Το περιοδικό "Ξεκίνημα" και η σχέση του με το...

120
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Φιλοσοφική Σχολή Πρωτεύουσα Μεταπτυχιακή Εργασία στο Μεταπτυχιακό Τμήμα της Νεοελληνικής Φιλολογίας Νεοφώτιστος Δημήτριος Το περιοδικό Ξεκίνημα και η σχέση του με το λογοτεχνικό πλαίσιο της εποχής Επόπτης καθηγητής: κ. Χ. Λ. Καράογλου Θεσσαλονίκη 2009

Transcript of Το περιοδικό "Ξεκίνημα" και η σχέση του με το...

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Φιλοσοφική Σχολή

Πρωτεύουσα Μεταπτυχιακή Εργασία στο

Μεταπτυχιακό Τμήμα της Νεοελληνικής Φιλολογίας

Νεοφώτιστος Δημήτριος

Το περιοδικό Ξεκίνημα και η σχέση του με το

λογοτεχνικό πλαίσιο της εποχής

Επόπτης καθηγητής: κ. Χ. Λ. Καράογλου

Θεσσαλονίκη 2009

2

3

Πίνακας Περιεχομένων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 5

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

1. Ιστορικό πλαίσιο εποχής 8

2. Η αντίσταση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 13

3. Τα περιοδικά της εποχής 18

4. Η εκδοτική κίνηση στη Θεσσαλονίκη 22

5. Το λογοτεχνικό πλαίσιο της εποχής 26

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Το περιοδικό Ξεκίνημα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

1. Η έκδοση και οι σκοποί του 36

2. Η ύλη του 43

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ποιητική παραγωγή 46

1. Οι ποιητικές μορφές 48

2. Τα ποιητικά μοτίβα 51

2.1. Το θέμα του έρωτα και της ανάμνησης – η τάση

για φυγή 51

2.2. Το θέμα του πεσιμισμού 53

2.3. Το επαναστατικό θέμα 55

3. Ο χωροχρόνος 57

4. Δημοτική ποίηση 59

Η πεζογραφική παραγωγή 60

Μελέτες – κριτικές 65

4

1. Ιστορικές μελέτες 68

2. Φιλολογικές – λογοτεχνικές μελέτες 71

3. Ποικίλες μελέτες 76

4. Κριτική του βιβλίου 80

5. Κριτικές θεάτρου – εικαστικές κριτικές 84

6. Η στήλη της Φοιτήτριας 86

Επικαιρότητα 88

1. Η κίνηση του ΕΟΠ 88

2. Η κίνηση της ΦΕΛ 89

3. Υπόλοιπη επικαιρότητα 91

4. Αλληλογραφία 93

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 95

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 96

1.Αποδελτίωση του περιοδικού 97

2. Κατάλογος συγγραφέων 109

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 118

5

Εισαγωγή

Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής κατέχουν μια ξεχωριστή θέση

στην ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας όχι μόνο λόγω των

συνθηκών κάτω από τις οποίες κυκλοφόρησαν αλλά κυρίως για το

ανανεωμένο πνεύμα που εισήγαγαν στα λογοτεχνικά δεδομένα της

περιόδου∙ από τις σελίδες τους γεννήθηκαν οι λογοτέχνες της πρώτης

μεταπολεμικής γενιάς και η λογοτεχνία αποκτά καινούργιο χαρακτήρα.

Αντικείμενο της παρούσας εργασίας αποτελεί ένα περιοδικό της

περιόδου εκείνης, το Ξεκίνημα, που κυκλοφορεί τον τελευταίο χρόνο της

Κατοχής, το 1944, από τον Εκπολιτιστικό Όμιλο του Πανεπιστημίου

Θεσσαλονίκης. Ενταγμένο στην ομάδα των νεανικών περιοδικών που

κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή, δεδομένου ότι εκδότες του είναι

φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το Ξεκίνημα κατέχει μια

ιδιαίτερη θέση στην πνευματική ζωή της πόλης και παράλληλα στην

εκδοτική και πνευματική ζωή της χώρας εκείνη την περίοδο. Η ανάδειξη

της ιδιαίτερης αυτής θέσης και της σχέσης του με το λογοτεχνικό πλαίσιο

της εποχής είναι και ο σκοπός της εργασίας αυτής.

Το κείμενο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο γίνεται μια σύντομη

παρουσίαση του ιστορικού πλαισίου, της εκδοτικής κίνησης και του

λογοτεχνικού πλαισίου της εποχής. Αν η παρουσίαση των δύο τελευταίων

μερών φαίνεται εύλογη, ωστόσο το ιστορικό πλαίσιο κρίνεται απαραίτητο

για δύο λόγους: ο ένας, προφανής, αφορά τις κατοχικές συνθήκες που

ισχύουν, ως παράγοντας ανασταλτικός ή τουλάχιστον επιβραδυντικός,

για την κίνηση των εντύπων της περιόδου. Ο δεύτερος – και πιο

ουσιαστικός – αφορά την ιδιαίτερη σχέση του περιοδικού με την

οργανωμένη Αντίσταση και συγκεκριμένα με τις δράσεις της Ενιαίας

Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ), καθώς το περιοδικό εκδίδεται

χάρη στις ενέργειες του ΕΟΠ, τον οποίο αναφέραμε πιο πάνω, ο οποίος

αποτέλεσε το αντιστασιακό όργανο της ΕΠΟΝ μέσα στο Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης. Μάλιστα, η ιδιαίτερη αυτή σχέση του περιοδικού με την

ΕΠΟΝ και την αριστερά εν γένει γίνεται φανερή μέσα στις σελίδες του,

όπου πολλές φορές υφέρπει μια αριστερίζουσα φλόγα.

Στο δεύτερο μέρος γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί και να

σχολιαστεί η ύλη του περιοδικού. Το μέρος αυτό χωρίζεται σε δύο

κεφάλαια: στο πρώτο γίνεται μια εισαγωγή στο σκοπό έκδοσης και την

ύλη του και στο δεύτερο παρουσιάζεται αναλυτικά η ύλη του. Δεδομένου

ότι το υλικό που δημοσιεύεται στις σελίδες του Ξεκινήματος καλύπτει ένα

ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων, δηλ. ποίηση, πεζογραφία, μελέτες και άρθρα

και επικαιρότητα, κρίθηκε σκόπιμο να γίνει ταξινόμηση και παρουσίαση

ανά είδος, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να διαμορφώσει μια πιο

ξεκάθαρη εικόνα για τη λογοτεχνική και ιδεολογική του ταυτότητα.

6

Στο τέλος της εργασίας ακολουθεί το παράρτημα, το οποίο

περιλαμβάνει δύο πίνακες: ο ένας αφορά στην αποδελτίωση του

περιοδικού και ο άλλος σε έναν αλφαβητικό κατάλογο συγγραφέων,

Ελλήνων και ξένων, των οποίων κείμενα δημοσιεύονται μέσα στις σελίδες

του.

Για την εργασία ιδιαίτερα καθοδηγητικά και σημαντικά στάθηκαν δύο

βιβλία: το πρώτο ανήκει στην Αλεξάνδρα Μπουφέα με τίτλο Τα περιοδικά

της κατοχής, Εκδόσεις Σοκόλης, Αθήνα, 2006 στο οποίο παρουσιάζονται

αναλυτικά περιοδικά της περιόδου 1941-1944 και στο οποίο υπάρχει μια

εκτενής αναφορά στο περιοδικό. Το δεύτερο είναι της Οντέτ Βαρών-Βασάρ

και έχει τίτλο Ελληνικός νεανικός Τύπος (1941-1945) καταγραφή, τόμ. Α’

και Β’, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας

Γενιάς, Αθήνα, 1987, από το οποίο βρήκα αρκετά χρήσιμα στοιχεία για την

κίνηση των εντύπων της εποχής.

7

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

8

Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σήμανε για την Ελλάδα την αρχή μιας από

τις χειρότερες περιόδους στην ιστορία της. Οι πανηγυρισμοί με τις νίκες

των ελληνικών στρατευμάτων έναντι των ιταλικών θα λήξουν σύντομα,

με την είσοδο των γερμανών στον ελληνικό χώρο το 1941 όπου μέσα σε

σύντομο χρονικό διάστημα οι ελληνικές δυνάμεις, που μάχονταν στην

Αλβανία, θα υποχωρήσουν και μέσα σε ένα μήνα θα καταληφθεί όλη

σχεδόν η ηπειρωτική Ελλάδα. Οι δύο μεγάλες πόλεις, Θεσσαλονίκη και

Αθήνα θα παραδοθούν στα χέρια των κατακτητών στις 9 και 27 Απριλίου

1941 αντίστοιχα.

Η προσπάθεια για αντίσταση γίνεται εμφανής από τους πρώτους

κιόλας μήνες της Κατοχής και συγκεκριμένα από το Σεπτέμβριο του 1941,

με την ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ)

με επίτιμο πρόεδρο το Νικόλαο Πλαστήρα και ηγέτες τον Ναπολέοντα

Ζέρβα και τον Κομνηνό Πυρομάγλου. Η αντίσταση, ωστόσο, δεν

οργανώνεται κάτω από ένα κοινό μέτωπο, όπως στις μάχες του μετώπου,

αλλά αποδεικνύεται το αντίθετο: «η ομοψυχία της πρώτης περιόδου

άρχισε να ‘’μπάζει νερά’’ την επόμενη φάση»1 και πληθαίνουν οι

αντιστασιακές οργανώσεις. Έτσι, λίγες μέρες μετά την ίδρυση του ΕΔΕΣ

ιδρύεται το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) στο οποίο

προσχωρούν σοσιαλιστές, κομμουνιστές, φιλελεύθεροι κ.α.,

εκπροσωπώντας πολιτικά την αριστερά. Παράλληλα, για την στρατιωτική

στελέχωση των πολιτικών οργάνων αυτών η κάθε μία αντιστασιακή

οργάνωση ιδρύει το στρατιωτικό της σκέλος. Το ΕΑΜ λοιπόν ιδρύει τον

Ελληνικό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ) το Φεβρουάριο του 1942 και ο

ΕΔΕΣ το δικό του σώμα, τις Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών (ΕΟΕΑ),

λίγους μήνες μετά, τον Ιούλιο.

Παράλληλα με τα κύρια αυτά κινήματα, στον αντιστασιακό χώρο από

νωρίς μπαίνει και η νεολαία με διάφορες ομάδες που είτε πρόσκεινται

ιδεολογικά και πολιτικά στους χώρους των παραπάνω οργανώσεων

(αριστερά και δεξιά) είτε αυτονομούνται, γιατί δεν βρίσκουν ιδεολογικό

υπόβαθρο κατάλληλο. Οι ομάδες αυτές, στο μεγαλύτερο ποσοστό,

αποτελούν τη συνέχιση οργανώσεων που είχαν δημιουργηθεί πριν την

Κατοχή από κόμματα του Κέντρου και της Δεξιάς. Στην αρχή της

περιόδου της κατοχής ο αριθμός των ομάδων της νεολαίας είναι ιδιαίτερα

διευρυμένος, κάτι που δείχνει και την πολυδιάσπαση του κινήματος σε

σχέση με τον κατακερματισμό των αντίπαλων δυνάμεων των ανώτερων

1 Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στους

δύστηνους καιρούς (1941-1944), τόμος Γ΄, Καστανιώτη, Αθήνα, 2003, σ. 9

9

πολιτικά οργάνων της αντίστασης.2 Ιδιαίτερη συνοχή διατηρεί η

Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαίων Ελλάδας (ΟΚΝΕ), που μετρούσε

ήδη αρκετά χρόνια ζωής, η οποία οργανώνει και τους πρώτους

αντιστασιακούς πυρήνες στην Αθήνα, με την ΟΚΝΕ του Πολυτεχνείου, η

οποία κατάφερε να συσπειρώσει γύρω της μεγάλο μέρος των φοιτητών

και στη Θεσσαλονίκη, όταν «το Μάιο του 1941 η ΟΚΝΕ σχημάτισε τον

πρώτο αντιστασιακό πυρήνα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, που μέχρι

τα τέλη του ίδιου χρόνου είχε ενισχυθεί με φοιτητές και των τεσσάρων

σχολών του Πανεπιστημίου».3

Ο χαρακτήρας των ομάδων αυτών, τόσο των αριστερών όσο και των

δεξιών, είναι ιδιαίτερα «αστικός», μια και συμμετείχαν σ’ αυτές νέοι των

αστικών κέντρων (σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγει κανείς

αξιολογώντας τα στοιχεία του πίνακα που παραθέτει η Βαρών-Βασάρ) και

κυρίως της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, αλλά και «ακαδημαϊκός»,

καθώς οι νέοι που συμμετέχουν είναι σχεδόν αποκλειστικά φοιτητές των

Πανεπιστημίων της χώρας. Είναι εύλογη η μεγάλη διάδοση της

αντίστασης στους πανεπιστημιακούς χώρους, αφενός λόγω της μεγάλης

παράδοσης στις κινητοποιήσεις και της πίστης σε ιδεολογικοπολιτικές

πεποιθήσεις4 και αφετέρου εξαιτίας της δυνατότητας των μελών του

Πανεπιστημιακού χώρου να λειτουργούν πέρα από το επίπεδο της

παράνομης αντιστασιακής δράσης – με τη στρατολόγηση νέων στο

στρατιωτικό σώμα των οργανώσεων – και στο επίπεδο της νόμιμης

δράσης, μέσα από εκδηλώσεις που στόχο είχαν κυρίως να αφυπνίσουν και

να δραστηριοποιήσουν τους φοιτητές αλλά και τους κατοίκους των

πόλεων να συμμετάσχουν στον αγώνα.

Το τοπίο στις αντιστασιακές οργανώσεις των νέων αλλάζει με την

ίδρυση του ΕΑΜΝ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Νέων) στις 5

Φεβρουαρίου του 1942, το οποίο αποτέλεσε την ένωση μικρών ομάδων

αντίστασης, κυρίως αριστερών, με κύριο σκοπό τη συμμετοχή

περισσότερων νέων στον αγώνα. Όπως εύστοχα παρατηρεί η Οντέτ

Βαρών, «Η ΟΚΝΕ, με την πρωτοβουλία της ίδρυσης του ΕΑΜΝ, άνοιγε το

δρόμο για μια διευρυμένη εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση μαζικού

2 Ένα πλήρη και διαφωτιστικό κατάλογο των οργανώσεων των νέων διαθέτει στο βιβλίο

της η Οντέτ-Βαρών Βασάρ με τίτλο Ελληνικός Νεανικός Τύπος (1941-1945), τόμος πρώτος,

Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα, 1987, σσ. ρδ΄- ρε΄. Ο κατάλογος αριθμεί

περί τις 40 οργανώσεις. 3 Οντετ Βαρών-Βασάρ, ό.π. σ. μθ΄ 4 Το «νεολαιίστικο κίνημα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αντώνης Λιάκος, «κατά

τον 19ο αιώνα περιοριζόταν στους σπουδαστές και συνδεόταν με τον κατ’ εξοχήν

πολιτικό ρόλο του Πανεπιστημίου. Αυτοί αποτελούσαν τη νεολαία που

πρωταγωνιστούσε σε πατριωτικές και φιλελεύθερες εκδηλώσεις», βλ. Αντώνης Λιάκος,

«Η εμφάνιση των νεανικών οργανώσεων», στο Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου

Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, εκδ. ΙΑΕΝ 1, Αθήνα, 1986, τ. Β΄, σ. 596

10

χαρακτήρα»5. Ο μαζικός χαρακτήρας θα φανεί ένα χρόνο αργότερα, όταν

το ΕΑΜΝ επιχειρεί την ίδρυση μιας περισσότερο ανοιχτής, ιδεολογικά και

πολιτικά, οργάνωσης με στόχο την εξασφάλιση περισσότερων μελών

στην αντίσταση και την οργάνωση ομάδων σε κάθε μέρος της Ελλάδας με

παράνομες και νόμιμες δράσεις. Στις 23 Φεβρουαρίου του 1943 γεννιέται η

Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ) και στο καταστατικό της

διαβάζουμε ότι επιδίωξη ήταν η «οργάνωση των νέων και κοριτσιών

ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες πεποιθήσεις τους (πολιτικές, θρησκευτικές,

κ.λπ.)». Ο «ανοιχτός» αυτός χαρακτήρας της νέας οργάνωσης είναι

ιδιαίτερα σημαντικός, γιατί από τη μια στην ΕΠΟΝ προσχωρεί ένας

μεγάλος αριθμός μικρότερων οργανώσεων που δεν είχαν ενταχθεί αρχικά

στο ΕΑΜΝ, λόγω της διαφωνίας επί πολιτικών πεποιθήσεων και

θεμάτων, και παράλληλα διότι από εκεί και έπειτα ξεκινά μια τεράστια

κινητοποίηση της αντιστασιακής οργάνωσης εκ μέρους της νεολαίας που

αναζωπυρώνει τη θέρμη των πρώτων ημερών του πολέμου με τη νίκη επί

των ιταλικών στρατευμάτων, η οποία είχε σβήσει από τους πρώτους

μήνες της κατοχής.

Μετά το 1943 η ΕΠΟΝ αποτελεί τη βασικότερη και πολυπληθέστερη

οργάνωση νέων στην κατεχόμενη Ελλάδα με δικτύωση σε κάθε σχεδόν

γωνιά της χώρας. Ο «ακαδημαϊκός» χαρακτήρας των μελών της δεν παύει

να υπάρχει αλλά εντάσσεται πλέον στα πλαίσια μιας ευρείας ομάδας που

περιλαμβάνει νέους κάθε κοινωνικής και μορφωτικής βαθμίδας και

επιθυμεί να εξαπλωθεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα αποσκοπώντας

στην προσέγγιση όλων όσων θέλουν να αγωνιστούν για την

απελευθέρωση. Το κύριο μέσο επικοινωνίας και δράσης για τα μέλη της

ΕΠΟΝ ήταν το έντυπο και μάλιστα όχι ως δυνατότητα έκφρασης

ενημέρωσης αλλά ως υποχρέωση. Μάλιστα, «ο κάθε απλός επονίτης,

γνωρίζοντας στοιχειώδη γράμματα, όχι μόνο μπορεί αλλά και οφείλει να

συμμετέχει και να προσφέρει στη διαδικασία έκδοσης εντύπου της

οργάνωσής του».6 Την έκδοση των φύλλων αυτών αναλάμβανε η κάθε

ομάδα επονιτών που λειτουργούσε και δραστηριοποιούταν σε κάθε γωνιά

της Ελλάδας υπό την επίβλεψη των ανώτερων διοικητικά οργάνων της

ΕΠΟΝ, τα οποία παρότρυναν τα μέλη τους, ως ηθικά και δεοντολογικά

ορθή πράξη, να εκδίδουν το δικό τους έντυπο.7 Η πολιτική αυτή της ΕΠΟΝ

αύξησε σημαντικά τον αριθμό των έντυπων φύλλων την περίοδο της

Κατοχής δεδομένης και της ραγδαίας εξάπλωσης της οργάνωσης σε

5 Οντέτ Βαρών, ό.π., σ. ν΄ 6 Οντέτ Βαρών, ό.π., σ. ξα΄ 7 Στο βιβλίο της η Οντέτ Βαρών παραθέτει την εξής φράση που εντοπίζει σε αρκετά

έντυπα: «Περιμένουμε ανταποκρίσεις από όλους τους επονίτες, απ’ όλα τα μέλη μας»,

στο Οντέτ Βαρών, ό.π. σ. ξα΄. Αυτή η φράση δηλώνει καθαρά την υποχρέωση που

ένιωθαν τα μέλη της ΕΠΟΝ για έκδοση εντύπου και παράλληλα τον έλεγχο που

ασκούσαν οι διοικήσεις της οργάνωσης σχετικά με την ενεργή δράση τους στα μέλη.

11

σύντομο χρονικό διάστημα σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Κατά το

μεγαλύτερο μέρος ο τύπος αυτός είναι παράνομος, χωρίς ωστόσο να

λείπουν και οι περιπτώσεις όπου λειτουργεί με νόμιμα μέσα και μάλιστα

με υπογραφή από τα αντίστοιχα γραφεία λογοκρισίας των πόλεων.8 Αυτό

όμως που έχει σημασία να δούμε είναι ο αριθμός των εντύπων που

κυκλοφορούν την περίοδο της κατοχής και ειδικά μετά το 1943, χρονιά που

η ΕΠΟΝ αλλάζει τα εκδοτικά δεδομένα.

Ιδιαίτερα χρήσιμοι αποδεικνύονται, σ’ αυτή την κατεύθυνση, οι πίνακες

που παραθέτει η Οντέτ Βαρών στο βιβλίο της. Από τα 400 περίπου έντυπα

που αφορούν τον τύπο της κατοχής τα 352 εκδίδονται από ομάδες νέων

αντιστασιακών και τα υπόλοιπα 48 από άλλους φορείς. Επιπλέον, από τα

352 έντυπα των νέων τα 264 ανήκουν σε πρωτοβουλία των ομάδων της

αριστεράς, της ΕΠΟΝ. Το πρώτο συμπέρασμα από την ανάγνωση αυτών

των στοιχείων είναι πως η νεολαία επιδίωξε μια συγκροτημένη

αντιστασιακή δράση με κύριο στόχο την ενημέρωση και την αφύπνιση του

κόσμου μέσω του γραπτού, ως φορέα του ακριβούς μηνύματος, χωρίς τον

κίνδυνο παρερμηνείας και απώλειάς του. Σε ένα δεύτερο επίπεδο

διαπιστώνεται η έμπρακτη εφαρμογή της υποχρέωσης των επονιτών, της

έκδοσης δηλαδή εντύπου, και μάλιστα σε ένα ποσοστό που επικαλύπτει

την προσπάθεια άλλων νεανικών οργανώσεων, καθώς αντιπροσωπεύει

το 66% της έντυπης παραγωγής από τα νεανικά έντυπα.

Τα περισσότερα έντυπα ακολουθούν μια συγκεκριμένη διάταξη, καθώς

χωρίζουν την ύλη τους σε δύο βασικά μέρη: το πρώτο ασχολείται με τα

γεγονότα της αντίστασης και του πολέμου και το δεύτερο παρουσιάζει τις

δραστηριότητες της ΕΠΟΝ κάθε περιοχής. Θα σταθούμε στο δεύτερο

μέρος μια και μας ενδιαφέρει η πολιτιστική δραστηριότητα που

ανέπτυξαν οι ομάδες των νέων της οργάνωσης μέσα στην οποία

εντάσσεται και η έκδοση όχι απλά έντυπου υλικού αλλά κυρίως

περιοδικών, στα οποία δημοσιεύτηκε αρκετό πρωτόλειο υλικό

λογοτεχνίας, λογοτεχνικής κριτικής και μελετών από άτομα που έμελλαν

να αποτελέσουν την πρώτη μεταπολεμική γενιά.

Η έντονη πολιτιστική δραστηριότητα της ΕΠΟΝ αποτέλεσε βασικό

άξονα πάνω στον οποίο λειτούργησε η αντιστασιακή δράση της,

θεωρώντας πως η απελευθέρωση στηρίζεται τόσο στη μάχιμη δράση όσο

και στη μόρφωση και καλλιέργεια των νέων και όχι μόνο. Στα πλαίσια

αυτά από νωρίς οργάνωσε διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους σε όλη

την Ελλάδα των οποίων ο σκοπός ήταν να οργανώσουν διαλέξεις,

θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, κ.α., που θα ωφελούσαν πνευματικά

το λαό. Συστήνοντας πολιτιστικές ομάδες η ΕΠΟΝ κατάφερε να

8 Στην κατηγορία του νόμιμου τύπου ανήκει και το περιοδικό Ξεκίνημα. Ωστόσο, το θέμα

της επικύρωσης της ελεύθερης διακίνησης του περιοδικού και των συνθηκών κάτω από

τις οποίες κυκλοφορούσε θα μας απασχολήσουν παρακάτω.

12

οργανώσει μια αντιστασιακή δράση που λειτουργούσε με νόμιμα πλέον

μέσα και να διαμορφώσει ένα τοπίο τεράστιας «πνευματικής

αντίστασης», πάντα όμως υπό το βλέμμα της λογοκρισίας. Ειδικά στον

τομέα των εντύπων, η λογοκρισία ήταν ιδιαίτερα αυστηρή κι έτσι «τα

περιοδικά κι οι εφημερίδες ήταν υποχρεωμένα να μετρούν τον κάθε λόγο

τους και να βρίσκουν κάθε φορά διάφορους τρόπους και διάφορα

περικαλύμματα, για να λένε με υπαινιγμούς, με μεταφορές, με

αλληγορίες, με σύμβολα και με υπονοούμενα, μερικά πράγματα, χωρίς να

δίνουν υποψίες στον καταχτητή».9 Μέσα στις πιο δραστήριες ομάδες νέων

εντάσσεται και αυτή που δημιουργήθηκε στους κόλπους του

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο οποίο από νωρίς οργανώθηκε

αντιστασιακή ομάδα.

9 Κ. Πορφύρης, «Η αντίσταση με νόμιμα μέσα», περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 87/88,

Απρίλης-Μάης 1962, σ. 340.

13

Η αντίσταση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Από πολύ νωρίς οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

ανταποκρίνονται στο κάλεσμα για αντίσταση∙ φαίνεται πως «η πρώτη

απόπειρα να θεμελιωθεί αντιστασιακή οργάνωση στο Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης έγινε τον Απρίλη του 1941, αμέσως μόλις οι Γερμανοί

κατέλαβαν την πόλη».10 Μια δεύτερη προσπάθεια ακολουθεί τον επόμενο

μήνα από μέλη της ΟΚΝΕ, «μα δεν είχε καλή τύχη»11 έως ότου έρθουν οι

τελευταίοι μήνες του 1941, για να υπάρξει μια καλά οργανωμένη ομάδα

που θα αποτελέσει το βασικό πυρήνα της αντιστασιακής οργάνωσης στο

Πανεπιστήμιο. Η ομάδα αυτή είχε για πρώτα μέλη της φοιτητές της

Φιλολογίας, της Νομικής και της Γεωπονίας και αργότερα και της

Φυσικομαθηματικής και διατηρούσε τον καθαρά «ακαδημαϊκό» της

χαρακτήρα για κάποιους μήνες μέχρι και τις αρχές του 1942, όταν

αναλαμβάνει πλέον την καθοδήγησή της η ΟΚΝΕ, στέλνοντας μέλη της

με σκοπό να διαμορφώσει ένα κοινό πλαίσιο δράσης με τις υπόλοιπες

οργανώσεις της. Με την ίδρυση του ΕΑΜΝ η ΟΚΝΕ Μακεδονίας γίνεται

ΕΑΜΝ Μακεδονίας-Θράκης ενώ πρώτος γραμματέας αναλαμβάνει ο

πρώην γραμματέας της ΟΚΝΕ Βαγγέλης Βασβανάς, ο οποίος και θα

εντάξει μέσα στη νέα αριστερή οργάνωση και την αντιστασιακή ομάδα

του Πανεπιστημίου.

Βέβαια, το ΕΑΜΝ δεν βρήκε στη Θεσσαλονίκη άγονο έδαφος. Ήδη από

πολύ νωρίς λειτουργούσαν σύλλογοι των φοιτητών τους οποίους οι ίδιοι

δημιούργησαν για τη συσπείρωση και την αλληλοβοήθειά τους. Τον

Ιούλιο του 1941 ιδρύεται η Φοιτητική Λέσχη, ένα συμβούλιο που έλεγχαν

οι φοιτητές και είχε ως στόχο την εξασφάλιση τροφής και ρουχισμού

στους άπορους σπουδαστές. Η δημιουργία της στάθηκε σωτήρια, καθώς ο

χειμώνας του 1941-42 αποδείχτηκε σκληρός με την πείνα να θερίζει όλο το

λαό. Οι διεκδικήσεις της, που δε σταμάτησαν σε όλη τη διάρκεια της

κατοχής, κατάφεραν να εξασφαλίζουν διαρκή τροφή και ένδυση στη

σπουδάζουσα νεολαία, βελτιώνοντας έτσι, όσο βέβαια μπορούσαν, τις

συνθήκες διαβίωσης. Παράλληλα με τη Φοιτητική Λέσχη λειτουργούσε

και ο Οίκος του Φοιτητή, που αποτελούσε μέρος συγκέντρωσης για

πολιτιστικές εκδηλώσεις της νεολαίας και στον οποίο γίνονταν διαλέξεις,

συζητήσεις πολιτιστικού και εθνικού ενδιαφέροντος.

Οι δύο αυτές ομάδες αποτελούσαν ένα μέρος από μια σειρά άλλες που

άρχιζαν σιγά-σιγά να δημιουργούνται τόσο μέσα στον πανεπιστημιακό

10 Γιώργος Καφταντζής, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στον καιρό της κατοχής,

Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 26 11 Γιώργος Καφταντζής, ό.π., σ. 26. Για την ίδια οργάνωση μιλά και ο Θανάσης Φωτιάδης

θεωρώντας την ως την «πρώτη αυτοσχέδια οργάνωση», στο Θανάσης Φωτιάδης, «Η

πνευματική αντίσταση στη Θεσσαλονίκη», περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 87/88, Απρίλης-

Μάης 1962, σ. 435

14

χώρο όσο και έξω από αυτόν: οι ομάδες του Ναυτικού Ομίλου, του

Ιστιοπλοϊκού Ομίλου, η Υγειονομική Επιτροπή, κ.α., των οποίων ο σκοπός

ίδρυσης ήταν από τη μια η πνευματική αφύπνιση και από την άλλη η

υλική στήριξη των άπορων συμπολιτών. Στους χώρους των ομάδων

αυτών αρχίζει να φουντώνει το αντιστασιακό πνεύμα και η ανάγκη για

μια κοινή αντιμετώπιση του κατακτητή. Μάλιστα, τις πρώτες μέρες του

1942, «στον Οίκο του φοιτητή, αρχίζουν οι πρώτες, αλλά ενθουσιώδεις

συγκεντρώσεις και κυκλοφορούν χειρόγραφα και πολυγραφημένα

διάφορα εθνικά και αντιστασιακά κείμενα».12 Ο ρόλος των ομάδων αυτών,

είτε φρόντιζαν να διοργανώνουν συζητήσεις είτε μεριμνούσαν για την

υλική στήριξη και την υγειονομική φροντίδα, ήταν ένας: να οργανώσουν

ένα πολύπλευρο πλαίσιο αντίδρασης για να μην καμφθεί το σθένος

κανενός και παράλληλα να επιδιώξουν το «άνοιγμα» της δράσης προς

κάθε κατεύθυνση επιδιώκοντας την αφύπνιση των πολιτών.

Το ΕΑΜΝ, λοιπόν, στέλνοντας στη Θεσσαλονίκη αντιπροσώπους για

την οργάνωση των νεανικών ομάδων βρήκε ένα αρκετά πρόσφορο

έδαφος, με τη συμμετοχή στην Αντίσταση φοιτητών όλων των Σχολών

αλλά και καθηγητών, που μέσα από τα μαθήματα και τις διαλέξεις τους

προσπαθούσαν να «γεμίσουν την ψυχή της νεολαίας με τα ιδανικά ενός

ωραίου αγώνα».13 Με την ίδρυση της ΕΠΟΝ το 1943 η αντίσταση και στη

Θεσσαλονίκη περνά σε νέα φάση, καθώς όλες οι μικρές, ομόψυχες

ωστόσο, ομάδες, που μέχρι εκείνη την περίοδο δραστηριοποιούνται στην

πόλη, προσφέρουν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία της ΕΠΟΝ, μια και

«δε μένει εκπολιτιστικό σωματείο ή φιλανθρωπική οργάνωση που να μην

προσεγγίζεται και να μην καθοδηγείται σωστά προς τα εθνικά πλαίσια

του καιρού».14 Η κομματική αποχρωματοποίηση της νέας οργάνωσης

συνέβαλε δραστικά στην ένταξη σ’ αυτή πολλών άλλων ομάδων νέων

που πρόσκεινταν στη δεξιά, δεδομένου του εύρους της και παράλληλα

εξαιτίας της διάλυσης ή υπολειτουργίας των περισσότερων δεξιών

οργανώσεων νέων. Στη Θεσσαλονίκη οι δεξιές οργανώσεις των νέων

είχαν μηδαμινή έως ανύπαρκτη δράση, λόγω της έλλειψης των ανώτερων

διοικητικά στελεχών τους στη Μακεδονία και παράλληλα λόγω της

μεγάλης επέκτασης της επιρροής του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Το γεγονός ότι

η ΕΠΟΝ αποτέλεσε την εξέλιξη του ΕΑΜΝ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην

σχεδόν ολοκληρωτική ανάληψη της αντίστασης της νεολαίας στη

Θεσσαλονίκη και εν γένει στη Μακεδονία από την ΕΠΟΝ.

12 Θανάσης Φωτιάδης, «Η πνευματική αντίσταση στη Θεσσαλονίκη», περ. Επιθεώρηση

Τέχνης, τχ. 87/88, Απρίλης-Μάης 1962, σ. 336. 13 Θανάσης Φωτιάδης, ό.π., σ. 336. Χαρακτηριστικά ο Φωτιάδης αναφέρει τους καθηγητές

Γιάννη Ιμβριώτη και Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, των οποίων οι μορφές αποτέλεσαν

έμπνευση για του φοιτητές στον αγώνα τους. 14 Θανάσης Φωτιάδης, ό.π., σ. 336

15

Με την ίδρυση της ΕΠΟΝ Μακεδονίας-Θράκης ορίζεται πρόεδρος του

τμήματος Μακεδονίας ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Δημήτριος Καββαδάς. Η συμμετοχή των καθηγητών στον αντιστασιακό

αγώνα ήταν καθοριστική. Η μεγάλη τους συμβολή ήταν η πνευματική

«τροφή» που προσέφεραν στους φοιτητές στο χώρο του Πανεπιστημίου

τόσο μέσα από τα μαθήματά τους, αψηφώντας την παρουσία των

Γερμανών15, όσο και με διαλέξεις σε ομίλους και οργανώσεις, η ίδρυση των

οποίων οφείλεται σε πρωτοβουλίες της ΕΠΟΝ. Ο ρόλος των ομίλων αυτών

υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός, αφού κατάφερναν να πετύχουν το στόχο

τους, αρκετοί από αυτούς, με νόμιμα μέσα, πάντα όμως προσέχοντας τη

λογοκρισία. Γενικά, η αντιστασιακή δράση του Πανεπιστημίου είχε διπλό

χαρακτήρα, νόμιμο και παράνομο. Στον παράνομο εντάσσονται οι

ενέργειες για εκτύπωση φυλλαδίων, προκηρύξεων, εντύπων και μαζί η

στρατολόγηση των μελών, κ.ά. Στο νόμιμο κομμάτι ανήκαν οι

πολιτιστικές δραστηριότητες, οι οργανωτικές επιτροπές που διεκδικούσαν

σίτιση, ρουχισμό, οι κινητοποιήσεις σε επετείους, κ.ά.

