ-λος του 4ου αι. και αργότερα. Όμως η περιοχή του έλους, ακόμη και όταν ευκαιριακά αποξηραίνεται, δεν χρησιμο-ποιείται για ταφές και αυτό είναι ενδεικτικό του γεγονότος ότι είχε παγιωθεί η πεποίθηση πως το έλος αποσύρεται πρόσκαιρα και κάποτε επιστρέφει.

10. (α-γ) Ανάγλυφη αετωματική στήλη, 350-325 π.Χ., εντοιχισμένη σε κτιστό αγωγό, με κάλυψη πεταλόσχημων κεραμίδων (Αρχείο Γ’ ΕΠΚΑ, Φωτογραφίες Γ. Αλεξόπουλος). (δ) Ο αγωγός στην πορεία του κόβει παλαιότερους τάφους (Φωτογραφία Γ. Αλεξόπουλος).

10α

10β

10γ

10δ

395

Γιώργος Αλεξόπουλος: Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Α Κ Α Ι Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Α Υ Δ Α Τ Ι Ν Α Τ Ο Π Ι Α Σ Τ Ο Ν Κ Ε Ρ Α Μ Ε Ι Κ Ο Τ Η Σ Α Θ Η Ν Α Σ

11. (α, β) Κεραμοκλίβανος, πρόσκτισμα επί του αναλημματικού τοίχου, (γ) με πρόχειρο θεμέλιο από αργούς λίθους (Φωτογραφίες Γ. Αλεξόπουλος).

11α 11β

11γ

12. (α) Διασκορπισμένα όστρακα (5ου-4ου αι.) για την αποστράγγιση του υγρού εδάφους (Φωτογραφία Γ. Αλεξόπουλος), (β) της ευρύτερης περιοχής του εργαστηρίου (Αρχείο Γ’ ΕΠΚΑ).

12α 12β

396

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

46 Δυστυχώς τα οστά δεν είναι διαθέσιμα για μελέτη, ωστόσο η διασάφηση του φύλου ατόμων παιδικής ηλικίας από το ανθρωπολογι-κό υλικό είναι αδύνατη. Το φύλο συνάγεται από τον χαρακτήρα της σκευής του τάφου.

47 Αυτό στην εικόνα 16β είναι του είδους Cardium (πρβλ. Θέμελης – Τουράτσογλου 1997, 168, σημ. 176).48 Δύο λεπτά δισκάρια από την Αγορά, αρχικά επίχρυσα, με εμπίεστες κεφαλές Γοργούς, πιθανά χρησιμοποιήθηκαν ως ταφικά κοσμή-

ματα, Lang – Crosby 1964, 130.49 Πρβλ. Lissarague 2001, 128-131, εικ. 100-102.

Τα χαρώνεια τοπία του έλους και το κατώφλι των διαβάσεωνΑς επιστρέψουμε για λίγο στον 5ο αι., όταν αγωγός, ανάλημμα και εργαστήριο δεν υπάρχουν ακόμη. Το έλος, αναμφισβήτητα, συνιστά ένα υδάτινο τοπίο στις παρυφές της πόλης και του νεκρο ταφείου της, αναπό-σπαστο τμήμα του οποίου ήταν ο Ηριδανός από πάντα (εικ. 14). Σε αυτό το τοπίο εγγρά φεται η ταφική τελε-τουργική δραστηριό τητα μιας ολόκληρης εποχής. Ήταν ένα οριακό τοπίο, ένα μεταίχμιο σε μια εσχατιά της πό-λης και της κοινωνίας· ήταν περιθώριο και συμβολι-κό κατώφλι κοντά στη μεγάλη πύλη των διαβάσεων (εικ. 15). Δεν μιλώ για ένα οποιοδήποτε όριο, αλλά γι’ αυτό που οροθετεί δύο κόσμους: των ζωντανών από αυ-τόν των νεκρών. Η νεκρόπολις είναι μόνο κατ’ ευφημι-σμόν πόλη των νεκρών, διότι είναι ιδρυμένη σε συγκε-κριμένο οικόπεδο της αθηναϊκής πολιτείας και όχι κάπου

αόριστα στον Κάτω Κόσμο. Ασφαλώς, οι ίδιοι οι νεκροί ανήκουν στο Επέκεινα, οι τάφοι τους όμως είναι αναπό-σπαστο τμήμα της πόλης-κράτους, γι’ αυτό άλλωστε διέ-πονται από νομοθεσία και αποτελούν θέατρο κοινωνικών και τελετουργικών δρώμενων αλλά και πολιτικών και πο-λεμικών αντιπαραθέσεων. Η νεκρόπολις του Αθηναϊκού φαντασιακού και το φανταστικό τοπίο της βρίσκονται σε τόπο πέραν του έλους και ασφαλώς πέραν του τοίχου.

Ο τάφος μιας μικρής Αθηναίας, ίσως 6 ή 7 χρό-νων46 που πέθανε γύρω στο 420 π.Χ., παρά την υψηλή συναισθηματική φόρτιση αυτού που τον ετοίμασε, είναι μια σχετικά φτωχική ταφή, ακόμη κι αν βρέθηκε παρα-βιασμένη στο νότιο άκρο της (εικ. 16). Οι οικείοι του κο-ριτσιού, ίσως ο ίδιος ο πατέρας της, επέδειξαν ιδιαίτερη φροντίδα στην κατασκευή του τάφου. Μεγάλες κεραμί-δες, επιχρισμένες με αραιωμένο πηλό, δημιουργούν ένα καθαρό δάπεδο για να δεχθεί το σώμα του παιδιού και τα κτερίσματα που το συνοδεύουν: ένα αρωματοδοχείο σε σχήμα αρυβαλλοειδούς ληκυθίου με έσω νεύον χεί-

λος για καλύτερο έλεγχο του ελαίου, ένα σφονδύλι, δύο ή τρία όστρεα τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποι-ηθούν για τη μείξη ψιμμυθίων47, ένας αστράγαλος και τέλος ένα νομισματό-σχημο δισκάριο με εμπίεστη παράστα-ση, σχηματισμένο πάνω σε ένα μικρό σβόλο πηλού. Το δισκάριο δέχθηκε καστανό επίχρισμα και ψήθηκε μάλλον πλημμελώς, με διάμετρο 21χλ. μοιάζει με σφράγισμα αλλά δεν είναι, καθώς δεν έχει διάτρηση ώστε να ήταν προ-σαρτημένο σε κάποιο έγγραφο ή κτέ-ρισμα και επειδή φέρει επίχρισμα και είναι ψημένο δεν θα μπορούσε να έχει προσαρτηθεί σε κάτι όταν ήταν ακόμη εύπλαστο48. Η παράσταση του δισκαρί-ου είναι νεκρική και ο τύπος του νέου στηριζόμενου σε βακτηρία ίσως αποδί-δει το πρότυπο του Αθη ναίου πολίτη.49

13. (α) η ανασκαφή του έλους, (β) ο αποθέτης οστράκων και «αστοχιών» και (γ) η φρεατοδεξαμενή με επένδυση κεραμίδων (Φωτογραφίες Γ. Αλεξόπουλος).

