Η Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας, από την ύστερη αρχαιότητα...

38
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΛΕΣ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Τόμος Β: ΑΤΤΙΚΗ Α’ και Γ’ Εφορείες Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων

Transcript of Η Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας, από την ύστερη αρχαιότητα...

ΑΡΧΑ

ΙΟΛΟ

ΓΙΚΕ

Σ ΣΥΜΒΟ

ΛΕΣ

Μ Ο Υ Σ Ε Ι Ο Κ Υ Κ Λ Α Δ Ι Κ Η Σ Τ Ε Χ Ν Η Σ

Τόμος Β: ΑΤΤΙΚΗΑ’ και Γ’ Εφορείες Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση

Απαγορεύεται η εν όλω ή εν μέρει ανατύπωση, αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή των κειμένων και των φωτογραφιών του βιβλίου χωρίς την έγγραφη άδεια εκάστου συγγραφέα και του Ιδρύματος Νικολάου & Ντόλλης Γουλανδρή - Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.

ISBN 978-618-5060-05-3 • ISBN SET 978-960-7064-99-8

© Ίδρυμα Νικολάου & Ντόλλης Γουλανδρή - Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΛΕΣ

Τόμος Β: ΑΤΤΙΚΗΑ’ και Γ’ Εφορείες Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

Σταυρούλα Οικονόμου

Μαρία Δόγκα-Τόλη

Μ Ο Υ Σ Ε Ι Ο Κ Υ Κ Λ Α Δ Ι Κ Η Σ Τ Ε Χ Ν Η Σ

Α θ ή ν α 2 0 1 3

Οι διαλέξεις της Γ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

πραγματοποιήθηκαν από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο του 2012

και της Α΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του 2013 στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

5

Περιεχόμενα

Συντομογραφίες Τίτλων 7

Βραχυγραφίες 9

Πρόλογος Χορηγού 10

Πρόλογος Επιμελητών 11

Α’ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

1 Ελένη Κουρίνου - Αντί εισαγωγής 15

Χριστίνα Βλασσοπούλου 2 Συνειρμοί της έρευνας στην έκθεση των γλυπτών της Ακρόπολης 17

Μελίνα Μπριάνα-Πρωτοπαπαδάκη 3 Νέες ανασκαφικές έρευνες στη Στοά Ευμένους 35

Έφη Κασάπογλου 4 Νεότερα ανασκαφικά δεδομένα από δύο μνημεία της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης: Χαλκουργεία και χορηγικό μνημείο του Νικία 45

Αγγελική Κουβέλη

5 Υστερορρωμαϊκή κεραμική από οικιακό πηγάδι της ανασκαφής για το Νέο Μουσείο Ακρόπολης 57

Μαρία Λιάσκα 6 Το Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς στη Στοά του Αττάλου. Η ανακατασκευή της Στοάς και η πρώτη έκθεση του Μουσείου 79

Νικολέττα Σαραγά 7 Το Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς στη Στοά του Αττάλου κατά την τελευταία δεκαετία. Μεταμορφώσεις και νέες προοπτικές 95

Κλειώ Τσόγκα 8 Νέα στοιχεία από τη σωστική ανασκαφική έρευνα της Α’ Εφορείας στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας: Το δυτικό τμήμα 111

Νικολέττα Σαραγά 9 Νέα στοιχεία από τη σωστική ανασκαφική έρευνα της Α΄ Εφορείας στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας 129

Δημήτρης Σούρλας

10 Πρόσφατες Αρχαιολογικές έρευνες στη Ρωμαϊκή Αγορά, στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού και τις όμορες περιοχές 149

Νίκος Τσονιώτης 11 Η Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας από την ύστερη αρχαιότητα έως την Τουρκοκρατία: αρχαιολογική έρευνα – ανασκαφικά δεδομένα 169

Όλγα Βογιατζόγλου

12 Αναδιφώντας την ιστορία των Δυτικών Λόφων 193

Μαρία Ντούρου

13 Το ιερό των Νυμφών στον ομώνυμο Λόφο. Στοιχεία από τις νεότερες έρευνες 213

Τατιάνα Πούλου

14 Οι Γεωμετρικοί Τάφοι του λόφου Μουσών (Φιλοπάππου) 231

Άγγελος Ζαρκάδας

15 Άγνωστα γλυπτά από το Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου 247

6

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Γ’ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Ελένη Σπ. Μπάνου 1 Οι ανασκαφές της Γ΄ ΕΠΚΑ κατά την τελευταία πενταετία 281

Μαριλένα Κοντοπανάγου – Αικατερίνη Σταμούδη 2 Ο αρχαιολογικός χαρακτήρας των Άνω Πετραλώνων κατά τους κλασικούς και πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους 305

Χαρά Χαραμή 3 Ένα λουτρό της ύστερης αρχαιότητας στα ΝΑ του βράχου της Ακροπόλεως 323

Σταυρούλα Ασημακοπούλου-Λιντζέρη 4 Αντιλήψεις για τη ζωή και τον θάνατο μέσα από τις μαρτυρίες των αναθηματικών και επιτύμβιων αναγλύφων: νέα ευρήματα από την περιοχή των Αθηνών 341

Λεωνίδας Μπουρνιάς 5 Όστρακα δύο νέων μελανόμορφων νεκρικών πινάκων από τoν Κεραμεικό και την άμεση περιοχή του 355

Anagnostis Pan. Agelarakis 6 On the Anthropology Project of 35 Salaminos street site of Kerameikos, Athens: A brief account 369

Γιώργος Αλεξόπουλος 7 Πραγματικά και φανταστικά υδάτινα τοπία στον Κεραμεικό της Αθήνας 387

Παναγιώτα Αυγερινού 8 Η ύδρευση των Μεγάρων κατά την αρχαιότητα 405

7

Σ Υ Ν Τ Ο Μ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ Τ Ι Τ Λ Ω Ν - Β Ρ Α Χ Υ Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ

Συντομογραφίες τίτλων

ΑΑΑ Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ ΑθηνώνΑΔ Αρχαιολογικό ΔελτίοΑΕΜΘ Το Αρχαιολογικό Έργο στην Μακεδονία και τη ΘράκηΑνθέμιον Ενημερωτικό Δελτίο της Ένωσης Φίλων ΑκροπόλεωςΑΡΜΑ Αρχείον των Μνημείων των Αθηνών και της ΑττικήςΑρχαιολογία Αρχαιολογία και ΤέχνεςΑρχΕφ Αρχαιολογική ΕφημερίδαΔΧΑΕ Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας ΕΕΒΣ Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών ΣπουδώνΈργον Το Έργον της εν Αθήναις Αρχαιολογικής ΕταιρείαςΗόρος Ένα αρχαιογνωστικό περιοδικόΜέντωρ Χρονογραφικό και Ιστοριοδιφικό Δελτίο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας ΠΑΑ Πρακτικά της Ακαδημίας ΑθηνώνΠΑΕ Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής ΕταιρείαςΤό Μουσε�ον Περιοδική Έκδοση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

AA Archäologischer AnzeigerAAIAB The Australian Archaeological Institute at Athens BulletinAbhBerl Abhandlungen der Deutschen Akademie der Wissenschaften zu BerlinABV Attic Black-Figure Vase-PaintersAJA American Journal of ArchaeologyAM Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische AbteilungAnalRom Analecta Romana Instituti DaniciAntCl L’ Antiquitè classiqueAntiquity A Quarterly Review of ArchaeologyAntK Antike KunstAntP Antike Plastik AntW Antike Welt. Zeitschrift für Archäologie und KulturgeschichteAR Archaeological Reports (supplement to Journal of Hellenic Studies)ArchCl Archaeologia ClassicaARV Attic Red-Figure Vase-PaintersASAtene Annuario della Scuola archeologica di Atene e delle Missioni italiane in OrienteBABESCH Annual Papers on Mediterranean ArchaeologyBAHBeyrouth Bibliotèque archéologique et historique; Institut français d’archéologie de BeyrouthBAR British Archaeological ReportsBCH Bulletin de correspondance helléniqueBICS Bulletin of the Institute of Classical StudiesBMusHongr Bulletin du musée hongrois des beaux-artsBoreas Münstersche Beiträge zur ArchäologieBSA The Annual of the British School at AthensCorpus Αρχαιολογία – Ιστορία των ΠολιτισμώνCRAI Comptes-rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-LettresCVA Corpus Vasorum AntiquorumEAA Enciclopedia dell’arte antica, classica e orientale (Rome 1958–1984)EpigAnat Epigraphica Anatolia: Zeitschrift für Epigraphik und historische GeographieFacta A Journal of Roman Material Culture StudiesGettyMusJ The J. Paul Getty Museum JournalGrRomByzSt Greek, Roman and Byzantine StudiesHarStClPh Harvard Studies of Classical PhilologyHesperia The Journal of the American School of Classical Studies at AthensHistoria Zeitschrift für Alte GeschichteHistrArch Histria ArcheologicaIG Inscriptiones GraecaeJdI Jahrbuch des deutschen archäologischen InstitutsJHS Journal of Hellenic StudiesJRA Journal of Roman ArchaeologyJRS Journal of Roman Studies

8

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Kernos Revue internationale et pluridisciplinaire de religion grecque antiqueKlio Beiträge zur alten GeschichteLGPN Lexicon of Greek Personal Names LIMC Lexicon Iconographicum Mythologiae ClassicaeMDAV Mitteilungen des Deutschen Archäologischen-VerbandesMedMusB Medelhavsmuseet, Bulletin [Stockholm]MÉFRA Mélanges de l’ École française de Rome, AntiquitéMM Madrider MitteilungenMMAB The Metropolitan Museum Art BulletinMonPiot Monuments et mémoires. Fondation E. PiotMuqarnas An Annual on the Visual Cultural of the Islamic WorldNumAntCl Numismatica e antiquità classiche. Quaderni ticinesiOcnus Quaderni della Scuola di Specializzazione in ArcheologiaOJA Oxford Journal of ArchaeologyÖJh Jahreshefte des Österreichischen archäeologischen Instituts in WienOstraka Rivista di antichitàPBSR Papers of the British School at RomePhilologus Zeitschrift für klassische PhilologiePhoenix The Classical Association of CanadaRALouvrain Révue des archéologues et historiens d’ art de LouvainRCRFActa Rei Cretariae Romanae Fautrorum ActaRE Pauly-Wissowa, Real-Encyclopädie der klassischen AltertumswissenschaftRÉByz Revue des études byzantinesREG Revue des études grecquesScAnt Scienze dell’ Antiquità: Storia, archeologia, antropologiaSEG Supplementum Epigraphicum GraecumSIMA Studies in Mediterranean ArchaeologyThesCRA Thesaurus Cultus et Rituum Antiquorum ZPE Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik

Βραχυγραφίες EAM Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνώναι. αιώνας/εςΑκρ. Ακρόποληαρ. αριθμός/οίΑΣΚΣΑ Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών Αθηνώνβλ. βλέπεΓ γεωμετρικός/ή/όΓΑΙ Γερμανικό Αρχαιολογικό ΙνστιτούτοΔΕΑΜ Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείωνεικ. εικόνα/εςεκ. εκατοστό/άΕΜ Επιγραφικό Μουσείο ΑθηνώνΕΠΚΑ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών ΑρχαιοτήτωνΕΣΜΑ Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων ΑκροπόλεωςΕΣΠΑ Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς Ζ. ζωγράφοςιδ. ιδιαίτερακ.ά. και άλλοι/και άλλακ.α. και αλλούκ.εξ. και εξήςκ.λπ. και λοιπάκ.μ. κυβικό μέτροΚΑΣ Κεντρικό Αρχαιολογικό ΣυμβούλιοΚλ. κλασικός/ή/όΚΣΝΜ Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων λ. λήμμα/λέξημ. μέτρο/α

9

Β Ρ Α Χ Υ Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ

μ.Χ. μετά ΧριστόνΜΓ μέση γεωμετρικήΜΕ μεσοελλαδικήό.π. όπως παραπάνωΟΑΝΜΑ Οργανισμός Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακροπόλεωςοδ. οδόςοικ. οικόπεδοπ.Χ. προ ΧριστούΠΓ πρώιμη γεωμετρικήΠΕ πρωτοελλαδικήπίν. πίνακας/εςπρβλ. παράβαλεΠρΓ πρωτογεωμετρικός/ή/όσημ. σημείωσηστρ. στρέμμα/ατασχ. σχέδιο/ατ. τόμος/οιτ.μ. τετραγωνικό/ά μέτρο/αΥΓ ύστερη γεωμετρικήΥΕ υστεροελλαδικήΥΚλ. υστεροκλασικός/ή/όΥπΓ υπογεωμετρικός/ή/όΥπΜ υπομυκηναϊκός/ή/όυποσ. υποσημείωσηΥΠΠΟ Υπουργείο ΠολιτισμούΥΡ υστερορρωμαϊκός/ή/όΥΣΜΑ Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων ΑκροπόλεωςΦΕΚ Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως

cf. conferDAI Deutsches Archäogisches Instituted. editoreds editorsfig. figureibid. ibidemno. numberpp. page/s

169

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

1 Ξεκινώντας αυτή την παρουσίαση, θα ήθελα κατ’ αρχήν να ευχαριστήσω θερμά το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και ιδιαίτερα τον διευθυντή του, καθηγητή Νικόλαο Σταμπολίδη, για τη φιλοξενία που παρείχαν στην παρουσίαση της εν λόγω ανασκαφής. Πολλές ευχαριστίες για την υποστήριξή της, οφείλω στην κ. Σταυρούλα Οικονόμου, μαζί με τα συγχαρητήριά μου στην ίδια και την κ. Μ. Τόλη, για την εξαιρετική διοργάνωση του κύκλου ομιλιών της Εφορείας μας. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω θερμά την προϊσταμένη της Α΄ ΕΠΚΑ Δρα Ελένη Κουρίνου για τη δυνατότητα που μου έδωσε να πραγματοποιήσω τη συγκεκριμένη ανακοίνωση, αλλά και την πρώην διευθύντρια της Α΄ ΕΠΚΑ, και πρώην υπεύθυνη των αρχαιολογικών χώρων Βιβλιοθήκης Αδριανού και Ρωμαϊκής Αγοράς, κ. Άλκηστη Χωρέμη, η οποία μου ανέθεσε την πραγματοποίηση της ανασκαφής στην ανατολική πλευρά του περιστυλίου της Ρωμαϊ-κής Αγοράς. Η ταύτιση και η χρονολόγηση των νομισμάτων της ανασκαφής έγινε από τη Δρα Εύα Αποστόλου, τμηματάρχη αρχαίων και ρωμαϊκών νομισμάτων στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών, την οποία και ευχαριστώ πολύ. Οι περισσότερες από τις φωτογρα-φικές λήψεις που παρουσιάζονται εδώ, έγιναν από τη φωτογράφο της Α΄ ΕΠΚΑ, κ. Ε. Μπαρδάνη, ενώ τα ευρήματα της ανασκαφής συντηρήθηκαν από τον συντηρητή της Α΄ ΕΠΚΑ κ. Σεραφείμ Κορώση, τη συντηρήτρια κ. Παναγιώτα Πιτσιρή, νυν γλύπτρια στην Α΄ ΕΠΚΑ, καθώς και την κ. Αγγελική Κυτίνου. Η αποτύπωση της ανασκαφής πραγματοποιήθηκε αρχικά από την αρχιτέκτονα-μηχανικό κ. Αγγελική Δημητρακοπούλου και ολοκληρώθηκε από την κ. Παναγιώτα Αναστασάκου, αρχιτέκτονα–μηχανικό στην Α΄ ΕΠΚΑ. Η συμπλήρωση της κάτοψης της Ρωμαϊκής Αγοράς, η οποία είχε αρχικά αποτυπωθεί το 1964 από τον Ιωάννη Τραυλό, με στοιχεία που αφορούν στην παρούσα ανασκαφή και ειδικότερα τη βασιλική, έγινε από την αρχιτέκτονα-μηχανικό κ. ΣοφίαΜικροπούλου. Η αποτύπωση των καταλοίπων και των πίθων της μεταβυζαντινής οικίας στο εσωτερικό του περιστυλίου, έγινε από την αξέχαστη συνάδελφο και φίλη, αρχιτέκτονα-μηχανικό Ανθή Γαλανοπούλου, που δυστυχώς δεν είναι πια μαζί μας. Δεν θα μπορούσα φυσικά να μην αναφερθώ στο εργατοτεχνικό προσωπικό της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και της Ρωμαϊκής Αγοράς, που έφερε σε πέρας μια απαιτητική ανασκαφή· ενδεικτικά, αναφέρω τα παρακάτω ονόματα: Στ. Βαϊλακάκης, Χρ. Γούσης, Π. Κάτσικας, Σ. Κορρές, Σπ. Λάππας, Δ. Μανώλης, Α. Μανιάτης, Μ. Μιχαλακάκος, Π. Ρέμας, και Ν. Τακούλης.

2 Τραυλός 1960, 236-238, σημ. 1, εικ. 159· Μπίρης 1966, 26-30· Παπαγεωργίου-Βενετάς 1989, 54-57, εικ. 2-3.3 Τραυλός 1960, 238-239, εικ. 160· Μπίρης 1966, 35-39· Παπαγεωργίου-Βενετάς 1989, 57-59, εικ. 8-9.4 Κ. Πιττάκης, «Πρακτικά της τρίτης συνεδριάσεως της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας – 29 Μαΐου 1839», στο Σύνοψις των

Πρακτικών της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών, (έκδοσις 2α), Εν Αθήναις 1846, 56, 58. Αναφορικά με τις πρώτες ενέργειες που έγιναν για να ανασκαφεί η ανατολική πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς, καθώς και η περιοχή ως το Ωρολόγιο του Κυρρήστου και τις Βεσπασιανές, βλ. Πετράκος 2008, 49-54.

5 Κ.Δ. Μυλωνάς, ΠΑΕ 1890, 11-19.6 Φιλαδελφεύς 1911, 112-126.7 Σταυρόπουλος 1930-1931, 1-14 και σχετικό σχέδιο· σχετικά με την ανασκαφή καταλοίπων της ύστερης αρχαιότητας και της βυζαντι-

νής εποχής στη Ρωμαϊκή Αγορά, βλ. επίσης Μπούρας 2010, 68-72, εικ. 29.8 Ξυγγόπουλος 1929, 121.

