Από το σπήλαιο του Πλάτωνα στο σπήλαιο του Νίτσε, Αθήνα...

288

Transcript of Από το σπήλαιο του Πλάτωνα στο σπήλαιο του Νίτσε, Αθήνα...

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ

ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ

ISBN 978-960-527-468-9

© 2008, Ζήνων Τσικρικᾶς - Ἐκδόσεις Ἁρμός

Μαυροκορδάτου 11, 106 78 AΘΗΝΑ

τηλ.: 210-3304196 - 3830604, fax: 210-3819439

Πρασακάκη 5, 546 22 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

τηλ.: 2310-220992, fax: 2310-220910

www.armosbooks.gr

e-mail: [email protected]

ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ

ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ

Ἐκδόσεις Ἁρμός

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μπορεῖ νὰ συνδέει κάτι τὸ παράδειγμα καὶ τὴν διήγηση τοῦ

Πλάτωνα γιὰ τὸ σπήλαιο, τὸ ὁποῖο ἀποδίδει τὴν πλατωνικὴ

ἄποψη γιὰ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν διήγηση τοῦ Νίτσε γιὰ τὸν

ἐξερχόμενο ἀπὸ τὸ σπήλαιο Ζαρατούστρα; Προφανῶς τὸ ἀπὸ

τὸ Νίτσε ἀντιδιαστελλόμενο παράδειγμα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι

τυχαῖο. Ὁ Χάιντεγγερ ὀνομάζει αὐτὴ τὴν ἀντιδιαστολὴ «ἀν -

τιμεταφυσική» ποὺ δὲν διαφεύγει ἀπὸ τὸ μεταφυσικὸ παρά-

δειγμα, τὸ ὁποῖο πολεμᾶ. Στὸ παράδειγμα τοῦ Πλάτωνα τὸ

φῶς τοῦ ἥλιου καὶ τῆς ἀλήθειας πολεμᾶ τὸ σκοτάδι καὶ τὸ ἡ -

μίφως τοῦ σπηλαίου. Τὸ πολεμᾶ καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸ ἀποφύ-

γει χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὸ ἐξαφανίσει. Στὸ παράδειγμα τοῦ Νί-

τσε τὸ σκοτάδι εἶναι ἡ καρδιά του ἀπὸ αὐτὸ ἐξερχομένου καὶ

ὡς ἀστραπὴ ἢ ἥλιος ἀπὸ σκοτεινὰ νέφη ἢ ὄρη ἐκπυρωμένου

Ζαρατούστρα. Καὶ στὰ δύο παραδείγματα τὸ σκοτάδι εἶναι τὸ

ὅριο, τὸ μέτρο καὶ τὸ κίνητρο τῆς διόρθωσης καὶ παρουσίασης

τῆς ἀλήθειας. Στὸν Πλάτωνα εἶναι ἐξωτερικὸ ὅριο ποὺ ἐξα-

ναγκάζει στὴν διαρκὴ περιφρούρηση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθει-

ας καὶ στὸ Νίτσε εἶναι ἐσωτερικευμένο πλέον μέτρο, κίνητρο

καὶ κέντρο ἀναίρεσης τῆς ἀστραποβόλας ἔκλαμψης ἢ τῆς πε-

ριοδικῆς ἐμφάνισης τοῦ ἥλιου. Ὁ ἀγώνας καὶ τὸ κριτήριο ἰ -

σχύος ἔναντι τοῦ σκότους εἶναι ἐλλειπὲς ἔναντι αὐτοῦ καὶ τῆς

ἀναλήθειας. Τελικὰ τὸ σκότος καὶ ἡ ἀναλήθεια ἀπομένει ὡς

τὸ μόνο ἀρνητικὸ κριτήριο διόρθωσης καὶ κίνητρο τῆς προσ -

πάθειας καὶ κίνησης γιὰ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας ἔχοντας κα-

ταρρίψει καὶ ἀπορροφήσει κάθε ἄλλο περιεχομενικὸ κριτήριο

φωτὸς καὶ ἐπαλήθευσης. Τὸ ἴδιο τὸ κριτήριο ἐπαλήθευσης μά-

λιστα πολεμᾶ τελικὰ τὴν ἀναλήθεια καὶ τὸ σκότος μὲ τὰ ὅπλα

τοῦ σκότους καὶ τῆς ἀναλήθειας, ἀφοῦ προσπαθεῖ νὰ προφυ-

λάξει καὶ νὰ ἀποδείξει τὴν ἀλήθεια κρίνοντας καὶ κατακρί-

νοντας ὡς ἀναληθὲς καὶ σκοτεινὸ αὐτὸ ποὺ δὲν ἀποδεικνύε-

ται, ἐνῶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐρωτήσει καὶ νὰ προκαλέσει τὴν δυνα-

τότητα τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια. Τί μπορεῖ νὰ ἀπο-

δειχθεῖ ἔναντι τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ σκότους, ἔτσι ὥστε

αὐτὰ νὰ μὴν ἀποτελοῦν ἀπειλὴ καὶ νὰ ἐκλείψουν; Προφανῶς

τίποτε. Ἡ ἴδια ἡ ἀπόδειξη ἀντίθετα ἀπωθεῖ τὴν ἀποτυχία της,

τὸ ἴδιο τὸ ἀναπόδεικτο ὑπαρκτὸ καὶ τὸ ὡς ἀληθὲς ἰσχῦον, στὸ

σκότος καὶ στὴν ἀναλήθεια. Ἡ ἀλήθεια ὡς περιφρούρηση καὶ

ἀπόδειξη εἶναι μία ἐλλειπτικὴ πράξη κατάκρισης καὶ ἀπώθη-

σης στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἀναλήθεια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀκριβῶς

ἀδυνατεῖ νὰ παράσχει ἀλήθεια. Ὁ Νίτσε ἁπλῶς μετατρέπει

τὴν ἐλλειπτικὴ κριτικὴ καὶ ἀποδεικτικὴ λειτουργία τῆς ἀλή-

θειας στὸν Πλάτωνα σὲ πλήρως αὐτοκριτικὴ ἀναιρώντας κά-

θε περιεχομενικὸ κριτήριο στὴν κενὴ δύναμη θέσπισης καὶ ἀν -

αίρεσης-ἀπόδειξης, τῆς ὁποίας ἀπόλυτο κενὸ ὀρθὸ μέτρο καὶ

κίνητρο εἶναι τὸ ἐσωτερικευμένο μηδὲν καὶ ἡ ἀναλήθεια. Αὐ -

τὸς εἶναι ὁ μηδενισμὸς ποὺ εἶναι ἡ λογικὴ καὶ ἡ ἐλλειπτικὴ

ἔννοια τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς μεταφυσικῆς καὶ ὄχι μιὰ συγκε-

κριμένη περίοδος.

Τὸ ἐρώτημα εἶναι, ἂν μποροῦμε νὰ διαφύγουμε ἀπὸ τὸ πα-

ράδειγμα τῆς ἐλλειπτικῆς ἰδέας τῆς ἀλήθειας ὡς περιφρούρη-

σης καὶ ἀπόδειξής της ἔναντι τοῦ σκότους καὶ τῆς ἀναλήθει-

ας καὶ νὰ δοῦμε ἂν μπορεῖ νὰ ἐκπηγάσει ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ἀν -

αλήθεια, ἀπὸ τὸν χῶρο ποὺ κυριαρχεῖ ἡ σκοτεινὴ ἔλλειψή της.

Αὐτὸς ὁ χῶρος γιὰ τὴν θεολογία εἶναι ὁ Ἅδης. Πολλὰ συμ-

βαίνουν σὲ σπήλαια. Εἶναι χῶροι γενεσιουργοὶ μιᾶς στοιχει-

ακῆς πρωτογενοῦς καὶ κοσμογονικῆς σύνθεσης. Στὸ σπήλαιο

τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Νίτσε, στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, στὸ κα-

τώτατο σπήλαιο τοῦ Ἅδη ὅπου ἀνίσταται ὁ Θεός. Μποροῦμε

ἑπομένως νὰ ἀποπειραθοῦμε νὰ δοῦμε, τί μπορεῖ νὰ σημαίνει

8 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ἡ ἀνάσταση ἢ ἀλήθευση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν Ἅδη ἐν σχέσει πρὸς

τὴν συνήθη σημασία τῆς ἀλήθειας.

Ἡ παροῦσα ἐργασία εἶναι ἡ δεύτερη προσπάθεια ποὺ εἶχε

τὴν εὐγενῆ καὶ ἀτυχῆ πρόθεση νὰ εἶναι διδακτορικὴ διατριβὴ

στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Ἁθηνῶν καὶ στὸν χῶρο τῆς Φιλοσο-

φίας τῆς Θρησκείας.

Ζήνων Τσικρικᾶς

Ἱστιαία, Ἰανουάριος 2008

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 9

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Εἰσαγωγικὸ Μέρος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ἡ διάγνωση τοῦ μηδενισμοῦ καὶ ἡ κριτικὴ

τῆς μεταφυσικῆς στὸν M. Heidegger καὶ

στοὺς M. Horkheimer - Th. Adoro.

Θάνατος ἢ ἔλλειψη καὶ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ;

Ὁ Θάνατος καὶ ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ στὸν M. Heidegger

§1. Ὁ Θάνατος τοῦ Θεοῦ ὡς στιγμὴ τῆς διαλεκτικῆς ἀ -

παλ λοτρίωσης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμε-

νο καὶ ἡ ἔλλειψη καὶ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ὡς ὑπαρξιακὸ

χαρακτη ριστικὸ στὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη ἐνθαδικό-

τητα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

§2. Ὁ μηδενισμὸς δὲν ἀποτελεῖ χῶρο γιὰ τὴν ὑπέρβαση

τῆς μεταφυσικῆς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

§3. Γενεαλογία τοῦ μηδενισμοῦ ὡς ἀποπεράτωσης τῆς

μεταφυσικῆς, ἡ ὁποία εἶναι ὅμως τὸ ἴδιο τὸ γίγνεσθαι

τῆς ἀλήθειας τοῦ Εἶναι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

3.1. Μηδενισμὸς εἶναι ἡ πτώση τῶν ἀνώτατων ἀξι ῶν. Ἁ -

πογοήτευση. Ὁ ἀξιακὸς χαρακτήρας τῆς μεταφυσι -

κῆς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

3.2. Ἡ πορεία τῆς μηδενιστικῆς περάτωσης τῆς μεταφυ-

σικῆς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

3.3. Ὁ μηδενισμὸς εἶναι μόνο ἡ κίνηση καὶ ἀποπεράτωση

7

15

43

43

46

51

51

54

τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς μεταφυσικῆς ὄχι τὸ

τέλος τῆς οὐσίας της . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

§4. Ὁ μηδενισμὸς τοῦ M. Heidegger . . . . . . . . . . . . . . . .

§5. Ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀναλήθεια ὡς ὑπαρξιακὴ δομὴ τῆς

ἀν θρώπινης ἐνθαδικότητας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ἡ κριτικὴ τῆς μεταφυσικῆς στὴν «Διαλεκτική του Δια-

φωτισμοῦ» τῶν Th. Adorno - M. Horkheimer ἐν σχέσει

πρὸς τὸ Nietzsche . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

§6. Ἡ συνύπαρξη διαφωτιστικῆς καὶ μυθολογικῆς σκέ-

ψης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

§7. Ἡ αὐτομηδενιστικὴ ἀπώλεια τῆς οὐσίας τοῦ ἑαυτοῦ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ἡ αὐτοαναίρεση τοῦ διαφωτισμένου ἀνθρωπίνου

ὑποκειμένου στὴν ἑγελειανὴ διαλεκτική

§8. Ἡ ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ἔναντι τοῦ μηδε-

νός, τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου

§9. Ἡ ἀπόδειξη τοῦ Εἶναι ἔναντι τοῦ μή-Εἶναι στὸν Παρ-

μενίδη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη στὸ Χέγκελ . . . . .

§10. Ἡ ἀπόδειξη τοῦ ἀπολύτου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

§11. Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας ὡς καθαρῆς ἀπόδειξης,

κίνησης, καὶ ἐλεύθερης περιεχομένου αἰσθητικῆς

καὶ τραγικῆς δύναμης θέσπισης καὶ ἀναίρεσης . . .

§12. Ἡ ἀλήθεια ὡς τραγικὴ κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ

ψευδοποίηση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

§13. Ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας

ἀναιρεῖ κάθε δεδομένη ἰσχύουσα ἀλήθεια . . . . . . . .

§14. Ἡ Χριστολογία στὸ Χέγκελ ὡς πρότυπο τῆς τραγι -

κῆς διονυσιακῆς ἐκστατικῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκρι-

τικῆς ἀ λη θευτικῆς κίνησης καὶ ἀπόδειξης . . . . . . .

12 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

66

70

78

88

88

100

117

123

135

135

143

148

162

179

§15. Ἡ ἀποπεράτωση τῆς πλατωνικῆς, ἐλλειπτικῆς δια-

λεκτι κῆς-αὐτοκριτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας στὸν

Μ. Στίρνερ καὶ Φρ. Νίτσε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

§16. Μετὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ὡς αἰσθητικὸ ἀ -

πείκασμα χωρὶς δεδομένη ἀνθρώπινη οὐσία . . . . . .

§17. Ποιά εἶναι ἡ χαμένη καὶ ὄντως ἐλλείπουσα στιγμὴ

στὴν τελικὰ τετραπλὴ διαλεκτικὴ κίνηση, στὴν δια-

λεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἐλλειπτικῆς ἔν -

νοιας τῆς ἀλήθειας; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν Ἅδη.

Ἡ ἀλήθεια ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοιά της.

§18. Ἡ σύνθετη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ στὸν Μάξιμο Ὁ -

μολογητὴ δὲν εἶναι διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδει-

ξη τῆς ἀλήθειας ἑνὸς ὑποκειμένου ἀναιρετικοῦ καὶ

περιεκτικοῦ τῆς οὐσίας του . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

§19. Ἡ «ἐκ δύο φύσεων» καὶ «ἐν δύο φύσεσιν» παράστα-

ση τῆς ἀλήθειας τῆς ὑπόστασης. Ἡ ὑπόσταση δὲν

εἶ ναι διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀναιρετικὸ καὶ περιέ-

χον ὑποκείμενο τῆς φύσης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

§20. Ὄχι ἐλλειπτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας ἀλλὰ ἐξωον-

τολογικὴ διαυγὴς καὶ πρωτογενὴς ἐκπήγαση αὐ -

τῆς, τῆς ὁποίας ὑπερρεαλιστικὸς ὑποστάτης καὶ ὄχι

διαλεκτικό-αὐτοκριτικὸ ἀποδεδειγμένο καὶ ἀναιρε-

τικὸ ὑποκείμενο εἶναι ὁ Θεός . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ἐπιλογικὸ Μέρος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 13

191

206

215

225

247

258

279

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Ἁπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ Πλάτωνα στὸ σπήλαιο τοῦ Νίτσε

Στὸ ἕβδομο βιβλίο τῆς «Πολιτείας» τοῦ Πλάτωνα ὑπάρχει

ἡ γνωστὴ μυθολογικὴ περιγραφὴ τοῦ σπηλαίου1. Τὸ σκοτάδι

κυριαρχεῖ στὸ σπήλαιο καὶ ὅσοι βρίσκονται ἐκεῖ εἶναι δεμένοι

καὶ βλέπουν μόνο τὶς σκιὲς τῶν ὄντων ποὺ σχηματίζονται ἀπὸ

τὸ φῶς μιᾶς φωτιᾶς ποὺ καίει μὴ μπορώντας νὰ στρέψουν τὸ

κεφάλι ἄμεσα πρὸς τὴν πηγὴ τοῦ φωτὸς αὐτοῦ, πολὺ δὲ πε ρισ-

σότερο μὴ μπορώντας νὰ φθάσουν στὸ φῶς τοῦ ἥλιου ποὺ λάμ-

πει ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο. Ὑποβοηθοῦνται ὅμως ἀπὸ τὸ φῶς καὶ

βλέπουν τὶς σκιὲς χάρη σὲ αὐτό. Τὸ ἴδιο δημιουργεῖ τὶς σκιὲς

καὶ τὸ ἴδιο βοηθᾶ στὴν ὅραση αὐτῶν ὡς μιὰ σκιώδη ὅραση τῆς

ἀλήθειας. Γιὰ νὰ δεῖ κανεὶς τὸ πῦρ ποὺ καίει μέσα στὸ σπή-

λαιο καὶ νὰ φτάσει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σπήλαιο ὥστε νὰ δεῖ τὸ φῶς

τοῦ ἥλιου πρέπει ἀφ’ ἑνὸς νὰ λυθεῖ καὶ νὰ ἀναγκαστεῖ μὲ τὴ

βία νὰ ἀνεβεῖ ὡς ἐκεῖ ἐγκαταλείποντας τὴν πρότερη συνηθι-

σμένη καὶ ὡς ἀληθινὴ θεωρουμένη κατάσταση καὶ ἀφ’ ἑτέρου

νὰ συνηθίσει στὶς νέες καὶ ἐκτυφλωτικὲς διάφορες φωτεινὲς

βαθμίδες ἐξόδου καὶ ἀνόδου. Ὅταν φθάσει μάλιστα ἐκεῖ θὰ

ξα νακατεβεῖ νὰ λύσει καὶ τοὺς ὑπόλοιπους μὲ τὸν κίνδυνο νὰ

ἐκπέσει στὴν πρότερη κατάσταση. Τὸ μυθολογικὸ αὐτὸ παρά-

δειγμα γίνεται παράδειγμα καὶ περιεκτικὴ εἰκόνα τῆς φιλοσο-

φίας, τῆς γνώσης καὶ τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας. Μὲ τὰ μέσα

τοῦ φωτός, τῆς γνώσης, τῆς ἀλήθειας, καταρρίπτεται ὁ χῶ -

1. Πολιτεία, VII, 514α-517α.

ρος τοῦ σκότους, τῆς ἀμάθειας, τοῦ ψεύδους, τῆς ἀτελοῦς

γνώ σης. Τὸ φῶς εἶναι τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο σχηματίζεται ἡ ἀ -

τελὴς καὶ ψευδὴς γνώση ἀλλὰ καὶ καθίσταται δυνατὴ ἡ πο-

ρεία ἐξόδου καὶ ἀνόδου πρὸς τὸ ἴδιο τὸ φῶς καὶ τὴν ἀληθινὴ

γνώση. Καμία δυνατότητα δὲν ὑπάρχει γιὰ μετάβαση ἀπὸ τὸ

βάθος τοῦ σπηλαίου στὸ φῶς ἂν δὲν ὑπάρχει τὸ ἴδιο τὸ φῶς, ἡ

ἐξωγενὴς ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς σιδερένιας ἄγνοι-

ας, ἡ διὰ τῆς βίας ἄνοδος καὶ ἡ «συνήθεια» στὶς ἑκάστοτε

βαθμίδες φωτεινότερης καὶ ἀληθέστερης γνώσης. Μετὰ τὴν

ἄνοδο ὁ φωτισθεὶς ὀφείλει νὰ κατέλθει πάλι γιὰ νὰ βοηθήσει

καὶ ἄλλους, νὰ καταρρίψει τὸν χῶρο τῆς ἀναλήθειας μὲ τὸν

κίνδυνο νὰ περιπέσει πάλι σὲ αὐτήν. Στὰ τελευταῖα λόγια του

«Οὕτως ὁμίλησε ὁ Ζαρατούστρα» ὁ Νίτσε περιγράφει2 τὸν Ζα-

ρατούστρα πλέον νὰ μὴν εἰσέρχεται μὲ τὴ βοήθεια τοῦ φωτὸς

ἀλλὰ νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ σπήλαιο ἀκτινοβολώντας φῶς, φῶς

ἀπὸ σκοτεινὰ ὄρη. Τὸ φῶς δὲν ἔρχεται ἀπὸ ἀλλοῦ παρὰ ἀπὸ

τὸν ἴδιο τὸν φωτεινὸ Ζαρατούστρα σὰν πρωινὸ ἥλιο ποὺ ἀνα-

δύεται ὅμως ἀπὸ σκοτεινὰ ὄρη. Ὁ Μάξιμος Ὁμολογητὴς χα-

ρακτήριζει τὸν Χριστό, τὸν Θεό, ποὺ κατεβαίνει μὲ τὸ θάνατο

τῆς ἀνθρώπινης φύσης του ἕως τὸν Ἅδη καὶ τὸν θάνατο καὶ

ἀνίσταται καὶ ἀληθεύει ἐκεῖ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὡς «ὑποκάτωθεν

ἀνατολή»3, «ἐκ νεκρῶν ἀνατείλαντα»4, «πρωτότοκο ἐκ νε -

κρῶν»5, «σκώληκα ἐκ σήψεως»6. Ἡ ὑπόσταση τοῦ θεοῦ Χρι-

στοῦ ἀληθεύει, ἀνίσταται ἀπὸ τὸν Ἅδη καὶ τὸν θάνατο τῆς

ἀνθρώπινης φύσης.

Στὸ σπήλαιο τοῦ Πλάτωνα τὸ φῶς εἶναι αὐτὸ ποὺ καθιστᾶ

16 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

2. Also sprach Zarathustra und verliess seine Höhle, glühend und stark,

wie eine Sonne, die aus dunklen Bergen kommt, Fr. Nietzshe, Also sprach Za-

rathustra, KSA, München, 1999, 408.

3. Πρὸς Θαλάσσιον, P.G. 90, 532ΑΒ καὶ 713C.

4. Ὅ.ἀ., 713C.

5. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1316Α.

6. Σχόλια εἰς τὸ περὶ οὐράν. Ἱεραρχίας, P.G. 4, 48Α καὶ Πρὸς Θαλάσσιον,

P.G. 90, 713C.

δυνατὴ τὴν ἀτελῆ γνώση, ποὺ δίνει δυνατότητα ἀκόμη καὶ γιὰ

τὸ ψεῦδος. Δημιουργεῖ τὸν χῶρο γιὰ τὴν δυνατότητα τῆς ἀλή-

θειαςἀλλὰ καὶ τῆς ἔκπτωσης ἀπὸ αὐτή. Οἱ δεμένοι ἄνθρωποι

ἐντὸς τοῦ σπηλαίου ποὺ βλέπουν τὶς ἀτελεῖς σκιὲς τῆς ἀλή-

θειας δὲν ἔχουν καμιὰ δυνατότητα ἐξόδου ἀπὸ τὴν σκιώδη καὶ

ψευδὴ γνώση ἂν δὲν λυθοῦν ἀπὸ κάποιον ἄλλο καὶ κάτοχο τῆς

ἀλήθειας πρῶτα. Δὲν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἐνδογενοῦς ὑπέρ-

βασης ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια στὴν ἀλήθεια χωρὶς τὴν ἐπέμβαση

ἑνὸς παράγοντα ποὺ ἔχει ἤδη αὐτὴ τὴν δυνατότητα τῆς ἐξ

ἰσχύος ἀπελευθέρωσης. Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὸ σκότος στὸ φῶς

πρέπει νὰ γίνει μὲ τὴ βία γιατὶ ἀκριβῶς ὁ δεμένος στὴν ψευδῆ

γνώση τὴν θεωρεῖ ἀπὸ συνήθεια ὀρθὴ καὶ δὲν ἔχει τὴν διάθεση

καὶ τὴν δυνατότητα νὰ ἐλευθερωθεῖ μόνος του ἀπὸ τὴν ἀνα-

λήθεια παρὰ μόνο μὲ τὴν ἰσχὺ καὶ βία τῆς ἰσχύουσας ἀλήθει-

ας. Ἐπίσης στὴν ἀρχὴ τυφλώνεται ἀπὸ τὶς νέες φάσεις προσ -

έγγισης στὸ φῶς καὶ πρέπει νὰ συνηθίσει σὲ αὐτὸ γιὰ νὰ ἀπο-

δεχτεῖ τὴν φωτίζουσα ἀλήθεια. Ἡ ἰσχὺς τῆς φωτίζουσας ἀλή-

θειας ὅμως ἔτσι πρέπει νὰ ἐπιβεβαιώνεται συνεχῶς ἔναντι

τῆς διαλεκτικῆς πιθανότητας τῆς ἀναλήθειας, ἡ ἰσχὺς τῆς ἀ -

λήθειας πρέπει νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ διαλεκτικά, μετακριτηριολο-

γικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε. Ἡ φωτίζουσα ἀλήθεια ἔχει μιὰ ἰσχὺ

ποὺ ἐπιβάλλεται καὶ ἔτσι μόνο ἰσχύει γιατὶ μετάβαση ἀπὸ τὴν

ἀναλήθεια στὴν ἀλήθεια χωρὶς ἕνα ἐξ ἀρχῆς ἰσχῦον καὶ ἐπα-

ληθευόμενο κριτήριο δὲν εἶναι δυνατή. Τὸ κριτήριο αὐτὸ τίθε-

ται ἔτσι σὲ διαλεκτικὴ ἐρώτηση ὡς πρὸς τὴν ἰσχύ του ἔναντι

τῆς ἀναλήθειας γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ ἀπὸ ἕνα παρόμοιο ἐπα-

ληθευόμενο κριτήριο ἰσχύος, ἀφοῦ ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἀνα-

λήθεια στὴν ἀλήθεια εἶναι ἀδύνατη χωρὶς ἕνα τέτοιο! Γιαυτὸ

καὶ τὸ τελικὸ κριτήριο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀποδοχὴ τῆς φωτίζου-

σας ἀλήθειας εἶναι ἡ «συνήθεια». Τόσο στὴν ἀναλήθεια ὅσο

καὶ στὴν ἀλήθεια ἡ συνήθεια ἀποτελεῖ τὸ τελικὸ κριτήριο ἀπο-

δοχῆς καὶ συγκατάθεσης. Ἡ ἰσχὺς τῆς φωτίζουσας ἀλήθειας

εἶναι ἐπαληθευτικὴ καὶ μόνο μὲ τὴ βία καὶ τὴ συνήθεια εἶναι

δυνατὴ ἡ ἀποδοχή της. Τὸ ἐρώτημα τῆς θεμελίωσης καὶ ἀπό-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 17

δειξής της ἔναντι τῆς ὑπόθεσης τῆς ἀναλήθειας παραμένει.

Ἡ ἔξοδος καὶ πορεία ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια πρὸς τὴν ἀλήθεια εἶ -

ναι ἀδύνατη ἔτσι ἡ ἐπιβαλλόμενη καὶ μὲ τὴ συνήθεια ἰσχύου-

σα ἀλήθεια ὀφείλει συνεχῶς νὰ ἀποδεικνύεται ἔναντι τῆς δια-

λεκτικῆς ὑπόθεσης τῆς ἀναλήθειας. Αὐτὴ ἡ ἔννοια τῆς ἀλή-

θειας εἶναι ἐλλειπτική, ἐπειδὴ τὸ τελικὸ καὶ λειτουργικὸ κρι-

τήριο τῆς ἀλήθειας εἶναι ἐλλειπτικὸ σὲ χῶρο στὸν ὁποῖο δὲν

ἰσχύει ἡ δεδομένη ἰσχύς του! Ἡ ἀλήθεια δὲν μπορεῖ νὰ προέλ-

θει ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια ἢ γενικότερα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἀπουσιάζει

καὶ ἐρωτᾶται, ἀπὸ τὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο ἐρώτησης τοῦ

ὑπαρκτοῦ ἢ μιᾶς ἰσχύουσας «ἰδέας», παρὰ μόνο ἀπὸ ἕνα ἤδη

ἰσχῦον καὶ ἀληθές, ἁπλὰ ἐπαληθευόμενο κριτήριο! Στὴν ρι-

ζικὴ καὶ ἀδυσώπητη ἐρώτηση, στὴν ὁποία τίθεται ἔτσι ἀπὸ

τὸν χῶρο τῆς ἀναλήθειας ἢ ἀπὸ τὸν πάντα ὑπάρχοντα εὐρύ-

τερο ἐξωοντολογικὸ χῶρο7 ἐρώτησης κάθε ὑπαρκτοῦ καὶ κά-

θε ἰσχύουσας «ἰδέας» πρέπει νὰ βρεθεῖ μιὰ διαλεκτικὴ καὶ

αὐτοκριτικὴ ἐπιρρωτικὴ θεμελίωση, ἀφοῦ ἡ ἀλήθεια δὲν μπο-

ρεῖ νὰ προέλθει, νὰ ἐκπηγάσει, νὰ ἀληθεύσει ἀπὸ αὐτὸ τὸ

χῶρο. Ἡ ἀλήθεια ὀφείλει πάντα νὰ πολεμᾶ κριτικὰ καὶ δια-

φωτιστικὰ τὴν ἀναλήθεια ἔτσι ὥστε νὰ ἀποδεικνύει τὴν οὐσία

καὶ λειτουργία της, τὴν διαφωτιστικὴ ἐπαλήθευσή της σὲ

χῶρο, τὸν ὁποῖο χρειάζεται γιὰ νὰ ἐξασκεῖ τὴν δεδομένη ἰσχύ

της καὶ ἐπίσης ὀφείλει νὰ βεβαιώνει τὸν ἑαυτό της διαλεκτικὰ

καὶ αὐτοκριτικὰ ἔναντι τοῦ χώρου τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ

ἐξωοντολογικοῦ χώρου ὡς χώρου διαλεκτικῆς καὶ ριζικῆς ἐ -

ρώτησης καὶ ἀμφισβήτησης. Ἡ ἐξάσκηση τῆς κριτικῆς ἰ -

σχύος της κατὰ τῆς ἀναλήθειας τὴν κάνει αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἐ -

πειδὴ δὲν ἔχει καμία εὐρύτερη ἐπίρρωση καὶ ἐκπήγαση ἀπὸ

τὸν χῶρο ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀκριβῶς δὲν μπορεῖ νὰ προέλθει. Ἡ

ἀλήθεια εἶναι ἡ κριτικὴ ἀπὸ ἕνα δεδομένα ἰσχῦον κριτήριο

18 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

7. Σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸν χῶρο ἴδε: Ζήνωνα Τσικρικᾶ, Ὁ ἐξωοντολογικὸς

χῶρος τῆς ἀλήθειας. Μιὰ ἀπόπειρα μὲ ἀφορμὴ τοὺς Χέγκελ, Χάιντεγγερ

καὶ Μάξιμο Ὁμολογητή, Ἁθήνα 2007.

–ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι αὐτοφωτισμένο– ἀλλὰ καὶ ἡ θεμελίωση

καὶ ἀπόδειξη τῆς ὑπεροχῆς του ἔναντι τῆς ἀναλήθειας, εἶναι

ἡ διαρκὴς ἐξάσκηση τῆς κριτικῆς ἰσχύος τοῦ κριτηρίου, ἐνῶ ἡ

ἀκινησία, ἡ ἀπώλεια τῆς ἐξάσκησης τῆς ἐπαληθευτικῆς ἰ -

σχύος του καὶ ἡ ἔκθεση σὲ μιὰ εὐρύτερη διαλεκτικὴ ἐρώτηση

ἀπὸ τὴν ἰσοδύναμη διαλεκτικὰ ὑπόθεση τῆς ἀναλήθειας θὰ

ὁδηγοῦσε στὴν κατάρρευσή του. Ἡ ἀπόλυτη ἀξίωση τῆς ἀλή-

θειας γιὰ διαφωτιστικὴ καὶ κριτικὴ ἰσχὺ ἔναντι τῆς ἀναλήθει-

ας εἶναι ἔτσι ὅμως τραγική, στρέφει τὴν κριτική της ἰσχὺ

ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της, γίνεται αὐτοκριτικὴ γιατὶ ὀφείλει νὰ

δώσει λόγο τῆς ἀξίωσής της ἔναντι καὶ στὴ θέση τοῦ κρινο-

μένου ἄλλου θεμελιώνοντας τὴν ἰσχύ της καὶ μὴν ἀφήνοντάς

την δεδομένα καὶ αὐτονόητα ἰσχύουσα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ

ἀλήθεια δὲν μπορεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ προέλθει ἀπὸ τὴν ἀνα-

λήθεια καὶ ἡ ἀναλήθεια καὶ γενικότερα ὁ ἐξωοντολογικὸς χῶ -

ρος ἐρωτᾶ ριζικὰ καὶ ἀδυσώπητα κάθε ὑπαρκτὸ καὶ κάθε ἰ -

σχῦον κριτήριο ἀλήθειας. Ἡ ἐλλειπτικότητα τῆς ἔννοιας τῆς

ἀλήθειας καὶ τοῦ ἐπαληθευόμενου διαφωτιστικοῦ κριτηρίου

ποὺ ἀποκλείει τὴν ἐκπήγαση τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς

ἀναλήθειας ὁδηγεῖ μετὰ τὴν κριτικὴ τῆς ἀναλήθειας στὴν

τραγικὴ διαλεκτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ θεμελίωση τῆς ἀλήθειας

ἔναντι τοῦ χώρου ἀναλήθειας καὶ γενικότερα τοῦ ἐξωοντολο-

γικοῦ χώρου. Τελικὰ αὐτὸ ποὺ μένει ἀπὸ τὴν οὐσία τῆς ἀλή-

θειας εἶναι αὐτὴ ἡ ἀξίωση ἰσχύος ἔναντι τῆς ἀναλήθειας ποὺ

πλέον ὅμως ἀποδομεῖ καὶ κατατρώγει κάθε δεδομένο περιεχο-

μενολογικὸ κριτήριο κριτικὰ ἀλλὰ καὶ αὐτοκριτικὰ ὥστε νὰ

μείνει ἀκριβῶς ὡς μιὰ κενὴ αὐτοκριτικὴ δύναμη θεμελίωσης

καὶ ἀπόδειξης ἀληθῶν μορφῶν ἀλλὰ καὶ τῆς τραγικῆς αὐτο-

κριτικῆς αὐτομηδενιστικῆς ἀναίρεσής τους στὴν ἀληθευτικὴ

καὶ ἀποδεικτικὴ αὐτὴ κενὴ δύναμη καὶ κίνηση μὲ ἐναργέ -

στερα παραδείγματα αὐτὰ τῶν Παρμενίδη, Πλωτίνου, Hegel,

Stir ner, Nietzsche καὶ Adorno. Ἡ ἔννοια καὶ τὸ κριτήριο ἀ λή-

θειας ἐξ αἰτίας τῆς ἐλλειπτικότητάς τους ὀφείλουν νὰ κα ταρ-

ρίπτουν πάντα κάτι ὡς μὴ ἀληθὲς ἀναζητώντας διορθωτι κὰ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 19

κριτικὰ καὶ αὐτοκριτικὰ μιὰ ἀξιούμενη ἀρνητικὴ ὀρθὴ καθαυ-

τότητα μὴ μπορώντας νὰ φθάσουν στὴν ἀναζήτηση καὶ διε-

ρεύνηση τῆς δυνατότητας νὰ ἐκπηγάζει ἡ ἀλήθεια καὶ μάλι-

στα στὴν οὐσιαστικὴ καὶ ριζικὴ σημασία της ἀπὸ τὸν χῶρο

ἀπουσίας ἑνὸς ἐπαληθευόμενου ἰσχύοντος κριτηρίου, δηλαδὴ

καὶ ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἀναλήθειας. Ἡ ἐλλειπτικότητα τῆς

ἔννοιας τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ ἐξ ἰσχύος ἐπαληθευόμενου κρι-

τηρίου, ὁ χῶ ρος τῆς ἀναλήθειας καὶ γενικότερα ὁ ἐξωοντολο-

γικὸς χῶρος ἐρώτησης ἀναγκάζει τὸ ἀληθὲς κριτήριο σὲ συ-

νεχῆ δια λεκτι κὴ διαφωτιστικὴ κριτικὴ ἀλλὰ καὶ αὐτοκριτικὴ

ἐπίρρωση τῆς ἰσχύος του.

Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Nietzsche συνεχίζει καὶ ὁλοκλη ρ -

ώνει τὸ παράδειγμα τοῦ σπηλαίου τοῦ Πλάτωνα. Στὸ Nietz -

sche τὸ φῶς δὲν προέρχεται πλέον ἀπὸ τὸν ἥλιο παρὰ ἀπὸ τὸν

ἴδιο τὸν Ζαρατούστρα σὰν ἀπὸ σκοτεινὰ ὄρη. Ἁλλοῦ μεταχει -

ρίζεται τὴν ἔκφραση «κεραυνὸς»8 ἀπὸ σκοτεινὰ νέφη. Τὸ φῶς

δὲν προέρχεται ἀπὸ κάποια δεδομένη ὑπερβατικὴ φωτεινὴ

πηγὴ παρὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ζαρατούστρα, τοῦ ὁποίου ὅμως ὁ

πυρήνας εἶναι σκοτεινὸς καὶ τὸ φῶς ξεπηδᾶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ νὰ

ξανασβήσει πάλι καὶ νὰ ξανανάψει, ὅπως ὁ κόσμος τοῦ Ἡρα-

κλείτου ἢ ὁ κυκλικὰ θνήσκων καὶ ἀναγεννώμενος Διόνυσος,

ὁ circulus vitiosus deus. Ὁ Ζαρατούστρα δὲν ἔχει σκιά, αὐτὴ

ἔχει μεταφερθεῖ στὸ κέντρο τῆς οὐσίας του καὶ εἶναι τὸ σκο-

τει νὸ μέτρο συνεχοῦς διόρθωσης, ἀναίρεσης καὶ πυροδότησης

τῆς τραγικῆς ἀποδεικτικῆς κίνησης. Ὁ ἴδιος εἶναι σκοτεινὸς

καὶ τὸ φῶς τῆς ἐμφάνισής του ἀπὸ αὐτὸν τὸν σκοτεινὸ πυρή-

να εἶναι μιὰ στιγμιαία ἀστραπὴ χωρὶς σκιὰ πιά. Δὲν ὑπάρχει

πλέον ὑπόλλειμμα δεδομένου ἀναπόδεικτου καὶ μὴ αὐτο κριτι -

κὰ ἀνηρημένου περιεχομένου ἔναντι τῆς ἐρώτησης τῆς ἀνα-

λή θειας καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου. Ἡ οὐσία τοῦ ὑπερ αν -

θρώπου εἶναι στιγμιαία φωτεινὴ αἰσθητικὴ θέσπιση ἀπὸ τὴν

σκοτεινή, ἐλεύθερη περιεχομένου καὶ κενὴ τραγικὴ θεσπιστι -

20 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

8. Ὅ.ἀ., KSA, 18.

κὴ καὶ αὐτοκριτικὴ δύναμη. Τὸ φῶς θὰ σβήσει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν

σκοτεινὸ αὐτοκριτικὸ πυρήνα του χωρὶς νὰ ἔχει ἀφήσει σκιά.

Ἡ κριτικὴ ἔναντι τοῦ ἄλλου καὶ τῆς ἀναλήθειας ἔχει ὁλοκλη -

ρωθεῖ πλήρως σὲ τραγικὴ αὐτοκριτική. Εἶναι ἐνσυνείδητη

ἐκστατικὴ αἰσθητικὴ θέσπιση τοῦ ἑαυτοῦ καὶ αὐτομηδενιστι -

κὴ αὐτοκριτικὴ ἀναίρεσή του, κατάρρευση πίσω στὴν κενὴ

αἰσθητικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ δύναμη, στὸν μόνο ἐλεύθερο ἀν α-

πόδεικτου περιεχομένου πυρήνα ποὺ ἀπέμεινε μετὰ τὴν πλή ρη

κριτικὴ καὶ αὐτοκριτική του ἔναντι τῆς ἀδυσώπητης διαλε-

κτικῆς ἐρώτησης τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου καὶ τῆς ἀναλή-

θειας. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἕνα ἐνσυνείδητο ψεῦδος ποὺ θε σπίζεται

καὶ αὐτομηδενίζεται αὐτοκριτικά, ἀφοῦ ἡ ἐκπήγαση τῆς ἀλή-

θειας ἀπὸ τὸν χῶρο στὸν ὁποῖο ἐρωτᾶται χωρὶς τὴν ὕπαρξη

ἑνὸς ἰσχύοντος ἐπαληθευομένου κριτηρίου, δηλαδὴ στὸν

ἐξωοντολογικὸ χῶρο καὶ στὸν χῶρο τῆς ἀναλήθειας εἶ ναι

ἀδύνατη ἔτσι ὥστε ἡ ἔννοια τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ ἐπα ληθευό-

μενου κριτηρίου της νὰ περιορίζεται στὴν κριτικὴ καὶ αὐτοκρι-

τικὴ διόρθωση καὶ ἀναίρεση κάθε δεδομένου περιε χο μένου τοῦ

ἀντικειμενικοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ ὑποκειμενικοῦ κόσμου ἔναντι

τῆς διαλεκτικῆς ὑπόθεσης τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ ἐ ξω -

οντολογικοῦ χώρου. Κατὰ πρῶτον, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἡ μετα-

φυσικὴ ὑπερβατικὴ δεδομένη ἀλήθεια ὑποκειμενικοποιή θηκε

μετὰ ἀπὸ διάφορες φάσεις πλήρως στὸ τελικὸ ζωντανό, πραγ-

ματικό, αὐτοσυνείδητο κριτήριό της, στὴν αὐτοσυνει δη σία τοῦ

ἀνθρώπινου ὑποκειμένου, γιατί αὐτὴ ἦταν ἡ τάση τοῦ ἴδιου του

ὑπερβατικοῦ φωτὸς καὶ τῆς μεταφυσικῆς ἀλήθειας, ἡ ἀνάδει-

ξη ἑνὸς τέτοιου βέβαιου καὶ θεμελιωμένου, πραγματι κοῦ καὶ

αὐτοαποδεικνυόμενου, ἰσχύοντος καὶ αὐτόνομου ὑπο κειμένου

ἔναντι τῆς διαλεκτικῆς ριζικῆς ἀμφισβήτησης καὶ ἐρώτησης.

Ἁλλὰ καὶ αὐτό, κατὰ δεύτερον, ἀπισχάνθηκε πλή ρως ὡς πε-

ριεχόμενο διαλεκτικὰ καὶ αὐτοκριτικὰ ἔναντι τῆς ριζικῆς καὶ

ἀδυσώπητης ἐρώτησης τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώ ρου καὶ τῆς

ἀναλήθειας καὶ κατέρρευσε στὴν τελικὴ θεμελιω τι κὴ ἰσχύ

του, σὲ μιὰ πλήρως αὐτοκριτική, κενή, αἰσθητικὴ καὶ σκο-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 21

τεινὴ κριτικὴ δύναμη. Τὸ τέλος τῆς διήγησης τοῦ σπηλαίου

τοῦ Πλάτωνα εἶναι ἡ διήγηση τοῦ σπηλαίου τοῦ Νίτσε.

Γιὰ τὸ σπήλαιο τοῦ Ἅδη ὡς τόπο ἔκπτωσης ἀπὸ τὴν ἀ λή-

θεια καὶ τὴ ζωή, τόπο θανάτου καὶ σιδερένιας ὑποταγῆς σὲ

αὐτὸν γίνεται λόγος ἰδιαίτερα καὶ στὴν ἑλληνικὴ θεολογία καὶ

εἰδικὰ καὶ στὸν Μάξιμο Ὁμολογητή. Ὁ κίνδυνος καὶ ἡ πρα γ-

ματικότητα τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ θανάτου, τοῦ ἐξωοντο -

λογικοῦ χώρου ἐρώτησης τῆς ἀλήθειας κάθε ὑπαρκτοῦ καὶ

κάθε ἰσχύουσας ἰδέας μὲ τὴν πιθανότητα ἀλήθευσης ἀλλὰ

καὶ ἀναλήθειας καὶ ἔκπτωσης στὸ θάνατο εἶναι ὑπαρκτός. Ἡ

ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ δὲν εἶναι οὔτε ἁπλὴ ἐπαλήθευση ἑνὸς

ἰσχύοντος κριτηρίου οὔτε ἔξοδος ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια καὶ τὸ θά-

νατο μέσω αὐτοῦ, ἀφοῦ ἕνα τέτοιο δὲν ἐπαρκεῖ. Ἡ ἐρω τώμενη

ἀλήθεια ὑπερβαίνει κάθε δεδομένο, ἰσχῦον καὶ ἐπα ληθευόμενο

κριτήριο. Ἡ κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ ποὺ ἀναδει κνύει τὸ ψεῦ -

δος ἔναντι τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου καὶ τῆς ἀναλήθειας εἶ -

ναι ἀνεπαρκὴς καὶ ἁπλὰ ἐλλειπτική. Στὸ ψεῦ δος δὲν λείπει τὸ

ἐπαληθευόμενο κριτήριο ποὺ ἀκριβῶς εἶναι ἀνεπαρκὲς καὶ ἐλ -

λειπτικὸ ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἔννοια τῆς ἀλή-

θειας καὶ τοῦ κριτηρίου ὡς κριτικῆς καὶ αὐτο κρι τικῆς ἐπαλή-

θευσης. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἐρωτᾶται πέρα ἀπὸ τὸ δεδομένο ὑ -

παρκτὸ καὶ κάθε ἰσχῦον κριτήριο ἀλήθειας ὡς μιὰ ἐλλείπουσα

ἀλήθεια ποὺ θέτει τὸ ὑπαρκτὸ καὶ κάθε ἐπα ληθευόμενο κριτή-

ριο σὲ μιὰ ὑπερβάλλουσα ἐρώτηση. Ἡ ἐλ λεί πουσα ἀλήθεια

μπορεῖ νὰ προέλθει μόνο ἀπὸ τὸ αἴσθημα ἔλ λει ψης αὐτῆς ὡς

ὄντος ἐλλείπουσας καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐπαλή θευση τοῦ ἰσχύοντος

ὑπαρκτοῦ ἢ ἑνὸς κριτηρίου. Γιαυτὸ ἀκρι βῶς ὑπάρχει ἡ δυνα-

τότητα καὶ πραγματικότητα τῆς ἀναλή θειας καὶ τοῦ θανά-

του. Ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ δὲν εἶναι δια λεκτικὴ κριτικὴ ἢ αὐ -

τοκριτικὴ ἐπαλήθευση ἀλλὰ ἐκπήγαση αὐτῶν ἐκεῖ ὅπου ἐρω -

τῶνται καὶ ἐλλείπουν, πρόταξη τῆς ἀ λήθειας πρὸ τοῦ ὑπαρ-

κτοῦ καὶ ἑνὸς κριτηρίου ἐπαλήθευσης ὡς ἐλλειπτικῶν ἰδιότρο-

πων κατόχων-ὑποκειμένων αὐτῆς. Ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος, ὁ Θεὸς ὡς

ἀλήθεια, ὁ ἀληθὴς Θεὸς καὶ ὄχι ὡς διαλεκτικό, κριτικὸ ἢ αὐ -

22 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

τοκριτικὸ ὑποκείμενο τῆς τοιουτοτρό πως διορθωτικὰ ἐπαλη-

θευόμενης ἀλήθειάς του, ἐκπηγάζει ὡς ἐλλείπουσα φωτεινὴ

δι αυγὴς καὶ πρωτογενὴς ἀλήθεια, ὄχι ἐλλειπτικὰ περιφρου-

ρούμενη καὶ ἀποδεικνυόμενη, ἐκεῖ ὅπου ἐρωτᾶται καὶ ἐλλείπει,

καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὸ σπήλαιο τοῦ Ἅδη. Αὐτὸ σημαίνουν

οἱ παραπάνω ἀναφερθεῖσες ἐκφράσεις τοῦ Μαξίμου «ὑποκά-

τωθεν ἀνατολή», «ἐκ νεκρῶν ἀνατεί λας», «πρωτότοκος τῶν

νεκρῶν», «σκώληξ ἐκ σήψεως» κα θὼς καὶ πολλὲς ἄλλες, τό-

σο σὲ αὐτὸν ὅσο καὶ στὴ θεολογία γενικότερα, ὅπως θὰ δοῦμε.

Ἡ συνέχεια καὶ τὸ τέλος τῆς διήγησης τοῦ σπηλαίου στὸν

Πλάτωνα εἶναι ἡ διήγηση τοῦ σπηλαίου στὸ Νίτσε. Ἡ ἐλλει-

πτικότητα καὶ ἡ συρρίκνωση τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας στὴν

διορθωτικὴ κριτικὴ ἢ πλήρως αὐτοκριτικὴ λειτουργία τῆς ἔ -

ναντι τοῦ ψεύδους. Ἡ ἀδυναμία τῆς ἐκπήγασης τῆς ἐλλεί-

πουσας ἀλήθειας ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν χῶρο ποὺ ἐρωτᾶται καὶ ἐλ -

λείπει, καὶ ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἀν αλήθειας, τοῦ θανάτου, τῆς ἐ -

πώδυνης ἔλλειψης τῆς ἀλήθειας καὶ ὁ περιορισμὸς τῆς λει-

τουργίας της στὴν κριτικὴ ἡ πλήρως αὐτοκριτικὴ ἐπαλήθευ-

σή της. Ἡ πρόταξη ὅμως τῆς ἀλήθειας πρὸ τοῦ ὑπαρκτοῦ καὶ

ἑνὸς ἐπαληθευόμενου (αὐτο)κριτικοῦ κριτηρίου, τὸ κόλπο gros-

so, ἂν ἐπιτρέπεται ἡ ἔκφραση, ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς καὶ δυ-

τικῆς μεταφυσικῆς καὶ ἔννοιας τῆς ἀλή θειας συμβαίνει μὲ

τὴν ἀλήθευση καὶ ἀνάσταση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ

Ἅδη. Αὐτὸ εἶναι τὸ σκάνδαλο καὶ ἡ μωρία ἔναντι τῆς σοφίας

τῆς ἐπαληθευόμενης κριτηριολογικῆς καὶ μετακριτηριολο-

γικὴς (αὐτο)κριτικῆς ἀλήθειας. Ἔτσι παρι στά νεται καὶ τὸ

«θαῦμα» τῆς πρόταξης τῆς ἀλήθειας πρὸ τοῦ Εἶναι καὶ τῆς

ἐλλειπτικῆς (αὐτο)κριτικῆς ἀλήθειας στὴν ἑλ ληνικὴ θεολο-

γία καὶ ζωγραφική, ὡς ὁ ἀκριβῶς ἐκ τοῦ θανά του καὶ τοῦ

σπηλαίου τοῦ Ἅδη ἀληθεύων καὶ ἀνιστάμενος Θεός.

Ἡ κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ αὐτὴ πορεία ἀπὸ τὶς φωτίζου -

σες ἰδέες τοῦ Πλάτωνα μέχρι τὸν χωρὶς δεδομένη οὐσία καὶ

σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ σκοτεινὰ νέφη τραγικὰ καὶ αἰσθητικὰ ἀνα-

γεννώμενο καὶ αὐτομηδενιζόμενο ὑπερ-άνθρωπο εἶναι ἡ ἱστο-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 23

ρικὴ καὶ συστηματικὴ πραγματικότητα τοῦ μηδενισμοῦ στὴν

μεταφυσική. Ὁ μηδενισμὸς εἶναι ἡ ἐσώτερη λογικὴ καὶ ἐντε-

λέχεια τῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς ἐλλειπτικῆς ἰδέας τῆς ἀλή-

θειας ὡς μόνο διορθωτικῆς ἐπαληθευτικῆς κριτικῆς καὶ αὐτο-

κριτικῆς ἔναντι τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου ριζικῆς ἐρώ τησης

κάθε ὑπαρκτοῦ καὶ κάθε ἰσχύουσας ἰδέας, καὶ ἔτσι καὶ τῆς

ἀναλήθειας, καὶ ὄχι ὡς ἐκπήγασης ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν

χῶρο ἐρώτησής της τὸ ὑπαρκτὸ καὶ κάθε ἐπαληθευόμενο ἰ -

σχῦον κριτήριο ὑπερακοντίζουσας ἐξωοντολογικῆς ἀλήθειας

ποὺ προϋποτίθεται τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ὡς

ἐπαλήθευσης. Ἡ κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ ἐκδίπλωση τῆς

ἔννοιας τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς μεταφυσικῆς ὡς μηδενισμὸς θὰ

μποροῦσε νὰ διαπραγματευθεῖ στὶς ἀναλύσεις καὶ στὸ ἔργο

τῶν Heidegger, Horkheimer-Adorno, Hegel, Stirner καὶ Nietz -

sche καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιπαρατεθεῖ τὸ διαφο -

ρετικὸ παράδειγμα τοῦ Μαξίμου. Ἡ αὐτοκριτικὴ πορεία τῆς

ἔννοιας τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς μεταφυσικῆς ὡς μηδενισμὸς

προσπαθεῖ νὰ ἀφιχθεῖ στὸ τελικὸ ἰσχῦον ἀποδεδειγμένο καὶ

ἐλεύθερο ἀναπόδεικτου περιεχομένου ὑποκείμενο τοῦ Εἶναι

ἔν αντι τῆς ἐξωοντολογικῆς ἐρώτησης καὶ ἔτσι καὶ τῆς ἀνα-

λή θειας καὶ τελικὰ καταλήγει σὲ μιὰ κενὴ αἰσθητικὴ θεσπι -

στικὴ καὶ αὐτομηδενιστικὴ δύναμη. Ὁ Μάξιμος ἀντίθετα ἀ -

να ζητεῖ τὸν χῶρο τῆς ἔλλειψης καὶ ἐρώτησης τῆς ἐξωον τολο-

γικῆς ἀλήθειας, τὸν χῶρο τοῦ θανάτου τῆς ἀνθρώπινης φύσης

καὶ τοῦ Ἅδη ὡς χώρου ἐρώτησης καὶ ἔλλειψης τῆς ἐξωοντο-

λογικῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ὅπου ἐκπηγάζει αὐ τὴ δι-

αυγῶς ἐξωοντολογικὰ καταρρίπτοντας τὴν ἰδέα ἑνὸς ἰσχύον-

τος, ἐλλειπτικὰ (αὐτο)κριτικὰ περιφρουρούμενου καὶ ἐπαλη-

θευόμενου κριτηρίου καὶ ὑποκειμένου τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἀλή-

θειάς του, τὴν ὁποία αὐτὸ θέλει νὰ κατέχει καὶ νὰ περιέχει

ἀκριβῶς (αὐτο)κριτικά, ἐπαληθευτικά, ἐκστατικά-ἀναιρετι -

κά, ἰδιότροπα.

Ὁ μηδενισμὸς δὲν εἶναι μιὰ συγκεκριμένη ἱστορικὴ περί -

οδος στοὺς νεώτερους χρόνους, παρὰ ἡ ἴδια ἡ οὐσία καὶ κρι-

24 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

τικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ κίνηση τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας καὶ

τῆς μεταφυσικῆς σὲ διαφορετικὲς φάσεις νοηματοδότησης

καὶ θέσπισης τοῦ ὑπαρκτοῦ ἔναντι τοῦ μηδενὸς καὶ ἡ συν -

ειδητοποίηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Τὸ ἱστορικὸ παρὸν ἀνήκει

στὴν φάση τοῦ «ἐκστατικοῦ» ἢ «κλασικοῦ» μηδενισμοῦ, ὅπως

τὸν ὀνομάζει ὁ Nietzsche, στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος, διαμορφώ -

νεται, αὐτοθεσπίζεται καὶ αὐτοσυνειδητοποιεῖται ὡς εἰκόνα

καὶ ἐπίφαση, στὴν ὁποία ἀπουσιάζει κάθε οὐσιακὸ πρωτότυπο.

Εἶναι ἡ ἐποχὴ τῶν εἰκόνων, ἡ νέα ἐποχή, στὴν ὁποία ὁ ἄν θρω-

πος μορφώνει καὶ θεσπίζει τὸν ἑαυτό του ὡς εἰκόνα καὶ τὸν

καταστρέφει αὐτοκριτικὰ μὴ δεσμευόμενος ἀπὸ μιὰ οὐ σιακὴ

πρωτότυπη καθαυτότητα, θέλοντας νὰ εἶναι πλήρως ἐλεύθε-

ρος, αὐτοκριτικὰ καὶ αὐτομηδενιστικὰ κυρίως ἔναντι ἑνὸς δε-

δομένου ἑαυτοῦ του. Ἡ ἔρευνα καὶ ἐξέλιξη τῆς βιο τεχνολο-

γίας, τῆς τεχνητῆς νοημοσύνης καὶ τοῦ ἐγκεφάλου, ποὺ μό-

λις ξεκίνησαν καὶ ἔχουν μπροστά τους αἰῶνες ἐξέλιξης, ὁδη-

γοῦν τὸν ἄνθρωπο σὲ συνεχεῖς αἰσθητικῆς ὑφῆς αὐτοθε -

σπίσεις καὶ τὸν ξαναγυρίζουν τραγικὰ ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησε, στὴν

αὐτομηδενιστικὴ ἐλεύθερη κενότητά του. Ὁ μηδενισμός, ὡς

ἐνσυνείδητος αἰσθητικὸς αὐτομηδενισμός, εἶναι τὸ πρόγραμ -

μα τῆς νέας ἐποχῆς, τῆς μετανεωτερικότητας, ποὺ μόλις ξε-

κίνησε καὶ στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει κανένα δεδομένο

σταθερὸ ἑαυτὸ πλέον, οὔτε ρεαλιστικὸ οὔτε νομιναλιστικό. Γι-

αυτὸ ὁ μηδενισμὸς καθαυτὸς ἀποτελεῖ θεματικὴ μείζονος

ἐνδιαφέροντος, τοῦ ὁποίου τὰ ἀκριβῆ οὐσιώδη χαρακτηριστικὰ

χρήζουν πάντοτε μελέτης καὶ ἑρμηνείας, πρὶν ἴσως ἀπὸ τὴ

συγκεκριμένη ἱστορικὴ δευτερογενῆ καὶ συγκεκριμένη μορ φο-

ποίησή τους.

Ἂν καὶ ὡς μηδενισμὸς θεωρεῖται ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, ἡ

πτώση τῶν ἀνωτέρων ἀξιῶν, ὅπως θὰ δοῦμε ἀναλυτικὰ στὰ

ἑπόμενα δύο μέρη τῆς διαπραγμάτευσης, αὐτὸς δὲν εἶναι ἁ -

πλῶς ἡ ἐκμηδένιση τοῦ Θεοῦ, τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν ἀξιῶν ἀπὸ τὸ

νεωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ ἡ ὑπέρβαση τῆς δογματικῆς μεταφυ -

σι κῆς καὶ θεολογίας ἀπὸ μιὰ νέα μὴ μεταφυσικὴ περίοδο,

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 25

παρὰ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία καὶ διαλεκτικὴ κίνηση τῆς ἴδιας τῆς

ἔννοιας τῆς ἀλήθειας, τῆς ὀντολογίας καὶ ἀνθρώπινης αὐτο-

συνειδησίας ἀπὸ τὰ πρωτόγονα στάδιά της καὶ συνεχίζεται

καὶ σήμερα στὴν αἰσθητικὴ καὶ τὸν πραγματισμὸ ὡς ἐνσυνεί -

δητος καὶ αὐτοκριτικὸς μηδενισμός. Ἁποτελεῖ τὴν οὐσία καὶ

τὴν ἐσωτερικὴ διαλεκτικὴ τῆς μεταφυσικῆς, μὲ τὴν ὁποία

αὐτὴ ἀναζωογονεῖται προβαίνοντας σὲ νεώτερες νοηματοδο -

τήσεις τοῦ ὑπαρκτοῦ μετὰ τὴν ἀναγκαία μεθοδολογικὴ καὶ

μάλιστα κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ κατάργηση τῶν παλαιο -

τέρων. Ἡ ὀντολογία καὶ μεταφυσικὴ καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία

ἤδη τοῦ πρωτογόνου καὶ ἀρχαϊκοῦ ἀνθρώπου διαχωρίζει, ἐν -

τὸς τοῦ κοσμικοῦ χάους, τῆς φύσης, τῆς ἱστορίας, τοῦ Εἶναι

γενικά, στὸ ὁποῖο βρίσκεται καὶ τοῦ ὁποίου τὴν τρομερὴ βία

ἀλλὰ καὶ τὴν θελκτικὴ ἐπιρροὴ ὑφίσταται9, καὶ συγκεκριμε -

νο ποιεῖ ἀπὸ τὸ «ἀνόητο» καὶ ἀδιαμόρφωτο χάος καθορισμένα

μορφώματα ἰσχύουσας νοηματοδότησής του, ἐννοιακῆς περι -

εκτικῆς κατοχῆς, νομοτελειακῆς ἐπαναληπτικότητας, προσ -

φόρου χειρισμοῦ, τὰ ὁποῖα ὡς ἔννοιες, ἰδέες, ὑποκείμενα θὰ λέ-

γαμε, περιέχουν τὸ ἀδιαμόρφωτο καὶ «ἀνόητο» χάος τῆς φύ-

σης καὶ τοῦ Εἶναι, ἐξωτερικοῦ ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικοῦ, καὶ προ-

σφέρονται γιὰ χειρισμὸ στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὲς οἱ ἔννοιες, ἰδέες

καὶ ὑποκείμενα ἀφαιροῦν καὶ ἀρνοῦνται τὸ ἄπειρο ἴσως σύνο-

λο τῶν φυσικῶν καὶ ὀντολογικῶν δυνάμεων καὶ τὸ ὑποκαθι-

στοῦν ὡς συγκεκριμένη ἔννοια, ἰσχύουσα ἰδέα, ἀξία καὶ ὑπο-

κείμενο ποὺ ἔχει νομοτελειακὴ ἐπαναληπτικότητα, κανονι-

στικὴ ἰσχὺ καὶ προσφέρεται γιὰ χειρισμὸ στὸν ἄνθρωπο. Μὲ

αὐτὲς τὶς ἔννοιες, ἰδέες, ἀξίες, ὑποκείμενα νοηματοδοτεῖ καὶ

χειρίζεται ὁ ἄνθρωπος τὸ Εἶναι του καὶ τὸ Εἶναι ἐν γένει, ὑπη-

ρετεῖ τὴν ζωή του ποὺ εἶναι ἡ ἐπιβίωσή του ἀλλὰ καὶ τὴν ὅσο

τὸ δυνατὸν πιὸ περιεκτικὴ τοῦ συνόλου Εἶναι ἐπιβίωση. Οἱ ἰδέ-

26 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

9. Mysterium fascinosum et tremendum τοῦ R. Otto ποὺ πέρασε στοὺς M.

Horkheimer καὶ Th. Adorno καὶ στὴν κατανόηση τῆς φύσης στὸ ἔργο τους

«Dialektik der Aufklärung».

ες, ἀξίες, ἔννοιες, τὰ ὑποκείμενα πρέπει νὰ βοηθοῦν τὸν ἄν -

θρωπο στὴν πραγματοποίηση τοῦ Εἶναι ὡς δικῆς του ζωῆς.

Διὰ μέσου αὐτῶν ὁ ἄνθρωπος ὑπηρετεῖ αὐτὸν τὸν σκοπό. Οἱ

ἴδιες οἱ ἀξίες, ἰδέες, ἔννοιες, ὑποκείμενα τοῦ Εἶναι τείνουν σὲ

αὐτὸ καὶ εἶναι τὰ περιεχόμενα μὲ τὰ ὁποῖα ἐργάζεται ὁ ἄν -

θρω πος πρὸς αὐτό. Βρίσκονται ὅμως ἤδη ἐντὸς μιᾶς διαλε -

κτικῆς διαμεσολάβησης ἀνάμεσα στὸ εὐρύτερο Εἶναι, τὸ ὁ -

ποῖο μορφοποιοῦν, καὶ προσφέρουν ἀκριβῶς στὴν ζωὴ καὶ ἐ πι-

βίωση τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ κινδύνου τῆς ἔκπτωσης στὸ

μηδὲν καὶ στὸ θάνατο καὶ δὲν ἀποτελοῦν τελικὸ αὐτοσκοπό.

Ἤδη ἔχουν ἀφαιρέσει ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο καὶ εὐρύτερο Εἶναι

τὴν καθολικότητα καὶ τὴν περιορίζουν σὲ συγκεκριμένες μορ-

φικὲς ταυτοποιήσεις. Τείνουν συνεχῶς πρὸς τὸν ἄνθρωπο τὸν

ὁποῖο ἔχουν ὡς σκοπό. Ἔννοιες, ἀξιακὲς θεσπίσεις, tabus, θε-

ό τητες, ἀφαιροῦν τὸ ἀδιαμόρφωτο Εἶναι καὶ τὸ διαμεσολαβοῦν

πρὸς τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἁποτελοῦν τὴν ἴδια τὴ διαμεσο -

λά βηση πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ὡς περιεχόμενα κινοῦνται συ-

νεχῶς πλέον διαλεκτικά-(αὐτο)κριτικὰ πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ

μορφοποιούμενα ἐξελικτικὰ ἔναντι τοῦ κινδύνου καὶ τῆς ἀ δυ-

σώπητης ἐρώτησης τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς ἔκπτωσης σὲ αὐ τό.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια ἡ κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ κίνηση τῆς μετα-

φυσικῆς ποὺ κινεῖται συνεχῶς ὅλο καὶ περισσότερο διορ θωτι-

κά, κριτικὰ καὶ μηδενιστικὰ ἀπὸ τὰ δεδομένα ὑποκείμενα

πρὸς νεώτερα ὅσο τὸ δυνατὸν ἐγγύτερα πρὸς τὸν ἄνθρωπινο

ὑποκείμενο ὡς fundamentum inconcussum veritatis ἔναντι τῆς

ἐρώτησης τοῦ μηδενός, τὸ ὁποῖο στὴ νεωτερικὴ ἐποχὴ ἀνα δει-

κνύεται τελικὰ ὡς τὸ τελευταῖο ὄντως ὑποκείμενο, ἡ μόνη

ἰσχύουσα ἀξία, ἀλλὰ καὶ πολὺ περισσότερο ἀποδομεῖται ἐντε -

λῶς καὶ αὐτομηδενίζεται, ὅπως θὰ δοῦμε. Ἡ ἴδια ἡ περιεχο-

με νο λογικὴ καὶ ἀναστοχαστικὴ τάση τῶν ὡς ἀλήθεια ἰσχυ -

όντων ἰδεῶν καὶ ἀξιῶν τείνει στὴν κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ

πραγματοποίησή τους σὲ ἕνα πραγματικὸ δηλαδὴ ὅσο τὸ δυ-

νατὸν πιὸ πραγματικό, ἰσχῦον, ἀποδεδειγμένο καὶ αὐτοσυ νεί -

δητο ὑποκείμενο ἔναντι τῆς ἀδυσώπητης ἐρώτησης τοῦ μη-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 27

δενὸς καὶ τῆς ἀναλήθειας. Ἡ ἀξία τῆς τιμιότητας τείνει σὲ

ἕνα ἰσχῦον, ἀποδεδειγμένο, πραγματικὸ τίμιο ὑποκείμενο, τοῦ

Θεοῦ σὲ ἕνα πραγματικὸ ἱστορικὸ Θεό κ.λπ. Ἡ ἴδια ἡ ἐσώτε-

ρη ἀναστοχαστικὴ διαλεκτικὴ κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ τῶν ἰ -

δεῶν καὶ ἀξιῶν ὡς ἀπόδειξή τους ἀφαιρεῖ τὰ ἀδιαμόρφωτα καὶ

ἀναπόδεικτα στοιχεῖα γιὰ χάρη τῶν πιὸ πραγματικῶν καὶ ἀ -

ποδεδειγμένων, πιὸ διαθεσίμων σὲ ἰσχύ, χειρισμό, ἔλεγχο, ἐ -

ποπτεία καὶ αὐτοεποπτεία στὴν ἀνθρώπινη συνείδηση. Οἱ ἴδιες

οἱ ἀξίες, ἰδέες, ἔννοιες, τὰ ὑποκείμενα τῆς δογματικῆς μετα -

φυ σικῆς εἶναι δογματικές-μυθολογικές, ἀλλὰ καὶ διαφωτι -

στι κές, αὐτοκριτικές, τείνουν συνεχῶς πρὸς πιὸ πραγματικὰ

ὑποκείμενα γιὰ χάρη τῆς θεμελίωσης τῆς ζωῆς τοῦ ἀν θρώ-

που. Δὲν ὑπάρχει ἕνα πλήρως δογματικό-μυθολογικὸ ὑ ποκεί-

μενο ἢ ἕνα πλήρως διαφωτισμένο ὑποκείμενο παρὰ ἡ μίξη καὶ

συνεχὴς διαλεκτικὴ ἀνάμεσα σὲ δογματικὰ καὶ δια φωτιστικὰ

ἀποδεικνύοντα στοιχεῖα. Ἡ ἑκάστοτε ἰσχύουσα ἀλήθεια τείνει

στὴν κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξή της ἔναντι τοῦ εὐρύτε-

ρου ἐξωοντολογικοῦ χώρου ἐρώτησης κάθε ὑπαρκτοῦ καὶ κά-

θε ἰσχύουσας ἰδέας, ἔναντι καὶ τῆς ἀναλή θειας. Αὐτὴ εἶναι ἡ

μεγάλη προσφορὰ στὴν κατανόηση τοῦ μηδενισμοῦ ποὺ μᾶς

δίνει ἡ «Διαλεκτική του Διαφωτισμοῦ» τῶν Horkheimer καὶ

Adorno καὶ ἡ «κριτικὴ θεωρία» τους. Ἁλλὰ καὶ στὸν M. Hei-

degger ὁ μηδενισμὸς εἶναι ἡ ἴδια ἡ λογικὴ καὶ κίνηση τῆς με-

ταφυσικῆς. Τὰ δύο κατ’ ἐξοχὴν πα ραδείγματα κριτικῆς καὶ

διάγνωσης τῆς μεταφυσικῆς καὶ διά γνωσης τοῦ μηδενισμοῦ,

αὐτὰ τῶν Heidegger καὶ Horkhei mer-Adorno ὁμοιάζουν ἐξαι-

ρετικά, ὅπως θὰ δοῦμε.

Ὁ μηδενισμὸς ὡς κίνηση τῆς μεταφυσικῆς καὶ ἐσωτερικὴ

αὐτοκριτικὴ διαλεκτική της ἀναζητεῖ τὸ τελευταῖο καὶ ἀλη-

θινὸ πραγματικὸ ὑποκείμενο, ποὺ γιὰ τὸν διαφωτισμὸ εἶναι ὁ

ἄνθρωπος. Μηδενίζει καὶ ἀφαιρεῖ συνεχῶς τὰ ἄλλα ὑποκεί -

μενα καθ’ ὁδὸν πρὸς τὸ πραγματικό, δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ εἶναι

τελικὰ ἰσχῦον πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφισβήτηση, αὐτοσυνείδητο,

αὐτοδιαχειριζόμενο καὶ αὐτοθεσπιζόμενο. Τὸ Εἶναι ὡς ὅλο

28 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

τείνει ἀφαιρετικὰ καὶ μηδενιστικὰ ἀπὸ τὰ δεδομένα, χαοτικά,

ἀσυνείδητα καὶ ἀδιαμόρφωτα στρώματά του πρὸς τὴν πραγ-

ματικότητά του10 ὡς τελικὰ ἀποδεδειγμένη καὶ ἀδιά σει στη,

ποὺ εἶναι ἡ αὐτοσυνείδητη, αὐτοεποπτευόμενη καὶ αὐτο θε σπι -

ζόμενη ἐγώτητα γιὰ τὸν ἑαυτό της ἔναντι τῆς ριζικό τατης

ἀμφισβήτησης καὶ ἐρώτησης τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ μη δενός. Τὸ

ἐγώ, ὄχι ἁπλὰ ὡς σκεπτόμενο λογικὰ ἄτομο, ἀλλὰ ὡς αὐτο-

φωτιζόμενο καὶ ὡς αὐτοσυνειδητοποιούμενο cogito me cogita-

re, εἶναι αὐτὸ ποὺ μπορεῖ συνεχῶς νὰ ἐξετάζει καὶ νὰ ἀποδει-

κνύει τὸν ἑαυτό του ὡς ἀλήθεια. Νὰ εἶναι ὁ τόπος ἀ ναπαρά-

στασης τῶν ὄντων ὑπὸ ἕνα πρίσμα, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι δεδομέ-

να δεκτὸ ὡς ἄτομο, ἀλλὰ τίθεται κριτικὰ καὶ διορθώ νεται

αὐτοκριτικὰ συνεχῶς. Ἁναζητεῖ ὅμως τὸ ἀληθινὸ ὑπο κείμενο

στὴν θέση τῶν ψευδῶν ἢ ἐπιθυμεῖ νὰ καταργήσει ἐξ ὁλοκλή-

ρου τὴν ἔννοια τοῦ ὑποκειμένου; Προσπαθεῖ νὰ ἀπε λευ θερωθεῖ

ἐντελῶς καὶ ἀπὸ μιὰ τελευταία περιοριστικὴ τοῦ καθόλου

Εἶναι ἀποδεδειγμένη (αὐτο)κριτικὴ ὑποκειμενικο ποίηση μή-

πως, ἀπελευθερώνοντας τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ξα νὰ πίσω

στὸ χαοτικὸ ἀδιαμόρφωτο Εἶναι; Ὅμως δὲν ἐπι στρέφει σὲ

αὐτὸ τὸ ἀδιαμόρφωτο ἐρωτώμενο ἐξωοντολογικὰ ὡς πρὸς τὴν

ἀλήθεια τοῦ Εἶναι, τὸ ὁποῖο εἶναι fascinosum ἀλ λὰ καὶ tre-

mendum, παρὰ θεσπίζει πιὰ τὸ ὑποκείμενο ὡς ἐπίφαση καὶ

εἰκόνα ποὺ ἔχει πλήρως αὐτοκριτικὴ συνείδηση αὐτοῦ τοῦ

πράγματος, ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀπελευ θε ρώνεται ἀπὸ μιὰ

μόνιμη οὐσιακὴ αὐτοδέσμευσή του μὲ τὴν αὐτοκριτικὴ κα-

τάργηση κάθε ἐπίφασης καὶ ἐπιστροφῆς στὴν διαχειριζόμενη

τελικὴ αὐτομηδενιστικὴ κριτική του δύναμη. Αὐτὴ δὲν ἀνήκει

στὴν ἐξωοντολογικὴ ἐρώτηση τοῦ ἀδιαμόρφωτου Εἶναι παρὰ

εἶναι ἡ ἔσχατη αὐτο-κριτικὴ ὑποκειμενικοποίηση ἑνὸς αὐτο-

συνειδητοποιημένου ὑποκειμένου. Ἁπὸ τὶς φωτίζουσες κριτικὰ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 29

10. Τὴν ἔννοια τῆς πραγματικότητας (actus purus, Wirklichkeit) ἀνα-

λύει ἐξαντλητικὰ ὁ Heidegger καὶ ἀλλοῦ καὶ κυρίως στό: «Die Metaphysik

des deutschen Idealismus», Α Bd. 49, Frankfürt a.Μ.,1991.

ἰδέες τοῦ Πλάτωνα ἔναντι τῆς ἀναλήθειας καὶ γενικότερα τοῦ

ἐξωοντολογικοῦ χώρου ριζικῆς ἐρώτησης φθάσαμε στὸ πλή-

ρως αὐτοκριτικὸ καὶ ὡς ἀστραπὴ ἀπὸ μιὰ σκοτεινή, αἰσθητι-

κή, καὶ ἐλεύθερη περιεχομένου θεσπιστικὴ καὶ ἀναιρετική,

διορθωτικὴ δύναμη θεσπιζόμενο καὶ αὐτοαναιρούμενο ὑποκεί-

μενο τοῦ Hegel, μετὰ τοῦ Stirner καὶ κατόπιν τοῦ Nietzsche.

Ὁ μηδενισμὸς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐλλειπτικὴ φωτίζουσα ἀποδει-

κτικὴ (αὐτο)κριτικὴ κίνηση τῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς ἔννοι-

ας τῆς ἀλήθειας ποὺ ἀναζητεῖ τὸ τελικό, ἐντελῶς αὐτοκριτι-

κό, ἐλεύθερο καὶ αὐτοσυνείδητο, πραγματικὸ ὑποκείμενο ἔν -

αντι τῶν μὴ αὐτοσυνείδητων καὶ ἀμφισβητούμενων στρωμά-

των του ἔναντι τῆς ἀναλήθειας, τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου.

Οἱ Horkheimer καὶ Adorno εἶναι σαφέστατοι ἐπ’ αὐτοῦ. Τόσο

ὁ πρωτόγονος ὅσο καὶ νεωτερικὸς καπιταλιστικὸς ἄνθρωπος

θυσιάζουν μέρος τῆς φύσης μὲ ἀντάλλαγμα τὴν ἐπιβίωση

ἑνὸς αὐτοσυνείδητου ἐγωϊκοῦ γιὰ τὸν ἑαυτό του, αὐτοκριτικὰ

θεσπιζομένου μέρους της. Ἔτσι ὁ μηδενισμὸς δὲν εἶναι περίο-

δος ἢ κατόρθωμα τοῦ νεωτερικοῦ ἀνθρώπου ποὺ ὑπερβαίνει

τὴν μεταφυσική, παρὰ ἡ κίνηση καὶ οὐσία τῆς ἴδιας τῆς με-

ταφυσικῆς καὶ τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας. Στὴ

νεωτερικὴ ἐποχὴ ἔχουμε ἁπλῶς τὴν ἄφιξη στὸ ἀνθρώπινο

ὑποκείμενο (ὡς cogito me cogitare!) καὶ τὴν κηρυγματική,

διαγνωστικὴ συνειδητοποίηση καὶ ἐνσυνείδητη προγραμ ματι -

κὴ ἀνάληψη αὐτοῦ τοῦ πράγματος. Ὅπως θὰ δοῦμε ὅμως, ἡ

κίνηση δὲν σταματᾶ ἐκεῖ, τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο καταργεῖ -

ται καὶ αὐτομηδενίζεται καὶ αὐτό. Ἡ κίνηση ξεκινᾶ πολὺ πρὶν

ἀπ’ αὐτὸ καὶ συνεχίζει καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτό. Ἡ ἴδια ἡ κίνηση

ὑποσκάπτει τὴν ἄφιξη σὲ ἕνα τελικὸ ὑποκείμενο, ἀφοῦ εἶναι ἡ

ἴδια ἡ ἀπόδειξη καὶ ἀληθευτικὴ κίνηση ἀπὸ ἕνα ἐλεύθερο ἀν -

απόδεικτου περιεχομένου αἰσθητικὸ κριτήριο θέσπισης καὶ

αὐτοκριτικῆς καταστροφῆς ἔναντι τῆς ριζικῆς ἐρώτησης τοῦ

ἐξωοντολογικοῦ χώρου καὶ ἔτσι καὶ τῆς ἀναλήθειας. Εἶναι

μιὰ γνωστὴ θέση ἀριστοτελική, μεσαιωνική, νεωτερική, με-

τα νεωτερικὴ ὅτι ὁ ὀφθαλμὸς εἶναι κενὸς καὶ σκοτεινὸς γιὰ νὰ

30 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

βλέπει τὰ πάντα. Ὁ τυφλὸς Ὅμηρος ἐννοιοδοτεῖ καὶ διηγεῖται

τὴν πραγματικότητα, ὁ τυφλὸς Τειρεσίας γνωρίζει τὰ πάντα,

ὁ τραγικὸς Οἰδίποδας αὐτοτυφλώνεται.

Ὁ μηδενισμὸς δὲν ἔχει ἕνα δεδομένο ὑποκείμενο ποὺ μη δε-

νίζει, φονεύει τὶς ἰδέες, τὶς ἀξίες τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονομεῖ καὶ

δεσμεύει τὴν ὑπαρκτότητά τους καὶ ἀλήθειά τους ἐντός του.

Ὁ μηδενισμὸς καὶ θάνατος τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει πολὺ πρὶν ἐντὸς

τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγουν Hegel καὶ Nietzsche καὶ συ-

νεχίζεται μάλιστα καὶ ἐντὸς τοῦ ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου.

Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ ἕναν διαλεκτικό, τραγικὸ καὶ αὐτοκρι -

τικὸ αὐτομηδενισμὸ τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου ὑποκειμέ -

νου ὡς κίνηση καὶ διαλεκτικὴ τῆς ἴδιας τῆς μεταφυσικῆς καὶ

τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειάς της καὶ ὄχι γιὰ μηδε -

νισμὸ τῶν δογματικῶν καὶ μυθολογικῶν στοιχείων ἀπὸ ἕνα

δῆθεν διαφωτισμένο ὑποκείμενο. Σὲ παραλληλία πρὸς ὁρισμέ -

νες ἀπόψεις τῆς κριτικῆς τῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς διάγνω -

σης τοῦ μηδενισμοῦ ἀπὸ τὰ δύο κατ’ ἐξοχὴν παραδείγματα

τῶν Heidegger καὶ Horkheimer-Adorno παρουσιάζεται καὶ

κατανοεῖται στὴν παροῦσα μελέτη ὁ μηδενισμὸς τοῦ θείου καὶ

ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου, ὅπως αὐτὸς διαμορφώνεται κυριώ -

τατα καὶ ἐξαντλητικὰ συστηματικὰ στὸν Hegel. Τὸ θέμα τοῦ

μηδενισμοῦ περιέχεται καὶ ἐκδιπλώνεται πλήρως ἐντὸς τοῦ

Hegel. Ἐπειδὴ ὅμως, ὅπως εἰπώθηκε, ὁ μηδενισμὸς εἶναι ἡ ἐ -

σωτερικὴ διαλεκτικὴ τῆς ἴδιας τῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς ἔν -

νοιας τῆς ἀλήθειας παρατίθενται ἐν συντομίᾳ καὶ προ-εγελει -

ακὰ καὶ μετα-εγελειακὰ παραδείγματα αὐτομηδενισμοῦ τοῦ

Εἶναι καὶ διαπιστώνεται μάλιστα ἡ διαφορά τους ἀπὸ τὴν ἐ πι-

κρατοῦσα ἄποψη ὅτι μηδενισμὸς εἶναι ἡ ἄρνηση τῶν ἰδεῶν,

ἀξιῶν καὶ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀλλοτριωμένης περι-ουσίας ἀπὸ ἕνα

διαφωτισμένο ἀνθρώπινο ὑποκείμενο ποὺ κληρονομεῖ πλέον

αὐτὴ τὴν περιουσία του, τὴν ἀπ-αλλοτριώνει κατὰ τὴν συνή-

θη ἔκφραση ἀριστερῶν ἑγελειανῶν καὶ ἀριστερῶν ἰδεολογιῶν

(ἕως καὶ τρομοκρατικῶν ὀργανώσεων ξένων καὶ ἐγχωρίων).

Ἔτσι τὸ ἑγελειανὸ παράδειγμα καθίσταται, εἰδικὰ μὲ τὰ με-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 31

ταεγελειανὰ παραδείγματα τῶν Nietzsche καὶ Stirner, σαφέ -

στερο. Μὲ τὴν διαπραγμάτευση τοῦ ἑγελειανοῦ παραδεί γμα -

τος τοῦ μηδενισμοῦ ὡς πυρήνα τῆς διαλεκτικῆς καὶ τοῦ συ-

στήματός του, ποὺ κυριαρχεῖ πλέον ὡς «ἐκστατικός», αἰσθη-

τικὸς θὰ λέγαμε καὶ ἐνσυνείδητος αὐτοκριτικὸς μηδενισμός,

βρισκόμαστε στὴν καρδιὰ τοῦ προβλήματος τοῦ μηδενισμοῦ

ἀλλὰ καὶ τῆς μετανεωτερικῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς ἔννοιας

τῆς ἀλήθειας ὡς αἰσθητικῆς καὶ πραγματισμοῦ.

Ὅπως ἡ ἑλληνικὴ καὶ δυτικὴ μεταφυσικὴ καὶ ἡ ἔννοια τῆς

ἀλήθειας ἀναζητεῖ στὴν «γιγαντομαχία» περὶ τὴν οὐσία ἕνα

ὑποκείμενο τοῦ ὑπαρκτοῦ ἔτσι καὶ ὁ Μάξιμος Ὁμολογητὴς

ἀσχολεῖται κυριώτατα μὲ τὴν σχέση τῆς θείας καὶ ἀνθρώ πι-

νης οὐσίας καὶ φύσης, τῶν θελήσεων καὶ τῶν ἐνεργειῶν τους

πρὸς τὴν ὑπόσταση, τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Στὸν Μά ξιμο

Ὁμολογητὴ συμβαίνει τὸ ἐντελῶς ρηξικέλευθο ἔναντι τῆς

ἑλληνικῆς καὶ γενικὰ δυτικῆς ὀντολογίας, ὅτι ἡ ὑπό σταση δὲν

εἶναι ὑποκείμενο τῆς φύσης ἢ τῶν φύσεών της ἀλλά, ὅπως λέ-

γει ὁ Μάξιμος, «σύνθετη ὑπόσταση». Ὅπως θὰ δοῦμε, δὲν

ἐννοεῖ μιὰ παρατακτικὴ σύνθεση-συνάθροιση ἀλλὰ ἑνότητα,

ὄχι ὅμως στὴν ὑπόσταση ὡς ὑποκείμενο τῆς φύσης της.

Αὐτόματα ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς ὡς

διαλεκτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας ἀμ φισβη-

τεῖται. Οἱ συνήθεις ἐννοιολογήσεις περὶ οὐσίας, φύσης, προ-

σώπου, ὑπόστασης, Εἶναι, ἀλήθειας, ἡ ἴδια ἡ προτασιακὴ

δομὴ τῆς γλώσσας ἀνατρέπονται! Πρόκειται γιὰ ἕνα μεῖζον

παράδειγμα κατ’ εὐθείαν ἀντιπαράθεσης πρὸς τὴν νεο πλατω -

νική, ἑλληνικὴ καὶ δυτικὴ καθόλου μεταφυσικὴ ποὺ ἀντιβαί-

νει στὶς συνήθεις ὀντολογικὲς σταθερές. Γιατὶ ἂν τὸ πρόσωπο,

ἡ ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀποδεδειγμένο κατὰ τὴν

ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας, διαλεκτικό, (αὐτο)κριτικό,

ἀναιρετικὸ ὑποκείμενο τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀλλὰ γεννᾶται

ἐκ τῆς Θεοτόκου καὶ ἐνεργεῖται ἐκ τῆς ἐνέργειας τῆς ἀν θρώ-

πινης φύσης, ἔχουμε μιὰ κατ’ εὐθείαν ἀμφισβήτηση τῆς δυ-

τικῆς διαλεκτικῆς αὐτοκριτικῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς ἔν νοι-

32 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ας τῆς ἀλήθειας. Ἱστορικὰ πιστώνεται αὐτὴ ἡ πραγματι -

κότητα ἀπὸ τὸ ὅτι τόσο ὁ Διονύσιος Ἁρεοπαγίτης ὅσο καὶ ὁ

Μάξιμος ἀναδεικνύουν τὴν χαλκηδόνεια ἐν τέλει θεολογία

τους σὲ εὐθεία ἐξωτερικὴ ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικὴ ἀντιπαράθεση

πρὸς τὴν νεοπλατωνική, ἑλληνικὴ καὶ κατ’ ἐπέκταση δυτικὴ

μεταφυσική. Καὶ οἱ δύο ἀποτελοῦν ἀκραιφνὲς παράδειγμα τῆς

διαλεκτικῆς ἀνάδυσης τῆς βιβλικῆς καὶ χαλκηδόνειας Χρι-

στολογίας, θεολογίας καὶ ἀνθρωπολογίας καὶ τῶν «ὀντο-λο -

γι κῶν» παρεπομένων τους ἔναντι τοῦ ἑλληνικοῦ παραδείγμα -

τος τῆς μεταφυσικῆς. Μπορεῖ συστηματικὰ ἡ προσφορὰ τοῦ

Μαξίμου νὰ μὴν ἐπεξεργάζεται ἐκ νέου ἔντονα στοὺς αἰῶνες

ποὺ ἀκολουθοῦν, ὅμως ἡ χαλκηδόνεια Χριστολογία του ἀπο-

τελεῖ καθημερινὴ ζωὴ στὴ θεολογία. Ἡ λειτουργικὴ καὶ κα-

θημερινὴ πράξη αὐτὸ δείχνει. Ἡ λειτουργία τῆς ὕλης, τῆς

φωνῆς, τοῦ χρώματος, τῆς εὐωδίας δὲν αἴρεται σὲ ἕνα εἶδος-

ὑποκείμενο, διαφωτιστικὸ καὶ αὐτοσυνείδητο, ἐκστατικό, δια-

λεκτικὸ καὶ αὐτοκριτικὸ ἔναντι τῆς φύσης του καὶ τοῦ ἑαυτοῦ

του, ἀλλὰ ἐνεργεῖται ὡς ἡ ἐξωοντολογικὴ ἀλήθεια τῆς θείας

ὑπόστασης, ἡ ὁποία εἶναι ἀνοικτὸς ὁρίζοντας, ὑποστάτης αὐ -

τῆς τῆς ἐξωοντολογικῆς καὶ διαυγοῦς ἐνέργειας καὶ ὄχι ἀναι-

ρετικὸ καὶ ἀποδεδειγμένο ὑποκείμενό της. Ἂν ἡ δυτικὴ μετα -

φυσικὴ ἀναζητεῖ ἐναγωνίως τὸ πραγματικὸ αὐτοσυνείδητο

καὶ ἀποδεδειγμένο ὑποκείμενο, μηδενιστικὸ τῶν μὴ αὐτο επο -

πτευομένων στρωμάτων τοῦ Εἶναι, ἡ ὀρθόδοξη ἑλληνικὴ θεο -

λογία ἀναζητεῖ τὸν τελευταῖο διαυγῆ ὁρίζοντα, τὸ Εἶναι ὡς

ἀλήθεια πρὸς τὸν ἀνοικτὸ ὁρίζοντα τῆς θείας ὑπόστασης, ὁ ὁ -

ποῖος, ὅπως θὰ δοῦμε, δὲν εἶναι αὐτοσυνείδητη καὶ αὐτοκριτι -

κὴ ἀναιρετικὴ καὶ ἐκστατικὴ ὑπόσταση, ἀλλὰ «ὑπερρεαλιστι -

κὸς» ὁρίζοντας ἐκ-πλήρωσης τῆς διαυγῶς ἐνεργουμένης ἀ -

λήθειας, «Σαββατισμός», «ὑποστάτης» καὶ ὄχι ὑπόσταση ὡς

ὑποκείμενο. Γιαυτὸ καὶ προγράμματα διαφωτιστικά, ὅπως

τῆς ἀπομύθευσης στὴ δύση ἢ τῆς θεολογίας τοῦ θανάτου τοῦ

Θεοῦ ἢ ἡ ἐκσυγχρονιστικὴ ἀναζωπύρωση τῆς ἐκκλησιαστι -

κῆς αὐτοσυνειδησίας, ἡ φιλολογικὴ ἐπιστροφὴ στὴν πατερικό -

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 33

τητα, ὀργανωσιακὰ παραδείγματα, ἀποτελοῦν ἑγελειανοῦ

τύ που διαφωτιστικὲς προσπάθειες ἀναζήτησης ἑνὸς πραγμα -

τικοῦ, διαφωτισμένου, ἰδεολογικοποιημένου καὶ αὐτοσυνεί δη -

του ἱστορικοῦ ὑποκειμένου ἔναντι τῶν μὴ αὐτοσυνειδητοποιη -

μένων μερῶν του δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν πυρήνα τῆς ἴδιας

τῆς λαϊκῆς, ἀνεπιτήδευτης, παραδοσιακῆς, παπαδιαμαντι -

κῆς ἂς ποῦμε, ἐκκλησιαστικότητας καὶ δὲν προσφέρουν πρω-

το γενῆ ζωτικὴ δύναμη. Ὁ γράφων καταγόμενος ἀπὸ τὴν βό-

ρεια Εὔβοια, ἡ ὁποία ἐσχάτως ἀνέδειξε μιὰ μεγάλη ἐκκλη σια-

στικὴ μορφή, διαπιστώνει ἐμπειρικά, ὅτι ἡ αὐθεντικὴ ἐκ κλη-

σιαστικὴ ζωὴ καὶ τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ δωρίζονται σὲ

ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν ἁπλὴ ἀνεπιτήδευτη λαϊκὴ θρησκευτικὴ

καὶ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ ὄχι μιὰ αὐτοσυνείδητα πραγμα -

τοποιημένη ὡς ὀρθὴ καὶ διαφωτισμένη θεολογικὴ ἰδεολογία.

Ἡ ἁπλὴ φαινομενολογικὴ διαπίστωση δείχνει ὅτι θαυμαστὲς

ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς καὶ τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ ἐπι συμ -

βαίνουν ἐρήμην κάθε διαφωτιστικῆς, ἀπομυθευτικῆς ἢ καθε -

στω τικῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ θεολογικῆς ἀξίωσης, φυσικὰ

ἐρήμην καὶ τῆς παρούσης συμβολῆς.

Στὴν Χριστολογία καὶ θεολογία συχνὰ μεταχειριζόμαστε

ἐκφράσεις ὅπως, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ «προσέλαβε» ἢ «πῆρε»

τὴν ἀνθρώπινη φύση ἢ ἀνθρώπινο σῶμα ἢ τὶς δοτικὲς «σώ -

ματι», «θανάτῳ» ἀναφερόμενοι σὲ τρόπους καὶ γεγονότα τῆς

ἀνθρώπινης φύσης, τὰ ὁποῖα διατρέχει. Ἐννοοῦμε ὅμως ἔτσι

κατὰ ἑγελειανὸ καὶ ἑλληνικὸ ὀντολογικὸ τρόπο, ὅτι ἡ ἀν θρώ -

πινη φύση καὶ οἱ δοτικὲς αὐτὲς προσμετρῶνται ὡς κατηγορίες

στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὡς ὑποκείμενο αὐτῶν, τὸ ὁποῖο

μπορεῖ νὰ τὶς ταυτίζει, νὰ τὶς αἴρει καὶ ἀναιρεῖ ἐντός του ἀ πο-

δεικτικά, διαλεκτικὰ καὶ (αὐτο)κριτικὰ ὡς κατηγορίες του,

«τινὰ κατὰ τίνος»; Ὅτι κατὰ κάποιο τρόπο ὁ Χριστὸς ὡς δια-

λεκτικὸ ὑποκείμενο ἐπεκτείνεται ἐκτὸς τῆς ἀρχικῆς οὐσι -

ακῆς ὑπαρκτότητάς του καὶ προσλαμβάνει ἐπὶ πλέον χαρα -

κτηριστικὰ τὰ ὁποῖα φέρει ἀποδεδειγμένα ἁπλῶς ὡς accessoi-

res ἐντός του ὡς ὑποκειμένο ποὺ παραμένει ὄπισθεν αὐτῶν,

34 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ὡς ἡ ὀντολογικὴ βάση στὴν ὁποία αὐτὰ προσκολλῶνται δευ-

τερογενῶς ἢ μᾶλλον ταυτοποιοῦνται, αἴρονται, ἀναιροῦνται

ὡς ἁπλὰ κατηγορήματα τοῦ βαθυτέρου αὐτοῦ ὑποκειμένου;

Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ χριστολογικὴ ἑρμηνευτικὴ εἶναι ὅπως θὰ

δοῦμε ἀκραιφνῶς ἑγελειανὴ καὶ ἑλληνική, ἀρχομένη ἀπὸ τὴν

διαλεκτικὴ περὶ Ἑνὸς καὶ πολλῶν τοῦ Παρμενίδη. Ἡ διαλε -

κτικὴ κίνηση καὶ σχέση τοῦ Ἑνὸς πρὸς τὰ πολλὰ εἶναι ἡ

ἑλληνικὴ καὶ δυτική, ἡ ἑγελειανὴ ὀντολογία περὶ ἀποδε δει -

γμένου διαλεκτικὰ καὶ αὐτοκριτικὰ ὑποκειμένου τοῦ συνόλου

ὑπαρκτοῦ ἐντὸς τῆς ἀντίφασης τοῦ Ἑνὸς μὲ τὰ ἄλλα. Ἡ χαλ-

κηδόνεια Χριστολογία ὅμως τοῦ Μαξίμου προσφέρει ἕνα

ἐντελῶς διαφορετικὸ παράδειγμα, στὸ ὁποῖο ἡ ὑπόσταση τοῦ

Χριστοῦ δὲν εἶναι τέτοιου εἴδους ὑποκείμενο τῶν φύσεών της.

Στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν προσφέρει ἡ Χριστολογία τοῦ Μα-

ξίμου κάτι συνταρακτικὸ στὴν δυτικὴ μεταφυσικὴ καὶ δὲν

πρέπει αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ ἀναδειχθεῖ; Ἡ θεολογία εἶναι δύσ -

κολο νὰ ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὴν ἰδέα ἑνὸς Θεοῦ τοῦ Ρεαλισμοῦ,

δηλαδὴ ἑνὸς Θεοῦ ποὺ ἐπιβεβαιώνεται ὡς ὑποκείμενο ποὺ ἐ -

πεκτείνεται ἀποδεικτικά, διαλεκτικὰ καὶ αὐτοκριτικὰ ἐκτὸς

ἑαυτοῦ. Αὐτὸν τὸν Θεὸ ὅμως δὲν ἀποδομεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μὲ

τὴν ζωή του, τοὺς λόγους του καὶ τὸν θάνατό του, ἔτσι ὥστε

νὰ ἀποτελεῖ μέγα σκάνδαλο γιὰ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες;

Ἕλ ληνες καὶ Ἰουδαῖοι μποροῦν καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ ἀναγνω ρί -

σουν ἕναν ἐπαληθευόμενο Θεό, δηλαδὴ ἕνα Θεὸ ποὺ ἀποδει -

κνύεται (αὐτο)κριτικὰ ὡς ὑποκείμενο μὲ ἕναν τελευταῖο λό-

γο-ἀπόδειξη μέσω τῆς σοφίας ἢ μέσω μιᾶς μεσσιανικῆς ἱστο-

ρικῆς χιλιαστικῆς ἀναμφισβήτητης ἐπιβολῆς-ἀπόδειξης. Ἕ -

νας Θεὸς στὸν Ἅδη δὲν εἶναι πιὰ κανένα ὑποκείμενο ποὺ ἐ πι-

βεβαιώνεται διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἐκτὸς ἑαυτοῦ ἢ ἱ στορι-

κά, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀληθεύσει, νὰ ἀναστηθεῖ ἀκριβῶς στὸν

χῶρο τοῦ θανάτου του. Ἁκόμη καὶ οἱ μαθητὲς ποὺ τόσα εἶχαν

ζήσει καὶ δεῖ κοντὰ στὸν Χριστὸ τὸν ἐγκαταλείπουν. Καμία

ἀνάμνηση τοῦ ὑποκειμένου (ἢ τῶν φωτιζουσῶν ἰδεῶν τοῦ

Πλάτωνα), κανένα μετακριτήριο καὶ καμία ἀποδεικτικὴ δύ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 35

ναμη δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀποδείξει, παρὰ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀ ληθεύ-

σει ἀκριβῶς ἐκεῖ ποὺ ἀπουσιάζει. Τόσο οἱ Ἰουδαῖοι ὅσο καὶ οἱ

Ἕλληνες ἂν ἤξεραν ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μιὰ διαλεκτικὴ

στιγμὴ ποὺ θὰ περάσει γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ καὶ ἀποκαλυφθεῖ τὸ

διαλεκτικὰ αὐτοκριτικὸ ὑποκείμενό του, θὰ εἶχαν πιστέψει

ἄνετα καὶ ἐξαναγκαστικὰ σὲ αὐτό. Ὁμοίως καὶ ἐμεῖς. Ὅμως

ὁ Θεὸς μᾶς ἀφήνει συνεχῶς νὰ κρημνιζόμαστε στὴν ἀπουσία

του καὶ στὸ θάνατό του μὲ μόνο μέσο, ἀλλὰ ἐπαρκὲς ὅμως, τὸ

ὀδυνηρὸ ἐρώτημά του. Ἁπὸ αὐτὸ τὸ ἐναγώνιο ἐρώτημα τοῦ

ἀπόντος καὶ θανόντος Θεοῦ, ἀκριβῶς στὸν χῶρο τοῦ ἐρω τή -

ματός του, ἀληθεύει καὶ ἀνίσταται αὐτὸς ὡς διαυγής, πρωτο -

γενὴς καὶ ἐκπηγάζουσα ἀλήθεια καθ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες τῆς

ἱστορίας. Ἡ λογικὴ καὶ ἡ ἱστορία ἀναζητοῦν ἕναν ἀποδει -

κνυόμενο Θεὸ ὡς διαλεκτικὸ αὐτοκριτικὸ ὑποκείμενο ποὺ κά-

θεται στὸν θρόνο τῆς δόξας του, ὅμως ὁ Θεὸς ἀπουσιάζει, κα-

τέρχεται καὶ ἐνυπάρχει ὡς τεθνηκὼς στὸ ἑκάστοτε «Ἄ ουσ-

βιτς», ὅπου ἀνίσταται καὶ ἀληθεύει, ὅπως λέγει ὁ Μά ξιμος,

ὡς «σκώληξ ἐκ σήψεως». Ὅλη ἡ ἱστορία καὶ ὅλη ἡ σκέψη

ἀναζητᾶ τὸν Θεὸ ὡς ὑποκείμενο στὸν λογικὸ καὶ ἱ στορικὸ θρό-

νο του καὶ αὐτὸς ἀληθεύει μόνο ἐκεῖ ποὺ ἀπου σιάζει καὶ

ἐρωτᾶται. Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Ὄχι ἡ ἐπαλήθευση καὶ αὐτο-

κριτικὴ ἀπόδειξη ἑνὸς ἀναιρετικοῦ καὶ ἰδιότροπου ὑποκειμέ-

νου, ἀλλὰ ἡ διαυγής, πρωτογενὴς καὶ ἐκπηγάζουσα ἀλήθευ-

ση ἐκεῖ ποὺ αὐτὴ ἀπουσιάζει καὶ ἐλλείπει. Σύμβολο τοῦ Χρι-

στοῦ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔγινε ὁ σταυρός του, ἡ ἔσχατη

ταπείνωση καὶ ἀπουσία του καὶ ὅπως λέγει ὁ Ὠριγένης, ὁ

σταυρός, τὸ ἰκρίωμα τῆς καταδίκης, ἔγινε τὸ ἅρμα τοῦ νι-

κητῆ. Ἁπὸ αὐτὸν ἀληθεύει, ἀνίσταται, ἐκπηγάζει ὁ Θεὸς τῶν

χριστιανῶν καὶ ὄχι ὡς λογικὸ ἢ ἱστορικὸ ἀποδεδειγμένο (αὐ -

το)κριτικὸ ὑποκείμενο.

Τὸ ὑποκείμενο εἶναι μηδενιστικὸ καὶ ἀφαιρετικὸ τοῦ εὐρυ-

τέρου χώρου, στὸν ὁποῖο αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται ἐπεκτατικά,

ἐκστατικὰ καὶ διαλεκτικά. Τὸν ἀναιρεῖ καὶ τὸν ἀπορροφᾶ τε-

λικὰ ἐντός του, ἐπαληθεύεται, ἐπιβεβαιώνεται ὡς ταυτότητα

36 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ἐκτὸς ἑαυτῆς. Περαιτέρω εἶναι αὐτοκριτικό, ἀφαιρετικὸ καὶ

μηδενιστικὸ καὶ ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του γιατὶ ἀναζητεῖ συνε -

χῶς τὴν ἀφαιρετικὴ καὶ μηδενιστικὴ τῆς ἀμέσου καὶ δεδο -

μένης ὑπάρξεώς του ἀπόδειξη αὐτῆς. Καταρρέει συνεχῶς καὶ

σμικρύνεται πίσω ἀπὸ τὴν δεδομένη ὕπαρξή του πρὸς τὴν δια-

λεκτικά-αὐτοκριτικὰ αὐτοεποπτευόμενη ἀπόδειξη αὐτῆς.

Μιὰ θεολογία ποὺ ξεκινᾶ μὲ προϋπόθεση νὰ ἀναδείξει ἕναν

Θεὸ ὡς ἐκτὸς ἑαυτοῦ διαλεκτικά-αὐτοκριτικά, ἐκστατικὰ

αὐ τοαποδεικνυόμενο ὑποκείμενο τοῦ παντὸς (τί ἦν εἶναι), κα-

ταλήγει αὐτομηδενιστικὰ στὴν μετανεωτερικὴ κενὴ αὐτο θε-

σπιζόμενη καὶ αὐτομηδενιζόμενη αἰσθητικὴ καὶ πραγμα -

τιστικὴ συνείδηση. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται ὅπως θὰ δοῦμε τόσο

συστηματικὰ ὅσο καὶ ἱστορικά. Ἡ δυτικὴ κυρίως θεολογία

ἀναζητοῦσα ἕναν πραγματικὸ Θεὸ ὡς ὑποκείμενο ἀναζητεῖ

ὅπως καὶ ἡ μεταφυσικὴ ἐναγωνίως αὐτὸ τὸ αὐτοσυνείδητο

καὶ πραγματικὸ ὑποκείμενο τοῦ θείου Εἶναι καὶ τῆς ἀλήθειάς

του. Ὁ ἀφηρημένος Θεὸς πεθαίνει καὶ ἀνίσταται ὡς ἱστορικὸς

Χριστός, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του πεθαίνει καὶ ἀνί στα-

ται ἐντὸς τῆς κοινότητας, περαιτέρω πεθαίνει ἐκ νέου καὶ ἀνί-

σταται ὡς ἕκαστος ἐξατομικευμένος πιστὸς ἀλλὰ καὶ μετὰ

αὐτὸν ὡς τελείως ἐκκοσμικευμένος ἀλλὰ καὶ ὄχι μόνο ὅπως

θὰ δοῦμε. Ἡ προτεσταντικὴ Χριστολογία ποὺ ἀναζητεῖ ἐνα-

γωνίως τὸ πραγματικὸ ὑποκείμενο τοῦ Θεοῦ ἀποδίδει ἐπα-

κριβῶς αὐτὴν τὴν σχέση τοῦ εὐρυτέρου Εἶναι πρὸς τὸ ὑποκεί -

μενο αὐτοῦ τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς καὶ ἔννοιας τῆς ἀλή θει-

ας. Ἡ Χριστολογία τοῦ Hegel, ὅπως θὰ δοῦμε, εἶναι ἀ κραιφ -

νῶς προτεσταντικὴ καὶ ἐκφράζει σαφῶς καὶ εὐκρινῶς τὸ σύ-

στημά του. Ἡ ὀρθόδοξη Χριστολογία ὅμως ποὺ εἶναι χαλκη-

δόνεια καὶ μαξιμιανὴ ἐκφεύγει ἀπὸ τὸ γενικὰ ἰσχῦον μεταφυ-

σικὸ καὶ θεολογικὸ παράδειγμα. Ἡ σημασία της εἶναι γιαυτὸ

συγκριτικὰ σπουδαία.

Ὁ μηδενισμὸς ὡς αὐτοκριτικὸς αὐτομηδενισμὸς τοῦ θείου

καὶ ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου, ἡ παντελὴς κατάργηση κάθε

οὐσιακοῦ πρωτοτύπου ἀπὸ τὸ μηδὲν ὡς ἐσωτερικευμένη δι ορ -

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 37

θωτικὴ καὶ σκοπούμενη καθαυτότητα, ποὺ ἀναδεικνύεται ὡς

ὁ πυρήνας τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας δὲν ἀποτελεῖ συγκε κρι -

μένη περίοδο ἢ παρελθοντικὸ γεγονὸς ἢ μιὰ παρελθοῦσα συγ-

κεκριμένη ἐποχὴ τῆς μεταφυσικῆς, ἀλλὰ τὴν οὐσία καὶ λογι -

κὴ τῆς ἴδιας τῆς μεταφυσικῆς ποὺ κυριαρχεῖ πλέον συνειδητο -

ποιημένη στὴν μετανεωτερικὴ ἐποχὴ ὡς αἰσθητικὴ καὶ πρα -

γματιστικὴ αὐτοσυνειδησία, ἡ ὁποία διέπει ὅλο τὸ φάσμα τῆς

σύγχρονης ζωῆς, γίνεται δὲ ἐναργέστατα φανερὴ στὰ κατορ -

θώματα καὶ κυρίως στὶς προθέσεις τῆς εὐρύτερης «βιοτεχνο -

λογίας». Αὐτὴ ἡ ἐποχὴ τῆς τραγικῆς αὐτομηδενιστικῆς αἰ -

σθητικῆς καὶ πραγματιστικῆς αὐτοθέσπισης τοῦ ὑπαρκτοῦ

μόλις ξεκίνησε καὶ ἔχει μπροστά της αἰῶνες ἐξέλιξης, στοὺς

ὁποίους τὸ ὑπαρκτὸ θὰ ἀποτελεῖ μιὰ ἁπλὴ εἰκόνα ἀπόντος κά-

θε οὐσιακοῦ πρωτοτύπου. Συστηματικὰ αὐτὴ ἡ ἐποχὴ ξεκι νᾶ

ἤδη ἀπὸ τὸν Παρμενίδη, ὅπως θὰ δοῦμε, στὸν ὁποῖο τὸ Εἶναι

ἀποτελεῖ «ἑτεροιότητα» πρωτίστως ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ

ἔτσι καὶ ἔναντι τοῦ ἄλλου. Στὸ ἱστορικὸ παρὸν καὶ ἄ μεσο μέλ-

λον αὐτὴ ἡ αὐτομηδενιστικὴ κενότητα καὶ ἰδιοτροπία τοῦ

ὑπαρκτοῦ ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του κυριαρχεῖ πλήρως ἱ στορικά.

Ἡ σύγχρονη θεολογία δὲν μπορεῖ νὰ παράσχει μιὰ στεῖρα

ἀπολογητικὴ καὶ νὰ νίψει τὰς χείρας της, ἀλλὰ νὰ κα τέλθει

σὲ αὐτὸ τὸ μηδὲν καὶ νὰ διερωτηθεῖ γιὰ τὸ τί ἀπουσιάζει ὄντως

σὲ αὐτό. Στὸ μηδὲν καὶ στὸ θάνατο δὲν ἀπουσιάζει τὸ ἤδη

ὑπαρκτὸ ἢ ὁ δεδομένος Θεός, γιατὶ τὸ μηδὲν καὶ ὁ θάνατος δὲν

θὰ ὑπῆρχαν, ἀφοῦ τὸ ὑπαρκτὸ καὶ κατὰ Παρμενίδη ὑπάρ χει

ἤδη, παρὰ ἀπουσιάζει κάτι ὄντως ἀπὸν καὶ ἐλλεῖπον, τὸ ὁποῖο

γεννᾶται καὶ ἀνίσταται ἀκριβῶς στὸν Ἅδη καὶ στὸ μη δὲν ὡς

ἐξωοντολογικὴ ἐλλείπουσα καὶ τὸ ὑπαρκτὸ καὶ κάθε ἰσχύου-

σα ἰδέα ὑπερβάλλουσα ἀλήθεια.

Τὸ παράδειγμα τῶν πειρασμῶν τοῦ Χριστοῦ περικλείει ὅλη

τὴν σημασία τῆς Χριστολογίας καὶ τῆς ἀλήθειας. Ὁ Χριστὸς

δὲν θαυματοποιεῖ καὶ δὲν ἐπιβάλλεται, δὲν ἐπαληθεύεται ὡς

θεῖο ὑποκείμενο, ὡς ἔννοια, διαλεκτικό-αὐτοκριτικὸ ἐγὼ ποὺ

διαμεσολαβεῖ τὰ πάντα ἐντός του καὶ ἐπιβεβαιώνεται ἐξωτε -

38 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ρικὰ καὶ ἐσωτερικά, παρὰ ὡς ἄνθρωπος ἀληθεύει ὡς Θεός, ἐν -

εργεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μὲ ἀνθρώπινη οὐσία, κατηγορή -

ματα, θέληση, ἐνέργεια, γίνεται τελευταῖος ἐξωοντολογικὸς

διαυγὴς ὁρίζοντας ἀλήθειας καὶ ὄχι ἀφαιρετικό, ἀποδεδει γμέ -

νο καὶ μηδενιστικὸ ὑποκείμενο τῆς οὐσίας του, τοῦ Εἶναι καὶ

τῆς ἀλήθειας. Ὅπως θὰ δοῦμε, καθὼς λέγει ὁ Μάξιμος, ὁ

Χριστὸς δὲν νίκησε τὸν σατανᾶ «ἐν ἰσχύει» ἀλλὰ «ἐν κρίσει

καὶ δικαιοσύνῃ». Ἐνῶ ὁ Ἁδὰμ ἤθελε νὰ εἶναι Θεὸς ὡς ὑ ποκεί-

μενο, ὡς κάτοχος τῆς θεότητας καὶ ὄχι ὡς ἀλήθεια, ὁ Χρι -

στὸς ἀληθεύει ἀνθρωπίνως ὡς Θεός, γιατὶ ἀληθεύει ὡς τελευ-

ταῖος ἐξωοντολογικὸς ὁρίζοντας ἐκεῖ ποὺ μιὰ διαλε κτι κή-

αὐτοκριτικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀλήθειας του ἀπουσιάζει. Δὲν

ἀφαιρεῖ καὶ δὲν μηδενίζει ὡς ὑποκείμενο τὴν οὐσία καὶ ἀλή-

θειά του, ἀλλὰ εἶναι ἀλήθεια ποὺ ἐνεργεῖται διαυγῶς, πη γαί-

ως καὶ πρωτογενῶς ἐκεῖ ποὺ μιὰ διαλεκτική-αὐτοκρι τικὴ ἐ -

πιβεβαίωση τοῦ δῆθεν ὑποκειμένου αὐτῆς ἀπουσιάζει.

Στὸ πρῶτο μέρος τῆς μελέτης παρουσιάζονται οἱ δύο προ-

αναφερθεῖσες κύριες διαγνώσεις τῆς μεταφυσικῆς καὶ τοῦ ἐγ -

γενοῦς μηδενισμοῦ της ποὺ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς ἐλλει-

πτικῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξης τῆς ἀλήθειας,

αὐτὲς τῶν Heidegger καὶ Horkheimer-Adorno. Μὲ αὐτὴ τὴν

εἰσαγωγικὴ ἐπισκόπηση, γιὰ τὸ τί εἶναι μηδενισμός, θὰ ἀ πο-

χτήσουμε μιὰ σαφῆ εἰκόνα ἀπὸ αὐτὸν καὶ δὴ ἀπὸ τὰ δύο πα-

ραδείγματα διάγνωσής του ποὺ τὸν καθιέρωσαν ὡς μεῖζον

γεγονὸς πρὸς διερεύνηση ἀλλὰ καὶ ὡς οὐσία τῆς ἴδιας τῆς με-

ταφυσικῆς. Ὁ μηδενισμὸς φανερώνει τὴν ἔννοια τῆς ἀλήθει-

ας, τὴν μετάβαση ἀπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ Πλάτωνα στὸ σπήλαιο

τοῦ Νίτσε. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ παραδείγματα κατανοοῦν τὸν

μηδενισμὸ καὶ τὸν ἀναλύουν, ὅπως αὐτὸς ἀποτελεῖ τὸν πυρή-

να τῆς ἑγελειανῆς διαμεσολάβησης τῆς ἀντικειμενικῆς καὶ

ὑποκειμενικῆς οὐσίας (Substanz) ὡς διαλεκτικοῦ-αὐτοκριτι-

κοῦ ὑποκειμένου. Θὰ φανεῖ ἔτσι, ὅτι ὁ μηδενισμὸς τοῦ Hegel

ἐκφράζει τὴν οὐσία τοῦ φαινομένου τοῦ μηδενισμοῦ γενικά,

ὅπως αὐτὸς διαγιγνώσκεται στὸν περασμένο αἰώνα ὡς τέλος

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 39

τῆς νεωτερικῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ διαφωτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν

ἔννοια τῆς ἀλήθειας. Στὸ δεύτερο μέρος γίνεται ἡ ἐγγύτερη

προσέγγιση στὸν μηδενισμὸ τοῦ Hegel καὶ στὴν ἔννοια τῆς

ἀλήθειας μὲ λίγα ἑγελειανὰ παραδείγματα πρὸ καὶ μετὰ He-

gel. Τὰ μετεγελειανὰ παραδείγματα καθιστοῦν σαφέστατη

τὴν ἑγελειανὴ διαλεκτικὴ καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἀλήθειας ὡς

διορθωτικὸ καὶ αὐτοκριτικὸ αὐτομηδενισμὸ τοῦ θείου ἀλλὰ καὶ

κυρίως τοῦ ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου. Στὸ τρίτο μέρος ἀντιπα -

ραβάλλεται ἡ Χριστολογία τοῦ Μαξίμου Ὁμολογητῆ στὴν

ὁποία ἡ σύνθετη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ὑποκείμενο

τῶν δύο φύσεών της, διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἐπαλήθευση

μιᾶς ἰσχύουσας ἀληθοῦς ἰδέας ἐκτὸς ἑαυτῆς, ἀλλὰ ὁρίζοντας

ἐκ-πλήρωσης τῆς ἐνέργειας καὶ ἐξωοντολογικῆς ἀλήθειας

τῶν φύσεων. Σὲ ἕνα τέταρτο μέρος περιέχεται μιὰ μικρὴ ἀνα-

κεφαλαιωτικὴ καὶ συμπερασματικὴ ἀνάλυση τοῦ ἐρευνω μέ -

νου θέματος.

40 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ἡ διάγνωση τοῦ μηδενισμοῦ καὶ

ἡ κριτικὴ τῆς μεταφυσικῆς στὸν M. Heidegger

καὶ στοὺς M. Horkheimer - Th. Adorno.

Θάνατος ἢ ἔλλειψη καὶ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ;

Ὁ Θάνατος καὶ ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ στὸν M. Heidegger

§1. Ὁ Θάνατος τοῦ Θεοῦ ὡς στιγμὴ τῆς διαλεκτικῆς ἀπαλ-

λοτρίωσης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο καὶ ἡ

ἔλλειψη καὶ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ὡς ὑπαρξιακὸ χαρακτη -

ριστικὸ στὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα.

Ἡ συμβολὴ τοῦ Μ. Heidegger στὴν ἔρευνα τῆς ἔννοιας τῆς

ἀλήθειας συνδέεται ἐμφαντικώτατα μὲ τὴ διάγνωση τοῦ μη-

δενισμοῦ καὶ τὴν κριτική του τῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς ὀντο-

θεολογίας, ὅπως τὴν ὀνομάζει (Ontotheologik). Αὐτὴ ἡ κρι τι-

κή του ὅμως δὲν ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ γίνει μιὰ διόρθωση, ἐπα-

ναθεμελίωση καὶ ἀνακαίνιση τῆς μεταφυσικῆς καὶ ὀντολο-

γίας. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀποδομητικὴ παρουσίαση μιᾶς ἀπὸ

ἕνα μακρύτερο ἱστορικὸ παρελθὸν ἀρξαμένης ἱστορικῆς διαδι-

κασίας, ἡ ὁποία ξαφνικὰ στὴ νεώτερη ἱστορία ἀφικνούμενη

στὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο ὡς cogito me cogitare ἐμφανίζεται

καὶ συνειδητοποιεῖται πλήρως καὶ προγραμματικὰ ὡς πτώση

τῶν ἀξιῶν καὶ θάνατος τοῦ Θεοῦ ὡς τῆς ὑψηλότερης ἀξίας. Ὁ

M. Heidegger ἀξιώνει, ὅτι αὐτὴ ἡ διάγνωσή του καὶ κριτικὴ

τῆς μεταφυσικῆς συνεχίζει πέρα ἀπὸ τὴν προγραμματικὴ πα-

ρουσίασή της στὸ Nietzsche1. Τελειώνει ὅμως ἡ ἱστορία τῆς

μεταφυσικῆς καὶ τοῦ μηδενισμοῦ (της) μὲ τὸ θάνατο τοῦ

Θεοῦ; Εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἱστορικοῦ

γίγνεσθαι τῆς μεταφυσικῆς καὶ ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος γιὰ μιὰ

νέα ἀρχὴ μετὰ καὶ ἐκτὸς τῆς μεταφυσικῆς; Ἢ μήπως εἶναι ὁ

1. M. Heidegger, Der europäische Nihilismus, Bd 48 Α, Frankfurt a.M.

1986, 44.

θάνατος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πτώση τῶν ἀξιῶν μόνο μιὰ στιγμὴ

τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς διαλεκτικῆς διαδικασίας

ἑνὸς κυκλικοῦ καὶ συνεχοῦς ἐκ νέου διονυσιακὰ ἀρχομένου

μεταφυσικοῦ κύκλου, στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς κατὰ τὴ νιτσεϊκὴ

ἔννοια εἶναι ἕνας circulus vitiosus deus; Ποῦ διαφέρει αὐτὸς ὁ

θάνατος καὶ ἡ νέα ἀρχὴ ἑνὸς νέου διονυσιακοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν

θάνατο καὶ τὴν Ἁνάσταση τοῦ Θεοῦ στὸν Μάξιμο Ὁμολογητὴ

καὶ τὴν σημασία ποὺ παίρνει ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς ἀλήθειας;

Εἶναι βασικότερα, ἢ μπορεῖ νὰ εἶναι ὀρθότερα, ὁ θάνατος τοῦ

μεταφυσικοῦ Θεοῦ χαρακτηριστικὸ τῆς χαλκηδόνειας Χρι-

στολογίας καὶ θεολογίας τοῦ Μαξίμου; Ὅσον ἀφορᾶ τὴν μη-

δενιστικὴ ἀπαλλοτρίωση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο ὑποκεί-

μενο, αὐτὴ ἡ δῆθεν μηδενιστικὴ ἀπαλλοτρίωση δὲν ὁδηγεῖ σὲ

ἕνα κριτικὰ καθαρό, ἐλεύθερο, διαφωτισμένο καὶ μὴ ἀλλο-

τριωμένο ὑποκείμενο ἀκριβῶς ὡς ὑποκείμενο δῆθεν τῆς ἐξαν-

τικειμενικευμένης περι-ουσίας του, ὅπως καὶ δὲν ὁδηγεῖ καὶ

στὸν Heidegger σὲ μιὰ ἐπαναθεμελίωση τῆς μεταφυσικῆς καὶ

ὀντολογίας, παρὰ στὴν πλήρη διαλεκτικὴ ἀποδόμηση τοῦ ἴδι-

ου τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου. Στὸ ἴδιο συμπέρασμα ὁδηγεῖ

καὶ τὶς ἴδιες διαπραγματευτικὲς προϋποθέσεις ἔχει καὶ ἡ διά-

γνωση τῆς μεταφυσικῆς τοῦ Ηοrkheimer καὶ Adorno. Στὴν

«Διαλεκτικὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ»2 ἀναλύεται ὡς γνωστὸν ἡ θέ-

ση, ὅτι ὁ Διαφωτισμὸς ὡς συγκεκριμένη ἱστορικὴ περίοδος

ἔχει μιὰ εὐρύτερη ἐξωτερικὴ προϊστορία καὶ μιὰ συνεχιζόμενη

εὐρύτερη μεταϊστορία. Αὐτὸ γίνεται καταφανές, ὅπως θὰ δοῦ -

με, στὸν Hegel, ἀλλὰ καὶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Δὲν ὑπάρ-

χει ἕνα τελικὸ καθαρὸ ὑποκείμενο, ὅπως ἀναζητοῦν οἱ Kant,

Feuerbach, Bauer, Marx. Ποιά εἶναι ὅμως ἡ κινητήρια δύνα-

μη καὶ τὸ τέλος αὐτῆς τῆς συνεχιζόμενης, μηδενιστικῆς,

ἐσωτερικῆς, αὐτοκριτικῆς διαλεκτικῆς;

Ὁ Heidegger καὶ ὁ Hegel ὅπως θὰ δοῦμε, δὲν βλέπει ἁπλῶς

44 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

2. M. Ηοrkheimer - Th.Adorno, Dialektik der Aufklärung, Frankurt a.M.,

1988.

τὴν πτώση τοῦ Θεοῦ ἐντοπισμένη στὴν ἀλλοτριωμένη οὐσία

τοῦ ἀνθρώπου, στὸ ἐξαντικειμενικευμένο πνεῦμα του, τὸ ὁποῖο

καταργεῖται μηδενιστικὰ καὶ ἀναιρεῖται ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο

ὑποκείμενο, στὸ ὁποῖο καὶ αἴρεται, παρὰ στὸ ἴδιο τὸ ἀνθρώπι-

νο ὑποκείμενο, στὴν ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα. Καὶ ἐπίσης ἀν -

τίθετα βλέπει τὴν ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα ὄχι ὡς σταθερὸ

καθαρὸ ὑποκείμενο, ἀλλὰ ὡς ἐμφάνιση, φάντασμα, δομή,

«Schein», ὡς πρόταση νοήματος καὶ νόημα, γλώσσα, τοπικό-

τητα. Αὐτὴ ἡ κυρίως στὸν ὕστερο Heidegger παρουσιαζόμενη

θεματικὴ ὑπάρχει ἤδη στὸν πρώϊμο, ὅπου ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ

ἀναλήθεια ἑδράζονται καὶ εἶναι ὑπαρξιακὰ χαρακτηριστικὰ

τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης ἐνθαδικότητας καὶ ὄχι μιᾶς ἐξωτε-

ρικῆς προτεινόμενης ἄποψης καὶ μορφῆς, τὴν ὁποία αὐτὸ θὰ

μποροῦσε μετὰ νὰ διορθώσει καὶ νὰ κληρονομήσει ὡς ἀλλο-

τριωμένη οὐσία τοῦ ἐντός του. Ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς ἀνθρώπινης

ἐνθαδικότητας ὑπάρχει στὴν ἀλήθεια ἢ στὴν ἀναλήθειά της,

ὑπάρχει ὡς αὐτὴ ἡ ἐμφανιζόμενη ἀληθὴς ἢ μὴ ἀλήθης ὕπαρ-

ξη καὶ ὅταν πρέπει νὰ διορθώσει ἢ νὰ ἀποχωριστεῖ αὐτήν, πρέ-

πει νὰ ἀποχωριστεῖ ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ της οὐσιαστικά. Τὸ

ἴδιο συμβαίνει στοὺς Hegel, Nietzsche καὶ Adorno. Ἡ ἔκφρα-

ση ἔτσι τοῦ Heidegger γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνο

«Tod Gottes» ἀπὸ ἕνα ἀνθρώπινο αὐθεντικὸ καὶ ἀπελευθερω-

μένο ὑποκείμενο, ἀλλὰ «ἔλλειψη» ἢ «ἀπουσία Θεοῦ», (Fehl

Gottes), ἔλλειψη ἐντὸς τῆς ἀνθρώπινης ἐνθαδικότητας ὡς ἔλ -

λειψης καὶ μηδενισμοῦ ἑνὸς μέρους τῆς ἴδιας τῆς οὐσίας της

ἔστω καὶ ὡς δομῆς, νοηματοδοτημένης μορφῆς τῆς ἴδιας τῆς

ἀνθρώπινης ἐνθαδικότητας. Ἄλλες ἐκφράσεις του συγγενεῖς

εἶναι ἡ «Θεοαπώλεια» (Gottlosigkeit), «Ἁπουσία τῆς Θεότη-

τας», ἀπὸ Θεὸ καὶ ἄνθρωπο (Ausbleiben Gottes), «ἀνάγκη

τοῦ Θεοῦ» (Not Gottes), ἐνῶ ἀντίθετα τὸ διαφωτισμένο ὑπο-

κείμενο τὸ χαρακτηρίζει ἡ ἐπάρκεια τῆς ὑποκειμενικότητάς

του, ἡ «Notlοsigkeit», ἀπουσία τῆς αἴσθησης τῆς ἔλλειψης τοῦ

θείου στὸ ὑποκείμενο καὶ τοῦ Θεοῦ περαιτέρω. Ὁ Θεὸς δὲν

εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ φονεύσει κάποιος ἐξωτερικὰ ἂν δὲν

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 45

φονεύσει πρῶτα τὸν ἑαυτό του. Θάνατος καὶ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ

(Tod Gottes καὶ Fehl Gottes) εἶναι διαφορετικὲς ἔννοιες, εἰ -

δικὰ ἂν ὅπως λέει ὁ Heidegger ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ προέρχεται

ἀπὸ μιὰ ὑπέρμετρη κίνηση τῆς ἐπιθυμητικῆς θέλησης (Über-

mass des Wollens). Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὸν Hegel καὶ σὲ

διάφορους συγγενεῖς πρὸς αὐτὸν ἐκπροσώπους, ὅπως θὰ δοῦ -

με. Ὅμως ἐκεῖ ὁ θάνατος ἢ ὁ αὐτοκριτικὸς αὐτομηδενισμὸς

τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου ἀκολουθεῖται ἀπὸ μιὰ

νέα αὐτοθεσπιστικὴ προσπάθεια τοῦ ὑποκειμένου, ποὺ ἀπέχει

σημαντικὰ ἀκόμη ἀπὸ τὴν αἴσθηση αὐτῆς τῆς ἔλλειψης, ἔτσι

ὥστε νὰ παραμένει στὰ ὅρια τῆς διορθωτικῆς διαλεκτικῆς-

αὐτοκριτικῆς αὐτοθέσπισης τοῦ ὑποκειμένου, ποὺ εἶναι βέ-

βαια ἐνσυνείδητα μηδενιστικὴ καὶ τραγικὴ ἐκφράζοντας τὴν

οὐσία τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ὄχι ἀναστοχαστικὴ τοῦ

ὄντως ἐλλείποντος καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐξωτερικὰ διορθωτικὰ καὶ

αὐτοκριτικὰ ἀρνηθέντος καὶ ἐπαναθεσπισθέντος.

§2. Ὁ μηδενισμὸς δὲν ἀποτελεῖ χῶρο γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς

μεταφυσικῆς.

Συχνὰ συγχέει κανεὶς τὸν μηδενισμὸ ὡς διαλεκτικὴ στι -

γμὴ θανάτου ἑνὸς ἐξαντικειμενικευμένου Θεοῦ, μιᾶς ἰδέας, μὲ

τὴν ἴδια τὴν μηδενικότητα τοῦ Εἶναι, ἡ ὁποία ὡς ἀδυσώπητο

ἐρώτημα ἀναγκάζει καὶ ὁδηγεῖ στὸν «στιγμιαῖο» ἀποδεικτικὸ

κριτικὸ μηδενισμό του ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση καὶ στὸν

αὐτοκριτικὸ αὐτομηδενισμὸ τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης συνεί-

δησης. Ἂν ὑπῆρχε ἕνα καθαρὸ ὑποκείμενο κριτικὰ θεμελιω-

μένο, δὲν θὰ ὑπῆρχε στὸν κόσμο ἡ ἀναλήθεια, τὸ ψεῦδος ἢ πε-

ραιτέρω ὁ θάνατος, τὸ κακό. Ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης συ-

νείδησης καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας δὲν ὀφείλεται σὲ κάποιο

λάθος ἑνὸς κριτικοῦ ἐγώ, ἀλλὰ στὸ ὅτι ὁ χῶρος τοῦ μηδενός,

τῆς ἀοριστίας, τῆς ἐλευθερίας, τῆς πτώσης, τοῦ κινδύνου τῆς

ἐλλείπουσας ἐξωοντολογικῆς ἀλήθειας ἀλλὰ καὶ ἀν αλήθειας

46 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

εἶναι ἐπικυρίαρχος καὶ «ὀντολογικά» θεμελιωδέστερος τοῦ

χώρου ἑνὸς σταθεροῦ κριτικοῦ ἐγώ. Ἔτσι ὁ μηδενισμὸς ὡς

θάνατος τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ παραπέμπει ἄμεσα ὡς αὐτο-

κριτικὴ σὲ ἕναν θειότερο Θεό, νὰ εἶναι μεθοδολογικὰ ὀρθότε-

ρος ἀπὸ τὴν σπεκουλατιβιστικὴ μεταφυσικὴ καὶ τὴν χρησιμο-

θηρικὴ ἠθική3. Εἰδικὰ ὅταν μάλιστα ἡ ἴδια ἡ μεταφυσικὴ καὶ

ἡ ἴδια ἢ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ὁδηγεῖ προγραμματικὰ στὸν θά-

νατο τοῦ Θεοῦ, τὸν θεωρεῖ ἀναγκαία διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

διόρθωση γιὰ τὴν ἀναγέννησή της κατὰ Hegel. Ἡ συμπλοκὴ

καὶ ἡ τραγωδία μεταξὺ Εἶναι καὶ μηδενός, ἀλήθειας καὶ ἀνα-

λήθειας, ὅταν μάλιστα ἡ ἀλήθεια κατὰ Nietzsche εἶναι ζω-

τικὸ ψεῦδος καὶ κατὰ Hegel, Stirner καὶ Adorno ἐνσυνείδητα

ψευδὲς ἀπείκασμα ποὺ αὐτοκριτικὰ αὐ τοκαταστρέφεται, δὲν

μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν Θεό, παρὰ πρὸς τὴν

αὐτοκριτικὴ καὶ ἐνσυνείδητα ψευδῆ θέσπιση ἑνὸς νέου ζωτι-

κοῦ ψεύδους καὶ αἰσθητικοῦ φαντάσματος μέχρι τὴν αὐτοκρι-

τικὴ θανάτωσή του στὸ βωμὸ τοῦ κενοῦ περιεχομένου καὶ μό-

νο ἀρνητικοῦ αἰσθητικοῦ κριτηρίου τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀλήθεια

ὡς ἐλλειπτικὰ ἀποδεδειγμένη ἀπὸ τὸν Πλάτωνα μέχρι τὸ Νί-

τσε ὑπάρχει μόνο σ’ αὐτὴν τὴν διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀπο-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 47

3. Χ. Γιανναρᾶς, Χάιντεγκερ καὶ Ἁρεοπαγίτης, Ἁθήνα 1988, 63. Σχε-

τικὰ μὲ αὐτὸ ὁ E. Jüngel δὲν βλέπει τὸν μηδενισμὸ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ

ὡς ἀποδόμηση καὶ ἀναλυτικὴ διαλεύκανση τῆς ἔννοιας τοῦ Θεοῦ γιὰ μιὰ

ἐντελῶς νέα ἀρχὴ τῆς θεολογίας “remoto deo”, γιατί ἀκριβῶς βλέπει αὐτὸν

τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ ὄχι ὡς αὐτοκριτικὴ ἀνακεφαλαίωση τῆς ἔννοιας τοῦ

Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀναγκαῖο τέλος τῶν ἐσώτερων προϋποθέσεων τῆς μεταφυ-

σικῆς σκέψης στὰ παραδείγματα τῶν Kant, Fichte καὶ Nietzsche, στὸ παρά-

λογο ἀποτέλεσμα νὰ σκοτώσει ἡ μεταφυσικὴ τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ἴδια

δὲν μπόρεσε νὰ συμφιλιώσει τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ στὸν

Χριστό. Ὁ ἴδιος προσπαθεῖ νὰ δεῖ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ στὴν θεολογία του ὡς

χριστολογικὸ καὶ ἔτσι τριαδολογικὸ γεγονὸς τοῦ ἴδιου του Θεοῦ ὡς ταυτότη-

τας ἀνάμεσα στὴν οὐσία καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ Χριστοῦ, ὡς τριάδας

καὶ ὡς κίνησης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό του. [E. Jüngel,

Gott als Geheimnis der Welt, (6. Aufl.) Tübingen, 1992]. Ἡ Χριστολογία του

ποὺ εἶναι ἑγελειανὴ παρουσιάζεται πιὸ κάτω.

