«Στρατιωτικώς ενεργούντες εν συμπράξει μετ’ άλλων»:...

24
«Στρατιωτικώς ενεργούντες εν συμπράξει μετ’ άλλων»: όψεις τής εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής τού Χαριλάου Τρικούπη. Ο Χαρίλαος Τρικούπης(Ναύπλιο 1832-Κάννες 1896) ανήκει ασφαλώς στη χορεία των μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων, που με τη δράση και το έργο τους σημάδεψαν ανεξίτηλα την ελληνική ιστορία, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο τέταρτο του ΙΘ΄ αιώνα. Μια από τις πιο σημαντικές πτυχές του τρικουπικού έργου ήταν η στρατιωτική πολιτική την οποία, την οποία ενέταξε σε έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό στο πλαίσιο άσκησης των κυβερνητικών καθηκόντων του. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που ανέλαβε τα ηνία της χώρας, αν λάβουμε υπόψη ότι κέρδισε τρείς εκλογικές αναμετρήσεις, διετέλεσε επτά φορές πρωθυπουργός με συνολική διάρκεια που πλησιάζει τα ένδεκα χρόνια. Από τις μεγαλύτερες περιόδους της πρωθυπουργικής του θητείας και από τις πλέον γόνιμες είναι αυτές των ετών 1882—1885, 1886-1890. 1 Η περίοδος του τελευταίου τετάρτου του ΙΘ΄ αιώνα χαρακτηρίζεται από μία έντονη κινητικότητα στη Βαλκανική, καθώς η έξαρση των εθνικισμών με την παράλληλη προϊούσα αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιουργούσε οξείς ανταγωνισμούς, αλλεπάλληλες στρατιωτικές κινητοποιήσεις, πολέμους, με την προσοχή της διπλωματίας των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων μονίμως στραμμένη στα τεκταινόμενα στην περιοχή, που εξ αυτού του λόγου, εξάλλου, ονομάστηκε πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης. Για την Ελλάδα το ζήτημα της διεύρυνσης των συνόρων, αυτό που επικράτησε να ονομάζεται μεγαλοϊδεατική πολιτική είχε τεθεί τυπικά δι επισήμων χειλέων από το 1844. 2 Έκτοτε, η εξωτερική πολιτική της χώρας περιδινιζόταν στο όραμα της ενσωμάτωσης των αλύτρωτων περιοχών και, μάλιστα, με 1 Βλ. περισσότερα, Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος, 1828-1997, Ι. Σιδέρης, 1997, κυρίως σ. 333-338. 2 Βλ. την ομιλία του πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη στο Η της Τρίτης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική Συνέλευσις, Αθήναι, 1843, σ. 193· Δημήτρης Μαλέσης, Νεότερη Ελληνική Ιστορία(1833-1897), έκδοση Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, 2011, σ. 94-99· Έλλη Σκοπετέα, Το ‘’Πρότυπο’’ Βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα(1830-1880), Πολύτυπο, 1988, σ. 257. 1

Transcript of «Στρατιωτικώς ενεργούντες εν συμπράξει μετ’ άλλων»:...

«Στρατιωτικώς ενεργούντες εν συμπράξει μετ’άλλων»: όψεις τής εξωτερικής καιστρατιωτικής πολιτικής τού ΧαριλάουΤρικούπη.

Ο Χαρίλαος Τρικούπης(Ναύπλιο 1832-Κάννες 1896) ανήκειασφαλώς στη χορεία των μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων,που με τη δράση και το έργο τους σημάδεψαν ανεξίτηλα τηνελληνική ιστορία, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο τέταρτο τουΙΘ΄ αιώνα. Μια από τις πιο σημαντικές πτυχές τουτρικουπικού έργου ήταν η στρατιωτική πολιτική την οποία,την οποία ενέταξε σε έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό στοπλαίσιο άσκησης των κυβερνητικών καθηκόντων του. Και δενήταν λίγες οι φορές που ανέλαβε τα ηνία της χώρας, ανλάβουμε υπόψη ότι κέρδισε τρείς εκλογικές αναμετρήσεις,διετέλεσε επτά φορές πρωθυπουργός με συνολική διάρκειαπου πλησιάζει τα ένδεκα χρόνια. Από τις μεγαλύτερεςπεριόδους της πρωθυπουργικής του θητείας και από τιςπλέον γόνιμες είναι αυτές των ετών 1882—1885, 1886-1890.1

Η περίοδος του τελευταίου τετάρτου του ΙΘ΄ αιώναχαρακτηρίζεται από μία έντονη κινητικότητα στη Βαλκανική,καθώς η έξαρση των εθνικισμών με την παράλληλη προϊούσααποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιουργούσεοξείς ανταγωνισμούς, αλλεπάλληλες στρατιωτικέςκινητοποιήσεις, πολέμους, με την προσοχή της διπλωματίαςτων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων μονίμως στραμμένη στατεκταινόμενα στην περιοχή, που εξ αυτού του λόγου,εξάλλου, ονομάστηκε πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης. Για τηνΕλλάδα το ζήτημα της διεύρυνσης των συνόρων, αυτό πουεπικράτησε να ονομάζεται μεγαλοϊδεατική πολιτική είχετεθεί τυπικά δι επισήμων χειλέων από το 1844.2 Έκτοτε, ηεξωτερική πολιτική της χώρας περιδινιζόταν στο όραμα τηςενσωμάτωσης των αλύτρωτων περιοχών και, μάλιστα, με

1 Βλ. περισσότερα, Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος,1828-1997, Ι. Σιδέρης, 1997, κυρίως σ. 333-338.2 Βλ. την ομιλία του πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη στο Η της ΤρίτηςΣεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική Συνέλευσις, Αθήναι, 1843, σ. 193· ΔημήτρηςΜαλέσης, Νεότερη Ελληνική Ιστορία(1833-1897), έκδοση Στρατιωτική ΣχολήΕυελπίδων, 2011, σ. 94-99· Έλλη Σκοπετέα, Το ‘’Πρότυπο’’ Βασίλειο και η ΜεγάληΙδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα(1830-1880), Πολύτυπο, 1988, σ.257.

1

αυξανόμενη ένταση στο πέρασμα των δεκαετιών. Ήδη στηνανοιχτή εθνική πληγή του κρητικού ζητήματος είχεπροστεθεί και αυτό της Μακεδονίας, καθώς ιδιαίτερα από τηστιγμή της ιδρύσεως της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 ο εκτου βορρά κίνδυνος για τα ελληνικά συμφέροντα με τη μορφήτου πανσλαβισμού γινόταν ορατός όσο ποτέ άλλοτε.3 Δεν έλλειπαν στο προηγούμενο διάστημα οι απόπειρεςγια να υλοποιηθεί η αλυτρωτική πολιτική. Το αντίθετομάλιστα. Απλώς όλες προσέκρουαν στην πανθομολογούμενηαδυναμία του ελληνικού κράτους, την ίδια στιγμή που οικατά καιρούς κομματικές ηγεσίες πλειοδοτούσαν σεμεγαλόστομες διακηρύξεις, αλληθωρίζοντας συνήθως προς τηνκάλπη. Με τις οικονομικές και παραγωγικές δομέςκαχεκτικές, ο στρατιωτικός μηχανισμός της χώρας έμοιαζεικανός για επιδόσεις που αφορούσαν αποκλειστικά στηνπεριστολή της μάστιγας της ληστείας. Αν σε αυτές τιςαδυναμίες προστεθούν και οι ανεπάρκειες της ελληνικήςδιπλωματίας μέσα στο πλαίσιο ενός απηνούς ευρωπαϊκούανταγωνισμού, δίνεται ίσως το περίγραμμα των δυσχερειώνπου αντιμετώπιζε η ελληνική εξωτερική πολιτική και, κατ’επέκταση, εξηγείται γιατί το όραμα της Μεγάλης Ιδέαςέμοιαζε περισσότερο με εθνική χίμαιρα. Ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε επίγνωση των ανεπαρκειώντου ελληνικού κράτους και θεωρούσε ότι χωρίς τηνοικονομική και κοινωνική ανάπτυξη οποιαδήποτε απόπειρααλυτρωτικής πολιτικής, εκτός του ότι ήταν ατελέσφορη,έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα της χώρας.4 Βασικήπεποίθησή του ήταν ότι χρειαζόταν μακροπρόθεσμοςσχεδιασμός, βάσει ενός προγράμματος εκσυγχρονισμού, οοποίος θα καθιστούσε το κράτος υπολογίσιμο συνομιλητή μετην ευρωπαϊκή διπλωματία. Η αναφορά του στο ζήτημα3Για την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και τον πανσλαβισμό, βλ.ενδεικτικά, Ευάγγελος Κωφός, «Το ελληνοβουλγαρικό ζήτημα», στο Ιστορίατου Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1977, τ. ΙΓ΄, σ. 299-305· ΑντώνιοςΑιμίλιος Ταχιάος, Η εθνική αφύπνισις των Βουλγάρων και η εμφάνισις βουλγαρικήςεθνικής κινήσεως εν Μακεδονία, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη,1974, σ. 25-39· Έλλη Σκοπετέα, Η Δύση της Ανατολής. Εικόνες από το τέλος τηςΟθωμανικής Αυτοκρατορίας, Γνώση, 1992, σ. 21-23.4 Βλ. Σωτήρης Καραγιάννης, Το Τρικουπικό πολιτικό κόμμα(1872-1895), εκδ.Αναστασίου, Αθήνα, 1989, σ. 87. Για το ίδιο θέμα, βλ. καιΚωνσταντίνος Σβολόπουλος, «Η εξωτερική πολιτική του ΧαριλάουΤρικούπη: Διαχρονική θεώρηση», στο Καίτη Αρώνη-Τσίχλη, ΛύντιαΤρίχα(επιμ.),Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η εποχή του. Πολιτικές επιδιώξεις καικοινωνικές και κοινωνικές συνθήκες, Παπαζήσης, 2000, σ. 27-42.