Η παλαιότερη ανασκαφική έρευναΟι πρώτες ανασκαφικές εργασίες εντός των ορίων του ση-μερινού αρχαιολογικού χώρου πραγματοποιήθηκαν το 1839 και οδήγησαν στην πλήρη αποκάλυψη του Ωρολογί-ου του Κυρρήστου, καθώς και χριστιανικών ταφών κοντά στη βόρεια θύρα του μνημείου, όπως αναφέρεται στη σύ-ντομη έκθεση που δημοσιεύτηκε το 18464. Λίγα χρονιά αρ-γότερα, το 1842 κατεδαφίστηκε η μεταβυζαντινή εκκλησία της Παναγίας της Παζαρόπορτας που εφάπτετο στη νότια πλευρά του δυτικού προπύλου της Αγοράς. Η ίδια η Ρωμα-

ϊκή Αγορά αποκαλύφθηκε σταδιακά από το 1890-18915 και κατά τη διάρκεια του 19106, όσον αφορά το ανατολικό της πρόπυλο, το περιστύλιο και την ανατολική πλευρά της αυ-λής της, ενώ το 19317 ήρθε στο φως και η δυτική της πλευ-ρά. Μέχρι τότε, εκτός από επιχώσεις, το μνημείο κάλυπταν κτήρια της Τουρκοκρατίας, όπως ο κατεδαφισθείς το 1910 Τεκές8, που είχε προηγουμένως μετατραπεί σε Ναό των Κα-θολικών, και κτήρια νεότερης εποχής: η οικία Τυπάλδου νότια του Τεκέ, η σχολή Hill στο ΝΔ τμήμα της αυλής της Αγοράς, καθώς και τα προσκτίσματα του στρατιωτικού αρ-τοποιείου που είχε κατασκευαστεί γύρω στα τέλη του 19ου

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ:

ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑΣτη μνήμη του πατέρα μου

Σωτήρη Τσονιώτη

Νίκος ΤσονιώτηςΑρχαιολόγος Α’ ΕΠΚΑ

Η ανασκαφή στην ανατολική πλευρά του περιστυλίου της Ρωμαϊκής Αγοράς της Αθήνας πραγμα-τοποιήθηκε την περίοδο 2000-2003 στο πλαίσιο ενός μεγάλου και πολύπλοκου πολεοδομικού και αρχαιολογικού προγράμματος, αυτού της Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας1· εί-χαν μεσολαβήσει, περίπου 170 χρόνια μετά την εκπόνηση, το 1833, από τους αρχιτέκτονες Σταμάτιο Κλεάνθη και Eduard Schaubert του πρώτου ρυμοτομικού σχεδίου της Αθήνας2 και της αναθεώρησής του το 1834 από τον Leo Von Klenze, που μεταξύ άλλων προέβλεπαν και μια αδόμητη ζώνη βόρεια της Ακρόπολης, για την πραγματοποίηση αρχαιολογικών ερευνών3.

170

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

9 Δυοβουνιώτης – Κουκουλές 1935, 571-572.10 Π. Λαζαρίδης, ΑΔ 19 (1964): Β1 Χρονικά, 96· Ορλάνδος 1964, 15-20, εικ. 15-24· Ν. Πλάτων, ΑΔ 20 (1965), 34-37, πίν. 36β·

Ν. Πλάτων, ΑΔ 21 (1966), 44-48, πίν. 69.11 Beschi 1985, 9, 22.

αιώνα περιμετρικά του Φετιχιέ τζαμί, τα οποία κατεδαφίστη-καν το 19359. Μεταξύ άλλων, το στρατιωτικό αρτοποιείο καταλάμβανε και μέρος της ανατολικής πλευράς του περι-στυλίου της Αγοράς, που αντιστοιχεί κατά προσέγγιση και στην επιφάνεια της υπό εξέταση ανασκαφής· ο ανατολικός εξωτερικός τοίχος του έφτανε σχεδόν μέχρι την πρόσοψη των ανατολικών καταστημάτων της Αγοράς. Ιδιαίτερα χα-ρακτηριστική είναι φωτογραφία στην οποία απεικονίζεται το ακόμα σωζόμενο κατά χώραν επιστύλιο του δωδέκατου από νότο μετακιονίου διαστήματος της ανατολικής κιονο-στοιχίας, στο εσωτερικό του ανατολικού κτηρίου του αρ-τοποιείου· η φωτογραφία ανήκει στο αρχείο της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών (SAIA B 885), και χρονο-λογείται προ του 1920.

Οι προαναφερθείσες εκτεταμένες ανασκαφικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή εικόνα του αρχαιολογικού χώρου, ενώ δεν έλειψαν και περισσότερο πρόσφατες πα-ρεμβάσεις, όπως αυτές που πραγματοποιήθηκαν τη δεκα-ετία του 196010, αλλά και στο διάστημα που μεσολάβησε έως το 2000. Σε γενικές όμως γραμμές, οι πρώτες εργασί-ες πραγματοποιήθηκαν με μεγάλη ταχύτητα· τα νεότερα κατάλοιπα αποξηλώνονταν αδιάκριτα, μαζί με εκείνα της ύστερης αρχαιότητας και της βυζαντινής εποχής, χωρίς να

ερευνηθούν και κυρίως, να τεκμηριωθούν, με εξαίρεση τα κατάλοιπα οικιών της μέσης βυζαντινής εποχής στο ΝΔ τμήμα της αυλής της Αγοράς.

Η Πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδας, όπως φαίνεται από τις απεικονίσεις της σε γκραβούρες, είχε ενσωματωθεί στον πολεοδομικό ιστό της Οθωμανικής Αθήνας, πιθανό-τατα ως «Πύλη του Σταροπάζαρου», δηλαδή της αγοράς των σιτηρών. Αντίθετα, το ανατολικό πρόπυλο σώζεται μόνο στο κατώτερο τμήμα του, αλλά σύμφωνα με την πε-ριγραφή ενός περιηγητή που βρέθηκε στην Αθήνα μεταξύ του 1475 και του 1485, τότε σωζόταν έως και τη στάθ-μη του θριγκού, πιθανά του επιστυλίου. Πρόκειται για τον πρώην Ανώνυμο της Αμβροσιανής Βιβλιοθήκης του Μιλάνου, ο οποίος ταυτίστηκε από τον καθηγητή Luigi Beschi, με τον Φραγκισκανό μοναχό Urbano Bolzanio11.

Οι ανασκαφικές έρευνες της περιόδου 2000-2003Η ανασκαφή που παρουσιάζεται εδώ, μαζί με το ακόμη μη ανασκαμμένο αντίστοιχο τμήμα των ανατολικών κα-ταστημάτων της Αγοράς, αποτελούσε το μοναδικό τμήμα του μνημείου που διατηρούσε ακόμα, έστω και διατα-ραγμένη, τη στρωματογραφία της ύστερης αρχαιότητας, καθώς και των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων,

1. Ρωμαϊκή Αγορά: τοπογραφικό διάγραμμα, κλίμακα 1:1000 (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ - Ι. Τραυλός, Ενημερωμένη έκδοση: Σ. Μικροπούλου).

1

171

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

12 Το αποστραγγιστικό δίκτυο αποκαλύφθηκε πλήρως και αποκαταστάθηκε στην ανατολική πλευρά του περιστυλίου, από το 1ο έως το 13ο μετακιόνιο διάστημα, το 1999, στο πλαίσιο του έργου της Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας· την ανασκαφή παρακολούθησε η συμβασιούχος αρχαιολόγος κ. Θεώνη Πετροπούλου, υπό την επίβλεψη της τότε υπεύθυνης του αρχαιολογικού χώρου, κ. Ά. Σπετσιέρη-Χωρέμη, ενώ η μελέτη αποκατάστασης εκπονήθηκε από τον πολιτικό-μηχανικό Κωνσταντίνο Ζορμπά.

13 Τραυλός 1960, 129-134, πίν. VI· Agora XXIV, 56-74· Baldini Lippolis 1995, 178-183· Baldini Lippolis 2003, 17-19.

αν και τα θεμέλια του στρατιωτικού αρτοποιείου είχαν κα-τέβει αρκετά χαμηλά, περίπου έως τη στάθμη της ύστερης βυζαντινής εποχής. Στόχος της ανασκαφής ήταν η αποκά-λυψη του βόρειου τμήματος της ανατολικής πλευράς του περιστυλίου της Αγοράς, νότια της οδού Πελοπίδα, ανά-μεσα στο 14ο και το 21ο – από νότο – μετακιόνιο διάστημα δηλαδή σε μήκος 22μ. και σε όλο του το πλάτος, δηλαδή 5,70μ. καθώς και η αποκάλυψη των καταλοίπων τρίκλι-της βασιλικής που είχαν εν μέρει ανασκαφεί το 1964 Β-ΒΑ και δυτικά του Φετιχιέ τζαμί (εικ. 1). Το ύψος της επίχωσης που ανασκάφηκε στο εσωτερικό του περιστυλίου κυμαι-νόταν από 1,50 έως 2,30μ. περίπου.

Στρωματογραφικά δεδομένα: 5ος-7ος αι. μ.Χ.

Σε πολλές περιπτώσεις, η στρωματογραφία που αποκα-λύφθηκε ήταν δύσκολο να ερμηνευτεί, λόγω μεταγενέ-στερων επεμβάσεων και αναμοχλεύσεων. Πάντως, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής εντοπίστηκαν και ερευνήθη-καν στρώματα που χρονολογούνται από την ύστερη αρ-χαιότητα, και συγκεκριμένα από τον 4ο και 5ο αιώνα, έως και την Τουρκοκρατία.

Στο τελευταίο στάδιο των εργασιών αποκαλύφθη-κε η επιφάνεια των μεγάλων κροκκαλοπαγών λίθων που αποτελούν την πρώτη σειρά της θεμελίωσης της πρόσο-ψης των ανατολικών καταστημάτων (εικ. 2), ενώ τμήμα πήλινου πιόσχημου αγωγού που αποκαλύφθηκε ελάχι-στα χαμηλότερα από τη ρωμαϊκή στάθμη του περιστυλί-ου ανήκει στο υστερορρωμαϊκό αποστραγγιστικό δίκτυο που είχε κατασκευαστεί τουλάχιστον στην ανατολική και τη νότια πλευρά του περιστυλίου, προκειμένου να επιλυ-θεί το πρόβλημα της συσσώρευσης ομβρίων υδάτων και της ανόδου του υδροφόρου ορίζοντα (εικ. 3)12.

Αν και αρκετά αποσπασματικά σε κάποιες περι-πτώσεις, δεν έλειψαν ευρήματα χρονολογούμενα μεταξύ του 4ου και του 5ου αι. μ.Χ., περιόδου έντονης οικοδομικής δραστηριότητας στην πόλη της Αθήνας, όπως αποδεικνύ-ει, μεταξύ άλλων, η ανέγερση του «Ανακτόρου των Γιγά-ντων» στο κέντρο της Αρχαίας Αγοράς και του λεγόμενου Τετράκογχου ναού στην εσωτερική αυλή της παρακεί-μενης Βιβλιοθήκης του Αδριανού, στο δεύτερο τέταρτο του 5ου αι. μ.Χ., το «Βήμα του Φαίδρου» στο Θέατρο του Διονύσου, η «Οικία του Πρόκλου», καθώς και μεγάλος αριθμός δημόσιων και ιδιωτικών λουτρών13.

2. Ρωμαϊκή Αγορά: ανατολική πλευρά του περιστυλίου και πρόσοψη των καταστημάτων – βασιλική: κάτοψη της ανασκαφής, κλίμακα 1:50 (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ - Αγγ. Δημητρακοπούλου, Ενημερωμένη έκδοση: Π. Αναστασάκου).

2

172

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Μεταξύ 4ου και 5ου αιώνα, αν και με επιφύλαξη, μπορεί να χρονολογηθεί μία αργολιθοδομή με μεγάλο πάχος, ο Τοίχος 18 (εικ. 4), με βάση τα λιγοστά κεραμι-κά ευρήματα, αλλά και ένα χάλκινο νόμισμα, πιθανότα-τα nummus (minimus) του 5ου αι. μ.Χ.· αποκαλύφθηκαν δύο τμήματά του, ένα εγκάρσιο προς τον Τοίχο 2 (βλ. εικ. 3-4), ο οποίος σε μεταγενέστερη εποχή κατασκευάστηκε

επί του στυλοβάτη του 20ού μετακιονίου διαστήματος, και ένα ακόμη τμήμα του λίγο ανατολικότερα, σε μικρή από-σταση από την πρόσοψη των ανατολικών καταστημάτων της Αγοράς, κοντά στο οποίο βρέθηκε και το εν λόγω νόμισμα. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε κάτι σχετικά με τον χαρακτήρα του κτηρίου στο οποίο ανήκε ο τοίχος 18, κοσμικό ή άλλου τύπου, καθώς τα εντοπισθέντα τμήματά του, συνολικού μήκους 2,40μ., δεν επιτρέπουν τη δια-τύπωση οποιασδήποτε υπόθεσης. Αντίθετα, ένα στρώμα καταστροφής που αποκαλύφθηκε σε μικρή απόσταση βόρεια του τοίχου 18, χρονολογείται στα τέλη του 6ου αι-ώνα και πιθανότατα έχει σχέση με την κατάρρευσή του.

Εντός του περιστυλίου, και σχετικά κοντά στην όψη των καταστημάτων και στη στάθμη έδρασης του τοιχοβά-τη τους, βρέθηκε ένα ακόμη χάλκινο νόμισμα του ίδιου τύπου με το προηγούμενο, επίσης χρονολογούμενο στον 5ο αιώνα· ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως βρέθηκε εντός συμπαγούς στρώματος, μάλλον δαπέδου που κάλυπτε τη συγκεκριμένη περιοχή, και το οποίο αποτελείτο από 2-3 στρώσεις που εκτός από κόκκινο πηλόχωμα, περιείχε και υλικά που παραπέμπουν σε κάποια καταστροφή που συνοδεύτηκε από πυρκαγιά. Επίσης στον 5ο αιώνα χρο-νολογείται και ένα τρίτο νόμισμα, ένας minimus όπως και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, ο οποίος βρέθηκε σε στρώμα που είχε καλύψει τον μαρμάρινο αγωγό της αυλής της Αγοράς, μεταξύ του 15ου και του 16ου από νότο κίονα της ανατολικής κιονοστοιχίας.

3. Ρωμαϊκή Αγορά: ανατολική πλευρά του περιστυλίου – βασιλική: κάτοψη της ανασκαφής, 1η φάση, κλίμακα 1:50 (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ - Αγγ. Δημητρακοπούλου).

4. Περιστύλιο – ανατολική πλευρά: 20ό μετακιόνιο διάστημα, τοίχος 2 (επάνω) – τοίχος 18 (κάτω) (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ν. Τσονιώτης).

3

4

173

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

14 ΟΜ. = Στρωματογραφική ενότητα.15 Πρβλ. με: Sironen 1997, 239-240, αρ. 199, και 284, αρ. 255· Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002, 63, 70, 108, 119, 134, αρ. 1, 16, 98, 113,

146, και κυρίως με Noy – Panayotov – Bloedhorn 2004, 151-153, Ach. 30.16 Agora XXIV, 59· Μπούρας 2010, 26. 17 Ο Metcalf (1962, 146-147) αναφέρεται σε μεμονωμένα επεισόδια που σημειώθηκαν το 582 μ.Χ., και οφείλονται σε ομάδες Σλάβων,

ήδη εγκατεστημένων στην Ελλάδα από το 578. Agora XXIV, 93-94· ο Χαράλαμπος Μπούρας (2010, 257-258) παρουσιάζει την υπάρ-χουσα βιβλιογραφία σχετικά με την υπόθεση μιας σλαβικής επιδρομής στην Αθήνα και οδηγείται στο συμπέρασμα μιας πιθανής σλαβικής παρουσίας στην πόλη με μικρή διάρκεια. Βλ. επίσης Fowden 1990, 495, σημ. 9.

18 Σχετικά με την παρουσία Αβάρων και Σλάβων στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αιώνα, βλ. Vryonis 1981, και ειδικότερα τις σελ. 378-381 και 390· σχετικά με την εξάπλωση των Σλάβων στα Βαλκάνια μεταξύ 6ου και 7ου αι. μ.Χ., καθώς και τις σχετικές νομισματικές μαρτυρίες, βλ. Metcalf 1991.

19 Agora XXIV, 117.20 Βλ. Grierson 1968, Follis - class I / class IV, 403, 442-447, αρ. 59 ή 64, πίν. XXVI.21 Το νόμισμα βρέθηκε στο εσωτερικό ενός στρώματος (CXX) που χαρακτηριζόταν από την παρουσία ιχνών καύσης, που με τη σειρά

του καλυπτόταν από στρώμα καταστροφής (CXIX) με πολλά θραύσματα κεραμίδων, άμορφα πώρινα και μαρμάρινα θραύσματα και πολλά κατάλοιπα πυρκαγιάς.

22 Διαστάσεις: Μ.: 0,09, Πλ.: 0,084, Υ.: 0,025 μ. (0,037 μ. με τη λαβή). Για το λυχνάρι ΡΑ 2215, βλ. Agora VII, 193, αρ. 2833 (2ο μισό 6ου αι.), πίν. 44· Aupert 1980, 26, 411-413, αρ. 58, εικ. 26 - αρ. 62, εικ. 28 - αρ. 63, εικ. 29. Τα λυχνάρια αυτά χρονολογούνται στο 585 μ.Χ. περίπου.

23 Διαστάσεις: μέγ. σωζ. Μ: 0,0106, Πλ.: 0,077, Υ.: 0,030 μ. Για το λυχνάρι ΡΑ 2218, βλ. Agora VII, 103, αρ. 375 (6ος αιώνας), πίν. 11 και κυρίως, 193, αρ. 2830 (δεύτερο μισό του 6ου αιώνα), πίν. 44· Karivieri 1996, αρ. 157-158 (δεύτερο μισό του 6ου αιώνα), πίν. 48, πίν. 54. 42· Petridis 2007, 48-49, εικ. 5 (δεξιά).

Βορειότερα, ανατολικά της βόρειας κόγχης της Βα-σιλικής της Αγοράς, στην περιοχή του περιστυλίου και πολύ κοντά στην πρόσοψη των καταστημάτων, αποκα-λύφθηκε η γωνία ενός κτηρίου, αποτελούμενη από δύο αργολιθοδομές, τους τοίχους 24 και 25, η θεμελίωση των οποίων βρισκόταν εντός στρώσης από κόκκινο πηλόχω-μα, η οποία κάλυπτε και εδώ το περιστύλιο στο επίπεδο της ρωμαϊκής στάθμης. Η κεραμική του στρώματος που κάλυπτε τη χαμηλότερη στάθμη της θεμελίωσης του Τοί-χου 24, χρονολογείται στον 5ο αιώνα, πιθανότατα στις αρχές του. Αντίθετα, ένα στρώμα καταστροφής (ΟΜ.14 417) κατά μήκος της εξωτερικής πλευράς των δύο τοίχων μάλλον χρονολογείται στον 7ο αιώνα.