δεικτικὴ δύναμη, ποὺ ἀκραιφνὴς ἀ λήθειά της εἶναι νὰ κατα-

στρέφει ἀκριβῶς τραγικὰ καὶ πλήρως ἀποδεικτικὰ καὶ αὐτο-

κριτικὰ τὸ ζωτικὸ ψεῦδος ποὺ θεσπίζει στὴν θέση τοῦ παλαι-

οτέρου. Ἐκφράσεις ὅμως τοῦ Heidegger παρωθοῦν πρὸς τὴν

κατεύθυνση, νὰ εἰδωθεῖ ὁ μηδενι σμὸς ὡς κριτικὴ στιγμὴ τῆς

θεολογικῆς σκέψης. Ἐκφράσεις ὅτι ἡ ἄ-θεη σκέψη «gottlοses

Denken»4 εἶναι ἐγγύτερη στὸν θεῖο Θεὸ ἀπὸ ὅτι ἡ ὀντοθεολο-

γία ἢ περὶ σιωπῆς5 ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἢ ὅτι ἡ κριτικὴ τοῦ Χρι-

στιανισμοῦ (Christentum) δὲν ἀποτελεῖ αὐτονόητα καὶ κρι-

τικὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης ἐκ λαμβάνονται ὡς τέτοιες σχε-

τικὲς σημασίες. Ὅμως ὁ Heidegger δὲν μιλᾶ γιὰ τὸ ὅτι ὁ μη-

δενισμὸς ὡς ἐσώτερη λογικὴ καὶ ἀναγκαία στιγμὴ τῆς μετα-

φυσικῆς ἀκόμη καὶ ὡς τέλος τῆς μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὸ Θεό.

Ἡ ἄ-θεη σκέψη (gottloses Denken) δὲν εἶναι ὁ μηδενισμὸς ὡς

οὐσία τῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ποὺ

πρέπει νὰ σκοτώσει τὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν ἀναζωογονήσει καὶ

ἀποδείξει σὲ νέες μορφές, παρὰ ἡ ἀπουσία τοῦ θείου ὡς Θεὸς

ἀλλὰ καὶ ὡς στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Ἁφ’ ἑτέρου στὸ δοκίμιό

του «Phänomenologie und Theologie»6 ἀπὸ τὸ 1927, ποὺ εἶναι

καρπὸς τοῦ διαλόγου του μὲ τὸν Bultmann, θεωρεῖ ὅτι ἡ χρι-

στιανικότητα (Christlichkeit) καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι

ἐκείνη ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἱστορικὴ μορφοποίηση τοῦ Χριστιανι-

σμοῦ (Christentum). Αὐτὴ ἡ προτεσταντικῆς ὑφῆς πίστη καὶ

χριστιανικότητα ὁδηγεῖ στὴν προ-υπόθεση ἑνὸς ἄμεσα πι-

στευομένου Θεοῦ ὡς δεδομένου ὑποκειμένου καὶ ἀρνητικοῦ

ἀπολύτου, ἔτσι ὥστε νὰ ὁδηγεῖται ἡ θεολογία ἱστορικὰ ἐκ τῶν

ὑστέρων σὲ μιὰ διαλεκτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ ἀπολογητικὴ θε-

μελίωση τόσο πρὸς τὰ μέσα, ὅσο καὶ πρὸς τὰ ἔξω, ἑνὸς ποζι-

τιβιστικοῦ πιστευομένου ἀρνητικοῦ ἀντικειμένου τῆς πίστης

48 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

4. M. Heidegger, Identität und Differenz, Pfullingen, 1989, 71.

5. Ὅ.ἀ., 51.

6. Phänomenologie und Theologie, στὸ Βd 9 Α, Wegmarken, Franfurt

a.M., 1986.

σὲ ἕνα ὁλόκληρο σύστημα ποὺ στηρίζει καὶ δικαιολογεῖ πλέον

δευτερογενῶς ὡς ἀπολογητικὴ μεταφυσικὴ τὸ ὄχι πλέον ἄμε-

σα πιστευόμενο ὑπὸ τῆς χριστιανικότητας καὶ καθαρῆς πί-

στης πιστευόμενο. Τὸ γεγονὸς μᾶλ λον ἐπαληθεύεται πλήρως

στὸν προτεσταντισμό, ἀπὸ τὴ fides ποὺ εἶναι ὅμως fides quae-

rens intellectum καὶ παράγει ἕνα τεράστιο σύστημα πέραν

αὐτῆς τῆς πίστης καὶ ζωῆς.

Ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἢ τοῦ θείου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὡς Fehl

Gottes, ἔκφραση τοῦ Hölderlin, ἀποτελεῖ ἀπώλεια τῆς οὐσίας

τοῦ ἴδιου τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τῆς θείας του προ-

οπτικῆς7. Ἡ σιωπὴ πρὸ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι οὔτε χαρακτηρι-

στικὸ τοῦ μηδενισμοῦ τῆς μεταφυσικῆς, οὔτε ὁδηγεῖ σὲ προ-

σπάθεια γιὰ μιὰ νέα θεολογία, παρὰ δεῖγμα συνεποῦς αὐτο-

παραίτησης ἀπὸ κάθε θεολογία καὶ ἐπιστροφῆς ὄχι στὴν πι-

στεύουσα ἁπλὴ ὕπαρξη, ἀλλὰ στὴν ἐνσυνείδητα σιωποῦσα

μετὰ τὴν μεταφυσικὰ φιλοσοφοῦσα ὕπαρξη. Αὐτὴ ἡ σιωπὴ δὲν

εἶναι ἡ σιωπὴ τῆς μεταφυσικῆς, ἡ ὁποία μὲ τὸν θάνατο τοῦ

Θεοῦ ἀναγεννᾶται σὲ ἕνα νέο πραγματικότερο τοῦ νεκροῦ

Θεοῦ ὑποκείμενό του, ἀλλὰ ἡ σιωπὴ πρὸ τῆς ἀπουσίας καὶ

ἀπώλειας τόσο τοῦ Θεοῦ ὅσο καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Heidegger

δὲν θέλει νὰ ἀνανεώσει καὶ νὰ διασώσει τὴν μεταφυσικὴ προ-

σφέροντας ἕνα νέο ὑποκείμενο, θεῖο ἢ ἀνθρώπινο, ἀλλὰ ἀνα-

ζητᾶ αὐτὸ ποὺ κρύπτεται πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναλήθεια καὶ

τὴν τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης καὶ ἱστορίας. Αὐτὸ

δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα δεδομένο καθαρὸ θεῖο ἢ ἀνθρώπινο

ὑποκείμενο, ἀλλὰ κάτι ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνα-

λήθεια καὶ τραγωδία, τὸ ὁποῖο δὲν παρουσιάζεται ὡς νέα

ἀρχή, ἀλλὰ ὡς σωτηρία καὶ ἀλήθεια αὐτοῦ τοῦ ἀδιέξοδου ἐρω-

τήματος καὶ τῆς ἀναλήθειας, στὴν ὁποία ἀναλήθεια καὶ τρα-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 49

7. Ἡ A. Gethmann-Siefert βλέπει τὶς ἐκφράσεις «Tod» (Θάνατος) καὶ

«Fehl Gottes» (ἀπώλεια) ἂν ὄχι ταυτόσημες πάντως ὁμοιάζουσες. Θεωρεῖ

ὅμως τὸν Θάνατο «Tod Gottes» περισσότερο ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ὡς

θάνατο ἁπλῶς τοῦ μεταφυσικοῦ Θεοῦ. Das Verhältnis von Theologie und

Philosophie im Denken M. Heideggers, Freiburg-München 1976, σ. 87-89.

γωδία δὲν μπορεῖ νὰ δοθεῖ καμία ἀπάντηση ἀπὸ ἕνα καθαρὸ

καὶ ἀμέτοχο ἀν αλήθειας καὶ «εὐθύνης» καὶ διορθωτικὰ δια-

λεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀναγεννώμενο καὶ προσφερόμενο ἀν -

θρώ πινο ἢ θεῖο ὑποκείμενο. Ἡ ἱστορία τῆς μεταφυσικῆς οὔτε

ἀνακεφαλαιώνεται κριτικὰ ἀπὸ κάποιο καθαρὸ ὑποκείμενο

οὔτε δικαιολογεῖται, θεοδικιακὰ ἀπὸ μιὰ διαλεκτική-αὐτοκρι-

τικὴ ἀρχή, στὴν ὁποία αἴρεται ὡς στιγμή της, παρὰ ἀναζη-

τεῖται ὡς ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ σωτήριον ἐντὸς αὐτῆς τῆς ἀπό-

κρυψης, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ προέλθει ἂν φθάσει κανεὶς στὴν

αἴσθηση τῆς ἀπώλειας καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν αὐτοκριτικὴ θεμελίω-

ση ἑνὸς καθαροῦ διαλεκτικοῦ καὶ αὐτοκριτικοῦ ἀνθρωπίνου ἢ

θείου ὑποκειμένου ἀμέτοχου τῆς ἀλήθειας ἢ ἀναλήθειάς του.

Ὁ E. Jüngel ρώτησε8 κάποτε τὸν Heidegger, ἂν ὄντως μπο-

ρεῖ κάποιος νὰ σιωπᾶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐρωτήματος αὐ -

τοῦ. Τί ἐπιζητοῦσε ὁ ἐρωτῶν, μπορεῖ ἴσως νὰ συμπεραίνεται

διὰ μέσου τοῦ ἔργου τοῦ Jüngel. Ἡ σιωπὴ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς

via negationis ἀναπαριστᾶ τὸν Θεὸ ὡς μιὰ ἀρνητικὴ παράστα-

ση, στὴν ὁποία αὐτὸς σὲ μιὰ ὅλο καὶ μεγαλύτερη ὁμοιότητα

τελικὰ ἀναλογικὰ ἀντίθετα εἶναι ὁ ἐντελῶς ἀνομοιότερος

παρ’ ὅλη τὴν ἀποκάλυψή του9. Ἔτσι γιὰ τὸν Jüngel ὁ Θεὸς ἀν -

τίθετα εἶναι ἕνα θετικὸ μυστήριο (positives Geheimnis)10, στὸ

ὁποῖο ὁ λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ ἔχει κληθεῖ ἤδη πρὸς τὴν λειτουρ-

γία του ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐγνώρι-

σε ἐμᾶς, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἐπέστρεψε στὸν ἑαυτό του. Ἔτσι

ὁ λόγος δὲν σταματᾶ ἐνώπιον τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀπουσίας

τοῦ Θεοῦ ὡς ἑνὸς ἀπόλυτου ἀρνητικοῦ ὁρίου, πα ρὰ μπορεῖ νὰ

ἀποτελεῖ μιὰ διηγούμενη θεολογία (erzählende The o logie),

50 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

8. E. Jüngel, Brief an G. Neske vom 18. August 1988. Στό: G. Neske, E.

Kettering (Hg.), Antwort. M. Heidegger im Gespräch, Pfullingen 1988, 258.

9. E. Jüngel καὶ M. Trowitsch, Provozierendes Denken. Στό: R. Bubner,

C. Kramer, R. Wiehl (Hg.), Neue Hefte für Philosophie, Heft 23, Göttingen

1984, σ. 68.

10. E. Jüngel, Gott als Geheimnis der Welt (6. Aufl.), Tubingen, 1992. Ἔ -

τσι διαχωρίζεται ἀπὸ τὸν Bultmann, 395 καὶ Provozierendes Denken, ὅ.ἀ., 69.

ποὺ διηγεῖται τὸ ἴδιο τὸ γίγνεσθαι τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο

καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό του. Ὁ θάνατος εἶναι ἤδη μιὰ στιγμή, ἕνα

διαλεκτικὸ χαρακτηριστικὸ ἐντὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος περὶ τὸν

Θεὸ δικαιώνεται καὶ καθίσταται δυνατὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.

Πρόκειται γιὰ μιὰ ἑγελειανὴ θεολογία, ὅπως θὰ δοῦμε ἀναλυ-

τικότερα. Γιατί νὰ ἀρχίσει ὁ λόγος περὶ τὸν Θεὸ μὲ τὸν Θεὸ καὶ

ὄχι μὲ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ; Ἐπειδὴ εὑρίσκεται ἤδη ἐντός του

πανθεϊστικὰ καὶ διαλεκτικά; Τότε πρέπει νὰ κυριαρχεῖ ἀπόλυ-

τη σιωπή, κάθε λόγος εἶναι περιττός. Ὁ λόγος προϋποθέτει

κάποια διαφορὰ ἐντὸς τῆς ὁποίας ὑπάρχει. Ἕνας τέτοιος λό-

γος εἶναι μηχανικὴ ἐπανάληψη, στὴν ὁποία μάλιστα δὲν ὑπάρ-

χουν διαλεγόμενοι περὶ τὸ ἐρώτημα τοῦ ἀναφορικοῦ περιεχο-

μένου καὶ λεγομένου τοῦ λόγου, παρὰ αὐτὸ μεταφέρεται στὸν

λόγο ὡς πληροφορία καὶ ὡς ἤδη συντελεσθὲν περιεχόμενο.

Στὴν διάγνωση τοῦ Heidegger εἶναι σημαντικὴ ἡ διάκριση

ἀνάμεσα στὸ μηδὲν ὡς διαλεκτικὴ στιγμὴ τοῦ μηδενισμοῦ ὡς

χαρακτηριστικὸ καὶ οὐσία τῆς ἴδιας τῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς

ἐλλειπτικῆς ἀποδεικτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας καὶ στὸ μη -

δὲν ὡς πέρας αὐτῆς τῆς μηδενιστικῆς διαδικασίας ποὺ ἀπο-

τελεῖ τὴν ἀποδοχή του ὡς οὐσίας τοῦ ἴδιου τοῦ Εἶναι, ὡς ἐρω-

τήματος ἀπὸ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἐκπηγάσει ἡ κάθε ὑπαρκτὸ

καὶ κριτήριο ὑπερβάλλουσα διαυγὴς ἐξωοντολογική του ἀλή-

θεια. Ἂς παρακολουθήσουμε τὴν διαπραγμάτευση καὶ γενεα-

λογία τοῦ μηδενισμοῦ στὸν Heidegger.

§3. Γενεαλογία τοῦ μηδενισμοῦ ὡς ἀποπεράτωσης τῆς μετα-

φυσικῆς, ἡ ὁποία εἶναι ὅμως τὸ ἴδιο τὸ γίγνεσθαι τῆς ἀλή-

θειας τοῦ Εἶναι.

§3.1. Μηδενισμὸς εἶναι ἡ πτώση τῶν ἀνώτατων ἀξιῶν. Ἁπο-

γοήτευση. Ὁ ἀξιακὸς χαρακτήρας τῆς μεταφυσικῆς.

Ὁ μηδενισμὸς εἶναι ἡ ἀποπεράτωση τῆς μεταφυσικῆς, ἡ

αὐτοκριτικὴ λειτουργία τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ἐντὸς τῆς

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 51

μεταφυσικῆς ποὺ ἀναζητεῖ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἰδέας

καὶ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀξιῶν καὶ θεμελίων ποὺ θεμελιώνουν, ἀπο-

δεικνύουν καὶ ὑποκειμενικοποιοῦν τὸ Εἶναι, τὸ ὑπαρκτό. Σκο -

πὸς εἶναι αὐτὴ ἡ πραγματοποίηση, θεμελίωση τοῦ ὑπαρκτοῦ

ὡς θεμελιωμένου ὑποκειμένου. Τὸ ἑκάστοτε ὑποκείμενο, τὸ

θεμέλιο, ἡ ἀνώτατη ἀξία καὶ ἰδέα, τὸ ἀγαθὸ π.χ. τοῦ Πλάτω-

να, ἀποτελεῖ θεμέλιο ὑποκείμενο καὶ παράδειγμα, summum

ens, ὂν ἀκρότατον αὐτῆς τῆς θεμελιωμένης ὁλότητας τοῦ Εἶ -

ναι. Αὐτὴ ἡ πράξη τῆς μεταφυσικῆς καὶ ὀντολογίας ποὺ ζητᾶ

νὰ θεμελιώσει τὸ ὑπαρκτὸ ὡς ὑποκείμενο προσβλέπει πέρα

ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἑκάστοτε ὑποκείμενο στὴν ἐπαρκῆ θεμελίωση

τοῦ καθόλου Εἶναι, τὴν ὁποία αὐτὸ ὑπηρετεῖ ὡς ἀνώτατο.

Ἔτσι ἔχοντας αὐτοσυνειδησία καὶ αὐτοκριτικὴ λειτουργία

θέτει πάντα πρὸς κρίση τὴν ἀποδειξιμότητα τοῦ ἴδιου τοῦ ὑπο-

κειμένου, τὸ ἴδιο τὸ ὑποκείμενο τείνει στὴν πραγματοποίησή

του παντοῦ ὅπου ὡς τέτοιο ἰσχύει ἔναντι τῆς ἐρώτησης καὶ ρι-

ζικῆς ἀμφισβήτησης τῆς ἀναλήθειας καὶ γενικότερα τοῦ ἐ -

ξω οντολογικοῦ χώρου. Ὁ Θεός, ἡ ἰδέα, πρέπει νὰ ἐπιβεβαι-

ώνεται, νὰ θεμελιώνει κάθε ὄν, ὁ ἴδιος ὁ ἀξιακὸς χαρακτήρας

τῆς μεταφυσικῆς, ἡ λειτουργία τοῦ ὑποκειμένου ὡς ἀνώτατης

θεμελιώδους ἀξίας κινεῖται πρὸς τὴν θεμελίωση παντὸς ὑπαρ-

κτοῦ, ὀφείλει νὰ ὁδηγεῖ σὲ ἕνα θεμελιωμένο καὶ πιὸ σίγουρο,

ὑπαρκτότερο ὑπαρκτὸ κριτικὰ ἔναντι τοῦ θεμελιωμένου καὶ

αὐτοκριτικὰ ἔναντι τοῦ ἴδιου του τοῦ ἑαυτοῦ ἐντὸς τῆς ἐρώτη-

σης καὶ τοῦ κινδύνου τῆς ἀνυπαρξίας καὶ ἀναλήθειας. Ὁ

ἀξιακός, θεμελιωτικὸς χαρακτήρας τῆς ὀντολογίας ὡς λει-

τουργία τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ἀποβλέπει δια-

λεκτικὰ καὶ (αὐτο)κριτικὰ πρὸς τὴν ὑπαρκτότητα, τὴν ὁποία

τὸ ὑποκείμενο θεμελιώνει καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό του ἔναντι τῆς

ριζικῆς ἀμφισβήτησης. Ἔτσι καὶ ὁ Ρεαλισμός, ἡ δογματικὴ

μεταφυσικὴ στὸν πυρήνα της εἶναι διαλεκτικὴ καὶ αὐτοκρι-

τικὴ λειτουργία, ποὺ ἔναντι τῆς ὑπόθεσης τῆς ἀνυπαρξίας καὶ

τῆς ἀναλήθειας ὀφείλει νὰ διορθώνει ἑαυτὴν προχωρώντας

συνεχῶς ἀπὸ τὴν θεμελίωση τοῦ ὑποκειμένου καὶ ἀνωτάτου

52 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ὄντος καὶ ἔτσι καὶ στὴν θεμελίωση συνόλου τοῦ ὑπαρκτοῦ.

Προχωρεῖ συνεχῶς πρὸς τὸ ὑπαρκτότερο, ἐπειδὴ αὐτὸ ἐξυπη-

ρετεῖ, αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς διαλεκτικῆς κριτικῆς καὶ αὐτο-

κριτικῆς θεμελίωσης τοῦ ὑποκειμένου. «Ἡ ἀ παξίωση τῶν

ἀνωτάτων ἰδεῶν καὶ τοιουτοτρόπως ὁ μηδενι σμὸς καθίσταν-

ται ἐμφανῆ γιὰ μιὰ (στιγμὴ καί) ἄποψη, ἡ ὁποία ἀποβλέπει

ἤδη ἐκ τῶν προτέρων πρὸς μιὰ ἀλλαγὴ ὅλων τῶν ἀξιῶν. Ἡ

διήκουσα δύναμη τοῦ σκέπτεσθαι τῆς οὐσίας τοῦ μηδενισμοῦ

πραγματοποιεῖται στὸν χῶρο ἑνὸς τρόπου νόησης, γιὰ τὸν

ὁποῖο εἶναι καθοριστικὴ ἡ ἀξιακὴ σκέψη»11. Ὁ μηδενισμὸς εἶ -

ναι μιὰ μόνο στιγμὴ ποὺ στοχεύει σὲ μιὰ διαλεκτική-αὐτοκρι-

τικὴ ἀλλαγὴ τῶν παλαιῶν ἀξιῶν μὲ νέες πιὸ θεμελιωμένες.

Ἡ ἴδια ἡ ἀξιακὴ σκέψη διαβλέπει περσπεκτιβιστικὰ σ’ αὐτὸ

τὸ ἐσώτερο ἀξιούμενο ὑπαρκτὸ ποὺ τὸ θεμελιῶδες ὑποκείμενο

στηρίζει, ἀποδεικνύει καὶ ὡς summum ens παράλληλα ἀξιώνει

γιὰ τὸν ἑαυτό του ὡς ἀνώτατο καὶ περιέχον τείνοντας πρὸς

αὐτὸ διορθωτικά, διαλεκτικά-αὐτοκριτικά. Ἡ ἴδια ἡ ἀνώτατη

ἰδέα, ὁ Θεός, ὡς ἀνώτατη ἀξία, ὑποκείμενο, τείνει συνεχῶς

πρὸς τὴν ἐσώτερη ἀξιούμενη ὑπαρκτότητα, τὴν ὁ ποία θεμε-

λιώνει, περιφρουρεῖ, ἀξιώνει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ στὴν ὁποία

τείνει διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἔν αντι τῆς ἀμφισβήτησης. Αὐ -

τὴ εἶναι ἡ λειτουργία τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἑαυτὴν ἐ -

παληθεύουσας (αὐτο)κριτικὰ ἀ λήθειας. Ὁ μηδενισμὸς εἶναι

κριτικὴ διαλεκτικὴ στιγμὴ τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας, τῆς

ἀξιακῆς καὶ θεμελιωτικῆς σκέψης ποὺ ἀναζητᾶ συνεχῶς νὰ

θεμελιώσει καὶ νὰ διεκδικήσει τὸ ὑπακτὸ σὲ ἕνα ὑποκείμενο.

Τὸ ὑπαρκτὸ ὀφείλει νὰ ταυτίζεται μαζί του ὡς summum ens,

διαλεκτική-(αὐτό)κριτικὴ ἀπόδειξη, θεμέλιο τῆς πραγματι-

κότητας καὶ περιεκτικὴ πραγματικότητα ταυτόχρονα. Κατὰ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 53

11. M. Heidegger, Der europäische Nihilismus, Bd. 48, Frankfurt a.M.,

1986, σ. 39. «Die Entwertung der obersten Werte und somit der Nihilismus

werden sichtbar für einen Blick, der schon auf eine Umwertung aller Werte

vorausblickt. Das Durchdenken des Wesens des Nihilismus vollzieht sich im

Bereich einer Denkweise, für die der Wertgedanke leitend ist».

τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ἡ ἀξιακὴ καὶ θεμελιωτικὴ

σκέψη καὶ ὀντολογία στοχεύει ἀκριβῶς διαλεκτικά-(αὐτο)

κριτικὰ πρὸς αὐτὴ τὴν ἀξιούμενη καὶ σκοπούμενη πραγματι-

κότητα καὶ ἐσώτερη διαφιλονικούμενη ὑπαρκτότητα καὶ ὄχι

πρὸς τὸ ἑκάστοτε ὑποκείμενο καθ’ αὐτό. Ἔχει συναίσθηση

καὶ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ αὐτοσυνειδησία, ὅτι τὸ ὑποκείμε-

νο, ἡ ἀνώτατη ἰδέα καὶ ἀξία θεμελιώνει καὶ ἀξιώνει γιὰ τὸν

ἑαυτό της ἐντὸς τῆς ἔννοιας τῆς ἀ λήθειας, παριστάνει πλή-

ρως (ἐνέργεια, actus purus) τὸ ὑπαρκτό, τὸ Εἶναι. Ὑπαρκτὸ

εἶναι τὸ βέβαιο καὶ ἀποδεδειγμένο, τελικὰ δηλαδὴ ἡ αὐτοεπο-

πτευόμενη καὶ αὐτοαποδεικνυόμενη κατοχὴ τοῦ ὑπαρκτοῦ ἔ -

ναντι τῆς ριζικῆς ἀμφιβολίας. Ἡ ἐλ λειπτικὴ ἀποδεικτικὴ λει-

τουργία τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ἀμ φισβήτησης τῆς ἀναλή-

θειας καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου δεικνύεται ὅτι εἶναι ὁ πυ-

ρήνας τῆς σημασίας τῆς ἀλήθειας. Συνεπῶς λοιπὸν ἡ ἀ ξια κὴ

θεμελιώνουσα μεταφυσικὴ σκέψη στοχεύει σύμφωνα μὲ τὴν

ἔννοια τῆς ἀλήθειας στὸ ἀποδεδειγμένο διαλεκτικά-αὐτοκρι-

τικὰ ὑπαρκτὸ ἔναντι τῆς ριζικῆς ἀμφισβήτησης μέσω ἑνὸς ὑ -

ποκειμένου, ἀνωτάτου ὄντος καὶ τῆς λοιπῆς κατώτερης κλί-

μακας τῶν ἀξιῶν. Ἂς δοῦμε σὲ μερικὲς ἱστορικοπνευματικὲς

στιγμὲς τὴ διαδρομὴ τῆς μεταφυσικῆς καὶ τοῦ μηδενισμοῦ της.

§3.2. Ἡ πορεία τῆς μηδενιστικῆς περάτωσης τῆς μεταφυ-

σικῆς.

Στὸν Πλάτωνα μὲ τὴν διάκριση τῆς ἰδέας ἀπὸ τὸ συγκε-

κριμένο ὂν ἡ ἰδέα διακρίνεται ἀπὸ τὸ ὄν, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ φω-

τίζουσα πληρότης τῆς ὑπαρκτότητας τοῦ ὄντος, ἀποβλέπει

καὶ τείνει πρὸς αὐτή, δὲν εἶναι εἶναι ἁπλῶς στατικὰ διαχωρι-

σμένη12, ἀλλὰ στὸν διαχωρισμό της τείνει διαρκῶς στὴν ὑπαρ-

54 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

12. Ἔτσι καὶ κατὰ τὸν Στ. Ράμφο οἱ ἰδέες εἶναι ἡ πληρότης τοῦ ὑπαρ-

κτοῦ, φανέρωση τοῦ ὄντος στὴν ἐντέλειά του. Παραθέτει δὲ καὶ σχετικὴ βι-

βλιογραφία (Mary Margaret McCabe, Platos Indiviaduals, Princeton 1995.

Καὶ σχετικὰ μὲ τὸν Ἁριστοτέλη: T.H. Irwin, Aristotle’s First Principles, Ox-

ford 1988). Στ. Ράμφου, Ὁ καημὸς τοῦ ἑνός, Ἁθήνα 2000, σ. 71 κ.ἑ.

κτότητα καὶ πραγματικότητα τοῦ ὄντος, τὴν ὁποία ὑπηρετεῖ

καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τελικὰ καὶ τὸν πυρήνα τῆς κίνησης τῆς

ἰδέας. Ἡ ἀρχὴ τῆς μεταφυσικῆς τίθεται κατὰ Heidegger στὴ

διάκριση τῆς ἰδέας ἢ τοῦ Εἶναι ἀπὸ τὸ ὄν. Τὸ Εἶναι ὡς ἡ οὐσία

ἢ ὑπαρκτότης τοῦ ὄντος εἶναι αὐτὸ ποὺ προηγεῖται ὀν τολο-

γικὰ καὶ τὸ ὁποῖο ὅμως ἀκριβῶς τείνει πρὸς τὴν ὑπαρκτότη-

τα διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ διὰ τῆς κοινωνίας τῶν γε νῶν καὶ

τῆς θεμελίωσης αὐτῶν συνεχῶς ἐμφανιζόμενο στὸ ὂν ἐν μέ-

ρει. Ἁποτελεῖ ὑποκείμενο τῆς ὑπαρκτότητας ὄχι τὴν ἴδια τὴν

ὑπαρκτότητα. «Ὁ Πλάτων λέει συνεπῶς, τὸ Εἶναι ὡς ἡ ἀνα-

φορά-παραπεμπτικότητα στὴν φανέρωση εἶναι ἰδέα, τὸ φα νε-

ρόν-ἡ φανέρωση; Ἰδεῖν, sehen, fid-videre-visio. Ἐπειδὴ τὸ

Εἶναι ἀποτελεῖ ἐνουσίωση (ἐνύπαρξη), σταθεροποίηση στὸ

χῶρο τῆς φανέρωσης, μπορεῖ ὁ Πλάτων νὰ ἐξηγεῖ-νοηματο-

δοτεῖ τὸ Εἶναι, τὴν οὐσία (ὑπαρκτότητα) ὡς ἰδέα»13. Σιγὰ

σιγὰ ὅμως ἡ μεταφυσικὴ οὔτε ἐξηγεῖ οὔτε δικαιολογεῖ οὔτε

σκέπτεται ἐπάνω σὲ αὐτὴ τὴν διάκριση ἀλλὰ τὴν ξεχνᾶ14. Ἡ

διάκριση αὐτὴ παραμένει ἁπλῶς ἀπροσδιόριστη15, ὑπάρχει

χω ρὶς νὰ παίζει σημαντικὸ ρόλο στὴν ὀντολογία καὶ στὴν

σκέψη, ἴσως γιατὶ θεωρεῖται αὐτονόητη τόσο ποὺ κανεὶς δὲν

θέλει νὰ ἀσχοληθεῖ μαζί της. Τὸ κεχωριμένο τοῦ ὄντος Εἶναι

ἀποτελεῖ μόνο θεμελίωση τοῦ ὄντος, ὑποκείμενο ποὺ πρέπει νὰ

ἀποδεικνύεται ἔναντι τῆς ἀμφισβήτησής του. Ἔτσι τὸ Εἶναι

ὡς ἀνώτατη ἰδέα εἶναι τὸ ἀγαθό, αὐτὸ ποὺ καθιστᾶ τὸ ὂν δυ-

νατό, ἀντίστοιχο μὲ τὸν δημιουργὸ τοῦ Τιμαίου. Τὸ ἀγαθὸ ὡς

ἡ ὑψηλότερη ἰδέα ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῶν ὄντων, τὰ ὁποῖα

καθιστᾶ δυνατὰ καὶ ὑπαρκτὰ ἐξ οὗ καὶ ὁ ὁρισμὸς τοῦ ἀγαθοῦ.

«Μέσω τοῦ καθορισμοῦ ἀπὸ τὸν Πλάτωνα τῆς ἔννοιας τῆς

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 55

13. M. Heidegger, Der europäische Nihilismus, ὅ.ἀ., σ. 293 «Platon sagt

daher, das Sein als die Anweisung ins Unverborgene ist idea, das Sichtsein;

idein, sehen, fid-videre-visio. Weil das Sein Anwesung, Beständigen ins Un-

verborgene ist, kann Platon das Sein, die ousia (Seiendheit) als idea auslegen».

14. Ὅ.ἀ., 333.

15. Ὅ.ἀ., 305.

ἰδέας ὡς τοῦ ἀγαθοῦ κατανοεῖται τὸ Εἶναι καὶ ἡ ὀντολογικὴ

προϋπόθεσή του ὡς αὐτὸ ποὺ καθιστᾶ δυνατὸ ὡς ὅρος-προ-

ϋπόθεση τῆς δυνατότητας. Ὁ προκαθορισμὸς γιὰ τὴν ἀξιακὴ

σκέψη ἔχει ἤδη ὁλοκληρωθεῖ στὴν ἀρχὴ τῆς μεταφυσικῆς καὶ

γιαυτὸ εἶναι ταυτόχρονα ἡ ἀξιακὴ σκέψη ἡ διαδικασία τῆς

ἀποπεράτωσης τῆς μεταφυσικῆς»16. Ἡ ἀξιακή, θεμελιώνου-

σα σκέψη ἀποδίδει τὴν ἔννοια τῆς ἀλήθειας ποὺ προσβλέπει

στὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ διαφιλονίκηση τοῦ Εἶναι ἔναντι

τῆς ριζικῆς ἀμφισβήτησης τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ ἐξωοντο-

λογικοῦ χώρου. Αὐτὴ ὅμως εἶναι ἐλλειπτική, ἀφοῦ δὲν τολμᾶ

νὰ ἀναζητήσει τὴν ἐλλείπουσα καὶ τὸ ὑπαρκτὸ καὶ ἰσχῦον κρι-

τήριο ὑπερβάλλουσα ἐξωοντολογικὴ ἀλήθεια, ποὺ ἐκπηγάζει

ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ἐξωοντολογικὴ ἐρώτηση καὶ δὲν εἶναι (αὐ -

το)κριτικὴ θεμελίωση καὶ διαφιλονίκηση.

Ὁ Πλάτωνας ὁ ἴδιος δὲν εἶναι βέβαια αὐτὸς ποὺ ὁλοκλη-

ρώνει καὶ ἀποπερατώνει τὴν μεταφυσικὴ ὡς μηδενισμό, ὅμως

οἱ ἴδιες οἱ προϋποθέσεις ἔχουν τεθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἡ ἴδια ἡ θεμε-

λίωση τοῦ ὑπαρκτοῦ ὡς ἰδέας, ὡς ὄντως ὄντος, ὡς ἀγαθοῦ,

ὡς δημιουργοῦ Θεοῦ ποὺ θεμελιώνει καὶ περιέχει τὸ ὑπαρκτὸ

πρέπει νὰ παραπέμπει καὶ νὰ προσβλέπει συνεχῶς διαλεκτι-

κά-αὐτοκριτικὰ σ’ αὐτὴν τὴν ὑπαρκτότητα, τὴν ὁποία περιέ-

χει, θεμελιώνει, ἀποδεικνύει. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς

ἀλήθειας. Ἡ μεταφυσικὴ καὶ ἀξιακὴ σκέψη προσβλέπει πρὸς

τὸ ἀξιούμενο ὑπαρκτὸ καὶ πραγματικό, τὸ ἴδιο τὸ ὑποκείμενο,

τὸ summum ens, ἡ ἰδέα καὶ ἀξία περιέχει αὐτό, ἐνῶ ὅμως δὲν

ταυτίζεται ἐντελῶς μαζί του παρὰ ἀξιώνει διαλεκτικὰ καὶ

αὐτοκριτικὰ ὡς ἀλήθεια, ὅτι τὸ περιέχει καὶ ὀφείλει νὰ ἀπο-

δεικνύει αὐτὴ τὴν ἀξίωση. Ἁπλῶς ἀξιώνει ὅτι εἶναι αὐτό. Αὐ -

τὴ ἡ ἀξίωση καὶ ἡ διόπτρευση πρὸς τὸ πραγματικὸ ἢ πραγμα-

56 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

16. Ὅ.ἀ., 303. «Durch Platons Bestimmung des Wesens der idea selbst

durch das agathon wird das Sein und seine Apriorität auslegbar als das Er -

möglichende als Bedingung der Möglichkeit. Die Vorzeichnung für den Wert-

gedanken ist im Beginn der Metaphysik vollzogen, und deshalb ist das Wert-

denken zugleich der Vollzug der Vollendung der Metaphysik».

τικότερο τοῦ ὑποκειμένου-ἀνωτάτου ὄντος, τῆς ἀξίας καὶ ἰδέ-

ας εἶναι στὴν οὐσία της αὐτοκριτική, διαλεκτικὴ καὶ μηδενι-

στική, γιατὶ δὲν σταματᾶ τὴ σχετικὴ ὑποκειμενικοποίηση ἢ

ὀντοποίηση τοῦ ὑπαρκτοῦ ἀλλὰ τείνει μέσω αὐτῶν πρὸς αὐτὸ

κατὰ τὴν ἐλλειπτικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη καὶ

ἔννοια τῆς ἀλήθειας.

Ἔτσι τὸ ὑποκείμενο τοῦ Εἶναι, ἡ ἀξία, ἀποτελεῖ σημεῖο δι -

όπτρευσης πρὸς τὸ πραγματικότερο, ὑπαρκτὸ ἢ ὑπαρκτότερο,

τὸ ὁποῖο ἀξιώνει ὅτι θεμελιώνει καὶ περιέχει ὡς summum ens,

actus purus, ἰδέα, ἀξία κατὰ τὴν ἔννοια τῆς ἀλήθειας. Τὸ ὑ -

παρκτό, τὸ ὄν, εἶναι δυνατὸ καὶ πραγματικὸ μόνο στὴν οὐσίω-

ση καὶ θεμελίωσή του μέσω τῆς ἰδέας, τοῦ Εἶναι, ὅπως ἀκρι -

βῶς τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια καθιστᾶ δυνατὴ τὴν ὅραση τῶν ὄν -

των. Τὸ Εἶναι, ἡ ἰδέα, ἡ ἀξία, τὸ ἀγαθό, τὸ ὑποκείμενο, ἀπο-

τελεῖ ἀποδεδειγμένο σημεῖο διόπτρευσης πρὸς τὸ ἀξιούμενο ὑ -

παρκτό, τὸ ὁποῖο θεμελιώνει καὶ ἀξιώνει ὅτι εἶναι. «Τὸ σημεῖο

διόπτρευσης τῆς ἀξίας εἶναι τὸ σημεῖο διόπτρευσης τῶν ὅρων-

προϋποθέσεων διατήρησης καὶ ἐπαύξησης σὲ σχέση πρὸς σύν-

θετα μορφώματα περιορισμένης διάρκειας τῆς ζωῆς ἐντὸς τοῦ

γίγνεσθαι, (…) αὐτὸ ποὺ θεωρεῖται στὸν ὀφθαλμό, ἕνα διο-

πτρικὸ σημεῖο τοῦ ὀφθαλμοῦ γιὰ τὸ ὁρᾶν, καὶ δὴ γιὰ τὸ ὁρᾶν

ποὺ ἀποβλέπει σὲ κάτι. Αὐτὸ τὸ ἀποβλέπειν σὲ κάτι εἶναι ὁ

ὑπολογισμὸς πρὸς κάτι, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ ὑπολογίζει μέσω

ἄλλων»17. Ἡ ἴδια ἡ μεταφυσικὴ καὶ ἀξιακὴ σκέψη, ἡ ἔννοια

τῆς ἀλήθειας, τὸ ἴδιο τὸ ὑποκείμενο, τὸ summum ens, ὁ Ρεα-

λισμὸς τῶν ἰδεῶν, ἀποβλέπουν διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ στὸ

ὑπαρκτὸ καὶ στὴν καλύτερη ἀπόδειξή του ἔναντι τῆς ἀμφι-

σβήτησης, τὸ ὁποῖο ἀξιώνουν ὅτι περιέχουν, ἐκφράζουν, εἶναι.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 57

17. Ὅ.ἀ., σ. 109. «Der Gesichtspunkt des Werts ist der Gesichtspunkt von

Erhaltungs- Steigerungs- Bedingungen in Hinsicht auf komplexe Gebilde von

relativer Dauer des Lebens innerhalb des Werdens.(...) solches, was ins Auge

gefaßt wird, ein Augenpunkt für ein Sehen, und zwar ein Sehen, das es abge-

sehen hat auf etwas. Dieses Absehen auf etwas ist ein Rechnen auf etwas, das

mit anderen rechnen muß».

Εἶναι στὴν οὐσία τους αὐτοκριτικὰ καὶ αὐτομηδενιστικὰ

προσδιορισμένοι ἐν σχέσει πρὸς τὸ ἀξιούμενο ὑπαρκτό, πρὸς τὸ

ὁποῖο ἀποβλέπουν κατὰ τὴν ἔννοια τῆς ἀλήθειας.

Μέχρι τὸν Nietzsche ἡ ἀξιακὴ καὶ μεταφυσικὴ σκέψη ἔχει

ἄλλες δύο σημαντικὲς φάσεις, τὸν Leibniz καὶ τὸν Kant. «Κα -

τὰ τὸν Leibniz κάθε ὂν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν perceptio καὶ

τὸν appetitus, ἀπὸ τὴν ἀναπαριστοῦσα ὁρμή, ἡ ὁποία πρὸς

αὐτὸ ἐφορμᾶ, ἀντίστοιχα τὸ ὅλον τοῦ ὄντος νὰ ἀναπαραστή-

σει, νὰ >ἀναπαραστατικοποιήσει<, καὶ ἁπλῶς καὶ μόνο σ’ αὐ -

τὴν καὶ ὡς αὐτὴ ἡ ἀναπαράσταση ἐπίσης νὰ εἶναι. Αὐτὴ ἡ

ἀναπαράσταση περιέχει ἑκάστοτε αὐτὸ ποὺ ὁ Leibniz ὀνομά-

ζει ὡς τὸ point de vue – σημεῖο διόπτρευσης. Ἔτσι λέγει ὁμοί-

ως ὁ Nietzsche (…). Ὁ περσπεκτιβισμὸς εἶναι αὐτό, λόγω τοῦ

ὁποίου κάθε κέντρο δύναμης καὶ ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος συνθέ-

τει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ὅλο τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, δηλαδὴ μετρᾶ

στὴν δύναμή του, ἐξετάζει, διαμορφώνει (…)»18. Ἁπὸ τὸ σπή-

λαιο τοῦ Πλάτωνα, τὶς κριτικὰ φωτίζουσες ἰδέες καὶ τὴν κρι-

τικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας φθάνουμε στὸ σπήλαιο τοῦ Νίτσε

καὶ τὸν πλήρως σκοτεινό, αὐτοφωτιζόμενο, αὐτοκριτικὸ καὶ

τραγικὸ ὑπεράνθρωπο ὡς ἀποπέρατωση τῆς ἐλλειπτικῆς ἀ -

ποδεικτικῆς (αὐτο)κριτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς

μεταφυσικῆς. Ἁπὸ τὸ ὑποκείμενο, τὴν ἰδέα, τὴν ἀξία πρέπει νὰ

ἀναπαρίσταται νὰ θεμελιώνεται καὶ νὰ περιέχεται τὸ ὑ παρ-

κτό. Ὑπαρκτὸ εἶναι πλέον αὐτὴ ἡ ἀναπαράσταση, ἡ κατοχή,

ἡ ὑποκειμενικοποίηση καὶ ὀντοποίηση τοῦ ὅλου ὑπαρκτοῦ σὲ

ἕνα ὑποκείμενο, σὲ μιὰ ἰδέα. Αὐτὸ τὸ ὑποκείμενο, ἡ ἰδέα, ἡ ἀ -

58 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

18. Ὅ.ἀ., σ. 111. «Nach Leibniz ist jedes Seiende durch perceptio und ap-

petitus bestimmt, durch den vorstellenden Drang, der darauf dringt, je das

Ganze des Seinden vorzustellen, zu >repräsentieren<, und in dieser und als die-

se repraesentatio erst und allein auch zu sein. Dieses Vorstellen hat jeweils das,

was Leibniz den point de vue - Gesichts-punkt nennt. So sagt auch Nietzsche

(...) >Der Perspektivismus< ist es, >vermöge< dessen jedes Kraftzentrum - und

nicht nur der Mensch - von sich aus die ganze übrige Welt konstruierte, d. h.

an seiner Kraft mißt, betastet, gestaltet».

ξία, ὡς σημεῖο διόπτρευσης παραπέμπει στὸ ὑπακτὸ καὶ ἀξιώ-

νει ἀποδεικτικά, διαλεκτικά-αὐτοκριτικά, ὅτι τὸ περιέχει καὶ

ὅτι εἶναι τὰ ἴδιο. Αὐτὴ ἡ συνείδηση ταυτότητας, ὑ ποκειμενικό-

τητας, ὀντοποίησης τοῦ ὅλου ὑπαρκτοῦ, ἀλλὰ καὶ διαφορᾶς

ὡς ἀποδεικτέα ἀξίωση καὶ διόπτρευση πρὸς τὸ ὑπαρ κτὸ εἶναι

σαφής. Πρέπει νὰ θεμελιώνει συνεχῶς καὶ νὰ ἀποδεικνύει τὸν

ἑαυτό της διαλεκτικά-αὐτοκριτικά, νὰ παράσχει ἀποδείξεις

τοῦ ἑαυτοῦ της, ἀποδείξεις κατοχῆς καὶ ἀναπαράστασης τοῦ

ὅλου Εἶναι σὲ ἕνα ὑποκείμενο ὡς summum ens καταλήγοντας

ἔτσι στὴν πλήρη αὐτοκριτικὴ ἀπίσχανση καὶ ἀναίρεση κάθε

περιεχόμενου ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν κενὴ αἰσθητικὴ δύναμη ἐλλει-

πτικῆς ἀπόδειξης, θέσπισης καὶ ὀρθῆς τραγικῆς αὐτοκατα-

στροφῆς-ἀπόδειξης τοῦ ἑκάστοτε θεσπισθέντος.

Ἔτσι ἡ τάση αὐτὴ τῆς ἰδέας πρὸς τὸ ὑπαρκτὸ πρέπει νὰ

ἐκπληρώνεται ἐκεῖ ὅπου αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀποδείξει ἑαυτὴν ὡς

πραγματική, ὡς ἀναπαράσταση καὶ ὀντοποίηση τοῦ ὅλου, δη-

λαδὴ στὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ Descartes. Ἡ ἴδια ἡ τάση τοῦ

παλαιότερου Ρεαλισμοῦ καὶ μεταφυσικοῦ ἰδεαλισμοῦ ἐκπλη-

ρώνεται διαλεκτικὰ καὶ αὐτοκριτικά, μηδενιστικὰ στὸν κρι-

τικὸ καὶ ὑπερβατολογικὸ ἰδεαλισμὸ καὶ στὸν ἀπόλυτο ἰδεαλι-

σμό. Τὸ ἴδιο τὸ φῶς, ἡ ἰδέα, τὸ ἀγαθὸ τείνει πρὸς τὸ ἀποδεικτέο

ὑπαρκτό. Ἔτσι κατὰ τὴν συνήθη ἔκφραση τοῦ Heidegger δὲν

ἔχουμε μάτια πιὰ ἐπειδὴ ὑπάρχει τὸ φῶς καὶ μποροῦμε καὶ

πρέπει νὰ βλέπουμε παρὰ βλέπουμε ἐπειδὴ ἔχουμε μάτια. Τὸ

ἴδιο τὸ φῶς ἀπέβλεπε σ’ αὐτὴ τὴν ὅραση τοῦ πραγματικοῦ καὶ

αὐτὸ τὸ πραγματικὸ εἶναι ὄντως τὰ μάτια μιᾶς διαλεκτικῆς

καὶ αὐτοκριτικῆς αὐτοσυνειδησίας ὅμως. Ἐπίσης δὲν ἔχουμε

πιὰ αὐτιὰ ἐπειδὴ ἀκοῦμε ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχουμε αὐτιὰ μποροῦμε

καὶ ἀκοῦμε. Κατὰ Hegel19 ὁμοίως ὁ ἐγκέφαλος δὲν εἶναι τὸ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 59

19. G. W. F. Hegel, Phänomenologie des Geistes, Hamburg 1988, Meiner

Verlag, σ. 218 (ἐκ τοῦδε Phän.). Ἡ Χαϊντεγγεριανὴ καὶ ἑγελειανὴ αὐτὴ

ἄποψη προσομοιάζει πρὸς τὸν ἐξελικτικισμό. Ὅπως θὰ δοῦμε καὶ στὸν Hegel

τελικὰ δὲν ὑπάρχει ἕνα δεδομένο ἀρχικὸ ἢ τελικὸ περιεχομενολογικὸ ἀνθρώ-

πινο ὑποκείμενο, ἀλλὰ ἡ κενὴ περιεχομένου συνθετικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ δύ-

κέντρο τῆς αὐτοσυνειδησίας ἀλλὰ ὄργανό της. Ἡ ἰδέα, τὸ ὑ -

ποκείμενο, τὸ summum ens, ἡ ἀξίωση γιὰ αὐτοκριτικὴ ἀπόδει-

ξη καὶ ἀναπαράσταση τοῦ ὑπαρκτοῦ ἐγκαθίσταται ἀπὸ τὸν

Descartes στὸ ἀνθρώπινο ἐγὼ ὡς cogito me cogitare καὶ ὄχι

ἁπλὸ ἐγὼ ἢ ego cogito, ὡς αὐτοκριτικὰ τὸν ἑαυτό του θεμε-

λιοῦν. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ἀναμφισβήτητο ὑποκείμενο, ἐνῶ μέ-

χρι τότε ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση καὶ σκέψη μετεῖχε ἢ ἔστω

ἦταν καὶ αὐτὴ ἕνα σημεῖο ἀναπαράστασης τοῦ ὅλου ὑπαρ-

κτοῦ ποὺ ρεαλιστικὰ ἰδεαλιστικὰ ἦταν ὑπερβατικὸ αὐτῆς.

Τώρα ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ τὸ μόνο ὑποκείμενο μὲ τὴν συνεί-

δηση ὅμως καὶ τώρα τῆς ἀξίωσης ὅτι εἶναι αὐτὸ τὸ μεῖζον

Εἶναι καὶ ἀποδεικτέο ὑπαρκτό, τὸ «An sich», σὲ μιὰ σχέση

ὑπερβατολογικὴ πρὸς αὐτὸ ὄχι πιὰ ὑπερβατική. Ἡ μεταφυ-

σικὴ θεμελιώδης θέση τοῦ Kant στὴν «Κριτικὴ τοῦ καθαροῦ

λόγου» εἶναι ἡ ἑξῆς κατὰ Heidegger: «>Οἱ προϋποθέσεις-ὅροι

τῆς δυνατότητας τῆς ἐμπειρίας ἐξ ὁλοκλήρου εἶναι ἐξ ἴσου

προϋποθέσεις-ὅροι τῆς δυνατότητας τῶν ἀντικειμένων τῆς

ἐμπειρίας<»20. Οἱ προϋποθέσεις καὶ οἱ ὅροι, οἱ ἰδέες, οἱ ἀξίες καὶ

τὸ ὑποκείμενο ποὺ θεμελιώνει τὸ ὑπαρκτὸ καὶ ἀξιώνει ὅτι εἶναι

αὐτὸ εἶναι πιὰ ἡ ἀνθρώπινη αὐτοκριτικὴ καὶ ὑπερβατολογικὴ

αὐτοσυνειδησία ὡς cogito me cogitare. Ἡ ἴδια ἡ τάση τοῦ με-

ταφυσικοῦ ρεαλιστικοῦ Εἶναι ὁδήγησε στὸ ἀνθρώπινο ὑποκεί-

μενο, στὴν μηδενιστικὴ αὐτοκριτική του καὶ στὴν ἀναζήτηση

τοῦ ὄντως ὑπαρκτοῦ ποὺ περιέχει, ἀναπαριστᾶ καὶ ἀξιώνει ὅτι

εἶναι αὐτὸ τὸ ὑπαρκτὸ διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ὡς ἡ ἴδια ἡ

καθαρὴ πράξη τῆς ἀπόδειξης κατὰ τὴν ἐλ λειπτικὴ ἔννοια τῆς

ἀλήθειας ἔναντι τῆς παραμένουσας ἀμ φισβήτησης τῆς ἀνα-

λήθειας καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου.

Ἡ πλατωνικὴ ἰδέα ἦταν ἡ θεμελίωση τοῦ ὑπαρκτοῦ καὶ ἡ

60 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ναμη τῆς αὐτοσυνειδησίας ποὺ αὐτοθεσπίζεται σὲ διάφορες μορφές. Ὅπως

ἀκριβῶς καὶ στὸν Nietzsche ὁ ὑπεράνθρωπος ἢ μεταάνθρωπος.

20. Ὅ.ἀ., M. Heidegger, 307. «>Die Bedingungen der Möglichkeit der Er-

fahrung über haupt sind zugleich Bedingungen der Möglichkeit der Gegen -

stände der Erfahrung<».

φανέρωση στὸ χῶρο τοῦ ὄντος, ἡ ὁποία καθιστοῦσε δυνατὴ

τὴν ὑπαρκτότητα καὶ γνώση τοῦ ὄντος. Τώρα πλέον δὲν εἶναι

ὡς ἰδέα ὑπερβατικὴ ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ περιεχόμενη

στὸ ἀνθρώπινο αὐτοκριτικὸ ὑπερβατολογικὸ ὑποκείμενο, νε-

νοημένη καὶ ἐποπτευόμενη ἰδέα τοῦ αὐτοσυνείδητου ἀνθρωπί-

νου ὑποκειμένου ποὺ ἀναπαριστᾶ τὸ ὑπαρκτὸ καὶ ἀξιώνει ὅτι

εἶναι αὐτό. Οἱ προϋποθέσεις καὶ ὅροι, οἱ ἰδέες πλέον εἶναι ἐσω-

τερικευμένες. Στὸν Kant εἶναι δεδομένες, γιαυτὸ ἡ διαλεκτικὴ

τοῦ ὑποκειμένου ὡς χώρου ἀναπαράστασης καὶ κατοχῆς τοῦ

Εἶναι σὲ αὐτὸν σταματᾶ σὲ ἕνα σταθερὸ καὶ καθαρὸ ὑποκεί-

μενο ἔναντι τοῦ ὑπαρκτοῦ ὡς An Sich, τὸ ὁποῖο βέβαια ἀξιώ-

νει κριτικὰ ὅτι εἶναι. Στὸν Hegel καὶ στὸν Nietzsche ὅπως θὰ

δοῦμε αὐτὸ τὸ An Sich ἐσωτερικοποιεῖται ἐντελῶς στὸ ὑπο-

κείμενο ὡς ἀρνητικὸ σκοπούμενο τέλος τῆς διαλεκτικῆς-αὐ -

τοκριτικῆς λειτουργίας του, ποὺ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου αὐτοθε-

σπιζόμενο ἀλλὰ καὶ ἐξ ἴσου καθολικὰ αὐτοκριτικὸ καὶ αὐτο-

μηδενιζόμενο ἔναντι τοῦ ἴδιου τοῦ θεσπιζόμενου ἑαυτοῦ του

καὶ ὄχι ἁπλῶς ἔναντι μιᾶς ἀναπαράστασης καὶ ἐμφάνισης

τοῦ An Sich ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ψευδὴς ὅπως στὸν Kant. Τὸ

καντιανὸ ἐγὼ εἶναι καθαρὸ σταθερό, καὶ αὐτοκριτικὸ ἔναντι

τοῦ φαινομένου An Sich, τοῦ ὑπαρκτοῦ, ποὺ ἀξιώνει κριτικὰ

ὅτι εἶναι. Τὸ ἑγελειανὸ καὶ νιτσεϊκὸ ἐγὼ εἶναι πλήρως αὐτο-

κριτικό, ἐκστατικὸ καὶ μηδενιστικὸ ἔναντι τῆς ἴδιας του τῆς

οὐσίας ὡς ἐγώ, τὸ ἐγώ του δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ θε-

σπιζόμενη ἀενάως σκοπούμενη ἀναπαράσταση τοῦ καθεαυτὸ

ἀπὸ τὴν κενὴ περιεχομένου διαλεκτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ δύνα-

μη τῆς αὐτοσυνειδησίας του. Κατὰ τὸν Heidegger μετὰ τὸν

Kant πλέον στὸ Nietzsche ἡ κριτικὴ δύναμη ἔχει τὸ χαρακτή-

ρα τῆς θέλησης γιὰ τὸν ἑαυτό της καὶ ὄχι γιὰ κάποιο ἄλλο,

τῆς πλήρως δηλαδὴ διαλεκτικῆς καὶ αὐτοκριτικῆς ἐκστα-

τικῆς καὶ τραγι κῆς ἀναπαραστατικῆς δύναμης τοῦ ὑπαρκτοῦ

ὡς τοῦ ἑαυτοῦ της, ποὺ εἶναι τραγικὰ πλήρως θεσπιστικὴ καὶ

πλήρως ἀναιρετικὴ κάθε ἀναπαράστασης, ἰδέας καὶ ἀξίας

τοῦ ὑπαρκτοῦ ὡς τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ ὄχι ὡς ἑνὸς ἄλλου, τὴν

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 61

ὁποία θεσπίζει καὶ στὴν συνέχεια ὅμως καταστρέφει. Μπο-

ροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι ὑπερβαίνοντας τὴν ὑπερβατολογικὴ κρι-

τικὴ τοῦ Κὰντ ἔ χουμε μιὰ τραγικὴ συνύπαρξη τῆς πλήρως

δογματικῆς-μυθολογικῆς καὶ τῆς πλήρως αὐτοκριτικῆς σκέ-

ψης. Ἡ κενὴ αἰσθητικὴ δύναμη θεσπίζει τὸν κόσμο ἐκστατικὰ

ὡς τὸν ἑαυτό της, ποὺ εἶναι αἰσθητικὸ καὶ παιγνιῶδες ἀπεί-

κασμα χωρὶς πρωτότυπο, καὶ τὸν καταστρέφει ὅμως αὐτοκρι-

τικὰ ἀποδεικνύοντας καὶ ἀναιρώντας τον στὸν κενὸ ἑαυτό

της. Ἁπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ Πλάτωνα ἡ ἔννοια τῆς ἀλήθειας

φτάνει στὸ σπήλαιο τοῦ Νίτσε. Ἡ θέληση χρειάζεται καὶ με-

ταχειρίζεται τὶς ἀξίες καὶ τὶς ἰδέες ὡς ἀναπαράσταση τοῦ

ὑπαρκτοῦ πλήρως αὐτοκριτικὰ καὶ ἐνσυνείδητα μηδενιστικὰ

πλέον. «Ἡ θέληση γιὰ δύναμη, ἡ ὁποία καθιστᾶ δυνατὴ τὴν

δύναμη στὴν ἀπροϋποθετη-ἀδέσμευτη οὐσία της, καθ’ ὅσον

αὐτὴ ξεπερνᾶ στὴν δύναμη συνεχῶς τὸν ἑαυτό της, χρειάζε-

ται πολὺ μᾶλλον τὶς προϋποθέσεις τῆς διατήρησης καὶ ἐπαύ-

ξησης τῆς δύναμης. Ἡ δύναμη εἶναι στὴν οὐσία της περσπε-

κτιβιστικὴ διὰ καὶ προσ-βλέπουσα στοὺς ὅρους της»21. Ἡ δύ-

ναμη ὡς ἐνσυνείδητα τραγικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ αὐτοθέσπιση

πλέον καὶ ὑποκείμενο τοῦ ὑπαρκτοῦ εἶναι διαλεκτικὰ καὶ αὐ -

τοκριτικὰ ἐνσυνείδητα μηδενιστικὴ ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ

τῶν ἀξιῶν καὶ ἰδεῶν ποὺ θεσπίζει προσωρινὰ πρὸς τὸ σκοπὸ

αὐτό. Ὁ μηδενισμὸς τῶν ὑπερβατικῶν ἰδεῶν τοῦ Ρεαλισμοῦ,

ὅπου καὶ σ’ αὐτὸν ὑπῆρχε ἤδη ἡ διαλεκτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ

παραπομπὴ πρὸς τὸ ὑπαρκτό, τὸ ὁποῖο ἐκεῖνες οἱ ἰδέες ἀξίω-

ναν ὅτι περιέχουν καὶ εἶναι, γίνεται πλέον ἐσωτερικὸς μηδενι-

σμός, αὐτοκριτικὴ ποὺ παίρνει τὸν χαρακτήρα περσπεκτιβι-

στικῆς καὶ ἐκστατικῆς μεγένθυνσης τοῦ ἐγὼ ὡς αὐτοθέσπι-

σης τοῦ ὑ παρκτοῦ ποὺ καταλήγει ὅμως τραγικὰ στὴν αὐτο-

62 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

21. Ὅ.ἀ., σ. 169. «Der Wille zur Macht, der die Macht zu ihrem unde-

dingten Wesen ermächtigt, indem sie sich ständig selbst übermächtigt, bedarf

zumal der Bedingungen der Machterhaltung und der Machtsteigerung. Die

Macht ist in ihrem Wesen nach >perspektivistisch< durch- und vorblickend in

ihre Bedingungen».

κριτικὴ αὐ τομηδένιση. Ἔτσι ξεκινᾶ ὁ πλήρης καὶ τραγικὸς ὑ -

περ-ανθρωπομορφισμὸς καὶ ὁ περσπεκτιβισμὸς τῆς ζωῆς, ὅ -

ταν τὸ ἀν θρώπινο ὑποκείμενο μηδενίζει καὶ διορθώνει ὄχι ἀντι-

κειμενικὲς ὑπερβατικὲς ἰδέες καὶ ἀξίες ἀλλὰ τὸν ἴδιο του τὸν

ἑαυτό, αὐτοθεσπίζεται ἀπὸ τὸ κενὸ περιεχομένου κριτήριο τῆς

ἑ αυτὴν θέλουσας καὶ ὄχι κάτι ἀντικειμενικὸ θέλησης γιὰ δύ-

ναμη. Ἡ αὐτοσυνειδησία καταλαμβάνει πιὰ τὸν παλαιὸ χῶρο

τῆς ὑποκειμενικοποίησης καὶ ὀντοποίησης τοῦ ὑπαρκτοῦ. «Αὐ -

τὴ ἡ συνείδηση τῶν πραγμάτων καὶ ἀντικειμένων εἶναι κατ’

οὐσίαν καὶ στὸ βάθος της κατ’ ἀρχὰς αὐτοσυνειδησία καὶ μό-

νο ὡς τέτοια εἶναι μιὰ συνείδηση ἀντικειμένων δυνατή»22. Ἡ

ἴδια ἡ ἀνθρώπινη αὐτοσυνειδησία, τὸ ἀν θρώ πινο ὑποκείμενο,

αὐτοθεσπίζεται αὐτοκριτικὰ καὶ τραγι κὰ καὶ αὐτομορφοποι -

εῖ ται ὡς τὸ μέτρο, ἡ ἰδέα καὶ ἔννοια τοῦ ὑ παρκτοῦ χωρὶς νὰ ἔ -

χει ἀρχικὸ καὶ μόνιμο οὐσιακὸ πρωτότυπο.

Σὲ συνεχεῖς κύκλους ἀπὸ τὸ μηδὲν στὸ μηδέν, ὡς circulus

vitiosus deus, ἡρακλείτιος κόσμος ποὺ ἀνάβει καὶ σβήνει, τὸ

ἀνθρώπινο ὑποκείμενο τοῦ ὑπαρκτοῦ αὐτοθεσπίζεται ὡς τέ-

τοιο καὶ αὐτομηδενίζεται ἀφορώντας τραγικὰ στὴν θεμελίω-

ση καὶ ἀπόδειξη κάθε θέσπισης σύμφωνα πρὸς τὴν ἐλλειπτικὴ

ἀποδεικτικὰ ἔννοια τῆς ἀλήθειας. Τὸν μηδενισμὸ καὶ πεσι-

μισμὸ τῆς ἀδυναμίας διαδέχεται ὁ μηδενισμὸς καὶ πεσιμισμὸς

τῆς δύναμης, ὁ ἐνσυνείδητος μηδενισμός. «Κατὰ μιὰ ἄποψη

φαίνεται, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἐκπλήρωση τῶν παροντικῶν

μέχρι τοῦδε ἀξιῶν, ὁ κόσμος δείχνει ἀπαξιωμένος. Κατὰ τὴν

ἄλλη ἄποψη ἡ ἀναζητοῦσα ἄποψη κατευθύνεται διὰ μέσου

τῆς ἀναλυτικῆς συνειδητοποίησης τῆς ἐκπήγασης τῶν ἀξια -

κῶν θεσπίσεων ἀπὸ τὴν θέληση γιὰ δύναμη πρὸς τὴν πηγὴ νέ-

ων ἀξιακῶν θεσπίσεων, χωρὶς βέβαια μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ

κερδίζει ὁ κόσμος σὲ ἀξία»23. Αὐτὸς εἶναι ὁ κλασικός, ἐνεργη-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 63

22. Ὅ.ἀ., σ. 194. «Dieses Bewußtsein von den Dingen und Gegenständen

ist wesenhaft und in seinem Grunde zuerst Selbstbewußtsein und nur als die-

ses ist Beweußtsein von Gegenständen möglich».

23. Ὅ.ἀ., σ. 100. «Nach einer Hinsicht zeigt sich, daß die Erfüllung der

τικός, ἐκστατικὸς μηδενισμός. Μιὰ φάση του καὶ μιὰ διαλε-

κτικὴ ἐνδιάμεση στιγμή του εἶναι ὁ πεσσιμισμὸς καὶ ὁ ἀνολο-

κλήρωτος μηδενισμὸς (unvollständiger Nihilismus) ὡς ἀ να-

λυτικὴ διείσδυση στὴν πηγὴ καὶ τὸν πυρήνα τοῦ ὑπαρκτοῦ καὶ

ἀποδόμηση τῶν παλαιῶν ἀξιῶν. Ὁ ἴδιος ὁ ἐκστατικὸς μηδε-

νισμὸς ὅμως (klassischer, aktiver, extremer Nihilismus) πρέ-

πει νὰ μηδενίσει τὶς παλαιότερες ἀξίες του, δηλαδὴ νὰ αὐ το-

μηδενιστεῖ ὡς αὐτοθεσπιζόμενο ὑποκείμενο, γιὰ νὰ ἀποδείξει

τὴν δύναμη24 ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του ὡς ἀξίωση γιὰ τὸ ὑπαρκτό-

τερο Εἶναι του, ὡς ἀπόδειξη αὐτοῦ ποὺ ἤδη ὑπάρχει, διαλε-

κτικὴ αὐτοκριτικὴ προσέγγιση πρὸς τὸ ἐσώτερο ἀξιούμενο

ὑπαρκτὸ τὸ ὁποῖο ἀξιώνει, ὅτι εἶναι ὡς ὑποκείμενο, ἰδέα του. Ἡ

νέα αὐτοθέσπιση στὴν θέση τῆς παλαιᾶς παραπέμπει σ’ αὐτὸ

τὸ ἐσώτερο ἀποδεικτέο ὑπαρκτό. Αὐτὸ εἶναι τὸ μηδὲν ποὺ

ἀποτελεῖ πιὰ τὸ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικότητα ἐσωτερικευμένο διορ-

θωτικὸ μέτρο καὶ πυρήνα τοῦ ὑποκειμένου τοῦ Εἶναι, πρὸς τὸν

ὁποῖο τείνει ἡ ἐλλειπτικὴ καὶ τραγικὴ ἀπόδειξη. Ἡ πράξη μη-

δενισμοῦ καὶ νέας θέσπισης ἀποδεικνύει τὴν ἐλεύθερη περιε-

χομένου δύναμη ἀπόδειξης τοῦ ὑπαρκτοῦ, δὲν εἶναι ἁπλὴ κα-

τοχή του ὡς δεδομένου καθ’ αὐτὸ ἐξωτερικοῦ ἀρνητικοῦ Εἶναι

ποὺ ἐμφανίζεται στὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο. Τὸ ὑποκείμενο

πρέπει νὰ ἀποδειχθεῖ καὶ νὰ θεσπισθεῖ ὡς τέτοιο στὴν θέση

τῆς ἁπλῆς ὑπόθεσης καὶ ἄμεσης ἀποδοχῆς τῆς ὑπαρκτότη-

τας. Ὁ μηδενισμὸς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐσώτερη λογικὴ τῆς ἔννοιας

64 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

bisherigen Werte nicht zu erreichen ist, die Welt sieht wertlos aus. Nach der

anderen Hinsicht wird durch das analytische Bewußtmachen des Ursprungs

der Wertsetzungen aus dem Willen zur Macht der suchende Blick auf die

Quelle neuer Wertsetzungen gelenkt, ohne daß freilich die Welt dadurch

schon an Wert gewonnen hätte».

24. Ὁ W. Müller-Lauter ἀσκεῖ κριτικὴ στὴν ἑρμηνεία τοῦ Heidegger γιὰ

τὴν θέληση γιὰ δύναμη στὸ Nietzsche. Δὲν ὑπάρχει κατ’ αὐτὸν στὸ Nietz sche

μιὰ θέληση γιὰ δύναμη ἀλλὰ πολλὲς ποὺ μποροῦν νὰ πάρουν τὴν μορφὴ μιᾶς

ὡς θέληση ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ της. (Das Willenswesen und der Übermensch. Στό:

E. Behler, M. Montinari, W. Müller-Lauter, H. Wenzel (Hg.), Nietz sche-

Studien, Bd 10/11, Berlin, 1981.

τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς μεταφυσικῆς καὶ ὀντολογίας, νὰ εἶ ναι

ὄχι ἁπλὰ ὑπόθεση καὶ ἀποδοχὴ τοῦ ὑπαρκτοῦ, ἀλλὰ ἀπόδειξή

του ἔναντι τῆς ριζικῆς ἐρώτησης, θεμελίωσή του, κατοχή του,

ὑποκειμενικοποίηση καὶ ὀντοποίησή του ὡς ἰδέας, ἀ ξίας, πλή-

ρως αὐτοκριτικὰ καὶ τραγικὰ αὐτοθεσπιζομένου ὑ ποκειμένου.

Ὁ ἐκστατικὸς ἐνσυνείδητος μηδενισμὸς τείνει συνεχῶς πρὸς

τὸ ἐσώτερο ἀξιούμενο ὑπαρκτὸ κάθε δεδομένου ὑποκειμένου,

τὸ ὁποῖο ἀξιώνει ὅτι εἶναι μὲ τὴν ἴδια τὴν καθαρὴ πράξη τῆς

θέλησης γιὰ δύναμη ὡς αὐτοθέσπιση καὶ αὐτοκαταστροφὴ

καὶ ὄχι μὲ τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τῆς μορφῆς ποὺ παίρνει, ἀφοῦ

δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀναλογία πρὸς κάποιο καθ’ αὐ τὸ ὑπερβατικὸ

δεδομένο Εἶναι, παρὰ μόνο ἡ τέλεια ἀπόδειξη αὐτοῦ ὡς τέλεια

ἀφαίρεση καὶ μηδενισμὸς αὐτοῦ, ὡς καθαρὴ τραγικὴ θέληση

γιὰ δύναμη. Τὸ ἀξιούμενο ὑπαρκτὸ στὸν πυρήνα του εἶναι τὸ

μηδέν, τὸ ἐλεύθερο περιεχομένου μέτρο καὶ κίνητρο ἐλλει-

πτικῆς ἀπόδειξης ἔναντι τοῦ μηδενός –ποὺ ἀκρι βῶς ἔχει ἐσω-

τερικευθεῖ– καὶ τῆς ἀναλήθειας – ποὺ ἔχει καταλάβει καὶ τὸν

χῶρο τῆς ἀλήθειας πλέον ὡς «ζωτικὸ ψεῦ δος». Ἡ πράξη αὐ -

τοθέσπισης εἶναι τραγική, ἐνσυνείδητα μηδενιστική, ζωτικὸ

ψεῦδος ὡς μόνη ἀλήθεια. Ἡ πράξη ὡς πράξη εἶναι ἀπόδειξη,

θεμελίωση, ὑποκειμενικοποίηση τοῦ ὑπαρκτοῦ, δικαιολόγηση,

Gerechtigkeit ἢ Rechfertigung κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Heideg-

ger ποὺ ἀποδίδει καὶ τὴν Theodizee τοῦ Hegel καὶ καταλήγει

στὴν τραγικὴ δίκη. Ἡ θέληση γιὰ δύναμη, αὐτοκριτικὴ καὶ

αὐτομηδενιστικὴ ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ της ὡς περιεχομένου ἐπί-

φασης εἶναι ἡ μόνη ἀπόδειξη, θεμελίωση καὶ ὑποκειμενικο-

ποίηση τοῦ Εἶναι, τοῦ ὑπαρκτοῦ. Τὸ ὑπαρκτὸ δὲν ὑπάρχει

ἁπλῶς, θεμελιώνεται καὶ συνάγεται μέσω τῆς ἰδέας, τοῦ ὑπο-

κειμένου, ρεαλιστικοῦ ἢ ἐγκατεστημένου ἀπὸ τὸν Descartes

πλέον στὴν ἀνθρώπινη αὐτοσυνειδησία ὡς cogito me cogitare.

Ὑπαρκτὸ εἶναι ὁ μηδενισμὸς κάθε θεσπισμένου περιεχομένου,

μορφῆς καὶ ἐπίφασης ὡς τραγικὴ αὐτοκριτικὴ καὶ μηδενι-

στικὴ ἀπόδειξη αὐτοῦ, ἡ καθαρὴ παιγνιώδης καὶ τραγικὴ

ἑαυτὴν θέλουσα θέληση γιὰ δύναμη καὶ θέληση. Αὐτὴ εἶναι ἡ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 65

ἀποπεράτωση τῆς ἐλλειπτικῆς ἀπόδειξης καὶ ἔν νοιας τῆς

ἀλήθειας ἀπὸ τὸν Πλάτωνα στὸ Χέγκελ καὶ με τὰ στὸ Στίρ-

νερ καὶ Νίτσε.

§3.3. Ὁ μηδενισμὸς εἶναι μόνο ἡ κίνηση καὶ ἀποπεράτωση

τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς μεταφυσικῆς ὄχι τὸ

τέλος τῆς οὐσίας της.

Ὁ μηδενισμὸς χαρακτηρίζει τὴν κατάσταση ἀνάμεσα

στὴν πτώση τῶν παλαιῶν ἀξιῶν καὶ τὴν θέσπιση νέων. Δὲν

εἶναι τὸ πέρας καὶ ἡ ἀνατροπή, ἡ ὑπέρβαση ἢ κατάργηση τῆς

μεταφυσικῆς ἀπὸ μιὰ κατέναντι αὐτῆς ἱστάμενη ριζικὰ ἀντί-

θετη καὶ κριτική της ἄποψη, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ λογικὴ αὐτο-

κριτικὴ κίνηση καὶ ἀποπεράτωση τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας

καὶ τῆς μεταφυσικῆς πρὸς τὸ τέλος της ποὺ εἶναι, ἢ ἦταν ἤδη

ἡ κεκρυμμένη ἀρχή της καὶ κινοῦσα δύναμη, ἡ διεκδίκηση καὶ

ὀντοποίηση τοῦ Εἶναι, ἡ ἀπόδειξη καὶ θεμελίωση τοῦ Εἶναι

ἔτσι ὥστε τελικὰ ἀπόδειξη νὰ μὴν εἶναι πιὰ δεδομένη καὶ πε-

ριεχομενικὴ μορφὴ ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ πράξη του ἀποδεικνύει ἀπὸ

μιὰ κενὴ περιεχομένου αἰσθητικὴ θεσπιστικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ

δύναμη, ἀπὸ τὴν θέληση γιὰ δύναμη, ποὺ ὀφείλει νὰ τείνει στὸ

ὑπαρκτὸ ὄχι ὡς δεδομένο ἀλλὰ ὡς ἀναγκαῖο καὶ ἀποδεδειγ-

μένο. Ἡ ἀπόδειξη καὶ ὑποκειμενικοποίηση τοῦ ὑ παρκτοῦ τεί-

νει συνεχῶς πρὸς τὸ ἐσώτερο διαφιλονικούμενο ὑ παρκτὸ τοῦ

ὑποκειμένου παρέχοντας νέες ἀποδείξεις του, ὑ παρκτότερες,

πιὸ χειροπιαστές, ἡ δὲ πιὸ χειροπιαστὴ καὶ τελικὴ εἶναι ἡ ἴδια

ἡ κενὴ περιεχομένου κριτικὴ καὶ αὐτοθεσπιστικὴ δύναμη, κα-

θαρὴ θέληση γιὰ δύναμη ποὺ δὲν θέλει κάτι ἄλλο πέρα ἀπὸ τὸν

ἑαυτό της, παρὰ τὸν κενὸ ἑαυτό της. Αὐτὴ εἶναι αὐτάρκης,

ἀποδεικνύει δὲ ἑαυτὴν μέσω μιᾶς τυχαίας καὶ παιγνιώδους

πράξης, τῆς θέσπισης νέων ἀξιῶν, ἀλλὰ κυρίως μέσω τῆς κα-

τάργησής τους ὡς περιεχομένων ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν καθαρὴ καὶ

ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε δεδομένη ἀναπόδεικτη πραγματικότητα

πράξη τῆς ἀπόδειξης. Ὑπαρκτότητα εἶναι ἡ ἀπόδειξη καὶ κα-

τάδειξη τῆς ἀνάγκης καὶ ἐλευθερίας τοῦ ὑπαρκτοῦ ὡς τοῦ μό-

66 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

νου καὶ ἰσχύοντος ἀπὸ μιὰ μὴ περιεχομενολογική, παρὰ τρα-

γικὰ ἐλεύθερη, κενή, αἰσθητική, βουλητική, θεσπιστικὴ καὶ

αὐτοκριτικὴ ἀποδεικτικὴ δύναμη. Ἡ ἀπόδειξη αὐτὴ εἶναι

ὅμως ἐλλειπτικὴ ἔναντι τῆς ἀναλήθειας, τοῦ μηδενός, τοῦ

ἐξωοντολογικοῦ χώρου. Ὁ μηδενισμὸς δὲν εἶναι μιὰ συγκεκρι-

μένη περίοδος στὴν ἱστορία τῆς μεταφυσικῆς ποὺ θὰ μποροῦσε

νὰ ὑπερβαθεῖ, παρὰ ἡ κίνηση ἀπόδειξης καὶ ἀνανέωσής της,

ἀποτέλεσμα τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας, ἡ ἐσώτε-

ρη αὐτοκριτικὴ λογικὴ τῆς μεταφυσικῆς. «Ὁ μηδενισμὸς εἶ -

ναι ἡ ἐσωτερικὴ ἀναγκαιότης αὐτῆς τῆς διαδικασίας, ἡ >Λο-

γική<, κατὰ τὴν ὁποία διαδραματίζεται στὴν οὐσία τους ἡ

πτώση τῶν ἀνωτάτων ἀξιῶν»25. Ἑπομένως ἂν ἡ ἐσωτερικὴ

καὶ διαλεκτικὴ κίνηση τῆς μεταφυσικῆς δὲν τερματίζεται στὸ

πλῆρες καὶ ἀπόλυτο μηδέν, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μιὰ μόνο στιγμὴ

ὡς μέτρο διόρθωσης καὶ κίνητρο ἐλλειπτικῆς ἀπόδειξης, ὁ μη-

δενισμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι πλήρης καὶ συνειδητοποιημένος ὡς

πρὸς τὸ ὄντως ἐλλεῖπον στὴ θέση τοῦ μηδενός. Αὐτὸ τὸ ὄντως

ἐλλεῖπον δὲν εἶναι κάτι συγκεκριμένα ἀρνηθὲν ποὺ θεμελιώνε-

ται ἐλλειπτικά, ἀλλὰ ὄντως ἐλλεῖπον, αὐτὸ ποὺ μόνο στὸ

μηδὲν καὶ ἀπὸ τὸ μηδὲν γίνεται αἰσθητὸ ὡς ἐλλεῖπον καὶ ὄχι

ὡς συγκεκριμένα ὑπάρχον καὶ ἀρνηθέν. Στὸ μηδὲν δὲν λείπει

κάτι ὑπάρχον καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀρνηθὲν ἀλλὰ κάτι πρωτογενῶς

ἐλλεῖπον ποὺ γίνεται «αἰσθητὸ» ὡς ἔλλειψη στὸν χῶρο καὶ

ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ μηδενός.

Δὲν ἔχει ὑπάρξει ἀκόμη ὁ πλήρης μηδενισμός, οὔτε κὰν καὶ

στὸ παράδειγμα τοῦ Nietzsche26. Ὁ Nietzsche διαγιγνώσκει

τὸν μηδενισμὸ ὡς ἀπαξίωση τῶν παλαιῶν ἰδεῶν καὶ ἀξιῶν καὶ

θέσπιση νέων ὡς διαλεκτικὴ στιγμὴ ἐντὸς τῆς ἴδιας τῆς κίνη-

σης τῆς μεταφυσικῆς, δὲν σκέπτεται πάνω στὴν σημασία καὶ

στὴν οὐσία τοῦ ἴδιου τοῦ μηδενός, ὄχι ὡς στιγμῆς ποὺ ὑπερ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 67

25. Der europäische Nihilismus, ὅ.ἀ., 43 καὶ 293. «Der Nihilismus ist die

innere Gesetzlichkeit dieses Vorgangs, die >Logik<, der gemäß der Hinfall der

obersten Werte in ihrem Wesen entsprechend sich abspielt».

26. Ὅ.ἀ., σ. 44.

βαίνεται, ὅπως καὶ στὸν Hegel καθὼς θὰ δοῦμε, ἀλλὰ γιὰ τὸ

τί κρύβει, τί δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ μηδέν. Δὲν εἶναι ἁπλὰ οἱ παλαιὲς

ἀξίες καθ’ ὁδὸν πρὸς τὶς νέες. Εἶναι τὸ μηδὲν ἡ ἄρνηση ὁρι-

σμένων ἀξιῶν καὶ ὄντων ἢ ἡ καθολικὴ καὶ ἀπόλυτη ἄρνηση

ὡς ἔλλειψη ἑνὸς ὄντως ἐλλείποντος ποὺ προηγεῖται τῆς μερι -

κῆς, συγκεκριμένης ἄρνησης ἑνὸς δεδομένου μεγέθους; Πά-

νω σὲ αὐτὸ κινεῖται καὶ σὲ αὐτὸ ἀποβλέπει μᾶλλον ὁ μηδε-

νισμὸς ἢ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ μηδενισμοῦ στὸν Heideg ger.

Ὁ μηδενισμὸς μέχρι τὸ Nietzsche εἶναι διαλεκτικὴ στι γμὴ ἀ -

νανέωσης27 τῆς μεταφυσικῆς ὄχι συλλογισμοῦ, σκέψης, αἴ -

σθησης τῆς ἴδιας τῆς οὐσίας τοῦ μηδενὸς ὡς ἀπόλυτης ἄρνη-

σης καὶ ἀπουσίας ἑνὸς ὄντως ἐλλείποντος. Ἢ μήπως δὲν ὑ -

πάρχει κάτι τέτοιο καὶ εἶναι τὸ μηδὲν ἁπλὴ στιγμὴ τῆς διαφο -

ρᾶς καὶ διάκρισης μεταξὺ τῶν ὄντων; Ἢ μήπως καὶ κάθε διά-

κριση καὶ διαφορὰ κρύβει πίσω της ἕνα ἀβυσσαλέο καὶ ἀ πό-

λυτο μηδέν, αὐτὸ στὸ ὁποῖο κάθε συγκεκριμένο ὂν δὲν διαφέ-

ρει ἁπλῶς ἀλλὰ ἐξαφανίζεται ἐντὸς μιᾶς ἔλλειψης ἑνὸς μὴ ὑ -

πάρχοντος καὶ ὄχι ἁπλὰ ἀρνουμένου; Καταλήγει κάθε δια-

φορὰ σὲ μιὰ ἀπόλυτη ἄρνηση καὶ ἐξαφάνιση; Μήπως πίσω ἀπὸ

κάθε διάκριση καὶ διαφορὰ ὑποκρύπτεται ἕνα ἀπόλυτο μηδέν;

Αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ διαγνώσει ὁ Heidegger κυρίως στὰ ἔργα

τοῦ Nietzsche Ι καὶ ΙΙ, στὰ Beiträge zur Philosophie καὶ στὰ

δοκίμιά του περὶ τῆς μεταφυσικῆς στὸν τόμο 9 τῆς γενικῆς

ἔκδοσης τῶν ἔργων του (Wegmarken). Εἶναι τὸ μηδὲν ἄρνη-

68 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

27. Στὸν μηδενισμὸ βλέπει ὁ Κ. Ἁξελὸς μιὰ παιγνιώδη ἀθωότητα πλέον,

ἡ ὁποία εἶναι πιὰ σὰν μάσκα τοῦ χρόνου. (K. Axelos, Einführung in ein

künftiges Denken, Tübingen, 1966, σ. 16). Ἁναζητᾶ μιὰ νέα ἀρχὴ μὲ τὴν

βοήθεια τοῦ Heidegger καὶ Marx, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ διακρίνει ἀνάμεσα στὴν

ἀλήθεια καὶ τὴν πλάνη καὶ τοποθετεῖ τὸν ἄνθρωπο ὡς ὑποκείμενο τοῦ κο-

σμικοῦ παιχνιδιοῦ καὶ ὄχι ἕρμαιο τῆς κίνησης (κενῆς θέλησής του;). Μιὰ τέ-

τοια ἀπόπειρα εἶναι ὁ ὑπεράνθρωπος τοῦ Nietzsche. Ὅμως μήπως εἶναι ἀργὰ

πλέον νὰ δώσουμε ἕνα ὁρισμένο περιεχόμενο στὸν ἄνθρωπο ὡς ὑποκείμενο

ἀφοῦ αὐτὸς θέλει νὰ εἶναι ριζικὰ καὶ τραγικὰ ἐλεύθερος; Ἁλήθεια εἶναι πιὰ

κάθε μορφή, τὸ ἄθροισμα, τὸ ὅλον εἶναι τὸ ἀληθές, ὁ ἴδιος ὁ χρόνος, καμμία

τελικὴ μορφὴ καὶ ἔννοια.

ση ἑνὸς ὑπάρχοντος ἢ ἔλλειψη ἑνὸς ὄντως ἐλλείποντος; Τί λεί-

πει στὸ μηδέν; Τὸ ἤδη ὑπαρκτὸ ἢ «τὸ» ὄντως ἐλλεῖπον; Ἐξα-

φανίζεται τὸ μηδὲν προστεθειμένου τοῦ ἤδη ὑπαρκτοῦ ἢ ἀνα-

δυομένου τοῦ ὄντως ἐλλείποντος ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ μηδέν;

Τελικὰ ἡ μεταφυσικὴ δὲν σταματᾶ, συνεχίζεται θὰ λέγα-

με ὡς πραγματισμὸς καὶ αἰσθητική. Ὑπάρχει καὶ σήμερα ἕνα

ὑποκείμενο τοῦ ὑπαρκτοῦ ἂν καὶ ἐνσυνείδητα τραγικό, αἰσθη-

τικὸ καὶ παιγνιῶδες. «Τὸ τέλος τῆς μεταφυσικῆς εἶναι μόλις

ἡ ἀρχὴ τῆς >ἀνάστασής< της σὲ διαφοροποιημένες μορφές.

Αὐτὲς ἀφήνουν στὴν κυρίως αὐθεντικὴ καὶ παρελθοῦσα ἱστο-

ρία τῶν μεταφυσικῶν βασικῶν θέσεων τὸν οἰκονομικὸ ρόλο

ἁπλῶς νὰ προσφέρει ὑλικὰ μὲ τὰ ὁποῖα σὲ κάποια σχετικὴ

διαμόρφωση οἰκοδομεῖται ἐκ νέου ὁ κόσμος τῆς (θεμελιωμέ-

νης) γνώσης»28.

Εἴδαμε λοιπὸν ὅτι κατὰ Heidegger ὁ μηδενισμὸς εἶναι ἡ

οὐσία καὶ κίνηση ἀποπεράτωσης καὶ ἀνανέωσης τῆς ἴδιας

τῆς μεταφυσικῆς, αὐτοκριτικῆς συνειδητοποίησής της, καὶ

ὄχι ἡ ἀνατροπὴ ἢ ὑπέρβασή της ἀπὸ μιὰ κατέναντι ἱστάμενη

ριζικὰ ἀντίθετη ἄποψη. Ἡ ἴδια ἡ μεταφυσική, ὁ παλαιὸς Ρεα-

λισμὸς ἦταν διαλεκτικὸς καὶ αὐτοκριτικὸς ἡ ἴδια ἔννοια τῆς

ἀλήθειας, ἡ ἀξίωση τῆς ἰδέας, τοῦ ὑποκειμένου, τοῦ summum

ens τείνει ὡς ἀπόδειξη τοῦ Εἶναι, τοῦ ὑπαρκτοῦ καὶ ὄχι ὡς

ἄμεση ἀποδοχή του, πρὸς αὐτὸ τὸ ἐσώτερο ἀξιούμενο, διαφο-

λονικούμενο διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεικτέο ὑπαρκτό.

Περαιτέρω δὲ ὁ μηδενισμὸς μετὰ τὸ Nietzsche ποὺ εἶναι ἐκ -

στατικός, ἐνεργητικὸς καὶ ἐνσυνείδητος παρουσιάζει μιὰ δια-

λεκτικὴ ἐντὸς τοῦ ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου, στὸ ὁποῖο ἡ κενὴ

περιεχομένου θεσπιστικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ δύναμη εἶναι πλή-

ρως αὐτοκριτικὴ ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ της. Οἱ διαπιστώσεις αὐ -

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 69

28. Der europäische Nihilismus, ὅ.ἀ., 267. «Das Ende der Metaphysik ist

erst der Beginn ihrer >Auferstehung< in abgewandelten Formen; diese lassen

der eigentlichen und abgelaufenen Geschichte der metaphysischen Grundstel-

lungen nur nach die ökonomische Rolle, Baustoffe zu liefern, mit denen, ent -

sprechend abgewandelt die Welt des >Wissens< >neu< gebaut wird».

τὲς τοῦ Heidegger θὰ δοῦμε, ὅτι ὁμοιάζουν μὲ αὐτὲς τῶν

Horkheimer καὶ Adorno καὶ διαφέρουν ἀπὸ τὴν διαφωτιστικὴ

κριτικὴ τοῦ Kant. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀπόψεις θὰ τοποθετηθοῦν

ἐντὸς τοῦ μηδενισμοῦ τοῦ Hegel, ὁ ὁποῖος παρέχει ὅλη τὴν με-

ταφυσικὴ καὶ μηδενιστικὴ ἐκδίπλωση. Ἡ ἔκφρασή του ὅπως

θὰ δοῦμε ὅτι «Ὅλοι οἱ Θεοὶ πρέπει νὰ πεθάνουν» δηλώνει αὐτὸ

ἀκριβῶς καὶ ἐκφράζει ἐπακριβῶς τὸ ἔργο του.

§4. Ὁ μηδενισμὸς τοῦ M. Heidegger.

Κατὰ τὸν Heidegger, ὅπως εἰπώθηκε, ὁ μηδενισμὸς δὲν ὁ -

δη γεῖ στὸ ριζικὸ μηδέν. «Ὁ μηδενισμὸς ὁδηγεῖ γι’ αὐτὸ ἀκρι -

βῶς ὄχι στὸ μηδέν»29. Ὁ μηδενισμὸς ἀποτελεῖ μιὰ ἐνδιάμεση

στιγμὴ30 ἀνάμεσα στὴν ἀπαξίωση τῶν παλαιῶν ἀξιῶν καὶ

στὴν θέσπιση τῶν νέων ὡς λογικὴ τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας

καὶ τῆς μεταφυσικῆς. Τελικὰ ὑπάρχει γιατὶ ἡ μεταφυσικὴ καὶ

ἡ σκέψη δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ μηδενός.

«Ἴσως ἐκεῖ ὀφείλεται ἡ οὐσία τοῦ μηδενισμοῦ, στὸ ὅτι κανεὶς

δὲν παίρνει στὰ σοβαρὰ τὴν ἐρώτηση γιὰ τὸ μηδέν»31. Ἔτσι τὸ

μηδὲν εἶναι στὸ μηδενισμὸ διαλεκτικὴ στιγμή, ἄρνηση ἑνὸς

συγκεκριμένου ὄντος ἢ μιᾶς δεδομένης ἀξίας (Verneinung) ὄ -

χι ἡ ἴδια ἡ ἀβυσσαλέα οὐσία τοῦ μηδενὸς αὐτῆς τῆς ἄρνησης.

Ἡ ἄρνηση αὐτὴ εἶναι στιγμή, διαφορὰ μορφῶν. «Τὸ μη δὲν τὸ

nihil καὶ ταυτόχρονα ὅμως κάθε μηδενισμὸς μπορεῖ ὡς γε-

γονὸς ἑνὸς ἀνέρειστου σκεπτικισμοῦ νὰ ἐκβληθεῖ ὡς κάτι

ἀσήμαντο καὶ νὰ ὑπερβαθεῖ»32. Αὐτὸ τὸ μηδέν, ὡς ἄρνηση,

70 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

29. Ὅ.ἀ., 51 «Der Nihilismus führt deshalb gerade nicht ins Nichts».

30. Ὅ.ἀ., 39.

31. Ὅ.ἀ., 43. «Vielleicht liegt das Wesen des Nihilismus darin, daß man

nicht ernst macht mit der Frage nach dem Nichts».

32. Ὅ.ἀ., 42. «Das Nichts, das nihil und damit auch aller >Nihilismus<

kann als Ereignis einer bodenlosen Zweifelsucht zum Gleichgültigen geworfen

und übergegangen werden».

μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ πιὸ ἀφηρημένο ἀπὸ ὅλα «das Abstrakteste

des Abstrakten»33. Ἔτσι γίνεται ἁπλὸ πρόσημο34 τῆς λογικῆς

ἢ τῆς σκέψης. Ἁκριβῶς αὐτὴ ἡ λογικὴ μεταχειρίζεται τὸ

μηδὲν ὡς ἀρνητικὸ πρόσημο ἢ προσπαθεῖ νὰ δώσει μιὰ ἀπάν-

τηση στὸ γιατί νὰ ὑπάρχει τὸ Εἶναι καὶ ὄχι τὸ μηδέν, «Warum

ist Seiendes und nicht vielmehr Nichts?» στὴν ἐρώτηση τοῦ

Leibniz. Ἂν προσπαθήσει νὰ δώσει κάποιος μιὰ ἀπάντηση στὸ

ἐρώτημα αὐτὸ νομίζοντας, ὅτι τὸ μηδὲν ἀποτελεῖ ἄρνηση αὐ -

τοῦ ποὺ ἤδη ὑπάρχει, ὅτι ἀποτελεῖ ἀρνητικὸ πρόσημο (Vernei-

nung) δὲν μπορεῖ νὰ ἀφιχθεῖ στὴν σκέψη αὐτοῦ ποὺ τὸ ἴδιο τὸ

μηδὲν ὡς μηδὲν καὶ ὄχι ὡς ἄρνηση «Εἶναι». Τί εἶναι λοιπὸν τὸ

μηδέν; Ἄρνηση ἑνὸς συγκεκριμένου ἤδη ὑπάρχοντος; Ἢ μή-

πως ὄχι ἄρνηση (Verneinung), ἀρνητικὸ πρόσημο, ἀλλὰ ἀ -

βυσσαλέα ἀπουσία, ποὺ προηγεῖται, ἂς ποῦμε λογικά, κάθε

ἄρνησης καὶ διαφορᾶς; Τὸ μηδὲν δὲν εἶναι ἡ ἄρνηση ἑνὸς

πράγματος ἀλλὰ κάτι πρὶν τὴν ἄρνηση αὐτή, «δὲν εἶναι» ὄχι

αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο ἤδη ὑπάρχον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο. Στὸ

μηδὲν δὲν μποροῦμε νὰ προσθέσουμε κάτι δεδομένο γιὰ νὰ τὸ

ἐξαλείψουμε ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ πιθανῶς τὸ ἴδιο δὲν εἶναι. Τί δὲν

εἶναι τὸ μηδέν; Πάντως ὄχι τὸ δεδομένο ὑπαρκτό. Ἁπάντηση

στὸ μηδὲν δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τὸ δεδομένο ὑπαρκτό. «Ἔχου-

με τοποθετηθεῖ μὲ τὴν τελικὴ ἐρώτηση ἐμπρὸς στὴν ἀπορία,

ὅτι μιὰ συλλογιστική, ἡ ὁποία στὸ δρόμο πέρα ἀπὸ τὸ μηδὲν

πρὸς τὸ Εἶναι προσπαθεῖ νὰ σκεφθεῖ, στὸ τέλος ἐπιστρέφει σὲ

μιὰ ἐρώτηση γιὰ τὸ ἴδιο τὸ ὄν. Ἐφ’ ὅσον αὐτὴ ἡ ἐρώτηση ἐ -

ρωτᾶ ἐντελῶς ἀκόμη αἰτιακὰ στὸν κληροδοτημένο τρόπο τῆς

μεταφυσικῆς κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ διατί?, ἡ σκέψη πρὸς τὸ

Εἶναι διαψεύδεται πλήρως γιὰ χάρη τῆς ἀναπαριστοῦσας

γνώσης τοῦ ὄντος ἀπὸ τὸ ὄν»35. Αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 71

33. M. Heidegger, Nietzsche II, Pfullingen 1989 (5.Aufl.), σ. 52.

34. Der europäische Nihilismus, ὅ.ἀ., 43.

35. M. Heidegger, Einleitung zu «Was ist Metaphysik», Bd 9. Α, Frank-

furt a.M., 1976, 381. «Wir sehen uns durch die Schlußfrage vor das Beden-

ken gestellt, daß eine Besinnung, die auf dem Weg über das Nichts an das Sein

πληρότης τοῦ Εἶναι πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ δηλαδὴ πίσω ἀπὸ τὸ

μηδὲν ὡς μηδὲν καὶ ὄχι στὸ δεδομένο ὑπαρκτὸ ὡς θέση τῆς

ἄρνησής του, ἢ ἄρνηση τῆς ἄρνησης. Μόνο ἂν δοῦμε τὸ μηδὲν

ὡς μηδὲν καὶ ὄχι ὡς ἄρνηση (Verneinung) μποροῦμε νὰ προ-

σανατολιστοῦμε πρὸς αὐτὸ ποὺ εἶναι ὄντως τὸ Εἶναι. Αὐτὸς

μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς εἶναι ὁ μηδενισμὸς τοῦ Heidegger.

Ὄχι ἡ διάγνωση τοῦ μηδενὸς ὡς διαλεκτικῆς στιγμῆς, ἄρνη-

σης ἑνὸς δεδομένου, ἀλλὰ ἄρνηση ἀβυσσαλέα αὐτοῦ ποὺ ὄν -

τως δὲν εἶναι. Ἂς δοῦμε μὲ λίγα λόγια πὼς ἀνιχνεύει αὐτὸ τὸ

μηδέν.

Ἡ αἰτιολογικὴ θεμελίωση τοῦ ὄντος ἔναντι τοῦ μηδενὸς διὰ

μέσου ἑνὸς ὑποκειμένου τοῦ ὑπαρκτοῦ ὁδηγεῖται συνεπῶς

στὸν αὐτομηδενισμὸ κάθε ἐλλειπτικῆς ἀπόδειξης κατὰ τὴν

συνήθη ἔννοια τῆς ἀλήθειας, ἡ ὁποία ἀναζητᾶ νὰ θεμελιώσει

καὶ ἀξιώνει ὅτι εἶναι τὸ διαφιλονικούμενο ὑπαρκτό. Κάθε ἀπό-

δειξη ἔναντι τοῦ μηδενὸς ὁδηγεῖται τραγικὰ πρὸς αὐτὸ γιατὶ

ἀναζητᾶ μιὰ τελικὴ ἀπόδειξη ποὺ δὲν δέχεται τὸ δεδομένο

Εἶναι ἀλλὰ ἀξιώνει νὰ τὸ ἀποδεικνύει ἐλεύθερα καὶ ἀπροϋπό-

θετα δηλαδὴ ἰσάξια πρὸς τὸ μηδὲν καὶ ἀπὸ τὸ μηδέν. Περιέχει

τὸ Εἶναι κατὰ ἕνα τρόπο ποὺ δὲν ὑπάρχει ὡς δεδομένο ἀλλὰ

ἀποδεδειγμένο ἀπὸ μιὰ ἐντελῶς ἐλεύθερη πράξη μὴ περαιτέ-

ρω προσδιορίσιμη. Ἁναμετρᾶται μὲ τὸ μηδὲν ὀντικὰ ὅμως.

Ἐσωτερικεύει τὸ μηδὲν ὡς διορθωτικὸ μέτρο καὶ κίνητρο τῆς

ἀποδεικτικῆς κίνησης καὶ δύναμής της. Ἁναζητᾶ μιὰ ἀπόδει-

ξη τοῦ ὑπαρκτοῦ ἔναντι τοῦ μηδενὸς παρέχοντας ὡς ἀπάντη-

ση ἕνα δεδομένο ὑποκείμενο τὸ ὁποῖο εἶναι ἔναντι αὐτοῦ τοῦ

μηδενὸς ἤδη καὶ μάλιστα τὸ ὁποῖο ἀξιώνοντας ὅτι εἶναι τὸ

Εἶναι καὶ τὸ θεμελιώνει ἔναντι τοῦ μηδενὸς τείνει πρὸς τὴν

ἀπόδειξη τοῦ ὑπαρκτοῦ πίσω ἀπὸ τὸ ὑπαρκτὸ καὶ ἔναντι τοῦ

72 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

zu denken versucht, am Ende wieder zu einer Frage nach dem Seienden

zurückkehrt. Insofern diese Frage gar noch in der herkömmlichen Weise der

Metaphysik am Leitfaden des Warum kausal fragt, wird das Denken an das

Sein zugunsten der vorstellenden Erkenntnis von Seiendem aus Seiendem

völlig verleugnet».

μηδενὸς ἀφαιρώντας συνεχῶς ὑπαρκτότητα. Μεταφέρει τρα-

γικὰ τὸ ἀντιφατικὸ μέρος ἐγγύτερα, ἀπωθεῖ καὶ ἀφαιρεῖ τὰ

ἀναπόδεικτα, μὴ ἀληθῆ, μὴ ἰσχύοντα στρώματα τοῦ Εἶναι

ἀναζητώντας τὴν ἀπόδειξη αὐτοῦ ποὺ εἶναι ἔναντι αὐτοῦ ποὺ

δὲν εἶναι ἀποδεδειγμένο ὑποκείμενο. Ἁφαιρεῖ ὑπαρκτότητα

χάριν τῆς ἀπόδειξης, ἀφοῦ ἡ ἀπόδειξη ἔναντι τοῦ μηδενός, τῆς

ἀναλήθειας, τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου εἶναι ἐλλειπτική. Τεί-

νει πρὸς τὸ ἀποδεδειγμένο Εἶναι ὡς ὄν, ἀναμετρᾶται μὲ τὸ

μηδὲν μὲ τὰ μέσα τοῦ ἤδη μηδενιζόμενου ὄντος καὶ δὲν ἐρωτᾶ

τὴν ὄντως ἐλλείπουσα ἀλήθεια ἀπὸ τὸ μηδέν.

Ὁ Heidegger ἀνιχνεύει τὸ ἴδιο τὸ μηδὲν καὶ ὄχι τὴν ἄρνηση

ἑνὸς συγκεκριμένου δεδομένου ὄντος. Ἡ ἀγωνία ἀνιχνεύει τὸ

ἴδιο τὸ μηδὲν ὄχι ὁ φόβος ἀπὸ κάτι συγκεκριμένο. «Μὲ τὴν θε-

μελιώδη διάθεση τῆς ἀγωνίας ἔχουμε ἀφιχθεῖ στὸ γεγονὸς

τῆς ἀνθρώπινης ἐνθαδικότητας, στὸ ὁποῖο τὸ μηδὲν εἶναι ἀ πο-

κεκαλυμμένο καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια πρέπει νὰ ἐρω-

τηθεῖ. Τί σημαίνει περαιτέρω τὸ θέμα τοῦ μηδενός»36. «Στὸ

διατί τῆς ἀγωνίας γίνεται τὸ >μηδὲν εἶναι αὐτὸ καὶ τίποτε<

φανερό»37. Δὲν ὑπάρχει κάτι συγκεκριμένο ἀρνηθὲν ἀπὸ τὸ

μη δὲν ὡς ἀρνητικότητα, κάτι συγκεκριμένα ἀντιφατικό, ἀλ -

λὰ τὸ ἴδιο τὸ ἀβυσσαλέο μηδέν. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ μηδὲν ὡς

ὑπερβατικό τους ὁρίζοντα, ὁ ὁποῖος τὰ ἐρωτᾶ καὶ σ’ αὐτὴν τὴν

ἐρώτηση δὲν ὑπάρχει καμία ἀπάντηση ἀπὸ ἕνα ἐπαληθευόμε-

νο ἰσχῦον ὑποκείμενο τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἀλήθειας του κατὰ τὴ

συνήθη ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας βρίσκονται τὰ ὄντα

καὶ ἡ ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα. Τὸ ἀπόλυτο μηδὲν δὲν εἶναι

ἁπλῶς ἄρνηση τῶν ὄντων, ἡ ὁποία προστιθεμένης ἀκριβῶς

τῆς ὑπαρκτότητας τῶν ὄντων θὰ μποροῦσε νὰ ἐξαληφθεῖ, πα -

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 73

36. M. Heidegger, Was ist Metaphysik, Bd 9 G.A., ὅ.ἀ., 112. «Mit der

Grundstimmung der Angst haben wir das Geschehen des Daseins erreicht, in

dem das Nichts offenbar ist und aus dem heraus es befragt werden muß. Wie

steht es um das Nichts».

37. M. Heidegger, Sein und Zeit, Tübingen 1986 (16 Aufl.), 186. «Im Wo-

vor der Angst wird das >Nichts ist es und nirgends< offenbar».

ρὰ ὑπερβατικὸς καὶ ἐξωοντολογικὸς ὁρίζοντας τῆς ὑπαρκτό-

τητας, ὁ ὁποῖος ὡς ἐρώτημα δὲν μπορεῖ νὰ λάβει καμιὰ ἀπάν-

τηση ἀπὸ τὴν δεδομένη ὑπαρκτότητα παρὰ μόνο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ

τὸ ἴδιο τὸ μηδὲν «δὲν εἶναι». «Τί» δὲν εἶναι τὸ μηδέν; Τὸ ἴδιο τὸ

ἐρώτημα τίθεται καὶ στὸ ἴδιο τὸ ἤδη ὑπαρκτὸ ἐντὸς τοῦ εὐρύ-

τερου ὁρίζοντα τοῦ μηδενός. Ὅπως καὶ στὸ μηδὲν δὲν λείπει τὸ

ὑπαρκτό, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ τὸ ἴδιο δὲν εἶναι, ἔτσι καὶ στὸ ὑ -

παρκτὸ ὄντως λείπει αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι τὸ μηδέν. Τὸ ἐρώτημα

τοῦ μηδενὸς ὡς τοῦ μηδενός, ὡς ὁρίζοντα τῶν ὄντων εἶναι καὶ

τὸ ἐρώτημα τῶν ὄντων καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἐνθαδικότητας.

Μέσα στὸ μηδὲν κρύβεται αὐτὸ ποὺ ὄντως εἶναι τὸ ὑπαρκτό.

«Διακρατούμενη στὸ μηδὲν εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα

ἤδη ὑπὲρ τὸ ὂν ἐν συνόλῳ καὶ πιὸ πάνω. Αὐτὴν τὴν ἔξοδο πέ-

ρα ἀπὸ τὸ ὂν ὀνομάζουμε τὴν ὑπερβατικότητα. Ἂν ἡ ἀνθρώπι-

νη ἐνθαδικότητα δὲν ἦταν στὴ θεμελιώδη ἔννοια τῆς οὐσίας

της ὑπερβατική, αὐτὸ σημαίνει πλέον, ἂν δὲν ἐξ-ίστατο ἤδη

στὸ μηδέν, τότε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρεται πρὸς τὸ ὄν,

ἑπομένως ἐπίσης οὔτε πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της. Χωρὶς τὴν

ριζικὴ ἀνοικτότητα τοῦ μηδενὸς (δὲν ὑπάρχει) κανένα ἑαυτὸ

καὶ καμία ἐλευθερία»38. Ἡ ταυτότητα κάθε ὄντος καὶ τῆς ἀν -

θρώπινης ἐνθαδικότητας δὲν ὑπάρχει οὔτε δεδομένη ὡς ἄμε-

ση αὐτοαναφορικότητα οὔτε ὡς θεμελίωση καὶ ἀ πόδειξη τοῦ

ἑαυτοῦ κατὰ τὴν συνήθη ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς (αὐτο) κρι-

τικῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ὡς γιγνόμενη ὑπερβατικότητα ἐν τὸς

τοῦ μηδενός. Δηλαδὴ ὄχι ἔναντι ἑνὸς ἄλλου δεδομένου ὄν τος ἢ

τοῦ πρότερου ἑαυτοῦ του στὴν σχέση μιᾶς συγκεκριμένης

ἀρνητικότητας ἔναντι τοῦ ἄλλου, προηγούμενου, ἀρ νούμενου

74 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

38. M. Heidegger, Was ist Metaphysik, ὅ.ἀ., 115. «Sich hineinhaltend in

das Nichts ist das Darein je schon über das Seiende im Ganzen hinaus. Dieses

Hinaussein über das Seiende nennen wir die Transzendenz. Würde das Dasein

im Grunde seines Wesens nicht transzendieren, d.h. jetzt, würde es sich nicht

im vorhinein in das Nichts hinaushalten, dann könnte es sich nie zu Seiendem

verhalten, also auch nicht zu sich selbst. Ohne ursprüngliche Offenbarkeit des

Nichts kein Selbstsein und keine Freiheit».

ἑαυτοῦ, ἀλλὰ ὡς ὑπερβατικότητα ἐντὸς τοῦ μηδενός, ἐρωτώ-

μενη καὶ ἐλλείπουσα ἀλήθεια στὸν ἐξωοντολογικὸ ὁρίζοντα

ριζικῆς ἐρώτησης. Ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου δὲν αὐτοθεσπίζεται

διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ὡς ὑποκείμενο τῆς ὑπαρκτότητας,

ὡς ὀντοποίηση τοῦ Εἶναι, ἀλλὰ νοηματοδοτεῖται ἀπὸ τὸ ἐρώ-

τημα ἐντὸς καὶ ἐκ τοῦ μηδενός, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄρνηση ἑνὸς

ἤδη ὑπάρχοντος, ἀλλὰ ἔλλειψη αὐτοῦ ποὺ ὄντως δὲν εἶναι.

Ἔτσι ἡ ἐνθαδικότητα νοηματοδοτεῖ τὸ Εἶναι της ὡς ὑπερβα-

τικότητα ἐντὸς καὶ ἐκ τοῦ μηδενὸς ὡς ἄρνησης αὐτοῦ ποὺ

ὄντως λείπει καὶ ὄχι ὡς ἀρνητικότητας (Verneinung) ἑνὸς δε-

δομένου ὄντος, ἔτσι ὥστε ἡ ὑπερβατικότητά του ὁμοίως δὲν

εἶναι ἀρνητικότητα ἔναντι αὐτοῦ ἢ κάποιου ἄλλου. Ἡ ὑπερ-

βατικότητα καὶ ὄχι ὑπερβασιακότητα τοῦ ὑ περβατολογικοῦ

ἐγὼ στὸν Kant, εἶναι στὸν Heidegger πλέον προϋπόθεση39 τῆς

κατὰ Husserl ἀναφορικότητας (ἀποβλεπτικότητας, προθετι-

κότητας) σὲ κάποιο ἀντικείμενο ὡς ἀναφορικότητα πρὸς κά-

ποιο ὄν, ποὺ ὡς σημασία στρεφόταν ἐναντίον τοῦ ψυχολογι-

σμοῦ καὶ τῆς ἐσωτερικῆς αὐτάρκειας τῆς συνείδησης καὶ τοῦ

περιεχομένου της. Πρὸ τοῦ ὄντος ὑπάρχει ἡ ὑπερβατικότητα

στὴν ὁποία ὑπάρχει αὐτὸ καὶ πρὸς τὴν ἐλλείπουσα καὶ ἐρω-

τώμενη ἀλήθειά του ἐντὸς τῆς ὑπερβατικότητας (ἢ καλύτε-

ρα ὡς αὐτὴ ἡ διανοιγόμενη ὑπερβατικότητα ποὺ εἶναι ἡ ἐρω-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 75

39. M. Heidegger, Die Grundprobleme der Phänomenologie, Bd 24 Α,

Frankfurt a.M. 1975, Ontologie. Hermeneutik der Faktizität, Bd 63 Α, Frank-

furt a.M. 1988, 15, καθὼς καὶ Logik Die Frage nach der Wahrheit, Bd 21 Α,

Frankfurt a.M., 1976, σ. 95 κ.ἑ. Τὴν ἀναφορικότητα στὸν Heidegger, ἡ ὁποία

ὅμως ὅπως εἴδαμε ἕπεται τῆς ὑπερβατικότητας, ἐννοεῖ ὁ D. Melcic ὡς τε-

λευταῖον ὁρίζοντα καὶ κενότητα τοῦ Εἶναι, ὡς μιὰ καθολικὴ ὀντολογικὴ λει-

τουργία ποὺ καθιστᾶ δυνατὴ τὴν προσέγγιση πρὸς τὰ ὄντα ὅπως τὸ ἀγαθό

(«Heidegger Kritik der Metaphysik und das Problem der Ontologie»,

Würzburg 1986, 124, 128). Κατὰ τὸν D. Thomä ἡ ἀναφορικότητα (Intentio-

nalität) στρέφεται κατὰ τῆς ἐσωτερικότητας τοῦ ψυχολογισμοῦ. («Die Zeit

des Selbst und die Zeit danach», Frankfurt a.M., 1990 σ. 109). Ἁναφορικότη-

τα (Intentionalität) ἐξάγει τὸ νοεῖν στὰ ὄντα, κάθε νόημα εἶναι νόημα τινός.

Ἤδη ἀπὸ τὸν Παρμενίδη.

τώμενη καὶ ἐλλείπουσα ἀλήθεια) γίνεται ἡ προσέγγισή του.

Τὸ ὂν καὶ τὸ Εἶναι, τὸ ὑπαρκτό, ὑπάρχουν στὸν ὑπερβατικότε-

ρο αὐτῶν ἐξωοντολογικὸ χῶρο τῆς ἐρωτώμενης καὶ ἐλ λείπου-

σας ἀλήθειάς τους καὶ δὲν εἶναι δεδομένα ὄντα ποὺ ἴ σως ἔρ -

χονται ἐκ τῶν ὑστέρων σὲ μιὰ διαλεκτικὴ σχέση. Ἡ ἴ δια ἡ ἀν -

θρώπινη ἐνθαδικότητα εἶναι ὑπερβατική, ἐννοιοδοτεῖ ἑαυτὴν

ἐντὸς τοῦ μηδενὸς ὡς ἐρώτηση αὐτοῦ ποὺ ὄντως λείπει καὶ ὄχι

ὡς διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ αὐτοαναφορικότητα ἢ θέσπιση

τοῦ δεδομένου ὑπαρκτοῦ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἤδη σαφὲς μοτίβο στὸ

«Εἶναι καὶ ὁ Χρόνος». Τὸ ἀβυσσαλέο μηδὲν τοῦ Heidegger

διαφέρει ἀπὸ τὸ μηδὲν τοῦ μηδενισμοῦ ὡς διαλεκτικῆς στιγ -

μῆς καὶ ἁπλῆς ἄρνησης τῆς ἐλλειπτικῆς ἀ πόδειξης καὶ ἔννοι-

ας τῆς ἀλήθειας ποὺ εἶναι καὶ κίνηση ἀποπεράτωσης τῆς με-

ταφυσικῆς.

Ὁ Heidegger τοιουτοτρόπως δὲν προσπαθεῖ νὰ βρεῖ μιὰ κα-

θαρὴ λύση ἢ μιὰ νέα ἀρχὴ remoto deo ἔναντι τῆς μεταφυ-

σικῆς, ἀντίθετα ἐντάσσει τὴν μεταφυσικὴ σ’ αὐτὸ τὸ ὑπαρ-

ξιακὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἀνθρώπινης ἐνθαδικότητας, κατὰ

τὸ ὁποῖο αὐτὴ δὲν εἶναι καθαρὸ ἐγὼ ἢ αὐτοθεμελιώμενο πλή-

ρως αὐτοκριτικὸ ὑποκείμενο τοῦ ὑπαρκτοῦ, παρὰ ἐννοιοδοτεῖ

ἑαυτὴν (Verstehen, Auslegen, Leben) ἐντὸς τοῦ μηδενὸς καὶ

ἐκ τοῦ μηδενὸς ὡς ἐρώτησης καὶ ἄρνησης αὐτοῦ ποὺ ὄντως

λείπει καὶ ὄχι ὡς ἄρνηση καὶ αὐτοκριτική-διαλεκτικὴ διόρθω-

ση ἑνὸς πλήρως αὐτοκριτικοῦ ὑποκειμένου τοῦ δεδομένου ὑ -

παρκτοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα ἔχει

ὡς ὑπαρξιακὸ χαρακτηριστικὸ νὰ εἶναι στὴν ἀλήθεια ἢ καὶ

στὴν ἀναλήθεια ὡς αὐτές. Νὰ εἶναι δηλαδὴ ἡ ἴδια ἀληθὴς ἢ

ἀναληθής (καὶ ἐν μέρει). Δὲν εἶναι ἕνα καθαρὸ κριτικὸ ἢ πλή-

ρως αὐτοκριτικὸ ἐγώ, ἀλλὰ δομή, περιεχόμενο, ποὺ ἂν εἶναι

ἀναληθὲς δὲν μπορεῖ νὰ ἀκυρώσει τὴν ἀναλήθειά του ἀπὸ ἕνα

καθαρὸ καὶ ἀλώβητο ἐγὼ ἢ κενὸ κριτήριο, παρὰ πρέπει ἀπὸ

τὴν ἴδια τὴν ἀναλήθεια νὰ προσπαθήσει μιὰ νέα ἐννοιοδότηση.

Μέσα ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ τὴν ἀναλήθεια ὡς ἄρνηση τοῦ ὄντως

ἐλλείποντος Εἶναι ὡς ἀλήθειας καὶ ὄχι ὡς ἑνὸς δεδομένου ὄν -

76 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

τος. Τὸ μηδὲν καὶ ἡ ἀναλήθεια δὲν εἶναι διαλεκτικὲς στιγμὲς

ποὺ ὑπερβαίνονται40 ἀπὸ μιὰ ἀξιακὴ θέσπιση παρὰ ὁ χῶρος

ἐρώτησης τῆς ἀλήθειας χωρὶς τὴν κατοχὴ ἕτοιμων κριτηρίων

ἀπὸ ἕνα καθαρὸ ἐγὼ ἢ ἀπὸ τὴν καθαρὴ θέληση γιὰ δύναμη ὡς

πλήρως αὐτοκριτικὴ καὶ τραγικὴ θεμελίωση τοῦ ὑπαρκτοῦ.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 77

40. Ὁ H. G. Gadamer θεωρεῖ ὅτι ὁ Heidegger ἤδη στὸ «Εἶναι καὶ Χρόνος»

δὲν τείνει σὲ μιὰ ὑπέρβαση τῆς μεταφυσικῆς καὶ μιὰ νέα καθαρὴ ἀρχὴ παρὰ

ξεκινᾶ μὲ μιὰ ὑπερβατικὴ φαινομενολογία ὅπως καὶ ὁ Husserl (Sein, Geist,

Gott. Στὸ: Heidegger. Freiburger Universitätsvorträge zu seinem Gedenken,

Freiburg - München 1979, σ. 49). Ὁ Heidegger δὲν δίνει κατὰ Gadamer καμ-

μιὰ ἀπάντηση γιὰ τὸ Εἶναι ὅπως οὔτε καὶ γιὰ τὸν Θεό. Προσφέρει μόνο ἕναν

προβληματισμὸ γιὰ τὴν ἀπουσία καὶ φυγὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θείου, ἀφοῦ ὅλες

οἱ προσπάθειες νὰ νοηθεῖ τὸ Εἶναι καταλήγουν παρ’ ὅλα αὐτὰ στὴν λήθη τοῦ

Εἶναι (σ. 61 κ.ἑ.). Δὲν πρόκειται λοιπὸν γιὰ μιὰ ριζικὰ καινούρια ἀρχὴ ἀλλὰ

γιὰ τὴν προσπάθεια νὰ παραμείνει ἐντὸς τῆς ἴδιας τῆς ἱστορίας καὶ νὰ ἀφιχ-

θεῖ σ’ αὐτὸ ποὺ τὴν κινεῖ ἀναμένοντας τὴν στιγμὴ ἐντὸς τῆς ἱστορίας, ὅπου

ἡ ἴδια ἡ ἱστορία ἐρωτᾶ γιὰ τὸ Εἶναι.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι μόνο ἐλλείπουσα ἀλήθεια ποὺ ὑπερβαίνει κάθε κριτήριο

καὶ κάθε ἀρχή. Ἁπὸ τὴν κρυπτότητα καὶ τὴν ἔλλειψη μπορεῖ νὰ προέλθει καὶ

ὄχι ἀπὸ τὴν ἀνάδειξη ἑνὸς ὀρθοῦ αὐτοκριτικοῦ κριτηρίου ποὺ θὰ τὴν παράσχει

ἄψογα καὶ παραγωγικά. Γιαυτὸ ἡ μεταφυσικὴ εἶναι Gebirg der Wahrheit des

Seins.

Ἡ θέση τοῦ Heidegger γιὰ τὴν μεταφυσικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξετάζεται

ἐντὸς τῆς σχέσης τοῦ Heidegger πρὸς τὴν θεολογία. Μιὰ τέτοια ἀπόπειρα

παρέχει ὁ P. Brkic (M. Heidegger und die Theologie, Mainz 1994). Ἡ μετα-

φυσικὴ προϋπάρχει τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ καὶ συνεχίζει καὶ μετὰ τὸν ἐνδε-

χόμενο «θάνατό» του στὴ νεωτερικὴ ἐποχή. Ἡ ἰδέα τοῦ ἀνωτάτου ὄντος

γεννᾶται ἐντὸς τῆς ὀντολογίας (Onto-theo-logik) ἀπὸ τὴν ἀνάγκη θεμελίω-

σης τοῦ ὄντος. Σχετικὰ ἀναφέρεται ὁ Heidegger στὸ Identität und Differenz,

Pfullingen 1957. Ἡ προσπάθεια γιὰ μιὰ μὴ μεταφυσικὴ θεολογία ὅπου ὁ

Θεὸς δὲν εἶναι summum ens, πρώτη αἰτία, θεμελίωση τοῦ ὄντος, προϋποθέτει

μιὰ δραματικὴ ἀλλαγὴ τῶν θεμελιωδῶν χαρακτήρων τῆς ἀνθρώπινης σκέ-

ψης, καὶ ὄχι μόνο μιὰ ἐξειδικευμένα θεολογικὴ σκέψη.

§5. Ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀναλήθεια ὡς ὑπαρξιακὴ δομὴ τῆς ἀν -

θρώπινης ἐνθαδικότητας.

Ἡ ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα ἐννοιοδοτεῖ ἑαυτὴν στὸ μηδὲν

καὶ ἀπὸ τὸ μηδέν, ὡς ἀπόλυτη ἔλλειψη καὶ ὄχι ὡς αὐτοκριτικὴ

διορθωτικὴ ἄρνηση, παριστάνει ἑαυτὴν ὡς τόπο τῆς ἀλήθειας,

μὲ τὴν πιθανότητα νὰ εἶναι ἡ ἴδια ἀλήθεια ἢ ἀναλήθεια χωρὶς

νὰ εἶναι ἕνα (αὐτο)κριτικὰ καθαρὸ ἐγώ. Ἡ ὑπερβατικότητα

τοῦ μηδενὸς εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἐρώτησης τῆς ἀλήθειας τοῦ

Εἶναι καὶ τῆς ἐννοιοδότησης αὐτῆς ποὺ ξεπερνᾶ τὸ δεδομένο

ὑπαρκτὸ καὶ κάθε κριτήριο τῆς ἐλλειπτικῆς ἀπόδειξης καὶ

ἔννοιας τῆς ἀλήθειας. Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὸς ὁ ὑπερβατικὸς

χῶρος ἐννοιοδότησης (Auslegen, Verstehen) τότε ἡ ἀν αλή-

θεια, τὸ ψεῦδος, ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ τῆς

ἱστορίας δὲν θὰ ὑπῆρχαν. Ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα

εἶναι ἐννοιοδότηση ἐντὸς καὶ ἐκ τοῦ μηδενὸς τοῦ ὄντως ἐλλεί-

ποντος Εἶναι ὡς ἐλλείπουσας ἀλήθειας (καὶ ὄχι συγκεκριμέ-

νης ἄρνησης Verneinung), τῆς ὑπερβατικότητας, καὶ εἶναι

μόνο ὡς τέτοια ἐννοιοδότηση, δομή, περιεχόμενο ἀλήθειας ἢ

ἀναλήθειας καὶ ὄχι καθαρὸ κριτικὸ ἐγώ. Γιὰ ἕνα καθαρὸ κρι-

τικὸ ἐγὼ ποὺ διαθέτει κριτήρια καὶ κατηγορίες δεδομένες ἢ

εἶναι πλήρως αὐτοκριτικὸ ἡ ἀναλήθεια θὰ ἦταν ἀδύνατη. Θὰ

ἦταν πρόβλημα ὀρθῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἐργαλειακῆς πλέον νό -

ησης. Μήπως τείνει λοιπὸν αὐτὴ ἡ κριτικὴ νὰ εἶναι μετακρι-

τηριολογικὴ κριτικὴ τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἐργαλειακῆς ἤδη

καθαρῆς ὑπάρχουσας νόησης; Τότε ἀκριβῶς ἡ ἐφαρμογὴ δὲν

μπορεῖ νὰ ὑπαχθεῖ στὴν κριτικὴ τοῦ ἐγὼ καὶ εἶναι πάντα ὑ -

περβατική. Ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ ἀνθρώπινου ἐγώ, τοῦ δε-

δομένου ὑπαρκτοῦ καὶ ἑνὸς κριτηρίου ἀλήθειας εἶναι ἀναγ-

καία προϋπόθεση. Ἁκόμη καὶ ὁ χρόνος μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ τέ-

τοια ὑπερβατικὴ διάσταση, ἢ μᾶλλον νὰ προκύπτει ἀπὸ τὴν

ὑπερβατικότητα ὅπως στὸν Heidegger41. Ὁ χρόνος δηλαδὴ δὲν

78 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

41. Κατὰ τὸν R. Brandner ὁ Heidegger στὴν θέση τῆς μεταφυσικῆς προ-

εἶναι δεδομένος χῶρος ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ γιγνόμενη ὑπερβατικό-

τητα, ἡ ἐντύπωση ἀπ’ αὐτή. Ὁ χρόνος ἀποτελεῖ χαρακτηρι-

στικὸ τῆς ὑπερβατικότητας, καὶ τῆς ὑπερβατικότητας τῆς

ἀν θρώπινης ἐνθαδικότητας42.

Ἂν ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀναλήθεια, ἡ ἴδια ἡ ἱστορία τῆς μετα-

φυσικῆς ἀποτελεῖ ὑπαρξιακὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἴδιας τῆς

ἀν θρώπινης ἐνθαδικότητας, «οὐσία» της, τὴν ἴδια ὡς δομὴ

ποὺ δὲν διαθέτει ἕνα ἀνώτερο κριτικὸ ἐγώ, τότε αὐτὴ δὲν μπο-

ρεῖ νὰ διορθωθεῖ43 ἢ νὰ ἐγκαταληφθεῖ ὡς ἕνα ἐξωτερικὸ σφάλ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 79

τείνει μιὰ μεταϊστορία (Meta-historik). Πρόκειται γιὰ ἕνα Γίγνεσθαι τῆς

ὀντολογίας ἡ ὁποία περιγράφει καὶ ἀναλύει –ἀκόμη καὶ φαινομενολογικὰ

κατὰ von Hermann καὶ P.-L. Coriando– τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τοῦ ἴδιου τοῦ

Εἶναι πλέον. Αὐτὸ ὁδηγεῖ πλέον σὲ μιὰ ἀποπραγματοποίηση καὶ ἀνιστορο-

ποίηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς φύσης ἐντὸς τοῦ Εἶναι. (Heideggers Begriff der

Geschichte und das neuzeitliche Geschichtsdenken, Wien 1994).

Ὁ δὲ T. Otsuru θεωρεῖ ὅτι ἡ ἀντιπαράθεση τοῦ Heidegger μὲ τὸ Nietzsche

καὶ τὸ θέμα τῆς μεταφυσικῆς εἶναι μιὰ αὐτοκριτικὴ τοῦ Heidegger ὅσον

ἀφορᾶ τὸ «Εἶναι καὶ Χρόνος» (Gerechtigkeit und Dike, Wurzburg, 1999).

42. Σ’ αὐτὸ ἀναφέρεται ὁ Heidegger στὶς παραδόσεις του γιὰ τὸν Kant:

«Kant und das Problem der Metaphysik, Bd 3 Α, Frankfurt a.M., 1991, καὶ

Phänomenologische Interpretation von Kants Kritik der reinen Vernunft», Bd

25 Α, Frankfurt a.M., 1977.