Βασικό μέλημα της ΕΠΟΝ ήταν, εκτός από την έκδοση εντύπου από

όλα τα μέλη που, όπως είδαμε, αποτελούσε υποχρέωση, και η δημιουργία

πολιτιστικών συλλόγων που θα μπορούσαν να εργάζονται με νόμιμο

τρόπο μέσα στο πλήθος, χωρίς να κινδυνεύουν άμεσα με φυλάκιση ή

θάνατο από τη γερμανική διοίκηση. Οι σύλλογοι που λειτουργούσαν στη

Θεσσαλονίκη πιο πριν προσέφεραν αρκετά και σημαντικά στον αγώνα

αλλά η ανάγκη για νέα σωματεία που θα ασχολούνταν με το πνευματικό

πεδίο περισσότερο ήταν έκδηλη. Ειδικά ο χώρος του Πανεπιστημίου

αποτελούσε πρόσφορο μέρος για τη δημιουργία συλλόγου που θα

δραστηριοποιούταν στον πνευματικό αγώνα και θα συνέβαλε στη

διαμόρφωση ενός πλαισίου αντίστασης μέσα από τα πανεπιστημιακά

όργανα. Εξάλλου, η έλλειψη στοιχειώδους μόρφωσης στο γενικό

πληθυσμό δεν άφηνε περιθώρια επιλογής και επιπλέον οι καθηγητές του

Πανεπιστημίου, με τη θέρμη που διέθεταν, θα μπορούσαν να συνδράμουν

καθοριστικά σ’ αυτό το στόχο.16 Έτσι, αρχικά ιδρύεται η Φιλολογική

Συντροφιά με πρόεδρο το φοιτητή Φιλολογίας Θανάση Παπαδόπουλο και,

στη συνέχεια, τον Αύγουστο του 1943 η ΕΠΟΝ ιδρύει τον Εκπολιτιστικό

Όμιλο Πανεπιστημίου (ΕΟΠ), η δράση του οποίου προσέφερε σημαντικά

στην αναβάθμιση του πολιτιστικού επιπέδου της Θεσσαλονίκης την

περίοδο εκείνη.

Ως προκάλυμμα των αντιστασιακών ενεργειών των φοιτητών, ο ΕΟΠ

επιδίωξε τη συνεχή παρουσία του μέσα στην πόλη με εκδηλώσεις,

15 Ας μην ξεχνάμε πως με την εισβολή τους οι γερμανοί στη Θεσσαλονίκη κατάλαβαν το

κτήριο της Παλαιάς Φιλοσοφικής 16 Το γεγονός και μόνο πως ο καθηγητής Καββαδάς είναι ο αρχηγός της ΕΠΟΝ

Μακεδονίας, δηλώνει όχι μόνο τη σθεναρή στάση των καθηγητών του Πανεπιστημίου

αλλά και την ενεργό δράση τους μέσα από τα όργανα πολιτιστικής μέριμνας.

16

συναυλίες, παραστάσεις, αθλητικούς αγώνες. Ο πολυεπίπεδος

χαρακτήρας του δικαιολογούταν και από τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα που

είχε, ως μέσο δηλαδή των φοιτητών για κάθε είδους δραστηριότητα που

αποσκοπούσε στην τέρψη και ωφέλειά τους, προσφέροντας παράλληλα

θέαμα, ψυχαγωγία και πολιτισμό στην πόλη.17 Η ιδιοτυπία αυτή του ΕΟΠ

και το γεγονός ότι λειτούργησε μέσα σε ένα κλίμα, αρχικά τουλάχιστον,

επιείκειας από τη λογοκρισία των γερμανικών δυνάμεων κατοχής,

σχολιάζεται στο βιβλίο του Γιώργου Καφταντζή: «λειτούργησε σαν

όργανο Πανεπιστημιακό, γι’ αυτό δεν είχε καταστατικό εγκεκριμένο απ’

το Πρωτοδικείο. Μα οι δραστηριότητές του υπάγονταν στις διατάξεις που

ίσχυαν για όλα τα Νομικά Πρόσωπα στην Κατοχή».18 Στο περιοδικό

Ξεκίνημα διαβάζουμε σχετικά για το καταστατικό του ΕΟΠ: «Στα μέσα

του Γενάρη [1944] έγινε το Καταστατικό του ΕΟΠ. Σύμφωνα μ’ αυτό ο

ΕΟΠ είναι πια εσωπανεπιστημιακός οργανισμός, δηλ. τμήμα του ‘’Οίκου

Φοιτητού’’ που υπάγεται στην Ειδική Επιτροπή Προνοίας Φοιτητών και

εποπτεύεται από την Επιτροπή Εποπτείας κι απ’ τους συμβούλους

καθηγητές του κάθε τμήματός του».19

Για την καλύτερη οργάνωση των δραστηριοτήτων του, ο ΕΟΠ

αποφάσισε να διανείμει την ευθύνη ανάληψής τους σε έξι τμήματα:

Φιλολογικό, Θεατρικό, Εικαστικών Τεχνών, Μουσικό, Αθλητικό, Εκδοτικό.

Μαζί με τα τμήματα αυτά λειτούργησε η Φοιτητική Επιτροπή Λέσχης και

η Υγειονομική Επιτροπή, της οποίας έργο ήταν να φροντίζει την υγεία

των φοιτητών και να παράσχει τις καλύτερες δυνατόν φροντίδες στους

άρρωστους, δεδομένου ότι η φυματίωση αποτελούσε τότε τη μεγαλύτερη

απειλή και μάλιστα αρκετοί ήταν οι φοιτητές που είχαν νοσήσει και

νοσηλεύονταν στο σανατόριο του Ασβεστοχωρίου. Τα μέλη των τμημάτων

είχαν την υποχρέωση να διοργανώνουν εκδηλώσεις συχνά, χωρίς

καθυστερήσεις και μάλιστα πολλές φορές επικρίνονται όταν δεν

παρουσιάζουν δραστηριότητα.20. Από το 1943 έως και το τέλος του

πολέμου ο ΕΟΠ διοργάνωσε παραστάσεις σε συνεργασία με το Κρατικό

17 Πιο παραστατικός γίνεται ο Καφταντζής στο βιβλίο του σχετικά με την «αναίμακτη»

ίδρυση και λειτουργία του ΕΟΠ: «Το γεγονός πως υπήρξε παλιότερα ένας παρόμοιος

όμιλος με τίτλο: Φοιτητικός Καλλιτεχνικός Όμιλος Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

(ΦΚΟΠΘ) που ιδρύθηκε το 1927 για την ενίσχυση των απόρων φοιτητών, χρησίμευσε όχι

τόσο για να βγάλουμε σωστά συμπεράσματα, όσο για να δικαιολογήσουμε στους

φιλύποπτους εχθρούς την…ασίγαστη εκπολιτιστική δίψα που μας έπιασε ξαφνικά…»,

στο Γιώργος Καφταντζής, ό.π., σ.σ. 85-86 18 Γιώργος Καφταντζής, ό.π., σ. 84 19 Ξεκίνημα, τχ. 2, σ. 20 20 Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Νίκου Ζαχόπουλου στο περιοδικό Ξεκίνημα (τχ. 8,

15 Ιουλίου 1944, σ. 175), όπου «ειρωνεύεται» τους υπεύθυνους του φιλολογικού τμήματος,

επειδή δεν παρουσίασαν έργο από αρχές του καλοκαιριού, λέγοντας: «Από το

φιλολογικό τμήμα τίποτε το αξιόλογο τούτη τη φορά, οι διαλέξεις του σταματήσανε.

Ίσως φταίει γι’ αυτό και η περίοδος της ζέστας».

17

Θέατρο Βορείου Ελλάδος, συναυλίες με τη Φιλαρμονική του Δήμου

Θεσσαλονίκης, οργάνωσε εκθέσεις ζωγραφικής, ομιλίες και διαλέξεις στο

Άσυλο του Παιδιού, κ.ά. Το μεγαλύτερο μέρος των εκδηλώσεων έγινε

μέσα στο 1944, από τους πρώτους μήνες και έως την απελευθέρωση της

πόλης, τον Οκτώβριο. Η απήχηση που είχε η δραστηριότητα του ΕΟΠ

ήταν τεράστια, παρόλο που οι παραστάσεις απαιτούσαν την πληρωμή

εισιτηρίου, με σκοπό την οικονομική στήριξη των φοιτητών, κι αυτό γιατί

ο Εκπολιτιστικός Όμιλος αποτελούσε ίσως το βασικότερο ελεύθερο

πολιτιστικό φορέα της πόλης την περίοδο εκείνη. Στη μεγάλη απήχηση

συνέβαλε, ωστόσο, χάρη στη δημοσιοποίηση και προβολή των

εκδηλώσεων του ΕΟΠ, και ένα έντυπο το οποίο θα μας απασχολήσει

παρακάτω, «τέκνο» του εκδοτικού τμήματός του. Δεν είναι άλλο από το

περιοδικό Ξεκίνημα.

18

Τα περιοδικά της εποχής

Προτού περάσουμε, ωστόσο, στο Ξεκίνημα θα ήταν χρήσιμο να δούμε

την εκδοτική κίνηση την εποχή εκείνη στην Ελλάδα και ειδικότερα στη

Θεσσαλονίκη.

Η εκδοτική παραγωγή την περίοδο εκείνη περιλαμβάνει ένα πλήθος

εντύπων, από περιοδικά, εφημερίδες, βιβλία μέχρι προκηρύξεις,

φυλλάδια, κ.α. Άλλα από αυτά εντάσσονται σε πρωτοβουλίες εκδοτικές

του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, όπως είδαμε, και άλλα σε οργανώσεις είτε

αυτόνομες, κάτι δύσκολο εκείνη την περίοδο, είτε του

εθνικοσοσιαλιστικού χώρου. Σίγουρα οι προκηρύξεις και τα φυλλάδια

αποτελούν ιστορικό ντοκουμέντο αλλά στην παρούσα εργασία δεν

μπορούν να εξεταστούν, καθώς δεν αποτελούν, βάσει του περιεχομένου

τους, μέρος της περιοδικής παραγωγής, που φιλοξένησε τη λογοτεχνική

παραγωγή της Κατοχής. Η περίπτωση των περιοδικών, ωστόσο, έχει πολύ

ενδιαφέρον να την παρακολουθήσουμε.21

Στην αρχή αλλά και σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, σχεδόν

αποκλειστικά, το περιοδικό με τη μεγάλη απήχηση και κυκλοφορία, χωρίς

μάλιστα να διακόψει σχεδόν καθόλου τη σειρά και τη συχνότητα έκδοσης,

είναι η Νέα Εστία. Από τα υπόλοιπα «παλαίμαχα» περιοδικά συνεχίζουν

για λίγο την κυκλοφορία τους, τα Νεοελληνικά Γράμματα που όμως

σταματούν τον Απρίλη του 194122, τα Πειραϊκά Γράμματα και το Νέον

Κράτος του Άριστου Καμπάνη, που και αυτό θα σταματήσει στις 12

Απριλίου 1941 (ημερομηνία τελευταίου τεύχους). Από εκεί και έπειτα – και

ειδικά μέσα σε συνθήκες πείνας και εξαθλίωσης που ακολουθούν το

χειμώνα του 1941-1942 – η περιοδική και γενικά η εκδοτική κίνηση

μειώνονται αρκετά. Έτσι, το 1942 έχουμε από νέα περιοδικά τον Εικοστό

Αιώνα, την Αργώ, μηνιαία περιοδικά και τα δύο, και τα Ευβοϊκά Γράμματα

και συνεχίζουν να κυκλοφορούν όσα απέμειναν από τα παλιά.23 Οι νέες

ωστόσο, ιστορικές συνθήκες (το 1943 η μάχη του Στάλινγκραντ φέρνει

νικητές τους Σοβιετικούς και τη Γερμανία με μεγάλο πλήγμα σε

στρατιωτικό και ανθρώπινο δυναμικό) οδηγεί σε μια αλλαγή των

ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών αναζωπυρώνοντας την ανάγκη για

21 Για την καταγραφή και παρουσίαση που ακολουθεί εμπιστεύομαι τον κατάλογο που

παραθέτει ο Αλέξανδρος Αργυρίου στην Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η

πρόσληψή της στους δύστηνους καιρούς (1941-1944), τόμος Γ΄, Καστανιώτης, Αθήνα, 2003,

στις σελίδες 18-22. 22 Συγκεκριμένα, το τελευταίο τεύχος τους έχει ημερομηνία 12 Απριλίου 1941, λίγες μέρες

δηλαδή πριν την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. 23 Εδώ θα ήταν καλό να αναφέρουμε πως τα Πειραϊκά Γράμματα (κατόπιν Γράμματα)

αλλάζουν χαρακτήρα από τον δεύτερο τόμο και μετά, δηλαδή τον Ιούλιο του 1942, ώστε

θεωρούνται νέο πλέον περιοδικό.

19

μόρφωση και παιδεία όλων, δημιουργώντας έτσι το κατάλληλο υπόβαθρο

για την έκδοση νέων περιοδικών. Στην αλλαγή αυτή συνέβαλε και η

συσπείρωση μεγάλου αριθμού των νέων κάτω από τη δράση της ΕΠΟΝ

και το γεγονός αυτό ήταν και το καθοριστικό για την αύξηση της νεανικής

περιοδικής έκδοσης κυρίως. Από την άλλη, το γεγονός ότι τα δύο χρόνια

της Κατοχής μέχρι το 1943 οι Γερμανοί είχαν οργανώσει αρκετά καλά τον

τύπο και τα μέσα ενημέρωσης, είτε με τον έλεγχο των ήδη υπαρχόντων ή

με τη δημιουργία νέων, επέβαλε την αντιμετώπιση της προπαγάνδας των

δυνάμεων Κατοχής με έντυπα και εφημερίδες, παράνομες και νόμιμες,

για τη διασφάλιση του εθνικού φρονήματος, την ενημέρωση και την

πολιτισμική ανάταση των Ελλήνων.

Από το 1943, λοιπόν, και μετά η εκδοτική κίνηση βρίσκεται σε ένα

αδιάκοπο πυρετό, με νέες εκδόσεις, αλλά και αναθεωρημένες24, βιβλίων,

και με νέα περιοδικά, τα οποία συνεχώς αυξάνονται. Συνολικά, ο αριθμός

των περιοδικών που πρωτοεκδίδονται την περίοδο από το 1941 έως το 1944

ανέρχεται σε 37 με το μεγαλύτερο ποσοστό, περίπου 70%, να ανήκει στα

δύο χρόνια, 1943-1944. Τα περισσότερα από αυτά είναι περιοδικά νέων,

είτε με τη σφραγίδα αποκλειστικά μιας νεανικής ομάδας είτε σε

συνεργασία με καταξιωμένους στο λογοτεχνικό χώρο ανθρώπους.25 Το

μεγαλύτερο ποσοστό των περιοδικών εκδίδεται στην Αθήνα (21 συνολικά

από τα 37), στον Πειραιά έχουμε άλλα 5, 2 στη Θεσσαλονίκη και τα

υπόλοιπα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο εκδοτικός χάρτης των περιοδικών

δείχνει πως στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα (από Πελοπόννησο μέχρι

Μακεδονία) έχουμε τη μεγαλύτερη έκδοση νέων περιοδικών την περίοδο

εκείνη.

Το γεγονός πως τα νεανικά περιοδικά αυξάνονται αρκετά μετά το 1943

δημιουργεί το ερώτημα: Γιατί παρατηρείται αυτή η αύξηση στα

συγκεκριμένα περιοδικά; Γιατί τα νεανικά περιοδικά, παρόλο που πολλά

από αυτά είναι βραχύβια και διατηρούνται μόνο στη διάρκεια της

Κατοχής, σχεδόν ξεπερνούν σε αριθμό τα υπόλοιπα που οργανώνονται

και εκδίδονται από ομάδες μεγαλύτερων; Η αλήθεια είναι πως οι

ιστορικές συνθήκες του 1943 και η αλλαγή στο πνευματικό κλίμα

αποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα. Ήδη μιλήσαμε για τη μεγάλη

εξάπλωση του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, που μέσα από τη δράση τους αύξησαν

τον αριθμό των εντύπων και των περιοδικών, αλλά ανεξάρτητα από τις

κινήσεις της ΕΠΟΝ οι νέοι ήδη έχουν αναπτύξει μια οργανωμένη

24 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βασίλη του Αρβανίτη του Στράτη Μυριβήλη,

όπου το 1943 επανεκδίδεται αναθεωρημένος με σαφή προσανατολισμό προς το εθνικό

φρόνημα. Βλ. σχετικά το σύντομο σχολιασμό στο Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία

στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, Πόλις, [Αθήνα], [2005], σσ. 159-160. 25 Εξαιρετικά χρήσιμη στάθηκε, για τα παραπάνω στοιχεία, η συνολική εξέταση που

επιχειρεί να κάνει η Αλεξάνδρα Μπουφέα στο βιβλίο της Τα λογοτεχνικά περιοδικά της

κατοχής, Σοκόλης, Αθήνα, 2006, σ. 517 κ.εξ.

20

πολιτιστική δράση στα πλαίσια της αντίστασης και η ΕΠΟΝ προσαρτά

στους κόλπους της νέους που ήθελαν ένα οργανωμένο πλαίσιο

κινητοποίησης. Μια επιπλέον εξήγηση μπορεί να δοθεί, αν μελετήσει

κανείς τους στόχους της νεολαίας. Ο χειμώνας του 1941-1942 αποτέλεσε

ένα καθοριστικό παράγοντα για την αλλαγή. Οι σκληρές συνθήκες

διαμόρφωσαν ένα κλίμα απογοήτευσης και πεσιμισμού στον κόσμο,

καθώς η επιβίωση ήταν η μόνη φροντίδα όλων, με ένα αβέβαιο και ζοφερό

μέλλον να διαγράφεται. Έτσι, η τάση όλων ήταν η φυγή από την

πραγματικότητα μέσα από την πεζογραφία και την ποίηση, η καταφυγή

δηλαδή σε βιβλία και περιοδικά. Σε αυτό συνέβαλαν και οι διανοούμενοι

και πνευματικοί άνθρωποι της εποχής που, όπως χαρακτηριστικά

αναφέρει ο Κ. Πορφύρης, «πρώτη φορά ύστερα από το 21 […] πλησιάσανε

τόσο πολύ το λαό, έτσι που να εκμηδενιστεί, να εξαφανιστεί, σχεδόν

τελείως η απόσταση που τους χώριζε ως τότες απ’ αυτόν».26 Η

ανταπόκριση του λαού και κυρίως της νεολαίας ήταν άμεση στην κίνηση

αυτή, κάτι που μαρτυρούν τόσο η επαναλαμβανόμενη έκδοση βιβλίων

όσο και η τεράστια συμμετοχή τους σε συγκεντρώσεις ομάδων της

αντίστασης, όπου απαγγέλνονταν ποιήματα, τραγουδούσαν και

συζητούσαν για πνευματικά θέματα.27 Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο

ποσοστό των περιοδικών κυκλοφορεί στην πρωτεύουσα και τη

συμπρωτεύουσα δικαιολογείται από τη μεγάλη συγκέντρωση του

πληθυσμού νέων εκεί, από το ακαδημαϊκό περιβάλλον, που συνέβαλλε

τόσο στην καλύτερη οργάνωση και ευκολότερη συνεννόηση όσο και στην

προσφορά ατόμων ικανών να δημιουργήσουν ένα περιοδικό λογοτεχνικό,

και από τη δυνατότητα εύρεσης υλικού, όπως χαρτί, πιεστηρίων, κτλ.

Η μεγάλη συμμετοχή, λοιπόν, των νέων μαρτυρούσε, όπως σε κάθε

περίπτωση και την αλλαγή του τοπίου στα γράμματα. Το κλίμα του 1943,

που αντέστρεψε την απογοήτευση των προηγούμενων ετών της Κατοχής,

οδήγησε στην αλλαγή της κατεύθυνσης σχετικά με τους σκοπούς των

εκδόσεων. Δηλαδή, βασικός στόχος των νέων περιοδικών ήταν η

καλλιέργεια ενός αγωνιστικού πνεύματος. Αυτό δε θα μπορούσαν να το

πετύχουν καλύτερα παρά μόνο οι νέοι, οι οποίοι εμφυσούν μέσα από τις

σελίδες ενός περιοδικού τη θέρμη του αγώνα. Μάλιστα ήταν τόσο σαφής ο

στόχος τους που τα περισσότερα από τα περιοδικά αυτά σταμάτησαν την

έκδοση ταυτόχρονα σχεδόν με την απελευθέρωση του 1944.28 Ο σαφής

τους στόχος φαίνεται και από τους τίτλους τους «που υποδηλώνουν μια

συγκρατημένη αισιοδοξία για το αύριο και υποθάλπουν το αγωνιστικό

26 Κ. Πορφύρης, ό.π., σ. 357. 27 Χαρακτηριστικό είναι ότι τα Χριστούγεννα του 1941,σε περίοδο πείνας, ο κόσμος τρέχει

να αγοράσει μανιωδώς το περιοδικό Νέα Εστία που είχε αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη. 28 Πολλά από τα περιοδικά με το τέλος της κατοχής δηλώνουν πως σταματούν την

έκδοσή τους γιατί ολοκλήρωσαν τον προορισμό τους.

21

πνεύμα».29 Τα νεανικά λοιπόν περιοδικά κατακλύζουν τον εκδοτικό χώρο

και η απήχησή τους είναι τεράστια, την οποία δείχνουν τόσο η

αλληλογραφία που λαμβάνουν με νέα έργα για δημοσίευση και

παρατηρήσεις όσο και η συνεργασία καθιερωμένων λογοτεχνών όπως του

Σικελιανού, του Καζαντζάκη, του Αυγέρη, του Παναγιωτόπουλου, του

Βρεττάκου και άλλων.

Η αύξηση, βέβαια, του αριθμού τους γεννά ένα ερώτημα: πώς

κατάφεραν να γεννηθούν τα περιοδικά αυτά μέσα σε ένα κλίμα

λογοκρισίας και αυστηρού ελέγχου; Ο Αργυρίου απαντά σε αυτό το

ερώτημα: «η προσοχή τόσο των Γερμανών όσο και της δωσίλογης

ελληνικής κυβέρνησης ήταν εστραμμένη κατά του κύριου εχθρού, που η

δράση του είχε πάρει επικίνδυνες διαστάσεις και αποτελούσε απειλή σε

πολιτικό και εθνικό επίπεδο».30 Από τη μια η αύξηση των αντιστασιακών

οργανώσεων στο εσωτερικό της χώρας και από την άλλη η γενικότερη

κατάσταση του πολέμου, με τις δυνάμεις των Συμμάχων να απειλούν τις

δυνάμεις του Άξονα, δεν άφηναν περιθώρια ενασχόλησης και με αυτό τον

τομέα. Έτσι, παρατηρούνται, σε πολλά περιοδικά, κείμενα που «θα νόμιζε

κανείς ότι ελέγχθησαν πλημμελώς ή επιπόλαια από τους εγκάθετους της

λογοκρισίας, οι οποίοι δεν ήταν και γερμανόδουλοι, εκτός ελαχίστων

εξαιρέσεων…»31 και εκφράζουν σχεδόν ανοιχτά τη διάθεση για

πνευματικό αγώνα, με ανάλογο περιεχόμενο στα λογοτεχνικά και κριτικά

κείμενα. Στις περισσότερες περιπτώσεις βέβαια οι συντάκτες πρόσεχαν

ιδιαίτερα ώστε το περιεχόμενο να μην θίγει ευθέως «ευαίσθητα» θέματα,

αλλά σε γενικές γραμμές, ειδικά στα περιοδικά μετά το 1943 η λογοκρισία

είχε χαλαρώσει αρκετά, χωρίς βέβαια να λείπουν και περιπτώσεις

αυστηρού ελέγχου.

29 Αλεξάνδρα Μπουφέα, ό.π., σ. 522. Παραθέτω μερικούς τίτλους περιοδικών που

φανερώνουν την πρόθεση αυτή: Ξεκίνημα Θεσσαλονίκης, Ξεκίνημα Πειραιά, Ξεκίνημα

της Νειότης, Νέα Αυγή, Αργώ, Νέοι Καιροί, Παλμός, Χαραυγή, κ.α. 30 Αλέξανδρος Αργυρίου, ό.π., σ. 341 31 Αλέξανδρος Αργυρίου, ό.π., σ. 340

22

Η εκδοτική κίνηση στη Θεσσαλονίκη

Ο μεγαλύτερος αριθμός περιοδικών, λοιπόν, φαίνεται να κυκλοφορεί

στα όρια της Αττικής. Στη Θεσσαλονίκη, ωστόσο, η εκδοτική παραγωγή

δεν υπολείπεται αλλά εδώ έχουμε μια μικρή ιδιομορφία. Ήδη είδαμε πως

από πολύ νωρίς η νεολαία της πόλης συμμετέχει αποφασιστικά στον

αντιστασιακό αγώνα με έντυπα – η εφημερίδα Ελεύθερη Νιότη αρχίζει

ήδη να βγαίνει από το καλοκαίρι του 1941 – και με μάχιμο τρόπο,

συμμετέχοντας στα τάγματα του ΕΛΑΣ. Η επιρροή του ΕΑΜ, όμως, με τη

μεγάλη επίδραση της ΕΠΟΝ στον αγώνα των νέων, χαρακτηρίζει και την

εκδοτική κίνηση εκείνη την περίοδο, με έντυπα που δημιουργούνται από

πρόσωπα προερχόμενα από τις τάξεις του ΕΑΜ και ιδιαίτερα της ΕΠΟΝ.

Οι εφημερίδες που εκδίδονται την περίοδο αυτή στη Θεσσαλονίκη και

στην ευρύτερη Μακεδονία, που αριθμούνται σε πάνω από 167

καταγεγραμμένα φύλλα32, αποσκοπούν στην ενημέρωση και

καταγράφουν κατά κύριο λόγο γεγονότα. Ο αριθμός τους είναι

πραγματικά εντυπωσιακός, αν αναλογιστεί κανείς τις ιδιαίτερες

συνθήκες στη Βόρεια Ελλάδα, με την τριπλή κατοχή (ιταλική, γερμανική,

βουλγαρική) στις περισσότερες περιοχές, αλλά στον τομέα της

λογοτεχνίας υπάρχει τεράστια έλλειψη. Τα προ του πολέμου περιοδικά

έχουν πάψει να κυκλοφορούν ήδη πριν από την έναρξή του και στην πόλη

για ένα μεγάλο διάστημα επικρατεί μια «πνευματική κατοχή», που

προσπαθεί να βρει καταφύγιο στις διαλέξεις και συζητήσεις πάνω σε

πνευματικά ζητήματα που άρχισαν να εντείνονται από τους πρώτους

μήνες της Κατοχής. Το Δεκέμβρη του 1941, ωστόσο, εμφανίζεται ένα

περιοδικό με τίτλο Μακεδονικά Φύλλα και η κυκλοφορία του διήρκησε ένα

χρόνο, χωρίς όμως να γνωρίζουμε παραπάνω στοιχεία για αυτό, παρά

μόνο ελάχιστα που αναφέρονται στο σύντομο άρθρο του Ντίνου

Χριστιανόπουλου για τα περιοδικά της Θεσσαλονίκης.33 Από το βιβλίο της

Αλεξάνδρας Μπουφέα μαθαίνουμε πως το περιοδικό είχε διευθυντή το

Μανώλη Σμυρλή, τυπωνόταν στη Θεσσαλονίκη και διακινούταν στη

Βέροια. Ο Χριστιανόπουλος χαρακτηρίζει το περιοδικό λογοτεχνικό και

πατριωτικό και αναφέρει πως στο τεύχος Χριστουγέννων του 1942

περιλαμβάνονται κείμενα του Ίωνα Δραγούμη, ποιήματα γνωστών

ελλήνων ποιητών, κ.α., χωρίς να διαθέτουμε άλλες πληροφορίες.

Η περιοδική κίνηση στη Θεσσαλονίκη εκδηλώνεται ξανά τον Ιανουάριο

του 1944 με την έκδοση του περιοδικού Μακεδονικά Γράμματα, το οποίο θα

κυκλοφορήσει για 10 μήνες περίπου με διευθυντή τον Κώστα Μαρινάκη

32 Η πληροφορία προέρχεται από το ημερολόγιο του 2009 που εξέδωσε η ΕΣΗΕΜΘ και

είναι αφιερωμένο στον αντιστασιακό τύπο. 33 Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», περ.

Διαβάζω, αρ. 128, 9/10/1983, σσ. 49-50.

23

και θα γνωρίσει συνολικά 10 φύλλα, έως τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου.

Οι συντελεστές του ήταν άτομα τα οποία κατά βάση προέρχονται από την

προπολεμική γενιά του ’30 της πόλης που εξέδιδαν στα 1936-1937 το

περιοδικό Νέοι. Αυτό αποτέλεσε και το πρώτο φοιτητικό περιοδικό της

Θεσσαλονίκης. Η σχέση της ομάδας των Μακεδονικών Γραμμάτων με τους

πρωταγωνιστές της πνευματικής ζωής στη δεκαετία του 1930 που

συσπειρώθηκαν γύρω από τα περιοδικά Μακεδονικές Ημέρες και Μορφές

ήταν αδιαμφισβήτητη, καθώς οι συντάκτες του κατοχικού περιοδικού

ζητούν τη συνδρομή τους, αίτημα στο οποίο ανταποκρίνονται, κι έτσι

στους τακτικούς συνεργάτες του περιοδικού εντοπίζουμε την Καρέλλη,

τον Γ. Βαφόπουλο, τον Θέμελη, τον Στογιαννίδη, τον Δέλιο και τη

Χρυσάνθη Ζιτσαία.

Ο λόγος της «επείγουσας» ενεργοποίησης για την έκδοση του

περιοδικού ήταν εκτός από πολιτιστικός και εθνικός «προκειμένου να

ανακοπεί πέραν της γερμανικής προπαγάνδας και η βουλγαρική

διείσδυση»34. Δεδομένου ότι η προπαγάνδα των γερμανικών και

βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής ολοένα και απλωνόταν, οι πνευματικές

δυνάμεις της πόλης δε μπορούσαν παρά να απαντήσουν με ένα δικό τους

περιοδικό, του οποίου η ύλη περιελάμβανε πλήθος από λαογραφικά,

ιστορικά, αλλά και λογοτεχνικά κείμενα, που στόχο είχαν την

ενδυνάμωση του εθνικού φρονήματος. Ο στόχος αυτός φαίνεται

ξεκάθαρα και από την προγραμματική δήλωση στην πρώτη σελίδα του

πρώτου τεύχους, με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1944, όπου με αναφορά στο

ρόλο του περιοδικού η συντακτική ομάδα δηλώνει πως «θέλουν να

συμβάλλουν ειδικά στη συγκέντρωση όλων των πνευματικών στοιχείων

της Θεσσαλονίκης και Βόρειας Ελλάδας γενικά, οι εκδηλώσεις των οποίων

στην τέχνη ή στην επιστήμη θα εκφράζουν το αιώνιο και αναλλοίωτο

ελληνικό πνεύμα του τόπου αυτού..».35

Παράλληλα, στο ίδιο άρθρο γίνεται προσπάθεια να ξεκαθαριστεί πως η

έκδοση του περιοδικού αποτελεί σύμπραξη μιας ομάδας νέων και

παλαιών και πως δεν πρόκειται για μια «εκδήλωση νεανικού

ενθουσιασμού». Η νύξη αυτή προς τις νεανικές πρωτοβουλίες για έκδοση

περιοδικού αποτυπώνεται πιο καθαρά στη στήλη της επικαιρότητας των

Μακεδονικών Γραμμάτων, την οποία εξετάζει συνολικά η Μπουφέα στο

βιβλίο της, στην οποία διακρίνεται μια επιφύλαξη και μια συγκράτηση

των συντακτών σχετικά με το Ξεκίνημα, που κυκλοφορούσε την ίδια

περίοδο στην πόλη, και κάποια άλλα νεανικά περιοδικά, όπως τη Νεανική

Δράση του Βόλου. Το στοιχείο αυτό δείχνει ξεκάθαρα τη διάσταση,

ιδεολογική και αισθητική, που υπήρχε ανάμεσα στους συντελεστές του

34 Αλεξάνδρα Μπουφέα, ό.π., σ. 356 35 περ. Μακεδονικά Γράμματα, τχ. 1, 15 Ιανουαρίου 1944, σ. 1.

24

περιοδικού και τους συντελεστές του Ξεκινήματος του Εκπολιτιστικού

Ομίλου του Πανεπιστημίου (ΕΟΠ).

Εξετάζοντας τη συνολικότερη εικόνα της περιοδικής κίνησης στη

Θεσσαλονίκη στα χρόνια της κατοχής, διαπιστώνουμε πως σε μια περίοδο

4 ετών περίπου ετών τα μόνα περιοδικά που κυκλοφορούν είναι τα

Μακεδονικά Γράμματα και το Ξεκίνημα, και τα δύο το 1944. Τα

προηγούμενα χρόνια τόσο οι αδυναμίες μιας πνευματικής συγκρότησης

όσο και οι τεχνικές δυσκολίες δεν επέτρεπαν την έκδοση κάποιου

περιοδικού, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται κενό σε μια συνεχή κίνηση

περιοδικών που είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1930 στην πόλη. Η

ταύτιση της επανέναρξης των εκδόσεων με το γενικότερο κλίμα που

επικρατεί και στην υπόλοιπη Ελλάδα τα χρόνια μετά το 1943 μαρτυρεί την

αφύπνιση και τη δραστηριοποίηση των πνευματικών δυνάμεων της

πόλης, ύστερα από μια διετή περίοδο απομόνωσης και σκεπτικισμού.