14. Ο βάλτος Ψήφτας Τροιζηνίας, παρότι το καλοκαίρι δημιουργεί αλίπεδα, παρέχει μια πιθανή εικόνα έλους με ερωδιό να ψαρεύει κοντά στην όχθη (Φωτογραφία Γ. Αλεξόπουλος).

14

13

397

Γιώργος Αλεξόπουλος: Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Α Κ Α Ι Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Α Υ Δ Α Τ Ι Ν Α Τ Ο Π Ι Α Σ Τ Ο Ν Κ Ε Ρ Α Μ Ε Ι Κ Ο Τ Η Σ Α Θ Η Ν Α Σ

50 Vernant 1992, 18.

Με προτεταμένο το δεξί του χέρι, προσφέρει κάτι, ένα αντικείμενο αδιάγνωστο, πιθανά ένα σακούλι με αστρα-γάλους, και αυτός … ίσως αλληγορική μορφή για ένα «καλό» σύζυγο που η μικρή δεν θα αποκτήσει ποτέ. Τα άλλα δύο στοιχεία της μικροσκοπικής παράστασης είναι ένα κεφαλαίο Άλφα και μία χήνα (εικ. 16γ).

Η Άρτεμις, η οποία αποκαλείται και Λιμν9τις, κατοι-κεί στα έλη και τις εσχατιές, λέει ο Vernant, εκεί όπου τα όρια ανάμεσα στο νερό και τη στεριά είναι ασαφή: «βρί-σκεται εκεί που το ξεχείλισμα ενός ποταμού και η στα-

σιμότητα των νερών δημιουργούν έναν χώρο ο οποίος δεν είναι εντελώς αποξηραμένος, χωρίς να είναι και ολο-κληρωτικά υγρός και όπου κάθε καλλιέργεια αποδεικνύ-εται πρόσκαιρη και παρακινδυνευμένη».50 Θυμίζω ότι η Άρτεμις αποκαλείτο και Αγροτέρα και λατρευόταν στο ιερό της στον Έξω Δρόμο και επίσης θυμίζω το όριο στο περιθώριο της πόλης το οποίο με απασχόλησε παραπά-νω. Όμως, τί σχέση μπορεί να έχει η Καλλίστη κα: ;ρίστη θεά με αυτόν τον ταπεινό τάφο; Η Άρτεμις είναι η κατ’ εξο-χήν Κουροτρόφος και αναλαμβάνει την ανατροφή όλων

15α 15β 15γ

15. (α) Έλος Κεραμεικού (Φωτογραφία Γ. Αλεξόπουλος). (β) Λήκυθος του Ζ. του Sabouroff, 450-440 π.Χ. (ΕΑΜ 17916): ο πορθμέας διαπραγματεύεται με τον Ερμή ενώ μια γυναίκα περιμένει πίσω του. (γ) Σύγχρονη λιμναία λέμβος για αβαθή νερά που κινείται με σταλίκι.

16α 16β

16. (α) Τάφος κοριτσιού, 420 π.Χ. με (β) μερικά από τα κτερίσματά του και (γ) νομισματόσχημο δισκάριο με εμπίεστη διακόσμηση (Φωτογραφίες Γ. Αλεξόπουλος, Ι. Ασβεστάς).

16γ

398

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

51 Vernant 1992, 20.52 Άρτεμις Κουροτρόφος, Διόδωρος Σικελιώτης 5.73.5-6. Για την άρκτοια της Βραυρώνας βλ. Vernant 1992, 24, σημ. 14· Sourvinou-

Inwood 1988, 111-118.53 Heubeck – West – Hainsworth 1988, 201.54 Η Εκάτη συχνά ταυτίζεται με την Άρτεμη (Ησίοδος, Θεογονία 450). Στο Ιερό της Εκάτης, ιδρυμένο στον Κεραμεικό κατά τη ρωμαϊκή

εποχή βρέθηκε αναθηματικό επίγραμμα προς την Αρτέμιδα, Knigge 1990, 129.55 Clairmont 1983, 7-15· Βλ. και το κείμενο του Α. Αγελαράκη στον παρόντα τόμο.56 Leach 1976, 35.57 LIMC III.1 (1986), 211 λ. Charon I [C. Sourvinou-Inwood].58 Υδάτινο τοπίο με χήνα και υδροχαρή φυτά, Μικρογραφική ζωφόρος, Δυτική Οικία, αρχές ύστερης χαλκοκρατίας, Ντούμας 1992,

66-67, εικ. 33, 34.

των μικρών. Η αποστολή της έγκειται στο να τα θρέψει, να τα μεγαλώσει και να τα βοηθήσει να περάσουν από την εφηβεία στην ωριμότητα, ώστε να γίνουν ολοκληρωμένοι ενήλικες και μέσα από τελετές μύησης να ενταχθούν στην πλήρη κοινωνική ζωή.51 Στο όριο ενός άλλου έλους της Αττικής, στη Βραυρώνα, η Άρτεμις παρελάμβανε μικρές Αθηναίες οι οποίες για να μπορέσουν να παντρευτούν, παρέμεναν έγκλειστες στο ιερό της θεάς από τα πέντε έως τα δέκα τους χρόνια52· αλλά δεν είναι μόνο αυτό, η Άρτε-μις είναι και Χρυσηλάκατος (Οδύσσεια δ 122) και χρυσή ηλακάτη, είναι επίσης το χρυσό αδράχτι ή η ρόκα.53 Η μικρή με το σφονδύλι, το οποίο κάποτε μάλλον είχε και το αδράχτι του, δεν θα μπορέσει να δρασκελήσει αυτά τα κρίσιμα όρια κι από κοριτσάκι που γνέθει και παίζει με αστραγάλους, να γίνει έφηβη. Όμως, τα αντικείμενα που τοποθετήθηκαν με επιμέλεια στον τάφο της, από κάποιον που είχε πρόσβαση σε πηλό κεραμικής και σε κλίβανο, αντικατοπτρίζουν τις προσδοκίες των οικείων της που ο θάνατος συνέτριψε. Το κορίτσι δεν θα περάσει ποτέ τα προδιαγεγραμμένα κατώφλια της κοινωνικής ζωής: της εφηβείας, της ενηλικίωσης, της συζύγου, της μητέρας, της Αθηναίας σεβάσμιας γυναίκας. Κυρίως, δεν θα γνωρίσει ποτέ έναν νέο και «καλό» Αθηναίο πολίτη, σαν κι αυτούς τους ιδανικούς εραστές που κοσμούν τις ληκύθους του 5ου αι. Αντ’ αυτού, ο θάνατος τη μετέφερε σε κάποια με-θοριακή θέση, από όπου μόνο μία διάβαση είναι δυνατή· εδώ, η κόρη του κεραμέα αποχωρίστηκε την κουροτρό-φο Άρτεμη και παραδόθηκε σε κάποιους άλλους, πρωτό-γνωρους και ανέλπιστους συνοδούς: έναν όμορφο θεό και έναν γηραιό δαίμονα (εικ. 15β).

