Χόμπσμπαουμ και Μπένγιαμιν για τον ιστορικό υλισμό

24
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης ΠΜΣ Πολιτική Επιστήμη & Κοινωνιολογία Μάθημα: Πολιτική Ιστορία, Ιστορία του Πολιτικού Καθηγητής Γιώργος Θεοδωρίδης Φοιτητής Οδυσσέας Αϊβαλής 13502 Θέμα: Χόμπσμπαουμ και Μπένγιαμιν για τον ιστορικό υλισμό 1

Transcript of Χόμπσμπαουμ και Μπένγιαμιν για τον ιστορικό υλισμό

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης

ΠΜΣ Πολιτική Επιστήμη & Κοινωνιολογία

Μάθημα: Πολιτική Ιστορία, Ιστορία του Πολιτικού

Καθηγητής Γιώργος Θεοδωρίδης

Φοιτητής Οδυσσέας Αϊβαλής

13502

Θέμα: Χόμπσμπαουμ και Μπένγιαμιν για τον ιστορικό

υλισμό

1

Αθήνα 2014

Περιεχόμενα:

Α. Εισαγωγή..................................................3Β. Ιστορία και ιστορικός υλισμός.............................5

Γ. Η έννοια της προόδου στον Χόμπσμπαουμ και στον Μπένγιαμιν............................................................11

Δ. Για το φασιστικό φαινόμενο...............................14Βιβλιογραφία................................................17

2

Α. ΕισαγωγήΈρικ Χόμπσμπαουμ

Το σύνολο του έργου του Χόμπσμπαουμ για την εργασία

χαρακτηρίζεται από προσήλωση στην «ολότητα» των εμπειριών

της εργατικής τάξης. Χαρακτηριστική είναι η στροφή από

τις αυστηρές οικονομικές δομές, που χαρακτήριζαν την

κλασική μαρξιστική σκέψη σε μια ανάλυση η οποία βασιζόταν

στην έννοια της κουλτούρας, ως δημιουργικής απάντησης

των ανθρώπων στους ιστορικούς παράγοντες που ορίζουν τη

ζωή τους. Ο Χόμπσμπαουμ αρχικά έγραψε για την ιστορία των

εργατών στις αγγλικές πόλεις, τον καιρό της βιομηχανικής

επανάστασης. Ερεύνησε τον πολιτισμό, τις πρακτικές

έκφρασης της ταξικής ταυτότητας, τους μηχανισμούς

αλληλεγγύης, την οικογένεια, τα σπίτια, την ψυχαγωγία των

εργατών.

Το θέμα της «ολότητας» που περικλείει ο προσδιορισμός της

τάξης φαίνεται στα έργα παγκόσμιας ιστορίας, Η Εποχή των

Επαναστάσεων 1789-1848 και Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-

1875, στα οποία οι πραγματευόμενες ιστορικές περίοδοι

αντιμετωπίζονται ως αναπτυσσόμενα σύνολα στα οποία η3

πολιτική οικονομία, οι ταξικές σχέσεις του βιομηχανικού

καπιταλισμού προσδιορίζουν, δομούν ή σχηματίζουν την

ανάπτυξή τους, περιλαμβάνοντας στους κόλπους τους τις

επιστήμες, τις ιδέες, τη θρησκεία και τις τέχνες. Το

στοιχείο που διαφοροποίησε αυτά τα έργα είναι ότι

αλλάζουν την έννοια της Παγκόσμιας Ιστορίας, εισάγοντας

την έννοια της παγκοσμιοποιημένης ιστορίας. Οι παλιές

παγκόσμιες ιστορίες παρακολουθούσαν την πορεία του

πολιτισμού από χώρα σε χώρα με αποκορύφωμα την Ευρωπαϊκή

ιστορία. Η παγκοσμιοποιημένη ιστορία δεν έχει ιεραρχίες

και παρακολουθεί φαινόμενα που γίνονται παγκόσμια, που

εξαπλώνονται δηλαδή και τέμνουν εγκάρσια τις χώρες του

κόσμου. Τα συγκεκριμένα έργα αποτελούν δείγμα ενός

δεύτερου βασικού μεθοδολογικού άξονα που διαπνέει όλο το

έργο του: την κεντρικότητα της πάλης των τάξεων στην

ιστορική διαδικασία. Η περίοδος που πραγματεύτηκε στην

Εποχή των Επαναστάσεων ήταν για τον Χόμπσμπαουμ τα χρόνια

κατά τα οποία οι εμπειρίες των φτωχών εργαζομένων

οδήγησαν στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης και των

εργατικών κινημάτων, με έντονη τροφοδότηση από τη Γαλλική

και τη Βιομηχανική Επανάσταση.

Βάλτερ Μπένγιαμιν

Η σκέψη του Μπένγιαμιν εγγράφεται στην στρατευμένη

πολιτική υπέρ της «μαχόμενης καταπιεσμένης τάξης». Το

υποκείμενο της ιστορικής γνώσης καλείται να διαχειριστεί

τη μνήμη του παρελθόντος και τον χρόνο του παρόντος. Ο

4

συγγραφέας ταυτίζεται με τον «ιστορικό υλιστή», τον

κεντρικό ήρωα του κειμένου Θέσεις για τη φιλοσοφία της

ιστορίας, περιγράφει τη σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης,

προσδιορίζοντας τη στρατευμένη γραφή του Μπένγιαμιν

(Μπένγιαμιν,1983).