Μετά τον 5ο ή 6ο αιώνα, ανάγεται με βεβαιότητα η κατασκευή ενός νέου δαπέδου ή η επισκευή του υπάρ-χοντος, στο εσωτερικό των ανατολικών καταστημάτων, στοιχείο που προέκυψε ύστερα από την αποκάλυψη ενός μικρού τμήματός του, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής εσωτερικά του κατεστραμμένου τμήματος της πρόσοψης των καταστημάτων, εκεί όπου σώζεται μόνο ο τοιχοβάτης των μαρμάρινων ορθοστατών και κυρίως η ευθυντηρία τους, μαζί με το μαρμάρινο κατώφλι ενός καταστήματος (βλ. εικ. 2). Στο συγκεκριμένο τμήμα του δαπέδου, απο-τελούμενου από μαρμάρινες πλάκες σε δεύτερη χρήση, διαπιστώθηκε πως είχε ενσωματωθεί και μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη, χρονολογούμενη μεταξύ 5ου και 6ου αι-ώνα. Η επιγραφή φέρει χαραγμένη δίπλα της τη χαρα-κτηριστική Menorah15, μαρτυρώντας το θρήσκευμα του νεκρού και δηλώνοντας την παρουσία ενός μέλους της εβραϊκής κοινότητας16 στην πρωτοβυζαντινή Αθήνα. Έτσι, η επιτύμβια στήλη μάς παρέχει ένα ασφαλές terminus post-quem για την ανακατασκευή ή την επισκευή του δαπέδου των ανατολικών καταστημάτων της Ρωμαϊκής Αγοράς. Αντίθετα, η ΟΜ. 306, δηλαδή το στρώμα που κάλυψε τον τοιχοβάτη των καταστημάτων όταν οι ορθο-στάτες της πρόσοψης δεν βρίσκονταν πλέον στη θέση τους, αποτελεί το terminus ante-quem για την κατασκευή ή την επιδιόρθωση του δαπέδου. Πρόκειται για στρώμα

που με βάση την κεραμική που περιείχε χρονολογείται ανάμεσα στα τέλη του 6ου και τις αρχές του 7ου αι. μ. Χ.

Σε κάθε περίπτωση, ο 6ος και ο 7ος αιώνας είναι η καλύτερα τεκμηριωμένη περίοδος της παρούσας ανα-σκαφής πριν από τα μεσοβυζαντινά χρόνια. Τον 6ο αιώνα, και συγκεκριμένα το 529 μ.Χ. εκδιδόταν το διάταγμα του Ιουστινιανού που οδηγούσε στο κλείσιμο της Νεοπλατω-νικής σχολής και κατά συνέπεια στην απώλεια από την Αθήνα του ρόλου της ως εκπαιδευτικού κέντρου, γεγο-νός που όπως γνωρίζουμε οδήγησε στη σταδιακή παρακ-μή της. Στη συνέχεια, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, οι οποίοι βασίστηκαν στον εντοπισμό ιχνών καταστροφής σε διάφορα σημεία της πόλης17, η Αθήνα πρέπει να έπεσε θύμα μιας σύντομης σλαβικής επιδρομής το 582 μ.Χ.18. Το ζήτημα της πραγματοποίησης ή μη μιας σλαβικής επί-θεσης στην Αθήνα παραμένει ακόμα ανοιχτό, αν και το πιθανότερο είναι πως η πόλη δεν καταλήφθηκε. Πάντως, το 662/663 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ (641-668 μ.Χ.), εγκατέστησε το στρατηγείο του για έναν μήνα στην Αθήνα, προκειμένου να διευθύνει από εκεί τις στρατιωτι-κές του επιχειρήσεις εναντίον των Σλάβων19· η διαμονή του αυτοκράτορα στην πόλη τεκμηριώνεται μεταξύ άλ-λων και από έναν ιδιαίτερα υψηλό αριθμό νομισμάτων από κοπές της βασιλείας του. Στο πλαίσιο της παρουσίας του Κώνσταντα στην Αθήνα μπορεί πιθανά να τοποθετη-θεί και ένας follis – ΡΑ 2220 που χρονολογείται μεταξύ του 641 και του 659 μ.Χ.20· το νόμισμα βρέθηκε λίγα εκα-τοστά επάνω από τη στάθμη της ρωμαϊκής εποχής21, γε-γονός που επιβεβαιώνει την πολύ μικρή άνοδο της στάθ-μης του περιστυλίου της Ρωμαϊκής Αγοράς, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα.

Στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα χρονολογούνται τρία πήλινα λυχνάρια ΡΑ 2214, ΡΑ 221522 (εικ. 5), ΡΑ 221823 (εικ. 6), που βρέθηκαν πολύ κοντά στην όψη των καταστημάτων. Είναι λυχνάρια αθηναϊκής παραγωγής, αλλά δύο από αυτά (ΡΑ 2214, ΡΑ 2218), τα οποία είναι πανομοιότυπα, αποτελούν απομίμηση αφρικανικού τύ-που. Στην ίδια εποχή χρονολογείται ένα ακόμη λυχνάρι

174

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

24 Βλ. Agora VII, 190-191, αρ. 2761, πίν. 43, αρ. 2796, πίν. 44. Τα λυχνάρια ΡΑ 2137 και ΡΑ 2214 είναι υπό δημοσίευση, στο N. Tsoniotis, Lo scavo del lato est del peristilio dell’Agorà romana di Atene (2000-2003): dati stratigrafici e risultati, για τα πρακτικά του συνεδρίου με τίτλο “Seminari di Storia e Archeologia Greca: Gli Ateniesi e il loro modello di città”, (Ρώμη, 24-26 Ιουνίου 2012), στο περιοδικό Thiasos. Rivista di Archeologia e Architettura Antica. Monographs.

αθηναϊκού εργαστηρίου (ΡΑ 2137), που εντοπίστηκε λίγο νοτιότερα, αλλά πάντα κοντά στον τοιχοβάτη της όψης των καταστημάτων 24.

Στα τέλη του 6ου αιώνα, μεταξύ 565 και 578 μ.Χ., χρονολογείται ένα εικοσανούμμιο του Ιουστίνου Β΄, που

βρέθηκε λίγο επάνω από τη στάθμη του στυλοβάτη της κιονοστοιχίας της Αγοράς· επίσης στον 6ο αιώνα χρονο-λογούνται: ένα χάλκινο πεντανούμιο, το οποίο ήλθε στο φως μπροστά από τα ανατολικά καταστήματα, στη στάθ-μη του τοιχοβάτη τους, καθώς και μία χάλκινη πόρπη ζώ-

5. Λυχνάρι (ΡΑ 2215), 2ο μισό του 6ου αιώνα μ.Χ. (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

6. Λυχνάρι (ΡΑ 2218), 2ο μισό του 6ου αιώνα μ.Χ. (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

5 6

5α 6α

175

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

25 Μία πανομοιότυπη πόρπη, η οποία εκτίθεται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα, με αρ. ευρετηρίου ΒΧΜ 142, χρονολογείται στον 6ο αι. μ.Χ.

26 Διαστάσεις: Υ.: 0,41, μέγ. Διάμ.: 0,090μ. Για ένα παρόμοιο «σπαθίο» από το ναυάγιο του Yassi Ada, βλ. Bass – Van Doorninck 1982, 181, 187, P66-P67, σημ. 59-62, εικ. 8.18, 8.22: ύστερος 6ος – 7ος. Βλ. επίσης: Hayes 1968, 215, type 7· Hayes 1992, Saraçhane Deposit 30, 655-670 μ.Χ.: αμφορέας type 14 (σπαθίον), 67, 104 (186-87), 169, αρ. 186-187, εικ. 49· Bonifay 2004, 127-129, εικ. 69A2· Pieri 2005, 16, 18, εικ. 8.

27 Βλ. πώμα από τον Εμπορειό της Χίου, με παρόμοια εγχάρακτη φυτική διακόσμηση σε σχήμα κλαδιού, σε Balance – Boardman – Corbett – Hood 1989, 110, 113, nο. 273, εικ. 41, χρονολογούμενο γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα. Το πώμα ΡΑ 2216 είναι υπό δημοσίευση, ό.π. σημ. 24.

28 Για τους αμφορείς ΡΑ 2223 και ΡΑ 2224, βλέπε: Bass – Van Doornick 1982, αμφορείς τύπου 2, 157-160. Ιδιαίτερα για τον αμφορέα ΡΑ 2223, βλ. τύπο 2A: CA 14 και CA 16· ο αμφορέας ΡΑ 2224 είναι όμοιος με τον CA14. Για τον αμφορέα ΡΑ 2223, βλ. και CA17, εικ. 8.5, τύπος 2A· βλ. επίσης για εμπορικούς αμφορείς που χρονολογούνται γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα από τον Εμπορειό της Χίου, σε Balance – Boardman – Corbett – Hood 1989, 109, αρ. 236-7, πίν. 24. ΡΑ 2224: LRA 2B: πίν. 26, σ. 266. Ιδιαίτερα για τον αμφορέα ΡΑ 2224, βλ. type 2B, 88, πίν. 26· επίσης, Vroom 2005, Late Roman Amphora 2: 4ος αι. έως τέλη 6ου/7ο, 52, 55, εικ. 12.1· για σύγκριση με τον αμφορέα ΡΑ 2223, βλ. πανομοιότυπο αμφορέα LR2, από το σπήλαιο της Ανδρίτσας (Αργολίδα) στην Πελοπόν-νησο, σε Κορμαζοπούλου – Χατζηλαζάρου 2010, 171-172, 177, εικ. 3β, 5β. Το υλικό που βρέθηκε στο σπήλαιο χρονολογήθηκε ανάμεσα στα τέλη του 6ου αιώνα και τις αρχές του 7ου. Για τον αμφορέα ΡΑ 2217, ο οποίος ανήκει σε παραλλαγή του τύπου αμφορέα LR2, με εγχάρακτη, ευθύγραμμη κτενωτή διακόσμηση, βλέπε: Agora V, P4129, πίν. 40· Riley 1979, Late Roman Amphora 2: 217-219, D348-350, εικ. 92: αρχές 6ου αιώνα· επίσης, σε Balance – Boardman – Corbett – Hood 1989, LR 2A, πίν. 23.2-3, 24.1, 263-4· Γερούση 1992-1993, αμφορέας – Late roman 2: 7ος αι. – 252-254, αρ. 8040, σχ. 2, πίν. 47β και Παπανικόλα-Μπακιρτζή 1999, 353, αρ. 409· Pieri 2005, Late Roman Amphora 2, παραλλαγή LRA 2A (5ος αι. – μέσα 6ου) - 2B (2ο μισό του 6ου), 86-88, εικ. 45, πίν. 23-25, 25-26· Κορμαζοπούλου – Χατζηλαζάρου 2010, 171-172, 177, εικ. 3α-β, 5α-β. Ο αμφορέας ΡΑ 2217 είναι υπό δημοσίευση, ό.π. σημ. 24.

νης (ΡΑ 2219) από το περιστύλιο25, η οποία όμως βρέθη-κε σε στρώμα μέσης βυζαντινής εποχής.

Όσον αφορά τη χρονολόγηση κτισμάτων, οικιών ή εργαστηρίων, που οικοδομήθηκαν εντός της Ρωμαϊκής Αγοράς κατά τη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου, οι τοίχοι 26 και 27, σε μικρή απόσταση από τους τοίχους 24 και 25, στους οποίους αναφερθήκαμε νωρίτερα, ανή-καν σε κτήριο χρονολογούμενο τουλάχιστον στον 7ο μ.Χ. αιώνα (εικ. 7). Σε αυτό το συμπέρασμα οδήγησε η αποξή-

λωση των δύο τοίχων και η ανασκαφή του υποστρώμα-τος δαπέδου που σωζόταν στο εσωτερικό της γωνίας του κτηρίου στο οποίο ανήκαν (ΟΜ. 422)· μεταξύ άλλων, στο εσωτερικό του δαπέδου βρέθηκε ένας αμφορέας βορει-οαφρικανικής προέλευσης τύπου «σπαθίον» (ΡΑ 2138, εικ. 8)26, χρονολογούμενος μεταξύ 655 και 700 μ.Χ., καθώς και πώμα χύτρας (ΡΑ 2216) με εγχάρακτη κυμα-τοειδή διακόσμηση, χρονολογούμενο μάλλον στην ίδια εποχή27. Στο εσωτερικό του ίδιου υποστρώματος δαπέ-

δου βρέθηκαν επίσης, τμήματα τουλάχιστον τριών μεγά-λων εμπορικών αμφορέων (ΡΑ 2217, ΡΑ 2223 – εικ. 9 και ΡΑ 2224 – εικ. 10) που χρονολογούνται ανάμεσα στα τέλη του 6ου και τον 7ο αιώνα28.

8. Αμφορέας τύπου «σπαθίον» (ΡΑ 2138), 2ο μισό 7ου αι. μ.Χ. (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

8

7. Περιστύλιο – ανατολική πλευρά: κτηριακά κατάλοιπα 7ου αι. μ.Χ. (τοίχοι 26 – 27 και υπόστρωμα δαπέδου) (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ν. Τσονιώτης).

7

176

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

29 Σχετικά με την ύπαρξη τοίχων που είχαν κλείσει τα μετακιόνια διαστήματα στο περιστύλιο της Ρωμαϊκής Αγοράς, βλ. Ορλάνδος 1964, 16 και Μπούρας 2010, 71-72, εικ. 29· ο Α. Ορλάνδος τους χαρακτήρισε βυζαντινούς, όπως πρόσφατα και ο Χ. Μπούρας.

Τουλάχιστον την ίδια εποχή έκλεισαν και κάποια από τα μετακιόνια διαστήματα του περιστυλίου, με την κατασκευή των παρακάτω αργολιθοδομών (βλ. εικ. 2-3): των τοίχων 2 και 3, στο 20ό και στο 19ο μετακιόνιο διά-στημα, αντίστοιχα, καθώς και των τοίχων 8 και 13 στο 16ο και το 17ο μετακιόνιο διάστημα, αντίστοιχα. Οι εν λόγω τοιχοποιίες, που οριοθετούσαν χώρους με αδιευκρίνιστη μέχρι τώρα χρήση, κατασκευάστηκαν με αργούς λίθους και με spolia, όπως θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών, μαρμάρινων πλακών, αλλά και πλίνθων, με χρήση ενός όχι ιδιαίτερα ισχυρού συνδετικού κονιάματος. Η πρακτι-κή αυτή, δεν είναι όμως μεμονωμένη, καθώς χώροι οικι-ακής ή άλλης χρήσης οι οποίοι δημιουργήθηκαν με τον ίδιο τρόπο, υπήρχαν με βεβαιότητα τουλάχιστον και στο

νότιο περιστύλιο της Αγοράς, όπου παρατηρούνται ακό-μη στο έδαφος κατάλοιπα τοίχων παρόμοιας κατασκευής με τους προαναφερθέντες· μεταξύ αυτών, τοίχος με προ-σανατολισμό Β-Ν, που εφάπτετο στον 8ο από ανατολικά κίονα της εξωτερικής κιονοστοιχίας του περιστυλίου, κα-θώς και δύο τοίχοι που σχηματίζουν τη γωνία μεγάλου χώρου, νότια του 11ου από ανατολικά μετακιονίου δια-στήματος της εξωτερικής κιονοστοιχίας. Κρίνοντας από την ύπαρξη ροδόχρωμου υδραυλικού κονιάματος σε όλο το μήκος της εσωτερικής παρειάς των δύο τοίχων, η κατασκευή πιθανότατα ανήκε σε μια αρκετά μεγάλη δεξα-μενή, εγκατεστημένη σε ιδανική θέση, αφού η παρουσία νερού στο νότιο περιστύλιο είναι διαρκής. Είναι βέβαιο ότι τοίχοι που έκλειναν τα μετακιόνια διαστήματα είχαν βρεθεί και κατά τη διάρκεια παλαιότερων ανασκαφών· ο Αναστάσιος Ορλάνδος αναφέρεται σε αυτούς, το 1964, χαρακτηρίζοντάς τους ως βυζαντινούς29. Επιστρέφοντας όμως στην ανατολική κιονοστοιχία, είναι χαρακτηριστικό ότι επί του στυλοβάτη της, και συγκεκριμένα στο 18ο με-τακιόνιο διάστημα, θεμελιώθηκε και η εξωτερική πλευρά της αψίδας του ιερού της βασιλικής της Ρωμαϊκής Αγοράς (εικ. 11). Επίσης χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η κάτω απόληξη του επιχρίσματος της ανατολικής πλευράς των αργολιθοδομών 2, 3, 8 και 13, σε όλο το μήκος της ανασκαφής εδραζόταν σε επίχωση που βρισκόταν στην ίδια στάθμη με αυτή στην οποία εδραζόταν και το επί-χρισμα της αψίδας της βασιλικής, στάθμη που μπορεί να χρονολογηθεί με βεβαιότητα από τα τέλη του 6ου αιώνα και εξής. Το στρώμα στο οποίο εδραζόταν το επίχρισμα του τοίχου 8 (16ο μετακιόνιο) ήταν το CXVI (ΟΜ. 271), το οποίο χρονολογείται στον 6ο αι., μάλλον στο δεύτερο μισό του, όπως πιθανότατα και το στρώμα καταστροφής το οποίο κάλυπτε (CXVII). Ελάχιστα βορειότερα, το στρώμα

9. Τμήμα εμπορικού αμφορέα (ΡΑ 2223), τέλη 6ου – 7ος αι. μ.Χ. (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

10. Τμήμα εμπορικού αμφορέα (ΡΑ 2224), τέλη 6ου – 7ος αι. μ.Χ. (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

11. Ανατολική κιονοστοιχία: η κόγχη του ιερού βήματος της βασιλικής επί του 18ου από Ν μετακιονίου διαστήματος. Αριστερά, η βάση του 18ου κίονα (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

9

10

11

177

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

30 Agora XXIV, 117-124· Kazanaki-Lappa 2002, 641-643· Vroom 2005, 154-155· Μπούρας 2010, 258-261· Vroom 2011, 139-142 και 154-155.

CXVII καλυπτόταν από το στρώμα CXVIII (OM. 272), το οποίο χρονολογείται επίσης με βεβαιότητα ανάμεσα στο 2ο μισό του 6ου και τον 7ο αιώνα. Οι εν λόγω επιχώσεις (εικ. 12), καθώς και άλλα εκτεταμένα στρώματα κατά

μήκος της κιονοστοιχίας περιείχαν κατάλοιπα καταστρο-φής που συνοδεύτηκε από πυρκαγιά, όπως θραύσματα πλίνθων, κεραμίδων και μαρμάρινων πλακών, μαζί με έντονα ίχνη καύσης. Τα κατάλοιπα αυτά χαρακτηρίζονταν από μεγάλη περιεκτικότητα σε τέφρα, αλλά και σε χρηστι-κή κεραμική, όπως θραύσματα εμπορικών αμφορέων με κτενωτή διακόσμηση και άλλο υλικό που χρονολογείται επίσης ανάμεσα στα τέλη του 6ου και τον 7ο αιώνα. Επί

πλέον, η αποκάλυψη της βάσης του 17ου κίονα και του στυλοβάτη του 16ου μετακιονίου έγινε ύστερα από την αφαίρεση επίχωσης που περιείχε κεραμική με κτενωτή δι-ακόσμηση, κυματοειδή και μη, χρονολογούμενη και σε

αυτή την περίπτωση από τον 6ο αιώνα (δεύτερο μισό) έως τον 7ο - ΟΜ. 278. Στη χρονολόγηση αυτών των επιχώσεων κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα ή λίγο μετά, συνηγορεί και ο follis του Κώνσταντα Β΄, που βρέθηκε σε μικρή απόσταση ανατολικά του τοίχου 13, και στην ίδια στάθμη με τη θεμελίωσή του, λίγα εκατοστά επάνω από τη στάθμη της άνω επιφάνειας του στυλοβάτη της ανατολικής κιονοστοιχίας. Συμπεραίνεται επομέ-νως ότι τα μετακιόνια διαστήματα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ανατολική πλευρά της αγο-ράς κλείστηκαν με αργολιθοδομές κατ’ αρχήν κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα ή λίγο αργότερα. Κάποιοι από τους τοίχους αυτούς χρειάστηκε να επισκευαστούν σε μεταγενέστερη εποχή, αφού ο τοίχος 3, αποξηλωμένος σήμερα, ήταν εμφανώς συμπληρωμένος στο κεντρικό του τμήμα, σε όλο το σωζόμενο ύψος, έως την επιφάνεια θεμελίω-σής του στον στυλοβάτη.