2

σαφέστατη: «Θέλομεν όταν επέλθη η ώρα της ενεργείας, ηΕλλάς να παραστή μετά δυνάμεως αναλόγου προς τα μέσααυτής, αλλά να παρατάξη ταύτας ως κράτος πολιτισμένον, ωςκράτος έχον οργανισμόν στρατιωτικόν πλήρη[…] όταν ούτωσυνταχθώμεν, δυνάμεθα να ελπίζωμεν όπως επιβάλωμεν ειςτους εκτός ημών, είτε στρατιωτικώς ενεργούντες ενσυμπράξει μετ’ άλλων, είτε και προ της ενεργείας, διότιδεν είναι αδύνατον, όταν ίδωσιν οι ισχύοντες ότισπουδαίως παρασκευαζόμεθα όπως επωφεληθώμεν τωνπεριστάσεων, θα θελήσωσι να προλάβωσι τας περιστάσεις καιτας παρεπομένας περιπλοκάς λύοντες υπέρ ημών […] ζητήματαεις ά οφείλει να αποβλέπη ο Ελληνισμός».5

Την ίδια στιγμή, ο Τρικούπης εξαρτούσε τηνεξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων με την πρόσδεση στοάρμα μιάς αγγλόφιλης πολιτικής, θεωρώντας ότι ηοποιαδήποτε απόπειρα αλυτρωτισμού θα έπρεπε να συνδεθείμε τα συμφέροντα της συγκεκριμένης Δύναμης, καθώς «ηΕλλάς άνευ της αγγλικής προστασίας ήτο αδύνατον νασταδιοδρομήση εν τη πραγματοποιήσει των εθνικών αυτήςπόθων».6 Αυτή, λοιπόν, η γραμμή ήταν, κατά τον ίδιο, ηπλέον ενδεδειγμένη, καθώς τα συμφέροντα της ΜεγάληςΒρετανίας στην ανατολική Μεσόγειο και στο δρόμο προς τιςΙνδίες θα μπορούσαν να ταυτισθούν με τις ελληνικέςεπιδιώξεις, εκτός των άλλων και ως ανάχωμα στον ρωσικόεπεκτατισμό.7 Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής εντάσσεται ηαπόφαση του Τρικούπη, το Μάιο του 1882, να σταλούν τα δύομεγαλύτερα πολεμικά σκάφη, το «Γεώργιος» και το «Ελλάς»,στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με στόχο την ενίσχυση τηςΑγγλίας για να κατασταλούν τοπικά εθνικιστικά κινήματα.Μάλιστα, η ελληνική κυβέρνηση σε μία ασυνήθιστη επίδειξηκαλής θελήσεως και προσφοράς προς την Αγγλίαπροθυμοποιήθηκε να στείλει επιπλέον 7.000 άνδρες αρωγούςστη βρετανική στρατιωτική επιχείρηση. Η Αγγλία αρνήθηκετην προσφορά, είτε γιατί θεωρούσε περιττή την ελληνικήαρωγή είτε φοβούμενη γενικότερες περιπλοκές καιαντιδράσεις από άλλες Δυνάμεις, όμως δήλωσε στον Έλληνα

5 Περί Χαριλάου Τρικούπη εκ δημοσιευμάτων από του Μαΐου1884 εν είδει ημερολογίου,Αθήναι, 1907, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, τ. Α’, σ. 947-948.6 Γεώργιος Ασπρέας, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1821-1921, ενΑθήναις, 1922, τ. Β’, σ. 137.7 Gunnar Hering, Ta Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, Μορφωτικό ΊδρυμαΕθνικής Τραπέζης, 2006, τ. Α’, σ. 547.

3

πρωθυπουργό «ότι λαμβάνει ταύτην υπό σημείωσιν».8 Έτσι μίαάμεσα θετική εξέλιξη, ήταν η υποστήριξη που έλαβε ηΕλλάδα από το Λονδίνο στις συνοριακές διαφορές και τημικρής εντάσεως στρατιωτική εμπλοκή στο αμφισβητούμενοσημείο Καραλί-Δερβέν. Συγκεκριμένα, στις 15 Αυγούστου του 1882 τουρκικέςδυνάμεις επιτέθηκαν και κατέλαβαν το συγκεκριμένο οχυρόσημείο. Ο Τρικούπης διέταξε αμέσως τον υποστράτηγοΔημήτριο Γρίβα να συγκεντρώσει όσες δυνάμεις μπορούσε καινα επανακαταλάβει το οχυρό. Ξεκίνησε κανονική στρατιωτικήεπιχείρηση με επικεφαλής τον Γρίβα και τον συνταγματάρχηΤσίρο, γνωστό για τις επιτυχημένες επιχειρήσεις εναντίοντων ληστρικών συμμοριών. Οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραννα αποκρούσουν τις τουρκικές σε όλες τις μάχες πουσυνάφθηκαν στις τοποθεσίες Καραλί-Δερβέν, Ζορμπά καιΝεζερό, με μικρές σχετικά απώλειες, εν σχέσει τουλάχιστονμε τις οθωμανικές. Βεβαίως, «αι συμπλοκαί αύταιεστερούντο πάσης σπουδαιότητος», είχαν περισσότεροσυμβολικό χαρακτήρα, ωστόσο «η σπουδαιότης αυτώνενυπήρχεν εν τη πιθανότητι γενικωτέρας πάλης».9 Ήταν μίαεπίδειξη πυγμής τού Τρικούπη, η οποία αυτή τη φοράδικαίωσε την ελληνική πλευρά, εν σχέσει με άλλεςπροηγούμενες. Στην πολιτική αυτή, λοιπόν, ο Τρικούπηςείχε συμπαραστάτη την αγγλική διπλωματία, η οποίααπείλησε την Πύλη, ταυτοχρόνως όμως συμβούλευσε τονΤρικούπη να εξευρεθεί διπλωματική λύση, η οποία τελικάεπιτεύχθηκε και επανήλθαν οι οροθετικές γραμμές πουυπήρχαν προ του επεισοδίου.10 Ο Έλληνας πρωθυπουργός,αφουγκραζόμενος και τα αισθήματα μιάς διαρκώς αρειμάνιαςελληνικής κοινής γνώμης, στην ουσία παραγκώνιζε επισήμωςτη ρωσόφιλη εμμονή του Κουμουνδούρου και ταυτόχρονακεφαλαιοποιούσε στην αρχή της πρωθυπουργικής τουσταδιοδρομίας τις επαγγελίες του για μία εθνικά υπερήφανηεξωτερική πολιτική, που τόσο είχε ανάγκη να νιώσει η

8 Γεώργιος Ασπρέας, ό.π. τ. Β΄, σ. 137· επίσης, Gunnar Hering, ό.π.,τ. Α΄, σ. 552-553· Eduard Driault, Lhetitier Michel, Histoire Diplomatiquede la Grece de 1821 a nos jours, Les Presses Universitaires de France, 1925,τ. IV, σ. 166-177.9 Επαμεινώνδας Κυριακίδης, Ιστορία του Συγχρόνου Ελληνισμού. Από της ιδρύσεωςτου Βασιλείου της Ελλάδος μέχρι των ημερών μας, 1832-1892, εν Αθήναις,1892.τ.Β’, σ. 618.10Λεπτομέρειες για το συγκεκριμένο στρατιωτικό επεισόδιο, βλ. στοίδιο, σ. 618-619·Γεώργιος Ασπρέας, ό.π., τ. Β’, σ. 136.

4

ελληνική κοινωνία μετά από τους αλλεπάλληλους κολαφισμούςπου είχαν δεχτεί οι μεγαλοϊδεατικοί στόχοι. Αυτό πουέμενε, προς το παρόν, για την ελληνική πλευρά ήταν η,μετά από δεκαετίες, θετική στάση της βρετανικήςπολιτικής. Ίσως γιατί τα γεγονότα της Αιγύπτου ήταν νωπά. Ο Μεσολογγίτης πολιτικός στην εξωτερική πολιτικήήταν πιστός και συνεπής οπαδός τού ενιαίου δόγματος, μιάςπολιτικής δηλαδή η οποία θα εκπορευόταν από το εθνικόκέντρο, χωρίς αποσπασματικές ενέργειες, όπως είχε γίνειμε το Κρητικό ζήτημα(1866-1869) και προηγουμένως με τηΘεσσαλία(1854). Εξεγέρσεις δηλαδή τοπικού χαρακτήρα, μετις οποίες υποχρεώνονταν οι ελληνικές κυβερνήσεις ναακολουθούν ασθμαίνουσες τις εθνικές εξελίξεις, χωρίςμάλιστα κανένα αποτέλεσμα. Συνεπώς, ο εκτός συνόρωνελληνισμός όφειλε να ακολουθεί την πολιτική του εθνικούκέντρου και όχι αντιστρόφως. Κι αυτό, διότι όπως τόνιζεχαρακτηριστικά, «καθήκον έχομεν, και αναλαμβάνομεν πάσαντην ευθύνην, ίνα δώσωμεν εις αυτούς γνώμην, και έχομεντην απαίτησιν, ίνα υποτάσσωνται εις την γνώμην ημών,διότι μόνον αν μη παρασχεθώσι πράγματα εις την Κυβέρνησιντων Ελλήνων αφορώντα, αυτή να κανονίζη έως πότε θαδιάγομεν εν ειρήνη και πως θα διεκδικώμεν τα δίκαια ημών,μόνον τότε θα είναι εφικτή των εθνικών ημών πραγμάτων ηαισία διεξαγωγή».11 Το βασικό περίγραμμα της εξωτερικής πολιτικής πουθα ακολουθήσει ο Τρικούπης εκτίθεται κατά τρόπο εναργήστην επιστολή του προς τον Ιωάννη Γεννάδιο τον Ιούνιο του1877, όπου εκθέτει τη συνομιλία που είχε με τον Βρετανόπρεσβευτή στην Αθήνα. Για τους εξοπλισμούς πρώτα:«[…]ηΕλλάς εξοπλίζεται εκτάκτως, διότι έκτακτος η κατάστασιςτης Ανατολής[…]ενώ δε πάσα η Ευρώπη εξοπλίζεται θα ήτο ηΕλλάς επιλήσμων των εθνικών αυτής καθηκόντων μηπαρασκευαζομένη όπως επαρκέση στρατιωτικώς προς τας

11 Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ό.π., σ. 29. Εξαιτίας αυτής τηςπολιτικής θέσης, εξάλλου, προκλήθηκε και η ρήξη του με το ΟικουμενικόΠατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄ το 1882, μία ρήξη που πήρε μεγάλες εθνικέςδιαστάσεις τα επόμενα χρόνια. Βλ. για το θέμα, Χρήστος Καρδαράς, ΤοΟικουμενικό Πατριαρχείο και ο αλύτρωτος Ελληνισμός της Μακεδονίας, Θράκης-Ηπείρουμετά το Συνέδριο του Βερολίνου, Επικαιρότητα, 1996· Σία Αναγνωστοπούλου, «Ησύγκρουση Χ. Τρικούπη - Ιωακείμ Γ’. Όψεις της πολύπλοκης καιαντιφατικής διαδικασίας για την επιβολή της Αθήνας ως πολιτικό -εθνικού κέντρου», στο Καίτη Αρώνη - Τσίχλη, Λύντια Τρίχα(επιμ.),ό.π., σ. 99-105.

