Ευθύνη μητρικής εταιρίας για τα χρέη της θυγατρικής

34
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΗΣ Εργασία στο μάθημα των Εμπορικών Εταιριών Ε΄ Εξάμηνο Ακαδημαϊκό Έτος 2014-2015 ΘΕΜΑ: Ευθύνη μητρικής εταιρίας για τα χρέη της θυγατρικής ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: Αναστοπούλου Έλλη- Κυριακή ΑΜ: 1340201200020

Transcript of Ευθύνη μητρικής εταιρίας για τα χρέη της θυγατρικής

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΗΣ

Εργασία στο μάθημα των Εμπορικών Εταιριών

Ε΄ Εξάμηνο

Ακαδημαϊκό Έτος 2014-2015

ΘΕΜΑ: Ευθύνη μητρικής εταιρίας

για τα χρέη της θυγατρικής

ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ:

Αναστοπούλου Έλλη- Κυριακή

ΑΜ: 1340201200020

Περιεχόμενα1. Εισαγωγή..................................................32. Νομοθετικό πλαίσιο των συνδεδεμένων εταιριών..............43. Αναδυόμενα προβλήματα στους ομίλους.......................74. Ζητήματα ευθύνης στους ομίλους εταιριών...................85. Η νομική προστασία των δανειστών της θυγατρικής..........106. Η άρση της αυτοτέλειας νομικού προσώπου..................117. Η άρση της αυτοτέλειας της μητρικής επιχείρησης και ο καταλογισμός ευθύνης σε αυτήν έναντι των δανειστών της θυγατρικής..................................................127.1 Ο καταλογισμός της ευθύνης στη μητρική με βάση την ερμηνεία του νόμου ή της σύμβασης...........................127.2 Ο καταλογισμός ευθύνης στη μητρική σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας.................................137.3 Ο καταλογισμός ευθύνης στη μητρική λόγω κατάχρησης της ελευθερίας οργάνωσης........................................148. Η υποκεφαλαιοδότηση ως βασικός λόγος θεμελίωσης ευθύνης στον όμιλο επιχειρήσεων.....................................159. Η ευθύνη της μητρικής σε περίπτωση πτώχευσης της θυγατρικής..................................................1710. Η ευθύνη της μητρικής για χρέη από εργασιακές σχέσεις της θυγατρικής..............................................1811. Ευθύνη της μητρικής για παραβάσεις της θυγατρικής.....1912. Η νομολογία στα ζητήματα ευθύνης μητρικής – θυγατρικής.

2013. Τελικά συμπεράσματα...................................21Βιβλιογραφία................................................22

2

Αρθρογραφία.................................................23Νομολογία...................................................23Σχολιασμός Δικαστικών Αποφάσεων.............................24Διάφορα.....................................................24

1.Εισαγωγή

Αναμφίβολα, οι όμιλοι επιχειρήσεων διαδραματίζουν στο πεδίο της

σύγχρονης οικονομίας και αγοράς, σημαντικότατο ρόλο, τόσο σε εθνικό

όσο και υπερεθνικό επίπεδο. Όμιλοι επιχειρήσεων σχηματίζονται όταν

συμπράττουσες επιχειρήσεις εντάσσονται σε ένα ευρύτερο οικονομικό

σύνολο, με ενιαία διοίκηση.1 Οι εταιρίες-μέλη του ομίλου φαίνονται ως

επιμέρους τμήματα μιας ενιαίας επιχείρησης, οι ίδιες όμως έχουν

νομική αυτοτέλεια, αποτελώντας ιδιαίτερα υποκείμενα δικαίου.2 Το

κύριο δηλαδή χαρακτηριστικό του ομίλου είναι ότι παρουσιάζει μεν μια

1 Σύμφωνα με το προοίμιο της πρότασης για την Ένατη Κοινοτική Οδηγία οι

όμιλοι επιχειρήσεων αποτελούν οικονομικές ενότητες, στις οποίες το σύνολο

των εταιριών και των επιχειρήσεων διευθύνονται με ενιαίο τρόπο και σύμφωνα

με τα συμφέροντα του ομίλου. 2 Βλ. Γεωργακόπουλο Λ., Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, Τόμος Ι –Οι έμποροι,

Τεύχος 2-Εταιρίες και συνδεδεμένες επιχειρήσεις,1996,σελ.349 επ.

3

ενότητα ως οικονομική μονάδα,3 δεν έχει όμως δική του νομική

προσωπικότητα. Καθώς λοιπόν δεν αποτελεί ιδιαίτερο υποκείμενο

δικαίου, επιτυγχάνεται ο περιορισμός της ευθύνης.

Η κλασική μορφή σύνδεσης είναι αυτή που δημιουργείται με τη

συμμετοχή4 μιας εταιρίας (μητρική) σε άλλη (θυγατρική) ή και άλλες

(αδελφές). Η σύνδεση επιχειρήσεων θέτει, εκ των πραγμάτων, το ζήτημα

της διαμόρφωσης της ευθύνης στους ομίλους εταιριών και ιδιαίτερα της

ευθύνης της εξουσιάζουσας εταιρίας. Ωστόσο, το μείζον αυτό ζήτημα

δεν ρυθμίζεται από την ελληνική έννομη τάξη, στην οποία δεν έχει

θεσπιστεί νόμος για το δίκαιο συνδεδεμένων εταιριών ή ομίλων

επιχειρήσεων.5 Πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι, από μόνο του, το

γεγονός της ύπαρξης ομίλου εταιριών δεν συνεπάγεται αυτομάτως την

ευθύνη της εξουσιάζουσας εταιρίας. Μια τέτοια παραδοχή θα οδηγούσε

σε κατάλυση θεμελιωδών θεσμών, όπως είναι η αρχή της αυτοτέλειας των

νομικών προσώπων.6

Ζήτημα ευθύνης της μητρικής εταιρίας έναντι της θυγατρικής,

προκύπτει όταν η θυγατρική ζημιώθηκε από πράξεις που τέλεσε η

διοίκησή της ύστερα από παρακίνηση της μητρικής και η ζημία αυτή δεν

αποκαταστάθηκε ή δεν ισοσταθμίστηκε με άλλο τρόπο, μέσα στο πλαίσιο

του ομίλου.7 Η αποδοχή της αρχής ότι η εξουσία συμβαδίζει με την

ευθύνη, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο έλεγχος που ασκεί η μητρική

συνιστά στοιχείο, που ενδέχεται να επεκτείνει την ευθύνη της, για

3 Βλ. Παμπούκη Κ. Ένταξη ανώνυμης εταιρίας σε όμιλο πολυεθνικό,1989,σελ.304 Πλειοψηφική ή και μη πλειοψηφική, πάντως τόσης συμμετοχής, ώστε να

εξασφαλίζεται ο έλεγχος της συγκεκριμένης θυγατρικής εταιρίας(βλ. άρθρο

42ε§ 5 στοιχείο α Κωδ. Ν.2190/1920) 5 Βλ. Μούζουλα Σπήλιου, «Τα κριτήρια εξάρτησης επιχειρήσεων σύμφωνα με το

άρθρο 2 παρ.1 του προσχεδίου της 9ης οδηγίας», Αρμ 1987,1001 6 Βλ.Ρόκα Ν. Εμπορικές Εταιρίες,7η ενημερωμένη έκδοση 2012,σελ.6167 Βλ. Ρόκα. ό.π,σελ.617

4

τις υποχρεώσεις της θυγατρικής.8 Γεννάται λοιπόν συχνά το ερώτημα αν

οι δανειστές μιας θυγατρικής επιχείρησης δύνανται να στραφούν κατά

της μητρικής επιχείρησης του ομίλου, όταν η πρώτη-αρχική

συμβαλλόμενη και οφειλέτρια-αδυνατεί να τους ικανοποιήσει. Το

ερώτημα τίθεται διότι, παρά την οικονομική ενότητα που εμφανίζουν οι

επιμέρους επιχειρήσεις, διατηρούν εν τούτοις την νομική τους

αυτοτέλεια. Το γεγονός αυτό καθιστά «καταρχήν» αδύνατη την

ικανοποίηση των δανειστών της θυγατρικής από την εταιρική περιουσία

της μητρικής, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της

αρχής της «άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου». Ωστόσο, προς

θεμελίωση της ευθύνης της μητρικής εταιρίας, είναι απαραίτητη η

αναφορά και η απόδειξη επιλήψιμης συμπεριφοράς από μέρους της. Η

έλλειψη ειδικής νομοθετικής ρύθμισης της ευθύνης της μητρικής

επιχείρησης στο ελληνικό δίκαιο, όπως και στα αντίστοιχα δίκαια των

περισσοτέρων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστά υποχρεωτική

την επίκληση των αρχών και των κανόνων του γενικού δικαίου,

(απαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος, απαγόρευση διενέργειας πράξεων

αντίθετων προς τα συμφέροντα εταιρίας, προσβολή των χρηστών ηθών,

καλή πίστη, σκοπός δικαιώματος), για τη νομική θεμελίωση της ευθύνης

αυτής της εταιρίας για τις υποχρεώσεις της θυγατρικής και την

προστασία των δανειστών της τελευταίας( καταλογισμός με βάση την

ερμηνεία νόμου ή της σύμβασης).

2.Νομοθετικό πλαίσιο των συνδεδεμένων εταιριών.