Τα παραπάνω οδήγησαν στην ανύψω-ση της στάθμης του περιστυλίου κατά 20 ή 30 εκατοστά περίπου, και ακριβώς επάνω σε αυτή τη στάθμη διεξαγόταν πλέον η κυκλοφορία στο εσωτερικό της Αγοράς, τουλάχιστον σε αυτή την πλευρά του περιστυλίου της. Εκεί, κοντά στο βόρειο όριο της ανασκαφής μας οικοδομήθηκε μάλλον κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα και το κτήριο στο οποίο ανήκαν και οι τοίχοι 26 και 27· σε τόσο μικρή απόσταση από την πρόσοψη των καταστημάτων, που φαίνεται πως η πρόσοψή τους είχε ήδη καταστραφεί και πιθανά τη θέση τους είχαν καταλάβει οικίες ή κτήρια με άλλη χρήση.

Λίγο αργότερα, στις αρχές του 8ου αι. μεταξύ 705 και 706 μ.Χ., επί βασιλείας Τιβερί-ου Β΄, χρονολογείται χάλκινο νόμισμα, μάλλον μισός follis Κωνσταντινουπόλεως, που βρέθη-κε κοντά στη βάση του 22ου από νότο κίονα του περιστυλίου.

Στη συνέχεια, τα ανασκαφικά μας ευρή-ματα μαρτυρούν μια στάση ή έναν εξαιρετικά περιορισμένο όγκο δραστηριοτήτων για το αμέ-σως επόμενο χρονικό διάστημα, δηλαδή αυτό

μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα, φαινόμενο που φαίνεται πως αφορά γενικότερα στην Αθήνα αυτής της περιόδου, δη-λαδή των λεγόμενων «σκοτεινών αιώνων»30, και θα πρέ-πει να οφείλεται στις σλαβικές και τις αραβικές επιδρομές στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, αλλά και σε ευρύτερες διοικητικές και οικονομικές μεταβολές. Αντίθετα, οι τρεις αιώνες της μέσης βυζαντινής εποχής που ακολούθησαν, από τον 10ο έως και τον 12ο, αποτέλεσαν για την Αθήνα

12. Περιστύλιο – ανατολική πλευρά: στρώμα καταστροφής (CXVII) ανατολικά του 17ου μετακιονίου διαστήματος (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ν. Τσονιώτης).

12

178

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

31 Τραυλός 1960, 150-156· Μπούρας 2010, 25-26, 262-264.32 Χατζησάββας 2008, 109, εικ. 112.33 Corinth XI, 58-59, εικ. 41A (undecorated red ware jugs). “Red Biscuit”, 1ο μισό 12ου.

περίοδο οικονομικής ανάκαμψης, τοπογραφικής εξάπλω-σης και έντονης οικοδομικής δραστηριότητας31, η οποία αποτυπώθηκε και εντός της Ρωμαϊκής Αγοράς, τόσο από τις παλαιότερες ανασκαφικές έρευνες όσο και από την ανασκαφή του περιστυλίου. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, έγινε σαφές πως ανάμεσα στην πρωτοβυζαντι-νή περίοδο, δηλαδή τον 6ο και 7ο αιώνα από τη μία μεριά, και τη μεσοβυζαντινή, μεταξύ 10ου και 12ου, από την άλλη, προέκυψε μία ανύψωση της στάθμης του περιστυλίου, που στο τμήμα της ανασκαφής νότια του ιερού της βασιλι-κής ανερχόταν σε λίγα εκατοστά, ενώ βορειότερα έφτανε κατά τόπους και τα 70.

Οικίες και άλλα κατάλοιπα βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχήςΈτσι, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής ανατολικά του 14ου και 15ου (από νότο) μετακιονίου διαστήματος, αποκαλύ-φθηκαν τα κατάλοιπα οικίας που μεταξύ του 11ου και του 12ου αιώνα κατασκευάστηκε σε επαφή με την πρόσοψη των ανατολικών καταστημάτων, σε μικρή απόσταση από τη βασιλική της Αγοράς, διαταράσσοντας στρώματα χρονολογούμενα στον 7ο αιώνα. Από το εν λόγω κτήριο διετηρείτο μέρος του δαπέδου του, αποτελούμενου από πήλινες πλίνθους και σχεδόν στην ίδια στάθμη, η κτιστή βάση για την τοποθέτηση της λίθινης λεκάνης ενός ελαιο-πιεστηρίου (εικ. 13)32· σε φωτογραφία που ανήκει στο αρ-χείο της Α΄ ΕΠΚΑ, η λεκάνη του απεικονίζεται ακόμα στη θέση της, επάνω στην κτιστή βάση. Πάντως, φαίνεται πως το κτήριο επέζησε κατά προσέγγιση έως τον 14ο αιώνα.

Μεταξύ 12ου και 13ου αιώνα θα πρέπει μάλλον να χρονολογηθεί τοίχος που επίσης εντοπίστηκε στο νότιο τμήμα της ανασκαφής, και με προσανατολισμό Δ-Α έφραζε

το περιστύλιο σε όλο του το πλάτος. Μεταξύ άλλων, στο εσωτερικό του Τοίχου 10 βρέθηκε μικρό χρηστικό αγγείο (jug) (εικ. 14) (ΡΑ 2225) με άχρωμη κατά τόπους εφυάλω-ση, χρονολογούμενο στο 1ο μισό του 12ου αιώνα33.

Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο χρονολογούνται και τα κατάλοιπα οικίας που αποκαλύφθηκε στο βόρειο τμήμα της ανασκαφής. Εκεί, περίπου 1μ. επάνω από τη στάθμη της ρωμαϊκής εποχής, αποκαλύφθηκαν κατά χώ-

13. Πρόσοψη ανατολικών καταστημάτων: κατάλοιπα μεσοβυζαντινής οικίας (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ν. Τσονιώτης).

14. Χρηστικό αγγείο -jug- (ΡΑ 2225), 1ο μισό 12ου

αιώνα (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

15. Περιστύλιο – ανατολική πλευρά, 21ος από Ν κίονας και αργολιθοδομές 5ου-7ου αι. μ.Χ. (Τχ2/Τχ18) και ύστερης βυζαντινής εποχής (Τχ7). Δεξιά, εκτός θέσεως ο κορμός του 22ου από Ν κίονα (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

13

14

15

179

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

34 Τα κατάλοιπα της οικίας, μαζί με τους πίθους, ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του 1931· βλ. Σταυρόπουλος 1930-1931, 13, εικ. 13.

ραν δύο πίθοι (Π5 και Π6), ένας από τους οποίους εφά-πτετο ακόμη στα κατάλοιπα του σύγχρονού του τοίχου 21· η εν λόγω οικία οικοδομήθηκε ανάμεσα στα τέλη του 13ου και στον 14ο αιώνα, χρονικό διάστημα στο οποίο μπορεί να χρονολογηθεί και μια ξεκάθαρη ανύψωση της στάθμης του περιστυλίου, τουλάχιστον στην ανατολική πλευρά της Αγοράς. Η εύρεση όμως ΒΑ του πίθου 6, σε ελαφρώς υψηλότερη στάθμη, ενός χάλ-κινου νομίσματος που χρονολογείται στην εποχή του σουλτάνου Μωάμεθ Γ΄ (1595-1603), δημιουργεί κάποια ερω-τηματικά σχετικά με τη χρονολόγηση των καταλοίπων της παραπάνω οικίας, αν και η παρουσία του δεν αποκλείεται να αποτελεί προϊόν αναμόχλευσης των υστεροβυζαντινών επιχώσεων.

Λίγο βορειότερα και σε μικρή απόσταση από το όριο του αρχαιο-λογικού χώρου κατά μήκος της οδού Πελοπίδα, αποκαλύφθηκε αργολιθοδο-μή (Τοίχος 7) παράλληλη με τον δρόμο, με προσανατολισμό Δ-Α (εικ. 15). Ο τοί-χος 7 εφάπτετο στην ανατολική απόλη-ξη άλλης αργολιθοδομής (Τοίχος 6) με τον ίδιο προσανατολισμό (βλ. εικ. 3), η δυτική απόληξη της οποίας εφάπτετο στη βόρεια πλευρά της βόρειας κόγχης της βασιλικής, αποτελώντας προέκτα-ση προς τα ανατολικά του βόρειου-εξωτερικού της τοίχου. Παράλληλα, ο τοίχος 7 είχε εν μέρει ενσωματώσει στη νότια πλευρά του τον 21ο από νότο κί-ονα της ανατολικής κιονοστοιχίας. Ο τοίχος σωζόταν σε ύψος 1μ. περίπου και το πλάτος του ήταν 0,60-0,70μ., ενώ η κάτοψή του ήταν κατά τόπους ακανό-νιστη και η τοιχοποιία του εξαιρετικά πρόχειρη: αποτελείτο κυρίως από αρ-γούς λίθους, μαζί με λίγα πώρινα και μαρμάρινα θραύσματα, χωρίς συνδετι-κό κονίαμα, ενώ δεν έφερε σε κανένα σημείο της νότιας όψης της κατάλοιπα επιχρίσματος. Το υστερότερο όστρακο που βρέθηκε στο εσωτερικό του τοίχου 7 χρονολογείται στην ύστερη βυζαντι-νή περίοδο, μάλλον στον 13ο αιώνα. Επρόκειτο πιθανότατα, είτε για θεμέλιο τοίχου είτε για εξαιρετικά πρόχειρη επι-σκευή αρχαιότερης τοιχοποιίας, ίσως της προέκτασης του τοίχου 6. Θα μπορούσε επίσης να αναφερθεί, έστω σαν υπόθε-ση εργασίας, η ερμηνεία του ως τμήμα-τος περιβόλου, που οριοθετούσε προς

βορρά έναν χώρο ανατολικά της βασιλικής, ενδεχομένως υπό τη δικαιοδοσία της.

Στην αρχική στάθμη της ανασκαφής, νότια της κόγχης του ιερού της βασιλικής, πριν την έναρξη των εργασιών ήταν ήδη ορατοί τρεις πίθοι, μαζί με οικοδο-μικά κατάλοιπα της οικίας στην οποία ανήκαν (εικ. 16)34. Οι τρεις πίθοι, διαφορετικού μεγέθους, αλλά με το χαρα-

16. Περιστύλιο - ανατολική πλευρά, κατάλοιπα οικίας εποχής Τουρκοκρατίας: βόρεια, νότια και ανατολική όψη (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ – Ανθή Γαλανοπούλου).

16

180

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

35 Για σύγκριση, βλ. Μακροπούλου 1995, 15, 35, αρ. 30, πίν. 16.30· Παπανικόλα-Μπακιρτζή 1999, 215, αρ. 246· Vroom 2005 (Monochrome and one colour sgraffito ware from Thessaloniki) 114-115, 4.3.

κτηριστικό επίχρισμα από όστρακα και ασβεστοκονίαμα, διέθεταν λιθόκτιστα στόμια, η άνω επιφάνεια των οποίων μάλλον αντιστοιχούσε στο δάπεδο του χώρου της οικίας. Αποκαλύπτοντας σταδιακά τους τρεις πίθους, ήρθε στο φως και η άνω σωζόμενη επιφάνεια του 17ου από νότο κίονα της ανατολικής κιονοστοιχίας, ο οποίος σώζεται σε ύψος 1,60μ. Η κεραμική που βρέθηκε στη στάθμη απο-κάλυψης του κίονα χρονολογείται στον 14ο αιώνα, και πιθανότατα στο πρώτο μισό του, όπως και η εφυαλωμέ-νη κούπα ΡΑ 2222 (εικ. 17)35. Φαίνεται πως ο κίονας κα-ταστράφηκε συστηματικά και ηθελημένα, ίσως κατά την ανέγερση του εν λόγω κτηρίου, που μάλλον έλαβε χώρα κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας, μετά τον 17ο αιώνα, υπόθεση που ενισχύεται από την πολύ υψηλή στάθμη στην οποία θα βρίσκονταν τα δάπεδα της οικίας, πολύ κοντά στη στάθμη του όμορου τζαμιού.

Η βασιλική της Ρωμαϊκής Αγοράς και η κοιμητηριακή της περιοχήΛίγο βορειότερα, στην εξωτερική πλευρά της κόγχης του ιερού βήματος της βασιλικής, διαπιστώθηκε πως ο 18ος κί-ονας της κιονοστοιχίας έλειπε από τη θέση του, διατηρεί-ται όμως κατά χώραν η βάση του (βλ. εικ. 11). Μολονότι δεν γνωρίζουμε πότε αφαιρέθηκε ο κίονας, είναι βέβαιο πως παρέμεινε στη θέση του τόσο κατά την οικοδόμηση της παρακείμενης βασιλικής όσο και κατά την κατασκευή της αργολιθοδομής που έκλεισε το προς νότο μετακιό-νιο διάστημα (τοίχος 13, εικ. 3), όπως προκύπτει από το

ημικυκλικό του αποτύπωμα στις επιφάνειες των δύο τοί-χων. Επί πλέον, το γεγονός ότι η βασιλική «ακούμπησε» με προσοχή στον κίονα, αποτελεί σοβαρή ένδειξη που επιτρέπει να υποθέσουμε πως όταν οικοδομήθηκε η εκ-κλησία, η ανατολική κιονοστοιχία του περιστυλίου ήταν ακόμη στη θέση της.

Στην ίδια περιοχή, ανατολικά της βασιλικής, απο-καλύφθηκε ένα καλοδιατηρημένο τμήμα δαπέδου με πήλινες πλίνθους που φέρουν εμπίεστη διακόσμηση, το οποίο καλύπτει τον χώρο δυτικά του προαναφερθέντος τοίχου, μεταξύ της κεντρικής και της νότιας κόγχης της βα-σιλικής (εικ. 2 και 18). Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η υποδομή του, εκεί που δεν σώζεται το ίδιο το δάπεδο: αποτελείται από θραύσματα πλίνθων, τοποθετημένα δια-γώνια σε ακανόνιστες σειρές και εν μέρει σε ημικυκλική διάταξη, μέθοδος που ίσως είχε ως στόχο την εξασφάλι-

ση της σταθερότητας του δαπέδου, για το οποίο υπάρ-χουν και ενδείξεις μεταγενέστερης επισκευής. Ο προορι-σμός του συγκεκριμένου χώρου παραμένει άγνωστος, όπως και η πρόσβασή του σε αυτόν, αλλά πιθανολογώ ότι πρέπει με κάποιο τρόπο να συνδέεται με τη λειτουργία της βασιλικής· σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως εγκατα-λείφθηκε κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα.

Νότια του παραπάνω χώρου και δυτικά του 16ου από νότο μετακιονίου διαστήματος, αποκαλύφθηκε η εξωτερική όψη της νότιας κόγχης της βασιλικής, σωζό-μενη σε ύψος 1,70μ., μαζί με μικρό μέρος του μαρμάρι-νου αγωγού της αυλής της αγοράς (βλ. εικ. 2-3). Κατά

17. Εφυαλωμένη κούπα (ΡΑ 2222), τέλη 13ου – 14ος αιώνας (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

18. Ανατολική κιονοστοιχία - αυλή: δάπεδο χώρου μεταξύ της νότιας και της κεντρικής κόγχης της βασιλικής (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ν. Τσονιώτης).

17 18

181

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

36 Σχετικά με τάφους και ταφές από την ύστερη ρωμαϊκή έως και τη βυζαντινή εποχή στην Ελλάδα, βλ. Πάλλας 1956· Μαρκή 1988, 41-42· Εμμανουηλίδης 1989· Laskaris 2000· Μαρκή 2002· Ναλπάντης 2003· Τζαβέλλα 2006· Τζαβέλλα 2010· Παπαευθυμίου 2012· Isthmia IX, 25-98 (Description of the graves by area).

37 Το 1981 ανασκάφηκε στην Αθήνα, επί της οδού Πανεπιστημίου 31, ένα νεκροταφείο του 5ου-6ου αιώνα, που προοριζόταν αποκλει-στικά για βρέφη: βλ. Π. Βασιλοπούλου, ΑΔ 36 (1981): Β1 Χρονικά, 10-14 και ιδιαίτερα, 13, T17 και T18. Σχετικά με εγχυτρισμούς που έχουν ανακαλυφθεί στην Αθήνα, βλ. Laskaris 2000, 304 και 148-149 f-f1 και για ταφές βρεφών, γενικότερα 288-290· Γκίνη-Τσοφοπούλου – Γιαγκάκη 2010, 692, εικ. 4.

38 Το μαγαρικό ΡΑ 2140 είναι υπό δημοσίευση, ό.π. σημ. 24.39 Διαστάσεις: σωζ. Υ.: 0,42μ., μέγ. Πλ.: 0,285μ. Το μαγαρικό ΡΑ 2139 σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος, αλλά λείπει η μία πλευ-

ρά του, βλ. Agora V, M388-M389, 84, 120, πίν. 34: χρονολογούνται μεταξύ 9ου και 10ου αι.· Felten 1975, κυρίως αρ. 107, αλλά βλ. και αρ. 108-109, πίν. 22, σελ. 68, 70). Ο Felten τα χρονολογεί από τον 9ο έως τον 10ο αιώνα, βασιζόμενος στο Agora V, M388. Βλ. και Stillwell MacKay 1967, 274, αρ. 35 (πρώτο μισό του 10ου αιώνα), πίν. 64 και κυρίως 279, αρ. 59, πίν. 66· Piérart – Thalmann 1980, B2, 467-468, σημ. 27, εικ. 5. Η ομάδα Β του υλικού από την Αγορά του Άργους (1976-1977) χρονολογήθη-κε μεταξύ 10ου και 13ου αιώνα· και ο τύπος 54 του Saraçhane, χρονολογημένος μεταξύ του ύστερου 10ου αιώνα και των αρχών του 12ου, σε Hayes 1992, 70, 72, 224, εικ. 24.1, πίν. 12.i· Μπακιρτζής 2003: 2η ομάδα, αρ. 5: αρχές 11ου αι., 76-77, 140, πίν. 17. Η χρονολόγηση του μαγαρικού από το τέλος, περίπου, του 11ου αιώνα έως τις αρχές του 12ου, έγινε με βάση και την κεραμική που περιείχε το στρώμα στο οποίο βρέθηκε. Η ΟΜ. 127, στην οποία ανήκει και το μαγαρικό, περιείχε θραύσματα αβαφών αγγείων, αλλά και ένα όστρακο τύπου plain glazed wares, in a red and a grey fabric (βλ. Vroom 2003, 147/6.3.3· Vroom 2005, 72-73, εικ. 3.3). Στην ίδια περίοδο χρονολογείται και η κεραμική από τα στρώματα που σχετίζονται με τα άλλα αγγεία που χρησιμοποιήθηκαν για ταφές βρεφών, σε μικρή απόσταση από το ΡΑ 2139 και στην ίδια στάθμη με αυτό· έτσι και η ΟΜ. 166, στην οποία βρέθηκε το μαγαρικό ΡΑ 2140, το οποίο περιείχε τον εγχυτρισμό.