5

περιστάσεις». Και ως προς τον εκτός συνόρων ελληνισμό:«Απέναντι του Ελληνισμού η Ελληνική Κυβέρνησις είναιυπεύθυνος επί πάση πράξει ή παραλείψει, εξ ής δύναται ναεπέλθη εις αυτόν βλάβη, ενώ διεθνώς πλην της αποχής απόυποκινήσεως ταραχών εν ταις Ελληνικαίς επαρχίαις τουΤουρκικού κράτους, εις ουδεμίαν περαιτέρω υποχρέωσινυπόκειται ως προς την εθνικήν των επαρχιών εκείνωνενέργειαν. Την απέναντι του Ελληνισμού υποχρέωσιν αυτήςεκπληρούσα η Ελληνική Κυβέρνησις έδωκεν εις τουςκατοίκους των Ελληνικών της Τουρκίας επαρχιών, απ’ αρχήςτης υφισταμένης εν τω εθνικώ κράτει κρίσεως, άς ενόμισεπροσφόρους συμβουλάς περί αποχής από εξεγέρσεως[…]ΗΕλληνική Κυβέρνησις ουδόλως διανοείται να πράξη τιαντικείμενον προς τας διεθνείς αυτής υποχρεώσεις, αλλ’ουδέ σκοπεί να δώση προς τους εν Τουρκία ομοεθνείςσυμβουλήν άλλην ή την εν τη συνειδήσει αυτής συντελούσανεις την εξασφάλισιν των δικαίων αυτών εν τη υφισταμένηκρίσει».12

Υπό το πρίσμα αυτό μπορεί να γίνουν αντιληπτές οιπροσπάθειες των κυβερνήσεων Τρικούπη στη στρατιωτικήπολιτική. Ενδεικτικό της σημασίας που έδωσε σε αυτό τοζήτημα ήταν το γεγονός ότι στην πρώτη, ίσως την πιογόνιμη, πρωθυπουργία του, αυτήν του 1882-1885, ανέλαβεπροσωπικά και το υπουργείο των Στρατιωτικών, σπάζονταςέτσι μία παράδοση που ήθελε τον εκάστοτε υπουργό ναπροέρχεται από τις ένοπλες δυνάμεις, με μοναδική εξαίρεσητη δίμηνη υπουργία Αλέξανδρου Κουμουνδούρου από τις 3Δεκεμβρίου του1870 μέχρι την 1η Φεβρουαρίου του1871. Στην άσκηση της στρατιωτικής του πολιτικής οΤρικούπης ευθύς εξαρχής έκανε γνωστή την πρόθεσή του ναδιαλύσει τις Εταιρείες, δηλαδή «να θέση εκποδών τους μύκηταςτης εθνικής πολιτικής»,13 θεωρώντας επιβεβλημένο ναχαράσσεται η εξωτερική πολιτική και να επιδιώκεται η12Λύντια Τρίχα, Διπλωματία και Πολιτική. Χαρίλαος Τρικούπης και Ιωάννης Γεννάδιος.Αλληλογραφία 1863-1894, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και ΙστορικούΑρχείου, Αθήνα, 1991, σ. 84-85.13 Δημήτρης Πουρνάρας, Χαρίλαος Τρικούπης. Η ζωή και το έργον του,Ιστορική Βιβλιοθήκη. Πολιτικαί και ΚοινωνιολογικαίΕκδόσεις, Αθήναι, 1939, τ. Α΄, σ. 269. Ο ίδιος συγγραφέας για τοζήτημα αυτό: ο Χαρίλαος Τρικούπης «έθεσε τέρμα εις την πατριωτικήναλλ’ αυτόχρημα αναρχικήν και ουσιαστικώς αντεθνικήν δράσιν διαφόρωνοργανώσεων, αι οποίαι εβλάστησαν κατά τα γεγονότα, τους πολέμους καιτας επαναστάσεις των υποδούλων Ελλήνων», σ. 264.

6

επίλυση των εθνικών θεμάτων από την εκάστοτε ελληνικήκυβέρνηση και όχι «παρ’ ανευθύνων σωματείων».14 Νασημειωθεί ότι σημαντική πίεση ασκούσαν, εκείνο τοδιάστημα οι εταιρείες που είχαν συσταθεί από ιδιώτες μεσκοπό να υπηρετήσουν με τον τρόπο τους τις εθνικέςεπιδιώξεις ή να ωθήσουν την εκάστοτε κυβέρνηση προς τημία ή την άλλη κατεύθυνση σχετικά με την εξωτερικήπολιτική, συνήθως όμως υιοθετώντας δυναμικές λύσεις. Οισημαντικότερες από τις εταιρείες, που λειτουργούσαν ωςιδιότυπες ομάδες πίεσης, ήταν η «Αδελφότης» και η «ΕθνικήΆμυνα». Το καταστατικό της πρώτης είχε εγκριθεί το 1876 καιαποτελούσε μετεξέλιξη της «Αδελφικής Ενότητος», μιάςμυστικής οργάνωσης που είχε ιδρύσει ο μακεδονικήςκαταγωγής λοχαγός του Πυροβολικού Κωνσταντίνος Ισχόμαχος.Η οργάνωση λειτουργούσε κατά τα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείαςκαι τα μέλη της, οι «Απόστολοι» όπως αποκαλούνταν,περιόδευαν στις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήσε ελληνικές παροικίες με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό καιμυούσαν άλλα πρόσωπα, συνήθως σημαίνουσες προσωπικότητεςμε ευρεία απήχηση στις τοπικές κοινωνίες. Η δραστηριότητατης «Αδελφότητος» είχε εξαπλωθεί κυρίως στη Μακεδονία,όπου πρωτοστατούσε ο γενικός πρόξενος στη ΘεσσαλονίκηΚωνσταντίνος Βατικιώτης, και τα μέλη του διοικητικούσυμβουλίου προέρχονταν από τουρκοκρατούμενες περιοχές.Πρόεδρος ήταν ο πολιτικός Ιωάννης Μεσσηνέζης και άλλαγνωστά μέλη οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Νικ.Δαμασκηνός και Ν. Κωστής, οι δικηγόροι Γ. Αντωνιάδης καιΛεωνίδας Πασχάλης και ο δημοσιογράφος Γεώργιος Φιλάρετος.Ωστόσο, εκτός από την επισήμως αναγνωρισμένη «Αδελφότητα»υπήρχε η μυστική οργάνωση «Κέντρο της ΑδελφικήςΕνότητος», με πρόεδρο τον Δαμασκηνό, και η οποίακατηύθυνε τα νήματα με πρωτοβουλίες για την αφύπνιση τηςκοινής γνώμης με άρθρα, ομιλίες, συγκεντρώσεις καιγενικότερα την άσκηση πιέσεων προς τις κυβερνήσεις γιαμία δυναμική αλυτρωτική πολιτική.15 14 Επαμεινώνδας Στασινόπουλος, Ο Ελληνικός Στρατός της πρώτης εκατονταετίας.Ιστορική επισκόπησις της εξελίξεως του ελληνικού στρατού, Αθήναι, 1933, σ. 54.15«Ισχυρόν τι σωματείον η Αδελφότης, τα αυτά περίπου [με όσα είχανδιακηρυχθεί σε ένα συλλαλητήριο για τα εθνικά της 19ης Σεπτεμβρίου]εξέφρασεν εν συνεδριάσει αυτής, καθ’ ήν ηγόρευσαν πατριωτικώς οιΜεσσηνέζης, Στ. Δραγούμης, Μιχ. Κατσίμπαλης, Τριτάκης, Βυβιλάκης καιάλλοι· τη 26η Σεπτεμβρίου ο δικηγόρος Στεφανίδης ηγόρευσεν εν τη

7

Μεγαλύτερη απήχηση είχε, όμως, η «Εθνική Άμυνα»,η οποία «έφθασε μέχρι του σημείου ώστε να παρακάθηται δι’αντιπροσώπου της εις τα υπουργικά συμβούλια και να έχηεις αυτά αποφασιστικήν γνώμην».16 Στην οργάνωση αυτήσυμμετείχαν ως επί το πλείστον προσωπικότητες με ακόμηπιο αυξημένο κύρος. Ξεχωρίζουν ο ιστορικός ΚωνσταντίνοςΠαπαρρηγόπουλος, πρόεδρος μέχρι τις αρχές του 1877, οκαθηγητής του Πανεπιστημίου Παύλος Καλλιγάς, οιτραπεζίτες Μάρκος Ρενιέρης και Ιωάννης Δούμας και ομετέπειτα πρωθυπουργός Στέφανος Δραγούμης. Η «ΕθνικήΆμυνα», που αποτελούσε μετεξέλιξη των οργανώσεων πουείχαν συσταθεί για συμπαράσταση στην κρητική επανάστασητου 1866-1869, άπλωνε τα δίκτυά της κυρίως μεταξύ τωνευπόρων Ελλήνων της ομογένειας, απ’ όπου προσπαθούσε μεεράνους να διαθέσει χρήματα για την αγορά όπλων, έχονταςμάλιστα καταφέρει να συγκεντρώσει «ποσόν ουκευκαταφρόνητον».17 Και οι δύο οργανώσεις πάντως, πουσυμπτύχθηκαν αργότερα σε μία Κεντρική Επιτροπή, με πρόεδροτον Παύλο Καλλιγά, λόγω των κρίσιμων περιστάσεων πουδιερχόταν η χώρα, της συγκινησιακής φόρτισης πουπροκαλούσε η Μεγάλη Ιδέα αλλά και της απήχησης που είχαντα ηγετικά τους στελέχη, άσκησαν ισχυρές πιέσεις στιςπολιτικές ηγεσίες και δεν είναι λίγοι εκείνοι πουθεωρούσαν ότι η επίσημη εξωτερική πολιτική της χώραςαγόταν και φερόταν από τις πατριωτικές κορώνες των

πλατεία του Συντάγματος υποστηρίξας ότι δέον να γείνωσιν εθνικαίσυνεισφοραί ·εις πάσας τας πόλεις, κωμοπόλεις και χωρία έτι, εγένοντοσυλλαλητήρια» · Επαμεινώνδας Κυριακίδης, ό.π., τ. Β’, σ. 552.16 Επαμεινώνδας Στασινόπουλος, Ο Ελληνικός…, ό.π., σ. 54. Πάντως τηνεντυπωσιακή αυτή καταγγελία δεν την αποδεικνύει με περαιτέρω στοιχείαο, κατά τα άλλα έγκυρος, στρατιωτικός συγγραφέας.17 Βλ. Μιλτιάδης Σεϊζάνης, Η Πολιτική της Ελλάδος και η Επανάστασις του 1878 ενΜακεδονία και Θεσσαλία, εν Αθήναις, 1878, σ. 89-90, αναστατική έκδοσηΒιβλιοπωλείο Διονυσίου Καραβία. Το μη «ευκαταφρόνητον ποσόν» θέλησενα πληροφορηθεί ο συγγραφέας αλλά όπως αναφέρει σε υποσημείωσή τουστην ίδια σελίδα, «λυπούμεθα ότι εν τη παρούση ιστορία δημοσίευσιςτης Γενικής Λογοδοσίας, ήν εγγράφως εζητήσαμεν, εθεωρήθη μετάσύσκεψιν των αρμοδίων άκαιρος. Ελπίσωμεν ότι, εν καιρώικανοποιηθήσεται η δικαία περιέργεια του δημοσίου, όπερ διά τοιαύτηςκαι μόνης θέλει γνωρίσει πολλά, περί ών ευλόγως ενδιαφέρεται και περίών δεν δύναται άλλως ακριβή ιδέαν να έχη». Για το θέμα, βλ. επίσης,Ευάγγελος Κωφός, «Από το τέλος της Κρητικής Επανάστασης ως τηνπροσάρτηση της Θεσσαλίας», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π. τ. ΙΓ’,σ. 325-326·του ίδιου, Ο αντάρτης Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος. Τα Απομνημονεύματάτου και η εξέγερση της Πιερίας το 1878, Δωδώνη, 1992.