Τα δύο περιοδικά της Κατοχής που κυκλοφορούν στην πόλη διαφέρουν

μεταξύ τους σε αρκετά σημεία: τα Μακεδονικά Γράμματα ανήκουν σε μια

ομάδα ατόμων που έρχονται σχεδόν απευθείας από την προπολεμική

γενιά των λογοτεχνών και πνευματικών ανθρώπων, σε αντίθεση με το

Ξεκίνημα που αποτελεί το γέννημα μιας ομάδας φοιτητών του

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πολιτικά άχρωμο το πρώτο προσπαθεί να

προβάλλει τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική σκέψη με σκοπό να

διαφυλάξει και να διαδώσει την ελληνική παιδεία και το αναλλοίωτο

ελληνικό στοιχείο της Μακεδονίας. Το Ξεκίνημα από την άλλη δεν υστερεί

σε μια ανάλογη προσπάθεια αλλά κύριο μέλημά του είναι η πνευματική

ανασυγκρότηση και η επαφή του λαού με τον πνευματικό και

καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της πόλης, με κύριο σκοπό την αφύπνιση και

καλλιέργεια της μάζας, με εμφανή, μέσα από την ύλη του, και τη διάθεση

για εμφύσηση του αντιστασιακού πνεύματος. Χωρίς αυτό να σημαίνει

πως οι συντελεστές των Μακεδονικών Γραμμάτων διέθεταν μια ελιτίστικη

διάθεση απέναντι στο λαό, το Ξεκίνημα έθεσε ως πρώτο και βασικό στόχο

την δημοσίευση κειμένων, άρθρων, ποιημάτων, πεζογραφημάτων και

κριτικών, που αποσκοπούσαν στην προσέγγιση του απλού κόσμου.

Εξάλλου έντονα κυριαρχεί μέσα στα κείμενά του η τάση για εκλαΐκευση

και απλοποίηση των γραπτών κειμένων προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’

αυτόν το λόγο και οι στόχοι καθενός περιοδικού διαφέρουν και ως προς το

περιεχόμενο της ύλης. Το πρώτο παρουσιάζει κυρίως κείμενα που

προσπαθούν να ενισχύσουν το ελληνικό στοιχείο της Μακεδονίας, με

αφορμή, όπως είδαμε, την πρόθεση των Βουλγάρων να παρέμβουν στα

πνευματικά πράματα της πόλης, χωρίς να διαθέτουν ωστόσο μεγάλο

πρωτογενές υλικό, ενώ το Ξεκίνημα φαίνεται να είναι πιο «σύγχρονο» και

με κείμενα νέα, με πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών και με την

πρόθεση να αποτελέσει το αντιστάθμισμα απέναντι στη γερμανική

προπαγάνδα και ένα ισχυρό μέσο της πνευματικής αντίστασης του λαού.

25

Φαίνεται, λοιπόν, πως δεν υπάρχει κάποια σύνδεση και συνεργασία

των συντελεστών των δύο περιοδικών αλλά και καμία διαμάχη. Η

αυτόνομη και κατά μόνας εργασία τους διαπιστώνεται και από τη

μηδενική αναφορά στις σελίδες του Ξεκινήματος για τα Μακεδονικά

Γράμματα καθώς και από την απουσία σχολιασμού των Μακεδονικών

Γραμμάτων σε μεταγενέστερα κείμενα των συνεργατών του

Ξεκινήματος.36 Εξάλλου, το Ξεκίνημα αποτελούσε το αποτέλεσμα της

συνεργασίας φοιτητών και καθηγητών του Πανεπιστημίου και

απευθυνόταν κυρίως στους νέους, με μια διάθεση ξεσηκωμού. Τα

Μακεδονικά Γράμματα αφορμούνται από μια συγκεκριμένη ιστορική

φάση, την εξάπλωση των Βούλγαρων στη Μακεδονία, και αποσκοπούν

στην απόδειξη της ελληνικότητας της Μακεδονίας, μέσα από άρθρα και

κριτικές κατά βάση. Οι στόχοι διαφέρουν και επομένως κινούνται σε

διαφορετικές κατευθύνσεις.

36 Χαρακτηριστικό είναι πως στο άρθρο του Φωτιάδη για την πνευματική αντίσταση στη

Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει καμία αναφορά στο περιοδικό του Μαρινάκη.

26

Το λογοτεχνικό και αισθητικό πλαίσιο της εποχής

Δε θα μπορούσε να αποδοθεί πιο παραστατικά ο χαρακτήρας της

αντίστασης στα χρόνια από το 1941-1944 παρά στο βιβλίο του Σωτήρη

Πατατζή, τα Ματωμένα Χρόνια, όπου μεταξύ άλλων λέει: «Όταν λέμε

‘‘Αντίσταση’’ δεν πρέπει να ‘χουμε στο νου μας μόνο τους αγωνιστές που

πολεμούσαν με το όπλο στα βουνά και στις πόλεις, ή τους άλλους που

έπαιζαν κάθε στιγμή της ζωή τους κορόνα γράμματα σε παράνομες

δουλειές, σε επικίνδυνες αποστολές, σε φυλακές και στρατόπεδα. Αυτοί

είναι η πρωτοπορία οι τολμηροί ‘’μπροστάρηδες’’, τα ‘’κάστρα’’ της

Αντίστασης. Η ουσιαστική όμως δύναμη, είναι το Πνεύμα της, η ένταση

και η πυκνότητα των ιδανικών της».37 Το απόσπασμα αυτό καταδεικνύει

αφενός την ιδιαιτερότητα της λογοτεχνίας της Αντίστασης και αφετέρου

την ξεχωριστή θέση της μέσα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Η άμεση σύνδεση των λογοτεχνικών έργων με τα ιστορικά γεγονότα

και τις εξελίξεις φαίνεται έντονα στα ίδια τα κείμενα και αυτά είναι που

αποτυπώνουν περισσότερο το δράμα που βιώνουν οι Έλληνες την περίοδο

εκείνη. Όσο και αν οι εφημερίδες προσπαθούσαν να περιγράψουν τα

γεγονότα και να τα παρουσιάσουν με μια αντικειμενική ματιά, τα

λογοτεχνικά κείμενα διαφοροποιούνται αρκετά, τουλάχιστον στα πρώτα

χρόνια της Κατοχής. Η καταρράκωση της ελευθερίας, και μάλιστα σε μια

περίοδο για την Ελλάδα, πριν από την οποία είχε προηγηθεί και η

δικτατορία της 4ης Αυγούστου, που για 4 χρόνια είχε περιορίσει σημαντικά

την ελευθερία έκφρασης, η επιβολή του φασισμού με δριμύτερο αυτή τη

φορά τρόπο σηματοδοτεί μια τάση του ατόμου προς την εσωστρέφεια. Η

τάση αυτή δικαιολογείται, αν σκεφτεί κανείς την έντονη αντιφασιστική

δράση και σε ιδεολογικό-λογοτεχνικό επίπεδο που είχε αναπτυχθεί και

στην Ελλάδα, ακολουθώντας τον ευρωπαϊκό αντιφασισμό, από πολύ

νωρίς. Η νίκη του Χίτλερ και του Μουσολίνι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο

σηματοδοτεί και την ήττα, έστω προσωρινά, του πνεύματος, και αυτή η

σύγκρουση ύλης και πνεύματος αντικατοπτρίζεται πολύ έντονα σε

αρκετά κείμενα της εποχής, από τα ποιήματα και τα πεζά μέχρι τα

χρονογραφήματα και τις επιφυλλίδες που δημοσιεύονται την περίοδο

εκείνη.

Η πρότερη αντιφασιστική δραστηριότητα των πνευματικών δυνάμεων

της Ευρώπης και της Ελλάδας στα χρόνια πριν από το 1940 και ειδικά τη

δεκαετία 1930-1940 αποτελεί τον προάγγελο της μεταγενέστερης

αντίστασης, γι’ αυτό και «η Αντίσταση του 1940-1944 και η λογοτεχνική

της έκφραση αποτελούν, σίγουρα μια τομή και αποκορύφωση, όχι όμως

37 Σωτήρη Πατατζή, Ματωμένα Χρόνια, χρονικά και διηγήματα της Αντίστασης, Εστία,

Αθήνα, [20066]

27

και μια γέννηση ex nihilo».38 Το γεγονός αυτό προσδιορίζει, ως ένα βαθμό,

και την εκπροσώπηση της πνευματικής αντίστασης, στα πρώτα χρόνια

της Κατοχής, όσο αυτή υπήρχε και εκφραζόταν, από άτομα που

προέρχονταν από τη γενιά του 1930. Ωστόσο, με την ανασύνταξη των

δυνάμεων, μετά το 1942-1943, το πνεύμα της ήττας και της απαισιοδοξίας

αλλάζει, με έκδηλη πλέον τη διάθεση για αγώνα και αντίσταση. Την

περίοδο μετά το 1943 η αντίσταση αποκτά πραγματική υπόσταση και σε

μάχιμο επίπεδο, με τα σώματα στρατού να προκαλούν συντονισμένες

επιθέσεις και σημαντικές φθορές στα γερμανικά στρατεύματα, αλλά και

σε πνευματικό επίπεδο με την ανασύνταξη των δυνάμεων και την

αυξημένη παραγωγή υλικού σε εφημερίδες, βιβλία και περιοδικά.

Ο αγώνας των Ελλήνων στο Αλβανικό Μέτωπο θα αποτελέσει την

ελληνική εποποιία σε τέτοιο βαθμό που ανάλογο έζησε η Ελλάδα στην

Επανάσταση του 1821. Μάλιστα, την περίοδο αυτή οι Έλληνες λογοτέχνες

και διανοούμενοι θα επιδιώξουν να βρεθούν στα βουνά της Ηπείρου και

θα καταγράψουν τις εμπειρίες τους στα μετέπειτα εκδοθέντα κείμενά

τους.39 Από την Αθήνα, η σύνδεση του πολέμου των Ελλήνων με αυτόν

του 1821 θα γίνει με τη γνωστή φράση του Παλαμά «αυτό το λόγο θα σας

πω, δεν έχω άλλο κανένα: μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα». Η

Νέα Εστία, το περιοδικό που κυριαρχεί εκείνη την περίοδο στα ελληνικά

γράμματα, δημοσιεύει στο τεύχος της 1 Νοεμβρίου 1940 ένα κείμενο που

με αφορμή τη μάχη των Ελλήνων κατά της ιταλικής εισβολής

απευθύνεται προς τους πνευματικούς ανθρώπους και μεταξύ άλλων λέει:

«Οι πνευματικοί οφείλουν να κάμουν κάτι περισσότερο: να βρεθούν

εμπρός από την ευψυχία του Ελληνικού λαού, να τη δυναμώσουν με το

παράδειγμα και με το Λόγο τους, και να την οδηγήσουν σε μεγάλα και

δοξασμένα φτερουγίσματα. Τα Γράμματα στην Ελλάδα δεν έμειναν ποτέ

έξω από τους αγώνες κι από τις θυσίες του Έθνους».40 Με ένα μεγάλο

μέρος των λογοτεχνών να βρίσκεται στο πεδίο της μάχης «η

λογοτεχνικότητα τίθεται σε δεύτερη μοίρα».41

Το τέλος όμως του Πολέμου με την εισβολή της γερμανικής μηχανής

στον ελληνικό χώρο σηματοδοτεί και την έναρξη της εσωστρέφειας από

πλευράς των λογοτεχνών και τη φυγή από τη σκληρή πραγματικότητα.

Αυτό μαρτυρούν και αντιπροσωπευτικά έργα, μεταγενέστερα εκδοθέντα

βέβαια αλλά εμπνευσμένα κατά τα πρώτα χρόνια της κατοχής,

38 Γιώργος Βελουδής, «Η ελληνική λογοτεχνία στην Αντίσταση (1940-1944)», στο Μονά-

Ζυγά, Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Γνώση, Αθήνα, 1992, σ. 64 39 Αμέτρητες οι περιπτώσεις των λογοτεχνών των οποίων το έργο τους αποτυπώνει τους

μήνες αυτούς των κακουχιών και των δυσκολιών. Χαρακτηριστικά αναφέρονται μόνο

του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Μπεράτη, του Τάκη Σινόπουλου, κ.ά. 40 περ. Νέα Εστία, 1/11/1940, σ. 1349. 41 Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, «Πόλις»,

Αθήνα, [2005], σ. 36

28

κυρίαρχων ονομάτων, όπως του Οδυσσέα Ελύτη Ήλιος ο πρώτος, του

Καραγάτση Χαμένο Νησί και η Fuga του Έκτωρα Κακναβάτου. Αλλά και

στο θεωρητικό επίπεδο έκδηλη είναι η αμηχανία της περιόδου μετά τον

Απρίλη του 1941 την οποία αποδίδει χαρακτηριστικά ο Πέτρος Χάρης στο

άρθρο του με τίτλο «Ο νέος κύκλος» που δημοσιεύεται στο τεύχος του

Μαΐου 1941 της Νέας Εστίας και ενθαρρύνει την «έξοδο» από το

σκοταδισμό που έφερε η Κατοχή μιλώντας για το φως που πρέπει να

διαθέτουν οι πνευματικοί άνθρωποι από εδώ και πέρα και που πρέπει να

φωτίσει τη νέα περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Ακολουθούν αντίστοιχα

κείμενα του Σικελιανού και του Δημαρά με εμφανή την προτροπή για

ενδοσκόπηση, πλησίασμα και έρευνα της ελληνικής ιστορίας και την

εμφύσηση του ελληνικού πνεύματος μέσα από γεγονότα και κείμενα της

ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής λογοτεχνίας για μια διαμόρφωση

της ταυτότητας του νεοέλληνα και του χαρακτήρα του πνευματικού

αγώνα που έπρεπε να ακολουθηθεί. Η επεξεργασία θεμάτων που

προέρχονται από ένα ιστορικό πλαίσιο, είτε με τη μορφή του ιστορικού

μυθιστορήματος είτε ως αναπαράσταση προσωπικών βιωμάτων,

εντείνεται τα χρόνια αυτά και εντοπίζεται στα κυριότερα έργα της

εποχής, όπως την Αιολική γη του Βενέζη, τον Κοτζάμπαση του

Καστρόπυργου του Καραγάτση, την Καμπάνα της Αγια-Τριάδας του

Πετσάλη-Διομήδη και την Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ του Άγγελου Τερζάκη. Η

στροφή, λοιπόν, προς τη φαντασία και κυρίως προς το ιστορικό παρελθόν

αποτελεί τη μόνη διέξοδο για αυτή την περίοδο, ακολουθώντας σε μεγάλο

βαθμό την τάση που είχε εν πολλοίς υιοθετηθεί και στα προηγούμενα

χρόνια, από το Μεσοπόλεμο και μετά λόγω των ασταθών συνθηκών σε

ιστορικό και πολιτικό επίπεδο.

Η φυγή προς την περισυλλογή, ωστόσο, θα σημάνει και την αρχή της

έντονης ενασχόλησης με τα πνευματικά ζητήματα μέσω της αναδίφησης

σε πρόσωπα που αποτέλεσαν πνευματικό παράδειγμα. Έτσι, την περίοδο

από το 1941 και μετά εντοπίζεται μια έντονη στροφή προς τη δημοτική

ποίηση με δημοσιεύσεις πολλών δημοτικών ποιημάτων στα περιοδικά της

εποχής και με μια προσπάθεια να ανασυρθούν προσωπικότητες που θα

φώτιζαν πνευματικά το λαό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το

αφιέρωμα της Νέας Εστίας στο χριστουγεννιάτικο τεύχος της του 1941

στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη το οποίο, πέρα από τη μεγάλη απήχηση

που γνώρισε στο κοινό, φιλοξένησε μία από τις μεγαλύτερες

«παρελάσεις» ηχηρών ονομάτων της λογοτεχνίας και ακαδημαϊκών

καθηγητών που γνώρισε ποτέ περιοδικό, σε μια ύλη άρθρων που

ξεπερνούσε τις 200 σελίδες. Η μορφή του Παπαδιαμάντη και η γενικότερη

στάση των λογοτεχνών τους μήνες μετά το σκληρό χειμώνα του 1941-1942

συνετέλεσαν στην αύξηση του αναγνωστικού κοινού και της ζήτησης σε

βιβλία και έντυπα που θα βοηθούσαν το λαό να καλλιεργηθεί και να

στραφεί προς τη λογοτεχνία, ως μέσο καταφυγής. Αυτός ο νέος «τρόπος

29

ζωής» και το πνευματικό υπόβαθρο που θα δημιουργηθεί θα οδηγήσει στη

μεγάλη αύξηση τόσο της έκδοσης βιβλίων όσο και περιοδικών μετά το

1943.

Αποτελεί, βέβαια, έκπληξη το γεγονός ότι την περίοδο της μεγάλης

πείνας ο λαός της Αθήνας μπορούσε να αγοράζει βιβλία και να αναζητά

την τέχνη, αλλά χάρη σε αυτή τη στάση οι λογοτέχνες διαπίστωσαν το

τεράστιο βάρος που πρέπει να σηκώσουν και να έρθουν πιο κοντά στο

λαό. Ο κυριότερος, ίσως, εκφραστής αυτής της ιδέας είναι ο Κώστας

Βάρναλης που μέσα από τα χρονογραφήματά του στην εφημερίδα Πρωία

κάτω από τον τίτλο «Τέχνη και ζωή» καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, με

την καταγραφή των συνθηκών διαβίωσης και τις κακουχίες του λαού

αλλά και με κριτικές βιβλίων και παρατήρηση της κίνησης της

πνευματικής ζωής – παρόλο που ο ίδιος απέχει από τα λογοτεχνικά

περιοδικά και τα 4 χρόνια της κατοχής –, διαπιστώνει τη μεγάλη ανάγκη

να εγκύψουν οι πνευματικοί άνθρωποι στο λαό που περνά δύσκολες

ώρες.42 Ήδη από πολύ νωρίς, στις 31 Μαΐου 1941, στο φύλλο της

εφημερίδας Πρωία δημοσιεύει ένα κείμενο με τίτλο «Το αγεφύρωτο

χάσμα» όπου λέει τα εξής:

«Ανάμεσα στο μεγάλο, ανώνυμο και ανεύθυνο πλήθος και στα λιγοστά

και μεγαλώνυμα κι υπεύθυνα άτομα των διανοουμένων της Ελλάδας

υπάρχει ένα ‘‘αγεφύρωτον χάσμα’’ ένα αμοιβαίο ινκόγκνιτο […]. Κι

αποδίδουμε την ευθύνη αυτής της ‘‘κεντρόφυγης σχέσεως’’ μεταξύ κοινού

και πνεύματος, στους ανθρώπους του πνεύματος. Αυτοί οι ‘‘ήρωες’’ του

πνεύματος δεν λογαριάσανε ποτέ τους για ‘‘συνεργάτη’’ το λαό, όπως τον

λογαριάσανε όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί […] αλλ’ ούτε και ως απλόν

ακροατή τους δεν τον καταδεχτήκανε […]. Ο πνευματικός και ο ψυχικός

οδηγός έχει την υποχρέωση αφ’ ενός να στερεώσει περισσότερο τις

ζωντανές και γόνιμες δυνάμεις του έθνους του και αφ’ ετέρου να του

ξεριζώσει όσες στείρες πλάνες έχει. Αυτός θα του ανοίξει το δρόμο προς

τα μελλούμενα, χωρίς μ’ αυτό να του κόβει την συνέχειά του με τα

περασμένα…».

Η παράθεση του αποσπάσματος από το χρονογράφημα του Βάρναλη

στην Πρωία επιβλήθηκε γιατί είναι ίσως ο πρώτος που αρκετά νωρίς

κιόλας επισημαίνει και προβάλλει τον «ρεαλιστικό» ρόλο που πρέπει να

παίξουν οι πνευματικές δυνάμεις της εποχής. Έτσι, η άποψη του Βάρναλη

από τη μια για την επαφή των ανθρώπων του πνεύματος με το λαό και οι

απόψεις από την άλλη των Σικελιανού, Χάρη και Δημαρά, που είδαμε

παραπάνω, περί «στροφής στην ιστορία μας» στο πλαίσιο ενός

42 Μια σημαντική εργασία αποτελεί η συγκέντρωση σε ένα τόμο πολυάριθμων

χρονογραφημάτων του Κώστα Βάρναλη που δημοσίευε στην Πρωΐα με τίτλο Κώστας

Βάρναλης, Φέιγ βολάν της Κατοχής, επιλογή-επιμέλεια Γιώργος Ζεβελάκης,

Καστανιώτης, [Αθήνα], [2007]

30

πνευματικού αγώνα «προσδιόριζαν ταυτόχρονα και το περιεχόμενό [του]:

ελληνοκεντρικό και ρεαλιστικό. Κέντρο η Ελλάδα κι ο Λαός της, όχι όμως

σαν αφηρημένες, μεταφυσικές έννοιες […], παρά η Ελλάδα και ο Λαός της

στη συγκεκριμένη του υπόσταση, με τη γιομάτη αίματα και θυσίες ιστορία

του…».43

Από τη μια λοιπόν φαίνεται να κυριαρχεί η τάση για απόσταση από

την πραγματικότητα και από την άλλη άρθρα στα περιοδικά μιλούν για

πλησίασμα του λαού και πνευματικό αγώνα. Και η λογοτεχνία, ωστόσο,

δε φαίνεται να ακολουθεί μια ενιαία τάση σχετικά με αυτό, καθώς η

ποίηση φαίνεται να είναι πιο ρεαλιστική και πιο κοντά στα γεγονότα σε

αντίθεση με την πεζογραφία που τείνει προς τη φαντασία. Το γενικό

κλίμα που κατά τα πρώτα χρόνια της Κατοχής κυριαρχεί στον

λογοτεχνικό κόσμο είναι μια αποστροφή από την πραγματικότητα και

μια καταφυγή προς έναν κόσμο ιδανικό που άλλοτε αποτελεί μέρος της

φαντασίας και άλλοτε ανάμνηση της παιδικής ηλικίας μέσα από διάφορα

μοτίβα που παράγονται και αναπαράγονται σε αρκετά πεζογραφικά και

ποιητικά έργα.

Παράλληλα, τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία μέσα από τα

έργα αυτά μπορεί κανείς να αναγνώσει μια προσπάθεια απεγκλωβισμού

από τα έργα και τις τάσεις της προηγούμενης γενιάς: στην ποίηση

παρατηρείται ένας πιο ανανεωμένος στίχος με πιο λυρικές μορφές που

εκφράζει τη νεωτερικότητα, με αποκορύφωμα, ίσως, στα μέσα της

Κατοχής την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, ως χαρακτηριστικό δείγμα

υπερρεαλισμού, και από την άλλη στην πεζογραφία παρατηρούνται πιο

συμβολιστικές τάσεις μέσα από νέες μορφές, καθώς το παραδοσιακό

μυθιστόρημα που εξέφραζε το αστικό πεζό έργο της προηγούμενης

δεκαετίας αντικαθίσταται σχεδόν, ως κυρίαρχο, είδος από το διήγημα ή τη

νουβέλα. Το λυρικό στοιχείο και στα δύο είδη της εγχώριας λογοτεχνικής

παραγωγής θα διατηρηθεί σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ακόμη και

μετά το 1943, όταν παρατηρείται μια γενικότερη μεταστροφή λόγω των

ιστορικών γεγονότων αλλά και της μεγάλης πολιτισμικής αναβάθμισης

του τόπου. Απλά μετά τη χρονιά-ορόσημο 1943 η ανάγκη όχι μόνο για

αφύπνιση αλλά και για πολιτική και ιστορική αλλαγή εκφράζεται πιο

ξεκάθαρα και μεταστρέφεται και το κλίμα σε πολλά λογοτεχνικά

κείμενα.

Το εγωκεντρικό πνεύμα, ωστόσο, της πρώτης περιόδου δεν αποτελεί

μια σταθερή και αμετάπειστη στάση, ακόμη και αυτό το διάστημα, αλλά

φαίνεται πως πολλοί, που μιλούσαν για το «εγώ» του συγγραφέα,

εξαιτίας και των άστατων συνθηκών και του ρευστού κλίματος

δραστηριοποιούνται σε δύο άξονες: της αντίστασης και της εσωστρέφειας

παράλληλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Θεοτοκάς, που από

43 Κ. Πορφύρης, ό.π., σ. 340

31

τη μια «συντάσσει μια αποκήρυξη στο θεατρικό του έργο ‘’Αντάρα στ’

Ανάπλι’’ [και] ταυτόχρονα δημοσιεύει τις ‘’Ιδεολογικές κατευθύνσεις’’ του

‘’Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος’’, ενώ επίσης εμπλέκεται στην

έκδοση μιας παράνομης εφημερίδας».44 Την ίδια πορεία ακολουθεί και ο

Σικελιανός με το επαναστατικό πνεύμα στην αρχή και τις αισθητικές του

απόψεις στο «Λυρικό Βίο» έπειτα, το Σεπτέμβριο του 1942, όπου ο

λυρισμός και ο ατομικισμός εκθειάζονται. Οι αντιφάσεις αυτές, παρόλο

που δημιουργούν ένα κλίμα σύγχυσης για το ιδεολογικό και θεωρητικό,

ως προς την αισθητική, τοπίο της περιόδου, δικαιολογούνται για ένα λόγο:

η απογοήτευση που κυριάρχησε μετά την ήττα δεν αποτελούσε μόνο

χαρακτηριστικό των πνευματικών ανθρώπων αλλά και του απλού λαού.

Η απαισιοδοξία για το μέλλον δεν άφηνε περιθώρια και κυρίως δυνάμεις

για άμεση αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Έτσι, ένας ένδοξος

κόσμος μακριά από τη ζοφερότητα μπορούσε να συνδράμει στην

εκτόνωση του κλίματος. Γι’ αυτό το λόγο, μέσα σε όλη αυτή τη «διττή

συμπεριφορά»45 παρατηρούμε από τη μια έργα λυρικά που δεν θίγουν

κατ’ ελάχιστο την πραγματικότητα και από την άλλη δημοσιεύματα σε

περιοδικά με περιεχόμενο από την επανάσταση του 1821 και το ένδοξο

παρελθόν του έθνους, προσπαθώντας να αντιστοιχήσουν τα γεγονότα

και την έκτασή τους και κυρίως τον παλμό για τον αγώνα με εκείνα του

αγώνα για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Με τη στάση τους,

λοιπόν, αυτή οι συγγραφείς υπηρετούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες του

λαού και μαζί προσπαθούν με κάθε άλλο τρόπο να καταδείξουν και μια

προσπάθεια για πνευματικό αγώνα, ο οποίος μέσα από αυτή την ιστορική

αναδρομή κατάφερε να αποδώσει καρπούς, διαμορφώνοντας ένα

πνευματικό κλίμα αρκετά προσοδοφόρο για την μετέπειτα ανάκαμψη του

1943.

Την περίοδο, όμως, αυτή μέχρι το 1942 αναταράσσουν τον πνευματικό

κόσμο δύο γεγονότα που ως ένα βαθμό αντανακλούν τις βασικές αρχές

των αισθητικών θεωριών της περιόδου της κατοχής. Το ένα είναι η

περίφημη «Δίκη των τόνων» με «απολογούμενο» τον καθηγητή της

Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών Ιωάννη Κακριδή, ο οποίος το 1941 εξέδωσε

το βιβλίο του Ελληνική Κλασική Παιδεία σε μονοτονικό σύστημα και στη

δημοτική γλώσσα, τακτική που δεν αποδέχονταν οι εκπρόσωποι του

ακαδημαϊκού περιβάλλοντος της Αθήνας. Το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή

στους καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής της Αθήνας να ζητήσουν την

απόλυσή του με το πρόσχημα πως με αυτό τον τρόπο ο Κακριδής

υποβάθμιζε τις κλασικές σπουδές και αποτελούσε εχθρό του έθνους. Η

διαμάχη έληξε περίπου ένα χρόνο μετά (το καλοκαίρι του 1942) με τελική

44 Αγγέλα Καστρινάκη, ό.π., σ. 112 45 Δανείζομαι τον τίτλο από το αντίστοιχο κεφάλαιο στο βιβλίο της Καστρινάκη, που

αποδίδει την πραγματική διάσταση της κατάστασης.

32

καταδίκη του Κακριδή και δίμηνη απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο. Η

υπόθεση Κακριδή στη διάσταση που έλαβε, με εμπλοκή των

ακαδημαϊκών, ανέγειρε σε επίσημο, πλέον, επίπεδο το ζήτημα της

γλώσσας και το κατά πόσο η δημοτική μπορούσε όχι να εκφράσει τη

λογοτεχνία, κάτι που ήδη είχε λυθεί πολλά χρόνια πριν, αλλά να

αποτελέσει επίσημη γλώσσα του κράτους και να χρησιμοποιηθεί και ως

επίσημη γλώσσα των επιστημονικών εγχειριδίων. Με αρκετούς

επιστήμονες να έχουν χρησιμοποιήσει τη δημοτική σε επιστημονικά

βιβλία τους γινόταν έκδηλο το γενικευμένο αίτημα για επέκτασή της σε

όλα τα επιστημονικά εγχειρίδια. Το θέμα αυτό, βέβαια, δεν αποτέλεσε

δίλημμα για κανένα σχεδόν περιοδικό της περιόδου της Κατοχής, πόσο

μάλλον για τα περιοδικά των νέων, ένα εκ των οποίων είναι και το

Ξεκίνημα, που στις σελίδες του δημοσιεύονται άρθρα που στηρίζουν τη

χρήσης της δημοτικής σε επιστημονικές μελέτες, δημοσιεύοντας και το

ίδιο μελέτες στη δημοτική. Για το Ξεκίνημα η υπόθεση της «Δίκης των

τόνων» αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, δεδομένου ότι ο Κακριδής

αποσπάσθηκε στην Αθήνα από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο

οποίο η δημοτική αποτελούσε την «επίσημη» γλώσσα των παραδόσεων

στα μαθήματα. Φαίνεται, λοιπόν, πως το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

διατηρούσε μια πιο προοδευτική στάση στο θέμα της γλώσσας από αυτή

του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Ενώ για το Πανεπιστήμιο Αθηνών το

θέμα της γλώσσας παρέμενε αδιαπραγμάτευτο υπέρ της καθαρεύουσας,

η δημοτική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης είχε ήδη γίνει το «επίσημο»

γλωσσικό όργανο καθηγητών και φοιτητών. Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, το

θέμα της γλώσσας αποτέλεσε και αντικείμενο συζήτησης, ειδικά μετά την

«Δίκη των τόνων», και στα περιοδικά της κατοχής, υπερμαχόμενα της

δημοτικής, φτάνοντας μερικές φορές σε ακρότητες. Όλα συγκλίνουν στη

χρήση της απλής γλώσσας του λαού και του μονοτονικού συστήματος και

«το ενδιαφέρον εστιάζεται στη δυνατότητα χρήσης της δημοτικής στο

χώρο της επιστήμης, αφού το γλωσσικό ζήτημα θεωρείται οριστικά

λυμένο υπέρ αυτής».46 Η περίπτωση του Κακριδή, λοιπόν, μπορεί να

ανακινεί το γλωσσικό ζήτημα47 αλλά η δημοτική αποκτά ολοένα και

περισσότερο έδαφος.

Το δεύτερο γεγονός είναι η δημοσίευση του «Προλόγου» του

Σικελιανού, την οποία σκόπευε να περιλάβει στην έκδοση του Λυρικού

Βίου, στο τεύχος της 1ης Σεπτεμβρίου 1942 της Νέας Εστίας. Το κείμενο του

«Προλόγου» αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα κείμενο μυστικιστικό, μια

προσπάθεια αποκωδικοποίησης των εννοιών του Λυρικού Βίου του, το

46 Αλεξάνδρα Μπουφέα, ό.π., σ. 522 47 Ας σημειωθεί πως το 1943 ο Γιάννης Κορδάτος εκδίδει την Ιστορία του γλωσσικού

ζητήματος με την οποία συμβάλλει και ο ίδιος σε μια εκ νέου συζήτηση για το θέμα της

γλώσσας.

33

οποίο απευθυνόταν στους αναγνώστες. Το γεγονός όμως αυτό δεν

κατάφερε να αποτρέψει πολλές και ποικίλες αντιδράσεις προς τον ίδιο,

που στόχευαν τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη γλώσσα του κειμένου.

Παρόλο που η γλώσσα του είναι η δημοτική, το ύφος του ήταν ιδιαίτερα

δυσνόητο σε πολλούς, θεωρώντας το εξεζητημένο και επομένως, ως

ζητούμενο της εποχής, ακατανόητο από τον απλό λαό. Πάνω στο θέμα

της επαφής της τέχνης με το λαό πατά και το δεύτερο επιχείρημα που

αφορά το περιεχόμενο, λέγοντας πως ο σκοτεινός λόγος του κειμένου δεν

μπορεί να περάσει στον απλό λαό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια

ελίτ στο χώρο της διανόησης.

Οι αντιφρονούντες του «Προλόγου» μέσα από μια αρθρογραφία, που

μαζί με αυτή των υποστηρικτών του απασχολεί τα περιοδικά και τις

εφημερίδες για τρεις μήνες μέχρι το Νοέμβριο του 1943, καταφέρονται

εναντίον του Σικελιανού προβάλλοντας όλα τα παραπάνω ζητήματα.

Ενώ στο πλευρό του Σικελιανού συντάσσεται σύσσωμη η γενιά του ’30, με

τον Πέτρο Χάρη και τη Νέα Εστία να υπερασπίζονται σθεναρά τις απόψεις

του, οι κατηγορίες προς το Σικελιανό ήταν περισσότερες και μάλιστα από

διαφορετικές πλευρές διατυπωμένες. Σε μεγάλο βαθμό προέρχονται από

το χώρο των εφημερίδων αλλά βασικός εκφραστής τους αναδείχτηκε ο

Βάρναλης, που με τέσσερα χρονογραφήματα στην εφημερίδα Πρωΐα «θα

λάβει μέρος στη συζήτηση […] για να κατακεραυνώσει ως σκοτεινό τον

‘’Πρόλογο’’, όχι για το ύφος, αλλά για το οπισθοδρομικό περιεχόμενό

του».48 Μαζί με το Βάρναλη συντάσσονται ο Καραγάτσης και πολλοί

άλλοι που προκρίνουν την ανάγκη η τέχνη να έρθει κοντά στη μάζα και

να επιχειρήσει να τη διαφωτίσει. Η σθεναρή συμμετοχή του Βάρναλη σε

αυτή τη διαμάχη αποδεικνύει ακριβώς αυτό που ειπώθηκε στην αρχή του

κεφαλαίου: ο Βάρναλης προσδίδει μια ρεαλιστική διάσταση στον αγώνα

και επιμένει στην προσπάθεια προσέγγισης του λαού από την τέχνη.

