Οι έννοιες της αιτιότητας και της συγκρότησης στη...

15
1 Οι έννοιες της αιτιότητας και της συγκρότησης στη σχέση αντιληπτικού αντικειμένου και αντιληπτικού περιεχομένου 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας της Επιστήμης Αθήνα, 27 29 Νοεμβρίου 2014 Αμαλία Τσακίρη, ΕΚΠΑ _____________________________________________________________________________________________________________ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ένα κεντρικό ερώτημα σχετικά με την αντίληψη είναι το πώς αυτή αποκτά το περιεχόμενό της. Η κλασική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εμπλέκει κάποια μορφή αιτιότητας τέτοια που χαρακτηριστικά του αντιληπτικού αντικειμένου προσλαμβάνονται από το αρμόδιο αντιληπτικό όργανο, κωδικοποιούνται μέσω συγκεκριμένων νευροφυσιολογικών διεργασιών και αποτυπώνονται σε ένα πρότυπο εγκεφαλικής ενεργοποίησης που έχει την ιδιότητα να συμμεταβάλλεται με τρόπο ανάλογο της μεταβολής του εξωτερικού ερεθίσματος. Το εξωτερικό περιβάλλον παρέχει τις εισροές που επεξεργαζόμενες και εμπλουτιζόμενες με γνωσιακά στοιχεία δημιουργούν μια εσωτερική αποτύπωση του εξωτερικού κόσμου, δηλαδή μια αναπαράστασή του. Η συγκεκριμένη εκδοχή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει εσωτερική εγκεφαλική ενεργοποίηση που να οδηγεί σε αντιληπτικό αποτέλεσμα ίδιο με αυτό που προκλήθηκε από το εξωτερικό αντιληπτικό αντικείμενο, καθιστώντας έτσι πιθανή την ύπαρξη ενός εγκεφάλου μέσα σε μια γυάλα (Brain in a Vat, BIV) δηλαδή την δημιουργία αντιληπτικού περιεχομένου χωρίς να υπάρχει κάποιο πραγματικό αντικείμενο της αντίληψης (ψευδαίσθηση). Η αντιληπτική κατάσταση δεν εξατομικεύεται έτσι με βάση το εάν είναι σύμφωνη με μια εξωτερική πραγματικότητα παρά αποτελεί μια εσωτερική του εγκεφάλου κατάσταση, μια θέση που προσδιορίζεται ως ιντερναλισμός αντιληπτικού περιεχομένου. Διαφορετικά είναι τα πράγματα εάν θεωρήσουμε ότι το αντιληπτικό αντικείμενο δεν παίζει αιτιακό αλλά συγκροτητικό ρόλο για το αντιληπτικό περιεχόμενο. Στην περίπτωση αυτή καταργείται ο δυϊσμός αντικειμένου και περιεχομένου, ο δυϊσμός δηλαδή που αντιστοιχεί στη διάκριση μεταξύ αιτίου και αιτιατού. Το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν αποτυπώνει εσωτερικά το πώς είναι ο κόσμος εφόσον ο κόσμος είναι μέρος του. Η έννοια της αναπαράστασης παύει να ισχύει∙ στην περίπτωση αυτή ο ίδιος ο κόσμος αναπαριστά τον εαυτό του. Με αυτήν την

Transcript of Οι έννοιες της αιτιότητας και της συγκρότησης στη...

1

Οι έννοιες της αιτιότητας και της συγκρότησης στη σχέση αντιληπτικού

αντικειμένου και αντιληπτικού περιεχομένου

3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας της Επιστήμης

Αθήνα, 27 – 29 Νοεμβρίου 2014

Αμαλία Τσακίρη, ΕΚΠΑ

_____________________________________________________________________________________________________________

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ένα κεντρικό ερώτημα σχετικά με την αντίληψη είναι το πώς αυτή αποκτά το περιεχόμενό

της. Η κλασική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εμπλέκει κάποια μορφή αιτιότητας τέτοια που

χαρακτηριστικά του αντιληπτικού αντικειμένου προσλαμβάνονται από το αρμόδιο

αντιληπτικό όργανο, κωδικοποιούνται μέσω συγκεκριμένων νευροφυσιολογικών διεργασιών

και αποτυπώνονται σε ένα πρότυπο εγκεφαλικής ενεργοποίησης που έχει την ιδιότητα να

συμμεταβάλλεται με τρόπο ανάλογο της μεταβολής του εξωτερικού ερεθίσματος. Το

εξωτερικό περιβάλλον παρέχει τις εισροές που επεξεργαζόμενες και εμπλουτιζόμενες με

γνωσιακά στοιχεία δημιουργούν μια εσωτερική αποτύπωση του εξωτερικού κόσμου, δηλαδή

μια αναπαράστασή του. Η συγκεκριμένη εκδοχή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει

εσωτερική εγκεφαλική ενεργοποίηση που να οδηγεί σε αντιληπτικό αποτέλεσμα ίδιο με αυτό

που προκλήθηκε από το εξωτερικό αντιληπτικό αντικείμενο, καθιστώντας έτσι πιθανή την

ύπαρξη ενός εγκεφάλου μέσα σε μια γυάλα (Brain in a Vat, BIV) δηλαδή την δημιουργία

αντιληπτικού περιεχομένου χωρίς να υπάρχει κάποιο πραγματικό αντικείμενο της αντίληψης

(ψευδαίσθηση). Η αντιληπτική κατάσταση δεν εξατομικεύεται έτσι με βάση το εάν είναι

σύμφωνη με μια εξωτερική πραγματικότητα παρά αποτελεί μια εσωτερική του εγκεφάλου

κατάσταση, μια θέση που προσδιορίζεται ως ιντερναλισμός αντιληπτικού περιεχομένου.