8

εκάστοτε ομιλητών, που διήγειραν τα πλήθη προς μίαφιλοπόλεμη πολιτική.18 Ως προς ένα άλλο ζήτημα και μάλιστα δυσεπίλυτο, όχιαπλώς στρατιωτικό, αλλά ευρύτερα κοινωνικό, ήταν αυτό τηςρύθμισης του ζητήματος της στρατολογίας, ζήτημα που επίδεκαετίες στάθηκε αφορμή για έντονες πολιτικέςαντεγκλήσεις. Με εισήγηση του Τρικούπη ψηφίστηκε έναςνέος νόμος, ο οποίος ουσιαστικά επιχειρούσε να θεραπεύσειτις αδυναμίες του αντίστοιχου του 1878.19 Προσδιορίστηκε ηυποχρεωτική θητεία για ένα χρόνο, αντί για τρία, καιοριζόταν ως διετής η στράτευση στα «ειδικά», όπωςονομάζονταν, σώματα του Ιππικού, του Πυροβολικού, τουΜηχανικού και των Νοσοκόμων(άρθρο 19).Ταυτόχρονα,επανερχόταν το δικαίωμα της αντικατάστασης, με αίτηση πουθα υπέβαλαν αμφότεροι οι ενδιαφερόμενοι.Με αφορμή το ζήτημα της δύναμης του στρατεύματος, δήλωνε:«Οφείλομεν πράγματι να ετοιμαζόμεθα διά την ημέραν τουτελικού διακανονισμού, αλλ’ εν τω μεταξύ ο στρατός μας, οοποίος μπορεί να ανέλθη εις 100.000 άνδρας, δύναται υπόομαλάς περιστάσεις να μειωθή εις 18.000 άνδρας, τούτο δενυπερβαίνει το όριον των δυνάμεών μας».20 Αυτό, βεβαίως, θαμπορούσε να επιτευχθεί και με μία ακόμη προϋπόθεση. Ανσημειωνόταν απεμπλοκή του στρατεύματος από υπηρεσίες πουαφορούσαν τη δημόσια τάξη, για παράδειγμα τη ληστεία, ήάλλες γραφειοκρατικού χαρακτήρα υπηρεσίες, τις οποίες θαέπρεπε να αναλάβει εξ ολοκλήρου η Χωροφυλακή, αφήνοντας18 Την απήχηση και την επίδραση που άσκησαν οι Εταιρείες παραδέχεται καιένας υποστηρικτής τους, ο οποίος κατακεραύνωνε τις ελληνικέςκυβερνήσεις: «Αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις, επί στρώμνης ρόδωνκαθεύδουσαι από των παραμονών του Ρωσοτουρκικού πολέμου, ουδόλωςσυνέδραμον τοις έκτοτε κατά δύναμιν εργαζομένοις επαναστατικήςΣυλλόγοις, μάλλον δε υπέβλεπον τας ενεργείας αυτών, φοβούμεναι ίσωςμη ταράξωσι τους κύκλους και συγχύσωσι τα σχέδια τόσω μεγαλεπηβόλουπολιτικής»· Μιλτιάδης Σεϊζάνης, ό.π., σ. 402, Και η αντίθετη άποψηδεκαετίες μετά: «Επίδρασιν καταστρεπτικήν όχι μόνον επί τηςαναπτύξεως των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, αλλ’ εφ’ ολοκλήρου τουκρατικού οργανισμού ήσκησαν αι κατά καιρούς ιδρυθείσαι εθνικιστικαίεταιρείαι, αι οποίαι εξ αγαθού ίσως συνειδότος ορμηθείσαι,εξελίσσοντο συν τω χρόνω εις φθοροποιούς δυνάμεις εξασκούσας, υπό τομονοπώλιον του πατριωτισμού, μεγίστην επίδρασιν επί των ανερματίστωνκυβερνήσεων, αίτινες διεδέχοντο κατά βραχύτατα διαστήματα η μία τηνάλλην»· Επαμεινώνδας Στασινόπουλος, ό.π., σ. 54. 19 Φ.Ε.Κ., αρ. 56, της 26ης Ιουνίου 1882, Νόμος ΑΛΓ’, «Περίμεταρρυθμίσεως του υπό στοιχ. ΨΙΣΤ’ περί στρατολογίας»20 Δημήτρης Πουρνάρας, ό.π., σ. 157-158.

9

στο στρατό ως αποκλειστική απασχόληση την άμυνα της χώραςή γενικότερα τις πολεμικές υποθέσεις. Και κάτι τέτοιο τοεπιδίωξαν οι τρικουπικές κυβερνήσεις, χωρίς πάντως απτάαποτελέσματα. Ευρισκόμενος στην αντιπολίτευση, κατέθετε τιςθέσεις του σχετικά με την αριθμητική δύναμη του στρατούστο κοινοβούλιο. Το επόμενο απόσπασμα της ομιλίας είναιαποκαλυπτικό και αποτελεί τον καθρέφτη, κατά κάποιοτρόπο, των σκέψεων του Τρικούπη για τον ενδεδειγμένο,όπως πίστευε, τρόπο άσκησης της στρατιωτικής πολιτικής,δεδομένου ότι το αμέσως επόμενο διάστημα εγκαινιάζεται ηπρώτη μακρά πρωθυπουργία του. Όπως σε όλα τα ζητήματα,έτσι και στο στρατιωτικό, η πολιτική που επαγγέλλεταιέχει μακροπρόθεσμη βάση:21«Στρατιώτας προς επίδειξινδυνάμεθα να συγκεντρώσωμεν διά τοιαύτης πολιτικής [ενν.την μέχρι τότε ασκηθείσα], αληθή όμως αύξησιν καιανάπτυξιν των στρατιωτικών ημών δυνάμεων δεν δυνάμεθα ναεπιτύχωμεν, εάν δεν αποφασίσωμεν να έχωμεν υπομονήν,τουτέστι να θελήσωμεν να εννοήσωμεν ότι οφείλομεν ναεργασθώμεν ουχί διά την αύριον αλλά διά την μετά τηναύριον». Και αυτόν τον χρονικό ορίζοντα τον προσδιόριζε ωςεξής: «[…] μετά περίοδον 5 ή 10 ετών να δυνηθώμεν ναφθάσωμεν πλησίον της πλήρους αυτών αναπτύξεως. Τούτοεννοούμεν λέγοντες ηρέμα παρασκευήν. Εννοούμεν όπως απότούδε επιληφθώμεν σπουδαίως του έργου της στρατιωτικήςημών συντάξεως της χώρας, από τούδε μιμηθώμεν περί τατης στρατιωτικής ημών συντάξεως τα κράτη τα μάλλον προςημάς παρεμφερή, τα μικρά κράτη της Ευρώπης, τα οποίαεφαρμόζουσι σύστημα, δι ού παρασκευάζουσι στρατούς τουςμεγαλυτέρους διά μέσων αναλόγων προς τους πόρους αυτών,και να επιζητήσωμεν διοργάνωσιν των στρατιωτικών ημώνδυνάμεων τοιαύτην, οποίαν ευρίσκομεν εν ταις επικρατείαιςεκείναις». Συνεπώς, ως προς το ζήτημα της προπαρασκευής,προτείνει: σταδιακή-αυτό που ονομάζει «ηρέμα»-προετοιμασία με δαπάνες σύμφωνες με τις δυνατότητες τηςχώρας, όπως άλλες «παρεμφερείς» χώρες, εξοικονόμησηχρημάτων με μικρή δύναμη εφέδρων σε περίοδο ειρήνης,ταυτόχρονα όμως μεγάλος αριθμός στελεχών, δηλαδήαξιωματικών και υπαξιωματικών, και ο μεγαλύτερος δυνατός21 Εφημερίς των Συζητήσεων. Συνεδρίασις 84, της 5ης Μαρτίου 1880.

10

αριθμός ανδρών σε περίοδο επιστρατεύσεων και πολέμου.Ωστόσο, χρειάζεται στο σημείο αυτό μία παρατήρηση. Από τησυγκεκριμένη αγόρευση προκύπτει ότι ο Τρικούπηςδιευκρίνιζε πως «παρεμφερείς» με την Ελλάδα χώρες ήταν ηΕλβετία, η Ολλανδία, η Δανία και η Σουηδία. Η σύγκρισημπορεί, όμως, να χαρακτηρισθεί ως άστοχη, εκτός αν τοελληνικό κράτος παραιτείτο από τη μεγαλοϊδεατικήπολιτική. Με δεδομένη τη συνεχή οικονομική δυσπραγία τηςχώρας, την άποψη για δημιουργία σοβαρών εφεδρειών πρέπεινα συμμεριζόταν ένα σημαντικό μέρος εμπλεκομένων με ταστρατιωτικά. Σε Έκθεση τού 1892 ο, νέος ακόμη τότεαξιωματικός, Βίκτωρ Δούσμανης, αφού παραδεχθεί τοαυτονόητο, ότι δηλαδή «αι οικονομικαί στεναχωρίαι είναιαιτία της καχεξίας του Στρατού», καταλήγει στο συμπέρασμαότι «μόνιμοι Στρατοί δεν υπάρχουσι σχεδόν πλέον εις κανένΚράτος Ευρωπαϊκόν» και «Στρατοί είναι αιεφεδρείαι[…]ομιλούντες περί Στρατού, πρέπει να εννοώμεντας εφεδρείας».22 Πάντως, ο πίνακας που ακολουθεί, δείχνει πως ηεξοικονόμηση χρημάτων δε σήμαινε κατ’ ανάγκη περιορισμότων στρατιωτικών δαπανών από τον κρατικό προϋπολογισμό:23

ΠροϋπολογισμόςΈτος Υπουργείο ΣτρατιωτικώνΚρατικός1882 19.601.95280.436.0691883 16.560.17572.011.6481884 20.216.10985.814.5981885 18.235.27885.497.0051886 19.605.75789.074.034

22 Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Χαριλάου Τρικούπη, Υπουργείο Στρατιωτικών, φακ.12, «Σκέψεις τινές επί του Στρατιωτικού Οργανισμού ημών».23 Βλ. Α. Χαραλάμπης –Κ. Νίδερ, Ιστορικόν Υπόμνημα περί του Οργανισμού τουΤακτικού Στρατού της Ελλάδος, εν Αθήναις, τύποις Υπουργείον Στρατιωτικών,1907, τ. Α΄, σ. 259.