Εξάλλου, είμαστε στα τέλη του 1943 όπου η αντίσταση φουντώνει και

πλέον γίνεται κοινό αίσθημα η λαϊκότροπη στάση της τέχνης. Όσοι

συμπορεύονται με το Βάρναλη δεν εκπροσωπούν υποχρεωτικά και την

αριστερή ιδεολογία αλλά ακολουθούν τα μηνύματα των καιρών, και αυτή

η τάση είναι που θα παίξει κυρίαρχο ρόλο στον πνευματικό κόσμο από

εδώ και μέχρι το τέλος της Κατοχής.

Το 1943, λοιπόν, έρχεται με μια σαφή ανανέωση των ιδεών και με μια

μάχιμη στάση των πνευματικών ανθρώπων απέναντι στα γεγονότα, με

πιο ρεαλιστικές αποχρώσεις. Ο θάνατος του Παλαμά το Φεβρουάριο του

ίδιου χρόνου αποτέλεσε αφορμή για πατριωτική και εθνική έξαρση και οι

φωνές που μιλούν για μια νέα κοινωνία πληθαίνουν. Η ιδέα για την

οργάνωση της νέας κοινωνίας αποτελεί κυρίαρχο στόχο που εκφράζεται

σε όλα σχεδόν τα περιοδικά, στα κείμενα που εκφράζουν τις αισθητικές

48 Αγγέλα Καστρινάκη, ό.π., σ. 138α

34

και κοινωνικές τους απόψεις, και στοχεύει στη διαμόρφωση των βασικών

αξόνων της νέας κοινωνίας που πρόκειται να προκύψει μετά την

απελευθέρωση. Αυτή η προσέγγιση της κοινωνίας και του λαού, που στην

πραγματικότητα αποτυπώνει αυτή την τάση για μια πιο ρεαλιστική

στάση, αντανακλάται και στα λογοτεχνικά κείμενα. Τα ποιήματα

εκφράζουν μια λυρική τάση, ακολουθώντας τα φρονήματα του

υπερρεαλισμού, αλλά επιδιώκοντας όχι μια αυστηρή πεπατημένη, μια και

δεν αποστασιοποιούνται και πολύ από τα γεγονότα, όπως για

παράδειγμα ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, η Ursa Minor του

Παπατζώνη, ακόμη και η Αμοργός του Γκάτσου. Στην πεζογραφία οι

αναθεωρήσεις πολλών έργων αλλά και καινούργια που γράφονται την

περίοδο αυτή σε μια πρώτη ματιά φαίνονται να αποστασιοποιούνται από

την πραγματικότητα αλλά η αλήθεια είναι πως πολλά από αυτά

αξιοποιούν τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος σε μια προσπάθεια να

αποτυπώσουν τη σύγχρονη κατάσταση.

Πάντως, είτε στην περίπτωση της ποίησης ή της πεζογραφίας, ο

λυρισμός είναι αρκετά έντονος, με την ποίηση να συνταιριάζει

σουρεαλιστικές και νεοσυμβολιστικές τάσεις, μέσα και από την έκφραση

του δημοτικού τραγουδιού και με την πεζογραφία να επιστρατεύει το

φανταστικό και να αγγίζει πολλές φορές το ρυθμό της ποίησης, τείνοντας

προς μια λυρικότητα. Η πρώτη απόπειρα να σκιαγραφηθεί αυτό το είδος

της «λυρικής πεζογραφίας» έγινε στα 1944 από τον Πέτρο Ωρολογά, ο

οποίος δημοσιεύει τη μελέτη του «Η λυρική πεζογραφία» στο πρώτο

τεύχος των Φιλολογικών Χρονικών στο τεύχος της 1ης Μαρτίου 1944. Το

κείμενο αποτελεί μια επιβεβαίωση των όσων είχαν συμβεί στο χώρο της

λογοτεχνίας τα προηγούμενα χρόνια από την έναρξη της Κατοχής και της

Αντίστασης, αλλά το σημαντικότερο είναι πως αποτέλεσε το έναυσμα για

μια θεωρητική συζήτηση πάνω στο θέμα της πεζογραφίας της περιόδου

αυτής.

Το κείμενο αυτό μαζί με τη συζήτηση που προηγήθηκε για τον

«Πρόλογο» του Λυρικού Βίου του Σικελιανού και το θέμα του Κακριδή

διαμορφώνουν τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκαν η

λογοτεχνία και οι αισθητικές θεωρίες στο διάστημα αυτό: λυρική ποίηση

που παράλληλα εκφράζει και την πραγματικότητα μέσα από το μοτίβο

της μοναξιάς και της απαισιοδοξίας, λυρική πεζογραφία με έντονο το

στοιχείο της φαντασίας που προς τα τέλη όμως της Κατοχής θα

προσεγγίσει περισσότερο με το συμβολικό περιεχόμενό της τα γεγονότα,

αίτημα για προσέγγιση του λαού και διακονία του λαού από την τέχνη και

γλώσσα δημοτική στις επιστήμες. Τα στοιχεία αυτά θα κυριαρχήσουν

μέχρι και την απελευθέρωση στα περιοδικά και στη λογοτεχνία και θα τα

στηρίξουν όλοι οι νέοι πεζογράφοι και ποιητές που θα γεννηθούν μέσα

από τα νέα λογοτεχνικά περιοδικά, πολλά από αυτά νεανικά, και που θα

αποτελέσουν και τους εκπροσώπους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

35

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

36

Το περιοδικό Ξεκίνημα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η έκδοση και οι σκοποί του

Το περιοδικό Ξεκίνημα, που εντάσσεται χρονικά στην περίοδο της

οποίας τα βασικά στοιχεία προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε

παραπάνω, εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη με σύμπραξη και συνεργασία των

καθηγητών και φοιτητών του Πανεπιστημίου από το Φεβρουάριο μέχρι το

Νοέμβριο του 1944 και γνωρίζει συνολικά 12 τεύχη. Αποτελεί «τέκνο» του

εκδοτικού τμήματος του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου, κάτι

που φαίνεται και στον υπότιτλο που υπάρχει σε κάθε τεύχος, εκτός των

δύο τελευταίων49: «Δεκαπενθήμερο περιοδικό του Εκπολιτιστικού Ομίλου

του Πανεπιστημίου». Η ιδιαίτερη περίπτωση του Ξεκινήματος σε σχέση με

τα άλλα περιοδικά της κατοχής είναι πως αποτελεί το μόνο περιοδικό που

εκδίδεται από συνεργάτες που δρούσαν στον πανεπιστημιακό χώρο. Πέρα

όμως απ’ αυτό, αποτελεί και το μόνο περιοδικό στο οποίο συμμετείχε

επίσημη ακαδημαϊκή ομάδα καθηγητών, ένας εκ των οποίων, ο Δ.

Καββαδάς, έχει αναλάβει από το 1943 και πρόεδρος της ΕΠΟΝ

Μακεδονίας-Θράκης. Η συνεργασία αυτή των καθηγητών και των

φοιτητών για την οργάνωση της ΕΠΟΝ και την έκδοση του Ξεκινήματος

ήταν καθοριστική για την απόκτηση μιας σχετικής νομιμότητας για την

κυκλοφορία του αλλά και για τη μεγάλη αναγνώριση που γνώρισε ο

Εκπολιτιστικός Όμιλος του Πανεπιστημίου στην κοινωνία της πόλης τότε,

κάτι που φαίνεται και από τη μεγάλη συμμετοχή των πολιτών στις

παραστάσεις, τις εκθέσεις και τις συζητήσεις που διοργάνωνε.

Η έκδοση του περιοδικού αποτέλεσε μια από τις υποχρεώσεις που

ανέλαβε το Φιλολογικό τμήμα του ΕΟΠ σε συνεργασία με το Εκδοτικό

τμήμα και έτσι έπρεπε να αναζητηθούν πόροι και φυσικά να πάρει η

ομάδα τη σχετική έγκριση από τη Γερμανική Υπηρεσία Λογοκρισίας. Ο

Γιώργος Καφταντζής γι’ αυτό το θέμα λέει χαρακτηριστικά: «Σχετικά με

το Ξεκίνημα, όταν ξεπεράσαμε όλα τα εμπόδια και εξασφαλίσαμε όπως-

όπως τα οικονομικά του, αρχίσαμε τα τρεχάματα για να βρεθεί χαρτί,

τυπογραφείο και να συγκεντρώσουμε την ύλη».50 Με την εύρεση των

οικονομικών ο ίδιος ο Καφταντζής καταφέρνει να πάρει και την άδεια από

49 Τα δύο τελευταία τεύχη, που εκδίδονται μεταπελευθερωτικά, δεν έχουν τον υπότιτλο,

που δείχνει πως το περιοδικό κινείται κάτω από την «ομπρέλα» του ΕΟΠ. Μάλιστα, από

το τελευταίο τεύχος απουσιάζει και το όνομα του Μανώλη Αναγνωστάκη από την

αρχισυνταξία. Τους λόγους της αποχώρησης του Αναγνωστάκη καθώς και αυτούς της

αποχώρησης του ΕΟΠ από την ευθύνη έκδοσης του περιοδικού θα τους δούμε παρακάτω. 50 Γιώργος Καφταντζής, ό.π., σ. 89

37

την υπηρεσία λογοκρισίας μέσω ενός συμπατριώτη του που δούλευε εκεί.

Έτσι, στις 15 Φεβρουαρίου 1944 κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος. Βασικοί

συνεργάτες του περιοδικού, όπως διαπιστώνεται μέσα από τα κείμενα

που δημοσιεύονται, είναι οι: Μανόλης Αναγνωστάκης, Θανάσης

Παπαδόπουλος, Ηλίας Γαργάλας, Πάνος Θασίτης, Κλείτος Κύρου και

Αριστόβουλος Μάνεσης.51 Η ομάδα αυτή θα παραμείνει σε όλη, σχεδόν,

την περίοδο έκδοσης του περιοδικού ακέραια.

Παρόλο που σκοπός των εκδοτών ήταν να πετύχουν μια

δεκαπενθήμερη έκδοση, αυτό δεν κατέστη δυνατό για λόγους κυρίως

υλικοτεχνικούς που αφορούσαν την εύρεση χαρτιού αλλά και την

οικονομική στήριξη της έκδοσης. Έτσι, από τα 12 τεύχη την περιοδικότητα

τηρούν μόνο τα τρία πρώτα (15 Φλεβάρη, 1 Μάρτη και 20 Μάρτη) ενώ τα

υπόλοιπα γίνονται μηνιαία και πολλές φορές κυκλοφορούν δύο τεύχη σε

ένα (όπως η περίπτωση του τεύχους του Ιούνη που αναγράφει 1 και 15

Ιούνη καθώς και του τεύχους του Οκτώβρη που γράφει 1 και 15 Οχτώβρη ).

Σε μία περίπτωση το διάστημα που μεσολαβεί από το προηγούμενο

τεύχος είναι δύο μήνες (30 Ιούλη-30 Σεπτέμβρη) όπου έχουμε και εκεί την

κυκλοφορία δύο τευχών μαζί. Εξάλλου, οι δυσκολίες που προέκυπταν

φαίνονταν και στην αύξηση της τιμής πώλησής του, που ξεκίνησε στο

πρώτο τεύχος με 20.000 δραχμές και κατέληξε στην πανηγυρική έκδοση

του Οκτώβρη του 1944 να πωλείται 600.000.000 δραχμές, που δεν

οφειλόταν μόνο στην υποτίμηση που η δραχμή είχε δεχτεί εκείνο τα

διάστημα αλλά και στην ανάγκη συγκέντρωσης χρημάτων. Σχετικά με

αυτό, διαβάζουμε μέσα στο περιοδικό τα εξής: «Λόγοι καθαρά οικονομικοί

και τεχνικοί μας ανάγκασαν να καθυστερήσουμε την έκδοση αυτού του

φύλλου και να ανεβάσουμε αρκετά την τιμή του. Το ενδιαφέρον όμως και

η συμπάθεια που δείξανε ως τώρα όλοι οι αναγνώστες και οι φίλοι του

Ομίλου μας κάνουν να πιστεύουμε ότι και τούτη τη φορά θα

δικαιολογήσουνε το προσωρινό – ελπίζουμε – ανέβασμα της τιμής και θα

μας ενισχύσουνε και πάλι υλικά και ηθικά για να μπορέσουμε να

συνεχίσουμε την ταχτικώτερη έκδοση του Ξεκινήματος».52

Το τεύχος 11-12 κλείνει και τον πρώτο τόμο και ακολουθεί μια

πανηγυρική έκδοση του Οκτώβρη του 1944 που εκδίδεται την περίοδο που

οι Γερμανοί έχουν φύγει από την πόλη της Θεσσαλονίκης, γι’ αυτό

αποκτά και ένα πανηγυρικό χαρακτήρα, ο οποίος αποτυπώνεται και στο

περιεχόμενο των κειμένων που δημοσιεύονται. Το επόμενο τεύχος που

φιλοδοξούσε να ανοίξει τον δεύτερο τόμο, επομένως και να συνεχιστεί η

έκδοση του περιοδικού, είναι και το τελευταίο, που διαφέρει σε πολλά

τεχνικά στοιχεία από τα πρώτα: ενώ διατηρεί τον τίτλο, χάνει τον

υπότιτλο «Δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό κι επιστημονικό περιοδικό του

51 Βλ. και σχετικό πίνακα συγγραφέων στο παράρτημα. 52 Ξεκίνημα, τχ. 6/7, σ. 143

38

Εκπολιτιστικού Ομίλου Πανεπιστημίου» που τον ακολουθούσε στον

πρώτο τόμο. Ήδη βέβαια από τον υπότιτλο της Πανηγυρικής έκδοσης

λείπει ο φορέας έκδοσης, ο Εκπολιτιστικός Όμιλος του Πανεπιστημίου.

Ωστόσο, το τελευταίο τεύχος αλλάζει υπότιτλο και κυκλοφορεί ως

«Μηνιάτικη Εκπολιτιστική Επιθεώρηση». Η περιοδικότητα κυκλοφορίας,

λοιπόν, του «Ξεκινήματος» αλλά και ο βασικός του χαρακτήρας αλλάζουν

και επίσημα και από δεκαπενθήμερο περιοδικό γίνεται μηνιαία

επιθεώρηση.

Οι σκοποί του περιοδικού αποτυπώνονται ξεκάθαρα σε δύο κείμενα

που δημοσιεύονται στο πρώτο τεύχος. Το πρώτο με τίτλο «Σαν

πρόλογος»53 δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα του πρώτου τεύχους και

ανήκει στον καθηγητή Δ. Καββαδά», πρόεδρο της ΕΠΟΝ Μακεδονίας –

Θράκης:

«Ο Εκπολιτιστικός Όμιλος του Πανεπιστημίου μας στην επιθυμία του

να μεταδώσει σ’ όσο το δυνατό πιο πλατύ κύκλο τις μορφωτικές και

καλλιτεχνικές του επιδιώξεις και έτσι να συμβάλλει στην εξύψωση του

καλλιτεχνικού και γενικότερα του μορφωτικού επιπέδου του ελληνικού

λαού καθώς και στην τόνωση του πατριωτικού του φρονήματος,

αποφάσισε να εκδώσει το 15νθήμερο αυτό περιοδικό. Είναι και αυτό μαζύ

με όλη την άλλη αξιέπαινη δράση που μας παρουσίασεν ως τώρα ο

ΕΟΠ…». […] Και δεν μπορούσε η σπουδάζουσα νεολαία μας, στις

δύσκολες αυτές στιγμές, παρά αυτό το δρόμο να πάρει∙ γιατί η

εκπολιτιστική τάση είναι αποτυπωμένη μέσα στο γόνο της φυλής μας και

σαν ένας επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας, σαν μια μεταλλαγή,

από τότε που ξεπροβάλλει μέσα από τη βαρβαρότητα των πρώτων

ιστορικών χρόνων η φιλοπρόοδη ελληνική φυλή με σκοπό τον

ανθρωπισμό και οδηγό τον πολιτισμό. Ο πολιτισμός αλήθεια που έχει η

ελληνική φυλή δεν είναι επίκτητος∙ φάνηκε μαζύ με την εμφάνιση της

ελληνικής φυλής και η ιστορία του ελληνισμού είναι και ιστορία του

πολιτισμού. Γι’ αυτό και μέσα ακόμα στις αγριότητες του πολέμου

ξεπροβάλλει ο ελληνικός πολιτισμός αγνός, αληθινός. Αυτός ο ενδόμυχος

εκπολιτιστικός κληρονομικός παράγοντας της φυλής μας είναι εκείνος

που αφύπνισε τη σπουδάζουσα νεολαία μας από τον επικίνδυνο

πνευματικό λήθαργο όπου την παρέσυραν άθελά της οι εξαιρετικές

συνθήκες που βρέθηκεν ο τόπος μας, και την καθωδήγησε στην παρήγορη

κι’ ενθαρρυντική για όλους μας εκπολιτιστική της δράση».

Και καταλήγει λέγοντας:

«είναι καθήκον λοιπόν, είναι υποχρέωση όλων εκείνων που αγαπούνε

πραγματικά τον τόπο μας και δεν θάθελαν να δούνε τη φυλή μας να

παρασύρεται στο βάραθρο της πνευματική και ηθικής εξουθένωσης όπου

την τραβούν οι ζοφερές σκέψεις που μοιραία φέρνει η κατάντια του τόπου

53 Ξεκίνημα, τχ. 1, σσ. 1-2

39

μας, να ενισχύσουνε με όλες τους τις δυνάμεις την ευγενική, την

ελληνικώτατη αυτή προσπάθεια της νεολαίας μας.

Δεν πρέπει και δεν πρόκειται ο ελληνισμός που θα επιζήσει

μεταπολεμικά να μην έχει κανένα ψυχικό και ηθικό περιεχόμενο παρά

μόνο την ικανότητα για την αυτοσυντήρηση του ατόμου που μοιραία

οδηγεί στην εκφυλιστική προσαρμογή, μα πρέπει να καταβληθή κάθε

προσπάθεια για να αποχτήσει τα απαραίτητα ψυχικά, ηθικά και

πνευματικά εφόδια που θα του επιτρέψουνε ν’ αντιδράσει στην

προσαρμογή σε κάθε επιζήμια για τον ελληνικό λαό επίδραση».

Την προγραμματική αυτή δήλωση ακολουθεί ένα κείμενο της

συντακτικής ομάδας του περιοδικού με τίτλο «Ξεκίνημα»54, που

περιλαμβάνει την άποψη των νέων συντακτών για τους σκοπούς της

έκδοσης. Το πνευματικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί χάρη στις

κινητοποιήσεις των προηγούμενων ετών ευνόησε την αυξημένη ζήτηση

σε προϊόντα πολιτισμού και την ενασχόληση με την τέχνη:

«Βλέπουμε έναν πρωτόφαντο εκδοτικό οργασμό στην Αθήνα, και μια

αλματική ανάπτυξη του αναγνώστη στην πόλη μας. Η νιότη στράφηκε

στο βιβλίο, μα η Θεσσαλονίκη απόμεινε και πάλι καλός δέχτης, χωρίς να

γίνει και δημιουργός. […] Και χρειάστηκε το Ξεκίνημα. Ξεκίνημα μα και

σταθμός μαζί. Θα’ ναι ο καθρέφτης της φοιτητικής ψυχής. Δημιούργημα

ανάγκης, που την πραγμάτωσε η τεράστια κίνηση που παρατηρήθηκε σ’

όλες τις σχολές απ’ τους αυριανούς επιστήμονες γύρω απ’ την Τέχνη».

Βασικοί σκοποί, λοιπόν, του περιοδικού είναι η πνευματική καλλιέργεια

και απόκτηση ψυχικών, πνευματικών και ηθικών εφοδίων για μια νέα

κοινωνία. Οι στόχοι αυτοί ανταποκρίνονται στη γενικότερη στάση που

κράτησαν τα περιοδικά μετά το 1943, τα οποία δεν απέβλεπαν μόνο στην

αλλαγή της παρούσας κατάστασης με την προσφορά πνευματικού υλικού

στο λαό αλλά και στο μέλλον, καθώς προετοιμάζονται για τον ελεύθερο

κόσμο που θα προκύψει μετά το τέλος του πολέμου. Το Ξεκίνημα

ιδιαίτερα, διατηρώντας μια πιο στενή επαφή με την αριστερά, εξέφραζε

αυτό το στόχο ακόμη πιο έντονα. Όσον αφορά την ανάγκη που

περιγράφεται στο δεύτερο κείμενο, ήδη αναφέραμε πως παράλληλα με το

Ξεκίνημα κυκλοφορούν και τα Μακεδονικά Γράμματα στην πόλη, ωστόσο

δεν αναφέρεται ο συντάκτης του σ’ αυτά. Η προσδοκία των συντακτών

του νεανικού περιοδικού ήταν να δημιουργήσουν ένα έντυπο που θα

εξέφραζε τον παλμό της νεολαίας της πόλης, από το οποίο η

Θεσσαλονίκη είχε έλλειψη, παρόλη την αύξηση των αναγνωστών στην

πόλη και την πνευματική κίνηση που είχε αναπτυχθεί τα προηγούμενα

χρόνια. Αυτό το «δημιούργημα ανάγκης», όπως ονομάζεται

χαρακτηριστικά, αποτέλεσε τη φωνή των νέων που δεν διέθεταν ένα δικό

τους μέσο έκφρασης.

54 Ξεκίνημα, τχ. 1, σσ. 3-4

40

Οι βασικοί εκπρόσωποι του πνευματικού αγώνα θεωρούνται οι νέοι

που συνετέλεσαν στην έκδοση του Ξεκινήματος. Η ιδέα της

μεταπολεμικής κοινωνίας και η προσπάθεια να διαμορφωθούν από νωρίς

το κατάλληλο κλίμα και οι προϋποθέσεις για τη σωστή δόμησή της

επιβεβαιώνουν περισσότερο όχι μόνο την παράλληλη ενασχόληση με τα

πνευματικά και υλικά ζητήματα αλλά κυρίως την ιδέα που επικρατούσε,

όπως είδαμε, τα τελευταία χρόνια της κατοχής περί της διακονίας του

λαού από την τέχνη, την ιδέα «η τέχνη για την κοινωνία» που δεν

αποσκοπούσε μόνο στην απλοποίηση της τέχνης αλλά και σ’ αυτό

ακριβώς που αποτυπώνεται στο πρώτο άρθρο, δηλαδή το άτομο να

αποκτήσει τα κατάλληλα πολύπλευρα εφόδια, ώστε να μην επιτρέψει στο

μέλλον την επανάληψη μιας ανάλογης θηριωδίας.

Η ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού ως βασικού πυλώνα του

παγκόσμιου και η ανωτερότητά του από αυτού των κατακτητών

σηματοδοτεί και αποτυπώνει τόσο τη μελέτη του, τακτική που

ακολουθήθηκε το πρώτο διάστημα, μέσα από τα κείμενα και τα ιστορικά

γεγονότα όσο και τη φυσική αντίδραση του λαού, που μέσα στα δύσκολα

χρόνια κατέφυγε στην ανάγνωση για να βρει ηθικό στήριγμα. Η τάση

αυτή αποτυπώνεται και στο Ξεκίνημα με τη δημοσίευση δημοτικών

ποιημάτων και αποσπασμάτων από τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη, τάση

που θυμίζει αυτή των αθηναϊκών περιοδικών με πρώτη διδάξασα τη Νέα

Εστία.

Τα βασικά αυτά κείμενα, βέβαια, ακολουθεί και ένα τρίτο που ανοίγει

το δεύτερο τεύχος και προσδιορίζει ακόμη περισσότερο τα χαρακτηριστικά

που πρέπει να διαθέτει αυτή η πίστη στα ιδανικά του ελληνικού

πολιτισμού. Το κείμενο ανήκει στον καθηγητή της Ελληνικής Φιλολογίας

του Πανεπιστημίου, Αντώνιο Σιγάλα, και τιτλοφορείται «Η ευχή μας».55

Κινούμενο μέσα στο κλίμα των παραπάνω κειμένων του πρώτου τεύχους,

διατυπώνει ξεκάθαρα και συνοπτικά αυτό που όλη η γενιά της κατοχής

είχε επιχειρήσει, την αποδέσμευση από προγονοπληξίες και χαμένα

ιδανικά παλαιότερων ιδεών:

«Σαν μια ιερή δύναμη ζη μέσα στο νέο η ορμή για ό,τι είναι ωραίο,

ευγενικό και καλό, μια τάση για ό,τι είναι ανώτερο. Και σ’ αυτήν την τάση

είναι που πρέπει να πιστεύη κανείς και να την εκτιμά.

Δείξετέ μου ιδανικά για να πραγματοποιήσω! Δείξετέ μου ανώτερους

σκοπούς για να τους επιδιώξω!

Χαμένα ιδανικά δεν έχουμε, ούτε τα χαμένα ιδανικά (ξαναγύρισμα

στον κλασσικισμό ή στον βυζαντινισμό) μπορούν να καθοδηγήσουν τη

νιότη.

Μέσα στις ζυμώσεις, στην ορμή, στον εσωτερικό της πόλεμο η νεανικιά

ζωή χρειάζεται και από ένα σταθερό και έμπιστο οδηγό.

55 Ξεκίνημα, τχ. 1, σ. 1

41

Η ευχή μας είναι να αποβή το ‘ξεκίνημα’ ένας συμπαθητικός φίλος της

και σιγά σιγά να γίνη και ο καθοδηγητής της».

Η απαξίωση των χαμένων ιδανικών αποτελεί μια ξεκάθαρη στάση

απέναντι στις ιδέες που είχε υιοθετήσει η γενιά του ’30, μια γενιά που

στιγματίστηκε από τη μεταξική δικτατορία, και στην παθητική στάση που

κράτησε η γενιά του Μεσοπολέμου, διεκδικώντας παράλληλα μια θέση

καθοδηγητή για το Ξεκίνημα, ως εκπρόσωπο των νέων ιδεών που βασικό

γνώρισμά τους έχουν τη δράση, την αφύπνιση και στοχεύουν στο μέλλον.

Λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση του περιοδικού με την αριστερά, είναι

προφανές πως οι ιδέες του εκφράζουν σε μεγάλο βαθμό τις ιδέες της

αριστεράς εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, δε μπορούμε να χρεώσουμε στο

Ξεκίνημα μια αμετακίνητη και άβουλη προσήλωση στις επιταγές των

μαρξιστικών προτύπων. Το γεγονός ότι αποτελεί έργο μιας νεανικής κατά

βάση κίνησης με το μεγαλύτερο ποσοστό των συνεργατών νέους φοιτητές

και με κύριο αποδέκτη των ιδεών τους νέους, δείχνει την σαφή πρόθεση

για αποστασιοποίηση από τις παραδοσιακές απόψεις του κομουνιστικού

κόμματος. Εξάλλου η διευρυμένη υπόσταση της ΕΠΟΝ, που

περιελάμβανε νεανικές οργανώσεις διαφόρων ιδεολογιών και

αντιλήψεων δικαιολογεί απόλυτα αυτή τη στάση. Η συμβουλή για

απομάκρυνση από το μεσοπόλεμο και τη γενιά του ’30, όπως

περιγράφεται στις παραπάνω προγραμματικές δηλώσεις, σημαίνει

παράλληλα και προτροπή για «άνοιγμα» των απόψεων και

απαγκίστρωση από οποιαδήποτε παλιά ιδεολογία, σημαίνει παράλληλα

προσφορά καταφυγίου για όλη τη διανόηση και αλλαγή της στάσης

απέναντι στη λογοτεχνία και εν γένει την καλλιτεχνική έκφραση. Όπως

λέει η Οντέτ Βαρών, «αν ληφθεί υπόψη η προσήλωση της αριστεράς στις

δεκαετίες του ’20 και του ’30 στα αυστηρά ‘’μαρξιστικά’’ πρότυπα σε ό,τι

αφορούσε την λογοτεχνία, το περιοδικό κάνει σημαντικά βήματα στην

κατεύθυνση της απεξάρτησης της λογοτεχνίας από καθαρά πολιτικής

σκοπιμότητας κριτήρια».56 Η συμβολή της ΕΠΟΝ προς τα τέλη της

κατοχής στην προσέγγιση από πλευράς των πνευματικών ανθρώπων της

εποχής της αριστεράς ήταν καθοριστική και φαίνεται πως εκείνη την

περίοδο «η αριστερά ανήκει σε όλους, νιώθουν οι καλλιτέχνες, και όλοι

έχουν το δικαίωμα και την ελευθερία να συμβάλλουν στη διαμόρφωση

του αισθητικού της πιστεύω».57

56 Οντέτ Βαρών-Βασάρ, «Νεανικές αναζητήσεις στη Θεσσαλονίκη. Ο ΕΟΠ και το

περιοδικό Ξεκίνημα», περ. Μνήμων, τόμ. 23, 2001, σ. 329. Η «τολμηρή» αυτή στάση του

περιοδικού φαίνεται ξεκάθαρα στις μελέτες και κριτικές που αφορούν υπερρεαλιστές

ποιητές της εποχής, όπως τον Ελύτη και τον Γκάτσο και οι οποίες είναι σε κάποιες

περιπτώσεις εγκωμιαστικές, παρόλο που η επίσημη αριστερά καταφερόταν εναντίον του

υπερρεαλισμού. 57 Αγγέλα Καστρινάκη, ό.π., σ. 192.

42

Όσον αφορά το Ξεκίνημα οι απόψεις που διατυπώνονται αλλά και τα

λογοτεχνικά κείμενα που δημοσιεύονται δείχνουν ότι οι συντάκτες του

υιοθετούν μια άποψη υπέρ της ελεύθερης καλλιτεχνικής έκφρασης, χωρίς

περιορισμούς που αποτυπώνεται και στα δικά τους κείμενα αλλά και στο

γεγονός ότι δημοσιεύουν κείμενα μη τακτικών συνεργατών που

εκφράζουν τις ίδιες αισθητικές απόψεις. Όμως, αυτή η στάση αλλάζει στο

τελευταίο τεύχος του περιοδικού, καθώς τόσο ο υπότιτλος όσο και η

συντακτική ομάδα αναδιαμορφώνονται. Δεν είναι ασήμαντο το γεγονός

ότι για πρώτη φορά δημοσιεύεται κείμενο ενός στελέχους της ΕΠΟΝ, του

Πάνου Δημητρίου με τίτλο «Για καινούργιους δρόμους»,58 το οποίο

διαθέτει το ύφος μανιφέστου, προσπαθώντας εν ολίγοις να

επαναπροσδιορίσει τους στόχους που πρέπει να διαθέτει το περιοδικό

μέσα στην ελεύθερη Ελλάδα:

«[…] Θα τραβήξει νικηφόρα στο δρόμο αυτό το Ξεκίνημα μονάχα όταν

ως την τελευταία του γραμμή, εξαλειφτεί από τώρα και μπρος το πνεύμα

πως είναι όργανο ενός κύκλου, μιας κλειστής ομάδας διανοουμένων και

ιδεολόγων, ενός τμήματος έστω ή μιας μικρής μερίδας της Νεολαίας. Αν

αυτό δε γίνει, ποτέ δεν θα μπορέσει το Ξεκίνημα να τελειώσει την

καινούργια μεγάλη του αποστολή και θα ‘ναι καταδικασμένο ολοένα να

ξεκινάει πάνω σ’ ένα φαύλο κύκλο. […] Μακρυά λοιπόν από κάθε τάση

αποκλειστικότητας και στενώματος, από κάθε στραβή αντίληψη

‘’σχολής’’ από κάθε μονοπώλιο. Οι στενότερες τάσεις και σχολές και τα

διάφορα στρώματα της Νεολαίας μέσα στη Λαοκρατική Ελλάδα που

δημιουργούμε, θα ‘χουν όλες τις δυνατότητες να εμφανίσουν τα όργανά

τους κι απ’ τις στήλες τους, να εκφράζουν λεύτερα το «πιστεύω» ή τα

προβλήματα που τους απασχολούν».

Από το παραπάνω κείμενο φαίνεται πως στόχος της επίσημης

αριστεράς ήταν να ελέγξει περισσότερο το περιεχόμενο που δημοσιεύεται

στις σελίδες του περιοδικού, με αποτέλεσμα να αποκτήσει έτσι το

Ξεκίνημα ένα ρόλο πιο κομματικό, χάνοντας αυτή τη ζωντάνια που το

διέκρινε αρχικά.

Όσο αφορά τη δομή κάθε τεύχους του περιοδικού, αυτή χωρίζεται σε

δύο μέρη: Στο πρώτο μέρος δημοσιεύονταν ποιήματα, διηγήματα και

μελέτες ποικίλου ενδιαφέροντος που αφορούσαν ιστορικά, φιλολογικά

και διάφορα άλλα επιστημονικά θέματα με στόχο την ενημέρωση αλλά

και την παρουσίαση μιας πολύπλευρης εικόνας για την πραγματικότητα,

αποτυπώνοντας παράλληλα και τον πολυμερισμό των συνεργατών του

περιοδικού από κάθε επιστημονικό πεδίο του ακαδημαϊκού χώρου.

Εξάλλου, απώτερος σκοπός του περιοδικού ήταν να καλλιεργήσει ηθικά

και πνευματικά τα άτομα. Το δεύτερο, που τιτλοφορείται «Μέσα στο

δεκαπενθήμερο», περιλαμβάνει την ενημέρωση για της δραστηριότητες

58 Ξεκίνημα, τόμος Β’, τχ. 1., σσ. 1-3

43

των ομάδων του Εκπολιτιστικού Ομίλου, της ομάδας της Φοιτητικής

Λέσχης, του Υγειονομικού Τμήματος, ενώ μεγάλο μέρος καταλαμβάνουν

οι κριτικές που αφορούν εκδόσεις βιβλίων, εκθέσεις ζωγραφικής και

θεατρικές παραστάσεις. Η δεύτερη αυτή στήλη αποτελεί σταθερό κομμάτι

του περιοδικού και υπάρχει στα 10 από τα 11 τεύχη (εκτός από την

Πανηγυρική έκδοση του Οκτώβρη ενώ στο τελευταίο τεύχος παίρνει τον

τίτλο «Κάθε μήνα») επιδιώκοντας να ενημερώνει διαρκώς τους

αναγνώστες του για τη φοιτητική ζωή και για την πολιτιστική κίνηση της

πόλης. Τα θέματα της στήλης του δεκαπενθημέρου, εκτός από τις

κριτικές, αφορούν σε κινήσεις και πρωτοβουλίες των ομάδων του ΕΟΠ και

της ΦΕΛ σχετικά με την εξασφάλιση τροφής και υγειονομικής

περίθαλψης στους φοιτητές του Πανεπιστημίου. Αποτελεί

χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής, «ο τρόπος που διαπλεκόταν το

πολιτικό/κοινωνικό με το πολιτιστικό, η παράλληλη ενασχόληση δηλαδή,

με τα καθημερινά προβλήματα (επιβίωσης, υγείας) από τη μια και με τα

πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα από την άλλη»,59

αποτυπώνοντας σε μεγάλο βαθμό την τακτική που οι αριστερές

οργανώσεις είχαν υιοθετήσει κάτω από την καθοδήγηση του ΕΑΜ και της

ΕΠΟΝ.