Διαφορετικά είναι τα πράγματα εάν θεωρήσουμε ότι το αντιληπτικό αντικείμενο δεν παίζει

αιτιακό αλλά συγκροτητικό ρόλο για το αντιληπτικό περιεχόμενο. Στην περίπτωση αυτή

καταργείται ο δυϊσμός αντικειμένου και περιεχομένου, ο δυϊσμός δηλαδή που αντιστοιχεί στη

διάκριση μεταξύ αιτίου και αιτιατού. Το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν αποτυπώνει εσωτερικά

το πώς είναι ο κόσμος εφόσον ο κόσμος είναι μέρος του. Η έννοια της αναπαράστασης παύει

να ισχύει∙ στην περίπτωση αυτή ο ίδιος ο κόσμος αναπαριστά τον εαυτό του. Με αυτήν την

2

ερμηνεία αντιμετωπίζεται το πρόβλημα διάκρισης μεταξύ αληθινών και ψευδαισθητικών

καταστάσεων, εφόσον όχι μόνο δεν μπορεί να γίνει παράκαμψη της αιτιακής αλυσίδας σε

κάποιο μέρος της εσωτερικά του εγκεφάλου (BIV hypothesis) αλλά δεν υπάρχει καν

(τουλάχιστον γραμμική) αιτιακή αλυσίδα που να οδηγεί από τον κόσμο στο αντιληπτικό

περιεχόμενο: η αντιληπτική κατάσταση περιλαμβάνει συγκροτητικά και τον κόσμο και ως εκ

τούτου διαφέρει ριζικά από μια ψευδαισθητική - αυτή η θέση προσδιορίζεται ως

εξτερναλισμός αντιληπτικού περιεχομένου.

Στην εργασία θα διερευνηθεί η έννοια της συγκρότησης του αντιληπτικού περιεχομένου όπως

αυτή μπορεί να θεωρηθεί μέσα από την οπτική της δυναμικής προσέγγισης (“The Dynamical

Hypothesis in Cognitive Science”, Tim Van Gelder 1997) . Σύμφωνα με την Yπόθεση, ένα

νοητικό φαινόμενο μπορεί να ειδωθεί ως ένα δυναμικό σύστημα που υποστασιοποιείται σε

έναν γνωσιακό πράκτορα, οι μεταβλητές όμως του συστήματος δεν βρίσκονται αναγκαστικά

μέσα στα φυσικά όρια του πράκτορα και η κατάσταση του συστήματος αντικατοπτρίζει την

κατάσταση όλων των μεταβλητών του σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή. Για την

ταυτοποίηση μιας αντιληπτικής κατάστασης είναι απαραίτητη η ύπαρξη όλου του

συστήματος εφόσον η κατάσταση είναι το σύστημα.

_____________________________________________________________________________________________________________

Το γενικότερο πρόβλημα στο οποίο απευθύνεται η παρούσα εισήγηση είναι το πώς η οπτική

αντίληψη αποκτά ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, δηλαδή, με ποιον τρόπο σχετίζεται το

αντιληπτικό αντικείμενο με το αντιληπτικό περιεχόμενο. Εάν το γνωσιακό υποκείμενο

εμπλέκεται σε αιτιακές σχέσεις με το αντικείμενο τότε κατά μια έννοια το αντικείμενο

‘προκαλεί’ το περιεχόμενο. Μια πιο ισχυρή θέση ωστόσο προτείνει ότι ο ρόλος του

αντιληπτικού αντικειμένου είναι πιο ριζικός διότι συμμετέχει συγκροτητικά στο περιεχόμενο.

Αρχικά, οι δύο έννοιες, αιτιότητα και συγκρότηση, θα αναλυθούν σε σχέση με το αναφερόμενο

πρόβλημα και θα καταδειχτούν κάποιες αδυναμίες που παρουσιάζουν. Στη συνέχεια, θα

εξεταστεί κατά πόσο οι θέσεις της δυναμικής προσέγγισης στη μελέτη της αντίληψης

ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που προτείνει η θέση της συγκρότησης.

3

Διευκρίνιση ορολογίας: Η χρήση της λέξης «περιεχόμενο» υπονοεί μια χωρική σχέση κι έτσι

παραπέμπει σε μια σύλληψη του αντιληπτικού περιεχομένου σα να βρίσκεται εντός του νου.

Στην εισήγηση ο όρος χρησιμοποιείται με την πιο ουδέτερη έννοια του πληροφοριακού

περιεχομένου.

1 Αντικείμενο και Περιεχόμενο ως δύο διακριτά στοιχεία.

Ένας παρατηρητής βρίσκεται μπροστά σε μια σκηνή και την αντιλαμβάνεται οπτικά. Τι

ακριβώς σημαίνει αυτό; Σύμφωνα με τους νόμους της οπτικής, ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία

(φωτόνια) που βρίσκεται στο φάσμα του ορατού φωτός προσπίπτει επάνω στα αντικείμενα,

κάποιες συχνότητες απορροφούνται ενώ κάποιες άλλες ανακλώνται. Τα ανακλώμενα φωτόνια

προσπίπτουν στην επιφάνεια του αμφιβληστροειδή όπου σχηματίζουν ένα ανεστραμμένο

είδωλο δύο διαστάσεων το οποίο διατηρεί κάποιες μορφικές ιδιότητες του αντικειμένου από

το οποίο προήλθε η ανακλώμενη ακτινοβολία. Οι υποδοχείς του αμφιβληστροειδή (ραβδία και

κωνία) με φωτοχημικές διεργασίες κωδικοποιούν την πληροφορία αυτή σε νευρωνική

ενεργοποίηση η οποία προωθείται για περαιτέρω επεξεργασία στην οπτική οδό και σε

συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές. Το σημείο στο οποίο διασταυρώνεται ο εξωτερικός με

τον εσωτερικό κόσμο είναι ο αμφιβληστροειδής και το ερέθισμα που καταλήγει σε αυτόν

καλείται εγγύς ερέθισμα.