11

Και σε αυτές τις δαπάνες θα πρέπει να προσθέσουμε και τιςέκτακτες, οι οποίες ανέβαζαν τις στρατιωτικές σεσημαντικό βαθμό. Συγκεκριμένα1.740.000 για τη χρήση του1881, 2.009.600 πάλι του ίδιου έτους, 284.158 και1.406.573 για το 1884, 16.752.674, 5.600.000 και 200.000για το 1885, 54.244.561, 20.525.937, 750.000 και3.236.000 για το 1886.24 Τα ποσά, ασφαλώς, είναιεντυπωσιακά, δεδομένου ότι οι τακτικές ετήσιες δαπάνεςαντιστοιχούν περίπου στο ¼ των δαπανών του κρατικούπροϋπολογισμού και γίνονται ακόμη εντυπωσιακότερα ανσυνυπολογιστούν οι υψηλές έκτακτες δαπάνες. Συγκρίνονταςτα ποσά των στρατιωτικών δαπανών με αυτά της προηγούμενηςπενταετίας 1877-1881, τα οποία κυμαίνονταν μεταξύ7.637.104 δραχμών το 1877 και 11.100.586 το 1880,διαπιστώνεται η μεγάλη διαφορά. Και όταν προέκυψε τοζήτημα της οριοθέτησης των συνόρων μεταξύ Ελλάδας καιΟθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά την ενσωμάτωση Θεσσαλίαςκαι Άρτας, το ποσό εκτοξεύτηκε στα 71.323.580 δραχμές, σεέναν προϋπολογισμό του 1881 που ήταν ούτως ή άλλωςυψηλός.25

Το ελληνικό κράτος βρισκόταν, βεβαίως, σε καθεστώςοικονομικής υπανάπτυξης, παράλληλα όμως για τη χώρα ταεθνικά ζητήματα-πρωτίστως της Κρήτης και δευτερευόντωςαλλά με αύξουσα και επικίνδυνη δυναμική το Μακεδονικό-έχαιναν σαν πληγές. Από την άποψη αυτή οι συγκεκριμένοιπροϋπολογισμοί αντανακλούν τη σημασία που είχε ο στρατόςγια την Ελλάδα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.26 Οισυγκυρίες στη Βαλκανική μετά το 1880 ήταν όσο ποτέ μέχριτότε κρίσιμες, οι στρατιωτικές κινητοποιήσεις συνεχείςκαι οποιαδήποτε αμέλεια περί τα στρατιωτικά ισοδυναμούσεμε απεμπόληση των εθνικών δικαιωμάτων. Διόλου περίεργο,συνεπώς ότι εγκαινιαζόταν ένας κύκλος δημοσιονομικώνελλειμμάτων, με τη γνωστή κατάληξη του αδιεξόδου του24 Στο ίδιο, σ. 259-260. Ας σημειωθεί ότι ο Τρικούπης εγκαινίαζε τότετην πολιτική των εκτάκτων προϋπολογισμών, κατατάσσοντας εκεί τιςδαπάνες που προέκυπταν συγκυριακά. Βλ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς,«Πολιτική των κυβερνήσεων και προβλήματα από το 1881 ως το 1895», στοΙστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1977, τ. ΙΔ΄, σ. 75.25 Α. Χαραλάμπης-Κ. Νίδερ, ό.π., τ. Α΄, σ. 222.26Γιώργος Δερτιλής, Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920, Εστία, δ΄ έκδοση,2006, τ. Α΄, σ. 342-343. Ο συγγραφέας υποστηρίζει πάντως ότι οιαυξημένες στρατιωτικές δαπάνες αφορούν περισσότερο την πολιτική τωνκυβερνήσεων Κουμουνδούρου και Δηλιγιάννη και όχι του Τρικούπη, κάτιπου δεν επαληθεύεται από τα στοιχεία.

12

1893. Χαρακτηριστική, εν προκειμένω, είναι η μαρτυρίαενός ξένου, του Βρετανού Bickford-Smith, ο οποίοςεπισκέφτηκε την Ελλάδα κατά την περίοδο 1890-1897. Οδικηγόρος στο επάγγελμα περιηγητής κρατά σημειώσεις καιτο 1893 εξέδωσε τις εντυπώσεις του με τίτλο «Greece underthe King George». Από τη διεισδυτική του ματιά δενέλλειψε και η κατάσταση που επικρατούς στο στράτευμα:«[…]υπάρχουν μερικοί ακόμα επιτελικοί αξιωματικοί, 12στρατηγοί και 22 στρατιωτικοί εφημέριοι[…]και αυξάνουντον συνολικό αριθμό των αξιωματικών πάνω από1700 άνδρες.Παρατηρούμε ότι το ένα τρίτο του συνόλου είναιανθυπολοχαγοί, πολλοί από τους οποίους κατέχουνσημαντικές θέσεις, όπως στο εκπαιδευτικό και τοοικονομικό τμήμα. Ο κύριος λόγος που συμβαίνει αυτό είναιότι δεν γίνονται υπολοχαγοί με τον γρήγορο ημιαυτόνομοτρόπο με τον οποίο προάγονται οι ανθυπολοχαγοί στηνΑγγλία. Το μυστικό εδώ είναι το ίδιο, όπως και στηνπερίπτωση των λευκών ταγμάτων, δηλαδή έλλειψη χρημάτων».27

Ωστόσο, για τον Τρικούπη τα ανοιχτά εθνικά ζητήματαυποχρέωναν την κυβέρνηση να μην εφησυχάζει, συνεπώς οιαυξημένες στρατιωτικές δαπάνες ήταν ένα αναγκαίο «κακό».Αυτό που επιβαλλόταν ήταν οι δαπάνες αυτές να αποδώσουντο μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα, μέσω μιάς εξορθολογισμένηςδιαχείρισης, η οποία θα ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο ενόςμακροπρόθεσμου σχεδιασμού και στρατηγικής της εξωτερικήςπολιτικής, χωρίς υπερφίαλους και ανεδαφικούς εθνικούςστόχους, που θα είχαν ως αφετηρία μικροκομματικέςσκοπιμότητες και προεκλογικές ψηφοθηρίες. Κλείνοντας το ζήτημα της στρατολογίας, με βάση τηνασκηθείσα πολιτική του Τρικούπη, και αφού ληφθεί υπόψη ηαύξηση του πληθυσμού μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίαςκαι της ευρύτερης περιοχής της Άρτας το 1881, παρατηρούμεμία αξιόλογη αύξηση της δύναμης του στρατού κατά τηνπερίοδο 1882-1886. Συγκεκριμένα:28

Έτη ΔύναμηΣτρατολογία 1882 29.5341500

27 R. A. H. Beckford-Smith, Η Ελλάδα την εποχή του Γεωργίου του Α΄, Ειρμός,1993, σ. 280.28 Α. Χαραλάμπης-Κ. Νίδερ, ό.π., τ. Α’, σ. 232.

13

1883 29.5002800 1884 30.6923.500 1885 30. 6923.500 1886 32. 4103.509

Ένα άλλο θέμα ιδιαίτερης μνείας στη στρατιωτική πολιτικήτης περιόδου μπορεί να χαρακτηρισθεί ο νόμος τού 1882, μετον οποίο αναδιοργανωνόταν ο στρατός.29 Με το νόμο αυτόνκατηργείτο (άρθρο 32) ο προηγούμενος του 1880, ενώ με τασυνολικά 33 άρθρα του νόμου προσδιοριζόταν η νέα δομή τουστρατεύματος. Κατ’ αρχάς, το υπουργείο των Στρατιωτικώνθα απαρτιζόταν πλέον από τα εξής τμήματα (άρθρο 1):Πεζικού, Πυροβολικού, Μηχανικού, Δημόσιας Ασφάλειας,Δικαιοσύνης, Υγειονομικό, Οικονομικό, Προμηθειών καιΣτρατιωτικού Λογιστηρίου. Την ανώτερη διοίκηση θαασκούσαν τρία αρχηγεία (άρθρο 3), ενώ τα διάφορα σώματαέπαιρναν την εξής μορφή(άρθρα 5-15):

Πεζικό: 27 τάγματα, με 4 λόχους έκαστο. Στο Πεζικόυπάγονταν και 9 τάγματα Ευζώνων, με 4 λόχους έκαστο.

Ιππικό: 3 ιππαρχίες, με 4 ίλες εκάστη. Πυροβολικό: Αρχηγείο.

5 τάγματα, με 4πυροβολαρχίες ή λόχους. 1 ουλαμός ελατών.

Οπλοστάσιο: λόχοςτεχνιτών.

Αποθήκη ακατεργάστων.

Πυροτεχνουργείον και πυριτιδοπιείον.

Γενική διεύθυνση - Επιθεώρηση Υλικού Πολέμου.29 Φ.Ε.Κ., αρ 57, της 28ης Ιουνίου 1882, νόμος ΑΛΖ΄, «Περί οργανισμούτου ενεργού στρατού».

14

Εφορείες.

Μηχανικό: Επιθεώρηση.

7 Διευθύνσεις.

3 αυθύπαρκτα τάγματα,με 4 λόχους έκαστο.

Χωροφυλακή: 3 Επιθεωρητές.

16 Μοιραρχίες.

210 πεζές και 16έφιππες ενωμοτίες.