Η ύλη του

Όσον αφορά το κύριο σώμα του περιοδικού, συνολικά στα 11 τεύχη του

δημοσιεύονται 44 ποιήματα εκ των οποίων τα 11 ανήκουν σε ξένους

συγγραφείς και αποτελούν πρωτότυπες μεταφράσεις και όχι

αναδημοσιευμένες. Από τους έλληνες ποιητές της εποχής, των οποίων

δημοσιεύονται ποιήματα στο περιοδικό, γνωστοί είναι μόνο ο Κωστής

Παλαμάς και ο Γιώργος Κοτζιούλας, «ο δεύτερος προφανώς λόγω

πολιτικής γειτνίασης, ενώ ο Παλαμάς με αφορμή το θάνατό του, αλλά και

λόγω της γενικότερης εκτίμησης που απολαμβάνει».60 Στην πεζογραφική

παραγωγή κυριαρχούν τα διηγήματα, που είναι σαφώς λιγότερα αφού

συνολικά δημοσιεύονται 7 εκ των οποίων το ένα ανήκει σε ξένη

συγγραφέα. Είναι σαφής λοιπόν η προτίμηση των συντακτών του

περιοδικού στην ποίηση, καθώς μπορεί να εκφράσει πιο μεστά τα

συναισθήματα και τις ιδέες. Δεν είναι τυχαίο πως στη συγκεκριμένη

περίοδο το ποίημα ήταν η κυρίαρχη λογοτεχνική μορφή και το Ξεκίνημα

δε θα μπορούσε να ακολουθήσει άλλη πορεία.

Το υλικό που δημοσίευε το περιοδικό προερχόταν σε ένα ποσοστό 30%

από τους σταθερούς, τακτικούς, συνεργάτες του που ήταν και μέλη της

59 Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Νεανικές αναζητήσεις στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής: ο ΕΟΠ και το

Περιοδικό «Ξεκίνημα», ό.π., σ. 327 60 Αλεξάνδρα Μπουφέα, ό.π., σ. 374

44

συντακτικής ομάδας ενώ το υπόλοιπο προέρχεται από έκτακτους, κείμενα

των οποίων βλέπουμε είτε δυο ή τρεις φορές ή άλλων μόνο μία. Στο θέμα

των συνεργασιών το Ξεκίνημα αποδεικνύεται αρκετά ώριμο, γεγονός που

δείχνει και τη σοβαρότητα με την οποία είδαν την έκδοση του περιοδικού,

καθώς σε κάθε τεύχος, εξόν της Πανηγυρικής έκδοσης και του τελευταίου

τεύχους, στη δεύτερη σελίδα, πάνω από τα περιεχόμενα, υπάρχει η εξής

προτροπή: «συνεργασίες, βιβλία, κ.τ.λ. να στέλνονται προσωρινά στον

Οίκο του Φοιτητού Αρριανού 5 ή ‘‘Φοιτητική Λέσχη’’ Στρατηγού Καλλάρη

3 για το περιοδικό Ξεκίνημα. Η προτροπή αυτή δείχνει την προσπάθεια

των συντελεστών του περιοδικού από τη μια να ενημερώνονται για

οποιαδήποτε έκδοση περιοδική ή βιβλιακή υπάρχει61 και από την άλλη να

μπορούν να οργανώνουν καλύτερα την ύλη του επόμενου τεύχους. Η

τακτική αυτή φαίνεται και από τη στήλη της Αλληλογραφίας μέσω της

οποίας οι συντελεστές επικοινωνούν με τους αναγνώστες τους.62 Μεταξύ

άλλων βλέπουμε και απαντήσεις σχετικά με τη δημοσίευση ή όχι κάποιων

κειμένων που στέλνουν οι αναγνώστες και εκτίθενται και οι λόγοι σε

περίπτωση μη δημοσίευσης. Η αξία της αλληλογραφίας δεν είναι

αμελητέα διότι μέσα από εκεί φαίνεται η σοβαρότητα με την οποία

δούλευαν πάνω στο περιοδικό όλοι οι συντελεστές αλλά και από τις

απαντήσεις μπορούμε να αποσπάσουμε αρκετές πληροφορίες για τις

αισθητικές αντιλήψεις τους. Η αλληλογραφία δείχνει όμως και κάτι

ακόμη: μέσα από τις απαντήσεις μπορούμε να αντιληφθούμε έμμεσα τη

μεγάλη μανία και το πάθος για γραφή που είχε καταλάβει τους πάντες

εκείνη την περίοδο. Οι απαντήσεις που αφορούν σε απόρριψη ή αποδοχή

κειμένων είναι εκατοντάδες και υποθέτοντας ότι θα ήταν ακόμη

περισσότερες αν μπορούσαν να απαντηθούν όλες οι επιστολές,

αντιλαμβανόμαστε τη μεγάλη αγάπη του κόσμου για έκφραση και

ενασχόληση με τη λογοτεχνία. Ας μη ξεχνάμε πως το Ξεκίνημα μαζί με τα

Μακεδονικά Γράμματα ήταν τα μόνα περιοδικά που κυκλοφορούσαν

εκείνη την περίοδο στη Θεσσαλονίκη και αποτελούσαν, κυρίως το

Ξεκίνημα με την πολυποίκιλη ύλη του, καταφύγια για όσους ήθελαν να

εκφραστούν και να δημοσιεύσουν κείμενα.

Πέρα όμως από τα ποιητικά και πεζά κείμενα στις σελίδες του

Ξεκινήματος δημοσιεύονται πολλές και ποικίλες μελέτες τις οποίες

υπογράφουν φοιτητές αλλά και καθηγητές πανεπιστημίου. Αν τα

ποιητικά και πεζά κείμενα ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στη νεανική

παραγωγή, τα κριτικά κείμενα σχεδόν κατά το ήμισυ ανήκουν στους

πανεπιστημιακούς. Η συμμετοχή τους έχει σκοπό να προσδώσει

σοβαρότητα και επιστημονικότητα στις αισθητικές απόψεις που

61 Πολλές φορές μάλιστα παραπονιούνται για το γεγονός ότι δεν λαμβάνουν τεύχη

άλλων περιοδικών, και κυρίως της Αθήνας. 62 Κατά βάση η στήλη της αλληλογραφίας ήταν στην ευθύνη του Αναγνωστάκη.

45

πρέσβευαν οι συντελεστές του περιοδικού δίνοντας μια πιο

εμπεριστατωμένη άποψη πάνω σε κάποιο θέμα. Χαρακτηριστικό είναι το

άρθρο του καθηγητή Αγαπητού Τσοπανάκη με τίτλο «Η επέκταση της

δημοτικής στην επιστήμη και τα σχετικά προβλήματα»63 που υιοθετεί και

διατυπώνει με επιστημονικό τρόπο την ανάγκη επέκτασης της δημοτικής

στην επιστήμη, αδιαμφισβήτητη ιδέα των συντελεστών αλλά και βασικό

αίτημα της αριστεράς, και όχι μόνο, εκείνη την εποχή. Όλες οι κριτικές και

τα άρθρα που δημοσιεύονται διατηρούν έναν υποστηρικτικό χαρακτήρα

στις ιδέες που επιδίωκε να εκφράσει και να μεταδώσει το περιοδικό και σε

μεγάλο βαθμό αντικατοπτρίζουν την ανάγκη για μαχητικότητα και

αποδέσμευση από το παρελθόν με μια παράλληλη βλέψη προς το μέλλον,

ώστε να διαμορφωθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για μια πιο

οργανωμένη και σωστή κοινωνία. Οι βασικές αυτές ιδέες δικαιολογούν σε

μεγάλο βαθμό και την απουσία μιας ενιαίας θεματικής στα κείμενα,

καθώς συναντάμε θέματα από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους

και από τον τομέα των ανθρωπιστικών αλλά και των θετικών επιστημών.

Όλη όμως αυτή η τακτική δεν αντιπροσωπεύει άλλο από αυτό που

ήθελαν να πετύχουν: την ενασχόληση με το πνεύμα αλλά και την

καθημερινότητα.

Εξαιρώντας τους πανεπιστημιακούς, τα περισσότερα από τα ονόματα

που συναντώνται μέσα στις σελίδες του περιοδικού δε συνεχίζουν μετά

την κατοχή τη λογοτεχνική τους παραγωγή. Οι μόνοι που στάθηκαν ήταν

ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Πάνος Θασίτης, ο Κλείτος Κύρου, ο

Θανάσης Φωτιάδης και ο Γιώργος Καφταντζής από τη Θεσσαλονίκη, που

ήταν και οι πρωτεργάτες για την έκδοσή του, και η Ελένη Βακαλό, ο

Σταύρος Βαβούρης, ο Τάκης Σινόπουλος και φυσικά ο Γιώργος Κοτζιούλας

από την Αθήνα. Ήταν όμως αρκετό το Ξεκίνημα για να μπορέσει να

εκθρέψει την πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών της Βόρειας Ελλάδας.

63 Το άρθρο δημοσιεύεται σε συνέχειες στα τεύχη 6/7, 8 και 9/10.

46

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ποιητική παραγωγή

Η ποιητική παραγωγή καταλαμβάνει σχεδόν το 80% της λογοτεχνικής

παραγωγής του περιοδικού. Συνολικά δημοσιεύονται 44 ποιήματα από 24

ποιητές64 με πρώτο σε αριθμό τον Παλαμά. Η δημοσίευση των ποιημάτων

του στο πρώτο τεύχος γίνεται στα πλαίσια ενός σύντομου αφιερώματος-

μνημόσυνου που κάνει το περιοδικό στον ποιητή, με αφορμή τον ένα

χρόνο από το θάνατό του. Τα ποιήματα που απαρτίζουν το μικρό αυτό

αφιέρωμα προέρχονται από τα Δεκατετράστιχα και το Δωδεκάλογο του

Γύφτου, ενώ δημοσιεύεται και ένα ποίημα με τον τίτλο «Θεσσαλονίκη». Τα

αποσπάσματα που επιλέγονται εκφράζουν την ανάγκη για αλλαγή και

αισιοδοξία και ανταποκρίνονται πλήρως στο πνεύμα της εποχής, που

ήθελε μια μαχητικότητα. Το κείμενο που προηγείται των ποιημάτων,

χωρίς όνομα συντάκτη – ανήκει τελικά στο Γιώργο Καφταντζή65- μαρτυρά

έμμεσα τα κριτήρια με τα οποία επιλέχθηκαν τα ποιήματα του Παλαμά:

[…] Μα το δράμα του Παλαμά, το δράμα που πλέκονταν στην καρδιά

του, είταν αληθινό αναντίρρητα. Αγκαλιάζει, το περισσότερο, πεσιμισμό η

σκέψη του, μα δεν κλείνει τον κύκλο της σε αδιέξοδο. Μια αισιοδοξία,

καλύτερα μια βεβαιότητα μια πίστη πολλές φορές λάμπει. Πιστεύει στη

λύτρωση της Ελλάδας, που θα ‘ρθει απ’ το δίδαγμα του πάθους, που είναι

όπως ξέρουμε το πειστικότερο απ’ τα διδάγματα. [1, 9-10]

Η πνοή του νεκρού Παλαμά καθοδηγεί τον αγώνα για λύτρωση της

χώρας και εμφυσά την αισιοδοξία για το αύριο και για την νίκη. Το βασικό

ζητούμενο, το οποίο εκφράζουν απόλυτα τα ποιήματά του – γι’ αυτό

εξάλλου και δημοσιεύονται – είναι η θέληση για μάχη και αγώνα:

Σίμωσε, άπλωσε το χέρι, βοήθα,

γίνε δουλευτής∙

ταίριαζε, άκουε, φρόντιζε και ρώτα,

γύρε, αν θέλης να υψωθής∙

νίκη σου ανυπόταχτε, σ’ εσέ να πης:

«Υποτάξου τώρα». [Δουλευτής (απόσπασμα), 1, 1066]

64 Βλ. κατάλογο των ποιητών και πεζογράφων στο τέλος. 65 Την πληροφορία αυτή διασώζει ο ίδιος στο βιβλίο του λέγοντας: «Στο πρώτο τεύχος

μπήκαν τρία δικά μου κείμενα: ‘’Το τραγούδι της χαράς’’ ποίημα με το ψευδώνυμο Γ.

Παρθένης, ‘’Ανάμεσα στην αγάπη και το θάνατο’’ διήγημα, με το ψευδώνυμο Γ. Πετρής,

‘‘Στη μνήμη του Κωστή Παλαμά’’, άρθρο, ανώνυμα» στο Γιώργος Καφταντζής, ό.π., σ. 91 66 Ο πρώτος αριθμός της παραπομπής αντιστοιχεί στο τεύχος του περιοδικού ενώ ο

δεύτερος στη σελίδα του. Στο εξής οι παραπομπές μέσα στο κείμενο, που αφορούν τα

ποιητικά κείμενα, θα ακολουθούν αυτή τη λογική.

47

Ανάλογο είναι και το απόσπασμα από τον Προφητικό που διαλαλεί τη

μεγάλη αλλαγή μετά την απελευθέρωση, δίνοντας κουράγιο για

συνέχιση:

Και θ’ ακούσης τη φωνή του λυτρωτή

θα γδυθής της αμαρτίας το ντύμα

και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή

θα σαλέψης σαν τη χλόη, σαν το πουλί

σαν τον κόρφο το γυναικείο σαν το κύμα.

[Προφητικός (απόσπασμα), 1, 13]

Τα ποιήματα του Παλαμά, ενταγμένα μέσα στο πλαίσιο του

αγωνιστικού χαρακτήρα, αποκτούν το δικό τους νόημα, καθώς

λειτουργούν ως σημαία για την πνευματική αφύπνιση αλλά και τη

λύτρωση. Δεν είναι τυχαίο πως και στο πρώτο μεταπελευθερωτικό τεύχος,

τον Οκτώβριο του 1944, επιλέγονται στίχοι του Παλαμά, από τα

Παράκαιρα, που δείχνουν πλέον όχι μόνο την εθνεγερτική διάθεση αλλά

παράλληλα «εκδικούνται» και όσους αμφέβαλαν για αυτό τον αγώνα:

Ανάξιος όποιος ξάφνου ακούει

το προσκλητήριο των καιρών

να το φυσάη ή να το κρούη

σάλπιγγα ή τύμπανο, το ακούει,

δε λέει: Παρών! [ ΠΕ, 3]

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το ποίημα του Κοτζιούλα με τίτλο

«Καραϊσκάκηδες» που δημοσιεύεται στο μεταπελευθερωτικό τεύχος του

Β’ τόμου και παρουσιάζει τους Έλληνες γυμνούς και ξυπόλητους να

πανηγυρίζουν την ελευθερία και τον φταίχτη να προσπαθεί να διαφύγει:

Λαμποκοπούν τα σιώματα κι αστράφτουν οι λακιές.

Γιορτάσι μέγα του φωτός, ποιος από σε θα λείψει;

Πάνε στ’ αλήθεια οι μέρες οι κακές

κι ο φταίχτης το κεφάλι του δεν έχει που να κρύψει. [Β΄, 1, 4]

Ωστόσο, αν και οι ποιητικές μορφές των Παλαμά και Κοτζιούλα - και

κυρίως του Παλαμά - αποτελούν και προβάλλονται σαν πρότυπα, τα

ποιήματα των συνεργατών του περιοδικού διαθέτουν ένα πνεύμα

διαφορετικό.

48

Οι ποιητικές μορφές

Η αγωνιστική διάθεση δεν αποτελεί το αγαπημένο θέμα των νέων

ποιητών του περιοδικού. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται δεν

αποτυπώνονται σε ένα επικό τόνο μέσα στις γραμμές των ποιημάτων

τους αλλά έμμεσα εκφράζονται μέσα από ένα πεσιμισμό ή ενίοτε μέσα

από μια ερωτική διάθεση, μια διάθεση φυγής στη χαμένη παιδικότητα.

Λίγα είναι τα ποιήματα που διαθέτουν ένα αγωνιστικό πνεύμα και αυτά

προσπαθούν να το εκφράσουν μέσα από ένα συμβολικό τρόπο. Παρόλο

που η νέα γενιά της αντίστασης προσπαθεί να εκβαραθρώσει την

προηγούμενη της αδράνειας, οι ποιητικές φόρμες που χρησιμοποιεί δε

διαφέρουν από αυτές της προηγούμενης. Οι ποιητές του Ξεκινήματος

δημοσιεύουν μέσα σε μια περίοδο που οι ιστορικές και κοινωνικές

συνθήκες στιγματίζουν έντονα το άτομο και διαμορφώνουν ετερόκλητες

ιδεολογίες και συμπεριφορές και μέσα στα ποιήματά τους δεν παύουν να

νιώθουν και να εκφράζουν την απογοήτευση που έχει δημιουργήσει ο

πόλεμος και οι κοινωνικές αλλαγές χρησιμοποιώντας ένα τόνο λυρικό. Η

διαφορά ωστόσο, ανάμεσα στη λυρική διάθεση του μεσοπολέμου και αυτή

της γενιάς των νέων ποιητών της αντίστασης είναι ακριβώς αυτή η άμεση

συσχέτιση των συναισθημάτων με τη βίωση των γεγονότων που

εκτυλίσσονται εκείνη τη στιγμή. Το ποιητικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί

από τις αρχές του 1940 στην Ελλάδα είναι ευθέως ανάλογο με τη σειρά

των γεγονότων και επηρεάζεται άμεσα απ’ αυτά με αποτέλεσμα η ποίηση

της περιόδου να ετεροκαθορίζεται ως προς την τεχνική της από τα μέσα

που διαθέτει. Έτσι, το γεγονός πως η λογοκρισία της περιόδου δεν άφηνε

περιθώρια ελεύθερης έκφρασης οδήγησε στη χρήση των συμβόλων που

στοχεύουν στην παρουσίαση των σκληρών βιωμάτων και των

συναισθημάτων που αυτά δημιουργούν. Τεχνικά λοιπόν οι ποιητές της

αντίστασης ακολουθούν τους ποιητές της προηγούμενης γενιάς και

συνεπώς τις ήδη δοκιμασμένες μορφές. Ωστόσο, ο υπερρεαλισμός που ήδη

έχει κάνει την εμφάνισή του στα ποιήματα της γενιάς του ’30 δεν αφήνει

ασυγκίνητους τους νέους ποιητές της Αντίστασης Η αναζήτηση νέων

εκφραστικών τρόπων επέβαλε και την δοκιμή σε κάθε ποιητικό μέσο που

διέθεταν.

Τα ποιήματα στο Ξεκίνημα ακολουθούν τεχνικά την ποίηση της

περιόδου. Ο ελεύθερος στίχος εντοπίζεται σε όλα σχεδόν τα ποιήματα ενώ

σε ελάχιστα βλέπουμε μια ομοιοκαταληξία που δικαιολογείται από την

βαθιά επιρροή από το δημοτικό τραγούδι που εκείνο το διάστημα

αναβιώνει έντονα. Παράλληλα, κυρίαρχο είναι και το ελεύθερο στροφικό

σύστημα που δεν τηρεί κανόνες μέτρου και κινείται μέσα στα πλαίσια της

ανάγκης για ελεύθερη έκφραση. Σε ένα πρώτο επίπεδο φαίνονται έντονα

τα σημάδια επιρροής από τον υπερρεαλισμό με την άτακτη γραφή και τον

άκρατο λυρισμό. Ωστόσο, οι ποιητές του Ξεκινήματος αποφεύγουν τον

49

λυρισμό του καθαρού υπερρεαλισμού και επιλέγουν πιο σταθερές φόρμες

που τους επιτρέπουν να εκφράζονται πιο σοβαρά απέναντι στα γεγονότα

που αντιμετωπίζουν. Οι συνθήκες και τα γεγονότα που βιώνουν δεν

επιτρέπουν την ολοκληρωτική αποσύνδεση από την πραγματικότητα

ακόμη και σε περιπτώσεις που φαίνεται να κυριαρχούν η φυγή στην

παιδική ηλικία, σε μια περίοδο αθωότητας και η ερωτική διάθεση. Στην

περίπτωση αυτή μάλιστα οι ποιητές χρησιμοποιούν συχνά το

ομοιοκατάληκτο και μια μετρική ισότητα στα ποιήματά, σημάδια ενός

αναπαλαιωμένου δημοτικού τραγουδιού:

Μια κοπέλλα σ’ ένα δάσος

μόνη, ολομόναχη

έτρεχε και γύριζε

τα λουλούδια μύριζε

κι έπλεκε στεφάνια […]

Γεια χαρά γλυκιά κοπέλα

ήλιε γειάσου, γειάσου πλάση…

πώς μπορεί κανείς να πιάσει

όλ’ αυτή την ομορφιά;

[«Μπαλλάντα του Δάσους», 5, 114]

Το γεγονός πως το Ξεκίνημα κυκλοφορεί την τελευταία περίοδο της

Αντίστασης, όταν δηλαδή οι πειραματισμοί πάνω στα νέα ποιητικά

δεδομένα έχουν αποκτήσει μια μορφή ύστερα και από τη δημοσίευση του

Ήλιου του πρώτου του Ελύτη και της Αμοργού του Γκάτσου, κείμενα που

εκπροσωπεύουν κατεξοχήν τον υπερρεαλισμό, δείχνει την γνωριμία των

ποιητών του με τις τάσεις της εποχής. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο πως όλα

τα νεανικά περιοδικά της εποχής εξέθρεψαν τις νέες ποιητικές τάσεις,

όταν τα παλαιά περιοδικά κρατούσαν μια πιο συντηρητική στάση

απέναντι στα νέα κείμενα. Μάλιστα φαίνεται ξεκάθαρα η στάση που

κρατά το Ξεκίνημα απέναντι στον υπερρεαλισμό μέσα από την κριτική

του Θανάση Φωτιάδη για τον Ελύτη, όπου υποστήριξε τον κυρίαρχο ρόλο

του και την ποιητική του αξία, σε μια περίοδο που ο Ελύτης δεχόταν τα

πυρά για τον Ήλιο τον πρώτο.67

Δεν υπάρχει ωστόσο μια ενιαία ποιητική τάση μέσα στο περιοδικό.

Βλέπουμε από τη μια ποιήματα που πλησιάζουν τον υπερρεαλισμό και

από την άλλη ποιήματα που επιλέγουν μια έκφραση πιο συγκρατημένη,

πιο εσωτερική, με σημάδια πιο συμβολιστικά, επηρεασμένα από μια

καβαφική γραφή. Στην πρώτη περίπτωση, σε ένα ποίημα του Τάκη

Σινόπουλου, ο εξωτερικός κόσμος αποκτά μια διάσταση ονειρική:

67 Η μελέτη αυτή του Φωτιάδη δημοσιεύεται στο τεύχος 3 με τίτλο «Ο ποιητής Οδυσσέας

Ελύτης».

50

Πάνω στο βράχο σ’ ανασήκωνε το φως απ’ τις πρασινισμένες σου

αμασχάλες

Κουρσάρος ήλιος σ’ έγνεθε με τις χρυσές αχτίδες του

Τριγύρω τα νερά κυλούσαν με χιλιάδες φωτισμένα γιασεμιά

στις σκοτεινές απ’ όνειρα των ποταμών χαράδρες

Κι εσύ μ’ αφρούς περιστεριών στα χέρια ανέμελη αφινόσουν

Στο εξαίσιον όραμα της πυρκαγιάς της μέρας και της θάλασσας […]

[«Ημέρα Θαλασσινή», 11/12, 201-202]

Στη δεύτερη περίπτωση, σε ένα ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, ο

εξωτερικός κόσμος απουσιάζει και ο χρόνος δεν προσφέρει τίποτε άλλο

παρά την επανάληψη του μάταιου δίνοντας μια πιο ρεαλιστική απόχρωση

της πραγματικότητας:

Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμμιάν απόχρωση.

Τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες

(Ίσως η απαρχή όμοιων ημερών.)

Έσβυσεν έτσι ανάλαφρη όπως ήρθε:

Χωρίς να παιχνιδίσει ο ήλιος στα κλαδιά.

Τράβηξε τις κουρτίνες της με διάκριση η νύχτα.

[«Απροσδιόριστη Χρονολογία», 3, 17]

Η διαφορετικότητα αυτή δικαιολογείται εύκολα από το γεγονός πως το

περιοδικό, όπως και κανένα άλλο νεανικό περιοδικό της Κατοχής, δεν

διέθετε ένα ενιαίο πρόσωπο ποιητικό αλλά φιλοδοξούσε απλά να

φιλοξενήσει την ποιητική παραγωγή και γενικότερα τη διάθεση για

έκφραση. Τα διαφορετικά λοιπόν ποιητικά σχήματα είναι αποτέλεσμα του

πειραματισμού των νέων ποιητών πάνω στις παραδομένες μορφές που

άλλοτε αποκτούν μια υπερρεαλιστική διάθεση και άλλοτε αγγίζουν τον

συμβολισμό που χρησιμοποιεί το σύμβολο για να εκφράσει μια καθολική

κατάσταση, για να εκφράσει το καθολικό δράμα της κατοχής. Σε γενικές

πάντως γραμμές η ποίηση είναι νεωτερική, κάτι που δείχνει τη διάθεση

για τη δημιουργία ενός νέου τρόπου έκφρασης, που άλλοτε αρνείται την

παράδοση και άλλοτε την αναμορφώνει.

51

Τα ποιητικά μοτίβα

Αν επιχειρούσαμε να κατατάξουμε τα ποιήματα σε κατηγορίες

ανάλογα με τη θεματική τους, θα εντοπίζαμε τρεις: η μία περιλαμβάνει

όσα ποιήματα διαθέτουν μια διάθεση ερωτική και παράλληλα μια

ανάμνηση της παιδικής αθωότητας, η δεύτερη περιλαμβάνει τα ποιήματα

που χαρακτηρίζονται από μια ζοφερή και πεσιμιστική διάθεση και η

τρίτη, που είναι και η ολιγοπληθής, όσα διαθέτουν ένα επαναστατικό

πνεύμα και μια αισιοδοξία για το μέλλον.

Το θέμα του έρωτα και της ανάμνησης – η τάση για φυγή

Τα ποιήματα της πρώτης κατηγορίας που παραπέμπουν σε περιόδους

χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς, σε περιόδους που δεν έχουν σχέση με τον

πόλεμο και τον αγώνα για επανάσταση, αποτελούν ένα μικρό μέρος του

συνόλου της ποιητικής παραγωγής στο περιοδικό. Ωστόσο, αποτελούν

χαρακτηριστικό κομμάτι της, καθώς η αξιοποίηση των μοτίβων και των

θεμάτων που εκείνο το διάστημα χρησιμοποιούσε η ποίηση εντοπίζονται

και εδώ, μοτίβα όπως ο ήλιος και η θάλασσα. Επίσης κάποια από αυτά

επιμένουν να χρησιμοποιούν την άνοιξη στον τίτλο τους («Ανοιξιάτικο»

του Ηλία Γαργάλα, «Άνοιξη» του Γιώργου Καφταντζή) που συμβολικά

παραπέμπει στην αναγέννηση και το ξύπνημα των αισθήσεων. Σε όλα ο

έρωτας είναι μια ευχάριστη κατάσταση, χωρίς τον πεσιμισμό, που

δημιουργεί πάντα μια ευφορία, μεταφέρει σε ένα κόσμο μαγικό όπου η

φαντασία και η χαρά έχουν τον πρώτο λόγο:

Μεστές αρώματα αγκαλιές λουλούδια

στις ναρκωμένες μου αίσθησες ξυπνούνε.

Στην άκρη των χλομών χειλιών μου ανθούνε

κάποιας χαράς αυθόρμητα τραγούδια [..]

Γύρω μου όλα είναι ωραία χρωματισμένα

λες κι έχουν κάτι απ’ τη δική Σου χάρη.

Στις ρεματιές, στα δέντρα, στο χορτάρι

δε βλέπω παρά Σένα. Μόνο Σένα…

[«Ανοιξιάτικο», 1, 22]

Αν και έχουμε συστηματικά θίξει την ιδεολογική ταυτότητα του

περιοδικού, δε θα ήταν ασήμαντο να πούμε πως τα μοτίβα αυτά

χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από άτομα που πρόσκεινταν στην

52

αριστερά.68 Ωστόσο, τα κυριότερα δημιουργήματα του υπερρεαλισμού τη

περιόδου της κατοχής, ο Ήλιος ο πρώτος του Ελύτη και η Αμοργός του

Γκάτσου, ακολουθούν την ίδια τακτική χωρίς να εντάσσονται στα

στρατευμένα κείμενα. Για το θέμα αυτό ο Βελουδής σχολιάζει

χαρακτηριστικά: «Οι ιδεολογικές προεκτάσεις ή αποκλίσεις του συμβόλου

αυτού [του ήλιου] μπορούν να γίνουν διαφανείς, αν η λογοτεχνική του

επεξεργασία συγκριθεί με την αισθητικά ανεπεξέργαστη παρουσία του

στο σημαντικότερο ίσως θεωρητικό κείμενο της ελληνικής Αντίστασης, το

‘’Τί είναι και τι θέλει το ΕΑΜ ‘’ (1942) του Δ. Γληνού, αλλά και με άλλα,

αστράτευτα ποιητικά κείμενα της ίδιας εποχής, όπως το Ήλιος ο πρώτος

(1942) του Ο. Ελύτη».69

Σε ένα πρώτο επίπεδο ο ήλιος λειτουργεί συμβολικά μέσα από τα

παραπάνω ποιήματα. Ωστόσο, το γεγονός πως όσα λέγονται φαίνεται να

απευθύνονται σε ένα πρόσωπο που αποτελεί το ερωτικό αντικείμενο, ένα

πρόσωπο που ναι μεν είναι ανώνυμο και μπορεί να λειτουργεί συμβολικά

αλλά αποτελεί την αφορμή για ερωτική εξομολόγηση, επισκιάζει

οποιαδήποτε ιδεολογική σκοπιμότητα και αυτός είναι ο λόγος που τα

ποιήματα αυτά εντάχθηκαν στην κατηγορία αυτή. Εξάλλου, η ηλικία των

ποιητών που γράφουν, κατά βάση νέοι φοιτητές του πανεπιστημίου,

αποτελεί ένα ακόμη βασικό στοιχείο που δικαιολογεί την παραπάνω

άποψη.

68 Τη συνήθεια αυτή μαρτυρούν και οι τίτλοι των περιοδικών της αριστεράς: Ξύπνημα,

Ξεκίνημα. Τόσο ο ήλιος όσο και η θάλασσα, με το νερό που κυλά, συμβόλιζαν σε μεγάλο

βαθμό τη νέα αρχή. 69 Γιώργος Βελουδής, ό.π., σ. 71-72.

53

Το θέμα του πεσιμισμού

Τα ποιήματα της δεύτερης κατηγορίας, που εκφράζουν μια έντονη

απαισιοδοξία καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής παραγωγής.

Παρόλο που δημοσιεύονται σε μια περίοδο που τα πράγματα φαίνεται να

έχουν αλλάξει και το κλίμα είναι αρκετά πιο αισιόδοξο, διατηρούν και

προβάλλουν μια έντονη θλίψη για όσα βιώνονται. Τα μοτίβα που

κυριαρχούν είναι το σκοτάδι, ο χρόνος που κυλά αβίωτος και η ανάμνηση

ως στοιχείο που δημιουργεί λύπη για τις χαμένες ώρες και το χαρούμενο

παρελθόν που έχει σβήσει. Το κλίμα αυτό αποτυπώνεται πολύ έντονα και

στους τίτλους των ποιημάτων ενώ σε άλλα ο τίτλος λειτουργεί ειρωνικά,

όπως στο ποίημα του Γ.Β. Ιωαννίδη «Γαλανή Σύνθεση», όπου ο θάνατος

γίνεται το κυρίαρχο στοιχείο μέσα σε ένα τοπίο γαλάζιο. Παρόλο που η

ποίηση αυτή δεν ακολουθεί το γενικότερο πνεύμα του περιοδικού και την

πρόθεση που εκφράζεται στις προγραμματικές δηλώσεις, τον αγώνα

δηλαδή για ανανέωση, εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την αγωνία για το

αύριο. Τα συναισθήματα που δημιουργούνται και αποτυπώνονται

αποτελούν αποτέλεσμα του βιώματος της Κατοχής και ακολουθούν τη

γενικότερη ποιητική τάση της περιόδου, όπου μέσα από το συμβολισμό

των μοτίβων που αξιοποιούνται εξωτερικεύουν τη μίζερη διάθεσή που

προκαλεί ο εγκλεισμός, όπως στο ποίημα του Σταύρου Βαβούρη:

Στα κλειστά σπίτια μας θέλουμε τώρα

Να ξαναγίνουμε τ’ αγράμματα παιδιά

Που μάζευαν στον κάμπο παπαρούνες.

Θέλουμε να ξεχάσουμε

Τη γοητεία των λέξεων

Που κρύβει η νοσταλγία, μόνο, της ζωής,

Τους στίχους, που μας κάναν βαρετούς

[«Σοφίας Κρίματα», 6/7, 129]

Τα βιώματα που αποτυπώνονται στους ποιητές του περιοδικού είναι

αρκετά έντονα και η ποίηση της ενότητας αυτής είναι αρκετά εσωτερική.