Η σημασία αυτής της «μεθοριακής θέσης» ως κα-τωφλίου διαβάσεων, υπογραμμίζεται αδιόρατα από την παρουσία της Αρτέμιδος, του Ερμού, της Εκάτης54 και του Χάρωνος, αλλά και εμφαντικά, από αυτή την ίδια τη μνη-μειακή κατασκευή του Διπύλου. Εάν υψώσουμε τα μάτια μας από την κάτοψη των 1800 τμ. προς τα πάνω, θα δι-απιστώσουμε αβίαστα ότι η κυρία είσοδος της πόλεως-κράτους, όπου συνέκλιναν όλοι οι σημαντικοί δρόμοι, ήταν η μεγαλύτερη πύλη του αρχαίου κόσμου και η μόνη της Αθήνας, η οποία λόγω της εξέχουσας συμβολικής σημασίας της, συντηρείτο μέχρι τα χρόνια του Παυσανία. Από εδώ εισέρχονταν καθημερινοί και σημαντικοί ταξι-διώτες όπως ο Παυσανίας, εδώ συγκροτείτο η πομπή των Παναθηναίων και εδώ αποχαιρετούσαν τους νεκρούς των πολέμων που ενταφιάζονταν στο Δημόσιο σήμα.55 Ο θάνατος στο φαντασιακό της Αθήνας (και όχι μόνο), νοείται ως πέρασμα από μια κατάσταση σε μία άλλη, από ένα status σε άλλο, από τον άνω κόσμο στον κάτω

και κάθε διάβαση ορίων (εν προκειμένω διαπόρθμευση) αντισταθμίζεται με τελετές56: κηδεία, περίδειπνον, τριακο-στία κ.λπ. Το ενδιαφέρον σχετικά με τον Θάνατο εντοπί-ζεται κυρίως στην ασφαλή μετάβαση στον άλλο κόσμο και όχι τόσο στο τι ακριβώς συμβαίνει εκεί. Το ζητούμενο είναι να μην περιφέρονται οι νεκροί ανάμεσα μας ως φα-ντάσματα αλλά να μεταβούν με ασφάλεια στο Επέκεινα (πρβλ. Ιλιάδα Ψ 71 κ.εξ.), εν τέλει, να συντελεστεί επιτυ-χώς η διάβαση. Όμως, κάθε διάβαση έχει μια ενδιάμεση κατάσταση, ένα οριακό μεταίχμιο, εκεί που τέμνονται οι δύο περιοχές του πραγματικού και του υπερβατικού, του ορατού και του αοράτου (εικ. 17). Ακριβώς εκεί υπάρχει ένα κατώφλι: ούτε μέσα, ούτε έξω, είναι μεταβατικό στά-διο και επικίνδυνη περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας συντελείται το πέρασμα. Στην τοπογραφία του θανάτου της κλασικής Ελλάδας τέμνει τους δύο προαναφερθέντες κόσμους και έχει τοπωνύμιο, είναι η Αχερουσία λίμνη ή ο Αχέρων ποταμός.57 Στη γεωγραφία, ο Αχέρων της Θε-σπρωτίας εκβάλει στην Αχερουσία και αυτό το πραγματι-κό υδάτινο τοπίο, εισάγει το φανταστικό.

Η τέχνη της εποχής του χαλκού έδειξε τεράστιο εν-διαφέρον για τη μεγάλη εικόνα και το τοπίο, συχνά το υδά-τινο58. Η ζωγραφική βοηθάει τον άνθρωπο να επικοινωνή-σει με το Επέκεινα, ενοποιεί το παρόν με το παρελθόν και σε μια εποχή που δεν είχε κατακτήσει την ιστορική αφή-γηση (τα ομηρικά έπη έρχονται αργότερα), παρέχει την αί-σθηση του ιστορικού βάθους και αναπληρώνει τη συνεί-

17. Πραγματικός και υπερβατικός κόσμος τέμνονται στο κατώφλι όπου συντελείται η διάβαση προς το Επέκεινα (Leach 1976).

ΑΠραγματικός

Κόσμος

not-AΕπέκεινα

Η περιοχή τομής των δύο κόσμων ως κατώφλι του μεταβατικού σταδίου

17

399

Γιώργος Αλεξόπουλος: Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Α Κ Α Ι Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Α Υ Δ Α Τ Ι Ν Α Τ Ο Π Ι Α Σ Τ Ο Ν Κ Ε Ρ Α Μ Ε Ι Κ Ο Τ Η Σ Α Θ Η Ν Α Σ

59 Hurwit 1991, 34.60 Hurwit 1991, 34, σημ. 15· Parry 1957, 3.61 Koen 2005, 110.62 Εσχάρα: CVA, Deutschland (Band 30) Frankfurt Am Main (Band 2), pl. 46. 4-6 (Li 560)· Φορμίσκος: CVA, Deutschland (Band 47),

Tübingen (Band 3), pl. 22, 6-7 (S./10 1507a)· LIMC III.1 (1986), 212 λ. Charon Ι (1 και 1α) [C. Sourvinou-Inwood].63 Oakley 2004, 113, σημ. 34.64 Oakley 2001, 138· LIMC III.1 (1986), 210-221 λ. Charon I [C. Sourvinou-Inwood].65 Καββαδίας 2000, 127.66 Oakley 2004, 113, σημ. 34.67 Oakley 2001, 137, πίν. 38.3.

δηση του ανήκειν. Όμως αυτό το πρώιμο ενδιαφέρον για τη μεγάλη εικόνα, μεταφράστηκε σε μάλλον μυωπικές και σύντομες περιγραφές του φυσικού κόσμου στην αρχαϊκή ποίηση και σε αναπαραστάσεις αδιόρατων λεπτομερειών στην αγγειογραφία.59 H πλησιέστερη έννοια για το τοπίο βρίσκεται στη φράση του Πλάτωνα «χωρία και δένδρα» (Φαίδρος 230d, 3-5)60, ενώ την ιδεολογική θέση για το θέμα ίσως συνοψίζει η απάντηση που δίνει ο Σωκράτης όταν ο Φαίδρος ρωτάει τον δάσκαλο «γιατί δεν βγαίνει ποτέ από τα τείχη»: «αγαπώ τη γνώση (λέει ο Σωκράτης) και οι δάσκαλοι μου είναι οι άνθρωποι που μένουν στην πόλη, όχι τα δέντρα και η ύπαιθρος» (Φαίδρος 230d). Πραγματικό ενδιαφέρον για την τοπιογραφία δεν θα εκ-δηλωθεί πριν τον 15ο αι. μ.Χ. και η Koen θεωρεί ότι «η κλασική περίοδος ασχολείται με το τοπίο περιστασιακά και με τρόπο συμβολικό».61 Πράγματι, στα τοπία των χα-ρώνειων παραστάσεων ο φυσικός χώρος δηλώνεται με λεπτομέρειες, με μεταφορές και με αλληγορίες· μέσα σε αυτό το τοπίο εγγράφεται η ανθρώπινη, έστω φαντασιακή, δραστηριότητα που είναι το κεντρικό θέμα. Η ανθρώπινη μορφή κυριαρχεί και το φυσικό περιβάλλον υπονοείται, όμως οι εικόνες αυτές δεν παύουν να παριστούν ένα έλος όπως ωραία το περιέγραψε ο Φιλόστρατος (Βιβλίο I.9).

