Post on 20-Feb-2023
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο τόμος αυτός αποτελεί συλλογή κειμένων που γράφτηκαν προς τιμήν του ιστορικού Γιάνη Γιανουλόπουλου. Σε μια εποχή που η ιστορική παραγωγή χαρακτηρίζεται από μεθοδολογικό πλουραλισμό και το εξαιρετικά μεγάλο εύρος των θεματικών της (εξέλιξη που έχει κατά περίπτωση χαρακτηριστεί τόσο ως «έκρηξη της ιστορίας» όσο και ως «γνωστικός κατακερματισμός»), την ολοένα και πιο συχνή υιοθέτηση επιμέρους -«αποκεντροθετημένων»- οπτικών, τη σταδιακή αποκαθήλωση των «μεγάλων αφηγήσεων» και μια στροφή προς τη μεταθεωρητική διερεύνηση, τα κείμενα που ακολουθούν συνυφαίνουν ευρήματα και προβληματισμούς πάνω στον κεντρικό καμβά της αλληλεπίδρασης κοινωνίας και πολιτικής. Τα μοτίβα, οι χρονικότητες και οι μηχανισμοί ανάδυσης του εθνικισμού στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τα Βαλκάνια, ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση «εθνικών ταυτοτήτων» και ο αναστοχασμός πάνω στην ίδια την ιστοριογραφική λειτουργία, τη θέση δηλαδή της ιστορίας στη δημόσια σφαίρα (και η απαρίθμηση ασφαλώς δεν είναι εξαντλητική), όλα αποτελούν ερευνητικές εστίες τις οποίες ο Γιανουλόπουλος είτε ρητά υπηρέτησε, είτε ενέπνευσε.
Το εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο θέτει δύο στόχους. Στο πρώτο μέρος αποτολμούμε έναν ελεύθερο διάλογο -ασφαλώς ιδιόμορφο και ελλειπτικό- με την ιστορία του Γιανουλόπουλου: τις βασικές ερευνητικές του εστίες, την έμπρακτη ιστοριογραφική του συμβολή, τις γνωστικές προβολές του έργου του. Σε μια συγκυρία που η χαλάρωση -αν όχι εξάλειψη - της διάκρισης ανάμεσα στη συστηματική μελέτη και την ατεκμηρίωτη ρητορεία απειλεί τις ιστορικές σπουδές με έναν θεωρητικά ανεπίγνωστο σχετικισμό, εκτιμούμε ότι η ανάδειξη του μεθοδολογικού πυρήνα του έργου του Γιανουλόπουλου αποτελεί καθήκον σημαίνον και κομβικό.
Η θεωρητική αυτή αποτίμηση μάς οδηγεί στο δεύτερο μέρος της εισαγωγής, όπου, με γνώμονα την όσο το δυνατόν ευκρινέστερη ανάδειξη του νοητικού μίτου που συνέχει τα επιμέρους κεφάλαια, αποδίδουμε συνοπτικά το περιεχόμενο του καθενός χωριστά. Συλλογικοί τόμοι όπως ο ανά χείρας, προϊόν έμπρακτης αναγνώρισης και απόδοσης τιμής σε έναν σημαντικό ιστορικό, είναι αναπόφευκτο να παίρνουν τη μορφή ενός γνωστικού παλίμψηστου -με θεματικές που διαχέονται, αλληλοσυμπληρώνονται αλλά και που κάποτε αποκλίνουν. Θεωρούμε τη δυσκολία αυτή πρόκληση αλλά και ευκαιρία, τόσο για τους υποφαινόμενους συντάκτες της εισαγωγής όσο και
για τους αναγνώστες· πάνω απ’ όλα όμως τη θεωρούμε τεκμήριο της ευρεί- ας απήχησης του έργου του Γιανουλόπουλου. Ελπίζοντας ότι οι περιλήψεις μας θα κάνουν την πλοήγηση στα περιεχόμενα του τόμου ευκολότερη και, ίσως, πιο συναρπαστική, θέλουμε ωστόσο να τονίσουμε ότι τόσο αυτές καθ’ εαυτές όσο και η διάταξη των κεφαλαίων στην οποία καταλήξαμε δεν αποτελούν παρά μια μόνο εκδοχή του γνωστικού νήματος που περιγράφουμε* ασφαλώς τα κείμενα μπορούν να διαβαστούν με διαφορετική σειρά, ασφαλώς και οι εμφάσεις που επιλέξαμε θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές. Συγκλίνουν όμως οι διαπιστώσεις αυτές σε ό,τι -περισσότερο ίσως από κάθε τ ι- συνέχει τον παρόντα τόμο: το σύστημα γνωστικών κινήτρων του μεθοδολογικά ενσυνείδητου ιστορικού που διαλέγεται δημιουργικά με τις προκλήσεις των καιρών του. Ειδικά στον τομέα αυτό, ο Γιανουλόπουλος αποτελεί πραγματικά αστείρευτη πηγή έμπνευσης.
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΓΙΑΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: ΣΥΜΒΟΛΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΕΣ
Επενδύοντας στη χρήση καθιερωμένων μεθόδων και προσεγγίσεων στη μελέτη του παρελθόντος και στην εφαρμογή μιας «παραδοσιακού τύπου χρονολογικής αναφοράς»1 στα γεγονότα και τις εξελίξεις, ο Γιανουλόπουλος αναδεικνύει τη διαχρονική αξία των λεγόμενων «εθνικών θεμάτων» για την κατανόηση της ελληνικής πολιτικής ιστορίας - πρόκειται για ζητήματα που αποτελούν γι’ αυτόν «μια ευδιάκριτη σταθερά της ελληνικής ιστορίας του 19ου και του 2θου αιώνα».2 Υπό το πρίσμα αυτό, μελετά τον πολιτικό ρόλο του στρατού και της εκκλησίας, τη χρήση του εθνικού αφηγήματος σε σχέση με τη διεκδίκηση-διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, την επίκληση της θεωρίας της συνωμοσίας σε διάφορες εκδοχές της και τον ρόλο του Τύπου στη διάχυσή τους. Διερευνά επίσης την εκτός εθνικών ορίων ιστορία σε σχέση με ελληνικές διεκδικήσεις ή άλλα ζητήματα, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας (Ψυχρός Πόλεμος). Πρέπει όμως να τονιστεί ότι, ενώ το «εσωτερικό» γεγονός -ω ς ερευνητικό θέμα- δεν χάνει ποτέ την αυτονομία του, εντούτοις δεν αποκόπτεται από τους διεθνείς παράγοντες που επεμβαίνουν ως δομή και ως γεγονός. Με
ι. Γιάννης Ν. Γιανουλόπουλος, «Η ενγενής μας τύφλωσις...» Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του i 8gy, έως τη Μικρασιατική καταστροφή, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 1999? σ· ΐ£·2. ό.π., σ. ιδ’.
τον τρόπο αυτό, το πρωτείο της πολιτικής ιστορίας δεν υποβαθμίζει διόλου τη μελέτη του κοινωνικού μετασχηματισμού και τη δυναμική εμπλοκή στο χώρο των αναπαραστάσεων, της γλωσσικής συγκρότησης του κόσμου. Έτσι, τα κεντρικά ερωτήματα που θέτει στο υλικό του ο Γιανουλόπουλος, μακριά από αναγωγισμούς και νομοτελειακές αιτιότητες, καθιστούν τις μελέτες του κλασικές.
Τα πεδία ιστορικής έρευνας που έχουν προνομιακή θέση στο έργο του Γιανουλόπουλου είναι η ιστορία των διεθνών σχέσεων και η πολιτική ιστορία. Καμιά ωστόσο αναγωγιστική λογική δεν στοιχειοθετείται στα κείμενά του σχετικά με τυχόν ιεραρχήσεις ή/και μονομερείς εξαρτήσεις του ενός πεδίου από το άλλο. Το στοιχείο που αναδεικνύεται είναι, αντιθέτως, η περι- πλοκότητα των σχέσεων, η αλληλεξάρτηση, λ.χ., εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Το «πολιτικό» στην πολιτική ιστορία του Γιανουλόπουλου δεν προσλαμβάνει έτσι κάποια καταστατική ανεξαρτησία, αλλά αυτονομείται συνθέτοντας δυναμικά στοιχεία από όλες τις άλλες πραγματικότητες. Όπως πολλές φορές έχει επισημανθεί στο παρελθόν, ούτε η πολιτική ιστορία μπορεί να αγνοεί την κοινωνική και πολιτισμική όψη της κοινωνικής πραγματικότητας, ούτε όμως και η κοινωνική-πολιτισμική ιστορία μπορεί να κάνει αφαίρεση του πολιτικού.