43. Ἂν κάποιος μιλᾶ γιὰ τὴν ἀποδόμηση ἢ κατάρρευση τῆς μεταφυσικῆς

καὶ τῆς ὀντολογίας ἢ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς μεταφυσικῆς στὴν θεμελιώδη

ἀρχή της, θὰ ἔπρεπε νὰ ὑποθέσει ταυτόχρονα ὅτι ἡ μεταφυσικὴ δὲν εἶναι μιὰ

ἑπόμενη περίοδος τῆς ἀρχῆς της, στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ξαναγυρίσει, ἀλλὰ

ἀποτελεῖ Γίγνεσθαι τῆς οὐσίας τῆς ἴδιας τῆς ἀρχῆς, ἡ ὁποία ὑπάρχει πλέον

μόνο σὲ αὐτὸ τὸ Γίγνεσθαι ἐντὸς τῆς ὑπερβατικότητας. Ἐπιστροφὴ στὴν

ἀκτὴ δὲν εἶναι δυνατή. Κάτι τέτοιο θεωρεῖ στὸν Heidegger ὁ E. Kettering,

Fundamentalantologie und Fundamentalaletheologie, στὸ M. Heidegger. In-

nen- und Außenansichten, hsg vom Forum für Philosophie Bad Homburg,

Frankfurt a.M. 1989, σ. 204 καὶ 211. Παρ’ ὅλα αὐτὰ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο

«χῶρος τοῦ παιγνίου» (Spielraum) καὶ γιὰ τὸ θεμέλιο, τὴν ἀρχὴ τῆς μετα-

φυσικῆς. Ἁρχὴ καὶ Γίγνεσθαι δὲν διακρίνονται πλέον ἔτσι ὥστε μιὰ κριτικὴ

ἀποδόμηση νὰ εἶναι δυνατή. Ἐξ ἴσου δὲν μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται κανεὶς στὸν

Heidegger σὲ μιὰ «καθολικὴ κριτικὴ τοῦ λόγου» (totalisierende Vernunftkri-

tik) κατὰ Apel ἢ σὲ μιὰ διαφορετικὴ ἀντιπαράθεση ἀπὸ μιὰ φουνταμενταλι-

στικὴ θέση (unüberbrückbares Verschniedenes einer Fundamentalopposition)

μα. Ἡ ἴδια ἡ ἐνθαδικότητα εἶναι ἀλήθεια ἢ ἀναλήθεια, τὰ

«κριτήριά» της εἶναι ἄλλου εἴδους πλέον. Τὰ κριτήρια δὲν εἶ -

ναι αὐτοκριτικά, κεκαθαρμένα, αὐτοεποπτευόμενα ὡς αὐτο-

εποπτεία ἑνὸς ὑποκειμένου τοῦ ὑπαρκτοῦ ποὺ ἀποδεικνύει δια-

λεκτικά-αὐτοκριτικὰ τὴν ὑποκειμενικότητά του, ἀλλὰ ἀ φο-

ροῦν πρὸς τὸ Εἶναι ἐντὸς τοῦ μηδενὸς ὡς ὄντως ἐλλείπουσα

ἀλήθεια, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλὴ διόρθωση καὶ διαλεκτικὴ ἄρνηση

(Verneinung) ἑνὸς δεδομένου ὑπαρκτοῦ ὄντος, μιᾶς ἰδέας ἢ

ἀξίας. Ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα ὡς δομὴ εἶναι ἀλή-

θεια ἢ ἀναλήθεια. Δὲν προβαίνει σὲ μιὰ νέα ἀξιακὴ θέσπιση

ἀπὸ ἕνα καθαρὸ κριτήριο ἢ μιὰ πλήρως αὐτοκριτικὴ καθαρὴ

θέληση γιὰ δύναμη, ἀλλὰ παραμένει ἐντὸς τῆς ἀναλήθειάς

της, εἶναι ἀναληθής, παραμένει ἐντὸς τοῦ μηδενός, ὁ θάνατος

τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μιὰ στιγμὴ μεταξὺ δύο ἀξιακῶν θεσπίσεων,

ἀλλὰ εἶναι ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ (Fehl Gottes), ὅπως εἰπώθηκε

στὴν ἀρχή, ὅπως αὐτὴ γίνεται αἰσθητὴ μέσα στὸ μηδὲν καὶ

στὴν ἀναλήθεια. Ἁπὸ αὐτὴν τὴν ἔλλειψη ἐρωτᾶται ὁ Θεός, ὄχι

ἀπὸ ἕνα καθαρὸ ὑποκείμενο ἢ μιὰ καθαρὴ δύναμη. Ἡ ἴδια ἡ

ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς ἀλήθειας τοῦ

Εἶναι καὶ τοῦ Θεοῦ. Στὸ μηδὲν καὶ στὸ μηδὲν τῆς ἐνθαδικό-

τητας δὲν λείπει μιὰ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ὑποκειμενικο-

80 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ἢ σὲ μιὰ χαοτικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια (Wahrheit) καὶ ὀρθότητα

(Richtigkeit) σὲ σχέση μὲ τὴν θεματικὴ τῆς μετανεωτερικότητας ὅπως ὁ H.

Brunkhorst. «Adorno, Heidegger und die Postmoderne», στό: Innen - und

Außenansichten, ὅ.ἀ., σ. 315. Ὁ Heidegger δὲν ἀποτελεῖ μιὰ ἁπλὴ ἀντίθεση

ἔναντι τοῦ Descartes ἢ τοῦ Hegel οὔτε ἡ ἔννοια τῆς ἀλήθειας του ὡς ἀπο-

απόκρυφη (Unverborgenheit) στρέφεται ἁπλὰ κατὰ τὴν ἔννοια της ὡς ὀρθό-

τητας (adaequatio). Περαιτέρω τόσο αὐτὴ ὅσο καὶ ἡ ἔννοια τῆς ἱστορίας τῆς

μεταφυσικῆς ὡς ἱστορία τῆς ἀλήθειας τοῦ Εἶναι δὲν διορθώνονται καὶ δὲν θε-

μελιώνονται κριτικὰ ἀπὸ ἕνα αὐτοκριτικὸ καὶ καθαρὸ ἐγὼ ἔναντι τῆς ἀνα-

λήθειάς του καὶ τῆς ἱστορίας του. Ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, καὶ ἡ ἀνθρώπινη ἐνθα-

δικότητα δὲν ἀποτελοῦν φαινομενολογικὰ κεκαθαρμένο «εἶδος» κατὰ Hus-

serl, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἱστορία τῆς μεταφυσικῆς ὡς ἱστορία τῆς ἀλήθειας

τοῦ Εἶναι, τὸ ὁποῖο βρίσκεται σ’ αὐτὴν τὴν ἱστορία καὶ ὑπερβατικότητα τῆς

ἀλήθειάς του καὶ ὄχι ὀντοποιημένο.

ποίηση τοῦ ὑπαρκτοῦ, μιὰ νέα ἀξιακὴ θέσπιση μετὰ τὸ μηδέν,

ὡς ἄρνηση (Verneinug), ὡς ἀρνητικὸ πρόσημο, ὡς διαλεκτι -

κὴ στιγμὴ ὀρθῆς ἄρνησης μεταξὺ δύο ἀξιακῶν θεσπίσεων,

ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια αὐτοῦ ποὺ τὸ ἴδιο τὸ ἀβυσσαλέο μηδὲν «δὲν

εἶναι». Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι τὸ μηδέν; Αὐτὸ μπορεῖ νὰ

εἶναι μόνο τὸ Εἶναι ὡς ἐλλείπουσα ἀλήθεια καὶ ὄχι ἡ ὀντοποί-

ηση καὶ ὑποκειμενικοποίηση τοῦ ὑπαρκτοῦ ποὺ συνεχῶς διο-

λισθαίνει (Ent gleiten) ἔναντι τοῦ μηδενὸς παρέχοντας νέες

ἐλλειπτικὲς ἀποδείξεις, θεμελιώσεις τῆς ὑπαρκτότητας ἀφαι-

ρώντας τὴν ἴδια τὴν ὑπαρκτότητα μηδενιστικά, διαλεκτικά-

αὐτοκριτικά. Ἡ κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ αὐτὴ κίνηση τῆς

ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας τὴν ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸ σπήλαιο

τοῦ Πλάτωνα στὸ σπήλαιο τοῦ Νίτσε.

Γιὰ τὸν Heidegger ἡ ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα δὲν εἶναι ἕνα

διαλεκτικό-αὐτοκριτικὸ ὑποκείμενο ἢ ὀντοποίηση τοῦ ὑπαρ-

κτοῦ, ἀλλὰ ὑπερβατικὴ ἐννοιοδότηση πρὸς τὸ ζητούμενο Εἶ -

ναι της ὡς ἐξωοντολογικὴ ἀλήθεια ἐντὸς τοῦ μηδενός, γιαυτὸ

καὶ στὶς παραδόσεις του γιὰ τὸν Hölderlin μεταχειρίζεται γι-

αυτὴν τὸν ὅρο «ἡμίθεος» (Halbgott) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ὑ -

περάνθρωπο τοῦ Nietzsche ὡς πλήρως αὐτοκριτικὴ καὶ τρα-

γικὴ θέληση τοῦ κενοῦ ἑαυτοῦ, καθὼς καὶ τὸν ὅρο «Ἔλλειψη

Θεοῦ» (Fehl Gottes) ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ

(Tod Gottes) ὡς μιὰ ἁπλὴ ἐνδιάμεση διαλεκτικὴ στιγμὴ τῆς

μεταφυσικῆς καὶ τοῦ μηδενισμοῦ. «Ἡ ἔλλειψη εἶναι γιὰ τοὺς

ἡμίθεους θεϊκή, ὄχι ἕνα λάθος τὸ ὁποῖο κάνουν καὶ διατρέχουν,

παρὰ ἡ προίκα τῆς ἐκπήγασής τους, ἔλλειψη Θεοῦ»44. Στὶς

παραδόσεις του γιὰ τὸν Hölderlin, στὸν ὁποῖο ὁ Heidegger βρί-

σκει τὴν γλώσσα γιὰ νὰ ἐκφράσει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο κάποτε

διαμαρτυρόταν ὅτι δὲν μποροῦσε λόγω ἀδυναμίας τῆς γλώσ-

σας, βρίσκεται μᾶλλον ὁ πυρήνας τῆς χαϊντεγγεριανῆς σκέ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 81

44. M. Heidegger, «Hölderlins Hymmen >Germanien< und >Der Rhein<»

Bd 39 Α, Frankfurt a.M. 1980, σ. 233. «Der Fehl ist für die Halbgötter ein

göttlicher, nicht ein Fehler, den sie machen und begehen, sondern die Mitgift

ihres Ursprungs, d.h. Gottes Fehl».

ψης, ὅπου ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ «Fehl Gottes» ὡς οὐσία τῶν

ἡμιθέων (Halbgötter) εἶναι σύνηθες μοτίβο. Τὸ ἂν σημαίνει

κάτι χριστολογικὰ σὲ σχέση μάλιστα μὲ τὴν Χριστολογία τοῦ

Hölderlin δὲν μπορεῖ νὰ ἐξεταστεῖ ἐδῶ. Στὸ κύκνειο ἄσμα του,

ἴσως, τὸ 1974 λέει ὁ Heidegger: «Ἤδη καὶ μόνο ἡ κυριαρχία

τῆς διαλεκτικῆς ὁποιουδήποτε εἴδους παραποιεῖ τὸν δρόμο

πρὸς τὴν οὐσία τοῦ δρόμου. Ὅμως ἐνόσω ἡ ματιά μας πρὸς

αὐτὸ εἶναι ἀνίκανη, ὅτι καὶ πὼς ἀκόμη καὶ στὴν ἀπουσία καὶ

στὴν παρακράτηση ὑπάρχει ἕνα ἰδιαίτερο εἶδος τῆς παρου-

σίας, ἐν τοσούτῳ μένουμε τυφλοὶ καὶ ἀνέγγιχτοι ἀπὸ τὴν ἀφο -

ρῶσα παρουσία, ἡ ὁποία προσιδιάζει στὴν ἔλλειψη, ἡ ὁποία τὸ

ὄνομα τοῦ σωτηρίου καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸ τὸ ἴδιο κρύβει μέσα στὸν

ἑαυτό της καὶ παρόλα αὐτὰ ἀποκρύπτει. Μόνο ἡ ἐνύπαρξη

στὴν ἀνοικτὴ περιοχή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐνουσιώνεται ἡ ἔλλειψη,

παρέχει τὴ δυνατότητα μιᾶς ματιᾶς πρὸς αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶναι

σήμερα, ἐνόσω λείπει»45. Ἡ ἀναλήθεια, ἡ μεταφυσικὴ δὲν

εἶναι ἕνα ἐξωτερικὸ σφάλμα ἑνὸς καθαροῦ ἐγώ, ἀλλὰ οὐσία

τῆς δομῆς τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς

ἀλήθειας τοῦ Εἶναι καὶ τοῦ Θεοῦ ἐντὸς τῆς ἀναλήθειας καὶ

τοῦ μηδενὸς μπορεῖ νὰ ἐρωτηθεῖ τὸ Εἶναι καὶ ὁ Θεὸς ὡς ἐλλεί-

πουσα ἀλήθεια καὶ ὄχι ἀπὸ ἕνα καθαρὸ ἐγὼ ποὺ ἀναζητᾶ ἕνα

θεμελιῶδες ὀντοποιημένο διαλεκτικό-αὐτοκριτικὸ ὑποκείμενο

τοῦ ὑπαρκτοῦ. Τὸ τί εἶναι τὸ Εἶναι καὶ ἡ ἀλήθεια του ὑπάρχει

μόνον στὴν ὑπερβατικότητα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὀντοποιηθεῖ καὶ

νὰ ἐξυποκειμενικευθεῖ ἀπὸ μιὰ ἀπόδειξη, ἔννοια, ὀντοποίηση

82 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

45. M. Heidegger, «Der Fehl heiliger Namen» στό: Aus der Erfahrung des

Denkens, Bd 13 Α, Frankfurt a.M., 1983, σ. 235. «Schon allein die Herrschaft

der Dialektik Jeglicher Art verstellt den Weg zum Wesen des Weges. Doch so-

lange uns der Wegblick dafür versagt ist, daß wie auch im Entzug und im Vor-

enthalt eine eigene Weise des Anwesens waltet, solange bleiben wir blind und

unbetroffen vom betreffenden Anwesen, das den Fehl eignet, der den Namen

des Heiligen und mit ihm selbst in sich birgt, und jedoch verbirgt. Nur der Auf-

enthalt in der offenen Gegend, aus der der Fehl anwest, gewährt die Möglich-

keit eines Anblickes in das, was heute ist, indem es fehlt».

τοῦ Εἶναι. Εἶναι ὁ ὑπερβατικὸς ὁρίζοντας τῆς ἀνοικτότητας

καὶ τῆς ἀλήθειας. Ὁ ὁρίζοντας τῆς ἐρώτησης τῆς ἀλήθειας

τοῦ Εἶναι ὁδηγεῖ στὸ ἴδιο τὸ Εἶναι, εἶναι προγενέστερος αὐτοῦ.

Ἡ ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα βρίσκεται γιαυτὸ ἐξίσου στὴν

ἀλήθεια καὶ στὴν ἀναλήθεια λέει ὁ Heidegger στὸ «Εἶναι καὶ

Χρόνος»46. Καὶ στὸ «Kantbuch» λέει: «Ἐπὶ τῇ βάσει τῆς πε-

ριοριστικότητας τοῦ Εἶναι-εἰς-τὴν-ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου ὑ -

πάρχει ταυτόχρονα ἕνα Εἶναι-εἰς-τὴν-ἀναλήθεια. Ἡ ἀναλή-

θεια ἀνήκει στὸν ἐσώτατο πυρήνα τῆς δικῆς της ἐνθαδικότη-

τας. Καὶ ἐδῶ πιστεύω τὸ πρῶτον νὰ ἔχω βρεῖ τὴ ρίζα, ὅπου τὸ

μεταφυσικὸ >φάντασμα< τοῦ Kant θεμελιοῦται μεταφυσικά»47.

Στὴν διάγνωση τοῦ μηδενισμοῦ ἀπὸ τὸν Heidegger εἶναι

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 83

46. «Sein und Zeit», ὅ.ἀ., σ. 222.

47. «Kant und das Problem der Metaphysik», Bd 3, ὅ.ἀ., σ. 281 καὶ 245,

275. Ἡ B. Merker χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν κριτικὴ τῆς μεταφυσικῆς ἀπὸ τὸν

Heidegger τὸν ὅρο «ἀπομύθευση» (Entmythologisierung) σὲ ἀντιπαράθεση

πρὸς τὸν ὅρο ἀναστοχασμὸ (Reflexion) ὡς μιᾶς ἁπλῆς ἀναπαράστασης τοῦ

Εἶναι. Τὸν ὅρο αὐτὸ εἰσήγαγε ὁ H. Jonas καὶ καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν Bultmann.

(B. Merker, «Konvesion statt Reflexion», στό: Innen - Außenansichten, ὅ.ἀ.,

229). Ὅμως ὁ ὅρος «ἀπομύθευση» δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ στὸν Hei-

degger ἰδίως μάλιστα μὲ τὴν εἰδικὴ χρήση του ἀπὸ τὸν Bultmann. Καὶ ὁ Hei-

degger ἀντιτίθεται σὲ μιὰ διαλεκτικὴ διαφωτιστικὴ διόρθωση τῆς ἀναλήθει-

ας ὅπως παρουσιάζεται ἐδῶ ἀλλὰ καὶ στὸ δοκίμιό του «Phänomenologie und

Theologie» Bd 9, Wegmarken, ἀντιτίθεται συγκεκριμένα στὴν διαλεκτικὴ

τοῦ Bultmann. Ὁ A. Polti (Ontologie als »Inbegriff von Negativität«, στό: In-

nen-Außenansichten, ὅ.ἀ., σ. 281 κ.ἑ.) κατηγορεῖ τὸν Heidegger γιὰ ἔλλειψη

ἀναστοχαστικότητας ἀνάμεσα στὴν αὐθεντικότητα (Eigentlichkeit) καὶ

μή-αὐθεντικότητα (Uneigentlichkeit) ποὺ παρατίθενται διαχωρισμένες με-

ταξύ τους στὸ «Εἶναι καὶ Χρόνος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν Adorno ὁ ὁποῖος κα-

θαίρει τὸ Subjekt-Objekt σχῆμα τῆς μεταφυσικῆς διαλεκτικὰ καὶ κριτικά.

Ἤδη ὅμως καὶ στὸν πρώιμο Heidegger ὁ ἄνθρωπος εἶναι στὴν ἀλήθεια καὶ

ἀναλήθεια ὡς οὐσία τῆς δομῆς του! Ἐξίσου καὶ στὸν ὕστερο. Ἁλλὰ καὶ στὸν

Adorno δὲν ὑπάρχει ἕνα καθαρὸ κριτικὸ ἐγὼ ἀλλὰ ἐσωτερικὰ διαλεκτικό.

Ὑπάρχουν διαφορὲς πρὸς τὸν Heidegger ἀλλὰ οἱ ὁμοιότητες εἶναι ἐντονότα-

τες! Καὶ οἱ δυό τους βλέπουν ὅτι ἡ μεταφυσικὴ ἦταν ἤδη ἐξ ἀρχῆς διαλεκτικὴ

καὶ αὐτοκριτικὴ καὶ συνεχίζει καὶ μετὰ τὴν ἐποχὴ τῆς κριτικῆς ἐνσυνείδητα

ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἔσχατου ὑποκειμένου τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἀλήθειάς

του. Αὐτὴ ἡ διάγνωσή τους εἶναι κοινή.

αὐτὸς ἡ διαλεκτικὴ στιγμὴ τῆς κατάρρευσης τῶν παλαιῶν

ἀξιῶν πρὸ τῆς θέσπισης νέων. Ἁντίθετα ὁ δικός του μηδενι -

σμὸς δὲν εἶναι ἡ διαλεκτικὴ στιγμὴ τῆς ὀρθῆς ἄρνησης ἑνὸς

δεδομένου ὑπαρκτοῦ ἢ μιᾶς ἀξίας, παρὰ εἶναι ἡ ὑπερβατικό-

τητα ἐντὸς τοῦ μηδενὸς καὶ ἐκ τοῦ μηδενὸς τὸ ὁποῖο ἀποκρύ-

πτει αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ὄντως, ἐπειδὴ δὲν εἶναι συγκε-

κριμένη διορθωτικὴ διαλεκτικὴ ἄρνηση (Verneinung) ἀλλὰ

ἐλ λείπουσα ἀλήθεια αὐτοῦ ποὺ εἶναι ὄντως καὶ ὄχι ἁπλῶς

ὑποκείμενο, διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ὀντοποίηση, ἀπόδειξη

τοῦ ὑ παρκτοῦ. Ἡ ὑπερβατικὴ αὐτὴ ἐννοιοδότηση εἶναι οὐσία

τῆς δομῆς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν εἶναι ἀκριβῶς καθαρὸ ἐγὼ

ἀλλὰ δομή, περιεχόμενο, ἀληθὲς ἢ ἀναληθές. Κριτήριό του

εἶναι ἡ αἴσθηση αὐτοῦ ποὺ λείπει, καὶ ὄχι ἕνα αὐτοθεμελιωμέ-

νο διαλεκτικό-αὐτοκριτικὸ ἐγὼ ποὺ συνεχῶς παρέχοντας ἐλ -

λειπτι κὲς ἀποδείξεις τοῦ ἑαυτοῦ του, τῆς ὑπαρκτότητάς του,

ἐγ κλωβίζει αὐτὴν μηδενιστικὰ ἐντὸς τῆς ἀπόδειξης, τῆς ὀν -

τοποίησης, τοῦ ὑποκειμένου, ἀναιρώντας την ἀπὸ τὸ δεδομένο

χῶρο τῆς ὑπαρκτότητας ἔναντι τοῦ μηδενός. Ὁ Ρεαλι σμὸς

καὶ ἡ μεταφυσική, ἡ ἀπόδειξη καὶ ὑποκειμενικοποίηση τοῦ

ὑπαρκτοῦ κατὰ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας στὴν

οὐσία της διαλεκτική, αὐτοκριτικὴ καὶ γιαυτὸ μηδενιστική. Ὁ

μηδενισμὸς εἶναι ἡ οὐσία καὶ ἡ κίνηση τῆς ἴδιας τῆς μεταφυ-

σικῆς καὶ τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας καὶ ὄχι ἀντί-

παλον δέος ποὺ τὴν καταργεῖ καὶ τὴν ὑπερβαίνει. Ἡ σύγχρο-

νη μεταφυσικὴ διαλεκτικὴ εἶναι ἐσωτερικὰ καὶ ἐνσυνείδητα

μηδενιστική48, πλήρως καὶ τραγικὰ αὐτοκριτικὴ ὅπως ὁ

84 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

48. Ὁ fallibilismus εἶναι μιὰ τέτοια αὐτοδιορθωτικὴ διαδικασία ὑπόθεσης,

ψευδοποίησης καὶ διόρθωσης. Διαφέρει βέβαια ἴσως ἀπὸ τὸν ἑγελειανοῦ τύ-

που ἐκστατικὸ μηδενισμὸ καὶ τὴν αἰσθητικὴ θεωρία, τὴν καθαρὴ θέληση γιὰ

δύναμη, ποὺ πρέπει νὰ ψευδοποιήσει κάθε μορφή της τραγικὰ γιατὶ τείνει

πρὸς τὸ ἐσωτερικευμένο πλέον φάντασμα τοῦ An Sich. Ὁ fallibilismus ἀξιώ-

νει μιὰ πραγματιστικὴ πλέον καὶ ὄχι θεωρητικὴ ἰσχύ. Σχετικά: H. F. Fulda,

Theoretische Erkenntnis und pragmatische Gewissheit, στό: Herme neutik und

Dialektik I, Tübingen 1970, 145-165.

ἐκστατικὸς μηδενισμὸς τοῦ Nietzsche ἢ ἡ αἰσθητικὴ θεωρία

τοῦ Adorno, ὅπως θὰ δοῦμε. Ἡ ἴδια ἡ μεταφυσικὴ ὡς ὀντο-

ποίηση, ὑποκειμενικοποίηση, ἀξιακὴ θέσπιση ποὺ σκοπεύει

καὶ ἀξιώνει τὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ κατοχὴ καὶ ἀπόδειξη

τοῦ ὑπαρκτοῦ ἀποτελεῖ ἐσωτερίκευση καὶ ἕλξη τοῦ μηδενὸς

πρὸς τὸν ἑαυτό της ἀφοῦ διεκδικώντας ὡς ὑποκείμενο, ἀξία,

ἰδέα, ἐλλειπτικὴ ἀπόδειξη τὸ ὑπαρκτὸ γιὰ τὸν ἑαυτό της, τὸ

ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν δεδομένο ἀναπόδεικτο χῶρο της καὶ τὸ μόνο

ποὺ κάνει εἶναι νὰ ὀξύνει καὶ νὰ ἕλκει πρὸς τὸ ἐσωτερικό της

τὴν ἀντίφαση πρὸς τὸ ἐρωτὸν μηδέν. Δική της λειτουργία καὶ

ταυτότητα πλέον εἶναι ἡ ὑποκειμενικοποίηση καὶ ἀπόδειξη

τοῦ Εἶναι ἔναντι αὐτοῦ ποὺ ἡ ἴδια ἡ ἀπόδειξη ἀπωθεῖ καὶ μη-

δενίζει ὡς τὸ μὴ Εἶναι, ὡς κείμενο δηλαδὴ ἐκτὸς τῆς διαλε-

κτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἰδέας, ἀξίας, ὑποκειμενικοποίησης, ὀν -

τοποίησης. Πυρήνας τῆς ἰδέας καὶ τοῦ ὑποκειμένου εἶναι ἡ

συνεχὴς διεκδίκηση καὶ ἐλλειπτικὴ ἀπόδειξη τοῦ Εἶναι ἔναν-

τι αὐτοῦ ποὺ δὲν εἶναι. Ἡ ἴδια ἡ ἰδέα, τὸ ὑποκείμενο καὶ ἡ ἀπό-

δειξη τοῦ ὑπαρκτοῦ ἀποτελεῖ πλέον ἀρνητικότητα ἔναντι τοῦ

προτέρου δεδομένου ὑπαρκτοῦ. Τὴν ἀρνητική της τάση αὐτὴ

ὡς ἐσωτερίκευση καὶ ἕλξη τοῦ μηδενὸς πλέον συνεχίζει καὶ

ὡς ἐσωτερικὴ διαλεκτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ ποὺ ἀναζητᾶ συνε -

χῶς τὸ ὑπαρκτότερο ὑπαρκτὸ ὡς ὑποκείμενο ἔναντι αὐτοῦ

ποὺ διαλεκτικὰ καὶ μηδενιστικὰ δὲν εἶναι ἡ ἴδια ἔναντι τῆς ρι-

ζικῆς ἐρώτησης τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώ-

ρου. Ἡ ἴδια ἡ ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὸν Πλά-

τωνα ὣς τὸ Νίτσε, ἡ μεταφυσικὴ ὡς μηδενισμός, ἀναζητᾶ τὸ

ὑπαρκτότερο ὑπαρκτό, τὸ ὑποκείμενο, τὴν ἰδέα, τὴν κριτικὴ

δύναμη, τὴν ὀντοποίηση ποὺ ὡς summum ens ἀναπαριστᾶ καὶ

εἶναι τὸ Εἶναι, τὸ ὑπαρκτό. Τὸ μηδὲν γίνεται ὁ χῶρος ἀπώθη-

σης, ὁ Καιάδας κατὰ κάποιο τρόπο, πρὸς τὸν ὁποῖο ἡ μεταφυ-

σικὴ ὡς διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη ἀπωθεῖ τὸ μὴ ἀπο-

δεδειγμένο καὶ μὴ ὑποκειμενικοποιημένο Εἶναι. Τὸ μηδὲν γί-

νεται περαιτέρω ἐσωτερικὴ ἄρνηση πλέον ὡς ἐσωτερικευμένη

σκοπευομένη διορθωτικὴ καθαυτότητα καὶ κίνητρο τῆς ἀπό-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 85

δειξης καὶ τῆς κενῆς ἀποδεικτικῆς δύναμης, στὴν ὁποία ἡ με-

ταφυσικὴ ὡς μηδενισμὸς διολισθαίνει ἀπωθώντας ἡ ἴδια τὸ

ὑπαρκτό, νομίζοντας ὅτι στὸ μηδὲν καὶ ἔναντι αὐτοῦ λείπει ἡ

ἀπόδειξη τοῦ δεδομένου ὑπαρκτοῦ, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ τελι -

κὰ τὸ μέτρο καὶ κίνητρο ὡς ἐλλειπτικῆς ἀπόδειξης.

Στὴν διαλεκτικὴ αὐτὴ τῆς μεταφυσικῆς, στὴν «γιγαντο-

μαχία» περὶ τὴν οὐσία ἐναλλάσσονται καὶ διαδέχονται ἱστο-

ρικὰ τὰ ὑποκείμενα, οἱ ἰδέες, οἱ ἀξίες, οἱ ὀντοποιήσεις, μηδενι-

στικὰ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη. Σ’ αὐτὴν τὴν διαλεκτικὴ τοῦ μηδενι-

σμοῦ ὡς οὐσίας τῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοι-

ας τῆς ἀλήθειας αὐτὴ ἐκλαμβάνει καὶ χρησιμοποιεῖ τὸ μηδὲν

ὡς διαλεκτικὴ στιγμή, ἀρνητικὸ μέτρο καὶ κίνητρο ἐλεύθερης

περιεχομένου ὀρθότητας ἀνάμεσα στὴν παλαιὰ ὑποκειμενικο-

ποίηση ἢ ἀξιακὴ θέσπιση καὶ στὴ νέα, δηλαδὴ ὡς ἄρνηση

(Verneinung) ἢ ἀρνητικὸ πρόσημο. Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτὴν τὴν

ἁπλὴ ἄρνηση ἡ διαφορὰ ἑνὸς δεδομένου ὑπαρκτοῦ ἢ ἑνὸς ὑπο-

κειμένου ἢ μεταξὺ δύο τέτοιων ὑπάρχει τὸ ἀπόλυτα ἀρνητικὸ

μηδέν, ἡ ἔλλειψη αὐτοῦ ποὺ ὄντως τὸ μηδὲν δὲν εἶναι, γιατὶ τὸ

μηδὲν δὲν εἶναι ἁπλὰ ἄρνηση αὐτοῦ ποὺ ἤδη ὑπάρχει. Ἂν τὸ

μηδὲν ἁπλῶς δὲν ἦταν αὐτὸ ποὺ ἤδη ὑπάρχει, τὸ δεδομένο

ὑπαρκτὸ θὰ τὸ εἶχε ἐξαλείψει ἢ τουλάχιστον θὰ ἦταν ἀνεπη-

ρέαστο ἀπὸ τὴν ἄρνησή του. Τὸ ὑπαρκτὸ δὲν μηδενίζεται ἀπὸ

μιὰ ἄρνησή του, στὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ λείπει τὸ ἴδιο, ἀλλὰ

ἀπὸ ἕνα ἀβυσσαλέο μηδέν, στὸ ὁποῖο λείπει αὐτὸ ποὺ ὄντως

εἶναι. Αὐτὸ τὸ Εἶναι μέσα στὸ μηδὲν ὡς ἐρωτώμενη καὶ ἐλλεί-

πουσα ἀλήθεια θέλει νὰ θεματοποιήσει ὁ Heidegger ὡς ἐρω-

τώμενη διανοιγόμενη ὑπερβατικότητα γιὰ τὰ ὄντα καὶ τὴν

ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα, στὴν ὁποία αὐτὴ νοηματοδοτεῖται

(Auslegen, Verstehen) ὄχι ὡς διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ὀντο-

ποίηση, ὑποκειμενικοποίηση καὶ ἐλλειπτικὴ ἀπόδειξη τοῦ δε-

δομένου ὑπαρκτοῦ, ἀλλὰ ὡς ἐρωτώμενη καὶ ἐλλείπουσα ἀλή-

θεια ποὺ ἐλλείπει μέσα στὸ μηδὲν καὶ ἐκ τοῦ μηδενός.

Ὁ μηδενισμὸς εἶναι ἡ λογικὴ καὶ διαλεκτικὴ τῆς ἔννοιας

τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἴδιας τῆς μεταφυσικῆς, ὄχι ὑπέρβασή

86 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

της. Συνεχίζεται δὲ ἡ μεταφυσικὴ ὡς ἐνσυνείδητος τραγικὸς

μηδενισμὸς κάθε ἀξιακῆς θέσπισης ὡς πραγματισμός, αἰ -

σθητικὴ θεωρία, καὶ μετὰ τὸ Nietzsche. Ὁ μηδενισμὸς τοῦ

Heidegger θέλει νὰ ἀφιχθεῖ καὶ νὰ θέσει τὸ ἐρώτημα τοῦ Εἶναι

ὡς τῆς ἐρωτωμένης καὶ ἐλλείπουσας ἀλήθειας του στὸ ἴδιο τὸ

ἀβυσσαλέο μηδέν, στὸ ὁποῖο λείπει αὐτὸ ποὺ ὄντως εἶναι ὡς

ἀλήθεια.

Ἂς δοῦμε ὅμως τὴν διάγνωση καὶ κριτικὴ τῆς μεταφυσι -

κῆς στὴν «Διαλεκτικὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ»49 τῶν Horkheimer

καὶ Adorno, ἡ ὁποία ἀφορᾶ ἀκριβῶς τὴν ὑποκειμενικοποίηση

τοῦ Εἶναι, τοῦ ὑπαρκτοῦ, τῆς φύσης ἀπὸ τὸν ἐξουσιαστικό, ἀ -

ποδεικτικό, ἐξυποκειμενικευτικὸ λόγο.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 87

49. M. Horkheimer - Th. Adorno, Dialektik der Aufklärung, Frankfurt

a.M. 1995.

Ἡ κριτικὴ τῆς μεταφυσικῆς

στὴν «Διαλεκτική του Διαφωτισμοῦ»

τῶν Th. Adorno - M. Horkheimer

ἐν σχέσει πρὸς τὸ Nietzsche

§6. Ἡ συνύπαρξη διαφωτιστικῆς καὶ μυθολογικῆς σκέψης.

Ἡ κριτικὴ θεωρία τῶν Horkheimer καὶ Adorno βαθύτατα

αὐτοκριτικὴ ἀκολουθεῖ τοὺς δρόμους τῆς διερώτησης καὶ γε-

νεαλόγησης τῆς νιτσεϊκῆς «Genealogie der Moral». Ἡ γέννη-

ση τοῦ ἤθους, τῆς ἀξίας, τῆς ἰδέας, τῆς ὀντοποίησης τοῦ Εἶ -

ναι καὶ τῆς φύσης εἶναι μιὰ διαδικασία συμπλο κῆς μύθου καὶ

διαφωτισμοῦ πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς διατήρησης τῆς ζωῆς τοῦ

ἀνθρώπου. Ἡ ἴδια ἡ διάκριση ἀλήθειας καὶ ἀναλήθειας στο-

χεύει πρὸς τὸ ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἐπιβίωση τοῦ

ἀνθρώπου. Ὁ Nietzsche πιστεύει ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν θεμελιώδη

νόμο ἀνακαλύπτει τὴ γένεση καὶ τὶς διαδικασίες τῆς παρα-

γωγῆς καὶ διατήρησης ἠθικῶν παραστάσεων ὅπως καλό, κα-

κό, εὐθύνη, συνείδηση, καθὼς καὶ τοὺς ψυχοσωματικοὺς μη-

χανισμοὺς λογικῶν, δηλαδὴ ἐργαλειακῶν τρόπων γνωστικῆς

προσέγγισης τῆς πραγματικότητας, οἱ ὁποῖοι καθιερώθηκαν

ἤδη σὲ ἕνα πρωτόγονο στάδιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ δὲν

εἶναι καθόλου χαρακτηριστικὰ μόνο τῆς νεωτερικῆς ἐποχῆς

καὶ σκέψης. Ἡ ἐργαλειακὴ λογικὴ σκέψη κα θὼς καὶ ἡ ἀ -

ξιακὴ ὑπάρχουν50 ἤδη ὡς οὐσία τοῦ πρωτόγονου ἀνθρώπου. Σ’

50. «Nietzsches Perspektivismus, seine Umwertung von Wahrheit und Irr-

tum nach dem Maßstab des Lebens und der Kunst, seine Entmythologisierung

αὐτὴν τὴν βάση προσπαθεῖ καὶ ὁ Nietzsche νὰ ἀνατρέψει τὴν

ἐργαλειακὴ καὶ ἀξιακὴ σκέψη προτάσσοντας τοὺς σκοπούς

της πρὸ τῶν μέσων, πρὸ τῶν ἐργαλείων, τῶν ἀξιῶν καὶ ἰδεῶν.

Σ’ αὐτὴ τὴν διαδικασία ἐφεύρεσης ἑνὸς μέσου, μιᾶς ἰδέας,

ἑνὸς ὑποκειμένου πρὸς ἰδιοποίηση, ὑπολογι σμὸ καὶ ἐξουσία ἐπὶ

τοῦ Εἶναι, τῆς φύσης, ἡ ἴδια ἡ ἰδέα τελικά, ὁ ἐργαλειακὸς λό-

γος, στρέφεται ἐναντίον τῆς οὐσίας του, ἐπὶ τῆς ὁποίας ὑπάρ-

χει καὶ γιὰ τὴν ὁποία ὑπάρχει. Ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ἐπιβιώνει καθ’

ὅσον διαμεσολαβεῖται καὶ ὀντοποιεῖται ἐργαλειακά, στρέφεται

δηλαδὴ αὐτοκριτικὰ ἐναντίον της κα τὰ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια

τῆς ἀλήθειας θὰ λέγαμε. Ἡ νιτσεϊ κὴ γενεαλόγηση τῆς σκέ-

ψης καὶ ἀξιακῆς σκέψης συνεχίζεται ὡς παράδειγμα καὶ

στὴν «Διαλεκτικὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ», κατὰ τὴν ὁποία αὐτὴ ἡ

ἐργαλειακὴ καὶ ἀξιακὴ σκέψη θεσπίζει τελικὰ τοὺς σκοποὺς

χάριν τῶν μέσων.

Ἡ ἑγελειανὴ διαλεκτικὴ ὑποκειμενικοποίησης τῆς ἀντι-

κει μενικῆς καὶ ὑποκειμενικῆς δεδομένης οὐσίας ξεκινᾶ στὸ

Nietzsche καὶ τὴν κριτικὴ θεωρία ἤδη ἀπὸ τὸν Ὅμηρο. Παρά-

δειγμα αὐτῆς τῆς πλοκῆς μυθολογίας καὶ διαφωτιστικῆς

σκέψης εἶναι τὰ ὁμηρικὰ ἔπη καὶ δὴ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὀδυσ-

σέα. «Ἡ ἐπισκόπηση τῶν ἀστικῶν διαφωτιστικῶν στοιχείων

τοῦ Ὁμήρου ὑπογραμμίστηκε ἀπὸ τὴν ὕστερη ρομαντική-

γερμανικὴ ἑρμηνεία τῆς ἀρχαιότητας, ἡ ὁποία ἀκολουθοῦσε

τὰ πρώιμα ἔργα τοῦ Νίτσε. Ὁ Νίτσε διέγνωσε ὅσο λίγοι μετὰ

τὸν Χέγκελ τὴν διαλεκτική του διαφωτισμοῦ. Διετύπωσε τὴν

διπλή της σχέση πρὸς τὴν ἐξουσιαστικότητα»51. Κατ’ αὐτὸν

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 89

der Wissenschaft ist dafür das wichtigste und folgenreichste Beispiel. Ihm fol-

gen auch die Autoren der Kritischen Theorie, insofern sie das begriffliche

Denken aus natürlichen Impulsen der Bemächtigung ableiten. Denken ist de-

mnach vereinheitlichtes Zurechtfälschen der Wirklichkeit. So bilden formale

und instrunmentelle Vermunft eine ursprüngliche Einheit». Günzelin Schmid-

Noerr, Das Eingedenken der Natur im Subjekt, Darmstadt 1990, σ. 278.

51. «Dialektik der Aufklärung», ὅ.ἀ., 68. «Die Einsicht in das bürgerlich

aufklärische Element Homers ist von der spätromantisch-deutschen Interpre-

τὸν τρόπο οἱ συγγραφεῖς τῆς «Διαλεκτικῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ»

ἀναφέρονται στὴν διπλὴ σημασία τῆς ἔννοιας τοῦ Διαφωτι-

σμοῦ καὶ στὴ διπλὴ χρήση τῆς ἔννοιας τοῦ διαφωτισμοῦ ἀπὸ

τὸ Nietzsche. Ἔτσι θέλουν νὰ ἀφιχθοῦν στὴν διαπλοκὴ ἐντὸς

τῆς διαφωτιστικῆς διαδικασίας ἀνάμεσα σὲ σχέσεις ἐξουσίας

καὶ ἰσχύος καὶ σὲ κοινωνικοὺς ἀνταγωνισμοὺς ἢ ἁ πλὰ ἀν -

θρώπινους καὶ νὰ παρουσιάσουν τὴν ἑνότητα ἀνάμεσα στὴν

λογικότητα καὶ τὴν ἐξουσιαστικότητα ποὺ χαρακτηρίζει τόσο

τὸν ἀρχαῖο ὅσο καὶ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ἐξ ἴσου. «Ἐν ὅσῳ

ἐμφανίζεται αὐτὸς ὁ διπλὸς χαρακτήρας τοῦ διαφωτισμοῦ ὡς

ἱστορικὸ θεμελιῶδες μοτίβο, ἐπεκτείνεται ἡ ἔννοια του ὡς τῆς

προοδευτικῆς σκέψης μέχρι τὴν ἀρχὴ τῆς παραδεδομένης (ὡς

ἀφήγησης) ἱστορίας»52. Ἐπεκτείνεται δὲ αὐτὸ τὸ μοτίβο τῆς

90 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

tation der Antike, die Nietzsches frühen Schriften folgte, unterstrichen wor-

den. Nietzsche hat wie wenige seit Hegel die Dialektik der Aufklärung erkannt.

Er hat ihr zwiespaltiges Verhältnis zur Herrschaft formuliert».

52. «Dialektik der Aufklärung», ὅ.ἀ., 68. «Indem solcher Doppelcharakter

der Aufklärung als historisches Grundmotiv hervortritt, wird ihr Begriff, als

des fortschreitenden Denkens, bis zum Beginn überlieferter Geschichte aus-

gedehnt». Σ’ αὐτὴν τὴν ἰδέα ὑπάρχει βέβαια μιὰ παραπεμπτικότητα στὴν

μαρξικὴ ὀπτική, ἡ ὁποία βλέπει τὶς ἐξελιγμένες μορφὲς τῆς καπιταλιστικῆς

κοινωνικῆς διαμόρφωσης ὡς ἐκκίνηση γιὰ τὴν μελέτη καὶ προκαπιταλιστι -

κῶν κοινωνιῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν προστάδιο τῶν ἐξελιγμένων, στιγμή, ἡ

ὁποία ἐντάσσεται καὶ ἐξηγεῖται ἀπὸ τὴν συνθετότερη καὶ πιὸ ἐξελιγμένη ἱ -

στορικὴ μορφοποίηση. Ὅρα σχετικὰ καὶ Jindrich Zeleny, Die Wischens -

chaftslogik und das >Kapital<, Frankfurt a.M. 1973, σ. 68 κ.ἑ. Ὅμως στὴν

Διαλεκτικὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ τὸ σχῆμα εἶναι εὐρύτερο, ἡ νεώτερη ἱστορία

ἐντάσσεται σὲ αὐτό, καὶ σὲ καμμία περίπτωση δὲν θεωρεῖται ἱστορικὰ συν-

θετότερη παρὰ κριτικάρεται καὶ κατανοεῖται ἀπὸ ἕνα συνθετότερο ἀνθρωπι-

στικὸ καὶ διαλεκτικὸ παράδειγμα τοῦ διαφωτισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς

καὶ ἀξιακῆς σκέψης. Σχετικὰ ἴδε καί: Schmid-Noerr, Das Eingedenken der

Natur im Subjekt, σ. 96 κ.ἑ., καὶ M. Horkheimer, Zur Soziologie der Klassen-

verhältnisse, στό: Gesammelte Werke, Bd 12, Frankfurt a.M.. 1987, σ. 104

κ.ἑ. Μετὰ τὸν Hegel, πλὴν τῶν Feuerbach καὶ Marx, ὅπως θὰ δοῦμε ἡ πορεία

πρὸς μιὰ τελικὴ ἱστορικὴ ἔννοια, ἕνα ὑποκείμενο τοῦ παντὸς ἐγκαταλείπεται

γιὰ χάρη μιᾶς ἐνσυνείδητα αἰσθητικῆς αὐτομηδενιστικῆς καὶ αὐτοκριτικῆς

αὐτοθέσπισης.

διαφωτιστικῆς κριτικῆς ὡς διαλεκτικῆς τῆς ἴδιας τῆς μυθο-

λογίας καὶ δογματικῆς σκέψης πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς ἐπιβίω-

σης καὶ πρὸς τὴν νεωτερικὴ ἐποχή. Τὰ αὐτοπεριοριστικά-αὐ -

τοκαταστροφικὰ στοιχεῖα τοῦ ἐργαλειακοῦ λογικοῦ καὶ ἀ ξια-

κοῦ λόγου δὲν ὑπερβαίνονται μὲ τὴν ὑπέρβαση ἁπλῶς τῶν

θρησκευτικῶν-μεταφυσικῶν ἰδεολογιῶν καὶ κοσμολογιῶν,

πα ρὰ συνεχίζονται ἀκόμη πιὸ ἔντονα ἴσως καὶ στὴν θριαμ-

βευτικὴ νίκη τοῦ λόγου στὴν νεώτερη ἐποχή. Καινούργια ὑ -

ποκείμενα καὶ ἀξίες ἁπλῶς παίρνουν τὶς θέσεις τῶν παλαιῶν

στὴν συνεχῆ διαμάχη περὶ τὴν ἐξουσιαστικότητα καὶ ἰσχύ. Ὁ

Nietzsche μιλᾶ γιὰ τὸν ἱερατικὸ χαρακτήρα τοῦ ἴδιου τοῦ λό-

γου καὶ τῆς φιλοσοφίας ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἱστορικὴ ὑπέρβα-

ση τῆς θρησκείας. «Ὁ φιλόσοφος ὡς περαιτέρω ἐξέλιξη τοῦ ἱε -

ρατικοῦ τύπου: - φέρει τὴν κληρονομιά του στὸ σῶμα - εἶναι

ἀναγκασμένος, ἀκριβῶς ὡς ἀντίπαλος, νὰ ἀ γωνίζεται γιὰ τὸ

ἴδιο μὲ τὰ ἴδια μέσα ὅπως ὁ ἱερέας τῆς ἐπο χῆς του ἀποσκοπεῖ

πρὸς τὴν ὑψηλότερη αὐθεντία»53. Ὁ φιλόσοφος εἶναι ἡ νέα

ἱερατικὴ κορυφαία μορφὴ τῆς ἐποχῆς του στὸ σύστημα τῶν

ἀξιῶν καὶ τῆς ἐξουσίας της. «Ὁ νέος φιλόσοφος μπορεῖ νὰ

ἐμφανιστεῖ μόνο σὲ σύνδεση μὲ μιὰ ἐξουσιάζουσα κάστα ὡς ἡ

ἀνώτατη πνευματοποίησή της. Ἡ μεγάλη πολιτική, διοίκηση

τοῦ κόσμου κοντά. Πλήρης ἔλλειψη ἀρχῶν πρὸς αὐτό»54. Ἡ

διάθεση τῶν φιλοσόφων γιὰ ἐξουσία γίνεται φανερὴ ἤδη ἀπὸ

τὸν Πλάτωνα, ἀφοῦ ἡ πρώτη ἐπιστήμη55 πρέπει νὰ διοικεῖ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 91

53. Fr. Nietzsche, Werke in sechs Bänden, K. Schlecht (hsg), München-

Wien 1980, Bd Ι, σ. 702. «Der Philosoph als Weiter - Entwicklung des prie-

sterlichen Typus: - hat dessen Erbschaft im Leibe; - ist, selbst noch als Riva-

le, genötigt, um dasselbe mit denselben Mitteln zu ringen wie der Priester sei-

ner Zeit - er aspiriert zur höchsten Autorität».

54. Ὅ.ἀ., σ. 447. «Der neue Philosoph kann nur in Verbindung mit einer

herrschenden Kaste entstehen, als deren höchste Vergeistigung. Die große Po-

litik, Erdregierung in der Nähe, vollständiger Mangel an Prinzipien dafür».

55. Ἕνα χωρίο ἀπὸ τὸν Nietzsche πάλι: «Was gibt Autorität, wenn man

nicht die physische Macht in den Händen hat (keine Heere keine Waffen über -

haupt …)? Wie gewinnt namentlich die Autorität über die welche die phy sische

πάντα, ἀφοῦ οἱ ἐκπρόσωποί της θεωροῦνται φορεῖς κανονιστι -

κῶν καὶ ἀποδείξιμων λογικῶν-γνωστικῶν καὶ ἀξιακῶν ἰδεῶν

ἀφενός, ἀλλὰ καὶ προοδευτικῆς διαφωτιστικῆς καὶ κριτικῆς

νοοτροπίας ἀφ’ ἑτέρου ἔτσι ὥστε νὰ ἡγοῦνται τῆς κοινωνίας

καὶ δὴ ὄχι σπάνια ὅταν τίθενται κατὰ μιὰ μακιαβελικὴ ἔννοια

στὴ διάθεση τῶν δομῶν τῆς ἐξουσίας. Ἡ πραγματικότητα καὶ

ἡ ἔννοια τοῦ λόγου, τοῦ φιλελευθερισμοῦ καὶ τῆς ἀστικῆς συ-

νείδησης ὑπάρχουν στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία πολὺ πρὶν56 ἀπὸ τὸ

χρονικὸ σημεῖο ποὺ τὶς τοποθετεῖ ἡ ἱστορικὴ ἄποψη δηλαδὴ

πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς μεσαιω νικῆς φεουδαρχίας. Ἡ ἴδια

ἡ ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας εἶναι μυθολογική-δογματι-

κή, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀξίωση περιφρούρησης καὶ ἀπόδειξη τοῦ ἑαυ-

τοῦ της κριτικὴ καὶ διαλεκτική-αὐτοκριτική, ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸν

πρωτόγονο ἄνθρωπο στὸν Πλάτωνα καὶ τελικὰ στὸ Νίτσε,

στὸν πλήρως αὐτοκριτικὸ καὶ τραγικὸ λόγο.

Ἡ διαλεκτικὴ γιὰ τὸ συγκεκριμένο ὑποκείμενο στὴν κορυ -

φὴ τῆς λογικῆς καὶ ἀξιακῆς κυριαρχίας καὶ θεμελίωσης τοῦ

ὅλου γίνεται πλέον μὲ ὅρους διαλεκτικῆς καὶ κριτικῆς ἐντὸς

ἑνὸς εὐρύτερου πλαισίου τῆς συγκεκριμένης θεμελίωσης καὶ

ὀντοποίησης. Ἡ ἴδια ἡ διαλεκτικὴ καὶ διαφωτιστικὴ κριτικὴ

συμπλέκεται μὲ τὴν μυθολογικὴ καὶ δογματικὴ σκέψη καθὼς

καὶ οἱ δύο ἀναζητοῦν διαλεκτικὰ τὸ ἀ ποδεδειγμένο ἰσχῦον

ὑποκείμενο καὶ τὴν θεμελίωση τοῦ ὅλου στὴν λογικὴ καὶ

ἀξιακή τους θέσπιση. Ἁκόμη καὶ οἱ πολιτικοϊδεολογικὲς δυ-

νάμεις οἱ ὁποῖες τείνουν στὴν παρεμπόδιση τῆς διαφώτισης

καὶ στὴν ἐπιστροφὴ μυθολογικῶν καὶ δογματικῶν μορφῶν,

τελικὰ διεκδικοῦν ἤδη διαλεκτικὰ καὶ αὐτοκριτικά-ἀποδει-

κτικὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὴν ἀξία αὐτοῦ ἐναντίον τοῦ ὁποίου

ἀγωνίζονται. Στὴν ἀντιπαράθεσή τους πρὸς τὴν ἱστορικὴ δια-

δικασία τῆς ἀπομύθευσης καὶ τῆς κριτικῆς δὲν μποροῦν παρὰ

92 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

Gewalt und die Autorität besitzen? (...) Nur indem sie den Glauben erwecken,

eine hohere stärkere Gewalt in den Händen zu haben - Gott -». Αὐτόθι.

56. Dialektik der Aufklärung, ὅ.ἀ., αὐτόθι.

νὰ προσχωρήσουν διαλεκτικὰ καὶ αὐτοκριτικὰ σ’ αὐτὴ τὴν

ἴδια τὴν ἱστορικὴ διαδικασία μὲ τὴν διαλεκτικὴ ἀξίωση γιὰ

τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ ἴδιου εὐρύτερου πλαισίου, τὸ ὁποῖο ἐπιθυ-

μοῦν κατὰ τὸ δικό τους τρόπο νὰ θεμελιώσουν καὶ νὰ ἑρμη-

νεύσουν. Τόσο ἡ μυθολογικὴ ὅσο καὶ ἡ κριτικὴ σκέψη ἀφ’ ἑνὸς

συνυπάρχουν ἀφ’ ἑτέρου κινοῦνται ἀκρι βῶς ἐντὸς ἑνὸς εὐρυ-

τέρου πεδίου διαλεκτικῆς ἀντιπαράθεσης, τοῦ Εἶναι, τῆς φύ-

σης, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἀποτελοῦν ἁπλὲς διαλεκτικὲς μορφές

του καὶ αὐτοῦ τοῦ πράγματος ὀφείλουν νὰ ἔχουν συνείδηση. Ἡ

συνείδηση αὐτοῦ τοῦ πράγματος εἶναι αὐτὸ ἴσως τὸ χαρακτη-

ριστικὸ ποὺ διαχωρίζει τὴν κυρίως δογματική-μυθολογικὴ

σκέψη ἀπὸ τὴν κυρίως κριτική. Ὅπως θὰ δοῦμε τελικὰ κα-

θαρὰ κριτικὴ σκέψη εἶναι ἡ ἐνσυνείδητα αὐ τοκριτική, τραγικὴ

καὶ αὐτομηδενιστική. Μέχρι τότε μυθολογι κές-δογματικὲς

καὶ κριτικὲς δυνάμεις συμπλέκονται καὶ συνυπάρχουν. «Ἁκό-

μη καὶ στὴν πιὸ μακρινὴ ἐποχή (sc. ἡ ἀν τικριτική, ἀντιδρα-

στικὴ σκέψη) εἶναι ἀναγκασμένη νὰ ἀναγνωρίσει τὴν διαφω-

τιστικὴ σκέψη. Ἁκριβῶς ἡ πιὸ παλιά της ἀπήχηση ἀπειλεῖ

τὴν ἄσχημη συνήθεια τῶν τωρινῶν ἀρ χέγονων, νὰ ἀπελευθε-

ρώσουν ἐκ νέου ξανὰ τὴν ὅλη ἱστορικὴ διαδικασία, τὴν ὁποία

εἶχαν σκοπὸ νὰ ἀποπνίξουν, ἐν ὅσῳ αὐ τοὶ ἀσυνείδητα ἐξ ἴσου

αὐτὴν ἀποπερατώνουν»57.

Αὐτὴ ἡ ἄποψη τῶν δημιουργῶν τῆς «Διαλεκτικῆς τοῦ Δια-

φωτισμοῦ» γιὰ τὴν συμπλοκὴ δογματικῆς καὶ κριτικῆς σκέ-

ψης ὡς ἐσωτερικῆς διαλεκτικῆς τῆς ἀξιακῆς καὶ λογικῆς θε-

μελίωσης καὶ ὀντοποίησης τοῦ ὑπαρκτοῦ κατὰ τὴν ἐλ λει-

πτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας βρίσκει στὰ ὁμηρικὰ ἔπη τὴν πιὸ

πρώιμη εἰκόνα αὐτῆς τῆς διαλεκτικῆς ἑνότητας μεταξὺ μυ-

θικῶν στατικῶν καὶ διαφωτιστικῶν-δυναμικῶν στοιχείων.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 93

57. Dialektik der Aufklärung, ὅ.ἀ., 668-69. «Νοch in der entlegensten

Ferne ist sie gezwungen aufgeklärtes Denken anzuerkennen. Gerade seine

älteste Spur droht dem schlechten Gewissen der heutigen Archaiker, den gan-

zen Prozeß noch einmal zu entbinden, den zu ersticken sie sich vorgenommen

haben, während sie bewußtlos zugleich ihn vollstrecken».

Στὰ ὁμηρικὰ ἔπη συμπλέκονται ὁ μύθος, ὡς φυσικὸ πλαίσιο

δεδομένων μορφῶν ποὺ διεκδικοῦν τὴν στατικότητα ἐν ὅσῳ

ὅμως κινοῦνται διαλεκτικὰ καὶ τελολογικὰ πρὸς μιὰ διαφωτι-

στικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ διαδικασία καθὼς ἀνάμεσα στὸ μυθικὸ

καὶ φυσικὸ αὐτὸ πλαίσιο πρωτογόνων καὶ φυσικῶν θεοτήτων

ὁρισμένες διεκδικοῦν ὡς ὑποκείμενα τὴν θεότητα καὶ τὴν φύ-

ση. Στὰ ὁμηρικὰ ἔπη ἡ συμπλοκὴ περιεχομένου-μορφῆς εἶναι

χαρακτηριστικὴ ὡς μύθος-φύση καὶ διήγηση-διαφωτισμὸς

καὶ παρουσιάζει τὸ βασικὸ μοτίβο τῆς ἐσωτερικῆς διαλεκτι -

κῆς τοῦ μύθου καὶ τῆς διαφώτισης. «Κανένα ἔργο δὲν θέτει

τόσο εὔγλωττο παράδειγμα τῆς συμπλοκῆς μύθου καὶ διαφω-

τισμοῦ ὅπως τὸ ὁμηρικό, τὸ θεμελιῶδες ἔργο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ

πολιτισμοῦ. Στὸν Ὅμηρο δὲν ἐμφανίζονται ἔπος καὶ μύθος,

μορφὴ καὶ περιεχόμενο, μόνο ἁπλῶς τὸ ἕνα ἔναντι τοῦ ἄλλου,

ὡς νὰ διαχωρίζονται. Ὁ αἰσθητικὸς δυαλισμὸς ἐκφράζει τὴν

ἱστορικοφιλοσοφικὴ τάση»58. Ἡ μυθικὴ παράδοση στὰ ἔπη ὡς

πρωτογενὲς καὶ σταθερὸ ὑλικὸ ποὺ τείνει στὴν ἐπικράτηση

ὁρισμένων μορφῶν ὑφίσταται μέσω τῆς ἐπικῆς διηγηματικῆς

μορφῆς μιὰ ἀπομυθευτικὴ ἐπεξεργασία καὶ κριτικὴ διαφώτι-

ση. «Τὸ Ἔπος, εἰδικὰ στὴν πιὸ παλιὰ διαστρωμάτωσή του δεί-

χνει νὰ εἶναι συνδεδεμένο στὸ μύθο. Οἱ περιπέτειες κατάγον-

ται ἀπὸ τὴν λαϊκὴ παράδοση. Ὅμως ἐν ὅσῳ τὸ ὁμηρικὸ πνεῦ -

μα κυριαρχεῖ στοὺς μύθους, τοὺς ὀργανώνει, ἔρχεται σὲ ἀντί-

φαση πρὸς αὐτούς»59. Πρόκειται γιὰ μιὰ μετανεωτερικὴ ἀντί-

ληψη γιὰ τὴν συμπλοκὴ τῶν ὁρίων ἀνάμεσα σὲ φιλοσοφικὰ

94 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

58. Ὅ.ἀ., σ. 69. «Kein Werk legt vom der Verschlungenheit von Auf -

klärung und Mythos beredtes Zeugnis ab als das homerische, der Grundtext

der europäischen Zivilisation. Bei Homer treten Epos und Mythos, Form und

Stoft nicht sowohl einfach auseinander, als daß sie sich auseinandersetzen. Der

ästhetische Dualismus bezeugt die geschichtsphilosophische Tendenz».

59. Ὅ.ἀ., σ. 67. «Das Epos zeigt, zumal in seiner ältesten Schicht, an den

Mythos sich gebunden; die Abenteuer stammen aus der völkischen Überliefe-

rung. Aber indem der homerische Geist der Mythen sich bemächtigt, sie >or-

ganisiert<, tritt in Widerspruch zu ihnen».

κείμενα μὲ τὸ αἴτημα τῆς ἀλήθειας καὶ σὲ αἰσθητικά-γραμ-

ματολογικὰ κείμενα μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία ὄχι τῆς ἀ λήθειας

ἀλλὰ ἁπλῶς τοῦ αἰσθητικοῦ φαντάσματος (Schein) ἴσως καὶ

ἄνευ πρωτοτύπου. Ἁντίθετα ὁ Hebermas60 ὑπερασπίζεται τὸ

πρόκριμα φιλοσοφικῶν κειμένων ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἐρώτημα τῆς

ἀλήθειας. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀκριβῶς τὸ ὑποκείμενο ἀ -

ναδεικνύεται ἀκριβῶς διὰ μέσου τῆς διαλεκτικῆς του ὑπερβα-

τικοποίησης δι’ ὅλων τῶν ἀντιφατικῶν καὶ ἀντιμαχομένων

ὑποκειμένων, ἀναδεικνύεται τελικὰ ἕνα αὐτοκριτικὸ καὶ αὐ -

τομηδενιζόμενο ὑποκείμενο ποὺ εἶναι μύθος καὶ κείμενο καὶ

ἐπειδὴ τὸ γνωρίζει μπορεῖ καὶ διαφεύγει τῆς μυθολογίας καὶ

δογματικῆς σκέψης. Βέβαια ἡ κριτικότητά του αὐτὴ ὅπως

εἴδαμε καὶ στὸν Heidegger παραμένει μιὰ κενὴ περιεχομένου

ἀρνητικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ λειτουργία, ἀποθέωση τῆς ἰδέας

τῆς ὀρθότητας καὶ ἀπόδειξης, στὴν ὁποία τὸ μηδὲν εἶναι μέ-

τρο, κίνητρο, ἐνδιάμεση στιγμὴ μεταξὺ ἐνσυνείδητα πλέον μυ-

θικῶν περιεχομένων ὡς ἁπλῶν κειμενικῶν μορφῶν. Περιεχό-

μενο τοῦ ὑποκειμένου εἶναι ἡ κενὴ περιεχομένου αὐ τοκριτικὴ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 95

60. Ἕνας ριζικὸς Kontextualismus διαδέχεται τὴν μεταφυσικὴ σκέψη εἰ -

δικὰ μὲ τὴν ἀναλυτικὴ φιλοσοφία τοῦ γαλλικοῦ Poststrukturalismus. Ὡς ἐγὼ

καὶ ὑποκείμενο παραμένει ὅμως αὐτὴ ἡ ἀρνητικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ λειτουρ-

γία αἰσθητικῆς-λογικῆς θέσπισης καὶ κριτικῆς τῶν κειμενικῶν μορφῶν, ἡ

ἀπελευθέρωση τοῦ ὑποκειμένου ἀπὸ τὸ περιεχόμενό του, τὸ τέλος τῆς ἀρνη-

τικότητας τοῦ ἑαυτοῦ του. Δὲν πρόκειται οὔτε γιὰ ἐξαφάνιση τοῦ ὑποκειμέ-

νου καὶ τῶν ἐνδοκοσμικῶν σχέσεών του, παρὰ γιὰ τὸ πλήρως αὐτοκριτικὸ

πέρας τῆς ἴδιας τῆς ὀντοποιητικῆς καὶ ὑποκειμενικοποιητικῆς λειτουργίας

τοῦ Ρεαλισμοῦ καὶ τῆς μεταφυσικῆς ποὺ ἀναζητοῦσαν μιὰ τελικὴ ὑποκειμε-

νικὴ ἀπόδειξη τοῦ ὑπαρκτοῦ ἀφαιρώντας τὴν δεδομένη ὑπαρκτότητα. Ὁ Ha-

bermas βλέπει στὴν ἀπουσία μιᾶς τέτοιας ἔστω κριτικῆς ὑπερβατολογικῆς

ὑποκειμενικότητας τὴν κατάργηση τοῦ πραγματικοῦ: «Ohne dieses Bezugs-

system wird aber die Unterscheidung zwischen Realitätsebenen, zwischen Fi-

ktion und Wirklichkeit, zwischen Alltagspraxis und außeralltäglicher Erfah-

rung, zwischen entsprechenden Textsorten und Gattungen unmöglich, ja sinn-

los. Das Haus des Seins wird selber in den Strudel ungerichteten Sprachstrοms

hineingerissen». J. Habermas, Nachmetaphysisches Denken, Frankfurt a.M.,

1988 σ. 247.

καὶ αὐτοθεσπιστική του δύναμη. Πάντως τὰ ἴδια τὰ μυθολο-

γικὰ καὶ δογματικὰ στοιχεῖα εἶναι διαφωτιστικὰ ἀπὸ τὴ στιγ -

μὴ ποὺ ἀξιώνουν ἀλήθεια καὶ «δίδουν λόγο» διαλεκτικά-αὐτο-

κριτικὰ γιὰ αὐτή τους τὴν ἀξίωση. Ἡ πανουργία τοῦ λόγου τὰ

ὁδηγεῖ ἀναγκαστικὰ σὲ αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη κατὰ τὴν ἐλ -

λειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας. Ἡ δογματικὴ καὶ μυθολογικὴ

σκέψη γίνεται αὐτοκριτικὴ ἀφοῦ ἐγείρει τὴν ἀ ξίωση γιὰ ἀλή-

θεια, τὴν ὁποία πρέπει νὰ ὑπερασπιστεῖ διαλεκτικά-αὐτοκρι-

τικά.

Αὐτὸ τὸ ἐγὼ ποὺ καταλήγει ὅμως νὰ εἶναι ἡ κενὴ περιεχο-

μένου πλήρως αὐτοκριτικὴ τραγικὴ αἰσθητικὴ δύναμη θέσπι-

σης καὶ ἀναίρεσης-ἀπόδειξης ὡς ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλή-

θειας αὐτοσυνειδητοποιεῖται καὶ αὐτοδημιουργεῖται διαλεκτι -

κὰ διὰ μέσου τοῦ μύθου καὶ τοῦ λόγου ὡς ἡ διαλεκτικὴ καὶ

αὐτοκριτικὴ καὶ τῶν δυό τους. «Ἡ περιπλάνηση ἀπὸ τὴν Τροία

στὴν Ἰθάκη εἶναι ὁ δρόμος του σωματικὰ ἔναντι τῆς δύναμης

τῆς φύσης ἀπείρως ἀδυνατότερου καὶ στὴν αὐτοσυνειδησία τὸ

πρῶτον τώρα διὰ μέσου τῶν μύθων αὐτοδιαμορφώνοντος ἑαυ-

τοῦ»61. Ὅπως ἤδη καὶ στὸ ἑγελειανὸ διαλεκτικὸ σχῆμα, κα -

θὼς θὰ δοῦμε, πρόκειται γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἑαυτοῦ εἰς τὸ

ἴδιον μετὰ ἀπὸ τὴν ἔξοδό του, περιπλάνησή του καὶ ἐκστατική,

διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ δοκιμασία του σὲ διαλεκτικές, ἀλλο-

τριωμένες, ἀντιφατικὲς τοῦ ἑαυτοῦ του μυθολογικές, δογμα-

τικὲς ἀλλὰ καὶ λογικὲς ἢ κριτικὲς μορφές. Πρόκειται γιὰ τὸ

«Νόστο» πρὸς τὴν ἴδια πατρίδα μέσω τοῦ ταξιδιοῦ, τὴν δοκι-

μασία καὶ τὴν ἀπόδειξη στὴν ξενιτιά, ἐκεῖ ποὺ τὸ ἑαυτὸ βρί-

σκει διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ τὴν ἀποδεδειγμένη ταυτότητά

του ἐλεύθερη ἀντικειμενικοῦ ἢ ὑποκειμενικοῦ περιεχομένου.

Ἡ ταυτοποίηση προϋποθέτει τὸ ταξίδι στὸ ἀλλότριο, τὴν δοκι-

μασία καὶ τὴν ἀπόδειξη τοῦ ἰδίου ἔναντι αὐτοῦ ποὺ δὲν εἶναι

96 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

61. Dialektik der Aufklärung, ὅ.ἀ.: «Die Irrfahrt von Troja nach Ithaka ist

der Weg des leibhαft gegenüber der Naturgewalt unendlich schwachen und im

Selbstbewußtsein erst sich bildenden Selbst durch die Mythen». σ. 70.

καὶ τῆς ριζικῆς ἐρώτησης, στὴν ὁποία τίθεται ἐκεῖ, τὴν ἔξοδο

καὶ τὴ δοκιμασία σὲ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση μὲ στόχο τὴν ἀπόδει-

ξη, ἀκόμη καὶ ἂν τὸ ταξίδι δὲν ὁλοκληρώνεται62 σὲ κάποια Ἰ -

θάκη καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται πλάνης πρὸς τὴν πλανητικὴ

σκέψη ἀναζητώντας κατὰ Ἁξελὸ ἢ Heidegger τὸν ἑαυτό του

σὲ ἕναν ξένο πλανήτη διαφεύγοντας μακριὰ ἀπὸ τὴν γῆ καὶ

τὴν βαρύτητα ἑνὸς σταθεροῦ ὑποκειμενικοῦ ἑαυτοῦ ἢ ἀ ναμέ-

νοντας στὸν δρόμο τῆς γῆς (Holzwege), σὲ ἕναν ἀνοικτὸ χῶρο

ἐντὸς τοῦ δάσους τῆς ἀπόκρυψης, στὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ κτίσει

μιὰ οἰκία καὶ πόλη, ἕναν τόπο, ἔστω παροδικά.

Ἡ συμπλοκὴ μύθου-δογματισμοῦ καὶ λόγου-κριτικῆς εἶ -

ναι χαρακτηριστικὸ τῆς μυθολογικῆς, τῆς μεταφυσικῆς ἀλλὰ

καὶ τῆς διαφωτιστικῆς ἐποχῆς. Ἡ διαλεκτικὴ τοῦ διαφωτι-

σμοῦ ἔχει προϊστορία καὶ μεταϊστορία. Ἡ κριτικὴ αὐτὴ διαλε-

κτικὴ κίνηση ὅμως διατρέχει τὸ πᾶν πρὸς τὸ κενό; Ἡ ἴδια ὡς

αὐτοκριτικὴ δὲν πρέπει νὰ θέτει τὸ ἐρώτημα τῆς ἰδίας κριτι -

κῆς νομιμοποίησης, τῆς περιφρούρησης ἢ θέσπισης ἑνὸς πε-

ριεχομένου, ἀνθρώπινου, ἱστορικοῦ, κοινωνικοῦ; Μπορεῖ νὰ δο-

θεῖ ἕνα περιεχόμενο στὴν κριτικὴ αὐτὴ δύναμη. Ὁ Heidegger

ἀναζητεῖ ἴσως τὸ ὄντως Εἶναι μέσα στὴν ἀβυσαλλέα ὑπερβα-

τικότητα τοῦ μηδενός. Οἱ συγγραφεῖς τῆς «Διαλεκτικῆς τοῦ

Διαφωτισμοῦ» στοχεύουν πίσω ἀπὸ τὸ ὑποκείμενο τοῦ Εἶναι

καὶ τῆς ἀλήθειας πρὸς αὐτὴ τὴν πλήρως αὐτοκριτικὴ δύναμη

ὡς τελικὴ ἀποπεράτωση τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθει-

ας; Ἡ συνείδηση τοῦ μηδενισμοῦ καὶ τῆς αὐτοκριτικῆς θέτει

ἴσως τὸ ἐξωοντολογικὸ ἐρώτημα τῆς ὑπερβατικότητας, ὅπως

καὶ στὸν Heidegger, ἐντὸς τῆς ὁποίας ὑπάρχει, αὐτοκριτικά-

ρεται καὶ αὐτοθεσπίζεται ἔστω τραγικὰ ὡς αὐτὴ ἡ κενὴ κρι-

τικὴ δύναμη. Ἁκριβῶς αὐτὴ ἡ ριζικὰ ἐρωτῶσα ὑπερβατικότη-

τα ἴσως ὀνοματίζεται σ’ αὐτούς, ὅπως καὶ στὸ Nietzsche, ὡς

τὸ «μεγάλο», «φυσικό», «ἀνθρώπινο», ποὺ εἶναι ὄχι μιὰ ὀν το-

ποίηση καὶ διαλεκτικὴ ὑποκειμενικότητα, ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 97

62. Σχετικὰ ἴδε M. Frank, Die unendliche Fahrt, Frankfurt a.M., 1979.

τῆς ἀλήθειας στὸν χῶρο τῆς ἐξωοντολογικῆς ὑπερβατικότη-

τας ὡς προϋπόθεσης κάθε δεδομένου ὑπαρκτοῦ «πίσω ἀπὸ

αὐτὸν τὸν ἀλεξανδρινὸ κόσμο καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὸν νὰ τείνου-

με, καὶ τὰ πρότυπά μας μὲ θαρραλέο βλέμμα νὰ ἀναζητοῦμε

στὸν ἀρχαιοελληνικὸ κόσμο τοῦ μεγάλου, φυσικοῦ καὶ ἀνθρώ-

πινου. Ἐκεῖ ὅμως συναντοῦμε ἐπίσης τὴν πραγματικότητα

μιᾶς οὐσιώδους ἀ-ιστορικῆς παιδείας καὶ μιᾶς ἀκριβῶς γιαυ -

τὸ πολὺ περισσότερο ἀνείπωτης πλούσιας καὶ μὲ ζωὴ σφίζου-

σας παιδείας»63. «Ἑπομένως: Ἱστορία γράφει ὁ ἔμπειρος καὶ

ἀνώτερος. Ὅποιος δὲν δοκίμασε κάτι μεγαλύτερο καὶ ὑψηλό-

τερο ἀπὸ ἄλλους, δὲν θὰ μπορέσει ἐπίσης τίποτε μεγάλο καὶ

ὑψηλὸ νὰ σημασιολογήσει ἀπὸ τὸ παρελθόν. Ἡ ρήση ἀπὸ τὸ

παρελθὸν εἶναι πάντα ἕνας χρησμός: μόνο ὡς δημιουργοὶ τοῦ

μέλλοντος, ὡς γνῶστες τοῦ παρόντος θὰ τὸν κατανοήσετε»64.

Ἡ νέα μυθολογία τοῦ Nietzsche, ὁ νέος Θεὸς εἶναι ἕνας μετα-

άνθρωπος, δὲν εἶναι πιὰ κανένα θεῖο ἢ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο

98 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

63. Fr. Nietzsche, I, Vom Nutzen und Nachteilen der Historie, ὅ.ἀ., σ.

261-264. «hinter diese alexandrinische Welt zurück und unsere Vorbilder

mutigen Blicks in der altgriechischen Urwelt des Großen, Natürlichen und

Menschlichen zu suchen. Dort aber finden wir auch die Wirklichkeit einer we-

sentlich unhistorischen Bildung und einer trotzdem oder vielmehr deswegen

unsäglich reichen und lebensvollen Bildung».

64. Ὅ.ἀ., σ. 251. «Also: Geschichte schreibt der Erfahrene und Überlege-

ne. Wer nicht Einiges grösser und höher erlebt hat als Alle, wird auch nichts

Grosses und Hohes aus der Vergangenheit zu deuten wissen. Der Spruch der

Vergangenheit ist immer ein Orakelspruch: nur als Baumeister der Zukunft,

als wissende der Gegenwart werdet ihr ihn vertehen». Καὶ ὁ Habermas σχο-

λιάζει σχετικά: «Diese utopische Einstellung, die sich auf den kommenden

Gott richtet, unterscheidet Nietzsches Unternehmen vom reaktionären Ruf

>Zurück zu den Ursprüngen<. Überhaupt verliert das teleologische Denken,

das Ursprung und Ziel miteinander kontrastiert, seine Kraft. Und weil Nie-

tzsche das moderne Zeitbewußtsein nicht negiert, sondern zuspitzt, kann er die

moderne Kunst, die in ihren subjektivsten Ausdrucksformen dieses Zeitbe-

mußtsein auf die Spitze treibt, als das Medium vorstellen, in dem sich die Mo-

derne mit dem Archaischen berührt» (J. Habermas, Der philosophische Dis -

kurs der Moderne, Frankfurt a.M. 1985, σ. 108).

τοῦ ὑπαρκτοῦ, κανένα δεδομένο διαλεκτικὸ κριτικὸ ὑποκείμε-

νο παρὰ χαοτικὰ αὐτοκριτικό, κενό, τραγικὰ καὶ αἰσθητικὰ

αὐ τοθεσπιζόμενο καὶ αὐτοκαταργούμενο ὡς ἀποκορύφωμα

τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἐπαληθευόμενης διαλεκτικά-

αὐτοκριτικὰ ἀλήθειας μέχρι τὴν ἄφιξη ἀκριβῶς στὴν τραγικὴ

καὶ κενὴ αὐτὴ δύναμη θέσπισης καὶ ὀρθῆς αὐ τοκαταστροφῆς

κάθε δεδομένου θεσπιζομένου περιεχομένου. Τὸ ἐρώτημα πα-

ραμένει ὅμως ἂν ὄντως αὐτὴ ἡ ἡρωϊκὴ καὶ τραγικὴ μετα-αν-

θρώπινη αὐτοθέσπιση καὶ αὐτοκαταστροφὴ ἐρωτᾶ γιὰ τὴν

οὐσία καὶ ἔλλειψη τοῦ μηδενός, τῆς ἀναλήθειας καὶ τῆς ἐξω -

οντολογικῆς ἐρώτησης ἢ παραμένει ἐξ ἴσου διαλεκτικὰ μηδε-

νιστικὴ ὡς ἐνδιάμεση στιγμὴ καὶ ἀποθέωση τῆς πλήρως ὀρ -

θῆς αὐτοκριτικῆς μυθολογικῆς ἢ κριτικῆς σκέψης. Ὁ μηδενι-

σμός, ἡ διαφωτιστικὴ αὐτοκριτικὴ εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ

τῆς μυθολογικῆς καὶ δογματικῆς σκέψης. Ἡ μηδενιστικὴ

αὐ τοκριτικὴ σκέψη τῆς νεωτερικῆς ἐποχῆς πρέπει νὰ θέσει τὸ

ἐρώτημα τῆς εὐρύτερης ἐξωοντολογικῆς ὑπερβατικότητας,

ἐντὸς τῆς ὁποίας ἀξιώνει ὅτι ὑπάρχει τόσο τὸ μεταφυσικὸ ὑπο-

κείμενο ὅσο καὶ ἡ αὐτοκριτικὴ τοῦ κενὴ δύναμη. Ὁ μηδε-

νισμὸς δὲν ἀποτελεῖ ὑπέρβαση τῆς μεταφυσικῆς καὶ ἡ κριτικὴ

καὶ αὐτοκριτικὴ δύναμη ὡς τέλος καὶ πυρήνας τοῦ ἴδιου τοῦ

μεταφυσικοῦ ὑποκειμένου πρέπει νὰ ἐρωτήσει γιὰ τὴν ἐλλεί-

πουσα ἀλήθεια, ἔναντι τῆς ὁποίας τόσο τὸ μεταφυσικὸ ὑπο-

κείμενο ὅσο καὶ ἡ ἴδια ὡς πυρήνας τῆς ἀρνητικότητάς του

ἀξιώνουν ὅτι εἶναι διαλεκτικό-αὐτοκριτικὸ summum ens, ἰδέα,

θέληση γιὰ δύναμη κατὰ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔν νοια τῆς ἀλήθειας.

«Τί» εἶναι καὶ διεκδικεῖ ὅτι εἶναι ὡς αὐτὴ ἡ αὐτοκριτικὴ ἀρνη-

τικότητα; Ἂν δὲν μποροῦμε νὰ γυρίσουμε στὴν ἀρχαϊκὴ ἑλλη-

νικὴ ἐποχὴ μποροῦμε νὰ θέσουμε τὸ ἐρώτημα τώρα. Αὐτὸ τὸ

ἐρώτημα πρέπει νὰ τεθεῖ ἀπὸ τὴν κριτικὴ τῆς μεταφυσικῆς

καὶ τοῦ μηδενισμοῦ τόσο στὸν Heidegger ὅσο καὶ στὴν «Δια-

λεκτικὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ» ποὺ κεῖται ἐγ γὺς στὸ παράδειγμα

τοῦ Nietzshe.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 99

§7. Ἡ αὐτομηδενιστικὴ ἀπώλεια τῆς οὐσίας τοῦ ἑαυτοῦ.

Τὸ ἱστορικοσυστηματικὸ πρόγραμμα τῆς «Διαλεκτικῆς τοῦ

Διαφωτισμοῦ» ἀναδεικνύει καὶ διαγιγνώσκει τὴν διαλεκτικὴ

καὶ αὐτοκριτικὴ μορφοποίηση τοῦ αὐτοσυνείδητου ἐγὼ ἀπὸ τὴν

πρώϊμη ἱστορική του ἐποχὴ ἕως τὴν σύγχρονη καπιταλιστικὴ

κοινωνία. Ἁφικνεῖται μέχρι τὴν ἀστικὴ συνείδηση καὶ τὸν

ἀξιακὸ καὶ γνωστικό της λόγο, ἡ ὁποία ἱστορικὰ ἐμ φαντικὰ

πλέον ὁδηγεῖ στὴν καταστροφὴ τῆς φύσης καὶ στὴν αὐτοκα-

ταστροφὴ τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους. «Ἁντιλογικότητα τοῦ ὁλο-

κληρωτικοῦ καπιταλισμοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ τεχνολογία (ὀφείλει)

νὰ ἱκανοποιεῖ ἀνάγκες στὴν ἐξαντικειμενικευμένη τους μορφή,

προκαθορισμένη ἀπὸ ἐξουσία, καθιστᾶ ἀδύνατη τὴν ἱκανοποί-

ηση τῶν ἀναγκῶν καὶ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφὴ τῶν ἀνθρώ-

πων»65. Αὐτὴ ἡ λογικὴ ἔχει ὅμως τὴν πρωτότυπη μορφή της

ἤδη στὴν φιγούρα τοῦ ὁμηρικοῦ ἥρωα. Ἔτσι ἡ «Διαλεκτικὴ τοῦ

Διαφωτισμοῦ» προσπαθεῖ νὰ ἐξιχνιάσει τὴν ἱστορικοσυστημα-

τικὴ μορφοποίηση τοῦ ἀστικοῦ ὑποκειμένου τῆς λογικῆς καὶ

ἀξιακῆς μεταφυσικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς πλήρως διαλεκτικῆς καὶ

αὐτοκριτικῆς θέσπισης ἐντὸς τῆς διήγησης τῶν περιπετειῶν

τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν εἰδικὰ δὲ στὸ πρόσωπο τοῦ Ὀδυσσέα ἐπὶ τῇ

βάσει πρακτικῶν ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ κριτικὴ καὶ αὐτο-

κριτικὴ ἐπιβολὴ ἐπὶ τῆς φύσης καὶ στὰ ἀ ξιακὰ προστακτικὰ

προτάγματα χάριν τῆς ἐπιβίωσης ἑνὸς αὐτοκριτικὰ ἀποδε-

δειγμένου πλέον ἑαυτοῦ κατὰ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλή-

θειας. Πρόκειται γιὰ μιὰ διαλεκτικὴ πορεία τοῦ ἑαυτοῦ πρὸς

τὴν ἐρωτώμενη καὶ ἀποδεικτέα ταυτότητά του ἐν μέσῳ τῆς

τρομακτικῆς ἰσχύος τῆς φύσης καὶ τῆς ἱστορίας διὰ μέσου τῶν

ὁποίων βαδίζει πρὸς τὴν Ἰθάκη τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὁ ἴδιος ὁ Nie-

tzsche εἶχε διαγνώσει τὴν γένεση τοῦ ἤθους ἐπὶ τῇ βάσει τῆς

100 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

65. Dialektik der Aufklärung, ὅ.ἀ., σ. 78. «Widervernunft des totalitären

Kapitalismus, dessen Technik, Bedürfnisse zu befriedigen, in ihrer verge-

genständlichten, von Herrschaft determinierten Gestalt, die Befriedigung der

Bedürfnisse unmöglich macht und zur Ausrottung der Menschen treibt».

ἐπιβολῆς στὴν φύση καὶ τῆς διατήρησης τῆς ζωῆς τοῦ ἐ ρωτω-

μένου ἐγὼ ὡς μιὰ πορεία διαλεκτι κῆς-αὐτοκριτικῆς αὐ τοθέ-

σπισης τοῦ ἐγὼ διὰ μέσου ἀξια κῆς καὶ λογικῆς ἐργαλειακῆς

σκέψης, στὴν ὁποία τὸ ἐ γώ, τὸ Εἶ ναι του, διαμεσολαβεῖ ται

ἀκριβῶς διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ διὰ τῶν ἰδεῶν του, ὑποκειμε-

νικοποιήσεών του, ὀντοποιήσεών του, ἀποκτᾶ ἀξιακὸ καὶ λο-

γικὸ προσωπεῖο, ὑ ποκείμενο, γίνεται ὑπολογισμένο καὶ καθο-

ρίσιμο, αὐτοελέγξιμο, ἀ ποδεδειγμένο καὶ ἰσχῦον, ἐκφεύγει τῶν

χαοτικῶν δυνάμεων τῆς φύσης καὶ ἱστορίας.

Ἡ ἀστικὴ λογικὴ καὶ ἀξιακὴ αὐτοθέσπιση πραγματοποι -

εῖται ὡς καταπίεση ὁρμῶν καὶ παθῶν τῆς ψυχοσωματικῆς

φύσης τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἴδια ἀκριβῶς ἡ διατήρηση τῆς ψυχο-

σωματικῆς φύσης πρέπει νὰ γίνει διὰ μέσου ἑνὸς διαλεκτικά-

αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένου καὶ ἰσχύοντος ἐγώ, ἑνὸς ὑποκει-

μένου ποὺ περιέχει, ἀναιρεῖ καὶ καταπιέζει τὴν φύση ἀποτε-

λώντας ἀποπνευματοποιημένη ἔννοιά της, λογικοποίηση καὶ

ἀξιακὴ θέσπισή της, ἀναιρετικὴ μεταμόρφωσή της. Ἡ ἴδια ἡ

φύση διατηρεῖται τραγικὰ μόνο ἂν ὑπαχθεῖ στὴν αὐτοσυνειδη-

σία καὶ λογικὴ ἀξιακὴ αὐτοθέσπιση ἑνὸς ὑποκειμένου. «Στὸ

>Πέρα ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ κακό< (νωρίτερα ἤδη στὴν >Αὐ -

γή<) ἔδειξα ἤδη μὲ προσεκτικὰ δάκτυλα στὴν συνεχῶς αὔ ξου-

σα ἀποπνευματοποίηση καὶ >ἀποθέωση< τῆς ἀπανθρωπίας ἡ

ὁποία διήκει διὰ μέσου ὅλης τῆς ἱστορίας τοῦ ὑψηλότερου πο-

λιτισμοῦ (καί, στὴν ἐκδοχὴ μιᾶς σημαίνουσας ἄποψης, ἀ -

κριβῶς τὸν συστατικοποιεῖ)»66. Πρόκειται κατὰ τὴν νιτσεϊκὴ

ἑρμηνεία γιὰ μιὰ ἀλτρουϊστικὴ καὶ μαζοχιστικὴ αὐτοθυσια-

στικὴ νοοτροπία διὰ μέσου τῆς ὁποίας σχηματοποιεῖται καὶ

θεσπίζεται ἡ λογικὴ καὶ ἀξιακὴ σκέψη τῆς δυτικῆς μεταφυ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 101

66. Fr. Nietzsche, Zur Genealogie der Moral, KSA 5, München, 1999, σ.

301. «In >Jenseits von Gut und Böse< (früher schon in der >Morgenröthe<)

hatte ich mit vorsichtigen Finger auf die immer wachsende Vergeistigung und

>Vergöttlichung< der Grausamkeit hingezeigt, welche sich durch die ganze

Geschichte der höheren Kultur hindurchzieht (und, in einem bedeutenden

Sinne genommen, sie sogar ausmacht)».

σικῆς, τῆς ἀριστοκρατικῆς αὐτοαναφορικότητας ὡς κορυφῆς

τῆς ἀξιολόγησης, ἔτσι ὥστε τὸ ἑαυτὸ νὰ θυσιάζει τὴν πρότερη

φύση του, τὴν ἀμεσότητα τῆς φύσης του, διὰ μέσου πολιτι-

σμικῶν, κοινωνικῶν καὶ λογικῶν δομῶν ποὺ ἀξιολογοῦν αὐ -

τὴν τὴν αὐτοθυσιασμένη καὶ διαμεσολαβημένη ταυτότητα,

ὡς ἱπποτικότητα, ἀστικότητα, ἡρωϊκότητα, ἀριστοκρατικό-

τητα, στὴν κορυφὴ τῆς δομῆς καὶ διαμεσολάβησης. Ἡ ἀν -

θρώπινη φύση καὶ ἱστορία πρέπει νὰ λάβει μιὰ ὀντοποιημένη

ταυτότητα ὡς ἀξία, ἰδέα, ὑποκείμενο ἐντὸς ἑνὸς ἀξιακοῦ καὶ

λογικοῦ συστήματος, στὸ ὁποῖο μπορεῖ καὶ ἐλέγχεται, προσ-

διορίζεται καὶ σαφῶς μόνο ἔτσι νὰ συντηρεῖται καὶ νὰ ἀποδει-

κνύεται στὴ ζωὴ ἐντὸς συνθέτων ἱστορικῶν καὶ φυσικῶν συν-

θηκῶν. Τὰ ὁμηρικὰ ἔπη καὶ δὴ στὴν μορφὴ τοῦ Ὀδυσσέα πα-

ρουσιάζουν αὐτὴ τὴν γένεση τοῦ ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου ποὺ

διήκει μέχρι τὴ νεώτερη ἀστικὴ ἐποχή.

Κατὰ τὴν νιτσεϊκὴ γενεαλόγηση τῆς ἀξιακῆς καὶ λογικῆς

σκέψης τὸ ὑποκείμενο ἐμφανίζεται ἤδη πολὺ νωρὶς στὴν ἀν -

θρώπινη ἱστορία ὡς καταπίεση τῆς φύσης σὲ μιὰ ὀντοποίηση

καὶ ὑποκειμενικοποίηση, ἡ ὁποία γίνεται διαλεκτικά-αὐτο-

κτικὰ ὑπολογισμένο μέγεθος καὶ θεμέλιο τῆς ἀξιακῆς καὶ λο-

γικῆς σκέψης. «Τί προϋποθέτει ὅμως αὐτό! Πὼς πρέπει ὁ ἄν -

θρωπος, γιὰ νὰ καθίσταται κατὰ τέτοιο τρόπο ἱκανὸς νὰ δια-

χειρίζεται τὸ μέλλον, νὰ ἔχει μάθει νὰ διαχωρίζει τὸ ἀναγκαῖο

ἀπὸ τὸ τυχαῖο γίγνεσθαι, νὰ σκέπτεται αἰτιοκρατικά, τὸ μα-

κρινὸ νὰ βλέπει καὶ νὰ προκαταλαμβάνει ὡς παροντικό, τί

εἶναι στόχος, τί εἶναι μέσο γιαυτόν, νὰ προβαίνει μὲ ἀσφάλεια,

πλήρως νὰ ὑπολογίζει, νὰ μπορεῖ νὰ ὑπολογίζει πῶς πρέπει γι-

αυτὸ ὁ ἄνθρωπος ὁ ἴδιος κατ’ ἀρχὴν νὰ ἔχει γίνει ὑπολογίσι-

μος, κεκανονισμένος, ἀναγκασμένος, ἐπίσης τὸν ἴδιο του τὸν

ἑαυτὸ γιὰ τὴν δική του ἀναπαράσταση, ἔτσι ὥστε τελικά,

ὅπως κάνει ἕνας ὑποσχόμενος, νὰ μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ γιὰ τὸν

ἑαυτό του ὡς μέλλον»67. Αὐτὴ ἡ ἄποψη ὁδηγεῖ στὸν κατα-

102 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

67. Fr. Nietzsche, IV, ὅ.ἀ., σ. 800. «Was setzt aber das alles voraus! Wie

ναγκασμὸ καὶ στὴν διαλεκτική-αὐτοκριτική, μηδενιστικὴ ἀ -

φαιρετικότητα τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῆς

φύσης ἐν γένει, γιὰ τὴν ὁποία ἀναζητᾶ ἕνα ὑποκείμενο, μιὰ

θεμελιώδη, ἐννοιοδοτοῦσα καὶ ἐννοιοδοτημένη ἰδέα, ἀξία, ὀν -

τοποίηση τοῦ ὑπαρκτοῦ. Τὸ ὑποκείμενο τοῦ ὑπαρκτοῦ μηδενί-

ζει τὸ ἴδιο τὸ ὑπαρκτὸ ὡς πρότερο ἑαυτό του. «Πόσο αἷμα καὶ

σκληρότης ὑπάρχει στὰ θεμέλια ὅλων τῶν >καλῶν πραγμά-

των<»68. Αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ σχῆμα γενεαλόγησης τῆς ἀξιακῆς

καὶ λογικῆς σκέψης συνεχίζουν οἱ συγγραφεῖς τῆς «Διαλε-

κτικῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ». «Ἡ ἀνθρωπότητα ἔπρεπε νὰ κάνει

στὸν ἑαυτό της κάτι φοβερό, ὥσπου τὸ ἑαυτό, ὁ ταυτοποιημέ-

νος, στοχοποιημένος, ἀντρικὸς χαρακτήρας τοῦ ἀνθρώπου νὰ

ἔχει φτιαχθεῖ, καὶ κάτι τέτοιο ἐξ αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται ἀ -

κόμη σὲ κάθε παιδικὴ ἡλικία»69. Σ’ αὐτὴν τὴν διαδικασία

ἀποκτᾶ τὸ ἐλεύθερο ἄτομο τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα

καὶ τὰ προσωπικὰ ἰδιώματα ποὺ εἶναι ψυχοσωματικὲς βάσεις

τοῦ ἐργαλειακοῦ ἀστικοῦ λόγου μὲ τὰ ὁποῖα πλέον μπορεῖ νὰ

ἐνεργήσει καὶ νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἐλευθερία του ὡς δια-

τήρηση αὐτοῦ τοῦ διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ὑποκειμενικοποι-

ημένου ἐγώ. Ἡ ἀνάδειξη καὶ γένεση τοῦ ὑποκειμένου ἀπὸ τὴν

ἀρχαϊκὴ ἐποχὴ μέχρι τὴν σύγχρονη καπιταλιστικὴ ἀστικὴ

ἐποχὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν καταναγκαστικὴ ἄρνηση τῆς

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 103

muß der Mensch, um dermaßen über die Zukunft voraus zu verfügen, erst ge-

lernt haben, das notwendige vom zufälligen Geschehen scheiden, kausal den-

ken, das Ferne wie gegenwärtig sehen und vorwegnehmen, was Zweck ist, was

Mittel dazu ist, mit Sicherheit ansetzen, uberhaupt rechnen, berechnen konnen

- wie muß dazu der Mensch selbst berechenbar, regelmaßig, notwendig gewor-

den sein, auch sich selbst für seine eigene Vorstellung, um endlich dergestalt,

wie es ein Versprechender tut, für sich als Zukunft gutsagen zu können».

68. Ὅ.ἀ., σ. 803-804. «Wieviel Blut und Grausen ist auf dem Grunde al-

ler >guter Dinge<».

69. Dialektik der Aufklärung, ὅ.ἀ., σ. 65. «Fürchtbares hat die Menschheit

sich antun müssen, bis das Selbst, der identische, zweckgerichtete, männliche

Charakter des Menschen geschaffen war, und etwas davon wird noch in jeder

Kindheit wiederholt».

εὐρύτερης φύσης καὶ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀπὸ τὴν ἀφαιρε-

τικὴ ἄρνηση τῆς φύσης καὶ τοῦ ὑπαρκτοῦ ἐντὸς τοῦ διαλεκτι-

κά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένου ὑποκειμένου. Ἡ συμπλοκὴ

μύθου-δογματικῆς μὲ τὴν διαλεκτικὴ κριτικὴ διαφωτιστικὴ

σκέψη καὶ ἡ ὀντοποίηση καὶ ὑποκειμενικοποίηση τοῦ ὑπαρ-

κτοῦ στὴν «Διαλεκτικὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ» τῶν Horkheimer

καὶ Adorno προσομοιάζει μὲ τὴν χαϊντεγγεριανὴ διάγνωση

τοῦ μηδενισμοῦ ὡς διαλεκτικῆς τῆς μεταφυσικῆς πρὶν καὶ

μετὰ τὴν νεωτερικὴ ἐποχὴ καὶ μὲ τὴν ὀντοποιητικὴ λειτουρ-

γία τοῦ ἑκάστοτε ὑποκειμένου τοῦ Εἶναι ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα

μέχρι τὸ Hegel καὶ τὸ Nietzsche, στὴν ὁποία τὸ μηδὲν εἶναι μό-

νο μιὰ διαλεκτικὴ στιγμή, μέτρο διόρθωσης τῆς ἐλλειπτι κῆς

ἔννοιας τῆς ἀλήθειας. Ὁ Νίτσε ἀποπερατώνει, μετὰ τοὺς

Χέγκελ καὶ Στίρνερ καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ τονίσουμε, τὴν συ-

νήθη ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀλή-

θειας φθάνοντας στὴν ἐλεύθερη περιεχομένου καὶ πλήρως αὐ -

τοκριτική, τραγική, αἰσθητική, κενὴ δύναμη θέσπισης καὶ

ὀρθῆς αὐτοκαταστροφῆς, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἀλήθεια εἶναι ἕνα

ἀναγκαῖο ψεῦδος γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς δύναμης. Αὐτὸ ἀ -

κριβῶς λέγει καὶ ὁ Χέγκελ στὸ τέλος τῆς Φαινομενολογίας

του μιλώντας γιὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο κάθεται στὸν θρόνο τοῦ

ἐπὶ τοῦ Γολγοθᾶ ὡς κρανίου τόπο καὶ παρατηρεῖ, ἀναμιμνή-

σκεται τὶς παρελθοῦσες μορφές, τὶς εἰκόνες τῆς γκαλερί του,

χωρὶς τὶς ὁποῖες θὰ ἦταν μόνο καὶ θὰ ζοῦσε στὴν ἀνιαρὴ ἀ -

πραξία του χωρὶς τὴν ἡρακλείτεια παιγνιώδη, ἀνένοχη καὶ ἀ -

κριβῶς τραγικὰ αὐτόχειρη δύναμή του.

Ἡ «Διαλεκτικὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ» μᾶς παρουσιάζει ἕνα

πανοῦργο (listig. List der Vernunft ἤδη στὸν Hegel ὅπως θὰ

δοῦμε) καὶ στρατηγικά-λογικὰ ὑπολογῖζον καὶ διαμεσολα-

βοῦν ὑποκείμενο, τὸ ὁποῖο γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἑαυτοῦ του

καταλήγει ἀκόμη καὶ στὴν αὐτοθυσία ἑνὸς μέρους του, ἔτσι

ὥστε ἀφαιρώντας τὶς φυσικὲς καὶ μυθολογικὲς ἀναπόδεικτες

διαστρωματώσεις του νὰ ἀρθεῖ καὶ νὰ ἀφαιρεθεῖ διαλεκτικά-

αὐτοκριτικὰ στὴν ἱκανὴ καὶ ἰσχύουσα νὰ ζήσει ἀξιακή, λο-

104 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

γικὴ καὶ ἀστικὴ λογικότητα καὶ αὐτεννοιοδότηση. Στὰ ὁμη-

ρικὰ ἔπη τοποθετεῖται ἡ λογοτεχνικὴ μυθιστορηματικὴ καὶ

ἐπικὴ ἰδεοϊστορικὴ πρώτη παρουσίαση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωπολο-

γικοῦ γίγνεσθαι ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ

κάθε ἄνθρωπο μὲ δραματικοὺς τόνους καὶ περιπετειώδεις τρό-

πους, καθὼς ἡ ἡρωϊκὴ μορφὴ τοῦ Ὀδυσσέα ὑπερβαίνει ψυχο-

σωματικὲς ἀνάγκες καὶ ἐξωτερικοὺς φυσικοὺς καὶ ἱστορικοὺς

κινδύνους σὲ μιὰ μάχη ποὺ ἡ τερατώδης δύναμη τῆς φύσης

καὶ ἱστορίας πρέπει νὰ νικηθεῖ, νὰ ὑποκειμενικοποιηθεῖ, νὰ

ἐννοιοδοτηθεῖ ἀπὸ τὴν πανουργία καὶ λογικὴ τοῦ ἐκ τῆς φύσης

αὐτῆς διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀφαιρουμένου ὑποκειμένου. Ἡ

ἐκτίμηση τοῦ ἡρωϊκοῦ καὶ πανούργου προσώπου τοῦ Ὀδυσσέα

εἶναι κοινὴ στὸ Nietzsche καὶ στοὺς Horkheimer-Adorno.

«Ἑλληνικὸ ἰδεῶδες. Τί θαυμάζουν οἱ ἕλληνες στὸν Ὀδυσσέα;

Προπαντὸς τὴν ἱκανότητα πρὸς τὸ ψεῦδος καὶ στὴν πανούρ-

γα καὶ φοβερὴ ἐπανανταπόδοση. Τὸ νὰ εἶναι ἄξιος στὶς κατα-

στάσεις. Ἂν χρειάζεται νὰ φαίνεται πιὸ ἀριστοκρατικὸς ἀπὸ

τὸν πιὸ ἀριστοκρατικό. Νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ κάποιος

θέλει. Τὴν γεμάτη ἡρωϊσμὸ κυριαρχία. Ὅλα τὰ μέσα νὰ θέτει

ὡς προστάγματα. Νὰ ἔχει πνεῦμα»70. Αὐτὴ ἡ πανουργία τοῦ

Ὀδυσσέα ποὺ ἀφαιρεῖ τὴν πραγματικότητα, τὴν φύση, τὴν

ὑπαρκτότητα καὶ στὴ θέση της τοποθετεῖ ἰδέες, ἀξίες, πράγ-

ματα, ἔννοιες παρελκυστικὲς καὶ ἀφαιρετικὲς ἀπὸ τὴν πραγ-

ματικότητα, ποὺ ἀφαιρεῖ κάτι ἐννοιοδοτώντας το ἀλλοῦ ὅμως,

μπορεῖ νὰ ξεγελάσει τὴν φύση καὶ τοὺς Θεούς, νὰ ἀφαιρέσει

τὴν πραγματικότητα πρὸς τὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ὀντο-

ποίηση καὶ ἐννοιοποίηση. «Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες θυσιαστικὲς

πράξεις, μὲ ὑπολογισμὸ γινόμενες, ἀπατοῦν τὸν Θεὸ γιὰ τὸν

ὁποῖο προσφέρονται. Προϋποθέτουν αὐτὸν στὴν προτεραιότητα

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 105

70. Fr. Nietzsche II, ὅ.ἀ., σ. 1191. «Griechisches Ideal - Was bewundern

die Griechen an Odysseus? Vor allem die Fähigkeit zur Lüge und zur listigen

und furchtbaren Wiedervergeltung; den Umständen gewachsen sein; wenn es

gilt, edler erscheinen als der edelste; sein können, was man will; heldenhafte

Beharrlichkeit; sich alle Mittel zu Gebote stellen; Geist haben».

τῶν ἀνθρωπίνων σκοπῶν, διαλύουν τὴν δύναμή του, καὶ ἡ

ἀπάτη αὐτοῦ ἀφικνεῖται χωρὶς διακοπὴ σ’ αὐτόν, τὸν ὁποῖο οἱ

μὴ πιστεύοντες ἱερεῖς περαιώνουν στὴν πιστεύουσα κοινότη-

τα. Ἡ πανουργία ἐκπηγάζει στὴν λατρεία. Ὁ Ὀδυσσέας ἐνερ-

γεῖ ὡς θύμα καὶ ἱερέας ταυτόχρονα»71. Ὁ Ὀδυσσέας εἶναι θύ-

της-ἱερεὺς καὶ θύμα τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό

του μέρος τῆς φύσης του γιὰ νὰ ἐπιβιώσει ὁ ἑαυτός του ὡς

ἀφηρημένη διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ταυτότητα. Τὸ ὑποκεί-

μενο ὡς ἀπόδειξη καὶ ὀντοποίηση τοῦ ὑπαρκτοῦ, ὅπως εἴδαμε

καὶ στὸν Heidegger, ἀφαιρεῖ καὶ μηδενίζει συνεχῶς τὸ ὑ παρ -

κτὸ καὶ τὸ τοποθετεῖ ἐντὸς τῆς ἀπόδειξης, εἶναι πλέον ἀπόδει-

ξη. Τὸ ὑπαρκτὸ ἀποτελεῖ πλέον ἀπόδειξη ἐντὸς τοῦ ὑποκειμέ-

νου, ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὴν δεδομένη ὑπαρκτότητα, φύση ἱστορία

πολὺ δὲ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἐξωοντολογικὴ ὑπερβατικὴ ἀνοι-

κτότητα τῆς ἐρώτησης γιὰ τὸ τί εἶναι ὄντως κάτι ἐντὸς τοῦ

μηδενός. «Τὴν στιγμὴ στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τὴν συνείδηση

τοῦ ἑαυτοῦ του ὡς φύσης διαχωρίζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ὅλοι οἱ

σκοποὶ γιὰ τοὺς ὁποίους κρατᾶ τὸν ἑαυτό του στὴν ζωή, ἡ κοι-

νωνικὴ πρόοδος, ἡ αὔξηση ὅλων τῶν ὑλικῶν καὶ πνευματικῶν

δυνάμεων, ἡ συνείδηση ἡ ἴδια, μηδενίζονται, καὶ ἡ ἐνθρόνιση

τοῦ μέσου ὡς σκοποῦ, ἡ ὁποία στὸν ὕστερο καπιταλισμὸ παίρ-

νει τὸν χαρακτήρα τοῦ ἀποκεκαλυμμένου παραλογισμοῦ, εἶ -

ναι ἤδη ψηλαφητὴ στὴν ἀρχαϊκὴ ἱστορία τῆς ὑποκειμενικότη-

τας»72. Τὸ ὑποκείμενο, ἡ ὀντοποίηση, ἡ διαλεκτική-αὐτοκρι-

106 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

71. Dialektik der Aufklärung, ὅ.ἀ., σ. 74. «Alle menschlichen Opferhand-

lungen, phanmäßig betrieben, betrügen den Gott, dem sie gelten: sie unterstel-

len ihn dem Primat der menschlichen Zwecke, lösen seine Macht auf, und der

Betrug auf ihn geht bruchlos über in den, welchen die ungläubigen Priester an

der gläubigen Gemeinde vollführen. List entspringt im Kultus. Odysseus selbst

fungiert als Opfer und Priester zugleich».

72. Ὅ.ἀ., σ. 78. «In dem Augenblick, in dem der Mensch das Bemußtsein

seiner selbst als Natur sich abschneidet, werden alle die Zwecke, für die er sich

am Leben erhält, der gesellschaftliche Fortschritt, die Steigerung aller mate-

riellen und geistigen Kräfte, Ja Bewußtsein selber, nichtig, und die Inthroni-

sierung des Mittels als Zweck, die im späten Kapitalismus den Charakter des

τικὴ ἐννοιοδότηση καὶ ἀπόδειξη τοῦ ὑπαρκτοῦ εἶ ναι ἀποδει-

κτικὴ ἀφαίρεση καὶ μηδενισμὸς τοῦ ἴδιου τοῦ ὑπαρκτοῦ. Ἡ

ἰδέα, τὸ ὑποκείμενο, τὸ summum ens, αὐτὸ ποὺ ἀξιώνει ὅτι θε-

μελιώνει, φανερώνει καὶ εἶναι τὸ Εἶναι παίρνει τὴν θέση του

μηδενίζοντάς το διαλεκτικά-(αὐτο)κριτικά. Ἑξήντα χρόνια

μετὰ τὴν συγγραφὴ αὐτοῦ τοῦ κειμένου ἡ ἀντίφαση τοῦ ἀν -

θρωπίνου ὑποκειμένου πρὸς τὴν φύση του καὶ τὸν ἑαυτό του, ὁ

αὐτομηδενισμός του εἶναι προφανής. Μάλιστα ἴσως λόγω τῆς

ἀναπότρεπτης οἰκολογικῆς καταστροφῆς ποὺ τὸ αὐ τομηδενι-

στικὸ ἰδιότροπο ἐγὼ ἐπιβάλλει στὸν ἑαυτό του ὁδηγεῖται στὴ

λύση τῆς φυγῆς σὲ ἄλλους πλανῆτες κατὰ τὴν προφητεία τοῦ

Heidegger. Τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο ἔχει χάσει πλέον κάθε

περιεχομενολογικὴ ὑποκειμενικότητα καὶ αὐ τοεννοιοδοτεῖται

αἰσθητικὰ καὶ τραγικά, αὐτοσυνείδητα, αὐ τοθεσπιστικὰ καὶ

αὐτοκριτικὰ ἀφοῦ τελευταῖο ὑποκείμενο τοῦ ὑπαρκτοῦ εἶναι ἡ

ἴδια ἡ ἀρνητικότητα καὶ ἰδιοτροπία του, ἡ κενὴ περιεχομένου

αἰσθητικὴ καὶ τραγικὴ θέληση γιὰ δύναμη ποὺ θέλει ἑαυτὴν

ὡς κενότητα ἀρνητικότητα καὶ ἀφαιρετικότητα παντὸς ὑ -

παρκτοῦ, ἀπόδειξή του, κενὴ αὐτοθεσπιστικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ

δύναμη.

Αὐτὸ εἶναι ὅμως χαρακτηριστικὸ κατὰ τὶς τότε ἀνθρωπο-

λογικὲς ἔρευνες ἤδη τοῦ πρωτογόνου ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς

τοῦ τοτεμισμοῦ. Ὁ σύγχρονος ἀστικοποιημένος καὶ καπιτα-

λιστικὸς ἢ καὶ μετακαπιταλιστικὸς ἄνθρωπος διαμορφώνεται

ἤδη στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἱστορίας του. «Ἐν ὅσῳ ὁ τοτεμισμὸς

ἦταν ἤδη στὴν ἐποχή του ἰδεολογία, χαρακτήριζε παρ’ ὅλα

αὐτὰ μίαν ρεαλιστικὴ κατάσταση, ὅπου ἡ κυριαρχοῦσα λο-

γικὴ χρειαζόταν τὰ θύματα. Πρόκειται γιὰ μιὰ κατάσταση

μιᾶς ἀρχαϊκῆς ἐλλειπτικότητας ὅπου οἱ ἀνθρωποθυσίες καὶ ὁ

καννιβαλισμὸς δὲν διακρίνονται καθόλου. Τὸ ἀριθμητικὰ αὐ -

ξημένο συλλογικὸ μπορεῖ σὲ κάποια χρονικὴ στιγμὴ νὰ διατη-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 107

offenen Wahnsinns annimmt, ist schon in der Urgeschichte der Subjektivität

wahrnehmbar».

ρηθεῖ στὴν ζωὴ μόνο μέσω τῆς λήψης ἀνθρώπινης σάρκας»73.

Ἡ καννιβαλικὴ ἀνθρωποφαγία καὶ ἡ ἀνθρωποθυσία ὑπάρχουν

σὲ ἕνα στάδιο, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζεται ἤδη ἀπὸ σαφῆ στοι-

χεῖα μιᾶς λογικῆς καὶ διαφωτισμένης συμπεριφορᾶς. Ἁφ’

ἑνὸς ὁδηγοῦν στὴν ἐπιβίωση τοῦ συλλογικοῦ ὡς ἐπιβίωση τοῦ

συνόλου τῶν συγκεκριμένων ἐγὼ μὲ μερικὲς ἀπώλειες καὶ

ἀφ’ ἑτέρου ἀποτελοῦν μιὰ λογικὴ συμπεριφορὰ ὑπολογισμοῦ,

ἀφαίρεσης καὶ ἀξιακῆς θέσπισης καὶ προτίμησης ἑνὸς διαλε-

κτικοῦ-αὐτοκριτικοῦ ὑποκειμένου. Μέσω τῆς ἀνθρωποφαγί -

ας καὶ ἀνθρωποθυσίας διασώζεται τὸ ἀνθρώπινο συλλογικὸ

ὑποκείμενο. Ἡ προσφερόμενη ἀνθρωποθυσία στοὺς Θεοὺς ἐξ -

ευμενίζει τοὺς Θεοὺς καὶ τοὺς ὑποτάσσει στὶς ἐπιδιώξεις τοῦ

ἀφηρημένου καὶ μηδενισμένου μὲν πλέον ἐν μέρει, ἀλλὰ ἐπι-

ζήσαντος ἔστω ἀνθρώπινου ὑποκειμένου. «Εἶναι ἡ ἀνταλλα -

γὴ ἡ ἀπαλλοτρίωση τοῦ θύματος, ἔτσι φαίνεται αὐτὸ τὸ ἴδιο

ἤδη ὅπως καὶ τὸ μαγικὸ σχῆμα λογικῆς ἀνταλλαγῆς νὰ εἶναι

μιὰ διοργάνωση τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ ἐπικρατήσουν στοὺς

Θεούς, οἱ ὁποῖοι πέφτουν ἀκριβῶς μὲ τὸ σύστημα τῆς πρὸς

αὐτοὺς ἐπιγιγνομένης τιμῆς»74. Αὐτὴ ἡ θυσία ἑνὸς μέρος τοῦ

συλλογικοῦ γιὰ χάρη τῆς ἐπιβίωσης τοῦ ὑπολοίπου ἐπανα-

λαμβάνεται πλέον ἀπὸ κάθε ἀτομικὸ μέλος αὐτοῦ τοῦ συλλο-

γικοῦ ὑποκειμένου ὡς ρασιοναλιστικὴ πλέον ἐπανάληψη στὸ

ἐσωτερικὸ κάθε ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου αὐτοῦ ποὺ ἔγινε

ἐξωτερικὰ τοῦ ποὺ πρόκειται γιὰ ἐπανάληψη τοῦ πρωταρχι-

κοῦ γεγονότος ὡς πλέον καθολικὴ αὐτοκριτικὴ συμμετοχὴ

108 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

73. Ὅ.ἀ., σ. 76. «Während der Totemismus schon zu seiner Zeit Ideologie

war, markierte er doch einen realen Zustand, wo die herrschende Vernunft der

Opfer bedurfte. Es ist ein Zustand archaischen Mangels, in dem Menschenop-

fer und Kannibalismus kaum sich scheiden lassen. Das numerische angewach-

sene Kollektiv kann zuzeiten sich am Leben erhalten nur durch den Genuß von

Menschenfleisch».

74. Ὅ.ἀ., σ. 73 «Ist der Tausch die Säkularisierung des Opfers, so ersch-

eint dieses selber schon wie das magische Schema rationalen Tausches, eine

Veranstaltung der Menschen die Götter zu beherrschen, die gestürzt werden

gerade durch das System widerfahrenen Ehrung».

ὅλων τῶν ἀτομικῶν ὑποκειμένων στὸ γεγονὸς τῆς θυσίας μέ-

ρους τοῦ συλλογικοῦ ὑποκειμένου. Τὸ ἴδιο θὰ λέγαμε ὅτι συμ-

βαίνει στὴν προτεσταντικὴ Χριστολογία καὶ Ἁνάσταση τοῦ

Χριστοῦ –καὶ στὸ Hegel– σὲ κάθε πιστεῦον ὑποκείμενο τῆς

κοινότητας, στὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς πεθαίνει καὶ ἀνίσταται ὡς

ἀτομικὴ αὐτοσυνειδησία. Προσφέροντας ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ

του τὸ ἀτομικὸ ὑποκείμενο ἑδραιώνει καὶ ἰσχυροποιεῖ θρη-

σκευτικά, ἐννοιολογικὰ καὶ ρασιοναλιστικά-ὑπολογιστικὰ τὸ

διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἐννοιοδοτημένο ὑποκείμενό του. Ἡ

ἐπαναλαμβανόμενη ἱερουργικὴ αὐτοθυσία ἑνὸς μέρους τῆς

φύσης τοῦ ἑαυτοῦ ἐννοιοδοτεῖ καὶ ἀφαιρεῖ τὸ ἀνθρώπινο ὑπο-

κείμενο ἀπὸ τὴν δεδομένη ὑπαρκτότητα πρὸς τὴν θεμελιωμέ-

νη καὶ ἀποδεδειγμένη κατάστασή της. «Τὸ ταυτοποιημένο

παραμένον ἑαυτό, τὸ ὁποῖο ἐκπηγάζει στὴν ὑπέρβαση τοῦ θύ-

ματος, εἶναι ὅμως ἄμεσα πάλι ἕνα στέρεο, ἀπολιθωμένα δια-

τηρούμενο τελετουργικὸ θυσίας, (ὡς) τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος,

ἐνόσω πρὸς τὴν φυσικὴ κατάσταση ἀντιπαραθέτει τὴν συνεί-

δησή του, ἱερουργεῖ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό»75. Τόσο ἡ καννιβα-

λιστικὴ ἢ ἡ τελετουργικὴ ἀνθρωποθυσία τοῦ συλλογικοῦ ὑπο-

κειμένου ὅσο καὶ ἡ θυσία μέρους τῆς φύσης ἑνὸς ἀτομικοῦ ὡς

ὑποκειμενικοποίηση, ἐννοιοδότηση καὶ ρασιοναλιστικὴ διαλε-

κτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι θυσία καὶ ἀφαί-

ρεση, ἀναίρεση τῆς φύσης καὶ τοῦ ὑπαρκτοῦ. «Ἡ κυριαρχία

τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνω στὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, ἡ ὁποία θεμε-

λιώνει τὸν ἑαυτό του, εἶναι στὴν πράξη πάντα ἡ ἐκμηδένιση

τοῦ ἑαυτοῦ γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου ἐπισυμβαίνει, γιατὶ ἡ ἐξου-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 109

75. Ὅ.ἀ., σ. 77-78. «Das identisch beherrende Selbst, das in der Überwin-

dung des Opfers entspringt, ist unmittelbar doch wieder ein hartes, steinern fe-

stgehaltenes Opferritual, das der Mensch, indem er dem Naturzusammenhang

sein Bewußtsein entgegensetzt, sich selbst zelebriert». Προσομοιάζει πρὸς τὸν

νόμο τοῦ Engels ὅπου ἔχουμε μιὰ διαλεκτικὴ ὑπέρβαση μιᾶς ποσοτικῆς κα-

τάστασης σὲ μιὰ ποιοτικὴ ὅπως ἀκριβῶς βέβαια καὶ στὴν Λογικὴ (Seinslo-

gik) τοῦ Hegel. Ἁντίθετα ὁ Gochetti δὲν βλέπει τὴν ἐσωτερικὴ θυσία ὡς ρα-

σιοναλιστική-διαφωτιστικὴ πρόοδο (ὅ.ἀ. 142).

σιασμένη, καταπιεσμένη καὶ διὰ μέσου τῆς διατήρησης τοῦ

ἑαυτοῦ διαλυμένη ὑπόσταση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ

ζωτικό, ὡς τοῦ ὁποίου λειτουργία καθορίζονται ἀποκλειστικὰ

οἱ πραγματοποιήσεις τῆς διατήρησης τοῦ ἑαυτοῦ, πραγμα-

τικὰ ἀκριβῶς αὐτό, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ διατηρηθεῖ»76. Ἡ συ-

νήθης ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας, ἡ πανουργία τῆς λο-

γικῆς σκέψης (List der Vernunft) στὸν Hegel καθὼς θὰ δοῦ -

με, παρέχει διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τοῦ ὑπαρκτοῦ

καὶ τῆς ἰσχύουσας ἰδέας, ψευδοποιεῖ ἡ ἴδια ἕνα μέρος τῆς φύ-

σης, τοῦ μύθου καὶ τῆς ἱστορίας γιὰ νὰ θεωρήσει τὸ νεώτερο

ὑποκείμενο, τὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἰδέα καὶ ἐννοιοδότη-

ση τοῦ ἀφηρημένου καὶ μηδενισθέντος ὑπαρκτοῦ ὡς ἀληθέ-

στερη καὶ ἀποδεδειγμένη. Ἁκριβῶς ἡ διαλεκτική, κριτικὴ καὶ

αὐτοκριτικὴ σκέψη, ἡ ἀπομύθευση, θεωρεῖ τὴν ἐξατομίκευση,

τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ αὐτοεποπτεία τοῦ λόγου, τὴν ἀπόδει-

ξη τοῦ ὑπαρκτοῦ ἐντὸς τῆς ἀπόδειξης ποὺ ἀφαιρεῖ τὸ ἴδιο τὸ

ὑπαρκτὸ ἀληθέστερη τοῦ ἴδιου τοῦ ὑπαρκτοῦ. «Ἡ ὡς ἐπὶ τὸ

πολὺ ἐπικαλούμενη ἀλογία τοῦ θύματος δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο

παρὰ ἡ ἔκφραση αὐτοῦ, ὅτι ἡ πράξη τῶν θυμάτων θὰ διαρ-

κοῦσε περισσότερο ἀπὸ ὅτι ἡ ἤδη ἀναληθὴς ἡ ἴδια δηλαδὴ ἡ

ἀποσπασματικὴ ἀναγκαιότης. Πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ αὐτὸν

τὸν χωρισμὸ ἀνάμεσα στὴν λογικότητα καὶ στὴν ἀλογία τοῦ

θύματος, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖ ἡ πανουργία ὡς λαβή. Ὅλη ἡ

ἀπομύθευση ἔχει τὸν χαρακτήρα τῆς μὴ ἀνασχέσιμης πρα-

κτικῆς ἐμπειρίας γιὰ τὴν ματαιότητα καὶ τὸν πλεονασμὸ τῶν

θυμάτων»77. Ἡ λογικὴ σκέψη τῆς διαμεσολάβησης, θυσίας,

110 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

76. Dialektik der Aufklärung, ὅ.ἀ., σ. 78. «Die Herrschaft des Menschen

über sich selbst, die sein Selbst begründet, ist virtuell allemal die Vernichtung

des Selbst, in dessen Diensten sie geschieht, denn die beherrschte, unter -

drückte und durch Selbsterhaltung aufgelöste Substanz ist gar nichts anderes

als das Lebendige, als dessen Funktion die Leistungen der Selbsterhaltung ein-

zig sich bestimmen, eigentlich gerade das, was erhalten werden soll».

77. Ὅ.ἀ., σ. 77. «Die viel berufene Irrationalität des Opfers ist nichts an-

deres als der Ausdruck dafür, dass die Praxis der Opfer länger währte als ih-

προσφορᾶς, ἄρνησης τῶν θυμάτων, καὶ αὐτοκριτικῆς θεμε-

λίωσης τοῦ ἀρνουμένου καὶ ἀφηρημένου, ἀκόμη καὶ ὡς ἀν -

ταλλαγή, ἀξιώνει ὅτι εἶναι ἀληθέστερη ἔναντι τοῦ μύθου καὶ

τῆς φύσης, τῶν μυθικῶν καὶ φυσικῶν θεοτήτων. Ἡ ἀπόδειξη

τοῦ ὑπαρκτοῦ εἶναι ἀληθέστερη τοῦ μύθου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ

ὑπαρκτοῦ κατὰ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας.

Ἡ ἴδια ἡ δογματικὴ καὶ μυθολογικὴ ἀλήθεια εἶναι αὐτο-

κριτική. Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια κατὰ τὴν συνήθη ἐλλειπτικὴ

ἔννοια ποὺ νὰ μὴν εἶναι αὐτοκριτική. Αὐτὴ ἡ ἄποψη εἶναι σύμ-

φωνη καὶ μὲ τὸ βασικότερο μοτίβο τῆς «Διαλεκτικῆς τοῦ Δια-

φωτισμοῦ» ὅπως εἴδαμε μέχρι τώρα. Ἁφ’ ἑνὸς ἡ ὑποκειμενι-

κοποίηση εἶναι αὐτομηδενισμὸς τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ ποὺ διή-

κει ἀπὸ τὴν ἀρχαϊκὴ ὣς τὴν σύγχρονη ἀστικὴ καὶ καπιταλι-

στικὴ ἐποχή, ἀφ’ ἑτέρου οἱ μυθολογικὲς πρακτικὲς ἀποτελοῦν

ἤδη ἕναν πρώϊμο τύπο λογικότητας καὶ τίθενται ἤδη στὰ

πλαίσια τῆς διαφωτιστικῆς διαδικασίας ποὺ στοχεύει στὴν

λογικοποίηση καὶ ἐπιβίωση τοῦ ὑπαρκτοῦ μέσω τῆς ἀφαίρε-

σής του καὶ τῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξής του. Ἡ

ἴδια ἡ διαφωτιστικὴ αὐτὴ διαλεκτικὴ καὶ λογικότητα ὡς κυ-

ριαρχία καὶ ἀξίωση ἀπόδειξης καὶ παρουσίας τοῦ Εἶναι παρα-

μένει ὅμως μυθολογική. Ἡ διαφώτιση μπορεῖ νὰ εἶναι διαφω-

τισμένη, ὁ κυρίαρχος λόγος της ὅμως, ἀκόμη καὶ ὡς κριτικὴ

δὲν παύει νὰ εἶναι ἐν μέρει μυθολογικὴ σκέψη. Ἔτσι παρου-

σιάζουν οἱ Horkheimer καὶ Adorno τὴν ἱστορία τῆς μεταφυ-

σικῆς καὶ κριτική τους τῆς μεταφυσικῆς καὶ τοῦ διαφωτι-

σμοῦ. Αὐτὸ ποὺ ἀπομένει πλέον σὲ αὐτὴν τὴν κριτικὴ τῆς δια-

φωτιστικῆς σκέψης εἶναι ἡ πλήρης αὐτοκριτικὴ ἀφαίρεση πί-

σω καὶ ἀπὸ ἕνα σταθερό, καντιανό, διαφωτισμένο ὑποκείμενο

πρὸς τὴν αὐτοσυνείδητη πλέον ἀρνητικότητα, κενότητα καὶ

αὐτομηδενιστικότητα ἑνὸς αἰσθητικοῦ τραγικοῦ κριτηρίου

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 111

re selbst schon unwahre, nämlich partikuläre Notwendigkeit. Es ist dieser Spalt

zwischen Rationalität und Irrationalität des Opfers, den die List als Griff be-

nutzt. Alle Entmythologisierung hat die Form der unaufhaltsamer Erfahrung

von der Vergeblichkeit und Überflüssigkeit von Opfern».

ποὺ θεσπίζει μὲν μορφὲς ἀλλὰ γνωρίζει ὅτι θὰ τὶς μηδενίσει, θὰ

αὐτομηδενιστεῖ τὸ ἴδιο, ὡς αἰσθητικὴ θεωρία. Ἁπομένει μόνο

ἡ ἐνσυνείδητη, αὐτοκριτικὴ καὶ αὐτομηδενιστικὴ τραγικότη-

τα ποὺ ἀρνεῖται στὸν ἑαυτό της κάθε ἀπὸ τὴν ἴδια θεμελιωμέ-

νη μορφή. Ταυτίζεται αὐτὴ ἡ ἐνσυνείδητη αἰσθητικὴ τραγικό-

της μὲ τὴν νιτσεϊκὴ ἀρχαϊκὴ καὶ ἡρωϊκὴ θέσπιση τοῦ μεγά-

λου, φυσικοῦ καὶ ἀνθρώπινου χωρὶς καμμία ἀφαίρεση σὲ μιὰν

ἰδέα καὶ ὑποκειμενικοποίηση; Εἶναι φύση αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἀρνη-

τικότης ποὺ ἐκφεύγει κάθε ὑποκειμενικοποίησης καὶ μορφο-

ποίησης, ἡ ἴδια ἡ αἰσθητικὴ καὶ αὐτομηδενιστικὴ τραγικότη-

τα τῆς κριτικῆς σκέψης; Ὁ Heidegger εἴδαμε θέλει νὰ ἀφιχθεῖ

στὴν ἴδια τὴν ἀβυσσαλέα ἀρνητικότητα καὶ ὄχι στὴν πλήρως

διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἄρνηση ἑνὸς δεδομένου ὑ παρκτοῦ ἢ

μιᾶς ἰσχύουσας ἰδέας ὡς ἀποπεράτωση τῆς μυθολογικῆς-

δογματικῆς σκέψης καὶ τῆς ἀξίωσής της γιὰ ἐλλειπτικὴ πε-

ριφρούρηση καὶ ἀπόδειξη.

Εἴδαμε τὶς δύο κύριες διαγνώσεις τοῦ μηδενισμοῦ καὶ κρι-

τικὲς τῆς μεταφυσικῆς, τὰ δύο μείζονα νεωτερικὰ παραδείγ-

ματα στὸ θέμα αὐτό, τοῦ Heidegger ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῶν Hork -

heimer καὶ Adorno ἀφ’ ἑτέρου. Τὰ παραδείγματά τους εἶναι

ἐξαιρετικὰ συγγενῆ ἔστω καὶ ἂν ἱστορικὰ ὑπῆρξε μεταξύ τους

μεγάλη συγχρονικὴ ἀπόσταση. Τὰ περιεχόμενα ὅμως μιλοῦν

ἀπὸ μόνα τους πέρα ἀπὸ δεδομένες προκαταλήψεις78. Μπορεῖ

νὰ πεῖ κάποιος, ὅτι ἐξωτερικοὶ παράγοντες ἰδεολογικὰ μορφο-

ποιημένοι καὶ στεῖροι κατόρθωσαν νὰ ἐγκλωβίσουν καὶ νὰ πα-

ρεμποδίσουν τὴν γόνιμη ἀντιπαράθεση καὶ τὸν διάλογο με-

ταξὺ δύο κορυφαίων σχολῶν τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, τῆς χαϊν-

τεγγεριανῆς σχολῆς (Heidegger, Gadamer, Pöggeler) καὶ τῆς

112 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

78. Στὶς προκαταλήψεις αὐτὲς ποὺ πλέον δὲν ἔχουν κανένα λόγο ὕπαρ-

ξης ἀπέναντι στὸ ζωντανὸ περιεχόμενο τῶν ἔργων τῶν ἴδιων τῶν φιλοσόφων

ἀναφέρεται ὁ H. Mörchen, Adorno und Heidegger. Untersuchung einer philo-

sophischen Kommunikationsverweigerung, Stuttgart 1981. Ἐπὶ τέλους πρέπει

νὰ μιλήσουν τὰ ἴδια τὰ ἔργα τους καὶ αὐτὰ ἀποτελοῦνται ἀπὸ χιλιάδες σελί-

δες, τὶς ὁποῖες κάποιος θὰ ἔπρεπε νὰ διεξέλθει μὲ ὑπομονή.

σχολῆς τῆς Φρανκφούρτης (Horkheimer, Adorno, Habermas).

Καὶ στὰ δύο αὐτὰ παραδείγματα εἴδαμε, ὅτι ὁ διαλεκτι-

κός-αὐτοκριτικὸς μηδενισμὸς ἀποτελεῖ ἐσώτερη λογικὴ καὶ

κίνηση τῆς ἴδιας τῆς μεταφυσικῆς ὅπου συνυπάρχει μυθολο-

γική-δογματικὴ καὶ διαφωτιστικὴ κριτική-λογικὴ σκέψη. Ἡ

ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ὁδηγεῖ σὲ αὐτὸ καὶ ἡ μυθικὴ

διήγηση τοῦ παραδείγματός της ἀποπερατώνεται ἀπὸ τὴν δι -

ήγηση τοῦ σπηλαίου τοῦ Πλάτωνα στὴν διήγηση τοῦ σπηλαί-

ου τοῦ Νίτσε. Ὁ μηδενισμὸς ἀποτελεῖ διαλεκτικὴ στιγμὴ ἀνά-

μεσα στὴν παρελθοῦσα καὶ στὴν ἐρχόμενη διαλεκτική-αὐτο-

κριτικὴ ἀξιακὴ καὶ λογικὴ θέσπιση. Συνεχίζεται μάλιστα ὡς

συστατικὴ διαλεκτικὴ τῆς μετανεωτερικῆς μεταφυσικῆς τοῦ

πραγματισμοῦ ἢ τῆς αἰσθητικῆς θεωρίας. Ὁ μηδενισμὸς δὲν

ἀποτελεῖ κατάργηση ἢ ὑπέρβαση τῆς μεταφυσι κῆς καὶ τῆς

ὀντοθεολογίας. Τὸ ὑποκείμενο τὸ ἴδιο ὡς ἀπόδειξη τοῦ ὑπαρ-

κτοῦ ἀποτελεῖ ἀφαίρεση καὶ αὐτομηδενισμό του. Ὁ μηδε-

νισμὸς ἀποτελεῖ τὴν ἐσώτερη διαλεκτικὴ καὶ (αὐ το)κριτικὴ

λει τουργία τοῦ παλαιότερου Ρεαλισμοῦ καὶ τῆς δογματικῆς

μεταφυσικῆς, τῆς νεωτερικῆς κριτικῆς μεταφυσικῆς ἀλλὰ

καὶ τῆς μετανεωτερικῆς πραγματιστικῆς καὶ αἰ σθη τικῆς-

αὐτο κριτικῆς σκέψης ὡς ἐνσυνείδητος αὐτομηδενισμός. Ὁ

μη δενισμὸς ὡς διαλεκτικὴ ἐνδιάμεση στιγμὴ γίνεται πλέον ὁ

πυρήνας, τὸ μέτρο διόρθωσης καὶ κίνητρο τῆς αὐτοκριτικῆς

σκέψης καὶ αἰσθητικῆς τραγικῆς θέσπισης καὶ αὐ τοκριτικῆς.