Όσο βίωμα αποτελούν τα γεγονότα άλλο τόσο αποτελεί και η εσωτερική

πάλη για το ανέφικτο και το μη ιδανικό που τα γεγονότα αυτά έχουν

δημιουργήσει. Η ελιτίστικη διάθεση, που παρατηρείται σε πολλούς

ποιητές της περιόδου, λείπει από την ποίηση του Ξεκινήματος ∙ όχι, όμως,

και η εσωτερικότητα, που επιχειρεί το άνοιγμα προς τα έξω. Είναι

χαρακτηριστικό πως «οι ασφυκτικές συνθήκες της Κατοχής, οι

διαταραγμένες σχέσεις από την έλλειψη εμπιστοσύνης, η μοναξιά από τις

συνθήκες εγκλεισμού, ευνοούν την ανάπτυξη του νεορομαντικού

κλίματος, όπου όμως τα ποιήματα δεν αναδίδουν την αίσθηση μιας

54

βαθιάς απελπισίας αλλά μιας αδιόρατης θλίψης, μέσα από την οποία ο

άνθρωπος αισιοδοξεί και προσμένει ένα φωτεινό αύριο».70

Το βίωμα των γεγονότων αποτελεί προσωπική υπόθεση που προσπαθεί

να γίνει καθολική μέσα από το κοινό στοιχείο της νεανικότητας και της

αγωνίας για το μέλλον. Ας μη ξεχνάμε πως οι 22 από τους 24 ποιητές που

γράφουν στο περιοδικό είναι νέοι κάτω των 30 ετών. Αν λοιπόν η ποίηση

αποτελεί μια εσωτερική ανάγκη για τους νέους ποιητές του Ξεκινήματος

λόγω των έντονων καταστάσεων που ζουν, η ποίηση αυτή προσδοκά σε

μια ενοποίηση, σε μια από κοινού πορεία μέσα στις δύσκολες συνθήκες.

Κατ’ αυτό τον τρόπο διαφέρει από τη γνωστή φιλοσοφική διάθεση της

ποίησης του μεσοπολέμου που ακολούθησαν πολλοί ποιητές και στην

Κατοχή, μιας και εδώ αλλάζει η οπτική γωνία του γεγονότος: ο ποιητής

βιώνει εξωτερικά το γεγονός σε τέτοιο βαθμό που καθορίζει την

εσωτερική του κατάσταση. Το βίωμα αυτό αποτελεί κοινό στοιχείο σε

όλους τους ποιητές της εποχής και δεν είναι τυχαίο πως το μεγαλύτερο

μέρος της ποίησης της εποχής είναι πεσιμιστική.

70 Αλεξάνδρα Μπουφέα, ό.π., σ. 535

55

Το επαναστατικό θέμα

Από το πρώτο κιόλας τεύχος φάνηκε, μέσα τη σύμπλευση των

«ηρωικών» ποιημάτων του Παλαμά με τη νεανική λυρική ποίηση η

ταυτόχρονη πορεία του αγωνιστικού πνεύματος με την έκφραση των

εσωτερικών αισθημάτων που δημιουργεί η κατοχή και ο πόλεμος στους

ανθρώπους. Η απομόνωση και η βίωση της μοναξιάς δεν αποτελούν λύση

στο πρόβλημα για τους ποιητές του Ξεκινήματος και αυτό φάνηκε ακόμη

και στα ποιήματα της προηγούμενης ενότητας, που μέσω της

εξωτερίκευσης των αισθημάτων μετατρέπουν το ατομικό σε καθολικό.

Ωστόσο, υπάρχουν μέσα στο περιοδικό και ποιήματα που προτιμούν να

εκφράζουν πιο άμεσα και μέσα από τη συμβολική λειτουργία της

γλώσσας την επαναστατικότητα.

Το κάλεσμα για την ενότητα και τη συνοχή με στόχο τον αγώνα για την

ανεξαρτησία αποτελεί το βασικό αίτημα για τους νέους του Ξεκινήματος

εκφράζοντας έτσι παράλληλα τις βασικές αριστερές ιδέες από τις οποίες

τρέφονταν. Αποτελούσε, ωστόσο, ένα κάλεσμα το οποίο απευθυνόταν

κυρίως προς τη νεολαία. Σε ένα από τα ποιήματα του περιοδικού που

ανήκει στον Αντώνη Δαμασκίνη εκφράζεται η μεγάλη ελπίδα και πίστη

στον αγώνα των νέων και ο κυρίαρχος ρόλος που έχουν παίξει και

πρόκειται να παίξουν στο μέλλον της κοινωνίας που θα έρθει:

Πως νοιώθω την ολόπνοη χαρά

το νιο δεντρί που καταπιάστηκε μπροστά μου

και πως πιστεύω στην αλήθεια της ζωής του

σα βλέπω στην ψηλή του κορυφή

το τριαντάφυλλο της νιότης να σαλεύει

ολόρθο πάντα,

μπροστά σ’ ανέμηδες, μπροστά σ’ αερικά,

γερό,

σαν την αλύγιστη Αλήθεια της Ζωής!

[«Νιότη», 3, 6]

Το θέμα της μνήμης ανακινείται και στα ποιήματα αυτής της

κατηγορίας αλλά εδώ δεν οδηγεί στην απαισιοδοξία για ένα χαμένο

παρελθόν μα οδηγό για το μέλλον, όπως στα ποιήματα του Θανάση

Φωτιάδη και του Federico Garcia Lorca. Ειδικά ο Lorca αποτελεί για τους

ποιητές του Ξεκινήματος ζωντανό σύμβολο αντίστασης απέναντι στο

τυραννικό καθεστώς. Είναι χαρακτηριστικό το σύντομο σημείωμα που

συνοδεύει τη μετάφραση του ποιήματος, την οποία αναλαμβάνει ο

56

Κλείτος Κύρου,71 στο τεύχος 9/10 και βρίσκεται στο υποσέλιδο του

περιοδικού, όπου εμμέσως μπορεί κανείς να αντιληφθεί τους λόγους για

τους οποίους η συντακτική ομάδα του Ξεκινήματος επέλεξε το

συγκεκριμένο ποίημα:

«το παραπάνω ποίημα είναι από ένα μεγάλο τραγούδι για έναν φίλο

του Ταβρομάχο, που σκοτώθηκε. Η συγκρατημένη του θλίψη ταιριάζει

τόσο με τον παλληκαρίσιο θάνατο στο Δημοτικό μας τραγούδι, που στο

τέλος, αντίς για δάκρυα στα μάτια, σου φέρνει ανάταση και χαρά για τη

ζωή».

Τα ποιήματα που περιέχουν θέματα επαναστατικά ή που ασχολούνται

πιο άμεσα και ξεκάθαρα με το θέμα του πολέμου και της αντίστασης

είναι λίγα. Παρόλο που αυξάνονται αρκετά στην Πανηγυρική έκδοση δεν

μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία αυτή, καθώς δημοσιεύονται σε

μια περίοδο όπου η απελευθέρωση είναι πια μια πραγματικότητα και

επισκιάζει οποιαδήποτε άλλη ποιητική έκφραση. Αυτό, δεν καθιστά τα

ποιήματα αυτά μέρος της προαπελευθερωτικής παραγωγής και συνεπώς

μέρος μιας ποιητικής παραγωγής που υποκινείται και δημιουργείται με

καθαρά προσωπικά κριτήρια. Εξάλλου, το μεγαλύτερο μέρος των

ποιημάτων που δημοσιεύονται στην Πανηγυρική έκδοση και στο επόμενο

τελευταίο τεύχος είναι μεταφράσεις ξένων ποιημάτων. Τα μόνα ελληνικά

που ανήκουν και σε νέους ποιητές είναι του Θανάση Φωτιάδη

(«Νικητήριο») και του Πέτρου Θαλασσινού («Του έπους προβαίνουν…»).

71 Να σημειώσουμε εδώ πως ο Κλείτος Κύρου συμμετέχει στο Ξεκίνημα σαν μεταφραστής

και δε δημοσιεύει κανένα ποίημά του.

57

Ο χωροχρόνος

Η έννοια του χώρου στα ποιήματα του Ξεκινήματος έγκειται στο κατά

πόσο η ποιητική δημιουργία αποτελεί μέρος ενός ανοιχτού συνόλου μέσα

στο οποίο εντάσσεται και κατά πόσο απευθύνεται σε αυτό ή αποτελεί μια

διαδικασία εσωστρέφειας που επιδιώκει την αποστασιοποίηση από το

σύνολο και την έκφραση με ένα λυρικό εγώ των εσωτερικών αναταραχών.

Θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε πως η ποίηση του Ξεκινήματος

αποδεσμεύεται από το κοινωνικό σύνολο, μια και ο στόχος του περιοδικού

είναι να ενώσει κάτω από την ίδια ομπρέλα τα κοινά βιώματα. Ο όρος

κοινά παραπέμπει αυτομάτως σε μια ομάδα που την χαρακτηρίζουν

όμοια πράματα. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της ομάδας είναι: το

νεαρό της ηλικίας, ο πόλεμος, οι συνθήκες διαβίωσης, η αγωνία για το

αύριο, η θέληση για αλλαγή. Ο χώρος λοιπόν στον οποίο κινούνται τα

ποιήματα στο Ξεκίνημα είναι ο χώρος του συλλογικού.

Αν και οι εξομολογήσεις έχουν αφετηριακό σημείο το προσωπικό

βίωμα – χώρος προσωπικός –, «η αντιστασιακή ποίηση […] δεν είναι

ποίηση του πρώτου ενικού προσώπου, του εγώ […]. Είναι ποίηση που

απευθύνεται προς ή που μιλάει για κάποιο αυτοί […], ή για κάποιο εμείς ή

εσείς, ή, τέλος, για κάποιο εσύ, τοποθετημένο όμως μέσα στους άλλους».72

Το ίδιο συμβαίνει και στο Ξεκίνημα. Ακόμη και στα ποιήματα που

διαθέτουν μια πεσιμιστική διάθεση, ο χώρος είναι πάντα ο κοινός χώρος

που καθορίζουν τα γεγονότα, τα οποία δημιουργούν τις προϋποθέσεις για

μια κοινή πορεία.

Στα ποιήματα αξιοποιούνται σχεδόν όλα τα πρόσωπα και κυρίως το

πρώτο πληθυντικό. Αυτό το εμείς σκιαγραφεί μια ομαδικότητα και

παράλληλα επιτείνει την ανάγκη για δράση μέσα στο εμείς. Στο

παρακάτω ποίημα της Ελένης Βακαλό το πρώτο πληθυντικό βιώνει τις

εμπειρίες του εγώ:

Χωρίσαμε σε δυο καλόστρωτες

Πλεξίδες τα μαλλιά μας,

Και κάτσαμε στην αμμουδιά,

Πέτρες σταχτιές

Ανάρια

Ήταν μια μέρα που είχε φως

Και χάθηκαν οι θύμησές μας

Σαν το πρωί που πέρασε…

Μια αχτίδα είχε μείνει βαθιά μας

Το κοριτσίστικο όνειρο

72 Ξ. Α. Κοκόλης, «Αντιστασιακή ποίηση: Πρόσωπο και Προσωπείο», περ. Αντί, τχ. 169,

1981, σ. 38

58

Και ο ρυθμός της καρδιάς μου

[«Τραγούδι της ώριμης μέρας», 9/10, 177]

Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και ο Πάνος Θασίτης, στο ποίημα του οποίου

το εμείς λειτουργεί αναπόδραστα μέσα σε ένα ενοποιημένο σύνολο, σε

ένα σύνολο κοινών εμπειριών:

Έτσι είναι πάντα

ποτέ πια η χαρά δε θα μας έρθει.

Την είδαμε ένα πρωινό

μας έφερε δυο ρόδα

και το βράδι με τους ίσκιους

τη χάσαμε.

Τα χελιδόνια πέρασαν

χωρίς να σταθούν.

Έτσι είναι πάντα.

Μόνο που νύχτωσε

και πρέπει να κλείσουμε τα παράθυρα

[«Έτσι είναι πάντα», 1, 23]

Όσον αφορά το χρόνο μέσα στον οποίο κινούνται τα ποιήματα, είναι

αναπόφευκτη η ένταξή τους μέσα στο παρόν τους, μέσα στο συγχρονικό

τους περιβάλλον, καθώς αυτό λειτουργεί καταλυτικά. Ακόμη και στα

ποιήματα που χαρακτηρίζονται από μια τάση φυγής από το παρόν, στα

οποία σε ένα πρώτο επίπεδο ο χρόνος φαίνεται να δημιουργεί μια μυθική

διάσταση, δεν απομακρύνονται από το παρόν, καθώς η ανάγκη που

εκφράζεται είναι η ανάγκη για έρωτα και συντροφικότητα στο τώρα. Ο

προσωπικός χρόνος είναι χρόνος εσωτερικός που τείνει προς ένα χρόνο

καθολικό και αντικειμενικό, επιχειρώντας έτσι να εκμηδενίσει

οποιοδήποτε κατακερματισμό του. Έτσι, οι ατομικές στιγμές γίνονται

κομμάτια που επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα ενιαίο σύνολο μέσα στο

οποίο πλέον κινείται το άτομο.

Η ανάγνωση των ποιημάτων αφήνει την αίσθηση πως ο ατομικός

χρόνος κυλά στατικά, αλλά μέσα σε ένα σύμπαν ομοιοτέλευτων

σταθερών, καθιστώντας έτσι την προσωπική στιγμή κομμάτι ενός

συνόλου, από το οποίο οι ποιητές αποσπούν ο καθένας ένα θέμα προς

επεξεργασία. Με αυτή τη λογική, ο χρόνος αποτυπώνει την

πραγματικότητα και τα ποιήματα προσπαθούν να ανασυνθέσουν το

παρόν όλων μέσα από το παρόν του ενός. Αποκλείεται, έτσι, οποιαδήποτε

μυθική διάσταση και παράλληλα ισχυροποιείται ο ρόλος των ποιημάτων

ως φωνές του παρόντος.

59

Δημοτική ποίηση

Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε τα δημοτικά τραγούδια που

δημοσιεύονται διάσπαρτα στις σελίδες του περιοδικού, τα οποία

προέρχονται κατά βάση από τις συλλογές των Νικολάου Πολίτη και

Legrand. Την τακτική αυτή ακολούθησαν όλα σχεδόν τα περιοδικά της

κατοχής στα πλαίσια της επαναφοράς του ένδοξου ιστορικού

παρελθόντος της Ελλάδας που δοκιμάζεται σε δύσκολους καιρούς.

Συνολικά δημοσιεύονται 14 δημοτικά τραγούδια από την ευρύτερη

περιοχή της Μακεδονίας και από την υπόλοιπη Ελλάδα στα τεύχη 1, 2, 3,

4, 5, 9/10, 11/12, ΠΕ και Β΄1. Αυξημένη δημοσίευση δημοτικής ποίησης

παρατηρείται στα πρώτα τεύχη και στα τελευταία, ενώ απουσιάζει από τα

ενδιάμεσα. Η τακτική της δημοσίευσης δημοτικής ποίησης στις σελίδες

των περιοδικών της εποχής ήταν πολύ διαδεδομένη και μάλιστα δεν είναι

λίγες οι φορές που οι μελετητές της εποχής παρότρυναν τη δημοσίευσή

τους, ως αναδρομή στο ένδοξο παρελθόν, στα πλαίσια του ιστορισμού που

είχε αναπτυχθεί το διάστημα εκείνο μετά την έναρξη της Κατοχής του

1941. Πρώτος διδάξας σ’ αυτή την κατεύθυνση ήταν η Νέα Εστία.

Για το Ξεκίνημα η σημασία των δημοσιεύσεων αυτών δεν έγκειται μόνο

στο ότι προσδοκούσαν να αναζωπυρώσουν το εθνικό φρόνημα αλλά και

στο ότι διέσωσαν αρκετά τοπικά δημοτικά τραγούδια της Μακεδονίας,

αποκτώντας έτσι και φιλολογικό χαρακτήρα πέρα από ιστορικό.

Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος των ποιητών στο Ξεκίνημα δε

συνέχισαν την ποιητική παραγωγή, οι ποιητές που κατάφεραν να

αντέξουν στο βάρος του χρόνου, όπως ο Αναγνωστάκης, ο Θασίτης, ο

Φωτιάδης, ο Κύρου, η Βακαλό, ο Σινόπουλος, ο Βαβούρης, μέσα από τις

πρώτες δημοσιεύσεις τους στις σελίδες του περιοδικού κατάφεραν να

δώσουν το δικό τους στίγμα στο ποιητικό γίγνεσθαι και να

δημιουργήσουν μια μικρή ομάδα ποιητών που θα έθρεφε σ’ αυτές τις νέες

μορφές της ποίησης τους μετέπειτα ποιητές της Θεσσαλονίκης και όχι

μόνο. Η μεγάλη λοιπόν σημασία του Ξεκινήματος βρίσκεται και στο

γεγονός πως γέννησε την πρώτη μεταπολεμική ομάδα ποιητών στη

Θεσσαλονίκη.

60

Η πεζογραφική παραγωγή

Συνολικά στο περιοδικό δημοσιεύονται 7 διηγήματα εκ των οποίων το

ένα ανήκει σε ξένη συγγραφέα, την Pearl Buck και καλύπτουν περίπου το

14% της λογοτεχνικής παραγωγής. Δεν είναι γνωστό αν πριμοδοτήθηκε

από τους συντάκτες του περιοδικού η ποίηση αλλά εξετάζοντας το κλίμα

της εποχής καταλαβαίνουμε πως η ποίηση αποτελούσε την κύρια

ενασχόληση, καθώς σε όλα τα περιοδικά που κυκλοφορούν εκείνη την

περίοδο έχει πρωτεύοντα ρόλο και η πεζογραφία ακολουθεί. Ο λόγος

είναι προφανής: το ποίημα είναι πιο σύντομο και η ανάγκη για άμεση και

όχι πολυέξοδη δημοσίευση του τεύχους ήταν η κύρια μέριμνα. Στην ουσία,

λοιπόν, το πεζό καταλαμβάνει περισσότερο χώρο στις σελίδες του

περιοδικού, με αποτέλεσμα να χρειάζεται περισσότερο χαρτί για να

τυπωθεί, άρα και περισσότερα χρήματα για την αγορά του χαρτιού. Όπως

αναφέρει και ο Βελουδής, «αξιοσημείωτη είναι η επιβολή των λεγόμενων

‘’μικρών μορφών’’ (σύντομο λυρικό ποίημα/ τραγούδι, διήγημα,

εικόνα/σκίτσο, μονόπρακτο/σκετς). Είναι φανερό ότι η ‘’οικονομία’’ της

Αντίστασης επιβάλλει στη λογοτεχνία τις μορφές της».73 Ακόμη, λοιπόν,

και αν πρόκειται για πεζό, αυτό δε μπορεί παρά να είναι το διήγημα και

μάλιστα το σύντομο, μια και οι αντικειμενικές δυσκολίες που

αντιμετώπιζαν οι εκδότες εκείνη την περίοδο επέβαλαν αυστηρή

προτεραιότητα σε ό,τι «κοστίζει λιγότερο». Αλλά και στο ίδιο το περιοδικό,

στην αλληλογραφία του πρώτου τεύχους, η συντακτική ομάδα ορίζει τους

όρους της συνεργασίας λέγοντας: «τα διηγήματα να μην ξεπερνούν τις 3

σελίδες του περιοδικού (το πολύ δηλ. 7500-8000 γράμματα)∙ η δημοσίευσις

των εγκρινομένων εξαρτάται από τη χρονολογική σειρά που μας έρχονται

οι συνεργασίες και κυρίως74, από το χώρο του περιοδικού».75

Τα πρώτα 5 διηγήματα στο Ξεκίνημα δημοσιεύονται στα πρώτα πέντε

αντίστοιχα τεύχη του. Το έκτο δημοσιεύεται στο τεύχος 9/10 και το

διήγημα της Pearl Buck στο πρώτο τεύχος του δεύτερου τόμου. Οι έλληνες

συνεργάτες των οποίων τα διηγήματα δημοσιεύονται είναι οι Γιώργος

Καφταντζής («Ανάμεσα στην αγάπη και το θάνατο», τεύχος 1, σσ. 6-8),

Νίκος Αποστολίδης («Τρικυμία», τεύχος 2, σσ. 3-5), Ηλίας Θρακιώτης

[Γαργάλας] («Ιστορία ενός θανάτου», τεύχος 3, σσ. 2-5), Νικόλας Νάρβας

[Πάνος Θασίτης] («Οι καμέλιες», τεύχος 4, σσ. 82-83), Φίλιππος

Καρακώστας («Το πάθος μου», τεύχος 5, σσ. 111-112) και Αντρέας Σκιαδάς

(«Αγάπη», τεύχος 9/10, σσ. 178-180). Το διήγημα της Pearl Buck με τίτλο «Ο

καινούργιος δρόμος» (τόμος Β΄, τεύχος 1, σσ. 16-24) μεταφράζει ο Κλείτος

Κύρου.

73 Γιώργος Βελουδής, ό.π., σ. 70. 74 Η υπογράμμιση δική μου. 75 Ξεκίνημα, τεύχος 1, σ. 32

61

Ενώ τα μυθιστορήματα που δημοσιεύονται την περίοδο της Κατοχής

ακολουθούν μια τάση φυγής από τον παρόντα χρόνο, τα διηγήματα των

περιοδικών κινούνται σε μια πιο ρεαλιστική διάσταση. Φαίνεται λοιπόν

πως, «στα νεανικά περιοδικά – παρά τα αναμενόμενα – πλεονεκτούν οι

δοκιμασμένοι αφηγηματικοί τρόποι και η όποια προσπάθεια ανανέωσης

του είδους εντοπίζεται στα καθιερωμένα περιοδικά».76 Από την άλλη, το

μοντέρνο μυθιστόρημα που άρχισε να κάνει την εμφάνισή του στα χρόνια

του Μεσοπολέμου έχοντας στρέψει το βλέμμα του προς τον συμβολισμό

και το νεορομαντισμό της δυτικής πεζογραφίας, δίνει τη θέση του στα

χρόνια της Κατοχής στο σύντομο διήγημα που αξιοποιώντας τις

παραδοσιακές μορφές, επιλέγει μια πιο ρεαλιστική διάσταση. Είναι

εμφανής, έτσι, η επιρροή από τις γραφές των ηθογράφων της γενιάς του

Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα. Ωστόσο, η καλλιέργεια των

συμβολικών και ποιητικών μορφών και μέσα στην πεζογραφία δεν άφησε

ασυγκίνητους και τους διηγηματογράφους της Κατοχής. Μέσα στα

περιοδικά της περιόδου εντοπίζονται κείμενα με έντονο το στοιχείο του

συμβολισμού, το οποίο τόσο χάρη στη λογοκρισία της εποχής όσο και ως

εκούσια επιλογή των συγγραφέων αναπτύσσεται αρκετά. Παρατηρούνται

λοιπόν, κείμενα ρεαλιστικά και κείμενα συμβολικά.

Στο Ξεκίνημα βασικό θέμα των διηγημάτων είναι ο έρωτας και η

σύγκρουσή του με τον θάνατο, μια σύγκρουση που βιώνουν απόλυτα οι

πρωταγωνιστές των κειμένων. Η επιλογή του θέματος δικαιολογείται

απόλυτα από το γεγονός ότι το σύνολο των διηγημάτων των ελλήνων

συγγραφέων παράγεται από νέους ανθρώπους. Σε κάθε περίπτωση,

ωστόσο, έχουμε μια διαφορετική επεξεργασία του θέματος, αποδιδόμενη

άλλοτε πιο ρεαλιστικά και άλλοτε πιο συμβολικά.

Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν τα διηγήματα των Καφταντζή,

Αποστολίδη και Γαργάλα, όπου κυριαρχούν η περιγραφή του παρόντος,

που στιγματίζεται από τις συνθήκες διαβίωσης, και το εσωτερικό

ψυχογράφημα των ηρώων, που συνδιαλέγεται με το εξωτερικό

περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σκηνή από το διήγημα

του Γαργάλα, «Ιστορία ενός θανάτου»,77 όπου ο νεαρός ήρωας της

ιστορίας, χτυπημένος από τη φυματίωση, εξομολογείται στη μάνα του τις

σκέψεις του. Τα λόγια του μεταφέρει η μητέρα του στον αφηγητή της

ιστορίας μετά το θάνατό του:

«Μητέρα, μου είπε. Ας είναι χειμώνας κι ας μας δοκιμάζει τώρα ο

πόνος. Στο χέρι μας είναι να βρίσκουμε τη χαρά, ένα σταροκούκουτσο

έστω χαρά, και μες στη δοκιμασία. Μα να μη δύνεσαι να κουνήσεις τα

πόδια σου. Να θέλεις να νικήσεις τον άνεμο, να πηδήξεις τα βράχια, να

76 Αλεξάνδρα Μπουφέα, ό.π., σ. 539 77 Ξεκίνημα, τχ. 3, σσ. 2-5

62

συρθείς στην κορφή του βουνού, έτσι μόνο για να χαρείς τη χαρά της

νίκης και για να νιώσεις πως είσαι δυνατός να λαχταράς τη ζωή, την

κίνηση τη δράση. Και να νιώθεις αδύνατος τα πόδια σου, τόσο αδύνατα,

που να λυγίσουν στον πρώτο ανήφορο∙ κι η νεανική σου καρδιά να

γερνάει κι αυτή. Θα πεθάνω μητέρα…»

Πιο συμβολικά είναι τα κείμενα των Καρακώστα και Σκιαδά, ενώ το

κείμενο του Πάνου Θασίτη θα λέγαμε πως κινείται στα πλαίσια του

καθαρού συμβολισμού. Στην περίπτωση των τριών αυτών κειμένων το

σύμβολο αποκτά μια μυθική διάσταση, που εγκλωβίζει τους

πρωταγωνιστές της ιστορίας. Το αξιοσημείωτο με τα κείμενα αυτά είναι

πως ο εξωτερικός χώρος λειτουργεί δευτερογενώς αρνητικά προς το

ψυχισμό τους, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη την εύρεση της λύσης και

την έξοδο προς την ευτυχία. Και εδώ ο έρωτας αποτελεί το ανέφικτο που

προσπαθεί να αντικρούσει το θάνατο, αλλά τα προβλήματα ξεκινούν από

την εσωτερική αναζήτηση των ηρώων, οι οποίοι επηρεασμένοι από τις

συνθήκες της εποχής αδυνατούν να ζήσουν αυτό που επιθυμούν.

Χαρακτηριστικό είναι το τελευταίο απόσπασμα από το διήγημα

«Καμέλιες»78 του Πάνου Θασίτη, όπου ο αφηγητής, οικότροφος σε

ψυχιατρείο, μαθαίνοντας το θάνατο της αγαπημένης του εξομολογείται

τον πόθο του να της προσφέρει καμέλιες, σύμβολο του έρωτα:

«‘’- Πέθανε! Πέθανε!’’ χτυπούσανε τα βήματά μου

‘’- Πέθανε! Πέθανε! Γελούσεν η καρδιά μου. Τώρα βρίσκουμαι στο

θάλαμο 3 του ψυχιατρείου κι είμαι καλά και τη νύχτα δε φοβούμαι. Εκείνη

έχει ένα σταυρό στο κεφάλι. Το σπίτι της κάηκε εκείνη τη νύχτα. Μούπανε

πως η ακακία άνθισε τώρα την άνοιξη και καρδερίνες γεμίζουνε μουσική

το δέντρο. Ένας σπουργίτης τιτιβίζει στο γαλάζιο παραθύρι ‘’Καλημέρα!’’.

Άμα γίνω καλά, θα πάω να την εύρω και θα της πάω καμέλιες…»

Η διαφορετική προσέγγιση της πραγματικότητας, ρεαλιστική δηλαδή ή

συμβολική, μέσα στα διηγήματα εντοπίζεται και στη εσωτερική δομή

τους. Η επιλογή των συγγραφέων των διηγημάτων της πρώτης ενότητας

να αφηγηθούν σε τρίτο πρόσωπο, η πιο εκτεταμένη χρήση του διαλόγου

και η στρωτή αφήγηση, τηρώντας τον κανόνα της χρονικής ακολουθίας,

δείχνει τη διάθεσή τους να περιγράψουν την κατάσταση πιο

αντικειμενικά, χωρίς ωστόσο να αποφεύγουν την ψυχογραφική

αναπαράσταση των ηρώων, εισχωρώντας σε πιο εσωτερικές δομές του

χαρακτήρα τους. Το αρτιότερο διήγημα από τα τρία, που διαθέτει αυτά τα

χαρακτηριστικά είναι «Η ιστορία ενός θανάτου» του Γαργάλα.

78 Ξεκίνημα, τχ. 4, σσ. 82-83

63

Αντίθετα, στα κείμενα της δεύτερης ενότητας επικρατεί ο μονόλογος

και ο χρόνος ενεργοποιείται μέσω της μνήμης, καθιστώντας έτσι το

χρόνο ασταθή. Επιπλέον, βασικό στοιχείο είναι οι εξομολογήσεις των

ηρώων που επιδιώκουν να εκφράσουν πιο λυρικά τη δύσκολη σχέση τους

με την πραγματικότητα. Σ’ αυτή την περίπτωση τα κείμενα αξιοποιούν τα

μέσα των συμβολικών μυθιστορημάτων και οι συγγραφείς επιλέγουν πιο

λυρικές αποχρώσεις για τα έργα τους. Από τα τρία διηγήματα της ομάδας

αυτής ξεχωρίζουν οι «Καμέλιες» του Πάνου Θασίτη.

Με κάθε τρόπο, ωστόσο, τόσο τα κείμενα της πρώτης ενότητας όσο και

αυτά της δεύτερης επιδιώκουν να περιγράψουν τα βιώματα των

ανθρώπων της εποχής και ιδιαίτερα των νέων και να αποδώσουν τις

ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν. Από αυτή την άποψη, τα

διηγήματα, ρεαλιστικά ή συμβολικά, αποτελούν περισσότερο

ντοκουμέντα μιας ιστορικής κατάστασης και δεν αξιώνονται μιας

λογοτεχνικής αναγνώρισης. Γι’ αυτό και «η αξία των διηγημάτων είναι

περισσότερο ιστορική παρά αισθητική, καθώς σ’ αυτά αποτυπώνεται ο

αγώνας της κατοχικής γενιάς που δοκιμάστηκε όσο καμιά».79 Στόχος των

νεαρών πεζογράφων είναι να δείξουν το δράμα και τις ανησυχίες μέσα

από ένα σύντομο λόγο που θα μπορέσει να καταστήσει σαφείς και με ένα

τρόπο συγκαλυμμένο τις δύσκολες συνθήκες. Ο ρόλος σ’ αυτή την

περίπτωση δε διαφέρει από αυτό της ποίησης και θα λέγαμε πως

πετυχαίνεται παράλληλα και ο ίδιος στόχος που αυτή εξυπηρετεί: η

ανάδειξη του συλλογικού βιώματος, ακόμη και από τα διηγήματα που ο

τόνος τους είναι πιο λυρικός και διακρίνεται μια εσωστρέφεια.

Όσον αφορά το διήγημα «Καινούργιος Δρόμος» της Rearl Buck που

δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού, όπως ήδη έχουμε πει,

η Πανηγυρική Έκδοση και το πρώτο τεύχος του δεύτερου τόμου

αποτελούν μια ξεχωριστή ενότητα για το Ξεκίνημα, καθώς δημοσιεύονται

σε περίοδο ειρήνης και μάλιστα το δεύτερο υπό την απόλυτη καθοδήγηση

της ΕΠΟΝ Μακεδονίας. Το κλίμα της αλλαγής που θέλει μια νέα

κοινωνία, μια ιδέα επανάστασης αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο διήγημα

της Buck που επιλέχτηκε ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό. Η ιστορία αφορά

στον ηλικιωμένο Λου τσεν που διέθετε σε μια μικρή πόλη ένα μαγαζί, το

οποίο είχε παραλάβει από τον παππού του και τον πατέρα του και είχε

σκοπό να το κληροδοτήσει στο γιο του και τον εγγονό του. Ο γιος του

ωστόσο, οπαδός της Επανάστασης, αρνείται να δεχτεί αυτή την ήρεμη

ζωή του πατέρα του και έτσι, όταν η κυβέρνηση μεταφέρει την έδρα της

στην πόλη τους, προσφέρει με ευχαρίστηση το σπίτι του και το μαγαζί,

για να γίνει ο καινούργιος δρόμος, η λεωφόρος. Η αντιδικία του πατέρα

και του γιου και ο φόβος του πατέρα για την Επανάσταση δείχνει

ξεκάθαρα τη σύγκρουση του νέου πνεύματος με το παλιό και την

79 Αλεξάνδρα Μπουφέα, ό.π., σ. 380.

64

επικράτηση του πρώτου, άποψη που διατυπώνεται και στο εισαγωγικό

σημείωμα του τεύχους από το γραμματέα της ΕΠΟΝ Πάνο Δημητρίου.80

Δεδομένου ότι η ιδεολογία του κόμματος έχει εκριζώσει σε μεγάλο

βαθμό στο τελευταίο τεύχος την καθαρότητα και τον αυθορμητισμό της

νεανικής σκέψης των προηγούμενων τευχών, ο «Καινούργιος Δρόμος»

εκφράζει άμεσα την ιδεολογική πορεία που ακολουθεί από εκεί και πέρα

τόσο το περιοδικό όσο και η ΕΠΟΝ.

Παρόλο που τα διηγήματα του Ξεκινήματος δεν αποτελούν πρωτόλεια

μιας μετέπειτα πεζογραφικής εξέλιξης για κανένα από τους συγγραφείς,

μαρτυρούν την ανάγκη για έκφραση των νέων της κατοχής, που μαζί με

τα ποιήματα αφήνουν τη σφραγίδα τους στη λογοτεχνική γενιά της

Θεσσαλονίκης του 1944.

80 Τολμώντας ένα παραλληλισμό θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο τίτλος του διηγήματος

συνάδει απόλυτα με τον τίτλο του εισαγωγικού σημειώματος του Πάνου Δημητρίου «Για

καινούργιους δρόμους».

65

Μελέτες – Κριτικές

Οι δύσκολες συνθήκες της πνευματικής ζωής κατά την περίοδο της

Κατοχής αποτέλεσαν ένα πρόσφορο έδαφος για περισυλλογή και

εσωστρέφεια που εκφράστηκε έντονα μέσα από τη λογοτεχνική

παραγωγή. Ωστόσο, παράλληλα με τα λογοτεχνικά κείμενα οι

πνευματικοί άνθρωποι της εποχής μέσα από τα άρθρα τους σε εφημερίδες

και περιοδικά επιχειρούν να συνθέσουν και να αναδείξουν το κλίμα της

πνευματικής κατάστασης και παράλληλα να προβάλλουν τα διδάγματα

και τις ιδέες ενός καινούργιου κόσμου. Η περίπτωση των ανθρώπων της

Κατοχής είναι ιδιαίτερη καθώς από τη μια προσπαθούν να αποσπαστούν

από την προηγούμενη γενιά και να αποκτήσουν τη δική τους ταυτότητα

και από την άλλη επιφορτίζονται με το βάρος της αλλαγής για κάτι

καινούργιο. Στο μεταίχμιο αυτό οι προσπάθειες επικεντρώνονται σε

μελέτες που έχουν να κάνουν με τη γλώσσα, τις αισθητικές ιδέες και την

αφύπνιση του αγωνιστικού πνεύματος, κυρίως μέσα από κείμενα

ιστορικά.