Οι πολλαπλές αυτές προσεγγίσεις του πολιτικού επιτρέπουν στον αναγνώστη να διακρίνει με ενάργεια τα διαφορετικά επίπεδα συσσώρευσης της ιστορικής εμπειρίας, που διαμορφώνεται σε συγκεκριμένες χρονικές συγκυρίες ή στιγμές, μέσα από τη συσσωρευμένη επεξεργασία των βιωμάτων. Η διαδικασία αυτή εκβάλλει σε τόπους ιστορικών αφηγημάτων, σε μια γεωγραφία ιστορικής ύλης - όπως, για παράδειγμα, ο πολιτικός-πολιτισμικός χώρος των Βαλκανίων με τις επιμέρους εθνικές ιστορίες, ή εκείνος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, όπως αυτή εκφράζεται για την εκάστοτε πολιτική επι- καιρότητα. Η ιστορική εμπειρία διαμορφώνεται επίσης στο πλαίσιο ιστορικά προσδιορισμένων πολιτικών παραδόσεων, εγχώριων ή/και διεθνών, όπως είναι, λόγου χάρη, η πολιτική παράδοση της Αριστεράς, και μπορεί να μελετηθεί μέσα από στερεότυπα, στάσεις και νοοτροπίες. Τον Γιανουλόπουλο ενδιαφέρουν επίσης οι αντιλήψεις για τους άλλους -ή , ακριβέστερα, για τον Άλλο- και η συγκρότησή τους μέσα από διαμεσολαβήσεις και διαθλάσεις. Η ελληνοτουρκική διένεξη, για παράδειγμα, μελετάται μέσα από την αντίληψη της Αριστεράς για τη Ρωσία και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Με τον τρόπο αυτό, η εθνική ιστορία ανοίγεται στην οπτική τόσο άλλων εθνικών κοινοτήτων όσο και διαφορετικών πολιτικο-ιδεολογικών παραδόσεων. Σε
κάθε περίπτωση όμως, στην ιστοριογραφία του Γιανουλόπουλου η δυναμική του γεγονότος δεν υπάγεται σε καμία ιστορική τελεολογία. Πρόκειται για έμπρακτη ανάδειξη και εφαρμογή αυτού που νεότερες θεωρητικές επεξεργασίες αποκάλεσαν ενδεχομενικότα.
Ποιο είναι όμως το πρότυπο της ιστοριογραφίας που υιοθετεί ο Γιανουλόπουλος; Εκείνου που προκρίνει την αξιολογική ουδετερότητα, ή του «δεσμευμένου παρατηρητή», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Eric Hobsbawm; Αναδεικνύοντας και τιμώντας την πολιτική του διαδρομή, ο Γιανουλόπουλος όχι μόνον δεν αποκηρύσσει την ιδεολογική του ταυτότητα, αλλά και την εκφράζει ηχηρά σε δημόσιες συζητήσεις καθώς και στην αρ- θρογραφία του στον Τύπο. Όμως αυτό κατά κανένα τρόπο δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα της ιστοριογραφικής του λειτουργίας· είναι και γράφει πάντα ως επαγγελματίας ιστορικός, μεριμνώντας με λεπτομέρεια και πάθος για την εξαντλητική τεκμηρίωση των θεματικών με τις οποίες καταπιάνεται. Ο Γιανουλόπουλος είναι ο ιστορικός των αρχείων* με εργογραφία που αξιοποί- ησε και απέφερε στη μελέτη της ιστορίας ένα ογκωδέστατο πραγματολογικό υλικό από την ελληνική επανάσταση έως τον σύγχρονο κόσμο. Είναι συγχρόνως ιστορικός με αίσθηση του όλου και των αλληλεπιδράσεων που το διέπουν, των στιγμών διάρκειας και αλλαγής στην ιστορία, καθώς και των ορίων του ιστοριογραφικού εγχειρήματος (Geschichte). Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το έργο του αναθεωρεί κυρίαρχες απόψεις, προτείνοντας νέες ρηξικέλευθες ερμηνείες που το πρωτογενές υλικό υπαγορεύει.
Οι διαπιστώσεις αυτές μας βοηθούν να εξηγήσουμε την απουσία της δεκαετίας του i960 από τις θεματικές της εργογραφίας του Γιανουλόπουλου- τα σχετικά με την περίοδο αυτή τεκμήρια που έχει συλλέξει έχουν κατατεθεί στο αρχείο της Εταιρείας Μελέτης Ιστορίας Αριστερής Νεολαίας (Ε.Μ.Ι.Α.Ν.). Αν και τις τελευταίες δεκαετίες η αυτοβιογραφία του επαγγελματία ιστορικού (ego-histoire) εμφανίστηκε ως ανεξάρτητο είδος ή σε προλογικές σελίδες ιστορικών συνθέσεων με στόχο να διευκρινισθούν οι όροι κάτω από τους οποίους ομιλεί ο ιστορικός, ο Γιανουλόπουλος, παρά τη συμπαγή ιδεολογική του συγκρότηση, έχει την τάση να θεωρεί δύσκολη τη συμβίωση της μαρτυρίας πρώτου προσώπου με εκείνη του ιστορικού. Πρόκειται αναμφίβολα για επιπλέον τεκμήριο εντιμότητας του ιστορικού απέναντι στις πηγές του και το αναγνωστικό κοινό.
Οι προεκτάσεις του σημείου αυτού παραπέμπουν και στον τίτλο που επιλέξαμε. Γιατί αθέατες όψεις της ιστορίας;
ΠΕΡΙ ΑΘΕΑΤΩΝ ΟΨΕΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ο τίτλος μας παραπέμπει σε ένα εγχείρημα δύσκολο, όμως για τον κριτικό ιστορικό αταλάντευτο και διαρκές. Από καταβολής τους οι ανθρωπιστικές σπουδές αναμετρώνται με τον μεγάλο στόχο της αποκάλυψης αυτού που, ασφαλώς όχι τυχαία, παραμένει συγκαλυμμένο και, ως εκ τούτου, γνωστικά απροσπέλαστο. Σε όλες τις εποχές, οι εξουσίες θεμελιώνουν την αναπαραγωγή τους στη συστηματική διαστρέβλωση και την αποσιώπηση, μια διαδικασία στην οποία η ιστορία διαδραματίζει ρόλο πρόδηλα σημαίνοντα, που είναι όμως και χαρακτηριστικά Ιανικός. Καθώς συνιστά προνομιακό τόπο συγκρότησης συλλογικών οντολογικών αφηγημάτων και ταυτοτήτων (απαντήσεις στο εναγώνιο υπαρξιακό ερώτημα ποιοι είμαστε;) η ιστορία αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί πρόσφορο πεδίο για την εγχάραξη και προώθηση διάφορων μορφών ιδεολογίας. Εκείνο το οποίο κάνει την ιστορία ενασχόληση συναρπαστική είναι το άλλο της πρόσωπο, αυτό της έκθεσης και ανασκευής των ανυπόστατων μυθευμάτων που χαλκεύονται στον κορμό της: η άρνηση της παραχάραξης, η διερεύνηση των όψεων εκείνων του παρελθόντος που -ακριβώς- παραμένουν αθέατες. Η εργογραφία του Γιανουλόπουλου εμπνέ- εται καταστατικά από την κομβική αυτή επιδίωξη, με όρους που αναδεικνύ- ουν, δίχως κραυγές και τυμπανοκρουσίες, κρίσιμα ζητήματα επιστημολογίας και μεθόδου - θεματικές που τέθηκαν επιτακτικά, χωρίς πάντα να φωτίζονται, και στις πρόσφατες συζητήσεις περί ιστοριογραφίας.
Στο πλαίσιο αυτό, εμπνεόμενοι από τις θεωρητικές και μεθοδολογικές παρακαταθήκες του έργου του Γιανουλόπουλου, θέλουμε να τονίσουμε αφοριστικά δύο, αλληλένδετα μεταξύ τους ζητήματα που ενέσκηψαν στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας κριτικής:3 (α) τη σχέση ιστορικών γεγονότων και ερμηνείας και (β) το ζήτημα της ιστορικής αλήθειας.
3. Αν και τα τελευταία χρόνια ο όρος «μεταμοντέρνα ιστοριογραφία» έχει αμφισβητηθεί, σκόπιμο είναι να αναλογιστούμε τις επιθετικές τοποθετήσεις εμβληματικών ιστορικών της προδιάθεσης (όπως, π.χ., ο Hayden White, ο Patrick Joyce, ή η Lynn Hunt), που πιστοποιούν το δόκιμο της χρησιμοποίησής του. Με τον όρο «μεταμοντέρνα ιστοριογραφία», αναφερόμαστε σε ένα σύνδρομο θέσεων με κεντρικό αρμό την άποψη ότι η αναζήτηση «αληθών» όψεων του παρελθόντος που, αποτιμώμενες, θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως σημεία αναφοράς για δράσεις του παρόντος είναι αδύνατη και μάταιη αφού: (α) καθώς το παρελθόν έχει πλέον... παρέλθει και υφίστανται μόνο αφηγήσεις περί αυτού (βασισμένες, μάλιστα, σε ήδη ερμηνευμένες - «διαμεσολαβη- μένες» - πηγές)* (β) Ιστορία δεν είναι παρά η προβολή παροντικών αναγκών επάνω στο παρελθόν (οι απαντήσεις που παίρνουμε εμπεριέχονται ήδη σε ό,τι ρωτάμε και οι ιστορικές «κατασκευές» δέον να προσεγγίζονται όχι ως διαύγαση ή ερμηνεία του παρελθόντος αλλά πρωτίστως ως δείγματα συγχρονικής ρητορικής).