Δύο σημαντικές επισημάνσεις θα πρέπει να γίνουν στο σημείο αυτό: Πρώτον, το οπτικό

σύστημα δεν προσλαμβάνει κάποια εικόνα του κόσμου, αλλά ανακλώμενη ακτινοβολία που

μετατρέπεται σε πληροφορία. Δεύτερον, η πληροφορία αυτή από μόνη της δεν προσδιορίζει

επαρκώς την πηγή της, εφόσον ίδια πρότυπα εγγύς ερεθίσματος μπορούν να προκύψουν από

διαφορετικές πηγές, κάτι που καλείται “inverse problem” και διατυπώνεται ως εξής: «Το

πρόβλημα της ανάκτησης όλων των οπτικών πληροφοριών από ένα τρισδιάστατο περιβάλλον

(άπω ερέθισμα) χρησιμοποιώντας μόνο την περιορισμένη πληροφορία που περιέχεται στην

4

δισδιάστατη αποτύπωση (το εγγύς ερέθισμα) που προβάλλεται στον αμφιβληστροειδή του

ματιού» (Anderson, 2006).

Παρολαυτά, τελικά βλέπουμε. Για την εξήγηση της θαυμαστής αυτής διαπίστωσης, η επιστήμη

της αντίληψης ερευνά βάσει θεωριών που εστιάζονται σε χαμηλότερο νευρωνικό επίπεδο ή σε

υψηλότερο και πιο αφαιρετικό επίπεδο νοητικών διεργασιών. Συνοπτικά έχουν προταθεί τα

εξής:

Μια ερμηνεία, βασιζόμενη στο γεγονός ότι το εγγύς ερέθισμα δεν αποτυπώνει επαρκώς το

άπω ερέθισμα, θεωρεί την αντίληψη ως μια έμμεση, κατασκευαστική διεργασία παραγωγής

συμπερασμάτων. Ο παρατηρητής παρομοιάζεται με τον καπετάνιο ενός υποβρυχίου που ενώ

έχει γνώση του υλικού στο οποίο έχει καταδυθεί δεν έχει άμεση πρόσβαση σε αυτό παρά μόνο

μέσω περιστασιακών δειγμάτων του περιβάλλοντος που λαμβάνει από τα διάφορα όργανα. Η

γνώση που απέκτησε από την εμπειρία εμπλουτίζει το περιεχόμενο της κατά τα άλλα έμμεσης

αντίληψής του (Gordon, 2004).

Μια δεύτερη και ιδιαίτερα λεπτομερής ερμηνευτική γραμμή βασίζεται στην θεωρία του Marr

για την οπτική αντίληψη η οποία εξηγεί το πώς αντιλαμβανόμαστε περιγράφοντας τις

διεργασίες σε 3 επίπεδα. Το υπολογιστικό, όπου το αντιληπτικό σύστημα καλείται να

μεταφράσει το πρόβλημα, όπως το ποιο είναι το σχήμα ενός αντικειμένου, σε μια

υπολογιστική αναπαράσταση που καλείται υπολογιστική θεωρία. Το αλγοριθμικό εξηγεί με

ποιον τρόπο επιλύεται η υπολογιστική θεωρία, δηλαδή πώς γίνεται η μετατροπή του εγγύς

ερεθίσματος που θεωρείται εισροή στο σύστημα σε αντίλημμα που είναι η εκροή του

αντιληπτικού συστήματος. Και το επίπεδο υλοποίησης που αφορά στην φυσική πραγμάτωση

της υπολογιστικής αναπαράστασης και του αλγορίθμου επίλυσης (Gordon, 2004). Η οπτική

αντίληψη λειτουργεί σε 4 βασικά στάδια που είναι: α) η ‘εικόνα’ που αντιστοιχεί στην χωρική

κατανομή του οπτικού ερεθίσματος στον αμφιβληστροειδή, β) ο σχηματισμός ενός χάρτη

5

όπου συνδυάζονται πληροφορίες από διάφορες διεργασίες που ερμηνεύουν την ανομοιότητα

των δύο ειδώλων, την κίνηση, τη σκίαση, την υφή, τα περιγράμματα, κ.λπ. και καλείται

πρωταρχικό σκαρίφημα (primal sketch), γ) ο υπολογισμός όλων των παραπάνω σε ένα

σκαρίφημα ‘δυόμισι διαστάσεων’ (2 ½ D sketch) όπου αποτυπώνεται ο χωρικός

προσανατολισμός και το βάθος του πρωταρχικού σκαριφήματος και δ) η οργάνωση των

παραπάνω σε ένα τρισδιάστατο μοντέλο του εξωτερικού κόσμου (Marr & Poggio, 1979).

Κοινό σημείο και στις δύο αυτές εξηγητικές στρατηγικές είναι το γεγονός ότι η συμβολή του

αντιληπτικού αντικειμένου στην αντίληψη περιορίζεται στην παροχή του εγγύς ερεθίσματος.