Ιδιαίτερα το θέμα της γλώσσας αποτελεί κομβικό σημείο, έπειτα και

από την περιβόητη Δίκη των Τόνων του Κακριδή, ο οποίος υποστήριζε τη

χρήση της δημοτικής στις επιστήμες, ένα αίτημα και της προηγούμενης

γενιάς του ’30, που αποκτά όμως βαρύτερη σημασία στα χρόνια της

Κατοχής, όταν μάλιστα επιχειρείται ένα άνοιγμα των πνευματικών

δυνάμεων στο λαό. Στα πρώτα χρόνια της Κατοχής τα θεωρητικά κείμενα

αναλαμβάνουν το ρόλο του καθοδηγητή, επιχειρώντας να διαμορφώσουν

τη στάση που πρέπει να κρατήσει ο σύγχρονος Έλληνας της διανόησης.

Οι κύριοι φορείς των άρθρων αυτών δεν ήταν άλλοι από τα περιοδικά που

κυκλοφορούσαν τα πρώτα χρόνια από το 1941. Με την αύξηση, όμως, των

λογοτεχνικών περιοδικών, και κυρίως των νεανικών, μετά το 1943 τα

θεωρητικά κείμενα αυξάνονται δραματικά, δίνοντας πλέον το λόγο και

στους νέους, οι οποίοι γίνονται οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της

αλλαγής. Στην ομάδα αυτή των νεανικών περιοδικών εντάσσεται και το

Ξεκίνημα.

Από το πρώτο τεύχος βασική αρχή των συντακτών του Ξεκινήματος

ήταν το ανοιχτό κάλεσμα σε όλους όσους θέλουν να συνεργαστούν με το

περιοδικό, δίνοντας τη δυνατότητα να δημοσιεύουν αυτό που επιθυμούν.

Ο μόνος όρος που έπρεπε να τηρείται ήταν τα εκλαϊκευμένα κείμενα. Στο

πρώτο τεύχος, λοιπόν, διαβάζουμε:

«Τις μορφές της τέχνης που θα περάσει απ’ τις στήλες μας, δε θα τις

κλείσουμε σε ορισμένα αισθητικά καλούπια, κι ούτε θ’ ακολουθήσουμε τη

μία ή την άλλη απ’ τις καθιερωμένες σχολές. Κάθε τι θάναι ευπρόσδεκτο,

66

φτάνει να ναι εκλαϊκευμένη επιστήμη και φτάνει να ναι Τέχνη. Τέχνη με

τη ζωντάνια και τη φλόγα του νέου μέσα της».81

Το κάλεσμα αυτό υπήρξε αποδοτικό στις μελέτες, οι οποίες

προέρχονται από τους βασικούς συνεργάτες του περιοδικού αλλά και από

απλούς αναγνώστες. Συνολικά μέχρι το τεύχος 11/1282 δημοσιεύονται 23

μελέτες με διαφορετικά θέματα, φιλολογικού, ιστορικού, αισθητικού

ενδιαφέροντος, καθώς και άρθρα με πιο εξειδικευμένα θέματα. Πολλά

από αυτά δημοσιεύονται σε συνέχειες, με αποτέλεσμα ο αριθμός των

σελίδων που καταλαμβάνουν να ανεβαίνει σημαντικά. Τις περισσότερες

μελέτες υπογράφουν οι νέοι συνεργάτες ενώ ένας σημαντικός αριθμός

ανήκει στους καθηγητές του Πανεπιστημίου που αποτέλεσαν και βασικά

στελέχη στη δημιουργία του Εκπολιτιστικού Ομίλου και κατ’ επέκταση

του Ξεκινήματος. Όσον αφορά τη συχνότητα της δημοσίευσης,

διαπιστώνουμε πως δεν υπάρχει κανένα τεύχος που να μη δημοσιεύει

κάποια μελέτη, ενώ κάποιες από αυτές διατηρούν μια συνέχεια σε 2 ή και

3 τεύχη. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι πως στα τελευταία τεύχη οι

μελέτες αυξάνονται σε σχέση με τα πρώτα, ενώ αντίθετα λείπουν τα πεζά

λογοτεχνικά κείμενα, με την ποίηση να παραμένει σταθερά στις επιλογές

των συντακτών. Η στάση αυτή εξηγείται εύκολα από το γεγονός πως οι

μελέτες πετυχαίνουν αμεσότερα το στόχο του περιοδικού, που ήταν η

εκλαϊκευμένη επιστήμη και η επιμόρφωση του λαού. Η καλύτερη

κατανομή του υλικού μέσα στις σελίδες του περιοδικού και παράλληλα η

ανάγκη για περισσότερη ενημέρωση του κοινού πάνω σε διάφορα θέματα

επέβαλαν, πιθανόν, τη μείωση των εκτεταμένων πεζών, τη θέση των

οποίων πήραν οι μελέτες. Έτσι, ενώ στο πρώτο τεύχος έχουμε μόλις 2

μελέτες, στο τεύχος 11/12 οι μελέτες φτάνουν τις 4 και δεν είναι τυχαίο

πως ο αριθμός τους αυξάνεται από το έκτο τεύχος, που σταματά και η

δημοσίευση πεζογραφήματος σε κάθε τεύχος.

Όσον αφορά τα δύο τελευταία τεύχη παρατηρούμε μια πληθώρα

απόψεων και κριτικών που αποτελούν περισσότερο απόψεις πάνω στην

ανοικοδόμηση της νέας κοινωνίας που έρχεται και της θέσης του

ανθρώπου μέσα σ’ αυτή και όχι μέρος μιας ευρύτερης απόπειρας για

θεωρητική ανάλυση που μαρτυρά την προσπάθεια για αναζήτηση μιας

ιδεολογικής ταυτότητας, όπως συμβαίνει με το πρώτο μέρος, μέχρι το

τεύχος 11/12. Ωστόσο, υπάρχει ένας αριθμός άρθρων που θα εξεταστούν

81 Ξεκίνημα, τεύχ. 1, σ. 4 82 Το ορόσημο του τεύχους 11/12 δεν είναι αυθαίρετο αλλά εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο

αναφοράς με την ποίηση και την πεζογραφία: τα υπόλοιπα δυο τεύχη αποτελούν μέρος

της μεταπελευθερωτικής δραστηριότητας, που αποκτά έναν άλλο χαρακτήρα πιο

επαναστατικό. Εξάλλου το περιεχόμενό τους προδίδει ακριβώς αυτό το χαρακτήρα.

Ειδικά για το τελευταίο τεύχος έχουμε πει πως χάνει αυτή την καθαρή νεανική φωνή,

καθώς επεμβαίνει πλέον πιο έντονα η ΕΠΟΝ. Ωστόσο, θα αποτελέσει αντικείμενο

ανάλυσης ξεχωριστά.

67

μαζί με άρθρα της πρώτης ενότητας, λόγω θεματικής συγγένειας αλλά

και λόγω των ιδιαίτερων θεμάτων που πραγματεύονται.

Ξεχωριστή ενότητα αποτελούν οι κριτικές βιβλίου που δημοσιεύονται

στο δεύτερο μέρος κάθε τεύχους, το δεκαπενθήμερο. Συνολικά σε όλα τα

τεύχη βρίσκουμε οκτώ κριτικές, εκ των οποίων τις έξι υπογράφει ο

Μανόλης Αναγνωστάκης και τις υπόλοιπες δύο ο Θανάσης Φωτιάδης. Η

ξεχωριστή εξέταση των κριτικών αυτών επιβάλλεται από το διαφορετικό

ρόλο που παίζουν στη διαμόρφωση του ιδεολογικού χαρακτήρα του

περιοδικού, όπου μέσα από την παρουσίαση των λογοτεχνικών κειμένων

της εποχής επισημαίνεται η στάση που κρατά το περιοδικό απέναντι στις

λογοτεχνικές τάσεις που κυριαρχούν την περίοδο εκείνη. Όταν μάλιστα

βλέπουμε κριτικές για τους «Θαλασσινούς προσκυνητές» του Τάσου

Αθανασιάδη και την «Αμοργό» του Νίκου Γκάτσου, οι κριτικές αυτές

αποκτούν βαρύνουσα σημασία.

Παράλληλα με τις κριτικές βιβλίου, στο «Ξεκίνημα» δημοσιεύονται και

κριτικές για θεατρικές παραστάσεις και εκθέσεις ζωγραφικής και

γλυπτικής, εκδηλώσεις που οργάνωναν τα τμήματα του ΕΟΠ και διάφοροι

θίασοι και καλλιτεχνικοί φορείς της πόλης και σχολιάζονταν από τη

συντακτική ομάδα του περιοδικού. Δημοσιεύονται και αυτές στην ενότητα

του «Δεκαπενθημέρου» αλλά αξίζει να τις δούμε χωριστά.

Τέλος στην κατηγορία των άρθρων ανήκει και η «Στήλη της

Φοιτήτριας», στην οποία δημοσίευαν τις απόψεις τους νέες φοιτήτριες με

θέμα κυρίως της θέση της γυναίκας και το ρόλο της νέας μέσα στο

πανεπιστήμιο και την κοινωνία.

68

Ιστορικές μελέτες

Βασικός άξονας των ιστορικών μελετών είναι η προσπάθεια ανάδειξης

διάφορων σπουδαίων γεγονότων ιστορικών που θα βοηθήσουν στην

ενημέρωση και αφύπνιση του λαού. Τα κείμενα αυτά, που συνολικά είναι

έξι, δημοσιεύονται από τους φοιτητές (τα τέσσερα από τα έξι) και από

καθηγητές του Πανεπιστημίου (τα υπόλοιπα δύο). Ο βασικός στόχος των

μελετών είναι διδακτικός, μεταφέροντας στιγμιότυπα και γεγονότα από

το ένδοξο παρελθόν της ελληνικής ιστορίας, άλλοτε με ένθερμο τρόπο

που συνδυάζεται με την ιστορική τεκμηρίωση στα κείμενα των νέων

φοιτητών και άλλοτε με έναν επιστημονικό χαρακτήρα στα κείμενα των

καθηγητών.

Η πρώτη μελέτη, που δημοσιεύεται στο πρώτο τεύχος και συνεχίζει στα

τεύχη δύο και τρία, ανήκει στον καθηγητή της Νομικής Δημήτρη

Καρανίκα και έχει τίτλο «Η σωφρονιστική προσπάθεια στην Ελλάδα μετά

την απελευθέρωση του 1821». Η αναδρομή αυτή στόχο έχει να αναδείξει

τις ατέλειες του σωφρονιστικού συστήματος αρχής γενομένης από τον

πρώτο ποινικό κώδικα που ψήφισε η Β’ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος το

1823 μέχρι και τα χρόνια πριν την Κατοχή. Αυτό που προβάλλεται ως

βασική αρχή μέσα στο κείμενο είναι η σύνταξη του ποινικού κώδικα σε

γλώσσα απλή, για να γίνεται κατανοητή από το λαό. Έχοντας ως αφορμή

τον πρώτο ποινικό κώδικα λέει σχετικά για τη γλώσσα του:

«Ο πρώτος αυτός Ποινικός κώδιξ της Ελλάδος ήταν φυσικά ατελής,

αλλά μπορούμε και σήμερα να αρυσθούμε απ’ αυτόν μερικά διδάγματα.

Πρώτα για τη γλώσσα του, που είνε απλή, όπως ταιριάζει σ’ ένα ποινικό

νόμο, γιατί προϋπόθεση για την ισχύ του αξιώματος ‘’άγνοια του ποινικού

νόμου δεν συγχωρείται’’ είναι το ό,τι ο λαός πρέπει να μπορή να τον

διαβάζη και να τον κατανοή» [1, 14].

Ο ίδιος μάλιστα στο τρίτο και τελευταίο μέρος της μελέτης του λέει πως

η ανασκόπηση «είνε διδακτική» με κύριο στόχο να παρουσιάσει τις

αδυναμίες του συστήματος σωφρονισμού και καταλήγει:

«Ας ελπίσουμε ότι όταν έρθη η ποθητή ειρήνη μέσα στα τόσα άλλα

κοινωνικά προβλήματα δεν θα ξεχασθή και το σωφρονιστικό και το της

εγκληματικότητας ζήτημα..» [3, 12].

Μαζί με τη χρήση, λοιπόν, της απλής γλώσσας φαίνεται πως βασικό

αίτημα αποτελεί και η λύση του σωφρονιστικού συστήματος, υιοθετώντας

πιο ανθρωπιστικές λύσεις και επιδιώκοντας το σωφρονισμό και όχι την

ισόβια καταδίκη των εγκληματιών. Οι ουμανιστικές συμβουλές που

αναδεικνύονται μέσα από το άρθρο συνάδουν απόλυτα με την

διαπίστωση στην οποία καταλήγει ο Γιώργος Βελουδής πως « η ελληνική

Αντίσταση ‘’επιστρέφει’’ ιδεολογικά στον ελληνικό Διαφωτισμό – και

69

ταυτόχρονα απομακρύνεται από τη ‘’βυζαντινή’’ ιδεολογία της 4ης

Αυγούστου».83

Στο τέταρτο τεύχος δημοσιεύει τη μελέτη του ο καθηγητής της Νέας

Ελληνικής Ιστορίας Βακαλόπουλος, με τίτλο «Φιλελληνισμός και

Φιλέλληνες», στην οποία επιχειρεί να μιλήσει τόσο για την αρχή όσο και

για την έξαρση του κινήματος του Φιλελληνισμού κατά το 19ο αιώνα, το

οποίο εντάθηκε αρκετά στα χρόνια του ρομαντισμού. Μαζί με αυτή όλες

οι υπόλοιπες ιστορικές μελέτες που δημοσιεύονται στα τεύχη του

περιοδικού επικεντρώνονται θεματικά στην Επανάσταση του 1821

προσπαθώντας να μεταφέρουν ένα επαναστατικό κλίμα και παράλληλα

να δείξουν την ιστορική ευθύνη που έχει ο σύγχρονος Έλληνας της

Κατοχής. Στη λογική αυτή δημοσιεύονται τα κείμενα «Από τη συμβολή

της Μακεδονίας στην Επανάσταση του 1821» του Γ. Δημητρίου και «Η

Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου» του Θανάση Παπαδόπουλου στο τεύχος

11/12. Το μεν πρώτο αναδεικνύει το ρόλο της Μακεδονίας στον αγώνα για

την ανεξαρτησία και το δεύτερο σχολιάζει τη δημοκρατικότητα του

πρώτου Προσωρινού Πολιτεύματος που συνέταξε η Εθνοσυνέλευση της

Επιδαύρου. Δεν είναι μακριά η δημοσίευση των μελετών αυτών από την

τακτική των περιοδικών της εποχής να δημοσιεύουν κείμενα που

αναφέρονταν στο ένδοξο παρελθόν της Επανάστασης του 1821,

προσπαθώντας να πείσουν για την προγονική ταυτότητα του Έλληνα της

εποχής εν είδη νοσταλγίας, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Στα

χρόνια του Ξεκινήματος, όμως, η τακτική αυτή αποκτά τη διάσταση

καλέσματος για επανάσταση, που προσδοκά σε μια αυτοθυσία για την

πατρίδα και μια ελεύθερη έπειτα κοινωνία με ένα δημοκρατικό

πολίτευμα. Αυτό, λοιπόν, που παρατηρείται είναι η ανάδειξη

συγκεκριμένων στιγμών ή θεμάτων από το ιστορικό παρελθόν που

μπορούν να αποτελέσουν πρότυπα για το σημερινό άνθρωπο και

παράλληλα για την ανοικοδόμηση μιας κοινωνίας, αξιοποιώντας τα

θετικά στοιχεία του παρελθόντος, πληρώντας έτσι οι μελέτες στο ακέραιο

τον διδακτικό στόχο τους.

Όσον αφορά το Ξεκίνημα η αξιοποίηση των θεμάτων αυτών αποκτά

και ένα παραπάνω στοιχείο, αυτό της πολιτικής ιδεολογίας, που έχει σαν

κύριο στόχο να καταστήσει τη λαϊκή κυριαρχία βασικό άξονα

διακυβέρνησης. Το σχόλιο του Θανάση Παπαδόπουλου στο κείμενο για το

πολίτευμα της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου είναι χαρακτηριστικό:

«Εκείνο που κάνει εντύπωση στον κάθε μελετητή της Α’ αυτής

Εθνοσυνέλευσης […] είναι ότι έλειψε απ’ αυτήν κι αποκλείστηκε μ’ όλες

σχεδόν τις πράξες της η ενεργητική συμμετοχή της μεγάλης μερίδας του

ελληνικού λαού, δηλ. των αγροτών, των μεροκαματιάρηδων και των

83 Γιώργος Βελουδής, ό.π., σ. 76

70

μικροναυτικών, στα πολιτικά ζητήματα του εθνικού αγώνα και της ζωής

τους» [11/12, 213]

Τις αιτίες για τον αποκλεισμό αυτό αποδίδει στην αμάθεια των

χαμηλών τάξεων και τη σχετική μόρφωση των προκρίτων. Είναι φανερό,

επομένως, πως βασική αρχή αποτελούσε η ενημέρωση του λαού και η

μόρφωσή του, που πέρα από την πνευματική αφύπνιση θα καταστήσουν

δυνατή τη λαϊκή κυριαρχία στη νέα κοινωνία που θα δημιουργηθεί. Αν και

πουθενά στις σελίδες του Ξεκινήματος δε φαίνεται μια ξεκάθαρη

υποστήριξη προς τις μαρξιστικές ιδέες, αποκαλύπτεται ωστόσο έμμεσα

στις ιδεολογικές και αισθητικές απόψεις, κάτι που θα το δούμε και

παρακάτω. Εξάλλου, δεν αποτελεί χαρακτηριστικό μόνο του περιοδικού

αλλά είναι γνωστό πως «η διείσδυση των μαρξιστικών ιδεών είναι

ευρύτατη και εξικνείται ακόμα και σε περιοδικά που δεν ανήκουν ή δεν

πρόσκεινται στην Αριστερά, αν και οι θέσεις που διατυπώνονται

υπερβαίνουν κατά πολύ τη σταλινική μονολιθικότητα και τη δογματική

ακαμψία».84 Η προβολή λοιπόν του ιστορικού παρελθόντος αποτελεί κοινό

τόπο την περίοδο εκείνη, τόσο στα περιοδικά με πολιτικά αριστερή

ταυτότητα όσο και σε αυτά που δεν ανήκουν σ’ αυτή, αναδεικνύοντας

ιδέες και απόψεις που ταιριάζουν στο αριστερό ιδεώδες. Δεν αποτελεί,

όμως, αυτό αφορμή για πολιτικό και κομματικό προσδιορισμό αλλά

ανάγεται στη γενικότερη επιθυμία για αλλαγή προς το καλύτερο. Ακόμη

και το Ξεκίνημα που σε σχέση με πολλά περιοδικά της εποχής έχει μια πιο

ξεκάθαρη στάση υπέρ του μαρξισμού, δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια

ιδιαίτερη κατηγορία περιοδικών με συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα

αλλά, αντιθέτως, αποτελεί κομμάτι της γενικότερης αγωνιούσας

νεολαίας.

Οι τελευταίες δύο μελέτες δημοσιεύονται στα μεταπελευθερωτικά

τεύχη. Το πρώτο ανήκει στον Γρηγόρη Φιδα και έχει τίτλο «Εφιάλτες»

(στην Πανηγυρική Έκδοση) και το δεύτερο στον Πέτρο Κατάκαλο και έχει

τίτλο «Χρονικά της ιστορίας μας» (στο πρώτο τεύχος του δεύτερου τόμου).

Ο συμβολισμός του ονόματος Εφιάλτης, ως προδότης των Σπαρτιατών

στη μάχη των Θερμοπυλών, παραπέμπει στους προδότες της πατρίδας

στη διάρκεια της Αντίστασης ενώ τα «Χρονικά» συνδέουν από τη μια τους

αγώνες της Κατοχής με αυτούς του 1821 και του 1916 για την κατάκτηση

της ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας, ενώ παράλληλα καταγγέλλει την

επέμβαση των Άγγλων και το ρόλο του θρόνου στα γεγονότα. Ως κείμενα

περισσότερο απολογιστικά μαρτυρούν την αγωνία για το αύριο και τη

θέση της δημοκρατίας μέσα στη νέα κοινωνία. Εξάλλου, το αύριο

βρίσκεται στις βασικές προτεραιότητες των περιοδικών και απαντάται

συχνά στα θεωρητικά κείμενά τους.

84 Αλεξάνδρα Μπουφέα, ό.π., σ. 543

71

Φιλολογικές – λογοτεχνικές μελέτες

Αν οι ιστορικές μελέτες στοχεύουν σε μια ιστορική αναδρομή, οι

φιλολογικές αποσκοπούν στην εξέταση και αξιολόγηση του παρόντος.

Στην ουσία οι φιλολογικές μελέτες επιφορτίζονται με την ευθύνη της

παρουσίασης της ιδεολογικής ταυτότητας και της ανάδειξης των

ξεχωριστών χαρακτηριστικών της γενιάς της Κατοχής. Δεν είναι τυχαίο

πως όλα σχεδόν τα περιοδικά της Κατοχής φιλοξένησαν μελέτες με τις

οποίες προσπάθησαν να σχολιάσουν και να αναλύσουν τις πνευματικές

αναζητήσεις και τα πνευματικά ζητήματα της εποχής τους αλλά και να

ασχοληθούν με τα αισθητικά ζητήματα της προηγούμενης γενιάς. Η

ανάδειξη προσώπων της λογοτεχνίας, τα γλωσσικά ζητήματα και η σχέση

της τέχνης με την κοινωνία αποτελούν μερικά από τα θέματα που μπορεί

κανείς να εντοπίσει στα περιοδικά της περιόδου.85 Στα νεανικά μάλιστα

περιοδικά αποτελούν κομβικό σημείο το θέμα της γλώσσας και η

ιδεολογική αποτίμηση της προηγούμενης γενιάς που βρίσκει αντίβαρο

στις θέσεις της γενιάς της εποχής τους. Απ’ αυτή την άποψη οι

φιλολογικές μελέτες αποτελούν τα σημαντικότερα θεωρητικά κείμενα

των περιοδικών.

Στο Ξεκίνημα συνολικά δημοσιεύονται εννιά φιλολογικές μελέτες από

καθηγητές και φοιτητές. Οι περισσότερες είναι αυτοτελείς σε ένα τεύχος

ενώ δύο συνεχίζονται και σε άλλα. Τα θέματα με τα οποία ασχολούνται

είναι το γλωσσικό («Η επέκταση της δημοτικής στην επιστήμη και τα

σχετικά προβλήματα», τχχ. 6/7, 8, 9/10, «Επιστήμη, γλώσσα και ζωή», τχ.

1), αισθητικά («Το κωμικό», τχ. 4, «Το πνευματικό δράμα της

Μεσοπολεμικής Εποχής», τχ. 5, «Προπαγάνδα και Τέχνη», τχ. 1 τόμ. Β’),

λογοτεχνικά πρόσωπα («Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης», τχ. 3, «Ο Παλαμάς

για τους αρχαίους», τχ. 11/12, «Το πρόσταγμα ενός ποιητή», τχ. ΠΕ), ενώ

στις υπόλοιπες δύο επιχειρείται στην μεν μία η τεκμηρίωση της

«Βαβυλωνίας» του Βυζάντιου («Η ιστορική θεμελίωση της ‘’Βαβυλωνίας’’

του Δ.Κ. Βυζάντιου», τχχ. 9/10 και 11/12) και στην άλλη η σχέση του

Νεοελληνικού πολιτισμού με τον αρχαίο ελληνικό και το σημερινό

Ευρωπαϊκό ( άτιτλο άρθρο, τχ. 6/7).

Η μελέτη που ξεχωρίζει είναι αυτή του Θανάση Φωτιάδη για τον

ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Το κείμενο λειτουργεί σε δύο επίπεδα: από τη μια

προσπαθεί να αποκαταστήσει την ποιητική αξία του Οδυσσέα Ελύτη, σε

μια εποχή όπου ο ποιητής βαλλόταν για τον Ήλιο τον πρώτο και από την

άλλη επιχειρεί να διορθώσει τη λανθασμένη άποψη που επικρατούσε για

το πραγματικό νόημα του υπερρεαλισμού, «έναν όρο που τόσο

85 Η συνολική εξέταση που κάνει η Αλεξάνδρα Μπουφέα στο βιβλίο της καταλήγει σε

αυτό το συμπέρασμα. Για επιπλέον στοιχεία βλέπε σχετικά, Αλεξάνδρα Μπουφέα, ό.π.,

σσ. 542-544

72

παρεξηγήθηκε και που αίρει τα αμαρτίας του κόσμου, μιας λέξης που

σηκώνει στο ξεστόμισμά της χίλιες ειρωνείες και χίλια παρεξηγημένα

χαμόγελα».86 Ο Φωτιάδης προσπαθεί να άρει, μέσα από στίχους των

Προσανατολισμών και του Ήλιου του πρώτου τις απόψεις για τον

υπερρεαλισμό ως κινήματος προσκολλημένου στη φαντασία που

αδιαφορεί για την πραγματικότητα. Δεδομένου ότι για την επίσημη

αριστερά ο υπερρεαλισμός αποτελούσε ένα κίνημα που δεν εξυπηρετούσε

τον αγώνα του λαού, η μελέτη για τον Ελύτη σε ένα περιοδικό που κατά

βάση προέρχεται από την αριστερά, θεωρείται αρκετά τολμηρή. Ο λόγος

του Φωτιάδη μέσα στο άρθρο βασίζεται σε στίχους που δείχνουν μια

επαφή με τη ζωή και την πραγματικότητα, στίχους υπερρεαλιστικούς, και

παράλληλα αναδεικνύουν τη λαϊκή γλώσσα. Έτσι, «ο Ελύτης όπως

βλέπουμε τάσσεται με το μέρος της ζωής κι όχι της φαντασίας. Ζει τα

προβλήματα της εποχής του εντατικώτερα, σαν καλλιτέχνης, λυρικά, με

καρδιά και ζέστη».87 Ο Ελύτης είναι αυτός, «ένας ποιητής αληθινός [που]

μας προσκαλεί να σπάσουμε την παρεξήγηση [..] και που θελητά,

άνθρωποι έξω της εποχής μας, την διαιωνίζουν».88 Είναι αξιοσημείωτο

πως ο Φωτιάδης, αρκετά νωρίς σε σχέση με άλλα περιοδικά της εποχής,

θέτει τις σωστές διαστάσεις του ποιητικού εύρους του Ελύτη,

αναγνωρίζοντας στο τέλος πως διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για να

παίξει ένα σημαντικό ρόλο στον ελληνικό πολιτισμό.

Στα κείμενα που ασχολούνται με ποιητές ανήκουν και τα επόμενα δύο

του Στέφανου Μακρίδη για τον Παλαμά, στα οποία εξετάζει τη ζωντανή

φωνή του ποιητή που καλεί σε ξεσηκωμό και την ανάδειξη των αρχαίων

από τον Παλαμά ως πρότυπα. Με αποσπάσματα από το «Δωδεκάλογο

του Γύφτου», ποίημα αγαπημένο στους συντάκτες του Ξεκινήματος, όπως

έχουμε δει, ο Μακρίδης προσπαθεί να καταδείξει τη μεγάλη ποιητική αξία

του Παλαμά. Δεν αποτελεί πρωτότυπη εργασία, καθώς ο Παλαμάς

αγαπήθηκε όσο κανείς από την πνευματική γενιά της Κατοχής και έγινε

σύμβολο, αλλά η αξία της εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης

φιλοσοφίας του περιοδικού, δηλαδή της αποτίναξης του μιμητισμού (η

σχέση μας με την αρχαία Ελλάδα είναι καθοριστική) και της πίστης πως η

νεολαία πρέπει να διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο. Έμμεσα λοιπόν

αναγνωρίζεται, μέσα από αυτά τα διδάγματα του Παλαμά, η αξία του

ποιητικού του έργου.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το κείμενο του Μάνεση στο πέμπτο τεύχος

με το οποίο προσπαθεί να παρουσιάσει σύντομα τα αρνητικά

χαρακτηριστικά του Μεσοπολέμου. Είναι γνωστή η προσπάθεια της

γενιάς της Αντίστασης να αρνηθεί και να αποκρούσει τα διδάγματα της

86 Ξεκίνημα, τχ. 3, σ. 14 87 Ξεκίνημα, τχ. 3, σ. 16 88 Ξεκίνημα, ό.π., σ. 16

73

προηγούμενης γενιάς. Αυτό που προκαλεί εντύπωση, όμως, στο άρθρο

είναι η σχεδόν ολοκληρωτική απάρνηση και αμφισβήτηση του

Μεσοπολέμου και των ιδεών του, που εκφράστηκαν σε κάθε πτυχή της

πνευματικής ζωής, από την επιστήμη μέχρι τη μουσική. Η βασική αρχή

που αναγνωρίζει στο Μεσοπόλεμο είναι το χάος του ανθρώπου, «το χάος

το μέσα του και το γύρω του».89 Με αφετηρία αυτό αναλύει την

κατάπτωση σε κάθε επιστημονική και καλλιτεχνική έκφραση, τη

λογοτεχνία, την ψυχανάλυση, το δίκαιο, τη μουσική, τη φιλοσοφία. Οι

βασικές ιδέες που προέβαλαν πνευματικοί άνθρωποι της εποχής, όπως ο

κοσμοπολιτισμός, ο πρωτογονισμός, τα ερωτικά ένστικτα, ο

υπερρεαλισμός, αποκαθηλώνονται ως κύριοι υπαίτιοι μιας κατάπτωσης

πνευματικής και ηθικής που απομάκρυνε του ανθρώπους του πνεύματος

από το λαό και δημιούργησε μια πνευματική ελίτ που αδιαφορούσε για το

παρόν. Στο τέλος του άρθρου ο Μάνεσης καταλήγει λέγοντας πως «τ’

ολοκληρωμένο μεσοπολεμικό δράμα της παρακμής υπόσχεται τη χαρά

μιας αυριανής καινούργιας υγείας. Εμείς τα Νιάτα πιστεύουμε σ’ αυτή

την Υγεία και δε ζούμε παρά για να τη ζήσουμε»90 αντιδιαστέλλοντας

εξολοκλήρου τη σύγχρονή του γενιά με την προηγούμενη. Ιδιαίτερο

χαρακτήρα αποκτά στο τέλος η χρήση της λέξης Νιάτα με κεφαλαίο, ως

το αντίβαρο της λέξης Μεσοπόλεμος, κάνοντας ακόμη πιο έντονη την

αντίθεση.

Την ιδέα της προσφοράς του καλλιτέχνη προς την κοινωνία προβάλλει

και ο Στεφανίδης στο κείμενό του με τίτλο «Προπαγάνδα και Τέχνη»,

λέγοντας πως η πραγματική θέση του καλλιτέχνη είναι μέσα στην

κοινωνία και υπηρετώντας την. Η έννοια της προπαγάνδας μέσα στο

κείμενο αντίκειται στην έννοια της πραγματικής προσφοράς, μια και η

μία προέρχεται από ιδιωτικούς σκοπούς σε αντίθεση με την άλλη που

απευθύνεται στο κοινωνικό σύνολο. Η στάση αυτή της τέχνης θεωρείται

σχεδόν αναπόφευκτη, γιατί «όχι μόνο η τέχνη μας, παρά και τα

αισθήματά μας κι η σκέψη μας όπως όλος ο άλλος πολιτισμός μας

διαμορφώνονται από τον κοινωνικό περίγυρο κι αιτιοκρατούνται από τον

τόπο και το χρόνο».91 Οι αισθητικές απόψεις της μελέτης μαζί με αυτές

του προηγούμενου κειμένου εκφράζουν σχεδόν απόλυτα την επίσημη

στάση του περιοδικού σχετικά με τη θέση της τέχνης, των ανθρώπων και

κυρίως της νεολαίας μέσα στην κοινωνία και αντανακλούν το γενικό

κλίμα της εποχής που εντοπίζεται σε όλα τα νεανικά περιοδικά. Στην ίδια

λογική κινείται και το άρθρο του καθηγητή Γιάννη Ιμβριώτη με τίτλο «Το

κωμικό» που εκφώνησε ο ίδιος στα εγκαίνια της Α’ χιουμοριστικής

Έκθεσης του Εκπολιτιστικού Ομίλου, υποστηρίζοντας πως το κωμικό με

89 Ξεκίνημα, τχ. 5, σ. 115 90 Ξεκίνημα, τχ. 5. σ 118 91 Ξεκίνημα, τόμ. Β’, τχ. 1, σ. 36

74

την ιδιαίτερη κριτική που ασκεί γεννιέται από την κοινωνία και

επιστρέφει σ’ αυτή μέσα από τη διορθωτική του παρέμβαση.

Σε πιο επιστημονικά φιλολογικά πλαίσια κινείται η μελέτη του

καθηγητή της Νέας Ελληνικής Ιστορίας Απόστολου Βακαλόπουλου για τη

«Βαβυλωνία» του Δ.Κ. Βυζάντιου με τίτλο «Η ιστορική θεμελίωση της

‘’Βαβυλωνίας’’ του Δ.Κ. Βυζάντιου». Βασικός στόχος της μελέτης του είναι

να εντάξει το έργο μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα αναλύοντας τους

χαρακτήρες του και το γλωσσικό ιδίωμα που αυτοί χρησιμοποιούν,

υποστηρίζοντας πως «η γνώση της νέας ελληνικής ιστορίας [είναι

απαραίτητη, γιατί] χωρίς αυτή είναι αδύνατη συχνά η τέλεια κατανόηση

λογοτεχνικών έργων δεμένων και συνυφασμένων με την εποχή τους».92

Μέσα από τη μελέτη αναδεικνύεται τόσο ο σημαντικός ρόλος της

ιστορικής γνώσης όσο και το γλωσσικό πρόβλημα, που διακωμωδείται στη

«Βαβυλωνία». Ενταγμένη μέσα στο πλαίσιο των υπόλοιπων φιλολογικών

και ιστορικών μελετών του περιοδικού, η «Ιστορική θεμελίωση» του

Βακαλόπουλου λειτουργεί προς την κατεύθυνση της εκλαΐκευσης

επιστημονικών θεμάτων που επιχειρεί το περιοδικό.