Ὁ Heidegger ὅμως προσπαθεῖ νὰ ἀφιχθεῖ στὸ ἴδιο τὸ ἀβυσσα-

λέο μηδὲν πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρνητικότητα (Verneinung). Τὸ μηδὲν

δὲν εἶναι ἁπλὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἄρ νηση τοῦ ὑπαρκτοῦ

ἢ μιᾶς ἰσχύουσας ἰδέας, ἀποθέωση τοῦ κριτηρίου ὀρθότητας

καὶ κριτήριο καὶ κίνητρο τῆς ἐλλειπτικῆς ἀπόδειξης καὶ ἔννοι-

ας τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ἔλλειψη αὐτοῦ ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ὄν -

τως ὡς ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ριζικὴ καὶ κάθε ὑπαρκτὸ καὶ ἰσχῦον

κριτήριο ὑπερβάλλουσα ἐρώτηση τοῦ ἐ ξωοντολογικοῦ χώρου,

τῆς ὑπερβατικότητας καὶ τῆς ἀναλήθειας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ

προϋπόθεση στὴν ἀξίωση ὅτι κάτι «εἶ ναι» ὡς ἀλήθεια.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 113

Εἴδαμε τί σημαίνει μηδενισμὸς στὰ δύο ἐξέχοντα ἱστορικο-

συστηματικὰ παραδείγματα τῆς διάγνωσής του. Μηδενισμὸς

δὲν εἶναι ἡ θανάτωση τοῦ Θεοῦ, τῶν ἰδεῶν καὶ ἀξιῶν ἐκ μέ-

ρους τοῦ ἀνθρώπου ὡς κριτικοῦ ὑποκειμένου. Ὅπως εἴδαμε

εἶναι κάτι εὐρύτερο πρὶν καὶ μετά, πέρα ἀπὸ αὐτὴν τὴν πράξη,

ποὺ δὲν συμβαίνει ἀπὸ κάποιο ἤδη κριτικὸ ἀνθρώπινο ὑποκεί-

μενο, παρὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν δογματικὴ καὶ μυθολογικὴ ἔν νοια

τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τραγικὴ ἀξίωσή της γιὰ ἀλήθεια κατὰ τὴν

συνήθη ἐλλειπτικὴ ἔννοιά της, γιὰ ἐπάληθευση καὶ διαλεκτι-

κή-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξή της ὡς ρεαλιστικοῦ ὑποκειμένου. Ἡ

διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ αὐτὴ κίνηση συνεχίζεται καὶ μετὰ

τὴν ἄφιξη στὸ νεωτερικὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο καὶ καταλή-

γει στὴν πλήρη ἀπίσχανσή του φθάνοντας ὣς τὴν κινητήρια

κενή, αἰσθητικὴ καὶ τραγικὴ δύναμη θέσπισης καὶ πλήρους

διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς καταστροφῆς κάθε αἰ σθητικῆς ἐ -

πί φασης, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπουσιάζει πλέον ἕνα σταθερὸ νεωτε-

ρικὸ διαφωτισμένο ὑποκείμενο. Ἡ ἐγγύτερη αὐτὴ ἄποψη γιὰ

τὸν μηδενισμὸ ἀπὸ τὶς δύο ἰσχυρότερες διαγνώσεις του ἦταν

μιὰ πρώτη ἀναγκαία διασάφηση καὶ προσέγγιση στὸ τί εἶναι

ὄντως ἡ ἐξ αὐτῶν τῶν παραδειγμάτων εἰσηγμένη καὶ πλέον

πολυχρησιμοποιημένη ἔννοια τοῦ μηδενισμοῦ. Στὸ δεύτερο μέ-

ρος θὰ διευρυνθεῖ αὐτὴ ἡ πρώτη διορθωτικὴ καὶ προσεγγιστικὴ

ἄποψη περὶ τοῦ μηδενισμοῦ ἐντὸς τοῦ Hegel πλέον καθὼς καὶ

σὲ ὁρισμένα προδρομικὰ καὶ ἑπόμενα αὐτοῦ παραδείγματα

ἔτσι ὥστε νὰ ὑπάρχει μιὰ ὁλοκληρωμένη καὶ στέρεη εἰκόνα

τοῦ μηδενισμοῦ ὡς διαλεκτικοῦ-αὐτοκριτικοῦ αὐτομηδενι-

σμοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ὅπως

αὐτὴ παριστάνεται στὴ διήγηση τοῦ σπηλαίου τοῦ Πλάτωνα

καὶ τὴν ἀποπεράτωση αὐτῆς στὴ διήγηση τοῦ Νίτσε.

114 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ἡ αὐτοαναίρεση τοῦ διαφωτισμένου ἀνθρωπίνου

ὑποκειμένου στὴν ἑγελειανὴ διαλεκτική

§8. Ἡ ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ἔναντι τοῦ μηδενός, τῆς

ἀναλήθειας καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου.

Ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας καταλή-

γει ἀπὸ τὴν δογματικὴ καὶ μυθολογικὴ μορφή της στὴν πλα-

τωνικὴ κριτικὴ ἄποψή της καὶ ἀποπερατώνεται στὴν πλήρως

αὐτοκριτική, αἰσθητικὴ καὶ τραγικὴ αὐτοσυνειδησία τοῦ He-

gel, Stirner, Nietzsche καὶ Adorno. Κάθε δεδομένη μορφὴ καὶ

ἰσχύουσα ἰδέα πρέπει νὰ ἀποδειχθεῖ διορθωτικά, διαλεκτικά-

αὐτοκριτικὰ κατὰ τὴν συνήθη ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθει-

ας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀδύνατη ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς

ἀναλήθειας ἢ γενικότερα ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ μηδενὸς καὶ τοῦ

ἐξωοντολογικοῦ χώρου, τοῦ ὁποίου ἡ ριζικὴ ἐρώτηση τῆς ὄν -

τως ἐλλείπουσας ἀλήθειας ὑπερακοντίζει κάθε δεδομένο ὑ -

παρκτὸ καὶ κριτήριο ἀλήθειας. Ἔναντι αὐτοῦ τοῦ χώρου, στὸν

ὁποῖο εἶναι ἐλλειπτική, ὀφείλει ἡ ἀλήθεια κατὰ τὴν οὐσία της

νὰ παρέχει διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἐπαλήθευση καὶ ἀπόδειξη

τοῦ δεδομένου ὑπαρκτοῦ καὶ κάθε ἰσχύουσας ἰδέας ἀφικνού-

μενη τελικὰ μετὰ τὴν πλήρη κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ ἀπί-

σχνανση καὶ κατάρρευση κάθε δεδομένης καὶ θεσπισμένης

μορφῆς καὶ ἰδέας σὲ μιὰ κενὴ αἰσθητικὴ καὶ τραγικὴ δύναμη

θέσπισης καὶ ὀρθῆς αὐτοκριτικῆς καταστροφῆς, διόρθωσης

καὶ ἀπόδειξης κάθε ἑκάστοτε θεσπισθέντος. Ὁ ἐξωοντολο-

γικὸς αὐτὸς χῶρος, καὶ ὁ χῶρος τῆς ἀναλήθειας, καὶ τὸ σὲ

αὐτὸν ἐλλεῖπον καὶ ζητούμενο ἐκλαμβάνεται ἁπλῶς ὡς διορ-

θωτικὸ ἀρνητικὸ δέον ποὺ τελικὰ ἐσωτερικοποιεῖται ὡς τὸ

ἀενάως σκοπούμενο ἀρνητικὸ καθαυτὸ τοῦ πλήρως αὐτοκρι-

τικοῦ ἑαυτοῦ, τὸ ὁποῖο ἐγκλωβίζει τὴν ἔννοια τῆς ἀλήθειας σὲ

μιὰ ἐλλειπτικότητα, κατὰ τὴν ὁποία αὐτὴ ἁπλῶς εἶναι διαλε-

κτική-αὐτοκριτικὴ δηλαδὴ διορθωτικὴ ἔναντι αὐτοῦ τοῦ ἀρ -

νητικοῦ «καθαυτὸ» χωρὶς νὰ ἀποπειρᾶται νὰ ἐρωτήσει τί εἶναι

αὐτὸ ποὺ ἐρωτᾶται καὶ ἐλλείπει ὡς ἀλήθεια στὸν ἐξωοντολο-

γικὸ χῶρο, τοῦ ὁποίου ἡ ἐρώτηση ὑπερακοντίζει καὶ προϋποτί-

θεται κάθε ὑπαρκτοῦ καὶ κάθε ἰσχύοντος κριτηρίου. Στὴ θέση

τοῦ πρότερου ὑπαρκτοῦ ἢ τῆς πρότερης ἰσχύουσας ἰδέας τίθε-

ται ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη αὐτῶν. Ἡ διαφωτι-

στικὴ κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ σκέψη εἶναι ἡ ἴδια ἔννοια τῆς

ἀλήθειας στὴν μυθολογικὴ καὶ δογματικὴ ἐκδοχή της, τῆς ἀ -

ξίωσης γιὰ περιφρούρηση καὶ ἐλλειπτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἰσχύος

της. Ἁποπερατώνει τὴν διήγηση τοῦ σπηλαίου στὸν Πλάτω-

να μὲ τὴν διήγηση γιὰ τὸ σπήλαιο τοῦ Ζαρατούστρα στὸ Νί-

τσε. Θύμα αὐτῆς τῆς διαφωτιστικῆς αὐτοκριτικῆς ἀξιακῆς

καὶ λογικῆς σκέψης εἶναι ἡ φύση γενικὰ καὶ ἡ φύση τοῦ ἴδιου

τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου. Στὴ θέση τοῦ Εἶναι, τῆς ἀλή-

θειας, τῆς φύσης, τίθεται ἡ διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδε-

δειγμένη ἀξία, ἰδέα, τὸ ὑποκείμενο, ἡ ὑπόσταση, ἡ ὕπαρξη, τὸ

πρόσωπο. Κατὰ τὴν συνήθη, «μεταπρατικὴ» καὶ στὴ νεοελ-

ληνικὴ ὀντολογία, ἔκφραση1 «τὸ πρόσωπο προηγεῖται τῆς οὐ -

σίας», ἀποτελεῖ δηλαδὴ ἐκστατική, διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

ἀναίρεσή της. Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν ἄφιξη στὴν πλήρως αὐ -

τοκριτική, αἰσθητικὴ καὶ τραγικὴ δύναμη ξεκινᾶ τὴν μετααν-

θρώπινη ἱστορία του, στὴν ὁποία θὰ θεσπίζεται ὡς αἰσθητικὸ

βιοτεχνολογικὸ μόρφωμα παιγνιωδῶς χωρὶς διαφωτιστικὸ

ἀν τικειμενικὸ ἢ νομιναλιστικὸ οὐσιακὸ ὑποκειμενικὸ πρωτό-

τυπο, ἀλλὰ καὶ θὰ αὐτοκαταστρέφεται τραγικὰ ὡς «παντο-

118 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

1. Εἴδαμε τί μπορεῖ νὰ σημαίνει αὐτὴ ἡ ἔκφραση στοὺς συγγραφεῖς τῆς

«Διαλεκτικῆς του Διαφωτισμοῦ». Ἐπίσης θὰ δοῦμε τί σημαίνει στοὺς Hegel,

Stirner, Nietzsche. Sine qua non γιὰ τὴν κατανόηση καὶ ἐννοιολόγηση τῶν

ὅρων existentia καὶ πρόσωπο θὰ ἦταν ἡ ἀνάγνωση τῆς παράδοσης τοῦ M.

Heidegger, Die Metaphysik des deutschen Idealismus, G.A. Bd. 49, Frankfurt

a.M., 1991. Μιὰ κριτικὴ τῆς νεοελληνικῆς προσωποκρατικῆς θεολογίας καὶ

ὀντολογίας ἴδε στό: Ζ. Τσικρικᾶ, Ὁ ἐξωοντολογικὸς χῶρος τῆς ἀλήθειας.

Μιὰ ἀπόπειρα μὲ ἀφορμὴ τοὺς Χέγκελ, Χάιντεγγερ καὶ Μάξιμο Ὁμολογη-

τή, Ἁρμός, Ἁθήνα 2007.

πόρος ἄπορος» ἀπὸ αὐτὴ τὴν κενή, αἰσθητικὴ καὶ πλήρως αὐ -

τοκριτικὴ δύναμή του. Αὐτὴ ὡς ἡ ἀποπεράτωση καὶ ὁ ἔσχα-

τος ἀναδεικνυόμενος πυρήνας τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς

ἀλήθειας εἶναι ἐντελῶς ἀδύναμη ἐμπρὸς στὴν ἐρώτηση τῆς

ἐλλείπουσας ἀλήθειας στὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο, καὶ στὸν

χῶρο τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ μηδενὸς συνεπῶς. Ἁναδεικνύε-

ται ἀνίσχυρη καὶ ἐλλειπτικὴ νὰ ἐρωτήσει καὶ νὰ ἀναδείξει τὴν

ἀλήθεια τοῦ ἐρωτήματος τὸ ὁποῖο ἀναλαμβάνει, δηλαδὴ τὴν

διαλεκτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ ἀλήθευση καὶ ἀπόδειξη τοῦ δεδο-

μένου ὑπαρκτοῦ ἢ τῆς ἰσχύουσας ἰδέας ἔναντι ἢ καλύτερα

ἐντὸς τῆς ἀναλήθειας, τοῦ μηδενός, γενικὰ τοῦ ἐξωοντολογι-

κοῦ χώρου ἐρώτησης τῆς ἀλήθειας κάθε ὑπαρκτοῦ καὶ ἰδέας.

Οἱ ἀποδείξεις καὶ λύσεις ποὺ προσφέρει συνεχῶς ἀφαιροῦν μη-

δενιστικὰ σὲ ὑπαρκτότητα καὶ ἰσχύουσα ἀλήθεια. Ἡ προσπά-

θειά της νὰ ἀποδείξει διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ τὸ δεδομένο ὑ -

παρκτὸ καὶ τὴν ἰσχύουσα ἑκάστοτε ἀλήθεια ἐπιστρέφει καὶ

καταρρέει συνεχῶς πρὸς τὴν κενὴ αὐτοκριτικὴ αἰσθητικὴ καὶ

τραγικὴ δύναμή της ἀφαιρώντας ὑπαρκτότητα καὶ ἰσχύουσα

ἀλήθεια.

Ἐνῶ ἔτσι ἡ ὀντολογία ἀρχίζει μὲ τὴν ἀποδεδειμένη διαλε-

κτικὰ βεβαιότητα τοῦ Εἶναι ποὺ προσφέρεται στὸ νοεῖν γιὰ

ἐπαλήθευση καὶ γνώση ἔναντι τοῦ χάους τῶν ἀντιφάσεων καὶ

τοῦ μηδενός (Ἐλεάτες), οἱ νέοι χρόνοι ἀρχίζουν μὲ τὸ ἐπίσης

διαλεκτικὰ ἀποδεδειγμένο ἐγὼ καὶ τὴν πλήρη ἀμφισβήτηση

τοῦ Εἶναι (Descartes). Ὁ Leibniz ρωτᾶ γιατί νὰ ὑπάρχει τὸ

Εἶναι καὶ ὄχι ἀντίθετα πολὺ περισσότερο τὸ μηδέν. Ἡ διαλε-

κτικὰ ἀποδεδειγμένη καὶ ἐπαληθευμένη βεβαιότητα τοῦ Εἶ -

ναι καταντᾶ πλέον νὰ γίνει ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ βεβαι-

ότητα τοῦ ἑαυτὸ σκεπτόμενου ἐγὼ καὶ ἡ πλήρης ἀμφισβήτη-

ση τοῦ μὴ ἐγωικοῦ, δηλαδὴ τοῦ μὴ αὐτοκριτικὰ καὶ στὸ τελικὸ

αὐτοορώμενο καὶ αὐτοθεμελιοῦν κριτήριο μὴ παρουσιαζόμε-

νου παρὰ ἀφηρημένου Εἶναι. Τὸ ἐγὼ εἶναι cogito me cogitare

καὶ ὄχι ἁπλὸ cogito, εἶναι δηλαδὴ αὐτοορώμενο καὶ διαυγὲς

στὸν ἑαυτό του, θεμελιώνει καὶ φωτίζει τὴν γνωρίσουσα λει-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 119

τουργία του ἀπὸ ἕνα κενὸ καὶ ἐλεύθερο ἀναπόδεικτου περιεχο-

μένου κριτήριο καὶ στὴν ἴδια τὴν διαυγῆ νοητικὴ λειτουργία

καὶ πράξη του ὡς τέτοια. Στὸ Nietzsche καὶ στὸν Stirner μά-

λιστα, ὅπως θὰ δοῦμε, συνυπάρχουν ἡ παρμενίδεια βεβαιότη-

τα τοῦ Εἶναι καὶ ὁ πλήρης μηδενισμός του. Ἡ βεβαιότητα τοῦ

Εἶναι ἀπὸ τὸ ὡς ἑαυτὸ διαυγῶς σκεπτόμενο ἐγὼ συνάγεται

μὲ τὴν διαλεκτικὴ ἀμφισβήτηση καὶ τὸν κριτικὸ μηδενισμὸ

κάθε ἄλλης δεδομένης ἀλήθειας. Ἡ ἀμφιβολία, ὁ μηδενισμὸς

καταλήγει σὲ ἕνα ἔσχατο ὑπόλειμμα θεμελίωσης καὶ βεβαι-

ότητας, στὴν ἀναπαριστῶσα κενὴ νοητικὴ δύναμη, τὸ ὁποῖο

μπορεῖ νὰ μεγενθυνθεῖ στὸ πᾶν ἀλλὰ καὶ νὰ καταρρεύσει ἐκεῖ

ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε. Ἡ ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας εἶναι

τραγικὰ συνάμα δογματικὴ καὶ πλήρως αὐτοκριτική, δημι-

ουργεῖ τὸ πᾶν, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀναιρεῖ πλήρως! Ἡ βεβαιότητα τοῦ

περιορισμένου ἀπὸ τὸ μηδὲν λόγου εἶναι ἡ βεβαιότητα τοῦ συ-

νεποῦς καὶ ἐνσυνείδητου αὐτομηδενισμοῦ ὡς μιὰ ἀναστοχα-

στική, διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ καὶ αἰσθητικὴ ἀνασύνθεση

τῆς συνείδησης ὡς συνείδησης τοῦ ὅλου Εἶναι ἐνώπιον τοῦ

ὁρίου τοῦ μηδενός, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ διαλεκτικὸ καταστατικὸ

ὅριο καὶ ἀναγκαία ἀντίφαση τῆς ἴδιας τῆς λειτουργίας του

κα τὰ τὴν συνήθη διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ λειτουργία τῆς ἀ -

λήθειας. Ἡ βεβαιότητα τοῦ Εἶναι τοῦ ἐγὼ δὲν εἶναι ἡ ἄμεση

δεδομένη βεβαιότητα τῆς παρουσίας τοῦ Εἶναι ἑνὸς ὑπαρκτοῦ

ἐγὼ ποὺ περαιτέρω σκέπτεται, παρὰ πρωταρχικὰ ἡ βεβαιότη-

τά του ὡς διαυγῶς αὐτοορώμενου ἐγώ, ὡς αὐτοσυνειδησίας,

ὡς cogito me cogitare. Τὸ ἐγὼ συνάγεται ἀπὸ τὸ κενὸ κριτή-

ριο διαυγοῦς αὐτοόρασης καὶ αὐτοθεμελίωσής του ἐλεύθερης

ἀπὸ δεδομένο ἐρωτώμενο περιεχόμενο καὶ ὄχι ἀντίστροφα. Συ-

νείδηση ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Εἶναι ὡς συμπέρασμα εἶναι ἡ παρου-

σία της στὸν ἀπὸ ἕνα κενὸ ἐποπτεῦον κριτήριο θεμελιούμενο,

συντιθέμενο καὶ διαυγῆ ἑαυτό της, ἡ αὐτοσυνειδησία καὶ ὄχι

πιὰ τὸ ἤδη παρὸν στὴ συνείδηση ἀλλὰ ἀφηρημένα δεδομένο

Εἶναι τοῦ Παρμενίδη, ἔστω καὶ ἂν καὶ στὶς δύο αὐτὲς περι-

πτώσεις τὸ πρὸς ἀπόδειξη ἵσταται ἔναντι τοῦ χάους, τοῦ μὴ

120 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

Εἶναι, τῆς ριζικῆς ἀντίφασης. Αὐτὴ ἡ αὐτοεποπτεία συμβαδί-

ζει μὲ τὴν μηδενιστικὴ ἀμφισβήτηση κάθε μὴ παρουσιαζόμε-

νης οὐσίας στὴν αὐτοεποπτευόμενη οὐσία, στὸ διαυγῶς ἀπὸ

μιὰ κενὴ δύναμη τὸ ἑαυτό του θεμελιοῦν, θεσπίζον καὶ νοοῦν

ἐγὼ δηλαδή. Πρόκειται γιὰ μιὰ κενὴ2 ἀπὸ κάθε νόημα καὶ πε-

ριεχόμενο αὐτοσυνειδησία καὶ νοητικὴ πράξη ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ

τοῦ παντός. Ἡ ὕπαρξη τοῦ Εἶναι ὅταν πρέπει νὰ ἀποδειχθεῖ,

νὰ γίνει διαυγῶς αὐτοεποπτευόμενη, δηλαδὴ στὸν χῶρο ποὺ

ἀξιώνει νὰ ἰσχύει, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ὡς ἔννοια, ἀπόδειξη, βε-

βαιότητα καὶ ἀναγκαιότητα, μηδενίζεται καὶ καταρρέει στὸν

χῶρο μιᾶς κενῆς αὐτοσυνειδησίας, ἀπόδειξης καὶ ἐποπτείας

τοῦ ἑαυτοῦ ἀπὸ μιὰ κενὴ ἀποδεικτικὴ δύναμη. Ἁπὸ ἀφηρημέ-

νη βεβαιότητα καὶ παρουσία τοῦ παντὸς ἔναντι τοῦ μὴ Εἶναι

στὸν Παρμενίδη τὸ Εἶναι γίνεται αὐτοσυνείδητη κενότητα ἀ -

ποδεικτικῆς καὶ αὐτοεποπτικὴς δύναμης. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλλει-

πτικὴ ἀπόδειξη καὶ ἔννοια τῆς ἀλήθειας.

Ἡ προσπάθεια νὰ εὑρεθεῖ ὁ λόγος τοῦ Εἶναι ἔναντι τοῦ μη-

δενὸς ἀποτυγχάνει τελικά. Τὸ μηδὲν ὡς «κατέναντι» τοῦ Εἶ -

ναι ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς στὴν ὀντολογία καὶ ὑπάρχει κατὰ τὸν ἴδιο

ἀκριβῶς τρόπο στὴ νεωτερικὴ καὶ μετανεωτερικὴ ἐποχὴ καὶ

δὲν εἶναι ἐφεύρημα ἢ κατάληξη τῶν νέων χρόνων στὸ Hegel,

τὸ Nietzsche ἢ τὸ Stirner. Ἡ ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας

ὁδηγεῖ σὲ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη ἔναντι τοῦ μη-

δενὸς καὶ τῆς ἀναλήθειας ἕλκοντας τελικὰ τὸ μηδὲν ἐγγύτε-

ρα καὶ τελικὰ ἐσωτερικοποιώντας το ὡς τέλειο διορθωτικὸ

μέτρο καὶ κίνητρο τῆς ἀπόδειξης, μὴ μπορώντας νὰ διασώσει

αὐτὸ ποὺ ἀναλαμβάνει νὰ προστατεύσει, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ ἐλλει-

πτικότητά της ποὺ ἀπαγορεύει τὴν ἐκπήγαση τῆς ἀλήθειας

ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια καὶ τὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο ἐρώτησης

εἶναι ἀνίκανη πρὸς αὐτό. Μετατρέπει μάλιστα τὸ μηδὲν καὶ

τὴν ἀρνητικότητα τῆς ἀπευκτέας ἀναλήθειας σὲ κανονιστικὸ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 121

2. Ἁριστοτέλης, Descartes καὶ M. Stirner θὰ ἦταν χαρακτηριστικοὶ ἐκ -

πρόσωποι μιᾶς τέτοιας παρουσίας στὴν κενὴ αὐτοεποπτεία.

ἀρνητικὸ ἰδεῶδες κριτικῆς διόρθωσης καὶ ἐσωτερικεύοντάς τα

ὡς τὸν ἀενάως σκοπούμενο αὐτοκριτικὸ ἑαυτό. Ἁδυνατεῖ ὅ -

μως πλήρως νὰ ἐρωτήσει τί ἐλλείπει ὄντως στὸ μηδὲν καὶ

στὴν ἀναλήθεια ἐντός του τὸ ὑπαρκτὸ καὶ κάθε ἰσχύουσα ἰδέα

ὑπερβάλλοντος ἐξωοντολογικοῦ χώρου. Ἔναντι τοῦ ἐξωοντο-

λογικοῦ χώρου, τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς ἀναλήθειας, δὲν ἐλλείπει

ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τοῦ Εἶναι ἢ τῆς αὐτοσυ-

νειδησίας, παρὰ ἡ ἐρωτώμενη ἀλήθεια, ὅπως αὐτὴ ἐρωτᾶται

καὶ ἐλλείπει ἐντὸς τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου, τοῦ μηδενὸς

καὶ τῆς ἀναλήθειας καὶ μπορεῖ νὰ ἐκπηγάσει μόνο ἀπὸ αὐτὴ

τὴν ἐρώτηση καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας

ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πλήρη αὐτοκριτικὴ καὶ μηδενιστικὴ ἀπί-

σχνανση τοῦ ὑπαρκτοῦ καὶ κάθε ἰσχύουσας ἀλήθειας. Μπο-

ροῦμε νὰ φθάσουμε στὴν ἐρωτώμενη ἐξωοντολογικὴ ἀλήθεια

ποὺ δὲν ἀντιπαρατίθεται ἁπλὰ ἀποδεικτικά, διαλεκτικά-αὐ -

τοκριτικὰ στὸ μηδέν; Τὸ ὑπαρκτὸ πλέον δὲν θὰ ἀποδεικνύεται

ἀφήνοντας μόνο τὸ φάντασμά του, τὴν σκιά, ποὺ τὸ ἴδιο ρίχνει

στὸ μηδέν, ὡς τὴν ἀπωθημένη πλευρὰ τῆς ἀπόδειξής του ἀπὸ

μόνο του. Πῶς θὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἑνοποίηση τῶν τόσο καθ’ αὐτὰ

ὅσο καὶ μεταξύ τους ἀντιφατικῶν μερῶν; Μήπως ἀπὸ τὴ δια-

φορά τους ποὺ λείπει, ποὺ ὑπάρχει μεταξύ τους, αὐτὴ ποὺ ἀρ -

νεῖται ὅτι ὑπάρχει ὁ Ἁριστοτέλης μὲ τὴν ἀρχή του τῆς ἀντί-

φασης καὶ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀποκλειομένου τρίτου ἢ μέσου; Σὲ μιὰ

ἀντίθεση ἢ ἀντίφαση ὅμως αὐτὸ ποὺ λείπει καὶ εἶναι τὸ πρω-

ταρχικὰ καὶ ὄντως ἀρνηθὲν δὲν εἶναι τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο

ἀλληλοαρνούμενα ἀντιφατικὰ μέρη ποὺ ἐρίζουν μέσω τῆς ἄρ -

νησής τους γιὰ κάτι ταυτόν, παρὰ αὐτὸ ποὺ ἐλλείπει εἶναι αὐ -

τὸ ποὺ δὲν παρουσιάζεται κὰν ὡς ὅρος σὲ μιὰ ἄρνηση ἢ ἀντί-

φαση καὶ μόνο μὲ τὴν ἀπόλυτη ἢ ἀφηρημένη ἄρνηση ἢ μὲ τὸ

ἀρνητικὸ πρόσημο (-) μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ. Στὴν ἀντίφαση

Α=/=Β δὲν λείπει τὸ Α στὸ Β καὶ τὸ ἀντίθετο, παρὰ αὐτὸ ποὺ

οὔτε τὸ Α οὔτε τὸ Β εἶναι, τὸ πρωταρχικὰ καὶ ὄντως ἐλλεῖπον,

αὐτὸ ποὺ καὶ τὰ δύο δὲν εἶναι καὶ γιαυτὸ ἐμφανίζεται ἡ συγ-

κεκριμένη ἀντιφατικὴ ἔρις μεταξύ τους, ἐσωτερικὴ καὶ ἐξω-

122 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

τερική, ὡς διαφιλονίκηση καὶ ἀξίωση τοῦ κάθε ἀντιφατικοῦ

μέρους γιὰ κατοχὴ τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἀλήθειας. Στὴν ριζικὴ

καὶ κάθε ὑπαρκτὸ καὶ κριτήριο ὑπερβάλλουσα ἐρώτηση ποὺ

δημιουργεῖται σὲ κάθε ἀβυσσαλέα ἀντίφαση ἐρωτᾶται ἡ ὄν -

τως ἐλλείπουσα ἀλήθεια ἐντὸς τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου,

τοῦ μηδενὸς ἢ τῆς ἀναλήθειας, καὶ ὄχι ἡ διαλεκτική-αὐτοκρι-

τικὴ ἀπόδειξη ἑνὸς συγκεκριμένου ἐρίζοντος μέρους τῆς ἀντί-

φασης, τοῦ δεδομένου ὑπαρκτοῦ ἢ κριτηρίου. Ἡ διαλεκτική-

αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη ἔναντι τοῦ μηδενός, τῆς ἀναλήθειας,

τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου, σύμφωνα μὲ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔν -

νοια τῆς ἀλήθειας συρρικνώνεται καὶ καταρρέει συνεχῶς ἀπὸ

τὸ πρότερο ὑπαρκτὸ καὶ κριτήριο ἀλήθειας πρὸς τὴν κενὴ αὐ -

τοκριτικὴ αἰσθητικὴ καὶ τραγικὴ δύναμη θέσπισης καὶ ὀρθῆς

αὐτοκαταστροφῆς, ἀποπερατώνεται παραστατικὰ ἀπὸ τὴν

διήγηση τοῦ σπηλαίου στὸν Πλάτωνα μέχρι τὴν διήγηση τοῦ

σπηλαίου στὸ Νίτσε. Ἕνα παράδειγμα τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοι-

ας καὶ λειτουργίας τῆς ἀλήθειας δίνει ὁ Παρμενίδης. Ἡ προ-

σπάθεια ἀπόδειξης τοῦ Εἶναι ἔναντι τῆς διαλεκτικῆς ἀντιφα-

τικῆς ὑπόθεσης τοῦ μή-Εἶναι ὁδηγεῖ στὴν διαλεκτική-αὐτο-

κριτικὴ καὶ τραγικὴ ἀποδόμησή του, στὴν ἀναίρεση καὶ ἐξάρ-

τησή του ἀπὸ τὸ ἕνα ἀκριβῶς τραγικό, διαλεκτικό-αὐτοκρι-

τικὸ κριτήριο.

§9. Ἡ ἀπόδειξη τοῦ Εἶναι ἔναντι τοῦ μή-Εἶναι στὸν Παρμενί-

δη.

Ὁ Παρμενίδης ἀρχίζει μὲ τὴν βεβαιότητα καὶ τὴν περιέ-

χουσα παρουσία τοῦ ἀφηρημένου κοσμολογικοῦ Εἶναι-παντὸς

ποὺ ὑπάρχει ὄχι ἁπλὰ λόγω τῶν αἰσθήσεων ἢ τοῦ ἐγὼ ὡς προ-

ϋπόθεση κάθε ὕπαρξης3, καθιστᾶ δυνατὸ τὸ νοεῖν καὶ προσφέ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 123

3. Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα καὶ παρουσία τοῦ Εἶναι εἶναι καὶ παρουσία τοῦ

ἀνθρώπου στὸ πᾶν. Δὲν εἶναι τόσο κοντὰ στὸ ἀφηρημένο Εἶναι τοῦ Hegel ὡς

ρεται σ’ αὐτὸ χάριν τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ συνύπαρξη Εἶναι καὶ

νοεῖν ὀφείλεται στὴν προτεραιότητα καὶ παροχὴ τοῦ Εἶναι ποὺ

καθιστᾶ δυνατὸ τὸ νοεῖν. Τὸ νοεῖν ὑπάρχει ἐργαλειακὰ θὰ λέ-

γαμε στὰ πλαίσια τοῦ Εἶναι λόγω καὶ χάριν τοῦ Εἶναι «ταὐ -

τὸν δ’ ἐστὶ νοεῖν τε καὶ οὔνεκεν ἔσται νόημα. Οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ

ἐόντος, ἐν ᾧ πεφατισμένον ἐστίν, εὑρήσεις τὸ νοεῖν» (D.K., 28

B, 8, 34-36). Τὸ νοεῖν ὅπως καὶ κάθε ὑπαρκτὸ ὀφείλεται στὸ

Εἶναι, ὡς βαθύτατη ὀντολογικὴ προϋπόθεση κάθε συγκεκρι-

μένης ὕπαρξης περίπου ὅπως καὶ τὸ ἀγαθὸ τοῦ Πλάτωνα, καὶ

τίθεται στὴν ὑπηρεσία του. Τὸ Εἶναι τείνει ἤδη στὴν ἀποδει-

κτικὴ αὐτοεπιβεβαίωσή4 του καὶ στὴν διαυγῆ ἀποδεικνύουσα

αὐτοεποπτεία του χάριν5 τῆς ὁποίας ὑπάρχει τὸ νοεῖν. Γιαυτὸ

τὸ μηδὲν ὡς «οὐκ ὂν» στὴν θέση τοῦ Εἶναι εἶναι ἕνα ἀ-νόητο

φάντασμα, μιὰ ὑπόθεση ποὺ ἀπωθεῖται ἐκτὸς τοῦ Εἶναι. Τὸ

νοεῖν ὑπάρχει μόνο στὴν πλευρὰ τοῦ Εἶναι καὶ ἕνεκα αὐτοῦ. Τὸ

μηδὲν ὡς «οὐκ ὂν» ἀποτελεῖ ὅμως παράγωγο, ἀναστοχαστικὸ

χαρακτηριστικό, ὄψη τοῦ ἴδιου τοῦ ἀποδεδειγμένου Εἶναι, ποὺ

ἀπωθεῖται ἐκτός του ὡς ἀντίθεσή του πλέον. Τὸ ἴδιο τὸ ἀποδε-

δειγμένο Εἶναι εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο δὲν πρέπει νὰ μὴν εἶναι, δὲν

εἶναι ὁτιδήποτε ἄλλο, εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ δὲν εἶναι τίποτε

124 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

τελευταῖον ὀντολογικὸ ὁρίζοντα οὔτε στὴν ἀποβλεπτικότητα ἢ ἀναφορικότη-

τα τοῦ Husserl (Intentionalität, νόημα = νόημα τινός) ὅσο στὴν ὑπερβατικό-

τητα τοῦ Heidegger ποὺ ἀντίθετα ἀπὸ τὸ Husserl ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς

ἀποβλεπτικότητας (Die Grundprobleme der Phänomenologie, G.A. Bd. 24,

Frankfurt a.M., 1975) ἢ στὸ Εἶναι- στὸν κόσμο (In-der-Welt-sein) ἢ στὴν

κοσμικότητα (Weltlichkeit) τοῦ Εἶναι καὶ Χρόνος.

4. Ἡ ἀλήθεια εἶναι στὴ βασική της ἔννοια κατὰ Heidegger ἀ-λήθεια, ποὺ

δὲν κρύπτεται καὶ δὲν ξεχνιέται, διαφυλάσσεται σὲ μιὰ μάχη κατὰ τῆς ἀπό-

κρυψης ἀλλὰ βασικότερα μπορεῖ νὰ ποῦμε ὅτι στὴ μεταφυσικὴ εἶναι αὐτοε-

πιβεβαίωση, ἐπιβολὴ τῆς προϋπόθεσής της, ἐπαλήθευση σὲ κάθε σημεῖο αὐ -

τοῦ ποὺ ὑπάρχει ἤδη καὶ ὀφείλει νὰ ὑπάρχει ὅπως εἶναι.

5. Εἶναι causa efficiens καὶ causa finalis. π.χ. στὸν Ἁριστοτέλη, στὰ Φυ-

σικὰ (195α 8-11) καὶ στὰ Μετὰ τὰ Φυσικά (1013b 9-12). Σχετικά: Πανα-

γιώτης Θανασᾶς, Ὁ πρῶτος >δεύτερος πλοῦς<, Ἡράκλειο, 1998, σ. 62 καὶ

ὑποσημείωση 104. Ἐπίσης ὑπάρχει καὶ ἡ νεώτερη μελέτη του: P. Thanassas,

Parmenides, Cosmos, and Being, Milwaukee, 2007.

ἄλλο ποὺ θὰ βρισκόταν σὲ ἀμφισβήτηση, θέτει μάλιστα καὶ

προϋποθέτει τὴν ἀντίθεσή του ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ταυτότη-

τάς του, ἀπωθεῖ τὴν διαλεκτικὴ ὑπόθεση τῆς ἀμφισβήτησής

του ἢ τῶν ἀναπόδεικτων στρωμάτων του ὡς μὴ Εἶναι, ἔτσι

ὥστε αὐτὸ νὰ μὴν εἶναι ἀφ’ ἑαυτοῦ (οὐκ ὄν) πέραν τοῦ Εἶναι

ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀπώθηση καὶ ἀποδεικτικὴ αὐτοκριτικὴ ἐπι-

βεβαίωση πέραν κάθε ἀμφισβήτησης τῆς ταυτοποίησης ἢ

ταυτότητας τοῦ Εἶναι. Τὸ νοεῖν στέκεται στὴν πλευρὰ τοῦ

Εἶναι ὡς ὄργανο ἐπαλήθευσης καὶ ταυτοποίησής του καὶ ἀ -

πωθεῖ τὸ μή-Εἶναι ὡς ἀναστοχαστικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς

ταυτότητας τοῦ Εἶναι ἐκτός του ἀπωθώντας κάθε ἀναπόδει-

κτο μέρος τοῦ Εἶναι στὸ μή-Εἶναι. Δὲν ἀμφισβητεῖται τὸ μή-

ὂν ἀλλὰ ἀντικρούεται ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ὕπαρξης τοῦ Εἶναι

ἀπὸ αὐτό, ἔτσι ὥστε ἡ ἀπόδειξη τοῦ Εἶναι νὰ ἀπωθεῖ ἁπλῶς

τὴν ἀμφισβήτηση τοῦ Εἶναι ἢ τὰ ἀναπόδεικτα μέρη του στὸ

μή-Εἶναι ἀφήνοντας τὸ διακεκριμένο μή-Εἶναι ἀνέπαφο. Δὲν

ὑπάρχει περαιτέρω ἀλήθευση τοῦ Εἶναι ἀπὸ τὸ μή-Εἶναι ὡς

χώρου ριζικῆς ἐρώτησης παρὰ ἡ ἀποδεικτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ

διασφάλιση τοῦ Εἶναι ἔναντι τοῦ διακεκριμένου ἀπὸ τὸ Εἶναι

μή-Εἶναι.

Τὰ ἀποσπάσματα DK 28, B, 8, 5-496 εἶναι χαρακτηρι-

στικὰ τῆς ταυτοποίησης τοῦ Εἶναι καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς ἄρνησης

τοῦ μή-Εἶναι. Ἁπὸ τὴν ταυτοποίηση αὐτὴ συνάγεται ἡ ἄρνη-

ση τοῦ μή-Εἶναι καὶ μάλιστα αὐτὴ ἡ ἀντίθεση παίρνει ἤδη τὴν

μορφὴ τῆς φορμαλιστικῆς, λογικῆς καὶ σημειωτικῆς, ἀφοῦ

μᾶλλον ὡς τέτοια λογικὴ γεννᾶται: «μορφὰς γὰρ κατέθεντο

δύο γνώμας ὀνομάζειν· ὧν μίαν οὐ χρεών ἐστιν –ἐν ᾧ πεπλα-

νημένοι εἰσίν– τάντια δ’ ἐκτίναντο δέμας καὶ σήματ’ ἔθεντο

χωρὶς ἀπ’ ἀλλήλων, τῇ μὲν φλογὸς αἰθέριον πῦρ, ἤπιον ὄν,

μέγ’ [ἀραιόν] ἐλαφρόν, ἑωυτῷ πάντοτε τωὐτόν, τῷ δ’ ἑτέρῳ

μὴ τωὐτόν· ἀτὰρ κἀκεῖνο κατ’ αὐτὸ τἀντία νύκτ’ ἀδαῆ, (…)»

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 125

6. «ὁμοῦ πᾶν (…) ἐπεὶ πᾶν ἐστιν ὅμοιον (…) πᾶν δ’ ἔμπλεόν ἐστιν ἐόντος

(…) ταὐτόν τε ἐν ταυτῷ τε μένον καθ’ ἑαυτό τε κεῖται».

(Β, 8, 53-59). Ἡ ταυτοποίηση ἢ ὀντοποίηση, ὅπως ἴσως θὰ

ἔλεγε ὁ Heidegger, φαίνεται στὴν ἔκφραση «ἔστι γὰρ εἶναι,

μηδὲν δ’ οὐκ ἔστι» (Β, 6, 1-2). Δηλαδὴ τὸ Εἶναι παύει νὰ εἶναι

τὸ ἀνέκφραστο βάθος τῆς ὕπαρξης ποὺ ἐρωτᾶται κυρίως στὸ

μηδὲν καὶ ποὺ θέτει τὸ νοεῖν τὸ ἴδιο σὲ μιὰ ἀδιέξοδη ὁριακὴ ἐ -

ρώτηση καὶ γίνεται κατηγοριοποιήσιμο, ἐκπεφρασμένο ὑπο-

κείμενο, ὂν ἀπὸ κάποια ἄποψη7. Αὐτὴ ἡ ὑποκειμενοποίηση, ἡ

ταυτοποίηση τοῦ Εἶναι στὴν ἀρχὴ τῆς ὀντολογίας καὶ ἡ πα-

ραγωγὴ τῆς ἄρνησής του, τὸ προτάσσει, τὸ θέτει ὡς ὑποκεί-

μενο, καὶ τὸ ἐγκλωβίζει σ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ πρέπει νὰ εἶναι

«ξυνὸν δὲ μοί ἐστιν, ὁππόθεν ἄρξομαι· τόθι γὰρ πάλιν ἴξομαι

αὖθις» (Β, 5). Ἡ διαλεκτικὴ ἐξέταση τῆς ὑπόθεσης τῆς ἀπω-

θημένης ἄρνησης ἐπιστρέφει πίσω. Δὲν ἀναιρεῖται, ἁπλῶς ἀ -

πωθοῦνται ἐντὸς τοῦ μηδενὸς τὰ ἀναπόδεικτα στρώματα τοῦ

Εἶναι. Τὸ νοεῖν εἶναι ὁ φρουρὸς τοῦ Εἶναι, κεῖται στὸ ὅριο τοῦ

Εἶναι καὶ ὄχι ἐντὸς τοῦ μή-Εἶναι καὶ ἀρνεῖται κάθε χῶρο πέ-

ραν αὐτοῦ. Ἡ ἐλλειπτικὴ ἔννοια καὶ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας

ἔχει συσταθεῖ. Ἡ μελλοντικὴ ἀπίσχανση τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἀ -

λήθειας ἔναντι τοῦ μηδενὸς ἔχει δρομολογηθεῖ.

Μποροῦμε νὰ διακρίνουμε δύο τρόπους παρουσίασης αὐτοῦ

τοῦ θέματος στὸν Παρμενίδη ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς δύο ὁδοὺς

τοῦ ποιήματός του. Ὁ ἕνας συνδέει Εἶναι καὶ νοεῖν καὶ βλέπει

τὸ οὐκ ὂν ὡς ἀνόητο (Β, 2, 5-9). Ὁ δεύτερος τρόπος στὰ Β,7

καὶ Β,8 παράγει, ὑποθέτει καὶ ἀρνεῖται8 ὅμως τὸ οὐκ ὂν ἀπὸ

126 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

7. Στὸν Μ. Heidegger τὸ Εἶναι δὲν ἀποτελεῖ αὐτὸ τὸ ἔσχατο ἀνέκφραστο

βάθος (Μυστικισμὸς τοῦ Εἶναι) ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει παραστατὸ ὡς τε-

λευταῖος ὀντολογικὸς ὁρίζοντας (Fundamentalontologie) ἀλλὰ ἀντίθετα θε-

ματοποιεῖται, τίθεται σὲ μιὰ ὁριακὴ καὶ ἐξωοντολογικὴ ἐρώτηση, κι αὐτὸ εἶ -

ναι ποὺ κάνει ὁ Heidegger.

8. Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν Παρμενίδη καὶ τὸ Ζήνωνα κατὰ τὸν Hegel

ὅπως διαπιστώνει ὁ E. Berti ἔγκειται στὸ ὅτι στὸν μὲν Παρμενίδη ἡ ἄρνηση

ἀναιρεῖται ἤδη ἀπὸ τὴ θέση ὡς ἀδύνατη στὸ δὲ Ζήνωνα τίθεται καὶ ἀποκα-

λύπτεται ἡ ἀντίφασή της ὥστε νὰ ἀρθεῖ ἡ ἴδια. Τοιουτοτρόπως ἀναιροῦνται

καὶ τὰ δύο ἀντιφατικὰ μέρη. Ἔτσι ἔχουμε τὸ πρῶτον διαλεκτική. E. Berti,

«Hegel und Parmenidis oder: Warum es bei Parmenidis noch keine Dialektik

τὴν ὁλότητα ὁριακότητα καὶ κλειστότητα τοῦ Εἶναι. Ὁ δεύ-

τερος αὐτὸς τρόπος ἀποτελεῖ διαλεκτικὴ ἀναίρεση τῆς ὑπόθε-

σης ὅτι τὸ μὴ ὂν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἐπὶ τῇ βάσει τῆς μόνης

προϋπόθεσης ὅτι τὸ Εἶναι ἀποτελεῖ κάτι ταυτοποιημένο, εἶναι

τὸ πᾶν καὶ τίποτε ἄλλο, ἡ ἄρνηση ὁποιουδήποτε ἄλλου, καὶ

ἐκφράζει σαφέστατα πὼς τὸ μὴ ὂν παράγεται ὡς ἀναστοχα-

στικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ ἴδιου τοῦ Εἶναι. Αὐτὴν τὴν ἄποψη

ἐνισχύουν καὶ τὰ εὑρισκόμενα στὴν κριτικὴ ἔκδοση DK πα-

ράλληλα σχόλια τοῦ Ἁριστοτέλη καὶ Σιμπλίκιου9. Ἐνῶ τὸ ἴδιο

τὸ Εἶναι δὲν εἶναι (τίποτε ἄλλο) ἐμφανίζεται ἡ ἄρνησή του (τὸ

ὑπὸ τοῦ Εἶναι ἀρνηθέν), τὴν ὁποία αὐτὸ προκάλεσε καὶ εἶναι,

ὡς ἀντικείμενη στὴν ταυτότητά του καὶ ἡ ταυτότητα τοῦ ὁ -

μοίως ἀντίθετη σ’ αὐτήν. Ἡ ἀρνητικότητα τοῦ ταυτοποιημέ-

νου καὶ ἀποδεδειγμένου Εἶναι, ὁ μηδενισμός, ἡ παραγωγὴ τῆς

ἄρνησης ὡς ἀναστοχαστικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Εἶναι, ἀπο-

τελεῖ παρατακτικὴ ἀντίθεση τοῦ Εἶναι μὲ τὴν ἀπωθημένη

ἄρνηση ποὺ τὸ ἴδιο εἶναι καὶ δημιουργεῖ καταρρέοντας μέσα

στὸν ἀποδεδειγμένο ἑαυτό του.

Μποροῦμε ἴσως νὰ σχηματοποιήσουμε τρία βασικὰ χαρα-

κτηριστικά. Πρῶτον, ὅτι τὸ μή-Εἶναι δὲν καταρρίπτεται καὶ

δὲν ἐξαφανίζεται καὶ δὲν θεωρεῖται ἀντίστοιχα τὸ Εἶναι ὡς ἡ

μόνη πραγματικότητα. Ἁντικρούεται μόνο ἡ ὑπόθεση τῆς

συμπλοκῆς ἢ κυριαρχίας τοῦ μή-Εἶναι ἐπὶ τοῦ Εἶναι. Ὑπάρ-

χει ὁ χῶρος τοῦ Εἶναι καὶ ὁ χῶρος τοῦ μή-Εἶναι, ὁ ὁποῖος δὲν

μπορεῖ ὅμως νὰ καταρρίψει (πρὸς τὸ παρόν) τὸ Εἶναι, δὲν ἀ -

ποτελεῖ ὑπαρκτὴ διαλεκτικὴ ὑπόθεση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ

ἔρθει σὲ συμπλοκὴ μὲ τὸ Εἶναι ἢ νὰ τὸ κυριεύσει ἐξ ὁλοκλήρου.

Μόνο τὸ Εἶναι ὡς Ἓν κυριαρχεῖ στὸν χῶρο τῆς ὕπαρξης. Τὸ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 127

gibt», in Hegel und die antike Dialektik, Frankfurt 1990, σ. 76 κ.ἑ.

9. «οὕτω γὰρ ὁριζόμενα τὸ ὅλον, οὗ μηθὲν ἄπεστιν οἷον ἄνθρωπον ὅλον ἢ

κιβωτόν, ὥστε δὲ τὸ καθ’ ἕκαστον οὕτω καὶ τὸ κυρίως οἷον τὸ ὅλον οὗ μηδέν

ἐστιν ἔξω, οὗ δ’ ἔστιν ἀπουσία ἔξω, οὐ πᾶν ὅτι ἂν ἄπηι». Ἁριστοτέλους, Φυ-

σικά, Γ6. 207 α9. Ὁ Σιμπλίκιος παραθέτει τὴν γνώμη τοῦ Θεόφραστου: «>Τὸ

παρὰ τὸ ὂν οὐκ ὄν, τὸ οὐκ ὂν οὐδέν, ἓν ἄρα τὸ ὄν<», Φυσικά, 115, 11.

μή-Εἶναι εἶναι μὲν πραγματικότητα ἀλλὰ πραγματικότητα

ἀνυπαρξίας ἔναντι τοῦ ἀποδεδειγμένου ὑπαρκτοῦ Εἶναι. Δεύ-

τερον, τὸ μή-Εἶναι ἀποτελεῖ ἀναστοχαστικὸ χαρακτηριστικὸ

καὶ προϋπόθεση τοῦ ἴδιου τοῦ Εἶναι καθὼς αὐτὸ ἀπωθεῖ τὴν

ἀμφισβητούμενη ἐκδοχή του ἐκτὸς τῆς ἀποδεδειγμένης ὕπαρ-

ξής του καὶ αὐτοπεριορίζεται διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἐντὸς

τῆς ἀποδεδειγμένης καὶ συνεχῶς ἀποδεικτέας ὕπαρξής του.

Τρίτον, τὸ Εἶναι δὲν ἀληθεύει ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ μή-Εἶναι καὶ

τὴν ριζικὴ ἐρώτηση στὴν ὁποία τίθεται ἐκεῖ. Ἡ διαλεκτικὴ

ἰσοβαρὴς ὑπόθεση τοῦ μή-Εἶναι πρὸς τὸ Εἶναι σὲ ἕνα κοινὸ

χῶρο συμπλοκῆς ἢ κυριαρχίας ἐπὶ τοῦ Εἶναι ἀντικρούεται ἀπὸ

τὴν ἀποδεδειγμένη ὕπαρξη τοῦ Εἶναι καὶ ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία

τοῦ μή-Εἶναι ἔναντι τοῦ Εἶναι.

Στὸν διάλογο «Παρμενίδης ἢ περὶ ἰδεῶν» τοῦ Πλάτωνα γί-

νεται περαιτέρω σαφὴς αὐτὴ ἡ ἄρνηση ὡς ἀναστοχαστικὸ

χαρακτηριστικὸ ἢ μᾶλλον ὡς οὐσία τοῦ Εἶναι, ποὺ τὸ κάνει νὰ

εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι. Ἄρνηση δηλαδὴ ἔναντι τῶν ἄλλων ὡς

ταυτότητα μὲ τὸν ἑαυτό του. Εἶναι καὶ μή-Εἶναι, μηδέν, συν-

δέονται σὲ ἕνα κύκλο ἀτελείωτο ἀφοῦ τὸ μή-Εἶναι ἀποτελεῖ

ἀπώθηση τοῦ Εἶναι καθὼς καταρρέει μέσα στὸν ἑαυτό του:

«(…) ὥσπερ τὸ ὂν τὸ μὴ ὂν ἔχειν μὴ εἶναι, ἵνα τελέως αὖ

[εἶναι] ᾖ·»10. Ἡ ἴδια ἡ ἀπώθηση καὶ ἀρνητικότητα τοῦ Εἶναι

ἀπωθεῖται καὶ στρέφεται πιὰ δῆθεν ὡς ἐξωτερικὴ ἄρνηση

ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐνῶ τὸ ἴδιο ἐκ τῶν προτέρων τὴν δη-

μιουργεῖ, τὴν ἀπωθεῖ, τὴν προϋποθέτει καὶ τὴν διαμεσολαβεῖ

ἀρνητικά, τὸ ἴδιο δὲν εἶναι (κάτι ἀμφισβητούμενο, ἀκαθόριστο

καὶ ἀπὸ τὸ μηδὲν διαφιλονικούμενο) γιὰ νὰ εἶναι (ἀποδεδειγ-

μένο καὶ ταυτισμένο). Τὸ Εἶναι ὡς ἀπόδειξη καὶ ἰδιοτροπία

ἐντὸς αὐτῆς ἀπωθεῖ στὸ μηδὲν αὐτὸ ποὺ δὲν πρέπει νὰ εἶναι,

εἶναι δηλαδὴ ἀρνητικὴ διαμεσολάβηση τοῦ μηδενός, τοῦ ἄλ -

λου, τὸ ὁποῖο ὡς ἐξ αὐτοῦ παραχθὲν ἀντιφατικὸ τοῦ ἑαυτοῦ

του, τὸ χρειάζεται, τὸ παράγει ἀπωθητικὰ γιὰ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο

128 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

10. 162 α.

ἀποδεδειγμένο ἐντὸς τῆς θεμελιώμενης ἰδιοτροπίας του. Φαί-

νεται, ὅτι βασικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς διαφορᾶς, ἀντίθεσης

καὶ ἀντίφασης εἶναι αὐτὴ ἡ ἀπώθηση καὶ ἀρνητικὴ προϋπόθε-

ση καὶ διαμεσολάβηση τοῦ ἄλλου ἀρνητικοῦ καὶ ἡ κατάρρευ-

ση τοῦ Εἶναι ἐντὸς τῆς ἀποδεδειγμένης ἰδιοτροπίας του, ἡ ὁ -

ποία ἔτσι εἶναι πολὺ δύσκολο ἂν ὄχι παντελῶς ἀδύνατο νὰ γε-

φυρωθεῖ πρὸς τὸ ἄλλο ἀντιφατικὸ μέρος.

Ὁ Πλάτων καὶ ὁ Σωκράτης πιστεύουν ὅμως σ’ αὐτὴ τὴν

ἑνοποίηση μὲ τὴ βοήθεια τῆς διαλεκτικῆς τους, τῆς κοινωνίας

τῶν καθ’ αὑτὰ ὑπαρχόντων «γενῶν», τῶν εἰδῶν, μεταξύ τους

σὲ μιὰ σχετικὴ ὁμοιότητα καὶ διαφορά. «(…) αὐτὸ καθ’ αὑτὸ

εἶδός τι ὁμοιότητος, καὶ τῷ τοιούτῳ αὖ ἄλλο τί ἐναντίον, ὅ

ἐστιν ἀνόμοιον·»11. Ἡ ἑνότης καὶ διαφορὰ ἀποδίδεται σὲ ἀνώ-

τερο λόγο, γένος, εἶδος, ἰδέα, ποὺ διέπει τὴν ὁμοιότητα καὶ ἀν -

ομοιότητα ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει ἄλυτη ἀντίφαση, ἀλλὰ αὐτὴ

νὰ λύνεται ὁριστικὰ σὲ ὑψηλότερο ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο ὑπάρχει

ἑνότητα ἐνῶ ἀπὸ ἄλλη ἄποψη διαφορά, ἔστω κι ἂν μπορεῖ νὰ

σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι τὸ πρόβλημα ἔτσι μετατίθεται σ’ αὐτὸ τὸ

ὑψηλότερο ἐπίπεδο (129e-130α). Φυσικὰ αὐτὸ τὸ διαπιστώνει

ὁ Παρμενίδης καὶ ρωτᾶ ἂν ὑπάρχει καθ’ αὑτὴ ἰδέα γιὰ κάθε

ξεχωριστὸ ὄν (130e-d)12. Ὁ λόγος τῆς ἐνοποίησης ἔτσι ἀφ’

ἑνὸς καταμερίζεται ἀπείρως πρὸς τὰ ὄντα κατεβαίνοντας,

ἀφ’ ἑτέρου συντίθεται ἀπείρως χωρὶς τέλος, γιατὶ τὸ πρόβλη-

μα μετατίθεται σὲ ἰδέες ἰδεῶν καὶ αὐτῶν σὲ ὑψηλότερες ἰδέες

κ.ο.κ. «Ἄλλο ἄρα εἶδος μεγέθους ἀναφανήσεται, παρ’ αὐτό τε

τὸ μέγεθος γεγονὸς καὶ τὰ μετέχοντα αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τούτοις

αὖ πᾶσιν ἕτερον, ᾧ ταῦτα πάντα μεγάλα ἔσται· καὶ οὐκέτι δὴ

ἓν ἕκαστόν σοι τῶν εἰδῶν ἔσται, ἀλλὰ ἄπειρα τὸ πλῆθος»13.

Αὐτὸ τὸ πρόβλημα τῆς ἑνοποίησης δὲν τὸ ξεπερνᾶ οὔτε ὁ

Πλάτωνας οὔτε ὁ Παρμενίδης οὔτε ὁ Hegel, γιατὶ εἶναι ἀδύ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 129

11. 128e-129α.

12. Κάτι ποὺ ἐφαρμόζει ὁ Feuerbach καὶ δείχνει ὅτι ὁ Νομιναλισμὸς εἶναι

ἐξέλιξη καὶ μετασχηματισμὸς τοῦ Ρεαλισμοῦ.

13. 132a-b.

νατο νὰ γεφυρώσει κάποιος τὴν ἀντίφαση, ἂν δὲν ἐξέλθει καὶ

ἀπὸ τὰ δύο συγκεκριμένα ἀντιφατικὰ μέρη καὶ δὲν σταθεῖ στὸ

«μέσον» τῆς ἀντίφασης ὡς ἔλλειψης τοῦ διαφεύγοντος καὶ

ὄντως ἀρνηθέντος ὡς ἐλλείπουσας ἀλήθειας ἐκ τῆς ἴδιας τῆς

ἐρώτησης καὶ ἔλλειψης ποὺ δὲν εἶναι κανένα ἀπὸ τὰ δύο συγ-

κεκριμένα ἀρνητικὰ μέρη οὔτε τὸ ἄθροισμα, ἡ σύνθεση αὐτῶν

ἢ ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ διαμεσολάβησή τους.

Ὁ Σωκράτης προσπαθεῖ νὰ βρεῖ κάποια λύση λέγοντας ὅτι

δὲν ἔχουμε ρεαλιστικὴ κοινωνία μὲ ἀπειρία εἰδῶν ἀλλὰ αὐτὴ ἡ

μέθεξη συμβαίνει στὶς ψυχὲς ὡς νόημα (132b). Ὁ Παρμενί-

δης ἀντιτείνει ὅτι θὰ ἦταν νόημα πράγματος καὶ ὄχι «νόημα

οὐδενός» (132b), μιὰ ἐλεατικὴ βασικὴ θέση ποὺ θυμίζει κάτι

ἀπὸ Husserl καὶ Heidegger14. Ὁ Σωκράτης μιλᾶ περαιτέρω

γιὰ μέθεξη ὄχι ρεαλιστικὴ σὲ ἀπειρία ἰδεῶν ἀλλὰ ὡς ἀπείκα-

ση τῶν ἰδεῶν στὰ πράγματα «(…) ἡ μέθεξις αὕτη τοῖς ἄλλοις

γίγνεσθαι τῶν ἰδεῶν οὐκ ἄλλη τὶς ἢ εἰκασθῆναι αὐτοῖς»15. Ὁ

Παρμενίδης ἀντιτείνει ὅτι καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση τῆς

σχετικῆς ἀπεικονίσεως καὶ ὄχι ρεαλιστικῆς σχετικῆς ταυτό-

τητας καὶ μέθεξης θὰ ἔχουμε ἀπειρία ἰδεῶν μέσω τῶν ὁποίων

θὰ γίνεται ἡ ἀπείκαση (132d, e-132a). Ἔτσι καταλήγει κα-

νεὶς σὲ ἀπορία «ἐάν τις ὡς εἴδη ὄντα αὐτὰ καθ’ αὑτὰ διορίζη-

ται;» (133α). Εἴδη, ἰδέες καθ’ ἑαυτὲς ποὺ ἔρχονται σὲ κοινω-

νία μὲ χωριστὰ αὐτῶν ὄντα ἀποκλείεται. Γιὰ τοὺς ἐλεάτες

Ζήνωνα καὶ Παρμενίδη τὰ ὅμοια εἶναι ὅμοια καὶ τὰ ἀνόμοια

ἀνόμοια (127e). Ἡ λύση τῆς ἑνοποίησής τους δὲν γίνεται μὲ

κάποιο τρίτο παρεμβαλλόμενο16, ἀλλὰ πρέπει ἡ ἑνότητα νὰ

ὑπάρχει ἤδη στὸ πᾶν, στὸ ὄν, στὸ Εἶναι, τοῦ ὁποίου οἱ διαφο-

ρές, τὰ μέρη, τὰ ὄντα, ἐξαφανίζονται, αἴρονται ἀρνηθέντα μέ-

σα του χάνοντας τὸ περιεχόμενο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ διαμεσο-

130 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

14. Ἁναφορικότητα στὸν Husserl καὶ Ὑπερβατικότητα τοῦ Dasein στὸν

Heidegger διαφέρουν ριζικά.

15. 132b.

16. Ὅπως καὶ ὁ Hegel καταφέρεται κατὰ τοῦ Kant ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὑπερ-

βατολογικὴ ἀναπαράσταση τοῦ ἀντικειμένου στὸ ὑποκείμενο.

λαβηθεῖ μὲ κάποιο τρίτο περιεχόμενο κ.ο.κ., δὲν κοινωνοῦνται

μὲ κάποιο μεσάζον τρίτο, παρὰ θεμελιώνονται καὶ ἀποδει-

κνύονται ὡς ἑνωμένα ἀπὸ μιὰ κενὴ ἀρχὴ ποὺ αἰτιολογεῖ τὴν

ὁμοιότητα καὶ τὴν διαφορά. Τὸ Εἶναι θεμελιώνεται σὲ μιὰ

κενὴ καὶ βουλητικὴ ἀρχὴ δικαιολόγησής του ποὺ δὲν ὑπάγε-

ται πλέον ἐκ νέου κυκλικὰ σὲ ἄλλη οὐσία. Ὅμως καὶ στὸν

Πλάτωνα σὲ αὐτὸ τὸν ἐγκλωβισμὸ σὲ πορεία ἀπείρων ἰδεῶν

τὸ τέλος κάπως ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἔρθει ὡς ἐπιστροφὴ σὲ κάποια

ἀρχικὴ ἑνότητα μὲ ἄρνηση καὶ ἐξαφάνιση τοῦ προτελευταίου

μέρους, ἢ ἔστω μὲ κάποιο τελευταῖο εἶδος (τὸ ἀγαθό) ποὺ

ἐνεργητικὰ καὶ ἐκτὸς κάθε περιεχομένου παρέχει, καθιστᾶ

δυνατὸ καὶ τὸ ἀντιφατικὸ ἀκόμη, καὶ τὸ περιέχει βουλητικὰ

καὶ ὄχι πιὰ ἀναλογικὰ σὲ μιὰ τρίτη διαμεσολαβοῦσα ἑνότητα

οὐσίας. Ἔκτοτε ἡ θεοδικία αὐτὴ τοῦ Εἶναι ἢ τοῦ Θεοῦ ἔναντι

τοῦ διακεκριμένου καὶ ἀντιφατικοῦ ὄντος, τῆς ἀναλήθειας,

τοῦ μηδενός, τῆς ριζικῆς ἐρώτησης, ἀποτελεῖ πρόβλημα ποὺ

λύνεται μὲ τὴν αὐτοκριτική-διαλεκτικὴ κίνηση τοῦ Ἑνὸς

πρὸς τὴν ἀντίφασή του ὡς χώρου δοκιμασίας του καὶ ἐπαλή-

θευσής του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πίσω ὄχι στὸν πρότερο ἑαυτό του

παρὰ στὸν διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ διορθωμένο καὶ ἀποδεδει -

γμένο μὲ ἕναν ἀνώτερο ἀποδεικτικὸ λόγο καὶ τῶν δύο προη -

γουμένων ἀντιφατικῶν μερῶν. Τὸ Ἕν, τὸ Εἶναι εἶναι τὰ πολ-

λά, τὰ ὄντα εἶναι αὐτὸ τὸ Ἐν καὶ πᾶν ποὺ ἐξέρχεται, γίνεται,

εἶναι πολλά, ἀλλὰ τελικὰ δὲν εἶναι, τὰ ἀρνεῖται καὶ ἐπιστρέφει

στὸν ἐσώτερο ἑαυτό του ὡς λόγο διαλεκτικῆς κριτικῆς ἀλλὰ

καὶ αὐτοκριτικῆς δικαιολόγησης καὶ ἀπόδειξης τοῦ πρότερου

ἑαυτοῦ στὴν θέση τοῦ ἄλλου. Ἡ διαλεκτικὴ ὑπόθεση17 τοῦ

ἀντιφατικοῦ ἄλλου εἶναι οὐσία καὶ κίνηση τῆς διαλεκτικῆς

(135-136). Τὸ Ἓν καὶ Εἶναι εἶναι ὁ ἑαυτός του καὶ τὰ ἄλλα.

«ᾞ μὲν ἄρα τὸ ἓν ὅλον, ἐν ἄλλῳ ἐστίν· ἢ δὲ τὰ πάντα μέρη

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 131

17. Ὑπόθεση στὴ διαλεκτικὴ εἶναι οὐσιαστικὸ χαρακτηριστικὸ ἀπὸ τὸν

Παρμενίδη καὶ Πλάτωνα καὶ τὸν Πλωτίνο μέχρι τὸ Descartes, τὰ μαθημα-

τικά. Ἡ ὑπόθεση εἶναι βέβαια ἀντίφαση, ἀναγκαία ὑπόθεση τοῦ ἄλλου.

ὄντα τυγχάνει, αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ καὶ οὕτω τὸ ἓν ἀνάγκη αὐτό τε

ἐν ἑαυτῷ εἶναι καὶ ἐν ἐτέρῳ» (145e). «Ἁνάγκη ἄρα τὸ ἕν,

αὐτό τε ἐν ἑαυτῷ ἀεὶ ὂν καὶ ἐν ἐτέρῳ, ἀεὶ κινεῖσθαί τε καὶ

ἑστᾶναι» (146α). Τὸ ἓν καὶ Εἶναι εἶναι αὐτὴ ἡ κίνηση, κατὰ

τὴν ὁποία εἶναι τὰ ἄλλα καὶ δὲν εἶναι, παρὰ εἶναι ὁ βαθύτερος

διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένος ἑαυτός του, τὰ ἄλλα

εἶναι μόνο ὁ ἑαυτός του, τὰ ἀρνεῖται, τὰ ἰδιοποιεῖται ἐντός του

αὐτοκριτικὰ ὅμως, εἶναι διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ μονή, ἔξο-

δος καὶ ἐπιστροφή, ἀπὸ τὸν Παρμενίδη μέχρι τὸ Nietzsche καὶ

περαιτέρω. Τὸ ἓν καὶ Εἶναι ὡς ἑνότητα καὶ ἐπαληθευόμενη

ταυτότητα αὐτοῦ ποὺ ὑπάρχει παραμένει στὸν ἀέναο διονυ-

σιακὸ κύκλο τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἄρνησής του, τοῦ μηδενός, κα-

ταρρέει ἐντὸς τοῦ διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένου ἑ -

αυτοῦ του. Πυρήνας του εἶναι αὐτὴ ἡ διαλεκτικὴ καὶ αὐτοκρι-

τικὴ κενὴ δύναμη δημιουργίας καὶ αὐτοκριτικῆς δικαιολόγη-

σης καὶ καταστροφῆς τοῦ ὑπάρχοντος, ἀφοῦ δὲν ἀπομένει πιὰ

καμία πλατωνικὴ ἰδεατὴ οὐσιακὴ περαιτέρω δικαιολόγηση

τοῦ Εἶναι παρὰ ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξή του. «Καὶ

μὴν τοιοῦτόν γε ὂν οὐδαμοῦ ἂν εἴη οὔτε γὰρ ἐν ἄλλῳ οὔτε ἐν

ἑαυτῷ εἴη» (138α). Τὸ ἴδιο τὸ Ἓν καὶ Εἶναι εἶναι αὐτὴ ἡ κί-

νηση διαλεκτικῆς σύνδεσης ὡς δικαιολόγησης ἀπὸ μιὰ τελικὰ

κενὴ δημιουργικὴ ἀλλὰ καὶ (αὐτο)κριτικὴ δύναμη. «Τὸ ἓν δή,

ὡς ἔοικε, λαμβάνον τε καὶ ἀφιὲν οὐσίαν γίγνεταί τε καὶ ἀπόλ-

λυται» (156α-b). Μοιάζει ἔτσι τὸ Εἶναι τοῦ Παρμενίδη ὡς

ταυτότητα μὲ τὴν ἀρνητικότητα τοῦ Ἡράκλειτου ποὺ ἀρ νεῖ -

ται τὰ πάντα στὸ διονυσιακὸ καὶ παιγνιῶδες αὐτὸ πέρασμα

τοῦ πολέμου ἀπὸ τὸ ἕνα φάντασμα στὸ ἄλλο. «Κατὰ δὴ τὸν

αὐτὸν λόγον καὶ ἐξ ἑνὸς ἐπὶ πολλὰ ἐὸν καὶ ἐκ πολλῶν ἐφ’ ἓν

οὔτε ἕν ἐστιν οὔτε πολλά, οὔτε διακρίνεται οὔτε συγκρίνεται».

(157α). «Καὶ μὴν ταυτόν γε δεῖ εἶναι αὐτὸ ἑαυτῷ καὶ ἕτερον

ἑαυτοῦ, καὶ τοῖς ἄλλοις ὡσαύτως ταυτόν τε καὶ ἕτερον εἶναι,

(…)» (146a-b). Οὐσία τοῦ Εἶναι ὡς ἀπόδειξη καὶ ἐπαλήθευ-

ση εἶναι ἡ κατάρρευση καὶ σμίκρυνσή του ἀκριβῶς στὴν ἀπο-

δεδειγμένη ἰδιοτροπία του, ἡ ὁποία πέρα ἀπὸ κάθε διαφορὰ με-

132 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

τρήσιμη μὲ τὴν ἀπόσταση ἀνάμεσα σὲ περιεχόμενα, παράγει,

ἐπιβεβαιώνει καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἀντίφαση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναι-

ρεῖ στὸν ἰδιότροπο ἑαυτό της. «οὐ γὰρ τὴν τῶν ἄλλων ἑτεροι-

ότητα λέγει, ὅταν τὸ ἓν ἕτερον τῶν ἄλλων λέγῃ, ἀλλὰ τὴν ἐ -

κείνου» (160d-e). Ἔτσι φθάνουμε στὸ «ἐξαίφνης» στὸν Παρ-

μενίδη, στὴν κατάρρευση πρὸς τὴν κενὴ δημιουργική, ἀποδει-

κτικὴ ἀλλὰ καὶ αὐτοκριτικὴ δύναμη, ἀπὸ τὸ «καί-καὶ» στὸ

«οὔτε-οὔτε», στὴν ἀποδεδεδειγμένη διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ

ἰδιοτροπία ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ καὶ τοῦ ἀντιφατικοῦ ἄλλου. «(…)

τὸ γὰρ ἐξαίφνης τοιόνδε τὶ ἔοικε σημαίνειν, ὡς ἐξ ἐκείνου με-

ταβάλλον εἰς ἑκάτερον, ἀλλὰ ἡ ἐξαίφνης αὕτη φύσις ἄτοπός

τις ἐγκάθηται μεταξὺ τῆς κινήσεώς τε καὶ στάσεως, ἐν χρό -

νῳ οὐδενὶ οὖσα» (156b)18.

Τὸ «ἐξαίφνης» τοῦ Παρμενίδη ὅπως καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀπο-

κλειομένου τρίτου στὸν Ἁριστοτέλη εἶναι ἡ κατὰ τὴν ἐλλει-

πτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ἀδυναμία ἐρώτησης γιὰ τὴν ἐλλεί-

πουσα ἀλήθεια στὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο, ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὴν

ἀλήθεια αὐτοῦ ποὺ ὄντως ἐλλείπει, ἡ ἀποδοχὴ μόνο ἐριζου σῶν

ταυτοτήτων γιὰ τὸ τίποτε, γιὰ τὴν διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ

ἀποδεδειγμένη καὶ ἐπαληθευμένη ἰδιοτροπία τους, γιὰ τὸ «οὔ -

τε-οὔτε», τελικὰ γιὰ τὴν κενὴ θεσπιστικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ δύ-

ναμη. Ὄχι μόνο στὸν Παρμενίδη ἀλλὰ καὶ στὸν Πλάτωνα,

ὅπως εἰπώθηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παρμενίδης κατὰ τὸν Σωκράτη

παρετήρησε, εἶναι ἀδύνατο νὰ μεταβεῖ κανεὶς σὲ ἕνα τέλος

ἑνότητας, παρὰ ἔχουμε μιὰ ἀπειρία ἰδεῶν στὴν ἀνώτερη σύν-

θεση –ἀφαίρεση οὐσιαστικά– ἢ μιὰ ἀτελείωτη κατάρρευση

πρὸς ἕνα ἰδιοτροπιάζον ὑποκείμενο ποὺ φοβᾶται νὰ σταθεῖ στὴ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 133

18. Ὁ Hegel μεταχειρίζεται τὴν ἔκφραση «übergeht, oder schon überge-

gangen ist». Εἶναι μιὰ ἀπουσία τοῦ «μεταξύ», μιὰ ἀντίφαση μεταξὺ δεδομέ-

νων ἀντιφατικῶν μερῶν, ἐριζόντων περὶ τῆς ἰδιοτροπίας τους, ποὺ ἀρνοῦνται

τὴν διαφορὰ ποὺ τοὺς λείπει καὶ ἐπιμένουν νὰ εἶναι τὸ πᾶν, δηλαδὴ νὰ εἶναι

καὶ αὐτὴ ἡ ἄρνηση καὶ διαφορὰ τοῦ εὐρυτέρου Εἶναι ἐνόσω τὴν ἀπωθοῦν καὶ

τὴν παράγουν. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀνεπίγνωτος πυρήνας τῆς ἀντίφασης μεταξὺ

τῶν ὡς ἀντίφασης πρὸς τὸν ἑαυτό τους.

διαφορὰ ποὺ τοῦ λείπει. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοίρα τῆς ὀντολογίας.

Ἤδη ἔχουμε στὸν Παρμενίδη αὐτὸ ποὺ συμβαίνει στὸ Hegel

καὶ στὸ Nietzsche. Ἡ ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας εἶναι

ἀναγκασμένη νὰ ἀναζητᾶ τὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπό-

δειξη αὐτοῦ ποὺ ἤδη ὑπάρχει, νὰ θυσιάζει τὴν φύση τοῦ ὑπο-

κειμένου ἀπὸ τὸν πρωτόγονο μέχρι τὸν καπιταλιστικὸ καὶ

σύγχρονο ἄνθρωπο, νὰ ἀποπερατώνει τὴν διήγηση τοῦ σπη-

λαίου στὸν Πλάτωνα μὲ τὴν διήγηση γιὰ τὸν Ζαρατούστρα

καὶ τὸ σπήλαιό του στὸ Nietzsche.

134 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

Ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη στὸ Χέγκελ

§10. Ἡ ἀπόδειξη τοῦ ἀπολύτου.

Ὁ Χέγκελ μὲ τὸ ἔργο τοῦ προσπαθεῖ νὰ ὑπερβεῖ καὶ νὰ ὁλο-

κληρώσει στὸν ἀπόλυτο ἰδεαλισμό του τὸν ἀτελῆ ὑποκειμενικὸ

ἰδεαλισμὸ τῶν Kant, Jacobi καὶ Fichte19 καὶ τὸν ἀντικειμενικὸ

τῶν Schelling καὶ Spinoza. Ἡ ἀπριοριστικὴ προϋπόθεση τοῦ

δεδομένου ὑποκειμενικοῦ ἢ ἀντικειμενικοῦ Εἶναι ὡς μέτρου

τοῦ παντὸς καὶ ὡς ἀπολύτου προσκρούει στὴν ἀντιφατικότη-

τα τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ μέρους ὡς μέρους πρὸς τὸ ὑπερβάλλον ἕτε-

ρο ἢ ὅλο, στὸ ὁποῖο αὐτὸ ἀξιώνει νὰ ἰσχύει, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καθο-

ρίζεται, διέρχεται ἢ βρίσκεται διαλεκτικὰ καὶ ἀναστοχαστικὰ

πρὸς καθορισμὸ τῆς διαφορετικῆς ταυτότητάς του. Ἁκόμη καὶ

ἂν αὐτὸ τὸ μέρος εἶναι διαυγὲς ὡς πρὸς τὴν λειτουργία του καὶ

τοὺς χαρακτῆρες του, εἶναι δογματικὴ καὶ ἀθεμελίωτη προ-

ϋπόθεση στὸν πέραν τοῦ ἑαυτοῦ του χῶρο, ἀκόμη καὶ ὡς κρι-

19. Κατά τὸν Ο. Pöggeler ὁ Ηegel θέλει ἐν ἀντιθέσει πρὸς αὐτοὺς ὄχι νὰ

προϋποθέσει τὴν ἔννοια καὶ τὸ κριτήριο ἀλήθειας ὡς δεδομένα παρὰ νὰ συ-

ναγάγει σὲ διαλεκτικὴ ἀντιπαράθεση καὶ ἔτσι νὰ θεμελιώσει. Αὐτὴ εἶναι ἡ

σημασία τῆς ἐμπειρίας τῆς αὐτοσυνειδησίας (Erfahrung) ὡς πρότασης ποὺ

ἐξέρχεται τῶν ὁρίων της καὶ ἐξετάζει τὴν ἀλήθειά της. O. Pöggeler, Hegels

Idee einer Phänomenologie des Geistes, Freiburg/München, 1993, 227. Καὶ

κατὰ τὸν W. Bonspieren ὁ Hegel τὴν περίοδο τῆς Ἰένας κριτικάρει τὴν προ-

ϋπόθεση καὶ ἐπιβολὴ ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρω τῆς φορμαλιστικῆς ἔννοιας ἐπὶ τῆς

φύσης. W. Bonspieren, Der Begriff der Negativität in den Jenaer Schriften

Hegels, Hegelstudien 16, Bonn 1977, 12. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ φύση ἀπε-

λευθερώνεται ἀπὸ τὴν πρόθεση τῆς ἐννοιοποίησής της παρὰ ὅτι ὅπως στὴν

Φαινομενολογία ἡ ἔννοια δὲν προϋποτίθεται ὡς δεδομένη ἀλλὰ ἀναδεικνύεται

καὶ ἀποδεικνύεται διαλεκτικὰ ὡς ἔννοια καὶ ὑποκείμενο τῆς φύσης.

τικὸς ὑπερβατολογικὸς αὐτοπεριορισμός, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸς

ὁ πέραν τοῦ ἑαυτοῦ του χῶρος ἁπλῶς ἐμφανίζεται ὡς ἐπίφα-

ση καὶ ὄχι καθαυτὸς σὲ ἕνα τοιουτοτρόπως κριτικὸ ὑπερβατο-

λογικὸ ἐγώ. Ἡ ὑπόθεση ἔτσι ἑνὸς ἀκινήτου καὶ δεδομένου ἀ -

πολύτου, κριτικοῦ καὶ ὑποκειμενικοῦ ἢ ἀντικειμενικοῦ εἶναι

ἀντιφατικὴ ἂν δὲν ἐμπεριέχει καὶ τὴν ἴδια τὴν πλήρη ἔξοδο, δο-

κιμασία καὶ ἀπόδειξη ἐκτὸς ἑαυτοῦ του τοῦ ἀπολύτου ὡς ἀπο-

δεδειγμένου καὶ ἐπαληθευομένου ἀπολύτου20. Ἡ παραδοχὴ καὶ

ὑπόθεση τοῦ ἀπολύτου διέρχεται ὡς ἀναγκαῖο ὅρο ἀπὸ τὸν

χῶρο τῆς ὑπόθεσης, παραδοχῆς, διαπραγμάτευσης, ἐπαλή-

θευσης ἢ κυριώτερα τῆς ἀλήθειάς του. Ἡ ἀπόδειξη καὶ ἡ ἀλή-

θευση ὑπερέχει κάθε δεδομένης ἀληθοῦς μορφῆς κατὰ τὴν ἐλ -

λειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀπόδειξη ἢ ἀλήθεια τοῦ ἀπο-

λύτου εἶναι ὁ πυρήνας αὐτοῦ καὶ ὁ πυρήνας τῆς σκέψης τοῦ

Χέγκελ.

Ἔτσι ἡ αὐτοσυνειδησία εἶναι συνείδηση ἑαυτῆς, ἀλλὰ καὶ

τῆς συνείδησης τοῦ ἄλλου, πρὸς τὸ ὁποῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ ἔν -

αντι τοῦ ὁποίου ὑπάρχει ὡς ταυτότητα, τὴν ὁποία συνείδηση

τοῦ ἄλλου περιέχει ἐντός της διακεκριμένη. «Αὐτὴ (ἡ συνεί-

δηση) διαχωρίζει δηλαδὴ κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό της πρὸς τὸ ὁ -

ποῖο ὅμως ταυτόχρονα ἔρχεται σὲ σχέση. Ἢ ὅπως αὐτὸ δια-

τυπώνεται: Αὐτὸ εἶναι κάτι γιὰ τὸ ἴδιο. Καὶ ἡ συγκεκριμένη

πλευρὰ αὐτῆς τῆς σχέσης ἢ τοῦ Εἶναι ἑνὸς πράγματος γιὰ

μιὰ συνείδηση εἶναι ἡ γνώση. Διαχωρίζουμε ὅμως ἀπ’ αὐτὸ τὸ

136 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

20. Ὁ H. F. Fulda σημειώνει ὅτι ἤδη ὁ Kant προϋποθέτει τοῦ διαφωτισμοῦ

τοῦ ὑπολοίπου ἀνθρωπίνου μέρους καὶ τοῦ ὑπολοίπου κόσμου τὸν διαφωτισμὸ

τοῦ ἴδιου τοῦ διαφωτιστικοῦ μέσου, τοῦ λόγου (Vernunft). H. F. Fulda, G. W.

F. Hegel, München, 2003, 27. Ὁ Hegel ὅμως προχωρεῖ πιὸ πέρα ὅπως θὰ

δοῦμε ἀφοῦ δὲν προϋποθέτει δεδομένο περιεχομενολογικὸ ὑποκείμενο καὶ λό-

γο πρὸς διαφωτισμὸ πάρα θέλει νὰ τὸν συνθέσει ad hoc ἀπὸ μιὰ ριζικότερη

ἀλλὰ καὶ κενὴ ἀναστοχαστική, θεσπιστικὴ καὶ κριτικὴ δύναμη ἐξετάζοντας

τὴν ὀρθότητά του στὶς διαλεκτικὲς ἀπόπειρές του γιὰ ἰσχὺ ἐπὶ τοῦ ἐξωτερι-

κοῦ του χώρου τοῦ ἀντικειμένου του καὶ ἔτσι νὰ τὸν ἀναδημιουργήσει, νὰ τὸν

ἀποδείξει καὶ νὰ τὸν συναναγάγει.

>Εἶναι γιὰ κάποιο ἄλλο< τὸ >Καθ’ αὑτὸ Εἶναι<»21. «Γιατὶ ἡ συ-

νείδηση ἀφ’ ἑνὸς εἶναι συνείδηση τοῦ ἀντικειμένου, ἀφ’ ἑτέρου

συνείδηση τοῦ ἴδιου της τοῦ ἑαυτοῦ. Συνείδηση αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο

γιαυτὴ εἶναι τὸ ἀληθές, καὶ συνείδηση τῆς γνώσης της αὐτοῦ.

Ἐφ’ ὅσον καὶ τὰ δύο γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα εἶναι, εἶναι αὐτὴ ἡ

σύγκρισή τους»22. Ἡ αὐτοσυνειδησία δὲν εἶναι ἁπλὴ αὐτοσχε-

σία ἑνὸς δεδομένου ἑαυτοῦ, αὐτοσυνείδηση, παρὰ ἄρση πίσω

ἀπὸ τὸν δεδομένο ἑαυτό, διαχωρισμὸς τοῦ ἑαυτοῦ καὶ αὐτοθέ-

σπισή του πίσω ἀπὸ μιὰ δεδομένη συνείδηση ποὺ καθορᾶ τὸν

ἑαυτό της, ἀλλιῶς τόσο ἡ συνείδηση τοῦ ἀντικειμένου ὡς γνω-

σθέντος περιεχομένου ὅσο καὶ ἡ συνείδηση αὐτοῦ ὡς καθαυτὸ

ἀντικειμένου δὲν θὰ διακρινόταν ἀπὸ τὴν αὐτοσυνείδηση ὡς

αὐτοσχεσία καὶ αὐτοεποπτεία ἑνὸς δεδομένου νοητικοῦ καὶ

γνωρίζοντος μηχανισμοῦ καὶ περιεχομένου. Τὴν συνείδηση τῆς

γνώσης τοῦ ἀντικειμένου καὶ τὸ καθαυτὸ ἀντικείμενο καθορὰ

ὄχι ἡ αὐτοσυνείδηση ποὺ τὴν περιέχει ἤδη, παρὰ ἡ αὐτοσυνει-

δησία ὡς αὐτοθεσπισμένος ἑαυτός, ἐποπτικὴ καὶ αἰσθητικὴ

κριτικὴ δύναμη θέσπισης πίσω ἀπὸ κάθε δεδομένο περιεχόμε-

νο καὶ μηχανισμὸ τοῦ ἑαυτοῦ ποὺ περιέχει τὸ καθαυτὸ ἀντικεί-

μενο ὡς γνωστικὸ περιεχόμενο τῆς γνώσης καὶ συνείδησης. Ἡ

αὐτοσυνειδησία εἶναι παροῦσα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Φαινομενο-

λογίας ἀλλιῶς ἡ διαπραγμάτευση τῆς συνεχοῦς καὶ πλήρους

αὐτοδιόρθωσης τῆς συνείδησης, τῆς ἀντιστροφῆς της καὶ πλή-

ρους ἐξόδου της ὡς σκοπούμενο καθαυτὸ τοῦ ἀντικειμένου, δὲν

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 137

21. G. W. F. Hegel, Phänomenologie des Geistes, Hamburg, Meiner Verlag,

1988, 64. (Ἐκ τοῦδε Phän.). «Dieses unterscheidet nämlich etwas von sich,

worauf es sich zugleich bezieht; oder wie dies ausgedrückt wird, es ist etwas

für dasselbe; und die bestimmte Seite dieses Beziehens, oder des Seins von Et-

was für ein Bewusstsein ist das Wissen. Von diesem Sein für ein anderes un-

terscheiden wir aber das an sich Sein;».

22. Phän. 65. «Denn das Bewusstsein ist einerseits Bewusstsein des Ge-

genstandes, anderseits Bewusstsein seiner selbst; Bewusstsein dessen, was ihm

das Wahre ist, und Bewusstsein seines Wissens davon. Indem beide für dassel-

be sind, ist es selbst ihre Vergleichung».

θὰ μποροῦσε νὰ προχωρήσει. Γιαυτὸ ἐ πιλέγεται καὶ ὁ ὅρος

«αὐ τοσυνειδησία» ποὺ θέλει νὰ ἐκφράσει τὴν αὐτοθέσπιση ἀπὸ

μιὰ ἐλεύθερη περιεχομένου αἰσθητικὴ καὶ βουλητικὴ δύναμη

καὶ πλήρη ἄρση ὄπισθεν ἑνὸς δεδομένου γνωρίζοντος μηχανι-

σμοῦ καὶ περιεχομένου ποὺ ὡς αὐτοσυνείδηση ἔχει ἐποπτεία

τοῦ ἑαυτοῦ της. Τὴν ἴδια λειτουργία ἔχει περίπου(!) ἡ «ἀπεφα-

σισμένη» καὶ «ἑαυτὴν κατανοοῦσα» ἀνθρώπινη ἐνθαδικότητα

στὸν Χάιντεγγερ ἢ στὸν Γκάνταμερ.

Ὁ Χέγκελ δὲν ἐπιθυμεῖ καὶ δὲν προσπαθεῖ νὰ παρουσιάσει

ἕνα δεδομένο καθαρὸ καὶ στέρεο ὑποκείμενο ποὺ θὰ εἶναι ἡ

σταθερὴ διαυγὴς βάση τῆς γνώσης καὶ τῆς ἀλήθειας, τόπος

ἐπαλήθευσης καὶ ἀναπαράστασης τοῦ ἀντικειμενικοῦ Εἶναι ἢ

αὐτόνομο καὶ μὴ ἀλλοτριωμένο ὑποκείμενο, φορμαλιστικό, ὑ -

περβατολογικό, διαφωτισμένη κινητήρια δύναμη ποὺ αὐτο-

πραγματώνεται, ἀκόμη καὶ κριτικά, στὸν κόσμο. Διαπραγ-

ματεύεται τὴν παράσταση, ἀπόδειξη καὶ πλήρως διαλεκτική-

αὐτοκριτικὴ αὐτοθέσπιση ἑνὸς ὑποκειμένου ἔναντι τοῦ ἄλλου

καὶ τοῦ ἑαυτοῦ ἀπὸ μιὰ κενὴ αἰσθητικὴ δύναμη θέσπισης καὶ

ἀναίρεσης ποὺ εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ ἕνα δεδομένο ἀντικειμενικὸ

καὶ ὑποκειμενικὸ περιεχόμενο καὶ ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὴν ἀπό-

λυτη ἀλλὰ καὶ τραγικὴ ἐπαναθεμελίωση, ἀναπαράσταση, θέ-

σπιση καὶ ἐκ νέου ἀναίρεση αὐτῶν ἐντὸς χαοτικῶν ἀντιφάσε-

ων, στὶς ὁποῖες κάθε περιεχόμενο δὲν μπορεῖ νὰ λάβει καμιὰ

σύνθεση καὶ ἑνοποίηση ἀπὸ ἕνα ἤδη ὑπάρχον ἄλλο ἢ ἀπὸ μιὰ

δεδομένη ἑνοποιητικὴ ἀρχή, παρὰ ἀναζητεῖται ἀκριβῶς ἡ ρι-

ζικὴ ἀπόδειξή του, τὸ ἴδιο τὸ νόημα τῆς ἐριστικῆς καὶ διαλε-

κτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀντίφασης ὡς ἐπαναθεμελίωση, ἀπό-

δειξη καὶ αὐ τεννοιοδότηση πέρα ἀπὸ κάθε ἀναιρούμενο περιε-

χόμενο. Τὸ ἀ πόλυτο ὑποκείμενο τοῦ Χέγκελ αὐτοθεσπίζεται

ἀπὸ μιὰ ἐλεύθερη, αἰσθητικὴ καὶ τραγικὴ αὐτοκριτικὴ δύνα-

μη πέρα ἀπὸ κάθε δεδομένο, ἀπόλυτο, σταθερό, ἀντικειμενικὸ

καὶ ὑποκειμενικὸ περιεχόμενο23.

138 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

23. Phän. 13. «Es kömmt nach meiner Einsicht, welche sich durch die

Ἔτσι τόσο ἡ συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ ὅσο καὶ ἡ συνείδηση τῆς

γνώσης τοῦ καθαυτὸ ἀντικειμένου ἀφοροῦν στὸ ἴδιο ζητούμε-

νο καὶ πέρα ἀπὸ κάθε περιεχόμενο ἀποδεικτέο τέλος. Πρὸς

αὐ τὸ ἐργάζεται ἡ αὐτοσυνειδησία ποὺ διορθώνει τόσο τὴν συ-

νείδηση τοῦ ἑαυτοῦ ὅσο καὶ τὴν συνείδηση τοῦ ἀντικειμένου

πρὸς αὐτὸ τὸ ἀενάως σκοπούμενο τέλος. Ἡ σχέση τῶν δύο ὡς

διακεκριμένων εἶναι ἀντιφατικὴ καὶ ἀγεφύρωτη. Καὶ οἱ δυό

τους ὡς ἀντιφατικὲς ἀφοροῦν σὲ κάτι ταυτὸν ὅμως. Ἡ σχέση

τους δὲν εἶναι ἐξωτερική, ἀλλὰ ἡ κάθε μιὰ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου

ὡς ἄρνηση τῆς ἄλλης, διέρχεται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὴν ἀρνη-

τικότητα τῆς ἄλλης, τὴν ἀρνεῖται ἐπειδὴ θέλει νὰ εἶναι αὐτὴ

ὡς ἀρνητικότητά της βέβαια. Εἶναι ὡς ἀρνητικότητα τῆς ἄλ -

λης. Ἔχουμε ταυτότητα ἀρνητικοτήτων δηλαδὴ ἀντίφαση.

Ἢ ἀλλιῶς ἔχουμε μιὰ ἔριδα ἀρνητικοτήτων περὶ τοῦ ἰδίου. Ἡ

κάθε μιὰ διεκδικεῖ τὴν ἄλλη ἐκ τῆς ἀρνητικότητάς της ὅμως

– τῆς ἴδιας της τῆς ταυτότητας. Μόνο σὲ μιὰ σχέση ἀντιφα-

τικῶν μερῶν τὸ ἐρώτημα τῆς ἀλήθειας λειτουργεῖ ἐξαιρετικὰ

καὶ ριζικὰ ἀφοῦ ἐκεῖ τίθεται πλήρως τὸ ἐρώτημα τῆς ἐπαλή-

θευσης τῆς ἰσχύουσας ἰδέας ἐκτὸς ἑαυτῆς. Ἕνα δεδομένο

πλατωνικὸ περιεχόμενο ὑποκειμενικοῦ ἢ ἀντικειμενικοῦ Εἶναι

καὶ ἰδεαλισμοῦ ποὺ θὰ ἐπαληθευόταν ὡς δεδομένο πέραν τοῦ

ἑαυτοῦ του δὲν ἐπαρκεῖ προφανῶς. Ἡ διαλεκτικὴ ἀλήθευση

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 139

Darstellung des Systems selbst rechtfertigen muss, alles darauf an, das Wahre

nicht als Substanz, sondern eben so sehr als Subjekt aufzufassen und aus-

zudrücken. Zugleich ist zu bemerken, dass die Substantialität so sehr das All-

gemeine, oder die Unmittelbarkeit des Wissens, als dasjenige, welche Sein oder

Unmittelbarkeit für das Wissen ist, in sich schliesst». Στὴ συνέχεια τοῦ ἐδα-

φίου διαχωρίζεται ἀπὸ τὰ παραδείγματα τῶν Schelling, Spinoza, Fichte, Kant

καὶ δηλώνει ὅτι πρόθεσή του εἶναι ἡ ἴδια ἡ παράσταση πέρα ἀπὸ κάθε δεδο-

μένο ἀντικειμενικὸ καὶ ὑποκειμενικὸ περιεχόμενο τοῦ ἐλεύθερου καὶ τραγι-

κοῦ ὑποκειμένου. «(...) die Bewegung des sich selbst Setzens (...) Sie ist als

Subjekt die reine einfache Negativität, (...) - nicht eine ursprüngliche Einheit

als solche, oder unmittelbare als solche, ist das Wahre. Es ist das Werden sei-

ner selbst, der Kreis, der sein Ende als seinen Zweck voraussetzt und und zum

Anfange hat, und nur durch seine Ausführung und sein Ende wirklich ist».

καὶ ἀπόδειξη αὐτοῦ στὸν ἀντιφατικό του χῶρο εἶναι ἡ ἀπόδει-

ξη καὶ ἀπόλυτη ἰσχύς του. Ἡ διαλεκτικὴ σημασία καὶ ἐν γέ-

νει σημαντικότητα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι μέγιστη. Τὸ

ἀπόλυτο πρέπει νὰ ἀποδειχθεῖ, νὰ παρουσιαστεῖ καὶ νὰ ἀλη-

θεύσει διαλεκτικὰ στὴν ἀντιφατικὴ ἀρνητικότητά του. Ὁ He-

gel δὲν ξεκινᾶ μὲ κάτι δεδομένο καὶ ἀπόλυτο ἀλλὰ μὲ τὴν δια-

πραγμάτευση τοῦ ἀπολύτου24. «Αὐτὸ τὸ Γίγνεσθαι τῆς ἐπι-

στήμης κατ’ ἐξοχήν, ἢ τοῦ ἐπίστασθαι, εἶναι ὅτι παρουσιάζει

ἡ Φαινομενολογία τοῦ Πνεύματος ὡς τὸ πρῶ το μέρος τοῦ συ-

στήματος. Τὸ ἐπίστασθαι ὅπως εἶναι ἀρχικὰ ἢ τὸ ἄμεσο

πνεῦμα εἶναι τὸ ἀπνευμάτιστο, ἢ εἶναι ἡ αἰσθαντικὴ συνείδη-

ση. Γιὰ νὰ γίνει ὅπως ἐπίστασθαι, ἢ νὰ παράξει τὴν οὐσία τῆς

ἐπιστήμης, ἡ ὁποία εἶναι ἡ καθαρὴ ἔννοιά της, πρέπει νὰ ἀ -

περγασθεῖ ἑαυτὴν διὰ μέσου μιᾶς μακρᾶς ὁδοῦ»25. Ὁ χρόνος

λέγει ἀλλοῦ ὁ Hegel εἶναι ἀναγκαῖο πεπρωμένο γιὰ τὴν ἔν -

νοια. Χρόνος εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἔννοια ποὺ γίνεται χρόνος26, κίνη-

ση, παράσταση, ἀπόδειξη, ἀλήθεια. Ἔτσι λοιπὸν καὶ στὸ He-

gel ἔχουμε τὴν βασικότατη ὀντολογικὴ ἢ προοντολογικὴ διά-

κριση ἀνάμεσα στὸ Εἶναι, τὴν οὐσία, τὸ ἀπόλυτο καὶ τὴν ἐπα-

λήθευσή του, τὴν ἀλήθειά του. Μιὰ μείζονα διάκριση μεταξὺ

τοῦ ἀπολύτου Εἶναι καὶ τῆς ἀπόδειξης ἢ ἀλήθειάς του δηλα-

δή. Ἔχουμε τὴν ἐλλειπτικὴ περιφρουρητικὴ καὶ ἀποδεικτικὴ

λειτουργία τῆς ἀλήθειας ποὺ τελικὰ ὑπερισχύει κάθε δεδομέ-

νης ἀληθοῦς μορφῆς, ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ Πλάτωνα

στὸ σπήλαιο τοῦ Νίτσε. Ἡ αὐτοσυνειδησία, τὸ πνεῦμα, εἶναι ἡ

140 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

24. Ὁ Hegel ἀναφέρεται σχετικὰ μὲ τὴν ὀντολογικὴ ἀπόδειξη τοῦ Θεοῦ

στὴν Begriffslogik.

25. Phän. 21. «Dies Werden der Wissenschaft überhaupt, oder des Wis-

sens, ist es, was diese Phänomenologie des Geistes, als der erste Teil des Sy-

stems derselben darstellt. Das Wissen, wie es zuerst ist, oder der unmittelbare

Geist ist das geistlose, oder ist das sinnliche Bewusstsein. Um zum eigentlich-

en Wissen zu werden, oder das Element der Wissenschaft, was ihr reiner Be-

griff ist, zu erzeugen, hat er durch einen langen Weg sich hindurch zu arbei-

ten», ἀλλὰ καὶ 18, 26, 59.

26. Phän. 524.

ἀέναη ἀναζήτηση αὐτῆς τῆς ἐριζόμενης καὶ ὑπαινισσόμενης

διαλεκτικῆς καὶ αὐτοκριτικῆς πέρα ἀπὸ κάθε δεδομένο περιε-

χόμενο ἀρνητικότητας ἐν μέσῳ τῆς ἀντίφασης καὶ τῆς ρι-

ζικῆς ἐρώτησης ποὺ τίθεται καὶ ἐκ τῶν δύο μερῶν καὶ εἶναι

καὶ τὰ ἑνοποιεῖ ὡς ἡ ἀλήθεια καὶ ἀπόδειξη καὶ τῶν δυό τους

καὶ ὄχι ὡς ἀποδοχὴ ἑνὸς ἢ καὶ τῶν δύο ὡς δεδομένων περιε-

χομένων διὰ μέσου μιᾶς σύνθεσης σὲ ἕνα τρίτο. Ἡ ἐρώτηση

τῆς ἀλήθειας ἐντὸς τῆς ἀντίφασης ἐκ φράζει ἀκραιφνῶς τὴν

διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀλλὰ καὶ ἐλ λειπτικὴ σημασία τῆς

ἀλήθειας. Ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτι κὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας οἰ -

στρηλατεῖται συνεχῶς τραγικὰ ἀπὸ τὴν κενὴ ἀποδεικτικὴ αἰ -

σθητικὴ θεσπιστικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ δύναμη ποὺ ὀφείλει νὰ

ἀποδεικνύει καὶ νὰ καταστρέφει κάθε ἀληθὲς θέσπισμά της

ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὴν ἰσχύ του καὶ τὴν δική της ἰσχὺ καὶ

θεμελίωση ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ λόγω τῆς ἐλλειπτικότητάς

της δὲν εἶναι δυνατὴ καὶ ἐρευνητέα ἡ ἐκ πήγαση τῆς ἀλήθει-

ας ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια ἢ εὐρύτερα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἐρωτᾶται καὶ

ἐλλείπει κατὰ ἀδιέξοδο τρόπο ὡς ὄντως ἐλ λείπουσα.

Ἡ πορεία καὶ ἐμφάνιση τοῦ ἀπολύτου ὡς ἀπόδειξη καὶ πα-

ρουσίασή του πρέπει νὰ εἶναι ἀπόλυτη, πρέπει ὡς μέθοδος καὶ

πορεία νὰ ὁδηγεῖ στὴν παράσταση καὶ ἀποδοχὴ τοῦ ἀπολύτου,

νὰ τὸ ἀποδεικνύει. Ἡ μέθοδος καὶ πορεία αὐτὴ πρέπει νὰ ἔχει

τὰ κριτήρια καὶ τὴν μέθοδο πρὸς ἀπόδειξη τοῦ ἀπολύτου. Τέ-

τοια κριτήρια ὅμως δὲν ὑπάρχουν, γιατὶ ἂν ὑπῆρχαν θὰ θέτα-

με ἀπριοριστικὰ περιεχομενολογικὰ κριτήρια τὰ ὁποῖα μὲ τὴ

σειρά τους θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδειχθοῦν κ.ο.κ. ἐπ’ ἄπειρον27. Ση-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 141

27. Τὸ ἐρώτημα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς μεθόδου γι’ αὐτὴν θέτει ὁ H. G.

Gadamer στὸ ἀναφερθὲν ἔργο του Wahrheit und Methode. Ἔχουμε μία ἤδη

ἀληθῆ μέθοδο; Ὑπερβαίνει ἡ ἀλήθεια κάθε μέθοδο ἢ ταυτίζεται μὲ τὴν μέθο-

δο ἡ ὁποία δὲν ἀποδεικνύει κάτι συγκεκριμένο καὶ προϋπάρχον ἀλλὰ ὡς πο-

ρεία δίνει συνεχῶς ἑρμηνεῖες της ποὺ εἶναι ἀληθινές; Καὶ ὁ Παρμενίδης κρι-

τικάρει τὸν Πλάτωνα στὸ ὅτι γιὰ τὴν σύνδεση τῶν ἰδεῶν μὲ τὶς ἰδέες ποὺ εἶναι

στὰ πράγματα θὰ χρειαζόμασταν μιὰ τρίτη καὶ γιὰ αὐτὴν πρὸς τὶς ἰδέες μιὰ

τέταρτη κ.ο.κ. Πλάτωνος, Παρμενίδης, 132α-6 καὶ Πολιτεία 597c.

μαίνει ἑπομένως ἡ ἀπουσία ἑνὸς τέτοιου ἀπριοριστικοῦ περιε-

χομενολογικοῦ κριτηρίου τὴν κατάρρευση καὶ σχετικοποίηση

τῆς μεθόδου ἢ εἶναι μήπως ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἡ ἀναπόδεικτη

πλέον καὶ ἄμεση παρουσία ἑνὸς τέτοιου κριτηρίου, τὸ ὁποῖο δὲν

ἔχει μὲν περιεχόμενο καὶ εἶναι κενὸ καὶ αἰσθητικό-βουλητικό,

ἀλλὰ ἀκριβῶς γιαυτὸν τὸν λόγο μπορεῖ νὰ κρίνει κάθε περιε-

χόμενο; Τὸ κριτήριο αὐτὸ εἶναι κενό, ἀποτελεῖ ὅμως τὴν αἰ -

σθητική-κριτικὴ κενὴ περιεχομένου δύναμη28 τῆς σύγκρισης,

κριτικῆς, διόρθωσης, θέσπισης κάθε περιεχομένου, ἀλλὰ καὶ

τραγικῆς ἀποδεικτικῆς ἀναίρεσής του. Τὸ ἴδιο τὸ ἀπόλυτο εἶ -

ναι ἡ κίνηση τῆς ἀπόδειξής του, θέτει ἑαυτὸ σὲ ἀμφισβήτηση,

εἶναι μιὰ ἀρνητικὴ λειτουργία ἐναντίον του29. Αὐτὸ τὸ θέμα

ἐξετάζει ὁ Hegel στὸν πρόλογο τῆς Φαινομενολογίας. Τὸ ἀπό-

λυτο εἶναι ἐσωτερικὰ διαλεκτικό, περιέχει στὴν ἔννοιά του τὴν

σημασία τῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀλήθευσής του, τὰ

ἴδια τὰ κριτήρια ἀμφισβήτησης καὶ ἀπόδειξής του. Ἁπὸ τὴν

στιγμὴ ποὺ ἀποδεικνύεται καὶ δὲν προϋποτίθεται δογματικὰ

περιέχει στὴν ἔννοιά του καὶ τὰ κριτήρια ἀπόδειξης του30. Ὁ

Hegel θέλει νὰ μεταβεῖ σὲ ἕνα χῶρο τῆς καθαρῆς καὶ ἀπρο-

ϋπόθετης ἀξιωματικὰ καὶ κριτηριολογικὰ ἀπόδειξης τῆς ἀλή-

θειας πέρα ἀπὸ μιὰ δεδομένη ἀπόλυτη ἀρχὴ ἢ δεδομένα κρι-

τήρια. Ἡ ἀλήθεια θὰ πηγάζει καὶ θὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀπόδειξη ὡς

κίνηση ἀπὸ τὴν κριτικὴ κενὴ καὶ αἰσθητικὴ δύναμη ποὺ θὰ θε-

σπίζει, θὰ χειρίζεται, θὰ διορθώνει καὶ θὰ ἀναιρεῖ τὰ ἑκάστοτε

κριτήρια καὶ τοὺς λογικοὺς νόμους. Τὸν χῶρο αὐτὸ βλέπουν

πολλοὶ φιλόσοφοι ὡς προϋπόθεση τῆς ἀλήθειας ὅπως εἴδαμε

στὸ παράδειγμα τοῦ Παρμενίδη. Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀπο-

περάτωση τῆς κλασικῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας,

κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἰσχύουσα ἀληθὴς ἰδέα ἢ τὸ κριτήριο πρέπει

νὰ προφυλάξει, νὰ ἀποδείξει καὶ νὰ θεμελιώσει ἑαυτὴν διαλε-

142 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

28. Ὅπως στὸν Kant.

29. Phän. 18.

30. Phän. 58 κ.ἑ.

κτικά-αὐτοκριτικὰ ἀφικνούμενη αὐτομηδενιστικὰ μέχρι τὴν

κενή, αἰσθητική, τραγική, θεσπιστικὴ καὶ ἀκριβῶς διορθω-

τικὰ αὐτοκριτικὴ καὶ αὐτοκαταστροφικὴ κριτικὴ δύναμή της

ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀρνεῖται καὶ δὲν ἐρευνᾶ τὴν δυνατότητα

τῆς ἐκπήγασης τῆς ἐλλείπουσας ἀλήθειας ἀπὸ τὴν ἀναλή-

θεια, τὸ μηδὲν καὶ γενικὰ τὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο ἐρώτησης

κάθε ὑπαρκτοῦ καὶ ἰσχύουσας ἰδέας.

§11. Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας ὡς καθαρῆς ἀπόδειξης, κί-

νησης, καὶ ἐλεύθερης περιεχομένου αἰσθητικῆς καὶ τρα-

γικῆς δύναμης θέσπισης καὶ ἀναίρεσης.

Στὴν ἀπουσία περιεχομενολογικῶν κριτηρίων ὁδηγεῖ ἡ ἴδια

ἡ κίνηση τοῦ ἀρχικοῦ ἀπολύτου νὰ διαχωριστεῖ ἀπὸ τὸν δεδο-

μένο ἄμεσο ἀρχικὸ ἑαυτό του καὶ νὰ ἐμφανιστεῖ στὸν ἐξωτε-

ρικὸ καὶ ἀντιφατικὸ χῶρο ἀπόδειξής του, στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ

ἀληθεύσει ὡς ἑνότητα καὶ ταυτότητα μὲ αὐτὸν31 ἔτσι ὥστε νὰ

ὑπονομεύει πλέον καὶ μιὰ ἐξωτερικὴ σύγκριση περιεχομένων

ὅπως καὶ ὁ Παρμενίδης καταφέρεται κατὰ τοῦ Πλάτωνα. Ἡ

διαφορὰ τῶν ἀντιφατικῶν μερῶν δὲν ἑνοποιεῖται πλέον ὡς

ἐξωτερικὴ σύγκριση περιεχομένων μέσω ἑνὸς τρίτου παρὰ ἀ -

πὸ τὸ ἴδιο τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἴδιας τῆς κίνησης ὡς ἀρνη-

τικότητας ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ τῆς ταυτότητας κατ’ ἀρχὴν

καὶ ἔναντι καὶ τοῦ ἄλλου, ὡς ἀντίφασης, ἔριδας περὶ μιὰ ἀπο-

δεδειγμένη, ἐριζόμενη καὶ ὑπαινισσόμενη ἀρνητικότητα πέρα

ἀπὸ κάθε δεδομένο περιεχομένο ὡς ἑνότητα καὶ ταυτότητα32

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 143

31. Phän. 26.

32. Τὸ ἐρώτημα τῆς ταυτότητας τίθεται πάντα ἐφ’ ὅσον ὑπάρχουν ἔστω

καὶ μὲ μιὰ ἐλάχιστη διακριτότητα διαφορετικὰ μέρη, ἀλλιῶς ὑποτίθεται ὅτι

ὑπάρχει μεταξύ τους ἑνότητα ποὺ εἶναι ὅμως μιὰ ἀνοχικὴ ἢ νεκρὴ παρατα-

κτικὴ συνάθροιση διαφορετικοτήτων. Ὁ W. Bonspieren ἀναφέρεται στὴν δια-

μάχη τῶν Rickert καὶ Glockner γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ἀρνητικότητας καὶ δια-

φορᾶς στὸν πρώιμο Hegel. Ἔτσι ὁ Rickert μιλᾶ γιὰ Heterothesis καὶ ὁ Glock -

ὅ λων ἐν μέσῳ ἀκριβῶς τῆς ἀντίφασης ποὺ ριζικοποιεῖ τὴν

ἐρώτηση τῆς ἀλήθειας ὡς ἀναζήτηση μιᾶς ἀπόδειξης πίσω

ἀπὸ κάθε πλήρως ἀμφισβητούμενο καὶ ἀναιρούμενο δεδομένο

περιεχόμενο. Ἡ ἴδια ἡ ἀρνητικότητα πλέον ἐπιστρέφει στὸ Εἶ -

ναι33. Αὐτὴ ἡ ἀρνητικότης εἶναι ἡ ἐριζόμενη καὶ ὑπαινισσόμε-

νη ἀ πόδειξη καὶ ἰδιοτροπία ἔναντι τῶν προτέρων ἀντιφατικῶν

με ρῶν καὶ περιεχομένων. Ἡ ἀμφισβήτηση καὶ διαλεκτικὴ αὐ -

τοκριτικὴ ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ τῆς κινούμενης ἀρχῆς ἀναζη-

τεῖ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐσώτερη καὶ διήκουσα ἀποδεδειγμένη

ἀλήθεια ἐν μέσῳ τῆς ἀντίφασης. «Γιατὶ ἡ διαμεσολάβηση δὲν

εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ κινούμενη αὐτοομοιότης (αὐτοταυ-

τότης), ἢ εἶναι ὁ ἀναστοχασμὸς στὸν ἑαυτό του, ἡ στιγμὴ τοῦ

ἐγὼ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἡ καθαρὴ ἀρνητικότης, ἢ τὸ ἁπλὸ Γί-

γνεσθαι (…) ἡ γιγνόμενη ἀμεσότης ἢ τὸ ἴδιο τὸ Γίγνεσθαι»34.

Τὸ ἑαυτὸ τῆς αὐτοσυνειδησίας δὲν εἶναι δεδομένο καὶ ὡς

τέτοιο ἁπλὰ αὐτοσχετιζόμενο, ἀλλὰ εἶναι ἀκριβῶς ἡ πράξη

διαχωρισμοῦ ἑνὸς βαθύτερου ἑαυτοῦ ποὺ ἐποπτεύει τὸν δεδο-

μένο ἑαυτό, ὁ ὁποῖος ἵσταται καὶ ἔναντι τῶν ἄλλων. Εἶναι κα-

τανοοῦσα συνείδηση ἑαυτοῦ, ἀπόδειξη ἑαυτοῦ, πράξη αὐτοθέ-

σπισης, βαθύτατη ἀρνητικὴ καὶ ἰδιότροπη ἑνότης τοῦ ἑαυτοῦ

γιὰ τὸν ἑαυτό του πρὶν τὸν δεδομένο ἑαυτό του σὲ διαλεκτικὴ

διάκριση καὶ σχέση ἔναντι τῶν ἄλλων καὶ πρὶν κὰν καὶ τὴν

καθαρὴ αὐτοεποπτεία του. Στὴν ἰδιοτροπία καὶ διαλεκτική-

αὐτοκριτικὴ αὐτοθέσπιση τοῦ ἑαυτοῦ ὀφείλεται ἡ ἀναστοχα-

144 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ner γιὰ Antithesis δηλαδὴ ἀντίφαση. W. Bonspieren, Der Begriff der Negati-

vität, ὅ.ἀ., 16. Κάθε διαφορὰ ὅμως ὑπάρχει ἐπὶ τῇ βάσει μιᾶς ἀντίφασης, ἐφ’

ὅσον τὸ θέσιμο τοῦ ἑνὸς συνεπάγεται τὴν ἄρνηση τοῦ ἄλλου, ἀλλιῶς δὲν θὰ

ὑπῆρχε διαφορά. Σ’ αὐτὸ καταλήγει ὁ Ηegel καὶ μὲ αὐτὸ τὸ λογικὸ δεδομένο

ἐργάζεται πλέον σαφέστατα ἀπὸ τὴν Φαινομενολογία ὅπου ἡ ἀντιφατικὴ

ἀρνητικότητα εἶναι ὁ πυρήνας τῆς κίνησης τῆς διαλεκτικῆς.

33. Αὐτόθι.

34. Phän. 16. «Denn die Vermittlung ist nichts anders als die sich bewe-

gende Sichselbstgleichheit, oder sie ist die Reflexion in sich selbst, das Moment

des fürsichseienden Ich, die reine Negativität oder das einfache Werden. (…)

die werdende Unmittelbarkeit und das Unmittelbare selbst», καθὼς καὶ 42.

στικότης (Reflexion) τῆς διαφορᾶς τῶν δύο μερῶν καὶ ὄχι

στὴν ἁπλὴ ἐμφάνιση τοῦ διαφορετικοῦ ἀντικειμένου στὴν αὐ -

τοσυνείδηση ὡς δεδομένο ὑποκείμενο ὅπως συμβαίνει στὸν

Kant. Ὅπως θὰ δοῦμε τὸ ἀντικείμενο δὲν εἶναι ἁπλὰ “für es”

γιὰ ἕνα ὑποκείμενο καντιανοῦ τύπου, ἀλλὰ τὸ “für es” εἶναι

“für sich”, γιὰ ἕνα ἰδιότροπο ὑποκείμενο, τοῦ ὁποίου ἡ αὐτο-

συνειδησία αἴρεται ὄπισθεν ἑαυτῆς ὡς δεδομένου ὑποκειμενι-

κοῦ περιεχομένου, αὐτοπεριοριζόμενη ἰδιότροπα δὲν συγκρίνει

ἁπλῶς τὰ μέρη ποὺ δημιουργεῖ πρὸς ἐπίτευξη περιεχομενολο-

γικῆς τους ἑνότητας, παρὰ διεκδικεῖ δι’ ἑαυτὴν ὡς ἀρνητικό-

τητα τόσο τὸ Εἶναι τοῦ ὑποκειμένου τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄμεσα

ὡς δεδομένο, παρὰ ὡς τὸ ὁποῖο θέλει νὰ θέσει ἑαυτὴν αὐτο-

κριτικά, ἀποδεικτικὰ καὶ ἰδιότροπα, ὅσο καὶ τὸ Εἶναι τοῦ ἀντι-

κειμένου, πρὸς τὸ ὁποῖο ἐπίσης εἶναι ἀρνητικότης καὶ ὡς τὸ

ὁποῖο θέλει ἐπίσης νὰ θέσει ἑαυτὴν κριτικὰ ἀλλὰ καὶ αὐτοκρι-

τικὰ ἐξιστάμενη35 πλήρως ἀκριβῶς στὴν θέση του ὡς ἐκ βά-

θρων αὐτοκριτικὰ αὐτοθεσπιζόμενη, κινούμενη ἀενάως πρὸς

τὸ «καθ’ αὑτὸ τοῦ δι’ ἑαυτό» της. Ἔχει ἐσωτερικεύσει τὸ An

sich ὡς ἀενάως σκοπούμενο τέλος καὶ μέτρο τοῦ ριζικὰ αὐτο-

κριτικὰ αὐτοθεσπιζόμενου ἑαυτοῦ της, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀκριβῶς

ἡ ἐκ τῶν δύο ἀντιφατικῶν μερῶν διαλεκτικὰ ἐριζομένη καὶ

πέρα ἀπὸ κάθε περιεχόμενο ἀποδεδειγμένη ἀρνητικότης, ἡ δι’

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 145

35. Στὸ ἐρώτημα ἂν στὸν Hegel κυριαρχεῖ ἡ ὀντολογία ἢ ἡ Λογικὴ καὶ ἡ

μέθοδος (κάτι ποὺ ἀπασχολεῖ τὸν Γ. Φαράκλα στὸ ἔργο του Γνωσιοθεωρία

καὶ μέθοδος στὸν Ἕγελο, Ἁθήνα 2000, ὅσο καὶ σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὸν Π.

Θανασᾶ στὸ Δευκαλίων, Ἁθήνα 2002, 20, 2, 257 κ.ἑ.) θὰ λέγαμε ὅτι τόσο

στὴν Φαινομενολογία ὅσο καὶ στὴν Λογικὴ κάθε ὀντολογικὸ περιεχόμενο τί-

θεται σὲ κίνηση, ἐξαφανίζεται καὶ στὴ θέση του τὸ ἀπόλυτο κριτήριο δημι-

ουργεῖ ἕνα νέο. Ὅμως τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο εἶναι ἡ μόνη ἀπόδειξη τῆς

λογικότητας καὶ τῆς μεθόδου ὄχι μόνο στὴν Λογικὴ ἀλλὰ ἤδη στὴν Φαινο-

μενολογία. Καὶ στὴν Φαινομενολογία κάθε περιεχόμενο κινεῖται καὶ ἐξαφα-

νίζεται ἀπὸ τὴν λογικὴ κενὴ ἀρχὴ κίνησης καὶ ἀπόδειξης καὶ στὴν Λογικὴ

ἀλλὰ καὶ στὴν Φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας καὶ Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου ἡ ἴδια

ἀρχὴ χρειάζεται τὸν ὀντολογικὸ χῶρο καὶ τὴν μορφὴ γιὰ τὴν ἀπό- καὶ ἐπί-

δειξή της.

αὐτῶν διήκουσα βαθύτερη ἀρνητικότης διαμεσολαβημένη

ἀρνητικά-διαλεκτικὰ ἔναντι τοῦ προτέρου ἰδίου ἑαυτοῦ καὶ συ-

νεπῶς ἔναντι καὶ τοῦ ἄλλου καὶ ὄχι ἕνα δεδομένο ἁπλὰ δι-

αυγὲς καὶ κριτικὸ ἐγώ. «Ἂν λοιπὸν ἡ ἀρνητικότης ἐμφανίζε-

ται κατ’ ἀρχὴν ὡς ἀνομοιότης τοῦ ἐγὼ πρὸς τὸ ἀντικείμενο,

εἶναι ἐξίσου κατὰ τὸν ἴδιο λόγο ἡ ἀνομοιότης τῆς ὑπόστασης

πρὸς τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό. Αὐτὸ ποὺ γίγνεται ἐκτός της, μιὰ

πράξη ποὺ φαίνεται νὰ εἶναι ἐναντίον της, εἶναι ἡ δική της

πράξη καὶ φανερώνεται κατ’ οὐσίαν ὅτι εἶναι ὑποκείμενο»36.

Ἡ αὐτοσυνειδησία εἶναι στιγμὴ (Moment) τοῦ «δι ἑαυτό» τῆς

ὑπόστασης (Substanz)37. Τὸ ἀναζητούμενο εἶναι ἡ ἴδια ἡ κί-

νηση τῆς ἀρνητικότητας μεταξὺ ἀντιφατικῶν μερῶν καὶ ἡ

προ-υπόθεση38 πίσω ἀπὸ κάθε θεσπισμένη μορφὴ ἀλήθειας ὡς

ἡ κενὴ περιεχομένου κριτικὴ δύναμη σύγκρισης, κατάργησης

καὶ θέσπισης μορφῶν, διήκουσα ἀποδεδειγμένη ἀρνητικότης

ἐν μέσῳ τῆς ἀντίφασης καὶ ἔναντι τῶν προτέρων ἀντιφατικῶν

μερῶν. Ἡ ἑκάστοτε σύνθεση στὴν ἀέναη διαλεκτική-αὐτο-

κριτικὴ πορεία δὲν εἶναι μεῖζον Εἶναι, ἀλλὰ σμίκρυνση, διαμε-

σολάβηση στὴν ἐριζομένη ἀρνητικότητα τοῦ ἑνὸς ἔναντι τοῦ

ἄλλου ὡς διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένη ἀλήθειά

τους. «Ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῆς τῆς ἀντιθετικότητας δὲν μποροῦν

νὰ εἶναι μαζὶ στὴν ἁπλὴ ἑνότητα τοῦ μέσου τους, ἡ ὁποία εἶναι

τόσο οὐσιαστικὴ ὅσο καὶ ἡ διαφοροποίησή τους. Ἡ διαφορο-

ποίηση τῶν ἰδίων, ἐφ’ ὅσον δὲν εἶναι μιὰ ἀδιάφορη παρὰ ἀπο-

κλείουσα, τὸ ἕτερον ἀρνουμένη, ἐπισυμβαίνει ἑπομένως ἐκτὸς

αὐτοῦ τοῦ ἁπλοῦ μέσου. Καὶ αὐτὸ εἶναι συνεπῶς ὄχι μόνο ἕνα

146 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

36. Phän. 28. «Wenn nun dies Negative zunächst als Ungleichheit des Ichs

zum Gegenstand erscheint, so ist es ebensosehr die Ungleichheit der Substanz

zu sich selbst. Was ausser ihr vorzugehen, eine Tätigkeit gegen sie zu sein

scheint, ist ihr eigenes Tun und sie zeigt sich wesentlich Subjekt zu sein».

37. Phän. 278. Ἴδε καὶ 118, 127.

38. Ὁ R. Bubner ἀναφέρεται σχετικὰ στὴν Λογική. Θὰ λέγαμε ὅτι αὐτὸ

ἰσχύει ἤδη ἀπὸ τὴν Φαινομενολογία. R. Bubner, Zur Sache der Dialektik,

Stuttgart, 1980, 7 κ.ἑ.

“ἐπίσης”, ἀδιάφορη ἑνότης, παρὰ ἐπίσης ἕν, ἀποκλείουσα ἑνό-

της. Τὸ ἓν εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς ἄρνησης, ὅπως αὐτὸ τὸ ἴδιο μὲ

τὸν ἴδιο ἁπλὸ τρόπο ἀφορᾶ στὸν ἑαυτό του καὶ τὸ ἕτερον ἀπο-

κλείει (…)»39. Δὲν ἔχουμε πλατωνικὴ ἑνότητα λοιπὸν διὰ μέ-

σου ἑνὸς τρίτου παρὰ παρμενιδικὴ καὶ πλωτινικὴ ἑνότητα, τὸ

ἓν ὡς διήκουσα καὶ ἐριζομένη ἀρνητικότητα καὶ τῶν δύο40,

διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένη ἀλήθειά τους, αὐτὸ

ποὺ καὶ τὰ δύο δὲν εἶναι, ἐπειδὴ διεκδικοῦν γιὰ τὸν ἰδιότροπο

ἐπαληθευόμενο καὶ ἀποδεδειγμένο ἑαυτό τους. Ἡ διαλεκτι-

κή-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τοῦ ἀπολύτου τείνει καὶ ἀναζητεῖ

τὴν ἴδια τὴν καθαρὴ καὶ ἐλεύθερη ἀκινήτου καὶ ἀναποδείκτου

περιεχομένου κίνηση τῆς ἀποδεικτικῆς καὶ ἀληθεύουσας πρά-

ξης καὶ διαδικασίας, τὴν τελικὴ διαχειριζόμενη θεσπιστικὴ

ἀλλὰ καὶ ἀναιρετικὴ δύναμη ἰσχυουσῶν μορφῶν καὶ νόμων,

τὴν κενὴ (αὐτο)κριτική, αἰσθητικὴ καὶ τραγικὴ δύναμη τῆς

ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ποὺ ὀφείλει νὰ προφυλάξει

καὶ νὰ ἀποδείξει κάθε ἰσχύουσα ἰδέα καὶ κάθε ὑπαρκτό, ἀφοῦ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 147

39. Phän. 81. «Nach dieser Entgegensetzung aber können sie nicht in der

einfachen Einheit ihres Mediums zusammen sein, die ihnen eben so wesent -

lich ist als die Negation; die Unterscheidung derselben, insofern sie nicht eine

gleichgültige, sondern ausschliessende, anderes negierende ist, fällt also ausser

diesem einfachen Medium; und dieses ist daher nicht nur ein Auch, gleich -

gültige Einheit, sondern auch Eins, ausschliessende Einheit. – Das Eins ist das

Moment der Negation, wie es selbst auf eine Weise sich auf sich bezieht, und

Anderes ausschliesst…».

40. Ὁ W. Bonspieren ἀναφέρεται σ’ αὐτὴν τὴν διαμεσολάβηση καὶ τὸν

ἀρνητικὸ συγκεκριμενοποιημένο καθορισμὸ τῆς ἀσαφοῦς πολυπλοκότητας

κοινωνικῶν σχέσεων διὰ μέσου τῆς ἀρνητικῆς διαμεσολάβησης ἀρνητικοτή-

των ὡς ἄρνηση τῆς ἄρνησης (Negation der Negation), παράδειγμα τὸ ὁποῖο

χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ N. Luhmann. W. Bonspieren, Der Begriff der Negativität,

ὅ.ἀ., 13 κ.ἑ. Τὸ ἴδιο συμβάινει καὶ σὲ ἀτομικὸ ἐπίπεδο ὡς ἄρνηση μέρους τῶν

ἰδίων ἐπιθυμιῶν καὶ συγκεκριμενοποίησή τους. Ὅ.ἀ., 195. Ἐπίσης ἀναφέρε-

ται στὸν P. Lorenzen ὁ ὁποῖος μέσω τῆς ἀρνητικότητας ἐπιχειρεῖ μιὰ διυπο-

κειμενικότητα ὡς Λογικὴ (Transsubjektivität), ὑπερβατικοποίηση καὶ διυ-

ποκειμενικοποίηση τῆς ὑποκειμενικότητας (Kant: «transzendiere deine Sub-

jektivität») μὲ τὸν κίνδυνο τῆς ταυτιστικότητας ὅμως. Ὅ.ἀ. 14.

ἀκριβῶς δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ ἐρωτήσει καὶ νὰ ἐρευνήσει

τὴν ἐκπήγαση τῆς ὄντως ἐλλείπουσας ἀλήθειας ἀπὸ τὸν χῶ -

ρο τῆς ἀναλήθειας, τοῦ μηδενός, γενικὰ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ

χώρου ὑπερβάλλουσας ἐρώτησης κάθε ὑπαρκτοῦ καὶ κάθε ἰ -

σχύουσας ἰδέας.

§12. Ἡ ἀλήθεια ὡς τραγικὴ κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ ψευδο-

ποίηση.

Θὰ λέγαμε, ὅτι ἡ ἐγγενὴς ἀποδεικτικὴ κριτικὴ καὶ αὐτο-

κριτικὴ κίνηση τοῦ κριτηρίου τῆς ἀλήθειας δὲν διαπιστώνει τὸ

ψεῦδος ὡς ψεῦδος καὶ ἔλλειψη ἔναντι ἑνὸς περιεχομενολογικὰ

δεδομένου ἀληθοῦς κριτηρίου, παρὰ ψευδοποιεῖ τὴν προηγού-

μενη μορφή, τὴν καταρρίπτει καὶ ἀξιώνει ὅτι ἡ νέα μορφὴ εἶναι

ἀληθὴς ὡς αὐτοκριτικὴ παράσταση καὶ ἀπόδειξη τοῦ ἑαυτοῦ

του στὴν θέση τοῦ κριτικὰ ἀναιρεθέντος ἄλλου, ἐπειδὴ προ-

σεγγίζει στὴν ἐγγενῆ, ἐριζόμενη καὶ ὑπαινισσόμενη ἰδιοτροπία

καὶ ἀρνητικότητα τοῦ κριτηρίου αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξης

ἔναντι τῆς ἑκάστοτε ὡς ἀληθινῆς ἰσχύουσας μορφῆς. Μάλι-

στα ἡ κριτικὴ ἔναντι τοῦ ἄλλου γίνεται αὐτοκριτικὴ στὴν θέ-

ση τοῦ ἄλλου, διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη ἔναντι τοῦ

ἄλλου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ. Ἡ αὐτοκριτικὴ ψευδοποίηση, ἡ ἀπόδει-

ξη καὶ ἀρνητικότητα ἔναντι ἑαυτοῦ, ἀποτελεῖ κριτήριο, ἐχέγ-

γυο ἀλήθειας ἔναντι τῆς κριτικῆς ψευδοποίσησης τῆς πρότε-

ρης μορφῆς. Ἔτσι ὁ Hegel κατανοεῖ καὶ διακρίνει συνεχῶς κι-

νούμενο καὶ αὐτοκριτικὸ Verzweifeln41 καὶ τὸν «sich vollbrin-

genden Skeptizismus» ἀπὸ τὸ ἁπλὸ Zweifeln ποὺ ἀφορμᾶται

ἁπλῶς ἀπὸ μιὰ δεδομένη ἀληθινὴ ἀρχή, ξένη ἢ ὑποκειμενική.