Η εμφάνιση του φαινομένου της σύνδεσης επιχειρήσεων, κατά την

οποία εταιρία εξουσιάζεται από άλλη εταιρία και όχι από μέτοχο-

φυσικό πρόσωπο, καθώς και κατά κανόνα η πρόταξη των συμφερόντων του

8 Βλ. Μούζουλα Σπ. «Η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης για τις υποχρεώσεις

της θυγατρικής της», ΕΕμπΔ 1991,σελ.404-413

5

ομίλου εις βάρος των συμφερόντων των μελών αυτού, θέτει το ερώτημα

κατά πόσο είναι αναγκαία η θέσπιση κανόνων για την λειτουργία των

ομίλων επιχειρήσεων, οι οποίοι θεωρούνται ιδιαίτερο εταιρικό

μόρφωμα. Στον ευρωπαϊκό χώρο, δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχει

υιοθετηθεί κοινό εταιρικό δίκαιο ομίλων, γεγονός το οποίο οδηγεί σε

ανασφάλεια δικαίου. Η προσπάθεια που έγινε να προταθεί επισήμως η

λεγόμενη 9η εταιρική οδηγία για τους ομίλους, ήδη από την δεκαετία

του ’70, εγκαταλείφτηκε εξαιτίας της σφοδρής αντίδρασης πολλών

κρατών-μελών.9 Βεβαίως, οι όμιλοι επιχειρήσεων αναγνωρίζονται στην

Ε.Ε. ως νόμιμα σχήματα προς το επιχειρείν, πλην όμως οι σχετικές

ρυθμίσεις, (με την μορφή οδηγιών) είναι αποσπασματικές και

εξειδικευμένες ανά τομέα. Οι σημαντικότερες εναρμονισμένες

νομοθεσίες, σε κοινοτικό επίπεδο, αφορούν στους ενοποιημένους

λογαριασμούς, στους τραπεζικούς-ασφαλιστικούς ομίλους, στη φορολογία

μερισμάτων, καθώς επίσης και στην πληροφόρηση για το προσωπικό. Στον

ευρωπαϊκό χώρο, η Γερμανία είναι μια από τις λίγες χώρες (μαζί με

την Πορτογαλία, την Πολωνία και τη Σλοβενία), η οποία έχει ειδική

νομοθεσία για τους ομίλους ανωνύμων εταιριών (Konzernrecht), με την

οποία ρυθμίζει κρίσιμα θέματα στις σχέσεις μεταξύ μητρικών και

θυγατρικών εταιριών.10

Στο ελληνικό εταιρικό δίκαιο οι διατάξεις που αφορούν στις

συνδεδεμένες επιχειρήσεις και κατ΄επέκταση στους ομίλους

επιχειρήσεων, περιέχονται κυρίως στον Κωδικοποιημένο Νόμο 2190/1920

περί Ανωνύμων Εταιρειών. Ο όρος «συνδεδεμένες επιχειρήσεις»

9 E. Wymeersch, «Conflicts of interest in financial services groups»,

2/03/2007, σελ.1,

http://www.esma.europa.eu/system/files/3L3_Conflicts__speech_EW_01_02_07.pd

f 10 Βλ.Prokopieva Vassya, «Parent Company Liability in case of Subsidiary

Insolvency- Time to Rethink Liability of corporate Shareholders?», Thesis

2003-2004, College of Europe, Bruges Campus, Law Department, σελ.28,29.

6

χρησιμοποιείται με την ευκαιρία της θέσπισης ειδικών διατάξεων για

ορισμένα στοιχεία του ισολογισμού και του λογαριασμού «αποτελέσματα

χρήσης» (άρθρο 42ε § 5) και της ρύθμισης των ενοποιημένων

οικονομικών καταστάσεων σε περίπτωση μητρικής επιχείρησης με

θυγατρικές (άρθρα 90-106). Οι διατάξεις αυτές θεσμοθετήθηκαν με

σκοπό την προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας προς την Έβδομη Εταιρική

Οδηγία της Κοινότητας (83/349/ΕΟΚ), η οποία αναφέρεται στους

ενοποιημένους λογαριασμούς, όπως σημειώθηκε παραπάνω. Η πρώτη

συγκεκριμένη διάταξη (άρθρο 42ε§5) αναφέρεται στα δικαιώματα

συμμετοχής μιας επιχείρησης στο κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων και

θεσπίζει την υποχρέωση της καταχώρησης αυτών των δικαιωμάτων στους

λογαριασμούς της κατηγορίας «συμμετοχές και άλλες μακροπρόθεσμες

χρηματοοικονομικές απαιτήσεις». Περαιτέρω, για την εφαρμογή του

νόμου δίδεται ο ορισμός των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, οι

περιπτώσεις και οι υποπεριπτώσεις αυτών, αναλόγως των μεταξύ τους

σχέσεων και συμφωνιών. Οι μορφές αυτές σύνδεσης επιχειρήσεων δεν

δημιουργούν ουσιαστικό δίκαιο συνδεδεμένων επιχειρήσεων, αφού η

ισχύς τους περιορίζεται στο δίκαιο της λογιστικής των ανωνύμων

εταιριών.11 Σημειωτέον ότι η μια τουλάχιστον των επιχειρήσεων πρέπει

να είναι Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. αφού για την ύπαρξη σύνδεσης απαιτείται

πλειοψηφία κεφαλαίου ή δικαιωμάτων ψήφου.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 ε § 5 στοιχείο α, σχέση

μητρικής προς θυγατρική υπάρχει, όταν η μητρική (η ίδια ή μέσω

τρίτων) αφενός έχει ή ελέγχει την πλειοψηφία του κεφαλαίου ή των

δικαιωμάτων ψήφου της θυγατρικής, ή αφετέρου ασκεί κυριαρχική

επιρροή στη διοίκησή της, έχοντας το δικαίωμα, είτε άμεσα, είτε μέσω

τρίτων, να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών των οργάνων

διοίκησης αυτής. Είναι φανερό ότι η εταιρία που αποκτά τα δικαιώματα

αυτά, εξουσιάζει την τελευταία και ελέγχει τη διοίκησή της,

11 Βλ.Ρόκα,ο.π.σελ.615

7

εκλέγοντας στο διοικητικό συμβούλιο πρόσωπα που εκτελούν τις εντολές

της. Η σύνδεση των επιχειρήσεων μπορεί να είναι και έμμεση, όταν

δηλαδή τρίτη εταιρία (εγγονή) ελέγχεται από τη θυγατρική μιας

μητρικής κοκ (πολυβαθμικός όμιλος, όπως καθορίζεται στο άρθρο 42ε §

5 στοιχεία β, γ).

Οι διατάξεις των άρθρων 90 έως 106 του ΚΝ 2190/1920 θεσπίστηκαν

προκειμένου να προσαρμοσθεί η ελληνική νομοθεσία στις ευρωπαϊκές

οδηγίες, οι οποίες ρυθμίζουν το σημαντικό θέμα της λογιστικής

μεταχείρισης των ομίλων εταιριών (ενοποιημένοι λογαριασμοί), με

επιδίωξη την προστασία των δανειστών και των μετόχων της εταιρίας.

Οι ειδικές αυτές διατάξεις αφορούν στο δίκαιο της λογιστικής

διαφάνειας και της δημοσιότητας της σύνδεσης, που βαρύνει μόνο τη

μητρική εταιρία και αφορά : (α) στη λογιστική διάκριση των

συναλλαγών με συνδεδεμένες εταιρίες σε κάθε ατομικό ισολογισμό, (β)

στην υποχρέωση των συνδεδεμένων θυγατρικών επιχειρήσεων να

ανακοινώνουν στοιχεία τους στη μητρική για τους σκοπούς της

ενοποίησης και (γ) στο καθήκον της τελευταίας να προβεί στη

λογιστική ενοποίηση όλων των συνδεδεμένων επιχειρήσεων και τη

δημοσίευσή της.12 Επίσης, ο ίδιος ΚΝ 2190/1920 με το άρθρο 17

(Αποκτήσεις ιδίων μετοχών κ.λπ. μέσω τρίτων) στην παρ. 1 απαγορεύει

στην θυγατρική να λάβει μετοχές της μητρικής εταιρίας για εξασφάλιση

δανείου. Ταυτόχρονα, στην παρ. 2 αποκλείει την δυνατότητα μιας

ανώνυμης εταιρίας να αποκτά δικές της μετοχές, χρησιμοποιώντας για

τον σκοπό αυτό εξαρτημένες από αυτήν εταιρίες, ενώ με βάση το άρθρο

23 α §§ 1 ,2 και 5, οι απαγορεύσεις που ισχύουν για τις συμβάσεις

μελών του ΔΣ με την ανώνυμη εταιρία ισχύουν και για τα ελεγχόμενα

από αυτήν νομικά πρόσωπα. Ο νομοθέτης θέλει με τις απαγορεύσεις αυτές

να αποτρέψει τον κίνδυνο καταστρατήγησης των διατάξεων ως προς την12 Βλ. Σινανιώτη- Μαρούδη Αριστέα, «Η διαμόρφωση της ευθύνης στον όμιλο

επιχειρήσεων», Εισήγηση στο 12ο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, Θεσσαλονίκη,15-

17 Νοεμβρίου 2002 ,ΕΕμπΔ 2003.