40 Διαστάσεις: σωζ. Υ.: 0,45, σωζ. Πλ.: 0,38-0,40μ. Ο πηλός είναι κόκκινος και η επιφάνεια του αγγείου καλύπτεται από υπόλευκο επίχρισμα. Βλ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002, 218, αρ. 251· Vroom 2003, 145-147, εικ. 6.4, 6.40· Vroom 2005, 70-71, 2.1, 2.2, 2.3. Σύμφωνα με τη Vroom χρονολογούνται από τον 11ο έως τον 12ο αι. και με επιφύλαξη, ίσως ήδη από τα τέλη του 9ου αι.

την αποκάλυψη της επιφάνειας του ορατού τμήματος της κόγχης, η εξωτερική πλευρά της οποίας φέρει ακόμα υπόλευκο επίχρισμα, διαπιστώθηκε πως στο εσωτερικό της καλύπτεται από πήλινες πλίνθους, που δεν αποκλείε-ται να αποτελούσαν μέρος μιας διαμόρφωσης ανάλογης με αυτή της βόρειας κόγχης, στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω. Σε κάθε περίπτωση, το μεγαλύτερο μέρος της νότιας κόγχης παραμένει ακόμα κάτω από το ανατολικό άνδηρο του υπερκείμενου τζαμιού.

Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, αποτελεί η διαπίστωση πως κατά τη διάρκεια της μέσης βυζαντινής εποχής, το τμήμα του περιστυλίου ανατολικά της βασιλικής και του 19ου και 20ού μετακιονίου διαστήματος της ανατολικής κι-ονοστοιχίας, είχε και κοιμητηριακή χρήση36, αν και σπο-ραδικά όπως φαίνεται, και αποκλειστικά για τον ενταφια-σμό βρεφών37. Ο προσανατολισμός των ταφών ήταν Α-Δ, με εξαίρεση μία (Τ4) με προσανατολισμό ΒΑ-ΝΔ. Πρόκει-ται για πέντε ταφές (Τ1-Τ5), δύο από τις οποίες ήταν κε-ραμοσκεπείς (Τ2, Τ5), αν και πολύ πρόχειρες, σχεδόν σε επαφή με την εξωτερική πλευρά του ιερού βήματος, μία ήταν εγχυτρισμός (Τ4), ενώ στις άλλες δύο το σώμα του νεκρού βρέφους είχε καλυφθεί με κατάλληλα θραυσμέ-να αγγεία (Τ1, Τ3). Ο εγχυτρισμός (Τ4 – ΡΑ 214038) απο-καλύφθηκε στο εσωτερικό ενός μαγαρικού χρονολογού-μενου, μαζί με την ταφή που περιείχε, μεταξύ δεύτερου μισού/τέλους του 11ου αιώνα και των αρχών του 12ου. Το μαγαρικό ΡΑ 2139 (εικ. 19), χρονολογούμενο στην ίδια ακριβώς περίοδο39, κάλυπτε τον σκελετό (Τ1) ενός άλλου βρέφους, ανατολικά του 20ού από νότο κίονα του περι-στυλίου και κάτω από στρώση καύσης, σε στάθμη 70εκ. επάνω από τον στυλοβάτη της Αγοράς. Στην περίπτωση της Ταφής 3, το νεκρό βρέφος καλύφθηκε με μεγάλο μα-γαρικό (ΡΑ 2221) με εγχάρακτη διακόσμηση –σχηματο-ποιημένα κλαδιά και κατακόρυφες κυματοειδείς γραμμές – (εικ. 20), επίσης χρονολογούμενο στο δεύτερο μισό του 11ου αι.40. Όλες οι παραπάνω ταφές ήταν ακτέριστες.

19. Μαγαρικό (ΡΑ 2139), 2ο μισό/τέλος 11ου αιώνα – αρχές 12ου αιώνα (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

19

182

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

41 Σχετικά με κεραμοσκεπείς τάφους που βρέθηκαν στην Αθήνα, βλέπε Laskaris 2000, 151-154, 303-304.42 Ανήκει στη βυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική του τύπου “Plain glazed white ware”. Βλ. Corinth XI, 54-56, 196. Επίσης Hayes 1992,

15-18, 22 και Plain Glazed Ware in a White Fabric / Glazed White Ware II-ΙV, σε Vroom 2005, 74-77, εικ. 4.2 (Τύποι II-IV: τέλη 8ου – 10oς/11ος αι.).

43 Πρβλ. με πώμα από τον Εμπορειό της Χίου, το οποίο χρονολογείται στα μέσα του 7ου αιώνα, σε Balance – Boardman – Corbett – Hood 1989, 110, 113, αρ. 271, εικ. 42· βλ. επίσης, παρόμοιο πώμα πίθου στο Petridis 1995, M45, εικ. 140, πίν. 211.

44 Βλ. “brown glazed ware” σε Frantz 1938, 433, 457, Β1-Β2, εικ. 19· “Plain-glazed wares / brown glazed wares”, σε Corinth XI, 36-42, 178, αρ. 1-2, 5, εικ. 25· Coarse glazed wares, στο Hayes 1992, 41-43, 219-20· plain glazed wares, in a red and a grey fabric (τέλη 8ου έως μέσα 10ου αιώνα τα πρωιμότερα σχήματα), σε Vroom 2003, 147· Vroom 2005, 72-73, εικ. 3.3 (από τέλη 8ου) 10ος–11ος αι. Το σαλτσάριο ΒΧΜ 1321 του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών, με παρόμοια εφυάλωση στο χείλος, έχει χρονολογηθεί στη μέση βυζαντινή περίοδο, βλ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002, 329, αρ. 363 – μεταξύ 9ου και 12ου αιώνα, σύμφωνα με το σχετικό κείμενο της μόνιμης έκθεσης του μουσείου.

Μία δεύτερη κοιμητηριακή περιοχή ανακαλύφθη-κε και ανασκάφηκε ανάμεσα στην κεντρική και τη βόρεια κόγχη της βασιλικής (εικ. 21). Οι ταφές είχαν πραγματο-ποιηθεί σε δύο διαφορετικά επίπεδα, με διαφορά στάθ-μης 25εκ., με το χαμηλότερο να έχει σφραγιστεί κάτω από ένα δάπεδο πατημένου χώματος, με δύο πήλινες πλίν-θους ενσωματωμένες στην επιφάνειά του. Συγκεκριμένα, ανασκάφηκαν έντεκα κεραμοσκεπείς τάφοι (Τ1 – Τ11)41, που φιλοξενούσαν τις ταφές δώδεκα βρεφών, όλες ακτέ-ριστες. Για την κατασκευή των τάφων είχαν χρησιμοποι-ηθεί κεραμίδες κορινθιακού και λακωνικού τύπου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μεγάλα θραύσματα πίθων είχαν χρησιμοποιηθεί για την εναπόθεση των σωμάτων των νεκρών βρεφών. Στο μεγαλύτερο μέρος των τάφων η κατάσταση διατήρησης των οστών ήταν σχετικά καλή, δεδομένου και του μεγέθους τους, αν και σε κάποιες πε-ριπτώσεις ρίζες φυτών είχαν εν μέρει καταστρέψει τα σκε-λετικά κατάλοιπα. Ο τάφος 10 περιείχε δύο ταφές που ανήκαν σε βρέφη της ίδιας ηλικίας.

Οι τάφοι του ανώτερου επιπέδου (Τ1–Τ6) χρονο-λογήθηκαν στους λεγόμενους «σκοτεινούς αιώνες», με terminus post-quem ένα μικρό τμήμα εφυαλωμένου πι-νακίου καθώς και χρηστική κεραμική από το εσωτερικό του Τάφου 5 (ΟΜ. 36), που χρονολογούνται μεταξύ του

8ου αιώνα και των αρχών του 9ου42. Όσον αφορά τις ταφές του κατώτερου επιπέδου (Τ7-Τ11), τα μόνα χρονολογήσι-μα ευρήματα, ήταν τα εξής: κατ’αρχήν ένα θραύσμα πώ-ματος πίθου με εγχάρακτη κυματοειδή διακόσμηση στην επιφάνειά του. Προέρχεται από τον Τάφο 7 (ΟΜ. 247), που μαζί με τον Τάφο 8 εφάπτονταν στη βόρεια πλευρά της κόγχης του ιερού της βασιλικής, στη στάθμη της αυ-λής της Ρωμαϊκής Αγοράς (βλ. εικ. 21). Το συγκεκριμένο εύρημα, συγκρινόμενο με κεραμικά ευρήματα του 7ου αι-ώνα43, φαίνεται πως μπορεί να χρονολογηθεί και αυτό στην ίδια περίοδο, και πιθανότερα στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα. Το δεύτερο εύρημα που θα μπορούσε να μας βοηθήσει στην κατά προσέγγιση χρονολόγηση των εν λόγω ταφών, προέρχεται από τον Τάφο 10 (ΟΜ. 264)· πρόκειται για ένα πολύ μικρό θραύσμα χείλους αγγείου με σκούρα καστανή και κατά τόπους καστανοκίτρινη εφυ-άλωση, χαρακτηριστική μεταξύ άλλων, και των βυζαντι-νών σαλτσαρίων44. Δεν αποκλείεται να χρονολογείται με-ταξύ 7ου και 9ου αιώνα, αλλά το μέγεθός του δεν επιτρέπει μια ασφαλή χρονολόγηση.

Πάντως, ύστερα από την ανασκαφή και του Τάφου 11 (βλ. εικ. 3), σε στάθμη λίγο χαμηλότερη από αυτή του μαρμάρινου αγωγού της αυλής της Αγοράς, αποκαλύ-φθηκε εν μέρει κατεστραμμένο λιθόστρωτο δάπεδο, το

20. Μαγαρικό (ΡΑ 2221), 2ο μισό/τέλος 11ου αιώνα – αρχές 12ου αιώνα (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

20 21

21. Περιστύλιο – ανατολική πλευρά: κεραμοσκεπείς τάφοι μεταξύ της κεντρικής και της βόρειας κόγχης της βασιλικής, 10ος - 11ος αιώνας (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

183

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

45 Ziebarth 1899, 77· Robinson 1943, 291· Τραυλός 1960, 139-139· Ορλάνδος 1964, 58-59· Βολανάκης 1976· Small 1980, 97-99· Beschi 1985, 9, 22· Agora XXIV, 71, σημ. 100· Μπούρας 2010, 56· Kienast 2013, 28. Είναι βέβαιο πως σήμερα τα σωζόμενα ίχνη της χριστιανικής λατρείας στο Ωρολόγιο του Κυρρήστου, τα οποία περιορίζονται σε τρεις εγχάρακτους σταυρούς, δύο σταυροί Μάλτας στο περιθύρωμα της βόρειας θύρας και ένας σχετικά πρόχειρος στο εσωτερικό του μνημείου, στη ΒΑ πλευρά του, δεν αρκούν για να στηριχθεί το ενδεχόμενο χρήσης του μνημείου ως εκκλησίας ή ως βαπτιστηρίου. Όπως δεν αρκεί απλώς η μαρτυρία του Φραγκισκανού μοναχού Urbano Bolzanio, πρώην Ανώνυμου της Αμβροσιανής Βιβλιοθήκης του Μιλάνου, ο οποίος αναφέρει ότι ο Πύργος των Ανέμων χρησιμοποιείτο ως «εκκλησία των Ελλήνων», που όμως δεν θα πρέπει και να αγνοηθεί· βλ. Beschi 1985, 9, 22. Σε κάθε περίπτωση, τα οστά που είχαν εντοπιστεί το 1839, καθώς και ο εντοπισμός άλλων ή των ίδιων, εντός κτιστού οστεοφυλακίου μεταξύ των δύο προπύλων του Ωρολογίου, το καλοκαίρι του 2013, στο πλαίσιο δοκιμαστικής τομής υπό την επίβλεψη του γράφοντος με σκοπό τη διερεύνηση της θεμελίωσης του μνημείου, θα πρέπει να μας προβληματίσει, τουλάχιστον όσον αφορά τον λόγο ανακομιδής των αποκαλυφθέντων οστών στο συγκεκριμένο σημείο. Σημειώνεται, πως η ευθυντηρία του Ωρολογίου του Κυρρήστου αποτελούσε τη νότια πλευρά του οστεοφυλακίου.

46 Π. Λαζαρίδης, ΑΔ 19 (1964): Β1 Χρονικά, 96.47 Kautzsch 1936, 62, αρ. 203, πίν. 15 (Κωνσταντινούπολη, β΄ μισό 5ου – αρχές 6ου)· Γραμμένος – Κνιθάκης 1994, 102, αρ. 250, πίν. 30

(Θεσσαλονίκη, 6ος αι.).

οποίο κάλυπτε την περιοχή βόρεια της κόγχης του ιερού της βασιλικής (βλ. εικ. 2). Δεν αποκλείεται να χρονολο-γείται στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, όπως και τμήμα λύχνου, προερχόμενο από τον χώρο στον οποίο το λιθό-στρωτο δεν σωζόταν.

Σχετικά με την κοιμητηριακή χρήση της ευρύτερης περιοχής, αναφερθήκαμε ήδη στην αποκάλυψη ταφών κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών του 1839 κοντά στη βόρεια θύρα του Ωρολογίου του Κυρρήστου. Οι συγκεκριμένες ταφές είχαν συσχετιστεί με την υπόθεση χρήσης του εν λόγω μνημείου ως Χριστιανικού ναού, ενώ ανεξάρτητα από αυτό το γεγονός έχει προταθεί και η χρή-ση του ως βαπτιστηρίου, υποθέσεις δεκτές μόνο από μικρό μέρος των μελετητών που ασχολήθηκαν με το ζήτημα45.

Αναφορικά με την ίδια τη βασιλική, μέσα από τη σύντομη δημοσίευση στο Αρχαιολογικό Δελτίο, των ανασκαφικών εργασιών του 1964, βόρεια και δυτικά του Φετιχιέ τζαμί, γνωρίζουμε ότι ο Παύλος Λαζαρίδης απο-κάλυψε την κάτοψη της κόγχης του ιερού βήματος μιας τρίκλιτης βασιλικής, καθώς και την κόγχη του βόρειου κλίτους της, τμήμα του κεντρικού και του βόρειου κλί-τους, τμήμα του νάρθηκα και του δυτικού τοίχου της, χρονολογώντας την αρχική φάση κατασκευής της στην παλαιοχριστιανική εποχή46. Επί πλέον, στο κείμενο του Αρχαιολογικού Δελτίου ο ανασκαφέας διατύπωσε την άποψη πως η κόγχη του βόρειου κλίτους, που σήμερα σώζεται σε ύψος 1,95μ., είναι μεταγενέστερη προσθήκη στον ανατολικό τοίχο της βασιλικής, που έγινε όταν σύμ-φωνα με τον ίδιο, το αποκαλυφθέν τμήμα του βόρειου και του κεντρικού κλίτους μετατράπηκε σε παρεκκλήσιο, με την αγία τράπεζα να φιλοξενείται εντός της προανα-φερθείσας κόγχης, υπόθεση που δεν αποκλείεται να ευ-σταθεί, κρίνοντας από τα κατάλοιπα που σώζονται σή-μερα επί των ορατών δαπέδων της, αν και το μοναδικό στοιχείο που διαθέτουμε από την ανασκαφή του 1964 είναι η σύντομη έκθεση στο Αρχαιολογικό Δελτίο. Ο ανα-σκαφέας θεωρούσε, επίσης, πως το αρχιτεκτονικό υλικό σε δεύτερη χρήση, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την οι-κοδόμηση της πρόχειρης κατασκευής που έφερε στο φως επάνω από το δάπεδο του κεντρικού κλίτους, προερχό-ταν από την ίδια την εκκλησία. Το πλέον χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό μέλος που έχει ενσωματωθεί σε αυτή την κατασκευή είναι κορινθιακό κιονόκρανο που εδράζεται στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου του κεντρικού κλί-

τους και χρονολογείται στον 6ο μ.Χ. αιώνα47. Τόσο στο εσωτερικό της βασιλικής όσο και επί της επίχωσης που δεν είχε ανασκαφεί το 1964 κατά μήκος του βόρειου τοίχου του τζαμιού, το 2000 βρέθηκαν μαρμάρινα αρχι-τεκτονικά μέλη, όπως ένας αμφικιονίσκος δίλοβου πα-ραθύρου, χρονολογούμενος μεταξύ 5ου και 6ου αι. μ.Χ., τμήμα μαρμάρινου θωρακίου (ΡΑ 1983) που σώζει τμήμα τριγωνικής κεραίας σταυρού και φύλλο κισσού και χρο-νολογείται στον 6ο αιώνα, καθώς και αρράβδωτοι κίονες από λευκό μάρμαρο και γρανίτη.

Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών της περιόδου 2000-2003 αποκαλύφθηκαν: μέ-ρος της κόγχης του νότιου κλίτους της βασιλικής, όπως είδαμε νωρίτερα, η εξωτερική πλευρά της κόγχης του βό-ρειου κλίτους, καθώς και η κόγχη του ιερού σε όλο της το μήκος και σε όλο το ύψος στο οποίο σώζεται. Στο εσωτε-ρικό της βασιλικής (βλ. εικ. 2-3), το δάπεδο του κεντρικού κλίτους, με πλάκες από πεντελικό μάρμαρο, σε στάθμη χαμηλότερη κατά 16εκ. από εκείνη του στυλοβάτη του πε-ριστυλίου της Αγοράς, διατηρείται σε μήκος 3,10μ. κατά μήκος της βόρειας πλευράς της θεμελίωσης του τζαμιού· τμήμα του ίδιου δαπέδου αποκαλύφθηκε και νότια της κόγχης του ιερού βήματος, σε επαφή με την ανατολική πλευρά της θεμελίωσης του τζαμιού.Το δάπεδο του βόρει-ου κλίτους, το οποίο σώζεται σε μήκος 2,30μ. δυτικά της βόρειας κόγχης, βρίσκεται σε στάθμη ψηλότερη κατά 25εκ. σε σχέση με εκείνη του κεντρικού κλίτους, και αποτελείται από ποικίλο υλικό σε δεύτερη χρήση: συγκεκριμένα, πρό-κειται για μαρμάρινους ορθοστάτες προερχόμενους από το ίδιο κτήριο, αλλά και πήλινες πλίνθους, θραύσματα μαρ-μάρινων πλακών, καθώς και μία ανάποδα τοποθετημένη βάση κίονα ιωνικού τύπου.