Το υποκείμενο της ιστορικής γνώσης είναι η καταπιεσμένη

τάξη. Στον Μαρξ εμφανίζεται σαν η τελευταία υποδουλωμένη,

σαν η εκδικήτρια τάξη, που ολοκληρώνει το έργο της

απελευθέρωσης στο όνομα γενεών ηττημένων. Η λανθασμένη

προσέγγιση των σοσιαλδημοκρατών της Γερμανίας βρίσκεται

στην εμμονή στην λύτρωση των μελλοντικών γενεών. Αντίθετα

η δύναμη που κινεί τις καταπιεσμένες τάξεις, είναι για

τον Μπένγιαμιν η μνήμη των υποδουλωμένων προγόνων. Έτσι η

ελπίδα αναδεικνύεται από την κρισιμότητα της μάχης, όπου

αν χαθεί τίποτα δε θα μείνει στάσιμο, ούτε και το

παρελθόν (Μπένγιαμιν 1983).

5

Β. Ιστορία και ιστορικός υλισμός

Ο μαρξισμός για τον Χόμπσμπαουμ αποτελεί μία δομική-

λειτουργική θεωρία για την κοινωνία, με δύο βασικά

χαρακτηριστικά, την ιεράρχηση των κοινωνικών φαινομένων

και την ύπαρξη εσωτερικών αντιθέσεων σε κάθε κοινωνία,

που εμποδίζουν τη διατήρηση του συστήματος. Αυτά τα δύο

χαρακτηριστικά του μαρξισμού του επιτρέπουν να εξηγεί το

γιατί οι κοινωνίες αλλάζουν και εξελίσσονται

(Χόμπσμπαουμ,1981, σ.18).

Μια από τις σημαντικές πτυχές που διακρίνει ο Χόμπσμπαουμ

στον Μαρξ είναι η συμβολή του ενάντια στον θετικισμό.

Ενάντια δηλαδή στη προσπάθεια να εξομοιωθεί η μελέτη των

κοινωνικών Επιστημών με τη μελέτη των φυσικών. Αυτό

συνεπάγεται την αναγνώριση των κοινωνιών ως συστημάτων

όπου οι άνθρωποι δημιουργούν σχέσεις, και οι σχέσεις που

ορίζονται από την παραγωγή και την αναπαραγωγή θεωρούνται

πρωταρχικές από τον Μαρξ. Συνεπάγεται επίσης την ανάλυση

της δομής και της λειτουργίας αυτών των συστημάτων σαν

αυθύπαρκτα σύνολα (Χόμπσμπαουμ, 1981, σ.17).

O Χόμπσμπαουμ αντιλαμβάνεται τον ιστορικό υλισμό σαν μία

θεωρία για την ιστορία που εξελίσσεται. Τα βασικά σημεία

που χρειάζονται ανάπτυξη είναι τα προβλήματα για τη φύση

6

και τη διαδοχή των κοινωνικών σχηματισμών και οι

μηχανισμοί της εσωτερικής τους εξέλιξης.

Ο Χόμπσμπαουμ έδινε ιδιαίτερο βάρος στην κοινωνιολογική

διάσταση του μαρξισμού, τον οποίο περιέγραψε ως μια

θεωρία για την κοινωνία και την ιστορία που προτάσσει την

ιεράρχηση των κοινωνικών φαινομένων και υποκειμένων, όπως

αυτά διαρθρώνονται στη βάση και το εποικοδόμημα,

παρέχοντας έτσι μια μέθοδο κατανόησης της κοινωνικής

αλλαγής. Υποστήριζε ότι η βάση αναφέρεται όχι

αποκλειστικά σε οικονομικές και τεχνολογικές σχέσεις,

αλλά στη «συνολικότητα των σχέσεων παραγωγής, στην

κοινωνική οργάνωση στην πλήρως εκτεταμένη έννοιά της,

όπως εφαρμόζεται σε ένα δοσμένο επίπεδο των υλικών

σχέσεων παραγωγής». «Η ιστορία είναι η πάλη των ανθρώπων

για ιδέες και εξίσου μια αντανάκλαση των υλικών

περιβαλλόντων τους», πρόσθετε στην ανάλυσή του,

υποστηρίζοντας παράλληλα ότι στην ιστορική σκέψη του Μαρξ

η οικονομική και η κοινωνιολογική διάσταση παράγονται

ταυτόχρονα.

Ο Χόμπσμπαουμ προσπάθησε να απαντήσει στο το ερώτημα αν

οι τάξεις και η ταξική πάλη ενυπάρχουν χωρίς ταξική

συνείδηση. Η τάξη στην πλήρη έννοιά της αποκτά ύπαρξη

στην ιστορική στιγμή που οι τάξεις ξεκινούν να

συγκεντρώνουν τη συνείδηση των εαυτών τους όπως είναι.

Όπου οι τάξεις υπάρχουν, από τη μία αναπτύσσονται τόσο με

βάση τις μεταξύ τους σχέσεις όσο και ως ολότητες που δεν

προσδιορίζονται μόνο από μία οπτική. Από την άλλη, οι

ταξικές και κοινωνικές διεργασίες δεν προσδιορίζονται7

μόνο από έναν παράγοντα, όπως για παράδειγμα την

οικονομία. Η τάξη δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία μόνο

οπτική μιας σχέσης, ούτε ακόμα και της οικονομικής.