Η καλλιτεχνική ιστορία του Χάρωνος ξεκινάει στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. με δύο αττικά μελανόμορφα αγγεία: μία εσχάρα και έναν φορμίσκο (εικ. 18α). Ο Χά-ρων εικονίζεται μέσα σε πλοίο, γέρων με λευκή γενειάδα (φορμίσκος) και σε ένα μικρότερο πλεούμενο που φέρει κουπιά εν είδη διπλού πηδαλίου (εσχάρα). Τις εικόνες συμπληρώνουν τα απαραίτητα είδωλα που εισάγουν χω-ρικά το Επέκεινα, ενώ στον φορμίσκο παριστάνονται και καλάμια62. Όμως, στην ελληνική τέχνη ο πορθμεύς του Άδη είναι γνωστός, σχεδόν αποκλειστικά, από τις παρα-

στάσεις εκατό περίπου ληκύθων με λευκό βάθος63, όλων ζωγραφισμένων μεταξύ του δευτέρου τετάρτου και του τέλους του 5ου αι.64, εποχή κατά την οποία η εικονογρα-φία των λευκών ληκύθων βαθμιαία μετατρέπεται σε τα-φική, αποκλειστικά.65 Η μόνη βεβαιωμένη παράσταση Χάρωνα σε ερυθρόμορφο αγγείο αποδίδεται στον Ζω-γράφο του Κλεοφώντος και χρονολογείται γύρω στα 430 π.Χ.66 Παριστάνεται μόνο το πίσω μέρος της λέμβου με το πηδάλιο και κάπου εκεί μπορεί να διακρίνει κανείς, εάν είναι πολύ προσεκτικός, τρεις επίθετες, κάθετες γραμμές οι οποίες αποδίδουν τα καλάμια της όχθης67· τονίζω ότι το σκάφος έχει πηδάλιο (εικ. 18β). Ο Χάρων μάλλον στέκεται όρθιος και κρατώντας με τα δυο του χέρια το κοντάρι του (σταλίκι, στάλιξ), ετοιμάζεται να σπρώξει για να αποκολλή-σει τη βάρκα από την όχθη.

18. (α) Μελανόμορφος Χάρων σε Εσχάρα (Φραγκφούρτη) και φορμίσκο (Tübingen), γύρω στο 500 π.Χ. (CVA).(β) Αφορέας Laval, η μόνη παράσταση Χάρωνα σε ερυθρόμορφο αγγείο, Ζ. του Κλεοφώντος, γύρω στα 430 π.Χ. (Quebec, Laval University D 25).

18α

18β

400

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Ο Ζωγράφος του Κλεοφώντος έμαθε την τέχνη του από τον Πολύγνωτο, τον αγγειογράφο που είχε δάσκαλο τον περίφημο ομώνυμο τοιχογράφο, αυτόν που αναπα-ράστησε τον Χάρωνα στη Λέσχη των Κνιδίων στους Δελ-φούς και θεωρείται εμπνευστής των ζωγράφων λευκού βάθους. Οι μελετητές όμως της Νέκυιας του Πολυγνώτου δεν αναγνωρίζουν αυτή τη σχέση, πιο πρόσφατα ο Stans-bury-O’Donnell.68 Πάντως, ο Χάρων ως θέμα κυκλοφόρη-σε και σε εργαστήρια συγχρόνων μεταξύ τους ζωγράφων, το δε έλος και τα καλάμια συνήθως σχετίζονται με τον Ζωγράφο των καλάμων (εικ. 19β), παρότι ο Ζωγράφος του Sabouroff παράστησε καλαμιές πρώτος (εικ. 19α). Το αφηγηματικό στοιχείο του πορθμέα βρίσκει ανάλογο και σε ένα ερυθρόμορφο κρατήρα της ομάδας του Πο-λυγνώτου (εικ. 18γ). Εδώ, πορθμέας δεν είναι ο Χάρων αλλά ο Φάων, ένας καλοσυνάτος γέρο-βαρκάρης στη Λέσβο, ο οποίος μετέφερε επιβάτες από το ένα λιμανάκι στο άλλο και ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα από όσους δεν είχαν. Η Αφροδίτη, μεταμορφωμένη σε γριά, διαπίστωσε ότι όλα όσα είχε ακούσει γι’ αυτόν ήταν αλήθεια και τον επιβράβευσε με νεότητα και ομορφιά. Σημειώνω ότι η λέμβος του Φάωνα είναι δίκωπος.

Εν κατακλείδι, στα τρία αγγεία εκτός του σώματος της ζωγραφικής σε λευκό βάθος, ο Χάρων απεικονίζεται γέρων με λευκά τα μαλλιά και τη γνωστή γενειάδα, όπως ακριβώς λέει ο Παυσανίας (Χ.28,2) ότι τον απεικόνισε ο Πολύγνωτος στη λέσχη των Κνιδίων σύμφωνα με το χα-