8

καταβολή και διατήρηση της εταιρικής περιουσίας, καθώς ο κίνδυνος

αυτός είναι σύμφυτος με την σύνδεση επιχειρήσεων.13

3.Αναδυόμενα προβλήματα στους ομίλους.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ομίλων επιχειρήσεων και αιτία των

αναφυόμενων προβλημάτων είναι το αντιφατικό γεγονός ότι οι όμιλοι

απαρτίζουν μεν μια οικονομική ενότητα, χωρίς όμως να έχουν την

ιδιότητα της νομικής προσωπικότητας, ενώ παράλληλα διατηρείται η

νομική αυτοτέλεια των επιχειρήσεων που συγκροτούν τον όμιλο. Η

νομική προσωπικότητα των μελών συνεπάγεται την αυτονόητη και

θεσμοθετημένη ευθύνη τους για την εκπλήρωση των πάσης φύσεως

υποχρεώσεων και χρεών τους, με αποκλειστικά δικά τους περιουσιακά

μέσα (αρχή του χωρισμού του νομικού προσώπου), χωρίς τη δυνατότητα

μεταβίβασης της ευθύνης αυτής σε διαφορετικά νομικά πρόσωπα.14 Η

υποχρέωση αυτή υπαγορεύεται από τη βασική αρχή του δικαίου ότι η

εξουσία λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων συμβαδίζει με τις

αντίστοιχες ευθύνες.

Εν τούτοις, η αρχή αυτή παραβιάζεται πολύ συχνά στο περιβάλλον των

ομίλων επιχειρήσεων, εξαιτίας της δομής και της δράσης αυτών, ως

οικονομικών ενοτήτων. Παρατηρείται λοιπόν η πρακτική, κατά την οποία

η διοίκηση της εξουσιαζόμενης εταιρίας, εκτελώντας τις εντολές της

εξουσιάζουσας εταιρίας, ασκεί διαχείριση έχοντας ως γνώμονα τα

γενικότερα συμφέροντα του ομίλου (interest of the group), τα οποία δεν

συμπίπτουν πάντοτε και κατ΄ανάγκη με τα συμφέροντα των εξαρτημένων13 Βλ. Ρόκα,ο.π.σελ.61614 Βλ. κν. 2190/1920, άρθρο 1.1 «Η ανώνυμη εταιρεία είναι κεφαλαιουχική

εταιρεία με νομική προσωπικότητα, για τα χρέη της οποίας ευθύνεται μόνο η

ίδια με την περιουσία της.

9

εταιριών. Είναι πιθανό δηλαδή η διοίκηση της θυγατρικής να

παρακινηθεί από τη μητρική να πωλήσει σε αυτή ή σε θυγατρικές του

ομίλου, όχι σε καθαρά εμπορική βάση (at arm’s length), αλλά χωρίς κέρδος

ή ακόμα και με ζημία,15 ή αντιστρόφως να παρακινηθεί να αγοράσει από

αυτές σε λίαν υψηλές τιμές, να τους παραχωρήσει χωρίς αντάλλαγμα

προσωπικό, τεχνογνωσία, άτοκα δάνεια, να εγγυηθεί για χρέη τους, να

μεταφέρει στη μητρική τα κέρδη της ή και περιουσιακά της στοιχεία.

Αυτή η απουσία αυτονομίας στη διαχείριση της θυγατρικής εταιρίας και

στη διαδικασία λήψης αποφάσεων συνιστά ενδεχομένως και κατά

περίπτωση ουσιαστική διαστρέβλωση του εταιρικού σκοπού της και θέτει

επί τάπητος σοβαρά προβλήματα, τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει το

δίκαιο. Είναι προφανές, ότι οι πρακτικές αυτές ενέχουν σοβαρούς

κινδύνους για τους δανειστές της θυγατρικής.16 Οι κίνδυνοι βεβαίως

επεκτείνονται και στους μετόχους της μειοψηφίας (εφόσον η συμμετοχή

της μητρικής στη θυγατρική δεν καλύπτει το συνολικό κεφάλαιο της

τελευταίας), στους πιστωτές αλλά ακόμα και στο προσωπικό της

εταιρίας, όσον αφορά στις εργασιακές σχέσεις.

Η συμπεριφορά των μητρικών εταιριών ή του ομίλου καθώς και τα

προβλήματα που αναφύονται και χρήζουν άμεσης λύσης, αποτελούν

ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα στην ευρωπαϊκή και ελληνική νομολογία. Με

αφορμή την υπόθεση Rozenblum17 και έκτοτε, το γαλλικό Ανώτατο Ακυρωτικό

Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κάνει δεκτό έναν κανόνα, ο οποίος θα

μπορούσε να τύχει εφαρμογής και στο ελληνικό δικαιικό σύστημα. Η

υπόθεση, γνωστή ως θεωρία Rozenblum για το συμφέρον του ομίλου,

καταδεικνύει την επίγνωση του Δικαστηρίου για τις ιδιαιτερότητες των

ομίλων, οι οποίοι συνιστούν νομικά μορφώματα. Το διατακτικό της15 Βλ. Ιωάννου Χρίστος - Καδδά Δήμητρα, «Κλείνουν τα ‘‘παράθυρα’’»,

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 15 Νοέμβριου 2009.16 Βλ. Ρόκα, ο.π. σελ.613. 17Υπόθεση Rozenblum, Cour de Cassation, Chambre Criminelle, 04/02/1998,

επιβεβαιώνει προηγούμενη υπόθεση “Willot”, Tribunal de Paris,16/05/1974

10

απόφασης ορίζει ότι μεταξύ εταιριών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο,

δύνανται να λαμβάνουν χώρα μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων με

συμφωνηθέντες όρους- χωρίς όμως να εγείρονται, κατά ρητό τρόπο,

θέματα τιμολόγησης αυτών- υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι

παρακάτω τρεις όροι:

Πρέπει να υπάρχει μια συνεκτική πολιτική, όσον αφορά τον όμιλο

ως σύνολο

Η χρηματοδοτική υποστήριξη δεν πρέπει να στερείται

ανταποδοτικότητας, ούτε να διαταράσσει την ισορροπία αμοιβαίων

υποχρεώσεων

Η χρηματοδοτική υποστήριξη δεν πρέπει να υπερβαίνει την

ικανότητα της εταιρίας που αναλαμβάνει το οικονομικό φορτίο.18

Επιγραμματικά, σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, η εξουσιαζόμενη εταιρία

οφείλει να ανεχθεί μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο συνολικής

στρατηγικής του ομίλου, τα οποία δεν θα προκαλέσουν μόνο επί μέρους

ζημιές αλλά θα αποφέρουν και κέρδη, υπό την βασική προϋπόθεση όμως

ότι δεν θίγεται η υπόστασή της.19

4.Ζητήματα ευθύνης στους ομίλους εταιριών.

Η ύπαρξη και λειτουργία ομίλων εταιριών, όπως παρατέθηκε παραπάνω,

θέτει το ζήτημα της ευθύνης της εξουσιάζουσας ή μητρικής εταιρίας,

δεδομένης και της αρχής ότι η άσκηση εξουσίας συνεπάγεται και την

ανάληψη της ευθύνης. Η εξουσία της μητρικής οδηγεί στον έλεγχο επί

της θυγατρικής, στοιχείο το οποίο δύναται, υπό ορισμένες συνθήκες,

να επεκτείνει την ευθύνη της μητρικής για τα χρέη της θυγατρικής

της. Ως ευθύνη της ελέγχουσας ή εξουσιάζουσας εταιρίας θεωρείται

18 Βλ. Wymeersch, ο.π. σελ. 519 Βλ.Ρόκα,ο.π.σελ.614

11

τόσο η εσωτερική της ευθύνη έναντι των μετόχων της μειοψηφίας (εφόσον

η συμμετοχή της στη θυγατρική δεν καλύπτει το συνολικό εταιρικό

κεφάλαιο), όσο και η εξωτερική ευθύνη, δηλαδή η ευθύνη έναντι των

εταιρικών δανειστών.20 Λόγω της έλλειψης ειδικών (εταιρικών)

διατάξεων, η θεμελίωση της ευθύνης θα πρέπει να γίνει με τις ίδιες

διατάξεις περί ευθύνης, οι οποίες εφαρμόζονται σε περίπτωση

κυριάρχησης εταιρίας από μέτοχο που δεν ασκεί επιχείρηση.

Σημειώνεται εδώ ότι μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών μετόχων, με

διαφορετικά συμφέροντα και επιδιώξεις, ο επιχειρηματίας μέτοχος

είναι αυτός που δεν αρκείται σε βραχυπρόθεσμες επιλογές αλλά σε

μακροχρόνιες αποδόσεις των επενδεδυμένων κεφαλαίων.21 Εξάλλου, ως

γνωστό, η νομική θέση του μετόχου, ως φυσικού προσώπου, και φορέα

του μετοχικού δικαιώματος, συμβαδίζει με υποχρεώσεις και ευθύνη

έναντι της εταιρίας και των υπολοίπων μετόχων, αλλά και ευθύνης

έναντι των εταιρικών δανειστών.

Ζήτημα ευθύνης της μητρικής εταιρίας έναντι της θυγατρικής

γεννάται, όταν η θυγατρική ζημιώθηκε από πράξεις που τέλεσε η

διοίκησή της ύστερα από παρακίνηση της μητρικής και η ζημία αυτή δεν

αποκαταστάθηκε ή δεν αντισταθμίστηκε με άλλο τρόπο.22 Βάση για τη

θεμελίωση της ευθύνης αυτής αποτελεί η κοινώς αποδεκτή θέση ότι η

μητρική εταιρία οφείλει να μην ασκεί χωρίς εύλογη αιτία την εξουσία

ελέγχου επί της θυγατρικής, κατά τρόπο που βλάπτει την τελευταία ή

τους μετόχους της. Εν προκειμένω, οι διατάξεις που δύνανται να

εφαρμοστούν είναι εκείνες των ΑΚ 747 (Αντίθετες πράξεις εταίρου), ΑΚ

281 (Κατάχρηση δικαιώματος), ή και αυτές των ΑΚ 914, 919

(Αδικοπρακτική ευθύνη). Άλλη αφετηρία για τη θεμελίωση της ευθύνης

αποτελεί η θέση ότι η ασκούσα επιρροή εταιρία παραβαίνει την20 Βαρελά Μάνθα, Η διαμόρφωση της εσωτερικής ευθύνης στους ομίλους εταιριών, 2007

Νομική Βιβλιοθήκη21 Βλ.Ρόκα,ο.π.σελ.190 και19122 Βλ. Ρόκα, ο.π. σελ.617,καθώς και εισαγωγή παρούσας εργασίας.