(α) Η ιστοριογραφική συζήτηση, συχνά πομπώδης και φιλοσοφίζου- σα, βαρύνεται εντούτοις με χτυπητές λογικές ανακολουθίες και χάσματα. Δεσπόζουσα ανάμεσά τους είναι η νοηματική συναίρεση ιστορικών γεγονότων [historical facts] από τη μια, και της ερμηνείας τους από την άλλη. Υποστηρίχθηκε συγκεκριμένα πως, καθώς κάθε πραγματολογία διαμεσολα- βείται από την παρέμβαση του ιστορούντος υποκειμένου, ανερμήνευτο παρελθόν «δεν υφίσταται». Είναι όμως έτσι; Ή μήπως το συμπέρασμα υπερβαίνει και παραχαράσσει τις προκείμενες;
Όσο πολλές, υπαινικτικές και ως εκ τούτου δυσδιάκριτες κι αν είναι οι επιμέρους εκδοχές του επιχειρήματος, η απλότητα του τελευταίου παραμένει απαράγραπτη. Η πρόταση, λ.χ., ότι τη στιγμή της προσάρτησης της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος, ο ελληνικός πληθυσμός της ήταν τρίτος σε μέγεθος, μετά τους εβραίους και τους μουσουλμάνους είναι είτε αληθής είτε ψευδής και τρίτη επιλογή δεν υπάρχει. Η σχετικοποίηση, αντι- θέτως, ολόκληρου του φάσματος συμβάν-πραγμάτευση-ερμηνεία όχι μόνο την κριτική σκέψη δεν προάγει, αλλά -τουναντίον- μας απειλεί με θεωρητικό παλιμπαιδισμό.
(β) Υφίσταται «πραγματικό» παρελθόν ανεξάρτητα από τις αξιακές, μεθοδολογικές και αφηγηματικές προτιμήσεις του ιστορικού; Μπορούμε τελικά να ξεχωρίσουμε τα res gestae από την historia rerum gestarum; Αναλογιζόμενοι μια από τις κλασικές ρήσεις του Ε. Η. Carr ότι «επειδή ένα βουνό φαίνεται να έχει διαφορετικά σχήματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, δεν σημαίνει πως αντικειμενικά ή δεν έχει καθόλου σχήμα ή έχει μια απειρία σχημάτων»,4 μπορούμε ασφαλώς να απαντήσουμε καταφατικά. Καθώς η ιστορία τού κάθε ιστορικού αποτελεί «δική του» σύνθεση, δεν μπορεί βέβαια ποτέ να είναι «ουδέτερη». Δεν συνάγεται όμως εξ αυτού ότι δεν μπορεί να είναι «αληθής» ή «ψευδής», ανάλογα με το αν παραποιεί το εμπειρικό υλικό ή όχι. Η ιστοριογραφική φαντασία εξακολουθεί βέβαια να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο -ο ι πηγές δεν μιλούν από μόνες τους, και πράγματι «απαντούν» σε ερωτήματα που ο ιστορικός θέτει για δικούς του συγκεκριμένους επιστημικούς και θεωρητικούς λόγους- η ερμηνεία «είναι το αίμα της ζωής για την ιστορία», έγραψε ο Carr.5 Πάντοτε όμως εντός των ορίων μιας δυνάμενης να τεκμηριωθεί παρελθοντικής πραγματικότητας.
4· Τι είναι Ιστορία; Μτφ. Φρίντα Λιάππα, Αθήνα, Πλανήτης, 1974 (1961), σ. 27.
5. Ό.π.
Η αντιδιαστολή ανάμεσα στην ερμηνεία και τα πραγματολογικά στοιχεία οφείλει να μας απασχολήσει όχι λόγω της θεωρητικής της ευρηματικότητας, αλλά γιατί ανοίγει διάπλατα την πόρτα στον αντιδραστικό ιρασιοναλισμό - μέσω της άποψης ότι, αφού τα «πραγματικά περιστατικά» είναι απροσπέλαστα (κάθε ιστορία είναι εξίσου ερμηνευμένη), μια εμπειρικά τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία μπορεί να ανασκευαστεί με ένα απλό «δεν το πιστεύω» ή «δεν με νοιάζει». Πρόκειται για στοιχείο που εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο οι σύγχρονες αντιδραστικές ιδεολογίες.
Στην Ελλάδα οι επιπτώσεις της στάσης αυτής έγιναν φανερές κατά την πρόσφατη διαμάχη για το εγχειρίδιο ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, όταν η προγραμματική υποτίμηση της πραγματολογίας οδήγησε σε αποχή από τη συστηματική κατάδειξη των πολλών εμπειρικών παραχαράξεων στις οποίες προβαίνει η εθνική (και, εμπράκτως, εθνικιστική) ιστορία: της εμπρόθετα επιλεκτικής και καθοδηγούμενης μνήμης που αναπαράγει εμπειρικά ψεύδη και όχι απλώς συμπληρωματικές-εναλλακτικές αλήθειες ή διαφορετικές γωνίες θέασης του παρελθόντος. Το γεγονός ότι η αποδόμηση του εθνοκεντρι- κού κώδικα επιχειρήθηκε συχνά με όρους πραγματολογικού σχετικισμού, με την προσοχή να είναι στραμμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου σεprima facie ισοδύναμους «αφηγηματικούς τροπισμούς», παρείχε στους πατριδοκάπηλους μια ιδιότυπη νομιμοποίηση μέσω της έμμεσης πλην σαφούς αναγνώρισης του «δικαιώματος» τους να αντιλαμβάνονται την ιστορία έτσι όπως αυτοί επιθυμούν και αναλόγως να την προπαγανδίζουν προς ευήκοα πλήθη.6
6. Το ατελέσφορο της μεταμοντέρνας εκστρατείας είχε και έχει βέβαια οδυνηρές προεκτάσεις. Κωμικοτραγικό είναι, αίφνης, το παράδειγμα του λαλίστατου κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Ιωάννη Κογκούλη, ο οποίος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στη Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης TV 100 (28/8/2008) αισθάν- θηκε αρκετά ασφαλής ώστε να υποστηρίξει την άποψη ότι στόχος της εκπαίδευσης οφείλει να είναι όχι η διαύγαση κανενός είδους «αλήθειας», αλλά η εκπαίδευση (ως κατάρτιση) στις εθνικές παραδόσεις. Επιστέγασε μάλιστα την άποψή του με το επιχείρημα ότι, όπως στην Άπω Ανατολή μαθαίνουν «στη νεολαία τους» να τρώει φίδια, έτσι και εμείς εδώ οφείλουμε «να την μάθουμε να τρώει κοντοσούβλι»! Αλλά υπάρχουν και χειρότερα. Στην ομιλία του στην 76η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, αρχηγός μεγάλου κόμματος με συμμετοχή στην τρικομματική κυβέρνηση Παπαδήμου μεταξύ άλλων τόνισε: «Η Ιστορία διδάσκεται στα παιδιά μας, χωρίς να καλλιεργεί ούτε την υπερηφάνεια για την πατρίδα τους ούτε την κριτική σκέψη. Σαν να διδάσκεται όχι σε Ελληνόπουλα, αλλά σε ‘μαθητευόμενους διεθνιστές’... Σαν ένα αόρατο χέρι να έσβησε κάθε αναφορά στην εθνική ιδιοπροσωπεία, στην εθνική παράδοση του τόπου αυτού. Σαν να μη θέλουμε τα παιδιά μας να νιώσουν την ελληνικότητα και να γίνουν μέτοχοι της πολιτιστικής μας παράδοσης... Αυτό θα το τελειώσω! Και το περιεχόμενο των διδακτικών βιβλίων -όλων των βιβλίων- θα αναθεωρηθεί από επιτροπές που θα λειτουργήσουν υπό την εποπτεία της Ακαδημίας Αθηνών» (ομιλία του Αντώνη Σαμαρά στην 7όη ΔΕΘ, 17/9/2011).
Έχοντας έμπρακτα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την αποφυγή παρόμοιων ατοπημάτων, το έργο του Γιανουλόπουλου συντίθεται και εκβάλλει σ’ αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί «κριτική ιστοριογραφία»: διάβημα πολυσχιδές και πολυεπίπεδο που, γειωμένο στην άοκνη ερευνητική εργασία και τεκμηρίωση, στηλιτεύει την ιδεολογικά εργαλειακή χρήση της ιστορίας. Εντασσόμενα στο εγχείρημα αυτό, τα κείμενα που ακολουθούν αναδεικνύουν σειρά παραχαράξεων (ψευδών τονισμών και αποσιωπήσεων) σε πλειάδα τομέων, ιστορικών περιόδων και θεματικών. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι περίοπτη θέση ανάμεσά τους κατέχει η διαπραγμάτευση ζητημάτων που άπτονται της «εθνικής ταυτότητας» και των διαδικασιών συγκρότησής της. Όπως όμως ήδη επισημάνθηκε, το εύρος των προβληματισμών που κατατίθενται είναι πολύ ευρύτερο: από τα χαρακτηριστικά του μεταπολεμικού κόσμου και τη σημασία των εννοιών, μέχρι τις περιπλοκές του κοινωνικού ζητήματος και άγνωστες όψεις της βαλκανικής ιστορίας.
Στο υπόλοιπο αυτής της εισαγωγής, επιχειρούμε τη συνοπτική περιγραφή της ιδιαίτερης συμβολής του κάθε κεφαλαίου.