μένο αρχαϊκό έπος Μινυάς69. Δηλαδή όπως τον ήθελε η ήδη διαμορφωμένη παράδοση70· ας μην ξεχνάμε ότι ακό-μη και ο Φάων θα ήταν γέρος χωρίς την αναζωογονητι-κή παρέμβαση της Αφροδίτης. Αντίθετα, οι απεικονίσεις του Χάρωνος στις λευκές ληκύθους τον παριστούν νέο και αυτή η ανακολουθία ίσως μπορεί να αποδοθεί στην απροθυμία των ζωγράφων να χρησιμοποιήσουν λευκό χρώμα πάνω σε λευκό βάθος επειδή θα ήταν αναποτε-λεσματικό. Όμως για μια άλλη ανακολουθία, δεν μπο-ρεί να προταθεί ανάλογη εξήγηση: στο μελανόμορφο αγγείο, η λέμβος του Χάρωνα φέρει πηδάλιο και πολλά κουπιά, στον αμφορέα Laval επίσης έχει πηδάλιο· όμως σε καμία παράσταση αθηναϊκής λευκής ληκύθου δεν ει-κονίζεται πηδάλιο, ενώ σε όλες, ο Χάρων βρίσκεται σε ακάτιο και κρατάει κοντάρι. Στο λευκό βάθος η παράστα-ση λέμβου σε έλος είναι ακριβής. Τί συμβαίνει λοιπόν; Το μελανόμορφο αγγείο εικονογραφεί μια παράδοση του φαντασιακού και ο ζωγράφος επιστρατεύει τις γνώ-σεις του: τα πλεούμενα έχουν διπλό πηδάλιο και έχουν και κουπιά. Οι ζωγράφοι των λευκών ληκύθων από την άλλη, εργάζονται πλάι στο νεκροταφείο του Κεραμεικού, ατενίζουν καθημερινά το τοπίο του έλους και οι παρα-στάσεις τους, αν και φανταστικές, ενσωματώνουν στοι-χεία της περιγραφής του αυτόπτη μάρτυρα (βλ. εικ. 14). Τα έλη δεν τα διαπλέουν πλοία της ανοιχτής θάλασσας με τρόπιδα (ν<ες &ύσσελμοι, Οδύσσεια β 390, Ιλιάδα Β 170), αλλά μικρές λέμβοι των αβαθών, στάσιμων νερών, όπου το πηδάλιο, ίσως ακόμη και τα κουπιά είναι άχρη-στα. Τέτοιες λέμβοι απαντώνται στις λίμνες της σύγχρονης Ελλάδας (βλ. εικ. 15γ). Το διπλό πηδάλιο δεν έχει θέση σε ακάτιο, είναι εξάρτημα των πλοίων από τη γεωμετρι-κή εποχή και μετά. Οι ζωγράφοι του «μελανόμορφου» Χάρωνος αναπαριστούν ένα πλεούμενο χρησιμοποιώ-ντας πληροφορίες για πλοία της εποχής τους, όπως εί-ναι το πλοίο του Οδυσσέα από το γνωστό αγγείο των Σειρήνων, με κωπηλάτες και διπλό πηδάλιο71 (εικ. 20α). Οι Έλληνες, θαλασσινοί από πολύ παλιά, γνωρίζουν τη θάλασσα μέσα - έξω, πάνω - κάτω και ήταν σε θέση να εκπλήσσουν με την ακρίβεια ενός υποθαλάσσιου τοπίου σε μετάλλιο κύλικας (εικ. 20β). Εδώ, η λέξη κλειδί είναι η «διαύγεια», ποιότητα που δεν έχει το στάσιμο νερό. Η θάλασσα είναι σχετικά γνωστή (χωρίς μυστικά), καθαρή, διαυγής, με ψάρια και χταπόδια και δεν προσφέρεται ως μετωνυμία για το κεκρυμμένο και το αόρατο. Αυτά τα νερά, όπως και α> &ύσσελμοι ν<ες, δεν κάνουν για τον Χάρωνα, ενώ τα στάσιμα νερά, το λασπώδες τέλμα, αδιαυγές και γεμάτο βούρκο, προσφέρεται εξόχως ως μεταφορά για τη θολούρα· θυμίζω τι είπε ο Καλλίμα-χος για τον Ηριδανό (Στράβων 9.1.19). Το κατώφλι της ενδιάμεσης κατάστασης είναι σκοτεινό με θολούρα72, «7π2 ζόφον @ερόεντα» (Ιλιάδα Ψ 51) και το ακάτιον του Χάρωνος κινείται με σταλίκι. Σε αυτή την περίπτωση ο

68 Stansbury-O’Donnell 1990.69 West 2003, 268.70 Πρβλ. LIMC III.1 (1986), 220 λ. Charon I [C. Sourvinou-Inwood].71 Αττική ερυθρόμορφη στάμνος, Βρετανικό Μουσείο, αρ. αγγείου 1843, 1103.31.72 Η Μαρινάτου (Marinatos 2010, 196) σε ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο αλλά με διαφορετικούς στόχους, εξάγει τα ίδια συμπεράσματα:

“First, that the beyond is imagined as lying on the other side of a boundary…Third, Hades is a sunless universe”.

18. (γ) Η Αφροδίτη επιβιβάζεται στη δίκωπο λέμβο του Φάωνος, λεπτομέρεια από ερυθρόμορφο καλυκωτό κρατήρα της ομάδας του ζωγράφου Πολυγνώτου, γύρω στα 430-420 π.Χ. (Bologna, Museo Civico).

18γ

401

Γιώργος Αλεξόπουλος: Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Α Κ Α Ι Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Α Υ Δ Α Τ Ι Ν Α Τ Ο Π Ι Α Σ Τ Ο Ν Κ Ε Ρ Α Μ Ε Ι Κ Ο Τ Η Σ Α Θ Η Ν Α Σ

Ευριπίδης εμφανίζεται περισσότερο ακρι-βής73 από τους αγγειογράφους (ίσως γιατί χειρίζεται τη γλώσσα και όχι το πινέλο):

«Gρ5 δίκωπον Gρ5 σκάφος �νλίμναι· νεκύων δ^ πορθμεύς =χων χέρJ �π7 κοντ5 Χάρων μJ `δη καλε�·...»

λέει η Άλκηστις (Ευριπίδης, Άλκηστις 252-255 (438 π.Χ.). Η λέμβος του Χάρωνος είναι «δίκωπος» και ο πορθμεύς κρατά κοντάρι. Ίσως στα αβαθή ο Χάρων χρησιμοποιεί το σταλίκι του, ενώ σε πιο βαθιά νερά κωπη-λατεί.74 Πάντως και ο Ευριπίδης και ο Αρι-στοφάνης75 στους Βατράχους, θεωρούν ότι οι νεκροί πρέπει να διαβούν την Αχερουσία λίμνη.

Με την εισαγωγή του Χάρωνα για τη διαπόρθμευση των νεκρών εισήχθη ένα νέο όριο ανάμεσα στους δύο κόσμους, το οποίο όχι μόνο τους οροθετεί αλλά και τους οριο-θετεί σαφέστερα διότι είναι τελείως διαφο-ρετικό: το υδάτινο στοιχείο. Ο Ερμής, με τις δάδες της Εκάτης ή και μόνος, κινείται πάντα στη στεριά και στα χαρώνεια τοπία φθάνει μέχρι την άκρη της όχθης. Όμως, η σχέ-

ση του Χάρωνα με το νερό, αλλά και με τη θολούρα και τη σκοτεινιά, ήταν εκ γενετής: μητέρα του είναι η Ωκεανίδα Στύγα, η μόνη πηγή νερού στον κάτω κόσμο και πατέρας του το Έρεβος που γεννήθηκε από το Χάος, δύο γνήσιες μορφές του Άδη. Συνθέτουν το θολό τοπίο, το βούρκο και τη σκοτεινιά, το

73 Parker 2007, 17.74 Parker 2007, 108.75 Για τον Αριστοφάνη «Κεραμεικός» είναι το νεκροταφείο: Όρνιθες 395 (414 π.Χ.), Βάτραχοι 137, 181-193 (405 π.Χ.).

19. (α) Χάρων και Ερμής του Ζ. του Sabouroff (Αθήνα ΕΑΜ 1926, μέσα 5ου αι. π.Χ., Βερολίνο Staatl. Mus. F2455 και Νέα Υόρκη, MMA 21.18.17, πριν τα μέσα του 5ου αι. π.Χ.). (β) Χάρων του Ζ. των καλάμων, 420 π.Χ. περίπου (Αθήνα ΕΑΜ 1759 και Copenhagen NM 729).

19α

19β

20α 20β

20. (α) Το αγγείο των Σειρήνων, 480-470 π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο). (β) Μετάλλιο ερυθρόμορφης κύλικας με υποθαλάσσιο τοπίο και αγόρι που ψαρεύει με καλάμι και κιούρτο, Ζ. του Αμβρόσιου, 510-500 π.Χ. (Boston Museum of Fine Arts).