Πρόκειται μήπως τελικὰ γιὰ μιὰ ἐξωτερικὴ καὶ φορμαλιστικὴ

ἄρνηση ποὺ θέτει τὴ νέα μορφή της αὐτοκριτικὰ στὴν θέση42

148 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

41. Phän. 61. Ἴδε καὶ 18.

42. Σχετικὴ εἶναι ἡ σύγκριση παράστασης τῆς ἀλήθειας καὶ κριτικῆς

τοῦ M. Theunissen ὅπου ἡ παράσταση τῆς ἀλήθειας εἶναι καὶ κριτικὴ καὶ ὄχι

τῆς κρινομένης παλαιᾶς, ἀλλὰ δὲν διαπιστώνει τὸ ψεῦδος καὶ

τὴν ἔλλειψη τῆς πρότερης μορφῆς καὶ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ δι -

εκδικεῖ μόνο ἀρνητικὰ καὶ ἀφαιρετικὰ τὴν ἐριζόμενη καὶ ὑπαι-

νισσόμενη ἰδιοτροπία, ἀπόδειξη καὶ ἀρνητικότητα ὡς ἀ λήθειά

της; Ἁλήθεια εἶναι μόνο αὐτὴ ἡ ἀέναη καὶ ἀδύνατον νὰ στα-

ματήσει ψευδοποίηση ὡς κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ ἀεικίνητη

ἐλλειπτικὴ ἀπόδειξη ἔναντι τῆς ὑπερβάλλουσας ἐρώτησης

τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου. Εἶναι ἡ ἀρνη-

τικὴ ὑπεροχὴ καὶ κατίσχυση ἔναντι τοῦ κατακριθέντος ὡς

ἀρνητικὴ ἀπόδειξη τῆς ἰσχύος τοῦ τραγικῶς ἀληθεύειν, τὸ

ὁποῖο ὡς circulus vitiosus deus πρέπει νὰ ἀποδεικνύεται συ-

νεχῶς (αὐτο)κριτικά, ἀφοῦ κατὰ ἐλλειπτικὸ τρόπο δὲν ἀνα-

ζητᾶ ποιά εἶναι ἡ ἐλλείπουσα ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψεῦδος τῆς κα-

τακριθείσας μορφῆς τοῦ ἄλλου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ, ἀπὸ τὸν κάθε

κριτήριο ὑπερακοντίζοντα ἐξωοντολογικὸ χῶρο ἐρώτησης τῆς

ὄντως ἐλλείπουσας ἀλήθειας. Τὸ ἴδιο μοτίβο συναντᾶμε στὴν

κρίση τοῦ αἰσθητικοῦ ἀπεικάσματος στὸν Adorno ὅπως θὰ

δοῦμε, ὅπου ἡ αὐτοκριτικὴ κίνηση γίνεται μηχανική, αὐτομα-

τοποιημένη καὶ ἰδεολογικοποιημένη λειτουργία ἀπὸ ἕνα κρι-

τήριο ποὺ φανερώνεται ὡς ὁ πυρήνας τῆς τραγικῆς ἀξίωσης

ἤδη τῆς δογματικῆς ἀλήθειας, τῆς ὀρθῆς διόρθωσης καὶ (αὐ -

το)κριτικῆς ἀπόδειξης τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας,

ἀποπεράτωση τῆς διήγησης τοῦ σπηλαίου στὸν Πλάτωνα μὲ

τὸ σπήλαιο τοῦ Ζαρατούστρα στὸ Νίτσε. Ἡ ἀλήθεια ὡς δια-

λεκτική-αὐτοκριτικὴ ἐπαλήθευση καὶ δικαίωση εἶναι ἀκρι -

βῶς ἡ ἐλλειπτικὴ περιφρούρηση καὶ ψευδοποίηση ποὺ δὲν μπο-

ρεῖ νὰ ἐρευνήσει καὶ νὰ ἐρωτήσει τὴν ἐκπήγαση τῆς ὄντως

ἐλλείπουσας ἀλήθειας ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἐλλείπει καὶ ἐρωτᾶται,

ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια, τὸ μηδέν, γενικὰ τὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο

τῆς ὑπερβάλλουσας ἐρώτησης.

Ἡ ἀρνητικότητα αὐτὴ ὡς ἐριζόμενη ἰδιοτροπία εἶναι ὁμοι-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 149

μιὰ ἁπλὴ κριτικὴ τοῦ ψευδοῦς ἀντικειμένου. M. Theunissen, Sein und Schein,

Frankfurt a.M., 1994.

ότης στὴν ἀνομοιότητα καὶ ἀνομοιότης στὴν ὁμοιότητα43,

διαφορὰ καὶ ἀρνητικότης πρὸς ἑαυτήν. Ἡ ἀλήθεια στὴν ἐλλει-

πτικὴ ἔννοιά της ἔναντι τῆς ὑπερβάλλουσας ἐρώτησης τῆς

ἀναλήθειας, τοῦ μηδενός, τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου εἶναι ἀ -

κριβῶς διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τοῦ ἰδίου στὴν θέση

τοῦ κριτικὰ ἀναιρεθέντος ἄλλου, διαλεκτικὴ καὶ (αὐτο)κρι-

τικὴ κίνηση πρὸς τὴν ἐριζόμενη καὶ ὑπαινισσόμενη ἀρνητικό-

τητα καὶ ἰδιότροπη κατοχὴ τῆς ἀλήθειας τῶν διαλεκτικῶν

μερῶν. Ἡ συγκεκριμένη ἄρνηση κατὰ Hegel διασώζει τὴν

ἀλήθεια τῆς πρότερης μορφῆς στὴν δεύτερη. Τὴν διασώζει ὡς

ἐσώτερη διαφιλονικούμενη ἰδιοτροπία καὶ ἀρνητικότητα ἔναν-

τι τοῦ ἄλλου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ καὶ δὲν διασώζει τὴν ἴδια τὴν

πρώτη μορφή «(…) ὅτι αὐτὸ τὸ μηδέν, συγκεκριμένα, τὸ μη -

δὲν αὐτοῦ εἶναι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο συνάγεται. Τὸ μηδὲν εἶναι ὅμως

μόνο, δεδομένου ὡς τοῦ μηδενὸς αὐτοῦ ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχε-

ται, στὴν πραγματικότητα ἀληθινὸ συμπέρασμα. Τοιουτοτρό-

πως εἶναι τὸ ἴδιο ἕνα συγκεκριμένο καὶ ἔχει ἕνα περιεχόμενο.

Ὁ σκεπτικισμός, ποὺ περατώνεται μὲ τὴν ἀφαιρετικότητα τοῦ

μηδενὸς ἢ τὴν κενότητα δὲν μπορεῖ νὰ προχωρήσει πέρα ἀπὸ

αὐτήν (…)»44. Ἡ ἑνότητα ὡς ἀρνητικότητα καὶ τῶν δύο βρί-

σκεται ἐκτὸς καὶ τῶν δύο καὶ μόνο γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία, ἡ

ὁποία ἐκπληρώνει τὴν ἰδιοτροπία ὡς ἡ ἴδια ἡ ἀρνητικότης καὶ

κίνηση ἀπόδειξης πέρα ἀπὸ κάθε περιεχόμενο. Αὐτὸ τὸ μηδὲν

ὡς συγκεκριμένη ἄρνηση, ἐριζόμενη ἰδιοτροπία (für sich) καὶ

τῶν δύο εἶναι κίνηση (für es) ποὺ στοχεύει σ’ αὐτὴν τὴν ἰδιο-

τροπία ποὺ μόνο ἡ αὐτοσυνειδησία μπορεῖ νὰ θεσπίσει45. Καὶ

150 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

43. Phän. 111.

44. Phän. 62. «(…) dass dies Nichts, bestimmt, das Nichts dessen ist, wo-

raus es resultiert. Das Nichts ist aber nur, genommen als das Nichts dessen,

woraus es herkömmt, in der Tat das wahrhafte Resultat; es ist hiermit selbst

ein bestimmtes und hat einen Inhalt. Der Skeptisismus, der mit der Abstraktion

des Nichts oder der Leerheit endigt, kann von dieser nicht weiter fortgehen,

(…)».

45. Phän. 87.

στὴν Λογικὴ τοῦ Εἶναι46 ἀναφέρεται ὁ Hegel σ’ αὐτὴν τὴν

ἄρνηση ποὺ ἀναιρεῖ καὶ αἴρει ἐντός της διασώζοντας ἀπαλλο-

τριωμένη καὶ ἐκμηδενισμένη ὡς ψιλὴ ἀνάμνηση τὴν πρότερη

μορφή. Ἡ ἀλήθεια ὡς ἀπόδειξη καὶ θεμελίωση τῆς ἰσχύος τῆς

ἀλήθειας τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιάς της μόνο ὡς τραγικὴ δια-

λεκτική-αὐτοκριτικὴ παράσταση τοῦ ἰδίου στὴν θέση τοῦ κρι-

νομένου ἄλλου εἶναι δυνατή. Δὲν ὑπάρχει ἕνα περιεχομενολο-

γικὸ κριτήριο σύγκρισης, σύνθεσης καὶ βελτίωσης τῶν ἴδιων

τῶν ἀντιφατικῶν μορφῶν πρὸς αὐτό, γιατὶ κάτι τέτοιο δὲν

ἐπαρκεῖ. Ἡ ἀξίωση γιὰ ἐπιβολὴ τῆς ἰσχύος ἑνὸς τέτοιου καὶ ἡ

ριζικὴ ἐρώτησή του τὸ ὁδηγεῖ στὴν τραγικὴ αὐτοκριτικὴ θε-

μελίωση τῆς ἰσχύος του στὴν θέση τοῦ κρινομένου ἀναιρεθέν-

τος ἄλλου, στὴν ἀρνητικὴ κίνηση πέρα ἀπὸ κάθε μορφὴ πρὸς

τὴν ἐριζόμενη καὶ ἀξιούμενη ἀλήθεια ὡς αὐτοκριτικὴ καὶ αὐ -

τοαμφισβήτηση47.

Αὐτὸ συμβαίνει κυρίως στὴν Λογικὴ τῆς Οὐσίας στὸν He-

gel (Wesenslogik), δεύτερο μέρος τῆς Λογικῆς, μετὰ τὴν Λο-

γικὴ τοῦ Εἶναι καὶ πρὶν τὴν Λογικὴ τῆς ἔννοιας (Begriffs -

logik). Στὰ πλαίσια τῆς Φαινομενολογίας αὐτὴ ἡ αὐτοκριτικὴ

αὐτοδιόρθωση, ἡ θέσπιση μιᾶς νέας μορφῆς τῆς αὐτοσυνειδη-

σίας θέλει νὰ ἰσχύει κριτικὰ καὶ γιὰ τὸ διακεκριμένο καὶ ἀντι-

φατικὸ ἀντικείμενο τοῦ ἑαυτοῦ της, πρὸς τὸ ὁποῖο καὶ ὡς τὸ

ὁποῖο ἀκριβῶς ἐξίσταται ἔτσι ὥστε ἡ ἀντίφαση νὰ ἐσωτερικο-

ποιεῖται καὶ ἀντίστοιχα αὐτὴ νὰ κινεῖται ἐκστατικὰ πρὸς τὸ

καθαυτὸ ἀντικείμενο, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸν ἀενάως σκοπού-

μενο κανονιστικὸ ἀρνητικὸ πυρήνα τοῦ ἑαυτοῦ της. Βρισκό-

μαστε ὅμως ἤδη στὸν χῶρο τῆς Λογικῆς ὅπου ἡ ἔννοια συλ-

λαμβάνει, ἐννοιοποιεῖ τὸν ἑαυτό της ἀποκλειστικὰ καὶ ὄχι κά-

ποιο καθαυτὸ ἀντικείμενο ἢ δεδομένο Εἶναι. Μόνο ποὺ στὴν

Φαινομενολογία αὐτὴ ἡ ἐννοιολόγηση καὶ σύλληψη τοῦ ἐριζο-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 151

46. G. W. F. Hegel, Wissenschaft der Logik. Die Lehre vom Sein (1832).

Hamburg 1990, Meiner Verlag, S. 101. (Ἐκ τοῦδε: Seinslogik).

47. Phän, 18, 61.

μένου Εἶναι ὡς αὐτοσυνειδησία πρέπει νὰ ἰσχύσει καὶ διαλε-

κτικὰ σὲ ἀντιπαράθεση καὶ δευτερογενῆ ἐξωτερικὴ σύγκριση

πρὸς τὸν ἑαυτὸ καὶ γιὰ τὸ ἀντικείμενο, πρὸς τὸ καθαυτὸ ἀντι-

κείμενο, τὸ «καθ’ αὑτὸ τοῦ δι’ ἑαυτό» ποὺ εἶναι ἀκόμη κάτι

ἐξωτερικό. Ἡ πρωτογενὴς λειτουργία ὅμως τοῦ κριτηρίου ὡς

σύλληψη, αὐτοθέσπιση, ἐννοιολόγηση καὶ σύλληψη τοῦ ἑαυ-

τοῦ εἶναι κοινὴ καὶ στὴν Φαινομενολογία καὶ στὴν Λογική48.

Τίθεται σαφῶς τὸ ἐρώτημα ἂν ἔτσι τὸ ἀπόλυτο μπορεῖ νὰ ἀπε-

ξαρτηθεῖ, νὰ ἄρει καὶ νὰ διαγράφει τὸν ἐξωτερικὸ χῶρο τῆς ὑ -

πόθεσης τοῦ ἀντιφατικοῦ ἄλλου, τῆς ἀπόδειξής του, στὸ τέλος

τῆς Φαινομενολογίας καὶ τῆς Λογικῆς κυρίως καὶ νὰ εἰσέλ-

θει πλέον στὴν ἐσωτερικότητά του ὡς τελικὴ περιεχομενικὴ

δεδομένη ἀρχή-ἰδέα πλατωνικοῦ τύπου ποὺ δὲν θὰ ἔχει ἀνάγ-

κη τὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξή του. Ἂν μπορεῖ νὰ

σταματήσει τὸν φαῦλο κύκλο κριτηρίου καὶ ἀπόδειξης ἢ ἐμφά-

νισής του. Ἂν μπορεῖ νὰ ἀπεξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴν διαλεκτική-αὐ -

τοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειάς του ὡς κατάκριση καὶ ψευ-

δοποίηση, περιφρούρηση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἰσχύος του ὡς τῆς

ἐλλειπτικότητάς του ἔναντι τῆς ὑπερβάλλουσας ἐρώτησης

τῆς ἀναλήθειας, τοῦ μηδενὸς καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου.

Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀδύνατο ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ συνήθης καὶ ἰσχύουσα

ἔννοια τῆς ἀλήθειας εἶναι ἐλλειπτική, εἶναι τραγικὴ διαλεκτι-

κή-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ

152 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

48. Ἔτσι ἀντὶ γιὰ μιὰ προπαιδευτικὴ Λογικὴ ποὺ παρουσιάζει ὁ Hegel

στὴν Ἰένα τὸ 1802 μὲ τὸν τίτλο «Logica et Metaphysica sive systema refle-

xionis et rationis» τώρα ἡ Λογικὴ προϋποθέτει τὴν Φαινομενολογία, περιέχει

καὶ ἐπαναλαμβάνει τὸ περιεχόμενό της ὡς Λογική, δηλαδὴ ἔχει περιεχόμε-

νο τὸ Εἶναι τῆς Φαινομενολογίας ὡς ἔννοια πλέον, δὲν εἶναι ἁπλὴ προπαί-

δευση ὡς γνώση τῶν φορμαλιστικῶν κανόνων τῆς Λογικῆς. Ἔτσι πολὺ σω -

στὰ ὁ H. F. Fulda ἀναφέρει ὅτι ἡ Λογική του δὲν ἀφορᾶ μόνο στὴν ἀναίρεση

καὶ ἄρση τοῦ μερικοῦ στὸ γενικὸ ἀλλὰ καὶ στὴν μερικοποίηση τοῦ γενικοῦ.

Η. F. Fulda, Hegel, ὅ.ἀ., 95. Αὐτὸ εἶναι σαφέστατο θὰ λέγαμε στὸ τρίτο βι-

βλίο τῆς Λογικῆς, τὴν Λογικὴ τῆς ἔννοιας. Σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν πρώτη Λο-

γικὴ ἴδε: H. F. Fulda, ὅ.ἀ., 81 κ.ἑ., καὶ Ο. Pöggeler, Hegels Idee einer Phae-

nomenologie des Geistes, ὅ.ἀ., 133 κ.ἑ.

ἐρωτήσει καὶ νὰ ἐρευνήσει τὴν ἐκπήγαση τῆς ὄντως ἐλλεί-

πουσας ἀλήθειας ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ αὐτὴ ἐρωτᾶται καὶ ἐλλείπει,

ἀπὸ τὴν κάθε ὑπαρκτὸ καὶ ἰσχῦον κριτήριο ἀλήθειας ὑπερ-

βάλλουσα ἐρώτηση τῆς ἀναλήθειας, τοῦ μηδενός, τοῦ ἐξωον-

τολογικοῦ χώρου.

Κάθε θεσπιζόμενη μορφὴ στὴν διαλεκτικὴ κίνηση μεταξὺ

ἀντιφατικῶν μερῶν ἐμφανίζεται μὲ τὴν ἀντιφατικὴ ἀξίωση

ὡς ἰδιοτροπία νὰ ἔχει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἰσχὺ τοῦ ὅλου. Αὐτή

τους ἡ ἀξίωση εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἰδιοτροπία καὶ αὐτοκριτικὴ ἀρνη-

τικότητα ἡ ἀποδεικτικὴ κίνηση πρὸς τὴν ἀξιούμενη ἰδιότροπη

κατοχὴ τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἀλήθειας ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της.

«Ὅμως αὐτὴ ἡ αὐτοομοιότης (αὐτοταυτότης) εἶναι ἐξίσου

ἀρ νητικότης. Τοιουτοτρόπως περνᾶ κάθε συγκεκριμένη πε-

ριοριστικότητα στὴν δική της διάλυση. Ὁ χαρακτήρας αὐτὸς

μοιάζει κατ’ ἀρχὴν τοιουτοτρόπως νὰ ὑπάρχει, ὅτι δηλαδὴ

σχετίζεται μὲ κάποιο ἄλλο, καὶ ἡ κίνηση νὰ ἐφαρμόζεται ἀπὸ

κάπου ἀλλοῦ. Ὅμως τὸ ὅτι ἔχει στὸν (ὡς) ἑαυτό της τὴν ἑτε-

ρότητα καὶ αὐτοκίνηση εἶναι (…)»49. Αὐτὴ εἶναι ἡ διαλεκτι-

κά-αὐτοκριτικὰ ἐριζόμενη, σκοπούμενη καὶ θεσπιζόμενη αὐ -

τεννοιοδότηση, ἡ ἰδιοτροπία καὶ ἀρνητικότης πρὸς ἑαυτὸν ποὺ

διήκει ὡς ρυθμός50 δι’ ὅλων τῶν μεμονωμένων στιγμῶν καὶ

φάσεων. Ἡ ἴδια ἡ ἀπόλυτη ἀξίωσή τους μεταστρέφεται τρα-

γικὰ καὶ παραπέμπει ἀναστοχαστικὰ καὶ αὐτοκριτικὰ στὴν

ἐριζόμενη ἰδιοτροπία.

Ἡ ἀπόλυτη ἀξίωση κάθε περιεχομενολογικὴς μορφῆς συν-

τρίβει ὅπως εἴδαμε51 τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο κάτω ἀπ’ αὐτὴν

τὴν ἀξίωση τραγικὰ καὶ τὸ μεταμορφώνει σὲ ἀπόδειξη τοῦ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 153

49. Phän. 42. «Aber diese Sichselbstgleichheit ist ebenso Negativität; da-

durch geht jenes feste Dasein in seine Auflösung uber. Die Bestimmtheit

scheint zuerst es nur dadurch zu sein, dass sie sich auf Anders bezieht, und ih-

re Bewegung ihr durch eine fremde Gewalt angetan zu werden; aber dass sie

ihr Anderssein selbst an iht hat und Selbstbewegung ist…».

50. Αὐτόθι. (Der Rhythmus, das Spekulative).

51. Phän. 42, 123.

ἑαυτοῦ του (λόγον διδόναι), σὲ διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ αὐτο-

αποδεδειγμένη καὶ αὐτοθεσπιζόμενη ἔννοια. Ἡ κίνηση δὲν

εἶναι σύνθεση ἑνὸς δεδομένου ὑποκειμένου καὶ ἑνὸς δεδομένου

κατηγορήματος καὶ ἀντικειμένου παρὰ τοῦ ἴδιου του ὑποκει-

μένου ὡς ἔννοιας ποὺ στὴν ἀντίφαση αὐτοθεσπίζεται διαλε-

κτικά-αὐτοκριτικὰ ὡς ἀποδεδειγμένη ἐριζόμενη καὶ ὄχι δεδο-

μένη καὶ ἀφηρημένη μορφὴ καὶ ὡς ἡ ἴδια ἡ κίνηση καὶ ἡ ἀπο-

δεικτικὴ τελικὴ κριτικὴ δύναμη θέσπισης καὶ ἀναίρεσης. «Σ’

αὐτὴν τὴν κίνηση καταστρέφεται τὸ ἴδιο τὸ ἀκίνητο (σταθε-

ρό) ὑποκείμενο, μεταβαίνει στὶς διαφορές (του) καὶ τὸ περιε-

χόμενο καὶ ἀποτελεῖ τὴν συγκεκριμενότητα, αὐτὸ σημαίνει τὸ

συγκεκριμένο περιεχόμενο καὶ τὴν κίνηση τοῦ ἰδίου, ἀντὶ νὰ

παραμένει ἀπέναντί του ἀκίνητο»52. Σ’ αὐτὴν τὴν κίνηση ποὺ

ἐξωτερικεύεται ὡς πρόταση, ἔξοδος τοῦ ἴδιου τοῦ ὑποκειμένου

στὸν χῶρο ἐξάσκησης τῆς ἰσχύος του καὶ ἀπόδειξη ὡς διαλε-

κτικά-αὐτοκριτικὰ θεσπισμένη μορφὴ ἀναζητεῖται ὁ ἐσωτε-

ρικὸς ρυθμὸς ὡς διήκουσα ἐριζομένη καὶ διαλεκτικά-αὐτοκρι-

τικὰ ἀποδεδειγμένη ἀλήθεια ὅλων καὶ ἐναντίον ὅλων ἐντὸς

τῆς ἀντίφασης, πέρα ἀπὸ κάθε δεδομένο ἐξωτερικὰ περιεχό-

μενο, ὡς ἐσωτερικὴ ἐποπτεία «inneres Anschauen»53.

Κάθε προτεινόμενη μορφὴ τοῦ ἀπολύτου κριτηρίου φέρει

ἐντός της τὴν ἀπόλυτη ἀξίωση τῆς ἰδίας γιὰ μιὰν ἐξωπεριε-

χομενολογικὴ καὶ μόνο ἐννοιολογικὴ ἰδιότροπη θεμελίωση καὶ

αὐταπόδειξη ποὺ ἔτσι ὁδηγεῖ αὐτομάτως στὴν αὐτοαναίρεσή

της. Κάθε νέα μορφὴ ἔναντι τῆς προηγούμενης φέρει ἐντός

της τὸ ἀναστοχαστικὸ σπέρμα τῆς αὐτοαναίρεσης ὡς ἀλή-

θειας καὶ ἔννοιας ποὺ αὐτεννοιοδοτεῖται διαλεκτικά-αὐτοκρι-

τικὰ ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ της ὡς ὑπόστασης/ἀντικειμένου τοῦ

ἐ πίστασθαί της, τῆς κενῆς κριτικῆς δύναμης θέσπισης καὶ

154 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

52. Phän. 45. «In dieser Bewegung geht jenes ruhende Subjekt selbst zu

Grunde; es geht in die Unterschiede und [den] Inhalt ein, und macht vielmehr

die Bestimmtheit, das heisst, den unterschiedenen Inhalt wie die Bewegung

derselben aus, statt ihr gegenüberstehen zu bleiben».

53. Phän. 48, ἀλλὰ καὶ 36 καὶ γενικὰ 41-49.

ἀναίρεσης κάθε θεσπιζόμενης ἀληθινῆς μορφῆς. Ἡ τελικὴ

κε νὴ ἀποδεικτικὴ δύναμη καὶ κίνηση τῆς ἐλλειπτικῆς διαλε-

κτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας εἶναι χρονικότης,

μουσικότης54, τραγικότης, ἡρωικὴ πράξη, αὐτοθέσπιση ἀλλὰ

καὶ συντριβὴ καὶ πτώση τοῦ τραγικοῦ ἥρωα. Ἡ Ἁντιγόνη μὲ

τὴν πράξη της καταστρέφει τὴν προηγούμενη μορφή, ἀλλὰ

καὶ ἡ δική της μὲ βάση τὸ ἴδιο δίκαιο, δίκη, εἶναι καταδικα-

σμένη νὰ καταστραφεῖ. Ἡ ἀπόλυτη ἀξίωση τῆς πράξης της

τὴν συντρίβει, τὴν ὁδηγεῖ τραγικὰ στὴν ἰδιοτροπία, στὴν ἐσώ-

τερη ἐριζόμενη ἰδιοτροπία καὶ ἀλήθεια ποὺ διήκει καὶ διαφιλο-

νικεῖται διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ δι’ ὅλων τῶν μορφῶν. Κατ’

αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ τραγικὴ ἡρωικὴ πράξη τῆς Ἁντιγόνης φέ-

ρει μέσα της τὸ σπέρμα τῆς αὐτοκαταστροφῆς της, τὴν ἀξι-

ούμενη ἀρνητικότητα καὶ ἰδιοτροπία ὡς διαλεκτική-αὐτοκρι-

τικὴ ἰσχύουσα ἀλήθεια. «Τὸ πρῶτον στὴν κοινὴ κατάπτωση

καὶ τῶν δύο πλευρῶν πραγματώνεται τὸ ἀπόλυτο δίκαιο καὶ

εἰσέρχεται ἡ ἠθικὴ ὑπόσταση ὡς ἡ ἀρνητικὴ δύναμη, ἡ ὁποία

κατατρώγει καὶ τὶς δύο πλευρές, ἢ τὸ ἐμφανισθὲν παντοδύνα-

μο καὶ δεδικαιωμένο πεπρωμένο»55. Σχετικὴ καὶ ἡ ἀναφορὰ

τοῦ M. Stirner περὶ ἐγκλήματος κατὰ τῶν ἄλλων καὶ κατὰ

τοῦ ἑαυτοῦ μὲ τὸν ἴδιο ὅρο (Verbrechen), ὅπως θὰ δοῦμε. Σχε-

τικὴ τῆς τραγικότητας56 καὶ δίκης εἶναι καὶ ἡ ρήση τοῦ Ἁνα-

ξίμανδρου ποὺ σχολιάζει καὶ ὁ M. Heidegger. Ὁ Hegel ἀναζη-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 155

54. Σχετικὴ ἡ μελέτη μουσικότητας καὶ τραγικότητας σὲ Nietzsche καὶ

Adorno.

55. Phän. 311. «Erst in der gleichen Unterwerfung beider Seiten ist das ab-

solute Recht vollbracht, und die sittliche Substanz als die negative Macht, wel-

che beide Seiten verschlingt, oder das allmächtige und gerechte Schicksal auf-

getreten», καθὼς καὶ 304 κ.ἑ. καὶ 390 κ.ἑ.

56. Τὴν διαφορετικὴ ἀρνητικὴ ἐκτίμηση ἤδη τοῦ νεαροῦ Hegel πρὸς τὴν

ἰουδαϊκὴ τραγικότητα, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ποζιτιβιστικὴ ἀπόστα-

ση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ τραγικότητα ὡς διαλεκτικὴ ἀντι-

παράθεση, κοινὴ δίκη καὶ μοίρα καὶ συμπλοκὴ θείου καὶ ἀνθρωπίνου παρου-

σι άζει ὁ O. Pöggeler, Hegels Idee einer Phänomenologie des Geistes, ὅ.ἀ., 79

κ.ἑ.

τεῖ στὸ μοτίβο τῆς τραγωδίας ποὺ θὰ λέγαμε ὅτι χαρακτηρί-

ζει ὅλο του τὸ ἔργο τὸν πραγματικὸ ἥρωα ποὺ θὰ ἐξέλθει καὶ

θὰ ἀποδειχθεῖ ὡς τελευταία πραγματικότης ἀφαιρώντας ὅλες

τὶς μάσκες τῆς προγενέστερης παράστασης καὶ ἀπόδειξής

του, ὅπως ὁ ἥρωας ὡς ἐξέλιξη τῆς μουσικῆς, τοῦ χοροῦ, τῆς

διήγησης, τῆς αὐτοκριτικῆς ἠθοποιίας57. Ὅμως κάθε τέτοια

παράσταση εἶναι ἀκριβῶς μιὰ μορφὴ ποὺ πρέπει νὰ εἰσέλθει

στὸν χορὸ καὶ τὴν κίνηση τῆς ἀπόδειξης, πρέπει νὰ ἀναιρεθεῖ

τραγικά, διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ στὴν ἀπόδειξη τῆς ἀξιού-

μενης ἀλήθειάς της. Ὅλες οἱ μορφικὲς ἀποδείξεις-μάσκες εἶ -

ναι νεκρὲς στὸ τέλος τῆς Φαινομενολογίας58, καὶ τῆς Λο-

γικῆς θὰ λέγαμε, ὅπου τραγικὰ ἰσχύουν πλέον χωρὶς τὴν ἀνα-

ζήτηση μιᾶς τελικῆς περιεχομενικῆς ἔννοιας πίσω ἀπὸ τὶς

μάσκες. Ἡ ἀπόδειξη δὲν πηγάζει ἀπὸ τὴν κριτικὴ ὡς ἀναζή-

τηση μιᾶς τελικῆς ἀληθινῆς ἔννοιας. Τόσο στὸν Kant ὅσο καὶ

στον Hegel ὁ χῶρος κριτικῆς ὅπου εἶναι καὶ χῶρος ἀπόδειξης,

παράστασης, ἀλήθειας, ἁπλῶς ψευδοποιεῖται, ἀφαιρεῖται ὡς

μάσκα, προσωπεῖο καὶ ἡ πράξη κριτικῆς ὡς παράσταση τῆς

ἀλήθειας δὲν εἶναι παρὰ μιὰ πράξη κατάκρισης, ψευδοποί-

ησης οὕτως ὥστε τραγικὰ νὰ αὐτοϋπονομεύεται κάθε ἀπόδει-

ξη τοῦ «ἀληθοῦς» κριτηρίου ἐκτὸς ἑαυτοῦ.

Ἡ ἑλληνική, ἀρχαιοελληνική, νεωτερικὴ καὶ μετανεωτε-

ρικὴ σκέψη γνωρίζει τὸν δρόμο ἀπὸ τὸ προσωπεῖο στὸ πρόσω-

156 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

57. Phän. 485.

58. Phän. 530 f. «Das Ziel, das absolute Wissen, oder der sich als Geist

wissende Geist hat zu seinem Wege die Erinnerung der Geister, wie sie an ih-

nen selbst sind und die Organisation ihres Reiches vollbringen. Ihre Aufbe-

wahrung nach der Seite ihres freien in der Form der Zuffäligkeit erscheinen-

den Daseins ist die Geschichte, nach der Seite ihrer begriffnen Organisation

aber die Wissenschaft des erscheinenden Wissens; beide zusammen, die be-

griffne Geschichte, bilden die Erinnerung und die Schädelstätte des absoluten

Geistes, die Wirklichkeit, Wahrheit und Gewissheit seines Throns, ohne den

das leblose Einsame wäre; nur aus dem Kelche dieses Geisterreiches schäumt

ihm seine Unendlichkeit». Καὶ στὴ σελ. 531 μιλᾶ γιὰ τὴν Γκαλερὶ τῶν συλ-

λεγμένων μορφῶν τοῦ πνεύματος. «Galerie von Bildern».

πο, στὴν ὑπόσταση ὡς μόνη καὶ ἀναγκαία ἔννοια τῆς οὐσίας

τοῦ Εἶναι καὶ αὐτὸ ἀναζητᾶ στὴν γιγαντομαχία περὶ τὴν

οὐσία, ὅπου οἱ Τιτάνες, ἡ ἄμορφη φύση, νικημένη ἀπὸ τὸν συγ-

κεκριμένο Θεό, ὅπως καὶ τὸ μυστηριακὸ δεῖπνο, κατατρώγε-

ται καὶ ἀποπνευματοποιεῖται59. Ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας αὐ -

τοϋπονομεύεται ἐλλειπτικὰ σὲ ἕναν ἀτελείωτο τραγικὸ διονυ-

σιακὸ κύκλο, ἐπειδὴ δὲν ἀληθεύει ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ πρέπει νὰ

ἀληθεύσει, δηλαδὴ ὅπου ἐλλείπει καὶ ἐρωτᾶται! Ἔτσι στὸν

Hegel τὸ ἐρώτημα τῆς ἀλήθειας καὶ ἀπόδειξης στὴν ἐξωτερι-

κότητα καὶ στὸ ἑαυτό της ἔννοιας παραμένει ἀφοῦ καὶ αὐτὴ ἡ

αὐτοεννοιοδοτούμενη ἔννοια ὡς ἀμεσότης θὰ ἦταν ἀλλιῶς τυ-

χαία καὶ δογματική, ὅπως καὶ τὸ ἐξωτερικὸ καὶ δεδομένο

Εἶναι. Ἡ ἐλλειπτικὴ κίνηση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας ὑπε-

ρισχύει κάθε ἰσχύουσας ἀληθοῦς μορφῆς, αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλλει-

πτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὸν Πλάτωνα ὣς τὸ Νίτσε.

Γιαυτὸ ἡ κίνηση τῆς διαμεσολάβησης καὶ ἀπόδειξης συνεχί-

ζε ται καὶ στὴν Λογική. Στὸν Hegel ἔχουμε μιὰ συνεχῆ αὐτεν-

νοιοδότηση, αὐτοαναίρεση καὶ αὐτοκριτικὴ χωρὶς τελικὴ ἀλή-

θεια. Γιατί ὅμως αὐτὸς ὁ φαῦλος κύκλος τραγικότητας; Μή-

πως γιατὶ εἶναι ἐγκλωβισμένη στὴν ἐσωτερική της ἀντίφαση

καὶ ἰδιοτροπία, στὴν ἐλλειπτικὴ ἀπόδειξη, ἐπειδὴ ἀπωθεῖ τὸν

ἐξωοντολογικὸ χῶρο τῆς ἀναλήθειας, δὲν μπορεῖ νὰ ἀληθεύ-

σει ἐξ αὐτῆς;! Μήπως ἐπειδὴ ἡ ἀπόδειξη καὶ παράσταση τῆς

ἀλήθειας δὲν εἶναι παρὰ κριτικὴ καὶ ψευδοποίηση ὡς μόνη

ἀπόδειξη ἑνὸς κριτηρίου ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ ἐκτὸς

ἑαυτοῦ ἢ στὸ ἑαυτό του παρὰ μόνο ὡς κριτικὴ καὶ ψευδοποί-

ηση καὶ ὄχι ὡς ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια καὶ τὸν ἐξωοντο-

λογικὸ χῶρο;! Αὐτὴ εἶναι τραγωδία, ἡ πονηριὰ τοῦ Λόγου καὶ

τῆς Ἱστορίας (List der Vernunft) ποὺ δὲν ἀφήνει τίποτε νὰ

ἐπαναληφθεῖ ὡς ἔχει παρὰ μόνο στὰ πλαίσια τῆς ἀποδεικτι -

κῆς κίνησης τῆς κωμωδίας ἢ τραγωδίας.

Τὸ βιβλικὸ νόημα «μάχαιραν ἔδωκας μάχαιραν θὰ λάβεις»

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 157

59. Phän. 462, 469.

ἰσχύει ὄχι μόνο στὴν περίπτωση τῆς Ἁντιγόνης, ἀλλὰ καὶ γιὰ

τὸν Hegel καὶ γιὰ τοὺς μεταεγελειανοὺς διαδόχους του, ὅπου

ὁ καθένας προτείνει καὶ παρουσιάζει καὶ ἕνα διαφορετικὸ ριζι-

κότερο ὑποκείμενο μέχρι τὴν τέλεια ἀποδόμησή του. Ἤδη

στὸν Hegel60 πρόκειται γιὰ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη

τοῦ ἑαυτοῦ ὡς αὐτοαποδόμηση καὶ αὐτοκαταστροφή του, κά-

τι ποὺ στὸν M. Stirner καὶ Fr. Nietzsche κηρύσσεται ὀξέως. Ὁ

Hegel ἤδη στὴν Φαινομενολογία του περιέχει τὴν βασικὴ ἰδέα

τῆς κίνησης τῆς ἑαυτὴν διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδει-

κνύουσας61 καὶ ἐννοιοποιούσας ἔννοιας, ἡ ὁποία ὡς διαλεκτι -

κὴ ἐμφάνιση62 παράσταση καὶ ἀξίωση γιὰ ἰσχὺ εἶναι τραγικὴ

καὶ αὐτοκριτική. Στὴν Φαινομενολογία ἡ ἑαυτὴν ἐννοιο -

ποιοῦσα ἔννοια θέλει ἀκόμη νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἀντικείμενο

ποὺ εἶναι ἐξωτερικὸ διορθώνοντας τὴν γνώση της αὐτοῦ καὶ

τὴν συνείδηση αὐτῆς. «Αὐτὸ τὸ ἐσώτερο εἶναι γιὰ αὐτὴν (sc.

τὴ συνείδηση) ἕνα ἐξώτατο ἀντίθετο ἐναντίον της. Ἁλλὰ γι-

αυτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀληθές, ἐπειδὴ στὸν χῶρο τῆς καθαυ-

τότητας ἔχει ταυτόχρονα τὴ συνειδητότητα (συνείδηση) τοῦ

158 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

60. Phän. 289, 308, 310.

61. Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸ ψεῦδος δὲν γίνεται ἀπὸ ἕνα καθαρὸ δεδομέ-

νο κριτήριο, παρὰ μὲ τὴν διαλεκτικὴ δοκιμασία τοῦ ἴδιου τοῦ κριτηρίου τὸ

ὁποῖο αὐτοθεσπίζεται ἐξερχόμενο στὴν θέση τοῦ ἀντικειμένου του καὶ τῆς

ἀναγκαίας καὶ ἀπωθημένης ὑπόθεσης τῆς ἑτερότητας. Σχετικὰ ἴδε καί: O.

Pöggeler, Hegels Idee einer Phänomenologie, ὅ.ἀ., 84. Τὸ ἴδιο ὅμως ὅπως

αὐτοθεσπίζεται σπεύδει καὶ νὰ αὐτοκαταστραφεῖ αὐτοκριτικὰ πρὸς τὴν ἐρί-

ζομενη ἰδιότροπη καὶ ἀρνητικὴ ἀλήθεια, ἀπόδειξη καὶ ἔννοια πρὶν κὰν δια-

γνώσει καὶ αἰσθανθεῖ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λείπει στὸ ψεῦδος. Κινεῖται ἤδη πρὸς

μιὰ σπεκουλαβιστικὰ καὶ ἀξιωματικὰ ἀληθέστερη μορφὴ καὶ ἔννοια καὶ ἔτσι

κριτικάρει τὸ ψεῦδος, ἔτσι ὥστε ἡ δοκιμασία τοῦ ἑαυτοῦ του νὰ εἶναι ἐξωτε-

ρικὴ καὶ παρελθοντικὴ στιγμὴ τῆς κίνησης ποὺ ἁπλῶς διέρχεται ἐξ αὐτῆς

καὶ ἐκπληρώνει τὴν ἐριζόμενη ἀρνητικότητα καὶ ἰδιοτροπία της καὶ ὄχι τὴν

ἔλλειψή της ὡς ψευδοῦς δηλαδὴ τὴν ἴδια ἐρωτώμενη καὶ ἐλλείπουσα ἀλήθειά

της. Γιαυτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν ἐλλειπτικότητά του ἀφοῦ δὲν

ἐρωτᾶ τί λείπει στὸ ψεῦδος ὡς ὄντως ἐλλεῖπον παρὰ κινεῖται σὲ μιὰ νέα αὐτο-

κριτικὴ αὐτοθέσπιση καὶ ἀπόδειξη τοῦ κρίνοντος ἑαυτοῦ του.

62. Phän. 289, 339-340.

ἴδιου της τοῦ ἑαυτοῦ ἢ τὴν στιγμὴ τοῦ “διεαυτόν”. Ὅμως δὲν

ἔχει ἐντός της συνείδηση αὐτοῦ τοῦ βάθους, γιατὶ τὸ “διεαυ-

τόν”, τὸ ὁποῖο ἡ ἐσωτερικότητα ὄφειλε νὰ ἔχει ἐπάνω της, δὲν

θὰ ἦταν τίποτε παρὰ ἡ ἀρνητικὴ κίνηση, ὅμως αὐτὴ εἶναι

στὴν συνείδηση ἀκόμη ἡ ἀντικειμενικὴ ἐκφεύγουσα ἐμφάνιση,

ὄχι ἀκόμη τὸ δικό της “διεαυτόν”. Τὸ ἐσώτερο εἶναι σ’ αὐτὴν

σαφῶς ἔννοια, ἀλλὰ δὲν γνωρίζει ἀκόμη τὴ φύση τῆς ἔννοι-

ας»63. Τελικὰ πρόκειται γιὰ τὴν αὐτοδιόρθωση τῆς ἴδιας τῆς

πλήρως ἐκστατικῆς στὸν χῶρο τοῦ ἀντικειμένου διαλεκτι -

κῆς-αὐτοκριτικῆς αὐτοσυνειδησίας γιὰ τὸν ἑαυτό της ποὺ εἶ -

ναι ἡ κινητήρια δύναμη ἐξ ἀρχῆς τῆς Φαινομενολογίας καὶ

πρὸς αὐτὴ τὴν ἐμπέδωση βαίνει ἡ διαπραγμάτευσή της. Γι-

αυτὸ ἐπίσης «Ὅλοι οἱ Θεοὶ πρέπει νὰ πεθάνουν» ὡς διονυσιακὴ

τραγικὴ κίνηση ἑνὸς circulus vitiosus deus, ἡ ἴδια ἡ ἀπόλυτη

ἀξίωσή τους γιὰ ἰσχὺ πέραν τοῦ ἑαυτοῦ τους ἢ καὶ στὸν ἑαυ-

τό τους, ὡς ἔνδειξη τοῦ Ρεαλισμοῦ τους, τοὺς ὁδηγεῖ σὲ τρα-

γικὴ ἀποδεικτικὴ αὐτοκριτικὴ αὐτεννοιοδότηση ἔναντι τοῦ δε-

δομένου καὶ πρότερου πραγματικοῦ τους Εἶναι. Κάθε μορφὴ

σὰν δέρμα ὄφεως εἶναι καταδικασμένη νὰ καταστραφεῖ καὶ

νὰ ἀλλαγεῖ, φέρνει μέσα της τὸ σπέρμα τοῦ θανάτου καὶ τῆς

ἀνάδειξης μιᾶς νέας ζωῆς64. Ἡ ἀξίωση τῆς πλατωνικῆς ἔν -

νοιας τῆς ἀλήθειας γιὰ ἰσχύ, ἐπαλήθευση, περιφρούρηση καὶ

ἀπόδειξη φέρνει μέσα της τὸ παρμενιδικὸ καὶ τραγικὸ σπέρμα

τοῦ διαλεκτικοῦ αὐτοκριτικοῦ θανάτου, τὴν ἀποπεράτωση στὸ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 159

63. Phän. 101. «Dies Innere ist ihm daher ein Extrem gegen es; aber es ist

ihm darum das Wahre, weil es darin als in dem Ansich zugleich die Gewissh-

eit seiner selbst oder das Moment seines Fürsichseins hat; aber dieses Grundes

ist es sich noch nicht bewusst, denn das Fürsichsein, welches das Innre an ihm

selbst haben sollte, wäre nichts anderes als die negative Bewegung, aber diese

ist dem Bewusstsein noch die gegenständliche verschwindende Erscheinung,

noch nicht sein eignes Fürsichsein; das Innre ist ihm daher wohl Begriff, aber

es kennt die Natur des Begriffs noch nicht».

64. Phän. 360. Τὸ ἴδιο μοτίβο χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Nietzsche π.χ. στὸν «Ζα-

ρατούστρα».

Νίτσε. Ὁ Hegel δὲν ἐπιδιώκει νὰ κατοχυρώσει καὶ νὰ διαμορ-

φώσει ὡς τέλος τῆς διαλεκτικῆς του ἕνα νεωτερικὸ διαφωτι-

στικό65, ἐλεύθερο ὡς μὴ ἀλλοτριωμένο, καντιανό, φωυερμπα-

χικό, μαρξικὸ ἢ ἄλλο ὑποκείμενο, κληρονόμο καὶ βάση τοῦ

κόσμου ἀλλὰ ἤδη ἕνα μετανεωτερικὸ χαοτικό-ἀπύθμενο, ἀ -

ποδομημένο, ἰδιότροπο, τραγικὸ καὶ μηδενιστικὸ ἔναντι τοῦ

ἑαυτοῦ του66, κάτι ποὺ ὅπως εἴδαμε ὑπάρχει ἤδη στὸν Παρμε-

νίδη καὶ ὡς κύριο θέμα παρουσιάζεται πιὰ στὸν M. Stirner καὶ

στὸ Nietz sche.

Κάθε διαλεκτικὸς κύκλος ἀπόδειξης καὶ αὐτεννοιοδότη-

σης περιπίπτει σὲ λήθη ὁπότε νέος κύκλος διαλεκτικῆς-αὐτο-

κριτικῆς ἀπόδειξης πρέπει νὰ ξεκινήσει67. Ὁ Hegel στὸ σημεῖο

αὐτὸ δὲν διερωτᾶται γιὰ τὴν αἰτία καὶ οὐσία αὐτῆς τῆς λήθης,

γιὰ τὴν ἔκπτωση καὶ παρακμὴ τῆς προηγούμενης ἀπόδειξης

καὶ τὴν ἀνάγκη μιᾶς νέας. Στὴν Φαινομενολογία ἀλλὰ καὶ

στὴν Λογικὴ τελικὰ τὸ χαοτικὸ ὑποκείμενο δὲν μπορεῖ νὰ

ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀπόδειξής του ἀλλὰ

οὔτε καὶ μετὰ τὸν Hegel. Οὐσία τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς

ἀλήθειας εἶναι ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ68 θεμελίωση κάθε

ἰσχύουσας ἰδέας καὶ ἔννοιας ἀπὸ τὴν κενή, τραγική, θεσπι-

στικὴ ἀλλὰ καὶ ἀναιρετικὴ δύναμη. Ἡ διαλεκτική-αὐτοκρι-

τικὴ περιφρούρηση, ἐπαλήθευση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας, ἡ

ἐλλειπτικὴ λειτουργία της δηλαδὴ ἔναντι τῆς ὑπερβαλλούσας

ἐρώτησης τῆς ἀναλήθειας, τοῦ μηδενὸς καὶ τοῦ ἐξωοντολογι-

κοῦ χώρου, δὲν ἐρωτᾶ τί λείπει στὸ ψεῦδος, τὸ ὁποῖο κατακρί-

160 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

65. Phän. 320 κ.ἑ.

66. Ὁ H. F. Fulda ἀναφέρει ὅτι ὁ νεαρὸς Hegel τῆς Στουτγάρδης καὶ πρὶν

τὴν Τυβίγγη ὅπου γνώρισε τὸν γαλλικὸ διαφωτισμὸ εἶχε ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὸν

γερμανικὸ καὶ ὄχι γαλλικὸ διαφωτισμὸ ποὺ στόχευε στὴν μόρφωση τοῦ λαοῦ

καὶ στὸν διαφωτισμὸ ὅλων τῶν τάξεων, δὲν εἶχε ἀντικληρικαλιστική, ἀθεϊ-

στική, ὑλιστικὴ καὶ ἀνατρεπτικὴ τάση παρὰ ἐπεδίωκε τὴν διαφωτιστικὴ βελ-

τίωση τοῦ ἐνυπάρχοντος κοινωνικοῦ καὶ ἱστορικοῦ συνόλου. H. F. Fulda, He-

gel, ὅ.ἀ., 25 κ.ἑ.

67. Phän. 76.

68. Phän., 28, 84, 111, 339-340.

νει, ψευδοποιεῖ, διαπιστώνει, ἡ κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ λει-

τουργία, δὲν εἰσέρχεται στὴν ἐρώτηση καὶ ἔρευνα τῆς ἐκπή-

γασης τῆς ἀλήθειας ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ χῶρο, στὸν ὁποῖο ἐλλεί-

πει καὶ ἐρωτᾶται αὐτὴ χωρὶς ἰσχῦον ὑποκείμενο ἢ κριτήριο

διαλεκτικῆς-κριτικῆς ἐπαλήθευσης, παρὰ ἀντίθετα παρέχει

μιὰ νέα αὐτοθέσπιση καὶ ἀπόδειξη τοῦ ἤδη ἐλλειπτικοῦ ἑαυτοῦ

της! Ἁντὶ ὁ λόγος, ἡ λειτουργικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας νὰ ἀ -

φιχθεῖ στὸν πυρήνα της καὶ στὴν κινητήρια δύναμή της ποὺ

εἶναι ἡ ἐρώτηση καὶ αἴσθηση ἔλλειψης τῆς ὄντως ἐλλείπου-

σας ἀλήθειας στὸ μηδέν, στὴν ἀναλήθεια, στὸν κάθε ὑπαρκτὸ

καὶ ἰσχῦον κριτήριο ὑπερβάλλοντα ἐξωοντολογικὸ χῶρο, προ-

σπαθεῖ νὰ διορθώσει τὴν ἐλλειπτικὴ λειτουργία της μὲ μιὰ ἐξ

ἴσου ἐλλειπτικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ περιφρούρηση, θεμε-

λίωση καὶ ἀπόδειξη. Ὡς circulus vitiosus deus ὀξύνει στὸ ἔπα-

κρο τὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ λειτουργία της ἔναντιον τοῦ

ἄλλου καὶ κυρίως τοῦ ἑαυτοῦ της ἀποδομώντας καὶ κατα-

τρώγοντας πλήρως τὸ περιεχόμενο τοῦ Εἶναι καὶ τῶν ἰδεῶν

καὶ μορφῶν της ἀφικνούμενη ἀπὸ τὴν δογματικὴ καὶ μυθολο-

γικὴ στὴν κυρίως αὐτοκριτικὴ φάση69 καὶ ἰσχύ της, ἀπὸ τὸν

Πλάτωνα στὸ Στίρνερ καὶ Νίτσε, σὲ μιὰ κενὴ αἰσθητική, τρα-

γικὴ θεσπιστικὴ καὶ ἀναιρετικὴ δύναμη ἐπαλήθευσης τοῦ

ἐλλειπτικοῦ ἑαυτοῦ της ἔναντι τῆς ὑπερβάλλουσας ἐξωοντο-

λογικῆς καὶ ἐξωκριτηριολογικῆς ἐρώτησης.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 161

69. Ὅπως εἴδαμε κατὰ Horkheimer καὶ Adorno ἡ δογματικὴ καὶ μυθο-

λογικὴ σκέψη τοῦ ἀρχαϊκοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἤδη κριτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ καὶ

ἡ αὐτοκριτικὴ τοῦ σύγχρονου εἶναι ἐπίσης κατὰ μέρος δογματική, ἔχει ὅμως

συνείδηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος καὶ στρέφεται αὐτοκριτικὰ ἐναντίον τοῦ ἑαυ-

τοῦ της. Ὁ κενὸς αὐτοκριτικὸς καὶ αἰσθητικὸς λογικὸς πυρήνας τῆς ἀλήθει-

ας καὶ τοῦ λόγου ἔχει ἀνάγκη τοῦ θεάτρου τῆς φανέρωσής του καὶ ἡ κάθε

μορφοποίηση ὀφείλει τραγικὰ καὶ διορθωτικὰ νὰ ἀναιρεθεῖ. Ἡ ἔννοια τῆς

ἀλήθειας εἶναι ἐλλειπτικὴ καὶ τραγική. Αὐτὸ βλέπουμε στὸν Παρμενίδη,

Πλάτωνα, Hegel, Stirner, Nietzsche. Σχετικὴ εἶναι ἡ ἀνάλυση τοῦ Heidegger

γιὰ τὴν ρήση τοῦ Ἁναξίμανδρου (Α Bd. 9). Στὸ Nietsche καὶ Stirner ἡ τρα-

γικότητα μπορεῖ νὰ συνειδητοποιηθεῖ καὶ ὡς κωμικότητα μὲ στοιχεῖο τὸ γέ-

λιο ἢ τὴν ἀπόλαυση (μαζοχιστικὴ μήπως ὅπως στὸν de Sade;) ὅπως θὰ δοῦμε.

§13. Ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας ἀναι-

ρεῖ κάθε δεδομένη ἰσχύουσα ἀλήθεια.

Ὁ χῶρος ἀλήθειας-ἐπαλήθευσης, ἀπόδειξης τῆς ἰσχύου-

σας ἀλήθειας, τοῦ ἰσχύοντος κριτηρίου ἢ τῆς ἰσχύουσας δε-

δομένης ἀλήθειας εἶναι ἑνιαῖος ἢ καλύτερα ἡ ἀπόδειξη καὶ

πορεία τῆς ἀλήθευσης τῆς ἀλήθειας ἐκτὸς ἑαυτῆς ὑπερέχει

καὶ ἀναιρεῖ τὴν ἴδια τὴν δεδομένη ἰ σχύουσα κριτηριολογικὴ

ἀλήθεια. Ἡ ἐλλειπτικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ περιφρούρη-

ση, θεμελίωση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἰ σχύουσας ἀλήθειας ἔναντι

τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου εἶναι ἰσχυρό-

τερη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἰσχύουσα ἀλήθεια. Ἡ διάκριση μεταξὺ

ἑνὸς ἀπολύτου δεδομένου κριτηρίου καὶ τῆς ἐπαλήθευσης καὶ

ἀπόδειξής του δὲν εἶναι σωστή. «Θέτει δηλαδὴ ἀπόψεις γιὰ τὸ

ἐπίστασθαι ὡς ἐργαλεῖο καὶ μέσο καὶ ἐπίσης μιὰ διαφοροποί-

ηση ἡμῶν ἀπὸ αὐτό. Πρὸ πάντων ὅμως αὐτό, ὅτι δῆθεν τὸ

ἀπόλυτο στέκεται ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρά, καὶ ὅτι τὸ ἐπίστασθαι

ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ στὸν ἑαυτό του κεχωρισμένο ἀπὸ τὸ

ἀπόλυτο παρ’ ὅλα αὐτὰ εἶναι τάχα κάτι πραγματικό, καὶ

κατὰ συνέπεια, ὅτι τὸ ἐπίστασθαι, τὸ ὁποῖο στὸ μεταξὺ βρί-

σκεται ἐκτὸς τοῦ ἀπολύτου καὶ τῆς ἀ λήθειας, εἶναι παρὰ

ταῦτα ἀληθές (…) (μιὰ ἄποψη) ποὺ ὁδηγεῖ στὸν ἀσαφῆ δια-

χωρισμὸ μεταξὺ ἑνὸς ἀπολύτως ἀληθοῦς καὶ ἑνὸς ἄλλου

(εἴδους) ἀληθοῦς»70. Ἡ «θεοδικία» τῆς «ἀλήθειας» στὸν τό-

πο τῆς ἀναλήθειας καὶ τῆς ἐξωοντολογικῆς ὑ περβάλλουσας

162 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

70. Phän. 58-59. «Sie setzt nämllich Vorstellungen von dem Erkennen als

einem Werkzeuge und Medium, auch einen Unterschied unserer selbst von

diesem Erkennen voraus; vorzüglich aber dies, dass das Absolute auf einer

Seite stehe, und das Erkennen auf der andern Seite für sich getrennt von dem

Absoluten doch etwas Reelles [sei], oder hiermit, dass das Erkennen, welches,

indem es ausser dem Absoluten, wohl auch ausser der Wahrheit ist, doch

wahr haft sei; (…) dass solches Hin- und Herreden auf einen trüben Unter -

schied zwischen einem absoluten Wahren und einem sonstigen Wahren hin -

ausläuft».

ἐρώτησης καταρρίπτει τὴν ἰδέα ἑνὸς ἀκίνητου ὑπερέχοντος

ἀπολύτου καὶ καθαροῦ κριτηρίου. Ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας

χωρὶς καὶ πέρα ἀπὸ ἕνα δεδομένο ἀπόλυτο καὶ ἐπαληθευόμε-

νο κριτήριο ἀναιρεῖ ἐντός της κάτι τέτοιο. Ὁ χῶ ρος τῆς ἀπό-

δειξης πλέον ἀναιρεῖ κάθε ὑπερέχουσα, ἀπόλυτη καὶ δεδομέ-

νη ἀξίωση καὶ μεταφέρει τὸ χῶρο παιγνίου, ἀλήθευσης καὶ

παράστασης στὸ ἐδῶ καὶ τώρα, σὲ ἕναν παροντικὸ διαλεκτι-

κό-αὐτοκριτικὸ διονυσιακὸ χορό. «Hic Rhodus hic saltus, hier

ist Rose hier tanze» λέει ὁ Χέγκελ στὴ Φιλοσοφία τοῦ Δι-

καίου, ὅπως θὰ δοῦμε. Κινητήρια ριζικὴ δύναμη εἶναι ἡ ἐλεύ-

θερη περιεχομένου, αἰσθητική, θεσπιστικὴ ἀλλὰ καὶ τραγικὴ

δύναμη διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς διόρθωσης καὶ ἀπόδειξης.

Καὶ στὸν χῶρο τῆς θεολογίας, στὴν Χριστολογία, ὁ Θεός, τὸ

ἀπόλυτο, διαπλέκεται καὶ εἰσέρχεται στὸ ἐνθάδε τῆς ἀπόδει-

ξης τῆς ἀλήθειάς του. Τὶς διαφορὲς καὶ ὁμοιότητες θὰ προ-

σπαθήσουμε νὰ δοῦμε στὸ μέρος γιὰ τὸν Μάξιμο Ὁμολογη-

τή.

Κάθε ὡς ἀληθινὴ θεσπιζόμενη πρόταση εἶναι πλέον ἡ ἴδια

ἡ κίνηση τοῦ κενοῦ αἰσθητικοῦ κριτηρίου πρὸς διάφορες αὐτο-

θεσπίσεις ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια ἀπόλυτη ἀξίωση ἰσχύος καὶ ἀλή-

θειας, ὅμως καὶ γιαυτὸ ἐπίσης τὴν ἴδια τραγικὴ διαλεκτική-

αὐτοκριτικὴ ἀξίωση καὶ ὑποχρέωση ὡς σύγκλιση καὶ ἔκπτω-

σή τους ὡς ἀναληθῶν πλέον πρὸς τὴν ἐριζόμενη, θεμελιωτέα

καὶ ἀποδεδεικτέα ἀλήθειά τους. Ἡ ἀναλήθεια εἶναι ἀναλή-

θεια καὶ μειονεξία τῆς ἴδιας τῆς ἑαυτὴν διαλεκτικά-αὐτοκρι-

τικὰ ἐννοιοδοτούσας καὶ θεσπίζουσας δύναμης καὶ ὄχι καθ’

αὐτὴ ἀναλήθεια ἔναντι ἑνὸς καθ’ αὐτὸ ἀληθινοῦ δεδομένου

περιεχομενικοῦ κριτηρίου. Ἡ ἴδια ἡ θέσπιση τῆς κενῆς αἰσθη-

τικῆς δύναμης ὡς μορφὴ μὲ ἀξίωση γιὰ ἀπόλυτη ἰσχὺ εἶναι

τραγικὴ καὶ αὐτοκριτικὰ ἀναληθής. Ἡ ἴδια ὡς ἀξίωση γιὰ

ἀλήθεια ποὺ εἶναι ἐλλειπτικὴ γιατὶ ἀρνεῖται καὶ δὲν ἐρευνᾶ τὴν

δυνατότητα ἐκπήγασης τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια,

ἀπὸ τὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο ἀπουσίας ἑνὸς ἰσχύοντος κριτη-

ρίου, ὀφείλει νὰ ψευδοποιήσει, νὰ ἀποδείξει ἑαυτὴν τραγικὰ ὡς

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 163

ἀναληθῆ. Ἡ ἔρις καὶ ἰδιοτροπία γιὰ τὴν ἀλήθεια ἔναντι τῆς

ἀναλήθειας ποὺ εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀρνητικοῦ αἰσθητικοῦ κρι-

τηρίου τῆς ἐλεύθερης ἀπὸ περιεχόμενο ἐπαλήθευσης ὡς ἕνα

ἀρνητικὸ κενὸ μέτρο ὀρθῆς διόρθωσης καὶ ἀπόδειξης, ἡ ἐλλει-

πτικὴ ἀξίωση γιὰ περιφρούρηση, ἐπαλήθευση καὶ ἀπόδειξη

ἔναντι τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου δημι-

ουργεῖ καὶ φανερώνει τὴν ἀναλήθεια καὶ παραμένει ἔναντι

αὐτῆς καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου τῆς ὑπερβάλλουσας ἐ -

ρώτησης κάθε ὑπαρκτοῦ καὶ κριτηρίου ἐλλειπτική. Ἁπόλυτη

εἶναι μόνο ἡ ψευδοποιητικὴ καὶ ἀναιρετικὴ ἱκανότητα καὶ δύ-

ναμη τῆς κενῆς αἰσθητικῆς δύναμης ὡς κριτικὴ καὶ αὐτοκρι-

τικὴ ἀπόδειξη καὶ κίνηση, παράσταση τῆς ἴδιας τῆς ἀληθευ-

τικῆς πράξης πέρα ἀπὸ κάθε δεδομένη ἰσχύουσα ἀλήθεια. Αὐ -

τὸ ἐκφράζει ὁ Hegel μὲ τὸ ρῆμα «Verzweifeln» ἔναντι τοῦ

«Zweifeln»71. Σὲ ὅλο του τὸ ἔργο ὁ Χέγκελ ἐπιθυμεῖ νὰ θέσει

σὲ ριζικὴ ἀληθευτικὴ κίνηση τὰ ἀκίνητα καὶ μὲ τὴν ἀξίωση

τῆς δεδομένης ἀλήθειας περιεχόμενα, νὰ μεταπηδήσει στὸ

τραγικὸ ἐν θάδε τῆς ἴδιας τῆς χορευτικῆς διονυσιακῆς καὶ με-

θυστικῆς ἐκστατικῆς ἀληθευτικῆς κίνησης, στὴν τελικὴ

αἰσθητικὴ καὶ κενὴ ἀποδεικτικὴ δύναμη. Ἡ ἴδια ἡ ἀπόδειξη

τῆς ἀλήθειας ἀναιρεῖ κάθε δεδομένη ἀληθῆ μορφή. Αὐτὴ ὅμως

ὡς ἀποπεράτωση τῆς πλατωνικῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς

ἔννοιας τῆς ἀλήθειας εἶναι ἐλλειπτικὴ ἔναντι τῆς ἀναλήθειας,

τοῦ μηδενός, τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου. Ὁ Hegel ἀναφέρεται

στὸ ἔργο τῆς καντιανῆς κριτικῆς καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ72. Τὸ

ἀλλοτριωμένο πνεῦμα διαχωρίζεται ἐκ νέου στὸν πραγματικὸ

κόσμο τῆς μόρφωσης καὶ στὴν καθαρὴ συνείδηση τῆς πίστης.

Ὁ πρῶτος ἀσκεῖ κριτικὴ στὸν δεύτερο κατὰ τὰ διαφωτιστικὰ

καὶ ἐκκοσμικευμένα πρότυπα πρὸς ἐξυποκειμενίκευση τοῦ

κόσμου τῆς πίστης. Ὅμως πρέπει κατὰ Hegel μαζὶ μὲ τὸν μὴ

πραγματικὸ κόσμο νὰ καταστραφεῖ τραγικὰ καὶ ὁ πραγματι-

164 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

71. Phän. 61.

72. Phän. 323 κ.ἑ. καὶ Seinslogik 41.

κός73. Μιὰ ἄποψη ποὺ ἐνῶ στὸν Feuerbach ὑπάρχει ὡς διαπί-

στωση ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ ὁ ἴδιος, ὅπως καὶ στὸν K. Marx,

στοὺς M. Stirner καὶ Nietzsche γίνεται ὀξὺ κήρυγμα καὶ βα-

σικὸ περιεχόμενο τοῦ ἔργου τους. Ἤδη στὸν Hegel αὐτὴ ἡ ἰδέα

ἀποτελεῖ τὴν κινητήρια δύναμη τῆς διαλεκτικῆς του, ἡ ἀρνη-

τικότης ἔναντι τοῦ ἄλλου εἶναι πρωταρχικὰ καὶ βαίνει ὡς

ἀρνητικότητα πρὸς ἑαυτόν, πρὸς τὴν ἐκ τῶν δύο ἀντιφατικῶν

μερῶν διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἐριζομένη, διήκουσα καὶ ἀπο-

δεδειγμένη ἀρνητικότητα καὶ ἰδιοτροπία.

Ἡ συγκεκριμένη ἄρνηση (bestimmte Negation) μεταβαίνει

διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ στὴν ἀενάως ἐριζόμενη διήκουσα

ἀρ νητικότητα74 καὶ τῶν δύο ἀντιφατικῶν μερῶν, ὅπου ἐξαφα-

νιζομένου τοῦ ἑνὸς μέρους ἐξαφανίζεται καὶ τὸ ἄλλο, ἐπειδὴ

ἀναιρεῖται διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ στὴν θέση τοῦ ἄλλου πρὸς

τὴν ἀξιούμενη, ἐριζόμενη καὶ ἀποδεδειγμένη ἀλήθεια πέρα

ἀπὸ τὸ ἀναληθὲς ἀντιφατικὸ περιεχόμενο καὶ τῶν δυό τους. Ἡ

κίνηση αὐτὴ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν σύνθεσή τους. «Εἶ -

ναι γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία μιὰ ἄλλη αὐτοσυνειδησία. Ἔχει

ἔρθει ἐκτὸς ἑαυτῆς. Αὐτὸ ἔχει τὴν διπλασιασμένη σημασία.

Πρῶτον ἔχει ἀπωλέσει ἑαυτὴ γιατὶ εὑρίσκεται πλέον ὡς μιὰ

ἄλλη οὐσία. Δεύτερον, τοιουτοτρόπως ἔχει ἀναιρέσει τὸ ἕτε-

ρον, γιατὶ διαθέτει ἐπίσης ὄχι τὸ ἄλλο ὡς οὐσία ἀλλὰ τὸν ἴδιο

της τὸν ἑαυτὸ στὸ ἕτερο. Πρέπει νὰ ἀναιρέσει αὐτὴν τὴν ἑτε-

ρότητα τοῦ ἑαυτοῦ της. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναίρεση τῆς πρώτης

διπλῆς ἄποψης καὶ γιαυτὸ ἐξίσου μιὰ δεύτερη διπλὴ ἄποψη.

Πρῶτον πρέπει νὰ προχωρήσει σ’ αὐτό, νὰ ἀναιρέσει τὴν ἄλλη

αὐθύπαρκτη οὐσία γιὰ νὰ ἀποχτήσει συνειδητότητα τοῦ ἑαυ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 165

73. Ἔτσι τὸ πρόγραμμα τῆς προτεσταντικῆς διαλεκτικῆς θεολογίας καὶ

ἀπομύθευσης (K. Barth, R. Bultmann) καθίσταται ἐπισφαλές. Δὲν ἔχουμε

μιὰ καντιανοῦ καὶ διαφωτιστικοῦ τύπου ἄρση τοῦ φαντάσματος, τῆς δόξας,

τῆς ἀφηρημένης οὐσίας, τοῦ μύθου σὲ ἕνα συνθετικὸ θεῖο ἢ ἀνθρώπινο ὑπο-

κείμενο ἀλλὰ κατάργηση καὶ αὐτοῦ ἤδη στὸ Hegel. Δὲν ὑπάρχει κὰν ὑποκεί-

μενο-κληρονόμος.

74. Phän. 123. (absolut negative oder unendliche Einheit).

τοῦ της ὡς τῆς οὐσίας. Δεύτερον πρέπει νὰ προχωρήσει ἔτσι

σ’ αὐτό, νὰ ἀναιρέσει τὸν ἑαυτό της, γιατὶ αὐτὸ τὸ ἄλλο εἶναι

ὁ ἑαυτός της»75. Ἡ ἀναλήθεια τῆς θεσπισμένης μορφῆς γιὰ τὸ

ἀντικείμενο εἶναι ἰδία ἀναλήθεια τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸ ἐκστα-

τικὸ ὑποκείμενο στὴν θέση τοῦ ἀντικειμένου. Ἡ κριτικὴ ἔναν-

τι τοῦ ἄλλου εἶναι κυρίως αὐτοκριτικὴ76 ὡς ἐκστατικὴ καὶ

τραγικὴ ἀξίωση στὴν θέση τοῦ ἄλλου. Ὡς αὐτοκριτικὴ ἐμφα-

νίζεται καὶ ὄχι ὡς κριτικὴ μιᾶς ἐσφαλμένης μορφῆς ἐξ ἑνὸς

δεδομένου ἀληθινοῦ κριτηρίου τὸ λάθος, ἡ δόξα, ἡ ἀναλήθεια,

ὡς μορφὴ τῆς ἔριδος γιὰ τὴν ἀλήθεια μεταξὺ ἰδιοτρόπων καὶ

γιαυτὸ ἀντιφατικῶν μορφῶν. Ἡ ἀπουσία ἑνὸς περιεχομενολο-

γικοῦ κριτηρίου ποὺ θὰ συνέθετε εὐρύτερα τὴν μερικότητα-

ψευδότητα καὶ ἀντίθετα ἡ ριζικὴ ἐρώτηση τῆς ἀποδεικτέας

ἀλήθειας πέρα ἀπὸ κάθε δεδομένο καὶ ἀντιφατικὸ περιεχόμε-

νο ἀπὸ μιὰ κενὴ κριτικὴ δύναμη ἐννοιοδότησης τῆς ἐριζομέ-

νης, ἰδιότροπης καὶ ἀξιούμενης ἀλήθειας εἶναι ἐνδιάθετη, ἐγ -

γενὴς αὐτοκριτικὴ καὶ αὐτοκαταστροφικὴ ροπὴ κάθε ἐπὶ μέ-

ρους μορφῆς, ἐπακόλουθο τῆς ἀπόλυτης ἀξίωσης γιὰ ἰσχὺ καὶ

ἰδιοτροπία ποὺ ἐμφανίζεται καὶ δοκιμάζεται σὲ μιὰ ἔριδα ἀντι-

φατικῶν μερῶν καὶ προτρέχει τῆς ἁπλῆς κριτικῆς ἐπὶ μιᾶς

166 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

75. Phän. 128. «Es ist für das Selbstbewusstsein ein anderes Selbstbe-

wusstsein; es ist ausser sich gekommen. Dies hat die gedoppelte Bedeutung;

erstlich, es hat sich selbst verloren, denn es findet sich als ein anderes Wesen;

zweitens, es hat damit das Andere aufgehoben, denn es sieht auch nicht das an-

dere als Wesen, sondern sich selbst im andern. – Es muss dies sein Anderssein

aufheben; dies ist das Aufheben des ersten Doppelsinnes, und darum selbst ein

zweiter Doppelsinn; erstlich, es muss darauf gehen, das andere selbstständige

Wesen aufzuheben, um dadurch seiner als des Wesens gewiss zu werden; zwei-

tens geht es hiermit darauf, sich selbst aufzuheben, denn dies andere ist es

selbst», καθὼς καὶ 100-101, ἐπίσης χαρακτηριστικὰ καὶ Wesenslogik 57.

76. Ἡ ἀληθοποίηση ὡς ψευδοποίηση δὲν εἶναι ἀποδοχὴ ἑνὸς δεδομένου

περιεχομενολογικοῦ κριτηρίου ἢ ἡ αἴσθηση τῆς ἔλλειψης τῆς ἀλήθειας ἀπὸ

τὸν χῶρο τῆς ἀναλήθειας ἢ ἡ κριτικὴ πρὸς ἀνεύρεση ἑνὸς ἀληθινοῦ ἀρχικοῦ

κριτηρίου, παρὰ ἡ ἴδια πράξη, ἡ ὁποία ἀκριβῶς ὡς πράξη εἶναι ἀληθινή, ὡς ἡ

ἴδια ἡ ἀληθευτικὴ πράξη καὶ κίνηση ἀπὸ τὴν ριζικὴ αἰσθητική, θεσπιστικὴ

καὶ τραγικὴ δύναμη. Ἴδε καὶ Phän. ἀπὸ 60 ἕως 62.

ἄποψης γιὰ τὸ ἀντικείμενο77 ἐξ ἑνὸς ἀληθοῦς περιεχομενολο-

γικοῦ ὑποκειμένου.

Στὴν Λογικὴ τῆς Οὐσίας εἶναι σαφέστερη ἡ ἐσωτερίκευση

τῆς ἐξωτερικῆς ἀρνητικότητας, ἡ ἀναίρεση τῆς ἐξωτερικῆς

καθαυτότητας ποὺ γίνεται ἔτσι τὸ ἀενάως σκοπούμενο διορ-

θωτικὸ τέλος τοῦ ἑαυτοῦ τῆς ἔννοιας ὡς διαλεκτικῆς-αὐτο-

κριτικῆς αὐτεννοιοδότησης ἢ ἀντίθετα ἡ πλήρης ἔκσταση τοῦ

ἑαυτοῦ στὴν θέση τοῦ ἄλλου ὡς ἀποδεικτέα ἑνότητα μὲ αὐτὸν

χωρὶς πλέον δευτερογενῆ ἐξωτερικὴ σύγκριση ὅπως συνέβαι-

νε στὴν Φαινομενολογία. «Αὐτὸ τὸ ἐσώτερο εἶναι γιὰ αὐτὴν

(sc. τὴ συνείδηση) ἕνα ἐξώτατο ἀντίθετο ἐναντίον της. Ἁλλὰ

γιαυτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀληθές, ἐπειδὴ στὸν χῶρο τῆς κα-

θαυτότητας ἔχει ταυτόχρονα τὴ συνειδητότητα (συνείδηση)

τοῦ ἴδιου της τοῦ ἑαυτοῦ ἢ τὴν στιγμὴ τοῦ “διεαυτόν”. Ὅμως

δὲν ἔχει ἐντὸς της συνείδηση αὐτοῦ τοῦ βάθους, γιατὶ τὸ “δι-

εαυτόν”, τὸ ὁποῖο ἡ ἐσωτερικότητα ὄφειλε νὰ ἔχει ἐπάνω της,

δὲν θὰ ἦταν τίποτε παρὰ ἡ ἀρνητικὴ κίνηση, ὅμως αὐτὴ εἶναι

στὴν συνείδηση ἀκόμη ἡ ἀντικειμενικὴ ἐκφεύγουσα ἐμφάνιση,

ὄχι ἀκόμη τὸ δικό της “διεαυτόν”. Τὸ ἐσώτερο εἶναι σ’ αὐτὴν

σαφῶς ἔννοια, ἀλλὰ δὲν γνωρίζει ἀκόμη τὴ φύση τῆς ἔννοι-

ας»78. Ἡ κίνηση τῆς Φαινομενολογίας ἔχει ὁλοκληρωθεῖ (ἔ -

στω ὁ πρῶτος κύκλος της) καὶ ἡ ἀναλήθεια τῆς γνώσης καὶ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 167

77. Ὁ W. Bonspieren διαγιγνώσκει τὴν ἑνότητα ἀντικειμένου καὶ αὐτο-

συνειδησίας στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Ἰένας, ὅπου τὸ ἀντικείμενο ὡς καθα -

ρὸ Εἶναι τῆς αἰσθαντικῆς συνείδησης εἶναι ἀρνητικὴ ἑνότης, τὸ ἀντίθετο τοῦ

ἑαυτοῦ του καὶ ἔτσι σὲ ἄμεση ἑνότητα μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία, ἀπειρία καὶ

ζωή. W. Bonspieren, Der Begriff der Negativität, ὅ.ἀ., 183.

78. Phän. 101. «Dies Innere ist ihm daher ein Extrem gegen es; aber es ist

ihm darum das Wahre, weil es darin als in dem Ansich zugleich die Gewissheit

seiner selbst oder das Moment seines Fürsichseins hat; aber dieses Grundes ist

es sich noch nicht bewusst, denn das Fürsichsein, welches das Innre an ihm

selbst haben sollte, wäre nichts anderes als die negative Bewegung, aber diese

ist dem Bewusstsein noch die gegenständliche verschwindende Erscheinung,

noch nicht sein eignes Fürsichsein; das Innre ist ihm daher wohl Begriff, aber

es kennt die Natur des Begriffs noch nicht».

συνείδησης τοῦ ἀντικειμένου εἶναι ἤδη καὶ μόνο ἀναλήθεια

τῆς αὐτοσυνειδησίας, ἀναλήθεια τοῦ ἑαυτοῦ της, τῆς διαλε-

κτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀξίωσής της στὴν θέση τοῦ ἄλλου.

Στὴ Φαινομενολογία ἡ αὐτοθεσπιζόμενη διαλεκτικά-αὐ -

τοκριτικὰ ἔννοια προβαίνει συνεχῶς σὲ μιὰ δευτερογενῆ ἐξω-

τερικὴ σύγκριση πρὸς τὸ καθαυτὸ ἀντικείμενο ποὺ παραμένει

ἐξωτερικὸ τῆς ἴδιας. Πρὸς αὐτὸ εἶναι αὐτὴ συνεχῶς ἐκστα-

τικὴ καὶ διαλεκτική-αὐτοκριτική, ἐξερχόμενη στὴ θέση του ἢ

ἀντίστοιχα μεταφέροντας τὸ καθαυτὸ στὸ κέντρο της καὶ θέ-

τοντάς το ὡς τὸ ἐκστατικά, αὐτοκριτικὰ ἀενάως σκοπούμενο

καθαυτὸ τοῦ διεαυτό της. Ὑπάρχει πάντα ἕνα θετικὸ καθαυτὸ

ὡς Εἶναι ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἔννοια. Στὴν Λογικὴ τῆς Ἔννοι-

ας τὸ καθαυτὸ Εἶναι εἶναι μὲν ἔννοια, ἀλλὰ παραμένει ἐπίσης

ἡ ὑπέρβαση πρὸς τὴν ἀντιφατικὴ ὑπόθεσή της. Δὲν ὑπάρχει

μὲν ἐξωτερικὴ σύγκριση καὶ κίνηση πρὸς ἕνα ἐξωτερικὸ κα-

θαυτὸ γιὰ αὐτοδιόρθωση, ἡ ἴδια ὅμως ἡ διαλεκτική-αὐτοκρι-

τικὴ κίνηση μεταβαίνει ἐσωτερικὰ πλέον στὸ ἀντιφατικὸ κα-

θαυτὸ ὡς ἔννοια θεσπισμένη ἀπὸ τὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

ἀπόδειξη τῆς ἰσχύουσας ἀληθοῦς ἔννοιας ποὺ αὐτοδιαψεύδε-

ται καὶ ὑποθέτει τὴν ἀντίφασή της, πρὸς τὴν ὁποία θὰ ἀπο-

δειχθεῖ διαλεκτικά-αὐτοκριτικά. Τὸ καθαυτὸ εἶναι μόνο κα-

θαυτὸ τοῦ διεαυτὸ τῆς ἔννοιας καὶ ὄχι πιὰ ἐξωτερικὸ καθαυ-

τό, ὅπως στὴν Φαινομενολογία. Οἱ δύο ἀντιφατικὲς ἔννοιες

στέκονται ὅμως ἡ μιὰ ἀπέναντι στὴν ἄλλη. Ἡ ἄρνησή τους

εἶναι ἐξωτερική, προέρχεται ἀπὸ κάτι δεδομένο ὡς πρώτη ἀρ -

νηθεῖσα στιγμή, στὴν ὁποία ἐφαρμόζεται καὶ ἀρχίζει ἡ ἀπο-

δεικτικὴ κίνηση. Στὴν Λογικὴ τῆς Οὐσίας δὲν ξεκινᾶ πιὰ ἡ κί-

νηση ἀπὸ μιὰ δεδομένη ἔννοια (ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ Εἶναι ὡς

ἀρχὴ στὴν Λογικὴ τοῦ Εἶναι) γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ μετὰ ἡ

ἀντιφατικὴ ὡς ἐσωτερικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ὑπόθεση

ἑνὸς ὑπερβαίνοντος ἀρνητικοῦ καθαυτό, πρὸς τὸ ὁποῖο ἔχει

μεταβεῖ ἐκστατικὰ καὶ αὐτοκριτικὰ ἡ πρώτη στιγμὴ (über -

gegangen ist), παρὰ ἤδη ἡ πρώτη εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς αἰ -

σθητικῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς κινητήριας δύναμης. Τὰ

168 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

πάντα ἔχουν ἀναιρεθεῖ ἤδη στὴν ἀποδεικτικὴ κίνηση ἀπὸ τὴν

κενὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ δύναμη καὶ θεσπίζονται ἀπὸ

αὐτὴ χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἕνα δεδομένο ἀρχικὸ καθαυτὸ Εἶναι

καὶ τὸ διεαυτό του ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο. Ἡ αὐτοκριτική-διαλε-

κτικὴ ἀποδεικτικὴ δύναμη ἔχει ἀναδειχθεῖ πλήρως ὡς ἡ κινη-

τήρια δύναμη καὶ ἔχει ἀναιρέσει στὴν κίνησή της κάθε δεδο-

μένο Εἶναι καὶ κάθε ἔννοια. Ἡ πρώτη διαλεκτικὴ στιγμὴ πλέ-

ον θὰ τεθεῖ ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ αὐτὴ θεσπιστικὴ καὶ ἀναιρε-

τικὴ δύναμη ποὺ εἶναι αὐτὴ ποὺ κινεῖ τὴν διαλεκτικὴ διαδικα-

σία ἤδη ἀπὸ τὴν Φαινομενολογία, ἀλλὰ τώρα πιὰ ἀναδύεται

ἐνσυνείδητα ὡς ἡ κινητήρια κενὴ δύναμη χωρὶς καθόλου πε-

ριεχόμενο, χωρὶς πρώτη δεδομένη στιγμή. Ἡ πρώτη στιγμὴ

θὰ εἶναι ὡς οὐσία ἀποτέλεσμα τῆς αἰσθητικῆς θέσπισης τῆς

αὐτοκριτικῆς-διαλεκτικῆς αὐτῆς δύναμης ποὺ γιὰ νὰ τὴν θε-

σπίσει ἔχει ἤδη ἀρνηθεῖ καὶ ἀναιρέσει διορθωτικὰ διαλεκτικά-

αὐτοκριτικὰ τὴν ὑπόθεση ἑνὸς δεδομένου καθαυτὸ καὶ διεαυτὸ

ἐννοιακοῦ Εἶναι. Ἡ ἴδια ἡ ἀπόδειξη καὶ ἡ ἀληθευτικὴ κίνηση

ὑπερέχει καὶ προϋποτίθεται τοῦ Εἶναι καὶ κάθε ἔννοιας.

Στὴν ἀποδεικτικὴ καὶ ἀληθευτικὴ κίνηση δὲν ὑπάρχει μιὰ

δεδομένη ἀρχικὴ στιγμὴ γιὰ ἄρνηση παρὰ ἡ προτρέχουσα

ἄρνησή της ὡς διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ θέσπιση ἔχει συνείδη-

ση ὅτι ἔχει ἀρνηθεῖ ἤδη αὐτὴ τὴν ἀρχικὴ στιγμὴ καὶ ὅτι αὐτὸ

ποὺ θεσπίζει διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ὡς πρώτη στιγμὴ εἶναι

ἤδη μιὰ ἄρνηση κάποιου ποὺ δὲν ἔχει ὑπάρξει ὡς πρώτη στιγ-

μή. «Τὸ Εἶναι εἶναι Μή-εἶναι στὴν οὐσία. Ἡ μηδενιστικότητά

του καθ’ αὑτὴ εἶναι ἡ ἀρνητικὴ φύση τῆς ἴδιας τῆς οὐσίας. Ἡ

ἀμεσότης ὅμως καὶ οὐδετερότητα τὴν ὁποία περιέχει αὐτὸ τὸ

Μή-εἶναι εἶναι ἡ ἴδια ἀπόλυτη καθαυτότητα τῆς οὐσίας. Ἡ

ἀρνητικότης τῆς οὐσίας εἶναι ἡ ὁμοιότης της μὲ τὸν ἴδιο της

τὸν ἑαυτὸ ἢ ἡ ἁπλή της ἀμεσότης καὶ οὐδετερότης. Τὸ Εἶναι

διατηρεῖται στὴν οὐσία, καθ’ ὅσον αὐτὴ στὴν ἄπειρη ἀρνητι-

κότητά της ἔχει αὐτὴ τὴν ὁμοιότητα μὲ τὸν ἑαυτό της»79. Ἡ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 169

79. Wesenslogik 21. «Das Sein ist Nichtsein in dem Wesen. Seine Nichtig-

ἴδια ἡ οὐσία τοῦ Εἶναι ποὺ διατηρεῖται καὶ ἀναδεικνύεται εἶναι

ἡ ἀποδεδειγμένη αὐτοομοιότης καὶ ἀρνητικότης ἔναντι τοῦ

ἄλ λου, ἀλλὰ πρωτίστως ἔναντι ἑνὸς δεδομένου καὶ ἀναπόδει-

κτου ἑαυτοῦ. Ἡ προτρέχουσα αὐτὴ ἄρνηση εἶναι κυρίως ἄρνη-

ση ἑνὸς ὑποτιθέμενου δεδομένου πρώτου ἑαυτοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ

ἔπρεπε στὴ συνέχεια νὰ γινόταν ἀρνηθεὶς ἀπὸ τὸ ἄλλο. Αὐτὸς

ἔχει ἤδη ἀναιρεθεῖ στὴν ἀληθευτικὴ καὶ ἀποδεικτικὴ κίνηση,

ἡ ὁποία προϋποτίθεται πλέον κάθε θεσπιζόμενης στιγμῆς. Εἶ -

ναι δηλαδὴ ὄχι ἄρνηση αὐτοῦ ὡς συγκεκριμένου παρὰ προτρέ-

χουσα ἄρνηση ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη ἀρνητέο ἢ ἀρνηθὲν ἀντικεί-

μενο ἀπὸ μιὰ ἀρνούμενη δεδομένη θέση, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ δύ-

ναμη πλήρως ἐλεύθερης ἀπὸ περιεχόμενο ἄρνησης, διόρθωσης

καὶ θέσπισης ποὺ ὁδηγεῖ ἔτσι καὶ στὴν αὐτοκριτικὴ θέσπιση

τοῦ ἑαυτοῦ ἔναντι –καὶ ἐκστατικὰ καὶ διαλεκτικὰ στὴν θέση–

καὶ τοῦ ἀρνουμένου ἄλλου. «Αὐτὴ ἡ σχέση τοῦ ἀρνητικοῦ ἢ

τῆς μὴ αὐτοτέλειας πρὸς τὸν ἑαυτό της εἶναι ἡ ἀμεσότης της.

Εἶναι κάποιο ἄλλο ἀπ’ ὅ,τι αὐτὸ τὸ ἴδιο. Εἶναι ἡ διακριτικότη-

τά του ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του, ἢ εἶναι ἡ ἄρνηση ἐναντίον τοῦ

ἀρνητικοῦ. Ἁλλὰ ἡ ἄρνηση ἐναντίον τοῦ ἀρνητικοῦ εἶναι ἡ μό-

νο πρὸς τὸν ἑαυτό της σχετιζόμενη ἀρνητικότης, ἡ ἀπόλυτη

ἄρ ση τῆς ἴδιας τῆς διακριτικότητας. (…) ἡ οὐσία εἶναι ἡ ἐμ -

φάνιση τοῦ ἑαυτοῦ της στὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό»80. Αὐτὴ ἡ

ἀρνητικότης ὡς ἀναστοχασμὸς (Reflexion) εἶναι ἀπελευθέ-

170 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

keit an sich ist die negative Natur des Wesens selbst. Die Unmittelbarkeit oder

Gleichgültigkeit aber, welche dies Sein enthält, ist das eigene absolute Ansich-

sein des Wesens. Die Negativität des Wesens ist seine Gleichheit mit sich selbst

oder seine einfache Unmittelbarkeit und Gleichgültigkeit. Das Sein hat sich im

Wesen erhalten, insofern dieses an seiner unendlichen Negativität diese

Gleichheit mit sich selbst hat».

80. Wesenslogik 23. «Diese Beziehung des Negativen oder der Unselbst -

ständigkeit auf sich ist seine Unmittelbarkeit; sie ist ein Anderes als es selbst;

sie ist seine Bestimmtheit gegen sich, oder sie ist die Negation gegen das Ne-

gative. Aber die Negation gegen das Negative ist die sich nur auf sich bezie-

hende Negativität, das absolute Aufheben der Bestimmtheit selbst. (…) das

Wesen ist das Scheinen seiner in sich selbst».

ρωση ἀπὸ κάθε προϋπόθεση, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἄρνηση τοῦ

ἄλλου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ, δηλαδὴ ἡ ἄφιξη σὲ μιὰ ἀρ νητικότητα

ποὺ προτρέχει (Voraussetzen)81 κάθε συγκεκριμένης ἄρνησης

καὶ ὡς ἡ ἴδια ἡ ἀληθευτικὴ κίνηση θεσπίζει πλήρως αὐτοκρι-

τικά-διαλεκτικὰ τὴν πρώτη στιγμή ὡς ἐπίφαση χωρὶς πρωτό-

τυπο. «Αὐτή ἡ διαφορὰ εἶναι ἡ διαφορὰ καθ’ αὑτὴ καὶ δι’ ἑαυ-

τή, ἡ ἀπόλυτη διαφορά, ἡ διαφορὰ τῆς οὐσίας. (…) ὄχι διαφορὰ

μέσω ἑνὸς ἐξωτερικοῦ, παρὰ πρὸς τὸν ἑαυτό της σχετιζόμενη,

ἑπομένως ἁπλὴ διαφορά. Εἶναι οὐσιῶδες νὰ συλλάβουμε τὴν

ἀπόλυτη διαφορὰ ὡς ἁπλή. Στὴν ἀπόλυτη διαφορὰ τοῦ Α καὶ

μή-Α ἀναμεταξύ τους εἶναι τὸ ἁπλὸ μή, τὸ ὁποῖο ὡς τέτοιο

ἀποτελεῖ τὴν ἴδια»82. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀρνητικὴ ἑνότητα83

τῶν δύο μερῶν, ἡ ὁποία χωρίζει ἀλλὰ καὶ ἑνώνει ἀκριβῶς ἐν -

τὸς τῆς διήκουσας, ἐριζομένης καὶ ἐλεύθερης ἀπὸ κάθε περιε-

χόμενο ἀρνητικότητας ποὺ ἀποτελεῖ τὸν κινητήριο πυρήνα

τῆς ἀποπεράτωσης τῆς περιφρούρησης, διόρθωσης καὶ ἀπό-

δειξης τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας. Αὐτὴ ἡ καθαρὴ

καὶ ἀφηρημένη ἀρνητικότης, ἀρνητικὴ δύναμη τῆς διαλε-

κτικῆς-αὐ τοκριτικῆς αὐτοθέσπισης, προτρέχουσα ἔναντι

ἑαυτοῦ καὶ τοῦ ἄλλου ὡς οὐσία τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἀλήθειας

δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι ἄρνηση τινός, ἀρνητικότητα μὲ τὴν

ἀξίωση τοῦ Εἶναι, τῆς πλήρως διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀπο-

δεδειγμένης οὐσίας του ὡς ἰδιότροπης καὶ μόνης ἔννοιας καὶ

πραγματικότητας τοῦ Εἶναι ἀπὸ τὴν καθαρὴ ἀληθευτικὴ καὶ

ἀποδεικτικὴ δύναμη καὶ κίνηση.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 171

81. Wesenslogik 26.

82. Wesenslogik 46. «Dieser Unterschied ist der Unterschied an und für

sich, der absolute Unterschied, der Unterschied des Wesens. (…) nicht Unter-

schied durch ein Äusserliches, sondern sich auf sich beziehender, also einfa-

cher Unterschied. – Es ist wesentlich, den absoluten Unterschied als einfachen

zu fassen. Im absoluten Unterschied des A und Nicht-A voneinander ist es das

einfache Nicht, was als solches denselben ausmacht».

83. Wesenslogik 51, «negative Einheit». Ἴδε καὶ Wesenslogik 47, 57, 64

ff., 80, 93, 121.

Τίποτε δὲν προϋποτίθεται ὡς δεδομένο καὶ καμία ὀντολογι -

κὴ ἢ λογικὴ ἀρχὴ δὲν ἰσχύει ἀξιωματικά, παρὰ ἡ ριζικὴ προ-

ϋπόθεση εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀληθευτικὴ κίνηση καὶ ἀπόδειξη. Ὁ

Χέγκελ δὲν ἀποδέχεται τὶς ἀναλυτικὲς προτάσεις τοῦ Κὰντ

ἀπὸ ἀρχὲς ποὺ ὑπαγάγουν στὴν δεδομένη ἰσχύ τους τὰ ἀπὸ

αὐτὲς καθοριζόμενα. Καὶ τὸ πιὸ ἁπλὸ ἀξίωμα, ὅπως αὐτὸ τῆς

ἄμεσης ταυτότητας, εἶναι μιὰ συνθετικὴ πρόταση γιατὶ τίθε-

ται σὲ κίνηση, ἀναιρεῖται στὴν ἀληθευτική-ἀποδεικτικὴ κίνη-

ση καὶ εἶναι πιὰ ἀποδεδειγμένο συμπέρασμα. Ἡ ἀπόδειξη καὶ

ἡ ἀληθευτικὴ κίνηση ὑπερισχύει τοῦ δεδομένου Εἶναι καὶ τοῦ

Εἶναι ὡς δεδομένης ἔννοιας. Ἡ ἀληθευτικὴ καὶ ἀποδεικτικὴ

κίνηση ἀναιρεῖ κάθε δεδομένη ἀρχὴ ἐντὸς μιᾶς προτρέχουσας

ἀντίφασης, ἀρνητικότητας, ἀμφισβήτησης, ἑνὸς ἀρνητικοῦ

ἐσώτερου ἀρχικοῦ πλέον ὑποστρώματος84 ποὺ εἶναι ἡ τραγικὴ

οὐσία τῆς ἴδιας τῆς ἀξίωσης γιὰ ἀλήθεια ποὺ ἕλκει ἤδη τὰ

πάντα ὑπὸ τὴν βαρύτητα τῆς ἀξίωσής τους, ὑπὸ τὴν ἐλλειπτι -

κὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη καὶ ἀλήθευσή τους, ἡ

ὁποία τὰ κινεῖ, προϋποθέτει, θεσπίζει καὶ ἀναιρεῖ τὰ φαντά-

σματά τους πρὶν κὰν ὑπάρξουν. Ἡ οὐσία ἀποτελεῖ τὴν πρώτη

στιγμὴ τῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς θέσπισης ποὺ ξεκινᾶ

καὶ προϋποτίθεται χωρὶς νὰ ἔχει δεδομένη πρώτη στιγμὴ ὡς

Εἶναι ἢ ἔννοια τοῦ Εἶναι, ὅπως στὴν Φαινομενολογία ἢ στὴν

Λογικὴ τοῦ Εἶναι85. Δὲν ὑπάρχει ἁπλῶς ἐξωτερικὴ ἀντίφαση,

172 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

84. Μποροῦν νὰ σημειωθοῦν οἱ τρανταχτὲς συνάφειες πρὸς τὸν Μ. Hei-

degger κυρίως λίγο μετὰ τὸ 1927, ἀλλὰ καὶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πε-

ρίοδο, ἡ ὁποία ἀποτυπώνεται στὰ δοκίμια του γιὰ τὴν Μεταφυσικὴ ποὺ πε-

ριέχονται στὸν Wegmarken Bd. 9 G.A..

85. Wesenslogik 35. «Die Qualität geht durch ihre Beziehung in Anderes

über; in ihrer Beziehung beginnt ihre Veränderung. Die Reflexionsbestim-

mung hingegen hat ihr Anderssein in sich zurückgenommen. Sie ist Gesetzt -

sein, Negation, welche aber die Beziehung auf Anderes in sich zurückbeugt,

und Negation, die sich selbst gleich, die Einheit ihrer selbst und ihres Anderen

und nur dadurch Wesenheit ist. Sie ist also Gesetztsein, Negation, aber als Re-

flexion-in-sich ist sie zugleich das Aufgehobensein dieses Gesetztseins, un-

endliche Beziehung auf sich». Καὶ 45. «Es erhellt hieraus, dass der Satz der

ἀρνητικότητα οὔτε κίνηση ἢ σχέση μεταξὺ ἀντιφατικῶν με -

ρῶν. Ἡ ἀρνητικότητα προϋποτίθεται ἤδη ὡς οὐσιώδης πυρή-

νας, ἐπὶ τοῦ ὁποίου κινεῖται ἀληθευτικὰ καὶ ἀποδεικτικὰ ὅ,τι

ἀξιώνει, ὅτι ὑπάρχει καὶ ἰσχύει καὶ μόνο ἀπὸ αὐτὴ τὴν κίνηση

θεσπίζεται ὡς ὑπαρκτὸ ἢ ἰσχῦον. Ἡ ἀληθευτικὴ κίνηση καὶ

διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη προϋποθέτει τὴν ἤδη ἀπὸ

αὐτὴ ἀναιρεθεῖσα ἐπίφαση τῆς ἐν τέλει πρώτης θεσπισμένης

στιγμῆς. Ἡ ἀρνητικότητα ἑνὸς ἀρνητικοῦ δεδομένου ἐξωτερι-

κοῦ ὑπάρχοντος καθαυτὸ προϋποτίθεται ἤδη ὡς ἐσωτερικευ-

μένο καὶ ἀενάως σκοπούμενο πλήρως ἀρνητικὸ καθαυτὸ ποὺ

πυροδοτεῖ τὴν χωρὶς ἀρχικὸ δεδομένο περιεχόμενο κίνηση τῆς

ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας στὴν πλήρως ἀποπερατω-

μένη διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἐκδοχή της, ἡ ὁποία ὡς ἀλη-

θευτικὴ κίνηση ἀπόδειξης ἔχει ἀναιρέσει ἤδη κάθε δεδομένο

Εἶναι καὶ κάθε ἔννοια ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμφανιστεῖ μόνο ὡς ἐπί-

φαση στὸ συμπέρασμα αὐτῆς τῆς κίνησης. «Ὁ ἀναστοχα -

σμὸς εἶναι ἡ ἐμφάνιση τῆς οὐσίας ὡς ἐπίφασης στὸν ἴδιο της

τὸν ἑαυτό»86. «Ἡ ἐπίφαση στὴν οὐσία δὲν εἶναι ἐπίφαση (φάν-

τασμα) κάποιου ἄλλου, παρὰ εἶναι ἡ ἐπίφαση καθαυτή, ἡ ἐπί-

φαση τῆς ἴδιας τῆς οὐσίας»87.

Μὲ τὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἐπίρρωση καὶ ἀπόδειξη

τῆς ἰσχύουσας ἀλήθειας δηλώνεται ἡ ἀναπόδραστη τραγικὴ

ἀνάγκη ἀπόδειξης καὶ αὐτεννοιοδότησης κάθε ἀληθοῦς μορ -

φῆς ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν λειτουργικὴ καὶ κριτικὴ δύναμή της, ἀπὸ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 173

Identität selbst und noch mehr der Satz des Widerspruchs nicht bloss analyti-

scher, sondern synthetischer Natur ist. Denn der letztere enthält in seinem

Ausdrücke nicht nur die leere, einfache Gleichheit mit sich, sondern nicht al-

lein das Andere derselben überhaupt, sondern sogar die absolute Ungleichheit,

den Widerspruch an sich. Der Satz der Identität selbst aber enthält, wie an ihm

gezeigt wurde, die Reflexionsbewegung, die Identität als Verschwinden des

Andersseins».

86. Wesenslogik 35. «Die Reflexion ist das Scheinen des Wesens in sich

selbst».

87. Wesenslogik 22. «– der Schein im Wesen ist nicht der Schein eines An-

deren, sondern er ist der Schein an sich, der Schein des Wesens selbst».

τὴν ἴδια τὴν ἐλεύθερη περιεχομένου ἰσχὺ καὶ ἀξίωσή της. Ἡ

ἰσχὺς καὶ ἀξίωσή της δὲν εἶναι αὐτονόητη, παρὰ ὀφείλει νὰ

παριστάνεται συνεχῶς ὡς ζωντανὴ ἀπόδειξη καὶ κίνηση ἀπὸ

τὴν τελικὴ κριτικὴ καὶ αἰσθητικὴ δύναμή της. Αὐτὴ ἡ ἀξίω-

ση, ἰσχὺς καὶ δύναμη τῆς ἀλήθειας ὡς παράστασης ἀπὸ τὴν

τελικὴ δύναμή της εἶναι ὅμως ἐλλειπτική, ἀφοῦ ἀδυνατεῖ νὰ

ἐρωτήσει καὶ νὰ ἐρευνήσει τὴν ἐκπήγαση τῆς ἀλήθειας ἀπὸ

ἐκεῖ ὅπου αὐτὴ ἐρωτᾶται ριζικά, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια

καὶ ἀπὸ τὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο, τοῦ ὁποίου ἡ ἐρώτηση ὑπε-

ρακοντίζει κάθε ὑπαρκτὸ καὶ κάθε κριτήριο ἀλήθειας. Ἡ ἔν -

νοια τῆς ἀλήθειας ἔτσι στὴν ριζικὴ λειτουργία της καὶ στὴν

ζωντανὴ παράσταση καὶ ἀπόδειξή της παραμένει μόνο ἀπο-

λογία, διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ περιφρούρηση καὶ ἀπόδειξη

τοῦ ἑαυτοῦ της ἔναντι μιᾶς ἐρώτησης καὶ ἑνὸς χώρου, στὸν

ὁποῖο εἶναι ἀνεπαρκὴς καὶ ἐλλειπτική. Ἔτσι εἶναι τὸ τρίτο βι-

βλίο τῆς Λογικῆς τῆς ἔννοιας (Beggriffslogik) ὄχι πιὰ ἡ ἀν -

εύρεση τῆς τελικῆς ἔννοιας, ἐννοιοδότησης καὶ αὐτεννοιοδό-

τησης ὅλων, ἀλλὰ ἡ συγκέντρωση καὶ κίνηση τῶν ἐννοιῶν

μεταξύ τους, ἡ ἀπόδειξη ὡς φορμαλιστικὴ καὶ αἰσθητικὴ τρα-

γικὴ πράξη (Urteil) καὶ ὄχι πιὰ ἡ ἀνεύρεση μιᾶς τέτοιας τε-

λικῆς περιεκτικῆς αὐτεννοιοδότησης ποὺ ἐπιδιώκουν τόσο ἡ

Φαινομενολογία ὅσο καὶ ἡ Λογικὴ τοῦ Εἶναι καὶ τῆς Οὐσίας.

Εἶναι λοιπὸν ἡ Φαινομενολογία ὡς ἀπόδειξη μιὰ μόνο στιγμὴ

ἀναγκαία, ἀλλὰ καὶ ὑπερβατὴ στὴν πορεία τοῦ ἀπολύτου

πρὸς τὸν τελικὸ ἑαυτό του ἢ μήπως ὁ Χέγκελ ἀποδέχεται τὸ

ἀναπόδραστο καὶ τὴν τραγωδία τοῦ ἐρωτήματος τῆς ἀπόδει-

ξης τῆς ἰσχύουσας ἀλήθειας τόσο στὴν Φαινομενολογία ὅσο

καὶ στὴν Λογική, στὴν ὁποία καμία τελικὴ ἔννοια θεσπισμέ-

νη ἀπὸ τὸ μὴ περιεχομενολογικὸ κριτήριο δὲν δίνει ἀπάντηση

καὶ ὅπου κάθε πράξη καὶ μορφὴ συντρίβεται ἀπὸ τὸ βάρος τῆς

ἀπόλυτης ἀξίωσής της γιὰ ἰσχὺ ποὺ εἶναι ἐλλειπτική; Ἡ μέ-

γιστη ἰσχὺς καὶ ἔξοδος ἀπόδειξης καὶ ἐπίδειξης τῆς ἰσχύος

τῆς ἀλήθειας, ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἔκσταση, ὁδηγεῖται

τραγικὰ πίσω στὴν ἐσωτερίκευση καὶ κατάρρευση στὴν ἰδιό-

174 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

τροπη88 καὶ πλήρως αὐτοκριτικὴ κενὴ δύναμη ἀξίωσης γιὰ

ἰσχύ, θέσπισης καὶ ἀπόδειξης, ὅπως ὁ τραγικὸς ἥρωας ὁ παν-

τοπόρος ἄπορος89. Ἡ φοβερὴ δύναμη τῆς ἀρνητικότητας90

μπορεῖ νὰ μὴν σταματᾶ πουθενὰ διεκδικώντας τὴν ἀποδει-

κτέα ἀλήθεια τῶν ἀντιφατικῶν μερῶν καὶ κάθε θεσπισμένης

ἔννοιας, ἀλλὰ ἁπλῶς ὑφαρπάζει, ὁδηγεῖ καὶ ἐπιστρέφει τὴν κί-

νηση στὴν διήκουσα ἐριζόμενη καὶ διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ

ἀποδεδειγμένη ἀρνητικότητα ὅλων τῶν θεσπιζομένων μορφῶν

(dur chaus immanent Bleibendes), στὴν διονυσιακὴ χορευτικὴ

κίνηση ποὺ πυροδοτεῖ ἡ τραγικὴ αἰσθητικὴ δύναμη ἀπόδειξης

τῆς ἀλήθειας.

Ἤδη στὴν Φαινομενολογία καὶ ὄχι μόνο στὴν Λογικὴ ἡ

προϋπόθεση τοῦ ἀποδεικτέου ἀπολύτου, ἡ ἐπαληθευτικὴ κίνη-

σή του πρὸς τὸν ἑαυτό του ὁδηγεῖ στὴν κατάρρευση καὶ συν-

τριβή του ὑπὸ τὴν βαρύτητα τῆς ἀπόδειξης τοῦ ἑαυτοῦ του

ἔναντι τοῦ μηδενός, τῆς ἀναλήθειας, τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώ-

ρου. Ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ τραγωδία του91. Ἡ Φαινομενολογία περιέ-

χει ἐντός της τὴν Λογικὴ ὡς θεμέλιο καὶ κινητήρια δύναμη,

δηλαδὴ τὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ αὐτεννοιοδότηση ἔναντι

τοῦ δεδομένου ἄλλου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ, καὶ ἡ Λογικὴ τὴν Φαι-

νομενολογία τὴν ἀπόδειξη ἔναντι ἑνὸς χώρου ἀμφισβήτησης

καὶ δοκιμασίας. Ἡ δοκιμὴ καὶ ὑπόθεση τῆς Φαινομενολογίας

εἶναι ἀναγκαία στιγμὴ καὶ οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς Λο-

γικῆς ἄσχετα ἂν ὑπάρχει ἡ πρόθεση τῆς ὑπέρβασής της καὶ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 175

88. Ὅπως ἤδη εἴδαμε π.χ. στὸ τέλος τῆς Φαινομενολογίας (Phän. 511

κ.ἑ.).

89. Μαζὶ μὲ τὸν R.-M. Rilke ρωτᾶ ὁ Heidegger: «Wozu Dichter?» (Holz-

wege, Bd 5 Α). Ὁ τραγικὸς ἄνθρωπος ἀποδεικνύεται ἄπορος. Ἡ παντοπορία

του καὶ πρωτοπορία του ἐπιστρέφει στὴν ἀρχικὴ ἀπορία. Ὄψεις καὶ ἀπόψεις

γιὰ αὐτὴν τὴν τραγικὴ μὰ καὶ μεταμοντέρνα ἀπορία τοῦ ἀνθρώπου ἴδε: Κ.

Δεληκωνσταντῆ, Παντοπόρος ἄπορος; Νεωτερικὲς καὶ μετανεωτερικὲς πε-

ριπέτειες τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ στοχασμοῦ, Ἁθήνα 2003.

90. Phän. 25-26.

91. Phän. 16 καὶ 41 ὅπου ἡ «Sichselbstgleichheit» γίνεται «reine Negati-

vität» «Ungleichheit mit sich».

τῆς ἄφιξης σὲ μιὰ τελικὴ καὶ αὐτάρκη στὴν ἐσωτερικότητά

της ἔννοια ὡς «νόησιν νοήσεως». Ὅμως ἡ ἐλλειπτικὴ ἔννοια

τῆς ἀλήθειας ὡς ἐπαλήθευση, περιφρούρηση καὶ ἀπόδειξη τοῦ

ἑαυτοῦ της, τὴν ὁδηγεῖ συνεχῶς στὴν μετακριτηριολογικὴ

ἐκ στατική της ἀπόδειξη καὶ ἐπίδειξη τῆς ἀκριβῶς ἐλλειπτι -

κῆς ἰσχύος της. Στὴν Φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας παρουσιάζεται

ἡ θεοδικία92 δηλαδὴ αὐτοκριτική-διαλεκτικὴ δικαιολόγηση,

ἀπολογία καὶ αὐτεννοιοδότηση τοῦ λόγου καὶ τοῦ «Θεοῦ» ἔ -

ναντι τῆς ἐμφάνισής του στὴν Ἱστορία, στὴν ἀδικία, στὸ κακὸ

καὶ στὸ ἀντιφατικὸ καὶ χαοτικὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι ποὺ ἀπο-

τελεῖ οὐσιῶδες στοιχεῖο καὶ τῆς Φαινομενολογίας καὶ τῆς Λο-

γικῆς. Ὁτιδήποτε ὑπάρχει στὸ πραγματικὸ καὶ ἱστορικὸ πεδίο

δικαιολογεῖται ὄχι ὡς εἶναι ἀλλὰ ἀναιρούμενο στὴν διαλεκτι-

κή-αὐτοκριτικὴ αὐ τεννοιοδότηση καὶ αὐταπόδειξη τοῦ Θεοῦ

καὶ τοῦ ἀπολύτου93 ποὺ ὡς κενὴ δύναμη δικαιολογεῖ ὡς λο-

γικὸ κάθε πραγματικὸ καὶ ἱστορικό. Ἔτσι μποροῦμε νὰ δοῦμε

καὶ τὴν Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου τοῦ Hegel σὲ ἑνότητα μὲ τὴν

Λογική του. Σ’ αὐτὴν δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἀνάδειξη ἑνὸς τε-

176 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

92. G. W. F. Hegel, Vorlesungen über die Philosophie der Geschichte,

Suhrkamp Verlag Bd 12, Frankfurt a.M., 1989 (ἐκ τοῦδε: Phi. Geschi.), σ. 28.

Ἡ ἱστορία εἶναι θέατρο αὐτῆς τῆς ἀπόδειξης (σ. 29). Φθάνει μήπως καὶ ὁ

Heidegger σὲ μιὰ τέτοια θεοδικία, σὲ μιὰ δηλαδὴ παράδοση ἄνευ ὅρων τῆς

Φαινομενολογίας καὶ Ἱστορίας στὴν αὐτεννοιοδοτούμενη ἔννοια ἑνὸς Θεοῦ

ποὺ ἐπαληθεύεται πλωτινικὰ στὸν κόσμο ὅταν στὴν συνέντευξη στὸ περιο-

δικὸ Spiegel ἀναφωνεῖ: «Nur ein Gott noch kann uns retten»; Μιὰ τέτοια θε-

οδικία καὶ αὐτεννοιοδότηση ὡς διήκουσα ἀρνητικότης ὅλων μπορεῖ ὅπως καὶ

στὸν Πλωτίνο νὰ ἐννοιοδοτήσει καὶ νὰ δικαιολογήσει ὡς λογικὸ κάθε ὑ -

παρκτὸ καὶ αὐτὸ συμβαίνει πλέον σαφῶς στὴν Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου. G. W.

F. Hegel, Grundlinien der Philosophie des Rechts, Reclam Verlag, Stuttgart,

1981, (ἐκ τοῦδε: Phi. Rechts) σ. 56. Σὲ σχέση μὲ αὐτὴν τὴν δικαιολόγηση,

ἐννοιοδότηση καὶ θεοδικία ἀναφέρεται ὁ Heidegger στὰ Beiträge (ὅ.ἀ.) καὶ

ἀλλοῦ γιὰ τὴν Rechtfertigung, Gerechtigkeit ὡς ἐξέλιξη τῆς Richtigkeit καὶ

σημειώνει τὸ ἀγεφύρωτο μὴ νενοημένο χάσμα, τὸ μοίρασμα σαὐτὸ ποὺ ἐμφα-

νίζεται ὡς παράσταση καὶ σαὐτὸ ποὺ κρύβεται ἐν ὄσῳ παριστάνεται. “Moi-

ra” στό: Vorträge und Aufsätze, Stuttgart, 1997, 223 κ.ἑ.

93. Phän. 33, 16, 41.

λικοῦ περιεκτικοῦ ὑποκειμένου, γιὰ θέσπιση τοῦ πραγματικοῦ

σὲ ἀναφορικότητα πρὸς ἕνα περιεχομενικὸ δεσμευτικὸ καν-

τιανὸ δέον ἢ πλατωνικό, ἰδεατὸ κόσμο, ἀλλὰ γιὰ μιὰ ἐκστα-

τικὴ αὐτοκριτικὴ ἀλλὰ καὶ τραγικὴ αὐτεννοιοδότηση ὡς τὴν

μόνη δυνατὴ καὶ πραγματικὴ ἔννοια τοῦ Εἶναι. Τελικὰ ὅμως,

ὅπως καὶ στὴν Λογικὴ ἔτσι καὶ στὴν Φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας,

ὅπου ὁ Hegel σημειώνει ὅτι ἡ ἔννοια ζεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό της

χωρὶς ἐξωτερικὴ «ὑλικότητα» πρὸς ἀνάλωση94, ἀλλὰ καὶ

στὴν Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου, ἡ ἔννοια ἔχει ἀνάγκη αὐτοῦ τοῦ

χώρου ἐμφάνισης95 καὶ ἀπόδειξής της, τοῦ θεάτρου, στὸ ὁποῖο

θὰ ἐπιβεβαιωθεῖ, θὰ ἐπιδειχθεῖ καὶ θὰ ἐπιστρέψει ἀπὸ τραγικὴ

ἀπορία πίσω στὴν ἄμορφη καὶ μεταπεριεχομενολογικὴ αἰσθη-

τικὴ δύναμη καὶ ἰσχύ της καταστρέφοντας αὐτὸν τὸν χῶρο

τῆς ἀλήθειάς της, στὸν ὁποῖο ἀληθινό, ἱστορικὸ εἶναι μόνο ὅ,τι

ἔγινε παρὸν ὡς αὐτὴ ἡ παράσταση καὶ ἐπίδειξη τοῦ κενοῦ

τραγικοῦ ἀπολύτου96. Τὸ ἱστορικὸ καὶ πραγματικὸ εἶναι ἀπο-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 177

94. Phi. Geschi. 21. «– der unendliche Inhalt, alle Wesenheit und Wahr-

heit, und ihr selbst ihr Stoff, den sie ihrer Tätigkeit zu verarbeiten gibt, denn

sie bedarf nicht, wie endliches Tun, der Bedingungen eines äusserlichen Ma-

terials, gegebener Mittlel, aus denen sie Nahrung und Gegenstände ihrer Tä-

tigkeit empfinge; sie zehrt aus sich und ist sich selbst das Material, das sie ver-

arbeitet;»

95. Αὐτόθι. «(…), so ist sie selbst dessen Betätigung und Hervorbringung

(sc. des Zwecks) aus dem Inneren in die Erscheinung nicht nur des natürlichen

Universums, sondern auch des geistigen – in der Weltgeschichte».

96. Phi. Rechts 58. «– Hic Rhodus, hic saltus – Das, was ist, zu begreifen

ist die Aufgabe der Philosophie, denn das, was ist, ist die Vernunft. Was das

Individuum betrifft, so ist ohnehin jedes ein Sohn seiner Zeit; so ist auch die

Philosophie, ihre Zeit in Gedanken erfasst. Es ist ebenso töricht zu wähnen, ir-

gendeine Philosophie gehe über ihre gegenwärtige Welt hinaus, als, ein Indivi-

duum überspringe seine Zeit, springe über Rhodus hinaus. Geht seine Theorie

in der Tat drüber hinaus, baut es sich eine Welt, wie sie sein soll, so existiert

sie wohl, aber nur in seinem Meinen einem weichen Elemente, dem sich alles

Beliebige einbinden lässt. Mit weniger Veranderung würde jene Redensart

lauten: Hier ist Rose, hier tanze». Τὸ τριαντάφυλλο τοῦ ὁποίου κέντρο εἶναι ὁ

σταυρὸς ἀποτελεῖ ἕνα λουθηρανικὸ σύμβολο μὲ μεταϊστορία καὶ παράδοση

τέλεσμα τῆς ἴδιας τῆς ἐκστατικῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς

κίνησης τῆς αἰ σθη τι κῆς δύναμης θέσπισης καὶ ἀποδεικτικῆς

καταστροφῆς. Γιαυ τὸ δὲν εἶναι τελικό, μόνιμο καὶ δεσμευτικό.

Εἶναι ἕνα τραγικὸ θέσπισμα μέχρι τὴν αὐτοκριτικὴ ἀναίρεσή

του, μιὰ στιγμὴ τοῦ διονυσιακοῦ χοροῦ, ἕνα στιγμιαῖο παρὸν

τῆς ἀληθευτικῆς κίνησης, γιατὶ τὰ πάντα ἔχουν ὑφαρπαγεῖ

ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν μεταπεριεχομενολογικὴ κίνηση καὶ ἀπόδειξη

ποὺ συμβαίνει ἐδῶ καὶ τώρα ἀναιρώντας κάθε στατικὸ περιε-

χόμενο. Ἁπομένει μόνο ἡ ἀληθευτικὴ κίνηση, ἡ τραγικὴ καὶ

αἰσθητικὴ ἀπόδειξη ὅλων τῶν στιγμῶν (Sich begreifen) ὡς

κίνηση τῆς διήκουσας, ἀποδεικτέας ἐριζομένης καὶ διαμεσο-

λαβημένης ἀρνητικότητας πάντων, ἡ συνεχὴς διαλεκτική-

αὐτοκριτικὴ ἐκστατικὴ αὐτεννοιοδότηση χωρὶς πιὰ ἀξίωση

γιὰ ἄφιξη σὲ μιὰ τελικὴ ἔννοια (Begriff). Ἡ θεοδικία καὶ δι-

καιολόγηση παντὸς ὑπαρκτοῦ ὡς φορμαλιστικὴ καὶ αἰσθη-

τικὴ κίνηση, ἐπίδειξη καὶ ἀπόδειξη (Urteilen, Rechtfertigung,

Manifestation), ἐκστατικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ αὐτεννοι-

οδότηση τῆς κενῆς ἐννοιοδοτικῆς καὶ αὐτομηδενιστικῆς δύνα-

μης εἶναι ἡ ἀποπεράτωση τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας καὶ ἀπό-

δειξης τῆς ἀλήθειας.

178 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

στὸ εὐαγγελικὸ οἰκοτροφεῖο τοῦ Tübingen ὅπου ἔμενε ὁ νεαρὸς Hegel. Σχετι -

κὰ ἴδε: H. Küng, Die Meschwerdung Gottes, ὅ.ἀ., 376 f. Κέντρο τοῦ

ἀνθρωπίνου λόγου εἶναι ἡ ἐννοιακὴ μὴ περιεχομενολογικὴ ἀρνητικότητα ποὺ

μπορεῖ καὶ ὀφείλει πιὰ νὰ δικαιολογήσει κάθε μορφὴ καὶ κάθε ὑπαρκτὸ

θεοδικιακὰ ὡς λογικὸ καὶ δικαιολογημένο. Ὁ πυρήνας τοῦ τραγικοῦ

ἀνθρώπου εἶναι τραγικός, αὐτοκριτικός, σκοτεινὸς καὶ κενός, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ

τραγικὴ δύναμή του θεσπίζει καὶ ἀναιρεῖ κάθε ἀπόπειρα. Ὁ Ὅμηρος ποὺ

δημιουργεῖ τὸν κόσμο στὴν ἐπικὴ διήγηση καὶ τὴν γλώσσα εἶναι τυφλός, ὁ

Τειρεσίας ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα τυφλός, ὁ Οἰδίποδας αὐτοτυφλώνεται. Ὁ

ὀφθαλμὸς εἶναι σκοτεινὸς χωρὶς περιεχόμενο γιὰ νὰ γνωρίζει τὰ πάντα. Ἡ

Χριστολογία τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀφαίρεσης τοῦ ὑπαρκτοῦ στὴν

ἐννοιοδοτοῦσα διήκουσα ἀρ νητικότητα ἀποτελεῖ βασικότατο μοτίβο τοῦ

προτεστάντη Hegel.

§14. Ἡ Χριστολογία στὸ Χέγκελ ὡς πρότυπο τῆς τραγικῆς

διονυσιακῆς ἐκστατικῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀ -

λη θευτικῆς κίνησης καὶ ἀπόδειξης.

Προϋπόθεση καὶ κίνητρο τῆς Φαινομενολογίας εἶναι ἡ Λο-

γική, ἡ ἀπόδειξη δηλαδὴ τοῦ ἀπολύτου, ἡ ἴδια ἡ ἐκστατικὴ

διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀληθευτικὴ κίνηση καὶ αὐτεννοιοδό-

τηση ποὺ ὑπερβαίνει κάθε δεδομένο ἀντικειμενικὸ ἢ ὑποκειμε-

νικὸ ἰσχῦον περιεχόμενο. Οἱ διαφορὲς καὶ ἀνισότητες στὸν κό-

σμο δὲν εἶναι δεδομένες ἔτσι ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ὑπαχθοῦν σὲ

μιὰ ἐξ ἴσου δεδομένη γενικότερη ἀνώτερη ἑνότητα καὶ σύνθε-

ση μὲ κάποια ἀφαίρεση καὶ ἐνοποίηση, παρὰ ἀποτελοῦν ἀγε-

φύρωτες ἀντιφάσεις τῆς ἴδιας τῆς ἀρνητικῆς κίνησης τοῦ ἀ -

πο λύτου ποὺ ἀναζητᾶ σὲ αὐτὴ τὴν κίνηση ἐν μέσῳ ἀντιφάσε-

ων τὴν ριζικὴ ἀλήθευση καὶ ἀπόδειξή του πέρα ἀπὸ κάθε δε-

δομένο περιεχόμενο. Γιαυτὸ ἡ μόνη ἑνότητά τους εἶναι ἡ κίνη-

ση τῶν ἀντιφατικῶν μερῶν πρὸς αὐτὴ τὴν ἐριζομένη καὶ διή-

κουσα ἀρνητικότητα καὶ ἀλήθεια ὡς διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

ἀπόδειξη πέρα ἀπὸ κάθε δεδομένο περιεχόμενο καὶ ὄχι μιὰ εὐ -

ρύτατη σύνθεσή τους ὑπὸ ἕνα πλατωνικοῦ τύπου ἑνοποιοῦν

περιεχόμενο. Ἡ ἐλεύθερη ἀναπόδεικτου περιεχομένου κενὴ ἀ -

ληθευτικὴ δύναμη θεμελίωσης καὶ ἀπόδειξης πέρα ἀπὸ κάθε

δεδομένο περιεχόμενο ποὺ τίθεται ἐντὸς τῆς ἀντίφασης σὲ ρι-

ζικὴ ἐρώτηση καὶ ἀναίρεση εἶναι ἱκανὴ νὰ παράσχει τὴν ἐρω-

τώμενη, ἐριζόμενη καὶ ἀποδεδειγμένη ἀλήθεια καὶ ἑνότητα.

Ἡ ἐρώτηση τῆς ἀλήθειας πέρα ἀπὸ κάθε δεδομένο περιεχόμε-

νο ὡς ἀρνητικότητα, ἀναιροῦσα ἰδιοτροπία καὶ ἀπόδειξη εἶναι

ἡ ἴδια ἡ οὐσία τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλή-

θειας καὶ μόνο ἀπὸ τὶς ἀντιφάσεις προχωρεῖ στὴν ἀνάδειξή

της. Ἡ ἀναζήτηση στὸν πρώιμο Hegel καὶ στὰ θεολογικά, πο-

λιτικὰ καὶ κοινωνικά του ἔργα τῆς προϊστορίας τῆς διαλεκτι -

κῆς του μεθόδου συμβάλλει ἐξαιρετικὰ στὴν ἀνίχνευση τοῦ

χα ρακτήρα τῆς γένεσης καὶ τῆς οὐσίας τῆς μεθόδου ἑνὸς με-

γάλου πνεύματος, τοῦ σπουδαστῆ θεολογίας, συγκατοίκου

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 179

τοῦ Hölderlin καὶ Schelling στὸ εὐαγγελικὸ οἰκοτροφεῖο τοῦ

Tübingen. Τὸ κλασσικότερο ἔργο περὶ αὐτοῦ εἶναι τοῦ G. Lu-

cacs Der junge Hegel97. ᾿Αλλὰ καὶ τὰ ἔργα τῶν O. Pöggeler,

D. Henrich, H. F. Fulda98. Ἐπίσης σὲ ἑλληνικὴ γλώσσα τοῦ

Κ. Ψυχοπαίδη99 καὶ Κ. Παπαϊωάννου100. Ὁ Hegel εἶναι ἐπη-

ρεασμένος ἀπὸ τὸν γαλλικὸ διαφωτισμὸ καὶ τὴν γαλλικὴ ἐ -

πανάσταση μὲ ἔντονα κοινωνικοπολιτικὰ καὶ θρησκευτικοθε-

ολογικὰ κίνητρα ὅμως παραμένει γερμανὸς ρομαντικός, «μυ-

στικιστὴς» καὶ προτεστάντης. Στὴν Φαινομενολογία του ἡ

προτεσταντικὴ Χριστολογία γίνεται ἔξοχο παράδειγμα κατα-

νόησης αὐτῆς καὶ τοῦ συστήματός του ἐν γένει. Ἁναζητεῖ τὴν

ἀνάσταση ἑνὸς νομιναλιστικοῦ πραγματικοῦ Θεοῦ στὸ πι-

στεῦον ὑποκείμενο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ρεαλιστικοῦ Θεοῦ καὶ

τῆς πίστης σ’ αὐτόν101. Δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ συνενώσει καὶ νὰ ὑπο-

κειμενικοποιήσει διαφωτιστικά, πλατωνικά, καντιανά, φι-

χτεϊ κὰ ἢ καὶ μαρξικὰ ἢ φωυερμπαχικὰ τὴν ἀλλοτριωμένη πε-

ριουσία τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἕνα ἀνθρώπινο ὑποκείμενο ὑπερβαί-

νοντας τὴν διάσπασή του μέσω μιᾶς τρίτης ἰδέας, παρὰ νὰ ἀ -

ναδείξει ἕνα νέο τύπο ἀνθρώπου ὡς διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

ἀποδεδειγμένη αὐτεννοιοδότηση, ἐριζόμενη ἀρνητικότητα καὶ

ἀλήθεια, ἀφηρημένη ἀρνητικότητα ὅλων τῶν ἀντιφατικῶν

καὶ γι’ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἐριζουσῶν καὶ ἐρωτωμένων μερῶν.

Ἐπιθυμεῖ νὰ ἱδρύσει ὡς ἀληθευτικὴ θεοφάνεια μιὰ νέα θρη-

σκεία, μὲ ἕνα νέο Θεό, μιὰ νέα ἀρχὴ ποὺ θὰ αὐτεννοιοδοτεῖται

συνεχῶς ἐκστατικά, διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ὡς παρόν, ὡς

τραγικὸς ἥρωας, ὡς ἀληθευτικὴ διονυσιακὴ κίνηση, ἐπειδὴ

ὑπάρχει μόνο τὸ παρὸν τῆς ζώσας ἀληθευτικῆς ἀπόδειξης καὶ

180 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

97. G. Lucacs, Der junge Hegel, Suhrkamp, Ulm 1973.

98. O. Pöggeler, Hegels Idee einer Phänomenologie, ὅ.ἀ., D. Henrich, He-

gel im Kontext, ὅ.ἀ., H.F. Fulda, Hegel, ὅ.ἀ.

99. Κ. Ψυχοπαίδης, Χέγκελ. Ἁπὸ τὰ πρῶτα πολιτικὰ κείμενα στὴν

Φαινομενολογία τοῦ Πνεύματος, Ἁθήνα, 2003.

100. Κ. Παπαϊωάννου, Χέγκελ, Ἁθήνα, 1992.

101. Phän. 452, 460, 469, 479,494, 497, 506-509, 511.

αὐτοκριτικῆς αὐτεννοιοδότησης καὶ ὄχι ἡ συνθετικὴ προοδευ-

τικὴ πορεία πρὸς κάτι ποὺ τὸ ὑπερβαίνει ὡς δεδομένο δέον102.

Ἡ ἀνάμνηση ὅλων τῶν παρελθόντων ἀρνημένων αὐτῶν στιγ -

μῶν εἶναι τὸ ὅλον103 ποὺ εἶναι ἀληθὲς γιατὶ ἀληθινὴ εἶναι ἡ

αὐτεννοιοδότηση τοῦ παρόντος ὡς διήκουσα ἀρνητικότητα

ὅλων, ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειάς τους πέρα ἀπὸ τὸ περιεχόμενο,

κινούμενη ἀληθευτικὴ ἐννοιοδότησή τους. Τελικὰ δὲν εἶναι

ἐκπρόσωπος ἑνὸς μοντερνικοῦ, ἀναγεννησιακοῦ, πλατωνικοῦ

καὶ διαφωτιστικοῦ οὑμανισμοῦ ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἑνοποίηση

καὶ ὑποκειμενικοποίηση τοῦ διασπεσπασμένου καὶ ἀλλοτριω-

μένου ἀνθρώπου ὡς ἰδιοκτήτη καὶ κληρονόμου τῶν διαφόρων

ἀλλοτριωμένων καὶ ἐξαντικειμενικευμένων του μορφῶν, παρὰ

καρτεσιανοῦ ριζοσπαστικοῦ ἐπιστημονισμοῦ ὡς αὐτοαποδει-

ξιμότητα καὶ ἑνὸς ἐκκαρτικοῦ (M. Eckhart) ἀρνητικοῦ μυστι-

κισμοῦ καὶ παρμενιδισμοῦ, κατὰ τὸν ὁποῖο, ὅπως εἰπώθηκε, τὸ

Εἶναι ὡς ὑποκείμενο δὲν παρουσιάζεται μὲ βάση τὶς ἰδέες καὶ

τὴν ἑνοποιητικὴ κριτικὴ δύναμη αὐτῶν ἢ τῆς ἀναλογίας τοῦ

Εἶναι (analogia entis τοῦ Thomas aquinas)104, παρὰ ἀποδεικνύ -

εται ἀπὸ μιὰ κενὴ καὶ αἰσθητικὴ δύναμη καὶ ἀληθευτικὴ κί-

νηση πέρα ἀπὸ κάθε ἀναπόδεικτο περιεχόμενο, ἔναντι τοῦ ἄλ -

λου καὶ κυρίως ἔναντι ἑαυτοῦ ὡς ἐριζόμενη ἰδιοτροπία καὶ ἀρ -

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 181

102. Phi. Geschi. 58.

103. Phaen. 15.

104. Ἔναντι τῆς analogia entis τοῦ Thomas aquinas ὁ M.Eckhart προτεί-

νει μιὰ παρμενιδικὴ καὶ πλωτινικὴ ἀρνητικὴ καὶ ἰδιότροπη αὐτενοιοδότηση

τοῦ Εἶναι π.χ. στὶς Quaestiones Parisienses, ἐκφράζοντας τὴν τάση τῆς νεο-

πλατωνικῆς ἀρνητικῆς θεολογίας κατὰ τὸ μεσαίωνα καὶ στὴ συνέχεια τὸν

γερμανικὸ Ρομαντισμό. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν Thomas Aquinas ὁ Eckhart

προτάσσει τὸ intelligere τοῦ esse στὸ Θεὸ «ita quod deus est intellectus et in-

telligere et est ipsum intelligere fundamentum ipsius esse» (Quaestio I, n. 4, L.

W. V, σ. 40, 6-7). Ὁ Θεὸς δὲν περιέχει τὰ ὄντα ὡς ἰδέα ἀλλὰ ὡς «virtus»!

(ὅ.ἀ., σ. 46, 5-6); Ἐπίσης (ὅ.ἀ., σ. 48, 1-8). Μηδενίζει καὶ ἀνά-παριστάνει

θεληματικᾶ καὶ αἰσθητικὰ τὰ ὄντα ὄχι ὀναλογικά, εἶναι αὐτεννοιοδότηση

αὐτῶν. Εἶναι repraesentatio (Quaestio II, ὅ.ἀ., σ. 52, 1-10), χωρὶς ἀντικείμε-

νο πλέον (ὅ.ἀ., σ. 52, 14-15) καὶ χωρὶς ὑποκείμενο, ὡς τόπος (locus) ὄχι ὡς

περιεχόμενο ἰδεῶν! (ὅ.ἀ., σ. 51, 9-13).