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ: ΜΙΑ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ
Το κείμενο του Θανάση Σφήκα πραγματεύεται συνολικά την ιστοριογραφία του Ψυχρού Πολέμου εντάσσοντας σε αυτήν τη σχετική εργοβιογραφία του Γιανουλόπουλου και τη δική του προσέγγιση, μιαν οπτική διεθνούς (παρά διπλωματικής) ιστορίας. Περιοδολογώντας κριτικά τον μεταπολεμικό κόσμο, ο Σφήκας συμφωνεί με τον χαρακτηρισμό του διαστήματος από τη λήξη του Β ' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το φθινόπωρο του 1947 ως περιόδου προσδοκιών για τη διατήρηση της συνεργασίας μεταξύ των νικητών με στόχο τη διασφάλιση της ειρήνης. Παρότι η αρχή της ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ της Δύσης και της Σοβιετικής Ένωσης τοποθετείται στα 1917? ο Ψυχρός Πόλεμος ως γεωπολιτική και ιδεολογική διαμάχη της μεταπολεμικής εποχής υπήρξε αποτέλεσμα της αντίδραση της Δύσης στην άρνηση της Ε.Σ.Σ.Δ. να αποδεχθεί το αμερικανικό όραμα και να ενταχθεί στους μηχανισμούς υλοποίησής του. Από τις υπάρχουσες εννοιολογήσεις του Ψυχρού Πολέμου, ο Σφήκας προκρίνει ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που τον εκλαμβάνει ως σύστημα διεθνών σχέσεων στο οποίο βαρύνουσα θέση κατέχει η ιδεολογία ως θεωρία και πολιτική πρακτική. Η προσέγγιση αυτή σημαίνει μελέτη της ιστορίας του Ψυχρού Πολέμου «εκ των έσω και από το κέντρο, αλλά και από τις άκρες και από την περιφέρεια, με οργανωτική αρχή τρεις άξονες: πολιτική και οικονομία,
επιστήμη και τεχνολογία, πολιτισμό και ιδέες». Στην περίοδο αυτή, οι ιδέες προσδίδουν συνοχή και νοηματοδοτούν την οικοδόμηση των μεταπολεμικών κοινωνιών και της διεθνούς τάξης. Ειδικά για τη Σοβιετική Ένωση, ο Σφήκας τονίζει τον ρόλο της ιδεολογίας ως νομιμοποιητικού στοιχείου για την εξουσία του Κ.Κ.Σ.Ε., με αποτέλεσμα τη μεγάλη επιρροή των ιδεολογικών προσαρμογών στο εσωτερικό πολιτικό σύστημα αλλά και στη διεθνή συμπεριφορά του σοβιετικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό αναλύονται μεταξύ άλλων οι έννοιες της ασφάλειας, της απειλής, καθώς επίσης και της άμυνας στη συνάφειά τους με τις πολιτικές, τους θεσμούς και τα δίκτυα που οργάνωσαν την επικοινωνία και την πολεμική.
Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του ναζισμού και συγκεκριμένα τη δημοφιλία του Χίτλερ και του καθεστώτος του, ο Γιώργος Κόκκινος εξετάζει τον «ολοκληρωτισμό» ως θεωρία και ιδεολογία για να διαπιστώσει τα όρια ή αλλιώς την επιστημονική αξιοπιστία της έννοιας αυτής που τόσο αιχμαλώτισε το ενδιαφέρον της δυτικής κοινής γνώμης, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1950. Σήμερα, ωστόσο, μετά την υποχώρηση των ιδεολογικών χρήσεων που του κληροδοτήθηκαν από τις αντιπαραθέσεις του Ψυχρού Πολέμου, ο «ολοκληρωτισμός» αποτελεί νοητικό εργαλείο, υπό όρους πρόσφορο για ιστορική έρευνα. Ο Κόκκινος επικαλείται τον Πολωνό ιστορικό Krzysztof Pomian, ο οποίος θεωρώντας συγκρίσιμα μεγέθη μόνον τον σταλινισμό και τον ναζισμό, ανιχνεύει τα κοινά σημεία των ολοκληρωτικών καθεστώτων και μελετά τους εσωτερικούς μετασχηματισμούς των κομμουνιστικών καθεστώτων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης διακρίνοντας την επαναστατική από την αυταρχική φάση της εξέλιξής τους. Ορισμένα από τα καθεστώτα αυτά -όπως εκείνο της Ανατολικής Γερμανίας, της Ρουμανίας, όπου δέσποσε ο εθνικός κομμουνισμός στη συντηρητικότερη εκδοχή του, της Βουλγαρίας και κυρίως της Αλβανίας- έμειναν αποκλειστικά προσηλωμένα στη μονολιθικότητα και στα κατασταλτικά τους χαρακτηριστικά. Κεντρικό, ωστόσο, σημείο της κριτικής στο ολοκληρωτικό παράδειγμα υπήρξε η εξίσωση του ολοκαυτώματος των ναζί με τις σταλινικές πρακτικές. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η σύγκριση νομιμοποιείται όταν διακρίνει διαφορές.
Η γενεαλογία της σχέσης του Χάγκεν Φλάισερ με την υπόθεση Βαλντχάιμ τοποθετείται στο 1971 όταν, ερευνώντας ως υποψήφιος διδάκτωρ τα στρατιωτικά αρχεία του Freiburg για τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, εντόπισε πολλά έγγραφα με την άγνωστη ακόμα μονογραφή «W». Η συμμετοχή του Φλάισερ στη Διεθνή Επιτροπή Ιστορικών για την υπόθεση Βαλντχάιμ αποτέ- λεσε την καθοριστική στιγμή αυτής της σχέσης, είναι όμως πρόδηλο ότι η σημασία της εμπλοκής του υπήρξε πολύ ευρύτερη. Η περίοδος 1986-1988 χαρα
κτηρίζεται από τον ίδιο ως τομή στη μνημονική κουλτούρα της Αυστρίας: ακόμα και συντηρητικοί δημοσιολόγοι παραδέχθηκαν ότι η υπόθεση Βαλντχάιμ κλόνισε τα «σαθρά θεμέλια του μύθου στον οποίο είχε οικοδομηθεί η μεταπολεμική Αυστρία», με αποτέλεσμα η χώρα να βρεθεί αντιμέτωπη με την ψευδή εικόνα της πρόσφατης ιστορίας της. Τέθηκε έτσι αποφασιστικά το ζήτημα της επανεκτίμησης του ρόλου των Αυστριακών στην παγίωση του ναζισμού και ειδικότερα της συνενοχής πολλών συνηθισμένων και καθημερινών ανθρώπων στη διαδικασία αυτή. Ο Φλάισερ διαπιστώνει ότι οι όροι «ηθική συνενοχή» και «συνυπευθυνότητα», που ως τότε θεωρούνταν ανάθεμα στο συντηρητικό στρατόπεδο, από τη στιγμή που η Επιτροπή τόλμησε να τους χρησιμοποιήσει για τον πρόεδρο της Αυστρίας, εντάχθηκαν πλέον στο λεξιλόγιο των ανώτατων εκπροσώπων της χώρας.
Παραμένοντας στο γενικό θέμα της δημόσιας εικόνας που τα κράτη εξυφαίνουν για τον εαυτό τους, ο R ichard Clogg μας μεταφέρει στην Ελλάδα των Συνταγματαρχών. Αξιοποιώντας ένα ως τώρα άγνωστο αρχειακό υλικό, εξετάζει τη δυναμική σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στις καλά οργανωμένες αντιδικτατορικές εκστρατείες που διοργανώνονταν στο εξωτερικό και την προσπάθεια του καθεστώτος να ακυρώσει τα αποτελέσματά τους, ει δυνατόν αποκομίζοντας και επικοινωνιακά οφέλη. Για το σκοπό αυτό, και χωρίς να φεισθεί των δαπανών, η δικτατορία προσέφυγε στις υπηρεσίες μιας βρετανικής εταιρείας δημοσίων σχέσεων. Μέσα από γλαφυρές αναφορές στα μέσα και τις πρακτικές στις οποίες κατέφυγε η εν λόγω εταιρεία προκειμένου να σκιαγραφήσει μια θετική εικόνα της χούντας, αναδεικνύονται οι επαφές του καθεστώτος με ένα τμήμα των βρετανικών πολιτικών ελίτ, αλλά και ο προβληματισμός που προκλήθηκε σχετικά με την επαγγελματική δεοντολογία των μελών του «υποδειγματικού» Βρετανικού Κοινοβουλίου.
Αν και με τρόπο ετερόμορφο και περίπλοκο, όλες ωστόσο οι παραπάνω θεματικές -ιδεολογικά προσχήματα για την προώθηση γεω-στρατηγικών επιδιώξεων, αξιακή μεροληψία στη χρήση εννοιών που όφειλαν να είναι αναλυτικά ακριβείς, εκστρατείες για τον εξωραϊσμό της κρατικής δημόσιας εικόνας- δεν αποτελούν παρά εκφάνσεις ενός γένους εγχειρημάτων που αποσκοπούν στη συγκάλυψη ή/και παραποίηση της πραγματικότητας. Περίοπτη θέση ανάμε- σά τους κατέχουν διαβήματα συγκρότησης εθνικών ταυτοτήτων και συνείδησης. Σε έναν τόμο όπως ο ανά χείρας, εύλογο είναι ότι η πραγμάτευσή τους από κριτική σκοπιά αποτελεί κεντρικό ζητούμενο, ένα γνωστικό και ερευνητικό «κόκκινο νήμα» που διατρέχει την πλειοψηφία των κειμένων. Επίσης δεν αποτελεί έκπληξη ότι τη μερίδα των λέοντος καταλαμβάνει η διερεύνηση της ελληνικής περίπτωσης.