402

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

μεταίχμιο ανάμεσα στους δύο κόσμους, μια σταδιακή με-τάβαση από τη διαύγεια στη θολούρα. Aχλυς και ζόφος είναι ομηρικές λέξεις: ομίχλη και σκότος και σχετίζονται με τη διάβαση στον άλλο κόσμο.76 Παρεμβάλλονται ανά-μεσα στους κόσμους « aρεβόσδε !π" ζόφον» (Οδύσσεια υ 356), στο Έρεβος υπό το σκότος. Στο πιο σκοτεινό εδά-φιο του Ομήρου ο Θεοκλύμενος θεοειδής, σε μια προ-φητική ενόραση, προβλέπει τη μοίρα των μνηστήρων και μιλάει για φαντάσματα που αφού συνωστίζονται στο πρόθυρο και την αυλή σπεύδουν στο Έρεβος κάτω από το σκότος (Οδύσσεια υ 355-357). Στο πρόθυρο και την αυλή: η αναφορά στη διάβαση είναι πρόδηλη και επειδή τελειώνει ο χρόνος μου θα πεταχτώ στην Κύπρο και θα επιστρέψω πάραυτα στο Δίπυλον.

Η λήκυθος της εικόνας 21 βρέθηκε τον 19ο αι. στην πόλη της Χρυσοχούς, στην επαρχία της Πάφου, αλλά ασφαλώς είναι αθηναϊκής προέλευσης.77 Παριστάνεται σκηνή εξοπλισμού και αποχωρισμού πολεμιστή: δεξιά, κατ’ ενώπιον, είναι ο «αποχωρών», το κεντρικό πρόσωπο της παράστασης, ο γενειοφόρος πολεμιστής. Αριστερά, σε κατατομή, η πεπλοφόρος γυναίκα, μητέρα, σύζυγος ή αδελφή, παραδίδει την περικεφαλαία. Ο πολεμιστής, με δόρυ και ξίφος, απλώνει το δεξί του χέρι για να την παραλάβει· η γαλήνη που διέπει τη σύνθεση παραπέμπει

στα έργα του Ζωγράφου του Αχιλλέως.78 Ο κλισμός και η οινοχόη που κρέμεται στον τοίχο, πίσω από τη γυναίκα, την τοποθετούν με σαφήνεια σε εσωτερικό χώρο, στον οίκο της. Η θέση του πολεμιστή δεν έχει διακριτικά πέραν του οπλισμού του και της γύμνιας του και σε αντιδιαστο-λή προς την οίκοθεν, είναι σαν να βρίσκεται στο πουθε-νά. Δεν είναι όμως ο κανένας, είπαμε: είναι γιός, σύζυγος, αδελφός, ο οποίος όμως έχει απολέσει την κοινωνική του ταυτότητα, διότι, ως μόλις θανών, δεν ανήκει σε κανέ-ναν από τους κόσμους ένθεν και ένθεν της μεθοριακής γραμμής. Ανάμεσα στις δύο μορφές υπάρχει ένα πτηνό, μια αδιάφορη χήνα που βόσκει. Πολλοί θεωρούν το πτη-νό ως συμβατό με την έννοια του οίκου, έτσι το βλέπει και η Τζάχου-Αλεξανδρή στην έξοχη μελέτη της για τον Ζωγράφο του Αχιλλέως: «Το αηδόνι, η χήνα, ο ερωδιός απεικονίζονται πάλι στις σκηνές αυτού του τύπου. Ο κλι-σμός και τα ανηρτημένα αντικείμενα επαναλαμβάνονται και τώρα.».79 «Η παρουσία πτηνών, όπως του ερωδιού, του αηδονιού ή της χήνας, δεν είναι ασύμφωνη με την ερμηνεία του χώρου ως εσωτερικού».80 Αλλά εάν αυτό ισχύει για μερικές παραστάσεις, δεν ισχύει για όλες, πρό-κειται για υδρόβια πτηνά και αποτελούν την ορνιθοπα-νίδα του έλους. Το αηδόνι πάλι έχει τη δική του νεκρι-κή ιστορία. Ειδικά οι χήνες όμως, ακόμη και οικόσιτες, απαιτούν νερό· είναι τα πιο αναγνωρίσιμα νεροπούλια (ιδιαίτερα για τους Αθηναίους) και υδάτινος είναι ο συ-νειρμός των παραστάσεών τους. Ο Ηρακλής που κυνηγά στυμφαλίδες, όρνιθες είναι αταίριαστη ερμηνεία για το δι-σκάριο, ακόμη κι αν οι στυμφαλίδες ως άγνωστα πτηνά, θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με χήνες που είναι οι-κείες81, ακόμη κι αν θελήσουμε να δούμε τη βακτηρία ως ρόπαλο (εικ. 16γ). Η χήνα, ως αποδημητικό (χηνάγριον), ενέχει την έννοια της αναχώρησης και θα πρέπει να ήταν συνηθισμένο πτηνό των υγρότοπων της αρχαιότητας (Ιλι-άδα Β 459-461, Ο 690-692)82, αλλά πιο σημαντικό ακόμη είναι ότι τα πτηνά θεωρούνταν γενικά δυσοίωνα (Αριστο-φάνης, Όρνιθες 719) … και ο θάνατος είναι δυσοίωνος. Η χήνα που βόσκει αμέριμνη και προφανώς αδιάφορη για τα τεκταινόμενα (ως άλογος), μπορεί να συμβολίζει μια δυσοίωνη κατάσταση, αλλά επίσης συμβολίζει το έλος, την οριακή περιοχή μετάβασης, τη μεθόριο που διασχί-ζει κανείς για να διενεργήσει τη διάβαση, την ουδέτερη ζώνη, αυτό που ο Leach ορίζει ως Liminal zone, το μεταίχ-μιο, θα το έλεγα κατώφλι. Ο πολεμιστής έχει ήδη εισέλθει σε αυτή τη ζώνη και ίσως απευθύνει κάποια τελευταία λόγια αποχαιρετισμού.

Η περίσταση κατά την οποία όλοι ερχόμαστε σε επαφή με το επέκεινα του κόσμου τούτου είναι ο θάνα-τος, λέει ο Renfrew83 και ο θάνατος αντισταθμίζεται με διαβατήριες τελετές. Στη νεότερη εκδοχή του μύθου, ο

76 Πρβλ. Marinatos 2010, 197-198.77 Αττική λευκή λήκυθος με παράσταση αποχωρισμού πολεμιστή, 460-430 π.Χ., Βρετανικό Μουσείο, 1891, 0806.85· Murray – Smith

1896, 13.78 Τζάχου-Αλεξανδρή 1998, 75.79 Τζάχου-Αλεξανδρή 1998, 72, σημ. 302.80 Τζάχου-Αλεξανδρή 1998, 56, σημ. 228.81 Είναι τα πιο γνωστά νεροπούλια, πρβλ. Benton 1972, 172.82 Arnott 2007, 30.83 Renfrew 1985, 17.

21. Λευκή λήκυθος από την πόλη της Χρυσοχούς (Murray – Smith 1896).