Για τον Μπένγιαμιν, η ιστορία πρέπει να καταστεί πάλι

ενδιαφέρουσα και επικίνδυνη τοποθετώντας το παρόν στο

παρελθόν. Πρέπει να ενεργοποιηθεί η ιστορία κάνοντας το

παρελθόν δυναμικό. Σε αντίθεση με το αποστειρωμένο

μοντέλο της ιστορίας, ο Μπένγιαμιν προβάλει την

υποκειμενική σχέση με τον χρόνο, με την αφύπνιση στιγμών

του παρελθόντος στο παρόν. Έτσι μια ξεχασμένη στιγμή

αποκτά ένα νέο νόημα, ενώ μια παρούσα στιγμή

ενδυναμώνεται και αποκτά βάθος. Το παρόν λειτουργεί

απελευθερωτικά ως προς το παρελθόν και το παρελθόν

γονιμοποιεί το παρόν.

Η διαλεκτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παρόν και

σε μία συγκεκριμένη στιγμή του παρελθόντος, λειτουργεί

σαν αφορμή για τον μετασχηματισμό της παραδοσιακής

αντίληψης του ομοιογενούς χρόνου. Δημιουργείται ένα

ρήγμα, ένα ασυνεχές εντός του οποίου ο χρόνος

ακινητοποιείται και το παρελθόν γίνεται επικίνδυνο για

την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Η πορεία του ιστορικού

υλισμού βρίσκει ξανά τις εκρηκτικές απόκρυφες ενέργειες

που βρίσκονται σε μια δεδομένη στιγμή της ιστορίας

(Λεβί,2004. σ.166).

Το νοσταλγικό βλέμμα στο παρελθόν δεν σημαίνει

απαραιτήτως και οπισθοδρόμηση: αντίδραση και επανάσταση

8

συνυπάρχουν ως εν δυνάμει μορφές της ρομαντικής θέασης

του κόσμου. Για τον επαναστατικό ρομαντισμό, το

αντικειμενικό δεν είναι μια επιστροφή στο παρελθόν, αλλά

μια αλλαγή πορείας προς ένα ουτοπικό μέλλον (Λεβί, 2004).

Ο επαναστατικός ρομαντισμός αντιμετωπίζει το παρελθόν

αποκλειστικά υπό το πρίσμα της πορείας του προς ένα

ουτοπικό μέλλον· η νοσταλγία του χαμένου παραδείσου

επενδύεται με την ελπίδα ενός ριζοσπαστικά νέου

μέλλοντος.

Η σκέψη του Μπένγιαμιν συνδυάζει τον ιστορικό υλισμό με

τον εβραϊκό μεσσιανιασμό. Η έλευση του Μεσσία αντιστοιχεί

στην επαναστατική στιγμή των καταπιεσμένων τάξεων και την

αταξική κοινωνία. Παράλληλα, με την επικράτηση της

επανάστασης των καταπιεσμένων τάξεων, ο χρόνος

καταργείται και αναδεικνύεται το αιώνιο παρόν μέσα στο

οποίο λυτρώνεται ο χρόνος της ανθρωπότητας. Ο ωρολογιακός

χρόνος ταυτίζεται με τον χρόνο της κυρίαρχης τάξης,

προσπαθεί να τον κρατήσει αναλλοίωτο ώστε να

διαιωνίζεται.

Ο ιστορικισμός δικαιολογημένα ολοκληρώνεται με την

παγκόσμια ιστορία. Η υλιστική ιστοριογραφία διαχωρίζεται

απ' αυτήν ως προς τη μέθοδο με τη μεγαλύτερη ίσως

σαφήνεια από ότι με οποιαδήποτε άλλη. Η παγκόσμια ιστορία

δεν διαθέτει θεωρητικό εξοπλισμό. Η μέθοδός της είναι

προσθετική: προσφέρει ένα πλήθος στοιχείων για να γεμίσει

τον ομογενή και κενό χρόνο. Η υλιστική ιστοριογραφία, απ'

τη μεριά της, βασίζεται σε μία εποικοδομητική αρχή. Στη

9

σκέψη δεν συγκαταλέγεται μόνο η κίνηση των ιδεών, αλλά

και η ακινητοποίηση τους. Εκεί όπου η σκέψη ξαφνικά

σταματά σε έναν αστερισμό πλημμυρισμένο από εντάσεις, του

προκαλεί ένα σοκ, μέσω του οποίου αυτός ο αστερισμός

αποκρυσταλλώνεται ως μονάδα. Ο ιστορικός υλιστής

προσεγγίζει ένα ιστορικό αντικείμενο αποκλειστικά και

μόνο όταν το αντιμετωπίζει ως μονάδα. Σ' αυτή τη δομή

αναγνωρίζει το σημάδι μιας μεσσιανικής ακινητοποίησης των

γεγονότων ή, διαφορετικά διατυπωμένο, μιας επαναστατικής

δυνατότητας στον αγώνα για το υποδουλωμένο παρελθόν. Το

αντιλαμβάνεται αυτό, για να εκτινάξει μια συγκεκριμένη

εποχή από την ομογενή πορεία της ιστορίας• ανατινάζοντας

έτσι μια συγκεκριμένη ζωή από την εποχή ή ένα

συγκεκριμένο έργο από το έργο ζωής. Το καθαρό όφελος

αυτής της μεθόδου συνίσταται στο εξής: το έργο ζωής

διαφυλάσσεται μέσα στο έργο και ταυτόχρονα αναιρείται, η

εποχή μέσα στο έργο ζωής και ολόκληρη η ιστορική πορεία

μέσα στην εποχή.