Με αφορμή τις πρόσφατες αντιπαραθέσεις για το εγχειρίδιο ιστορίας της ΣΤΤ Δημοτικού, το κείμενο του Αντώνη Λιακού αναδεικνύει μια κεντρική αντίφαση που διέπει τη σύγχρονη ιστοριογραφική συζήτηση (στην οποία, ακροθιγώς, αναφερθήκαμε και παραπάνω). Πώς αντιλαμβανόμαστε την ιστορία; Ως γνωστικό εγχείρημα της κατά το δυνατόν αμερόληπτης διερεύνησης του παρελθόντος, ή μήπως ως πόρο για την εμπρόθετη διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας και συνείδησης; Η ελληνική εμπειρία, που ασφαλώς δεν είναι και μοναδική, αποκαλύπτει το καταθλιπτικό βάθος που έχει η δεύτερη πρόσληψη. Περιδιαβάζοντας το περιεχόμενο της ελληνικής πολεμικής, η διαπίστωση δεν είναι υπερβολική ότι η ιστορία προσεγγίζεται κυρίως ως διάβημα «εθνικής βιογραφίας», που απηχεί αλλά και αναπαράγει συναισθηματικά ανακλαστικά (προπαντός τη νοσταλγία για ένα εξιδανικευμένο και πάντα «μοναδικό» παρελθόν) με νομιμοποιητική συνδετική ύλη την υπεράσπιση της υφιστάμενης εθνικής ιδεολογίας. Βέβαια η εκδοχή αυτή δεν μένει αναπάντητη. Οι «πόλεμοι» για την ιστορία -όπως ο Λιάκος γλαφυρά τιτλοφορεί το κείμενό του- διεξάγονται ακριβώς γιατί η ιστορία συγκροτείται ως γνωστική πειθαρχία που, το τελευταίο διάστημα, με τη διεθνοποίηση των ιστορικών σπουδών, την ανάδυση νέων ρευμάτων και την κριτική στον εθνικισμό, έχει μάλιστα διευρύνει κατά πολύ τους παραδοσιακούς ερευνητικούς της ορίζοντες. Όμως η μάχη είναι άνιση. Η «παγκοσμιοποίηση» της ιστορίας έφερε μαζί της και μια τάση υποκατάστασής της από τις «σπουδές μνήμης» - πεδίο απροσδιόριστο και αχανές, όπου «ιστορία» δικαιούται να γράφει ο καθένας (ειδικά μετά την έλευση του διαδικτύου) χωρίς μέθοδο, ανάγκη τεκμηρίωσης ή την επο- πτεία της κοινότητας των ιστορικών. Οι πόλεμοι της ιστορίας, αποφαίνεται ο Λιάκος, τελικά αντανακλούν πολιτισμικά και όχι γνωστικά ισοζύγια. Καθώς όμως αυτό δίνει στους ιστορικούς τη δυνατότητα να κατανοήσουν τους τρόπους με τους οποίους η ιστορία εγγράφεται στη δημόσια εμπειρία, αποτελεί ταυτόχρονα και εργαστήρι αυτογνωσίας.
Η διαδικασία διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης απασχολεί και τη Μαρία Ρεπούση, που εξετάζει την περιπέτεια του εορτασμού της εκατονταετηρίδας από την επανάσταση του 1821. Στη διερεύνησή της δεσπόζει η ανάδειξη της εργαλειακής χρήσης της ιστορίας που κλήθηκε να συμβάλλει προνομιακά στη διαμόρφωση του συναφούς εθνικού αφηγήματος. Όμως οι εμφάσεις και οι αποσιωπήσεις στο αφήγημα, όχι μόνο λίγη σχέση είχαν με την πραγματικότητα, αλλά και έτειναν να παγιδεύσουν το δημόσιο λόγο στην καταστρεπτική νομοτέλεια της επερχόμενης στρατιωτικής συντριβής στη Μικρά Ασία. Με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της μαρξιστικής κριτικής, που όμως λίγη
19
δυνατότητα ουσιαστικής επιρροής διέθετε, το 1821 προβλήθηκε ως «ανολοκλήρωτη επανάσταση»-σταθμός στην τρισχιλιετή ιστορία του έθνους, που επέπρωτο να δικαιωθεί με την προσδοκώμενη διεύρυνση της Ελλάδας προς Ανατολάς. Δεν σημαίνει αυτό ότι τα μοτίβα δεν προσαρμόζονταν ανάλογα με την ταχύτατα μεταβαλλόμενη συγκυρία. Ενώ στους αρχικούς σχεδιασμούς (τόσο στην πρώτη φάση τους, από το 1918 όταν ξεκίνησε ο σχεδιασμός των εορτασμών, όσο και στη συνέχεια, το 1921 όταν, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης στο μέτωπο, αποφασίστηκε η αναβολή τους για το 1930) προβλεπόταν η ανέγερση επιβλητικών μνημείων, η επιθετική υπαγωγή όλων των πνευματικών δραστηριοτήτων στους εορτα- στικούς άξονες καθώς και πλήθος καλλιτεχνικών και άλλων εκδηλώσεων, μετά την ήττα επικράτησε η αμηχανία και η ασυνέχεια. Και πάλι όμως η ιστορία κλήθηκε να διαδραματίσει ρόλο συνεκτικό, αν και εξίσου ψευδή. Ό,τι μέχρι τότε παρουσιαζόταν ως νομιμοποιητικό τεκμήριο αλυτρωτικού επεκτατισμού, από το 1923-24 έτεινε να μεταβληθεί σε σύμβολο του νέου αβασίλευτου πολιτειακού διακανονισμού.
Η εργαλειακή χρήση της ιστορίας αναδεικνύεται γλαφυρά και στο κείμενο της Χριστίνας Κουλούρη περί του θεσμού των εθνικών επετείων. Στην επιλογή και θέσμισή τους, που από τα τέλη του ι 8ου-αρχές 19ου αιώνα, αποτελούν ταυτόχρονα αντανάκλαση και συγκροτητική ύλη του ανα- δυόμενου εθνικισμού, οι επέτειοι επιτελούν πλήθος λειτουργιών οι οποίες, μέσα από περίλαμπρα τελετουργικά και δραματουργίες, προσομοιάζουν στο ιστοριογραφικό έργο: κατάτμηση και περιοδολόγηση του ιστορικού χρόνου (με τις απαραίτητες εμφάσεις και αποσιωπήσεις), απόδοση αιτιώδους βαρύτητας σε συμβάντα και δρώντες, συνεκτικές συνθέσεις και αφηγήματα. Στόχος όμως δεν είναι η εξακρίβωση της ιστορικής αλήθειας, αλλά η κωδικοποίηση και εμπέδωση της εθνικής ταυτότητας, συχνά με προθέσεις κανονιστικές και «παιδαγωγικές» - περί του τι συνιστά αξία και ποιες προϋποθέσεις υφίστανται ώστε κάτι να λογίζεται ως «ιστορικό συμβάν» (περί του πώς πρέπει δηλαδή να αναγιγνώσκουμε το παρελθόν). Τα δυο -ιστορική αλήθεια και εθνοσυγκροτητικές επιδιώξεις- σπανίως βέβαια συμπίπτουν το ακριβώς αντίθετο: κατά κανόνα αποκλίνουν. Επ’ αυτού η Κουλούρη παραθέτει την επισήμανση του ιστορικού και διανοητή Ερνέστ Ρενάν: «[...] η ιστορική πλάνη είναι ουσιαστικός παράγοντας της δημιουργίας του έθνους και, σε αυτή τη βάση, η πρόοδος των ιστορικών σπουδών συνιστά συχνά κίνδυνο για την εθνότητα». Αν και το κείμενο αναφέρε- ται σε πλειάδα ιστορικών παραδειγμάτων από τον ευρωπαϊκό χώρο, κύρια ερευνητική του εστία αποτελεί η Ελλάδα του 19ου αιώνα, Στις ελληνικές
εθνικές επετείους δεσπόζει ο κεντρικός ρόλος της θρησκευτικής ιεραρχίας και η σταδιακή συμπερίληψη αναφορών στην κλασική αρχαιότητα (αμφό- τερα διαβήματα με αμφίβολα αποτελέσματα) όπως, βέβαια, και ο τονισμός του ρόλου της εκάστοτε κρατικής εξουσίας. Όπως ήταν φυσικό, η τελευταία πρακτική αμφισβητήθηκε από αντιπολιτευόμενες πολιτικές δυνάμεις, πάντα όμως εντός του ήδη διαμορφωμένου «εθνικού» αντιληπτικού πλαισίου. Το ότι η «εθνική μνήμη» διαχωρίστηκε από την «κυβερνητική» δεν σημαίνει και ότι η τεκμηρίωσή της επιχειρήθηκε με γνώμονα την εξακρίβωση της ιστορικής αλήθειας.
Το κείμενο του Φίλιππου Κάραμποτ παραμένει στη γενική θεματική της εθνικής ταυτότητας, την προσεγγίζει όμως μέσα από το πρίσμα της επενέργειας των θρησκευτικών αποκλεισμών. Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ο προσδιορισμός της «ελληνικότητας» δεν έγινε με όρους ιθαγένειας, αλλά με βάση τη θρησκεία και την εντοπιότητα. Συνέπεια αυτού ήταν και ο αδήριτος αποκλεισμός των αλλόθρησκων και ετερόδοξων πολιτών από την ιδιότητα του Έλληνα. Το συναφές εθνικό αφήγημα συγκροτήθηκε στη βάση στερεοτύπων, παραδοσιακών αντιλήψεων και θρύλων (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν επιχείρησε να ενδυθεί και τον μανδύα του ιστορικού γεγονότος) - υλικά που, όπως δείχνει ο Κάραμποτ, υπήρξαν ιδιαιτέρως ανθεκτικά στον χρόνο. Εστιάζοντας την προσοχή του στις περιπτώσεις των Εβραίων και των ετερόδοξων Ευαγγελικών, διαπιστώνει κατηγοριοποιήσεις και συνειρμούς που επιβιώνουν ακόμα και στις μέρες μας.