Με μεγαλύτερη ή μικρότερη εμπλοκή γνωσιακών διεργασιών, η κοινή βασική υπόθεση είναι ο

σχηματισμός ενός προτύπου νευρωνικής ενεργοποίησης στον εγκέφαλο που αντιστοιχεί σε

μια εσωτερική αναπαράσταση η οποία αποτελεί το αναπαραστασιακό περιεχόμενο μιας

αντιληπτικής κατάστασης που μπορεί να εκφραστεί με μια πρόταση της μορφής: «Βλέπω ένα

κόκκινο μήλο».

2 Η αιτιακή αλυσίδα

Στις παραπάνω περιγραφές το αντιληπτικό περιεχόμενο εμπλέκεται σε σχέσεις αιτιότητας με

το αντιληπτικό αντικείμενο. Συμβάντα του εξωτερικού κόσμου (φωτεινή ακτινοβολία)

συνδέονται αιτιακά με συμβάντα του νευρικού συστήματος (μοτίβα νευρωνικής

ενεργοποίησης) που στη συνέχεια δίνουν γένεση σε μια αντιληπτική κατάσταση. Ο τρόπος με

τον οποίο περιγράφηκε η λειτουργία της οπτικής αντίληψης προϋποθέτει την ύπαρξη μιας

αιτιακής αλυσίδας που ξεκινάει από τον εξωτερικό κόσμο και καταλήγει σε μια νευρωνική

κατάσταση στον εγκέφαλο. Η ακολουθία είναι: εξωτερικός κόσμος εγγύς ερέθισμα

εγκέφαλος. Το πώς η συγκεκριμένη νευρωνική κατάσταση δίνει γένεση σε μια αντιληπτική

κατάσταση αποτελεί μια έκφραση του προβλήματος νου-σώματος. Αναγκαστικά, για να

είμαστε σύμφωνοι με τα όσα μέχρι στιγμής έχουν διατυπωθεί, θα θεωρήσουμε ότι σύμφωνα

6

με την αρχή της επιγένεσης (Kim J., 1998) η νευρωνική κατάσταση είναι ικανή συνθήκη για

την εκδήλωση της αντιληπτικής κατάστασης και κάθε φορά που εμφανίζεται η συγκεκριμένη

νευρωνική κατάσταση θα εμφανίζεται και η αντίστοιχη αντιληπτική κατάσταση.

Εφόσον όμως η συμβολή του εξωτερικού αντικειμένου στο αντιληπτικό περιεχόμενο ανάγεται

στο εγγύς ερέθισμα που ακολουθείται από μια νευρωνική κατάσταση, η παραπάνω

περιγραφή πλήττεται από την αιτιακή ένσταση που διατυπώνεται από τον William Fish (Fish,

2010) ως εξής (σελ. 89-90):

1. Είναι δυνατόν ενδιάμεσα στάδια της αιτιακής αλυσίδας να ενεργοποιηθούν με μη συνήθη

τρόπο (όπως, με απευθείας ερεθισμό του αμφιβληστροειδή, του οπτικού νεύρου ή του

οπτικού φλοιού).

2. Εάν τα ενδιάμεσα στάδια ενεργοποιούνταν με μη συνήθη τρόπο, αυτό δεν θα άλλαζε τα

μεταγενέστερα στάδια της αιτιακής αλυσίδας. Εφόσον τα πρότερα στάδια θα είχαν

αντιγραφεί με ακρίβεια, τα μεταγενέστερα στάδια θα ήταν τα ίδια.

3. Εάν τα μεταγενέστερα στάδια της αιτιακής αλυσίδας ήταν τα ίδια, τότε θα προέκυπτε ίδιο

είδος εμπειρίας. Αλλά αυτό είναι σα να λέμε ότι το ίδιο είδος εμπειρίας μπορεί να προκληθεί

τόσο σε αληθείς όσο και σε μη αληθείς περιπτώσεις, αντίθετα με αυτό που ισχυρίζεται ο

διαζευκτισμός.

(Σημ.: ο διαζευκτισμός ισχυρίζεται ότι μια αληθοεπής και μια ψευδαισθητική αντιληπτική

εμπειρία, αν και μπορεί να μας φαίνονται ίδιες δεν αντιστοιχούν σε μια κοινή νοητική

κατάσταση).

Συνοψίζοντας:

7

Η νευρωνική κατάσταση είναι αναγκαία για την ύπαρξη αντιληπτικού περιεχομένου (το

γνωρίζουμε γιατί εάν δεν την είχαμε δεν θα μπορούσαμε να δούμε).

Η νευρωνική κατάσταση είναι ικανή για την ύπαρξη αντιληπτικού περιεχομένου (αυτό ισχύει

εάν δεχτούμε την υπόθεση ότι μπορεί να προκύψει αντιληπτικό περιεχόμενο μόνο από

εγκεφαλικές διεργασίες και το εγγύς ερέθισμα).

Το αντιληπτικό αντικείμενο δεν είναι αναγκαίο για την ύπαρξη αντιληπτικού περιεχομένου (το

γνωρίζουμε λόγω της αιτιακής ένστασης).

Άρα, η ύπαρξη του αντιληπτικού αντικειμένου είναι προαιρετική: μπορούμε να κάνουμε και

χωρίς αυτό.

Η βασική συνέπεια των παραπάνω συνοψίζεται στο πρόβλημα της αντίληψης: πώς μπορεί η

αισθητική μας εμπειρία να αποτελεί τεκμήριο για την πραγματικότητα εάν η τελευταία δεν

είναι απαραίτητη για την ύπαρξη της εμπειρίας, με άλλα λόγια, εάν υπάρχει η πιθανότητα η

εμπειρία μας να είναι μη πραγματική (ψευδαίσθηση). Εν τέλει, οι νοητικές μας καταστάσεις

είναι έγκλειστες μέσα στον εγκέφαλό μας και η σχέση μας με τον εξωτερικό κόσμο προκύπτει

αμφίβολη.