«Ο ιστορικισμός δικαιολογημένα ολοκληρώνεται με την παγκόσμια ιστορία. Η

υλιστική ιστοριογραφία διαχωρίζεται απ' αυτήν ως προς τη μέθοδο με τη

μεγαλύτερη ίσως σαφήνεια από ότι με οποιαδήποτε άλλη. Η παγκόσμια

ιστορία δεν διαθέτει θεωρητικό εξοπλισμό. Η μέθοδός της είναι προσθετική:

προσφέρει ένα πλήθος στοιχείων για να γεμίσει τον ομογενή και κενό χρόνο.

Η υλιστική ιστοριογραφία, απ' τη μεριά της, βασίζεται σε μία εποικοδομητική

αρχή. Στη σκέψη δεν συγκαταλέγεται μόνο η κίνηση των ιδεών, αλλά και η

ακινητοποίηση* τους. Εκεί όπου η σκέψη ξαφνικά σταματά σε έναν αστερισμό

πλημμυρισμένο από εντάσεις, του προκαλεί ένα σοκ, μέσω του οποίου αυτός ο

αστερισμός αποκρυσταλλώνεται ως μονάδα. Ο ιστορικός υλιστής προσεγγίζει

10

ένα ιστορικό αντικείμενο αποκλειστικά και μόνο όταν το αντιμετωπίζει ως

μονάδα.» (Μπένγιαμιν, 1983. σ.17-18)

Ο χρόνος της προόδου είναι ο χρόνος των χρηματιστηρίων

και των τραπεζών, της αγοράς και των τόκων που

προέρχονται από ένα κεφάλαιο. Απέναντι σε αυτό το χρόνο

αντιπαρατίθεται ο χρόνος της μνήμης. Η επαναστατική

διαδικασία είναι μια στάση του χρόνου. Σταματά και το

παρελθόν και το παρόν έως ότου αρχίσουν να υπάρχουν

ψήγματα ελευθερίας και δικαιοσύνης. Ο επαναστατικός

αγώνας οφείλει να σταματήσει αυτό που έρχεται και αυτό

που έχει έρθει.

Η κατεστημένη ιστορική αφήγηση του παρελθόντος δίνει

έμφαση στην αλληλοδιαδοχή μεγάλων γεγονότων. Ο Μπένγιαμιν

εστιάζει στο περιθωριακό γεγονός της ιστορίας, που

θεωρείται ασήμαντο και ασυνεχές και το εξισώνει με τις

μεγάλες αφηγήσεις.

Επίσης είναι δυνατή μία ιδιότυπη θεολογία σε συνδυασμό με

τον ιστορικό υλισμό. Αυτή η θεολογία θα χρησιμεύει στην

αποκατάσταση της εκρηκτικής, μεσσιανικής, επαναστατικής

δύναμης του ιστορικού υλισμού, ο οποίος έχει εκπέσει σε

ένα άθλιο αυτόματο μέσω των επιγόνων του (Λεβί,2004.

σ.56). Η αναμνημόνευση, δηλαδή η στοχαστική σκέψη στη

συνείδηση των αδικιών του παρελθόντος ή της ιστορικής

αναζήτησης είναι ένα από τα καθήκοντα του θεολογικού

νάνου. Ο Μπένγιαμιν θεωρεί τη λύτρωση ως τη μόνη συνθήκη

που καθιστά χρήσιμη την απομνημόνευση. Η λύτρωση αυτή

είναι η χειραφέτηση των καταπιεσμένων. Και αυτή η

11

χειραφέτηση ασφαλώς είναι έργο των ίδιων των

καταπιεσμένων. Δεν πρόκειται όμως για ένα μόνιμο βλέμμα

στο παρελθόν αλλά και για μια παράλληλη δράση στο παρόν.

Στον Μπένγιαμιν η βιαιότητα της προφητικής παράδοσης και

η ριζοσπαστικότητα της μαρξιστικής οπτικής συνενώνονται

στην απαίτηση μιας σωτηρίας που δεν είναι μόνο

αποκατάσταση του παρελθόντος αλλά και δραστική

μεταμόρφωση του παρόντος (Λεβί,2004. σ.64-67).

«[…]η εικόνα που έχουμε για την ευτυχία είναι αδιάρρηκτα συνδεμένη με

εκείνη της απoλύτρωσης. Το ίδιο συμβαίνει με την εικόνα του παρελθόντος,

πράγμα που εισαγάγει την ιστορία στις υποθέσεις του. Το παρελθόν

κουβαλάει ένα μυστικό δείκτη, που το παραπέμπει στην απολύτρωση.[…]»

Θέση ΙΙ. (Μπένγιαμιν,1983)

Για τον Μπένγιαμιν η ιστορία είναι μια αλυσίδα νικών των

τάξεων που κυβερνούν. Όμως κάθε αγώνας του σήμερα φωτίζει

το παρελθόν και τις χαμένες μάχες που έχουν δοθεί. Καμιά

νίκη της αστικής τάξης δεν δικαιώνεται στο όνομα μιας

αναπόφευκτης ιστορικής προόδου. Οι σημερινοί αγώνες

αμφισβητούν τις ιστορικές νίκες των καταπιεστών, διότι

υπονομεύουν τη νομιμότητα της εξουσίας της παλιάς και της

σημερινής κυρίαρχης τάξης (Λεβί,2004. σ.77).