Διερευνώντας το περιεχόμενο της εθνικής συνείδησης όπως αυτή εγγρά- φεται στον έντεχνο λόγο, ο Αλέξης Πολίτης επισημαίνει την εμπρόθετη, πλην εν πολλοίς ασυνείδητη (ως προς τις ευρωπαϊκές της καταβολές), αρχαι- ολατρεία/αρχαιοπληξία που χαρακτηρίζει την αναζήτηση λογοτεχνικού-ποι- ητικού κανόνα. Δεν είναι υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς ότι ο Ποιητής- Μεσσίας, που θα συμπύκνωνε και θα προωθούσε τα «εθνικά ιδεώδη», στοί- χειωσε τα πνευματικό πράγματα της χώρας τουλάχιστον μέχρι την ήττα του 1897? συμπαρασύροντας ακόμα και όσους στέκονταν κριτικά απέναντι στον αρχαιοπρεπή λογιοτατισμό (όπως, πιο χαρακτηριστικά, ο Ψυχάρης). Στο πνεύμα αυτό υπήρξαν βέβαια αντιδράσεις. Όπως ο ιστορικός που αντίκειται στην εθνική εργαλειοποίηση της ιστορίας, έτσι και ο Παλαμάς δήλωνε το 1898 ότι «ο μόνος άξιος του ποιητού πατριωτισμός είναι η ευσυνείδητος και αφιλοκερδής προσήλωσίς του εις τον έρωτα της Τέχνης». Κι ακόμα ότι «εθνική ποίησις δεν είναι παρά η ποίησις χωρίς πατρίδα [...]». Ο Πολίτης καταγράφει και τονίζει την εξέλιξη, διαπιστώνει όμως παράλληλα και την περιορισμένη έκταση της επιρροής της.
Από τις πολλές μεταλλάξεις, προσαρμογές και προβολές των εγχειρημάτων εγχάραξης εθνικής συνείδησης, κάποιες υπήρξαν ιδιαίτερα απεχθείς, όπως ο εγχώριος αντισημιτισμός τον οποίο εξετάζει στο κείμενό της η Αλεξάνδρα Πατρικίου. Η Πατρικίου εστιάζει την προσοχή της στην αντιεβραϊκή αρ- θρογραφία στον φιλικό προς τον Άξονα Τύπο της κατοχικής Θεσσαλονίκης (Απρίλιος ΐ941 -Οκτώβριος 1944)? και εξετάζει ενδελεχώς τρία έντυπα: τις εφημερίδες Απογευματινή και Νέα Ευρώπη και το περιοδικό οι Νέοι Καιροί. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Ίσως με την εξαίρεση της Κρήτης (συγκεκριμένα των εφημερίδων Κρητικός Κήρυξ και Παρατηρητής), η αντισημιτική αρ- θρογραφία βρήκε στη Θεσσαλονίκη την πιο ολοκληρωμένη της μορφή. Η Πατρικίου διαπιστώνει ότι η αρθρογραφία αυτή, την οποία εντάσσει στην επιχειρηματολογία των Ελλήνων δοσιλόγων, συνέβαλε σημαντικά στην καλλιέργεια αντισημιτικού κλίματος, το οποίο και νομιμοποίησε τις διώξεις. Εντυπωσιάζει όμως ο βαθμός που η επιχειρηματολογία των δοσιλόγων απηχεί τα μοτίβα και του εθνικισμού των ημερών μας.
Αν η ανάλυση θεμάτων εθνικής ταυτότητας αποκαλύπτει βαθιά εμπεδωμένες αντιληπτικές κατηγορίες, αναμενόμενο είναι οι βασικές τους συντεταγμένες να εκφέρονται και σε άλλα, όμορα πεδία, όπως, λ.χ., αυτά που διερευνά η κοινωνική ιστορία με τις πολύπλευρες πολιτισμικές και πολιτικές τους προεκτάσεις. Ιδωμένη από μια τέτοια οπτική, η διερεύνηση όψεων της μετεμφυλι- ακής Ελλάδας δίνει την ευκαιρία για κρίσιμο συνδυαστικό προβληματισμό.
Στον χώρο αυτό κινείται το κείμενο της Τασούλας Βερβενιώτη η οποία, αντλώντας στοιχεία από ένα πλούσιο πρωτογενές υλικό, μελετά τη δημιουργία του Εράνου της βασίλισσας Φρειδερίκης (ΐ947_195θ). Εκτός από τον προφανή στόχο της ισχυροποίησης της θέσης της ίδιας της βασίλισσας (που έγινε και επίτιμος πρόεδρος του θεσμού), η Βερβενιώτη υποστηρίζει ότι το εγχείρημα αποτελούσε τμήμα μιας γενικότερης προσπάθειας για την κατοχύρωση της θέσης του παλατιού στους «πολιτικούς εμφύλιους», που αποτελούσαν μέρος του ένοπλου εμφυλίου. Ο Έρανος είχε επίσης αξιοπρόσεκτη οργανωτική δομή. Το έργο της Εκτελεστικής Επιτροπής υποβοηθούσε πλειάδα ειδικών επιτροπών: εισφορών, προμηθειών, αλλά και παρακολουθήσεως του προγράμματος, στην οποία προήδρευε ο Αρχιεπίσκοπος. Η Βερβενιώτη συνδέει την πρωτοβουλία της βασίλισσας με την παράδοση της φιλανθρωπίας των εστεμμένων, αλλά την τοποθετεί ερμηνευτικά στα πλαίσια του Ελληνικού
Εμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου. Το πρόγραμμα της δράσης του Εράνου αφορούσε καταρχάς στην περίθαλψη των προσφυγικών πληθυσμών (των «ανταρτόπληκτων» ή «συμμοριτόπληκτων»), οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στις επαρχιακές πόλεις, κυρίως γιατί ο στρατός εκκένωνε τα χωριά τους για να αποκόψει τον ανεφοδιασμό των ανταρτών σε τρόφιμα και ανθρώπινους πόρους. Ο δεύτερος στόχος της δράσης του, ο προσανατολισμένος στα παιδιά, υπήρξε εκείνος που συγκέντρωσε το κύριο ενδιαφέρον, τόσο των δρώντων φορέων, όσο και των παρατηρητών. Η Βερβενιώτη εξετάζει συστηματικά τη διαδικασία της ίδρυσης των παιδοπόλεων μέσα στο πλαίσιο του σχεδίου της βασίλισσας (του «εθνικού παιδοφυλάγματος»), τη συμβολική του όλου εγχειρήματος στο πλαίσιο της εθνικόφρονος ιδεολογίας και τη διεθνοποίηση του ζητήματος σε συνθήκες γεωπολιτικής και ιδεολογικής διαίρεσης του κόσμου. Η έννοια της «παιδοφύλαξης», που σε φαντασιακό επίπεδο κατοχύρωνε και την έννοια του «παιδομαζώματος», αποτελούσε άλλωστε συστατικό στοιχείο της «εθνικής ταυτότητας» που απεργαζόταν η μετεμφυλιακή εξουσία.
Ο Κώστας Κατσίυτης μελετά τη συντηρητική ιδεολογία, όπως αρθρώθηκε στη δεκαετία του i960, μέσα από ομιλίες του βασιλιά Κωνσταντίνου αλλά και μελών της εκκλησιαστικής και πνευματικής ηγεσίας στην Ελλάδα. Σε μια συγκυρία απονομιμοποίησης του δεξιού λόγου από τις πολιτικές δυνάμεις του Κέντρου και της Αριστεράς, η μελέτη της αντικομμουνιστικής-χριστιανικής ιδεολογίας περί ηθικής παρακμής και υπονόμευσης της (ορθόδοξης) παράδοσης, αναδεικνύει τη διάρκεια των ιδεολογικών σχημάτων του μεσοπολεμικού παλαιο-συντηρητισμού. Δίχως να παραβλέπει τα στοιχεία αυτής της συνέχειας, ο Κατσάπης τα εντάσσει ωστόσο στον αντικομμουνισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό μελετά και τις χρήσεις τους. Χαρακτηριστική είναι από την άποψη αυτή η περίπτωση του περιοδικού Σοβιετολογία του Γεωργίου Γεωργαλά που, κατά τρόπο μεγαλεπήβολα φοβικό, επαναφέρει στον προβληματισμό μας το ακανθώδες ζήτημα της ταυτότητας: προσεγγίζοντας το μαρξισμό ως «νέα θρησκεία», ο Γεωργαλάς θεωρούσε ότι απειλούσε τη Δύση με αποχριστιανισμό.