νητικὴ ἀλήθεια αὐτῶν, ὡς ἡ μόνη καὶ ἀναγκαία ἀποδεδειγ -

μέ νη ἔννοια τοῦ Εἶναι. Ὁ ἀληθεύων τραγικὸς Χριστός, χορεύ -

ων Διόνυσος, ὁ ἱδρυτὴς μιᾶς νέας χώρας Θησέας καὶ ὁ μετα-

άνθρωπος καὶ ὄχι ὁ ἀκίνητος Θεὸς ἢ διαφωτισμένος, μὴ ἀλ λο-

τριωμένος καὶ φορμαλιστικὸς ἄνθρωπος εἶναι τὸ ἰδεῶδες του.

Ὅλες οἱ τραγικὲς μορφὲς τοῦ κοσμικοῦ γίγνεσθαι ἐμφανί-

ζονται κατὰ τὴν ρήση τοῦ Ἁναξιμάνδρου μὲ τὸ ἴδιο ἀπόλυτο

δικαίωμα καὶ ὑφίστανται τὴν δίκαιη τραγικὴ συντριβὴ κάτω

ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἀπόλυτη ἀξίωσή τους γιὰ ἰσχὺ καὶ ἀλή-

θεια. Ἁποχωροῦν καὶ ἐξαφανίζονται δίνοντας αὐτοκριτικὸ λό-

γο τῆς παρουσίας τους καὶ τῆς πράξης τους, ὁ ὁποῖος τελικὰ

τὰ διασώζει καὶ τὰ περιέχει ὡς ἐννοιοδότηση καὶ «θεοδικία»

τοῦ εἶναι τους. Αὐτὴ ἡ τελικὴ πράξη τῆς τραγωδίας, ἡ ἐριζό-

μενη καὶ ἀποδεδειγμένη ἰδιοτροπία, ὁ ἀπὸ μηχανῆς ἐμφανιζό-

μενος νέος Θεὸς δικαιολογεῖ τὰ πάντα105 καὶ δίνει ἕνα τέλος,

δικαιοσύνη, ἕνα τέλος ποὺ ὄφειλε νὰ ἦταν ἡ ἀρχή, ὄχι ὅμως

καὶ τὴν σωτηρία τῶν πεσόντων ἡρώων, καὶ πράξεων, παρὰ

μόνο τῆς ἐσώτερης ἀρνητικῆς καὶ ἰδιότροπης κίνησης καὶ ἀ -

ξίωσης γιὰ ἀλήθεια τῶν προθέσεών τους. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο

στὸ «Ἁρχαιότερο συστηματικὸ ἀπόσπασμα τοῦ γερμανικοῦ

ἰδεαλισμοῦ»106 ἕνα ἀνώτερο πνεῦμα θὰ ἱδρύσει καὶ θὰ ἐμπεδώ-

σει τὴ θρησκεία τῆς αἰσθαντικότητας καὶ τῆς ὡραιότητας.

Αὐ τὸ θὰ συνενώσει ὅλα τὰ διεσπασμένα ποζιτιβιστικὰ τμή-

182 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

105. Ἔτσι ὁ W. Bonspieren μιλᾶ γιὰ Pantragismus καὶ Panlogismus. W.

Bonspieren, Der Begriff der Negativität, 15 κ.ἑ. Ὁ O. Pöggeler βλέπει καὶ τὸν

χριστιανικὸ Θεὸ καὶ τὴν πίστη σὲ αὐτὸν στὸν Hegel ἐντὸς μιᾶς γενικότερης

μυθολογικῆς καὶ θρησκευτικῆς διαλεκτικῆς καὶ ἱστορικῆς διαδικασίας. O.

Pöggeler, Geschichte, Philosophie und Logik bei Hegel, ὅ.ἀ., 104. Πρέπει νὰ

ποῦμε, ὅτι ἂν καὶ ὁ Hegel εἶναι προτεστάντης καὶ ἡ διαλεκτική του κατα-

νοεῖται ἄριστα ἀπὸ προτεσταντικὴ χριστολογικὴ ἄποψη, ἐν τούτοις ξεκινᾶ

πρὶν ἀπὸ ἕνα ρεαλιστικὸ χριστιανικὸ Θεὸ καὶ συνεχίζει πολὺ πιὸ πέρα ἀπὸ ἕνα

νομιναλιστικὰ σὲ αὐτὸν πιστεῦον ὑποκείμενο.

106. Τὸ ὁποῖο ἐθεωρεῖτο ἴσως καὶ ὡς ἔργο τοῦ Schelling «Das älteste Sy-

stemprogramm des deutschen Idealismus» στό: G. W. F. Hegel, Frühe Schri-

ften (Suhrkamp 1), Frankfurt a.M., 1990, σ. 234-236.

ματα ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ ἰσχύσουν στὴν μερικότητά τους χωρὶς

νὰ μποροῦν νὰ δώσουν ἕνα καθολικὸ λόγο. Οἱ μερικὲς καὶ διε-

σπασμένες μορφές, ὅλοι οἱ θεοί, δὲν ἑνοποιοῦνται ὡς εὐρύτερη

σύνθεση παρὰ πρέπει νὰ πεθάνουν τραγικὰ καὶ διαλεκτικά-

αὐτοκριτικὰ ὑπείκοντας στὴν ἀπόλυτη ἀξίωση τῆς μερικότη-

τάς τους καὶ νὰ ἀναχθοῦν στὴν ἀπόδειξή τους, στὸ ἀπόλυτο

πνεῦμα τῆς ἰδιοτροπίας τους ποὺ ὡς διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

αὐτεννοιοδότηση εἶναι ἡ μόνη ἀποδεδειγμένη, ἀληθεύουσα καὶ

ἀναγκαία ἔννοια τοῦ Εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀληθευτική, χο-

ρευτικὴ κίνηση ἔναντι κάθε ἐπιμέρους μορφικῆς ἀξίωσης.

Ὁ M. Heidegger διαπιστώνει σαφῶς τὴν κινητήρια δύναμη

τῆς διαλεκτικῆς τοῦ Hegel στὰ πλαίσια τοῦ καρτεσιανοῦ co-

gito ποὺ εἶναι ὄχι ἁπλῶς cogito ἑνὸς ἀντικειμένου ἢ cogito ὡς

πράξη ἑνὸς δεδομένου ὑποκειμένου, ἀλλὰ ἀπόδειξη τοῦ ὑπο-

κειμένου ὡς cogito me cogitare, αὐτεννοιοδότηση, ἀπόδειξη

καὶ αὐτοθέσπιση ἀπὸ μιὰ κενὴ δύναμη καὶ ὄχι ἁπλὴ διαυγὴς

γνωστικὴ ἐνέργεια τοῦ cogito ἢ ἀναφορικότητά του πρὸς κά-

ποιο ἀντικείμενο. Ἁντικείμενο τοῦ νοεῖν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ θεσπι-

ζόμενο, ἀποδεδειγμένο, ἐκστατικό, διαλεκτικό-αὐτοκριτικὸ

νο εῖν καὶ μόνο ἔτσι καὶ τὸ ἐξωτερικὸ ἀντικείμενο107. Ὅπως

ἤδη εἴπαμε ὁ Hegel δὲν ἐπιθυμεῖ ἁπλῶς νὰ παίξει τὸν ρόλο τοῦ

διαφωτιστῆ τοῦ ἀλλοτριωμένου πνεύματος ὅπου τὸ μέρος τῆς

γνώσης καὶ τοῦ διαφωτισμοῦ καθαίρει τὸ μέρος τῆς καθαρῆς

πίστης ἀκόμη καὶ ἂν ἡ ἴδια ἡ πίστη ἔχει συνείδηση108 αὐτῆς

τῆς ἀντιφατικότητας καὶ διαλεκτικότητάς της καὶ ἡ ἴδια

συμμετέχει σ’ αὐτὴν τὴν κίνηση τοῦ διαφωτισμοῦ της ὡς δια-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 183

107. M. Heidegger, Hegel, ὅ.ἀ., Bd 68, σ. 76.

108. Ἔτσι γιὰ τὸν Hegel ἡ πίστη (Glauben), εἶναι ἀκόμη ὡς γνώση τινὸς

ὑπερβατικοῦ ὄχι τελικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ αὐτεννοιοδότηση (Phän. 351,

363, 366, 373). Γιαυτὸ ἐντάσσεται ἡ ἴδια στὸ παράδειγμα τοῦ διαφωτισμοῦ

καὶ τῆς διαλεκτικῆς, ἔχει ἡ ἴδια ἡ πίστη ἐσωτερικὰ καὶ αὐτοσυνειδησιακὰ

«διαφωτιστική» διαλεκτικὴ ὅπως π.χ. στοὺς Barth καὶ Bulltmann. Ἡ πίστη

εἶναι ἀκριβὲς παράδειγμα τῆς διαλεκτικῆς του διαφωτισμοῦ. Σχετικὰ ἴδε

καί: M. Heidegger, Phänomenologie und Theologie, Bd 9, ὅ.ἀ.

λεκτικὰ ἐνσυνείδητη μορφή. Αὐτὸ γιὰ τὸ Hegel ὅπως καὶ στὸ

Nietzsche καὶ τὸ Stirner εἶναι μιὰ περιορισμένη συμβολή.

Μαζὶ μὲ τὸν κόσμο τῆς πίστης καταρρέει καὶ ὁ κόσμος τῆς

πραγματικότητας109.

Ἡ κίνηση τῆς Φαινομενολογίας ἀλλὰ καὶ τῆς Λογικῆς δὲν

ἐφαρμόζεται ἐπὶ ἑνὸς καθαροῦ καὶ δεδομένου ἐγώ, παρὰ παν-

τοῦ(!) καὶ μόνο ὅπου ὑπάρχουν ἀντιφάσεις ποὺ ἐρίζουν γιὰ τὴν

διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ μεταπεριεχομενολογικὴ ἀπόδειξη

καὶ ἀλήθεια. Γιαυτὸ καὶ ἡ ἴδια ἡ πίστη ἔχει τὸν διαφωτισμό

της ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ περιπίπτει στὴν ἀντίφασή της καὶ τὴν

διαγιγνώσκει, ἐντὸς τῆς ὁποίας ὀφείλει νὰ δώσει λόγο καὶ νὰ

ἀποδείξει διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ὡς τὸν ἑαυτό της τὴν ἀντι-

φατικὴ ἑτερότητα, τὴν ὁποία διεκδικεῖ. Ὁ Feuerbach προσπα-

θεῖ νὰ διασώσει ἀκόμη τὴν θρησκευτικότητα ὡς διαφωτιστής,

νὰ τὴν ἐντάξει ὡς περιουσία, προσόν, κατηγόρημα τοῦ ἀνθρω-

πίνου ὑποκειμένου. Ἡ ἴδια ἡ θρησκεία ὡς καθαυτὸ ἀντικείμε-

νο τῆς γνώσης καὶ τῆς συνείδησης ἀναιρεῖται σιγά-σιγά, γί-

νεται ἀνθρωπολογία110, τὸ περιεχόμενό της διασώζεται ὡς ἀν -

θρωπολογία111. Τὸ ἐγὼ εἶναι τὸ νομιναλιστικὸ ἀποτέλεσμα

τῆς ἐπαλήθευσης τοῦ ρεαλιστικοῦ Εἶναι, τῆς οὐσίας, τὰ κα-

τηγορήματα, ἡ ἀλήθεια εἶναι προϋπόθεση τῆς ὕπαρξης112.

Ἁντίθετα οἱ Hegel, Stirner, Nietzsche καὶ Adorno θέλουν νὰ

παρουσιάσουν ὡς μόνη τελικὴ πραγματικότητα ἕνα χαοτικὸ

καὶ κενὸ ὑποκείμενο ὡς διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγ-

μένη αὐτεννοιοδότηση, τὸ ὁποῖο αὐτοθεσπίζεται καὶ αὐτοκα-

ταστρέφεται ὡς μορφή, ὡς αἰσθητικὸ ἀπείκασμα χωρὶς περιε-

χομενικὸ πρωτότυπο ἀπὸ μιὰ κενὴ κριτικὴ δύναμη. Παρου-

σιάζουν τὴν ἴδια τὴν ἀληθευτική, μουσική, χορευτική, διονυ-

184 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

109. Phän. 373, 380-382, 387-388 καὶ Seinslogik 41.

110. Ὁ Feuerbach εἶναι ἔτσι σαφὴς πρόδρομος τῆς σχολῆς τῆς ἀπομύ-

θευσης (Entmythologisierung).

111. L. Feuerbach, Das Wesen des Christentums, Stuttgart (Reclam),

1988, 78-79.

112. Ὅ.ἀ., 652 κ.ἑ.

σιακὴ τραγικὴ κίνηση. Δὲν μιλᾶμε πλέον γιὰ θάνατο τοῦ Θεοῦ

ἀλλὰ γιὰ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου πρωτίστως. Ὁ θάνατος τοῦ

Θεοῦ εἶναι θάνατος τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ κατ’ ἀρχὴν εἶναι θάνατος

τοῦ ἀνθρώπου ὡς δῆθεν δεδομένου ὑποκειμένου ποὺ θὰ κληρο-

νομοῦσε τὴν περι-ουσία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χέγκελ στὸ πρότυπο τοῦ προτεσταντικοῦ Χριστοῦ βρί-

σκει τὸ παράδειγμα τοῦ ἀποδεδειγμένου καὶ ὄχι ἀκινήτου καὶ

δεδομένου ἀπολύτου. Βλέπει τὴν ἴδια τὴν διονυσιακή, χορευ-

τικὴ ἀληθευτικὴ κίνηση καὶ ἀπόδειξη ἐν μέσῳ ἀντιφάσεων

ποὺ ἀναιρεῖ μέσα της κάθε περιεχόμενο ἀναγεννώντας καὶ

ἀναδεικνύοντας τὴν ἀποδεδειγμένη ἀλλὰ καὶ τραγικὴ ἀλή-

θειά του. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἴδιος μὲ τὸν Διόνυσο, μὲ τὸν τραγικὸ

ἥρωα, μὲ τὴν ἴδια τὴν ἀπόδειξη καὶ μουσικὴ καὶ χορευτικὴ

παράσταση τῆς ἀλήθειας ποὺ ὑπερβαίνει, ἀναιρεῖ κάθε δεδο-

μένη περιεχομενικὴ ἀλήθεια καὶ τὴν ἀποδεικνύει ὡς ἡ ἴδια ἡ

κίνηση καὶ ἀπόδειξη. Ἡ ἴδια ἡ ἀποκεκαλυμμένη θρησκεία

ἀναιρεῖται στὴν ἀπόλυτη καὶ αὐτὴ ἀκόμη ὑπερβαίνεται. Ἁ -

σφαλῶς πρόκειται γιὰ μιὰ Θεοφάνεια, ἀλλὰ ὄχι μιᾶς θείας

μορ φῆς, παρὰ τῆς ἴδιας τῆς θείας δύναμης καὶ ἀπόδειξης, τῆς

θείας οὐσίας ὡς ἀλήθευσης καὶ ἀπόδειξης, γιὰ τὸ ἴδιο τὸ Γί-

γνεσθαι μιᾶς θεογενεσίας ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς ἀλήθειας καὶ

οὐσίας τῆς θεότητας καὶ ὄχι ἀπὸ μιὰ μορφὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπό-

δειξη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἴδια του ἡ θειότης καὶ οὐσία ποὺ ὑπερ-

βαίνει κάθε δεδομένη μορφή του. Ὁ Θεὸς ὀφείλει νὰ πεθάνει

τραγικά, νὰ ἀποδειχθεῖ σὲ μιὰ διονυσιακὴ χορευτικὴ καὶ βακ-

χικὴ ἱεροτελεστία καὶ παράσταση. Ἁπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ Πλά-

τωνα θὰ φθάσει στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, στὸ σπήλαιο τοῦ

Ἅδη καὶ τελικὰ στὸ σπήλαιο τοῦ Νίτσε. Ὁ θεῖος γνόφος τῆς

οὐσίας ὡς ἀπόδειξης ποὺ ὑπερβαίνει κάθε μορφὴ εἶναι κενὴ

δύναμη ἀπόδειξης, αἰσθητικῆς χορευτικῆς βακχικῆς παρά-

στασης ποὺ ἀναιρεῖ τραγικὰ κάθε μορφὴ στὴν ἀποδεικτικὴ

καὶ χορευτικὴ μουσικὴ δύναμη καὶ κίνηση.

Ἡ θρησκεία εἶναι μόνο μιὰ μορφὴ τοῦ ἀπολύτου Πνεύμα-

τος, εἶναι συνείδηση τοῦ ἀπολύτου ἀλλὰ ὄχι ἡ ἴδια ἡ ἀπόλυτη

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 185

οὐσία (Phän. 443). Ἡ θρησκεία εἶναι συνείδηση τοῦ ἀντικει-

μένου της ἀλλὰ καὶ τοῦ χωρισμοῦ της ἀπὸ αὐτὸ (Phän. 449).

Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ ἀντικείμενο τῆς θρησκείας, τὸ ἀπό-

λυτο, ὁ Θεὸς πρέπει νὰ γίνει πραγματικότητα στὸ ὑποκείμε-

νο, στὴ συνείδηση αὐτοῦ, ἡ ἴδια ἡ αὐτοσυνειδησία πρέπει νὰ γί-

νει πραγματικότητα τοῦ ἀντικειμένου της, νὰ πραγματοποι-

ήσει τὴν οὐσία (Substanz) τοῦ ἀντικειμένου της. Ἡ ἀνθρωπο-

ποίηση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ Θεοῦ στὸ πραγ-

ματικὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο, ἡ ἔννοιά του, τὸ ἑαυτὸ ὡς Θε-

ός, ἔναντι τῆς ἀναπαράστασης τοῦ Θεοῦ ὡς ἁπλοῦ ἀντικειμέ-

νου τῆς συνείδησης (Phän. 452). Ἡ «Menschwerdung Gottes»

εἶναι ἡ πραγματοποίηση τῆς θρησκείας στὸ πραγματικὸ ἀν -

θρώπινο ὑποκείμενο ὡς ἐκστατικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

αὐ τοσυνειδησία. Βέβαια αὐτὴ ἡ διαλεκτικὴ κίνηση ἐντὸς τοῦ

ἀπολύτου Πνεύματος καὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας δὲν σταματᾶ

ἐδῶ, κάτι ποὺ ἡ ὑπαρξιστικὴ προτεσταντικὴ θεολογία θὰ ἔ -

πρεπε νὰ ἔχει στοχαστεῖ. Τέλος τοῦ θανάτου τοῦ ἀφηρημένου

Θεοῦ ὡς ἀναπαράστασης δὲν εἶναι τὸ πιστεῦον ἀνθρώπινο ὑ -

ποκείμενο ὡς τὸ ὁποῖο ὁ νεκρὸς Θεὸς ἀνίσταται ἢ καλύτερα

ἀναγεννᾶται, ἀλλὰ τὸ νεκρὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο τοῦ Hegel,

Srirner, Nietzsche, Adorno, τοῦ ὁποίου ἡ αὐτοσυνειδησία καὶ

τὸ ἑαυτὸ δὲν ἔχει κανένα τελικὸ ὑποκειμενικὸ περιεχόμενο

παρὰ ἀποτελεῖ αἰσθητικὸ θέσπισμα χωρὶς πρωτότυπο ἀπὸ μιὰ

κενὴ ἀποδεικτικὴ δύναμη. Ὁ Θεὸς ἤδη ἦταν ἡ νίκη ἐναντίον

τῆς φύσης, ἐναντίον τῶν τιτάνων, ἡ ἀποπνευματοποίηση καὶ

ἐννοιοποίησή της (Phän. 462, 469). Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὴν

συμμετοχὴ στὰ μυστήρια, στὴν βρώση καὶ πόση τοῦ σώματος

καὶ αἵματος ὅπου ἔχουμε ἀναίρεση καὶ ἄρση τῆς φύσης καὶ

ὕλης στὴν ἔννοια (Phän. 469). Ἔτσι ὁ Θεὸς πεθαίνει καὶ ἀνί-

σταται στὴν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας (Phän. 511). Ὅλοι οἱ

Θεοὶ εἶναι ἡ ἀσυνείδητη πορεία ποὺ θὰ καταλήξει στὴν πραγ-

ματικὴ αὐτοσυνειδησία τοῦ μοναδικοῦ ἑαυτοῦ (Phän. 487). Ὁ

Θεὸς πρέπει νὰ γίνει καὶ νὰ εἶναι ὁ πραγματικὸς ἄνθρωπος

(Phän. 494). Ἡ ἀνθρωποποίηση τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ εἶναι

186 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ἁπλὴ συνείδηση ἑνὸς περιεχομένου ἀντικειμένου ἀπὸ ἕνα δε-

δομένο ὑποκείμενο, ἀλλὰ αὐτοπραγματοποίηση, τὸ ἴδιο τὸ μο-

ναδικὸ αὐτεννοιοδοτημένο ἑαυτὸ καὶ ἐγώ (Phän. 497). Μὲ τὴν

Χριστολογία τοῦ Hegel μποροῦμε νὰ ἀποδώσουμε καὶ τὸ σύ-

στημά του καὶ τὴ διαλεκτική του113. Ἡ ἑγελειανὴ Χριστολο-

γία εἶναι μιὰ τυπικὴ προτεσταντικὴ Χριστολογία. Ἡ Χριστο-

λογία ἀποδίδει τὴν θεοδικία καὶ ἀπόδειξη τοῦ ἀπολύτου, τὴν

ἴδια του τὴν διονυσιακὴ χορευτικὴ ἀληθευτικὴ κίνηση, παρά-

σταση καὶ τραγικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη. Ὅμως

ὁ Χέγκελ δὲν τελειώνει μὲ τὸ πιστεῦον ὑπαρξιακὰ ὑποκείμενο

ἀλλὰ μὲ τὸ κενὸ καὶ μόνο ὡς αἰσθητικὸ ἀπείκασμα αὐτοθεσπι -

ζόμενο καὶ αὐτοαναιρούμενο τοῦ Stirner, Nietzsche, Adorno.

Μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ λίγα παραδείγματα σύγχρονης

θεοδικιακῆς Χριστολογίας ποὺ ὑπάγονται στὸ παράδειγμα

τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ὡς περιφρούρησης καὶ

διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξης. Ὁ E. Jüngel στὸ ἔργο

τοῦ «Gott als Geheimnis der Welt», (6. Aufl.) Tübingen, 1992,

παρουσιάζει μιὰ ἑγελειανὴ Χριστολογία καὶ κατ’ ἐπέκταση

θεολογία. Ἔτσι ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ τὴν ἄποψή του ἕνα «θετικὸ

μυστήριο» (positives Geheimnis)114 ἔναντι τοῦ ὁποίου ὁ ἀνθρώ-

πινος λόγος δικαιολογεῖται ἐντὸς τοῦ γεγονότος λόγου τοῦ

Θεοῦ. Τὸ νόημα αὐτὸ μοιάζει μὲ τὸ βιβλικό: «Γνόντες Θεόν,

μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ» (Γαλ. 4,9) τὸ ὁποῖο ὁ ἀεί-

μνηστος Ν. Νησιώτης ἔχει ὡς μόττο στὸ ἔργο του «Προλεγό-

μενα εἰς τὴν θεολογικὴν γνωσιολογίαν» (Ἁθήνα, 1986). Κα -

τὰ Jüngel ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος καὶ ἐπιστρέφει πά-

λι στὸν διαλεκτικὰ καὶ αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένο ἑαυτό του.

Ἁπ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀφορμώμενοι μποροῦμε ὡς ἀναλογικὸ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 187

113. Ὅπως σημείωνε καὶ ὁ M. Heidegger στὴ «Neue Zurcher Zeitung»,

21.09.1969.

114. Κυρίως στὶς σελίδες 218 κ.ἑ, 310 κ.ἑ., 341 κ.ἑ., 519 κ.ἑ. Ἔτσι δια-

χωρίζεται κατὰ κάποιον τρόπο ἀπὸ τὸν R. Bultmann καὶ τὸ μᾶλλον ἀρνητικὸ

ἀπόλυτό του, σ. 395, καὶ E. Jüngel, M. Trowitzsch, «Provozierendes Den-

ken», στό: «Neue Hefte für Philosophie» 23, Göttingen, 1984, σ. 69.

ἀπείκασμα νὰ μιλᾶμε σχετικὰ μ’ αὐτὸ τὸ δεδομένο γεγονὸς

περὶ τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ ἁπλῶς διηγούμενη θεολογία (erzählende

Theologie). Ἔτσι δὲν περνᾶ ὁ λόγος ἐκτὸς τῶν ὁρίων του. Ὁ

κόσμος ἀνήκει στὸν Θεὸ πλέον ὡς «θετικὸ μυστήριό» του καὶ

ὄχι στὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἦρθε πρὸς αὐτὸν πρῶτα καὶ

καὶ μετὰ ἐπέστρεψε στὸν ἑαυτό του. Ὁ Θεὸς βρέθηκε στὸν θά-

νατο ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε γιαυτὸν μιὰ στιγμή του, τὴν ὁποία

φέρει αἰωνίως ἐντός του. Ἡ θεολογία δὲν ἀρχίζει «remoto

deo», ἀλλὰ μὲ τὸ δεδομένο γεγονὸς τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, τῆς

ἐνανθρώπησης, τοῦ θανάτου του καὶ τῆς ἐπιστροφῆς του μὲ

αὐτὰ τὰ γεγονότα ὡς στιγμές του στὸν ἑαυτό του. Ὁ Θεὸς

προσέλαβε ὡς στιγμές του (assumtio) τὴν ἀνθρώπινη φύση

καὶ τὸν θάνατο, ὡς ἀντίδοση ἰδιωμάτων, ὅπως καὶ κατὰ τὸν

Λούθηρο (communicatio idiomatum). Ὅλη αὐτὴ ἡ κίνηση εἶ -

ναι πορεία καὶ ἀπόδειξη αὐτοῦ ποὺ εἶναι ὁ Θεός. Καὶ ἡ ἀθεΐα

εἶναι μιὰ κριτικὴ στιγμὴ ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ περάσει. Αὐτὴ ἡ

πορεία εἶναι ἤδη ἡ ἐνυπάρχουσα βαθύτης ἐντὸς τοῦ Θεοῦ. Τὸ

μηδὲν καὶ ὁ θάνατος ἐνυπάρχουν στὸν Θεὸ ὡς στιγμές του

ἔναντι τῶν ὁποίων αὐτὸς νικᾶ γιατὶ γίνεται πιὸ συγκεκριμέ-

νος, ἔρχεται πρὸς τὸν ἑαυτό του, εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλώβητη κίνη-

ση συγκεκριμενοποίησης ποὺ περνᾶ ἀπὸ τὶς ἀντιφάσεις της

καὶ τὶς ξεπερνᾶ γιατὶ τὶς φέρει μαζί της, γίνεται πιὸ συγκε-

κριμένος καὶ διαμεσολαβημένος, ὅπως καὶ στὶς σχέσεις με-

ταξὺ τῶν θείων προσώπων. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ὁμοούσιο, ἡ κί-

νηση τοῦ Θεοῦ πρὸς ἑαυτὸν διὰ μέσου ἑτεροτήτων καὶ ἀντιφά-

σεων. Πρόκειται γιὰ μιὰ κλασικὴ ἑγελειανὴ Χριστολογία καὶ

θεολογία τῆς διαμεσολάβησης τῶν ἀντιφάσεων, ὅπου ὁ Θεὸς

διαμεσολαβεῖται καὶ σμικρύνεται διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ὡς

ἡ διήκουσα ἀρνητικότης, ἀφηρημένη καὶ ἀποδεδειγμένη ἀρνη-

τικότης διὰ μέσου ἀντιφάσεων, ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ ὡς ὁποῖες

διέρχεται, τὶς ἀναιρεῖ καὶ αἴρει ὡς στιγμὲς ἐντὸς τῆς ἀποδε-

δειγμένης πλέον νέας αὐτοθέσπισής του.

Τὴν καλύτερη ἱστορικοσυστηματικὴ ἔρευνα τῆς Χριστολο-

γίας ἀπὸ καθολικὴ ἄποψη παρέχει ἴσως ὁ H. Küng στὸ ἔργο

188 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

του «Menschwerdung Gottes. Eine Einführung in Hegels theo-

logisches Denken als Prolegomena zu einer künftigen Christo-

logie», Freiburg, 1970. Ὅπως βλέπουμε ὡς τίτλος δίδεται μιὰ

χαρακτηριστικὴ ἔκφραση τοῦ ἴδιου τοῦ Hegel. Πρόκειται γιὰ

μιὰ τελείως θετικὴ πρὸς τὸν Hegel καὶ τὸ διαλεκτικὸ καὶ χρι-

στολογικό του μοντέλο ἔρευνα, ἡ ὁποία ἔχει σπάνια ἱστορικο-

συστηματικὴ πληρότητα. Διαπιστώνει τὴν διαφορὰ Θεοῦ καὶ

ἀνθρώπου ποὺ γεφυρώνεται μόνο μὲ τὴν χάρη, τὴν οἰκονομία

θὰ λέγαμε, ἐνῶ στὸν Hegel εἶναι γεγονὸς τῆς ἴδιας τῆς οὐσίας

καὶ σπεκουλατιβιστικῆς ἑνότητας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι περισ-

σότερο ἑλληνικὴ καὶ λιγότερο ἰουδαιοχριστιανικὴ (517 κ.ἑ.).

Βέβαια στὴ συνέχεια βλέπει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἕνας μονισμὸς

τοῦ ἀπολύτου, ἀλλὰ οἱ διαφορὲς παραμένουν (σ. 520). Πολὺ

σωστὰ διαπιστώνει ὅτι ἡ σύνολη Χριστολογία πολὺ λίγο δια-

φέρει ἀπὸ τὴν ἑγελειανή, ἡ ὁποία σαφῶς πρεσβεύει τὴν ἑνότη-

τα δύο διαφορικοτήτων, τὴν ἑνότητα στὸν Χριστὸ τῆς δια-

φορᾶς Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου (523). Ἡ Χριστολογία τοῦ Hegel

δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴ συνήθη ἐκκλησιαστικὴ Χριστο-

λογία, παρουσιάζει δηλαδὴ τὴν ἔξοδο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο

καὶ τὸν ἄνθρωπο, τὸ πάθος του, τὸ Γίγνεσθαι τοῦ Θεοῦ σὲ αὐ -

τὲς τὶς στιγμὲς καὶ τὴ συμπερίληψη αὐτῶν ἐντὸς τοῦ εἰς ἑαυ -

τὸν ἐπιστρέφοντος Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἑνότητα ποὺ ἐξέρχεται στὶς

διαφορές της καὶ συνάγεται (524). Ὁ Θεὸς τοῦ Hegel δὲν εἶναι

ἀκίνητος ἀλλὰ γίνεται αὐτὸ ποὺ εἶναι, δηλαδὴ γίνεται, ἀπο-

δεικνύεται ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ὡς ἀπειρία ἑνοποιεῖ

ἐννοιοδοτικὰ (begreift), διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ὅλες τὶς ἀν -

τιθέσεις, τὶς συμφιλιώνει ἀναιρώντας τες στὴν ἐριζόμενη ἀπο-

δεδειγμένη ἀρνητικότητα καὶ ἀλήθειά τους. Στὴν ἔξοδό του

καὶ στὸν θάνατό του δείχνει καὶ ἀποδεικνύει αὐτὸ ποὺ εἶναι

στὸ βάθος του. Ἁληθινὸς Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι σὲ ἑνό-

τητα ἀπειρία καὶ περατότητα, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος (526). Ἡ

Χριστολογία δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἐπιστρέφει στὴν πρὸ Hegel

ἱστορικὴ καὶ νοηματικὴ ἐποχή (557). Βέβαια κατ’ αὐτὸν δὲν

εἶναι προδιαγεγραμμένη καὶ μιὰ μὴ ὑπέρβαση μετὰ τὸν Hegel

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 189

(562). Συστηματικὰ ὅμως στὸν Hegel ὑπάγονται καὶ οἱ Stir-

ner, Nietzsche καὶ Adorno. Μπορεῖ νὰ προχωρήσει κανεὶς

μετὰ ἀπὸ αὐτούς; Ὅταν τὸ ἴδιο τὸ Εἶναι ὡς ὑποκείμενο καὶ

ὀντοποίηση εἶναι ἡ ἀφηρημένη ἀποδεδειγμένη ἀρνητικότητα,

πῶς μπορεῖ νὰ ξεκινήσει κάποιος μιὰ νέα μὴ συνειδητὰ τρα-

γικὴ ὀντολογία; Ὅταν πέθανε ὁ Hegel ἀπὸ χολέρα σὲ ἡλικία

61 ἐτῶν ἐργαζόταν ἐπάνω στὶς «Ἁποδείξεις τῆς πραγματικῆς

ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ» (Beweise vom Dasein Gottes). Πῶς μπο-

ρεῖ ἄραγε νὰ ἀποδειχθεῖ τὸ ἀπόλυτο ἐκτὸς ἑαυτοῦ; Δὲν πρέπει

ἡ ἀπόδειξη καὶ ἡ ἀλήθειά του νὰ εἶναι ἀλήθειά του, δηλαδὴ νὰ

μὴν ἐπιστρέφει διαλεκτικὰ στὸ ἴδιο ὡς διαλεκτικό-αὐτοκρι-

τικὸ ὑποκείμενό της, νὰ μὴν προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἐλλειπτικὴ

περιφρούρηση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας; Δὲν πρέπει ἡ ἀλή-

θειά του νὰ εἶναι ἀντίθετα ἐξωοντολογική, νὰ ἐκπηγάζει ἀπὸ

τὴν ἀναλήθεια καὶ ἀπὸ τὴν κάθε ὑπαρκτὸ καὶ κριτήριο ὑπε-

βάλλουσα ἐρώτησης τῆς ὄντως ἐλλείπουσας ἀλήθειας στὸν ἐ -

ξωοντολογικὸ χῶρο; Αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ ἀλήθεια;

Μία διαφορετικὴ Χριστολογία παρουσιάζει ὁ J. Moltmann

στὸ ἔργο του «Der gekreuzigte Gott», München, 1976. Ὁ

Molt mann προτείνει μιὰ ἐνδοτριαδικὴ Χριστολογία. Εἶναι ἐ -

ναντίον μιᾶς μονταλιστικῆς διαλεκτικῆς Χριστολογίας, ἡ ὁ -

ποία καταλήγει σὲ ἕναν μονοθεϊσμὸ καὶ πανθεϊσμό (254). Μὲ

τὴν Σάρκωση τοῦ Χριστοῦ ὡς τριαδικὸ γεγονὸς αὐτὴ ἀνοίγε-

ται πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος προσανατολίζεται πρὸς αὐτήν.

Τὸ Γίγνεσθαι τοῦ Θεοῦ, ἡ τριαδικότητα, εἶναι πλέον ὁ ὁρίζον-

τας τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καὶ ὄχι ἀντίστροφα ἡ ἀνθρώπι-

νη ἱστορία ὁρίζοντας τῆς ἑαυτὴν ἀναπαριστώσας θείας πραγ-

ματικότητας (204). Τὸ τριαδικὸ θεῖο Γίγνεσθαι ἀνοίγεται

ἔτσι πρὸς τὸν ἄνθρωπο ὡς ἐσχατολογική του ἱστορία (254).

Ἁντὶ μιᾶς διαμεσολαβητικῆς ἐργαλειακῆς καὶ μονταλιστι -

κῆς σωτηριολογικῆς Χριστολογίας ἔχουμε μιὰ δοξολογικὴ

Υἱο-Χριστολογία (254). Θὰ ἦταν πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ ἐρευνη-

θεῖ ἂν ἡ Χριστολογία τοῦ J. Moltmann ποὺ δὲν εἶναι ἑγελειανὴ

εἶναι χαλκηδόνεια. Τὸ τί εἶναι μαξιμιανὴ καὶ χαλκηδόνεια, μὴ

190 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

παρμενιδική, μὴ πλωτινικὴ καὶ μὴ ἑγελειανὴ Χριστολογία

καὶ κατ’ ἐπέκταση μὴ «διαλεκτικὴ» γίνεται προσπάθεια νὰ

παρουσιαστεῖ στὸ τρίτο μέρος αὐτῆς τῆς ἐργασίας.

§15. Ἡ ἀποπεράτωση τῆς πλατωνικῆς, ἐλλειπτικῆς διαλεκτι -

κῆς-αὐτοκριτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας στὸν Μ. Στίρνερ

καὶ Φρ. Νίτσε.

Παρὰ τὴν ἱστορικὴ προτεραιότητα καὶ συστηματικὴ πλη-

ρότητα τοῦ Stirner ἂς ἀρχίσουμε μὲ τὸ Nietzsche λόγω τῆς

βαρύτητας τοῦ ὀνόματός του. Αὐτὸ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ δοῦ -

με ἐν ὀλίγοις στὸ πιὸ ἐκφραστικό του ἔργο τὸ «Also sprach Za-

rathustra», Kröner Verlag, Leipzig, 1930. Ὁ Nietzsche, ὅπως

ὁ Stirner πιὸ πρίν, διαπιστώνει ὅτι ὁ μηδενισμὸς τῆς διαλε-

κτικῆς ἢ ἡ διαλεκτικὴ ὡς μηδενισμὸς ἀρνεῖται τὸ ἀντικείμε-

νο τὸ αἴρει καὶ τὸ διασώζει, τὸ κληρονομεῖ στὸ ὑποκείμενο ὡς

περιεχόμενο ποὺ ἔτσι συνεχίζει νὰ ἐξαντικειμενικεύεται ὡς

ὑποκείμενο ἐπαναλαμβάνοντας, πραγματώνωντας καὶ θέ-

τοντας τὸν ἑαυτό του ὡς νέο ἀντιφατικὸ ἀντικείμενο καὶ δια-

τηρώντας ἔτσι τὴν ἀντίφαση, τὸν διαχωρισμὸ καὶ τὴν ἀνυπέρ-

βλητη στατικότητα ἀνάμεσα σὲ ἕνα καθ’ αὑτὸ ἀντικείμενο

καὶ σὲ ἕνα ὑποκειμενικὸ μέτρο καὶ περιεχόμενο γιὰ τὸ ἀντι-

κείμενο. Αὐτὸ εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς βαρύτητας (ὅ.ἀ., σ. 171,2)

ποὺ ὅ,τι ἀφήνει ξαναγυρίζει πίσω πάνω του, ποὺ βαρυφορτώ-

νεται σὰν καμήλα (ὅ.ἀ., σ. 26) καὶ ἀπὸ καμήλα γίνεται λιον-

τάρι (αὐτόθι), ἀρνεῖται καὶ κατασπαράζει μέσα του τὸ φορτίο

του. Ὅ,τι ἀφήνει, ἐξαντικειμενικεύει τὸ πνεῦμα, τελικὰ μηδε-

νίζεται, κληρονομεῖται, ξαναγυρίζει μέσα του. Τὸ πνεῦμα φα-

νερώνεται σὲ πολλὲς μορφές, σὰν Θεός, ἄνθρωπος, λαός (ὅ.ἀ.,

σ. 41). Καὶ ὁ Θεὸς εἶχε ἕνα κενὸ μέσα του, τὴν ἐγγύτητα στὸν

ἄνθρωπο (ὅ.ἀ., σ. 96). Ἔπρεπε νὰ ἐπαληθευθεῖ στὸν ἀνθρώπι-

νο χῶρο κατὰ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας. Ὁ Θεὸς ὁ

ἴδιος σκότωσε τὸν Θεό, κάθε ἄλλο Θεό, ἀπαγόρευσε τὴν λα-

τρεία κάθε ἄλλου Θεοῦ ἐκτὸς τοῦ ἑαυτοῦ του (ὅ.ἀ., σ. 202),

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 191

ἐπαληθεύτηκε διαλεκτικά-αὐτοκριτικά. Ἡ ταυτοποιητικὴ αὐ -

τοκριτικὴ διαλεκτικὴ τοῦ μηδενισμοῦ ὡς οὐσία τοῦ Ρεαλισμοῦ

ἀρχίζει στὴν ἴδια τὴ θρησκεία καὶ τὴν θεολογία στὴ μεταφυ-

σικὴ ἐν γένει. Ἡ θρησκευτικὴ καὶ θεολογικὴ ἀλήθεια καὶ ἀ -

ξίωση ὡς κριτικὴ καὶ διαλεκτική, ὡς θεολογία, ὡς κριτηριο-

λογικὸ μέτρο τοῦ ἐπαληθευόμενου Θεοῦ θανατώνει τὸν Θεό,

ἀναζητεῖ τὴν διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένη καὶ αὐ -

τοορώμενη πραγματικότητά του ἐναντίον τῆς δεδομένης καὶ

ἀφηρημένης προϋπόθεσής του. Ὁ Θεὸς μέσα στὸν ἄνθρωπο

σκοτώνει τὸ Θεὸ ἐκτός (ὅ.ἀ., σ. 289)! Ἁλλὰ αὐτὸς ὁ Θεὸς δια-

σώζεται (conservare τοῦ Hegel), κληρονομεῖται διαλεκτικὰ

στὸ ὑποκείμενο τῆς ἄρνησης. Πάντα ὑπάρχει ἕνα ὑπόλειμμα

τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο (ὅ.ἀ., σ. 312). Ὁ φονιὰς τοῦ

Θεοῦ εἶναι αὐτὸς ποὺ ξαναξυπνᾶ, ἀνασταίνει τὸ Θεὸ (ὅ.ἀ., σ.

348). Ἡ διαλεκτικὴ τοῦ μηδενισμοῦ ὡς ταυτοποίηση (con -

servare) ἀνασταίνει συνεχῶς τὰ πτώματα τοῦ Θεοῦ δια δο-

χικὰ προχωρώντας συνεχῶς ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ στὴν καρδιὰ

τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου (ὅ.ἀ., σ. 355). Ὁ πόνος αὐτοῦ

ποὺ λείπει τὸ ἀναμασᾶ πίσω (ὅ.ἀ., σ. 357). Ὁ ἄνθρωπος χρει-

άζεται τὸ ἀντικείμενο, τὸν κόσμο, τὸν Θεὸ γιὰ νὰ εἶναι ἰδιο-

ποίηση, κατόρθωμα ἀντικειμενικό, χρειάζεται τὸν χῶρο ἀπό-

δειξής του, τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐπίδειξης τῆς ὑποκειμενικῆς

του οὐσίας ποὺ ἔτσι ἐξαντικειμενικεύεται.

Ὁ Nietzsche ἀρνεῖται τὴν ἀντικειμενικότητα ἀρνούμενος

τὸ ἀνθρώπινο ὑποκειμενικὸ μέτρο ποὺ ἰσχύει ὡς ἀντικείμενο ἢ

ὡς μέτρο γιὰ τὴν ἀντικειμενικότητα, προχωρεῖ πέρα ἀπὸ τὴν

μηδενιστικὴ κληρονόμηση τῆς ἀλλοτριωμένης περι-ουσίας σὲ

ἕνα ὑποκείμενο καὶ τὸν μηδενισμὸ τῆς οὐσίας στοὺς μεταεγε-

λειανούς, γιατὶ αὐτὸς κρατᾶ τὸ ἐγὼ περιορισμένο καὶ δημι-

ουργεῖ ἀντιφάσεις μὲ τὸ ἀντικείμενό του (ὅ.ἀ., σ. 32, 39, 268).

Καταργώντας τὸ ὑποκείμενο καταργεῖ ἐπὶ τέλους καὶ τὸ ἀν -

τικείμενο, ταυτίζει ἰδιοποίηση καὶ ἰδιοποίηση ὡς καθαρὴ πρά-

ξη ἀπὸ ἕνα κενὸ ὑποκείμενο, δὲν θέτει κανένα ἐξαντικειμενι-

κοποιούμενο τελικὰ ὑποκειμενικὸ μέτρο καὶ περιεχόμενο ἔ -

192 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ναντι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὸν κόσμο ὡς τὸν ἐκστατικὸ ἑαυτό

του, ὡς χῶρο ἐξάσκησης τῆς θέλησης του ὡς θέλησης γιὰ θέ-

ληση καὶ ὄχι ὡς θέληση γιὰ κάποιο ὑποκειμενικὸ ἢ ἀντικει-

μενικὸ μέτρο. Ὁ ἑαυτός του ὡς ὁ κόσμος εἶναι αἰσθητικὸ ἀ -

πείκασμα τῆς κενῆς βούλησής του χωρὶς πρωτότυπο, ἀστρα -

πὴ ἀπὸ σκοτεινὸ πυρήνα, τραγικὴ διονυσιακὴ χορευτικὴ καὶ

μουσικὴ διαδοχὴ μουσικῶν στιγμῶν ἀπὸ μιὰ κρυφὴ ἁρμονία

καλύτερη καὶ βασικότερη τῆς φανερῆς, ἀποπεράτωση τῆς

πλατωνικῆς ἔννοιας καὶ ἐλλειπτικῆς ἀπόδειξης τῆς ἀλήθειας.

Ἡ θέληση γιὰ θέληση στὸ Nietzsche δὲν θέλει κάτι ἄλλο ἐκ -

στατικὰ ἢ ὑπερθετικὰ πρὸς κάποιο ἀντικείμενο ἀλλὰ ἐκστα-

τικὰ καὶ τραγικὰ τὸν ἑαυτό της ὡς θέληση γιὰ θέληση, ὡς

καθαυτὴ καὶ δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότητα, ὡς ἡ ἴδια ἡ ἀληθευτι-

κή, διονυσιακὴ τραγικὴ ἀπόδειξη. Γιαυτὸ δὲν εἶναι θέληση

τινὸς ἀλλὰ θέληση γιὰ θέληση ὡς διατάσσειν (Herumkom-

mandieren). Αὐτὸ ἀπηχεῖ τὴν κίνηση τοῦ Πνεύματος στὸ He-

gel ποὺ ὅπως εἴδαμε ἡ ἔκστασή του πρὸς τὰ ἔξω εἶναι κατ’

οὐσίαν τραγικὴ κίνηση πρὸς τὰ ἔσω του.

Ἁρχίζοντας μὲ τὸ παρμενίδειο-ἡρακλείτειο ἕν-πάντα115 ποὺ

εἶναι καὶ διονυσιακό, ἡ προμήτωρ (ὅ.ἀ., σ. 31), ὅπου τὸ κάθε

σημεῖο εἶναι τὸ ὅλον, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος του, ἀφοῦ εἶναι ὁ μη-

δενισμὸς καὶ ὡς μηδενισμὸς ἡ ἀρχὴ τῆς κίνησης πρὸς τὸ ἄλ -

λο, ὅπως ὁ χρόνος στὸν Hegel, ἀρνεῖται τὸ ὅλον καὶ τὸν ἑαυτό

του, καὶ γεννᾶ περαιτέρω τὸν ὅλο χρόνο. Ἡ μηδενιστική, δια-

λεκτική, ταυτοποιητικὴ ἀναπαράσταση τοῦ ὑποκειμένου

στὴν ἔσχατη μορφή του εἶναι τὸ σκοτεινὸ ἀπαράστατο ὑπο-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 193

115. Τὸ «ἓν πάντα» δὲν εἶναι τὸ ὅλον ὡς σύνολο ἀλλὰ τὸ μηδενιστικὸ πέ-

ρασμα, τὸ «μεταξὺ» συγκεκριμένων ἀρνήσεων ὡς καθαυτῶν καὶ δι’ ἑαυτῶν

ἀρνητικοτήτων καὶ ὄχι οἱ ἴδιες οἱ ἀρνήσεις, ὅπως ἴσως θὰ ἦταν κάποια πι-

θανὴ ἑρμηνεία τοῦ ἡρακλειτείου ἑνός. Καὶ στὸν Heidegger ὑπάρχει τὸ μετα-

ξύ, ἡ μέση (die Mitte) κατ’ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ Nietzsche κυρίως στὶς πα-

ραδόσεις του γιὰ τὸν Hölderlin καὶ ἀλλοῦ καὶ ἀποτελεῖ τὸν πιὸ κεφαλαιώδη

τόπο τοῦ ἔργου του, ὁ ὁποῖος τὸ διατρέχει ὅλο καὶ ἀποτελεῖ τὴν πρόταση τοῦ

Heidegger ἔναντι τῆς Φαινομενολογίας καὶ τῆς Διαλεκτικῆς.

κείμενο, ἡ ἀπόδειξή του καὶ ἀληθευτικὴ κίνησή του ἡ ἴδια πέ-

ρα ἀπὸ κάθε περιεχόμενο, ἡ διαδοχὴ ἀπολύτων τραγικῶν ἀρ -

νήσεων. Γιαυτὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι γέφυρα (ὅ.ἀ., σ. 11, multi).

Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι πιὰ ὁ κληρονόμος τοῦ νεκροῦ Θεοῦ, τὸ

ὑποκείμενο τῆς ὑπόστασης. Ὁ Θεὸς πεθαίνει μὲ τὸν θάνατο

τοῦ ἀνθρώπου στὸν σταυρό (τῆς ἀντίφασης). Ὁ Θεὸς ὡς ἀντί-

φαση τοῦ ἀνθρώπου σταύρωσε τὸν ἄνθρωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος

παίρνει ἐκδίκηση πεθαίνοντας, μὴ ζωντας ἐπάνω στὸν σταυ-

ρό (ὅ.ἀ., σ. 287, 289, 29). Δὲν πεθαίνει ἁπλῶς ὁ Θεὸς κληρο-

νομούμενος στὸ διασωζόμενο καὶ διατηρούμενο ἀνθρώπινο

ὑποκείμενο παρὰ πεθαίνει καὶ ὁ ἄνθρωπος κυρίως. «Nun aber

ist er selber tot, der frömmste Mensch, Jener Heilige im Wal-

de, der seinen Gott beständig mit Singen und Brummen lobte.

(…) daß die Liebe zum Menschen seine Hölle und zuletzt sein-

Tod wurde?<» (ὅ.ἀ., σ. 286, 287). Ὁ Nietzsche σπάει στὸν

φαῦλο κύκλο τῆς ἀντίφασης ποὺ δημιουργεῖ ἀκόμη καὶ τὸ

ἐλεύθερο μὰ μὲ περιεχόμενο ὑποκείμενο ποὺ πρέπει νὰ ἀπο-

δειχθεῖ, νὰ ἐπαναληφθεῖ ἀντικειμενικά. Καὶ αὐτὸς ὁ θάνατος

εἶναι οἰκειοθελὴς αὐτοκριτικὸς αὐτομηδενισμὸς ἑνὸς συνειδη -

τὰ αἰσθητικοῦ φαντάσματος ἀπὸ τὴν κενὴ δύναμη θέσπισης

καὶ ἀναίρεσης ποὺ εἶναι πυρήνας τῆς πλατωνικῆς ἐλλειπτι -

κῆς, ἑαυτὴν ἀποδεικνύουσας διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἔν -

νοιας τῆς ἀλήθειας. Ὁ Θεὸς πεθαίνει ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος πρῶ -

τα σκοτώνει τὸν ἑαυτό του καὶ μετὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ μιὰ κενὴ ἐπὶ

τέλους καὶ τραγικὴ δύναμη διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀπό-

δειξης, θέσπισης καὶ ἀναίρεσης: «Ein Tier, ein listiges, rau-

bendes, schleichendes, -Das lügen muß, -Das wissentlich, wil-

lentlich lügen muß! Nach Beute lüstern (…) Sich selbst zur Be-

ute - - (…) Oder dem Adler gleich, der lange, Lange starr in

Abgründe blickt, - In seine Abgründe: - - O wie sie sich hier hi-

nab, - Hinunter, hinein, - In immer tiefere Tiefen ringeln!

Dann Plötzlich, geraden Zugs, - Gezückten Flugs, -Auf Läm -

mer stoßen, - (…) Grimmig gram allem, was blickt Schafmäßig,

lammäugig, krauswollig, - (…) Der du den Menschen schautest

194 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

So Gott als Schaf - : Den Gott zerreissen im Menschen Wie das

Schaf im Menschen, - Und zerreißend lachen-». (ὅ.ἀ., σ. 331-

332 καὶ 18, 31, 68). Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι πλέον ὑποκειμενικὸ

διαυγὲς ταυτοποιημένο περιεχόμενο καὶ ἡ ἀπὸ αὐτὴν κυκλικὰ

παραγόμενη ἀντίφαση ἔναντι τοῦ ἐξαντικειμενικοποιούμενου

ἑαυτοῦ του, ἡ ἐκ νέου διάσπαση σὲ ὑποκείμενο καὶ ἀντικείμε-

νο, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἀρνητικότητα τῆς ταυτότητας, ἡ δύναμη καὶ

οὐσία τοῦ Εἶναι ὡς ἀρνητικότητα, ἀποδεδειγμένη διαλεκτι-

κά-αὐτοκριτικὰ ἀρνητικότητα πίσω ἀπὸ κάθε δεδομένη οὐ -

σία. Αὐτὴ ἡ «καθ’ αὐτὴν καὶ δι’ ἑαυτήν» ἀρνητικότητα δὲν

παράγει ἐξωτερικὲς ἀντιφάσεις πλέον, δηλαδὴ συγκεκριμένες

ἀρνήσεις, ἰδιοποιήσεις ἑνὸς καθαυτό, ἀλλὰ ἀπόλυτες ἀρνή-

σεις, παράγει ἑαυτὴν ὡς αἰσθητικὸ φάντασμα, ἀρνούμενη ἑ -

αυτὴν ὡς θέληση γιὰ θέληση. Ὑπάρχει μόνο ὡς ἄρνηση τοῦ

ἑαυτοῦ της, ποὺ καταστρέφει τὴν ἑκάστοτε φαντασμαγορικὴ

μορφή της, τὴν εἰκόνα τοῦ σκοτεινοῦ ἀπαράστατου ἐγὼ γιὰ

τὸν ἑαυτό του ὡς θέληση γιὰ θέληση, μὲ μιὰ νέα εἰκόνα μορφὴ

ποὺ κι αὐτὴ θὰ καταστραφεῖ116. Τὸ ἀντικείμενο ἔχει ἐξυποκει-

μενικευθεῖ πλήρως ὅμως καὶ τὸ ὑποκείμενο ἔχει ριφθεῖ, ἔχει

ἀπωθηθεῖ στὴν ἀντικειμενικότητα ἀπὸ τὴν ἀρνητικότητα καὶ

εἶναι ἡ μόνη ὑπαρκτικὴ ἀποτύπωση αὐτῆς τῆς ἀρνητικότη-

τας. Ἡ θέληση γιὰ θέληση ὡς ἀρνητικότητα καθ’ αὑτὴν καὶ

δι’ ἑαυτὴν εἶναι ἀντικείμενο τοῦ ἑαυτοῦ της, εἶναι προσταγὴ

καὶ ὑποταγή (ὅ.ἀ., σ. 123) (ἀπήχημα τῆς καντιανῆς ἠθικῆς

καὶ τῆς κριτικῆς της δύναμης), ἡ ἀρνητικότητα τοῦ ἑαυτοῦ

της. Κάτι ποὺ ἴσως εἶναι ὅμοιο στὴν ὑπαρξισμὸ ὡς ἐξελεκτικὴ

μορφὴ τῆς καθ’ ἑαυτῆς καὶ δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότητας τοῦ Ρε-

αλισμοῦ, στὴν ὁποία ἡ ἐρριμμένη ὕπαρξη εἶναι ἀναστοχαστικὸ

χαρακτηριστικὸ τῆς καθ’ αὑτὴν καὶ δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότη-

τας τοῦ ἑαυτοῦ της, ὡς σημείου ἐπαλήθευσης τῆς οὐσίας της

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 195

116. Εἶναι σαφὴς ἡ συνάφεια αὐτῆς τῆς αἰσθητικῆς μηδενιστικῆς διαλε-

κτικῆς καὶ αὐτοκριτικῆς ποὺ συνεχίζει καὶ στὴν Σχολὴ τῆς Φρανκφούρτης

πρὸς τὴν ἀνατολικὴ καὶ ἰουδαϊκὴ παράδοση τῆς ἀνεικονικότητας τῆς θείας

ὑπόστασης ἢ τῆς οὐσίας τοῦ σύμπαντος τῶν κυρίων ἐκπροσώπων της.

ὅπως προαναφέρθηκε. Ὁ κόσμος εἶναι ὁ ἴδιος του ὁ ἑαυτὸς ὡς

ἀρνητικότητα, ἡ ἑνότητα ὑποκειμένου καὶ ἀντικειμένου117, τὸ

ἀπαύγασμα, ἡ εἰκόνα χωρὶς πρωτότυπο αὐτῆς τῆς θέλησης

γιὰ θέληση, τῆς ἀρνητικότητας, ποὺ συνειδητὰ πέρα ἀπὸ τὴν

ἀντίφαση ὑποκειμένου-ἀντικειμένου, καλοῦ-κακοῦ χειρίζεται

τὴν ψευδότητα καὶ ἀναλήθεια τοῦ κόσμου ὡς ἀλήθεια, τῶν

ἀξιῶν καὶ τῆς «ἀλήθειας» ὡς ἀναγκαίας φανέρωσης καὶ ἐπί-

δειξης τῆς ὕπαρξης τῆς σκοτεινῆς θέλησης γιὰ θέληση. Δὲν

εἶναι πιὰ ὁ δρόμος τοῦ Fichte ἢ τοῦ Hegel (ὅ.ἀ., σ. 35, 39, 63)

(μήπως τοῦ Schelling;). Δὲν ὑπάρχει πιὰ ὑποκειμενικὸ μέτρο

καὶ ἀντίφαση μὲ τὸ ἀντικείμενο, πρὶν καὶ μετά, πατρίδα καὶ

τόπος προορισμοῦ παρὰ ὁ ἐκστατικὸς τραγικὸς αὐτομηδενι-

σμός, ἡ εὐθεία ἔκσταση ἀπὸ ἕνα τραγικὸ καὶ σκοτεινὸ πυρή-

να ποὺ παραμένει ὁ ἴδιος, ἡ παρουσίαση ἑνὸς νέου κόσμου χω -

ρὶς προϋπόθεση (ὅ.ἀ., σ. 245, 254). Δὲν ἔχουμε ἐπιστροφὴ τοῦ

ἴδιου, ἀλλὰ μιὰ νέα μορφὴ τοῦ κόσμου ὡς τραγωδία ἢ κωμω-

δία. Ὅπως ἡ λάξευση μιᾶς πέτρας ποὺ ἀφαιρεῖ κομμάτια καὶ

ἔτσι δημιουργεῖ (ὅ.ἀ., σ. 92-93, 123)118. Αὐτὴ ἡ θέληση περνᾶ

διὰ μέσου ὅλων τῶν τάφων (ὅ.ἀ., σ. 121). Δὲν εἶναι συγκεκρι-

μένη ἄρνηση τῆς ἄρνησης, ἰδιοποίηση ἀλλὰ διαδοχὴ ἀπολύτων

ἀρνήσεων119. Ἡ σκοτεινὴ ἀπαράστατη θέληση γιὰ θέληση

196 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

117. «Zugleich Subjekt und Objekt, zugleich Dichter, Schauspieler und

Zuschaner», (F. Nietzsche, Kritische Studienausgabe, Colli/Mortinari, Mün -

chen, 1988, Bd. 1, σ.48).

118. Ἴδε καὶ Διονυσίου Ἁρεοπαγίτου, Περὶ μυστικῆς Θεολογίας, κεφά-

λαιον Β: «ὥσπερ οἱ αὐτοφυὲς ἄγαλμα ποιοῦντες, ἐξαιροῦντες πάντα τὰ ἐπι-

προσθοῦντα τῇ καθαρᾷ τοῦ κρυφίου θέᾳ κωλύματα καὶ αὐτὸ ἐφ’ ἑαυτοῦ τῇ

ἀφαιρέσει μόνῃ τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀναφαίνοντες κάλλος».

119. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀρχὴ τῆς ἑρμηνευτικῆς μιᾶς σειρᾶς ἀπὸ παρα-

στάσεις χωρὶς πρωτότυπο. Ἁλλὰ καὶ ἡ ἑρμηνευτικὴ τῆς ἀτελείωτης ἑρμη-

νείας ἑνὸς κειμένου ποὺ παρουσιάζει ὁ Gadamer εἶναι σχετική. Σχετικά:

Gunter Figal, Der Sinn des Verstehens, Stuttgart, 1996, π.χ. σ. 76. Ἐνῶ στὸν

Gadamer ὅμως ἔχουμε ἑγελειανοῦ ἢ χαϊντεγγεριανοῦ τύπου ἱστορία (Wir-

kungsgeschishte) στὸν Nietzsche ἔχουμε ἱστορικὴ σειρὰ ἀπόλυτων ἀρνήσεων,

μόνο παρόν.

(ὅ.ἀ., σ. 125) παραμένει ἀπαράστατη καὶ οἱ φαντασμαγορι -

κὲς ἐκφράσεις τῆς αὐτοκαταστροφικῆς της ἀρνητικότητας ὑ -

ποδηλώνουν, σημειώνουν τὴν ἀρνητικότητα αὐτὴ καὶ ἐξαφα-

νίζονται πάλι σ’ αὐτὴν χωρὶς τὴν διαδοχή τους καὶ συνάθροι-

σή τους ποὺ θὰ συγκεντρώνονταν στὴν Γκαλερὶ τοῦ πνεύμα -

τος ὅπως στὸν Hegel, ὁμοιάζουν μὲ μιὰ ἀστραπὴ ποὺ προέρ-

χεται ἀπὸ σκοτεινὰ νέφη (ὅ.ἀ., σ. 12-13 καὶ 363 πρωινὸς

ἥλιος ἀπὸ σκοτεινὰ ὄρη)120.

Δὲν ἔχουμε ἁπλὴ ἐκκοσμίκευση τοῦ κόσμου, κατάργηση

καὶ ἰδιοποίηση τοῦ πισώκοσμου ἀλλὰ πολὺ περισσότερο κα-

τάργηση τοῦ κόσμου, ἀ-κοσμίκευση! Ὄχι ἁπλῶς ἀπώλεια

τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν κατάργηση τοῦ πίσω κόσμου ὡς ἰδεατοῦ

μέτρου ἀλλὰ πρωταρχικῶς κατάργηση τοῦ ἐδῶ κόσμου, τοῦ

ὑποκειμένου! Ἡ καθ’ αὑτὴν καὶ δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότητα στέ-

κεται πέρα ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸν ζυγίζει (ὅ.ἀ., σ. 206). Ἔτσι

μετατρέπεται τὸ μηδέν, ἡ ἀπόλυτη ἀρνητικότητα σὲ μιὰ κα-

θολικὴ ὀντολογικὴ καὶ γνωστικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

λειτουργία, μιὰ ἄρνηση ποὺ δὲν εἶναι ἀπώλεια αὐτοῦ ποὺ δὲν

εἶναι πλέον, ὡς βάρος αὐτοῦ ποὺ ἀπουσιάζει, ἀλλὰ ἡ λογική

του ἄρνηση, ἡ ἀποκορύφωση καὶ ἀντιστροφὴ τῆς ταυτότητάς

του σὲ ἀρνητικότητα ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ κάθε ἄλλου,

σὲ ἀπόδειξη ποὺ ἀναιρεῖ τὸ Εἶναι στὸ μηδὲν ὡς μέτρο διόρθω-

σης καὶ κίνητρο τῆς ἀπόδειξης. Αὐτὴ ἡ ἀρνητικότητα ἀρ νεῖ -

ται, ἀλλὰ ἡ ἴδια δὲν ἀνήκει σ’ αὐτὸ ποὺ πεθαίνει. Εἶναι ἀποθέ-

ωση τῆς δογματικῆς, κριτικῆς καὶ αὐτοκριτικῆς ἔννοιας τῆς

ἀλήθειας ὡς ἐλλειπτικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ὀρθὴ περι-

φρούρηση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας. Ἁποπερατώνει πλήρως

αὐτοκριτικὰ καὶ τραγικὰ τὴν δογματικὴ καὶ πλατωνικὴ ἔν -

νοια τῆς ἀλήθειας, ἀναδεικνύει πλήρως τὴν διονυσιακή, χο-

ρευτικὴ καὶ τραγικὴ δύναμη καὶ ἀπόδειξη. Μὲ τὸν αὐτομηδε-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 197

120. Καὶ στὸν Heidegger ὁ θάνατος εἶναι das Ge-birg des Seins καὶ ἡ

ἱστορία τῆς Μεταφυσικῆς εἶναι Gebirg, ὁροσειρὰ τῆς ἀποκεκρυμμένης ἀλή-

θειας. Δηλαδὴ ἀπόκρυψη ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται. Bergen = ἀποκρύπτω.

Βέβαια οἱ διαφορὲς ὑπάρχουν.

νισμὸ ἡ ἀρνητικότητα τελευταῖα στιγμὴ δραπετεύει, ἐγκατα-

λείπει τὸν ἑαυτό της, γίνεται ἀπὸ θύμα θύτης. Ὑπάρχει νε -

κρὸς ἄνθρωπος, κόσμος καὶ Θεὸς ἀλλὰ ὄχι νεκρὸς ὑπεράν-

θρωπος. Ἡ καθ’ αὑτὴ καὶ δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότητα εἶναι ἡ οὐ -

σία τῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς περιφρούρησης καὶ ἀπόδει-

ξης τῆς πλατωνικῆς ἀλήθειας ποὺ ἀρνεῖται πλήρως καὶ ὀρθό-

τατα διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἑαυτήν, θέτει συνέχεια ἑαυ-

τούς, ἄκοσμες εἰκόνες καὶ φαντάσματα καὶ ποτὲ τὸν ἑαυτό

της καὶ τὸ ὅλον ὡς ἐλλείποντα, ὡς ριζικὸ ἀρνηθὲν τέλος τῆς

ἄρνησης ὡς ἄρνησης τινός, ποὺ δὲν ἀρνεῖται ἁπλὰ κάτι συγ-

κεκριμένο, ἀλλὰ κυρίως καὶ ριζικὰ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι, αὐτὸ

ποὺ ἐλλείπει στὴν δύναμη ἄρνησης, στὸ ἀρνητικὸ πρόσημο,

στὸ ἴδιο τὸ μηδέν, στὴν ἀναλήθεια, στὸν τὸ ὑπαρκτὸ καὶ κάθε

(αὐτο)κριτικὸ κριτήριο ὑπερβάλλοντα ἐξωοντολογικὸ χῶρο.

Στὸ μηδέν, στὴν ἀναλήθεια καὶ στὴν ἐρώτηση τοῦ ἐξωοντο-

λογικοῦ χώρου δὲν ἐλλείπει κάτι συγκεκριμένα ἀρνηθέν, ἀλλὰ

ἡ ὄντως ἐλλείπουσα ἀλήθεια ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκπηγάσει καὶ νὰ

εἶναι μόνο ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἐλλείπει καὶ ὄχι ἀπὸ ἕνα ἐλλειπτικὸ

κριτήριο ἐπαλήθευσης καὶ ἀπόδειξης ἢ ἀπὸ τὸ ἤδη ὑπαρκτὸ

καὶ ἀρνηθέν. Ἡ ἡφαιστειακὴ καὶ παιγνιώδης θέληση γιὰ θέ-

ληση, ἡ καθ’ αὑτὴ καὶ δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότητα δὲν μπορεῖ νὰ

παραστήσει ἑαυτὴν παρὰ μόνο παρὰ μὲ μιὰ παράστασή της

ποὺ εἶναι τεθειμένη ἀρνητικότητα στὴν ἀντικειμενικότητα

δηλαδὴ φανέρωση τῆς ἀρνητικότητας μὲ μιὰ παράσταση ποὺ

μόνο μὲ τὴν ἄρση της παραπέμπει στὴν πηγή της καὶ τὴν φα-

νερώνει. Αὐτὴ ἡ τεθειμένη ἀρνητικότητα, τὸ αἰσθητικὸ φάν-

τασμα τῆς ριζικῆς ἀπαράστατης διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς

ἀποδεικτικῆς δύναμης ὀφείλει ἁπλῶς νὰ παραπέμπει στὴν

πηγή της καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό της, νὰ φανερώνει τὴν (ὀρθή)

ἀρνητικότητα τῆς πηγῆς της καὶ «τίποτε ἄλλο», κανένα λό-

γο, κανένα μέτρο. Ὑπάρχει σὰν φάντασμα αὐτοῦ ποὺ δὲν μπο-

ρεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ ἡ πιὸ δυνατὴ παραπομπή της στὴν πηγή

της εἶναι ὁ μηδενισμός της, ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ πηγή της, ἡ θέ-

ληση γιὰ θέληση ὡς καθ’ αὑτὴ καὶ δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότητα

198 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ξεπερνᾶ ἑαυτήν, κάθε εἰκόνα-σημάδι ἀπ’ αὐτὴν τὴν θέληση.

Κάτι ἀνάλογο χαρακτηρίζει τὴν ὀνομαζόμενη «κρίση τοῦ

αἰσθητικοῦ ἀπεικάσματος». Ἡ ἀναπαραστατικὴ αἰσθητικὴ

φαντασμικὴ μορφὴ τῆς πρωτότυπης ἀρνητικότητας, τὸ αἰ -

σθητικὸ ἀπείκασμα δὲν παραπέμπει στὸ ἀρνητικὸ ἀπαράστα-

το «πρωτότυπο» μὲ τὴν δική του αὐτοκριτικὴ ἀποδόμηση ποὺ

θὰ ἔθετε αὐτὸ ὡς ἄγνωστο ἐλλεῖπον, ὡς ἐρώτημα καὶ αἴτημα

ἐκ τῆς ἄρνησης ὡς ἔλλειψης καὶ ἐρώτησης ἑνὸς ὄντως ἐλλεί-

ποντος, παρὰ μὲ τὴν μηχανικὴ φορμαλιστικὴ ἄρνησή του στὰ

πλαίσια μιᾶς λογικῆς ἀρνητικῆς διαλεκτικῆς μεθόδου ἀπὸ ἕ -

να ἤδη ὑπάρχον διαχειριζόμενο αὐτοκριτικὸ ὀρθὸ κριτήριο. Τὸ

αἰσθητικὸ ἀπείκασμα μόνο μὲ τὴν μηχανικὴ φορμαλιστικὴ

αὐτοαναίρεσή του ὁδηγεῖ πρὸς τὸ πρωτότυπο ἀπαράστατο ὡς

ὀρθὸ μέτρο καὶ ἀποθέωση τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλή-

θειας, περιπίπτοντας σὲ μιὰ μέθοδο ὀρθῆς αὐτοκριτικῆς πα-

ραπομπῆς σὲ αὐτό. Κάθε αἰσθητικὸ ἀπείκασμα, κάθε στιγμή,

ἀναιρεῖται αὐτόματα καὶ μηχανικὰ ἀπὸ τὸ ὀρθὸ αὐτοκριτικὸ

κριτήριο καὶ στὴ θέση του θεσπίζεται μιὰ νέα μορφὴ ἐντὸς

μιᾶς προγραμματικῆς πορείας καὶ ἐνσυνείδητα ὀρθῆς μεθόδου

καὶ ἰδεολογίας ποὺ προσεγγίζει ὀρθά, αὐτοκριτικά-διαλεκτι -

κὰ τὸ ἀπαράστατο ἀρνητικὸ καθαυτὸ ἀποπερατώνοντας τὴν

ἐλλειπτικὴ πλατωνικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ὡς περιφρούρησης

καὶ ἀπόδειξης τοῦ ἑαυτοῦ της. Τὸ ἀρνητικὸ κενὸ κριτήριο ὀρ -

θῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξης χρειάζεται καὶ χει-

ρίζεται τὸ αἰσθητικὸ ἀπείκασμα γιὰ τὴν ἀποδεικτικὴ καὶ ἐπι-

δεικτικὴ λειτουργία τῆς διαλεκτικῆς (αὐτο)κριτικῆς του. Ἔ -

τσι καὶ ἡ μουσικὴ121 στὸ Nietzsche ὡς διαδοχὴ μουσικῶν τό-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 199

121. «Jetzt aber wird diese Musik ihm wieder wie in einem gleichnisarti-

gen Traumgebilde, unter der apollinischen Traumerscheinung sichtbar. Jener

bild- und begriffloser Widerschein des Urschmerzes in der Musik, mit seiner

Erlösung im Scheine, erzeugt jetzt eine zweite Spiegelung, als einzelnes Glei-

chnis und Exempel» (Geburt der Tragödie, Kritische SΑ, ὅ.ἀ., Bd. 7, σ.44).

Ἤδη στὸν M. Eckhart τὸ ἀπείκασμα ὀφείλει ἁπλῶς νὰ διαβιβάσει τὸ ἀντι-

κείμενο καὶ νὰ ἐξαφανιστεῖ, νὰ μὴν γίνει τὸ ἴδιο περιεχόμενο-πράγμα γνώ-

νων στὸ χρόνο εἶναι ἑπόμενο νὰ γίνει χορός, μύθος καὶ λόγος,

νὰ τεθεῖ στὴν ὑπηρεσία τους, στὴν μυθο-λογικὴ καὶ μεθοδο-

λογι κὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀποδεδειγμένη παραπομπὴ

στὸ ὀρθὸ ἀρνητικὸ καθαυτό. Αὐτὴ ἡ ἔκπτωση τοῦ αἰσθητικοῦ

ἀ πεικάσματος ἀπὸ τὴν αὐτοτέλειά του καὶ αἰσθητικὴ αὐτο-

κριτικὴ λειτουργία του στὴν χρησιμοποίησή του στὰ πλαίσια

μιᾶς προγραμματικῆς ἀρνητικῆς διαλεκτικῆς τῶν φορμαλι-

στικῶν ὁρίων ἀποτελεῖ μιὰ κριτικὴ τῆς κριτικῆς καὶ αἰσθη-

τικὴ θεωρία ποὺ θέλει νὰ ξεπερνᾶ122 κάθε μορφικὴ φάση καὶ

200 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

σης μὲ δική του ὀντο-λογικὴ σημασία. Μάλιστα βλέπουμε στὸ κατ’ εὐθείαν

πέρασμα ἀπὸ τὸ Ρεαλισμὸ στὸ Νομιναλισμό, πὼς τὸ ἀπείκασμα ἑνὸς ἀντι-

κειμένου ποὺ τὸ μεταφέρει ρεαλιστικά-ἐπαληθευτικὰ στὸ νοεῖν ἀποκτᾶ τε-

λικὰ ἰδεαλιστικὴ ἀφηρημένη καὶ ἀναπαραστατικὴ λειτουργία στὸ χῶρο τῆς

ἀναπαράστασης τοῦ ἀντικειμένου στὸ ὑποκείμενο: «si species quae est in ani-

ma, haberet rationem entis, per ipsam non cognosceretur res cuius est species;

Quia si haberet rationem entis, in quantum huiusmodi duceret in cognitionem

sui et abduceret a cognitione rei cuius est species.

Quae ergo ad intellectum pertinent, in quantum huiusmodi duceret in co-

gnitionem sui et abduceret a cognitione rei cuius est species.

Quae ergo ad intellectum pertinent, in quantum huiusmodl, sunt non-entia.

Intelligimus enim, quod deus non posset facere, ut intelligens ignem non intel-

ligendo eius calorem; deus tamen non posset facere quod esset ignis et quod

non calefaceret» (Quaestio I, ὅ.ἀ., σ. 44, 2-9). Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀνταγω-

νιστὴς τοῦ Θεοῦ, Θεός. Τὸ νοεῖν εἶναι ὡς ἀποδεικτικὴ ταυτοποίηση ἰδεατὴ

ἀναπαράσταση στὸ ὑποκείμενο ὡς ρεαλιστικὴ μεταφορά. «Res enim ordina-

bilis ad finem fit secundum exigentiam finis (…) Cum igitur finis speciei sit

repraesentare rem intellectui, debet esse secundum quod melius repraesentare

rem. Melius autem repraesentat, si sit non-ens, quam si esset ens. Immo si es-

set ens, adbuceret a repraesentatione» (Quaestio II, ὅ.ἀ., σ. 52, 6-10). Ἡ ἀλή-

θεια δὲν εἶναι πλέον ρεαλιστικὴ ἀναλογία τῆς πραγματικότητας στὸ νοεῖν,

adaequatio intellectus et rei, παρὰ ταυτοποιημένη ἰδεατὴ ἀνα-παράστασή

της στὸ νοεῖν, Ρεαλισμὸς τοῦ ὑποκειμένου «totum id quod est ad intellectum

pertinet et ad veritatem. Veritas enim in solo intellectu est, non extra, igitur

perfectiones in rebus extra non verae perfectiones sunt» (In Exodum, ὅ.ἀ., LW

II, n. 176).

122. «Fortgeschrittenes Bewußtsein versichert sich des Materialstandes, in

dem Geschichte sich sendimentiert bis zu dem Augenblick, auf den das Werk

antwortet; eben darin ist es aber auch veränderte Kritik der Verfahrungswei-

ἰδεολογικοποίηση μετατρεπόμενη ὅμως ἡ ἴδια σὲ αὐτοσυνεί-

δητη μέθοδο ποὺ παραπέμπει τελείως αὐτοκριτικὰ καὶ ὀρθὰ

στὸν ἀξιούμενο πυρήνα τῆς ἀποδεικτέας ἀλήθειας σύμφωνα

μὲ τὴν πλατωνικὴ ἐλλειπτικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἔννοια

τῆς ἀλήθειας.

Θὰ συνεχίσουμε μὲ τὸν Max Stirner τοῦ ὁποίου τὸ ριζοσπα-

στικὸ ἔργο «Der Einzige und sein Eigentum» (Stuttgart, 1991)

δημοσιεύεται τὸ 1844, προηγεῖται τοῦ Zarathustra (1883-

1885) τοῦ Nietzsche κατὰ 40 χρόνια καὶ ἡ ὁμοιότητά τους

μορφικὴ καὶ περιεχομενολογικὴ δὲν εἶναι μᾶλλον τυχαία.

Στὸν M. Stirner πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ κάποια στιγμὴ ἡ ἀναγνώ-

ριση τῆς ἱστορικῆς καὶ συστηματικῆς πρωτοπορείας ἔναντι

τοῦ Nietzsche, γιατὶ μὲ τὸ ἔργο του ἀνοίγει συστηματικὰ καὶ

προγραμματικὰ ἡ μετανεωτερικότητα, ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 201

se, es reicht ins Offene, über den status quo hinaus» (Th. Adorno, Gesammel-

te Schriften, Bd. 7, Ästhetische Theorie, Frankfurt a.Μ., 1997, σ. 287). Στὸ

ὅτι τὸ αἰσθητικὸ ἔργο δὲν εἶναι τοιουτοτρόπως ἄμεσο καὶ ἀβίαστο ἀναστο-

χαστικὸ παίγνιο καὶ ἔτσι διαφοροποίηση καὶ κριτικὴ τῆς πραγματικότητας

καὶ τῆς ἰδεολογίας, παρὰ μηχανιστικὴ ἀντίδραση ἡ ὁποία ὡς θεωρία ἀπο-

κλείει τὴν αἰσθητικὴ ἐμπειρία καὶ κριτικὴ ἀναφέρεται ὁ R.Bubner, Ästheti-

sche Erfahrung, Frankfurt a.Μ., 1989, 42, 77 κ.ἑ. Ἡ παράσταση τοῦ μὴ ταυ-

τοποιήσιμου καὶ ἀπαράστατου στὸ αἰσθητικὸ ἀπείκασμα ἢ στὴν ἑρμηνευτικὴ

πρόταση τοῦ κριτικοῦ ὁριακοῦ λόγου (G. Figal, Der Sinn des Verstehens, ὅ.ἀ.)

ἔχει ὡς προϋπόθεση τὴν ταυτοποίηση τοῦ πρωτοτύπου ὡς καθαυτὴ καὶ δι’

ἑαυτὴ ἀρνητικότητα γιαυτὸ μεταβάλλεται σὲ μέθοδο ὅπως εἰπώθηκε ὅταν τὸ

μὴ ταυτοποιήσιμο δὲν βιώνεται ὡς αὐτὸ ποὺ ἐλλείπει, ποὺ εἶναι ἀπουσία, ὡς

ἄρνηση καὶ ἀπουσία καὶ ἔλλειψη τῆς συνείδησης (τοῦ λόγου) ποὺ τὴ βιώνει

καὶ πιὸ ριζικὰ ὡς ἔλλειψη τοῦ ἴδιου τοῦ μὴ ταυτοποιήσιμου παρὰ ὡς ἀρνητι-

κότητα τῶν λογικῶν ὁρίων. Διαφορετικὴ ἴσως εἶναι ἡ ἑρμηνευτικὴ τοῦ Ga-

damer ποὺ συνεχίζοντας τὸν Hegel παρουσιάζει μιὰ ἀτελείωτη ἱστορία ἑρμη-

νευτικῆς, ὅπου ὅμως τὸ πρωτότυπο καὶ ἡ παράδοση προϋποτίθενται καὶ ἀπο-

κτοῦν ἐμπειρία (Erfahrung κατὰ Hegel) τοῦ διαφορετικοῦ. Ἐν ἀντιθέσει στὸν

W. Benjamin εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ἱστορίας βασικὸ μοτίβο (Einbahnstrasse,

G.S., Bd. IV) στὴν ὁποία αὐτὸ ποὺ παρῆλθε ὡς χαμένη δυνατότητα ξαναζεῖ

ἐξαίφνης σὲ μιὰ ἀποκαλυπτικὴ ἀλληγορία μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνείρου καὶ τῆς

οὐτοπίας. Τὸ ἐξαίφνης (Πλάτων) καὶ τὸ ὄνειρο συναντῶνται ὡς σημαντικό-

τατοι τόποι καὶ στὸν M. Heidegger.

που καὶ ὄχι ἁπλῶς τοῦ θεοῦ-τῶν διαφόρων θεοτήτων, ἡ ἀπο-

δόμηση τοῦ ἐγὼ καὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας, ἡ μετατροπή τους

σὲ εἰκόνες χωρὶς πρωτότυπο, ἂν καὶ ἡ ἐκστατικὴ αὐτοσυνει-

δησία ὡς καθ’ αὑτὴ καὶ δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότητα, διαλεκτική-

αὐτοκριτικὴ ἀρνητικότητα ἔναντι τοῦ ἄλλου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ

ὑπάρχει σαφῶς στὸν Hegel. Ὁ Stirner διαπιστώνει τὴν διαδι-

κασία καὶ οὐσία τῆς διαλεκτικῆς ὡς ἰδιοποίηση τοῦ ἀντικει-

μένου, τῆς ἀφηρημένης καὶ μὴ ταυτοποιημένης καθαυτότη-

τας ποὺ εἶναι ἰδιοποίηση, αὐτοπραγμάτωση τοῦ ὑποκειμένου.

Αὐτὴ ἡ διαδικασία ποὺ στὴν ἐποχὴ τοῦ Stirner ἦταν μιὰ ἔντο-

νη ἱστορικὴ ἰδεολογικοπολιτικὴ διεργασία μηδενίζει, κληρονο-

μεῖ καὶ δημιουργεῖ νέες «θεότητες», δηλαδὴ καταργεῖ τὴν ἑ -

κάστοτε καθαυτότητα μὲ τὸν ἐξυποκειμενισμὸ τοῦ ἀντικειμέ-

νου καὶ τὴν ἐξαντικειμενίκευση τοῦ ὑποκειμένου, ἔτσι ὥστε τὸ

ἀντικείμενο νὰ διασώζεται, νὰ κληρονομεῖται (conservare) στὸ

ὑποκείμενο. Θεός, θρησκεία, κράτος, κοινωνία, ἐλεύθερο ἐγὼ

εἶναι οἱ διαδοχικὲς θεότητες. Αὐτὴ εἶναι ἡ κίνηση τῆς κριτι -

κῆς ποὺ δημιουργεῖ συνεχῶς νέα καθ αὐτὰ ἀντικείμενα, πε-

ριεχόμενες οὐσίες γιὰ τὸ ὑποκείμενο (Der Εinzige, ὅ.ἀ., 162).

Ὁ Stirner στρεφόμενος κατὰ τῶν Feuerbach καὶ Bauer θέ-

λει νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὸν τὸν circulus vitiosus deus, τὴν Φαι-

νομενολογία μὲ ἀξίωση Λογικῆς ποὺ εἶναι πάλι Φαινομενολο-

γία, ἀπὸ κάθε ὄχι μόνο ἀντικειμενικὸ ἀλλὰ καὶ πρωταρχικὰ

ὑποκειμενικὸ μέτρο φθάνοντας στὴν κενότητα καὶ γυμνότη-

τα τοῦ μοναδικοῦ ἐγώ. Αὐτὸ τὸ ἐγὼ δὲν κληρονομεῖ, δὲν ἰδιο-

ποιεῖται ἀλλὰ ἁρπάζει, καταστρέφει ἀπὸ τὸν κενὸ ἑαυτό του

τὰ νοήματα καὶ τὰ ἀντικείμενα. Τὸ ἐγώ του εἶναι κενὸ νοη-

μάτων, κενὸ τὸ ἴδιο, ὁ κενὸς καθρέφτης ποὺ δημιουργεῖ καὶ

μηδενίζει κάθε εἴδωλο (Ἁριστοτέλης - M. Eckhart - Stirner)

(ὅ.ἀ., σ. 164, 166, 380, 389, multi). Ἔχει τὶς ἔννοιες ὡς ἰδιο-

κτησία του ἀλλὰ τὸ ἴδιο εἶναι χωρὶς ἔννοιες, (ὅ.ἀ., σ. 381,

389). Δὲν εἶναι ἐξαντικειμενίκευση, κατόρθωμα, ἰδιοποίηση.

Τὸ ἐγὼ εἶναι τὰ πάντα ἀλλὰ ὄχι ὅπως τὸ ἐγὼ τοῦ Fichte (ὅ.ἀ.,

σ. 199). Μπορεῖ νὰ εἶναι τὰ πάντα χωρὶς νὰ ἐξαντικειμενι-

202 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

κεύεται, ἐπειδὴ θέλει τὰ πάντα ὄχι γιατὶ εἶναι κάποιο ὑποκει-

μενικὸ μέτρο ποὺ θὰ ἐξαντικειμενικευθεῖ, παρὰ ἀπὸ ἄμετρο

γοῦστο καὶ θέληση γιὰ τὸν κενὸ ἑαυτό του, γιαυτὸ τὰ μηδενί-

ζει καὶ δὲν τὰ κληρονομεῖ στὸν ἑαυτό του. Τὸ ἐγὼ εἶναι ὄχι μέ-

τρο, κατόρθωμα, ἀλλὰ ἑαυτὴν ἀποδεικνύουσα ἀπὸ ἕνα κενὸ

κριτήριο ταυτότητα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ γιαυτὸ καθ’ αὑτὴν

καὶ δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότητα, κατάρρευση στὴν κενὴ περιεχο-

μένου αἰσθητικὴ ἀποδεικτικὴ δύναμη, κενὸ περιεχομένου, μὲ

μόνο περιεχόμενο τὴ θέληση καὶ τὸ γοῦστο ποὺ ἀντικατοπτρί-

ζεται ἀποδεικτικὰ καὶ ἐπιδεικτικὰ ὡς ἀρνητικότητα στὰ ἀντι-

κείμενα ποὺ θεσπίζει καὶ κυρίως καταστρέφει παραπέμπον-

τας μὲ αὐτὴ τὴν καταστροφὴ στὸν ἐλεύθερο καὶ κενὸ ἀρνη-

κτικὸ ἑαυτό της. Ἁπομένει ἡ παιγνιώδης ἀπόλαυση, ἡ αἴσθη-

ση καὶ θέαση τῆς ἑαυτὴν θέλουσας θέλησης μὲ τὴν αὐτοκα-

ταστροφή της ὡς τοῦ θεσπισμένου φαντασμικοῦ κόσμου. Γι-

αυτὸ τὸ ἐγὼ ἀπολαμβάνει τὸν ἑαυτό του καταστρέφοντάς τον

(ὅ.ἀ., σ. 366, 372). Ταυτοποιώντας ἀποδεικτικά, δηλαδὴ μη-

δενίζοντας τὸν ἑαυτό του, εἶναι θέληση καὶ κύριος τοῦ ἑαυτοῦ

του χωρὶς περιεχόμενο καὶ μέτρο. Δημιουργεῖ τὸν ἀντικειμε-

νικὸ κόσμο ὄχι ἐκτός του ἀλλὰ ὡς τὸν ἑαυτό του, ὡς τὴν ἐνέρ-

γεια τῆς θέλησής του (actus purus) ποὺ εἶναι ἡ καθαυτὴν καὶ

δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότητα, ὡς τὴν μόνη διαπίστωση τῆς ὑπαρ-

κτότητάς του, τὸν ὁποῖο ὅμως ἔτσι δὲν ἀφήνει νὰ ἐξαντικειμε-

νικευθεῖ καθ’ αὑτὸν ἀλλὰ τὸν μηδενίζει. Τὸ ἐγὼ ὡς ἔλλειψη

ὑποκειμενικοῦ μέτρου εἶναι μὲν ταυτοποίηση, ἰδιοποίηση τοῦ

ἀντικειμένου ἀλλὰ μόνο ὡς ἄρνησή του, γνωρίζοντας ἐκ τῶν

προτέρων ὅτι τὸ ἀντικείμενο ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς χωρὶς

ὑποκειμενικὸ μέτρο θέλησης καὶ τοῦ γούστου (ὅ.ἀ., σ. 396,

402), ποὺ πρέπει νὰ ἔχει κάτι ὡς περιουσία νὰ ἰδιοποιηθεῖ, νὰ

διαφιλονικήσει ὡς τὸ εἶναι του, ὡς τὸν ἑαυτό του, κάποιο ἀντι-

κείμενο γιὰ νὰ ἀποδείξει καὶ νὰ ἐπιδείξει ἀρνητικὰ τὴν κενὴ

θέλησή του, ποὺ εἶναι ὅπως ἀργότερα στὸ Νίτσε κεραυνὸς ἀπὸ

σκοτεινὰ ὄρη ἢ νέφη, ὁ κόσμος τοῦ Ἡρακλείτου ποὺ ἀνάβει

καὶ σβήνει κατὰ τὰ μέτρα καὶ τὴν μοίρα τῆς τραγικὰ ἑαυτὴν

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 203

ἀποδεικνύουσας πλατωνικῆς ἀλήθειας. Θέλει καὶ θέτει τὴν

ἀντικειμενικότητα ὡς ἀντικείμενο διαφιλονίκησης, ἰδιοποίη -

σης τοῦ ἑαυτοῦ του, ἁρπαγῆς καὶ ἐκμηδένισης, ἐπίδειξης τοῦ

αὐτοκριτικοῦ ὀρθοῦ κριτηρίου ἀπόδειξης. Ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του

εἶναι τὸ ἀντικείμενο ὄχι ὡς ἰδιοποίηση, ταυτοποίησή του ἐξ

ἑνὸς ὑποκειμενικοῦ μέτρου ποὺ πρέπει νὰ πραγματώνεται ὡς

περιεχόμενο μὲ ἀντικειμενικὴ ἰσχὺ γιὰ ὅλους καὶ γιὰ τὸν ἑαυ-

τό του, ἀλλὰ ὡς ἐκμηδένισή του ποὺ εἶναι πρωταρχικῶς ἐκ -

μηδένιση τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἑαυτός του, οὐσία του, εἶναι ἡ καθ’

αὑτὴν καὶ δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότητα ποὺ χρειάζεται κάτι νὰ τὸ

ἀρνηθεῖ, ποὺ ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό του. Εἶναι τὸ δημιουργικὸ καὶ

τραγικὸ μηδέν, ἡ πλήρως διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ὀρθὴ λει-

τουργία τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας. «Ich hab’

mein’ Sach’ auf Nichts gestellt» (ὅ.ἀ., σ. 412). Γιαυτὸ ὁ Θεὸς

πεθαίνει ἐπειδὴ πεθαίνει πρῶτα ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ εἶναι ἡ ἴδια

ἡ καθ’ αὑτὴ καὶ δι’ ἑαυτὴν ἀρνητικότητα τοῦ ἀντικειμένου

καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἡ τραγικὴ πλήρως διαλεκτική-αὐτοκρι-

τικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας. Ἂν δὲν πεθάνει πρῶτα ὁ ἄνθρω-

πος δὲν ἔχει πεθάνει ἀκόμη ὁ Θεός. «Wie mögt Ihr glauben,

daß der Gottmensch gestorben sei, ehe an ihm außer dem Gott

auch der Mensch gestorben ist?» (ὅ.ἀ., σ. 170).

Στὸ Stirner καὶ τὸ Nietzsche συνυπάρχει ἡ παρμενίδεια βε-

βαιότητα τοῦ Εἶναι καὶ ὁ μηδενισμός του (ὅ.ἀ., σ. 369 καὶ Za-

rathustra, ὅ.ἀ., σ. 245). Ἔσχατο νόημα τοῦ Εἶναι ἀποτελεῖ,

ὅπως στὰ ζῶα ποὺ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ τίποτε ἄλλο, ἡ

αὐτοαποβίωση καὶ αὐτοανάλωση (Der Einzige, ὅ.ἀ., σ. 372),

ὅπως καὶ ὁ χρόνος (ὅ.ἀ., σ. 373). Καὶ τὰ δύο παραδείγματα

συναντῶνται στὸν Hegel ὡς εἰκόνες καὶ πραγματικότητες

τῆς διαλεκτικῆς καὶ αὐτοκριτικῆς ἀρνητικότητας.

Ἡ διάσπαση τῆς οὐσίας τοῦ ἀπολύτου ἡ ἀρνητικότητά του

ὡς ἀναζήτηση τῆς ἀλήθευσής του εἶναι γεγονὸς τοῦ ἰδίου τοῦ

«Εἶναι» καὶ καμία δεδομένη εὐρύτερη ἑνότητα δὲν μπορεῖ νὰ

προσφέρει τὴν ἐπαλήθευση καὶ θεμελίωση παρὰ μόνο ἡ ἴδια ἡ

ἀναζήτηση τοῦ νοήματος καὶ τοῦ τέλους αὐτῆς τῆς ἀντιφατι-

204 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

κότητας, τῆς ἀρνητικότητας καὶ ἰδιοτροπίας, τῆς πάλης περὶ

τὴν ἐριζόμενη καὶ ἐλεύθερη ἀναπόδεικτου περιεχομένου καὶ

διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ αὐτοεννοιοδοτούμενη ἔννοια καὶ ἀ -

λήθεια τοῦ Εἶναι. Μόνο ἡ ριζικὴ ἐρώτηση ὁδηγεῖ στὴν ἀλή-

θεια, ἡ αὐτοομοιότης εἶναι καθαρὴ ἀρνητικότης123 καὶ ἀνο-

μοιότης124. Ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας τοῦ ἑαυτοῦ σύμφωνα μὲ

τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας εἶναι διαλεκτική-αὐτο-

κριτική, τραγική. «Ἡ ἔννοια τῆς δύναμης συγκροτεῖται πολὺ

περισσότερο ὡς ἡ οὐσία στὴν πραγματικότητα αὐτῆς. Ἡ δύ-

ναμη ὡς πραγματικὴ εἶναι κατ’ ἐξοχὴν μόνο στὴν ἐξωτερί-

κευση, ἡ ὁποία ταυτόχρονα τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι παρὰ μιὰ

αὐτοαναίρεση. Αὐτὴ ἡ πραγματικὴ δύναμη, ἀναπαριστάμενη

ὡς ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν ἐξωτερίκευσή της καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό της

ὑπάρχουσα, εἶναι ἡ στὸν ἑαυτό της συγκροτημένη (ἐπιστρε-

φομένη) δύναμη, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ χαρακτήρας εἶναι στὴν πρά-

ξη, ὅπως ἔχει ληφθεῖ, ἁπλὰ μιὰ στιγμὴ τῆς ἐξωτερίκευσης. Ἡ

ἀλήθεια τῆς δύναμης ἀπομένει ἑπομένως μόνο ἡ σκέψη τῆς

ἴδιας καὶ χωρὶς σταματημὸ κατακρημνίζονται οἱ στιγμὲς τῆς

πραγματοποίησής της, οἱ ὑποστάσεις της καὶ ἡ κίνησή της σὲ

μιὰ μή-διαφοροποιημένη (ununterschiedene) ἑνότητα, ἡ ὁποία

δὲν εἶναι ἡ συγκρατημένη (ἐπιστρεφόμενη) δύναμη, γιατὶ αὐ -

τὴ εἶναι μόνο μιὰ στιγμή, παρὰ αὐτὴ ἡ ἑνότητα εἶναι ἡ ἔννοιά

της ὡς ἔννοια. Ἡ πραγματοποίηση τῆς δύναμης εἶναι ἡ ἀπώ-

λεια τῆς πραγματικότητας»125.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 205

123. Phän. 16, 45.

124. Phän. 28.

125. Phän. 100. «Der Begriff der Kraft erhält sich vielmehr als das We-

sen in seiner Wirklichkeit selbst; die Kraft als wirkliche ist schlechthin nur in

der Äusserung, welche zugleich nichts anders, als ein sich selbst Aufheben ist.

Diese wirkliche Kraft, vorgestellt als frei von ihrer Äusserung und für sich

seiend, ist die in sich zurückgedrängte Kraft, aber diese Bestimmtheit ist in der

Tat, wie sich ergeben hat, selbst nur ein Moment der Äusserung. Die Wahr heit

der Kraft bleibt also nur der Gedanke derselben; und haltungslos stürzen die

Momente ihrer Wirklichkeit, ihre Substanzen und ihre Bewegung in eine

ununterschiedene Einheit zusammen, welche nicht die in sich zurückgedrängte

§16. Μετὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ὡς αἰσθητικὸ ἀπείκα-

σμα χωρὶς δεδομένη ἀνθρώπινη οὐσία.

Τόσο ὁ Hegel ὅσο καὶ ὁ Stirner καὶ ὁ Nietzsche διακρίνουν

ἀνάμεσα στὴν ἀτομικότητα ποὺ εἶναι ἡ κληρονόμηση, διάσω-

ση καὶ διατήρηση τῆς οὐσίας τοῦ ρεαλιστικοῦ Εἶναι καὶ τῶν

ἰδεῶν στὸ νομιναλιστικὸ ἐγὼ καὶ στὴν μοναδικότητα. Ὁ He-

gel διακρίνει ἀνάμεσα στὴν «Individualität» ποὺ εἶναι ὅτι καὶ

τὸ εἶδος καὶ στὴν μοναδικότητα «einzelne Individualität» ἢ

«Einzelner» ἢ «ausschließendes Selbst»126. Τὸ ἐγὼ ὡς ἔννοια

εἶναι σήμερα ἡ γενικώτατη ἔννοια μάλιστα ἀξιώνει καὶ ἔχει

206 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

Kraft ist, denn diese ist selbst nur ein solches Moment, sondern diese Einheit

ist ihr Begriff, als Begriff. Die Realisierung der Kraft ist also zugleich Ver-

lust der Realität». Σχετικὰ ἴδε γιὰ τὴν δύναμη ὡς διαλεκτικὴ ἀδυναμίας: M.

Heidegger, Aristoteles, Metaphysik Θ 1-3, Bd 33 Α, Frankfurt a.M. 1981. Γι-

αυτὸ καὶ στὸ Nietzsche ἡ θέληση γιὰ θέληση εἶναι ἐ σωτερίκευση ὄχι διαμε-

σολάβηση ἐξωτερικότητας. Καὶ στὸν M. Stirner ἡ πραγματοποίηση εἶναι ἡ

ἀποπραγματοποίηση, ἀρνητικότης, ἡ οὐσία τοῦ Εἶναι. «Kein Schaf, kein

Hund bemüht sich, ein >rechtes Schaf, ein rechter Hund< zu werden, keinem

Tier erscheint sein Wesen als eine Aufgabe, d.h. als ein Befriff, den es zu re-

alisieren habe. Es realisiert sich, indem es sich auslebt, d.h. auflöst, vergeht».

Der Einzige und sein Eigentum, ὅ.ἀ, 373, καί: «Anders, wenn Du nicht einem

Ideal, als deiner >Besfimmung<, nachjagst, sondern Dich auflöst. Die Auflö -

sung ist nicht deine >Bestimmung<, weil sie Gegenwart ist» (ὅ.ἀ., σ.374). Ὅ -

πως τὸ παρὸν τῆς Φιλοσοφίας τοῦ Δικαίου τοῦ Hegel, ὡς αὐτεννοιοδότηση

μόνη καὶ ἀναγκαία ἔννοια τοῦ Εἶναι, τραγικὴ αὐτοθέσπιση ποὺ αὐτοκατα-

στρέφεται στὸ ἑπόμενο παρόν, ὅπως ἡ μουσικὴ τοῦ Adorno καὶ τοῦ Nietzsche,

ὁ τραγικὸς χορὸς καὶ ὁ τραγικὸς ἥρωας. Ἢ ἡ ψυχὴ ὡς τόπος ἀναπαράστα-

σης τῶν ὄντων χωρὶς ὑποκείμενο καὶ ἀντικείμενο παρὰ ἐκ τῆς δύναμης (vir-

tus) στὸν Eckhart. Ὅπως τὸ ἐξαίφνης τοῦ Παρμενίδη. Ἁντίθετα ἀπὸ τὴν μέ-

ση (Mitte) τοῦ Heidegger (Weder Flucht noch Ankunft) ἐκπηγάζει ἡ ἀλή-

θεια ὡς τέλος χωρὶς ἀρχὴ ποὺ θὰ ἐπαληθευόταν φαινομενολογικὰ ἢ διαλε-

κτικά.

126. Phän. 308, 309. Ὁμοίως στὸν Feuerbach τὸ κάθε νομιναλιστικὸ ἐγὼ

εἶναι καὶ ἕνα διαφορετικὸ κατηγόρημα τῆς οὐσίας, δηλαδὴ μιὰ διαφορετικὴ

ἐκδοχή της μὲ τὴν πρόσθεση ἐπιπλέον ἑνὸς μοναδικοῦ κατηγορήματος στὴν

οὐσία, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ ἄτομο. L. Feuerbach, Das Wesen des Christentums,

ὅ.ἀ. 67.

τὴν τάση νὰ εἶναι εὐρύτερή της λέξης ἄνθρωπος. Ὅπως λέγει

ὁ Ηegel τὸ ἄτομο βρίσκει τὴν ἀφηρημένη του μορφὴ ἕτοιμη

σήμερα127. Καὶ στὴν Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου λέγει, ὅτι στὴν

νεώτερη ἐποχή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς δύο παλαιότερες ὅπου

ἕνας καὶ μετὰ ὁρισμένοι, ὅλοι εἶναι ἐλεύθεροι. Τὸ πρώτον στὰ

γερμανικὰ ἔθνη μέσω τοῦ χριστιανισμοῦ (προτεσταντισμοῦ

δηλαδή) ἤχθησαν στὴν συνείδηση τῆς ἐλευθερίας ὅλων ὡς

ἀνθρώπων128. Ὅμως αὐτὴ ἡ συνείδηση καὶ γνώση τοῦ καθ’

αὐτὸ δὲν εἶναι ἀκόμη ἐλευθερία γιὰ τὸν ἑαυτὸ ὡς μοναδικότη-

τα. Τὸ an sich τῆς δεδομένης ἐγώτητας πρέπει νὰ γίνει für

sich129, ἰδιοτροπία τοῦ ἐγὼ ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτεννοι-

οδότησή του, διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη καὶ αὐτο-

πραγμάτωσή του ἔναντι τῆς δεδομένης νομιναλιστικῆς ἀτο-

μικῆς ἐγώτητας τοῦ διαφωτισμοῦ. Ἔτσι ὁ Hegel δὲν στοχεύει

ἁπλῶς σὲ ἕνα ὑποκείμενο τῆς οὐσίας (Substanz)130, ἀλλὰ πε-

ραιτέρω σὲ μιὰ ἑτεροιότητα, ἰδιοτροπία ἔναντι ἑαυτοῦ ὡς δεδο-

μένου διαφωτιστικοῦ καὶ φορμαλιστικοῦ ὑποκειμένου καὶ τοῦ

ἄλλου καὶ μόνο στὴν ἀποδεικτικὴ πέρα ἀπὸ κάθε περιεχόμενο

ἀπαλλοτρίωση τῆς οὐσίας του, διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ τρα-

γικὴ ἀπόδειξη καὶ θέσπιση τῆς ἀλήθειας ἀπὸ ἕνα κενὸ αἰσθη-

τικὸ κριτήριο θέσπισης καὶ αὐτοαναίρεσης.

Τὸ ἄτομο ἑνὸς εἴδους εἶναι τόσο γενικὸ ὅσο καὶ τὸ εἶδος του.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὂν τοῦ εἴδους του, ὑποκείμενο τῆς περι-ου-

σίας του προστιθεμένης τῆς ἀτομικότητάς του ὡς συμβεβη-

κότος αὐτῆς τῆς οὐσίας, ὡς μιᾶς στιγμῆς της, τὴν ὁποία αὐ -

τὴ διατρέχει καὶ συνεχίζει σὲ μιὰ ἄλλη. Ὁ διαφωτισμὸς σκο-

πεύει ἀκριβῶς νὰ δημιουργήσει ὑποκείμενα τῆς οὐσίας τους,

τὴν ὁποία πλέον αὐτὰ θεωροῦν δική τους καὶ ὄχι ξένη, δὲν

εἶναι πλέον ἀλλοτριωμένα, ἀλλὰ ἀπαλλοτριώνουν τὰ ἴδια ὡς

ὑποκείμενα τὴν οὐσία τους, αὐτοπραγματώνονται καθ’ ὅσον

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 207

127. Phän. 26.

128. Phi. Geschi. 31.

129. Αὐτόθι.

130. Phän. 14.

πραγματώνονται καὶ διαμορφώνονται ὡς ἰδιοκτῆτες καὶ ὑπο-

κείμενα αὐτῆς τῆς οὐσίας. Τότε ἀρχίζει ἡ νομιναλιστικὴ ἔρι-

δα τῶν μεταεγελειανῶν γιὰ τὸ ποιά εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώ-

που ποὺ καθορίζει κατὰ συνέπεια καὶ τὸ ὑποκείμενο. Ἡ θρη-

σκευτικότητα, ἡ πολιτικότητα, ἡ κοινωνία, τὸ κράτος; Ἁκό-

μη καὶ τὸ κράτος στὴν Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου δὲν εἶναι ἡ τε-

λικὴ μορφὴ τοῦ κενοῦ ὑποκειμένου, τῆς αὐτεννοιοδοτούμενης

ἔννοιας, παρὰ μιὰ παροντικὴ αὐτοθεσπισμένη στιγμή, ἡ ὁποία

μπορεῖ καὶ ὀφείλει νὰ αὐτοκαταργηθεῖ. Δὲν λαμβάνει ἰσχὺ

ἀπὸ τὴν δεοντολογική του ἀναφορὰ (Sollen) πρὸς ἕνα καν-

τιανὸ ἢ πλατωνικὸ (an sich) ἰδεατὸ κόσμο, παρὰ εἶναι τρα-

γικὴ αὐτοθέσπιση, μιὰ στιγμὴ τοῦ χοροῦ, ἅλμα στὸ παρὸν ὅ -

πως λέγει καὶ ὁ ἴδιος131 χωρὶς νὰ προσβλέπει σὲ μιὰ διαιώνισή

του, ἐπανάληψή του πρὸς ἕνα χρονικὰ τὸ παρὸν ὑπερβαῖνον

δέον. Ἡ ἐπανάληψή του θὰ εἶναι τραγικὴ καὶ κωμική, νέα

αὐτοθεσπισμένη μορφή, νέα δικαίωση, ἑνότητα θεσπισμένης

μορφῆς καὶ περιεχομένου ὄχι χωρισμός τους ὡς ἀναπαράστα-

ση ἑνὸς καθ’ αὑτὸ αἰώνιου καὶ δεδομένου περιεχομένου. Τὰ

πάντα ἀναιροῦνται στὴν ἀληθευτική, χορευτική, τραγική, διο-

νυσιακὴ βακχικὴ κίνηση ἀπὸ ἕνα μεταπεριεχομενολογικὸ

αἰσθητικὸ κριτήριο θέσπισης καὶ ἀποδεικτικῆς ἀναίρεσης ποὺ

ὀφείλει νὰ περιφρουρεῖ καὶ νὰ ἀποδεικνύει τὴν ἀλήθεια κατὰ

ἐλλειπτικὸ τρόπο ἀποπερατώνοντας τὴν πλατωνικὴ ἔννοια

τῆς ἀλήθειας. Hegel, Stirner καὶ Nietzsche δὲν προσβλέπουν

σὲ ἕνα τελικὸ νομιναλιστικὸ ὑποκείμενο κληρονόμο τῆς περι-

ουσίας του, ἀλλὰ σὲ μιὰ παρμενιδικὴ καὶ πλωτινικὴ μοναδι-

κότητα, ἑνάδα, ἑτεροιότητα, ἰδιοτροπία, πλήρως διαλεκτική-

αὐτοκριτικὴ ἀρνητικότητα ἔναντι ἑαυτοῦ πρωτίστως καὶ ἔτσι

καὶ ἔναντι τοῦ ἄλλου. Δὲν ἀναιρεῖ καὶ δὲν αἴρει ἁπλῶς τὴν

οὐσία σὲ ἕνα ὑποκείμενο, ὅπως οἱ Kant, Fichte, Feuerbach καὶ

Marx παρὰ ἀναιρεῖ πρωτίστως τὸ ἴδιο τὸ ὑποκείμενο ὡς ἀφη-

ρημένη ἀρνητικότητα, ἀπὸ τὴν κενὴ δύναμη αὐτοθεσπισμένη

208 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

131. Phi. Rechts 58.

αὐτεννοιοδότηση132 ποὺ ἰσχύει ὡς ἡ μόνη καὶ ἀναγκαία ἔννοια

καὶ ἀλήθεια τοῦ Εἶναι ἀποδεδειγμένη πέρα ἀπὸ κάθε περιεχό-

μενο πλήρως διαλεκτικά-αὐτοκριτικά.

Ἡ αὐτοσυνειδησία εἶναι μιὰ στιγμὴ μόνο τοῦ διὰ τὸν ἑαυ -

τὸν (Fürsichsein) τῆς οὐσίας (Substanz)133, ἡ ὁποία αὐτοθε-

σπίζεται πλήρως διαλεκτικά-αὐτοκριτικά, ἐκστατικά, ὡς ἡ

ἐκ τῶν ἀντιφατικῶν μερῶν ἐντὸς τῆς ἀντίφασης ριζικὰ ἐρω-

τώμενη καὶ ἀναζητούμενη ἀλήθεια πέρα ἀπὸ κάθε δεδομένο

περιεχόμενο, ὡς ἡ ἴδια ἡ ἀληθευτικὴ κίνηση ἀπόδειξης ἀπὸ

μιὰ κενὴ αἰσθητικὴ δύναμη ποὺ εἶναι τραγική. Ἡ τελικὴ

μορφὴ ἀπουσιάζει. Τὸ σύνολο τῶν μορφῶν δὲν μπορεῖ νὰ ἀπο-

δείξει τὸ ἀπόλυτο ὡς μοναδικὴ καὶ ἀναγκαία τελικὴ ἔννοια

τοῦ Εἶναι, παρὰ μόνο ὡς τραγικὴ ἀτελεύτητη κίνηση ἀπόδει-

ξης τοῦ ἑαυτοῦ τῆς ἀλήθειας, γιατὶ ἀποτελεῖ ἐλλειπτικὴ ἀξίω-

ση μὲ ἐλλειπτικὴ ἀληθευτικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ λει-

τουργία, ἱκανότητα καὶ κυρίως πρόθεση, ποὺ ἀφορᾶ μόνο στὴν

περιφρούρηση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ὑπερβάλ-

λουσας ἐρώτησης τῆς ἀναλήθειας καὶ τοῦ ἐξωοντολογικοῦ

χώρου. Ἡ φράση «Τὸ ὅλον εἶναι τὸ ἀληθὲς»134 δὲν σημαίνει,

ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ ἑνότης καὶ τὸ ἄθροισμα ὅλων τῶν ἀναγ-

καίων μορφῶν ἢ τὴν ἄφιξη ὡς πέρας σὲ μιὰ τελικὴ μορφή,

παρὰ δηλώνει τὴν συνεχῆ καὶ χωρὶς πέρας διονυσιακὴ ἀλη-

θευτικὴ τραγικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη. Στὸ τέ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 209

132. Εἶναι σαφὴς ἡ ἐπίδραση τοῦ Hegel στὴν ἑρμηνευτικὴ Φαινομενολο-

γία τῶν Graf Yorck, H. G. Gadamer (Wahrheit und Methode, Tübingen

1960) καὶ Paul Ricoeur (Die Interpretation, Frankfurt a.M., 1969). Ἡ ση-

μασία τοῦ πρωτοτοτύπου τελικὰ σχετικοποιεῖται καὶ θεωρεῖται ὡς ἤδη μιὰ

πρώτη ἑρμηνευτικὴ ἄποψη ἑνὸς ἀπαράστατου προγλωσσικοῦ μάλιστα πρω-

τοτύπου, τὸ ὁποῖο ἀναζητεῖται σὲ συνεχεῖς ἑρμηνευτικὲς προσπάθειες χωρὶς

τέλος, οἱ ὁποῖες μάλιστα ἴσως εἶναι ἑρμηνευτικὰ ἐγγύτερες ἀπὸ τὸ θεωρού-

μενο ὡς πρωτότυπο πρὸς τὸ κατὰ Gadamer ὡς “verbum interius” ὀνομαζό-

μενο (J. Grondin, Einführung in die philosophische Hermeneutik, Darmstadt,

1991, IX κ.ἑ.) φαντασμικὸ πρωτότυπο.

133. Phän. 278.

134. Phän. 15.

λος τῆς Φαινομενολογίας τὸ πνεῦμα γιὰ νὰ μὴν αἰσθάνεται

τὴν μονότητά του ὡς ἡ ἐν τέλει ἀποδεδειγμένη κενὴ ἀρχὴ135

χρειάζεται καὶ ἀναμιμνήσκεται τὶς παρελθοῦσες μορφὲς τῆς

τραγικῆς ἀληθευτικῆς κινούμενης καὶ ἑαυτὴν ἀποδεικνύου-

σας αὐτοθέσπισής του.

Τὸ ἐρώτημα τοῦ ἀνθρωπίνου ἐγώ, τοῦ προσώπου, τοῦ πε-

ριεχομένου του, τῶν οὐσιωδῶν χαρακτήρων του, τῶν συνθη -

κῶν, περιστάσεων καὶ συμβεβηκότων τοῦ βίου του στὸν Hegel

καὶ στὴν συγγενῆ πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ἑγελειανὴ διαλε-

κτικὴ δὲν εἶναι θέμα ἀνθρωπολογίας ἢ ἱστορίας, κατὰ Hegel

ἀφηρημένων καὶ τυχαίων ἢ δεδομένων ἀπόψεων μιᾶς ἐξειδι-

κευμένης ἐπιστήμης. Ἡ Φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας του ἀναζη-

τεῖ νὰ δώσει λόγο (λόγον διδόναι), ἀπόδειξη καὶ ἐννοιοδότηση

κάθε μορφῆς, νὰ τὴν ἀναιρέσει στὸ κενὸ λογικό, αἰσθητικὸ καὶ

βουλητικό, ἀλλὰ καὶ αὐτοκριτικὸ ὑποκείμενο ὡς αὐτεννοιοδό-

τηση, εἶναι θεοδικία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Λόγου136. Καμιὰ μορφὴ

δὲν περιέχει τὸ ἀνθρώπινο ἐγὼ ἢ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς

τελικὴ ἔννοια. Τὸ ἐρώτημα τῆς Σφίγγας στὸν Οἰδίποδα λύνε-

ται ὄχι μέσω μιᾶς συνθετικῆς ὑποκειμενικοποιητικῆς κληρο-

νόμησης ἑνοποίησης ἢ ἔστω ἀπριοριστικῆς φορμαλιστικῆς

πα ραγωγῆς αὐτῆς τῆς σύνθεσης ἀνθρωπολογικοῦ χαρακτή-

ρα, ὅπως στὰ παραδείγματα τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ οὑμανισμοῦ

ποὺ ἀναφέρθηκαν, παρὰ ὡς τραγικὴ πορεία ἀντιφατικότητας,

διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξης καὶ αὐτοθέσπισης καὶ

αὐτοκαταστροφῆς τοῦ παντοπόρου καὶ ἀπόρου ἀνθρώπου. Αὐ -

τὴν τὴν τραγικὴ ἱστορία τῆς ἰδιο-τροπίας παρουσιάζουν οἱ

Παρμενίδης, Πλωτίνος, M. Εckhart, Hegel, Stirner, Nietz -

sche, Adorno. Ἄλλη σειρὰ φιλοσόφων καθορίζει τὴν ὑποκειμε-

νικότητα τοῦ ὑποκειμένου, τὴν ρεαλιστική του περιουσία ποὺ

ὡς νομιναλιστικὸ ὑποκείμενο μπορεῖ νὰ ἀπαλλοτριώσει ὡς δι-

κή του. Π.χ. Kant, Feuerbach, Bauer, Marx. Στὸ Hegel τὸ ὑπο-

210 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

135. Phän. 176 καd 529-531.

136. Phi. Geschi. 20, 28.

κείμενο εἶναι ἀποδόμηση καὶ διάλυση τοῦ ἀνθρωπίνου καὶ

αἰσθητικὴ διαλεκτικὴ αὐτοθέσπιση πέρα ἀπὸ κάθε περιεχόμε-

νο ἀπὸ μιὰ κενὴ αἰσθητικὴ θέληση, πέρασμα σὲ μιὰ ἐξωαν-

θρώπινη καὶ ἐξωκοσμικὴ πλέον μορφή, τεχνολογική, αἰσθητι-

κή, φαντασμική, ὑπερβατικὴ ἢ ἁπλῶς ἀκοσμικὴ ποὺ παρα-

μένει ὅμως παρ’ ὅλη τὴν μόνωση137, πλήρως ἰδιότροπη διαλε-

κτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη καὶ ἀπαλλοτρίωση τοῦ Εἶναι, ἀ -

ξίωση γιὰ ἰσχὺ καὶ ἀλήθεια στὸν χῶρο τοῦ Εἶναι, κάτι ποὺ θέ-

λει νὰ εἶναι ἔστω καὶ ὡς ἀφηρημένη ἄρνηση καὶ πλήρως αὐ -

τοκριτικὴ καὶ ἐλεύθερη περιεχομένου ἰδιοτροπία καὶ ἀπόδειξη.

Τὴν κλασικότητα καὶ μοντερνικότητα ἑνὸς πλήρους ὑποκει-

μένου μὲ τὴν ἀξίωση γιὰ αὐτοεννοιοδότηση καὶ αὐταπόδειξη

ὡς fundamentum inconcussum veritatis διαδέχεται ἡ διαλεκτι-

κή-αὐτοκριτικὴ τραγικὴ συντριβὴ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἴ -

διας αὐτῆς τῆς ἀξίωσης, ἡ αὐτοκαταστροφὴ καὶ αὐτοκριτική

της καὶ ἡ ἀνάδυση καὶ ἄλλων μὴ κλασικῶν μορφῶν, παρελ-

θουσῶν, ἀποδομημένων, ὅπως μὲ ὀξυδέρκεια ὁ Κ. Παπαϊωάν-

νου περιγράφει138. Σὰν νὰ ξαναζωντάνεψαν οἱ νεκρὲς μορφὲς

ἀπὸ τὴν Γκαλερὶ τοῦ Πνεύματος στὸ τέλος τῆς Φαινομενολο-

γίας τοῦ Hegel καὶ ζητοῦν νὰ ἰσχύσουν ὅλες παράλληλα καὶ

ὄχι ἡ τελική, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει μιὰ τελική, παρὰ μόνο ἡ διονυ-

σιακή, ἀληθευτικὴ τραγικὴ ἀληθευτικὴ καὶ ἀποδεικτικὴ κί-

νηση. Τὸ ὅλον εἶναι τὸ ἀληθές. Καὶ ὅπως λέγει καὶ ὁ W. Ben-

jamin παρελθοῦσες νεκρὲς μορφὲς ξαναζωντανεύουν σὲ μιὰ

ἀποκαλυπτικὴ ἀλληγορία139 ἀπὸ δυνατότητες ποὺ χάθηκαν

ἐνάντια στοὺς μέχρι τότε νικητὲς τῆς ἱστορίας, στὴν ὁποία

πλωτινικὰ καὶ ἑγελειανὰ κάθε πραγματικὸ εἶναι καὶ ἐννοι-

ακὰ δεδικαιωμένο. Πρόκειται γιὰ μιὰ πλωτινικὴ καὶ ἑγελει-

ανὴ ἐσχατολογία καὶ Φιλοσοφία τῆς Ἱστορίας καθὼς ὁ λόγος

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 211

137. Ἂν καὶ ἑτεροιότης ἡ μόνωση ὡς εἶναι παραμένει διαλεκτική. Ἡ

ἀφηρημένη ἀρνητικότης εἶναι ἐκφυλισμένη συγκεκριμένη ἄρνηση ἔρις περὶ

τὴν ἰδιοτροπία Ἁκόμη καὶ τὸ μηδέν.

138. Κ. Παπαϊωάννου, Ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ ἴσκιος του, ὅ.ἀ.

139. W. Benjamin, «Einbahnstrasse», GS, Bd. IV, Frankfurt a.M., 1982.

δὲν μπορεῖ νὰ δώσει καμμιὰ τελικὴ ἀπόδειξη, ἔτσι ὥστε ἀλλη-

γορία, ρητορικότης140 καὶ εἰρωνία141, τοπολογία τοῦ λόγου,

ἐπιστρέφουν μὲ τὸ ἴδιο δικαίωμα ὅπως τὸ φάντασμα στὴν Λο-

γικὴ τῆς Οὐσίας τοῦ Hegel. Ἡ σύγχρονη τεχνολογία, ρομπο-

τική, γονιδιακὴ καὶ μοριακὴ βιολογία, γενετική, ἔρευνα ἐγκε-

φάλου142, ἡ φυσικὴ ἔρευνα καὶ ἀποδόμηση τῆς ὕλης, ἀναδημι-

ουργοῦν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν οὐσία του ὡς αἰσθητικὴ αὐτοεν-

νοιοδότηση, αἰσθητικὸ φάντασμα ἀπὸ μιὰ κενὴ αἰσθητική,

τραγικὴ δύναμη θέσπισης καὶ ἀναίρεσης. Ἴσως μάλιστα βρί-

σκονται μόλις στὴν αὐγὴ τῆς ἐξέλιξής τους. Ὁ ἄνθρωπος με -

τὰ τὸν homo sapiens αὐτοεννοιοδοτεῖται ὡς αἰσθητικὴ ἰδιοτρο-

πία καὶ ὄχι ὡς ἁπλὸς κληρονόμος, ὑποκείμενο ἐλεύθερο καὶ

διαφωτισμένο τῆς ρεαλιστικῆς οὐσίας του. Ὅπως λέγει ὁ Hei-

degger, πρόκειται γιὰ μιὰ φυγὴ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὴν ἐνθαδικό-

τητα πρὸς ἄλλους πλανῆτες (Flucht in andere Planeten) ση-

μασιοδοτώντας τὶς ἀρχικὲς εἰκόνες ἀπὸ τὶς πρῶτες δεκαετίες

τῆς διαστημικῆς ἐποχῆς. Τὸ μὴ εἰσέτι ἀνθρώπινο αὐτοεννοι-

οδοτεῖται ὡς ἀνθρώπινο πλέον. Ἁκόμη καὶ ἂν πολλὲς προσπά-

θειες ἀποτύχουν ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχει ξεφύγει ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι

ἁ πλῶς ὑποκείμενο-κληρονόμος τῆς οὐσίας καὶ τοῦ κόσμου

του. Πρόκειται σαφῶς γιὰ μεταφυσικὴ θέληση πρὸς ἀπόλυτη

ἐλευθερία αὐτοδημιουργίας καὶ αἰσθητικῆς αὐτεννοιοδότη-

σης, ἡ ὁποία ὅμως δὲν θὰ πάψει νὰ εἶναι διαλεκτικὴ ἀπαλλο-

τρίωση καὶ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀληθευτικὴ ἀπόδειξη ἔ -

ναντι τῆς ἀναλήθειας, τοῦ μηδενός, τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώ-

ρου καὶ τῆς σὲ αὐτοὺς ὄντως ἐλλείπουσας ἀλήθειας. Ἡ αἰ -

σθητικὴ αὐτεννοιοδότηση, ἡ ἀφηρημένη ἀρνητικότητα, ἀκόμη

212 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

140. G. Figal, Der Sinn des Verstehens, ὅ.ἀ.

141. Ἁντίθετα ἡ σωκρατικὴ εἰρωνία εἶναι ἐσωτερικὴ ὑπονόμευση κάθε

ὑποκειμενιστικῆς σοφιστικῆς ἀξίωσης. Σχετικά: R. Bubner, Dialektik oder

die allgemeine Ironie der Welt. Στό: Hegel und die antike Dialektik, Frankfurt

a.Μ., 1990, 84-97.

142. Καὶ στὸ Hegel ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ἁπλὸ ὄργανο καὶ μορφὴ τῆς αὐτο-

συνειδησίας καὶ ὄχι κέντρο της (Phän. 218).

καὶ τὸ μηδὲν ὡς ἄρνηση καὶ ἀρνητικότητα, ἀπόλυτο μέτρο καὶ

κίνητρο διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξης, ἀποτελοῦν ἀ ξί -

ωση ὕπαρξης καὶ ἀληθευτικῆς πλήρως διαλεκτικῆς-αὐτοκρι-

τικῆς ἀπόδειξης. Δὲν ἔχουμε ἕναν ἁπλῶς αἰσθητικὰ ἢ αὐτο-

κριτικὰ περιορισμένο λόγο143 ἀλλὰ ἕναν αἰσθητικὰ αὐτοεννοι-

δοτούμενο λόγο ποὺ παριστάνει144 τὴν ἀλήθεια αἰσθητικά, ἐκ -

στατικὰ καὶ τραγικὰ καὶ δὲν τὴν ἀναπαριστᾶ ὡς νομιναλι-

στικὴ κληρονομιὰ τοῦ Ρεαλισμοῦ. Τὴν ἀναπαριστᾶ καὶ τὴν

παριστάνει ἀφοῦ μηδενίσει πρῶτα τὸ ὑπαρκτὸ καὶ κάθε ἰσχύ -

ουσα ἰδέα ἀπὸ τὴν μεταπεριεχομενολογικὴ αἰσθητικὴ δύναμη

πλήρους διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀποπεράτωσης τῆς συνή-

θους ἐπαληθευτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας. Ὅπως ἤδη εἴδαμε

στὸν Eckhart, τὸ ὑποκείμενο εἶναι ἁπλῶς τόπος (locus) ὅπου

ἀναπαρίστανται τὰ ὄντα ἀπὸ αὐτὴν τὴν δύναμη (virtus), τὰ

ὁποῖα δὲν ἔχουν πιὰ δεδομένη ἀντικειμενικότητα ἀλλὰ καὶ ὑ -

ποκειμενικότητα. Ὑποκειμενικότητα καὶ ἀντικειμενικότητα

ὡς περιεχόμενο, ἰδέα, μορφὴ ἐξαφανίζονται καὶ μένει μόνο ἡ

πράξη τῆς στιγμιαίας τραγικῆς αὐτεννοιοδότησης καὶ ἡ αὐ -

τοκριτικὴ αὐτοκαταστροφή της. Παρμενίδης, Ἡράκλειτος,

ποιητικὴ τραγικότης, Πλωτίνος, M. Eckhart, Hegel, Stirner,

Nietzsche καὶ Adorno σηματοδοτοῦν αὐτὴ τὴν διήκουσα ἀρ -

νητικότητα ἑνὸς κόσμου ποὺ ἀνάβει καὶ σβήνει, ἐμφανίζεται

καὶ φεύγει, ποὺ εἶναι τὸ φευγαλέο παρὸν τοῦ χρόνου καὶ τῆς

μουσικῆς, ὁ διονυσιακὸς cirvulus vitiosus deus, ἡ βακχικὴ

τραγικὴ ἀληθευτικὴ κίνηση. Νέες μορφὲς δημιουργοῦνται δί-

πλα στὶς κλασικὲς ποὺ δὲν θεωροῦνται ξεπερασμένες, ἐπειδὴ

δὲν ὑπάρχει τελικὰ λογικὴ ἢ ἱστορικὴ πρόοδος145 πρὸς μιὰ τε-

λικὴ ἔννοια ἢ ἱστορικὴ μορφὴ παρὰ ἰσότιμη ἀνάμνηση ὅλων

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 213

143. Σχετικὰ ἴδε G. Figal, Der Sinn des Verstehens, ὅ.ἀ. καὶ R. Bubner,

Ästhetische Erfahrung, Frankfurt a.Μ., 1989.

144. M. Theunissen, Sein und Schein, ὅ.ἀ.

145. Σχετικὰ μὲ τὴν κατάφαση τῆς Ἱστορίας ἴδε: H. Kung, Die Mensch-

werdung Gottes, München 1989.

ὡς ἀφηρημένων ἀρνήσεων καὶ ἡ ἀϊστορικὴ146 αἰσθητικὴ ἀπε-

νεχοποίηση ἀπὸ κάθε τραγικὴ ὑποταγὴ σὲ κάποια διαλεκτικὴ

δίκη καὶ μοίρα, γιατὶ εἶναι ἡ ἴδια ἡ συνειδητοποιημένη ἐκστα-

τικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ κίνηση τῆς μοίρας καὶ δίκης, ἡ αὐτοδι-

κία καὶ αὐτοχειρία, αὐτοθέσπιση καὶ αὐτοκριτική. Ὅπως

στὴν Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου ὅπου τὸ παρὸν δὲν προσμετρᾶται

πιὰ πρὸς κάποιο ὑπέρτατο δέον παρὰ ἐκφράζει τὴν διήκουσα

πλέον τραγικὴ αὐτεννοιοδότηση τῆς Φαινομενολογίας καὶ

Λογικῆς, στὴν ὁποία ὑπήκουν ἄνθρωποι καὶ θεοί, ὅπως τὸ χά-

ος τοῦ Ἡσιόδου ἀπ’ ὅπου συμβαίνει κοσμογονία καὶ θεογονία,

τὸ ὁποῖο συναντᾶμε ὡς τὸ σωτηριῶδες (Heiliges) στὸν Höl -

der lin καὶ Heidegger. Ἔχουμε ἕνα ταξίδι στὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρ-

χει πιὰ ἀρχὴ συγκεκριμένη καὶ συγκεκριμένο πέρας147. Ἡ

«νέα ἱστορία» καὶ «νέα ἐποχὴ» μὲ τὴν ἀποδόμηση καὶ διάλυ-

ση τοῦ μοντέρνου διαφωτιστικοῦ ὑποκειμενικοῦ ἐγὼ μόλις

ἔχει ἀρχίσει. Δὲν ἐπιχειρεῖται πιὰ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀρχῆς (τί

ἦν εἶναι) στὸ τέλος, ἀλλὰ ἡ φυγὴ (Flucht στὸν Heidegger) ἀπὸ

τὸ ἀνθρώπινο καὶ γήινο, ποὺ συντελεῖται ὡς μιὰ νέα ἱστορία

ποὺ μόλις ἀναδύεται καὶ διαδέχεται ἴσως τὴν ἱστορία τοῦ ho-

mo sapiens. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Nietzsche χωρὶς ἥλιο (Θεό) καὶ

214 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

146. Ὁ Κ. Παπαιωάννου ἀναλύει αὐτὴν τὴν εἰδικὰ μαρξιστικὰ ἀποθέω-

ση τῆς ἱστορίας ὡς τοῦ μόνου χώρου ἐμφάνισης τοῦ Θεοῦ, τοῦ θείου καὶ τῆς

σωτηρίας. Κ. Παπαϊωάννου, Ἡ ἀποθέωση τῆς Ἱστορίας, Ἁθήνα 1983. Ὁ

σημερινὸς ἄνθρωπος ἔχει πιὰ συνείδηση τῆς ἐλλειπτικότητας καὶ τραγικό-

τητας τῆς ἱστορίας του ποὺ ὅπως καὶ στοὺς Ἡράκλειτο, Hegel, Stirner,

Nietzsche, Adorno ἀρχίζει συνεχῶς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ στὴν ὁποία ὅλες οἱ

μορφὲς καὶ ἔννοιες συνυπάρχουν στὴν Γκαλερὶ τοῦ Πνεύματος χωρὶς τὴν

ἀξίωση τῆς προόδου πρὸς μιὰ τελικὴ ἢ ἔστω λογικότερη καὶ πληρέστερη ἀπὸ

τὶς ἄλλες. Ἡ ἱστορία θεωρεῖται πλέον ἀ-ιστορικά, μετα-ιστορικὰ καὶ αἰσθη-

τικά. Ἤδη ὁ Leopold von Ranke στρέφεται κατὰ μιᾶς ἱστορικῆς καὶ λογικῆς

προοδευτικότητας ἑγελειανοῦ καὶ μεταγενέστερα μαρξιστικοῦ καὶ λενινιστι-

κοῦ τύπου. Σχετικὰ ἴδε: O. Pöggeler, Geschichte, Philosophie und Logik bei

Hegel, στό: Logik und Geschichte in Hegels System, H.-Chr. Lucas und G.