«Η ταξική πάλη, που δεν χάνει από τα μάτια του κανένας ιστορικός που έχει

διδαχτεί από τον Μαρξ, είναι μια πάλη για πράγματα ανεπεξέργαστα και

υλικά, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να υπάρξουν τα εκλεπτυσμένα και

πνευματικά. Παρ' όλα αυτά, δεν είναι με τη μορφή της λείας που πέφτει στα

χέρια του νικητή, που αυτά τα τελευταία κάνουν αισθητή την παρουσία τους

12

στην ταξική πάλη. Εκδηλώνονται σ' αυτή την πάλη σαν θάρρος, σαν

αυτοπεποίθηση, σαν χιούμορ, σαν επιτηδειότητα και επενεργούν βαθιά πίσω

στην άχλη του χρόνου. Θέτουν πάντα και κάθε φορά σε αμφισβήτηση κάθε

νίκη που έχει ποτέ επιτευχθεί από τους κυρίαρχους. Σαν λουλούδια που

γυρίζουν τους κάλυκές τους προς τον ήλιο, έτσι προσπαθούν και τα

περασμένα, εξαιτίας ενός ηλιοτροπισμού μυστικής φύσης, να στραφούν προς

την κατεύθυνση εκείνου του ήλιου που ανατέλλει στον ουρανό της ιστορίας. Ο

ιστορικός υλιστής πρέπει να είναι γνώστης αυτού του πιο αφανούς από όλους

τους μετασχηματισμούς.» Θέση ΙV

Θέση VII:

«[…]Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος χαρακτηρισμού της μεθόδου με την οποία

ήρθε σε ρήξη ο ιστορικός υλισμός. Πρόκειται για μια διαδικασία ταύτισης.

Αφετηρία της είναι η νωθρότητα της καρδιάς, η ακηδία, που αρνείται

απεγνωσμένα να συλλάβει την αυθεντική ιστορική εικόνα, που τόσο φευγαλέα

αστράφτει. Οι θεολόγοι του μεσαίωνα τη θεωρούσαν ως την πρωταρχική

πηγή της θλίψης. Ο Flaubert, που του ήταν οικεία, γράφει: "Peu de gens

deνineront combien il a fallu etre triste pour ressusciter Carthage". H φύση

αυτής της θλίψης γίνεται σαφέστερη όταν τίθεται το ερώτημα με ποιόν

ταυτίζεται στ' αλήθεια ο ακολουθητής του ιστορικισμού. Η απάντηση είναι

αναμφισβήτητη: με τον νικητή. Όμως οι εκάστοτε κυρίαρχοι είναι οι

κληρονόμοι όλων όσων νίκησαν κατά το παρελθόν. Έτσι η ταύτιση με τον

νικητή αποβαίνει κάθε φορά προς όφελος των εκάστοτε κυρίαρχων. Ο

ιστορικός υλιστής ξέρει τι σημαίνει αυτό. Όποιοι μέχρι σήμερα αναδείχτηκαν

νικητές βαδίζουν στη θριαμβευτική πομπή μαζί με τους σημερινούς

κυρίαρχους πάνω από τους υποταγμένους. Τα λάφυρα συνοδεύουν, όπως

13

συνέβαινε πάντοτε, τη θριαμβευτική πομπή.[…]» (Μπένγιαμιν,1983.

σ.10-11).

Το παρελθόν γίνεται κατανοητό μόνο μέσα από το παρόν. Η

αποκοπή του παρελθόντος από το παρόν οδηγεί στην κυρίαρχη

αντίληψη, για αυτόν τον λόγο ο Μπένγιαμιν αντιπαρατίθεται

με τον ιστορικισμό. Ο ιστορικισμός αναδεικνύει μία

συναισθηματική ταύτιση με τους νικητές της ιστορίας.

Αντίθετα ο στόχος του ιστορικού υλισμού είναι η απαλλαγή

της ιστορίας από την επιρροή του ιστορικισμού. Αυτό

σημαίνει αφενός την αντίληψη της ιστορικής διαδικασίας ως

μία πορεία από νίκες των κυρίαρχων τάξεων, με εξαιρέσεις

εξεγέρσεων των υποτελών τάξεων. Αφετέρου, η λύτρωση των

κυριαρχούμενων δεν θα έρθει φυσικά-ντετερμινιστικά, αλλά

θα είναι αποτέλεσμα της συνειδητής παρέμβασης στην

εξέλιξη των γεγονότων.

14

Γ. Η έννοια της προόδου στον Χόμπσμπαουμ και στον Μπένγιαμιν

Ο Μπένγιαμιν θα ασκήσει κριτική στην έννοια της προόδου

θεωρώντας την αντιδραστική κατασκευή που στερεί από το

υποκείμενο κάθε δυνατότητα για πράξη. Έδωσε έμφαση στο

πώς η διαφωτιστικό αίτημα της προόδου μετατράπηκε τον 19ο

αιώνα στο αντίθετό της, στην βεβαιότητα για το

αναπόφευκτο της βελτίωσης των κοινωνικών συνθηκών.