Εκτός από τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή, προβλεπόταν ησύσταση πέντε φρουραρχείων, με έδρες την Αθήνα, τοΝαύπλιο, την Κέρκυρα, τη Λάρισα και την Άρτα. Για τηναρτιότερη οργάνωση της στρατολογίας ιδρύονταν 16στρατολογικά γραφεία σε ολόκληρη την χώρα, ενώ οριζότανκαι η λειτουργία δύο διαρκών στρατοδικείων. Οι προβλέψειςαφορούσαν και τις διάφορες άλλες υπηρεσίες, μουσικές,υγειονομικές, θρησκευτικές κλπ. Για τη στρατιωτική εκπαίδευση συνολικά, εκτός απότη Σχολή Ευελπίδων που λειτουργούσε ήδη από δεκαετίες,αποφασίστηκε η ίδρυση Σχολής Υπαξιωματικών, ενός Σχολείουγια ανθυπασπιστές και ανθυπολοχαγούς του Πεζικού και τουΙππικού, ενός Σχολείου για τα στελέχη των διαφόρωνσωμάτων και, τέλος, το Σχολείο νοσοκόμων, ενώ προβλεπότανακόμη και η λειτουργία Στρατιωτικού Ιπποδρομίου για ταέφιππα σώματα. Ιδρυόταν Οικονομικό σώμα του στρατού(άρθρα 19-22) και γινόταν η διάκριση της δύναμης τουστρατεύματος εν ώρα ειρήνης και εν ώρα πολέμου, ούτωςώστε στη δεύτερη περίπτωση να αυξάνεται η δύναμη με τηνέκδοση σχετικών Βασιλικών Διαταγμάτων, που θα εξέδιδε τουπουργικό συμβούλιο (άρθρα 23-29). Με Βασιλικό Διάταγμα συστάθηκε το 1884 τοΠροπαρασκευαστικόν των Υπαξιωματικών Σχολείον,30 του οποίου σκοπόςήταν «η στρατιωτική εκπαίδευσις νέων εφιεμένων ναασπασθώσι το στρατιωτικόν στάδιον» και οι οποίοι

30Φ.Ε.Κ., αρ. 148, της 18Ης Απριλίου 1884, νόμος ΑΡΟΖ΄, «Περίσυστάσεως προπαρασκευαστικού των υπαξιωματικών σχολείου».

15

«καταρτιζόμενοι εν αυτώ» θα κατατάσσονταν στα διάφοραόπλα με τον βαθμό του λοχία(άρθρο 1). Ως ανώτατος αριθμόςοριζόταν οι 240 «μαθηταί»(άρθρο 2) και από εκείνους πουθα εισάγονταν θεσπιζόταν να «προτιμώνται μέχρι τουημίσεως» τα παιδιά των στρατιωτικών(άρθρο 4). Ηεκπαίδευση ήταν διετής(άρθρο 6) και οι υποψήφιοιεισάγονταν με εισιτήριες εξετάσεις, οι οποίεςδιενεργούνταν κατά νομό, με εξεταζόμενα μαθήματα τηνΑνάγνωση, την Γραφή και τις 4 Πράξεις της Αριθμητικής. Τοχαμηλό επίπεδο των προαπαιτούμενων γνώσεων είχε ωςαποτέλεσμα να υπάρχει αναντιστοιχία με το επίπεδο τωνστρατιωτικών μαθημάτων και της γενικότερης ακαδημαϊκήςεκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να παρουσιαστούνδυσλειτουργίες και παρά τις προσπάθειες να αντιμετωπισθείτο πρόβλημα, τρία χρόνια μετά, με την προαπαίτηση νακατατίθεται απολυτήριο Σχολαρχείου, η Σχολή το 1889ανέστειλε την λειτουργία της το 1889 για ναεπαναλειτουργήσει το 1925. Μέχρι τότε είχαν αποφοιτήσει534 συνολικά υπαξιωματικοί ως λοχίες και δεκανείς, εκ τωνοποίων ορισμένοι εξελίχθηκαν σε αξιωματικούς με ιδιαίτερηδράση τις επόμενες δεκαετίες.31

Προηγουμένως, το 1882, είχε πραγματοποιηθεί ηίδρυση του Στρατιωτικού Σχολείου Υπαξιωματικών, η οποία απέβλεπεστην αντιμετώπιση ενός χρονίζοντος προβλήματος, το οποίοόπως αφορούσε ένα σημαντικό τμήμα των στρατιωτικών.Σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο του 188232 σκοπός της σχολήςήταν η «εκπαίδευσις των εχόντων τας απαιτουμέναςπροκαταρτικάς γνώσεις Υπαξιωματικών, ίνα καταστώσινικανοί προς προβιβασμόν εις τον βαθμόν του Ανθυπασπιστούεν τω πεζικώ και ιππικώ» (άρθρο 1). Το επόμενο άρθροπροέβλεπε κατ’ εξαίρεση τον προβιβασμό σε ανθυπασπιστή σεόποιον, μολονότι δεν είχε φοιτήσει στη Σχολή,«ηνδραγάθησεν εξόχως κατά συμπλοκήν μετά ληστών ή κατ’άλλην στρατιωτικήν πράξιν». Μεταξύ άλλων προϋποθέσεων γιανα εισαχθεί κάποιος στην Σχολή(άρθρο 4) θα έπρεπε να είχετο βαθμό του επιλοχία ή του λοχία, να είχε ήδη υπηρετήσειτουλάχιστον ένα χρόνο και να έχει τις απαιτούμενεςπροκαταρτικές γνώσεις, χωρίς όμως να προσδιορίζονται31Για τη λειτουργία της Σχολής, βλ. Χρήστος Φωτόπουλος, «ΣχολήΜονίμων Υπαξιωματικών. 120 χρόνια από την ίδρυσή της, 1884-2004»,στο Στρατιωτική Επιθεώρηση, Μάρτιος –Απρίλιος 2004, Γ.Ε.Σ., σ. 6-27.32Φ.Ε.Κ., αρ. 59, της 1ης Ιουλίου 1882, νόμος ΑΛΒ’ «Περί συστάσεωςσχολείου υπαξιωματικών».

16

αυτές. Η εκπαίδευση προβλεπόταν διετής και με νεώτερονόμο το 1885 έγινε τριετής. Οι σπουδαστές υποβάλλοντανστις εξεταστική διαδικασία στο τέλος κάθε χρόνουπροκειμένου να κριθούν κατάλληλοι για προαγωγή(άρθρο 5),ενώ το διδακτικό προσωπικό θα αποτελούσαν τόσοστρατιωτικοί, όσο και πολιτικοί καθηγητές της ΣχολήςΕυελπίδων(άρθρο 7). Υπήρχε η πρόβλεψη να εκδοθεί νέοιδιαίτερο διάταγμα, το οποίο θα προσδιόριζε ποιες ήταν οιπροαπαιτούμενες γνώσεις των υποψηφίων για να εισαχθούνστην Σχολή, τα εξεταζόμενα μαθήματα και την όληεξεταστική διαδικασία(άρθρο 15). Η συγκεκριμένη Σχολή, «εφάμιλλη και ισότιμη»33 τηςΣχολής Ευελπίδων, λειτούργησε μέχρι το 1914, ανασυστάθηκετο 1925 και ανεστάλη οριστικά η λειτουργία της το 1937.Από τη συγκεκριμένη σχολή αποφοίτησαν κατά την πρώτηπερίοδο 1171 αξιωματικοί και ξεκίνησαν τη στρατιωτικήσταδιοδρομία τους ως ανθυπολοχαγοί των όπλων του Πεζικούκαι του Ιππικού, του Οικονομικού Σώματος, και αργότερατης Χωροφυλακής, ενώ τάσσονταν πάντοτε στην αριστερήπλευρά των ανθυπολοχαγών αποφοίτων του ίδιου έτους τηνΣχολής Ευελπίδων. Ας σημειωθεί ότι κατά τη δεύτερηπερίοδο(1925-1937) αποφασίστηκε να μπορούν νακατατάσσονται και στα άλλα δύο σώματα, τα τεχνικά, δηλαδήτου Μηχανικού και του Πυροβολικού. Και βέβαια, στο πλαίσιο της στρατιωτικήςεκπαίδευσης εντάσσεται και η αναδιοργάνωση τηςΣτρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, με βάση το νόμο της 20ης

Ιουλίου του 1882,34 ο οποίος περιελάμβανε 25 άρθρα καιόριζε τις προϋποθέσεις εισαγωγής των σπουδαστών στηΣχολή, τη λειτουργία της και ό,τι άλλο αφορούσε τουςκανονισμούς που διείπαν τη φοίτηση και την αποφοίτηση τωνΕυελπίδων. Το 1ο άρθρο προέβλεπε ότι οι απόφοιτοι θακατατάσσονταν στα διάφορα σώματα του στρατού με τον βαθμότου ανθυπολοχαγού, ενώ το 3ο έθετε τις προϋποθέσειςεισαγωγής: ηλικία έως 17 των ενδιαφερομένων υποψηφίων,απολυτήριο γυμνασίου, πιστοποιητικό υγείας και διαγωγή«ανεπίληπτον». Το 4ο άρθρο όριζε ως εξεταζόμενα μαθήματαγια την εισαγωγή την ελληνική γλώσσα, τα γαλλικά, τηναριθμητική, τη γεωμετρία, την «κατωτέραν άλγεβρα» και την

33 Χρήστος Φωτόπουλος, ό.π., σ. 22.34Βλ. Φ.Ε.Κ., αρ. 66, τα 20ης Ιουλίου 1882, Νόμος ΑΝ΄, «Περί οργανισμούτου στρατιωτικού σχολείου των Ευελπίδων».