Planty-Bonjour (hrsg), Stuttgart, 1989, 102.

147. Σχετικὰ μὲ τὸν Παρμενίδη καὶ Heidegger ἴδε: Οὐρανία Τουτουντζῆ,

ὅ.ἀ., καὶ Π. Θανασᾶ, Ὁ πρῶτος δεύτερος πλοῦς, ὅ.ἀ.

χωρὶς ἴσκιο (οὐσία ἀνθρώπου), ὁ μοναχικὸς ἢ μοναδικὸς ἄν -

θρωπος τοῦ Stirner μόλις περπατᾶ πάνω στὴ γῆ καὶ τὰ «ἔρ -

γα» του δηλαδὴ οἱ συνεχεῖς αἰσθητικὲς αὐτεννοιοδοτήσεις του

θὰ εἶναι ἀνάλογες μὲ τὴν διαδρομὴ τοῦ homo sapiens ἀπὸ τὶς

ἀρχές του μέχρι τὸ διαφωτισμένο ὑποκείμενο τοῦ 20οῦ αἰώνα.

Ὁ λόγος (ratio, Vernunft) εἶναι κενὸς τόπος (locus), virtus,

ὑποκείμενο καὶ ἀντικείμενο δὲν ἀποτελοῦν ἰδέα, περιεχόμενο.

Δὲν ἔχουμε ἁπλῶς τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο κληρο-

νομεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀληθινὸ μὴ ἀλλοτριωμένο ὑποκείμενο,

ἀλλὰ ἤδη στὸν Παρμενίδη, Πλωτίνο, Hegel καὶ ρητῶς στὸν

Stirner καὶ Nietzsche ἔχουμε κυρίως καὶ πρωταρχικῶς θάνα-

το τοῦ ἀνθρώπου, πλήρη διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀποπεράτω-

ση καὶ ἀποδεικτικὴ ἀπίσχνανση τῆς ἐλλειπτικῆς πλατωνικῆς

ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ὡς περιφρούρησης καὶ ἀπόδειξης. Ὁ νέ-

ος ἄνθρωπος καὶ ὑπεράνθρωπος δὲν ἀναδύεται στὸ πρῶτο φῶς

τῆς νέας ἱστορίας ὡς ὑποκείμενο, δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ διαφωτι-

σμένος, φιλελεύθερος καὶ ἐλεύθερος, μὴ ἀλλοτριωμένος ἄν -

θρωπος ἀλλὰ εἶναι ὁ ἡρωικός, μοναδικὸς καὶ συνάμα τραγι -

κὸς ἄνθρωπος, ἄπατρις καὶ ἀπάνθρωπος ἄνθρωπος τοῦ Nietz -

sche καὶ Stirner, τοῦ «ἐξαίφνης» τοῦ Παρμενίδη «ἐν χρόνῳ

οὐδενὶ ὤν», ἡ παρμενίδεια καὶ πλωτινικὴ ἑνάς, ἐπέκεινα τῆς

οὐσίας ὅπως τὸ ἀγαθὸ τοῦ Πλάτωνα τὸ ὁποῖο καθιστᾶ δυνατὴ

τὴν οὐσία, τὴν ὁποιαδήποτε οὐσία αἰσθητικὰ θὰ θεσπίσει. Τί

λέει ὁ Kant στὴν κριτικὴ τῆς κριτικῆς δύναμης;

§17. Ποιά εἶναι ἡ χαμένη καὶ ὄντως ἐλλείπουσα στιγμὴ στὴν

τελικὰ τετραπλὴ διαλεκτικὴ κίνηση, στὴν διαλεκτική-

αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλή-

θειας;

Ἡ διαλεκτικὴ διαμεσολάβηση ἀντιφατικῶν ἀρνητικοτή-

των καὶ ἡ ἐπαλήθευση καὶ ἀπόδειξη τοῦ ἐρωτωμένου εἶναι

πρωτίστως διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ αὐτεννοιοδότηση ὡς ψευ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 215

δοποίηση καὶ τῶν δύο ἀντιφατικῶν μερῶν καὶ ἐκπλήρωση τῆς

ἀξίωσής τους γιὰ ἀλήθεια καὶ ὄχι σωτηρία τους. Ἡ ἀλήθεια

δὲν ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν αἴσθηση καὶ ἐρώτηση τῆς ὄντως ἐλ -

λείπουσας ἀλήθειας στὸν χῶρο τῆς ἀναλήθειας, τῆς ὁποίας ἡ

ἐρώτηση καὶ ἐρωτώμενη ἀλήθεια, ὅπως καὶ αὐτὴ τοῦ ἐξωον-

τολογικοῦ χώρου, ὑπερακοντίζει κάθε ὑπαρκτὸ καὶ ἰσχῦον

κριτήριο, παρὰ ἀποδεικνύεται διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἡ ἀξί -

ωση τῆς πρότερης μορφῆς γιὰ ἀλήθεια μὲ τὴν ψευδοποίησή

της καὶ τὴν θέσπιση μιᾶς νέας ἀποδεικτικῆς στὴ θέση της. Ἡ

ἐξωτερικὴ σύγκριση τῶν δύο μερῶν πρὸς εὕρεση μιᾶς εὐρύτε-

ρης δεδομένης ἀναπόδεικτης συνθετικῆς ἑνότητας καὶ ἀλή-

θειάς τους δὲν ἐπαρκεῖ κριτηριολογικά, καὶ ἡ κίνηση προέρχε-

ται ἐσωτερικὰ ὡς ἀναζήτηση αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξης, ὡς αὐ -

τοκριτικὴ αὐτοδιόρθωση καὶ ἐπαλήθευση κάθε διαλεκτικῆς

στιγμῆς ἔναντι καὶ τῆς ἄλλης ἔτσι ὥστε, ὅπως διαπιστώνει ὁ

Hegel στὴν Begriffslogik, νὰ ἔχουμε ὄχι μιὰ τριάδα στὴν κί-

νηση, ἀλλὰ τετράδα148(!), ὅπου ἡ τέταρτη στιγμὴ ἑνοποιεῖ ὄχι

θετικὰ τὸ περιεχόμενο τῶν δύο προτέρων, παρὰ ἑνοποιεῖ ὡς

διήκουσα ἀρνητικότης τὴν ἀρνητικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

τάση τους καὶ ἄρνησή τους ἔναντι κάποιου, ποὺ εἶναι ἤδη

ἀρνηθὲν ἀλλὰ δὲν ἐμφανίζεται κὰν ὡς ὅρος καὶ ὡς στιγμὴ

216 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

148. Begriffslogik 564. «In diesem Wendepunkt der Methode kehrt der

Verlauf des Erkennens zugleich in sich selbst zurück. Diese Negativität ist als

der sich aufhebende Widerspruch die Hestellung der ersten Unmittelbarkeit,

der einfachen Allgemeinheit; denn unmittelbar ist das Andere des Anderen,

das Negative des Negativen das Positive, Identische, Allgemeine. Dies zweite

Unmittelbare ist im ganzen Verlaufe, wenn man überhaupt zählen will, das

Dritte zum ersten Unmittelbaren und zum Vermittelten. Es ist aber auch das

Dritte zum ersten oder formellen Negativen und zur absoluten Negativität oder

dem zweiten Negativen; insofern nun jenes erste Negative schon der zweite

Terminus ist, so kann das als Drittes gezählte auch als Viertes gezählt und statt

der Triplizität die abstrakte Form als eine Quadruplizität genommen werden;

das Negative oder der Unterschied ist auf diese Weise als eine Zweiheit ge -

zählt. – Das Dritte oder das Vierte ist überhaupt die Einheit des ersten und

zweiten Moments, des Unmittelbaren und des Vermittelten».

στὴν διαλεκτικὴ κίνηση. Δὲν ἑνοποιεῖται δηλαδὴ ὡς τρίτη

στιγμὴ θετικὰ τὸ περιεχόμενο τῶν δύο πρώτων, παρὰ αὐτὸ

ἔχει χαθεῖ ἤδη ὁριστικά, θεωρεῖται ἡ πρώτη χαμένη πλήρως

στιγμή. Αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο ἡ ἐρωτώμενη ἀλήθεια

ἐντὸς τοῦ μηδενός, τῆς ἀναλήθειας, τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώ-

ρου, γίνεται αἰσθητὴ ὡς ἀπώλεια μόνο πίσω ἀπὸ τὴν ἀφηρη-

μένη ἄρνηση ὡς ἐρώτηση ἑνὸς ὄντως ἐλλείποντος ὡς αὐτὸ τὸ

ὄντως ἐλλεῖπον, ὡς ἀφηρημένα ὄντως ἐλλεῖπον, ὡς ἐρωτώμε-

νη ἐλλείπουσα ἀλήθεια καὶ ὄχι συγκεκριμένα ἀρνηθέν. Τὸ

ἀναζητούμενο ἀρνηθὲν σὲ μιὰ ἀντίφαση καὶ ἄρνηση ποὺ μπο-

ρεῖ νὰ προσδώσει τὴν καθολικὴ ἀλήθεια δὲν εἶναι οὔτε κάτι

ἤδη συγκεκριμένα ἀρνηθέν, οὔτε ἡ σύνθεση τῶν ἀντιφατικῶν

μερῶν, οὔτε ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἐριζόμε-

νης καὶ ἀποδεικτέας ἀλήθειας μεταξὺ ἀντιφατικῶν μερῶν

ἐντὸς τῆς ἄρνησης καὶ ἀντίφασης, παρὰ αὐτὸ ποὺ ἐρωτᾶται

καὶ ἐλλείπει ἐντὸς τῆς κάθε ὑπαρκτὸ καὶ κριτήριο ὑπερβάλ-

λουσας ἀπόλυτης ἄρνησης ὡς ἔλλειψης καὶ ἐρώτησης μιᾶς

ὄντως ἐλλείπουσας ἀλήθειας. Ὁ Hegel συνειδητοποιεῖ ὅτι τὸ

Εἶναι ἀποτελεῖ ἤδη ἰδιοτροπία ὡς πρώτη κιόλας στιγμή149,

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 217

149. Ἁκόμη καὶ ἂν τὸ ἀπὸ τὴν πρώτη ἄρνηση ἀρνηθὲν εἶναι ἡ δεύτερη

ἄρνηση ὡς συγκεκριμένη ἄρνηση τῆς πρώτης, ἀρνηθὲν δὲν εἶναι ἁπλὰ τὸ

συγκεκριμένο δεύτερο μέρος ἢ ἀντίστροφα τὸ πρῶτο, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἄρνηση

καὶ γενόμενη ἐξαφάνιση τοῦ ἄλλου δὲν λύνεται τὸ πρόβλημα τῆς ἀξίωσης

ἰσχύος ἐκ μέρους τοῦ ἀρνουμένου, παρὰ τίθεται ριζικὰ ὡς ἀντιφατικὴ ἐρι-

στικὴ καθολικὴ ἀξίωση ἑνὸς μέρους. Τὸ κάθε μέρος δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει

καὶ νὰ ἐπιβάλλει χωρὶς νὰ πέσει σὲ ἀντίφαση τὴν ἐγγενῆ ἀρνητικότητα καὶ

ἔλλειψη τοῦ ἑαυτοῦ του, ἡ ὁποία προϋπάρχει τῆς συγκεκριμένης ἄρνησης. Ἡ

ἀντίφαση ἐμφανίζεται ὄχι ἐπειδὴ τὸ ἄλλο μέρος ἀνθίσταται ὡς ἄλλη ταυτό-

τητα, παρὰ ἐπειδὴ ἔχει δικαίωμα ἢ μπορεῖ νὰ ἀνθίσταται ἐναντίον τῆς ἐπι-

βουλῆς μιᾶς ἀθεμελίωτης, δηλαδὴ μιᾶς μὲ ἐγγενῆ ἀρνητικότητα περιορι-

σμένης ταυτότητας καὶ τῆς ἀρνητικῆς ἐριστικῆς της ἀξίωσης. Ἡ συγκεκρι-

μένη ἄρνηση καὶ ἀντίφαση μεταξὺ δυὸ ἀντιφατικῶν μερῶν ἐμφανίζεται ὄχι

ἐπειδὴ τὸ ἀρνηθὲν εἶναι ἁπλὰ γιὰ τὸ ἕνα μέρος τὸ ἄλλο, αὐτὴ εἶναι δευτερο-

γενὴς ἄρνηση καὶ ἀντίφαση ὡς ἀξίωση ἑνὸς μέρους ἐναντίον τοῦ ἄλλου, πα -

ρὰ ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ κάθε μέρος εἶναι ἀρνηθὲν καὶ ἐλλεῖπον αὐτὸ ποὺ δημιουργεῖ

τὴν μὲ ἀρνητικότητα περιορισμένη ταυτότητα ποὺ δευτερογενῶς εἶναι ἐρι-

ἀρνητικότητα καὶ ἄρνηση κάποιου ποὺ δὲν εἶναι ἁπλὰ ὁ δεύ-

τερος ἀρνητικὸς ὅρος, ἡ δεύτερη στιγμὴ τῆς διαλεκτικῆς κί-

νησης. Ἔτσι ἑνοποιεῖται ὡς τέταρτη στιγμὴ ἡ ἀρνητικότης

καὶ ἀρνητικὴ τάση καὶ ἀποδεδειγμένη ἀξίωση τῶν δύο προ-

ηγουμένων ἔναντι ἀλλήλων καὶ πρωτίστως ἔναντι τοῦ ἤδη

ἀρνηθέντος καὶ μὴ ἐμφανιζομένου ὡς ὅρου ἢ στιγμῆς στὴν

διαλεκτικὴ κίνηση. Αὐτὴ τὴν πρώτη ἐλλείπουσα στιγμὴ ὡς

κάτι ἀρνηθέν, ὡς ὄντως ἐλλεῖπον ἀπὸ τὴν λήψη τῆς ἄρνησης,

τὴν ἔλλειψη τοῦ ἐλλείποντος ὡς ἐλλείπουσας ἀλήθειας καὶ ὄχι

συγκεκριμένα ἀρνηθέντος πρέπει νὰ θεματοποιήσουμε. Αὐτὴ

ἀληθεύει καὶ ἐκπηγάζει διαυγῶς καὶ πρωτογενῶς ἐκεῖ ὅπου

ἐρωτᾶται καὶ ἐλλείπει καὶ ὄχι ὡς ἐριζόμενη καὶ διαλεκτικά-

αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένη ἀλήθεια ποὺ εἶναι ἐλλειπτικὴ πε-

ριφρούρηση καὶ ἀπόδειξη.

Ἔτσι ἔχουμε τὴν φανέρωση τοῦ ἀληθινοῦ πυρήνα τῆς δια-

λεκτικῆς ὡς ριζικῆς ἀληθευτικῆς κίνησης καὶ διαδικασίας.

Αὐτὸς εἶναι ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἐριζόμε-

νης ἀλήθειας, ἔριδα καὶ κατάρρευση ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση τοῦ

μείζονος Εἶναι στὴν ἰδιότροπη, ἐκστατικὰ διαλεκτικὰ στὴν

θέση τοῦ ἄλλου καὶ αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένη αὐτεννοιοδό-

τησή του. Ὁ ἐξωτερικὰ παρατηρῶν καὶ ἀναστοχαζόμενος,

συγκρίνων τὶς διαφορὲς στὴν Φαινομενολογία ἔχει πλέον ἁρ -

παγεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν κίνηση τῆς ἀντίφασης καὶ δὲν τὶς συγ-

κρίνει μεταξύ τους γιὰ νὰ διαπιστώσει τὴν διαφορά τους γιὰ νὰ

τὴν ἀπαλείψει μὲ μιὰ εὐρύτερη σύνθεση, ἀλλὰ ἐκπληρώνει ἤδη

τὴν ἐριζόμενη καὶ ἀποδεικτέα ἀρνητικότητά τους ὡς ἑνότητα

218 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

στικὴ καὶ ἀρνητικὴ ἐναντίον τοῦ ἄλλου, δηλαδὴ τὴν ἀρνητικότητα καὶ ἔλλει-

ψη τοῦ ἑαυτοῦ του ποὺ στρέφεται ἐναντίον καὶ τοῦ ἄλλου ὡς ἐξωτερικευόμε-

νη ἐριστικὴ ἄρνηση ποὺ διεκδικεῖ ἀκριβῶς γιὰ τὸ μέρος καὶ τὴν ἀρνητικότη-

τα τοῦ ἑαυτοῦ του τὸ ἄλλο. Ἡ ἄρνηση αὐτὴ ὡς ἀπόπειρα ἐξαφάνισης τοῦ ἑνὸς

μέρους ἀπὸ τὸ ἄλλο δὲν λύνει τὸ πρόβλημα παρὰ αὐτὸ ὀξύνεται καὶ ὡς ἀντί-

φαση λύνεται διαλεκτικά-αὐτοκριτικά. Δὲν ἐρευνᾶται ὅμως τὸ τί «δημιού-

γησε» τὴν ἐριστικὴ ταυτότητα, τί λείπει σὲ αὐτὴ καὶ πὼς τὸ ἐλλεῖπον ἐ -

ρωτᾶται.

αὐτῶν, διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀλήθειά τους. Βρίσκεται ἐπ’

αὐτῆς τῆς ἐριζόμενης ἀρνητικότητας καὶ ἀλήθειας ποὺ εἶναι

αὐτὴ ποὺ συνδέει τὶς δύο ἀντιφατικὲς στιγμὲς ὡς διαλεκτική-

αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη μιᾶς ἀξίωσης ποὺ περιφρουρεῖται καὶ

θεμελιώνεται ἐλλειπτικά. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ διονυσιακὴ χορευτικὴ

ἀληθευτικὴ κίνηση ποὺ ἀναιρεῖ τραγικά, διαλεκτικά-αὐτοκρι-

τικὰ τὴν ἀξίωση τῆς ἀλήθειας κάθε ἀντιφατικοῦ μέρους ἀπο-

δεικνύοντάς την κατὰ ἐλλειπτικὸ τρόπο.

Γιαυτὸ κάθε ἐμφάνιση, κάθε στιγμὴ ψευδοποιεῖται, κινεῖ -

ται ἀπὸ τὸν τραγικὸ χορὸ πρὸς τὴν ἠθοποιία καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸν

πραγματικὸ ἥρωα150, ὅπως καὶ στὴν θρησκεία ἀπὸ τὴ φυσικὴ

στὴν καλλιτεχνική, στὴν ἀποκεκαλυμμένη, στὴν ἀπόλυτη,

στὴν προτεσταντικὴ κοινότητα, στὸν μοναδικὸ πιστό, στὴν

αὐ τοσυνειδησία του, στὴν ἔννοιά του151. Γιαυτὸ ὁ θάνατος τοῦ

Θεοῦ, τοῦ θείου νόμου ἐπισυμβαίνει ὡς θάνατος πρωτίστως

τοῦ ἀνθρώπου, μὲ μιὰ τραγικὴ πράξη καταστροφῆς καὶ τῶν

δύο ἀντιφατικῶν μερῶν στὴν διήκουσα ἀφηρημένη ἀρνητικό-

τητά τους ὅπου συμβαίνει «ἐρήμωση τοῦ οὐρανοῦ» (Entvölke-

rung des Himmels)152 καὶ πτώση τοῦ τραγικοῦ ἥρωα ὡς πτώ-

ση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου153. Ἡ ἔκφραση θυμίζει τοὺς «ἡμιθέ-

ους» τοῦ Hölderlin καὶ τοῦ Heidegger. Ἡ διήκουσα αὐτὴ ἀρ -

νητικότης καὶ ἑαυτότης (Selbst) εἶναι ἀκόμη σκοτεινὴ καὶ

ἀσυνείδητη (Bewußtloses), ἀλλὰ ἡ αὐτοσυνειδησία του εἶναι ἡ

ἀρνητικὴ δύναμη ποὺ ἑνοποιεῖ αὐτὴ τὴν σκοτεινὴ ἀρνητικότη-

τα154. Ἡ ἐκστατικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἐπαλήθευση, ἡ

ἐμφάνιση, ἡ διαπραγμάτευση καταρρέει συνεχῶς πρὸς τὴν

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 219

150. Phän. 478, 485.

151. Phän. 452 κ.ἑ.

152. Phän. 484. Ἐνῶ στὸν Μάξιμο Ὁμολογητή, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κά-

τω, ἔχουμε ὑπὸ ριζικὰ ἄλλες προϋποθέσεις «ἀνακεφαλαίωση ἐπιγείων καὶ

ἐπουρανίων», ἐμπλουτισμό, ὄχι διαλεκτικὴ διαμεσολάβηση, σμίκρυνση καὶ

ἀφαίρεση.

153. Phän. 485.

154. Αὐτόθι.

σκοτεινή, διήκουσα, ἀφηρημένη ἀρνητικότητα155. Ἡ ἴδια ἐπα-

ληθεύεται αὐτοκαταστρεφόμενη τραγικὰ στὸν χῶρο τῆς ἐμ -

φάνισής της. Μόνο ἡ αὐτοκαταστροφή της δηλώνει τὴν δια-

λεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀλήθευσή της, τὴν τραγικὴ ἄπορη ἐπι-

στροφή της στὴν σκοτεινή, διήκουσα, ἀφηρημένη ἀρνητικότη-

τα ὅλων, στὴν ἀληθευτικὴ τραγικὴ κίνηση καὶ ἀπόδειξη Θεῶν

καὶ ἀνθρώπων.

Ἡ ἔννοια ὡς αὐτεννοιοδότηση ζεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, ἀπὸ

τὴν δική της λειτουργία καὶ δύναμη θὰ λέγαμε «sie zehrt aus

sich und ist sich selbst das Material, das sie verarbeitet;»156.

Ὅμως χρειάζεται τὴν ἐμφάνιση ὄχι μόνο στὴν φύση ἀλλὰ καὶ

στὴν ἱστορία157 λέγει ὁ Hegel τρεῖς σειρὲς πιὸ κάτω, τὸ «θέα-

τρο»158 ὅπου θὰ παραστήσει ἑαυτήν, θὰ χορέψει159 μὲ ἕνα ἅλμα

στὸ παρόν160, ἐπειδὴ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀληθευτικὴ κίνηση καὶ χο-

ρευτικὴ παράσταση, ἡ τραγικὴ ἀπόδειξη. Ἡ αὐτομηδενιστικὴ

καὶ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας παραμένει

ἐγκλωβισμένη στὰ πλαίσια τοῦ παλαιοῦ ρεαλισμοῦ καὶ γιατὶ

ὄχι καὶ τοῦ δογματισμοῦ καὶ μάλιστα τοὺς ἀποπερατώνει

πλήρως αὐτοκριτικὰ κατὰ τὴν ἀρχαϊκὴ καὶ πλατωνικὴ ἐλλει-

πτικὴ ἔννοια τῆς ἑαυτὴν περιφρουρούσας καὶ ἀποδεικνύουσας

ἀλήθειας. Δογματισμὸς μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ ἰσχὺς

τῆς ἀλήθειας ὡς ἐπαλήθευσης, ἡ ἐπιβεβαίωσή της ὡς ὑπο-

κειμένου παρ’ ὅλες τὶς αὐτοκριτικὲς προφυλάξεις τὶς ὁποῖες

παίρνει, πίσω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὅμως κρύβεται ἀκριβῶς στὸ ἔπα-

220 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

155. “Zweischneidige Grenze”, Seinslogik 129.

156. Phi. Geschi. 21.

157. Αὐτὴν τὴν ἐντύπωση ἀφήνει ἡ Φιλοσοφία τῆςἱστορίας τοῦ Hegel, τοῦ

Πλωτίνου ἀκόμη καὶ τῆς προτεσταντικῆς διαλεκτικῆς θεολογίας π.χ. τοῦ

Bultmann. Ἁκόμη κι ἂν ὀνομάζεται «Heilsgeschichte», νοεῖται τελικὰ ἑγε-

λειανά, ἀναιρεῖται ἐντὸς τοῦ Θεοῦ. Ἁντίθετα στὸν J. Moltmann ὁρίζοντας τῆς

ἀνθρώπινης ἱστορίας εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. «Der gekreuzigte Gott»,

München, 1976.

158. Phi. Geschi. 29.

159. Phi Rechts 58.

160. Αὐτόθι.

κρο ὁ τελευταῖος πυρήνας τῆς ταυτότητας καὶ τῆς ἀξίωσής

της γιὰ ἀλήθευση, ἡ ἀποδεδειγμένη ἰδιοτροπία καὶ ἀρνητικό-

τητά της. Ἡ ἀρνητικότητα ἔναντι τοῦ ἄλλου ἢ κυρίως ἔναντι

τοῦ ἑαυτοῦ της δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἴδια ἡ διαλεκτι-

κά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένη ταυτότητα καὶ ὑποκειμενικο-

ποίηση τοῦ Εἶναι. Ἡ ἀφαίρεση κάθε περιεχομένου καὶ κάθε

ἀντικειμενικότητας ἀπὸ τὸ ὑποκείμενο ἦταν ἤδη ἡ ἀρχέγονη

οὐσία του, ἡ ἀτελείωτη πορεία του πρὸς τὴν ἀποδεδειγμένη ἰ -

διοτροπία του. Ἡ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ὡς διαλεκτική-αὐτο-

κριτικὴ περιφρούρηση καὶ ἀπόδειξη εἶναι ἐλλειπτική. Ἁποπε-

ρατώνει τὴν διήγηση τοῦ σπηλαίου στὸν Πλάτωνα μὲ τὴν διή-

γηση τοῦ ἐξερχομένου ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ σπήλαιο καὶ τὸν σκο-

τεινὸ πυρήνα τοῦ ὡς ἀστραπὴ Ζαρατούστρα τοῦ Νίτσε. Ἡ

ἀλήθεια δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπηγάσει ἀπὸ τὴν κάθε ὑπαρκτὸ καὶ

κριτήριο ἀλήθειας ὑπερβάλλουσα ἐρώτηση τῆς ἀναλήθειας,

τοῦ μηδενός, τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου. Ὄχι ἡ ἐλλειπτικὴ

διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας, παρὰ ἡ ἐπώ-

δυνη ἐρώτηση τῆς ἐλλείπουσας ἀλήθειας ἀποτελεῖ τὴν ἔσχα-

τη δύναμη ἐκπήγασης τῆς ἀλήθειας ποὺ εἶναι τελευταῖος, ἐκ -

πηγάζων, διαυγής, ἐξωοντολογικός, πληρωματικὸς ὁρίζον-

τας, ἐκπηγάζει ὡς διαυγὴς πληρότητα μόνο ὡς ἀλήθεια ἀπὸ

ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἐρωτᾶται καὶ ἐλλείπει καὶ δὲν εἶναι ἐλλειπτικὴ

περιφρούρηση καὶ ἀπόδειξη.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 221

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν Ἅδη.

Ἡ ἀλήθεια ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοιά της.

§18. Ἡ σύνθετη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ στὸν Μάξιμο Ὁμολο-

γητὴ δὲν εἶναι διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς

ἀλήθειας ἑνὸς ὑποκειμένου ἀναιρετικοῦ καὶ περιεκτικοῦ

τῆς οὐσίας του.

Στὸ πρῶτο μέρος εἴδαμε, πὼς ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

περιφρούρηση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλή-

θειας εἶναι ἀναίρεση καὶ μηδενισμὸς τῆς φύσης κατὰ τοὺς

συγγραφεῖς τῆς «Διαλεκτικῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ» σὲ σχέση

καὶ πρὸς τὸ Νίτσε. Τὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ αὐτὴ ἀποπε-

ράτωση τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν ποιητικὴ περιγραφή της καὶ

διήγηση τοῦ σπηλαίου τοῦ Πλάτωνα στὴν διήγηση γιὰ τὸν

ἐξερχόμενο ἀπὸ τὸ σπήλαιο Ζαρατούστρα τοῦ Νίτσε εἴδαμε

καὶ στὸ δεύτερο μέρος αὐτῆς τῆς ἐργασίας στὸ Χέγκελ μὲ

ἀναφορὲς στὰ ἀκραιφνῆ παραδείγματα τοῦ Στίρνερ καὶ τοῦ

Νίτσε. Ἡ ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ποὺ εἶναι διαλεκτι-

κή-αὐτοκριτικὴ περιφρούρηση καὶ ἀπόδειξη ἔναντι τῆς ἀνα-

λήθειας, τοῦ μηδενός, τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου ὑπερβάλ-

λουσας ἐρώτησης καταλήγει στὴν πλήρη ἀναίρεση κάθε ὀν -

το-λογικοῦ περιεχομένου στὴν τραγικὴ θεσπιστικὴ καὶ ἀναι-

ρετική, κενή, αἰσθητικὴ δύναμη θέσπισης καὶ ὀρθῆς ἀναίρε-

σης καὶ ἀπόδειξης κάθε θεσπισμένης μορφῆς. Ἡ ἀρνητικότη-

τα ἔναντι τῆς ὁποίας εἶναι ἐλλειπτικὴ ἀποτελεῖ πλέον ὄχι μό-

νο ἐξωτερικὸ ἀρνητικὸ ὅριο ἢ φαντασμικὴ φανέρωση καὶ σχε-

τικοποίηση στὸ κριτήριο καὶ μέτρο τῆς ἀλήθειας, παρὰ τὸ

προ ϋποτιθέμενο, ἐσωτερικευμένο καὶ ἀενάως σκοπούμενο μέ-

τρο καὶ τέλος, τὸν πυρήνα τῆς κίνησης τῆς πλήρως αὐτοκρι-

τι κῆς, ἐκστατικῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς λειτουργίας της,

ποὺ εἶναι ὅμως ἡ ἀποπεράτωση τῆς μυθολογικῆς καὶ δογμα-

τικῆς ἐλλειπτικῆς ἀξίωσης τῆς ἀλήθειας γιὰ ἰσχὺ ἔναντι τῆς

ἀναλήθειας, ἡ πλήρης ἀποπεράτωση τῆς δογματικῆς καὶ

πλατωνικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ὡς διορθωτικὴ αὐτοκριτι-

κή, τραγική, διονυσιακή, χορευτικὴ κίνηση καθαρῆς ἀπόδει-

ξης πέρα ἀπὸ κάθε δεδομένο περιεχόμενο ποὺ ἀποθεώνει ἐν τε -

λῶς τὴν ἔννοια τῆς ὀρθότητας. Ἡ ὀρθότητα, δογματική, δια-

λεκτική-αὐτοκριτική, περιφρούρηση καὶ ἀπόδειξη, εἶναι ἐλλει-

πτική, ἐπειδὴ ἀρνεῖται καὶ δὲν ἐρευνᾶ τὴν δυνατότητα ἐκπή-

γασης τῆς ἀλήθειας ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἐλλείπει καὶ ἐρωτᾶται, ἀπὸ

τὴν ἀναλήθεια, τὸ μηδέν, τὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο τῆς κάθε

ὑπαρκτὸ καὶ ἰσχῦον κριτήριο ὑπαρακοντίζουσας ἐρώτησης

τῆς ὄντως ἐλλείπουσας ἀλήθειας. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, ποὺ συ-

χνότατα ὁδηγεῖ στὸ λάθος, στὴν ἀναλήθεια, στὸ μηδέν, στὸ

θάνατο, ἐπειδὴ δὲν εἶναι διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἐπαλήθευση

καὶ ἀπόδειξη, μπορεῖ νὰ ἐκπηγάζει διαυγῶς καὶ πρωτογενὼς

μόνο ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἐρωτᾶται καὶ ἐλλείπει. Εἶναι ὄντως ἐλλεί-

πουσα καὶ μόνο ἡ ἐπώδυνη αἴσθηση ἔλλειψης καὶ ἐρώτησης

ἀποτελεῖ τὸν χῶρο ἀπὸ τὸν ὁποῖο μπορεῖ αὐτὴ νὰ ἐκπηγάσει.

Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μιὰ οὐσιακὴ ἢ ὀντο-λογικὴ προϋπόθεση

ἐπαλήθευσης, διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξης. Ἡ ὀδυ-

νηρὴ πραγματικότητα τοῦ μηδενός, τῆς ἀναλήθειας, τῆς

τραγωδίας τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ θανάτου δηλώνει, ὅτι δὲν ὑπάρ-

χει ἕνα κριτήριο διόρθωσης τῆς ἐπαληθευτικῆς ἰσχύος, ἀφοῦ

κάτι τέτοιο ἀποδείχτηκε ἤδη ἀνεπαρκὲς καὶ ἡ ἐφαρμογή του

θὰ εἶναι τραγικὴ καὶ ἐλλειπτικὴ ἔναντι τῆς ὑπερβάλλουσας

ἐξωοντολογικῆς ἐλλείπουσας ἀλήθειας. Ἡ ἐρωτώμενη ἀλή-

θεια ἐξωοντολογικά, στὸ μηδέν, στὴν ἀναλήθεια, ὑπερβαίνει

κάθε ἰσχῦον κριτήριο καὶ ὑπαρκτὸ καὶ μόνο ἡ ἐκπήγαση τῆς

ἐλλείπουσας ἀλήθειας ἀπὸ τὸν χῶρο ποὺ ἐλλείπει καὶ ὑπερ-

βαίνει κάθε κριτήριο μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔν -

νοια τῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς περιφούρησης καὶ ἀπόδει-

ξης τῆς ἀλήθειας. Ἁλλιῶς ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ διόρθω-

ση τῆς ἀλήθειας ἀποπερατώνει τὸ πλατωνικὸ παράδειγμα μὲ

τὸ νιτσεϊκό, μὲ τὴν τραγική, διονυσιακὴ καὶ αἰσθητικὴ χορευ-

τικὴ κίνηση τῆς καθαρῆς καὶ πλήρως αὐτοκριτικῆς περιφρού-

226 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ρησης καὶ ἀπόδειξης. Αὐτὴ χρησιμοποιεῖ τὴν ἀρνητικότητα

ὡς πυρήνα, πλήρως ὀρθὸ μέτρο διόρθωσης, ἀναίρεσης κάθε θέ-

σπισης καὶ πυροδότησης τῆς ἀληθευτικῆς κίνησης καὶ ἀπό-

δειξης. Ἁκόμη ἡ ἄρνηση καὶ τὸ μηδὲν λειτουργεῖ ὡς ἀρνητικὸ

ὅριο καὶ μέτρο διόρθωσης καὶ κίνητρο τῆς ἐλλειπτικῆς διαλε-

κτικῆς-αὐτοκριτικῆς λειτουργίας. Δὲν κατέρχεται πλήρως

στὸν Ἅδη, δὲν ἐρωτᾶ τί ἐλλείπει στὸ μηδὲν καὶ στὴν ἀναλή-

θεια, δὲν ἐρωτᾶ τὴν ὄντως ἐλλείπουσα ἀλήθεια ἀπὸ τὸν Ἅδη.

Τὸ μηδὲν ὡς τὸ βάθος καὶ ὁ πυρήνας τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ὀρ -

θότητας τοῦ κριτηρίου ἀπόδειξης εἶναι ἡ ἀποθέωση τῆς ἐλλει-

πτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ὡς περιφρούρησης καὶ ἀπόδειξης

ἔναντι τῆς ἀμφισβήτησής της. Ὁ λόγος στὴν πλήρως αὐτο-

κριτικὴ λειτουργία του περιέχει τὸ μηδὲν ὡς διορθωτικὸ μέτρο

τῆς κενῆς ἀληθευτικῆς δύναμής του. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἔννοια τοῦ

Θεοῦ, ὅπως εἴδαμε στὴν Χριστολογία τοῦ Χέγκελ, ποὺ ἐκ -

φράζει τὴν διαλεκτική του καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἀλήθειας τῆς

δυτικῆς μεταφυσικῆς ἀπὸ τὶς μυθολογικὲς ἀπαρχές της μέ-

χρι τὴν πλήρως αὐτοκριτικὴ καὶ αἰσθητικὴ τραγικὴ ἀποπερά-

τωσή της ὡς θεοδικίας, ἀπόδειξης, περιφρούρησης ἔναντι τῆς

ἀντίφασής της. Πρόκειται γιὰ μιὰ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

ἐκστατικὴ διόρθωση καὶ αὐτεννοιοδότηση, στὴν ὁποία αὐτὸς

αὐτομηδενιζόμενος καὶ ἐπαναθεσπιζόμενος καθίσταται ὅλο

καὶ πιὸ ἐπαληθευμένος γιὰ τὸν ἑαυτό του, πιὸ συγκεκριμένος,

αὐτοσυνείδητος-πραγματικὸς καὶ ἀποδεδειγμένος. Εἶναι ἡ

ἴδια ἡ χορευτική, διονυσιακὴ καὶ τραγικὴ κίνηση θεοφάνειας,

ὀρθῆς ἀπόδειξης ἔναντι τῆς ἀμφισβήτησης ποὺ κατατρώγει

καὶ ἀναιρεῖ ἀποδεικτικὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ

καὶ δὲν σταματᾶ πουθενά, γιατὶ ἡ θεοφάνεια τοῦ Θεοῦ ἔναντι

τῆς ἀμφισβήτησής του ὑπερέχει τοῦ ἑκάστοτε μορφικοῦ θείου

προσώπου, ἀλλὰ εἶναι καὶ τραγικὰ ἐλλειπτικὴ καὶ συνεχῶς

αὐτοκριτικὴ ὡς ἀπόδειξη ἔναντι τοῦ ἐρωτῶντος σκοτεινοῦ

χώρου. Ἐξελίσσεται πλήρως μεταεγελειανὰ στὸν M. Stirner,

τὸν Fr. Nietzsche καὶ τὴν «Αἰσθητικὴ θεωρία», τῶν ὁποίων τὸ

παράδειγμα ἐντάσσεται συστηματικὰ στὸ Hegel. Ἡ ἑγελει-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 227

ανὴ Χριστολογία ἤδη καὶ στὸ Hegel, ἀλλὰ ἐμφαντικότατα με-

ταεγελειανὰ τελειώνει στὰ προαναφερθέντα παραδείγματα

μὲ τὴν «αὐτοκτονία», ἰδιοτροπία τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν κυρίως

καὶ πρωτευόντως καὶ ὄχι δευτερογενῶς ἀντίστοιχη προτρέ-

χουσα «αὐτοκτονία», ἰδιοτροπία, τοῦ ἀνθρώπου ὡς πραγματι-

κοῦ ὑποκειμένου, ἐν προκειμένῳ χαοτικοῦ, κενοῦ, αὐτοεννοι-

οδοτούμενου καὶ αὐτοκαταστρεφόμενου καὶ ὄχι ἁπλῶς δια-

φωτιστικοῦ-κληρονόμου τῆς ἀπ’ αὐτὸ ἀλλοτριωμένης περι-

ου σίας του. Δὲν ἔχουμε ἀνάσταση ἀλλὰ ἀναγέννηση καὶ νέα

ἀρχὴ ἑνὸς νέου θείου ὑποκειμένου, ἑνὸς αὐτοεννοιοδοτημένου

καὶ αὐτοκαταστρεφόμενου, διονυσιακοῦ καὶ νιτσεϊκοῦ «νέου

Θεοῦ»1, ποὺ στὴν Ἑλλάδα τὸ ἀπήχημά του φθάνει στὶς δελ-

φικὲς γιορτὲς τοῦ μεσοπολέμου τοῦ περασμένου αἰώνα.

Στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ Χριστολογία λοιπὸν ὅταν με-

ταχειριζόμαστε ἐκφράσεις, ὅπως «προσέλαβε», «ἐθέωσε», «ἐ -

σαρκώθη», τὶς χρησιμοποιοῦμε ὑπὸ ἑγελειανὴ ἐννοιοδότηση

καὶ κατηγοριοποίηση; Ἐννοοῦμε ὅτι ἕνα ὑποκείμενο προσέλα-

βε, ἐνέταξε ἐντός του ὡς στιγμὴ τὴν ἀνθρώπινη ἑτερότητα

καὶ ἀντιφατικότητα ἐπαληθευόμενο θεοδικιακά, διαλεκτικά-

αὐτοκριτικὰ στὴν ἀντίφασή του αὐτή; Ἁποδίδεται αὐτὴ ἡ ση-

μασία μὲ τὸν λατινικὸ ὅρο assumtio, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει ἐπίσης

πλήρως καὶ τὴν δυτικὴ γενικὰ Χριστολογία; Τὸ ἀποφασιστικὸ

ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι τὸ ἑξῆς: Καταλαβαίνουμε τὴν

Χριστολογία κατὰ τὴν συνήθη ἔννοια τῆς διαλεκτικῆς-αὐτο-

κριτικῆς περιφρούρησης καὶ ἀπόδειξης τῆς ἀλήθειας καὶ ἑνὸς

ὑποκειμένου στὴν σχέση μὲ τὸν πέρα αὐτῶν χῶρο διαφορᾶς,

ἑτερότητας, ἀντίφασης, ἀμφισβήτησης καὶ ἐρώτησης τῆς ἀ -

λήθειάς τους; Ἡ σημασία τῆς πρόσληψης, διαλεκτικῆς συμ-

περίληψης-ἀναίρεσης καὶ αὐτεννοιοδότησης, σχέσης καὶ ἔκ -

στασης ὡς διορθωτικῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς αὐτοθέ-

σπισης δὲν ἐξέρχεται τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ δυτικοῦ ὀντολογικοῦ

228 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

1. Σχετικὰ μὲ τὴν διονυσιακὴ ἀναγέννηση τοῦ Θεοῦ τὸν 20ὸ αἰώνα ἴδε:

M. Frank, Gott im Exil, 1988.

παραδείγματος καὶ τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ἀ -

πὸ τὴν δογματικὴ ἀπαρχή της μέχρι τὴν πλήρως διαλεκτική-

αὐτοκριτικὴ διόρθωση καὶ ἀποπεράτωσή της. Τὸ τί σημαίνει

ἀλήθεια καὶ ὑποκείμενο καὶ δὴ πλήρως διαλεκτικό-αὐτοκριτι-

κό, τοῦ ὁποίου πυρήνας εἶναι ἡ ἴδια ἡ κίνηση τῆς ἐλλειπτικῆς

ἀληθευτικῆς του ἀπόδειξης στὶς ἀντιφάσεις του καὶ τὸ ὁποῖο

δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ διαφωτιστικὸ νεωτερικὸ ὑποκείμενο, τὸ

εἴδαμε στὸ Hegel. Τὸ ἴδιο συμβαίνει στοὺς Παρμενίδη, Πλωτί-

νο, M. Eckhart, M. Stirner, Fr. Nietzsche, Th. Adorno. Ἡ συ-

στηματικότητα καὶ ἐννοιολογία αὐτῆς τῆς ἑγελειανῆς Χρι-

στολογίας δὲν διαφέρει ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα. Τὴν

πιὸ σαφῆ καὶ εἰς ἔπακρο περιεχομενολογικὰ καὶ διαλεκτικὰ

ἐπεξεργασμένη ἔκφρασή της προσφέρει ὁ M. Stirner ὅπως εἰ -

πώθηκε στὸ ἔργο του «Ὁ μοναδικὸς καὶ ἡ περιουσία του»2 μὲ

ὑπότιτλο «τοποθέτησα τὰ πράγματά μου στὸ μηδέν». Μιὰ

ἀνάγνωση αὐτοῦ τοῦ ἔργου μᾶς δίνει τὴν οὐσία καὶ τὸ τέλος

τῆς ἑγελειανῆς μεθόδου, τῆς ἑγελειανῆς Χριστολογίας καὶ

τῆς ἑγελειανῆς –καὶ ὄχι μόνο– ἄποψης περὶ ὑποκειμένου καὶ

ἀλήθειας. Ἁποτελεῖ sine qua non ἀνάγνωσμα ὡς μετακριτικὴ

κάθε Χριστολογίας ἢ θεωρίας περὶ ὑποκειμένου καὶ τῆς δια-

λεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας. Τὸ ἂν ὑπάρχει

μιὰ διαφορετικὴ Χριστολογία ποὺ θὰ ἀπέδιδε καὶ μιὰ διαφορε-

τικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας ἢ ἂν ἡ Χριστολογία γενικὰ μπορεῖ

νὰ σημασιοδοτεῖται διαφορετικὰ μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε στὸν

Μάξιμο Ὁμολογητή, τοῦ ὁποίου ἡ Χριστολογία εἶναι χαλκη-

δόνια, ἔτσι ὥστε νὰ ἀποδώσουμε καὶ τὴν κυρίως καὶ κατ’ ἐξο -

χὴν Χριστολογία ποὺ θὰ διαφέρει πλήρως ἀπὸ τὴν καθεστη-

κυία σημασία τῆς Χριστολογίας, τὴν ὁποία ἀποδίδει ὁ ὅρος

assumtio ἀκόμη καὶ εἰς τὴν δῆθεν οὐδόλως «μεταπρατική»

«καθ’ ἡμᾶς Ἁνατολήν».

Ὁ Μ. Ὁμολογητὴς σαφῶς στέκει ἐντὸς αὐτῆς τῆς προ-

βληματικῆς περὶ ὑποκειμένου καὶ τῆς ἀλήθευσης αὐτοῦ ἔναν-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 229

2. M. Stirner, Der Einzige und sein Eigentum, ὅ.ἀ.

τι τοῦ εὐρυτέρου Εἶναι, τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας ἢ γενικὰ ἑτε-

ρότητας. Τοποθετεῖται στὴν διελκυστίνδα μεταξὺ νεοπλατω-

νισμοῦ καὶ χριστιανῆς θεολογίας ὅπως καὶ ὁ Διονύσιος Ἁρεο-

παγίτης. Τὸ ἔργο καὶ τῶν δύο εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένο ἀπὸ

τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, στὰ οὐσιώδη καὶ ἀποφασιστικά,

ὅμως, ἐν ὀλίγοις στὸν Διονύσιο καὶ τὰ μέγιστα στὸν Μάξιμο,

προσφέρει μιὰ ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν νεοπλατωνικὴ

καὶ ἑγελειανὴ Χριστολογία, θεολογία καὶ ὀντολογικὴ ἐννοι-

ολογία περὶ οὐσίας, προσώπου καὶ ἀλήθειας. Μάλιστα πρέπει

νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ ἄποψή του γιὰ τὴν σχέση οὐσίας καὶ ὑπόστα-

σης ἀνατρέπει πλήρως τὴν δεδομένη καὶ παγιωμένη περὶ αὐ -

τῶν ἄποψη τῆς νεοελληνικῆς προσωποκρατικῆς θεολογίας

καὶ ὀντολογίας. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ἀλήθειας σὲ

γενικὸ βέβαια πλαίσιο.

Τὸ «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως» καὶ «ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως»

τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴν Χαλκηδόνα, ἡ «ἐκ δύο»

καὶ «ἐν δύο φύσεσιν» ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὸ χρι-

στολογικό, θεολογικό, ἀλλὰ καὶ ἐννοιολογικὸ παράδειγμα τοῦ

Μαξίμου. Ἕνα χωρίο ἀπὸ τὴν «Μυσταγωγία» του ἐκφράζει

αὐτὴν τὴν προϋπόθεση ποὺ ἰσχύει παντοῦ στὸν Μάξιμο «(…)

ἣν ἐργάζεται κατὰ τὴν ἄπειρον αὐτοῦ δύναμιν καὶ σοφίαν περὶ

τὰς διαφόρους τῶν ὄντων οὐσίας ἀσύγχυτον ἕνωσιν, ὡς δημι-

ουργὸς κατ’ ἄκρον ἑαυτῷ συνέχων»3. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ

μιὰ «ἀσύγχυτον ἕνωσιν», ἡ ὁποία δὲν ἀναιρεῖ ἀποδεικτικά,

διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ στὴν ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ τὰ μέρη

230 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

3. Μυσταγωγία, P.G. 91, 705B. Ὁ Χ. Σωτηρόπουλος, ὅ.ἀ., Μυσταγω-

γία, σ. 87-88, τοποθετεῖ τὴν συγγραφὴ τῆς Μυσταγωγίας στὴν Ἁφρικὴ με-

ταξὺ 628-632 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν I. Dalmais ποὺ προτείνει τὸ 632-634 (I.

H. Dalmais, Mystère liturgique et divinization dans la «Mystagogie» de saint

Maxime le Confesseur. Στὸ Epectasis, Paris 1972, σ. 55. Σχετικὰ Σωτηρό-

πουλος, ὅ.ἀ., 87 ὑποσ. 5) δεδομένου ὅτι ἀπουσιάζουν ἀντιμονοθελητικὰ στοι-

χεῖα τὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἀλληλογραφίας μὲ τὸν

Πύρρο τὸ 633. Ἡ χαλκηδόνια Χριστολογία καὶ θεολογία ἀποτελεῖ βέβαια

σαφέστατο ὑπόβαθρο τῆς Μυσταγωγίας ἡ ὁποία διευκολύνει καὶ τὴν μελέτη

τῆς σχέσης της πρὸς τὰ ἄλλα ἔργα τοῦ Μαξίμου.

ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕνωση ὄχι γιὰ συνά-

θροιση μερῶν, γιὰ ἕνα ἀποτέλεσμα, ὅπως καὶ ὁ ὅρος ἕνωση

ἐκφράζει, δηλαδὴ ὄχι γιὰ μιὰ δεδομένη ἑνότητα ποὺ ἀπριορι-

στικὰ καὶ στατικὰ προϋπάρχει ἢ ἀναζητεῖται ὡς «τί ἦν εἶναι».

Ἡ ἕνωση ἐκφράζεται ὡς ζωντανὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀσύγχυ-

της συνόδου τῶν διαφορετικῶν οὐσιῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χρι-

στοῦ. Αὐτὴ τὴν ἕνωση ἐργάζεται ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος ὡς ἄκρο

καὶ πέρας αὐτῆς τῆς ἐνεργουμένης ἕνωσης. Ὁ ὅρος ἐργασία

δηλώνει τὴν διαλεκτικὴ διαδικασία, τὴν αὐτοπαραγωγὴ καὶ

αὐτοθέσπιση στὸν Hegel καὶ στὴν ἀριστερὴ μεταεγελειανὴ

κοινωνικὴ φιλοσοφία καὶ ἀνθρωπολογία. Ἐδῶ ὅμως δὲν πρό-

κειται γιὰ μιὰ διαλεκτικὴ στὶς ἀντιφάσεις της παραγωγὴ τοῦ

ὑποκειμένου ὡς διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένου ὑ -

ποκειμένου τῆς περι-ουσίας του, ἀλλὰ γιὰ ἀσύγχυτη ἕνωση,

στὴν ὁποία ἡ διαφορὰ τῶν μερῶν δὲν ἀναιρεῖται καὶ δὲν αἴρε-

ται ὑπὸ ἑνὸς αὐτοεννοιοδοτουμένου καὶ τὶς διαφορὲς τοῦ σ’ αὐ -

τὴν τὴν αὐτοενοιοδότηση διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ καὶ ἀρνητι-

κά-διαμεσολαβητικὰ ἀναιροῦντος καὶ ἔτσι ἑνοποιοῦντος ὑπο-

κειμένου, παρὰ αὐτὸ ὡς ἑνότητα ἐκφράζεται ὡς ἀποτέλεσμα

ἐργασίας καὶ ἀλήθευσης ἀκριβῶς σ’ αὐτὲς καὶ ἀπ’ αὐτές. Ὁ

Χριστὸς συνέχει αὐτὲς στὸν ἑαυτό του ὡς ἄκρο καὶ πέρας ὑπ’

αὐτῶν ἐκφραζόμενο καὶ δὲν τὶς ἀναιρεῖ ὡς ψιλὲς κατηγορίες

(τί κατά τινος) ἑνὸς αὐτὲς ἀποδεικτικὰ ἀναιροῦντος καὶ πε-

ριέχοντος πλέον ὑποκειμένου. Ἡ ἑνότητα τῆς ὑπόστασης δὲν

αὐτεννοιοδοτεῖται ὡς ἀποδεικτικὴ καὶ περιεκτικὴ ἀναίρεση

καὶ σμίκρυνση τοῦ Εἶναι, τῶν κατηγορημάτων καὶ τῶν οὐ -

σιῶν, ὡς ὑποκείμενο διαμεσολαβημένο διαλεκτικὰ καὶ ἀπο-

δεικτικὰ δι’ αὐτῶν καὶ ἔναντι αὐτῶν ὡς κατηγορημάτων, ἀλ -

λὰ ἐκφράζεται καὶ παριστάνεται ἐξ αὐτῶν. Ἡ διαφορὰ τῶν

φύσεων παραμένει στὸν Μάξιμο καὶ δὲν εἶναι ἁπλὴ διαλεκτικὴ

στιγμή. Ἡ ἑνότητα ἐκφράζεται, εἶναι ἀπεργασμένη, εἶναι ἐκ

τῆς διαφορᾶς. Ἂς δοῦμε ἄλλο ἕνα χωρίο. Λέγει ὁ Μάξιμος

σχολιάζοντας τὸν Ἁναστάσιο Σιναΐτη γιὰ τὴν ἐνέργεια καὶ

ζωντανὴ παράσταση τῆς ἀλήθειας τῆς ὑπόστασης: «Μία τῇ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 231

κοινωνίᾳ τῆς ἑνώσεως καὶ τοῦ συμπεράσματος, ὅπερ ἔργον

καὶ πρᾶξιν ἀνωτέρω διώρισε, μήτε τοῖς φύρειν ἐθέλουσι, μήτε

μὴν τοῖς χωρίζειν παρείσδυσιν τὴν οἱανοῦν δεδωκώς»4. Ἡ ὑ -

πόσταση δὲν εἶναι διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένο ὑ -

ποκείμενο ἀναιρετικὸ καὶ περιεκτικὸ τῆς περι-ουσίας του κα -

τὰ τὴν συνήθη ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ

περιφρουρημένης καὶ ἀποδεδειγμένης ἀλήθειας. «Τὸ γὰρ μέ-

γα τοῦτο καὶ σεπτὸν τοῦ Χριστοῦ μυστήριον, οὔτε ὡς ἄτομον

καθ’ ὅλου τινὰ καὶ γενικὴν ἔχει τὴν ὡς εἶδος φύσιν αὐτοῦ κα-

τηγορουμένην οὔτε μὴν αὐτὸ γένος ἐστίν, ἢ εἶδος τῶν ὑπ’ αὐ -

τὸ φυσικῶς ἀτόμων κατηγορούμενον»5. Πρόκειται γιὰ σύνθε-

τη ὑπόσταση ποὺ δὲν συνετέθη ὅμως ὡς τέτοια ἐξ οὐκ ὄν των

ἀλλὰ εἶναι ἡ ἐξ ἀρχῆς ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ, ὅπως λέγει ὁ Μά-

ξιμος λίγο πιὸ κάτω. Δὲν εἶναι ὅμως ὑποκείμενο τῆς οὐ σίας

του ἢ τῶν δύο οὐσιῶν του καθ’ ὅσον ὁ ὅρος δηλώνει τὸ ἀναι-

ροῦν περιέχον ἄτομο-ὑποκείμενο τῆς οὐσίας καὶ τοῦ εἴ δους.

Ἡ ὑπόσταση ὑφίσταται τὸ ὑπ’ αὐτῆς ὑφιστάμενον, δὲν τὸ

ἐννοιοδοτεῖ ἁπλῶς αἴροντας τὸ στὴν δική της λογική, μηδενι-

στικὴ καὶ ἀναιρετικὴ ἀπόδειξη τοῦ προτέρου ἑαυτοῦ καὶ τοῦ

ἄλλου, παρὰ ἡ ἴδια ὑφίσταται στὸ ἀρνητικὸ ὑφιστάμενο. Ἡ

ὑπόσταση ὑφίσταται ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ ὑφισταμένη της ὑπόστα-

ση-οὐσία. Δὲν αἴρεται ἰδιότροπα καὶ ἀναιρετικά-ἀποδεικτικὰ

ἔναντι τῆς οὐσίας της, τῆς περιουσίας της (Substanz στὸ He-

gel), τοῦ Εἶναι της, δὲν τὸ διεκδικεῖ δι’ ἑαυτὴν σὲ μιὰ ἔριδα ἀν -

τιφατικῶν μερῶν ὡς ἔννοια, ἀποδεδειγμένη ἀρνητικότης, ἀ -

232 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

4. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικὰ πρὸς Μαρῖνον, P.G. 91, 232D.

5. Ἐπιστολὴ πρὸς Πέτρον Ἰλλούστριον, P.G. 91, 528D-529A. Καὶ στὸ

ἴδιο ἔργο ἀναφέρει ὁ Μάξιμος: «Καὶ παρ’ ᾧ λέγειν, ὡς οὐδὲ ἄτομον κυρίως τὸ

κατὰ Χριστὸν λέγεται πρόσωπον. Οὐ γὰρ σχέσιν ἔχει πρὸς τὴν ἐκ τοῦ γενι-

κωτάτου γένους διὰ τῶν ὑπάλληλα καθιεμένην γενῶν πρὸς τὸ εἰδικώτατον

εἶδος διαίρεσιν, καὶ ἐν αὐτῷ τὴν οἰκείαν πρόοδον περιγράφουσαν. Ὅθεν διὰ

τοῦτο, κατὰ τὸν σοφώτατον Κύριλλον, τὸ Χριστὸς ὄνομα, οὔτε ὅρου δύναμιν

ἔχει, οὐδὲ γὰρ εἰδός ἐστι πολλῶν ἀριθμῷ διαφερόντων κατηγορούμενον, οὔτε

μὴν τὴν τινὸς οὐσίαν δηλοῖ». Ὅ.ἀ., P.G. 91, 201D-204A.

φαιρετικὸ ὑποκείμενο, παρὰ ὑπὸ μιὰ νέα κοσμογονικὴ ὀντολο-

γικὴ κατηγορία πλέον ἀληθεύει ἐκεῖ ὅπου «εἶναι» καὶ ἐρω -

τᾶται ὡς τὸ ὄντως ἀρνηθὲν καὶ ἐλλεῖπον, ὡς ὄντως ἐλλείπου-

σα ἀλήθεια καὶ ἔτσι ὑπάρχει καὶ εἶναι ὑπόσταση. Ἡ ὑφιστῶσα

ὑπόσταση δὲν ἀφαιρεῖ, δὲν ἀπαλλοτριώνει καὶ δὲν διαρρηγνύει

τὸν τελευταῖο ἐξωοντολογικὸ ὁρίζοντα ἐρώτησης τῆς ἐξωον-

τολογικῆς ἀλήθειας τοῦ Εἶναι της, δὲν ἰδιοτροπιάζει ὡς δια-

λεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τοῦ ἑαυτοῦ της ἔναντι αὐτοῦ,

ἀλλὰ κενοῦται καὶ ὑφίσταται στὴν θεωρούμενη ὡς ὑφισταμέ-

νη καὶ ἀντιφατικὴ αὐτῆς ὑπόσταση (δηλαδὴ οὐσία) καὶ ἀπο-

τελεῖ τὴν ἀλήθεια αὐτοῦ ὄχι ὡς ἀντιφατικοῦ ἐριστικοῦ ἀλλὰ

ὡς τελευταίου διαυγοῦς ἐξωοντολογικοῦ ὁρίζοντα ἔλλειψης

καὶ ἐρώτησης τῆς ἐλλείπουσας ἀλήθειας. Πρόκειται γιὰ τὴν

παράσταση τῆς ἀλήθειας ἐκ τοῦ τελευταίου καὶ ἐξωοντολογι-

κοῦ ὁρίζοντα ἐρώτησης τῆς ὄντως ἐλλείπουσας ἀλήθειας,

στὸν ὁποῖο καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου ὑφίσταται τὸ Εἶναι καὶ παριστά-

νεται πρωτογενῶς ὡς ζωὴ καὶ διαυγὴς ἐκπηγάζουσα ἀλήθεια

καὶ ὄχι ὡς διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένη ἰδιότροπη

ὀντότης σὲ μιὰ ὀντολογικὴ ἔριδα διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀ -

ποδεικνυομένων καὶ αὐτομηδενιζομένων ὑποκειμένων καὶ

σμι κρυμένων ὑπολλειμάτων τῆς περιουσίας τους καὶ τῆς ἀ -

λήθειάς τους. Λέγει ὁ Μάξιμος γιὰ τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ

Λόγου «(…), κενωθεὶς μὲν σπορὰ γέγονε τῆς οἰκείας σαρκός,

ἀρρήτῳ δὲ συλλήψει συντεθεὶς αὐτῆς ὑπόστασις γέγονε τῆς

προληφθείσης σαρκός»6. Ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου δὲν εἶναι δε-

δομένο ὑποκείμενο ποὺ ἐπαληθεύεται διαλεκτικά-αὐτοκριτι -

κὰ ἔναντι τῆς ὑφισταμένης του ὑπόστασης-οὐσίας, παρὰ ἀ -

ληθεύει ἐκ τῆς διαφορᾶς τους, ἡ ὁποία δὲν αἴρεται, δὲν ἐξαφα-

νίζεται, παρὰ παραμένει, ὑφίσταται ὡς τόπος ἐκπήγασης τῆς

ἀλήθειας τῆς ὑπόστασης. Γιαυτὸ ἀποτελεῖ λήψη τῆς ἀρνητι-

κότητάς της στὸν χῶρο τοῦ ἄλλου, στὸν ὁποῖο εἶναι ὄχι ἁπλῶς

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 233

6. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91,

1037Α.

τὸ συγκεκριμένα ἀρνηθέν, ἀλλὰ ἡ ἐλλείπουσα ἀλήθεια. Δη-

λαδὴ ἀποτελεῖ ἄφιξη καὶ κένωση στὸν πυθμένα τῆς ἄρνησης

ποὺ δὲν εἶναι ἡ συγκεκριμένη ἄρνηση κάποιου ἄλλου, παρὰ ἡ

ἔλλειψη τοῦ ὄντως ἐλλείποντος σὲ μιὰ ἄρνηση ἀντιφατικῶν

μερῶν ποὺ δὲν εἶναι κανένα ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα ἀρνηθέντα

ὡς ὑπολλείμματα τῆς πληρότητας τῆς ἐλλείπουσας ἀλήθει-

ας, παρὰ ἡ ἐρωτώμενη καὶ ἐλλείπουσα πληρωματικὴ καὶ δι-

αυγὴς ἀλήθεια ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκπηγάζει μόνο ἀπὸ τὴν κάθε

ὑπαρκτὸ καὶ κριτήριο ὑπερβάλλουσα ἐρώτηση τῆς ἐξωοντολο-

γικῆς ἀλήθειας καὶ ὄχι ἀπὸ μιὰ ἐλλειπτικὴ διαλεκτική-αὐτο-

κριτικὴ ἀπόδειξη ἑνὸς ἰδιότροπου καὶ ἀντιφατικοῦ περιέχοντος

ὑπάρχοντος ἢ ἰσχύοντος. Σὲ μιὰ ἀντίφαση καὶ ἄρνηση δὲν λεί-

πουν ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα ἀρνηθέντα ἀντίστοιχα τὸ ἕνα στὸ

ἄλλο ἢ ἡ σύνθεσή τους ὡς ἀποδεδειγμένη διαλεκτικὴ πρόσθε-

ση καὶ διόρθωση, παρὰ ἡ ἐρωτώμενη καὶ ὄντως ἐλλείπουσα

ἀλήθεια ἐντὸς τῆς ὑπερβάλλουσας ἀπόλυτης ἄρνησης, στὴν

ὁποία ὀφείλεται καὶ ἡ ἐμφάνιση τῆς δευτερογενοῦς ἀντίφασης

καὶ ἄρνησης δύο ἐλλειπτικῶν ἀρνητικῶν μερῶν. Ἡ ὑπόσταση

τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἐνύπαρξη στὴν ἀρνητικότητά της ὡς

ἔλλειψη τῆς ἀλήθειάς της, κένωση καὶ ἀλήθεια ἐξ αὐτῆς καὶ

ὄχι διαλεκτικὴ διαμεσολάβηση τοῦ συγκεκριμένου ἀντιφατι-

κοῦ μέρους στὸ διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένο πρό-

τερο ἀντιφατικὸ μέρος της. Δὲν ἀποδεικνύεται ἁπλὰ καὶ δὲν

θεμελιώνεται διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ παρὰ ἀληθεύει ἐκ τῆς

ἑτερότητάς της, ἐκ τῆς ἀρνητικότητάς της ὡς ἔλλειψης τῆς

ἐλλείπουσας ἀλήθειάς της, λαμβάνει δηλαδὴ κενοῦται καὶ

ἀφίεται σὲ αὐτὴ τὴν ἀρνητικότητά της, στὴν ἄβυσσο7 τοῦ μὴ

ὄντος καὶ ἀληθεύει διαυγῶς καὶ πρωτογενῶς ἐκεῖθεν8. «(…)

234 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

7. «(…) ἀβύσσῳ ἄβυσσον ἐπικαλεσόμεθα (…) πὼς ὄντες γῆ καὶ σποδός,

θείας μεταποιοούμεθα δόξης, (…)». Ἐπιστολὴ πρὸς Ἰωάννην Κουβικουλά-

ριον, P.G. 91, 505C.

8. Τὴν κάθοδο τοῦ ἔρωτος τοῦ Θεοῦ μέχρι τὰ κατώτατα σημειώνει καὶ ὁ

Χ. Σωτηρόπουλος, «Μυσταγωγία», ὅ.ἀ., σ. 75, ὑποσ. 2 καὶ 3, μὲ ἀναφορὲς

στὸν W. Völker, Der Einfluss des Pseudo-Dionisius Areopagita auf Maximus

διὰ γὰρ τῶν ἐναντίων ταῦτα ποιῆσαι βεβούλεται διὰ θανάτου

ζωὴν δι’ ἀτιμίας δόξαν»9.

Τὸ χαλκηδόνιο αὐτὸ περιεχόμενο κυριαρχεῖ στὸ ἔργο τοῦ

Μαξίμου. Δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ τὶς ὀντολογικὲς κατηγορίες

τῆς ὑπόστασης καὶ τῆς οὐσίας καὶ τῆς διαλεκτικῆς ἔριδάς

τους ποὺ κυριαρχοῦν. Δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ σκεφτόμαστε μ’

αὐτὲς στὸν Ἁρεοπαγίτη καὶ τὸν Μάξιμο. Ἔννοιες ὅπως ἀλή-

θεια, δύναμις καὶ ἐνέργεια, ὅπως θὰ δοῦμε, εἶναι οἱ πρωτεύου-

σες θεολογικὰ καὶ ὀντολογικὰ πλέον. Ἡ ὑπόσταση δὲν εἶναι

διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένο ἀναιρετικὸ καὶ περιε-

κτικὸ ὑποκείμενο ἔναντι καὶ ἐντὸς τοῦ ὁρίζοντα, στὸν ὁποῖο

θέλει νὰ ἰσχύει, ἀλλὰ ἀλήθεια σ’ αὐτὸν καὶ ἐξ αὐτοῦ ὡς ἐξωον-

τολογικοῦ χώρου ἐκπήγασης τῆς ἐλλείπουσας καὶ κάθε ὑ -

παρκτὸ καὶ κριτήριο ὑπερβάλλουσας ἀλήθειας, ἔτσι καὶ εἰς

καὶ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, καὶ ὅπως θὰ δοῦμε, ἐκ τοῦ Ἅδη καὶ ἐκ

τοῦ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει στὴν ἀπόλυτη καὶ ἀόρι-

στη ἄρνηση, στὴν λήψη τῆς ἄρνησης ὡς αἴσθηση ἑνὸς ὄντως

ἐλλείποντος καὶ ἀρνηθέντος, στὴν ὁποία καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία

αὐτὴ εἶναι ἐκπηγάζουσα διαυγὴς ἀλήθεια καὶ ὄχι ἐλλειπτικὴ

διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας ἑνὸς ἀντιφα-

τικοῦ μέρους. Γιαυτὸ τόσο στὸν Διονύσιο ὅσο καὶ στὸν Μάξι-

μο συχνὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὴν ἀποφατικὴ θεολογία, κατὰ

τὴν ὁποία ὁ Θεὸς βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θέση καὶ ἄρνηση

καὶ ὅτι οἱ ἀρνήσεις νοοῦνται καθ’ ὑπεροχήν10. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς

δὲν εἶναι ἁπλὴ στέρηση, ἀντίφαση τῶν ὄντων, συγκεκριμένη

ἀρνητικότης ἔναντι αὐτῶν ἐρίζουσα διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ

περὶ τοῦ Εἶναι της, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἰσέλθουμε σ’ αὐτὴν τὴν

ἀόριστη ἀρνητικότητα, νὰ ἀναμείνουμε, νὰ αἰσθανθοῦμε τὸν

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 235

Confessor, in: E. Klostermann, Studien zum neuen Testament und zur Patri-

stik, Berlin 1961, 331-350 καd στeν R. Roques, L’ univers dionysien, struc-

ture hierarchique du monde selon de Pseudo-Denys, Paris 1973.

9. Πεύσεις καὶ ἀποκρίσεις καὶ ἐρωτήσεις, P.G. 90, 793BC.

10. Πρὸς Θαλάσσιον, ὅ.ἀ., P.G. 90, 333D.

Θεὸ ἐξ αὐτῆς ὡς ἐλλείπουσα ἀλήθεια. Ἐνῶ στὴν σχέση καὶ

γνώση τῶν ὄντων ὡς διαδοχὴ ἡ θέση τῶν μὲν ὁδηγεῖ σὲ ἄρνη-

ση τῶν δὲ «(…) τῶν ὑπερκειμένων κατάφασις τῶν ὑποβε-

βληκότων ἀπόφασις, καὶ ἔμπαλιν (…)» περὶ Θεοῦ δὲν ἔχουμε

συγκεκριμένη ἄρνηση καὶ διαλεκτικὴ διαμεσολάβηση καὶ

ἀπόδειξη ἐντὸς αὐτῆς, ἀλλὰ ἀόριστη ἢ ἀπόλυτη ἢ ὅπως λέγει

ὁ Μάξιμος «ἄμεσον ἀπόφασιν»: «ἡ ἄμεσος περὶ Θεὸν διαδέχε-

ται κατὰ τὴν γνῶσιν ἀπόφασις, ὑπ’ οὐδενὸς παντελῶς κατα-

φασκομένη τῶν ὄντων, μὴ ὄντος λοιπὸν ὅρου τινὸς ἢ πέρατος

τοῦ ταύτην περιλαμβάνοντος τὴν ἀπόφασιν»11. Ὁ Θεὸς θεω-

ρεῖται ὡς αἴσθηση τοῦ ἐλλείποντος ὡς ἐλλείπουσας ἀλήθειας

σ’ αὐτὴν τὴν ἄρνηση καὶ ὄχι ὡς συγκεκριμένη ἄρνηση. Ἡ ἀρ -

νητικότητα ἀποτελεῖ ἐγκλωβισμένη καὶ ἐκφυλισμένη συγκε-

κριμένη ἄρνηση ἀντιφατικῶν μερῶν, στὴν ὁποία ἀναζητεῖται

ἡ διαμεσολάβησή τους, ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξή

τους κατὰ τὴν συνήθη ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας.

Τὸ Χριστολογικὸ πρόβλημα συνήθως λύνεται κατὰ αὐτὸ

τὸν τρόπο ὡς ὀντολογικὴ διαλεκτικὴ διαμεσολάβηση συγκε-

κριμένων ἀρνητικοτήτων κατὰ Hegel, ὅπως εἴδαμε. Τὴν κα-

λύτερη ἴσως ἱστορικὴ καὶ συστηματικὴ ἐπισκόπησή του ἀπὸ

τὴν θεολογία παρέχει τὸ ἔργο τοῦ H. Küng, Die Menschwer-

dung Gottes, ὅ.ἀ. Ἐκεῖ γίνεται σαφὴς ἡ προσπάθεια τῆς θεο-

λογίας νὰ ἑνοποιήσει, ὀντοποιήσει καὶ ὑποκειμενικοποιήσει

διαλεκτικὰ καὶ ἀποδεικτικὰ δύο ἀντιφατικὲς οὐσίες, δύο ἀντι-

φατικὰ Εἶναι. Ἁντίθετα ἡ μαξιμιανὴ Χριστολογία δὲν προ-

σπαθεῖ νὰ ὀντοποιήσει διαλεκτικὰ τὸ πρόβλημα σὲ κάποιο ἑ -

νοποιητικό, ἐννοιοδοτικὸ ὑποκείμενο, «τί ἦν εἶναι», παρὰ ἀφή-

νει νὰ ἀληθεύσει ἡ ἐρωτώμενη, ζητουμένη καὶ ὄντως ἐλλεί-

πουσα ἀλήθεια ἐξωοντολογικά, διαυγῶς καὶ πρωτογενῶς,

ἐκεῖ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ ἐρωτᾶται καὶ ἐλλείπει. Γιαυτὸ ὁ

ἄνθρωπος ἵσταται ἐντὸς αὐτῆς τῆς ἄρνησης, αὐτὴ δὲν ἀποτε-

236 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

11. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 90,

1240D.

λεῖ ἀναστοχασμὸ ἄγνοιας ἀπὸ γνώση, μεθοδολογικὸ ὅριο στὸ

ὁποῖο ἔναντι τῆς γνώσης ὑπάρχει ἡ γνώση τῆς ἀγνωσίας, ὁ

ἀναστοχασμὸς τοῦ ἀγνώστου ἐκ τοῦ γνωστοῦ, ἡ μετατροπὴ

τοῦ ἀγνώστου σὲ γνωστοῦ ἀγνώστου, παρὰ ἡ αἴσθηση τῆς

ἔλλειψης ἑνὸς ἐλλείποντος. Εἶναι ἡ πρόσληψη τῆς ἄρνησης

ὡς ἔλλειψης καὶ δὴ ὄχι ἑνὸς συγκεκριμένου ἀλλὰ ἐλλείποντος

ὡς ἐλλείποντος ὄχι ὅμως ὡς ἁπλὴ ἀναφορὰ καὶ δήλωση ἑνὸς

μὴ ὄντος. «ἄγνοιαν δέ, μὴ τὴν διὰ τῆς ἀμαθίας λάβῃς αὕτη

γὰρ σκότος ἐστὶ ψυχῆς· μήτε τὴν γινώσκουσαν ὅτι ἀγνοεῖται

ὁ ἄγνωστος· εἶδος γὰρ καὶ αὐτὴ γνωριστικόν (…) ἐν ταύτῃ

γὰρ στάντες τῇ ἀγνοίᾳ, εἶδος γινόμεθα τοῦ πρὸ πάντων ὄντος·

ἐάσαντες μὲν πάντα τὰ εἴδη καὶ τὰς νοήσεις, ἐν ἀφασίᾳ δὲ

κρείττονι πάσης φθέγξεως ἱδρυμένοι, τῷ μηδὲ τοῦτο γινώ-

σκειν, ὅτι ἀγνοοῦμεν»12. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι διαλεκτική-αὐτο-

κριτικὴ ἀποδεικτικὴ ἀναίρεση τῆς ἀντιφατικῆς αὐτοῦ ἀνθρώ-

πινης φύσης, παρὰ κατοικεῖ, θεωρεῖται, γίνεται αἰσθητὸς στὴν

ἀρνητικότητα ὡς λήψη τῆς ἄρνησης, ὡς αἴσθησης καὶ ἐρώ-

τησης τῆς ἐλλείπουσας ἀλήθειας καὶ ἀληθεύει ἐξ αὐτῆς.

«Ὅτι τῇ καθ’ ὑπεροχὴν στερήσει τῶν πολλῶν ὡς ἓν καὶ μόνον

ἡ ἀλήθεια πέφυκεν ἀναφαίνεσθαι»13. Ἡ ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ

δὲν ὑπάρχει ὡς συγκεκριμένη διαλεκτικὰ ἀποδεδειγμένη ἀν -

τιφατικὴ ὑπόσταση, παρὰ ἐνυπάρχει, ὑφίσταται καὶ ἐκπηγά-

ζει ἐκεῖ ὅπου ἀπουσιάζει ὡς ἀλήθεια καὶ δὴ κυρίως καὶ πρω-

ταρχικῶς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, καθ’ ὅσον καὶ αὐτὸ ἐφίεται14 τοῦ

Θεοῦ. Εἶναι ἐκπηγάζουσα ἀλήθεια καὶ ὄχι ἐριστικὸ ἀποδει-

κτέο ὑποκείμενο. «Ἐπέκεινα θεότητος: Τοῦτο καὶ ἐν τοῖς ἄνω

παρέγραψα, ὅτι καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ὁ Θεός, καὶ οὐδὲν τῶν ἁπάν-

των. Ἐνταῦθα δὲ τὸ πλέον φησίν, ὅτι καὶ ἔτι ὑπὲρ πάσας τὰς

οὐσίας ἐστίν, ὅπερ λέγει κατωτέρω, ὅτι καὶ τῶν μὴ ὄντων ἐστὶ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 237

12. Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, P.G. 4, 216D-217Β καὶ Περὶ δια-

φόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1225D-1232C.

13. Πρὸς Θαλάσσιον, ὅ.ἀ., PG. 90, 529A.

14. Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, P.G. 4, 244C.

πληρωτικός»15. Θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐπέκεινα θεότη-

τος16, εἶναι διαυγῶς καὶ πανταχόθεν ἐκπηγάζουσα ἀλήθεια

ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν κάθε ὑπαρκτὸ καὶ κριτήριο ὑπερβάλλοντα

χῶρο ἐρώτησης καὶ ἔλλειψής της καὶ ὄχι διαλεκτικὴ διαμεσό-

λαβηση καὶ ἀπόδειξη κατὰ τὴν συνήθη ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς

ἀλήθειας. «(…) κατὰ τὴν μίαν καὶ ἁπλὴν καὶ ἀπροσδιόριστον,

τῆς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος παράγωγης καὶ ἀδιάφορον ἔννοιαν, καθ’

ἣν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν πᾶσα ἡ κτίσις ἐπιδέξασθαι δύναται λό-

γον παντελῶς ἀδιάκριτον, τὸ >οὐκ ἦν< τοῦ >εἶναι< πρεσβύτερον

ἔχουσα»17.

Ὁ Χριστὸς δὲν ἐπαληθεύεται διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ κα -

τὰ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας, παρὰ ἀληθεύει πρω-

τογενῶς καὶ διαυγῶς ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν χῶρο ἔλλειψης καὶ ἐ -

ρώτησης τῆς ὄντως ἐλλείπουσας ἀλήθειάς του. Ἂς ἀναφέρου-

με δύο σχετικὰ χωρία τοῦ Μαξίμου τῶν ὁποίων τὸ πρῶτο εἶναι

σχόλιο στὸν Ἁρεοπαγίτη. «Οὐ κατὰ δύναμιν. Σημείωσαι, ὅτι

οὐκ ἐν ἰσχύι ἐνίκησεν ὁ Χριστὸς τὸν Σατανᾶν, ἀλλὰ κρίσει καὶ

δικαιοσύνῃ. Τοῦτο καὶ Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἐν τῷ Κατηχη-

τικῷ φησιν»18· καὶ «Τὴν ἰσότητα δὲ τῆς δικαιοσύνης ἐν τῷ με-

γέθει τῆς συγκαταβάσεως ἔδειξε, τὸ ἐν τῷ παθητῷ κατάκρι-

μα τῆς φύσεως κατὰ θέλησιν ὑποδὺς κἀκεῖνο ποιήσας ὅπλον

πρὸς τὴν τῆς ἁμαρτίαν ἀναίρεσιν, (…)»19. Αὐτὸ δὲν σημαίνει

238 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

15. Ὅ.ἀ., P.G. 4, 245C.

16. Ἐνῶ μέχρι καὶ τοὺς Ἁπολογητὲς ἐνίοτε ὑπάρχει καὶ τὸ μοτίβο τοῦ

οὑμανισμοῦ, ὅπου ὁ Χριστὸς συγκρίνεται πρὸς τὸν Σωκράτη, (σχετικὰ ἴδε:

A. v. Harnack, Sokrates und die alte Kirche, στό: Reden und Aufsätze, Bd I,

27 κ.ἑ., Giessen, 1904), ἴσως μιὰ παράλληλη ἐκδοχὴ τῆς κάτωθεν Χριστο-

λογίας ἢ τοῦ Kulturprotestantismus, ἡ σύγκριση αὐτὴ μὲ τὴν καθυστέρηση

τῆς β΄ παρουσίας καὶ τὴν ἐμφάνιση αἱρέσεων, ἐξαφανίζεται. Ἡ θεολογία πρέ-

πει νὰ συνθέσει ἀνθρωπότητα καὶ θεότητα ἐν μέσῳ διαλεκτικῆς πολυσημεί-

ας καὶ πολυπλοκότητας πέραν τῆς ἔννοιας τοῦ οὑμανισμοῦ καὶ ἑνὸς ἴσως

ἱστορικοῦ χιλιασμοῦ.

17. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1312Β.

18. Σχόλια εἰς τὸ περὶ ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, P.G. 4, 149Β.

19. Πρὸς θαλάσσιον, περὶ ἀποριῶν, P.G. 90, 629CD.

βέβαια τὴν ἀντικατάσταση ἑνὸς θείου Ρεαλισμοῦ ὡς διαλε-

κτικὴ αὐτοπραγμάτωση ἑνὸς θείου ὑποκειμένου μὲ ἕναν ἀν -

θρώπινο Ρεαλισμὸ ἢ νατουραλισμό. Δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ

ἀντικατάσταση τῆς μεταφυσικῆς περὶ τὸν Θεὸ μὲ μιὰ κριτικὴ

καὶ πιὸ πραγματικὴ καὶ αὐτοσυνείδητη ἀντιμεταφυσική, μὲ

τὴν ἀνθρώπινη μεταφυσικὴ ἢ ἀνθρωπολογία. Στὸ διαλεκτικὸ

παίγνιο κάθε ἀντιμεταφυσικὴ παραμένει μεταφυσικὴ ὅπως

λέει καὶ ὁ Heidegger20. Ὁ Θεὸς δὲν κατέρχεται ἁπλῶς21 στὴν

ἀνθρώπινη φύση ὡς ἀρνητικὴ διαλεκτικὴ στιγμὴ τοῦ ὑποκει-

μένου του, ἀλλὰ στὸν θάνατο τῆς ἀνθρώπινης φύσης, στὸν

Ἅδη. Δὲν συμπεριλαμβάνει ἁπλῶς διαλεκτικὰ τὴν ἀρνητικό-

τητα τῆς ἑτερότητας, δὲν τὴν αἴρει ἁπλῶς στὸ διορθωμένο

διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ὑποκείμενό του. Στὸ διαλεκτικὸ αὐτὸ

παιγνίδι συμπεριλαμβάνεται ὡς ἀναστοχαστικὴ στιγμὴ ἡ ἀν -

τίφασή του πρὸς τὴν ἀνθρώπινη ἑτερότητα καὶ οὐσία καὶ ἡ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 239

20. Ὁ μεταεγελειανισμὸς προσπαθεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὸν Hegel ἐνῶ παραμέ-

νει ὡς ἀντιμεταφυσικὴ μία διαλεκτικὴ στιγμὴ ἐντὸς τοῦ συστήματός του ὡς

μία ἀπ’ αὐτὸν ἤδη ὑπερβαθεῖσα στιγμή, γιατὶ προτείνει ἕνα δεδομένο τελικὸ

ὑποκείμενο τῆς οὐσίας κατὰ τὰ διαφωτιστικὰ πρότυπα. Ἁντίθετα οἱ Hegel,

Stirner, Nietzsche καὶ Adorno ἀποδομοῦν ἐντελῶς τὸ ὑποκείμενο. Ἡ ἐναγώ-

νια ἀναζήτηση στὴν διαλεκτικὴ θεολογία ἑνὸς πραγματικοῦ καὶ ἀπομυθο-

ποιημένου ὑποκειμένου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πίστης ἀκολουθεῖ κατὰ πόδας ἱστο-

ρικὰ καὶ συστηματικὰ τὴν ἑγελειανὴ καὶ μεταεγελειανὴ φιλοσοφία, ἡ ὁποία

ἀποδομεῖ πλήρως τὸ ὑποκείμενο ἐντὸς τῆς κενῆς, ἐκστατικῆς καὶ τραγικῆς

αὐτοσυνειδησίας του.

21. Ἡ σημασιοδότηση τοῦ προσώπου, τῆς ἐρωτικῆς καὶ ἐκστατικῆς κοι-

νωνίας μεταξὺ προσώπων εἶναι σημαντικὴ συμβολὴ καὶ κυρίως περιεχόμενο

τῆς λεγομένης θεολογίας τοῦ ’60 καὶ ἐντεῦθεν. Δὲν ἀποτελεῖ ὅμως καινο-

φανῆ ἀνακάλυψη ἑνὸς ἄγνωστου θεολογικοῦ τόπου ἀλλὰ κυρίως ἐνασχόλη-

ση μὲ κάποιον ποὺ ἦταν ἤδη γνωστός: π.χ. Π. Χρήστου, Πατέρες καὶ Θεο-

λόγοι τοῦ χριστιανισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1971, Α. Θεοδώρου, Ἡ περὶ θεώσεως

τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρις

Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἁθῆναι, 1956. Ἦταν γνωστὸς ἤδη καὶ στὴν γαλ-

λικὴ καὶ γερμανικὴ πατρολογικὴ ἔρευνα καὶ θεολογία κατ’ ἐπίδραση τῆς

ρωσικῆς περσοναλιστικῆς θεολογίας ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ὑπαρξιστική,

δηλαδὴ κυρίως δεξιὰ μεταεγελειανὴ Φιλοσοφία (Rechtshegelianer).

αὐτοκριτική του ἀπόδειξη ὡς νέα διορθωμένη ἐκστατικὴ αὐ -

τοθέσπισή του ὡς ὑποκειμένου, ὁ δῆθεν θάνατός του, ἡ διαλε-

κτική-αὐτοκριτικὴ αὐτοδιόρθωση καὶ ἀπόδειξή του ἔναντι αὐ -

τῆς τῆς ἐσωτερικευμένης ἀντίφασής του ἢ ἀλλιῶς τῆς ἔκ -

στασής του στὴν θέση τοῦ ἄλλου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐκστατικά,

διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀναδεικνυόμενη καὶ ἀποδεδειγμένη

διορθωτικὴ αὐτοθέσπιση τοῦ νέου ὑποκειμένου ἀπὸ τὴν διαλε-

κτική-αὐτοκριτικὴ ἀποδεικτικὴ καὶ ἀληθευτικὴ δύναμη ποὺ

εἶναι καὶ ἡ ἐγγενὴς ἐριζόμενη ἀρνητικότητα καὶ τῶν δύο ἀντι-

φατικῶν μερῶν. Στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε ἀν -

τίθετα κάθοδο στὴν λήψη αὐτῆς τῆς ἄρνησης, στὴν ἔλλειψη

τῆς ἐλλείπουσας ἀλήθειας καὶ ὄχι ἁπλὴ διαμεσολάβηση καὶ

ἀπόδειξη ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ καὶ τοῦ ἄλλου, διαλεκτικὴ σμί-

κρυνση, διήκουσα ἀποδεδειγμένη ἀρνητικότητα. Ἡ προσπά-

θεια ποὺ ξεκινᾶ μὲ τὴν διαλεκτικὴ ἀπόδειξη ἑνὸς ρεαλιστικοῦ

δεδομένου Θεοῦ22 κατὰ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς μυθολογι -

κῆς καὶ δογματικῆς ἀλήθειας φθάνει στὴν πλήρη ἀπόδειξή

του ὡς ἀνθρωποποίηση στὸ αὐτοσυνείδητο ἀνθρώπινο ὑποκεί-

μενο καὶ πολὺ περισσότερο στὴν ἀποδόμηση καὶ αὐτοῦ καὶ

στὴν κατάρρευση στὴν τραγική, διονυσιακή, ἀληθευτικὴ κενὴ

κίνηση ποὺ εἶναι ἀποπεράτωση τῆς δογματικῆς καὶ πλατω-

νικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ὡς πλήρως αὐτοκριτικὴ ἀποδει-

κτικὴ κίνηση καὶ δύναμη ἀναιρετικὴ κάθε περιεχομένου. Δὲν

240 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

22. Ἡ προτεσταντικὴ διαλεκτικὴ θεολογία, ἐξέλιξη τοῦ Hegel καὶ Kier-

kegaard, τῶν K. Barth καὶ R. Bultmann καταφέρεται κατὰ τῆς φιλελεύθερης

θεολογίας καὶ τοῦ Kulturprotestantismus τοῦ Harnack. Ὄχι ἡ ἱστορία ἀλλὰ ἡ

πιστεύουσα ὕπαρξη εἶναι ἡ πραγματικὴ καὶ ἱστορικὴ κίνηση τῆς θεολογίας.

Σχετικὰ ἴδε: R. Bultmann, Die liberale Theologie und die jüngste theologische

Bewegung, στὸ Glauben und Verstehen I, 1954. Ὅμως ὁ Heidegger στὸ Phä -

nomenologie und Theologie (Bd 9 Α ὅ.ἀ.), σὲ συγκεκριμένη ἀντιπαράθεση

πρὸς τὸν Βυltmann δείχνει ὅτι ἡ πιστεύουσα ὑπαρξιστικὴ θεολογία γίνεται

ἀπολογητικὴ ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ τῆς εὐρύτερης ἐπιστήμης ἐντὸς τῆς

ἱστορικῆς ἐξέλιξης. Ὅπως ἀκριβῶς θὰ λέγαμε καὶ ἡ Αἰσθητικὴ Θεωρία ὡς

αὐτοκριτικὴ ἀπὸ μία τελικὰ κριτικὴ προϋπόθεση καὶ μέθοδο ὅπως ἀνωτέρω

ἀνεφέρθη σὲ σχέση καὶ μὲ τὴν ἄποψη τοῦ R. Bubner.

πρόκειται ὅμως στὴν χαλκηδόνια μαξιμιανὴ Χριστολογία γιὰ

ὀντολογικὴ διελκυστίνδα κατοχῆς καὶ ἐλλειπτικῆς ἀπόδειξης

τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ γιὰ τὸ ἐξωοντολογικὸ ἐρώτημα τῆς ἐκ -

πήγασης τῆς ἀλήθειας ἐκεῖ ὅπου αὐτὴ ἀπουσιάζει ὡς ταυτό-

τητα καὶ ἀναδεικνύεται καὶ ἐκπηγάζει ὡς τελευταῖος ἐξωον-

τολογικὸς διαυγὴς ὁρίζοντας ἐλευθερίας καὶ ζωῆς. Ὁ θάνα-

τος τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ καὶ θάνατο καὶ ἔλλειψη τῆς ἀλή-

θειας τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο αὐτὸς ἐκπηγάζει καὶ ἀνίσταται

ὡς διαυγὴς ἐκπηγάζουσα ἀλήθεια. Γιαυτὸ ὁ Χριστὸς κατέρ-

χεται στὸν Ἅδη ὄχι ἁπλῶς στὴν ἀνθρώπινη φύση ὡς διαλε-

κτικὴ στιγμή του. Δὲν πρόκειται γιὰ θάνατο τοῦ Θεοῦ ἔναντι

τῆς ἀντίφασης τῆς ἑτερότητας, τοῦ μηδενός, τοῦ θανάτου ὡς

συγκεκριμένης ἄρνησης, ἀλλὰ γιὰ κάθοδο στὸν ἴδιο τὸν θάνα-

το ὡς θάνατο καὶ τοῦ Θεοῦ, γιὰ κάθοδο στὴν ἔλλειψη τῆς

ἐλλείπουσας ἀλήθειας καὶ ὄχι στὴν συγκεκριμένη ἄρνηση ἑ -

νὸς ἄλλου συγκεκριμένου ἀρνηθέντος ἐντὸς τῆς διαλεκτικῆς

τους ἔριδας περὶ τὴν διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένη

ὑπόσταση τοῦ Εἶναι. Στὸ μηδὲν καὶ στὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου

δὲν πεθαίνει καὶ δὲν ἐλλείπει ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ ἀνθρώπινο

οὔτε ὁ Θεὸς ὡς συγκεκριμένο ὑποκείμενο πρὸς ἀπόδειξη, παρὰ

ὁ Θεὸς ὡς ἀλήθεια, ἡ διαυγῶς ἀπὸ τὸν θάνατο ὡς ἔλλειψη καὶ

ὄχι συγκεκριμένη ἄρνηση ἐκπηγάζουσα ἐλλείπουσα ἀλήθεια

τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἔτσι διαυγὴς ἀλήθεια καὶ ὄχι διαλε-

κτικά-αὐτοκριτικὰ ἔναντι μιᾶς συγκεκριμένης ἄρνησης ἀπο-

δεικτέο ὑποκείμενο. Στὸ μηδέν, στὸ θάνατο, στὴν ἀναλήθεια

δὲν λείπει κάτι συγκεκριμένα ἀπὸ αὐτοὺς ἀρνηθέν, ἀφοῦ προ-

στιθεμένου αὐτοῦ αὐτοὶ δὲν ἐξαφανίζονται, παρὰ ἡ στὸν θάνα-

το, στὴν ἀναλήθεια, στὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο ἐρώτησης τῆς

ἐλλείπουσας ἀλήθειας, ποὺ συχνότατα ὁδηγεῖ ἀκριβῶς στὴν

ἀναλήθεια καὶ στὸν θάνατο, ἐρωτώμενη, κάθε δεδομένο ὑ -

παρκτὸ καὶ κριτήριο ὑπερβάλλουσα καὶ διαυγῶς ἐκπηγάζου-

σα ἐλλείπουσα ἀλήθεια. Καὶ ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς μόνο καθ’ ὅσον

ἀνίσταται καὶ ἐκπηγάζει ὡς ἀλήθεια καὶ ὄχι ὡς δεδομένο δια-

λεκτικὸ ὑποκείμενο κατοχῆς τῆς θεότητας, στὴν ὁποία προ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 241

σθέτει καὶ τὴν ἀνθρωπότητα διαλεκτικά-αὐτοκριτικά. «(…)

τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τουτέστι Χριστὸν ἐκ νε -

κρῶν ἀναγαγεῖν;»23.

Ἡ Σάρκωση εἶναι γεγονὸς ποὺ ἐντάσσεται ὀργανικὰ στὴν

περὶ ὑπόστασης ἔννοια τοῦ Υἱοῦ καὶ Δημιουργοῦ, ἡ ὁποία ἤδη

θεωρεῖται ὡς δημιουργὸς24 καὶ ὑποστάτης τῆς ἐκζήτησης

πρὸς αὐτὸν καὶ τῆς ἔλλειψής του στὰ ὄντα ποὺ κινοῦνται ἀπ’

αὐτὴν τὴν ἔλλειψη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι δημιουργοῦνται. Ἡ

ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μεταφυσικὴ ὑπόθεση ποὺ ἀ -

φορᾶ τὴν θεοδικιακὴ δικαιολόγηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀνθρώπι-

νη. Τὸ παράδειγμα τῆς Χριστολογίας δὲν εἶναι μεταφυσικό-

θεῖο, ἀλλὰ ἱστορικὸ καὶ βαθειὰ ἀνθρώπινο. Τὸ παράδειγμα τοῦ

«μορφὴν δούλου λαβόντος» Χριστοῦ25 εἶναι τὸ παράδειγμα

καὶ ἡ ζωὴ τοῦ θνητοῦ, ἱστορικοῦ, πραγματικοῦ ἀνθρώπου. Ἡ

ἀντίθετη ἀντίληψη, ποὺ θεωρεῖ τὴν Χριστολογία σὲ ἕνα ἀπο-

κλειστικὰ θεῖο παίγνιο πρεσβεύει ἕνα θεῖο ἀφηρημένο Ρεα-

λισμὸ ποὺ δὲν ἀφορᾶ οὔτε κὰν τὸν Θεὸ ποὺ θέλει ἔστω νὰ ἀλη-

θεύει ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ἡ ἐνανθρώπηση εἶναι ἡ σὲ συγκεκριμένο

ἱστορικὸ χρόνο σὲ μιὰ συγκεκριμένη φύση συγκεφαλαιωτικὴ

παράσταση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος26. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἶναι τὸ

242 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

23. Κεφάλαια Σ΄, P.G. 90, 1141Β. Ἴδε καὶ Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διο-

νυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1157C.

24. Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, P.G. 4, 353Β καὶ Πρὸς Θαλάσ-

σιον περὶ διαφόρων ἀπόρων, P.G. 90, 608Β.

25. Ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα μὲ τὰ ὁποῖα ἀπερρίφθη ἡ παροῦσα ἐργα-

σία ὡς διατριβὴ στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Ἁθηνῶν ἦταν, ὅτι τὸ παράδειγμα τοῦ

Χριστοῦ, ἡ θεολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογικὴ σημασία τῆς σχέσης ἀνθρωπότη-

τας καὶ θεότητας στὸν Χριστὸ δὲν ἔχει καμιὰ ἀναλογία καὶ σημασία περαι-

τέρω ὅσον ἀφορᾶ τὴν σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἐπειδὴ εἶναι παράδειγμα ποὺ

ἀφοροῦσε ἀποκλειστικὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ! Cur deus homo?

26. Ὁ Χ. Σωτηρόπουλος, «Μυσταγωγία», ὅ.ἀ., σ.126 ὑποσ. 4, μιλᾶ γιὰ

«τριπλὴ» κατὰ κάποιο τρόπο Σάρκωση στὸν Μάξιμο μετὰ τὸν Ὠριγένη. Σάρ-

κωση στὸν κόσμο, στοὺς λόγους τῆς Γραφῆς καὶ τὰ Εὐαγγέλια καὶ στὴν

ἀνθρώπινη σάρκα ἐκ τῆς Θεοτόκου. Ὁμοίως καὶ ὁ Η. Ρεράκης, «Ὁ λόγος

τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή»,

πέρας χρόνων καὶ αἰώνων27, φανέρωση τοῦ ἐνδότατου πυθμέ-

να τῆς θείας ἀγαθότητος28. Θεοφάνεια, ἀλήθευση τοῦ Θεοῦ

ὡς Θεοῦ εἶναι ὄχι ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τοῦ ὑ -

ποκειμένου του παρὰ ἡ διαυγῶς ἐκπηγάζουσα ἀλήθειά του ἐ -

κεῖ ὅπου αὐτὴ ἐρωτᾶται καὶ ἐλλείπει. Ὁ Χριστὸς κατέρχεται,

κενοῦται πρὸς τὸν θάνατο καὶ τὴν ἔλλειψη τῆς ἀλήθειάς του

ἤδη μὲ τὴν σύλληψη στὴν Θεοτόκο καὶ ἀληθεύει ἀπὸ ἐκεῖ.

«Χριστὸς Κύριος συνελήφθη ἐν ταῖς διαφθοραῖς ἡμῶν (…)

Οὗτός ἐστιν ἡ δικαία ἀνατολὴ τῆς ἡμῶν ἐκ τῆς ἁμαρτίας δια-

σπορᾶς (…) Καὶ ἰδοὺ ἀνήρ, Ἁνατολὴ ὄνομα αὐτῷ καὶ ὑποκά-

τωθεν αὐτοῦ ἀνατελεῖ, καὶ Ἥλιος δικαιοσύνης (…)»29. «ὁ

αὐτὸς γὰρ καὶ σκώληξ ἐστι καὶ ἥλιος δικαιοσύνης (…) ἐκ

νεκρῶν ἀνατείλας»30. «ὁ δὲ Δαυῒδ σκώληκα αὐτὸν λέγει.

Ἐγώ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ἐκ προσώπου τοῦ Κυρί-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 243

ΕΕΘΣΠΘ, Θεσσαλονίκη, 1995, ἀνάτυπο, 118, μιλᾶ γιὰ Σάρκωση στὰ ὄντα,

στὶς ἀρετὲς τοῦ ἀνθρώπου, στὶς Γραφὲς κατὰ τὸν Μάξιμο. Σχετικὴ ἡ ἔννοια

τοῦ μικρόκοσμου. Σὲ ἀναφορὰ πρὸς τὸν U. v. Baltasar, Kosmische Liturgie,

ὅ.ἀ., καὶ ἄλλους. Ἡ ἔννοια τοῦ μικρόκοσμου ὡς νεοπλατωνικὸ μοτίβο συ-

ναντᾶται φυσικὰ καὶ στὴν δυτικὴ μεταφυσικὴ π.χ. στὸν Nikolaus Cusanus

ὅπου ὁ Χριστὸς εἶναι μικρόκοσμος τοῦ ὅλου, Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Στὴν δια-

λεκτικὴ ἐξόδου καὶ ἐπιστροφικῆς εἰσόδου στὸ Θεὸ τὰ ὄντα ὑπάρχουν διὰ τῆς

Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ στὸ Θεὸ μετὰ τὴν ὅλη οἰκονομικὴ πορεία αὐτοῦ καὶ

ὄχι μόνο ὡς λόγοι προαιωνίως ἐντός του. «(…) et omnia ut in verbo, et omnis

creatura in ipsa humanitate summa et perfectissima universaliter omnia crea-

bilia complicanti, ut sit omnis plenitudo ipsum inhabitans⁺». De docta ignoran-

tia III, Capitulum IV, 204. Ἔκδοση Meiner, Hamburg, 1977, σ. 28, 25-28

καθὼς καὶ σ. 198, 4. Σὲ ἀναφορὰ πρὸς τὸ ἔργο «Εὐχαριστιακὴ ὀντολογία»

τοῦ π. Ν. Λουδοβίκου θὰ λέγαμε ὅτι ἡ κοσμικὴ ἀκόμη καὶ εὐχαριστιακὴ

ὀντολογία καὶ λειτουργία δὲν εἶναι ἀποῦσα στὴ δύση, π.χ. ἐμφαντικότατα σ’

αὐτὸ τὸ ἔργο. Μὲ τὴν οἰκονομικὴ διαλεκτικὴ ἀποφεύγονται οἱ ἐνδιάμεσες ἰδέ-

ες. Σχετικὰ ἴδε Χ.Σωτηρόπουλος, ὅ.ἀ., 122. Ὅπως καὶ π. Ν. Λουδοβίκος,

ὅ.ἀ., 142 κ.ἑ., 215.

27. Πρὸς Θαλάσσιον, ὅ.ἀ., P.G. 90, 609A.

28. Ὅ.ἀ., P.G. 90, 621Β.

29. Ὅ.ἀ., P.G. 90, 517ΒC.

30. Ὅ.ἀ., P.G. 90, 713C.

ου ἢ σκώληκι αὐτὸν παρείκασεν, ὡς μὴ ἀπὸ σπέρματος γεν-

νηθέντα, ὡς ἡμεῖς, ἀλλὰ σπέρματος χωρίς, ὡς οἱ σκώληκες,

οἵτινες οὐκ ἀπὸ σπέρματος τίκτονται, ἀλλ’ ἀπὸ γῆς ἢ ἀπὸ σή-

ψεως»31. Ὁ Χριστὸς κενοῦται καὶ γίνεται κατάρα καὶ ἁμαρ-

τία32 δὲν ἐνανθρωπίζεται ἁπλῶς, δὲν προσλαμβάνει διαλεκτι -

κὰ τὴν ἑτερότητα, ἀλλὰ κατέρχεται στὸν θάνατό της ὡς ἔλ -

λειψη τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὸν καὶ ἀπ’ αὐτὸν τὸν

χῶρο ἐκπηγάζει καὶ παριστάνεται ἡ ἀλήθειά του διαυγῶς,

πρὸς τὴν ὁποία προσφέρεται ἡ ὑπόστασή του ὄχι ὡς περιεκτικὸ

ἀναιρετικὸ διαλεκτικό-αὐτοκριτικὸ ἀποδεδειγμένο ὑποκείμε-

νο ἀλλὰ ὡς «ὑποστάτης» τῆς διαυγοῦς ἐξωοντολογικῆς καὶ

ἐλλείπουσας ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. «Ἐπειδή φησιν, ὡς πρὸς τὴν

ἄκρατόν τε καὶ ἄκραν θεολογίαν δεύτερός ἐστιν ὁ τῆς σαρκώ-

σεως λόγος ἡ μὲν γὰρ τοῦ περὶ τὴν οὐσίαν ἄκρου καθέστηκε

λόγου, ὁ δὲ τῆς κατὰ τὴν πρόνοιαν ἀκροτάτης ἐνεργείας ὑ -

πάρχει συνεκτικός, ὑποκάτωθεν ἀνατολὴ προσηγορεύθη τῷ

Πνεύματι. Ἐν γὰρ τῷ λόγῳ τῆς θείας σαρκώσεως ἡ τῶν αἰ -

ώνων τε καὶ τῶν ἐν αἰώνι περιέχεται γένεσις καὶ ἡ πρὸς ἀορι-

στίαν τῆς ὑπὲρ αἰῶνας κατὰ χάριν ζωῆς τῶν ὄντων παράτα-

σις»33. Ὁ Χριστὸς ὑπάρχει ἔτσι ὡς ἀλήθεια καὶ ὄχι ρεαλιστικὴ

ὑπόσταση ποὺ ἐπαληθεύεται καὶ ἀποδεικνύεται διαλεκτικά-

αὐτοκριτικά, εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ἀθλητῶν34, ἢ «πρωτότοκος

τῶν νεκρῶν». Πρόκειται γιὰ καταπληκτικὲς διατυπώσεις ποὺ

παρουσιάζουν μιὰ σημασία τῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας, ἡ ὁποία

ἔρχεται σὲ κατ’ εὐθείαν ἀντίθεση ἔναντι τῆς συνήθους ἐλλει-

πτικῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξης καὶ ἔννοιας τῆς

ἀλήθειας ποὺ ξεκινᾶ πρὶν ἀπὸ τὸν Πλάτωνα, συνεχίζει σὲ αὐ -

τὸν καὶ ἀποπερατώνεται στοὺς Χέγκελ, Στίρνερ καὶ Νίτσε.

Μπορεῖ νὰ συναντήσει κάποιος τέτοιες ἐκφράσεις καὶ σημα-

244 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

31. Σχόλια εἰς τὸ περὶ οὐρανίας Ἱεραρχίας, P.G. 4, 48Α.

32. Πρὸς Θαλάσσιον, ὅ.ἀ., P.G. 90, 409Β.

33. Πρὸς Θαλάσσιον, ὅ.ἀ., P.G. 90, 532ΑΒ, καὶ 713C.

34. Σχόλια εἰς τὸ περὶ ἐκκλ. Ἱεραρχίας, P.G. 4, 132Β.

σίες στὴν ὀντολογία καὶ στὴ θεολογία ποὺ θέλει νὰ «κομίζει

γλαῦκαν» σὲ αὐτή;

Στὸ ἔργο του «Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῶν ἁγίων Διονυσί-

ου καὶ Γρηγορίου» ἀσχολεῖται ὁ Μάξιμος μὲ τὸν Θεὸ ὡς ἑνό-

τητα καὶ πέρας τῶν πάντων σὲ μιὰ θεματικὴ κεντρικὴ τοῦ

παρμενιδισμοῦ καὶ τοῦ νεοπλατωνισμοῦ. Ὅπως καὶ ἀλλοῦ35

ἔτσι καὶ ἐδῶ διαπιστώνει, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀρχικὴ στατικὴ ἢ

διαλεκτικὴ ἑνότητα, δηλαδὴ ἀποδεικτικὴ διαλεκτικὴ ἐπιστρο -

φὴ σὲ αὐτήν, ὅπως θεωροῦν οἱ ἕλληνες φιλόσοφοι, παρὰ ὁ Θεὸς

ὡς ἑνὰς καὶ μονὰς συνάγεται ὡς τέλος. Ὁ ἄνθρωπος36 βρί-

σκεται στὴν τελευταία διαίρεση ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ὑπάρχουν

ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω, στὶς ὁποῖες αὐτὴ ἡ διάκριση καὶ δια-

φορὰ ἀποτελεῖ ἀπουσία, τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ὡς ἐνεργουμέ-

νης ἑνότητας καὶ ἑνοποίησης. Δὲν ὑπάρχει ἕνας λόγος διαλε-

κτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεικτικὸς ποὺ νὰ δικαιολογεῖ αὐτὲς τὶς

διαφορὲς ὅπως στὸν Πλωτίνο καὶ στὸ Hegel. «Τὴν γὰρ φυσι -

κῶς ἀλλήλων ταῦτα διαιροῦσαν, μηδέποτε δεχομένην εἰς μίαν

οὐσίαν ἕνωσιν, ὡς τὸν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν μὴ δυναμένην ἐπιδέ-

ξασθαι λόγον εἴασαν ἄρρητον»37. Μιὰ διαλεκτικὰ ἀποδεικτικὴ

ἑνοποίηση ἀπουσιάζει καὶ ἀναζητεῖται ἐντὸς τῆς διαφορᾶς καὶ

ἐκ τῆς διαφορᾶς. Εἶναι παράσταση τῆς ἀλήθειας ἐκεῖ ποὺ ἐλ -

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 245

35. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1069Β,

1069D, 1077Β. Κεφάλαια Θεολογίας καὶ περὶ τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας,

P.G. 90, 1128C καὶ 1133D: «καὶ ἐν ἡμῖν οἰκῆσαι τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος,

τὸ ἐκ διαφόρων συνεστηκὸς πνευματικῶν θεωρημάτων». Κεφάλαια περὶ

ἀγάπης, P.G. 90, 1025Β.

36. Ἐνῶ ὁ Μάξιμος καὶ ἡ χαλκηδόνεια Χριστολογία του προσφέρουν μία

ἄλλη ἄποψη περὶ φύσης, οὐσίας, ὑπόστασης καὶ προσώπου ἡ ρωσικὴ περσο-

ναλιστικὴ θεολογία ἱστορικὰ ἐπηρεάζεται ἀπὸ μεταεγελειανὲς ἀπόψεις περὶ

ὑποκειμένου δηλαδὴ ὑπόστασης καὶ ὕπαρξης τῆς οὐσίας. Τὴν μεταεγελει-

ανὴ ὑπαρξιστικὴ προοπτικὴ παρουσιάζουν οἱ K. Löwith, Von Hegel zu Nietz -

sche, Stuttgart, 1950, καὶ ὁ E. v. Hagen, Abstraktion und Konkretion bei He-

gel und Kierkegaard, Bonn, 1969. Τί συνδέει τὸν Kierkgaard μὲ τὴν χαλκη-

δόνεια θεολογία;

37. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1305Α.

λείπει καὶ ὄχι προϋπόθεση, διαλεκτικὴ κίνηση, ἢ ex post δι-

καιολόγηση μιᾶς ὑπόστασης. Γιαυτὸ ἀρχίζει καὶ προχωρεῖ ὡς

ἀληθευτικὴ συνθετικὴ ἐκθέωση38 ἀπὸ κάτω39 πρὸς τὰ πάνω,

ἀπὸ τὴν ἄμεση διαφορὰ καὶ ἔλλειψη τῆς ἀλήθειας πρὸς τὰ

ἀπώτερα.

Ἡ ὑποτιθέμενη ἀρχὴ καὶ τὸ ὑποκείμενο ποὺ θὰ ἐπαληθευό-

ταν καὶ θὰ ἀποδεικνυόταν κατὰ τὴν συνήθη ἐλλειπτικὴ ἔννοια

τῆς ἀλήθειας διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ παριστάνεται πλέον

μόνο ὡς ἀλήθεια καὶ τελευταῖος διαυγὴς ὁρίζοντας ποὺ ἐκπη-

γάζει ἀπὸ τὸν χῶρο ἐρώτησης, ἀπώλειας καὶ ἐκζήτησης τῆς

ἰσχύος της. «Εἴτε οὖν Χριστὸς εἶποί τις, εἴτε μυστήριον τοῦ

Χριστοῦ, τούτου τὴν πρόγνωσιν μόνη κατ’ οὐσίαν ἔχει ἡ ἁγία

Τριάς, Πατὴρ καὶ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα. (…) Προεγνώσθη

οὖν ὁ Χριστός, οὐχ ὅπερ ἦν κατὰ φύσιν δι’ ἑαυτόν, ἀλλ’ ὅπερ

ἐφάνη κατ’ οἰκονομίαν δι’ ἡμᾶς γενόμενος ὕστερον»40. Ἐνῶ ὁ

Hegel ὁδηγεῖ τὴν διαλεκτική του πρὸς τὴν Λογικὴ δηλαδὴ

πρὸς τὸ «Βασίλειο τῶν σκιῶν» (Reich der Schatten), τὶς ὁ -

ποῖες ἀφήνει πίσω του στὸ ἱστορικὸ διάβα του ἡ ἀπόλυτη πο-

ρεία ἀπόδειξης, ἡ ὁποία στὴν Φιλοσοφία του τῆς Ἱστορίας, ὅ -

πως καὶ στὸν Πλωτίνο, κατακυρώνει καὶ δικαιολογεῖ τὴν ἐ -

246 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

38. Ὁ π. Δ. Στανιλοάε ἀναφέρεται στὴν μυστικὴ ἐνύπαρξη τοῦ ἀνθρώπου

πλέον στὸν «μυστικὸ κόλπο τοῦ Θεοῦ» πέρα ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἀγαθό,

τὴν ἀνύψωση στὴν «ἐσωτερικότητα τοῦ Θεοῦ», «Μυσταγωγία», «Ἐπὶ τὰς

πηγάς», τόμ. 1, Ἁθῆναι, 1973, σ. 155. Ἡ ἄμεση δηλαδὴ διαμεσολαβημένη

ἐνύπαρξη ἐντὸς τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρεῖ τὴν ὅλη πορεία, ἀντίθετα αὐτὸ

τὸ τέλος πρέπει νὰ παριστάνεται καὶ νὰ ἀληθεύει ἐξ αὐτῆς τῆς πορείας. Ἁλ -

λιῶς ἔχουμε μία παρμενιδικὴ καὶ πλωτινικὴ θεοδικιακὴ ρεαλιστικὴ διαλε-

κτικὴ ποὺ διαμεσολαβεῖ τὰ πάντα ἐντὸς τῆς ὀντοποιημένης ἀρνητικότητας

τοῦ θείου ἀποδεδειγμένου ὑποκειμένου ὅλων, ἀφαιρώντας κάθε ἀλήθεια τοῦ

ἰδίου καὶ τοῦ ἄλλου. Ὅπως εἴδαμε καὶ θὰ δοῦμε ἡ νεοπλατωνικὴ ἐξύψωση τοῦ

Θεοῦ πάνω ἀπὸ κάθε ἰδέα ἀλήθειας, ἀγαθότητας καὶ θεότητας δὲν σημαίνει

στὸν Μάξιμο μία ἰδιότροπη ἀποδεδειγμένη ὑπόσταση, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν

Παρμενίδη μέχρι τὸ Nietzsche, ἀλλὰ τὸν ἀγαθὸ ὑπερρεαλιστικὸ ὑποστάτη

τῆς ἐξωοντολογικὰ ἐκπηγάζουσας ἀλήθειάς του.

39. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1305A.

40. Πρὸς Θαλάσσιον περὶ ἀποριῶν, P.G. 90, 624CD.

ξουσία του ὡς τραγικὴ θεληματικὴ θεμελίωση κάθε παρον-

τικῆς στιγμῆς, στὸν Μάξιμο ἀντίθετα ἡ θεία ὑπόσταση εἶναι

ὁ ὑποστάτης τῆς ζωντανῆς, διαυγοῦς καὶ ἐκπηγάζουσας πα-

ράστασης τῆς ἀλήθειάς του ἐκ τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας,

στὴν ὁποία ἐλλείπει, ἔτσι ὥστε νὰ συντελεστεῖ κάτωθεν ἡ βα-

σιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ στὸν Hegel ἡ ἱστορία εἶναι παράσταση

(Darstellung) τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἐπιβεβαίωση, χῶρος ἐξάσκη-

σης τῆς ἐξουσίας του (Manifestation), ὁποιαδήποτε μορφὴ καὶ

ἐξέλιξη καὶ ἂν λάβει, στὸν Μάξιμο τίθεται σὲ ἐρώτηση ὡς

ἐλλείπουσα ἀλήθεια41. Δὲν ἔχουμε ἕνα παρμενίδειο, ἡρακλεί-

τειο, καὶ σὲ κάποια ἄποψη χαϊντεγγεριανὸ παίγνιο, τὸ ὁποῖο

διαλεκτικὰ ἐννοιοδοτεῖται ἀπὸ τὸ ἀπόλυτο ὡς αὐτεννοιοδότη-

ση-θεοδικία τοῦ παντὸς ποὺ ἀναιρεῖται σὲ αὐτὸ ὡς μίαν αἰ -

σθητικοῦ τύπου ἀρνητική-ἀφαιρετικὴ διαμεσολάβηση ὅλων,

ὅ,τι κι ἂν αὐτὸ εἶναι, παρὰ τίθεται σὲ ἐρώτηση ὡς πρὸς τὴν

ἀλήθειά του καὶ μόνο ἐξ αὐτῆς παριστάνεται.

§19. Ἡ «ἐκ δύο φύσεων» καὶ «ἐν δύο φύσεσιν» παράσταση τῆς

ἀλήθειας τῆς ὑπόστασης. Ἡ ὑπόσταση δὲν εἶναι διαλε-

κτικά-αὐτοκριτικὰ ἀναιρετικὸ καὶ περιέχον ὑποκείμενο

τῆς φύσης.

Ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ μόνο ἐκεῖ ποὺ ἐρωτᾶται καὶ ἐλλείπει

εἶναι ἀλήθεια ἐκπηγάζουσα καὶ διαυγής, πρωτογενὴς καὶ

ζῶ σα παράσταση, διαύγεια τοῦ κινήτρου καὶ κριτηρίου, ἐκπή-

γαση τῆς ἀλήθειας ποὺ ἀποτελεῖ πλήρη διαφοροποίηση ἀπὸ

τὴν ὀντοποιημένη ἰδιότροπη ἰσχὺ ἑνὸς διαλεκτικά-αὐτοκρι-

τικὰ ἀποδεδειγμένου ὑποκειμένου κατὰ τὴν συνήθη ἐλλειπτι -

κὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας. Μποροῦμε νὰ παραθέσουμε ἐδῶ μιὰ

σειρὰ ἀπὸ χωρία ποὺ συμβάλλουν ἰδιαίτερα καὶ ἐπαγωγικότε-

ρα ἀπὸ τὴν ἐννοιολογικὴ διερεύνηση καὶ ἀνάλυση στὴν κατα-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 247

41. Ὅ.ἀ., P.G. 90, 373ΒC.

νόηση τῆς διαφορετικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ποὺ προσφέρει ὁ

Μάξιμος μὲ τὴν βιβλικὴ καὶ χαλκηδόνια θεολογία του γιὰ τὴν

σχέση φύσης καὶ προσώπου. «Δύο γὰρ φύσεων πρὸς ὑπόστα-

σιν, ἀλλ’ οὐ πρὸς φύσιν μίαν γέγονε σύνοδος, ἵνα καὶ τὸ καθ’

ὑπόστασιν ἓν ἐκ τῶν ἀλλήλαις συνδραμουσῶν φύσεων δειχθῇ

κατὰ τὴν ἕνωσιν ἀποτελούμενον καὶ τὸ διάφορον τῶν συνελ-

θόντων πρὸς τὴν ἀδιάσπαστον ἕνωσιν κατὰ τὴν φυσικὴν ἰδιό-

τητα πιστευθῇ πάσης ἐκτὸς μένον τροπῆς καὶ συγχύσεως»42.

«Οὐ κατὰ Θεὸν τὰ θεῖα δράσας, ὅτι μὴ γυμνὸς ὑπῆρχε Θεός,

ἀλλὰ δρασας μὲν φύσει τὰ θεῖα Θεὸς γὰρ ἦν κατὰ φύσιν, διὰ

σαρκὸς δὲ τῆς αὐτῷ καθ’ ὑπόστασιν ἡνωμένης»43, «>οὔτε

κατὰ Θεὸν τὰ θεῖα δράσαντα<· διὰ σαρκὸς γάρ, (…)»44, «(…)

καὶ δι’ ἀμφοτέρων πιστούμενος τὴν ἐξ ὧν, ἐν οἷς τε καὶ ἅπερ

ὑπῆρχεν ἀλήθειαν, (…)»45 «(…) ἀνακαλουμένη πρὸς ἑαυτὴν

καὶ ἀνατιθεῖσα τὴν ἀνθρωπίνην ἐσχατιάν, ἐξ ἧς ἀρρήτως ὁ

ἁπλοῦς Ἰησοῦς συνετέθη (…)»46. Δὲν ἔχουμε ὅμως σύνθετη

φύση ἀλλὰ σύνθετη ὑπόσταση ποὺ παριστάνεται καὶ ἐνερ-

γεῖται ἐκ δύο φύσεων. «Λέγομεν δὲ ἐκ δύο φύσεων τὴν ἕνωσιν

γεγενῆσθαι, μίαν δὲ τὴν ἐξ αὐτῶν ὑπόστασιν ἀποτετελέσθαι

τοῦ Χριστοῦ σύνθετον, (…)»47. «(…) τὴν τῶν ἐμφύτων ἐνερ-

γειῶν ἀδιάσπαστον ἕνωσιν, καὶ τὸ ἐξ αὐτῶν ἀποτέλεσμα, τὸ

ἔργον φημὶ καὶ τὴν πρᾶξιν (…)»48. Τὸ «ἐκ» δύο φύσεων δὲν δη-

λώνει ἁπλῶς τὶς οὐσίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὡσὰν ἀπὸ ὑλικὸ συνε-

τελέστηκε ἡ ὑπόσταση καὶ οἱ ὁποῖες στὴν συνέχεια περιέχον-

ται παθητικὰ ἐντὸς τῆς ὑπόστασης ὡς ὑποκειμένου, ὡς στιγ -

248 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

42. Πρὸς Θαλάσσιον περὶ ἀποριῶν, P.G. 90, 648C.

43. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 100C.

44. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 120Α.

45. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1060ΒC.

46. Ἐπιστολὴ πρὸς Πέτρον Ἰλλούστριον, P.G. 91, 529C.

47. Ἐπιστολὴ πρὸς Ἰωάννην Κουβικουλάριον, P.G. 91, 492D-493A.

48. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 229C καd 232D: «Μία

τῇ κοινωνίᾳ τῆς ἑνώσεως καὶ τοῦ συμπεράσματος, ὅπερ ἔργον καὶ πρᾶξιν ἀ -

νωτέρω διώρισε, μήτε τοῖς φυρεῖν ἐθέλουσιν, μήτε μὴν τοῖς χωρίζειν παρείσ-

δυσιν τὴν οἱανοῦν δεδωκώς».

μὲς καὶ ἀρνημένο καὶ καταναλωθὲν Εἶναι, ταυτισθὲν καὶ

ἀναιρεθὲν πλέον ἐντὸς τῆς ὑπόστασης ὡς διαλεκτικὰ ἀποδε-

δειγμένης ἔννοιας, παρὰ ἀποτελοῦν τὸν χῶρο στὸν ὁποῖο ἡ

ὑπόσταση ἀληθεύει, ἐκπηγάζει καὶ παριστάνεται ὡς διαυγὴς

καὶ ζῶσα ἀλήθεια. Τὸ «ἐκ» δηλώνει σαφῶς τὸ «ἐξ οὗ», τὸ πε-

ριεχόμενο, τὸ τί, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖται κάτι, δηλώνει ὅμως

τὸν χῶρο καὶ τὴν πηγὴ ἀλήθευσης τῆς ὑπόστασης ἡ ὁποία δὲν

εἶναι πλωτινικὴ ἢ ἑγελειανὴ ἀλλὰ χαλκηδόνεια καὶ μαξιμια-

νή. Ἡ ὑπόσταση δὲν εἶναι ὑποκείμενο καὶ ὑποστατικὴ ἰδιοτρο-

πία ἀλλὰ ἀλήθεια ἀπὸ τὸν χῶρο ποὺ ἐρωτᾶται νὰ ἰσχύσει. Ἡ

ὑπόσταση δὲν εἶναι ὑποκείμενο ἢ ἄτομο εἴδους, τὸ ὁποῖο (ὡς

ἐνέργεια, actus purus) ἔχει ἀναιρέσει πλέον ἐντός του καὶ ἔτσι

ἔχει ἀποδείξει αὐτὴ τὴν οὐσιακὴ ἢ εἰδολογικὴ περιουσία του,

τὴν ἔχει ἀναλώσει ὡς ἀποδεδειγμένο διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ

ὑποκείμενό της, παρὰ σύνθετη ὑπόσταση, ὑπόσταση ὡς πα-

ράσταση καὶ ἀλήθεια τῶν καὶ ἐκ τῶν οὐσιῶν της καὶ δὴ τῶν

θελήσεων καὶ ἐνεργειῶν αὐτῶν. Ἡ ἐνέργεια εἶναι «εἰδοποι-

ός»49, εἶναι δηλαδὴ αὐτὴ ποὺ ὡς τελευταῖος ἐξωοντολογικὸς

διαυγὴς ὁρίζοντας ἀλήθειας εἰδοποιεῖ, παριστάνει καὶ οὐσιο-

ποιεῖ τὸ Εἶναι. Μάλιστα ἂν ἀναιρεθεῖ ἡ ἐνέργεια καὶ φύσικη

θέληση τῆς φύσης ὄχι ἁπλὰ ἡ γνωμικὴ θέληση- ἀναιρεῖται

καὶ ἡ ἴδια ἡ φύση καὶ τὸ ὑποκείμενο50. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἄπο-

ψη, ποὺ ἀφ’ ἑνὸς διαπιστώνει τὴν οὐσία τοῦ δυτικοῦ αὐτομη-

δενισμοῦ τοῦ ὑποκειμένου κατὰ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς

ἀλήθειας ἀπὸ τὸν Πλάτωνα ὣς τὸν Χέγκελ, Στίρνερ καὶ Νί-

τσε, ὅπως κάνουν οἱ Horkheimer-Adorno στὴν «Διαλεκτικὴ

τοῦ Διαφωτισμοῦ» καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἀντιδιαστέλλεται ἐμφαν-

τικὰ καὶ παρέχει μίαν ἐντελῶς διαφορετικὴ θεώρηση περὶ φύ-

σης, προσώπου καὶ ἀλήθειας. Ἡ ὑπόσταση λοιπὸν δὲν ἀναιρεῖ

ἐκστατικὰ καὶ περιεκτικὰ τὶς φύσεις, ἀλλὰ ἐνεργεῖται καὶ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 249

49. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1048A.

Ἴδε καὶ Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ οἰκονομικὰ καὶ περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας,

P.G. 90, 1180Β.

50. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, ὅ.ἀ., P.G. 91, 201ΑΒ.

ἀληθεύει ἐξ αὐτῶν. Καὶ οἱ φύσεις δὲν κατηγοροῦνται στὴν

ὑπόσταση ὡς ὑποκείμενο αὐτῶν, ἀλλὰ ἀποτελοῦν τὸν χῶρο

πρωτογενοῦς, διαυγοῦς καὶ ζώσας ἀλήθευσης καὶ παράστα-

σης τῆς ὑπόστασης. «(…) καὶ ἄλλο καὶ ἄλλο τὰ ἐξ ὧν ἐστι,

διὰ τῆς κατ’ ἄλλο καὶ ἄλλο φυσικῆς ἐνεργείας πραγματικῶς

παριστᾶ, δι’ οὗ, τοῦ πρὸς αὐτό, φημὶ δὲ τὸ ἄτομον, ἀποσκο-

ποῦντος, καὶ τὰς φύσεις ἑκόντι παρατρέχοντος, διὰ τὸ τὰς φυ-

σικὰς ἀνελεῖν ἐνεργείας, τὴν καταδρομήν, οὐ μᾶλλον ἐν τού -

τῳ βαροῦσαν ἢ συνεργοῦσαν εὑρίσκομεν»51. Ἡ συνήθης δια-

λεκτικὴ μεταξὺ οὐσίας καὶ ὑπόστασης ἢ προσώπου εἶναι ἐγ -

κλωβισμένη στὴν ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς διαλεκτικῆς-αὐτο-

κριτικῆς ἀλήθειας τῆς δυτικῆς μεταφυσικῆς. Τὸ ἐρώτημα

πρέπει νὰ μετατεθεῖ στὸ ἐρώτημα τῆς ἐξωοντολογικῆς ἀλή-

θειας ὅπως π.χ. παριστάνεται στὴν περὶ ἐκ δύο φύσεων ἀλή-

θευση τοῦ προσώπου τοῦ Υἱοῦ Χριστολογία τοῦ Μαξίμου κατὰ

πρωτοφανῆ γιὰ τὴν ὀντολογία τρόπο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν

περιέχεται ἁπλῶς ἀπὸ τὴν ὑπόσταση ὡς ὑποκείμενο οὔτε

ταυτίζεται σὲ αὐτὴν ἀναιρούμενη. Γιαυτὸ ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ

ὅ,τι ἐνεργεῖ καὶ «ἀνθρωπικῶς» εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν ἀνθρώ-

πινη φύση πλέον καὶ κάθε του ὑποστατικὴ ἀλήθεια ἐνεργεῖται

καὶ ἀνθρωπικῶς. Στὴν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων δὲν ὑπάρχει

ἀλήθεια ὡς ὑποστατικὴ ἐννοιοδότηση, διαλεκτική-αὐτοκρι-

τικὴ ἀπόδειξη τῆς ὑπόστασης ἔναντι κάποιου ἄλλου μέρους

τῆς οὐσίας (Substanz κατὰ Hegel), παρὰ ἡ ἀλήθεια ἐκπηγά-

ζει διαυγῶς καὶ πρωτογενῶς, ἀληθεύει πανταχόθεν τῶν οὐ -

σιῶν. «ὅτι μὴ ἐκ τούτων μόνον, ἀλλὰ καὶ ταῦτα οὐδὲ ταῦτα

μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν τούτοις, ὡς ἐκ μερῶν ὅλον, καὶ ὅλον ἐν μέ-

ρεσι, καὶ διὰ τῶν μερῶν ὅλον ὄντα γινώσκοντες»52. Καὶ μετὰ

250 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

51. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 201C.

52. Ἐπιστολὴ πρὸς Ἰωάννη Κουβικουλάριον, P.G. 91, 501Α. Καί: Περὶ

διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1037Α, 1048C, 1053Α,

1189D: «Τὰ μέρη γὰρ ἐν τοῖς ὁλότησι, καὶ αἱ ὁλότητες ἐν τοῖς μέρεσι καί εἰσι

καὶ ὑφεστήκασι». Καί: Σχόλια εἰς τὸ περὶ ἐκκλ. Ἱεραρχίας, P.G. 4, 152Α,

Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, P.G. 4, 269C: «Ἐὰν δὲ μερισθῇ τὸ σπέρ-

τὴν Ἁνάληψη ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν

ἔχει ἐννοιολογηθεῖ ὡς στιγμὴ ἐντὸς τῆς ὑπόστασης τοῦ Λό-

γου ὡς νεκρὸ Εἶναι πλέον ὅπως στὸν Hegel, ἀλλὰ εἶναι ζων-

τανὴ καὶ ἐνεργεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου τοῦ Υἱοῦ. Οὔτε

εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο accessoire, λάφυρο κατὰ Hegel, συγ-

κατεχόμενη κατηγορία τοῦ κατηγορουμένου καὶ σὲ αὐτὴν ἐ -

παληθευομένου ὑποκειμένου, παρὰ ἐνεργεῖ, καὶ εἶναι χῶρος

ποὺ ἐκπηγάζει καὶ ἀληθεύει διαυγῶς καὶ πρωτογενῶς τὸ θεῖο

πρόσωπο καὶ δὴ ἐνδοτριαδικὰ ὡς ζωὴ καὶ ἀλήθεια καὶ ὄχι

ἐπαληθευομένη καὶ ἀποδεικνυόμενη διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ

ἔννοια ἢ ριζικότερα κενὴ τραγικὴ ἀποδεικτικὴ δύναμη.

Ἡ ὑπόσταση δὲν ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ποὺ εἰδο-ποιεῖ, μορφο-

ποιεῖ ὡς σκοτεινὴ καὶ τυφλὴ ὕλη τὴν οὐσία, παρὰ ἡ οὐσία πα-

ριστάνει μὲ τὴν ἐνέργειά της τὴν ὑπόσταση ὡς ἀλήθεια, πλη-

ρότητα καὶ ὕστατο ἐξωοντολογικὸ διαυγῆ ὁρίζοντα. Ἁλήθεια

δὲν εἶναι διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἰδιότροπη ἐννοιοδότηση καὶ

ἀπόδειξη, ἀλλὰ ἐκπήγαση ἐκεῖθεν ὅπου ἐρωτᾶται καὶ ὡς ἔλ -

λειψη στοιχειοθετεῖται καὶ συντίθεται διαυγῶς καὶ πρωτογε -

νῶς. «κατὰ πρόσληψιν γὰρ ἀφράστως ὁ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν

σάρκαν συνετέθη Λόγος ἀλλ’ οὐ κατὰ γένεσιν ἅμα τῇ σαρκὶ

πρὸς σύνθεσιν τὸ εἶναι λαβών, εἰς ὅλου τινὸς κατ’ εἶδος συμ-

πλήρωσιν, (…) καὶ τὴν διαφορὰν αὐτοῦ τοῦ προσλαβόντος

Λόγου, καὶ τῆς προσληφθείσης σαρκὸς ἀσύγχυτον διαφυλάτ-

τει καὶ μετὰ τὴν ἕνωσιν»53. Ὁ ὅρος πρόσληψις καὶ προσλαμ-

βάνω δὲν νοεῖται πλέον παρμενιδικά, πλωτινικὰ ἢ ἑγελειανὰ

ὡς assumtio.