Σε αντίθεση με την ιδέα της εξέλιξης που διακρίνει τον

μαρξισμό της εποχής του, ο Μπένγιαμιν δεν αναγνωρίζει την

επανάσταση ως φυσικό αποτέλεσμα της οικονομικής και

τεχνικής προόδου. Αντίθετα, τη θεωρεί μια διακοπή της

ιστορικής ανάπτυξης, μιας ιστορικής ανάπτυξης που οδηγεί

στην καταστροφή.

Ο Μπένγιαμιν δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάποια εγγύηση ότι

οι ανθρώπινες κοινωνίες μέσω της επιστήμης, της τεχνικής,

του ορθού λόγου γίνονται λιγότερο άνισες, λιγότερο

15

αβίωτες για αυτούς που ζουν την εκμετάλλευση. Έτσι θεωρεί

την κατάσταση έκτακτης ανάγκης του φασιστικού φαινομένου,

ως κανόνα, μέσα στον οποίο πρέπει να δημιουργηθεί μία

πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης ώστε να

αντιμετωπιστεί ο φασισμός.

«Υπάρχει ένας πίνακας του Klee με το όνομα Angelυs Novus. Απεικονίζεται

εκεί ένας άγγελος που φαίνεται έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι όπου μένει

προσηλωμένο το βλέμμα του. Τα μάτια του είναι διάπλατα ανοιχτά, το στόμα

του ανοιχτό και οι φτερούγες του τεντωμένες. Έτσι ακριβώς πρέπει να είναι

και ο άγγελος της ιστορίας. Το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς το

παρελθόν. Όπου εμείς βλέπουμε μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μία

μοναδική καταστροφή, που συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων και τα

εκσφενδονίζει μπροστά στα πόδια του. Θα ήθελε να σταματήσει για μια

στιγμή, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να στήσει ξανά τα χαλάσματα. Μια

θύελλα σηκώνεται όμως από τη μεριά του Παράδεισου αδράχνοντας τις

φτερούγες του και είναι τόσο δυνατή που δεν μπορεί πια ο άγγελος να τις

κλείσει. Η θύελλα τον ωθεί ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο η πλάτη

του είναι στραμμένη, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φθάνει μπροστά του ως τον

ουρανό. Αυτό που εμείς αποκαλούμε πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα.» Θέση ΙΧ.

(Μπένγιαμιν,1983. σ12).

Σε αυτή τη θέση ο Μπένγιαμιν επιτίθεται στην πρόοδο που

οδηγεί σε καταστροφές, πολέμους και στην βαρβαρότητα,

έτσι ώστε η κόλαση να ταυτίζεται με το παρόν της

νεωτερικότητας. Η νεωτερική κοινωνία αποτελείται από

πραγμοποιημένα άτομα που επαναλαμβάνουν μια μηχανική

διαδικασία. Η κόλαση του παρόντος παίρνει και τη μορφή

του ναζισμού.

16

Η επανάσταση ως μεσσίας σταματά την πρόοδο και δημιουργεί

μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ανασυγκροτεί

το παρελθόν επιστρέφοντας στον πρωτόγονο κομμουνισμό και

δημιουργεί την αταξική κοινωνία του μέλλοντος.

Πραγματώνεται έτσι η κοινωνία που περιέχει όλο το

παρελθόν της ανθρωπότητας. Η αληθινή παγκόσμια ιστορία,

που θεμελιώνεται με την μνήμη όλων των θυμάτων, μπορεί να

γίνει πραγματικότητα μόνο στην αταξική κοινωνία του

μέλλοντος (Λεβί,2004. σ.122).

«[..]Τη στιγμή που οι πολιτικοί, στους οποίους οι εχθροί του φασισμού

στήριζαν τις ελπίδες τους, έχουν καταπέσει και έχουν επικυρώσει την ήττα

τους με την προδοσία των ίδιων των ιδανικών τους, ο τρόπος αυτός

αποσκοπεί στην απελευθέρωση του πολιτικού ανθρώπου από τα δίχτυα στα

οποία αυτοί τον παγίδευσαν. Ο συλλογισμός μας έχει σαν αφετηρία την

αντίληψη ότι η άκαμπτη πίστη αυτών των πολιτικών στην πρόοδο, η

εμπιστοσύνη στη "μαζική βάση" τους και τέλος η δουλική ένταξή τους σ' έναν

ανεξέλεγκτο μηχανισμό, απoτέλεσαν τρεις όψεις του ίδιου πράγματος.

Προσπαθεί να δώσει μια ιδέα για το πόσο ακριβά θα πρέπει πληρώσει η

προσαρμοσμένη σκέψη μας για μια σύλληψη της ιστορίας που αποφεύγει

κάθε εμπλοκή με τον τρόπο σκέψης στον οποίο αυτοί οι πολιτικοί

εξακολουθούν να υποτάσσονται.» Θέση Χ, (Μπένγιαμιν,1983.

σ.13).

Στη Θέση Χ ο Μπένγιαμιν ασκεί κριτική στις ψευδαισθήσεις

της αριστεράς για την τυφλή πίστη στην πρόοδο, την

εμπιστοσύνη στους υποστηρικτές της, την επιβεβαίωση από

τις μάζες και υποταγή σε ένα ανεξέλεγκτο όργανο. Η

17

ποσοτική συσσώρευση των παραγωγικών δυνάμεων, των

κεκτημένων του εργατικού κινήματος, του αριθμού των

οπαδών και ψηφοφόρων σε ένα γραμμικό κίνημα προόδου

ακαταμάχητο και αυτοματικό αποτελεί μια τραγικά

λανθασμένη αντίληψη της ιστορίας (Λεβί,2004. σ.127). Στον

αντίποδα αυτής της θέασης η επανάσταση στην

πραγματικότητα δεν είναι μια επιτάχυνση της προόδου αλλά

ένα άλμα έξω από αυτή.