Όσον αφορά την κόγχη του ιερού βήματος της βα-σιλικής (βλ. εικ. 11), όπως έχει ήδη επισημανθεί, η κορυφή του τόξου της εδράζεται στον στυλοβάτη του περιστυλίου της Αγοράς, φράζοντας το 18ο από νότο μετακιόνιο διά-στημα· η κόγχη σώζεται σε ύψος 2,10μ., η περιφέρειά της έχει μήκος 8,20μ., ενώ το πάχος του τοίχου της είναι μόλις 0,67μ.· πρόκειται για μία πολύ μέτριας ποιότητας, αλλά και στιβαρότητας, τοιχοποιία αποτελούμενη από λίθους με αδρή λάξευση στην εξωτερική τους παρειά, πώρινα και μαρμάρινα θραύσματα αρχαιότερων μελών σε 2η χρήση, πλίνθους διάσπαρτες ανάμεσά τους, μέσα σε λευκό συν-δετικό κονίαμα ενώ δεν λείπουν και κάποιες κακότεχνες

184

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

σειρές πλίνθων στη βόρεια, αλλά και στη νότια πλευρά της. Η εξωτερική επιφάνεια της κεντρικής κόγχης, όπως και αυτή της νότιας, φέρει ακόμη κατά τόπους το υπόλευκο επίχρισμά της, ενώ εσωτερικά, το βόρειο τμήμα της κόγχης του ιερού διατηρεί ακόμη λευκό επίχρισμα. Όσον αφορά την εξωτερική πλευρά της βόρειας κόγχης, αυτή είχε κατά τόπους καταρρεύσει, αφού όπως διαπιστώθηκε οι λίθοι της συνδέονταν με κονίαμα με ελάχιστη περιεκτικότητα σε ασβέστη, με αποτέλεσμα την έλλειψη συνοχής. Ο βόρει-ος-εξωτερικός τοίχος της εκκλησίας (τοίχος Α, βλ. εικ. 3) σώζεται σε ύψος 1,80μ. και το πάχος του είναι 0,60μ. όσο και του ανατολικού-εξωτερικού τοίχου της, ανάμεσα στην κεντρική και τη βόρεια κόγχη (τοίχος Β).

Φαίνεται, πως αρχικά η βασιλική ήταν μονόκλιτη με χαρακτηριστική επιμήκη κάτοψη, ενώ τα πλάγια κλίτη αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες48. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από την παρατήρηση ότι δεν υπάρχει συνδετικός αρμός ανάμεσα στον ανατολικό τοίχο της βασιλικής, εκα-τέρωθεν του ιερού, και τις κόγχες του βόρειου και του νό-τιου κλίτους. Αντίθετα, οι συγκεκριμένοι τοίχοι, απλά εφά-πτονται μεταξύ τους. Επί πλέον, το γεγονός της κατασκευής του δαπέδου του βορείου κλίτους με spolia, σε αντίθεση με αυτό του κεντρικού κλίτους είναι, επίσης, ενδεικτικό της μεταγενέστερης κατασκευής του. Το πότε προστέθηκαν τα πλάγια κλίτη δεν είναι σαφές· πάντως, η κεραμική που συγκεντρώθηκε κατά την ανασκαφή δοκιμαστικής τομής (Δ.Τ. 1) σε μικρή απόσταση δυτικά της βόρειας κόγχης, σε τμήμα του κλίτους όπου το δάπεδο δεν σωζόταν, χρονο-λογείται μεταξύ του 13ου και του 14ου αιώνα.

Σχετικά με τη χρονολόγηση της εκκλησίας, ύστε-ρα από την πρόταση του πρώτου ανασκαφέα της, που την τοποθέτησε στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, η Alison Frantz τη χρονολόγησε στον 7ο αι. μ.Χ.49, στηριζόμενη στην κακής ποιότητας τοιχοποιία της και στην άφθονη χρήση spolia. Στη συνέχεια προτάθηκε η χρονολόγηση της βασιλικής στα μεσοβυζαντινά χρόνια50, ενώ το 2010 ο καθηγητής Χαράλαμπος Μπούρας βασιζόμενος κυρίως σε παρατηρήσεις που σχετίζονται με μορφολογικά και κα-τασκευαστικά στοιχεία του μνημείου, πρότεινε μια χρονο-λόγηση μεταξύ του 8ου και του 9ου αιώνα51. Σύμφωνα με τον ιστοριοδίφη και αθηναιογράφο Δημήτριο Καμπού-ρογλου52, η συγκεκριμένη εκκλησία ήταν η Παναγία του Σταροπάζαρου, και αποτέλεσε τη Μητρόπολη της Αθήνας από την έναρξη της Φραγκοκρατίας έως και την κατάλη-ψη της πόλης από τους Οθωμανούς. Επί πλέον, ο Κα-μπούρογλου έγραψε πως οικοδομήθηκε μεταξύ 8ου και 10ου αιώνα και πως πριν την έλευση του Μωάμεθ του Β΄ στην Αθήνα (1456) μετατράπηκε σε Τζαμί, αποκαλούμενο του Πορθητή προς τιμήν του ιδίου ως κατακτητή της Κων-

σταντινούπολης, άποψη που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ιστοριογραφία από τις επόμενες δεκαετίες έως και τις ημέρες μας. Ο Καμπούρογλου, παρ’ όλο που δεν γνώρι-ζε την ύπαρξη των καταλοίπων της βασιλικής, δεν απέ-κλειε να είχε μετατραπεί η «Σωτήρα του Σταροπάζαρου» σε τζαμί, πριν οικοδομηθεί το σήμερα ιστάμενο ισλαμικό τέμενος, μετατοπίζοντας την πληρέστερη διερεύνηση του θέματος στο μέλλον, όταν θα κατεδαφίζονταν τα προσκτί-σματα του στρατιωτικού αρτοποιείου53. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, το 2001 η ανασκαφή επιβεβαίωσε την άπο-ψη του Καμπούρογλου περί μετατροπής της εκκλησίας σε τζαμί, αν και αυτό συνέβη αρκετά αργότερα από την έλευ-ση του Πορθητή στην Αθήνα. Πάντως, με την παρουσία της βασιλικής συνδέονται πιθανότατα και τα χαράγματα –ένας σταυρός και ένα πτηνό, μάλλον παγώνι– στον 16ο από νότο κίονα της ανατολικής κιονοστοιχίας54.

Αναφορικά με την πρώτη, μονόκλιτη βασιλική της Ρωμαϊκής Αγοράς, όπως έχει ήδη γραφτεί55, η πολύ μέ-τριας ποιότητας τοιχοποιία της μάς οδηγεί σε μια σχετικά πρώιμη χρονολόγηση: μετά την παλαιοχριστιανική επο-χή, αλλά σε καμία περίπτωση μετά τον 9ο αιώνα, αφού η ποιότητα κατασκευής των αθηναϊκών εκκλησιών από τον 10ο αιώνα και εξής είναι εξαιρετική. Στην πρώιμη χρονο-λόγηση της βασιλικής συνηγορεί και το βάθος στο οποίο έχει θεμελιωθεί, επάνω στον στυλοβάτη της ανατολικής κιονοστοιχίας της Αγοράς και κυρίως επάνω στην εσω-τερική αυλή της. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη γενικότερη ανασκαφική εικόνα που προέκυψε κατά την έρευνα στο περιστύλιο, στη στάθμη της θεμελίωσης της εκκλησίας, όπου είναι εμφανής μια έντονη και εκτετα-μένη παρουσία κεραμικής του δεύτερου μισού του 6ου και του 7ου αιώνα, αλλά και νομισμάτων του 6ου και του 7ου αιώνα στην ίδια στάθμη, δίνουν τη δυνατότητα για τη χρονολόγηση της βασιλικής στο μεταίχμιο μεταξύ πρωτο-βυζαντινής και μέσης βυζαντινής περιόδου, και πιθανότε-ρα στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα ή το πολύ στις αρχές του 8ου. Τα παραπάνω μαρτυρούν μια έντονη δραστηρι-ότητα στο περιστύλιο της Ρωμαϊκής Αγοράς, και φυσικά και στην ευρύτερη περιοχή, κατά τη διάρκεια του 6ου και κυρίως του 7ου αιώνα, περίοδο πρόσκαιρης ανάκαμψης για την Αθήνα, γεγονός που μπορεί να συνδυαστεί και με την οικοδόμηση της συγκεκριμένης εκκλησίας. Αντίθετα, ο εξαιρετικά μικρός αριθμός ευρημάτων που χρονολο-γούνται στον 8ο και στον 9ο αιώνα, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τη χρονολόγησή της στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που μόλις στην τελευταία τριακοντα-ετία του, και συγκεκριμένα το 871, ανεγέρθηκε η πρώτη ασφαλώς χρονολογημένη εκκλησία της Αθήνας, ο Άγιος Ιωάννης του Μαγκούτη56.

48 Βλ. επίσης, Μπούρας 2010, 129.49 Agora XXIV, 71, 73.50 Χωρέμη-Σπετσιέρη 2004, 12-13.51 Μπούρας 2010, 261-262.52 Καμπούρογλου 1922, 367.53 Καμπούρογλου 1922, 370-371.54 Ορλάνδος 1964, 58-59· Agora XXIV, 72, σημ.102· Sourlas 2012, 123, σημ. 23.55 Μπούρας 2010, 129, 261-262, σημ. 114.56 Μπούρας 2010, 261, σημ. 111.

185

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Επί πλέον, κατά τη διάρκεια ανασκαφικών εργα-σιών μεταξύ του 2001 και του 2003, στο εσωτερικό της κόγχης του ιερού της βασιλικής αποκαλύφθηκαν δύο ιδιαιτέρως σημαντικές κατασκευές (εικ. 22), οι οποίες δεν είχαν αποκαλυφθεί κατά την ανασκαφή του 1964: η πρώ-τη είναι τμήμα του συνθρόνου της εκκλησίας· οι βαθμίδες του έχουν ύψος 0,18 και πλάτος 0,38μ., ενώ στην άνω επιφάνειά τους είναι επενδεδυμένες κυρίως με πλάκες από λευκό μάρμαρο, αλλά και με θραύσματα πλίνθων· αντίθετα, το μέτωπό τους καλύπτεται από υπόλευκο επί-

χρισμα. Στην επιφάνεια της ανώτερης βαθμίδας, σε από-σταση 3,20μ. νότια της βόρειας απόληξης της κόγχης του ιερού, διαπιστώθηκε η ύπαρξη μιας διαπλάτυνσης της ίδιας της βαθμίδας προς το εσωτερικό της εκκλησί-ας. Τελικά, κατέστη δυνατή η μερική αποκάλυψη μόνο δύο βαθμίδων, εξαιτίας της παρουσίας χυτής κατασκευής που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του συνθρόνου, μη επιτρέποντας την περαιτέρω αποκάλυψή του. Οι αποκα-λυφθείσες βαθμίδες είναι οι δύο ανώτερες, με το κεντρι-κό προεξέχον τμήμα του να είναι πιθανότατα αυτό που

προοριζόταν για τον επισκοπικό θρόνο. Το συνολικό ύψος του συνθρόνου πρέπει να ήταν περίπου 0,85μ.

Οι εργασίες που πραγματοποιήθη-καν το 2000 στο εσωτερικό της βασιλικής, τεκμηρίωσαν περαιτέρω και την κοιμητη-ριακή χρήση του εσωτερικού της, ύστερα από την ανασκαφή ενός καμαροσκέπαστου τάφου στον νάρθηκά της, που είχε πραγμα-τοποιηθεί το 1964 από τον Π. Λαζαρίδη57.

Όπως είναι γνωστό, οι πρώτες ταφές μέσα σε ναούς εμφανίζονται ήδη κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, γενικεύονται κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια, μεταξύ 10ου και 11ου αιώνα, και διαδίδονται ακόμη πε-ρισσότερο την ύστερη βυζαντινή περίοδο και ιδιαίτερα την εποχή των Παλαιολόγων. Η ταφή στον νάρθηκα και στα πλάγια κλίτη των εκκλησιών αποτελεί επιβίωση της ad sanctos ταφής, δηλαδή της ταφής κοντά σε λείψανα μαρτύρων, τα οποία λατρεύονταν ήδη σε εντός των τειχών εκκλησίες. Από νομική άποψη το καθεστώς των εντός των τειχών ταφών είχε ρυθμιστεί επίσημα από τον 10ο αιώνα, με την 53η Νεαρά του Λέο-ντα 6ου του Σοφού, η οποία κατήργησε το rescriptum του αυτοκράτορα Αδριανού, με το οποίο, τον 2ο αι. μ.Χ. είχε απαγορευθεί η ταφή στο εσωτερικό των πόλεων, αν και η τήρησή του είχε ήδη αρχίσει να καταστρα-τηγείται από τον 6ο αιώνα.

Έτσι, στο ΒΔ τμήμα του χώρου της ανασκαφής, στο χώρο του βορείου κλίτους, αποκαλύφθηκε μαρμάρινη σαρκοφάγος (Τ1) σε δεύτερη χρήση, το άνω τμήμα της οποίας ήταν ήδη ορατό πριν την έναρξη των εργασιών (βλ. εικ. 2-3). Στον πυθμένα της είχαν διανοιχτεί τρεις κυκλικές οπές για την αποστράγγιση των υγρών, ενώ σαν καλυ-πτήριες πλάκες είχαν χρησιμοποιηθεί δύο αδρά λαξευμένες μαρμάρινες πλάκες, η με-

γαλύτερη από τις οποίες διατηρούσε ακόμη το ασβεστοκονίαμα που είχε χρησιμοποιηθεί για να σφραγιστεί ύστερα από την τελευταία ταφή, σε αντίθεση με τη μικρότερη, η οποία

57 Π. Λαζαρίδης, ΑΔ 19 (1964): Β1 Χρονικά, 96.

22. Βασιλική – κόγχη του ιερού βήματος: σύνθρονο (κάτω) και μιχράμπ (επάνω) (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ν. Τσονιώτης).

22

186

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

πρέπει να είχε μετακινηθεί ύστερα από την ανασκαφή του 1964. Σε κάθε περίπτωση, ο τάφος δεν είχε ανασκαφεί και οι ταφές που περιείχε ήταν αδιατάραχτες: τα οστά αντιστοι-χούσαν σε τρεις ή τέσσερεις ανδρικές ταφές (εικ. 23), με την υστερότερη να μπορεί να χρονολογηθεί ανάμεσα στα τέλη του 16ου αιώνα και το πρώτο μισό του 17ου. Η χρο-νολόγηση αυτή τεκμηριώνεται χάρις στην εύρεση, κοντά στη ΝΑ της γωνία, θραυσμάτων αγγείου χρονολογούμε-νου στη συγκεκριμένη περίοδο, τα οποία όταν συγκολ-λήθηκαν διαπιστώθηκε πως ανήκαν σε τριφυλλόσχημο μαστραπά (ΡΑ 2000, εικ. 24). Το αγγείο, η επιφάνεια του οποίου καλύπτεται από άχρωμη εφυάλωση58, ανήκει στην κεραμική τύπου “blu and white painted ware”, κεραμική

που αποτελούσε τοπική αθηναϊκή παραγωγή σε απομί-μηση ιταλικών προτύπων του 15ου και του 16ου αιώνα59.

Αυτό, όμως, που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως ο μαστραπάς ΡΑ 2000 δεν χρονολογεί μόνο την τελευταία ταφή που πραγματοποιήθηκε εντός της σαρκοφάγου στο βόρειο κλίτος της βασιλικής, αλλά μας δίνει και μία εξαι-ρετικά πολύτιμη πληροφορία αναφορικά με τη χρονική στιγμή μέχρι την οποία η βασιλική της Ρωμαϊκής Αγοράς συνέχισε να λειτουργεί ως εκκλησία. Έτσι, άσχετα από τον πραγματικό λόγο για τον οποίο το τζαμί που βλέπουμε σήμερα ονομάστηκε Φετιχιέ, δηλαδή «του Πορθητή», η μετατροπή της τρίκλιτης βασιλικής της Ρωμαϊκής Αγοράς σε τζαμί δεν πραγματοποιήθηκε πριν το πρώτο μισό του

58 Διαστάσεις: Υ: 0,21, μέγ. Διάμ. 0,16, Διάμ. βάσης: 0,105μ. Ο γραπτός του διάκοσμος, κυρίως με βαθυκύανο χρώμα επάνω σε λευκό επίχρισμα, αποτελείται από το χαρακτηριστικό κυκλικό μετάλλιο, την αποκαλούμενη «σκάλα», μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ένα φυτικό κόσμημα με καστανέρυθρες πινελιές στο εσωτερικό του. Από το άνω μέρος του μεταλλίου φύονται δύο σχηματοποιημένα ανθέμια σε βαθυκύανο χρώμα, όπως και από το κέντρο των πλαγίων όψεων, μαζί με σχηματοποιημένη σπείρα πράσινου χρώματος, που επαναλαμβάνεται και χαμηλότερα, αλλά μεμονωμένη στο λευκό πεδίο, ενώ παρατηρούνται και κάποιες ακανόνιστες πράσινες πινελιές.

59 Frantz 1942, 1-4, 6, εικ. 5· Κορρέ-Ζωγράφου 1995, 46-47, εικ. 84· Μπορμπουδάκη 2007, 18, 60-61 κ.εξ. Ένα ακόμη αγγείο του ίδιου τύπου (ΡΑ 2213), σωζόμενο μόνο στο κάτω μέρος του, βρέθηκε στο περιστύλιο της Αγοράς, κοντά στην πρόσοψη των ανατολικών καταστημάτων· είναι υπό δημοσίευση, ό.π. σημ. 24.

23. Βασιλική – βόρειο κλίτος: μαρμάρινη σαρκοφάγος, ταφή χρονολογούμενη από τα τέλη του 16ου αιώνα έως το 1ο μισό του 17ου (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

24. Εφυαλωμένος μαστραπάς (ΡΑ 2000), τέλη 16ου – 1ο μισό 17ου αιώνα (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ε. Μπαρδάνη).

23 24

187

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

60 Kiel 2002, 115-118. Σχετικά με το Φετιχιέ τζαμί της Αθήνας, βλ. επίσης Καμπούρογλου 1889, 35-37· Καμπούρογλου 1922, 367-371· Ξυγγόπουλος 1929, 117 εικ. 145-146· Μπίρης 1959, 43, 48· Τραυλός 1960, 182, 184, εικ. 118-119· Πούλη 2009, 70-73.