Ένας τρόπος να απαντήσουμε στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη του αντιληπτικού αντικειμένου

είναι προαιρετική για το αντιληπτικό περιεχόμενο είναι να αμφισβητήσουμε ότι το

αντιληπτικό περιεχόμενο που προκύπτει μονάχα από την νευρωνική ενεργοποίηση είναι ίδιο

με αυτό που προκύπτει όταν υπάρχει το αντικείμενο (αληθοεπής εμπειρία). Αυτό σημαίνει ότι

η νευρωνική ενεργοποίηση δεν είναι ικανή για την ύπαρξη ίδιου αντιληπτικού περιεχομένου

με αυτό της αληθοεπούς αντιληπτικής κατάστασης. Οι δύο καταστάσεις διαφέρουν ριζικά και

ο λόγος για τον οποίο μας φαίνονται ίδιες είναι: α) δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις

πραγματικές από τις ψεύτικες∙ ωστόσο δεν έχουμε κάποιο κριτήριο σύγκρισης - το μόνο που

8

μπορούμε να πούμε είναι ότι κάτω από κάποιες συνθήκες οι ψεύτικες μας φαίνονται

πραγματικές και β) στηριζόμαστε σε θεωρίες που υποβιβάζουν τον ρόλο του εξωτερικού

αντικειμένου στην αντιληπτική εμπειρία, αφήνοντας όμως απ’ έξω σημαντικά στοιχεία όπως η

αλληλεπίδραση του υποκειμένου με τον κόσμο στον χώρο και στον χρόνο με τρόπο που η

αίσθηση εμπλέκεται με τη δράση. Εν ολίγοις, δεν είμαστε παθητικοί παρατηρητές και οι

θεωρίες που προτείνουν εμμέσως κάτι τέτοιο είναι σύμφωνα με τον εισηγητή της άμεσης

αντίληψης, James Gibson, οικολογικά αβάσιμες (Gibson, 1986).

3 Η έννοια της συγκρότησης και η εφαρμογή της σε νοητικά συμβάντα

O τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο είναι λοιπόν άμεσος και το αντιληπτικό

αντικείμενο συγκροτεί το αντιληπτικό περιεχόμενο. Αυτή είναι η θέση που θα εξετάσουμε στη

συνέχεια. Η θέση της συγκρότησης αρνείται καταρχάς δύο στοιχεία της αιτιακής εξήγησης: α)

την ύπαρξη αλληλουχίας συμβάντων και β) τη διάκριση μεταξύ αιτίας – αποτελέσματος, όπου

αιτία νοείται η προσπίπτουσα στον αμφιβληστροειδή ακτινοβολία (που αντιπροσωπεύει το

‘αντικείμενο’ στην προηγούμενη θεώρηση) και αποτέλεσμα η νευρωνική κατάσταση επάνω

στην οποία επιγίγνεται η αντιληπτική. Αντίθετα, προτείνει ότι το αντιληπτικό περιεχόμενο

συγκροτείται «εδώ και τώρα» ταυτόχρονα μέσα και έξω. Το εγγύς ερέθισμα δεν μπορεί να

αποτελέσει αίτιο γιατί από μόνο του δεν δύναται να προκαλέσει αντίλημμα. Ενώ στην

προηγούμενη προσέγγιση η ανεπάρκεια του εγγύς ερεθίσματος συμπληρώνεται από

νευρωνική επεξεργασία ή/και γνωσιακές διεργασίες, στη συγκρότηση προτείνεται ως

αναγκαία η σε πραγματικό χρόνο αλληλεπίδραση με τον εξωτερικό κόσμο.

Τι σημαίνει όμως συγκρότηση; Και πώς μπορεί να εννοηθεί στον κόσμο των νοητικών

φαινομένων;

9

Καταρχάς η συγκρότηση αποτελεί μια οντολογική έννοια που χρησιμοποιείται για να εξηγήσει

το οντολογικό στάτους των αντικειμένων του υλικού κόσμου. Προϋποθέτει ότι ο κόσμος

δομείται σε επίπεδα και τα μέρη που συνθέτουν/συγκροτούν το όλο βρίσκονται σε

χαμηλότερο οντολογικό επίπεδο από το όλο που συγκροτούν, ενώ δεν είναι εφικτή μια

εξαλειπτική αναγωγή του συγκροτημένου όλου στα μέρη που το συναπαρτίζουν. Η

συγκρότηση έχει παρομοιαστεί από την Lynne Baker (Baker, 2007) ως η «μεταφυσική κόλλα

του υλικού κόσμου». Ο πιο γενικός ορισμός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στα νοητικά

φαινόμενα είναι: «το Χ συγκροτεί το Υ τον χρόνο t» (Thomson, 1998).

Ας τον επεκτείνουμε στη νοητική σφαίρα. Σε αντίθεση με την υλική συγκρότηση, όταν μιλάμε

για νοητικά φαινόμενα δυσκολευόμαστε να φανταστούμε ποια πράγματα συνδέονται

κατάλληλα μεταξύ τους για να συγκροτήσουν κάτι τόσο ‘άυλο’ όσο μια νοητική κατάσταση.