12

υποχρέωση πίστης που υπέχει έναντι της θυγατρικής, αν προς ίδιον

όφελος ζημιώσει την τελευταία. Επιπροσθέτως, υποστηρίζεται και τρίτη

θέση για την ευθύνη της μητρικής, κατά την οποία ο κυριαρχών μέτοχος

είναι de facto όργανο και έχει τις ευθύνες των εταιρικών οργάνων.23

Η θυγατρική εταιρία που ζημιώθηκε μπορεί να αξιώσει την αποζημίωσή

της από την μητρική, πλην όμως δεν είναι πιθανό ότι η διοίκησή της,

η οποία επίσης ευθύνεται, θα εγείρει την αξίωσή της για αποκατάσταση

της ζημίας. Είναι ανάγκη λοιπόν να δοθεί στους μετόχους της

μειοψηφίας της θυγατρικής νομική προστασία και συγκεκριμένα η

δικονομική δυνατότητα να υποχρεώσουν την θυγατρική να ασκήσει τις

αξιώσεις της. Πρόσφορη διάταξη είναι η ΑΚ 69 (Έλλειψη προσώπων

διοίκησης), σύμφωνα με την οποία οι μέτοχοι της μειοψηφίας, ως

έχοντες έννομο συμφέρον και επικαλούμενοι την σύγκρουση συμφερόντων

στα όργανα της διοίκησης, μπορούν να ζητήσουν τον διορισμό

προσωρινής διοίκησης. Η διοίκηση αυτή θα ασκήσει τις αξιώσεις της

ζημιωθείσας θυγατρικής κατά της μητρικής, με σκοπό την έμμεση

αποκατάσταση της ζημίας των μετόχων της μειοψηφίας.

5.Η νομική προστασία των δανειστών της θυγατρικής.

Η επέκταση της ευθύνης της μητρικής εταιρίας για τις υποχρεώσεις

της θυγατρικής της βασίζεται στην ύπαρξη της στενής σχέσης που τις

συνδέει και τις καθιστά επί της ουσίας μία οικονομική ενότητα, η

οποία προωθεί τα συμφέροντα του ομίλου, είτε τα υπερισχύοντα

επιχειρηματικά σχέδια της μητρικής. Ο διαχωρισμός επομένως μεταξύ

μητρικής και θυγατρικής ως διαφορετικών αυτοτελών νομικών προσώπων

δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο, είτε με βάση τις γενικές διατάξεις

που κατοχυρώνουν την αρχή της καλής πίστεως στις συναλλαγές (ΑΚ 281,

288, 200), είτε με βάση ειδικές διατάξεις. Ως αποτέλεσμα αίρεται η

23 Βλ. Ρόκα, ο.π. σελ. 617

13

αυτοτέλεια των νομικών προσώπων και θεωρούνται πλέον ως μια νομική

ενότητα, και τούτο χάριν της προστασίας των δανειστών. Λαμβάνοντας

ακολούθως υπόψη την, κατά το μάλλον ή ήττον, περιορισμένη σε λιγοστά

φυσικά πρόσωπα συγκέντρωση κεφαλαίων στις γνήσιες κεφαλαιουχικές

εταιρίες, η άρση της αυτοτέλειας θα μπορούσε ασφαλώς να θεμελιώσει

την ευθύνη του μοναδικού ή σχεδόν μοναδικού μετόχου24 μιας μητρικής

επιχείρησης ή της ομάδας εκείνης που ασκεί δεσπόζουσα επιρροή στη

διοίκηση της μητρικής για τις απαιτήσεις σε βάρος τους των δανειστών

της θυγατρικής.25

6.Η άρση της αυτοτέλειας νομικού προσώπου.

Νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου που κατά πλάσμα

δικαίου απονέμεται και αναγνωρίζεται από το δίκαιο σε νοητούς

οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό.26 Με το πλάσμα δικαίου που

καθιερώνεται, διευκολύνεται η επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ

24 Βλ. ΜΠΑ 9291/1993, ΕεμπΔ 1993, 222 «… είναι νοητή η άρση της αυτοτέλειας

του νομικού προσώπου με την έννοια ότι οι πράξεις οι οποίες φαινομενικά

είναι πράξεις της ανώνυμης εταιρίας, αλλά στην πραγματικότητα είναι πράξεις

του μοναδικού ή σχεδόν μοναδικού μετόχου (ο οποίος και αυτός μπορεί να

είναι εταιρία), να θεωρηθούν ως πράξεις του μετόχου αυτού και να επιφέρουν

στο πρόσωπό του τις ανάλογες συνέπειες. Για την άρση της αυτοτέλειας αυτής

του νομικού προσώπου είναι απαραίτητη κατ` αρχήν προϋπόθεση το γεγονός ότι

ο μέτοχος κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των μετοχών της εταιρίας και

η συμμετοχή του συνδέεται με την ύπαρξη της εταιρίας.»25 Βλ. Λιακόπουλος Θανάσης, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη

νομολογία,εκδ.2η 1993, εκδ. Σάκκουλας Αντ. Ν. σελ.5 26 Βλ. ολομ. ΑΠ 2/2013

14

ταυτόχρονα εξυπηρετούνται ανάγκες της συλλογικής δράσης και

επιδίωξης συλλογικών συμφερόντων, όπως ο περιορισμός της ευθύνης και

των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας και η

μείωση του κόστους από την συμμετοχή αυτή.

Μια από τις αρχές που συνθέτουν το περιεχόμενο της νομικής

προσωπικότητας, είναι η Αρχή του Χωρισμού. Σύμφωνα με αυτήν, το

νομικό πρόσωπο θεωρείται ως αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και

υποχρεώσεων και διακρίνεται από τα πρόσωπα ή την περιουσία των

μελών, που το αποτελούν, ως κάτι ξεχωριστό από αυτά. Η περιουσιακή

αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι το βασικότερο στοιχείο της

ιδιοσυστασίας τους που εκφράζεται και με τη διάταξη ΑΚ 70, σύμφωνα

με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της

εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το

νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων

είναι και η ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και

χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα

στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του

περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως

η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των

μελών του.27 Η Αρχή του Χωρισμού είναι σεβαστή όταν εξυπηρετεί τους

σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά κάμπτεται ή

παραμερίζεται από το δίκαιο με την πρόταξη της αρχής της άρσης της

αυτοτέλειας του νομικού προσώπου,28 ή κάμψης της νομικής

προσωπικότητας ή παραμερισμού ή αφαίρεσης του μανδύα του νομικού

προσώπου ή διείσδυσης στο υπόστρωμα του ν.π. ή μη σεβασμού της

νομικής προσωπικότητας ή κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας.29 Η

27 Supra28 Βλ. Δερμιτζάκη Φωτεινή , Προβλήματα ευθύνης στους ομίλους επιχειρήσεων,2001,

εκδ.Σάκκουλα Αντ. Ν. 29 Στην αγγλική ορολογία χρησιμοποιούνται οι όροι : piercing the corporate

veil, lifting the corporate veil, disregard of legal entity.

15

άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου συντελείται είτε ευθέως με

βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ.

83§2 του ΚΝ. 2190/1920,30 είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή

αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται

κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου,31, 32 οπότε

επιβεβαιώνεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. είτε με βάση

την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή συμβάσεων που πρόκειται να

εφαρμοστούν.

7.Η άρση της αυτοτέλειας της μητρικής επιχείρησης

και ο καταλογισμός ευθύνης σε αυτήν έναντι των

δανειστών της θυγατρικής.

30 Η διάταξη αφορά στη διάσπαση εταιριών με απορρόφηση. Σε περίπτωση που

πιστωτής ή ομολογιούχος δανειστής επωφελούμενης εταιρίας, στην οποία η

υποχρέωση μεταβιβάστηκε σύμφωνα με το σχέδιο διάσπασης δεν ικανοποιήθηκε

από την εταιρία αυτή, για την ικανοποίησή του ευθύνονται εις ολόκληρον και

οι λοιπές επωφελούμενες εταιρίες μέχρι του ύψους της καθαρής θέσης κλπ 31 Βλ. ολομ ΑΠ 2/2013, «..Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την

εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά

απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική

συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο

νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι

συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της

κατάχρησης δικαιώματος.»

32 Βλ. Αλεπάκο Κ. «Η κάμψη (άρση) της νομικής προσωπικότητας της αε (με

αφορμή την απόφαση ΟλομΑΠ 2/2013)», http://www.syneemp.gr/?

pgtp=1&aid=1395824537.

16

7.1 Ο καταλογισμός της ευθύνης στη μητρική με βάσητην ερμηνεία του νόμου ή της σύμβασης.