Στο διάβα του χρόνου, τόσο πριν όσο και μετά την εκδήλωση εγχειρημάτων τύπου Γεωργαλά, δεν έλειψαν βέβαια και πρωτοβουλίες οι οποίες κινήθηκαν σε κατεύθυνση ευθέως αντίρροπη, όπως αυτό της λεγάμενης «βαλκανικής ιδέας» που, μεταξύ άλλων, εξετάζει στο κείμενό της η Λένα Διβάνη. Η Διβάνη μελετά τις δυνατότητες και την περίπλοκη πραγματικότητα των δύσκολων σχέσεων που ανέπτυξαν τα βαλκανικά κράτη μεταξύ τους, κυρίως από τη στιγμή που ξεκίνησε η εθνικιστική διαμάχη με επίκεντρο το Μακεδονικό. Με μοναδική εξαίρεση την προσπάθεια προσέγγισης που επιχειρήθηκε κατά
τη διάρκεια του Α ’ Βαλκανικού Πολέμου, τα κράτη βρέθηκαν αντιμέτωπα, ενώ οι ελίτ, στραμμένες αποκλειστικά -«και αρκούντως συμπλεγματικά»- στη Δύση, απαξίωναν συστηματικά τους γείτονες. Η Διβάνη παρακολουθεί την εξέλιξη της «βαλκανικής ιδέας και της πολιτικής της αποτυχίας μέσα από τις επιθεωρήσεις Νέα Πολίτική (1923) του Κ. Τουρνάκη και Les Balkans (1930) των Α. Παπαναστασίου και Ξ. Λευκοπαρίδη, η οποία διαδραμάτισε και ένα ρόλο φόρουμ πολιτικοοικονομικών, κοινωνικών, και πνευματικών ζυμώσεων. Διαπιστώνει ότι το πρόβλημα του ρεβιζιονισμού της Βουλγαρίας (και αργότερα η ιταλική πολιτική) εμπόδισαν την πρόοδο των διασκέψεων στα πολιτικά θέματα, ενώ η υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου τον Φεβρουάριο του 1934 απ’ όλες τις βαλκανικές χώρες πλην της Βουλγαρίας διαμόρφωσε ένα καθαρά «αντιρεβιζιονιστικό μπλοκ», ανάλογο με εκείνο της κεντροευρωπαϊκής Μικρής Αντάντ. Το γεγονός αυτό έκοψε τις όποιες γέφυρες είχαν ως τότε στηθεί, στρέφοντας οριστικά τη Βουλγαρία εναντίον των γειτόνων της.
Εστιάζοντας την προσοχή της σε μια κλασική περιοχή του πεδίου των κοινωνικών συγκρούσεων, τις πρόδρομες αγροτικές εξεγέρσεις, η Καίτη Αρώνη-Τσίχλη ανασκοπεί τις περιπέτειες του αγροτικού ζητήματος στην Πελοπόννησο και τη Θεσσαλία κατά την περίοδο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι και τις πρώτες δυο δεκαετίες του 2θου αιώνα. Το κείμενο αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των διεκδικητικών δράσεων ενάντια σε μορφές -όχι πάντα πρόδηλης- κυριαρχίας. Φορείς της, άρα και αποδέκτες των διεκδικήσεων, δεν ήταν μόνο οι κατ’ όνομα προνομιούχες τάξεις (π.χ., οι «γαιοκτήμονες» που, άλλωστε, λόγω του καθεστώτος των εθνικών γαιών, στην περίπτωση της Πελοποννήσου εξέλειπαν), αλλά και το κράτος που αναλάμβανε την οργάνωση και αναπαραγωγή των υφιστάμενων σχέσεων. Τα διάφορα εγχειρήματα αγροτικής μεταρρύθμισης που η Τσίχλη επισημαίνει αντανακλούσαν συγκυριακά ισοζύγια, πάντα αποσκοπούσαν όμως και στη διατήρηση των κυρίαρχων ισορροπιών. Δεν πρέπει, ως εκ τούτου, να αποτελεί έκπληξη ότι προκαλούσαν και αντιδράσεις διαφορετικής έντασης και χαρακτηριστικών. Στην περίπτωση της πελοποννησιακής μικροκαλλιέργειας (που επήλθε μετά τις μεταρρυθμίσεις Κουμουνδούρου το 1871) το αίτημα της διαχείρισης του σταφιδικού πλεονάσματος διαμόρφωσε ένα σύνθετο τοπίο διεκδικητικών συμμαχιών και αντιπαλοτήτων χωρίς μονοσήμαντη πολιτική στόχευση. Στη Θεσσαλία η εικόνα των αντιπαρατιθέμενων μερών ήταν πιο ξεκάθαρη: κολίγοι-μικροκαλλιεργητές εναντίον τσιφλικούχων και κράτους. Όμως και στην περίπτωση αυτή υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις. Ενώ κατά τον 19° αιώνα οι αγροτικές διεκδικήσεις δείχνουν να αναπολούν ένα
ανεπίστρεπτα χαμένο, αν και εξωραϊσμένο, παρελθόν (ό,τι ο Ε. P. Thompson θα αποκαλούσε «ηθική οικονομία»), με την έλευση του 2θου αιώνα, οι διεκδικήσεις αποκτούν όλα τα σύγχρονα κινηματικά χαρακτηριστικά.
Ο Γκισμέτ Καπλάνι μελετά και αυτός μια αγροτική κοινωνία, την Αλβανική, επιστρέφοντας όμως στην κομβική θεματική της διαμόρφωσης εθνικής ταυτότητας. Σε αντίθεση με την ελληνική περίπτωση, ο αλβανικός εθνικισμός όχι μόνο δεν χρησιμοποίησε τη θρησκεία ως συγκροτητικό-συστα- τικό του στοιχείο αλλά, το ακριβώς αντίθετο, έτεινε να την υποκαταστήσει. Η γλώσσα, το αίμα, η γη, αυτά ήταν τα υλικά με τα οποία πλάστηκε η αλβανική εθνική ταυτότητα. Στον βαθμό που ο «Αλβανισμός» θεωρήθηκε και αυτός θρησκεία (σύμφωνα με τον αφορισμό του αλβανού εθνικιστή Πάσκο Βάσσα, τον οποίο παραθέτει ο Καπλάνι) έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κανείς για τις απώτερες συνέπειες της σχέσης που συνάπτεται ανάμεσα στις παραπάνω συνθήκες και την ιστορία. Ο Καπλάνι πάντως υποστηρίζει ότι οι μυθευτικές-εργαλειακές χρήσεις δεν έλειψαν, μόνο που τα πρόσημα ήταν αντεστραμμένα. Ο μύθος δεν αφορούσε μια δήθεν οργανική σχέση έθνους και θρησκείας αλλά, το ακριβώς αντίθετο, ότι Αλβανοί ανέκαθεν αδιαφορούσαν για τη θρησκεία.
Αντιπαραβολικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη του Λάμπρου Μπαλτσιώτη που εξετάζει τον πληθυσμό των Αρβανιτών, των αλβανόφωνων δηλαδή κατοίκων της νότιας Ελλάδας και της Ηπείρου, οι οποίοι εντάχθηκαν στο ελληνικό εθνικό φαντασιακό λόγω της συμμετοχής τους στην Επανάσταση του ’21 με βάση -ακριβώς- τη θρησκεία: ως ντόπιοι ορθόδοξοι χριστιανοί. Όμως την πρώτη περίοδο, που οι Αρβανίτες, παρά τη γλωσσική τους ετερότητα, αποτελούσαν μέρος της εθνικής φαντασιακής κοινότητας, διαδέχθηκε η μεταπολεμική, όταν κυριάρχησε (όπως, άλλωστε, και για οποιαδήποτε άλλη μορφή ετερότητας στην Ελλάδα), η πλήρης αποσιώπηση και η απόκρυψη. Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά το 1950, δεκαετία κατά την οποία το σχολικό δίκτυο εδραιώνεται και η οδική επικοινωνία καθίσταται ευχερέστερη, η χρήση της αλβανικής γλώσσας υποχώρησε σημαντικά, ταχύτερα απ’ ό,τι στις άλλες μη ελληνόφωνες κοινότητες της Ελλάδας. Παρότι μονόγλωσσοι ομιλητές υπήρχαν έως και πρόσφατα (μέχρι τη δεκαετία του 197° σττΊ νότια Ελλάδα και μέχρι τη δεκαετία του 199° στην Ήπειρο), είναι γεγονός πως τα τελευταία είκοσι-τριάντα χρόνια η μετατόπιση προς τα ελληνικά υπήρξε ραγδαία.
Οι καταβολές της δυναμικής που οδήγησε σε αυτή την πραγματικότητα, και που προφανώς άπτονται του τρόπου με τον οποίο συγκροτήθηκε η ελληνική εθνική αφήγηση περί Αλβανών και «Αλβανίας», απασχολούν τον Ηλια Σκουλίδα, που μελετά τις συναφείς διαδικασίες από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Επισημαίνοντας τις υλικές βάσεις του ανταγωνισμού μεταξύ ελληνικού και αλβανικού εθνικισμού (το γεγονός δηλαδή ότι αμφότεροι διεκδικούσαν την ίδια γεωγραφική περιοχή), ο Σκουλίδας εστιάζει την προσοχή του στους τρόπους με τους οποίους αρθρώθηκε ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός στα δυτικά Βαλκάνια. Για τον σκοπό αυτό εξετάζει με λεπτομέρεια τις δράσεις του νεαρού διπλωμάτη Επαμεινώνδα Μαυρομμάτη (και όσων τον διαδέχτηκαν ή/και προσπάθησαν να τον μιμηθούν) στις διάφορες φάσεις τους, σε αλληλεπίδραση με τον λόγο που κατά καιρούς εξέπεμπαν έλληνες λόγιοι και διανοούμενοι. Στο πλαίσιο αυτό εντυπωσιάζει -αν και δεν πρέπει να εκπλήσσει- ο έντονα εργαλειακός ρόλος που επιφυλάχθηκε για την εκπαίδευση, καθώς και σειρά στρατηγικών πρωτοβουλιών που εκδηλώθηκαν, με υφή τόσο θετική (αφομοιωτικός προσεταιρισμός αλβανικών πληθυσμών), όσο και αρνητική (αποτροπή μιας αλβανικής εθνικής όσμωσης). Εξίσου εντυπωσιακό είναι όμως το γεγονός ότι, παρά τον αξιοπρόσεκτο βαθμό πληροφόρησης περί αλβανικών εθνολογικών χαρακτηριστικών που σωρεύτηκε κατά το διάστημα 1870-1890 από τις ελληνικές προξενικές αρχές, αυτό που τελικά έτεινε να επικρατήσει στο ελληνικό εθνικό φαντασιακό ήταν τα ρηχά στερεότυπα: «βάρβαροι», «θρασύδειλοι», «φιλάργυροι». Πρόκειται βέβαια για διαδικασία που ασφαλώς και δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία.
Χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογική προσέγγιση της ιστορίας των εννοιών στη σχέση της με την κοινωνική ιστορία, η Νάντια Ντάνοβα αναλύει το βουλγαρικό εθνικό αφήγημα με έμφαση στη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι Βούλγαροι προκειμένου να ορίσουν την οθωμανική κυριαρχία. Ξεκινώντας από τη γένεση των σχετικών όρων, παρακολουθεί τις αλλαγές και την εξέλιξή τους έως τη σύγχρονη εποχή. To corpus που κατασκευάζει περιλαμβάνει μια ποικιλία κειμένων από θρησκευτικά έργα και χρονικά έως εγχειρίδια ιστορίας, τα οποία κατηγοριοποιεί με χρονικά αλλά και σημασιολογικά κριτήρια (πρώτοι και ύστεροι αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας). Διερευνώντας το θέμα της στη μακρά διάρκεια, η Ντάνοβα τοποθετεί το σημείο της μετάβασης από τον ορθόδοξο-εκκλησιαστικό στον ιστορικό-πολιτικό λόγο, που αναδεικνύει και τον αυτο-προσδιορισμό των Σλάβων Βουλγάρων στον ι8° αιώνα. Η επίκληση στη μνήμη του ζυγού και της δουλείας και η εμφάνιση του τραύματος (βλ. Πάϊσιος) αποτελεί συνθήκη στη διαμόρφωση της βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας. Έχοντας καταγράψει τους στερεοτυπικούς όρους με τους οποίους χαρακτηρίζονται οι μουσουλμάνοι, η Ντάνοβα αναδεικνύει, εκτός από τις αλλαγές, και τα στοιχεία της συνέχειας στην εθνικιστική ιδεολογία, καθώς και της αναπαραγωγής της έως τη σύγχρονη εποχή.
Στη διαδρομή των διάφορων εθνικισμών και των ταυτοτήτων που συγκρότησαν διακρίνει κανείς τη λειτουργία ενός Λόγου που εκτός από εργα- λειακός (και παραποιητικός) είναι και χαρακτηριστικά αποσπασματικός. Η ιδιότητά του αυτή, η αποσπασματικότητα, αποτελεί μάλιστα βασικό -αν όχι τον βασικό- τρόπο μέσω του οποίου επέρχεται η αποσιώπηση, συνεπώς και η αλλοίωση της πραγματικότητας, την οποία διατείνεται ότι αναπαριστά. Ο Άλκης Ρήγος παρακολουθεί τα ζητήματα αυτά μέσα από την αντιπαραβολή της (αποσπασματικής) τηλεοπτικής εικόνας και του (κριτικού) ιστορικού ντοκιμαντέρ. Όπως και η εργαλειακή ιστορία, έτσι και η εμπορική τηλεόραση ενέχεται σε εγχειρήματα προπαγανδιστικά που διαμορφώνουν ταυτότητες. Στην ανάδειξη και τον καυτήριασμό αυτής της πρακτικής έγκειται το έργο τόσο της κριτικής ιστοριογραφίας όσο, κατ’ επέκταση, και του επιστημονικού συμβούλου στο ιστορικό ντοκιμαντέρ (ρόλο στον οποίο ο Γιανουλόπουλος θήτευσε δημιουργικά και επάξια). Περαιτέρω κρίσιμο ειδοποιό στοιχείο της αποστολής αυτής, τονίζει ο Ρήγος, είναι όμως η διαφύλαξη της διαφορετικότητας -της «άλλης οπτικής»- με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν αποσιωπώνται ή παραποιούνται τα συναφή πραγματολογικά δεδομένα. Αποτελεί αυτό ευκαιρία για να υπογραμμιστεί πως η κριτική ιστοριογραφία, με ή χωρίς εικόνα, όχι μόνο δεν είναι προπαγάνδα, αλλά βρίσκεται στον ακριβή της αντίποδα.
Το συμπέρασμα αυτό συνιστά ιδιότυπη γέφυρα και για έναν πιο άμεσα κοι- νωνικο-επιστημονικό προβληματισμό, σαν κι αυτόν που επιχειρεί ο Σεραφείμ I. Σεφεριάδης στο κείμενό του περί ανισότητας. Είτε ως αρχική, αιτιώδης συνθήκη είτε ως αποτέλεσμα των θεσμικών διακανονισμών που συναποτελούν και διαμορφώνουν την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, η ανισότητα βρίσκεται στο επίκεντρο κρίσιμων θεωρητικών προβληματισμών και ερευνητικών διλημμάτων. Όμως η θεωρητική καταγραφή των διάφορων εκδοχών της καθυστερεί με αποτέλεσμα την εμφάνιση της γνωστής -εξόχως προβληματικής- απόκλισης μεταξύ ενός φιλοσοφίζοντος θεωρητικού ιδιώματος από τη μια και ενός α-θε- ωρητικού ερευνητικού εμπειρισμού από την άλλη. Φιλοδοξώντας να συμβάλλει στην αντιστροφή αυτής της πραγματικότητας, το κείμενο επιχειρεί την αποτίμηση της θεωρητικής συμβολής του πρόσφατα εκλιπόντος Charles Tilly, μελετητή που συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων πολιτικών κοινωνιολόγων του 2θου αιώνα. Ανασκευάζοντας τις κυρίαρχες ατομοκεντρικές θεωρήσεις του φαινομένου (ανισότητα ως προϊόν ιδεών ή ατομικών χαρακτηριστικών), ο Tilly εισηγείται μια σχεσιακή προσέγγιση που διερευνά τις καταβολές και τις διαδικασίες αναπαραγωγής του σε πολύπλοκους θεσμικούς διακανονισμούς, κυρίως
27
οργανώσεις (μορφώματα που αντιπαραβάλλει προς τις «αλυσίδες», τις «ιεραρχίες», τις «τριάδες», και τα «κατηγορικά ζεύγη»). Εν συντομία, διερευνώντας όψεις του φαινομένου της ανισότητας στη σύγχρονη Ελλάδα, ο Σεφεριάδης στέκεται στην περίπτωση των μεταναστών και των επισφαλώς εργαζομένων, καθώς και στον ρόλο που τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα μπορούν να διαδραματίσουν προκειμένου να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των ολοένα εντεινόμενων προβλημάτων τους. Το πρόβλημα δεν είναι απλό καθότι, όπως και στο καθεαυτό ιστοριογραφικό έργο, ελλοχεύουν η εμπρόθετη συγκάλυψη στόχων και η παραποίηση.
Το γοητευτικά αυτοβιογραφικό κείμενο του Στέφανου Πεσμαζόγλου στέκεται στα κομβικά αυτά ζητήματα: την αποσιώπηση και την παραποίηση, μέσα από το μοτίβο της απροκάλυπτης παραχάραξης της ιστορίας στα σχολικά εγχειρίδια. Ο κατάλογος των παραποιήσεων στις οποίες αναφέρεται με γλαφυρά (και κάποτε γαργαλιστικά) παραδείγματα ο Πεσμαζόγλου είναι, εκτός από εξαιρετικά εκτενής, και χαρακτηριστικά αντιπαιδαγωγικός. Όμως αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει: άλλο πράγμα η μεταλαμπάδευση της ιστορικής μεθόδου και άλλο η εγχάραξη «εθνικής συνείδησης». Η ιστορία των σχολικών εγχειριδίων ήταν πάντοτε «η δική μας ιστορία», κάτι που, για να θεμελιωθεί, προϋπέθετε (και πάντα θα προϋποθέτει) αλλεπάλληλες αλλοιώσεις γεγονότων (μέσω προσεκτικά επιλεγμένων αναφορών και κραυγαλέων αποσιωπήσεων), ανερμάτιστες περιοδολογήσεις του ιστορικού χρόνου, ανυπόστατες συνθέσεις. Τα αποτελέσματα είναι κατά κανόνα κωμικά και έτσι θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται, αν δεν εμφιλοχωρούσε στις παραχαράξεις τους ο φυλετισμός και το μίσος απέναντι στον Άλλο. Πρόκειται για πραγματικότητα στην οποία οι ανθρωπιστικές σπουδές και γενικότερα οι επιστήμες του ανθρώπου οφείλουν να αντιδράσουν. Και αυτό είναι κάτι που αναδεικνύει τόσο τη γενική, γνωστική σημασία της κριτικής ιστοριογραφίας όσο και τον επείγοντα χαρακτήρα της πραξιακής της αποστολής. Φιλοδοξία μας είναι ο τόμος αυτός, όπως ακριβώς και το έργο του Γιάνη Γιανουλόπουλου στο οποίο είναι αφιερωμένος, να εισφέρουν στην προώθηση αυτών των κρίσιμων στόχων.
Δέσποινα I. Παπαδημητρίου Σεραφείμ I. Σεφεριάδης