17

κοσμογραφία, η οποία προσδιοριζόταν ως «μαθηματικήγεωγραφία». Για την εισαγωγή κάποιου νέου ως απαραίτητηπροϋπόθεση ήταν να έχει σε όλα τα μαθήματα βαθμότουλάχιστον «καλώς», που ισοδυναμούσε με το 16, 15 και14. Με το νόμο αυτόν γινόταν ευδιάκριτη η προσπάθεια νααναβαθμιστεί η Σχολή, αφού θεσπίζονταν αυστηρότερακριτήρια, που αφορούσαν τόσο την εισαγωγή όσο και τηφοίτηση των σπουδαστών. Προς την ίδια κατεύθυνσηλειτουργούσε, εξάλλου, η προϋπόθεση της κατοχήςδιδακτορικού διπλώματος προκειμένου να διοριστεί κάποιοςως καθηγητής στη Σχολή. Ως προς το κόστος των σπουδών, παρατηρούμε ότι ηκαταβολή υψηλών διδάκτρων, για τα δεδομένα της εποχής,απέκλειε τους γόνους οικογενειών με χαμηλό εισόδημα, αφούοι 800 δραχμές των ετήσιων διδάκτρων, η εφ’ άπαξ καταβολήτων 1000 δραχμών αλλά και τα λοιπά έξοδα που αναπόφευκταθα προέκυπταν, δε θα μπορούσαν να καταβληθούν απόοικογένειες με ένα μέσο εισόδημα. Από την άλλη πλευράόμως, η κατοχή απολυτηρίου γυμνασίου, ως προϋπόθεση γιατην εισαγωγή, όχι μόνο ανέβαζε το μορφωτικό επίπεδο όσωνεπιθυμούσαν να εισέλθουν για σπουδές στην Σχολή, αλλάδιόρθωνε ένα σφάλμα του παρελθόντος. Συγκεκριμένα, ηελλιπής οργάνωση της μέσης εκπαίδευσης κατά τις πρώτεςδεκαετίες του νεοελληνικού κράτους,35 υποχρέωσε τονομοθέτη να προβλέψει τις λεγόμενες «προπαρασκευαστικές»τάξεις, προκειμένου να καλυφθούν τα κενά στην παιδεία τωνΕυελπίδων. Με τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος,τα κενά αυτά καλύπτονταν από τη θεσμοθετημένη μέσηεκπαίδευση και έτσι οι ενδιαφερόμενοι εισάγονταναπευθείας πλέον σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα τριτοβάθμιαςεκπαίδευσης, λαμβάνοντας κυρίως τη στρατιωτική μόρφωση,εμπλουτισμένη μάλιστα με θεωρητικά μαθήματα, γεγονός πουκαθιστούσε τη Σχολή ανώτατο πνευματικό ίδρυμα. Επιπλέον,η εισαγωγή γινόταν σε σχετικά πιο ώριμη ηλικία, οπότε τοαρνητικό φαινόμενο να εγκαταλείπει τις σπουδές έναςμεγάλος αριθμός σπουδαστών περιορίστηκε.36 Συμπερασματικά,35 Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος τωνεκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα(1830-1922), Θεμέλιο, β΄ έκδοση, 1979, σ.389-482.36 Από το 1828 έως το 1882, από τους 576 εισαγόμενους στην Σχολή,μόλις 303, ήτοι ποσοστό 53%, συνέχισαν τα σπουδές μέχρι τηναποφοίτησή τους Βλ. Θάνος Βερέμης, Ο Στρατός στην Ελληνική Πολιτική. Από τηνανεξαρτησία έως τη Δημοκρατία, Κούριερ Εκδοτική, 2000, σ. 67.

18

μπορούμε να πούμε ότι ο συγκεκριμένος νόμος, σε περίοδοσυχνών αλλαγών, πολυνομίας και διαρκούς ρευστότητας τωνθεσμικών πλαισίων που αφορούσαν το στράτευμα, συνιστούσεμία ικανοποιητική απάντηση. Συνεπώς, καθόλου τυχαίο τογεγονός ότι διατηρήθηκε για τριάντα χρόνια. Επιπλέον, μία τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες πουανέλαβε ο Χαρίλαος Τρικούπης στα λειτουργικά ζητήματα τουστρατεύματος ήταν η πρόθεσή του να απεμπλέξει σταδιακά τοσώμα των αξιωματικών από τον κομματικό ανταγωνισμό.Θυμίζουμε ότι ο στρατός είχε αναμιχθεί μέχρι τότε δύοφορές στην πολιτική και μάλιστα κατά τρόπο δυναμικό: το1843 με αίτημα την παραχώρηση συνταγματικών ελευθεριώνκαι το 1862, όταν η πλειονότητα των στρατιωτικών είχεσυμμετάσχει στις επαναστατικές κινήσεις για την ανατροπήτης οθωνικής μοναρχίας. Και στις δύο περιπτώσειςεπρόκειτο για παρεμβάσεις που έπαιξαν καθοριστικό ρόλοστις εξελίξεις, δεν ήταν όμως αμιγώς στρατιωτικές,δεδομένου ότι οι αξιωματικοί που συμμετείχαν αποτελούσανμεν ένα βασικό συστατικό μέρος του φορέα της πολιτικήςανατροπής αλλά πάντα σε συνεργασία με τους πολιτικούς, οιοποίοι εξάλλου διατήρησαν στη συνέχεια τον έλεγχο τηςκρατικής εξουσίας. Το σύνταγμα που ψηφίστηκε μετά τη μεταπολίτευση,αυτό τού 1864, στο άρθρο 71, δεν απέκλειε το δικαίωμαστους εν ενεργεία στρατιωτικούς να πολιτεύονται, καθώςόριζε ότι: «Τα καθήκοντα του βουλευτού είναι ασυμβίβασταπρος τα του εμμίσθου δημοσίου υπαλλήλου και τα τουδημάρχου, ουχί δε και προς τα του εν ενεργείααξιωματικού. Οι αξιωματικοί εκλέγονται, αλλ’ εκλεχθέντεςτίθενται εις διαθεσιμότητα καθ’ όλην την διάρκειαν τηςβουλευτικής περιόδου, και διατελούσιν εις τοιαύτηνκατάστασιν μέχρι της εις την υπηρεσίαν ανακλήσεώς των.Εις τους αξιωματικούς χορηγείται επί τη αιτήσει αυτών,υποχρεωτικώς πέντε και ημίσεως μηνών κανονική άδειααπουσίας ένα μήνα προ της ενάρξεως των εκλογών». Ο ηγέτης του Νεωτερικού Κόμματος επιχείρησε ναπεριορίσει τη βουλευτική εκλογή εν ενεργεία στρατιωτικών,γνωρίζοντας ότι το εγχείρημα δε θα ήταν εύκολο και θασυναντούσε τη σφοδρή αντίδραση της αντιπολίτευσης, ιδίωςτου μεγάλου του αντιπάλου Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Μεδεδομένο το υψηλό κύρος που διέθεταν οι αξιωματικοί στην

19

ελληνική κοινωνία, συχνά λόγω καταγωγής και ονόματος,37

διαπιστώνεται ότι κατά την τελευταία τριακονταετία του19ου αιώνα ένας μεγάλος αριθμός καταφέρνει να εκλεγεί στοκοινοβούλιο. Η ενεργός ανάμιξη και συμμετοχή τωνστρατιωτικών στη νομοθετική εξουσία δημιουργούσε,επιπλέον, αδικίες καθώς παρουσιαζόταν το φαινόμενοαξιωματικοί-βουλευτές να προάγονται ακόμη και στο βαθμότου συνταγματάρχη κατ’ επιλογή χωρίς να έχουν υπηρετήσειστο στράτευμα παρά ελάχιστα.38

Ο Τρικούπης, λοιπόν, επιδίωξε τουλάχιστον ναπεριορίσει το φαινόμενο της ανάμιξης τών εν ενεργείαστρατιωτικών στην πολιτική, διότι γνώριζε ότι τοασυμβίβαστο της ιδιότητας του στρατιωτικού και τουβουλευτή θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να καθιερωθεί, λόγωτων αντιδράσεων όχι μόνο της δηλιγιαννικήςαντιπολίτευσης, αλλά, κυρίως, των ίδιων των στρατιωτικών.Στην αγόρευσή του, τον Ιούνιο του 1882, τόνιζε για τοθέμα: «Διά της εκτελεστικής δε εξουσίας, κατεγίνομεν καιθα εξακολουθήσωμεν καταγινόμενοι εις τον αποχωρισμόν τουΣτρατού από της πολιτικής». Και όταν ελέγχθηκε από τηναντιπολίτευση, επειδή ως πολιτικός είχε αναλάβει-κάτιασύνηθες για τα πολιτικά ήθη της εποχής-το υπουργείο τωνΣτρατιωτικών, αιτιολόγησε την απόφασή του ως εξής: «[…]εντη μερίμνη όπως αποχωρισθή η πολιτική από του Στρατού,προς ό εδέησεν ίνα η πολιτική, εν πλήρει αυτής πανοπλίαεισέλθη εις το Υπουργείον των Στρατιωτικών και εκριζώσητο παράσιτον».39 Έτσι, λοιπόν, με το συγκεκριμένο νόμο προσπάθησε νααμβλύνει κάπως τη σημασία τού αξιώματος και του κύρουςπου διέθετε ο αξιωματικός-υποψήφιος στην εκλογική τουπεριφέρεια έτσι ώστε να μην αποκτά εκλογικό προβάδισμαέναντι των άλλων συνυποψηφίων. Για το λόγο αυτό δε θαεπιτρεπόταν στο εξής στους αξιωματικούς κατά τη διάρκειατης-προεκλογικού χαρακτήρα- άδειας των 5½ μηνών να«οφθώσι φέροντες στρατιωτικήν στολήν», διότι αυτό θα

37«Το Σχολείον των Ευελπίδων την εποχή εκείνην περιελάμβανε τα παιδιάτων καλυτέρων οικογενειών του τόπου, αι οποίαι μετά τα πολέμους [ενν.τα δεκαετίας 1912-1922] απεμακρύνθησαν από το ευγενές στρατιωτικόνστάδιον και προτιμούν να κάμουν τα παιδιά των χρηματιστάς καιπαραγγελιοδόχους»· Αλέξανδρος Μαζαράκης, Απομνημονεύματα, Ίκαρος, 1948.σ. 8.38 Βλ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Πολιτική των κυβερνήσεων…», σ. 48.39 Εφημερίς των Συζητήσεων τα Βουλής, Συνεδρίασις 4ης Ιουνίου 1882.