Ελλείψει ειδικής ρύθμισης, οι σχετικές προϋποθέσεις άρσης της

αυτοτέλειας μπορεί να αναζητηθούν στην ερμηνεία των εκάστοτε

εφαρμοστέων διατάξεων νόμου ή σύμβασης. Δηλαδή με βάση το σκοπό του

κανόνα δικαίου ή την ερμηνεία της σύμβασης (173, 200 ΑΚ), είναι

δυνατός κατά περίπτωση ο καταλογισμός νομικών συνεπειών είτε στο

νομικό πρόσωπο (διατήρηση της αυτοτέλειας) είτε στα μέλη του (άρση

της αυτοτέλειας).

Στο πλαίσιο αυτό, η ευθύνη της μητρικής εταιρίας για τις

υποχρεώσεις της θυγατρικής έναντι των δανειστών, ενδέχεται να

προκύψει από σύμβαση μεταξύ των τελευταίων και της θυγατρικής,

ανεξάρτητα από το αν αναφέρεται ρητώς στη σύμβαση ως συμβαλλόμενο

μέρος η μητρική εταιρία. Η θεμελίωση της ευθύνης αυτής υπαγορεύεται

από την αρχή της καλής πίστης, που κυριαρχεί σε όλο το δικαιικό μας

σύστημα.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα ορίζει η ΑΚ 288, ο οφειλέτης

υποχρεούται να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού

ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Τόσο σε επίπεδο θεωρίας33 όσο

και σε επίπεδο νομολογίας, υποστηρίζεται ότι με βάση τη θεμελιώδη

αυτή αρχή, καθίσταται δυνατή, με τελολογικά κριτήρια, η ερμηνευτική

διεύρυνση της σύμβασης αναφορικά με τα υποκείμενα, που

καταλαμβάνονται από τη σχετική συμβατική υποχρέωση και τα οποία

οφείλουν να συμπεριφέρονται με καλή πίστη. Συνεπώς, μια σύμβαση που

καταρτίστηκε μεταξύ θυγατρικής εταιρίας (οφειλέτης) και τρίτου

(δανειστή) είναι δυνατόν να κριθεί ότι δεσμεύει επίσης την μητρική

επιχείρηση, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι χωρίς τη δέσμευση

33 Βλ. Σταθόπουλο Μιχ., Γενικό ενοχικό Δίκαιο, 2004, σελ. 904 επ.

17

αυτή, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ο σκοπός της σύμβασης.34

Είναι, επομένως αναγκαίο να διαπιστωθεί κατά πόσον η ίδρυση και

λειτουργία μιας θυγατρικής επιχείρησης εξυπηρετεί με συνέπεια και σε

μακροπρόθεσμη βάση τον εταιρικό σκοπό της, παρέχοντας οικονομικά και

κοινωνικά οφέλη, ή απλώς αποσκοπεί στην αποφυγή της ανάληψης της

επιχειρηματικής ευθύνης από την μητρική, καθώς και του συναφούς

κινδύνου, μέσω της μετάθεσής του στους δανειστές της θυγατρικής και

της πρόκλησης κοινωνικού κόστους σε τελευταίο στάδιο. Στην τελευταία

αυτή περίπτωση, υποστηρίζεται ότι η δράση της μητρικής εκφεύγει από

τα συνταγματικά πλαίσια της οικονομικής ελευθερίας (Σ.5) και

επομένως γεννάται ευθύνη της. Σημαντικό στοιχείο για την ερμηνεία

της σύμβασης, την εφαρμογή των κανόνων δικαίου και τον καταλογισμό

ευθύνης, αποτελεί και η διαπίστωση της δυνατότητας των δανειστών να

εκτιμήσουν τους κινδύνους που αναλαμβάνουν με τη σύμβαση, δηλαδή της

δυνατότητας να διαθέτουν επαρκή πληροφόρηση για τη δομή και την

λειτουργία και τα οικονομικά του ομίλου και των θυγατρικών, ώστε να

μπορούν να σταθμίσουν τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο.35

7.2 Ο καταλογισμός ευθύνης στη μητρική σύμφωνα με τιςδιατάξεις περί αδικοπραξίας.

Όπως προαναφέρθηκε, στον πυρήνα των δικαιωμάτων της μητρικής

επιχείρησης, ανήκει η εξουσία ελέγχου καθώς και η άσκηση δεσπόζουσας

επιρροής στη διοίκηση και στην εν γένει λειτουργία της θυγατρικής

εταιρίας. Το δικαίωμα αυτό βέβαια συνεπάγεται ταυτόχρονα και την

υποχρέωση για επιμελή διαχείριση της περιουσίας της τελευταίας,

σύμφωνα με την καλή πίστη. Ειδικότερα, η άσκηση των δικαιωμάτων της

μητρικής δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή

πίστη και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΚ 281), ενώ,34 Βλ. Δερμιτζάκη ,ο.π. σελ.173-17435 Supra, σελ.141 επ.

18

ομοίως, υπάρχει και η υποχρέωση εκπλήρωσης της παροχής όπως απαιτεί

η καλή πίστη (ΑΚ 288). Η παράβαση της αρχής της καλής πίστης συνιστά

παράνομη συμπεριφορά, γεγονός που μπορεί να θεμελιώσει, με τη

συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων, αδικοπρακτική ευθύνη και

συνεπώς ευθύνη προς αποζημίωση, κατά τις ΑΚ 914 και 919.

Παράλληλα όμως, και η διάταξη του ΑΚ 922 (ευθύνη του προστήσαντος)

αποτελεί πρόσφορη νομική βάση για τη θεμελίωση της ευθύνης,

δεδομένου ότι γίνεται δεκτή η ικανότητα ενός νομικού πρόσωπου να

έχει την ιδιότητα του προστήσαντος ή του προστηθέντος.36 Είναι

δυνατός λοιπόν ο καταλογισμός της αντικειμενικής αδικοπρακτικής

ευθύνης, με την θυγατρική επιχείρηση στη θέση του «προστηθέντος» και

τη μητρική στη θέση του «προστήσαντος». Για την εφαρμογή της

διάταξης βέβαια, απαιτείται η ύπαρξη αδικοπραξίας, δηλαδή παράνομη

και υπαίτια πράξη του προστηθέντος. Ταυτόχρονα, πρέπει να συντρέχουν

όλες οι προϋποθέσεις που ιδρύουν τη σχέση προστήσαντος-προστηθέντος,

δηλαδή η ύπαρξη σχέσης πρόστησης, η εξάρτηση του ενδιαμέσου με τον

κύριο της υπόθεσης, με την έννοια του ελέγχου και της παροχής

γενικών οδηγιών, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της δραστηριότητας του

προστηθέντος και της επιζήμιας ενέργειας του, λόγω κατάχρησης

εξουσίας και τέλος, η ανάμιξη του ενδιαμέσου να υλοποιήθηκε,

ακολουθώντας τη βούληση του κυρίου της υπόθεσης. Συγχρόνως, η ύπαρξη

της εξάρτησης του προστηθέντος με τον κύριο της υπόθεσης είναι

κρίσιμη, δηλαδή η εξάρτηση της θυγατρικής από τη μητρική, καθώς αυτή

η ίδια ίδρυσή της φανερώνει την βούληση του κυρίου της υπόθεσης για

την ανάμιξη του ενδιαμέσου προσώπου. Με την ένταξη της θυγατρικής

στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της μητρικής, προκύπτει ότι η

θυγατρική οφείλει να υπακούει και να ακολουθεί τις οδηγίες και

εντολές της μητρικής και να υπόκειται στον έλεγχό της. Με βάση το

πλαίσιο αυτό, αν διαπιστωθεί νόμιμος λόγος ευθύνης της θυγατρικής,

36 Βλ. Λιακόπουλο,ο.π.,σελ.145-146, και Δερμιτζάκη,ο.π.,σελ.197 επ.

19

εξαιτίας παράνομης και υπαίτιας πράξης των οργάνων της, τότε θα

ευθύνεται και η μητρική για την αποκατάσταση της ζημίας.

7.3 Ο καταλογισμός ευθύνης στη μητρική λόγω κατάχρησης της ελευθερίας οργάνωσης.

Η κατάχρηση της ελευθερίας οργάνωσης, στο πλαίσιο του ομίλου

επιχειρήσεων, προκύπτει με την ίδρυση πλειόνων νομικών προσώπων από

τη μητρική. Σκοπός είναι ο περιορισμός ή η αποφυγή -λόγω της

οικονομικής αυτοτέλειας των νομικών προσώπων– της καταρχήν

απεριόριστης ευθύνης του ιδρυτή, κατά την επιχειρηματική του δράση,

με πρόθεση πρόκλησης βλάβης συμφερόντων τρίτων. Η αναζήτηση της

ευθύνης της μητρικής για τις υποχρεώσεις της θυγατρικής δύναται να

γίνει με βάση την ενότητα που παρουσιάζουν οι δύο επιχειρήσεις. Η

ενότητα του ομίλου εκδηλώνεται είτε με την άσκηση κοινής

δραστηριότητας και επιδίωξης των ιδίων εταιρικών σκοπών, είτε με την

κοινή οργανωτική δομή, κοινή περιουσία και διοίκηση. Ορισμένες

φορές, οι δύο εταιρίες έχουν την ίδια έδρα, το ίδιο προσωπικό, τις

ίδιες εγκαταστάσεις και την ίδια διοίκηση, σχηματίζουν δηλαδή μια

οικονομική ενότητα. Η αυτοτέλεια των νομικών προσώπων της θυγατρικής

και της μητρικής δεν είναι φανερή στους τρίτους συναλλασσόμενους,

ενώ ταυτόχρονα, η οικονομική ενότητα του ομίλου ενδέχεται να

αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για τη διαμόρφωση της βούλησης των