Ἡ διαφορὰ τῶν δύο φύσεων παραμένει καὶ μετὰ τὴν ἕνωση

αὐτῶν, μετὰ τὴν παράσταση τῆς ὑπόστασης αὐτῶν ὡς ἀλή-

θειας ἐκ τοῦ τόπου ἐρώτησης καὶ ἔλλειψής της, ἡ ὁποία ἔτσι

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 251

μα εἰς διαφόρους κυστίδας τῆς μήτρας, ἕκαστον μέρος ὁλόκληρον ἔμβρυον

ἀποτελεῖ». Καί: Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 61Β, Κεφά-

λαια θεολογίας καὶ περὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, P.G. 90, 1181ΒC.

53. Ἐπιστολὴ πρὸς Πέτρον Ἰλλούστριον, P.G. 91, 529CD-530Α, καὶ Περὶ

διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1052ΒC.

εἶναι ζῶσα παράσταση, πληρότητα, διαυγὴς ἐξωοντολογικὸς

ὁρίζοντας ποὺ ἐκπηγάζει πανταχόθεν. Σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ δε-

δομένη ταυτότητα τῆς ὑπόστασης ἀλλὰ ἡ πρωτογενής, ἐκπη-

γάζουσα καὶ διαυγὴς ἀλήθειά της. Γιαυτὸ ἡ διαφορὰ καὶ ἡ

αἴσθηση ἔλλειψης τῆς ἐλλείπουσας ἀλήθειας σὲ αὐτὴν εἶναι

χῶρος ἐκπήγασης αὐτῆς τῆς ἀλήθειας χωρὶς νὰ αἴρεται καὶ

νὰ ἐξαφανίζεται σὲ ἕνα διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμέ-

νο ὑποστατικὸ ὑποκείμενο. Αὐτὸ εἶναι θὰ λέγαμε τὸ ριζικότε-

ρο «κριτήριο» ἀλήθειας. «Ἕως γὰρ ἂν τοῦ κατὰ σύνθεσιν ὅλου

τὰ μέρη σώζεται δίχα συγχύσεως ἐξ ὧν τὸ ὅλον συνέστηκεν,

ἡ πρὸς ἄλληλα φυσικὴ τῶν καθ’ ἕνωσιν σωζομένων τοῦ ὅλου

μερῶν οὐκ ἀγνοεῖται διαφορά»54. «Ὁμολογοῦμεν τοίνυν τὸν

Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐκ δύο μὲν Φύσεων, ὡς ἐκ θεό-

τητος καὶ ἀνθρωπότητος συγκείμενον, ἐν δύο δὲ φύσεσιν, ὡς

ἐν θεότητι καὶ ἀνθρωπότητι ὄντα γινώσκοντες»55, «καὶ οὐ

πρὸς ἀναίρεσιν τῶν ἐξ ὧν ἐστὶν ὁ Χριστὸς δύο φύσεων μετὰ

τὴν ἕνωσιν, ἢ μιᾶς αὐτῶν, καθὼς Ἁπολινάριος, Εὐτυχής τε

καὶ Σευῆρος, Σίμωνι μάγῳ, Οὐαλεντίνῳ τε καὶ Μάνεντι

(…)»56. Γιατί ὅμως, ἐνῶ ἔστω ἡ ἑνότητα καὶ ἀλήθεια παρι-

στάνεται καὶ ἀπὸ τὶς δύο οὐσίες, καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη, γιατί

δὲν ἀφήνει ὡς ἑνότητα πλέον πίσω της αὐτὰ τὰ μέρη διὰ παν -

τὸς ἀφικνούμενη σὲ μιὰ τελικὴ ἑνότητα καὶ ταυτότητα, ἡ

ὁποία ὡς τελικὴ κατάσταση πλέον δὲν θὰ χρειάζεται τὰ πρό-

τερα διαλεκτικὰ στάδια; Ὅμως ἀκριβῶς δὲν πρόκειται γιὰ

μιὰν ὀντολογικὴ κατάληξη, γιὰ μιὰ ὀντολογικὴ καὶ ὀντοποι-

ημένη κατάσταση καὶ ταυτότητα ὡς τελικὴ ἀπόδειξη. Δὲν

πρόκειται γιὰ μιὰ ἄφιξη σὲ μιὰ ταυτότητα καὶ ἔννοια ἢ διαλε-

κτική-αὐτοκριτικὴ ἀληθευτικὴ δύναμη ὡς ἰσχύουσα, μόνη

καὶ ἀναγκαία. Ἡ ἔλλειψη τῆς ἐλλείπουσας ἀλήθειας, ὁ χῶρος

ἐκπήγασης τῆς ἀλήθειας ὡς τελευταῖος διαυγὴς καὶ πρωτο-

252 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

54. Ἐπιστολὴ πρὸς Πέτρον Ἰλλούστριον, ΙΔ΄, P.G. 91, 536 ΒC

55. Ἐπιστολὴ πρὸς Ἰωάννην Κουβικουλάριον, P.G. 91, 500B.

56. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 501D.

γενὴς ἐξωοντολογικὸς ὁρίζοντας ἀποτελεῖ τὸν μόνο αὐθεντικὸ

καὶ ἀναγκαῖο χῶρο, τὴν πιὸ καθαρὴ καὶ διαυγῆ «ὀντο-λογι -

κὰ» ἀπροϋπόθετη «προϋπόθεση» καὶ «κριτήριο» τῆς ἀλήθειας

ποὺ μόνον ἔτσι εἶναι πανταχοῦ ἐκπηγάζων, φωτεινὸς καὶ δι-

αυγὴς ὁρίζοντας. Παραμένει ἑπομένως τὸ «ἐν δύο φύσεσιν»

καὶ μετὰ τὴν ἕνωση καὶ ἐνδοτριαδικὰ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ζωὴ

τοῦ προσώπου57 τοῦ Χριστοῦ.

Μποροῦμε νὰ θέσουμε τὸν ὅρο «Ὑπερρεαλισμός». Ἡ ὑπό-

σταση τοῦ Χριστοῦ, τὰ θεῖα πρόσωπα, τὸ θεῖο πρόσωπο δὲν

ἐκφράζει τὴν συγκεκριμένη ὑποστατικὴ ὀντοποιητικὴ ταυτό-

τητα ποὺ ἐπαληθεύεται καὶ ἀποδεικνύεται διαλεκτικά-αὐτο-

κριτικὰ ἐντὸς μιᾶς διαλεκτικῆς διαμεσολάβησης ἀρνητικοτή-

των, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὸν ἀγαθὸ ὑποστάτη τῆς ἐξωοντολογικὰ

ἐρωτώμενης καὶ διαυγῶς καὶ πρωτογενῶς ἐκπηγάζουσας ἀ -

λήθειας. Ἔτσι ὁ Θεὸς εἶναι κάτι πέρα ἀπὸ τὴν διαλεκτικά-

αὐ τοκριτικὰ ἀποδεικνυόμενη ὑποστατικὴ αὐτοαγαθότητα

καὶ αὐτοθεότητα. «ὅτι, εἰ τὸ ἐκ Θεοῦ δῶρον ἀρχὴ γίνεται τοῦ

θεοῦσθαι ἡμᾶς, δῆλον, ὅτι ὁ πάσης αἴτιος καὶ ἀρχὴ ὤν, μᾶλλον

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 253

57. Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν διαμάχη ἀνάμεσα σὲ μιὰ Χριστολογία ἄνωθεν

ἢ μία Χριστολογία κάτωθεν ὅπως συμβαίνει στὴν προτεσταντικὴ θεολογία.

Παραδείγματα μιᾶς τέτοιας Χριστολογίας κάτωθεν δηλαδὴ ἀφορμώμενη

ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, δίνουν οἱ E. Brunner, P. Althaus, Die

christliche Wahrheit, Gütersloh, 1958, W. Elert, Der christliche Glaube,

Hamburg, 1960, W. Pannenberg, Grundzüge der Christologie, Gütersloh,

1964, F. Gogarten, Die Verkündigung Jesu Christi, Heidelberg, 1948, G. Ebe-

ling, Was heißt: Ich glaube an Jesus Christus, Stuttgart, 1968. Αὐτὴ ἡ Χρι-

στολογία κάτωθεν ὁδηγεῖ στὴν ἱστορικότητα τοῦ Χριστοῦ ἐντὸς τῆς ἐκκλη-

σίας ἀπὸ τοὺς πρώτους χρόνους καὶ στὴ συνέχεια, ὅμως παραμένει ρεαλι-

στικὴ καὶ νομιναλιστικὴ ἱστοριστικὴ καθ’ ὑπέρβαση τῆς ὑπαρξιστικῆς Χρι-

στολογίας ἄνωθεν π.χ. τοῦ Barth, ἀναζητεῖ τὴν ὀντοποιημένη ἱστορικὴ

πραγματικότητα καὶ τὸ Γίγνεσθαι ἑνὸς ὑποκειμένου. Ἡ μαξιμιανὴ χαλκη-

δόνεια Χριστολογία εἶναι μὲν ἱστορική, ἀλλὰ ὄχι ὡς ἀναζήτηση ἑνὸς ὀντο-

ποιημένου ὑποκειμένου, παρὰ κατὰ τὴν προσφιλῆ θεολογικὴ ἔκφραση «ἐν

ἁγίῳ Πνεύματι», δηλαδή, παράσταση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀλή-

θειας καὶ ἐκπληρωτικοὺ ὁρίζοντα τῆς ἱστορίας καὶ ὄχι διαλεκτικῆς ὀντοποί-

ησης ἐντὸς αὐτῆς.

δὲ ὑπεράρχιος, οὕτω καὶ τὰ λεγομένης Θεότητος, ἢ ὡς θεαρ-

χίας ἐπέκεινά ἐστιν (…) ὅτι ἡ θεότης καὶ ἡ ἀγαθότης οὐκ αὐ -

τουσία ἐστὶ τοῦ Θεοῦ καὶ γὰρ καὶ τούτων ἐπέκεινα ὁ Θεός»58.

Δὲν πρόκειται ὅμως γιὰ παρμενιδική, νεοπλατωνικὴ ἢ ἑγελει-

ανὴ ἐκστατικὴ αὐτοκριτικὴ διαλεκτικὴ ἰδιοτροπία ἔναντι τοῦ

ἄλλου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς ὑποστάτης

τῆς ἐξωοντολογικά, πρωτογενῶς καὶ διαυγῶς ἐκπηγάζουσας

ἀλήθειας καὶ ἔτσι ὑπόσταση. Ἡ ὑπερβατικότητα αὐτὴ τοῦ

Θεοῦ δηλώνει τὴν ἀποφυγὴ μιᾶς διαλεκτικῆς ἀπόδειξης μιᾶς

ἀναιρετικῆς καὶ ἰδιότροπα καὶ ἀποκλειστικὰ περιεκτικῆς ὑπό-

στασης τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ τὸ ἐντελῶς ἀντί-

θετο τοῦ «ἐπέκεινα οὐσίας» ἑγελειανοῦ, στιρνεριανοῦ καὶ νι-

τσεϊκοῦ ὑποκειμένου καὶ τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθει-

ας. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ «ἐπέκεινα οὐσίας», ἀκόμη καὶ μιᾶς θείας

ἀποδεικνυομένης ὑπόστασης, «ἀγαθό», ὁ «ἀγαθὸς ὑποστά-

της» ποὺ παρέχεται ὑπερρεαλιστικὰ στὴν ἐξωοντολογικὰ ἐκ -

πηγάζουσα ἀλήθεια. Μιλώντας τριαδολογικὰ λέγει ὁ Μάξι-

μος «καὶ πάλιν ὁρισθεῖναι Τριάδα καὶ μέχρι Τριάδος στῆναι

τῆς μονάδος τὴν κίνησιν, εἴπερ μοναρχίαν πρεσβεύομεν οὐκ

ἀφιλότιμον, ὡς ἐνὶ προσώπῳ περιγεγραμμένην, ἢ πάλιν ἄτα-

κτον, ὡς εἰς ἄπειρον χεομένην, (…) ἵνα μὴ δῆμον θεότητος

εἰσαγάγωμεν, οὔτε ἐντὸς τούτων ὁριζομένης, ἵνα μὴ πενίαν

θεότητος κατακριθῶμεν»59. Τὸ τμῆμα στὸ τέλος «οὔτε ἐν -

τός… κατακριθῶμεν» δὲν εἶναι εὔκολα κατανοητό. Δὲν πε-

ριορίζεται ἡ θεότης στὰ τρία πρόσωπα; Ὑπάρχει καὶ ἐκτὸς

τῶν τριῶν προσώπων; Τὸ κάθε θεῖο πρόσωπο εἶναι ἀκριβῶς

γιὰ τὸ ἄλλο ὄχι ἕνα ἄτομο περιεκτικὸ καὶ ἀναιρετικὸ τοῦ ἰδίου

εἴδους ἀλλὰ ὑπερρεαλιστικὸς ὑποστάτης τῆς ἀλήθειας τῆς ἐ -

ξωοντολογικῆς, μὴ ἀποδεδειγμένης, μὴ ἀνηρημένης καὶ μὴ

ὀντοποιημένης θείας οὐσίας καὶ ζωῆς μεταξὺ τῶν θείων προ-

254 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

58. Σχόλια εἰς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Διονυσίου, Β΄ ἐπιστολή, ΕΠΕ, 15Δ,

412. Καὶ P.G. 4.

59. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1036AB.

σώπων. Ὁ Μάξιμος λέγει, ὅτι ἡ μονὰς εἶναι «οὐσία αὐθύπαρ-

κτος» καὶ «δύναμις αὐτοσθενὴς» καὶ ὄχι ἀφηρημένη οὐσία,

«ἐπινοίᾳ», ἀλλὰ δὲν λέει ὅτι εἶναι ὑπόσταση τέταρτη, «res»

ἐκτὸς τῶν τριῶν ὑποστάσεων. «οὐδ’ ὡς κοινόν τι καὶ γενικὸν

ἐπινοίᾳ μόνῃ θεωρητὸν τῶν ὑπ’ αὐτὸ μερικῶν, παρήλλακται

τῆς Τριάδος ἡ μονάς, οὐσία κυρίως αὐθύπαρκτος οὖσα, καὶ

δύναμις ὄντως αὐτοσθενής»60. Εἶναι ἑπομένως παρισταμένη

πραγματικότητα, οὔτε περιεχομένη καὶ ἀνηρημένη res ἢ «ἐ -

πινοίᾳ» οὐσία νομιναλιστικῶν ὑποκειμένων καὶ ὑποστάσεων,

οὔτε ρεαλιστικὴ res ὡς κάτι τέταρτο, παρὰ τὸ κάθε πρόσωπο

εἶναι ὑποστάτης τῆς ἀλήθειας καὶ παράστασης τῆς οὐσίας,

τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ὁμοουσίου μεταξὺ τῶν θείων προσώπων καὶ

ὄχι ἁπλὴ νομιναλιστική, ἀναιρετικὴ καὶ ἀποδεδειγμένη ὑπό-

σταση αὐτῆς ὡς ἐπινοία οὐσίας ἢ ὡς res. Αὐτὰ εἰπώνονται ὡς

ἀπόπειρα κατανόησης τοῦ «οὔτε ἐντὸς τούτων ὁριζομένης».

Ἡ προσπάθεια ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἑλληνικῆς διαλεκτικῆς γιὰ

μιὰ ὀντολογικὴ διαλεκτικὴ ἑνότητα, γιὰ ἕνα διαλεκτικά-αὐ -

τοκριτικὰ ἀποδεδειγμένο ὑποκείμενο κατὰ τὴν ἐλλειπτικὴ ἔν -

νοια τῆς ἀλήθειας, ὡς ὀντοποιημένη σύνθετη ἑνιαία μικτὴ φύ-

ση, ἁπλὴ ἢ διπλὴ ἀτομικὴ ὑπόσταση, μίξη καὶ σύνθεση θελή-

σεων καὶ ἐνεργειῶν, ἐξάλειψη μιᾶς φύσης, ὁδηγεῖται σὲ ἀδιέ-

ξοδο. Ἔτσι δὲν ὑπάρχει μιὰ ὑποστατικὴ ἐνέργεια τῆς ὑπόστα-

σης ὡς ἀναιροῦντος καὶ περιέχοντος ὑποκειμένου. «Εἰ δέ γε

πάλιν ὑποστατικήν, πρὸς τῇ καινῇ δόξῃ. Τίς γὰρ ὁ λέγων ὑπο-

στατικὴν ὑπάρχειν ἐνέργειαν; (…) Καὶ ἡ συγγενὴς δὲ καὶ δι’

ἀμφοῖν ἐπιδεδειγμένη, μία πάλιν ἐνέργεια κατὰ τὸν ἀοίδιμον

Κύριλλον, οὐκ ἐπ’ ἀναιρέσει τῆς τῶν κατὰ φύσιν ἐνεργειῶν

οὐσιώδους διαφορᾶς. Τῶν ἐξ ὧν καὶ ἐν αἷς ὑπάρχει ὁ εἷς καὶ

μόνος Χριστὸς ὁ Θεός. Ἁλλ’ ἐπὶ συστάσει τῆς ἄκρας τούτων

ἑνώσεως εἴρηται τῷ διδασκάλῳ»61. Εἶναι σαφέστατη ἡ ἀπό-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 255

60. Ἑρμηνεία εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, P. G. 90, 892D.

61. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 85BC καὶ γενικὰ 85B-

89A.

λυτη διαφοροποίηση ἀπὸ μιὰ διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδει-

κνυόμενη ἔννοια τῆς ἀλήθειας ὡς ἀναιρετικὸ καὶ ἐπαληθευό-

μενο ὑποκείμενο ἔναντι τῆς φύσης του. Ἁντίθετα ἡ ὑπόσταση

εἶναι ὑπερρεαλιστικὸς ὁρίζοντας, «ἀγαθὸς ὑποστάτης» τῆς ἐ -

ξωοντολογικῆς διαυγῶς καὶ πρωτογενῶς ἐκπηγάζουσας ἀ -

λήθειας καὶ ζωῆς τῆς φύσης. Ἡ ὑπόσταση δὲν ἐξατομικεύει

περιεκτικὰ καὶ ἀναιρετικὰ τὴν φύση ὡς ὑποκείμενό της, ὡς

ἐννοιοδοτικὴ ἰδέα, εἶδος αὐτῆς «(…) οὐ κατὰ γένεσιν ἅμα τῇ

σαρκὶ πρὸς σύνθεσιν τὸ εἶναι λαβών, εἰς ὅλου τινὸς κατ’ εἶδος

συμπλήρωσιν, (…)»62. Οἱ διάφοροι αἱρετικοὶ προσπαθοῦν νὰ

βροῦν ἕνα ἀναιρετικὸ ὑποκείμενο τῶν φύσεων. «Οἰόμενοι γὰρ

ἄλλο τί τὸ ὅλον εἶναι παρὰ τὰ αὐτοῦ οἰκεία μέρη, ἐξ ὧν καὶ ἐν

οἷς συνέστηκεν, (…) ἀλλ’ οὐχὶ μίαν μόνην, ἐπ’ ἀναιρέσει τῶν

δύο κατὰ φύσιν ἐνεργειῶν, ἢ ἄλλην πρὸς ταῖς δυσὶ κατὰ φύσιν,

τουτέστι, τρεῖς ἐνεργείας τε καὶ θελήσεις»63. Ὁ Μάξιμος δὲν

ἀναζητεῖ ἕνα νομιναλιστικό, ἐκστατικὸ καὶ ἀναιρετικὸ ὑπο-

κείμενο καὶ πρόσωπο τῆς οὐσίας.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μιὰ ἀτομικὴ φύ-

ση ποὺ ἀναιρεῖται καὶ περιέχεται στὴν ὑπόσταση ὡς ἔννοια ἢ

ἐννοιδοτικὴ δύναμη, παρὰ ὁ χῶρος ἀλήθευσης, στὸν ὁποῖο κε-

νοῦται ὣς τὸν θάνατο ἐξωοντολογικὰ ὁ Χριστὸς καὶ ἔκτοτε

ἀληθεύει, ἀνίσταται ὡς «ὑποκάτωθεν ἀνατολή»64. Ὁ Χριστὸς

256 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

62. Ἐπιστολὴ πρὸς Πέτρον Ἰλλούστριον, P.G. 91, 529D.

63. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 117CD.

64. Εἶναι χαρακτηριστικὴ τῆς σχετικῆς παρανόησης, προκατάληψης ἢ

καὶ ἄγνοιας τῆς δυτικῆς θεολογίας πρὸς τὴν ἀνατολικὴ ἡ ἄποψη τόσο τοῦ H.

Küng ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀποφεύγει τὸν λόγο περὶ τῶν παθημάτων τοῦ

Χριστοῦ (Menschwerdung, ὅ.ἀ. 626) ὅσο καὶ τοῦ E. Jüngel, ποὺ θεωρεῖ ὅτι

στὴν ὀρθόδοξη θεολογία δὲν ὑπάρχει θάνατος τοῦ Θεοῦ. (Gott als Geheimnis,

ὅ.ἀ.). Ἐνῶ ἀντίθετα ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι στὴν δυτικὴ θεολογία, πλὴν

ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, π.χ. J. Moltmann, διαλεκτικὴ στιγμὴ τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ

καθαρὰ ἑγελειανοῦ τύπου διαλεκτική, ἔναντι τοῦ ὁποίου τελικὰ ὁ ὀντοποι-

ημένος καὶ ἀποδεδειγμένος Θεὸς διορθώνεται, δικαιολογεῖται (θεοδικία) ἔ -

ναντι τοῦ μηδενός, δὲν ἀνίσταται, δὲν ἀληθεύει ἐξ αὐτοῦ, δὲν μεταστρέφει τὸν

σταυρὸ σὲ ξύλο τῆς ζωῆς.

σπείρεται ἐντὸς τῆς θνητῆς ἀνθρώπινης φύσης τῆς Θεοτόκου.

«Κενωθεὶς μὲν σπορὰ γέγονε τῆς οἰκείας σαρκός»65. «Ὅθεν

καὶ σπορὰν οἰκείαν καινοτομοῦντα (…) ἅμα τῷ εἶναι φυ-

σικῶς, καὶ τὸ ὑποστῆναι θεϊκῶς ἐν αὐτῷ κληρωσάμενον»66.

Δὲν μορφοποιεῖ ὁ Χριστὸς ὡς ὑποκείμενο μιὰ ἀτομικὴ φύση,

ἀλλὰ ἀποτελεῖ ὑποστάτη τοῦ πόθου, τῆς κίνησης, τοῦ σπέρ-

ματος τῆς πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπης καὶ ἀλήθευσης ποὺ ὑπάρχει

στὸ βάθος τῆς θνητῆς φύσης. «κατὰ οὖν τὴν ζωτικήν, ἤτοι

τὴν φυσικὴν κίνησιν, καὶ αὐτὰ (σημ. τὰ ἄψυχα) ἐπέστραπται

πρὸς τὸν Θεὸν (…) λέγω τὸν Θεὸν εἶναι τὸν ὁλικὸν καὶ τὸν με-

ρικόν (σημ. ἔρωτα), ὡς αἴτιον καὶ πᾶσι χορηγοῦντα κατὰ τὴν

ἑκάστου δύναμιν, ἐρωτικὴν οἱονεὶ ἀπορροήν. Πῶς οὖν ὁ Θεὸς

τὸ ὅλον καὶ τὸ μέρος, ἀνεκφοίτως ἑαυτῷ συνών, εἶναι δύναται,

ἐκ τοῦ σπερματικοῦ λόγου σαφὲς ἔσται ὅταν μὲν γὰρ τὸ σπέρ-

μα ἀδιακόπως ὁμοῦ εἰς τὴν μήτραν καταβληθῇ ἓν ἀποτελεῖ -

ται τὸ ἔμβρυον. Ἐὰν δὲ μερισθῇ τὸ σπέρμα εἰς διαφόρους κύ-

στιδας τῆς μήτρας, ἕκαστον μέρος ὁλόκληρον ἔμβρυον ἀπο-

τελεῖ»67. Ὁ Θεὸς εἶναι λόγος λεγόντων καὶ λεγομένων68 ὄχι

ὡς ρεαλιστικὴ ἀναφορικότητα καὶ ὑποκείμενο ποὺ περιέχει

ἀναιρετικὰ ὡς ὑποκείμενο αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἀλλὰ ἀντίθε-

τα ἀποτελεῖ παράσταση καὶ ἐκπλήρωση αὐτῶν, ἀφοῦ εἶναι

«νόησις μὴ ἔχουσα ὑποκείμενον»69 διὰ μέσου αὐτῶν τῶν λό-

γων ὡς ἀσύγχυτη ἕνωση τῶν ὄντων κατ’ ἄκρον70, δηλαδὴ μιὰ

σύνθεση καὶ παράσταση κατ’ ἀλήθειαν ἐξωοντολογικά. Τὸ

ἄκρον, τὸ πέρας71 ἐνεργεῖται ὡς ἀλήθεια ἐκ τῆς ἱστορίας καὶ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 257

65. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1037A.

66. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G.91, 61B.

67. Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, P.G. 4, 269BC. Ἴδε καί: Περὶ δια-

φόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1092C.

68. Μυσταγωγία, P.G. 91, 664A.

69. Κεφάλαια περὶ Θεολογίας καὶ περὶ τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας, P.G.

90, 1116C.

70. Μυσταγωγία, P.G. 91, 705B.

71. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1220BC.

τῆς θνητότητας, δὲν προϋποτίθεται πλέον ὡς διαλεκτικὰ ἀπο-

δεικνυόμενο ὑποκείμενο, ὡς ἁπλῶς διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ

καὶ διορθωτικὰ κινούμενη ἀρχή, ἡ δεύτερη κοινωνία εἶναι

κρείττων72 τῆς πρώτης.

§20. Ὄχι ἐλλειπτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας ἀλλὰ ἐξωοντολο-

γικὴ διαυγὴς καὶ πρωτογενὴς ἐκπήγαση αὐτῆς, τῆς

ὁποίας ὑπερρεαλιστικὸς ὑποστάτης καὶ ὄχι διαλεκτικό-

αὐτοκριτικὸ ἀποδεδειγμένο καὶ ἀναιρετικὸ ὑποκείμενο

εἶναι ὁ Θεός.

Οἱ σπερματικοὶ λόγοι τῶν ὄντων73 ὡς τελευταῖος διαυγὴς

ὁρίζων (φύεσθαι) τῆς ἀλήθειας δὲν ἔχουν ἀναφορικότητα πρὸς

κάποιο δεδομένο ἤδη ρεαλιστικὸ ὑποκείμενο, ἀλλὰ ἀποτελοῦν

τόπο ἀπὸ τὸν ὁποῖο φύεται καὶ ἐκπηγάζει πρωτογενῶς καὶ δι-

αυγῶς ἡ ἀλήθεια. Γιαυτὸ ἡ ἐλλείπουσα ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐ -

νεργεῖται καὶ συντίθεται στοιχειακὰ ὡς ἐξωοντολογικὴ ἀλή-

θεια ἀπὸ τὸν χῶρο ἐρώτησης καὶ ἔλλειψης καὶ ὄχι ὡς ἐννοι-

οδότηση καὶ ἀπόδειξη ἑνὸς ὑποκειμένου. Ἡ σχέση ἤθους καὶ

φύσης εἶναι προφανής. Τόσο ἡ φύση ὅσο καὶ τὸ ἦθος74 ἀποτε-

λοῦν τὴν διαυγῆ καὶ πρωτογενῆ ἐκπήγαση τῆς ἀλήθειας ἐκεῖ

258 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

Ἴδε καί: Πρὸς Θαλάσσιον, P.G. 90, 609A, 613D καὶ 616A ὅπου γίνεται λό-

γος περὶ τέλους καὶ ὄχι πλέον ἀρχῆς μετὰ τὴν ἀθρώπινη πτώση.

72. Πρὸς Θαλάσσιον, P.G. 90, 520C.

73. Ὁ Μάξιμος δὲν παραμένει στὰ πλαίσια τῆς φυσικῆς ἀποκάλυψης καὶ

τοῦ σπερματικοῦ λόγου τῶν Κλήμη καὶ Ἰουστίνου. Δὲν ἔχουμε ἕναν ρεαλι-

σμό, δηλαδὴ μία Χριστολογία κάτωθεν, ἕνα νατουραλισμό. Ἡ θνητὴ φύση

ἐνεργεῖται ὡς ἀλήθεια τοῦ ἐλλείποντος, εἶναι λήψη καὶ αἴσθηση τοῦ ἐλλεί-

ποντος ὡς ἐλλείποντος, κάθοδος στὸν Ἅδη ἐκ τοῦ ὁποίου φύεται ἐνεργεῖται,

ἀνίσταται ἡ ἐλλείπουσα ἀλήθεια. Γιὰ τὴν φυσικὴ ἀποκάλυψη καὶ φιλοσοφία

στοὺς Πατέρες ἴδε: Β. Τατάκη, Μελετήματα χριστιανικῆς Φιλοσοφίας, Ἁ -

θῆναι, 1967, 44 κ.ἑ.

74. Γιὰ τὴν σημασία τοῦ ἤθους ἴδε: M. Heidegger, Brief über den Huma-

nismus, Wegmarken, Bd. 9 G.A.

ὅπου ἡ δεδομένη καὶ ἐλλειπτικὰ ἀποδεικνυομένη ἰσχὺς ἑνὸς

ὑποκειμένου ἐλλείπει καὶ ἐρωτᾶται ὡς ὄντως ἐλλείπουσα.

Ἁν τιδιαστέλλεται πλήρως πρὸς τὴν διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ

ἀπόδειξη ἑνὸς ὑποκειμένου ἢ μιᾶς ἰσχύουσας ἰδέας. «Νοῦς εἰς

ἄκρον διὰ τῶν ἀρετῶν καθειρόμενος, τοὺς τῶν ἀρετῶν πέφυ-

κεν εἰκότως ἐκδιδάσκεσθαι λόγους, τὴν ἐξ αὐτῶν θειωδῶς χα-

ρακτηρισθεῖσαν γνῶσιν, οἰκεῖον ποιούμενος πρόσωπον. Καθ’

ἑαυτὸν γὰρ ἀνείδεός τε καὶ ἀχαρακτήριστος πᾶς καθέστηκε

νοῦς, μορφὴν ἔχων ἐπίκτητον, ἢ τὴν ἐκ τῶν ἀρετῶν ὑ πο στᾶ -

σαν ἐν πνεύματι γνῶσιν, (…)»75. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ὡς ἀ λή-

θεια καὶ τελευταῖος ἐξωοντολογικὸς καὶ διαυγὴς ὁρίζοντας

ἐνεργεῖται καὶ παριστάνεται πρὸς τὸν παρεχομένο θεῖο ὁρίζον-

τα ποὺ ἀποτελεῖ ὄχι ἕνα ὑποκείμενο ποὺ ἀποδεικνύεται διαλε-

κτικά-αὐτοκριτικὰ ὡς μόνη καὶ ἀναγκαία ἀναιρετικὴ περιε-

κτικὴ ἔννοια, ἀλλὰ τὴν ἐκ-πλήρωση, τὸν ὑπερρεαλιστικὸ ἀ -

γα θὸ ὑποστάτη τῆς πρὸς αὐτὸν ὡς ἐλλείποντα ἐκπηγάζουσας

ἐρωτικὰ ἀκριβῶς ἐλλείπουσας ἀλήθειάς του.

Καλὸ θὰ ἦταν νὰ παραθέσουμε μερικὰ χωρία ἀπὸ τὸν Μά-

ξιμο. Καὶ ἡ ἐννοιολογικὴ τεκμηρίωση τελικὰ εἶναι κειμενική,

ρητορική-γλωσσικὴ κατανόηση καὶ ἑρμηνεία ἑνὸς γλωσσικοῦ

τόπου, ἑνὸς νοήματος καὶ ὄχι κυκλικὴ λογικὴ ἀπόδειξη. Ἔτσι

ὁ Χριστὸς εἶναι λόγος λεγόντων καὶ λεγομένων, στὸν ὁποῖο

καταλήγει κάποιος ποὺ ἀναλέγεται τοὺς λόγους τῶν ὄντων,

εἶναι ὁ πάντα πρὸς ἑαυτὸν περιγράφων76. Εἶναι μιὰ κορυφὴ ἐκ

πολλῶν λόγων77, πλήρωμα θεότητος ποὺ συντίθεται ὡς ὑπε-

ρούσια ἑνότητα ἐκ θεωρημάτων78. «Τῶν θείων, φησίν, ἀγαθῶν

τύπους εἶναι τούς τε κατ’ ἀρετὴν τρόπους καὶ τοὺς τῶν ὄντων

λόγους, τοὺς τρόπους ἔχων τῶν ἀρετῶν ὡς σῶμα, ὡς δὲ ψυ-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 259

75. Πρὸς Θαλάσσιον, P.G. 90, 773B. Ἴδε καί: Κεφάλαια θεολογίας καὶ

περὶ τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας, P.G. 90, 1092BC, 1125D, 1128A.

76. Μυσταγωγία, P.G. 91, 664AB, 665A, 668AB.

77. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 700AB.

78. Κεφάλαια περὶ Θεολογίας καὶ περὶ τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας, P.G.

90, 1133CD.

χήν, τοὺς ἐν πνεύματι λόγους τῆς γνώσεως, οἷς τοὺς ἀξίους

θεοποιεῖ, χαρακτήρα διδοὺς ἀρετῆς ἐνυπόστατον, καὶ ἀπλα-

νοῦς γνώσεως ἐνούσιον χαριζόμενος ὕπαρξιν»79. Ὁ Θεὸς εἶναι

«ἐφέσεως πλήρωσις» καὶ «κρείττων ἔκβασις»80. Εἶναι ὁ

«πάντα ἐνυποστήσας»81 ὡς τέλος ἔτσι ὥστε ὅλοι νὰ γίνονται

θεοὶ κατὰ χάριν. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «πρῶτος τῶν ἀθλητῶν»82,

ἡ ἀλήθειά του εἶναι διαυγής, πρωτογενὴς καὶ ἐκπηγάζουσα

παράσταση στὸν καὶ ἀπὸ τὸν ἐξωοντολογικὸ τόπο ἐρώτησης

καὶ ὄντως ἔλλειψης τῆς ἀλήθειάς του, τῆς ὁποίας εἶναι πλέον

ὑπόσταση ὡς ὑπερρεαλιστικὸς ὑποστάτης καὶ ὄχι ὡς διαλε-

κτικά-αὐτοκριτικά, ἐκστατικά, ἀποδεικνυόμενο, ἀναιρετικὸ

καὶ περιεκτικό, ἰδιότροπο ὑποκείμενο αὐτῆς. Δέχεται καὶ ὑπο-

στασιάζει ὑπερρεαλιστικὰ κάθε ἐνέργεια καὶ ἀλήθευση ἐκ τῆς

ἔλλειψής του ὡς ἔλλειψης καὶ ὄχι ἔλλειψης ἑνὸς ἀναφορικὰ

κατέναντι ἱσταμένου συγκεκριμένα ἀρνητικοῦ καὶ ὀντοποι-

ημένου ὑποκειμένου: «Πᾶσα νόησις, ὥσπερ ἐν οὐσίᾳ πάντως

ἔχει τὴν θέσιν ὡς ποιότης, οὕτω καὶ περὶ οὐσίαν πεποιωμένην

ἔχει τὴν κίνησιν (…) Ὁ δὲ Θεὸς κατ’ ἄμφω πάμπαν ὑπάρχων

ἁπλούς, καὶ οὐσία τοῦ ἐν ὑποκειμένῳ χωρίς, καὶ νόησις μὴ

ἔχουσα τί καθάπαξ ὑποκείμενον οὐκ ἔστι τῶν νοούντων καὶ

νοουμένων, ὡς ὑπὲρ οὐσίαν ὑπάρχων δηλονότι καὶ νόησιν»83.

Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι ἐνῶ βέβαια τὸ φανταστὸ ὡς ἀπο-

τέλεσμα τῆς φαντασίας γιὰ ἕνα ὑποκείμενο καὶ ὡς ὑποκειμε-

νικὴ σχηματοποίηση εἶναι ἀπορριπτέο ἡ φαντασία ποὺ κινεῖ -

ται ὡς διαυγὴς ἀλήθεια πρὸς αὐτὸ ποὺ ὄντως ἀπουσιάζει δὲν

ἀπορρίπτεται ἐφ’ ὅσον δὲν φθάνει σὲ κάποιο σχηματικὸ ὑπο-

κειμενικὸ ἀποτέλεσμα, παρὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ κίνηση καὶ ἀλήθεια

260 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

79. Πρὸς Θαλάσσιον, P.G. 90, 324CD καὶ 400C ὅπου γίνεται λόγος ὁμοί-

ως περὶ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῶν ἀρετῶν.

80. Ὅ.ἀ., P.G. 90, 609AB.

81. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1092C.

82. Ὅ.ἀ., P.G. 4, 132B.

83. Κεφάλαια περὶ Θεολογίας καὶ περὶ τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας, P.G.

90, 1125D.

πρὸς τὸ ἐλλεῖπον θὰ λέγαμε. «Οὗ γὰρ δὴ λέγειν θέμις ἐπὶ τῶν

θείων τὸ θαυμαστὸν πάντως δεῖν παρεῖναι πρὸς διατύπωσιν

τῆς φαντασίας, ἀλλὰ παραδόξως τε καὶ ὑπερφυῶς καὶ μὴ πα-

ρόντος προσώπου καὶ φωνῶν αἰσθητῶν μὴ κτυπουμένων δι’

ἀέ ρος τῆς φαντασίαν ἐνεργεῖν, ὥστε ἀληθῶς ἀκούειν καὶ ὁρᾶν

τὸν τὰ θεῖα μυσταγωγούμενον»84. Ἔτσι καὶ ἡ πίστη εἶναι

«βασιλεία ἀνείδεος»85 ἐνῶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πίστις εἰδοπε-

ποιημένη. Ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερρεαλιστικὴ ἐκπλήρωση πέρα ἀπὸ

κάθε ὀντολογικὴ διαλεκτικὴ ἔριδα ὑποστάσεων περὶ τὴν αὐ -

τοεννοιοδοτούμενη ἰδιότροπη ὀντοποιημένη ὑπόσταση τοῦ

παντός. «Ὁ τοῦ Χριστοῦ νοῦς, ὃν λαμβάνουσιν οἱ ἅγιοι, κατὰ

τὸ φάμενον, >Ἡμεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν<, οὐ κατὰ στέρη-

σιν τῆς ἐν ἡμῖν νοερᾶς δυνάμεως ἐπιγίνεται, οὐδὲ ὡς συμπλη-

ρωτικὸς τοῦ ἡμετέρου νοός, οὐδ’ ὡς μεταβαίνων οὐσιωδῶς

καθ’ ὑπόστασιν εἰς τὸν ἡμέτερον νοῦν, ἀλλ’ ὡς τῇ οἰκείᾳ ποι-

ότητι τὴν τοῦ ἡμετέρου νοὸς λαμπρύνων δύναμιν, καὶ πρὸς τὴν

αὐτὴν αὐτῷ φέρων ἐνέργειαν. Νοῦν γὰρ ἔχειν Χριστοῦ ἔγωγέ

φημι, τὸν κατ’ αὐτὸν νοοῦντα καὶ διὰ πάντων αὐτὸν νοοῦν -

τα»86. Ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ ὁρίζοντα καὶ ὑπερρεαλιστικὴ ἐκπλή-

ρωση τῆς ἐνέργειας καὶ ἀλήθειας πρὸς αὐτὸν ποὺ ἐκπηγάζει

ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν χῶρο ἐρώτησης καὶ ἔλλειψής του καὶ δὲν εἶ -

ναι λογικὴ εἰδοποιὸς ἀναιρετική-περιεκτικὴ καὶ διαλεκτικά-

αὐτοκριτικὰ ἐκστατικὴ ἀποδεδειγμένη ὑπόσταση.

Ὁ Θεὸς φαίνεται ὄχι ὡς ὀντοποιητικὴ ὑπόσταση, δηλαδὴ

ὑποστάτης ἑνὸς ρεαλιστικοῦ πράγματος καθ’ ἑαυτοῦ ἀλλὰ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 261

84. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1233D-

1236A. Ἴδε καί: Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, PG 91, 13Β. «Βούλη-

σις μὲν γάρ ἐστιν ὄρεξις φανταστικὴ τῶν ἐφ’ ἡμῖν καὶ οὐκ ἐφ’ ἡμῖν, τουτέστι

μόνῃ τῇ διανοίᾳ μορφουμένῃ».

85. Ἐνῶ στὸν Hegel ἡ βασιλεία, τὸ κράτος, ποὺ ἀποτελεῖ πρέπει νὰ ποῦμε

καὶ σ’ αὐτὸν μιὰ μορφὴ τοῦ ἀπολύτου ποὺ αὐτοθεσπίζεται τραγικά, στὸν Μά-

ξιμο ἡ βασιλεία εἶναι ἐκ-πληρωτικὴ συνθετικὴ ἐκθέωση τοῦ παντός, λει-

τουργία καὶ βασιλεία κάτωθεν ὡς ἐξωοντολογικὴ ἀλήθεια.

86. Κεφάλαια περὶ Θεολογίας καὶ περὶ τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας, P.G.

90, 1164AB.

τῆς ἐνέργειας, ζωῆς καὶ ἀλήθειας αὐτοῦ. «Τὴν ζώωσιν γοῦν,

τὴν οὐσίωσιν ἀντὶ τοῦ τὰ πράγματα, ὑπέστησεν ὁ Θεός»87.

Αὐτὸ ἔχει σχέση καὶ μὲ τοὺς λόγους τῶν ὄντων στὸν Θεό. Δὲν

πρόκειται δὲ γιὰ γνωστικιστικοῦ τύπου δημιουργία μέσω ἐν -

διαμέσων αἰώνων καὶ ἰδεῶν ἐκ πρώτης ὄψεως. Ὁ Θεὸς εἶναι

ὑπόσταση-ὑποστάτης τῆς ἀλήθειας ὅλων καὶ ὄχι ὀντολογικὸ

διαλεκτικὸ ὑποκείμενο ὄντων. Γιαυτὸ ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτε

εἶναι τὰ πάντα, τὸ πέρας τῆς ἐνέργειας καὶ ἀλήθειας ὅλων.

Ἔτσι οὔτε τῆς δικῆς του οὐσίας εἶναι ἀποδεδειγμένο ὑποκεί-

μενο παρὰ ὑποστάτης αὐτῆς ὡς ἀλήθειας. «Ὅτι καὶ τῆς αὐ -

τοαγαθότητος καὶ θεότητος ὑποστάτης ἐστὶν ὁ ὑπεράγαθος

καὶ ὑπέρθεος. Σημείωσαι οὖν ὅτι οὐκ ἔστιν οὐσία Θεοῦ τὰ

τοιαῦτα»88. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὑποκείμενο ἢ ἰδιότροπη ἀποδε-

262 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

87. Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, P.G. 4, 401D. Ἐνῶ οἱ λόγοι τῶν

ὄντων τοποθετοῦνται ἐντὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται προσπάθεια νὰ νοηθοῦν ὄχι ρε-

αλιστικῶς ὡς ἰδέες ἐντὸς τοῦ Θεοῦ ἢ ὡς ἰδέες πραγματικῶν ὄντων κατὰ τὸ

πλατωνικὸ πρότυπο τῆς ἰδέας τῆς ἰδέας, ἀλλὰ οἰκονομικῶς ὡς θελήματα ἐν

χρόνῳ ὡς συγκεκριμένα ὄντα πραγματοποιούμενα. Ἡ λύση αὐτὴ εἶναι παρ-

μενιδικὴ ὡς κριτικὴ στὸν Πλάτωνα ἔτσι ὥστε νὰ ἀποφεύγεται ἡ διαμεσολά-

βηση μιᾶς τρίτης ἰδέας ποὺ θὰ ὑπάρχει ἔτσι ἐντὸς τοῦ Θεοῦ. Σχετικὰ ἴδε: Χ.

Σωτηρόπουλου, «Μυσταγωγία», ὅ.ἀ., 122 κ.ἑ. μὲ ἀναφορὲς στὸν Balthasar

καὶ στὸν Riou καὶ π. Ν. Λουδοβίκου, «Εὐχαριστιακὴ ὀντολογία», ὅ.ἀ., 144,

274 κ.ἑ., καὶ ἀλλοῦ. Καὶ στὸν Μάξιμο ὄντως δίδεται αὐτὴ ἡ ἐντύπωση, τῆς

ἀπόρριψης ἐνδιαμέσων ἰδεῶν κατὰ τὴν πλατωνικὴ διαλεκτικὴ καὶ τῆς ἀρνη-

τικῆς καὶ ἀφαιρετικῆς προόδου σὲ μία ἀνίδεον ὑπόσταση ἐπέκεινα τῆς οὐσίας

ὅπως τὸ ἀγαθὸν τοῦ Πλάτωνα, τὸ Ἓν τοῦ Πλωτίνου, τὸ Ἓν τοῦ Παρμενίδη,

δηλαδὴ ἡ προσφυγὴ σὲ μία παρμενιδικὴ λύση, ὅπως εἴδαμε καὶ στὸν M.

Eckhart. Ἔχουμε ὅμως παντελῆ διαφοροποίηση στὸν Μάξιμο, ἀφοῦ ὁ Θεὸς

εἶναι ἀγαθὸς ὑπερρεαλιστικὸς ὑποστάτης τῆς ἀλήθειας τῶν ὄντων, τῆς οὐ -

σίωσης, τῆς ζώωσής τους, ὄχι ἁπλὰ διαλεκτικὴ ὑπόσταση σὲ διαμεσολάβη-

ση πρὸς ὀντοποιημένα συγκεκριμένα ὄντα. Ἡ προσπάθεια παρμενιδικῆς καὶ

ὄχι πλατωνικῆς διαλεκτικῆς ἑνοποίησης μέσου τῆς οἰκονομικῆς θεολογίας

τῶν λόγων τῶν ὄντων στὸ Θεὸ ὡς θελήματα αὐτοῦ μὲ τὰ συγκεκριμένα ὄντα

εὔκολα ὁδηγεῖ σὲ μίαν θεοδικιακὴ δικαιολόγηση παντὸς ὑπαρκτοῦ, παρμενι-

δικοῦ, πλωτινικοῦ ἐκκαρτικοῦ ὅπως εἴδαμε, καὶ ἑγελειανοῦ τύπου π.χ. τῆς

Φιλοσοφίας τοῦ Δικαίου.

88. Ὅ.ἀ., P.G. 4, 401D.

δειγμένη καὶ ἀναιρετικὴ περιεκτικὴ ὑπόσταση τῆς οὐσίας

του, τὴν ὁποία ἀπαλλοτριώνει ταυτίζει καὶ ἀναιρεῖ γιὰ τὸν

ἑαυτό του, ὅπως γίνεται στὴν παρμενιδικὴ πλωτινικὴ καὶ ἑγε-

λειανὴ διαλεκτική, παρὰ ἀντίθετα εὑρίσκεται ὑπεράνω κάθε

ὀντολογικῆς καὶ διαλεκτικῆς γιγαντομαχίας περὶ τὴν ἐννοι-

οδότηση καὶ κατοχὴ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἀλήθειας καὶ εἶναι

ἀντίθετα ὑποστάτης τῆς ἐξωοντολογικῆς καὶ πρωτογενοῦς

ἀλήθειας καὶ ἐνέργειας. Γιαυτὸ ἔχουμε ὡς σαββατισμὸ τὸν

διπλασιασμὸ τῶν ὀνομάτων τοῦ Θεοῦ. «Ἅγιος ἁγίων», «Κύ-

ριος κυρίων», «Θεὸς θεῶν», «Βασιλέας βασιλέων»89. Ἐνῶ

στὸν Hegel καὶ στὸ Nietzsche ὁ ὅρος «Θεὸς θεῶν» δηλώνει τὴν

διαλεκτικὴ ἀποδεικνυόμενη ἰδιοτροπία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ,

στὸν Μάξιμο ἐντελῶς ἀντίθετα δηλώνει τὴν ὑπερθετικὴ καὶ

ὑπερρεαλιστικὴ ἐκπλήρωση τῆς ἐξωοντολογικῆς ἀλήθειας.

Εἶ ναι ἀγαθὸς ὑποστάτης τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἐνέργειας.

«(…) εἰ τὸ ἐκ Θεοῦ δῶρον ἀρχὴ γίνεται τοῦ θεοῦσθαι ἡμᾶς,

δῆλον, ὅτι ὁ πάσης αἴτιος καὶ ἀρχὴ ὤν, μᾶλλον δὲ ὑπεράρχιος,

οὕτω καὶ τῆς λεγόμενης θεότητος ἢ ὡς θεαρχίας ἐπέκεινά ἐ -

στιν»90. Ἡ περὶ ἀλήθειας, ἐνεργείας, οὐσίας καὶ ὑπόστασης

ἔννοια τοῦ Μαξίμου εἶναι τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἐλλει-

πτικὴ ἔννοια τῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξής της

ποὺ ἀποπερατώνεται στὸ Χέγκελ, Στίρνερ καὶ Νίτσε. Ἡ

θνητὴ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀναιρεῖται σὲ μιὰ δῆ -

θεν περιεκτική, ἀναιρετικὴ καὶ ἐκστατικὴ ἀποδεδειγμένη ὑ -

πόσταση, παρὰ ἀποτελεῖ τὸν χῶρο πρωτογενοῦς καὶ διαυγοῦς

ἐκπήγασης τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ ἔτσι ὥστε νὰ παρίστα-

ται ἐνώπιον τοῦ Πατρὸς91 καὶ νὰ ἔχουμε ἀνακεφαλαίωση τοῦ

ἄνω κόσμου καὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὄχι ἐρήμωσή του (Entvölke-

rung des Himmels), ὅπως εἴδαμε στὸ Χέγκελ. Οἱ ὑποστάσεις

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 263

89. Ὅ.ἀ., P.G. 4, 404B.

90. Σχόλια εἰς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Διονυσίου, Β΄ ἐπιστολή, P.G. 4, 529C

καὶ γενικὰ 529B-D.

91. Συζήτησις μετὰ Πύρρου, P.G. 91, 305C.

τῆς Τριάδας δὲν εἶναι ὑποκείμενα ποὺ περιέχουν τὴν οὐσία

κα τὰ «ἀθροισμὸν ἰδιωμάτων»92 ὅπως τὰ ἀνθρώπινα ἄτομα, ἢ

ποὺ οἰκειοῦνται93 τὰ φυσικὰ προσόντα, παρὰ ἡ φύση καὶ οὐσία

εἶναι ἡ κίνηση, ἡ ζωτικὴ δύναμη πρωτογενοῦς καὶ διαυγοῦς

παράστασης τῆς ἀλήθειας. Γιαυτὸ δὲν ἔχουμε μιὰ μοναρχία

«ἀφιλότιμον» καὶ μιὰ «πενίαν θεότητος»94 μεταξὺ ὑποστάσε-

ων ποὺ περιέχουν ἀνηρημένη ἐντός τους τὴν θεία φύση καὶ

ἔρχονται ἐκ τῶν ὑστέρων μεταξύ τους σὲ μιὰ διαλεκτική-αὐ -

τοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ταυτότητάς τους, σὲ ἕνα διακανονι -

σμὸ ἀ στικοῦ τύπου, στὸν ὁποῖο ἡ σχέση καὶ ἔκσταση εἶναι

διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπίσχνανση καὶ κατάρρευση πρὸς

τὴν κε νὴ καὶ τραγικὴ ἀληθευτικὴ καὶ ἀποδεικτικὴ δύναμη.

Τὰ πρόσωπα εἶναι ὑπερρεαλιστικὸς ὑποστάτης ἐκπλήρωσης,

ὁρίζοντας ὑποδοχῆς καὶ ἐκπλήρωσης τῆς φύσης, τῆς ζωῆς

καὶ τῆς πρωτογενοῦς διαυγοῦς ἐξωοντολογικῆς ἀλήθειας με-

ταξὺ τῶν θείων προσώπων καὶ ὁποιουδήποτε ἄλλου.

Ὁ Μάξιμος χρησιμοποιεῖ καὶ τὴν ἔκφραση προσέλαβε καὶ

«συνεπῆρεν αὐτῷ τὴν φύσιν»95 ἀλλὰ καὶ τὶς ἐκφράσεις ὅπως

εἴδαμε «συνετέθη» ἐκ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, «εἰδοποιούμε-

νος» καὶ «οὐσιωμένος»96 ἐξ ἡμῶν. Δηλαδὴ ὅ,τι ὑπάρχει στὴν

ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει εἰδοποιημένο ἀνηρημένο

καὶ ἐννοιοδοτημένο ὡς διαλεκτικὴ στιγμὴ ἀπὸ τὴν ὑπόσταση

ὡς ὑποκείμενο καὶ ἔννοια, ἀλλὰ ἐνεργεῖ τὸ ἴδιο ὡς ἀλήθεια αὐ -

τῆς. Ἡ ὑπόσταση ἀποτελεῖ ὄχι ὑποκείμενο, ἔννοια, εἶδος γιὰ

τὴν φύση ἀλλὰ ὁρίζοντα στὸν ὁποῖο παριστάνεται ἡ ἴδια ὡς ἡ

ἐνεργουμένη ἀλήθεια τῆς φύσης. Γιαυτὸ κάθε τὶ στὴν φύση

διαθέτει τὴν «εἰδοποιὸν κίνησιν»97, τὴν ριζικότερη προϋπόθεση

264 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

92. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 552B.

93. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 220B.

94. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1036B.

95. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1048D-

1049A.

96. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 1048C.

97. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 1048A.

τῆς ὕπαρξης. Οἱ ἐνέργειες τῆς φύσης προάγουν τὸ καθολικό98.

Τὸ ὅλον βρίσκεται στὰ μέρη καὶ τὰ μέρη στὸ ὅλο99. Τὸ ὅλο πα-

ράγεται καὶ ἐνεργεῖται ὡς ἀλήθεια ἀπὸ κάθε μέρος, τὰ μέρη

κινοῦν τὸ ὅλον100. Ἔτσι ὁ Χριστὸς δὲν γίνεται ἁπλῶς ἄνθρω-

πος ὡς ἄτομο ἢ μέρος αὐτοῦ, ὡς μιὰ ὀντολογικὴ στιγμὴ τοῦ

σύνθετου ὅλου ἢ τῆς διαλεκτικῆς ἔννοιάς του, ἀλλὰ γίνεται,

γεννᾶται καὶ κατ’ ἀνθρώπινο τρόπο, ἐνεργεῖται ἡ ὅλη ὑπό-

στασή του ὡς ἀλήθεια ἀνθρωπικῶς, ὡς ἐνέργεια καὶ ἀλήθεια

ἀνθρώπινης φύσης «(…) καὶ τὴν ἐκ σωμάτων (…) ἡμετέραν

ἐτίμησε γέννησιν, καὶ γενόμενος ἄνθρωπος ἀληθῶς καὶ ἀν -

θρωπίνως γεννώμενος, (…)»101. Ἔτσι σπείρεται καὶ φύεται

στὴν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι ταυτόχρονα καὶ θεία ὑπόσταση

μὲ θεία φύση ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐνεργουμένη ἀλήθεια ἀπὸ τὴν ἀν -

θρώπινη φύση, εἶναι ὡς ὅλον, ὡς ὑπόσταση, ἀπὸ τὴν σπορά

του στὴν ἀνθρώπινη φύση. «Ὅθεν καὶ σπορὰν οἰκείαν καινο-

τομοῦντα τὸν ἐπεισαχθέντα τῆς γεννήσεως τρόπον αὐτὸν ἔ -

σχε τὸν Λόγον, ἅμα τῷ εἶναι φυσικῶς καὶ τὸ ὑποστῆναι

θεϊκῶς ἐν αὐτῷ κληρωσάμενον, (…)»102. Ἡ ἀνθρώπινη φύση

δὲν ἐνεργεῖ μόνη της ὡς ἀτομική, ἡ ὁποία μετὰ δίδει λόγο,

αὐτοεννοιοδοτεῖται προσπαθώντας νὰ ἀρθεῖ στὴν ὑπόσταση-

ὑποκείμενο ὡς περιουσία της, παρὰ ὅ,τι ἐνεργεῖ ἡ ὑπόσταση

ἐνεργεῖται ἤδη ἀδιαιρέτως καὶ ἀχωρίστως καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρώ-

πινη φύση, ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης. «(…)

καθ’ ἑκάτερον ὢν ὑπῆρχεν ὑπόστασις φυσικῶς ἐνήργει μὴ δι-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 265

98. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 229CD.

99. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1189CD.

100. Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων, P.G. 4, 260B. Ἴδε καί: Ἐπι-

στολὴ πρὸς Ἰωάννην Κουβικουλάριον, P.G. 91, 501A, καὶ Ἐπιστολὴ πρὸς

Πέτρον Ἰλλούστριον, P.G. 91, 536BC.

101. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1320CD.

102. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 61B. Ἴδε καί: Ἐπι-

στολὴ πρὸς Πέτρον Ἰλλούστριον, P.G. 91, 521B: «δυὸ φύσεις ἐν αἷς ὑφέστη-

κεν», «Ἄκρα δὲ νῦν λέγω τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, ἐξ οὗ πρὸ τῶν αἰώνων ὁ

Χριστὸς γεγέννηται θεϊκῶς, καὶ τὴν ἁγίαν πανένδοξον Παρθένον καὶ Μητέ-

ρα, ἐξ ἧς αὐτὸς ἀνθρωπίνως γεγέννηται δι’ ἡμᾶς».

αιρούμενος»103. Ὁ Χριστὸς παραμένει μὲ τὸ σῶμα εἰς τοὺς

αἰῶνες104 καὶ φυσικὰ ὄχι ὡς νεκρὸ λάφυρο, ὅπως τὸ ἀπόλυτο

πνεῦμα τοῦ Hegel στὸ τέλος τῆς Φαινομενολογίας του περ-

νών τας στὴν Λογική, στὸ βασίλειο τῶν σκιῶν, συναθροίζει

ὅλες τὶς περασμένες νεκρὲς στιγμές του ὡς λάφυρα τῆς αὐτο-

εννοιοδότησής του, ἀνάμνηση καὶ ἐσωτερίκευση στὴν ἔννοια

πλέον τοῦ Εἶναι, παρὰ εἶναι ζωντανὸ καὶ ἀναστᾶν καὶ δὴ ἡ δι-

αυγὴς καὶ πρωτογενὴς ἀνάσταση τοῦ σώματος εἶναι καὶ ἀ -

νάσταση τῆς ἑνιαίας ὑπόστασης τοῦ Χριστοῦ. Χωρὶς ἀνά-

σταση τῆς θνητῆς ἀνθρώπινης φύσης μετὰ τοῦ σώματος δὲν

ἔχουμε καὶ ἀνάσταση τῆς θείας ὑπόστασης. Μποροῦμε νὰ

ποῦμε, ὅτι μόνο ἂν ἔχουμε ἀνάσταση καὶ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ

στὸν Ἅδη, ἐκεῖ ποὺ ἐρωτᾶται καὶ ἐλλείπει, ἀνάσταση τοῦ σώ-

ματός του, ἔχουμε καὶ ἀνάσταση τῆς ὑπόστασης τοῦ Χρι-

στοῦ. Ἔτσι μετὰ τὴν Ἁνάληψη τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε ἀνακε-

φαλαίωση τῶν ἐπιγείων ἀλλὰ καὶ τοῦ οὐρανοῦ, ἐνδοτριαδικὴ

παράσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα105,

κάτι ποὺ βέβαια συνέβαινε καὶ πρὶν τὴν Ἁνάληψη. Τὸ ἀνθρώ-

πινο δὲν εἶναι ἰδιωτικὴ ὑποκειμενικὴ ὑπόθεση, στιγμὴ τοῦ

Χριστοῦ ὡς ὑποκειμένου, ὡς ἀναιρετικῆς καὶ περιεκτικῆς ὑ -

πόστασης καὶ εἴδους τῶν ὑπ’ αὐτοῦ φύσεων, παρὰ ἐνεργεῖ τὴν

ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι συμμετέχει πλέον στὴν τρια-

δικὴ κίνηση καὶ ζωή.

Τὸ «ἐνυπόστατο» ὑποδηλώνει βέβαια τὴν σύνθετη ὑπόστα-

ση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐνύπαρξη τῆς ἀνθρώπινης φύσης στὸ θεῖο

πρόσωπο καὶ ποτὲ ὡς ἀνυπόστατη, ἀλλὰ κατὰ βαρύνοντα

τρόπο τὴν κατὰ κάποιο τρόπο «δέσμευση» τῆς θείας ὑπόστα-

σης ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐνεργεῖ, πα-

ριστάνει τὴν θεία ὑπόσταση ὡς ἀλήθεια, δὲν εἶναι οὐσία ἑνὸς

ὑποκειμένου. Τὸ ἐνυπόστατο ὡς σημασία καὶ κατ’ ἐπέκταση

οἱ ὑποστάσεις δὲ νοοῦνται νομιναλιστικὰ ὡς κοινωνία περιε-

266 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

103. Κεφάλαια θεολογικά, ὅ.ἀ., P.G. 91, 36BC.

104. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, ὅ.ἀ., P.G. 91, 1333A.

105. Συζήτησις μετὰ Πύρρου, P.G. 91, 305C.

κτικῶν τῆς οὐσίας ἑτεροτήτων, παρὰ ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἐνυπο-

στάτου διαβλέπουμε τὴν συμμετοχὴ τῆς οὐσίας καὶ τὴν δια-

φορετικὴ πλέον ἔννοια τῆς ὑπόστασης στὸ γεγονὸς τοῦ ὁμο-

ουσίου καὶ τῆς σχέσης προσώπων. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ

Χριστοῦ δὲν ἔχει ἁπλῶς μιὰ γνώμη106 ποὺ συνάδει μὲ τὴν θεία

ὡς ὑποκείμενό της, ἀλλὰ εἶναι φύση, δηλαδὴ μὲ ζωτικὴ δύνα-

μη, μὲ πράξη καὶ δύναμη107 ἐκ τῆς οὐσίας, ἐκ τῆς ὁποίας πα-

ριστάνεται καὶ ἀληθεύει ἡ θεία ὑπόσταση. Χωρὶς τὴν ζωτικὴ

δύναμη108 δὲν ὑπάρχει λογικὴ ψυχή. Δὲν ἔχουμε μιὰ θέληση

γνωμικὴ μὲ τὴν διαλεκτικὴ ἀναίρεση τῶν ἄλλων δύο θελήσε-

ων ἢ δίπλα ἀπὸ τὶς ἄλλες δύο θελήσεις. «Οὐ γὰρ ἐκ μετα-

βολῆς, ἢ ἀποβολῆς τῶν ἄκρων, θεότητός φημι τοῦ Χριστοῦ

καὶ ἀνθρωπότητος, ἢ θείας τοῦ αὐτοῦ καὶ ἀνθρωπίνης θελή-

σεως καὶ ἐνεργείας, ἕτερόν τι μέσον, ἤγουν μεταίχμιον ἀπο-

τέλεσμα, μηδετέρᾳ φύσει τῶν ἐξ ὧν ἐστι κοινωνοῦν, ἢ πάλιν,

ἐνέργειάν τινα σύνθετον ὄντα κατ’ αὐτούς, ἢ ἔχοντα παραδί-

δωσιν ἐν τούτοις ἡμῖν ὁ διδάσκαλος, ἀλλ’ ὅτι ταῦτα μὲν κυ-

ρίως ἐστι, τὰ ἐξ ὧν ἐστιν, οὐ διῃρημένως δὲ ταῦτα κατονομά-

ζεται, ὁμοῦ δέ, καὶ ἐν ταυτῷ τούτων ἑκάτερον, ὡς εἷς καὶ μό-

νος ὁ Χριστός»109. Ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ θέληση ὡς ζωτικὴ

δύναμη καὶ ἐνέργεια παριστάνει, ἐνεργεῖται ὡς οὐσιῶδες θέ-

λημα110 καὶ ὄχι ἁπλὰ γνωμικὸ θέλημα, καὶ εἶναι ἀλήθεια τῆς

θείας ὑπόστασης. Ἡ ὑπόσταση δὲν ἔχει ὑποστατικὴ ἐνέργεια

ὅπως εἴδαμε111. Τὸ ὅλον κατὰ τὸν Μάξιμο ἐνεργεῖται ἀπὸ τὰ

μέρη ὡς ἀλήθεια, δὲν εἶναι ὑποκείμενο, ἐνῶ κατὰ τοὺς αἱρετι-

κοὺς τὸ ὅλον αὐτὸ βρίσκεται ξεχωριστό, ὡς εἶδος παρὰ τὰ μέ-

ρη112. Ἔτσι γιὰ τὸ Νεστόριο εἴχαμε μιὰ ἕνωση τῶν γνωμικῶν

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 267

106. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 45D 45C.

107. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 120A.

108. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 49A.

109. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 121BC.

110. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 188D.

111. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 117D.

112. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 117C.

θελημάτων113 ὄχι τῶν θελήσεων ἐνῶ γιὰ τὸν Σευῆρο ἕνωση

ψιλῶν φυσικῶν ποιοτήτων ὑπὸ ἕνα ὑποκείμενο. Ἡ ἀνθρώπινη

φύση ὅμως στὸν Μάξιμο ὡς οὐσία, ζωτικὴ δύναμη, θέληση

καὶ ἐνέργεια παριστάνει, ἐνεργεῖται ὡς γνωμικὸ θέλημα, ἀ -

ποτέλεσμα, πράξη, ἀλήθεια τῆς θείας ὑπόστασης δὲν ἀναιρεῖ -

ται, δὲν εἰδοποιεῖται διαλεκτικὰ ἀπὸ ἕνα ἀνώτερο εἶδος της. Ὁ

Σευῆρος ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἑλληνικῆς διαλεκτικῆς ἑνὸς ὄντος,

τοῦ ὑποκειμένου τοῦ εἴδους του, τῆς οὐσίας του, μὲ κατηγο-

ρίες καὶ ἰδιώματα, θεωροῦσε τὴν φύση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἄθροι-

σμα ψιλῶν ποιοτήτων114, οἱ ὁποῖες αἴρονται διαλεκτικὰ καὶ

εἰδοποιοῦνται ἀπὸ τὴν ὑπόσταση ὡς εἰδοποιό τους ὑποκείμενο

ἔτσι ὥστε ἡ δυσκολία τῆς παραγωγῆς μιᾶς ἑνότητας καὶ ἑνὸς

ὅλου νὰ λύνεται μὲ τὴν βοήθεια τῆς διαλεκτικῆς σχετικοποί-

ησης καὶ ἄρσης σὲ ἕνα ὑποκείμενο αὐτοῦ ποὺ θέλουμε νὰ ἐξα-

φανίσουμε, νὰ τὸ ὑπαγάγουμε στὴν διαλεκτικὰ καὶ αὐτοκρι-

τικὰ αὐτεννοιοδοτημένη ἔννοιά του. Εἰσερχόμενος ἔτσι σὲ μιὰ

ὀντολογικὴ διαλεκτικὴ ἔριδα μεταξὺ ὑπόστασης ὡς ὑποκει-

μένου καὶ οὐσίας ὡς τῆς περιουσίας του συγχέει φύση καὶ ὑ -

πόσταση, ἀνθρώπινη φύση καὶ ὑπόσταση καὶ περαιτέρω καὶ

τὴν Τριάδα, προσθέτοντας τέταρτη ὑπόσταση115, τὴν ἀνθρώ-

πινη φύση, ἢ χωρίζοντάς την στὰ δύο ὡς ἀντίθετη λύση ἢ κα-

ταργώντας τὴν φύση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἄλλη ἀντίθετη λύση.

Ὁ ὅρος ἑνὸς ὄντος, ὁ πυρήνας τῆς ὕπαρξής του, αὐτὸ ποὺ

τὸ κάνει νὰ εἶναι, δὲν εἶναι τὸ «τί ἦν εἶναι» του, ἡ ἔννοια ὡς

διαλεκτικὴ καὶ αὐτοκριτικὴ αὐτεννοιδότηση καὶ ἐνέργεια κα -

τὰ τὴν ἀριστοτελικὴ ἔννοια, τελικὴ περιεκτικὴ ὀντοποίηση τοῦ

Εἶναι καὶ τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ἡ οὐσιώδης δύναμη116(!), ἡ ἐ -

268 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

113. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 44C.

114. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 252ABCD, 253C-256D. Κατὰ τῆς ἑλληνικῆς διαλε-

κτικῆς ἄποψης αὐτῆς τοῦ Σευήρου καταφέρεται ὁ Μάξιμος καὶ στὴν Ἐπι-

στολὴ πρὸς Ἰωάννη Κουβικουλάριο, P.G. 91, 485A.

115. Ἐπιστολὴ πρὸς διάκονον Κοσμᾶν, P.G. 91, 568C-569C.

116. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 201AB. «Ὅρος γὰρ τοῦ

πράγματος, ὁ λόγος τῆς οὐσιώδους δυνάμεως κυρίως ἐστίν, ἧς ἀναιρουμέ-

νέργεια καὶ ἀλήθεια ὡς ἐξωοντολογικός, διαυγὴς ὁρίζοντας.

Οἱ ποιότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τὰ ἰδιώματά της δὲν εἶ -

ναι ψιλὲς117 καὶ ἀφηρημένες ἔννοιες ἀλλὰ οὐσιώδεις118, ἔχουν

δηλαδὴ δυναμικὸ περιεχόμενο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐνεργεῖται πρωτο-

γενῶς καὶ διαυγῶς ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ὁποῖο δὲν αἴρεται καὶ δὲν

ἀναιρεῖται σὲ κάποιο ἀποδεδειγμένο καὶ περιεκτικὸ ὑποκείμε-

νό τους. «(…) τὸ μὴ ἀνυπόστατον, οὐχ ὑπόστασιν εἶναι τὴν

φύσιν ποιεῖ, ἀλλ’ ἐνυπόστατον, ἵνα μὴ ὡς συμβεβηκὸς ἐπινοίᾳ

μόνῃ λαμβάνεται, ἀλλ’ ὡς εἶδος πραγματικῶς θεωρῆται (…)

τὸ ἐνεργόν, ἤγουν ἐνεργητικόν, τὸ ἐνδύναμον σημαίνει κυ-

ρίως. Ἐνδύναμον δέ ἐστι τὸ οὐσιώδη καὶ φυσικὴν ἔχον τὴν δύ-

ναμιν. Οὐκοῦν τὸ μὴ ἀνυποστάτους ἢ ἀνενεργήτους ἐπὶ Χρι-

στοῦ τὰς φύσεις ὁμολογεῖν, οὐκ ἔστιν ὑποστάσεις ἢ ἐνεργοῦν -

τας συνάγειν, ἀλλὰ τὰς οὐσιώδεις αὐτῶν καὶ φυσικὰς ὑπάρ-

ξεις τε καὶ ἐνεργείας ὀρθοδόξως ὁμολογεῖν, εἰς τὴν τοῦ ἐξ αὐ -

τῶν, καὶ ἐν αὐταῖς ὄντος καὶ κατ’ αὐτάς, φημὶ δὲ τὰς φύσεις,

καθ’ ἕνωσιν τὴν ἀδιάσπαστον ἐνεργοῦντος Θεοῦ Λόγου σε-

σαρκωμένου, πίστωσιν ἀληθῆ καὶ βεβαίωσιν»119. Δὲν εἶναι ἡ

ἐνέργεια ὑποκειμενικὴ ἐπίδοση ἑνὸς εἰδοποιημένου καὶ αὐτεν-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 269

νης, συναναιρεῖται πάντως καὶ τὸ ὑποκείμενον». Πρόκειται γιὰ μία θέση

ἐντελῶς ἀντίθετη ἀπὸ τὴν διαλεκτική, ἀφαιρετικὴ καὶ αὐτομηδενιστικὴ σμί-

κρυνση τῆς οὐσίας, τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἀλήθειας ὡς ὑποκειμένου.

117. Ὅ.ἀ., P.G. 91, 256BC.

118. Ὁ Β. Τατάκης, Μελετήματα Χριστιανικῆς Φιλοσοφίας, ὅ.ἀ., σ. 49,

ἀναφέρεται στὴν γνωστὴ ἐξ οὐκ ὄντων δημιουργία τοῦ κόσμου ἐν ἀντιθέσει

πρὸς τὸν διακοσμητὴ εἰδοποιὸ ἑλληνικὸ Θεὸ ὅπως αὐτὴ ἀναπτύσσεται στὴν

«Ἑξαήμερο» τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἡ θεολογικὴ κτισιολογικὴ αὐτὴ ἀλήθεια το-

ποθετεῖ τὴν κοσμογονικὴ καὶ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὄχι στὴν εἰδο-

ποιητικὴ ὀντοποίηση τοῦ κόσμου ἀλλὰ στὴν οὐσιώδη πανταχόθεν ἐκπηγά-

ζουσα καὶ φυομένη κίνησή τους πρὸς τὸν ποιητὴ ποὺ καλεῖ τὰ ὄντα δὲν τὰ

ἐννοιοδοτεῖ. Καλεῖ τὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο τοῦ μηδενὸς πρὸς τὸ Εἶναι ὡς

ἀλήθεια ὄχι ὡς ὀντοποιημένα ὄντα. Τὰ καλεῖ πρὸς τὸ ριζικὸ κατ’ ἀρχὴν Εἶναι

ὡς ἀλήθεια, ὕπαρξη, δὲν τὰ ὀντο-ποιεῖ ὡς δῆθεν εἰδοποιὸς αἰτία ἀλλὰ τοὺς

χαρίζει τὴν πληρότητα τοῦ Εἶναι, καὶ εἶναι ὁ ἴδιος ἐκ-πληρωτικὸς ὁρίζοντας

τῆς ἀλήθειας καὶ κίνησής τους.

119. Κεφάλαια θεολογικὰ καὶ πολεμικά, P.G. 91, 205ABC.

νοιοδοτημένου διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ καὶ ἐκστατικὰ ὑπο-

κειμένου, παρὰ ἡ ἐνέργεια ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς θνη -

τῆς πρωτογενοῦς φύσης120, στὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο διαυ-

γοῦς ἐκπήγασης τῆς ἐλλείπουσας ἀλήθειας. Ἡ ὑπόσταση δὲν

εἶναι ὀντοποποίηση, ἐνεργοποιημένο εἶδος, οὐσία, actualitas,

actus purus, existentia. Ἡ φύση δὲν εἶναι περιουσία μιᾶς ὑπό-

στασης ἢ ἑνὸς ὑποκειμένου, δὲν εἶναι οὐσία (Substanz κατὰ

Hegel) ποὺ πρέπει νὰ ταυτιστεῖ καὶ νὰ ἀναιρεθεῖ σὲ ἕνα ἐκ -

στατικὸ καὶ κριτικὸ αὐτῆς καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του ὑποκείμενο,

παρὰ ἔχει ζωτικὴ δύναμη, τὴν ριζικότερη κριτικὴ δύναμη, ὡς

αἴσθηση τῆς ἔλλειψης τῆς ὄντως ἐλλείπουσας ἀλήθειας, πρὸς

τὴν ὁποία ὁ Θεὸς παρέχεται ὡς ὑπόσταση, δηλαδὴ ὡς ἀγαθὸς

ὑποστάτης. Παρέχεται συνεχῶς ὑπερρεαλιστικὰ ὡς αὐτὸς ὁ

ὁρίζοντας ὑποδοχῆς καὶ ἐκ-πλήρωσης τῆς διαυγοῦς, πρωτο-

γενοῦς καὶ πανταχόθεν ἐκπηγάζουσας ἐξωοντολογικῆς ἀλή-

θειας καὶ δὲν εἶναι ὑποκείμενο-ὑπόσταση ἐρίζουσα ὅτι εἶναι ἡ

τελικὴ καὶ ἀναγκαία, ἐκστατικά, διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ

καὶ ἐλλειπτικὰ ἀποδεδειγμένη καὶ ἀναιρετική-περιεκτικὴ ἔν -

νοια τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἀλήθειας. Τὸ ἐνυπόστατο121, ἡ ἀνθρώ-

270 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

120. Ἐνδιαφέρουσα θὰ ἦταν ἡ σύγκριση τοῦ Μαξίμου μὲ τὸν ὕστερο

Schelling π.χ. τοῦ ἔργου του γιὰ τὴν ἐλευθερία (Freiheitschrift) ἢ ἄλλων,

ὅπου ἀντὶ μιᾶς ἰδεαλιστικῆς παρουσιάζει μία Χριστολογία καὶ ὀντολογία ἀπὸ

τὸν ρεαλιστικό, χαοτικὸ καὶ μὴ ἰδεαλιστικὸ πυρήνα τοῦ Εἶναι. Ὅπως εἴδαμε

καὶ ὁ Μάξιμος ἐπικαλεῖται τὴν θεία ἄβυσσο ἀπὸ τὴν ἄβυσσο.

121. Ὁ Μ. Φαράντος στὸ σημαντικὸ ἔργο του «Χριστολογία, Ι. Τὸ ἐνυ-

πόστατον», Ἁθῆναι, 1972, ἀναφέρεται μὲ μεγάλη ἀναλυτικὴ καὶ ἱστορικο-

συστηματικὴ ἱκανότητα στὴν ἱστορία καὶ ἔννοια τοῦ «Ἐνυποστάτου». Ὁ K.

Barth τὸ ἀποδέχεται – ἐπειδὴ μᾶλλον κατ’ αὐτὸν καὶ σὲ συμφωνία πρὸς τὴν

εὐαγγελικὴ θεολογία ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει παθητική. Ὁ Bultmann

ἀποδέχεται ἕνα εἶδος προκατάληψης «Vorverständnis», τὸ ὁποῖο θὰ λέγαμε

ἔχει χαϊντεγγερειανὴ προέλευση καὶ ἔχει μόνο ἀρνητικὸ χαρακτήρα, ὡς μή-

κατανοεῖν, τὸ ὁποῖο συμβάλλει ἀρνητικὰ διαλεκτικὰ καὶ ὄχι θετικά. Αὐτὴ

εἶναι ἡ λειτουργία του ἐξ ἄλλου κατὰ ἕνα μέρος τόσο στὸν Hegel ὅσο καὶ στὸν

Gadamer. Οἱ ὑπόλοιποι προτεστάντες ἐκπρόσωποι κυρίως τοῦ Kulturprote-

stantismus δὲν τὸ δέχονται γιατὶ ἀναζητοῦν τὸν Ἰησοῦ ὡς ἀνθρώπινο ὁλό-

κληρο ἰδιαίτερο ἱστορικὸ πρόσωπο. Ἁναζητοῦν ἴσως τὸν συγκεκριμένο ἱστο-

πινη φύση τοῦ Χριστοῦ, δὲν αἴρεται, δὲν ἀναιρεῖται καὶ δὲν

εἰδοποιεῖται ἀπὸ τὴν ὑπόσταση ὡς δῆθεν ὑποκείμενό της παρὰ

ἐνεργεῖ τὴν ἀλήθειά της. Γιαυτὸ ἐνεργεῖ καὶ ἀληθεύει τὴν ὑ -

πόσταση τοῦ Χριστοῦ ἐνδοτριαδικά, δὲν εἶναι ἁπλὸ συνοδεῦον,

παθητικὸ καὶ νεκρὸ accessoire.

Ὅπως εἴδαμε ἡ οὐσία δὲν εἶναι ἀπαλλοτριωμένο περιεχό-

μενο τῆς ὑπόστασης ὡς ὑποκειμένου δηλαδὴ αὐτοεννοιοδοτη-

μένης ἔννοιας, ἀλλὰ εἶναι ἡ πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀληθεύει ἡ

ἀλήθεια τῆς ὑπόστασης. Ἔτσι ἡ ἔκφραση καὶ οἱ παρόμοιες

πρὸς αὐτὴ ὅπως «προελθὼν» «ἐκ τῆς φύσεως ἡμῶν» «κατὰ

σάρκα»122 πρέπει νὰ ἐκλαμβάνεται ὄχι ὡς ποιητικὴ ὑπερβολή,

ἀλλὰ ὡς χριστολογικὴ ἀλήθεια ποὺ ἀνατρέπει ὀντολογικὲς

καὶ κατηγοριολογικὲς σταθερὲς περὶ οὐσίας, ὑπόστασης, κα-

τηγορημάτων καὶ ἐλλειπτικῆς διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀπο-

δεικνυομένης ἀλήθειας. Τὸ «κατὰ σάρκα» δὲν δηλώνει πιὰ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 271

ρικὸ ἄνθρωπο ὡς Θεὸ ὅπως ἀναζητοῦν καὶ συστηματικὰ τὸ συγκεκριμένο

ἱστορικὸ πιστεῦον ἀνθρώπινο ὑποκείμενο, τὸ ὁποῖο καὶ κατὰ Hegel ὅπως εἴδα-

με καὶ κατὰ Bultmann, εἶναι ἡ πραγματικότητα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.

Κατὰ τὸν Μ. Φαράντο ἡ μεταχαλκηδόνεια θεολογία ἐξετάζει περαιτέρω τὸν

τρόπο ἑνώσεως τῶν δυὸ φύσεων. Ἔτσι παρέχει τὸν ἐξειδικευμένο πλέον ὅρο,

τὸ νόημα καὶ τὴν θεολογία τοῦ ἐνυποστάτου κυρίως μὲ τὸν Λεόντιο Βυζάν-

τιο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν εἶναι οὔτε ἀνυπόστατη καὶ ἀφηρημένη οὔτε ἀτο-

μικὴ ἀλλὰ ἐνυπόστατη στὴν ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ. Κέντρον καὶ φορεὺς τῆς

ἀνθρώπινης φύσης εἶναι ὁ Θεὸς Λόγος. Στὸ παρὸν κεφάλαιο γίνεται προ-

σπάθεια νὰ φανεῖ, ὅτι ὁ Μάξιμος δὲν βλέπει τὴν ἔννοια τῆς ὑπόστασης καὶ

τῶν προσώπων ὡς τὴν ἔννοια τοῦ ὑποκειμένου, παρμενιδικοῦ, ἀριστοτελικοῦ,

ἑγελειανοῦ ἢ μεταεγελειανοῦ-ὑπαρξιστικοῦ ὡς ὑποκειμένου τῆς οὐσίας του.

Κατ’ αὐτὸ ἴσως ἡ Χριστολογία του τῶν δυὸ φύσεων, θελήσεων καὶ ἐνεργειῶν

διαφοροποιεῖται καὶ προωθεῖται πέραν αὐτῆς τοῦ ἐνυποστάτου τοῦ Λεοντίου

Βυζαντίου. Ἁπ’ αὐτὴν δὲ τὴν ἄποψη φαίνεται ὅτι οἱ αἰτιάσεις τῆς εὐαγγε-

λικῆς θεολογίας περὶ παραθεώρησης τοῦ ἀνθρωπίνου παρανοοῦν καὶ ἀντι-

στρέφουν τὴν ἔννοια τοῦ ἐνυποστάτου ποὺ στὴν μαξιμιανὴ ἐκδοχή του εἶναι

ἀκριβῶς ἡ ἐνέργεια, ἀλήθευση καὶ παράσταση τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ Λό-

γου ἐκ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, πρὸς τὴν ὁποία προσφέρεται ὡς ὑπερρεαλι-

στικὸς ἀγαθὸς ὑποστάτης ἐκ-πλήρωσης καὶ δὲν εἶναι ἑγελειανὸ ὀντοποιη -

μένο ὑποκείμενο. Πρόκειται γιὰ μία ἐντελῶς ἄλλη σημασία καὶ ἐννοιοδότη-

ση τῶν ὅρων οὐσία καὶ ὑπόσταση.

122. Πεύσεις καὶ ἀποκρίσεις καὶ ἐρωτήσεις, P.G. 90, 821C.

ἕνα ἁπλὸ κατηγόρημα, συνοδεῦον συμβεβηκὸς τῆς ὑπόστα-

σης ὅπως συμβαίνει στὴν συνήθη ὀντολογία καὶ διαλεκτική,

ὅπου αὐτὸ τὸ κατηγόρημα καὶ ἡ ἀλήθειά του ἐπιστρέφει, ἀναι-

ρεῖται καὶ ἀποδεικνύεται διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ στὴν ὑπό-

σταση ὡς ὑποκείμενό του ἢ ριζικότερα στὴν κενὴ περιεχομέ-

νου καὶ τραγικὴ ἐλλειπτικὴ ἀποδεικτικὴ δύναμη. Ἔχουμε δη-

λαδὴ μιὰ ἀντιστροφὴ στὴν σχέση τοῦ ὑποκειμένου ἢ ὑπόστα-

σης πρὸς τὸ ἰδίωμα ἢ κατηγόρημα ἢ κυρίως μιὰ ἀντιστροφὴ

στὴν σχέση τοῦ Εἶναι πρὸς τὴν ἀλήθεια. Δὲν εἶναι ἡ ἀλήθεια

ἐλλειπτικὴ ἀπόδειξη ἑνὸς ὑπαρκτοῦ ἢ κριτηρίου, παρὰ τὸ Εἶ -

ναι ἀποτελεῖ ἀποτέλεσμα, πέρας τῆς ἐξωοντολογικῆς του ἀ -

λήθειας στὸν χῶρο ἔλλειψης καὶ ἐρώτησης, ὁ ὁποῖος εἶναι

πρωτεύων, ἐξωοντολογικός, διαυγὴς ὁρίζοντας τῆς ἀλήθειας,

ἔναντι τοῦ ὁποίου ἡ συνήθης διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ περι-

φρούρηση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὸν Πλάτωνα μέχρι

τὸν Χέγκελ, Στίρνερ καὶ Νίτσε εἶναι ἐλλειπτική. Ἔχουμε μιὰ

καινοφανῆ «ὀντολογικὴ» καὶ «λογικὴ» ἄποψη περὶ τῆς ἐννοί-

ας τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι λέγει ὁ Μάξιμος: «Ἐπειδή φησιν, ὡς

πρὸς τὴν ἄκρατόν τε καὶ ἄκραν θεολογίαν, δεύτερός ἐστιν ὁ

τῆς σαρκώσεως λόγος, ἡ μὲν γὰρ τοῦ περὶ τὴν οὐσίαν ἄκρον

καθέστηκε λόγου, ὁ δὲ τῆς κατὰ τὴν πρόνοιαν ἀκροτάτης

ἐνεργείας ὑπάρχει συνεκτικός, ὑποκάτωθεν ἀνατολὴ προση-

γορεύθη τῷ Πνεύματι»123. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς χαλκηδόνειας

Χριστολογίας τοῦ Μαξίμου καὶ τῆς πιὸ πάνω παρουσιασμέ-

νης ἑρμηνευτικῆς της μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε πλέον τὶς

ἐκφράσεις ὅπως «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», «Θεοτόκος», «πρωτό-

τοκος τῶν νεκρῶν» ἢ τὶς ἐκφράσεις «σαρκωθείς», «σταυρω-

θείς», «ἀναστάς», «ἀναληφθείς», ἐκτὸς τῆς ἐλλειπτικῆς ἔν -

νοιας τῆς ἀλήθειας, κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἐδήλωναν ἕνα ἁπλὸ

κατηγόρημα ἑνὸς διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένου

καὶ ἀναιρετικοῦ ὑποκειμένου ἢ τῆς κενῆς του ἀποδεικτικῆς

δύναμης καὶ κίνησης. Οἱ ἐκφράσεις αὐτὲς σημαίνουν ἀντι-

272 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

123. Πρὸς Θαλάσσιον περὶ ἀποριῶν, P.G. 90, 532B.

στροφὴ ἐντὸς τῆς πρότασης στὴ σχέση ὑποκειμένου καὶ κα-

τηγορήματος, Εἶναι καὶ ἀλήθειας. Ἡ λέξη «σαρκωθεὶς» δὲν

εἶναι μιὰ μετοχὴ ποὺ μετέχει στὸ ὑποκείμενο μιᾶς πρότασης

ἀλλὰ ρηματικὸς τύπος ποὺ ἀναστρέφει τὴν πορεία τοῦ ρήμα-

τος καὶ τῆς ρηματικῆς αὐτῆς ἔκφρασης καὶ παρέχει μιὰ ἄλλη

ἔννοια τῆς ἀλήθειας. Τὸ ρῆμα δὲν συνδέει πιὰ ὑποκείμενο καὶ

κατηγόρημα, παρὰ ἀποτελεῖ τὴν ἐξωοντολογική, πρωτογενῆ

καὶ διαυγῆ ἀλήθεια τοῦ κατηγορήματος, τὴν οὐσία καὶ ἐνέρ-

γειά του, στὴν ὁποία ἐκπηγάζει τὸ ὑποκείμενο ὁλόκληρο ὡς

ἀλήθεια. Δὲν εἶναι πιὰ ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι καὶ σαρκωθείς,

παρὰ ὁ σαρκωθεὶς Χριστὸς εἶναι ὁ Χριστὸς ἐξ ὁλοκλήρου.

Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι μόνο ὡς σαρκωθεὶς καὶ τοιουτοτρό-

πως ἀληθεύσας εἶναι ὁ Χριστός. Οἱ παύλειοι χριστολογικοὶ

ὕμνοι ποὺ φέρουν τὸν Χριστὸ κατερχόμενο εἰς τὰ κατώτατα

τῆς γῆς ὁδηγοῦν καὶ στὴν προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ ἐξ ὅλων

μόνο στὸ πέρας ὅλης αὐτῆς τῆς κίνησης ὅπου ἡ θεότητα ἀλη-

θεύει ὡς διαυγής, πρωτογενὴς ἐκπηγάζουσα ἀλήθεια καὶ ὄχι

ὡς ἐπαλήθευση μιᾶς διαλεκτικῆς ἰδιότροπης ὑπόστασης. Ὁ

Χριστὸς εἶναι σαρκωθεὶς ἐκ τῆς Θεοτόκου ποὺ εἶναι ὄντως

Θεοτόκος124. Ἔχουμε δύο γεννήσεις τοῦ Υἱοῦ, μιὰ ἀπὸ τὸν

Πατέρα καὶ μιὰ ἀπὸ τὴν Θεοτόκο125, τὴν «φυσικὴν ἀληθῶς

μητέραν τοῦ Θεοῦ γενομένην»126. «(…) τὸν αὐτὸν ἄνωθεν ἐκ

τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, καὶ τὸν αὐ -

τὸν κάτωθεν, (…)»127. Αὐτὸς ὁ Χριστὸς εἶναι συλληφθεὶς ἐκ

τῆς Θεοτόκου, κυηθείς, γεννηθείς, παθών, σταυρωθείς, τα-

φείς, ἀναστάς καὶ ἀναληφθείς. Οἱ δύο γεννήσεις αὐτὲς τοῦ

Χριστοῦ ἄνωθεν καὶ κάτωθεν καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἐκφράσεις καὶ

μετοχὲς ἔχουν τὴν ἴδια θεολογικὴ ἀλήθεια καὶ βαρύτητα περὶ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 273

124. Ἐπιστολή πρὸς Ἰωάννην Κουβικουλάριον, P.G. 91, 468A.

125. Ἐπιστολὴ πρὸς Ἰωάννην Κουβικουλάριον, P.G. 91, 504A. Ἴδε καί:

Ἐπιστολὴ πρὸς Πέτρον Ἰλλούστριον, P.G. 91, 521B.

126. Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν Βιζύῃ, Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, ΕΠΕ τόμ.

15Γ, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 62.

127. Ἐπιστολὴ πρὸς Πέτρον Ἰλλούστριον, P.G. 91, 537A.

τοῦ θείου προσώπου. Μᾶς βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε καλύτε-

ρα τὴν τριαδολογία, τὴν ἔννοια τῆς ὑπόστασης καὶ τοῦ προ-

σώπου στὸν Θεό, ποὺ δὲν εἶναι πλέον νομιναλιστικὴ ὑποκειμε-

νικὴ ἰδιοκτησία τῆς οὐσίας καὶ διαλεκτικὴ ἐκστατική-διορ-

θωτικὴ κοινωνία πρὸς παρόμοιες τέτοιες ὑποκειμενικὲς ὑπο-

στάσεις, παρὰ ὑπερρεαλιστικὴ ἐκπλήρωση κάθε ἀγαπητικῆς,

ἐξωοντολογικῆς διαυγοῦς ἀλήθειας καὶ ζωῆς. Ἐκφράσεις ὅ -

πως «μονογενὴς καὶ πρωτότοκος» ἢ «πρωτότοκος ἐκ νε -

κρῶν»128 δὲν δηλώνουν ἁπλὰ οἰκονομικὴ ἀλήθεια ὡς ὑπερβα-

θεῖσα διαλεκτικὴ στιγμὴ (Μoment κατὰ Hegel), ποὺ ἔχει ἀ -

ναιρεθεῖ στὴν ἀποδεδειγμένη καὶ περιεκτικὴ ἔννοια τῆς ὑπό-

στασης, ἀλλὰ τριαδολογικὴ ἀλήθεια ποὺ εἶναι πρωτογενὴς

καὶ διαυγὴς ἐκπήγαση τῆς θείας ἀλήθειας καὶ ζωῆς.

Μία Χριστολογία ποὺ ξεκινᾶ μὲ ἕναν ρεαλιστικὸ Θεό, ὁ

ὁποῖος ἀποδεικνύεται διαλεκτικὰ καὶ αὐτοκριτικὰ κατὰ τὴν

ἐλλειπτικὴ ἔννοια τῆς ἀλήθειας, παρέχει μιὰ ἑγελειανὴ Χρι-

στολογία ὅπου ἡ ἑτερότητα, ἀκόμη καὶ τὸ μηδέν, ἀκριβῶς καὶ

κυρίως αὐτό, συμπεριλαμβάνονται ὡς στιγμὲς (Momente)

ἐντὸς τοῦ ἔναντι αὐτῶν καὶ δι’ αὐτῶν διαλεκτικά-αὐτοκρι-

τικὰ διορθωμένου, διαμεσολαβημένου καὶ ἀποδεδειγμένου ὑ -

ποκειμένου. Μία τέτοια Χριστολογία μποροῦν νὰ παρουσιά-

σουν ἀκραιφνῶς οἱ E. Jüngel, H. Küng, U.v. Balthasar ὅπως

εἴδαμε. Καλύτερα δὲ ἀκόμη οἱ Παρμενίδης, Πλωτίνος, Hegel,

Stirner, Nietzsche, Adorno. Μία Χριστολογία στὴν ὁποία ἡ

ὑπόσταση τοῦ θείου Λόγου λειτουργεῖ ὡς διαλεκτικὰ ἀποδε-

δειγμένο, ἀναιρετικὸ καὶ περιεκτικὸ ὑποκείμενο, εἶδος γιὰ τὶς

φύσεις του, μπορεῖ νὰ ἀντικατασταθεῖ καλύτερα ἀπὸ τὴν ἑγε-

λειανὴ Χριστολογία καὶ ὀντολογία καθὼς καὶ αὐτὴ τῶν προ-

αναφερθέντων φιλοσόφων. Τὴν καλύτερη δὲ συμπύκνωση

μιᾶς τέτοιας ὀντολογίας καὶ διαλεκτικῆς μεγέθυνσης τοῦ μη-

δενὸς στὸ Εἶναι καὶ κατάρρευσης τοῦ Εἶναι στὸ μηδὲν ὡς ρι-

ζικότατο διορθωτικὸ μέτρο καὶ κίνητρο τῆς ἐλλειπτικῆς ἀλη-

274 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

128. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, P.G. 91, 1316A.

θευτικῆς κίνησης μᾶς δίνει ὁ M. Stirner στὸ ἔργο του «Der

Einzige und sein Eigentum» (ὅ.ἀ.). Διαφέρει ὁ Θεὸς ὡς ὑπο-

κείμενο καὶ ὑπόσταση, τὸ ὁποῖο διευρύνεται διαλεκτικὰ στὸ

πᾶν καὶ ἐπιστρέφει στὸ τίποτε, στὴν ἰδιότροπη, διαλεκτικὰ ἀ -

ποδεδειγμένη ὑπόστασή του, ἀπὸ τὸν σαρκωμένο Λόγο τοῦ

Θεοῦ; Εἶναι ἡ σάρκα του καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση του περι-ου-

σία του ὡς ἀποδεδειγμένου ἢ ριζικότερα τῆς ἀποδεικτικῆς κε -

νῆς καὶ τραγικῆς δύναμης; Διαλεκτικὴ παρελθοῦσα καὶ ἀ -

ναιρεθεῖσα στιγμὴ (Moment), νεκρή, εἰδοποιημένη καὶ ἐννοι-

ολογημένη ἐντὸς τοῦ θείου ὑποκειμένου; Μία τέτοια Χριστο-

λογία οὐδόλως διαφέρει ἀπὸ τὴν ὀντολογία τοῦ Hegel, τοῦ

Stirner καὶ τῶν ἀνωτέρω ἀναφερομένων φιλοσόφων, ἀλλὰ καὶ

δυτικῶν θεολόγων. Τὴν ἀκραιφνέστερη Χριστολογία θὰ μπο-

ρούσαμε ἔτσι νὰ διαβάσουμε στὸ Hegel. Μόνο ἂν ἀλλάξουν ρι-

ζικὰ καὶ δραματικὰ οἱ ὀντολογικὲς συντεταγμένες καὶ ἔννοι-

ες περὶ Εἶναι, οὐσίας, ὑπόστασης προσώπου καὶ ἀλήθειας

μπορεῖ νὰ διαφανεῖ μιὰ διαφορετικὴ Χριστολογία καὶ τὰ «ὀν -

τολογικά» συνεπόμενά της.

Ἡ χαλκηδόνεια Χριστολογία τοῦ Μαξίμου στὴν ἑρμηνευ-

τικὴ ποὺ παρουσιάστηκε μᾶλλον παρέχει μιὰ τέτοια ἀνατρε-

πτικὴ διαφοροποίηση, ὅπου τὸ θεῖο πρόσωπο, ἡ θεία ὑπόσταση

δὲν εἶναι ὑποκείμενο, ἔννοια, διαλεκτικὰ διορθωμένη, περιε-

κτικὴ καὶ ἐλλειπτικὰ ἀποδεδειγμένη σμίκρυνση τοῦ Εἶναι καὶ

τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ὑπερρεαλιστικὸς ἐκ-πληρωτικὸς ὁρίζον-

τας τῆς διαυγῶς ἐκπηγάζουσας καὶ πρωτογενῶς ἐνεργουμέ-

νης ἀλήθειας ἐξωοντολογικά, ἐκεῖ ὅπου ἐρωτᾶται καὶ ἐλλείπει

ὡς ἐλλεῖπον, ἀπωλεσθὲν καὶ ἀρνηθέν: στὴν ἀνθρώπινη φύση

καὶ δὴ στὸν Ἅδη καὶ θάνατό της, ὅπου ἡ ἀλήθεια εἶναι ὄντως

ἀλήθεια, πρωτογενὴς πανταχόθεν ἐκπηγάζον διαυγὴς ἐξωον-

τολογικὸς ὁρίζοντας καὶ ὄχι διαλεκτικὴ ἐλλειπτικὰ ἀποδε-

δειγμένη ὀντοποιημένη ὑποκειμενικοποίηση καὶ περιεκτικὴ

σμίκρυνση αὐτῆς. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι

ἐνυπόστατο accessoire, νεκρὴ διαλεκτικὴ στιγμή, Moment

κα τὰ Hegel, εἰδοποιημένη καὶ ἐννοιολογημένη στὴν ὑπόσταση

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 275

τοῦ Λόγου ὡς ὑποκείμενο καὶ ἔννοιά της, ἀλλὰ ἐνεργεῖ τὸ ὅλο

πρόσωπο τοῦ Λόγου. Ὅτι «ἐνεργεῖ» ἢ «πράττει» ὁ Λόγος ἐν -

δοτριαδικὰ καὶ ἐξωτριαδικὰ πρέπει νὰ ἐνεργεῖται καὶ ἀπὸ τὴν

ἀνθρώπινη φύση του, ἀπὸ κάθε στοιχειακὸ μέρος της. Αὐτὸ

σημαίνουν οἱ ἐκφράσεις τοῦ Μαξίμου περὶ Σαββατισμοῦ, Σαβ-

βάτου Σαββάτων, θέρους τοῦ θέρους, ἀνακεφαλαίωσης τῶν

οὐρανῶν, ὑποκάτωθεν ἀνατολῆς, Θεοτόκου, Υἱοῦ τοῦ ἀν θρώ-

που, πρωτοτόκου τῶν νεκρῶν. Εἰδικὰ οἱ ἐκφράσεις Θεοτόκος,

Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ποὺ εἶναι γενικό-

τερα θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἢ ἡ εἰκονογράφηση τῆς

Ἁνάστασης ὡς καθόδου στὸν Ἅδη τί σημαίνουν; Δὲν σημαί-

νουν τὴν ἀντιστροφὴ στὴ σχέση Εἶναι ἢ ὑποκειμένου καὶ ἀλή-

θειας; Τὴν ἀντιστροφὴ θὰ λέγαμε μεταξὺ ὑποκειμένου καὶ κα-

τηγορήματος; Οἱ δοτικὲς «σώματι», «θανάτῳ» δὲν εἶναι δο-

τικὲς τοῦ μέσου πλέον γιὰ ἕνα ὑποκείμενο, παρὰ ἀντιστρέφουν

τὴν συνήθη προτασιακὴ διατύπωση καὶ ἀλήθεια. Δὲν εἶ ναι τὸ

ὑποκείμενο πού (σπεκουλατιβιστικὰ κατὰ Hegel) κινεῖται καὶ

ἀποδεικνύεται διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ στὸ κατηγόρημά του,

παρὰ ἀληθεύει ἐξωοντολογικὰ στὸν καὶ ἀπὸ τὸν χῶρο ποὺ

ἐλλείπει καὶ ἀδιέξοδα ἐρωτᾶται. Ὁ Θεὸς ἀληθεύει καὶ ἀνίστα-

ται ἀκριβῶς στὸν Ἅδη, στὸν χῶρο ποὺ ἐλλείπει. Ἔτσι νοεῖται

πλέον τὸ «θανάτῳ θάνατον πατήσας» καὶ ὄχι διαλεκτικὰ ἑγε-

λειανά. Ὁ σταυρός, τὸ ἰκρίωμα τῆς καταδίκης γίνεται τὸ ἅρμα

τοῦ νικητοῦ κατὰ Ὠριγένη, σύμβολο, πηγὴ ζωῆς, γιατὶ ἀπὸ

ἐκεῖ ἐκπηγάζει ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση, γιατὶ εἶναι διαυγὴς

ἐκπηγάζων ὁρίζοντας ἀλήθειας καὶ περιεκτικὸ καὶ ἰδιότροπο

διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένο ὑποκείμενο.

Ἂς παρατεθοῦν ἐδῶ μερικὰ κείμενα γιὰ ἕνα θέμα καὶ μιὰ

ἄποψη ποὺ φυσικὰ μπορεῖ νὰ ἐγείρει περισσότερα ἐρωτήματα

ἀπὸ ὅσα θέματα λύνει. Ὁ φωτισμὸς τῶν θεμάτων προχωρεῖ

ὅμως μὲ ἐρωτήματα καὶ ὄχι μὲ δεδομένες ἀντιλήψεις. Ἁνα-

φέρονται στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ διαφεύγουν τὸ διαλεκτικὸ πα-

ράδειγμα ἐλλειπτικῆς ἀποδεικτικῆς ὀντοποίησης τῆς οὐσίας

τοῦ Εἶναι καὶ τῆς ἀλήθειας: «ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ

276 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσε

μορφὴν δούλου λαβών, (…) ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑ -

πήκοος μέχρι θανάτου, (…) διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε

καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2, 5-9).

«Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κα-

τώτερα μέρη τῆς γῆς; Ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς

ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα» (Ἐ -

φεσ. 4, 9-10). «Εἰς τὴν δομὴν τοῦ κόσμου παρατηρεῖται ἱεραρ-

χικὴ τάξις, διαίρεσις εἰς ἀνώτερον καὶ κατώτερον: Πυραμὶς

τοῦ εἶναι. Εἰς δὲ τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα εὑρίσκομεν τὴν ἰδέαν

τῆς ἰσότητας, ὡς ἔμμονον ἀπαίτησιν τῶν ἐγκάτων τῆς συνει-

δήσεως ἡμῶν. Οἱ μὲν (…) καταλήγουν εἰς τὸ συμπέρασμα τοῦ

ὀντολογικοῦ ἀναποφεύκτου τῆς ἀνισότητας εἰς τὴν κοσμικὴν

ὕπαρξιν καὶ εἰς τὸ ἀνθρώπινον εἶναι (…) οἱ δὲ (…) ἐπιδιώκουν

ἐμμόνως τὴν ἀποκατάστασιν τῆς κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τρι -

άδος πρωτογόνου ἰσότητος εἰς τὴν ὕπαρξιν τῆς ἀν θρωπότητος

(…). Ὁ Κύριος δὲν ἀρνεῖται τὸ γεγονὸς τῆς ἀνισότητας, τὴν

ἱεραρχίαν, τὴν διαίρεσιν εἰς ἀνώτερον καὶ κατώτερον, κρεῖττον

καὶ ἔλαττον, ἀλλ’ αὐτὴν τὴν πυραμίδα τοῦ εἶναι ἀνατρέπει διὰ

τῆς κορυφῆς πρὸς τὰ κάτω, καὶ τοιουτοτρόπως ἐγκαθιστᾶ τὴν

ἐσχάτην τελειότητα. Ἁναμφίβολος κορυφὴ τῆς πυραμίδος του

εἶναι τυγχάνη ὁ Ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μόνος ἀληθινὸς

Κύριος. (…). Εἰς τὸν βυθὸν τῆς ἀνεστραμμένης πυραμίδος, ἡ

βαθυτάτη κορυφή-πυθμὴν τῆς ὁποίας τυγχάνει ὁ ἐκ τῆς πρὸς

τὸν κόσμον ἀγάπης ἐσταυρωμένος Χριστός, ἐνεργεῖται ὅλως

ἰδιαιτέρα ζωή, φανεροῦται ὅλως ἰδιαίτερον φῶς, καὶ πνέει ἰδιαι-

τέρα εὐωδία· ἐκεῖ ἑλκύεται δι’ ἀγάπης ὁ ἀσκητής. Ἡ ἀγάπη

τοῦ Χριστοῦ πληγώνει τὸν ἐκλεκτό της, ἐπιφορτίζει καὶ κα-

θιστᾶ τὴν ζωὴν του ἐπίπονον, μέχρις ὅτου ἐπιτύχη τὴν τελευ-

ταία της ἐπιθυμίαν· ὁδοὺς δὲ πρὸς ἐπίτευξιν αὐτοῦ τοῦ ἐσχάτου

σκοποῦ ἐκλέγει ἀσυνήθεις»129.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 277

129. Ἁρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, «Ὁ γέρων Σιλουανός», Θεσσαλονίκη,

ἔκδ. Ὀρθ. Κυψέλη, ἄ.χ., σ. 244 κ.ἑ.

ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Ἡ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ κίνηση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἀλή-

θειας ὡς μηδενισμὸς εἶναι ἡ ἴδια ἡ διαλεκτικὴ κίνηση καὶ ἡ

οὐσία τῆς μεταφυσικῆς καὶ τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλή-

θειας ἀπὸ τὸν Πλάτωνα ὣς τὴν ἀποπεράτωσή της στὸ Νίτσε

καὶ πιὸ πρὶν στὸ Χέγκελ καὶ Στίρνερ. Δὲν εἶναι ἀποκλειστικὸ

χαρακτηριστικὸ τοῦ νεωτερικοῦ ἀνθρώπου ἢ μία περίοδος, ἡ

ὁποία ὑπερβαίνει πλέον τὴν ἐποχὴ τῆς δογματικῆς μεταφυσι -

κῆς, ἀλλὰ εἶναι ἤδη οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ

ἀρχέγονου ἀνθρώπου ποὺ θυσιάζει μέρος τῆς φύσης του γιὰ

χάρη τοῦ περιφρουρημένου καὶ θεμελιωμένου ὑποκειμένου του,

τὸ ὁποῖο μὲ τὴν ἀφαίρεση αὐτὴ ἐπιβιώνει ἔναντι τοῦ μηδενός.

Ὁ μηδενισμὸς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐσώτερη διαλεκτικὴ καὶ κριτικὴ

τῆς δογματικῆς μεταφυσικῆς ποὺ συνεχῶς θεσπίζει νεώτερα

καὶ πιὸ ἀποδεδειγμένα ὑποκείμενα ἀφαιρώντας τὴν ἀναπόδει-

κτη καὶ ἀμφισβητούμενη ὑπαρκτότητα ἐντὸς μιᾶς ὀντοποί-

ησης καὶ ὑποκειμενικοποίησης μὲ τὴν μορφὴ θεῶν, ἰδεῶν, ἀ -

ξιῶν, μέχρι τὸ τελικὸ περιεκτικὸ καὶ ἀφαιρετικὸ ὑποκείμενο

ποὺ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη αὐτοσυνειδησία. Τόσο κατὰ τὸν Hei-

degger ὅσο καὶ κατὰ τοὺς Horkheimer-Adorno ἡ ἴδια ἡ δογ-

ματικὴ μεταφυσικὴ τείνει συνεχῶς στὴν κριτικὴ καὶ αὐτομη-

δενιστικὴ θέσπιση ἑνὸς ἀποδεδειγμένου καὶ θεμελιωμένου ὑ -

ποκειμένου τοῦ Εἶναι ἔναντι τῆς ἀπωθημένης διαλεκτικῆς ὑ -

πόθεσης τῆς ἀνυπαρξίας του καὶ τῆς κρινόμενης ἀναλήθειας.

Μυθολογική-δογματικὴ καὶ κριτικὴ σκέψη ἐνυπάρχουν ἡ μιὰ

ἐντὸς τῆς ἄλλης. Ὁ μηδενισμὸς ὡς ἐνσυνείδητος καὶ ἐκστα-

τικὸς μηδενισμός, αὐτοκριτικός, αἰσθητικὸς καὶ πραγματι-

στικός, συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν συστηματικὴ διάγνωση καὶ

ὁλοκλήρωσή του καὶ ὡς τέτοιος ἀποτελεῖ κυρίαρχο χαρακτη-

ριστικὸ τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς. Ἡ διαλεκτική-αὐτοκρι-

τικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ ὑπαρκτοῦ εἶναι ἡ οὐσία

τῆς ἐλλειπτικῆς ἔννοιας τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν μυθολογικὴ ἀ -

παρχὴ τῆς σκέψης, μέχρι τὸν Πλάτωνα καὶ μέχρι τὸ Νίτσε.

Ἔτσι στὸν Χέγκελ ἐμφαντικὰ ἡ ἴδια ἡ ἀπόδειξη ὑπερέχει

κάθε δεδομένου ὑπαρκτοῦ καὶ κάθε ἰσχύουσας ἰδέας. Τὸ ὑπο-

κείμενο, στὸ ὁποῖο σκοπεύει νὰ ἀφιχθεῖ, δὲν εἶναι σταθερό, δια-

φωτιστικὸ καὶ ἁπλῶς μὴ ἀλλοτριωμένο στὰ πλαίσια τοῦ ἀντι-

κειμενικοῦ ἢ ὑποκειμενικοῦ ἰδεαλισμοῦ ποὺ ἀναζητοῦν ἕνα

ἀντίστοιχο δεδομένο ὑποκείμενο, παρὰ ἀποδεικνύεται καὶ αὐ -

τοθεσπίζεται πλήρως διαλεκτικὰ καὶ αὐτοκριτικά, ἀφοῦ ἡ ἀ -

πόδειξη ὑπερέχει κάθε δεδομένου περιεχομένου καὶ ὑποκειμέ-

νου. Ἡ διαλεκτικὴ κίνηση καὶ ἀπόδειξη δὲν μπορεῖ νὰ ἀφιχθεῖ

σὲ μιὰ τελικὴ ἔννοια τοῦ Εἶναι, παρὰ στὴν ἴδια τὴν διήκουσα

ἐριζομένη καὶ διαμεσολαβημένη ἀρνητικότητα ὅλων, ποὺ εἶ -

ναι τὸ μέτρο καὶ τὸ κίνητρο τῆς διονυσιακῆς, χορευτικῆς καὶ

τραγικῆς κενῆς ἀληθευτικῆς καὶ ἀποδεικτικῆς δύναμης καὶ

κίνησης, ἔτσι ὥστε νὰ δικαιολογεῖται, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀναιρεῖται

ἀπὸ αὐτὴν κάθε ὑπαρκτὸ καὶ κάθε ἔννοια. Τὸ μηδὲν εἶναι τὸ

ριζικὸ μέτρο καὶ κίνητρο τῆς ἀληθευτικῆς καὶ ἀποδεικτικῆς

κίνησης καὶ δύναμης. Κινητήρια δύναμη ἀλήθευσης εἶναι ἡ

κενὴ αἰσθητικὴ καὶ τραγικὴ δύναμη θέσπισης καὶ ὀρθῆς πε-

ριφρούρησης, ἀναίρεσης καὶ ἀπόδειξης ἔναντι τῆς ἀναλήθει-

ας, τοῦ μηδενός, τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου ποὺ εἶναι ἀκρι -

βῶς ἐλλειπτικὴ ἔναντι αὐτῶν καὶ ἀποδίδει τὴν κλασικὴ ἔννοια

τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὸν Πλάτωνα ὣς τὸ Νίτσε. Ἐμφαντικὰ αὐ -

τὸ κηρύσσεται στοὺς Stirner καὶ Nietzsche. Ὁ θάνατος τοῦ

Θεοῦ δὲν εἶναι ἁπλὰ φόνος τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου

ὡς διαφωτιστικοῦ καὶ ἐπὶ τέλους μὴ ἀλλοτριωμένου ὑποκει-

μένου, ἀλλὰ εἶναι ἀφ’ ἑνὸς διαλεκτικός-αὐτοκριτικὸς ἀποδει-

κτικὸς αὐτομηδενισμὸς τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφ’ ἑτέρου αὐ -

τομηδενισμὸς καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου ὡς πλήρως διαλε-

280 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

κτι κὴ καὶ αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξή του ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐλεύθε-

ρη περιεχομένου, ἀληθευτική, χορευτική, διονυσιακὴ καὶ τρα-

γικὴ κίνηση. Γιὰ νὰ πεθάνει ὁ Θεὸς πρέπει νὰ πεθάνει πρῶτα

ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποτελεῖ ἕνα τελικὸ περιεχομε-

νικὸ διαφωτισμένο ὑποκείμενο, ἀλλὰ ἕνα τραγικὰ καὶ αἰσθη-

τικὰ αὐτοθεσπιζόμενο καὶ αὐτοκαταστρεφόμενο ὑποκείμενο

ὡς διήκουσα, ἐριζομένη, μετρικὴ καὶ κινητήρια ἀρνητικότης

τῆς μουσικῆς καὶ χορευτικῆς ἀπόδειξης. Τὸ μεταανθρώπινο

θεσπίζεται ὡς ἀνθρώπινο. Μιὰ νέα ἱστορικὴ ἐποχὴ ἀνοίγεται,

κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος θὰ εἶναι τραγικὸ βιοτεχνολογικὸ

καὶ πνευματικὸ αἰσθητικὸ ἀπείκασμα χωρὶς οὐσιακὸ πρωτό-

τυπο. Ἡ προτεσταντικὴ Χριστολογία τοῦ Hegel ἀποδίδει ἐ -

ναρ γῶς τὸ σύστημά του καὶ τὴν διαλεκτική του. Ὁ κατὰ μιὰ

στιγμὴ διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἐνανθρωπήσας Χριστὸς εἶ -

ναι ὁ διονυσιακά, χορευτικὰ καὶ τραγικὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀ -

ληθευτικὴ καὶ ἀποδεικτικὴ δύναμη ἀποδεικνυόμενος Θεὸς καὶ

ὄχι ὁ ἀκίνητος Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀρνητικότης ὡς

ἐσώτερο μέτρο καὶ κίνητρο τῆς ἀληθευτικῆς κίνησης ἀποτε-

λεῖ τὸν πυρήνα της, τῆς ὁποίας ἡ ἀξίωση ἰσχύος εἶναι πάντα

τραγικὰ ἐλλειπτική. Ὁ Ηegel μιλᾶ γιὰ τετράδα καὶ ὄχι ἁπλῶς

τριάδα στὴν διαλεκτική του κίνηση. Στὴν Λογικὴ τῆς Οὐσίας

τὸ μηδὲν προηγεῖται τῆς θέσπισης τοῦ Εἶναι. Ποιά εἶναι ἡ ἀ -

πωλεσθεῖσα πρώτη στιγμή; Ποιό εἶναι τὸ πρωταρχικῶς ἀρ νη -

θὲν καὶ ἐλλεῖπον; Ποιά εἶναι ἡ ἐξωοντολογικὴ ἀλήθεια καὶ ὄχι

ἡ ἐλλειπτικὴ ἀπόδειξη τοῦ ἰσχύοντος ὑπαρκτοῦ καὶ κριτηρίου;

Ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής, ὡς ἄλλο παράδειγμα, ἀντίθετα

ἀνατρέποντας πλήρως αὐτὲς τὶς σταθερὲς δὲν θεωρεῖ ριζικὴ

τὴν ἐλλειπτικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθει-

ας, ἀλλὰ εἰσαγάγει τὴν ἔννοια τῆς διαυγῶς καὶ πρωτογενῶς

ἐκπηγάζουσας ἀλήθειας ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν χῶρο ἔλλειψης καὶ

ἐρώτησής της. Ἔτσι ὁ Χριστὸς γεννᾶται καὶ ἀληθεύει ὡς

«σκώληξ ἀπὸ σήψεως» καὶ «ὑποκάτωθεν ἀνατολή». Νικᾶ τὸν

θάνατο ὄχι «ἐν ἰσχύι ἀλλὰ ἐν κρίσει καὶ δικαιοσύνῃ». Τὸ πρό-

σωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδε-

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 281

δειγμένη καὶ ἀναιρετικὴ ὑπόσταση-ὑποκείμενο τῶν φύσεών

της, ἀλλὰ ὑπερρεαλιστικὸς ὁρίζοντας ἐκ-πλήρωσης, «ἀγαθὸς

ὑποστάτης» τῆς διαυγῶς, πρωτογενῶς καὶ ἐξωοντολογικῶς

ἐνεργουμένης ἀλήθειας τῶν φύσεων καὶ δὴ τῆς θνητῆς ἀν -

θρώπινης φύσης. Δὲν ἀποτελεῖ ἄτομο ἢ εἶδος τῶν φύσεων ὡς

περι-ουσίας του. Ὁ Χριστὸς εἶναι «ἐκ δύο φύσεων» καὶ παρα-

μένει «ἐν δύο φύσεσιν» καὶ μετὰ τὴν ἕνωση αὐτῶν, ἀφοῦ ἡ ὑ -

πόστασή του δὲν τὶς ἀναιρεῖ ἐντός της ὡς ὑποκείμενο αὐτῶν,

παρὰ εἶναι ἡ παριστανόμενη ἀλήθεια αὐτῶν. Ὁ Χριστὸς δὲν

ἔχει ὑποστατικὴ ἐνέργεια, παρὰ δύο φυσικὲς οἱ ὁποῖες δὲν δια-

μεσολαβοῦνται διαλεκτικὰ σὲ μιὰ ὑποστατικὴ ἡ μιὰ φυσική,

παρὰ ἐνεργοῦνται ὡς ἡ ἀλήθεια τῆς ὑπόστασης. Ἡ φυσικὴ

δύναμη, θέληση καὶ ἐνέργεια ἀποτελεῖ τὴν «οὐσία», τὸν ὅρο ἑ -

νὸς πράγματος. Ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν εἶναι accessoire, πα-

ρελθοντικὴ καὶ νεκρὴ στιγμή, ἀναιρεθεῖσα ἐντὸς τῆς διαλε-

κτικά-ἐκστατικὰ ἀποδεδειγμένης θείας ὑπόστασης καὶ ἐλ -

λειπτικῆς ἀποδεικτικῆς της δύναμης καὶ κίνησης, ἀλλὰ ἐνερ-

γεῖ καὶ ἀληθεύει τὴν ὅλη ὑπόσταση. Ἡ ἀνθρώπινη φύση συμ-

μετέχει στὴν τριαδικὴ ζωή, ἔχουμε μιὰ «ἀνακεφαλαίωση τῶν

ἐπουρανίων».

Ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ὑπερρεαλιστικὸ ὑποστάτη

τῆς ἐξωοντολογικῆς, διαυγοῦς καὶ πρωτογενῶς ἐκπηγάζου-

σας ἀλήθειας καὶ ὄχι διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἐλλειπτικὰ ἀ -

ποδεδειγμένο ὑποκείμενο-ὑπόσταση αὐτῆς. Εἶναι «ὑποκάτω-

θεν ἀνατολή», γεννηθεὶς ἐκ τῆς Θεοτόκου Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,

μὲ δύο γεννήσεις, ἄνωθεν καὶ «κάτωθεν», «πρωτότοκος τῶν

νεκρῶν», σταυρωθείς, καὶ ἐκ τοῦ Ἅδου ἀναστάς. Ἡ προτα-

σιακὴ διατύπωση καὶ ἀλήθεια, ἡ λογικὴ οὐσία τῆς δυτικῆς

μεταφυσικῆς καὶ δὴ στὸ Hegel ὡς σπεκουλατιβιστικὴ πρότα-

ση (spekulativer Satz), ὑφίσταται μιὰ κοσμογονικὴ καὶ καλύ-

τερα θεογονικὴ ἀντιστροφή. Δὲν εἶναι πιὰ τὸ ὑποκείμενο, τὸ

κατηγορούμενο, διαλεκτικά-αὐτοκριτικὰ ἀποδεδειγμένος φο-

ρέας τῶν κατηγορημάτων, τὰ ὁποῖα ἀπαλλοτριώνει καὶ ἀναι-

ρεῖ ἀπὸ τὴν ἐλλειπτικὴ ἀληθευτική του δύναμη ὡς «τινὰ κα-

282 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

τά τινος», ἀλλὰ ὑπερρεαλιστικὸς «ἀγαθὸς ὑποστάτης», ὁρί-

ζοντας ἐκπλήρωσης τῆς ἐξωοντολογικὰ προϋποτιθέμενης καὶ

παριστάμενης διαυγοῦς ἀλήθειας αὐτῶν. Προϋπόθεση τοῦ

«ὑ ποστάτη» εἶναι ἡ ἐκπηγάζουσα διαυγὴς καὶ πρωτογενὴς

ἀλήθεια. Ὁ Μάξιμος Ὁμολογητὴς διαφοροποιεῖται πλήρως ἀ -

πὸ τὸ παράδειγμα τῆς ἐλλειπτικῆς διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς

ἀπόδειξης τῆς ἀλήθειας.

Ἡ ἐλλειπτικὴ διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ ἀπόδειξη καὶ ἔννοια

τῆς ἀλήθειας ποὺ ξεκινᾶ ἐνδεικτικὰ στὸν Πλάτωνα μὲ τὸ πα-

ράδειγμα τοῦ ἀπὸ τὸ φῶς ἡμιφωτισμένου Σπηλαίου καὶ ἀπο-

περατώνεται στὸ Νίτσε μὲ τὸν ἐξερχόμενο ἀπὸ τὸ σπήλαιο

φωτεινὸ Ζαρατούστρα σὰν ἥλιο ἢ ἀστραπὴ ἀπὸ σκοτεινὰ ὄρη

ἢ νέφη εἶναι ἡ ἀναγκαία τραγικὴ ὑπεροχὴ τῆς ἀποδεικτικῆς

κενῆς αἰσθητικῆς δύναμης καὶ κίνησης ἐπὶ τῆς κάθε ἰσχύου-

σας ἀληθοῦς μορφῆς ποὺ δὲν ἐρωτᾶ καὶ δὲν ἐρευνᾶ τὴν ἐκπή-

γαση τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια, τὸ μηδέν, τὸν ἐξωον-

τολογικὸ χῶρο, ὥστε νὰ εἶναι ἀκριβῶς ἐλλειπτικὴ περιφρού-

ρηση καὶ ἀπόδειξη ἔναντι αὐτῶν. Μήπως ἡ ἀναζήτηση τῆς

ἐκπήγασης τῆς ἀλήθειας ἀπὸ αὐτὸ τὸν χῶρο εἶναι μιὰ ρομαν-

τική, ἀτελέσφορη καὶ ἐξ ἴσου τραγικὴ προσπάθεια καταδικα-

σμένη σὲ ἀποτυχία; «τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον, του-

τέστι Χριστὸν ἐκ νε κρῶν ἀναγαγεῖν;» ρωτᾶ ὁ Μάξιμος, ὅπως

εἴδαμε. Εἶναι δυνατὴ ἡ ἀλήθεια ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἀναλήθει-

ας, τοῦ μηδενός, τοῦ ἐξωοντολογικοῦ χώρου; Πάντως ἡ περι-

φρούρηση καὶ ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας ἔναντι αὐτῶν εἶναι ἐλ -

λειπτική. Μόνο ἡ διαυγῶς καὶ πρωτογενῶς ἐκπηγάζουσα ἀ -

λήθεια ἀπὸ αὐτὸν τὸν χῶρο δὲν θὰ εἶναι ἐλλειπτική. Ὅμως ἡ

πραγματικότητα τῆς ἀναλήθειας, τοῦ μηδενός, τοῦ ἐξωοντο-

λογικοῦ χώρου ἐρώτησης, στὸν ὁποῖο ἀνήκουμε, δηλώνει ἐμ -

φαντικά, ὅτι ἤδη προβαίνουμε στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας

στὸν καὶ ἀπὸ τὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο ἐρώτησης μιᾶς ἐλλεί-

πουσας ἀλήθειας καὶ ὅτι τὸ κριτήριο ὀρθότητας καὶ ἀπόδειξης

εἶναι μιὰ δευτερογενὴς ἐφαρμογὴ ἁπλῶς ἀναλυτικῆς φύσης!

Ἁλλιῶς δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ ἀναλήθεια, τὸ μηδέν, ἡ ἐρώτηση τῆς

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 283

ἐλλείπουσας ἀλήθειας! Ἁπὸ ἕνα ὀρθὸ καὶ ἐπαληθευόμενο κρι-

τήριο προέρχεται μόνο ἐπαληθευμένη, ἀποδεδειγμένη καὶ ὀρθὴ

ἀλήθεια καὶ ὄχι ἀναλήθεια, μηδέν, θάνατος. Ἄρα τὸ βαθύτε-

ρο «κριτήριο» μὲ τὸ ὁποῖο ἐρωτᾶμε καὶ ἀναδεικνύουμε τὴν

ἀλήθεια εἶναι τὸ ἐρώτημα μιᾶς ὄντως ἐλλείπουσας ἀλήθειας!

Μὲ αὐτὴ τὴν «ἀρ χή» πορευόμαστε ἤδη! Τὸ διαλεκτικό-αὐτο-

κριτικὸ κριτήριο ὀρθότητας καὶ ἀπόδειξης τίθεται ἐκ τῶν ὑ -

στέρων. Πρέπει ἑπομένως νὰ ἀφιχθοῦμε σὲ αὐτὴ τὴν ριζικὴ

ἐρώτηση τῆς ἐλ λείπουσας ἀλήθειας καὶ στὰ πιθανὰ κριτήριά

της μὲ μιὰ αὐ τοκριτική, εἰδολογική, φαινομενολογικὴ κάθαρ-

ση καὶ διαφώτιση; Αὐτὴ θὰ ἦταν προφανῶς μιὰ κυκλικὴ καὶ

διαλεκτική-αὐτοκριτικὴ προσπάθεια ἄφιξης σὲ ἕνα καθαρὸ

καὶ δεδομένο «εἶδος» ἐφαρμογῆς καὶ ἀπόδειξης. Ἡ ἴδια ἡ ση-

μασία τῆς ἐ ξωοντολογικὰ ἐρωτώμενης ἀλήθειας δηλώνει, ὅτι

τέτοια εἴδη δὲν ὑπάρχουν οὔτε τρόπος νὰ ἀφιχθεῖ κανεὶς σὲ

αὐτά. Βρισκόμαστε ἤδη καὶ ἐργαζόμαστε μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς

ἐλλείπουσας ἀλήθειας. Αὐτὸ ὑπερέχει κάθε ἄλλου κριτηρίου

ἀπόδειξης ποὺ τίθεται ἐκ τῶν ὑστέρων ἀναλυτικά. Τὸ ἐρώτη-

μα τῆς ἐλλείπουσας ἀλήθειας εἶναι αὐτὸ ποὺ πάντα κινεῖ τὴν

σύνθεση καὶ (ὄχι διαλεκτικά-αὐτοκριτικά) αἰσθητικὴ θέσπι-

ση τῆς ἀλήθειας. Μετὰ τὴν αἰσθητικὴ θέσπιση καὶ ἐκπήγαση

τῆς ἀλήθειας ἐφαρμόζεται τὸ κριτήριο ἀπόδειξης. Τὸ θέμα

εἶναι νὰ μποροῦμε νὰ ἀποδεχτοῦμε, ὅτι πάντα τὴν στιγμὴ τῆς

γέννησης καὶ θέσπισης τῆς ἀλήθειας βρισκόμαστε στὸν Ἅδη

καὶ στὸν ἐξωοντολογικὸ χῶρο ἐρώτησης τῆς ἐλλείπουσας

ἀλήθειας. Εἴμαστε ὡς αὐτὴ ἡ ἐρώτηση καὶ δὲν τὴν χρησιμο-

ποιοῦμε μεθοδολογικὰ ὡς στιγμὴ γιὰ τὴν ἐπίρρωσή μας, ἀφοῦ

αὐτὴ ὑ περβάλλει τὴν δεδομένη αὐτοσχεσία μας καὶ ἕνα

ἁπλῶς ἀπόλυτο ἀρνητικὸ κριτήριο ὀρθότητας καὶ διόρθωσης.

Εἴμαστε ὡς αὐτὴ ἡ ἐκπηγάζουσα ἀλήθεια. Σὲ αὐτὸν τὸν χῶ -

ρο ἐρώτησης εἴμαστε ἤδη, ἀλλὰ τὸν κρύβουν τὰ δευτερογενῶς

ἐφαρμοζόμενα κριτήρια ἀπόδειξης. Ὅσο πιὸ βαθειὰ καὶ πιὸ ἀ -

διέξοδα ἀφεθοῦμε στὴν ἐρώτηση αὐτή, τόσο πιὸ διαυγῶς θὰ

ἐκπηγάσει ἡ ἀλήθεια. Ἐγγύηση γιὰ ἕνα ἀληθὲς ἀποτέλεσμα

284 ΖΗΝΩΝ ΤΣΙΚΡΙΚΑΣ

φυσικὰ δὲν ὑπάρχει, οὔτε προσφέρεται ἕνα ὀρθὸ κριτήριο διαπί-

στωσης τῆς ἀναλήθειας, ἀφοῦ αὐτὸ ἀποδείχθηκε ἤδη ἀνεπαρ-

κές. Ἡ ἴδια ἡ αἴσθηση ἔλλειψης καὶ ἐρώτησης τῆς ἐλλείπου-

σας ἀλήθειας καὶ ὄχι ἕνα ὀρθὸ κριτήριο ἐπαλήθευσης μπορεῖ

νὰ αἰσθανθεῖ καὶ νὰ διαγνώσει τὴν ἀναλήθεια καὶ στὴ συνέ-

χεια νὰ ἐρωτήσει καὶ νὰ γίνει χῶρος ἐκπήγασης τῆς ἐλλεί-

πουσας ἀλήθειας. Ἡ αἴσθηση ἔλλειψης καὶ ἡ ἐρώτηση τῆς

ὄν τως ἐλλείπουσας ἀλήθειας εἶναι τὸ βαθύτερο «κριτήριο» ἀ -

λήθειας. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ἀδιέξοδη ἐρώτηση καὶ ἔλλειψη

στὴν διαυγῆ ἐκπήγαση τῆς ἐλλείπουσας ἀλήθειας εἶναι ἄμε-

σο, ἐπειδὴ αὐτὴ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἕνα κριτήριο ἐλλειπτικῆς

διαλεκτικῆς-αὐτοκριτικῆς ἀπόδειξης ποὺ ἀκυρώνει τραγικὰ

τὴν ἴδια τὴν οὐσία καὶ ἰδέα τῆς ἀλήθειας. Ἡ παρουσίαση αὐτὴ

ἀπαιτεῖ μιὰ περαιτέρω μελέτη.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ… 285