Αντίθετα, ο Χόμπσμπαουμ θεωρεί την ιδέα της προόδου, μαζί

με την εξελικτική θεωρία, βασικό χαρακτηριστικό της

σκέψης του 19ου αιώνα, άρα και του Μαρξ. Χαρακτηριστικό

είναι το γεγονός ότι ο Μαρξ ήθελε να αφιερώσει το Κεφάλαιο

στον Κάρολο Δαρβίνο. Το κεντρικό ζήτημα της Ιστορίας

είναι η εξέλιξη της ανθρωπότητας από την εποχή των πρώτων

εργαλείων έως σήμερα. Χρειάζεται λοιπόν ένας μηχανισμός

που διαφοροποιεί τα διαφορετικά κοινωνικά σύνολα και

εξηγεί την μετατροπή των κοινωνιών. Ο έλεγχος της φύσης

από τον άνθρωπο συνεπάγεται μία πρόοδο για τον

Χόμπσμπαουμ, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα, που

μας επιτρέπει να μιλάμε για κοινωνική εξέλιξη

(Χόμπσμπαουμ,1981, σ.20).

Η πρόοδος του ανθρώπινου ελέγχου στη φύση οδηγεί σε

αλλαγές των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και στις κοινωνικές

σχέσεις της παραγωγής, οδηγώντας σε μία σειρά στη διαδοχή

των κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων. Οι κοινωνικές

σχέσεις παραγωγής δεν διαχωρίζονται από τις δυνάμεις

18

παραγωγής, έτσι λοιπόν οι εσωτερικές αντιθέσεις των

κοινωνικών συστημάτων οδηγούν στην αλλαγή και στην

εξέλιξη (Χόμπσμπαουμ,1981, σ.25).

Δ. Για το φασιστικό φαινόμενο

Το φαινόμενο του φασισμού, για τον Μπένγιαμιν, δεν είναι

ένα ατύχημα της Ιστορίας, κάτι το αφύσικο, μια

παραδοξότητα στο πλαίσιο της συνολικότερης προόδου.

Αντίθετα, ο φασισμός είναι η αντεστραμμένη όψη της

εργαλειακής λογικής και ένας συνδυασμός, τυπικός στη

19

νεωτερικότητα, τεχνικής προόδου με κοινωνική

οπισθοδρόμηση. Η σύνδεση προόδου και καταστροφής έχει

ιστορική σημασία για τον Μπένγιαμιν. Εξετάζοντας το

παρελθόν με την οπτική των καταπιεσμένων, παρατηρεί ότι

αυτό αντιπροσωπεύεται από μια αδιάκοπη σειρά

καταστροφικών ηττών. Οι εξεγέρσεις των σκλάβων, οι

περσικοί πόλεμοι, ο Ιούνιος του 1848, η Παρισινή Κομμούνα

και η Επανάσταση του Ιανουαρίου στο Βερολίνο διαμορφώνουν

εκείνη τη σειρά γεγονότων, συνεχώς μνημονευόμενη στα

γραπτά του, που απεικονίζει «ότι ο εχθρός δεν έχει

σταματήσει να κερδίζει» (Μπάγιερ,2011).

«Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η

"κατάσταση έκτακτης ανάγκης" που ζούμε τώρα δεν είναι η

εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Πρέπει να κατορθώσουμε να

συλλάβουμε την ιστορία έχοντας αυτή την επίγνωση. Τότε θα

διαπιστώσουμε καθαρά ότι αποστολή μας είναι να

δημιουργήσουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης

και έτσι θα βελτιωθεί η θέση μας στον αγώνα κατά του

φασισμού. Ένας λόγος που ο φασισμός έχει μια ευκαιρία

είναι γιατί, στο όνομα της προόδου, αντιμετωπίζεται από

τους αντιπάλους του σαν ιστορικό μέτρο. Η έκπληξη για το

πως τα πράγματα που ζούμε είναι "ακόμα" και στον εικοστό

αιώνα δυνατά, δεν είναι φιλοσοφική. Δεν είναι η απαρχή

μιας γνώσης - εκτός κι αν πρόκειται για τη γνώση πως η

αντίληψη της ιστορίας από την οποία κατάγεται δεν

ευσταθεί.» (Μπένγιαμιν, 1983. σ.11-12)

Το βασικό επίδικο της εποχής είναι ο φασισμός. Για τον

ιστορικισμό η εμφάνισή του είναι ένα ανεξήγητο φαινόμενο,20

μια ακατανόητη οπισθοδρόμηση στον συνεχή αγώνα της

ανθρωπότητας για περισσότερη δημοκρατία και ειρήνη.