τρίτων κατά τις συναλλαγές τους με τη θυγατρική. Αναμφίβολα, και η

αμοιβαία συμμετοχή της κάθε εταιρίας στο εταιρικό κεφάλαιο της

άλλης, επιτείνει τη σύγχυση των περιουσιών των δύο εταιριών,

κατάσταση η οποία δύναται να προκαλέσει την επέκταση της πτώχευσης

της μιας εταιρίας σε άλλες του ιδίου ομίλου. Συνήθης είναι επίσης

και η συμπεριφορά της μητρικής να παρέχει εγγυήσεις για την

εκπλήρωση των υποχρεώσεων της θυγατρικής που απορρέουν από μια

20

σύμβαση με τρίτους, πριν από την υπογραφή αυτής της σύμβασης.37 Η

συμπεριφορά αυτή, όπως αναμένεται, παράγει έννομο αποτέλεσμα,

ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για δεσμευτική δήλωση προστασίας.38

Επιβάλλεται να σημειωθεί ότι μόνη η ενότητα των επιχειρήσεων δεν

συνιστά άμεσο λόγο καταλογισμού ευθύνης στη μητρική, αλλά απαιτείται

να συνδυαστεί με επιλήψιμη συμπεριφορά της τελευταίας, όπως είναι η

καταχρηστική εκμετάλλευση της νομικής προσωπικότητας της θυγατρικής,

συμπεριφορά που δεν συνάδει με την αρχή της καλής πίστης. Με βάση

την ΑΚ 281 μπορεί να επέλθει ακυρότητα της ανώνυμης εταιρίας ή

εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, εφόσον η ίδρυσή της κρίνεται ως

καταχρηστική. Περαιτέρω, σε συνδυασμό με την ΑΚ 914, είναι δυνατή η

θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης των τρίτων που υπέστηκαν ζημία,

εξαιτίας του παράνομου σκοπού της εταιρίας.

8.Η υποκεφαλαιοδότηση ως βασικός λόγος θεμελίωσης ευθύνης στον όμιλο επιχειρήσεων.

Η κεφαλαιοδότηση της θυγατρικής εταιρίας από τη μητρική της

αποτελεί στοιχείο του τρόπου οργάνωσης του ομίλου από άποψη

κεφαλαιακής επάρκειας, επηρεάζει δε τις σχέσεις της θυγατρικής με

τους δανειστές της, οι οποίοι αποβλέπουν στην εταιρική περιουσία, ως

εγγύηση για την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους.39 Το ζήτημα της

ανεπαρκούς κεφαλαιοδότησης (υποκεφαλαιοδότηση) είναι σημαντικό στην

περίπτωση που η θυγατρική έχει τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας,

στην οποία ισχύει η αρχή της περιορισμένης ευθύνης. Η προφανής και

37 Βλ.Βερβεσού Νικ. «Νομικά ζητήματα από τη δήλωση πατρωνίας»,

ΕπισκΕΔ,2006,σελ.19-22, 50-52.38 Βλ.Τζουγανάτου Δημ., Η «δήλωση προστασίας προς αόριστα πρόσωπα» ως μέσο

εξασφάλισης των πιστωτών θυγατρικής εταιρίας, ΕΕμπΔ 2006,863 επ.39 Βλ. Μούζουλα, ο.π. σελ.410

21

πρόδηλη υποκεφαλαιοδότηση εταιρίας (ονομαζόμενη ουσιαστική ή

πραγματική υποκεφαλαιοδότηση, όπου το κεφάλαιο έχει πράγματι

καταβληθεί αλλά δεν επαρκεί για την εκπλήρωση του εταιρικού σκοπού)

συνιστά κατάχρηση της αρχής της περιορισμένης ευθύνης των μετόχων

και υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας ως περίπτωση κάμψης της

αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Στην περίπτωση της λεγόμενης

ονομαστικής υποκεφαλαιοδότησης, κατά την οποία η χρηματοδότηση της

εταιρίας γίνεται με εταιρικά δάνεια, κυρίως από μέτοχο με σημαντική

συμμετοχή, θεωρείται ότι τα τελευταία επιτελούν λειτουργία εισφορών.

Συνεπώς τα εταιρικά αυτά δάνεια υπόκεινται στον επιχειρηματικό

κίνδυνο και μπορούν να αποτελέσουν μέσο ικανοποίησης δανειστών.40 Ο

κίνδυνος που υπάρχει στις επιχειρήσεις– μέλη ενός ομίλου έγκειται

στο γεγονός ότι το ίδιο κεφάλαιο αποτελεί τη δεξαμενή άντλησης

χρηματοδοτικών αναγκών για περισσότερες από αυτές, με αποτέλεσμα να

τίθεται σε ανασφάλεια η δυνατότητα ικανοποίησης των δανειστών όλων

των επιχειρήσεων του ομίλου. Η ανεπάρκεια του κεφαλαίου πρέπει να

κρίνεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, σε συσχετισμό με στοιχεία

εκμετάλλευσης αναλόγων επιχειρήσεων. Σχετικά με την ύπαρξη ή μη των

χαρακτηριστικών της υποκεφαλαιοδότησης, επικρατέστερη άποψη είναι

εκείνη που συναρτά το ζήτημα με τη μη επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων

για την κάλυψη των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων χρηματοδοτικών

αναγκών.41 Η υποκεφαλαιοδότηση, διακρίνεται σε αρχική και

επιγενόμενη, σε συνάρτηση με το χρονικό σημείο εμφάνισης της.

Σε περίπτωση επομένως διαπίστωσης της προφανούς

υποκεφαλαιοδότησης, καταφάσκεται η ευθύνη των μελών του νομικού

προσώπου. Στην όλη προβληματική που αναπτύσσεται, σημαντικό ρόλο

παίζει και η στάθμιση των συμφερόντων, τα οποία συγκρούονται λόγω

της υποκεφαλαιοδότησης. Κατά τη στάθμιση αυτή και με τελολογική

ερμηνεία, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός του νόμου δεν ήταν40 Βλ. Ρόκα, ο. π. σελ.211,222,37941 Βλ. Σινανιώτη-Μαρούδα, ο. π.σελ.546 και τις εκεί παραπομπές.

22

η μετάθεση της επιχειρηματικής ευθύνης και του αντίστοιχου κινδύνου,

από τους μετόχους ή τους εταίρους στους δανειστές. Αντίθετα, η

προστασία των εταιρικών δανειστών είναι ζήτημα που ρυθμίζεται, καθώς

προβλέπεται από τις διατάξεις που ρυθμίζουν τις περιπτώσεις

συγχώνευσης ή διάσπασης εταιριών και απώλειας ή μείωσης του

κεφαλαίου.42 Ταυτόχρονα όμως, και το κατοχυρωμένο δικαίωμα της

οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ.1 Σ) υπόκειται στον συνταγματικό

περιορισμό της μη προσβολής των δικαιωμάτων των άλλων και της μη

παραβίασης των χρηστών ηθών. Επομένως, δεν είναι ανεκτή η

αδικαιολόγητη μετακύλιση ευθύνης σε τρίτους από την επιχειρηματική

δράση μιας εταιρίας. Με βάση αυτή την προσέγγιση, πρέπει να θεωρηθεί

ως παράνομη πράξη η υποκεφαλαιοδότηση της θυγατρικής, εφόσον το

κεφάλαιο δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών της. Περαιτέρω, αν

συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης,

δηλαδή αιτιώδης συνάφεια και υπαιτιότητα και με δεδομένο ότι σκοπός

του νόμου είναι και η προστασία των δανειστών, όσοι από αυτούς

ζημιώθηκαν, μπορούν να αξιώσουν αποκατάσταση με βάση την ΑΚ 914,

επικαλούμενοι την προφανή υποκεφαλαιοδότηση της εταιρίας. Η απαίτηση

αυτή εγείρεται μόνο κατά των μετόχων που συμμετέχουν στη διοίκηση

της εταιρίας και ασκούν επιρροή στη λήψη αποφάσεων.

Οι περιπτώσεις επιγενόμενης υποκεφαλαιοδότησης εντάσσονται στο

ίδιο πλαίσιο με την αρχική υποκεφαλαιοδότηση, με τη διαφοροποίηση,

όσον αφορά στην παράνομη πράξη, ότι οι μέτοχοι ή οι εταίροι όφειλαν

ενεργώς να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα εξυγίανσης, ώστε να μην

περιέλθει η εταιρία στην κατάσταση αυτή, προστατεύοντας με τον τρόπο

αυτό και τα συμφέροντα των δανειστών.43

42 Βλ. και υποσημείωση 2943 Βλ. Δερμιτζάκη, ο.π. σελ.242

23

9.Η ευθύνη της μητρικής σε περίπτωση πτώχευσης της θυγατρικής.