Σαφώς δεν υπονοείται ότι τα ίδια τα αντικείμενα συμμετέχουν ως υλικές οντότητες για να

‘φτιάξουν’ μια αντιληπτική κατάσταση. Ιδιότητες των αντικειμένων, αλληλεπιδράσεις ή

σχέσεις που παρουσιάζουν με τον παρατηρητή θα μπορούσαν να νοηθούν σαν τα μέρη που

σχηματίζουν το όλο. Για την αντίληψη τα στοιχεία αυτά έχουν χωρική σημασία γιατί

προσδιορίζουν τη δυνατότητα και τον τρόπο αντίληψης, ο δε παρατηρητής καταλαμβάνει μια

πολύ συγκεκριμένη θέση στο χώρο όπου συγκροτείται το αντιληπτικό περιεχόμενο.

Με τα παραπάνω κατά νου μπορούν να διατυπωθούν κάποιες βασικές προϋποθέσεις της

συγκρότησης του αντιληπτικού περιεχομένου:

- Απαιτεί τη συνύπαρξη ή συσχέτιση κάποιων στοιχείων σε κάποιο χρόνο (1)

- Βιώνεται ως κάτι ολοκληρωμένο – ένα όλο (2)

- Δεν αποτελεί υλική σύνθεση αλλά κάτι πιο αφηρημένο όπως μια σχέση (3)

- Εμπλέκει την έννοια του χώρου (4)

- Εμπεριέχει τον παρατηρητή ως σημείο συναρμογής των επί μέρους στοιχείων (5)

10

Για να προσδιορίσουμε περαιτέρω την έννοια της συγκρότησης μπορούμε να συνδυάσουμε τις

προϋποθέσεις αυτές με την έννοια της συγκρότησης του νοητικού περιεχομένου που προτείνει

ο Colin Mc Ginn στο Mental Content (McGinn, 1989) βασιζόμενος στις θέσεις εξατομίκευσης

του Strawson (στο “Individuals”, 1959). Για δύο τάξεις καθέκαστων, Fs και Gs, η ύπαρξη και

ταυτότητα των Fs εξαρτάται από την ύπαρξη και ταυτότητα των Gs και η σχέση αυτή δεν

συνιστά ταυτότητα αλλά αποτελεί μια ασύμμετρη εξάρτηση συνθηκών εξατομίκευσης. Έτσι,

σχηματίζεται μια ιεραρχία αρχών εξατομίκευσης με τις συνθήκες εξατομίκευσης να

μεταφέρονται από τα πιο χαμηλής τάξης στα υψηλότερης τάξης καθέκαστα. Αν και ο Strawson

επικεντρώνεται στη γλωσσική έκφραση των σχέσεων εξάρτησης ταυτότητας ο McGinn το

επεκτείνει και σε άλλα πεδία, όπως στο μεταφυσικό. Έτσι, διατυπώνει ότι η εξατομίκευση των

Fs εξαρτάται από τα Gs όταν η ουσία των Fs συγκροτείται μερικώς από αυτή των Gs. Και δίνει

ως παράδειγμα για την εφαρμογή της αρχής αυτής το εξής: «Είναι κομμάτι της ουσίας ενός

δείγματος (token) αίσθησης ότι βιώνεται από ένα συγκεκριμένο άτομο». Η συγκρότηση

θεωρείται έτσι ως μια δια-κατηγορική εξάρτηση που αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να είναι

κάτι αυτό που είναι.

Αν και η θέση της συγκρότησης παρουσιάζει πλεονεκτήματα στο ρόλο που δίνει στη σχέση

γνωσιακού υποκειμένου και έξω κόσμου, αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα.

Καταρχάς, στην περίπτωση που θεωρήσουμε ότι η συμβολή του αντιληπτικού αντικειμένου

ανάγεται στο εγγύς ερέθισμα και στη συνέχεια μεταφράζεται σε νευρωνικό σήμα που σε

συνδυασμό με άλλες νευρωνικές διεργασίες συνιστούν μια νευρωνική και μόνο κατάσταση,

κρατάμε την αιτιότητα ‘μέσα στον εγκέφαλο’. Με μια γενικότερη θεώρηση επιγένεσης των

νοητικών καταστάσεων σε νευρωνικές, δεν δυσκολευόμαστε ιδιαίτερα να συλλάβουμε τη

νοητική μας δραστηριότητα ως ένα πάρε – δώσε καταστάσεων ίδιας κατηγορίας, εν

προκειμένω νευρωνικές. Εάν ωστόσο θεωρήσουμε ότι κάτι από το περιεχόμενο παραμένει

11

εκτός των ορίων του εγκεφάλου, πώς θα μπορούσαμε να φανταστούμε την αιτιακή συσχέτιση

μεταξύ των νοητικών μας καταστάσεων; Τι αλληλεπιδρά με τι;

Μια σύντομη απάντηση στο πρόβλημα αυτό είναι ότι η θέση της συγκρότησης και του ισχυρού

εξτερναλισμού γενικότερα που την υιοθετεί, παραπέμπει σε ριζικά διαφορετική σύλληψη του

πώς λειτουργεί ο νους, οπότε κάποια ερωτήματα τα οποία έχουν νόημα στην παραδοσιακή

προσέγγιση που στηρίζεται έστω και υπόρρητα στη συμβολική θεώρηση του νου, θα πρέπει

να διατυπωθούν με άλλους όρους. Όπως θα δούμε και στην έκθεση της δυναμικής

προσέγγισης, η έννοια της αναπαράστασης που παίζει σημαντικό ρόλο στις παραδοσιακές

προσεγγίσεις, αμφισβητείται. Διαφορετική είναι επίσης και η έννοια του αντιληπτικού

περιεχομένου, στο βαθμό που θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διαχωριστική γραμμή

περιεχομένου – διεργασίας γίνεται λιγότερο σαφής. Το περιεχόμενο δεν μπορεί να νοηθεί σαν

μια στατική εικόνα ανεξάρτητη από την αντιληπτική διεργασία, εφόσον δεν είναι το

αποτέλεσμά της αλλά κατά κάποιον τρόπο συγκροτείται από αυτή.