Αντίθετα για τον Μπένγιαμιν πρόκειται για ένα ακόμα

επεισόδιο, το πιο πρόσφατο και βίαιο της διαρκούς

«κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» που παραδοσιακά βιώνουν οι

καταπιεσμένοι. σκιαγραφεί τη φύση του Γ’ Ράιχ σε μια

περίοδο που η αριστερά δέσμια στην ιδεολογία της προόδου

αδυνατούσε να δει τον επερχόμενο όλεθρο. Και όμως η

βιομηχανική πρόοδος και οι τεχνολογικές καινοτομίες

μπόρεσαν να συμβαδίζουν αρμονικά με τη ναζιστική

θηριωδία, για την ακρίβεια μόνο χάρη στις πρώτες κατέστη

δυνατή η δεύτερη. Ο φασισμός δεν ήταν ένα αναχρονιστικό

αμάρτημα του παρελθόντος αντίθετα εμφανίστηκε βαθειά

ριζωμένος στην πρόοδο και την τεχνολογική εξέλιξη. Μόνο

απαλλαγμένοι από την πεποίθηση πως πρόοδος και

βαρβαρότητα δεν συμβαδίζουν θα βελτιώσουμε τη θέση μας

στον αντιφασιστικό αγώνα.

Το λάθος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία

ηττήθηκε από τους ναζί, είναι ότι υιοθέτησε την αντίληψη

της προόδου, η οποία δεν βασίζονταν στην πραγματικότητα

αλλά σε δογματικούς ισχυρισμούς. Δηλαδή στην αδιάκοπη και

αναπότρεπτη εξέλιξη της ανθρωπότητας. Σε αυτήν την

εξέλιξη ο Μπένγιαμιν ασκεί κριτική, καθώς και στην

αντίληψη της προόδου μέσα σε έναν ομογενή και κενό χρόνο.

21

Για τον Χόμπσμπαουμ η άνοδος του φασισμού ήταν αποτέλεσμα

των ανυπέρβλητων εσωτερικών αντιφάσεων της καπιταλιστικής

οικονομίας, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1929

δημιούργησε μαζική ανεργία. Στη Γερμανία και στο

Ναζιστικό Κόμμα στα χρόνια της Ύφεσης τα περισσότερα μέλη

του ήταν άνεργοι (Χόμπσμπαουμ,2010. σ.126).

Η τάση ενδυνάμωσης της ριζοσπαστικής Δεξιάς ενισχύθηκε

την περίοδο της Ύφεσης σε συνδυασμό με τις αποτυχίες της

Αριστεράς. Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ήρθε σε δεινή

θέση εξαιτίας της Ύφεσης. Βασικός λόγος ήταν η πολιτική

της Κομιντέρν η οποία υποτίμησε τον κίνδυνο του

εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία και ακολούθησε διασπαστική

απομόνωση σε σχέση με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ο

Χίτλερ κατέστρεψε το Γερμανικό Κ.Κ. το 1934 και το

Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα εξαφανίστηκε επίσης από

το προσκήνιο Χόμπσμπαουμ,2010. σ.140-141).

Με την άνοδο του Χίτλερ στην Γερμανία το 1933, ο φασισμός

πήρε διαστάσεις γενικού κινήματος. Ο φασισμός είχε κοινά

σημεία με άλλα μη φασιστικά στοιχεία της Δεξιάς, όπως τον

εθνικισμό, τον αντικομμουνισμό και τον

αντιφιλελευθερισμό. Η βασική διαφορά μεταξύ φασιστικής

και μη φασιστικής Δεξιάς ήταν ότι ο φασισμός υπήρχε με

την κινητοποίηση των μαζών από τα κάτω (Χόμπσμπαουμ,2010.

σ.154-155).

Η άνοδος της ριζοσπαστικής Δεξιάς μετά τον πρώτο

παγκόσμιο πόλεμο αποτέλεσε απάντηση στον κίνδυνο της

κοινωνικής επανάστασης και της δυναμικής της εργατικής

22

τάξης. Το φασιστικό κίνημα προέκυψε ως αντίδραση απέναντι

στην επαναστατική αριστερά. Οι στρατιώτες του πρώτου

παγκοσμίου πολέμου, κυρίως από τη μεσαία και τη κατώτερη

μεσαία τάξη, σε μεγάλο βαθμό στράφηκαν στον εθνικισμό,

φτιάχνοντας μια μυθολογία για τη ριζοσπαστική Δεξιά.

Παραδείγματα αυτής της εθνικιστικής στροφής αποτελούν οι

freikorps στη Γερμανία και οι squadristi στην Ιταλία. Το

57% των πρώτων ιταλών φασιστών ήταν πρώην στρατιώτες.

Υπήρξε λοιπόν μια μειοψηφία για την οποία η εμπειρία

του πολέμου είχε κεντρική θέση και αποτελούσε πηγή

έμπνευσης. Επίσης, η αντίδραση της Δεξιάς εκδηλώθηκε

ενάντια σε όλα τα κινήματα της οργανωμένης εργατικής

τάξης που απειλούσε την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση

(Χόμπσμπαουμ,2010. σ.164-165).

23

Βιβλιογραφία

Λεβί, Μ. (2004). Walter Benjamin: Προμήνυμα κινδύνου. Αθήνα:

Πλέθρον.

Μπάγερ,B. (2011). ‘Ισχνή πρόοδος’, Transform, 8.

Μπένγιαμιν, Β. (1983). Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας. Αθήνα:

Ουτοπία.

Χόμπσμπαουμ, Ε. (1981). Η συμβολή του Καρόλου Μαρξ στην επιστήμη

της ιστορίας. Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε.-Μνήμων.

Χόμπσμπαουμ, Ε. (2010). Η Εποχή την Άκρων. Ο σύντομος εικοστός

αιώνας 1914-1991. Αθήνα: Θεμέλιο.

24