21

403

Γιώργος Αλεξόπουλος: Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Α Κ Α Ι Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Α Υ Δ Α Τ Ι Ν Α Τ Ο Π Ι Α Σ Τ Ο Ν Κ Ε Ρ Α Μ Ε Ι Κ Ο Τ Η Σ Α Θ Η Ν Α Σ

ψυχοπομπός Ερμής δεν οδηγεί πλέον τις ψυχές μέχρι τον Άδη, τις παραδίδει στον πορθμέα Χάρωνα και αυτός αναλαμβάνει τη διαπόρθμευση στον Κόσμο των νεκρών. Μάλιστα, με την ευρεία κυκλοφορία του νομίσματος, ο Χάρων συχνά πληρώνεται για τις υπηρεσίες του τη δανά-κη. Έτσι, στην Αθήνα της διαύγειας, στην Αθήνα που είναι στραμμένη προς τη θάλασσα (Πλούταρχος, Θεμιστοκλής iv.3), τίθεται ένα νέο, απροσπέλαστο και αρκετά (αλλά όχι απόλυτα) σαφές όριο ανάμεσα στους δύο κόσμους. Το όριο αυτό είναι υδάτινο, τελματώδους νερού, όχι θαλασ-σίου· με υδροχαρή φυτά, κοάσματα και υδρόβια πουλιά, και μπορεί κάλλιστα να συμβολίζεται με μια δυσοίωνη χήνα (εικ. 16γ).

Η μεταγενέστερη σατυρική διάθεση του Λουκια-νού, με πεδίο αναφοράς τον Όμηρο και τον Πλάτωνα,

ακόμη και αν δεν αντικατοπτρίζει τον 5ο αι., εκφράζει μιαν αλήθεια που βρίσκει ανάλογο στο αρχαιολογικό πεδίο. Στους νεκρικούς διαλόγους, ο φιλόσοφος Μένιππος ανα-φέρεται ως ο μόνος άνθρωπος που κατάφερε να περάσει στον άλλο κόσμο χωρίς να καταβάλει τα πορθμεία. Όταν ο Χάρων του ζήτησε το λόγο, αυτός εκστόμισε την παροι-μιώδη φράση «Ο<κ bν λάβοις παρc τοH μ& =χοντος»84. Ο πατέρας του κοριτσιού ίσως δεν είχε και στον τάφο της μικρής έβαλε ένα πήλινο δισκάριο, ένα ψευδοπαιστό νόμισμα που έκοψε ο ίδιος στο αγγειοπλαστείο του, με παράσταση νέου, χήνας και το αρχικό άλφα, πιθανό ση-μείο του εργαστηρίου. Μπορεί η συνήθεια να ήταν πιο διαδεδομένη από όσο μπορούμε να φανταστούμε, αλλά χωρίς πρόσβαση σε κλίβανο οι μαρτυρίες εξαϋλώθηκαν σε πείσμα των αχόρταγων απαιτήσεων του Χάρωνος85.

84 Λουκιανός, Νεκρικοί διάλογοι 2 (22): Χάρωνος και Μενίππου, 8.85 Καμία μελέτη δεν διενεργείται χωρίς οφειλές, συνήθως σε πάρα πολλούς και η παρούσα δεν αποτελεί εξαίρεση, ελπίζω μόνο να μην

ξέχασα κανέναν. Ευχαριστώ λοιπόν τις συναδέλφους, Έφη Μπαζιωτοπούλου (πρώην Αν. Προϊσταμένη Γ΄ ΕΠΚΑ) και Ιωάννα Δρακω-τού (πρώην Προϊσταμένη Β΄ ΕΠΚΑ), οι οποίες εκ περιτροπής διετέλεσαν επόπτριες της ανασκαφής. Όλως ιδιαιτέρως ευχαριστώ την Λιάνα Παρλαμά (προϊσταμένη Γ΄ ΕΠΚΑ κατά τη διάρκεια της ανασκαφής) για την εμπιστοσύνη και την υποστήριξή της όταν κληθή-καμε να συγκεράσουμε τις αδήριτες επιταγές ενός μεγάλου κοινωφελούς τεχνικού έργου με τις επίσης απαράκαμπτες ανάγκες μιας σημαντικής ανασκαφής. Επίσης ευχαριστώ την Ελένη Μπάνου (διευθύντρια της Γ΄ ΕΠΚΑ) και την Νικολέττα Βαλάκου (προϊσταμένη ΔΠΚΑ, ΥΠΠΟ) για τη συναίνεσή τους στην εκπαιδευτική μου άδεια, καθώς και τη Jutta Stroszeck (διευθ. ανασκαφών Κεραμεικού του ΓΑΙ) και Χ. Θωμαΐδη (Τμήμα δασολογίας και φυσικού περιβάλλοντος, Αριστ. Πανεπ.) για αποστολή άρθρων. Τη Χριστίνα Μητσοπού-λου για πληροφορίες ως προς την χρονολόγηση των κέρνων του εργαστηρίου, τον Σάββα Καζαντζίδη (Ινστ. Δασικών Ερευνών) για πληροφορίες σχετικά με την καμπίσια πέρδικα και τον Χαράλαμπο Κριτζά (επίτιμο Διευθ. του Επιγραφικού Μουσείου Αθηνών) για βιβλιογραφικές πληροφορίες σχετικά με δημοτικά τραγούδια της Κρητικής παράδοσης. Ιδιαιτέρως ευχαριστώ, για ακόμη μία φορά, τη Βιβλιοθήκη της Βρετανικής Σχολής Αθηνών (και την διπλή ψυχή αυτής Penny Wilson-Zarganis & Sandra Pepelasis) για την παροχή διευκολύνσεων, «ανύπαρκτων» βιβλίων και φιλοξενίας, καθώς εκεί διενεργήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της μη επιτόπιας έρευνας. Επίσης τη Γεννάδειο βιβλιοθήκη διότι καθιστά διαθέσιμα τα δυσεύρετα βιβλία της. Τέλος, ευχαριστώ τους παρακάτω καλούς συ-ναδέλφους για συνεργασία στην ανασκαφή, στο εργαστήριο, στην αποθήκη, για παροχή διευκολύνσεων, συζητήσεις, ανταλλαγή απόψεων, συντήρηση αντικειμένων, παροχή σχεδίων και λήψη φωτογραφιών: Ελίζα Καβράκη, Έφη Ανέστη, Γιώργο Σταματάκη, Ελένη Σερβετοπούλου, Τόνια Κοκκολιού, Χάρις Στούπα, Κώστα Λιάκο, Έλλη Κόκκαλη, Μαρία Μερτζάνη, Ανδρέα Κοντονή, Γιάννη Ασβεστά. Τυχόν λάθη και παραλήψεις είναι όλα δικά μου.