Μια δεύτερη ένσταση έχει διατυπωθεί από τους Adams και Aizawa εναντίον της υπόθεσης του

εκτεταμένου νου που υποστηρίζεται από τον Andy Clark (Clark, 2010). Αν και αφορά στη

συγκρότηση των νοητικών διεργασιών και όχι στο περιεχόμενο καθεαυτό, δεν είναι άσχετη

εφόσον όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή διεργασίας –

περιεχομένου. Η ένσταση καλείται ‘πλάνη σύζευξης – συγκρότησης’ (coupling – constitution

fallacy) και έχει να κάνει με το γεγονός ότι κάποια αντικείμενα ή διεργασίες βάσει της φύσεώς

τους μπορούν να συμπεριληφθούν ως μέρη σε νοητικές διεργασίες, ενώ άλλα και πάλι λόγω

της φύσης τους δεν μπορούν. Συνεπώς, πώς είναι δυνατόν τα εξωτερικά αντικείμενα να

συγκροτούν έστω και μερικώς μια νοητική διεργασία; Μια αρχική απάντηση του Clark είναι,

«και γιατί να είναι δυνατόν να το κάνει ένας νευρώνας της V4;» Σύμφωνα με τους Adams και

Aizawa ωστόσο, μια κάπως ορθόδοξη θεωρία για τη φύση του νοητικού θα απαιτούσε την

12

εμπλοκή συγκεκριμένων ειδών διεργασιών και την εμπλοκή εγγενών (non-derived)

αναπαραστάσεων. Ωστόσο, δεν υπάρχει μέχρι στιγμής σαφής απάντηση για το τι είναι αυτό

που κάνει ένα συγκεκριμένο είδος διεργασιών νοητικό και γιατί θα πρέπει να θεωρηθεί μόνο

το νευρωνικό υπόστρωμα ως φορέας εγγενούς περιεχομένου.

4 Συγκρότηση και δυναμική προσέγγιση

Στο τελευταίο αυτό μέρος θα δούμε τι υποστηρίζει η δυναμική προσέγγιση που θεωρεί το νου

(και όχι τον εγκέφαλο ή τους νευρώνες) ως δυναμικό σύστημα και αυτό αποτελεί μια

οντολογική υπόθεση. Οι Van Gelder και Port ορίζουν το δυναμικό σύστημα ως εξής: «Ένα

αυτό-περιεχόμενο (self-contained), αλληλεπιδρών σύνολο όψεων του κόσμου

[αλληλεξαρτώμενων μεταβλητών] τέτοιο που οι μελλοντικές καταστάσεις του συστήματος

πάντα καθορίζονται μοναδικά σύμφωνα με κάποιον κανόνα από την τρέχουσα κατάσταση»

(Van Gelder & Port, 1995). Και διευκρινίζουν για τον χαρακτηρισμό «δυναμικό» πως σημαίνει

για το σύστημα ότι οι αλλαγές του είναι συνάρτηση των δυνάμεων που λειτουργούν μέσα σε

αυτό. Ο Tim Van Gelder στο σημαντικό για τη δυναμική προσέγγιση άρθρο του “The

Dynamical Hypothesis in Cognitive Science” αναφέρει και τα ακόλουθα: Α) η οντολογική σχέση

συστήματος (συνόλου μεταβλητών) και γνωσιακών υποκειμένων δεν είναι ταύτιση αλλά

υποστασιοποίηση. Οι ιδιότητες φτιάχνουν συστήματα. Β) ένα γνωσιακό υποκείμενο δεν είναι

ένα δυναμικό σύστημα, αλλά όσα συστήματα χρειάζονται για την παραγωγή γνωσιακών

έργων. Γ) Οι μεταβλητές του συστήματος δεν είναι χαμηλού επιπέδου (π.χ. ρυθμοί

πυροδότησης νευρώνων) αλλά μακροσκοπικές ποσότητες περίπου στο επίπεδο του

γνωσιακού έργου. Δ) Δεν περιλαμβάνονται μόνο ‘εσωτερικές μεταβλητές’ (π.χ. προτιμήσεις,

τάσεις) αλλά επίσης η θέση του γνωσιακού υποκειμένου. Συχνά μπορεί να περιλαμβάνονται

μεταβλητές που δεν περιέχονται στο υποκείμενο (Van Gelder, 1998).

13

Μπορούμε εύκολα να δούμε ότι τα παραπάνω εφαρμόζονται στις προτεινόμενες

προϋποθέσεις της συγκρότησης. Για να θεωρηθεί κάτι ότι αποτελεί στοιχείο του συστήματος

θα πρέπει να αλληλεπιδρά με τα άλλα στοιχεία του, οπότε καθετί που επηρεάζεται από τα

στοιχεία του συστήματος ενώ ταυτόχρονα τα επηρεάζει είναι μέσα στο σύστημα. Αυτό

συνοψίζει και την έννοια ‘self-contained’ και ικανοποιεί την προϋπόθεση (1) που θέλει τη

συγκρότηση ως συνύπαρξη ή συσχέτιση όλων των στοιχείων του συγκροτούμενου όλου σε

κάποιο χρόνο. Η δε κατάσταση του συστήματος είναι συνολική και αντανακλά το πώς είναι τα

στοιχεία του την κάθε στιγμή, κάτι που ικανοποιεί τον ορισμό της συγκρότησης του

αντιληπτικού περιεχομένου ως ένα ολοκληρωμένο όλο και όχι ως μια απλή συνάθροιση

επιμέρους στοιχείων (2). Η προϋπόθεση (3), ότι δεν πρόκειται για υλική σύνθεση

ικανοποιείται από την επισήμανση ότι οι μεταβλητές δεν είναι χαμηλού επιπέδου, δηλαδή ότι

ο νους και όχι π.χ. ο εγκέφαλος ή οι νευρώνες αποτελούν το δυναμικό σύστημα. Η εμπλοκή του

χώρου (4) και της θέσης του παρατηρητή σε αυτόν (5) ικανοποιείται τέλος από το είδος των

μεταβλητών που προτείνεται από τον Van Gelder ότι εμπλέκονται στη δημιουργία του

συστήματος.