61 Ο M. Kiel βασιζόμενος σε ιστορικά και αρχειακά δεδομένα απέδωσε τη μετατροπή της εκκλησίας σε τζαμί, σε αντιπαράθεση που σημειώθηκε μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στην Αθήνα, η οποία οδήγησε στην κατάσχεση της βασιλικής από έναν καδή τη δεκαετία του 1660, και στην άμεση μετατροπή της σε ισλαμικό τέμενος, την οποία ακολούθησε η κατεδάφισή της ύστερα από ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα· αναφέρει μάλιστα τη μαρτυρία ενός δερβίση που βρέθηκε στην Αθήνα το 1797, ο οποίος αναφέρεται στη μετατραπείσα σε ισλαμικό τέμενος βασιλική ως “kadi cāmi’i”.

62 Για την τυπολογία των κτιστών κιβωτιόσχημων τάφων, βλ. Laskaris 2000, 298-300· Μαρκή 2002, 165· Ναλπάντης 2003, 103-105· Μαρκή 2006, 106-109· Isthmia IX, 25-98· ειδικότερα για τους τάφους του ίδιου τύπου στην Αθήνα, βλ. Laskaris 2000, 147-156 και σημ. 346-348· για παλαιοχριστιανικές ταφές εντός του Βαλεριάνειου περιβόλου, 151 (ac).

17ου αιώνα. Στο ίδιο συμπέρασμα είχε καταλήξει σε άρ-θρο του το 2002 ο Machiel Kiel60, ο οποίος υποστήριξε πως η βασιλική λειτούργησε σαν εκκλησία έως το 1660 περίπου61, και πως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η βασιλική λειτούργησε ως τζαμί ήταν σχετικά σύντομο, το-ποθετώντας το μεταξύ 1670 και 1700· την ονομασία του νέου τεμένους ως Τζαμί του Πορθητή, τη συνέδεσε με τη λήξη του Βενετοτουρκικού πολέμου στην Κρήτη, με τη νίκη των Οθωμανών το 1669.

Ένας ακόμη τάφος (Τ2, εικ. 25), κτιστός κιβωτιό-σχημος62, ανασκάφηκε λίγα εκατοστά νότια της μαρμά-ρινης σαρκοφάγου, με την ανώτερη σωζόμενη επιφά-νειά του να βρίσκεται 0,56μ. χαμηλότερα από την άνω επιφάνεια της σαρκοφάγου (βλ. εικ. 2-3). Το εξωτερικό μήκος του Τ2 είναι 2,25μ. (εσωτ. 1,95μ.) και το πλάτος του 0,67μ., ενώ σώζεται σε ύψος που κυμαίνεται μετα-ξύ 0,75 και 1,04μ. Στην ανατολική του πλευρά έχει δύο βαθμίδες, με τη μεταξύ τους υψομετρική διαφορά να φτά-νει τα 0,61μ. Η ανώτερη βαθμίδα είναι πλινθόκτιστη, με ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό, όπως και η νότια, εν μέρει κατεστραμμένη πλευρά του τάφου. Αντίθετα, η τοιχοποιία της βόρειας πλευράς του τάφου είναι μικτή, αποτελούμενη από σειρές αδρά λαξευμένων λίθων, ύψους 0,20-0,22μ., πώρινων και μαρμάρινων αρχιτεκτο-νικών μελών σε δεύτερη χρήση, που εναλλάσσονται με μονές σειρές κεραμίδων (στρωτήρων)· ανάλογη είναι η μορφή και της τοιχοποιίας της δυτικής πλευράς, όπου παρατηρείται και η χρήση πλίνθων, ενώ στην ανατολική του πλευρά η οποία φέρει λευκό επίχρισμα, διακρίνονται κάποιες πλίνθοι, αλλά και αδρά λαξευμένοι λίθοι. Το δά-πεδο του τάφου αποτελείται από πήλινες πλίνθους που φέρουν εμπίεστη διακόσμηση, τοποθετημένες με μεγα-λύτερη επιμέλεια στο ανατολικό ήμισυ του τάφου, παρά στο δυτικό. Ως συνδετικό υλικό μεταξύ των πλίνθων έχει χρησιμοποιηθεί ανοιχτόχρωμο κονίαμα.

Κατά την αφαίρεση της επίχωσης από το εσωτε-ρικό του τάφου, διαπιστώθηκε πως είχε διαταραχθεί στα νεότερα χρόνια μέχρι τη στάθμη της δεύτερης βαθμίδας· εκεί ακριβώς αποκαλύφθηκαν 2 ταφές, αλλά συνολι-κά βρέθηκε σκελετικό υλικό που ανήκε σε τουλάχιστον τέσσερα άτομα. Τέσσερα κρανία βρέθηκαν στη δυτική πλευρά του τάφου, αλλά σε γενικές γραμμές τα σκελετικά κατάλοιπα σώζονταν σε μέτρια έως κακή κατάσταση, με καλύτερα σωζόμενα αυτά της τελευταίας ταφής (ταφή 1)· η ταφή 1, βάσει της κεραμικής που περισυνελέγη από το στρώμα που την κάλυπτε, χρονολογείται στα ύστερα βυζα-ντινά χρόνια, από τα τέλη του 13ου έως και τον 14ο αιώνα.

Μεταξύ της νότιας πλευράς του Τ2 και του βό-ρειου τοίχου του τζαμιού, η ανασκαφή οδήγησε στην αποκάλυψη δαπέδου ή υποστρώματος δαπέδου από ασβεστοκονίαμα, που καλυπτόταν από επίχωση, η οποία περιείχε κεραμική, που επίσης χρονολογείται από τα τέλη του 13ου έως και τον 14ο αιώνα. Στην εν λόγω επίχωση βρέθηκε επίσης χάλκινο νόμισμα, το οποία δεν έχει προς το παρόν χρονολογηθεί εξαιτίας της κακής κατάστασης διατήρησής του, αλλά είναι σε κάθε περίπτωση νόμισμα της περιόδου της Βενετοκρατίας. Σε ελαφρώς υψηλότερη στάθμη αποκαλύφθηκε η υποδομή του μαρμάρινου δα-πέδου του κεντρικού κλίτους της βασιλικής (Υ.: 0,13μ.),

25. Βασιλική – βόρειο κλίτος: κιβωτιόσχημος τάφος (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ν. Τσονιώτης).

25

188

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

αποτελούμενη από λεπτή στρώση ροδόχρωμου υδραυ-λικού κονιάματος, μικρούς λίθους και μια στρώση ασβε-στοκονιάματος, επί της οποίας εδράζονταν οι πλάκες του δαπέδου.

Το μιχράμπ στο ιερό βήμα της βασιλικήςΕπιστρέφοντας στην κόγχη του ιερού της βασιλικής, κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών μεταξύ του συν-θρόνου της βασιλικής και του ανατολικού τοίχου του ιστάμενου τζαμιού, διαπιστώθηκε η ύπαρξη του κάτω μέρους της κόγχης ενός πεντάπλευρου μιχράμπ (εικ. 22 και 26), κατασκευασμένου με λίθους από λευκό ψαμμί-τη· αποκαλύφθηκε σε ύψος τριών δόμων, σε απόσταση λίγων εκατοστών από τον ανατολικό τοίχο του τζαμιού63 και όπως διαπιστώθηκε το 2003, εδραζόταν επάνω σε μια ισχυρή υποδομή αποτελούμενη από αργούς λίθους και άλλο υλικό σε δεύτερη χρήση, μέσα σε ασβεστοκονίαμα, δηλαδή την κατασκευή που κάλυψε το σύνθρονο της εκ-κλησίας. Το συνολικό πλάτος του μιχράμπ είναι 2,05μ., ενώ το μέγιστο άνοιγμα στη δυτική του πλευρά είναι 1,30μ.· δεξιά και αριστερά έχει δύο παραστάδες οι οποίες στήριζαν την κωνική του απόληξη, από τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο της οποίας σώζεται εκτός θέσεως μόνο ένας λί-θος που φέρει τους χαρακτηριστικούς σταλακτίτες. Όπως όλα τα μιχράμπ, είναι προσανατολισμένο προς τα ΝΑ, δηλαδή προς την Μέκκα και αυτός είναι και ο λόγος που χρειάστηκε να κατασκευαστούν κάποιες προσθήκες στην τοιχοποιία της βασιλικής, οι οποίες είναι ορατές τόσο στην υποδομή του μιχράμπ όσο και στον τοίχο της βασιλικής νότια της κόγχης του ιερού βήματος.

Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής που πραγματο-ποιήθηκε στο εσωτερικό του, κάτω από τη στάθμη χωμά-τινου δαπέδου με μεγάλη περιεκτικότητα σε ασβεστοκο-νίαμα, βρέθηκε χάλκινο νόμισμα, το οποίο είναι επίσης κοπή της Βενετοκρατίας, αν και προς το παρόν, δεν έχει χρονολογηθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια, καθώς η κατά-σταση διατήρησής του δεν είναι καλή. Σε λίγο χαμηλό-τερη στάθμη, η επίχωση του μιχράμπ κάλυπτε χαμηλό μαρμάρινο κιονίσκο, που στο εσωτερικό του έφερε δια-μπερή κατακόρυφη οπή, μαρτυρώντας τη χρήση του ως αναβρυτηρίου (ΡΑ 2211). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσι-άζουν όμως και τα μικρά σπαράγματα βυζαντινών τοιχο-γραφιών που αποκαλύφθηκαν στον ανατολικό και στον βόρειο τοίχο του Φετιχιέ τζαμί, και ιδιαίτερα αυτά που αποκαλύφθηκαν μπροστά από το μιχράμπ της βασιλικής· πρόκειται πιθανότατα για λίθους προερχόμενους από την ίδια τη βασιλική της Ρωμαϊκής Αγοράς, οι οποίοι χρησι-

μοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό κατά την ανέγερση του τζαμιού. Όσον αφορά την κεραμική που προήλθε από το εσωτερικό της κόγχης του μιχράμπ, χρονολογείται από τα τέλη του 11ου / αρχές 12ου αιώνα (black and green painted ware)64 έως τον 14ο αιώνα (Late Sgraffito Ware)65, αλλά και τη μεταβυζαντινή εποχή (16ος-17ος αι.;).

Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο πως το μιχράμπ δεν κατασκευάστηκε στο εσωτερικό της εκκλησίας πριν από το χρονικό διάστημα ανάμεσα στα τέλη του 16ου αιώ-να και το πρώτο μισό του 17ου αφού, όπως καταδείχτηκε παραπάνω, μέχρι τότε η βασιλική της Ρωμαϊκής Αγοράς λειτουργούσε ακόμη ως εκκλησία.

63 Η αρχική ταύτιση του μιχράμπ οφείλεται στον αείμνηστο αρχιτέκτονα – αναστηλωτή Γιάννη Κνιθάκη, ο οποίος μεταξύ άλλων υπήρξε υπεύθυνος για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση, μαζί με την αρχιτέκτονα Ιωάννα Τιγγινάγκα, της αναστύλωσης του προπύλου της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, αλλά και πολύτιμος δάσκαλος, για όσους είχαμε την τύχη να εργαστούμε μαζί του. Η πρώτη ανα-φορά στην ανακάλυψη του μιχράμπ δημοσιεύθηκε στο Χωρέμη-Σπετσιέρη 2004, 7-8· βλ. επίσης, Ά. Σπετσιέρη-Χωρέμη, ΑΔ 56-59 (2001-2004): Β1 Χρονικά, εικ. 15.

64 Frantz 1938, 439-440, A6, εικ. 2 · Βαβυλοπούλου-Χαριτωνίδου 1982, 132-133, αρ. 809, πίν. 37γ· Καλοπίση-Βέρτη 2003, 69-70, Α26.65 Μακροπούλου 1995, 16-17, 40, αρ. 39-40, πίν. 21· Παπανικόλα-Μπακιρτζή 1999, 84, 197, αρ. 92 και 223· Καλοπίση-Βέρτη 2003,

126, Γ13.

26. Βασιλική – κόγχη του ιερού βήματος: μιχράμπ, 2ο μισό 17ου αιώνα (Αρχείο Α΄ ΕΠΚΑ, φωτογραφία Ν. Τσονιώτης).

26

189

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

66 Agora XXIV, 117· Μπούρας 2010, 34, σημ. 118. Βλ. επίσης, Setton 1955, 244-245, για την περιοχή του Αρείου Πάγου.67 Σύμφωνα με τον Ιωάννη Τραυλό, η περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς αποτέλεσε την περιοχή της αγοράς της πόλης διαχρονικά, έως και

τα μέσα του 19ου αιώνα, Travlos 1971, 29.68 Σταυρόπουλος 1930-1931, 2-6, εικ. 3-6· Τραυλός 1960, 149-150· Ορλάνδος 1964, 16· Μπούρας 2010, 70-72.69 Καρύδης 1981, 276.70 Ο Δ. Καρύδης υποστήριξε πως η περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς ήταν τμήμα της εποχικής αγοράς της πόλης, δηλαδή του Σταροπάζα-

ρου, ήδη από τον 15ο και τον 16ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Χαράλαμπο Μπούρα (2010, 70), η ετήσια αγορά της πόλης διοργανωνόταν στην ίδια περιοχή μόνο κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας.

71 Καμπούρογλου 1889, 35-37· Καμπούρογλου 1922, 367-368.

ΣυμπεράσματαΣυμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι ύστερα από την ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 2000 και του 2004 κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του περι-στυλίου της Ρωμαϊκής Αγοράς της Αθήνας, αναδείχτηκαν τα στοιχεία που συνθέτουν ένα χρονολογικό πλαίσιο εντός του οποίου ο 5ος αιώνας είναι εκείνος στον οποίο, άρχισε πιθανώς η σταδιακή κατάληψη των εσωτερικών χώρων της Αγοράς από κτήρια που δεν μπορούν να ταυ-τιστούν, επειδή τα κατάλοιπά τους είναι ελάχιστα. Αντί-θετα, το υλικό που χρονολογείται από τον 6ο αιώνα και εξής και κυρίως η κεραμική, είναι ενδεικτικό μιας έντο-νης δραστηριότητας στην Αγορά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Φαίνεται δε πως οι αρχές του 7ου αιώνα είναι μια περίοδος σταθερότητας, και πιθανά μιας μικρής ανάκαμψης, τουλάχιστον όσον αφορά αυτό το τμήμα της πόλης66. Έτσι, από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα το περι-στύλιο καταλήφθηκε εν μέρει από οικίες, αλλά ίσως και από κτήρια με διαφορετικό προορισμό, κατάλοιπα των οποίων αποκαλύφθηκαν στο ΒΑ τμήμα της ανασκαφής. Όπως διαπιστώθηκε, τα κτήρια αυτά οικοδομήθηκαν λίγο επάνω από τη στάθμη της ρωμαϊκής εποχής, επάνω σε μία επίχωση 0,20-0,30μ. που περιείχε υλικό χρονολογούμε-νο στον 5ο και κυρίως στον 6ο και τον 7ο αιώνα. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται πιθανότατα και η ανακατασκευή του δαπέδου των ανατολικών καταστημάτων, ενώ η πε-ρίοδος που ακολουθεί χαρακτηρίζεται από την οικοδό-μηση, πιθανότατα κατά τον 7ο αιώνα ή στις αρχές του 8ου, μιας μονόκλιτης βασιλικής στο ανατολικό όριο της αυλής της Αγοράς. Παράλληλα, βλέπουμε πως πιθανά κατά τη διάρκεια των λεγόμενων «σκοτεινών αιώνων», δηλαδή μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα, εξωτερικά της βασιλικής, στον χώρο βόρεια της κόγχης του ιερού βήματος, αναπτύχθη-κε ένα μικρό κοιμητήριο με κεραμοσκεπείς τάφους, στους οποίους ετάφησαν αποκλειστικά βρέφη και νήπια. Οι τα-φές βρεφών συνεχίστηκαν Α-ΒΑ της βασιλικής, εντός του περιστυλίου αλλά σε υψηλότερη στάθμη, τουλάχιστον μέχρι το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα ή και τις αρχές του 12ου· στην περιοχή αυτή αποκαλύφθηκαν σποραδικές τα-φές σε κεραμοσκεπείς τάφους, ταφές που καλύπτονταν από θραύσματα αγγείων, αλλά και ένας εγχυτρισμός,

γεγονός που αποδεικνύει πως η συγκεκριμένη πρακτική συνεχίστηκε σε κάποιο βαθμό έως το τέλος της μέσης βυ-ζαντινής εποχής, τουλάχιστον.

Νοτιότερα, σχεδόν στην ίδια στάθμη με αυτή της ρωμαϊκής εποχής, μεταξύ 11ου και 12ου αιώνα, ένα κτή-ριο, πιθανά οικία, κατέλαβε μεγάλο μέρος του πλάτους του περιστυλίου, έως τον 14ο αιώνα περίπου. Φαίνεται όμως πως από την ύστερη βυζαντινή εποχή η στάθμη του περιστυλίου ανυψώνεται αρκετά, φτάνοντας τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα στη στάθμη του τζαμιού της Αγοράς, που κατά προσέγγιση συμπίπτει με τη σημερινή στάθμη της περιοχής.

Η Ρωμαϊκή Αγορά, πάντως, δεν πρέπει να έχασε ποτέ πλήρως τον εμπορικό της χαρακτήρα67, παρ’ όλο που προς τα τέλη της μέσης βυζαντινής εποχής ο οικιστικός χα-ρακτήρας υπερισχύει του εμπορικού, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε τόσο από την ανασκαφή μας, όσο και από τα κατάλοιπα μεσοβυζαντινών οικιών που αποκαλύφθη-καν στο παρελθόν νότια του τζαμιού και κυρίως στο ΝΔ τμήμα της Αγοράς68. Επί πλέον, η οικοδόμηση του πλέον σημαντικού τζαμιού της κάτω πόλης σε αυτή την περιοχή είναι ενδεικτική της σημασίας της και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όταν φαίνεται πως φιλοξενούσε την ετή-σια αγορά του σιταριού, από την οποία και ονομάστηκε Σταροπάζαρο. Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε69, η οικοδό-μηση του Φετιχιέ τζαμί επάνω στους δυο πιο σημαντικούς οδικούς άξονες της πόλης δεν υπήρξε τυχαία, καθώς η αυλή της Ρωμαϊκής Αγοράς αποτελούσε το σημείο συνά-ντησης του δρόμου που με προσανατολισμό Β–Ν οδη-γούσε στην Ακρόπολη, δηλαδή τη σημερινή οδό Πανός, με τον δρόμο που από τα δυτικά προς τα ανατολικά δι-έσχιζε τη Ρωμαϊκή Αγορά, μέσω της πύλης της Αθηνάς Αρχηγέτιδας70. Άλλωστε, δεν πρέπει να ήταν τυχαία και η οικοδόμηση της βασιλικής στην ίδια περιοχή, πέραν του χώρου που προσέφερε η αυλή της Ρωμαϊκής Αγοράς, ενώ δεν αποκλείεται να ήταν εν μέρει ορθή η άποψη του Δ. Καμπούρογλου, ο οποίος έγραψε πως η συγκεκριμένη εκκλησία υπήρξε η μητρόπολη της Αθήνας από τη στιγμή της κατάληψης της πόλης από τους Φράγκους το 1204 μέ-χρι την κατάληψή της από τους Οθωμανούς το 145671, αν και όπως είναι πλέον βέβαιο, συνέχισε να λειτουργεί ως εκκλησία έως το 1660 περίπου.