Αλεξόπουλος Γ. 1999: «Κεραμεικός. Η Σωστική Ανασκα-φή», Αδημοσίευτη Ανακοίνωση στο Το ανασκαφικό Έργο της Γ΄ Εφορείας κατά την διετία 1996-1998, Β΄ Επιστημονι-κή Ημερίδα Γ΄ΕΠΚΑ, (6 Φεβρ. 1999, Αμφιθέατρο Ιατρικής Παν/μίου Αθηνών).Θέμελης Π. – Τουράτσογλου Ι.Π. 1997: Οι Τάφοι του Δερβενίου, Αθήνα.Θεοχαράκη Α. 2007: Ο αρχαίος οχυρωματικός περίβολος: ζητήματα μορφολογίας, τοπογραφίας και διαχείρισης, Αθήνα.Καββαδίας Γ. 2000: Ο Ζωγράφος του Sabouroff, Αθήνα.Λεγάκις Α. – Μαραγκού Π. 2009: Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας, Αθήνα.Ντούμας Χ. 1992: Οι τοιχογραφίες της Θήρας, Αθήνα.Παπαχατζής Ν. 1974: Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης: Αττικά, Αθήνα.Παρλαμά Λ. – Σταμπολίδης Ν.Χρ. (επιμ.) 2000: Η Πόλη κάτω από την Πόλη, Αθήνα.

Τζάχου-Αλεξανδρή Ό.Ε. 1998: Λευκές Λήκυθοι του Ζω-γράφου του Αχιλλέως στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, [Δημοσιεύματα του ΑΔ, αρ. 67], Αθήνα.

Arnott W.G. 1996: Alexis: the Fragments, a Commentary, Cambridge.Arnott W.G. 2007: Birds in the Ancient World from A to Z, London – New York.Bender B. 1993: “Introduction; landscape – meaning and action”, στο Β. Bender (επιμ.), Landscape: Politics and Perspectives, Oxford, 1-17.Bender B. 2002: “Time and Landscape”, Current Anthropology 43, S103-S112.Benton S. 1972: “Note on Sea-birds”, JHS 92, 172-173.Broneer O. 1938: “Excavations on the North Slope of the Akropolis, 1937”, Hesperia 7, 161-263.Buckley T. 1996: Aspects of Greek History 750-323 BC. A source based approach, London.

Βιβλιογραφία

404

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Camp McKesson J. 2001: The Archaeology of Athens, New Haven – London.Clairmont C.W. 1983: Patrios Nomos: public burials in Athens during the 5th and 4th centuries B.C., (i & ii) [BAR Inter. Series 161], Oxford.Edmonds J.M. 1959: The Fragments of Attic Comedy; II: Middle Comedy, Leiden.Garland R. 1985: The Greek way of death, Ithaca, N.Y.Heubeck A. – West S. – Hainsworth J.B. 1988: A commentary on Homer’s Odyssey vol. I, Oxford.Hurwit J.M. 1991: “The representation of nature in early Greek art”, στο D. Bruiton-Oliver (επιμ.), New Perspectives in early Greek Art, Washington, 33-62.Immerwahr S.A. 1990: Aegean Painting in the Bronze Age, London.Jeannaraki A. 1876: Άσματα Κρητικά μετά Διστίχων και Παροιμιών. Kretas Volkslieder nebst Distichen und Sprichtwörten, Liepzig. Knigge U. 1990: Ο Κεραμεικός της Αθήνας, Αθήνα.Koen A. 2005: «Τοπίο και μορφή στην αρχαία ελληνική τέχνη», στο Π. Δουκέλλης (επιμ.), Το Ελληνικό τοπίο: μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου, Αθήνα, 105-129.Lalonde V.G. 1991: “HOROI”, στο G.V. Lalonde – M.K. Langdon – M.B. Walbank, Inscriptions: Horoi, Poletai Records, and Leases of Public Lands, The Athenian Agora: results of excavations conducted by the American School of Classical Studies at Athens; v. 19, Princeton N.J., 1-51.Lang M. – Crosby Μ. 1964: Weights, Measures and Tokens, The Athenian Agora: results of excavations conducted by the American School of Classical Studies at Athens; v. 10, Princeton N.J.Leach E. 1976: Culture and Communication: the logic by which symbols are connected. An Introduction of the Use of Structuralist Analysis in Social Anthropology, Cambridge.Lewis D.M. 1974: “The Kerameikos Ostraka”, ZPE 14, 1-4.Liddell H.G. – Scott R. 1996: A Greek – English Lexicon, [9th ed. with New suppl.], Oxford.Lissarague F. 2001 [1999]: Greek vases: the Athenians and their images, New York.Marinatos N. 2010: “Light and Darkness and Archaic Greek Cosmography”, στο M. Christopoulos et al. (επιμ.), Light and Darkness in Ancient Greek Myth and Religion, Lanham, 193-200.

Murray A.S. – Smith A.H. 1896: White Athenian Vases, London.Oakley J.H. 2001: “Charon on an Attic Red–figure Amphora of Panathenaic Shape: A Masterpiece by the Kleophon Painter in Quebec”, στο M. Bentz – N. Eschbach (επιμ.), Akten, Panathenaïka. Symposium zu den Panathenaïken Preisamphoren, Mainz, 137-143. Oakley J.H. 2004: Picturing death in classical Athens: the evidence of the white lekythoi, Cambridge.Osborne R. 1992: Classical Greece 500-323 BC, Oxford.Parker L.P.E. 2007: Euripides Alcestis with introduction and commentary, Oxford.Parry A. 1957: “Landscape in Greek poetry”, Yale Classical Studies 15, 3-29.Philadelpheus A. 1927: “Le sanctuaire d’ Artemis Kallistè”, BCH LI, 157-163.Renfrew C. 1985: The Archaeology of Cult, London.Sourvinou-Inwood C. 1988: Studies in Girls’s Transitions, Athens.Stansbury-O’Donnell M. 1990: “Polygnotos’s Nekyia: A reconstruction and Analysis”, AJA 94.2, 213-235.Stuart J. – Revett N. 1762: The Antiquities of Athens, London.Thomaides C. – Papageorgiou N. 1992: “Nesting Biology and Habitat use of the Gray Partridge (Perdix perdix) in Northern Greece”, Gibier Faune Sauvage 9, 443-446.Thompson W.E. 1971: “The Deme in Kleisthene’s reforms”, Symbolae Osloenses 46, 72-79.Tilley C. 2012: «Χώρος, τόπος, τοπίο. Φαινομενολογικές προσεγγίσεις», στο E. Γιαλούρη (επιμ.), Υλικός πολιτισμός. Η ανθρωπολογία στη χώρα των πραγμάτων, Αθήνα, 215-250.Travlos J. 1971: Pictorial Dictionary of Ancient Athens, London.Vernant J.-P. 1992 [1985]: Το βλέμμα του Θανάτου, Αθήνα.West M.L. 2003: Greek Epic Fragments; From the 7th to the 5th c. BC, Harvard. Williams G.M.E. 1978: “The Kerameikos Ostraka”, ZPE 31, 103-113.Wycherley R.E. 1957: Literary and Epigrphical Testimonia, The Athenian Agora: results of excavations conducted by the American School of Classical Studies at Athens; v. 10, Princeton N.J.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Μουσείο Κυκλαδικής ΤέχνηςΝεοφύτου Δούκα 4106 74 Αθήνα Museum of Cycladic Art4, Neofytou Douka streetAthens 106 74 - Greece

www.cycladic.gr