Η δυναμική προσέγγιση της γνωσιακής επιστήμης ως επιστημονική θεωρία της αντίληψης

εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό από την οικολογική προσέγγιση του James Gibson ο οποίος

αμφισβήτησε την διάκριση μεταξύ αισθητικών και κινητικών όψεων της συμπεριφοράς

θεωρώντας την κινητική συμπεριφορά του υποκειμένου ως συγκροτητικό στοιχείο της

αντίληψης: το να αντιλαμβανόμαστε είναι μια ενεργός διαδικασία. Καθώς εξερευνούμε την

αντιληπτική σκηνή αλλάζει διαρκώς ο τρόπος με τον οποίο σχετιζόμαστε με το περιβάλλον και

ως παρατηρητές η θέση μας επαναπροσδιορίζεται δυναμικά, βρισκόμενοι όμως πάντα στο

σημείο διασταύρωσης της οπτικής ροής η οποία αντανακλάται από τις επιφάνειες των

αντικειμένων. Το περιεχόμενο της αντίληψής μας δεν είναι κάποια εσωτερική αναπαράσταση

14

που δημιουργείται από στοιχεία του περιβάλλοντος αλλά συγκροτείται ως διαδικασία

εξερεύνησης και περιλαμβάνει και τον εξωτερικό κόσμο ως στοιχείο του (Gibson, 1986).

Οι ενστάσεις του Gibson στην παραδοσιακή έννοια της αντίληψης, η αμφισβήτηση της έννοιας

της εσωτερικής αναπαράστασης από τους υποστηρικτές της δυναμικής προσέγγισης και η

επισήμανση του ρόλου που παίζει το σώμα στην ενεργό αντιληπτική διαδικασία έχουν

δημιουργήσει ένα νέο εξηγητικό παράδειγμα. Στο ερώτημα, τι είναι τελικά αυτό που

αντιλαμβανόμαστε ένας από τους ένθερμους υποστηρικτές του κινήματος αυτού, ο Anthony

Chemero απαντάει, ότι αντιλαμβανόμαστε δυνατότητες δράσης, κάτι που στη θεωρία της

άμεσης αντίληψης του Gibson έχει ονομαστεί επιδοχές (affordances) και αποτελεί μια

σχεσιακή ιδιότητα που εμπλέκει με αναγκαίο τρόπο το περιβάλλον και τον παρατηρητή. Το να

αντιλαμβάνεσαι, λέει ο Chemero, είναι το να συσχετίζεις ικανότητες του οργανισμού με όψεις

του περιβάλλοντος και επειδή η πληροφορία που απαιτείται για τις επιδοχές είναι

αποθηκευμένη στο περιβάλλον δεν χρειάζονται εσωτερικές αναπαραστάσεις.

ΠΗΓΕΣ:

Anderson, D. L. (2006). Introduction to the Science of Vision. Retrieved from The Mind Project:

http://www.mind.ilstu.edu/curriculum/vision_science_intro/vision_science_intro.php

Baker, L. R. (2007). The Metaphysics of Everyday Life. New York: Cambridge University Press.

Chemero, A. (2009). Radical Embodied Cognitive Science. The MIT Press.

Clark, A. (2010). Coupling, Constitution and the Cognitive Kind: a Reply to Addams and Aizawa.

In R. Menary (Ed.), The Extended Mind. MIT.

Dretske, F. (2010). Triggering and Structuringg Causes. In T. O'Connor, & C. Sandis (Eds.), A

Companion to the Philosophy of Action. Blackwell.

Fish, W. (2010). Disjunctive Theories. In Philosophy of Perception: A Contemporary Introduction.

New York: Routledge.

15

Gibson, J. J. (1986). The Ecological Approach to Visual Perception. New York, USA: Psychology

Press.

Gordon, I. E. (2004). Theories of Visual Perception (Third Edition ed.). New York, USA:

Psychology Press.

Kim J. (1998). Philosophy of Mind (Leader Books 2005 εκδ.). (Σ. Ψύλλος, Επιμ., & Ε.

Μανωλακάκη, Μεταφρ.) USA: Westview Press.

Marr, D., & Poggio, T. (1979). A computational theory of human stereo vision. Proc. R. Soc. Lond.

, B(204), pp. 301-328.

McGinn, C. (1989). Mental Content. Oxford: Basil Blackwell.

Robinson, H. (1994). Further Arguments against naive Realism. In Perception. London :

Routledge.

Thomson, J. J. (1998). The Statue and the Clay. NOUS, 32(2), pp. 149-173.

Van Gelder, T. (1998). The dynamical hypothesis in cognitive science. Behavioral and Brain

Sciences(21), pp. 615 - 665.

Van Gelder, T., & Port, R. F. (1995). It's About Time: An Overview of the Dynamical Approach to

Cognition. In R. F. Port, & T. Van Gelder (Eds.), Mind as Motion. The MIT Press.