Η αρχή της καλής πίστης επιβάλλει στους μετόχους, που ασκούν

επιρροή στη διοίκηση μιας εταιρίας, σαφή υποχρέωση να λαμβάνουν

υπόψη και τα συμφέροντα των πιστωτών τους. Οι μέτοχοι δηλαδή

οφείλουν να συμπεριφέρονται ούτως ώστε να μη θέτουν σε κίνδυνο την

υπόσταση της εταιρίας, γεγονός που ενδέχεται να συνεπάγεται την

αδυναμία ικανοποίησης των απαιτήσεων των εταιρικών δανειστών. Υπό το

πρίσμα αυτό, εισήχθηκαν στον νέο πτωχευτικό κώδικα, δύο νέοι λόγοι

θεμελίωσης προσωπικής ευθύνης των διοικητών κεφαλαιουχικών εταιριών,

έναντι των εταιρικών δανειστών, η ευθύνη λόγω παρέλκυσης της

πτώχευσης και η ευθύνη λόγω πρόκλησης της πτώχευσης. Πιο

συγκεκριμένα, με την εν λόγω ρύθμιση, προβλέπεται η ευθύνη του

μετόχου που ασκεί επιρροή στο διοικητικό συμβούλιο, κατά τέτοιο

τρόπο ώστε να οδηγηθεί η εταιρία σε πτώχευση (ΠτωχΚ 98§2, υπαίτια

πρόκληση της πτώχευσης).44 Πρέπει να επισημανθεί ότι η περίπτωση αυτή

δεν ταυτίζεται με την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου,

διότι δεν καθιστά τον μέτοχο συνυπεύθυνο για τα χρέη της εταιρίας

(όπως στην κάμψη της αυτοτέλειας), αλλά δημιουργεί προσωπική ευθύνη

έναντι των εταιρικών δανειστών. Είναι πρόδηλη λοιπόν η ιδιαίτερη

σημασία που αποκτά η ως άνω διάταξη στην περίπτωση συνδεδεμένων

επιχειρήσεων, όσον αφορά στον καταλογισμό ευθύνης.

44 Ν.3588/2007, άρθρο 98§2. « Αν η πτώχευση της εταιρίας προκλήθηκε από δόλο

ή βαριά αμέλεια των μελών του διοικητικού συμβουλίου, τα υπαίτια μέλη

ευθύνονται σε αποζημίωση έναντι των εταιρικών πιστωτών. Την ίδια ευθύνη

υπέχει και εκείνος που άσκησε την επιρροή του στα μέλη του διοικητικού

συμβουλίου, προκειμένου να προβούν σε πράξεις ή παραλείψεις που είχαν ως

αποτέλεσμα την πτώχευση της εταιρίας.»

24

10. Η ευθύνη της μητρικής για χρέη από εργασιακέςσχέσεις της θυγατρικής.

Κατά πάγια νομολογία, γίνεται δεκτός ο καταχρηστικός χαρακτήρας

της επίκλησης της χωριστής προσωπικότητας της θυγατρικής εταιρίας

από εκείνη της μητρικής, όσον αφορά σε εργασιακές σχέσεις και

ιδιαίτερα σε οφειλές της θυγατρικής προς εργαζόμενους λόγω παροχής

εργασίας. Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, στις

περιπτώσεις κατά τις οποίες η επίκληση της αυτοτέλειας, αποβλέπει σε

αποτέλεσμα αντίθετο προς την καλή πίστη και τον σκοπό του θεσμού της

εταιρίας εφαρμόζεται, κατ` αρχήν, στο χώρο του εταιρικού δικαίου.

Ωστόσο, είναι δυνατόν να επεκταθεί η εφαρμογή αυτής της αρχής και

στον χώρο του εργατικού δικαίου.

Στους ομίλους επιχειρήσεων οι οργανωτικές δομές και οι συνθήκες

ευνοούν την παραβίαση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας εκ

μέρους των εργοδοτών και στερούν από τους μισθωτούς τη δυνατότητα

προάσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σύμβαση

εργασίας. Συνεπώς φαίνεται είναι επιβεβλημένη η άρση της αυτοτέλειας

του νομικού προσώπου, με σκοπό την προστασία των εργασιακών

δικαιωμάτων των εργαζομένων. Στην περίπτωση αυτή ο διαχωρισμός

μεταξύ μητρικής– θυγατρικής ως διαφορετικών νομικών προσώπων δεν

είναι ανεκτός από το δίκαιο με βάση την ΑΚ 281.

Έχει γίνει λοιπόν δεκτό ότι εφόσον συντρέχουν οι απαραίτητες

προϋποθέσεις, σε περίπτωση οφειλών της θυγατρικής εταιρίας προς τους

εργαζομένους από την παροχή της εργασίας τους, η μητρική αυτής

εταιρία ως "εν τοις πράγμασι" εργοδότης αυτών είναι συνυπεύθυνη εις

ολόκληρον με την πρώτη για την καταβολή των οφειλών αυτών.45

45 Βλ. ΕΘ 1702/2006 ,ΕΕμπΔ 2008 σελ.538 επ. και ΑΠ 873/2009, ΕΕμπΔ 2009, 822

25

11. Ευθύνη της μητρικής για παραβάσεις της θυγατρικής

Στο πλαίσιο του ομίλου επιχειρήσεων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον

παρουσιάζει το ζήτημα της ευθύνης της μητρικής για παραβάσεις των

κανόνων περί ανταγωνισμού που διαπράχθηκαν από τη θυγατρική της, και

η επιβολή προστίμου σε βάρος και της μητρικής, κυρίως σε περίπτωση

που η μητρική την ελέγχει κατά ποσοστό 100%. Αξίζει να σημειωθεί,

ότι η περίπτωση αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς της θυγατρικής και ο

καταλογισμός αυτής στη μητρική, έχει απασχολήσει το Δικαστήριο της

Ευρωπαϊκής Ένωσης.46 Στις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο επανέλαβε τη

θέση, ότι ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στον ίδιο πλαίσιο, πρέπει

να νοείται ως μια οικονομική ενότητα, έστω και αν από νομική άποψη,

η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή

νομικά πρόσωπα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η

συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας δύναται να καταλογισθεί στη

μητρική όταν, η πρώτη, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα,

δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά,

αλλά ακολουθεί, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λόγω των

υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών,

οργανωτικών και νομικών σχέσεων. Αυτό συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια

περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της

ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη

επιχείρηση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται

να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική

εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας

αυτής στην παράβαση της θυγατρικής. Ακολούθως το Δικαστήριο δέχτηκε

ότι στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει

46 Βλ. Υπόθεση C-97/08 P, Akzo Nobel NV κ.λπ. κατά της Επιτροπής των

Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-322/07 P,

C-327/07 P και C-338/07 P, Bolloré SA, κ.λπ. κατά της Επιτροπής ομοίως.

26

το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των

κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή (η

μητρική) ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της

θυγατρικής και είναι συνυπεύθυνη για την καταβολή του προστίμου,

εκτός αν ανατρέψει το μαχητό αυτό τεκμήριο, αποδεικνύοντας με

ουσιαστικά στοιχεία, ότι η θυγατρική ενεργεί αυτοβούλως στην αγορά.

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια θυγατρική εταιρία καθορίζει τη

συμπεριφορά της στην αγορά κατά τρόπο αυτόνομο, πρέπει να ληφθούν

υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οργανωτικές,

οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της θυγατρικής και της

μητρικής εταιρίας, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την

περίπτωση και τα οποία, επομένως, δεν μπορούν, εκ των προτέρων, να

αποτελέσουν αντικείμενο εξαντλητικής απαρίθμησης.

12. Η νομολογία στα ζητήματα ευθύνης μητρικής – θυγατρικής.

Η αρχή της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου έχει

εφαρμοστεί και σε επίπεδο ελληνικής νομολογίας πολλές φορές, ώστε να

αντιμετωπιστούν ζητήματα ευθύνης στους ομίλους επιχειρήσεων. Ευθεία

εφαρμογή της αρχής της άρσης έγινε για πρώτη φορά από την με την

αριθμ. 26/1984 διαιτητική απόφαση,47 με την οποία επιλύθηκε διαφορά

μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εταιρείας “Ξενοδοχεία

Τελεφερίκ και Καζίνα Αττικής ΑΕ”. Το διαιτητικό δικαστήριο έκρινε

ότι, η απαγορευόμενη από την σύμβαση μεταβίβαση των δικαιωμάτων και

των υποχρεώσεων σε τρίτους, πέραν της οικογενείας του αρχικού

αναδόχου, με την επίκληση από την εταιρία του χωρισμού της από τους

μετόχους, αποτελεί κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της

εταιρίας, αφού η εταιρία χρησιμοποιείται ως «προπέτασμα» για την

καταστρατήγηση συμβατικής της υποχρέωσης.47 Δελτίο Συνδέσμου ΑΕ και ΕΠΕ 1603/1986, 15.

27

Η με αριθμ. ΜΠΑ 9291/1993 απόφαση48 με σαφήνεια, νομική καθαρότητα

και επιστημονική πληρότητα, αντιμετώπισε ευθέως το ζήτημα στο

πλαίσιο της διένεξης που απασχόλησε για αρκετό καιρό τη σχετική

ειδησεογραφία μεταξύ των εταιρειών ΤΣΙΜΕΝΤΑ ΧΑΛΚΙΔΟΣ ΑΕ και

CALCESTRUZZI SPA. Το Δικαστήριο δέχτηκε, μεταξύ άλλων, ότι η

προφανής υποκεφαλαιοδότηση της θυγατρικής εταιρίας και ο ισχυρός

σύνδεσμος αυτής με τη μητρική και η εμφάνιση μιας εικόνας προς τα

έξω απόλυτης εξάρτησης, τόσο έντονης, ώστε να μην είναι νοητή σε

τρίτους η ύπαρξη της θυγατρικής χωρίς την παρουσία της μητρικής,

είναι κριτήρια που οδηγούν στην άρση της αυτοτέλειας της νομικής

προσωπικότητας της θυγατρικής.

Σημαντική επίσης απόφαση για το θέμα της κάμψης, αποτελεί και η

ΟλΑΠ 2/2013. H απόφαση εκτενώς διευκρινίζει τις πράξεις και επιλογές

των προσώπων, οι οποίες δεν συνιστούν καταχρηστική συμπεριφορά.