190

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Βαβυλοπούλου-Χαριτωνίδου Α. 1982: «Κεραμικά ευ-ρήματα Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής εποχής από την ανασκαφή νοτίως της Ακροπόλεως, 1955-1960», ΑΔ 37 (Μελέτες), 127-137.Βολανάκης Ι.Η. 1976: Τα Παλαιοχριστιανικά Βαπτιστήρια της Ελλάδος, Αθήναι. Γερούση Ε. 1992-1993: «Κεραμικά Παλαιοχριστιανικών χρόνων από την περιοχή του «Επισκοπείου» της Σάμου», ΑΔ 47-48 (Μελέτες), 251-267.Γκίνη-Τσοφοπούλου Ε. – Γιαγκάκη Α.Γ. 2010: «Παλαι-οχριστιανικό νεκροταφείο στη θέση «Δρίβλια», Πόρ-το-Ράφτη: μία πρώτη προσέγγιση της κεραμικής», στο Παπανικόλα-Μπακιρτζή – Κουσουλάκου (επιμ.) 2010, 689-711.Γραμμένος Δ.Β. – Κνιθάκης Γ. 1994: Κατάλογος των αρ-χιτεκτονικών μελών του Μουσείου Θεσσαλονίκης, [Μακε-δονική Βιβλιοθήκη αρ. 81], Θεσσαλονίκη.Δυοβουνιώτης Κ. – Κουκουλές Φ. 1935: «Ειδήσεις: Ερ-γασίαι αναστηλώσεως και συντηρήσεως Βυζαντινών μνη-μείων κατά το 1935», ΕΕΒΣ 11, 571-572.Εμμανουηλίδης Ν.Ε. 1989: Το δίκαιο της ταφής στο Βυζάντιο, [Forschungen zur byzantinischen Rechtsge-schichte], Αθήνα.Καλοπίση-Βέρτη Σ. 2003: Διδακτική Συλλογή Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Κεραμικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών – Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Μουσείο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, Αθήνα.Καμπούρογλου Δ.Γ. 1889: Ιστορία των Αθηνών: Τουρκοκρατία, περίοδος 1η: 1458-1687, τ. 1, Αθήναι.Καμπούρογλου Δ.Γ. 1922: Αι Παλαιαί Αθήναι, [Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, αρ. 240], Αθήνα. Καρύδης Δ.Ν. 1981: «Πολεοδομικά των Αθηνών της Τουρκοκρατίας», (Διδ. Διατρ., ΕΜΠ), Αθήνα.Κορμαζοπούλου Λ. – Χατζηλαζάρου Δ. 2010: «Τα αγγεία του σπηλαιοβαράθρου Ανδρίτσας Αργολίδας. Προκαταρκτική παρουσίαση ενός κλειστού συνόλου του τέλους της Ύστερης Αρχαιότητας και κάποιες απόπειρες ερμηνείας», στο Παπανικόλα-Μπακιρτζή – Κουσουλάκου (επιμ.) 2010, 169-184.Κορρέ-Ζωγράφου Κ. 1995: Τα κεραμεικά του Ελληνικού χώρου, Αθήνα.Μακροπούλου Δ. 1995: «Εφυαλωμένη Κεραμεική Βυζα-ντινών και Μεταβυζαντινών Χρόνων (12ος-16ος αι.)», στο Ε. Κυπραίου (επιμ.), Συλλογή Δημητρίου Οικονομοπού-λου. Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Κεραμεική, Μεταλλικά Αντικείμενα, Νομίσματα, Αθήνα, 8-51.Μαρκή Ε. 1988: «Το τέλος της αρχαιότητας και η εισαγω-γή των νεκρών στην πόλη. Η περίπτωση της Θεσσαλονί-κης», στο ΧΑΕ, Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, (Πρόγραμμα και περιλήψεις ανα-κοινώσεων), Αθήνα, 41-42.Μαρκή Ε. 2002: «Τα Χριστιανικά κοιμητήρια στην Ελλά-δα. Οργάνωση, τυπολογία, ταφική ζωγραφική, μαρτύρια, κοιμητηριακές βασιλικές», ΔΧΑΕ ΚΓ΄, 163-176.

Μαρκή Ε. 2006: Η νεκρόπολη της Θεσσαλονίκης στους Υστερορωμαϊκούς και Παλαιοχριστιανικούς χρόνους (μέσα του 3ου έως μέσα του 8ου αι. μ.Χ.), Αθήνα.Μπακιρτζής Χ. 2003: Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα. Συμβο-λή στη μελέτη ονομασιών, σχημάτων και χρήσεως πυρίμα-χων μαγειρικών σκευών, μεταφορικών και αποθηκευτικών δοχείων, Αθήνα.Μπίρης Κ.Η. 1959: Τα Αττικά του Εβλιά Τσελεμπή. Αι Αθή-ναι και τα περίχωρά των κατά τον 17ον αιώνα, Αθήναι.Μπίρης Κ.Η. 1966: Αι Αθήναι, από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, Αθήναι.Μπορμπουδάκη Μ. 2007: Πηλός και Χρώμα, νεώτερη κε-ραμική του Ελλαδικού χώρου, Αθήνα.Μπούρας Χ. 2010: Βυζαντινή Αθήνα, 10ος - 12ος αι., [Μου-σείο Μπενάκη, 6ο Παράρτημα], Αθήνα.Μπρούσκαρη Έ. (επιμ.) 2009: Η Οθωμανική αρχιτεκτονι-κή στην Ελλάδα, Αθήνα.Ναλπάντης Δ. 2003: Ανασκαφή στο οικόπεδο του Μου-σείου Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη. Ταφές και ευρήματα, Αθήνα.Ξυγγόπουλος Α. 1929: «Φετιχιέ Τζαμί (Τζαμί του Σταρο-πάζαρου)», στο Ευρετήριον Μεσαιωνικών Μνημείων, 1. Μεσαιωνικά μνημεία Αττικής, Α. Αθηνών, ΕΜΜΕ, 1, τεύ-χος Β΄, Αθήναι.Ορλάνδος Α. 1964: «Έκθεσις περί των ανασκαφών Βιβλι-οθήκης Αδριανού και Ρωμαϊκής Αγοράς», ΑρχΕφ, 6-58.Πάλλας Δ. 1956: «Οι Χριστιανικοί καμαρωτοί τάφοι (Κα-ταγωγή και λατρευτικαί ιδέαι)», ΑρχΕφ 1937, τόμος Εκα-τονταετηρίδος, μέρος τρίτον, 847-861.Παπαγεωργίου-Βενετάς Α. 1989: «Η ίδρυση της νέας Αθήνας, Πολεοδομικές προτάσεις και αισθητικές θεω-ρήσεις κατά το διάστημα της πρώτης δεκαετίας (1830-1840) για την εξέλιξη της νέας πόλης και την ανάδειξη της αρχαίας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και του ιστορικού τοπίου», Αρχαιολογία 31, 52-60.Παπαευθυμίου Β. 2012: «Το Ασκληπιείο των Αθηνών στους Χριστιανικούς χρόνους. Ευρήματα από την ανα-σκαφή της Αρχαιολογικής Εταιρείας», ΑρχΕφ, 96-101.Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. 1999: Βυζαντινά Εφυαλωμέ-να Κεραμικά. Η τέχνη των εγχαράκτων, Αθήνα.Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. (επιμ.) 2002: Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Ώρες Βυζαντίου, έργα και ημέρες στο Βυζάντιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Μυστράς, Αθήνα.Παπανικόλα-Μπακιρτζή Δ. – Κουσουλάκου Ντ. (επιμ.) 2010: Κεραμική της Ύστερης Αρχαιότητας από τον Ελλαδι-κό χώρο (3ος–7ος αι. μ.Χ.), Επιστημονική Συνάντηση, (Θεσ-σαλονίκη, 12-16 Νοεμβρίου 2006), Θεσσαλονίκη.Πετράκος Β.Χ. 2008: «Η Αγορά των Ρωμαϊκών χρόνων της Αθήνας μετά την απελευθέρωση», Μέντωρ 88 (Ιού-νιος), 49-54.Πούλη Ρ. 2009: «Φετιχιέ τζαμί (ή Τζαμί του Σταροπάζα-ρου)», στο Μπρούσκαρη (επιμ.) 2009, 70-73.Σατωβριάνδος 1979: Οδοιπορικόν: εκ Παρισίων εις Ιερο-σόλυμα και εξ Ιεροσολύμων εις Παρισίους, [Ξένοι περιη-γητές στον Ελληνικό χώρο, 5], Αθήνα.

Βιβλιογραφία

191

Νίκος Τσονιώτης: Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ: ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Σταυρόπουλος Φ.Δ. 1930-1931: «Ανασκαφαί Ρωμαϊκής Αγοράς», Παράρτημα ΑΔ 13, 1-14.Τζαβέλλα E. 2006: «Τα πρώιμα Βυζαντινά νεκροταφεία της Αθήνας και οι μαρτυρίες τους για την τοπογραφική και ιστορική εξέλιξη της πόλης», στο ΧΑΕ, 26ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, (Πρόγραμμα και περιλήψεις ανακοινώσεων), Αθήνα, 93.Τζαβέλλα E. 2010: «Κεραμική από αθηναϊκούς τάφους του τέλους της Αρχαιότητας και οι μαρτυρίες της για τον 7ο αι. στην Αττική», στο Παπανικόλα-Μπακιρτζή – Κου-σουλάκου (επιμ.) 2010, 649-670.Τραυλός Ι. 1960: Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αιώ-νος, Αθήναι. Φιλαδελφεύς A. 1911: «Έκθεσις περί των εν τη καλου-μένη Ρωμαϊκή Αγορά Αθηνών ανασκαφών κατά το έτος 1910», ΠΑΕ, 112-126.Χατζησάββας Σ. 2008: Η ελιά και το λάδι στον αρχαίο Ελ-ληνικό κόσμο, Αθήνα.Χωρέμη-Σπετσιέρη Ά. 2004: Ρωμαϊκή Αγορά – Βιβλιοθή-κη Αδριανού, Αθήνα.

Agora V: H.S. Robinson, Pottery of the Roman period: Chronology, The Athenian Agora: results of excavations conducted by the American School of Classical Studies at Athens; v. 5, Princeton N.J., 1959.Agora VII: J. Perlzweig, Lamps of the Roman Period: First to Seventh Century after Christ, The Athenian Agora: results of excavations conducted by the American School of Classical Studies at Athens; v. 7, Princeton, N.J. 1961.Agora XXIV: Α. Frantz, Late Antiquity: A.D. 267 – 700, The Athenian Agora: results of excavations conducted by the American School of Classical Studies at Athens; v. 24, Princeton, N.J. 1988. Armstrong P. 1993: “Byzantine Thebes: excavations on the Kadmeia”, BSA 88, 295-335.Aupert P. 1980: “Objets de la vie quotidienne à Argos en 585 ap. J.-C.”, [BCH Supplément VI, Études Argiennes], Paris, 395-457.Balance M. – Boardman J. – Corbett S. – Hood S. 1989: Byzantine Emporio, Excavations in Chios 1952 – 1955, [BSA Suppl. vol. 20], Oxford. Baldini Lippolis Ι. 1995: “La monumentalizzazione tardoantica di Atene”, Ostraka IV.1, 169-190.Baldini Lippolis I. 2003: “Sistema palazziale ed edifici amministrativi in età protobizantina: il settore settentrionale dell’Agorà di Atene”, Ocnus 11, 9-23. Bass G.F. – Van Doorninck F.H. Jr. 1982: Yassi Ada; I: A Seventh-Century Byzantine Shipwreck, Austin.Beschi L. 1985: “L’Anonimo Ambrosiano: Un itinerario in Grecia di Urbano Bolzanio”, Rendiconti dell’Accademia Nazionale dei Lincei XXXIX, 3-22.Bonifay M. 2004: Etudes sur la Céramique romaine tardive d’Afrique, [BAR Int. Series 1301], Oxford.Castrén P. 1989: “The Post-Herulian revival of Athens”, στο S. Walker – A. Cameron (επιμ.), Papers from the tenth British Museum Classical Colloquium, “The Greek renaissance in the Roman empire”, [Bulletin Supplement 55], London, 45-48.

Corinth XI: C.H. Morgan II, The Byzantine pottery, Corinth: results of excavations conducted by the American School of Classical Studies at Athens, Cambridge Mass. 1942.Felten F. 1975: “Die Spätrömische Akropolismauer, Die christliche Siedlung”, στο H. Walter (επιμ.), Alt-Ägina, Band I.2, Mainz am Rhein, 55-80.Fowden G. 1990: “The Athenian Agora and the progress of Christianity”, JRA 3, 494-501.Frantz A. 1942: “Turkish pottery from the Agora”, Hesperia 11, 1-28.Frantz Α.Μ. 1938: “Middle Byzantine Pottery in Athens”, Hesperia 7, 429-467.Grierson P. 1968: Catalogue of Byzantine coins in the Dumbarton Oaks collection and in the Whittemore collection, Vol. 2, Phocas to Theodosius III, part 2, Heraclius Constantine to Theodosius III (641-717), Washington, DC.Hayes J.W. 1968: “A seventh-Century Pottery Group”, στο R.M. Harrison – Nezih Firatli, Excavations at Saraçhane in Istanbul: fifth preliminary report, Washington, 203-216.Hayes J.W. 1992: Excavations at Saraçhane in Istanbul, vol. 2: The Pottery, Princeton, N.J.Isthmia IX: J.L. Rife, The Roman and Byzantine graves and human remains. Description of the graves by area. Excavations by the University of California at Los Angeles and the Ohio state University, under the auspices of the American School of Classical Studies at Athens, Princeton, N.J. 2012, 25-98.Karivieri A. 1996: The Athenian Lamp Industry in Late Antiquity, [Papers and Monographs of the Finnish Institute at Athens, vol. V], Helsinki.Kautzsch R. 1936: Kapitellstudien, Beiträge zu einer geschichte des spätantiken kapitells im Osten vom vierten bis ins siebente Jahrhundert, [Studien zur Spätantiken Kunstgeschichte, im auftrage des DAI, 9], Berlin – Leipzig.Kazanaki-Lappa M. 2002: “Medieval Athens”, στο A.E. Laiou (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century, Washington, D.C., 639-646.Kiel M. 2002: “The quatrefoil plan in Ottoman architecture reconsidered in light of the “Fethiye mosque” of Athens”, Muqarnas 19, 109-122.Kienast H.J. 2013: “The Tower of the Winds in Athens”, AAIAB 9, 20-29.Laskaris N.G. 2000: Monuments funéraires Paléochrétiens (et Byzantins) de Grèce, Athènes.Metcalf D.M. 1962: “The Slavonic threat to Greece Circa 580: some evidence from Athens”, Hesperia 31, 134-157.Metcalf D.M. 1991: “Avar and Slav invasions into the Balkan peninsula (c. 575-625): the nature of the numismatic evidence”, JRA 41, 140-148.Noy D. – Panayotov A. – Bloedhorn H. 2004: Inscriptiones Judaiche Orientis; I: Eastern Europe, Tübingen.Petridis P. 1995: La Céramique Paleochretiènne de Delphes, (Διδ. Διατρ.), Paris.Petridis P. 2007: «Relations between Pottery Workshops in the Greek Mainland during the Early Byzantine period», στο B. Böhlendorf-Arslan – A. Osman Uysal – J. Witte-Orr (επιμ.), ÇANAK, Late Antique and Medieval Pottery and Tiles in Mediterranean Archaeological Contexts.

192

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Proceedings of the First International Symposium on Late Antique, Byzantine, Seljuk and Ottoman Pottery and Tiles in Archaeological Context (Çanakkale, 1-3 June 2005), Istanbul, 43-54.Piérart M. – Thalmann J.-P. 1980: “Céramique Romaine et Médiévale (Fouilles de l’Agora)”, [BCΗ Supplément VI, Études Argiennes], Paris, 459-492.Pieri D. 2005: Le commerce du vin Oriental à l’époque Byzantine (Ve-VIIe siècles); Le témoignage des amphores en Gaule, [BAHBeyrouth 174], Beyrouth.Riley J.A. 1979: “The Coarse Pottery from Berenice”, στο Excavations at Sidi Khrebish Benghazi (Berenice), Vol. II, Tripoli, 91-467.Robinson H.S. 1943: “The Tower of the Winds and the Roman market place”, AJA 47.3, 291-305.Setton K.M. 1955: “The archaeology of Medieval Athens”, στο S.H. Mundy – R.W. Emery – B.N. Nelson (επιμ.), Essays in Medieval life and thought presented in honor of Austin Patterson Evans, New York, 227-258.Sironen E. 1997: The Late Roman and Early Byzantine Inscriptions of Athens and Attica, Helsinki.Small D.B. 1980: “A Proposal for the Reuse of the Tower of the Winds”, AJA 84.1, 96-99.Sourlas St.D. 2012: “L’agora romaine d’Athènes. Utilisation, fonctions et organisation intérieure”, στο V. Chankowsky – P. Karvonis (επιμ.), Tout vendre, tout acheter. Structures et équipements des marchés antiques.

Actes du colloques d’Athènes (16-19 juin 2009), Paris – Bordeaux – Athènes, 119-138.Stillwell MacKay Th. 1967: “More Byzantine and Frankish pottery from Corinth”, Hesperia 16, 249-320.Travlos J. 1971: Pictorial Dictionary of Ancient Athens, London.Vroom J. 2003: After Antiquity. Ceramics and Society in the Aegean from the 7th to the 20th century A.C., a case study from Boeotia, central Greece, [Archaeological Studies, Leiden University 10], (Διδ. Διατρ.), Leiden.Vroom J. 2005: Byzantine to modern pottery in the Aegean, 7th to the 20th century; An introduction and field guide, Utrecht.Vroom J. 2011: “The other Dark Ages: Early medieval pottery finds in the Aegean as an archaeological challenge”, στο Redha Attoui (επιμ.), “When did Antiquity end?” Archaeological case studies in three continents. The Proceedings of an International Seminar held at the University of Trento on April 29-30, 2005 on Late Antique societies, Religion, Pottery and Trade in Germania, Northern Africa, Greece and Asia Minor, [BAR Int. Series 2268], Oxford, 137-158.Vryonis Sp. Jr. 1981: “The evolution of Slavic society and the Slavic invasions in Greece. The first major Slavic attack on Thessaloniki, A.D. 597”, Hesperia 50, 378-390.Ziebarth E. 1899: “Ein Griechischer reisebericht des XV Jahrhunderts”, AM XXIV, 72-88.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Μουσείο Κυκλαδικής ΤέχνηςΝεοφύτου Δούκα 4106 74 Αθήνα Museum of Cycladic Art4, Neofytou Douka streetAthens 106 74 - Greece

www.cycladic.gr