20

ισοδυναμούσε με απόλυση από την υπηρεσία τους(άρθρο 3),ενώ, ακόμη, δε θα είχαν το δικαίωμα, για τέσσερα χρόνια,να υπηρετήσουν σε οργανική θέση της περιφέρειας πουπολιτεύονταν (άρθρο 4).40 Κυρίως, όμως, αποτρεπτικός ήτανο νόμος του 1886, σύμφωνα με τον οποίο η υποχρεωτικήάδεια που δινόταν στον πολιτευόμενο αξιωματικό δε θαπροσμετράτο στην κατά αρχαιότητα προαγωγή του, συνεπώςετίθετο σε κίνδυνο η στρατιωτική του σταδιοδρομία καιανέλιξη.41 Τα μέτρα αυτά φαίνεται ότι πέτυχαν εν μέρει τοστόχο τους, δεδομένου ότι παρατηρήθηκε μία τάση μείωσηςτων πολιτευομένων κατά την δεκαετία 1880-1890.42

Τέλος, και όσον αφορά πάλι αυτά καθ’ εαυτά ταζητήματα της οργάνωσης του στρατεύματος και τηςκατάρτισης των στελεχών του, ο οργανωτικός νόμος του 1882προέβλεπε τη δυνατότητα να καλούνται ξένες στρατιωτικέςαποστολές στην Ελλάδα, προκειμένου να παράσχουν τηντεχνογνωσία και την εμπειρία τους για την καλύτερη δυνατήοργάνωση του στρατεύματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι τοθέμα της πρόσκλησης ξένων εκπαιδευτών είχε τεθεί γιαπρώτη φορά το 1877 επί οικουμενικής κυβερνήσεως, μεεισήγηση του υπουργού των Στρατιωτικών ΧαράλαμπουΖυμβρακάκη. Ο Ζυμβρακάκης, στρατιωτικός κι ο ίδιος,διαπίστωνε βέβαια προθυμία και ζήλο στους Έλληνεςσυναδέλφους του, αλλά η απειρία για οργανωτικά ζητήματακαθιστούσε την πρόσκληση αναγκαία. Το ζήτημα δενπροχώρησε, διότι εκτός των άλλων συνάντησε και τηναντίδραση αριθμού βουλευτών, στρατιωτικών ως επί τοπλείστον. Όταν το ζήτημα επανήλθε, η ελληνική κυβέρνηση-λαμβανομένης υπόψη και της αγγλόφιλης πολιτικής τουΤρικούπη-απευθύνθηκε στο Λονδίνο, προκειμένου να σταλούνΆγγλοι στρατιωτικοί ως εκπαιδευτές. Η απάντηση τηςΑγγλίας στο ελληνικό αίτημα ήταν αρνητική, «ως μηεπιτρέποντος τούτου ειμή υπέρ Τουρκίας και άλλων μη40 Φ.Ε.Κ., αρ. 38, της 25ης Μαΐου 1882, Νόμος ΣΤΞΒ΄, «Περί των εις ταςβουλευτικάς εκλογάς εκτιθεμένων αξιωματικών τού κατά γην και κατάθάλασσαν στρατού». 41 Φ.Ε.Κ., αρ. 155, τα 13ης Ιουνίου 1886, Νόμος ΑΤΠΘ΄, «Περί μηπροσμετρήσεως εις την αρχαιότητα των αξιωματικών του διανυομένουχρόνου εν αδεία 5½ μηνών και εν ωρισμένη διαθεσιμότητι».42Χριστίνα Βάρδα, «Πολιτευόμενοι Στρατιωτικοί στην Ελλάδα στα τέλη του19ου αιώνα», στο περ. Μνήμων, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, τ. 8ος,1980-1982, σ. 61· Katerina Gardikas, Parties and Politics in Greece, 1875-1885:towards a Two-Party system, Ph. D. King’s College, University of London,1988. σ. 252.

21

Ευρωπαϊκών Κρατών»43 και αντιπροτάθηκε ο απόστρατοςστρατηγός Gordon, με εμπειρία σε τέτοιου είδους αποστολέςσε διάφορες χώρες. Έτσι, λοιπόν, ο Τρικούπης στο πλαίσιο της διαρκούςπροσπάθειας για ανασυγκρότηση του στρατού έλαβε τηναπόφαση να έλθει στην Ελλάδα γαλλική στρατιωτική αποστολήκαι να αναλάβει τα συγκεκριμένο έργο. Υπογράφηκε σχετικήσύμβαση στις 5 Οκτωβρίου 1884 στο Παρίσι, βάσει τηςοποίας αφίχθηκε αποστολή με επικεφαλής τον υποστράτηγοVosseur και μέλη τους λοχαγούς Perruchon του Πυροβολικούκαι Chevalier του Πεζικού.44 Το όριο της παρουσίας τωνΓάλλων εκπαιδευτών προσδιοριζόταν μέχρι πέντε έτη, εκτόςαν εν τω μεταξύ γινόταν άλλη ρύθμιση με νέο νόμο. Τουςανατέθηκε η διεύθυνση για την αρτιότερη και σύγχρονηεκπαίδευση των διαφόρων σωμάτων του στρατού, εκπονήθηκανμελέτες οχυρώσεων και άμυνας και όσα γενικώς διείπαν τηδιεύθυνση ασκήσεων βολής ή τη συγκρότηση διαφόρωνυπηρεσιών, όπως η στρατολογική και η τηλεγραφική. Το 1886 είναι το έτος κατά το οποίο ο Τρικούπης θαχρειαστεί να διαχειριστική μία σοβαρή εθνική κρίση, λόγωτης πραξικοπηματικής προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίαςαπό τη Βουλγαρία Για την Ελλάδα αυτό θα σημάνει μία ακόμηστρατιωτική κινητοποίηση. Ο μεγάλος αντίπαλος τουΤρικούπη, ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης, θαδιατάξει επιστράτευση. Χωρίς να έχει εκπονηθεί σχέδιοεπιχειρήσεων, χωρίς συντονισμό, η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνημιάς ακόμη εθνικής κρίσης, όπου οι μεγαλόστομεςδιακηρύξεις στο εσωτερικό έρχονταν σε σύγκρουση με τηναδυσώπητη ευρωπαϊκή διπλωματική πραγματικότητα. Οιστρατηγοί Β. Σαπουντζάκης, Ι. Ζυμβρακάκης και Σ.Καραϊσκάκης, οι οποίο ηγούνταν των αρχηγείων Λαρίσης,Τρικάλων και Άρτας ήταν ικανοί και καταρτισμένοιστρατιωτικοί, ωστόσο η απουσία κεντρικού σχεδιασμού είχεως αποτέλεσμα να κινητοποιήσουν τις μονάδες τους ωσάν να

43Λύντια Τρίχα, Διπλωματία και Πολιτική. Χαρίλαος Τρικούπης-Ιωάννης Γεννάδιος,Αλληλογραφία 1863-1894, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και ΙστορικούΑρχείου, Αθήνα, 1991, σ. 155-156.44 Βλ. Α. Χαραλάμπης-Κ. Νίδερ, ό.π, τ. Α΄, σ. 248· Δημήτρης Μαλέσης,«Ο Ελληνικός Στρατός την περίοδο 1881-1910», στο ΓιώργοςΑναστασιάδης(επιμ.), Ιστορία των Ελλήνων, εκδ. Δομή, 2006, τ. 11ος, σ.551· Alexander Damianakos, Charilaos Trikoupis and the modernization of Greece,1874-1894, Ann Arbor, Michigan, Ph. D. New York University, 1977, σ.215-232.

22

μην αποτελούσαν ενιαίο στράτευμα. Χαρακτηριστική ημαρτυρία του Παναγιώτη Δαγκλή, νέου ακόμη τότεαξιωματικού: «Επί των συνόρων της Θεσσαλίας ιδίωςευρίσκοντο περί τας 40 χιλιάδας στρατού, όστις επί τόσουςμήνας τραφείς υπό της ιδέας ότι ήθελε πολεμήσει κατά τωνΤούρκων[…]βλέπων ματαιουμένας τας ελπίδας του εθεώρειπροσβολήν της φιλοτιμίας του την προβλεπομένην ήδηανάκλησιν και διάλυσιν αυτού. Διό προ τινος καιρούφαίνεται ότι είχεν εισχωρήσει εν ταις τάξεσιν αυτού ηιδέα της αυτοβούλου ενεργείας».45 Παράλληλα, η άσκηση πιέσεων από τις δυτικές Δυνάμειςμε τον αποκλεισμό της χώρας ερχόταν για να υπογραμμίσειτην απουσία ικανής, με ερείσματα και αποτελεσματικής,εξωτερικής πολιτικής.46 Η χώρα κινδύνευε, όχι απλώς να μηναποτρέψει τη βουλγαρική προσάρτηση, αλλά να υποστεί καιεδαφική συρρίκνωση. Τον παραιτηθέντα Δηλιγιάννηδιαδέχθηκε, μετά από μία ολιγοήμερη παρένθεση, οΤρικούπης, ο οποίος έσπευσε να συνάψει ανακωχή. Ωστόσο,αυτό δεν εμπόδισε την αντιπολίτευση να τον κατηγορήσειτέσσερα χρόνια αργότερα ως «εχθρό της πατρίδος», ότι είχεκαταντήσει τον ελληνικό στρατό «αγέλη», διότι δεν «ήτοΈλλην» και ότι «εις στιγμάς κρισίμους έδιδε την χείραπρος τον εχθρόν της πατρίδος και συνεττάτετο μετ’αυτού».47 Για μία ακόμη φορά τα εθνικά θέματα γίνοντανβορά του μικροκομματικού ανταγωνισμού και ο πολιτικόςτυχοδιωκτισμός ελάμβανε κυρίαρχη θέση στην πολιτικήκονίστρα. Την ίδια στιγμή, εκτός από το ζήτημα τηςεθνικής φιλοτιμίας, πληττόταν η απισχνασμένη ελληνικήοικονομία. Η συγκεκριμένη επιστράτευση κόστισε 40 περίπουεκατομμύρια δραχμές, ενώ λόγω του εκβιαστικού αποκλεισμούτων Δυνάμεων, επλήγησαν τόσο το ελληνικό εμπόριο όσο καιη ναυτιλία. Πολιτικό θύμα και ο ίδιος ο μεσολογγίτης πρωθυπουργόςτης μόνιμης οικονομικής δυσπραγίας θα κηρύξει το 1893 την

45Παναγιώτης Δαγκλής, Αναμνήσεις –Έγγραφα- Αλληλογραφία, επιμ. ΞενοφώνΛευκοπαρίδης, Αθήναι, 1965, τ. Α΄, σ. 124-125.46 Βλ. Σταμάτιος Λάσκαρις, Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος, 1821-1914, Αθήναι,1947, σ. 176-177, σ. 176-177· Τρύφων Ευαγγελίδης, Τα μετά τον Όθωνα, ήτοιΙστορία της Μεσοβασιλείας και της Βασιλείας Γεωργίου του Α’(1862-1898), εν Αθήναις,1898, σ. 587.

47 Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις 48, της 29ης

Ιανουαρίου 1890, σ. 672-673.

23

πτώχευση της χώρας. Το πολιτικό του τέλος θα σημειωθείστη συντριπτική ήττα του 1895, όταν δε θα καταφέρει ναεκλεγεί καν βουλευτής. Και το φυσικό του τέλος ένα χρόνοαργότερα στις Κάννες. Ο μεγάλος γορτύνιος αντίπαλός τουθα κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή και θα είναι αυτόςστην πρωθυπουργία όταν η χώρα, παντελώς απαράσκευη απόκάθε πλευρά, θα οδηγηθεί στην εθνική καταισχύνη του 1897.Το έργο του Χαριλάου Τρικούπη, φιλόδοξο στη σύλληψή τουθα μείνει ημιτελές, ωστόσο θα αποτελέσει σημαντικήπαρακαταθήκη για τη χάραξη μιάς σχεδιασμένης εξωτερικήςπολιτικής και τη στρατιωτική ανασύνταξη των πρώτων ετώντου επόμενου αιώνα.

Δημήτρης Μαλέσης

24