Αυτές είναι: ι) η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των

μετοχών ανώνυμης εταιρίας ή των μεριδίων εταιρίας περιορισμένης

ευθύνης σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων

σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά

και ουσιαστικά, ιι) η επιλογή του τύπου της κεφαλαιουχικής εταιρίας

για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από ένα ή

περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρία να λειτουργήσει ως

μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της

επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, ιιι) η ταύτιση των συμφερόντων

της εταιρίας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η

συστηματική απ’ αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρίας, ούτε η

εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την

εταιρία επιχείρησης, αφού η εταιρία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα

συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους

τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρίας διασφαλίζουν αντίστοιχα48 ΕΕμπΔ 1993, 222 με παρατηρήσεις Δ. Αυγητίδη στην σελ. 421, Βλ. και

υποσημείωση 24 παρούσης εργασίας

28

και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο. Ενώ

ταυτόχρονα, αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή

εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών

φορέων της επιχειρηματικής δράσης. Ακολούθως, η απόφαση

επαναλαμβάνει την ήδη διαμορφωθείσα νομολογία, σύμφωνα με την οποία

κατάχρηση υπάρχει όταν η νομική προσωπικότητα χρησιμοποιείται για να

νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής

πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρίας είναι στην

πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που

σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού

προσώπου συνέχονται με την εταιρία από την οποία αθέμιτα

επιχειρείται να αποκοπούν. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η χρησιμοποίηση

της νομικής προσωπικότητας από τον κυρίαρχο μέτοχο για να

καταστρατηγήσει το νόμο ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο ή

για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών

υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών

εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων. Ενδεικτικά κριτήρια αποτελούν

προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της

εταιρικής με την ατομική περιουσία του. Καταχρηστική είναι και η

συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με

παρένθετο πρόσωπο την εταιρία, όταν η εταιρία δεν έχει εταιρική

οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός

στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του

όφελος. Η απόφαση τέλος καταλήγει ότι ως κύρωση προσήκει η κάμψη της

νομικής προσωπικότητας της εταιρίας και η επέκταση από την εταιρία

στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν, ή

αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή

εταίρους στην εταιρία. Η άρση της νομικής προσωπικότητας της

εταιρίας είναι προσωρινή και περιορισμένη και αναφέρεται μόνο στη

συγκεκριμένη συναλλαγή και δεν εκτείνεται στη μετέπειτα διάρκειά

29

της, ενώ σε περίπτωση άρσης της νομικής προσωπικότητας ευθύνονται

εις ολόκληρο το νομικό πρόσωπο και ο βασικός μέτοχος ή εταίρος.

13. Τελικά συμπεράσματα

Κατόπιν όλων τούτων, καθίσταται σαφές ότι η επέκταση της ευθύνης

στη μητρική για τα χρέη της θυγατρικής, αποτελεί αναπόσπαστο

συστατικό στοιχείο του τρόπου οργάνωσης των σύγχρονων επιχειρήσεων,

ώστε να επιτυγχάνεται ασφάλεια δικαίου και ταυτόχρονα να

εξασφαλίζονται τα δικαιώματα των πιστωτών, στοιχεία απολύτως

απαραίτητα για τη λειτουργία των αγορών και των οικονομικών σχέσεων

που αναπτύσσονται σε αυτές. Παρά τη σημασία των ομίλων επιχειρήσεων,

το ζήτημα της ευθύνης της μητρικής δεν τυγχάνει ειδικής νομοθετικής

ρύθμισης. Η έλλειψη νομοθετικής βάσης για την ομιλοποίηση

επιχειρήσεων στο ελληνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο εξηγείται εν μέρει

από την ύπαρξη και πολυπλοκότητα των οικονομικών συμφερόντων.

Αδιαμφισβήτητα όμως, η θέσπιση μιας τέτοιας ρύθμισης αποτελεί

αδήριτη ανάγκη, γιατί χωρίς αυτή, η εξεύρεση νομικής βάσεως για την

προστασία των δανειστών θυγατρικής εταιρίας, αποτελεί εξαιρετικά

δύσκολο νομικό πρόβλημα και οδηγεί στην υιοθέτηση πολύπλοκων

θεωρητικών κατασκευών, για την αντιμετώπιση ζητημάτων, όπως στην

περίπτωση αδυναμίας ικανοποίησης των εταιρικών δανειστών λόγω της

αφερεγγυότητας ή της πτώχευσης της θυγατρικής, στο πλαίσιο και της

αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της. Με το ισχύον νομοθετικό

πλαίσιο, ο δανειστής μιας θυγατρικής επιχείρησης ομίλου, σε

περίπτωση κατά την οποία η άμεσα αντισυμβαλλόμενη αδυνατεί να

ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της, δύναται να στραφεί

κατά της μητρικής εταιρίας, είτε μέσω της σύμβασης, είτε μέσω του

νόμου, με την επίκληση δηλαδή των διατάξεων περί αδικοπραξιών ή των

διατάξεων περί διοίκησης αλλοτρίων. Στην περίπτωση αυτή, είναι

δυνατή η κάμψη ή ο παραμερισμός της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου

30

και ο καταλογισμός της ευθύνης στην μητρική ή στο φυσικό πρόσωπο με

τη δεσπόζουσα θέση στον όμιλο. Σε κάθε περίπτωση πάντως και για την

πλήρη, πρέπουσα και αποτελεσματική προστασία των δανειστών, είναι

αναγκαίο να θεσπιστεί δια νόμου η ευθύνη και ο καταλογισμός της

στους ομίλους επιχειρήσεων.

Βιβλιογραφία

1. Βαρελά Μάνθα, Η διαμόρφωση της εσωτερικής ευθύνης στους ομίλους

εταιριών. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2007.

2. Γεωργακόπουλος Λεωνίδας, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου. Αθήνα:

Σάκκουλας Π.Ν., 1996.

3. Δερμιτζάκη Φωτεινή. Προβλήματα ευθύνης στους ομίλους επιχειρήσεων.

Αθήνα: Σάκκουλας Αντ.Ν., 2001.

4. Λιακόπουλος Θανάσης, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου.

Αθήνα: Σάκκουλας Αντ.Ν., 1993.

5. Παμπούκης Κωνσταντίνος, Ένταξη ανώνυμης εταιρίας σε όμιλο πολυεθνικό.

Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 1986.

6. Ρόκας Νικόλαος, Εμπορικές εταιρίες. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2012.

7. Σταθόπουλος Μιχάλης, Γενικό ενοχικό δίκαιο. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα

Α.Ε. , 2004.

Αρθρογραφία

31

1. Βερβεσός Νικόλαος. «Νομικά ζητήματα από τη δήλωση πατρωνίας»,

ΕπισκΕΔ, 2006, σελ.19-22, 50-52.

2. Μούζουλας Σπήλιου, «Τα κριτήρια εξάρτησης επιχειρήσεων σύμφωνα με

το άρθρο 2 παρ.1 του προσχεδίου της 9ης οδηγίας», Αρμ 1987,1001.

3. Μούζουλας Σπήλιου, «Η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης για τις

υποχρεώσεις της θυγατρικής της», ΕΕμπΔ, 1991.

4. Σινανιώτη- Μαρούδη Αριστέα, «Η διαμόρφωση της ευθύνης στον όμιλο

επιχειρήσεων», Εισήγηση στο 12ο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου,

Θεσσαλονίκη, 15-17 Νοεμβρίου 2002, ΕΕμπΔ 2003.

5. Τζουγανάτος Δημήτριος, «Η δήλωση προστασίας προς αόριστα πρόσωπα

ως μέσο εξασφάλισης των πιστωτών θυγατρικής εταιρίας», ΕΕμπΔ,

2006, 863 επ.

6. Ιωάννου Χρίστος - Καδδά Δήμητρα, «Κλείνουν τα ‘‘παράθυρα’’»,

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 15 Νοέμβριου 2009,

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=101966

Νομολογία

1. Tribunal de Paris, cas de “Willot”, 16/05/1974

2. Cour de Cassation, cas de Rozenblum, Chambre Criminelle,

04/02/1998

3. ΜΠΑ. 9291/1993

32

4. ΕΘ. 1702/2006

5. Α.Π. 873/2009

6. Ολομ. Α.Π. 2/2013

Σχολιασμός Δικαστικών Αποφάσεων

1. ΜΠΑ 9291/1993, ΕΕμπΔ 1993, 222 και με παρατηρήσεις Δ. Αυγητίδη,

421.

2. ΕΘ 1702/2006, ΕΕμπΔ 2008, 538.

3. ΑΠ 873/2009, ΕΕμπΔ 2009, 822

Διάφορα

1. Αλεπάκο Κ. «Η κάμψη (άρση) της νομικής προσωπικότητας της αε (με

αφορμή την απόφαση ΟλομΑΠ 2/2013)», http://www.syneemp.gr/?

pgtp=1&aid=1395824537.

2. Δελτίο Συνδέσμου ΑΕ και ΕΠΕ 1603/1986, 15.

3. E. Wymeersch, «Conflicts of interest in financial services

groups», 2/03/2007, σελ.1,

http://www.esma.europa.eu/system/files/3L3_Conflicts__speech_EW_0

1_02_07.pdf

4. Prokopieva Vassya, «Parent Company Liability in case of

Subsidiary Insolvency- Time to Rethink Liability of corporate

33

Shareholders?» Thesis 2003-2004, College of Europe, Bruges

Campus, Law Department, σελ.28, 29.

34