Το γλωσσικό πρόβλημα που θίγει ο Βακαλόπουλος στη δική του μελέτη

αποτελεί το βασικό θέμα της εκτενούς ανάλυσης του καθηγητή της

Γλωσσολογίας Τσοπανάκη με τίτλο «Η επέκταση της δημοτικής στην

επιστήμη και τα σχετικά προβλήματα» που αρχικά ήταν αντικείμενο

διάλεξής του, την οποία οργάνωσε το Φιλολογικό Τμήμα του

Εκπολιτιστικού Ομίλου και δημοσιεύεται έπειτα στο περιοδικό σε τρεις

συνέχειες. Με βασικά αιτήματα της εποχής να αποτελούν το άνοιγμα των

επιστημών στο λαό και η χρήση της δημοτικής και, παράλληλα, έχοντας

προηγηθεί και η περίφημη «Δίκη των Τόνων» δύο χρόνια πριν, το κείμενο

του Τσοπανάκη, διαθέτοντας μια εμπεριστατωμένη επιστημονική άποψη

προσπαθεί να δείξει την ανάγκη της χρήσης της δημοτικής στις θετικές

κυρίως επιστήμες. Βασική αρχή του κειμένου δεν είναι η άκριτη υιοθέτηση

της ομιλούμενης αλλά η σύνδεση των λόγιων και των λαϊκών στοιχείων,

γιατί, όπως υποστηρίζει, «μόνο με τον υγιή συγκερασμό των λαϊκών

στοιχείων με τα λόγια μπορεί να υπάρξη ισορόπηση στον επιστημονικό

λόγο και υγιής ανανέωσή του, χωρίς να δημιουργούνται αμέσως οι

αφορμές και οι τάσεις για νέους διχασμούς».93 Το κείμενο του Τσοπανάκη

αποτελεί για το Ξεκίνημα την επιστημονική έκφραση μιας γενικευμένης

άποψης των συντακτών του σχετικά με τη δημοτική, για τη χρήση της

οποίας δεν υπήρξε ποτέ κανένα δίλημμα. Το γεγονός αυτό ενισχύεται και

από το κείμενο του Θανάση Παπαδόπουλου με τίτλο «Επιστήμη, γλώσσα

και ζωή» στο οποίο ο νεαρός φοιτητής μιλά για την αλληλένδετη σχέση

της επιστήμης με την κοινωνία για τη μετάδοση της οποίας δεν μπορεί

92 Ξεκίνημα, τχ. 11/12, σ. 216 93 Ξεκίνημα, τχ. 6/7, σ. 132

75

παρά μόνο η δημοτική γλώσσα να χρησιμοποιηθεί. Για την ομάδα του

περιοδικού η δημοτική γλώσσα δεν αποτέλεσε στόχο κατάκτησης αλλά

στοίχημα μετάδοσης.

Η ενότητα των φιλολογικών μελετών κλείνει με το κείμενο του φοιτητή

φιλολογίας Θωμά Παπαγεωργίου στο τεύχος 6/7, με το οποίο απαντά στο

κάλεσμα που γίνεται στο πέμπτο τεύχος για αρθρογραφία σχετικά με τα

βασικά προβλήματα του Νεοελληνικού πολιτισμού. Η σύντομη μελέτη

του Παπαγεωργίου επιχειρεί να μελετήσει τη σχέση του σύγχρονου

ελληνικού πολιτισμού με τον αρχαίο και το σύγχρονο ευρωπαϊκό μέσα

από το πρίσμα της επίδρασης που έχουν οι δύο τελευταίοι στον πρώτο.

Αναγνωρίζοντας τις δύσκολες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες της

εποχής του καταλήγει το άρθρο του λέγοντας πως «σήμερα που η

ανθρωπότητα συγκλονίζεται και μ’ αγωνία ζητάει να ξεκαθαρίσει το

δρόμο που θα τραβήξει, και που ο μηχανικός πολιτισμός δίνει κάθε

εγγύηση για την άνθηση της μεταπολεμικής οικονομικής ζωής, που είναι

απαραίτητη για την εξέλιξη του πολιτισμού, μπορούμε να υποστηρίξουμε,

πως πολλά καινούργια στοιχεία του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού,

θάχουν θέση δίπλα στα στοιχεία, που θα πάρουμε απ’ τον Ευρωπαϊκό

πολιτισμό και θα επιδράσουν ευεργετικά στο Νεοελληνικό».94

94 Ξεκίνημα, τχ. 6/7, σ. 138

76

Ποικίλες μελέτες

Το ενδιαφέρον των συντακτών δεν εξαντλούταν μόνο σε θέματα

ιστορικά ή φιλολογικά αλλά το Ξεκίνημα, όντας ένα περιοδικό που

επιθυμούσε την ενημέρωση των αναγνωστών του πάνω σε ποικίλα

ζητήματα, φιλοξένησε άρθρα που ασχολούνταν με ευρύτερα

επιστημονικά θέματα, όπως την τέχνη, την ψυχαγωγία, την υγεία, την

εκπαίδευση, κ.α. Η αρθρογραφία που δεν εντάχθηκε στις παραπάνω

κατηγορίες και βρίσκεται σ’ αυτή επιδιώκει να ενημερώσει τους

αναγνώστες πάνω σε διάφορα καθημερινά και κοινωνικά θέματα με

στόχο την καλύτερη οργάνωση και συγκρότηση της κοινωνίας. Ειδικά το

τελευταίο θέμα αποτελεί βασική προτεραιότητα για τους συντάκτες του

περιοδικού, το οποίο εξαντλείται σε μια αρκετά εκτεταμένη σειρά άρθρων

κυρίως στα μεταπελευθερωτικά τεύχη, ΠΕ και Β’ 1, όταν η χώρα είχε την

ανάγκη μιας ανασυγκρότησης.

Δεν υπάρχει πριμοδότηση σε συγκεκριμένα θέματα. Η μόνη

προϋπόθεση που τίθεται είναι ο εκλαϊκευτικός χαρακτήρας του άρθρου.

Στο τεύχος 2 διαβάζουμε σχετικά: «Από τούτο το τεύχος αρχίζουμε να

δημοσιεύουμε επιστημονικές εργασίες και μελέτες φοιτητών γραμμένες

στη ζωντανή και δροσερή δημοτική μας γλώσσα. Όλοι οι φοιτητές και

γενικώτερα οι επιστήμονες που νοιώθουν την υποκειμενική και

αντικειμενική ανάγκη να μεταχειριστούνε τη Δημοτική για γλώσσα της

επιστήμης τους ας ετοιμάσουνε και ας μας στείλουνε συνεργασίες τους.

Το ‘’Ξεκίνημα’’ θα τις φιλοξενήσει πρόθυμα στις σελίδες του, αρκεί μόνο

να έχουνε ένα γενικώτερο ενδιαφέρον κι έναν, όσο γίνεται, εκλαϊκευτικό

χαρακτήρα».95

Συνολικά οι ποικίλες μελέτες αριθμούνται σε 20 όλες αυτοτελείς σε

κάθε τεύχος, εκτός από δύο που δημοσιεύονται σε δύο μέρη. Από όλα τα

άρθρα το μόνο που φαίνεται πως διαθέτει έναν εξειδικευμένο

επιστημονικό χαρακτήρα είναι το κείμενο του Βίκτωρος Παραλίκα, που

δημοσιεύεται στο τεύχος 2 με τίτλο «Το αξίωμα της Αιτιότητας και η αρχή

της Αβεβαιότητας στη Φυσική». Τα υπόλοιπα έχουν πιο πρακτικό ρόλο,

κυρίως όσα αφορούν την υγεία, την εκπαίδευση και την κατασκευή

έργων, καθώς όλα στοχεύουν στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων

προβλημάτων που αντιμετώπιζε η κοινωνία το διάστημα εκείνο.

Έτσι, την ενημέρωση πάνω σε θέματα υγείας αναλαμβάνουν ο

Παπάζογλου με το άρθρο του «Ελονοσία και Φυματίωση» (τχχ. 8, 9),

επιδιώκοντας να ενημερώσει για το τεράστιο πρόβλημα της φυματίωσης

που μάστιζε ιδιαίτερα τους φοιτητές, ο Αλεξανδρίδης με το κείμενο

«Βιταμίνες (Ζωαμίνες)» (τχ. 8) επισημαίνοντας τον ευεργετικό ρόλο των

βιταμινών στη θωράκιση του οργανισμού και ο Σταμπόλης με το άρθρο

95 Ξεκίνημα, τχ. 2, σ. 9

77

του «Τα υπερβραχέα κύματα στην καταπολέμηση των κουνουπιών» (τχ. 5)

μιλώντας για τη χρήση των κυμάτων στην καταπολέμηση του μεγάλου

προβλήματος των κουνουπιών.

Για την κατασκευή έργων, ο Όμηρος Γεωργιάδης γράφει το άρθρο «Η

Λαϊκή κατοικία» (τχ. 8) στο οποίο εξετάζει τις συνθήκες διαβίωσης και τις

κατοικίες της εποχής και προτείνει τρόπους βελτίωσης. Παράλληλα, ο

Πρύτανης του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Κιτσίκης σε απόσπασμα από τον

λόγο του που δημοσιεύεται στο περιοδικό (τχ. 8) δίνει βάση στα

εγγειοβελτιωτικά έργα και σε θέματα ενέργειας ενώ ο Αλέκος Καζίδης με

την «Ανοικοδόμηση του υπαίθρου» (τχ. 11/12) προτείνει λύσεις για την

οικιστική ανάπτυξη της υπαίθρου μετά το τέλος του πολέμου.

Στα εκπαιδευτικά θέματα, αρκετά σημαντικό είναι το άρθρο του

καθηγητή Αντώνη Σιγάλα με θέμα «Η Δημοτική μας Βιβλιοθήκη: οι αρχές

των κοινοτικών ή σχολικών βιβλιοθηκών στη Νεώτερη Ελλάδα» (τχχ. 3

και 4). Αναγνωρίζοντας το ρόλο και την αξία του βιβλίου σε καιρούς

πολέμου, επιχειρεί στα δύο μέρη του άρθρου του να μιλήσει για την

οργάνωση των Δημοτικών και Λαϊκών Βιβλιοθηκών και να παρουσιάσει

την κατάσταση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης,

παρουσιάζοντας πίνακες και στατιστικά στοιχεία για την αναγνωστική

κίνηση και τον εξοπλισμό της Βιβλιοθήκης από την ίδρυσή της, 1939, μέχρι

και το κλείσιμό της, λόγω του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940,

εκφράζοντας μαζί και την ανάγκη για επαναλειτουργία της. Πιο ευρύς

είναι στο δικό του άρθρο ο Κ.Δ. Σωτηρίου με τίτλο «Το εκπαιδευτικό μας

πρόβλημα» (τόμ. Β’, τχ. 1). Το άρθρο δημοσιεύεται σε εποχή μετά τη

απελευθέρωση και θέτει τους προβληματισμούς για τη σωστή λειτουργία

του σχολείου και των πανεπιστημίων και παράλληλα διατυπώνει τα

βασικά αιτήματα για αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος και

ελεύθερη και δωρεάν παιδεία. Το λαϊκό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και

κυρίως του Πανεπιστημίου σημειώνει και ο Δημητρίου στο άρθρο του «Για

ένα καινούργιο Πανεπιστήμιο» (τχ. ΠΕ).

Σε διαφορετικό πλαίσιο κινούνται τα δύο επόμενα άρθρα. Το ένα, που

ανήκει στο Γιώργο Βακαλό, έχει τίτλο «Η σχολή της αυθόρμητης

ζωγραφικής (Peintres Naifs)» (τχ.5) . Το κείμενο εξετάζει τις βασικές αρχές

των ναΐφ ζωγράφων επισημαίνοντας τη σχέση τους με τα ρεύματα της

εποχής. Το περιεχόμενο του άρθρου επιτρέπει έναν παραλληλισμό με

«Το πνευματικό δράμα της Μεσοπολεμικής Εποχής» του Μάνεση που

δημοσιεύεται στο ίδιο τεύχος. Ο Βακαλό τοποθετείται θετικά απέναντι

στην τακτική της ναΐφ σχολής να αποτυπώνει τα αντικείμενα της

πραγματικότητας με αυθορμητισμό, αναγνωρίζοντας μια αγνότητα στη

δημιουργία. Ωστόσο, επισημαίνει στο τέλος πως «η τέχνη τους είναι τόσο

αληθινά λαϊκή, όσο γίνεται αυθόρμητα και δίχως προγραμματισμούς»96

96 Ξεκίνημα, τχ. 5, σ. 110

78

τονίζοντας έτσι το λαϊκό στοιχείο της τέχνης που αποτελούσε το λόγο για

τον οποίο ο Μάνεσης κατηγορούσε τη γενιά του Μεσοπολέμου. Παρόλο,

λοιπόν, που σε ένα πρώτο επίπεδο φαίνεται μια διαφορετική

αντιμετώπιση των αισθητικών θεωριών του Μεσοπολέμου, διαπιστώνει

κανείς στο τέλος πως στο θεωρητικό επίπεδο το περιοδικό κρατούσε

σταθερή στάση απέναντι στην ιδεολογία περί εκλαΐκευσης της τέχνης.

Το επόμενο κείμενο ανήκει στην Ελένη Βακαλό και έχει τίτλο «Η

ψυχαγωγία και το παιδί» (τχ. 6/7). Αρκετά σύγχρονη ως προς τις απόψεις

της στο κείμενο, η Βακαλό επισημαίνει τη μεγάλη παιδαγωγική σημασία

της σωστής ψυχαγωγίας του παιδιού και αναγνωρίζει την αξία του

κουκλοθέατρου προς αυτή την κατεύθυνση. Το σημαντικό με το άρθρο της

Βακαλό είναι πως δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην επίδραση που έχουν οι

συνθήκες του πολέμου στον ψυχισμό του παιδιού και την ανάγκη να

βιώσει την παιδική ηλικία της ξεγνοιασιάς, δείχνοντας έτσι την επιρροή

από τις ψυχαναλυτικές θεωρίες που είχαν διαδοθεί αρκετά από τα χρόνια

του Μεσοπολέμου και εξής.

Όσον αφορά την υπόλοιπη αρθρογραφία που εντάσσεται στις ποικίλες

μελέτες, θα λέγαμε πως χάνεται ο επιστημονικός χαρακτήρας και

επικρατεί πλέον το όραμα για το μέλλον, μια και το σύνολο αυτής της

αρθρογραφίας δημοσιεύεται στα δύο τελευταία μεταπελευθερωτικά

τεύχη και διαπνέεται περισσότερο από το πνεύμα του ενθουσιασμού. Τα

κείμενα που κατά καιρούς υπήρχαν μέσα στα προηγούμενα τεύχη και

αναφέρονταν στη μελλοντική συγκρότηση της χώρας, εδώ αυξάνονται

σημαντικά. Αυτό άλλωστε μαρτυρά και ο τίτλος μερικών από αυτά («Για

τον προοδευτικό εκπολιτισμό», «Για καινούργιους δρόμους», «Για μιαν

εκπολιτιστική ενότητα»). Βασικός άξονας μέσα στα άρθρα είναι η

εκλαΐκευση και η κυρίαρχη θέση του λαού μέσα στη νέα κοινωνία. Αυτό

το στόχο εξάλλου εξυπηρετεί και η δημοσίευση ενός αποσπάσματος από

τον «Κώδικα Λαϊκής Αυτοδιοίκησης» της ΕΠΟΝ (τχ. ΠΕ). Η πλούσια αυτή

αρθρογραφία καθορίζει το ρόλο του Πανεπιστημίου, των φοιτητών, της

νεολαίας, της πολιτείας μέσα σε μια ελεύθερη κοινωνία που θα τη

χαρακτηρίζει η λαοκρατία. Είναι η πρώτη φορά που μέσα από κείμενα του

περιοδικού διαπιστώνεται ξεκάθαρα η πολιτική του ταυτότητα, μια

ταυτότητα που μέχρι και το τεύχος 11/12 ήταν κεκαλυμμένη. Αυτό,

ωστόσο, υποδηλώνει και το τέλος της ανεξάρτητης πλέον πορείας του

«Ξεκινήματος» και τη μεταβίβασή του σε χέρια κομματικά. Την αρχή

κάνει το κείμενο του Πάνου Δημητρίου, γραμματέα της ΕΠΟΝ, με τίτλο

«Για καινούργιους δρόμους» που ανοίγει το πρώτο τεύχος του δεύτερου

τόμου.97 Όμως, και όλη η υπόλοιπη αρθρογραφία του δεύτερου τόμου

αποτελεί μέρος έκφρασης της πολιτικής ιδεολογίας του ΚΚΕ πάνω σε

θέματα κοινωνικά και διοικητικά της μελλοντικής κοινωνίας. Έτσι, τα

97 Σχετικό σχόλιο γι’ αυτό το κείμενο βλέπε παραπάνω, σ. 34

79

κείμενα των δύο τελευταίων τευχών χάνουν το στόχο που είχε θέσει από

την αρχή η συντακτική ομάδα του περιοδικού για κείμενα εκλαϊκευμένα

που θα ενημερώνουν το λαό πάνω σε διάφορα θέματα, και αποκτούν ένα

χαρακτήρα εξαγγελτικό της κομματικής ηγεσίας.

80

Κριτική του βιβλίου

Παρόλο που η ενότητα της κριτικής του βιβλίου ανήκει στ δεύτερο

μέρος του περιοδικού, το δεκαπενθήμερο, και θα μπορούσε να ενταχθεί

στην ενότητα της επικαιρότητας που θα εξεταστεί παρακάτω, κρίθηκε

σκόπιμο να εξεταστεί χωριστά, για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι οι

κριτικές αυτές μαρτυρούν τι αισθητικές θεωρίες του περιοδικού και

επομένως συμπληρώνουν τη βασική αρθρογραφία, και ο δεύτερος λόγος

είναι πως οι κριτικές αυτές δίνουν τη δυνατότητα να εξαγάγουμε

συμπεράσματα για τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν οι νέοι συντάκτες του

«Ξεκινήματος» τη λογοτεχνία της εποχής τους, κάτι που προσδίδει μια

βαρύτητα, αν υπολογίσουμε πως σχολιάζεται η «Αμοργός» του Γκάτσου,

για την οποία αφιερώθηκαν αρκετές σελίδες κριτικογραφίας στα

περιοδικά της εποχής.

Συνολικά δημοσιεύονται οκτώ κριτικές βιβλίου, από τις οποίες οι έξι

ανήκουν στο Μανόλη Αναγνωστάκη και οι δύο στο Θανάση Φωτιάδη. Στο

Μανόλη Αναγνωστάκη ανήκουν οι κριτικές για τα λογοτεχνικά έργα,

δηλαδή για τη συλλογή Νοτιάς του Θανάση Φωτιάδη (τχ. 1), για τη

συλλογή διηγημάτων Θαλασσινοί προσκυνητές του Τάσου Αθανασιάδη

(τχ. 2), για τη συλλογή ποιημάτων του Ηλία Κατσογιάννη Αντιφεγγίσματα

(τχ. 3), για την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου (τχ. 4), για τη συλλογή

ποιημάτων του Γιάννη Τρίκκη Το βιβλίο της ερωμένης (τχ. 9/10) και για τη

συλλογή Πρώτοι στίχοι των Παπαδάκη – Κούλη (τχ. 9/10), ενώ ο Θανάσης

Φωτιάδης, με το ψευδώνυμο Νικήτας Βενιέρης, σχολιάζει κυρίως μελέτες,

το έργο Η λαϊκή κατοικία του Βασιλείου (τχ. 9/10) και του Άγγελου

Προκοπίου Το Εικοσιένα στη λαϊκή ζωγραφική (τχ. 11/12).

Στην αρχή της πρώτης βιβλιοκρισίας ο Αναγνωστάκης, εξηγώντας τους

λόγους της στήλης, λέει τα εξής: «Στη στήλη τούτη, απαραίτητη για κάθε

ενημερωμένο περιοδικό, θα κρίνονται όλα τ’ αξιόλογα λογοτεχνικά

βιβλία, που θα ‘ναι, το περισσότερο, γραμμένα από νέους συγγραφείς της

πόλης μας και της άλλης Ελλάδας. Η στήλη τούτη θα ‘ναι απόλυτα

αμερόληπτη για να μπορέσει έτσι να εκπληρώσει τη ‘’βασική’’

προϋπόθεσή της καλής κριτικής, την αντικειμενική δηλ. θεώρηση των

κειμένων, ανεξάρτητα από προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες. Κι

ακόμα, θα προσπαθήσει να κρατά σ’ επικοινωνία το αναγνωστικό κοινό

με τα τελευταία έργα».98 Ως περιοδικό που γεννιέται από νέους και

απευθύνεται πρωτίστως σε νέους προσπαθεί να τηρήσει σε όλα τα

επίπεδα την προτεραιότητά του αυτή, κι έτσι ο Αναγνωστάκης στην

πρώτη του κριτική ασχολείται με τις Νοτιές του Θανάση Φωτιάδη, στις

οποίες εντοπίζει τη νεανική φωνή και τη ζωντάνια στο στίχο αλλά δεν

παραλείπει, τηρώντας την αντικειμενικότητα που διακήρυττε, να τονίσει

98 Ξεκίνημα, τχ. 1, σ. 30-31

81

πως μερικά ποιήματά του διαθέτουν έναν έντονο βερμπαλισμό και έναν

ρητορισμό, παρομοιάζοντάς τον με το Ρίτσο. Ωστόσο, πιστεύει πως όλα «τ’

άλλα θα ‘ρθουνε με την πείρα, το δούλεμα και το χρόνο».99

Με πιο έμπειρο μάτι στο τεύχος 11/12 παρατηρεί, για τη συλλογή των

Παπαδάκη – Κούλη πως οι στίχοι τους είναι συμπαθητικοί αλλά χωρίς

ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ πιο καυστικός για τα ποιήματα του Γιάννη

Τρίκκη λέει πως «αν δεν γράφονταν και καθόλου [..] ίσως θάτανε και

προτιμότερο».100 Ουσιαστικότερη γίνεται η κριτική του ματιά στα

Αντιφεγγίσματα του Κατσογιάννη, επισημαίνοντας τους ευχάριστους και

χαρούμενους στίχους του, χωρίς όμως να μπορούν να συγκινήσουν. Το

ενδιαφέρον στην κριτική αυτή είναι το ερώτημα που διατυπώνει στο τέλος

με αφορμή τους στίχους του Κατσογιάννη για το ρόλο της τέχνης, που

εκφράζει τις απόψεις του περιοδικού γι’ αυτό το ρόλο: «Όμως οι στίχοι του

μας αφίνουνε τις περισσότερες φορές ψυχρούς. Γιατί; Δεν ξέρω. Ίσως γιατί

είναι γραμμένοι σ’ ένα στυλ – ξεπερασμένο πια. Ίσως γιατί έξω από την

απλότητά τους δεν έχουν τίποτα το σοβαρώτερο και το βαθύτερο. Ίσως

γιατί ζητούμε σήμερα από την Τέχνη κάτι το ουσιαστικώτερο, γιατί τέλος

με μια λέξη δεν έχουν την δύναμη να μας συναρπάσουνε, να μας

συγκινήσουνε».101 Η άποψη αυτή εκπροσωπεί σε μεγάλο βαθμό την

βασική αρχή που διατυπώνεται σε αρκετά άρθρα102 για το ρόλο της

Τέχνης, η οποία θα πρέπει να συγκινεί και να ξεσηκώνει. Η πρώτη

ανάγνωση αυτής της πρότασης μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως

η Τέχνη πρέπει να υπηρετεί την κοινωνία. Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη πει,

το Ξεκίνημα δεν αποτελούσε το φερέφωνο του επίσημου κόμματος αλλά

διαμόρφωσε μια ιδεολογική ταυτότητα δική του, κάτι που αποδεικνύεται

και από το άρθρο του Φωτιάδη για τον Ελύτη, που είδαμε παραπάνω. Σε

μια δεύτερη ανάγνωση, ο Αναγνωστάκης θεωρεί πως η Τέχνη πρέπει να

συγκινεί και να συναρπάζει, μακριά από κάποιο συγκεκριμένο στόχο.

Όπως πολύ σωστά σχολιάζει η Οντέτ Βαρών αναφερόμενη στην

ιδεολογία του περιοδικού για την Τέχνη, «το αίτημά τους είναι λοιπόν,

όπως το διατυπώνει ο Αναγνωστάκης ‘’κάτι ουσιαστικώτερο από την

Τέχνη’’, χωρίς όμως να θεωρεί ότι η Τέχνη πρέπει να υπηρετεί καμία

σκοπιμότητα: είτε αυτή του αγώνα, είτε οποιαδήποτε άλλη πολιτική ή

ταξική».103 Η Τέχνη, λοιπόν, για τους συντάκτες του Ξεκινήματος δεν

αποτελεί όργανο προπαγάνδας αλλά μέσο αισθητικοποίησης των

99 Ξεκίνημα, τχ.1, σ. 32 100 Ξεκίνημα, τχ. 11/12, σ. 198 101 Ξεκίνημα, τχ. 3, σ. 23 102 Όταν όμως μιλούμε για άρθρα, θα ήταν καλό να αποκλείσουμε τα άρθρα των δύο

τελευταίων τευχών, για λόγους που εξηγήθηκαν στην προηγούμενη ενότητα. 103 Οντέτ Βαρών – Βασάρ, «Νεανικές αναζητήσεις στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής. Ο ΕΟΠ

και το περιοδικό Ξεκίνημα», ό.π., σ. 335

82

θεμάτων που απασχολούν τον άνθρωπο του σήμερα. Αυτός είναι ο

κοινωνικός ρόλος της Τέχνης.

Στην ίδια λογική κινείται και η κριτική του για της συλλογή

διηγημάτων Θαλασσινοί προσκυνητές του Τάσου Αθανασιάδη. Εντοπίζει

ευγένεια, ευαισθησία και άρτια τεχνική αλλά οι χαρακτήρες των ηρώων

είναι άνευροι, διότι «δεν κινούνται, δεν δρουν, δεν είναι άτομα με νεύρα κι

με ζωντάνια δυναμική μέσα τους».104 Τολμά μάλιστα να χαρακτηρίσει τα

έργα «λυρικά αφηγήματα», όρος που εκείνη την περίοδο είχε διαδοθεί

αρκετά, ύστερα και από τη μελέτη του Ωρολογά για τη «λυρική

πεζογραφία» της Κατοχής. Και εδώ, όμως, όπως και στο κείμενο του

Κατσογιάννη, απουσιάζει η σχέση με την πραγματικότητα, γι’ αυτό και το

βιβλίο δεν ικανοποιεί. «Η σημερινή πραγματικότητα», όπως λέει, «είναι

τόσο ξένη προς τα ονειροπολήματα και τις αισθηματολογίες ώστε

αναγκαία επιδρά επάνω μας, προκειμένου μάλιστα να κρίνουμε ένα

βιβλίο που προϋπόθεση για την κατανόησή του είναι η ονειρική διάθεση

και η αγάπη του αισθητισμού […]. Σήμερα έχουμε άλλες απαιτήσεις από

την τέχνη […]. Δε βλέπουμε εκεί μέσα [στο έργο του Αθανασιάδη] τη ζωή,

τη ζωή μας. Στα ερωτήματά μας δε δίνεται απάντηση».105 Γι’ αυτό και

υπάρχουν συστάσεις προς το συγγραφέα για εύρεση του υλικού του μέσα

από τον κόσμο.

Η τελευταία κριτική του Αναγνωστάκη είναι αυτή για την Αμοργό του

Νίκου Γκάτσου, η οποία δημοσιεύεται το 1943. Το κείμενο ξεκινά με το

σχολιασμό ενός άρθρου του Γκάτσου στο περιοδικό Καλλιτεχνικά Νέα τον

Ιανουάριο του 1944106, στο οποίο ο ποιητής διατύπωνε, όπως ισχυρίζεται ο

Αναγνωστάκης, πως η ποίηση δε σχετίζεται με τη ζωή. Ακανθώδες θέμα

αυτό για τον Αναγνωστάκη, παραμένει ωστόσο ήπιος και νηφάλιος στην

κριτική του, διατυπώνοντας απλά την έκπληξή του που αυτή η άποψη

προέρχεται από κάποιο νέο και επαναλαμβάνει την άποψη για τη σχέση

τέχνης και ζωής. Το κείμενό του, από εκεί και έπειτα, ασχολείται με το

περιεχόμενο και την τεχνική της ποίησης του Γκάτσου, την οποία και

εγκωμιάζει. Στη χορεία των εγκωμιαστών της συλλογής ανήκουν, λίγο

πριν τον Αναγνωστάκη, οι Ελύτης, Καραντώνης, Παπατζώνης και

Παππάς. Τα βασικά σημεία που ξεχωρίζει είναι πως οι στίχοι του Γκάτσου

έχουν τις ρίζες τους στη «γνήσια ελληνική παράδοση» και είναι

«βγαλμένοι απ’ το δημοτικό μας τραγούδι» και «τονισμένοι πάνω στη

σύγχρονη τεχνοτροπία».107 Για τον Αναγνωστάκη η Αμοργός αποτελεί το

καλύτερο παράδειγμα συγκερασμού παράδοσης και νεωτερικότητας,

δημοτικού τραγουδιού και μοντέρνας ποίησης, «που τόσο οικτρά την

104 Ξεκίνημα, τχ. 2, σ. 23 105 Ξεκίνημα, τχ. 2, σ. 23 106 Πρόκειται για το άρθρο με τίτλο «Άποψη» το οποίο δημοσιεύεται στο τεύχος 31 των

Καλλιτεχνικών Νέων, 8/1/1944.107 Ξεκίνημα, τχ. 4, σ. 103

83

έχουνε παρεξηγήσει τόσοι ποιητές και κριτικοί μας».108 Η κριτική του

Αναγνωστάκη για τη συλλογή του Γκάτσου είναι από τις λίγες θετικές

κριτικές που διατυπώθηκαν το πρώτο διάστημα μετά την έκδοσή της και

σίγουρα αυτό, αντιλαμβανόμενοι την ποιητική αξία της Αμοργού, δείχνει

τη σωστή κριτική ματιά που διέθετε ο Αναγνωστάκης. Από την άλλη,

όσον αφορά τη θέση του περιοδικού, η κριτική αυτή συνυπολογιζόμενη με

τη μελέτη του Φωτιάδη για τον Ελύτη αποτελούν, δεδομένου και τη θέση

των Αναγνωστάκη και Φωτιάδη μέσα στο περιοδικό, σημαντικά δείγματα

της αντιμετώπισης που το Ξεκίνημα είχε απέναντι στη λογοτεχνία της

εποχής. Η προσπάθεια να αρθεί τόσο από τον Αναγνωστάκη όσο και από

το Φωτιάδη η λανθασμένη άποψη πολλών για τη μοντέρνα ποίηση κα

κυρίως για την ποίηση του υπερρεαλισμού που εκείνο το διάστημα κέρδιζε

έδαφος, μέσα από τα κείμενα για τον Ελύτη και το Γκάτσο, τους βασικούς

εκπροσώπους του υπερρεαλισμού εκείνη την περίοδο, μαρτυρά την

ειλικρινή και σθεναρή στάση τους απέναντι στην ποιητική έκφραση, που

δεν προσβλέπει σε σκοπιμότητες, ακόμη και αν αυτή η στάση τους έφερνε

αντιμέτωπους με την επίσημη γραμμή του κόμματος.

Οι κριτικές του Θανάση Φωτιάδη, που δημοσιεύονται με το ψευδώνυμο

Νικήτας Βενιέρης, αφορούν βιβλία επιστημονικά, όπως είπαμε. Έτσι, στο

τεύχος 9/10 σχολιάζει το βιβλίο του Βασιλείου με τίτλο Η λαϊκή κατοικία,

«ένα βιβλίο πολύτιμο», όπως λέει, «για τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση

της χώρας».109 Η κριτική δείχνει τα ποικίλα ενδιαφέροντα του Ξεκινήματος

και την ανάγκη να ενημερώσει τους αναγνώστες πάνω σε διάφορα

θέματα. Εξάλλου, σχετικά με το θέμα της κατοικίας και τις σωστές

συνθήκες διαβίωσης δημοσιεύεται στις σελίδες του πληθώρα άρθρων.110 Η

επόμενη κριτική έχει ιστορικά συμφραζόμενα, μια και αφορά στο έργο του

Προκοπίου, Το Εικοσιένα στη λαϊκή ζωγραφική. Ο Φωτιάδης αναδεικνύει

τη σημαντικότητα του έργου και παράλληλα βρίσκει την αφορμή να

αναφερθεί στην αξία της λαϊκής ζωγραφικής του Παναγιώτη Ζωγράφου.

Η μελέτη του Προκοπίου προβάλλεται από τον Φωτιάδη ως «υπόδειγμα

επιστημονικής αλλά και εκλαϊκευτικής δουλειάς». Αυτός είναι και ο

βασικός λόγος, όπως φαίνεται, που ο Φωτιάδης επιλέγει να το

παρουσιάσει.

108 Ξεκίνημα, τχ. 4, σ. 103 109 Ξεκίνημα, τχ. 9/10, σ. 199 110 Για το θέμα αυτό βλέπε εδώ στην ενότητα «Ποικίλες μελέτες» σχετικά άρθρα.

84

Κριτικές θεάτρου – Εικαστικές κριτικές

Η πλούσια θεατρική κίνηση της Θεσσαλονίκης δεν αποτελούσε μόνο

αποτέλεσμα των προσπαθειών του Κρατικού Θεάτρου και της

Καλλιτεχνικής Εταιρείας αλλά και του θεατρικού τμήματος του Ε.Ο.Π. Το

Κρατικό Θέατρο ανεβάζει την παράσταση, «Το τραγούδι της κούνιας» των

Γκρεγκόριο και Μαρία Μαρτίνεθ Σιέρρα στις 25 Μαρτίου 1944 σε

σκηνοθεσία Μιχαηλίδη και σε συνεργασία με την θεατρική ομάδα του

Εκπολιτιστικού Ομίλου «Τ’ αρραβωνιάσματα» του Μπόγρη στις 21

Αυγούστου 1944 σε σκηνοθεσία Μάνου Κατράκη. Για τις παραστάσεις

αυτές βρίσκουμε μέσα στο Ξεκίνημα δύο κριτικές, τη μία για το πρώτο

έργο στο τέταρτο τεύχος από τον Χ. Αυγερινό και την άλλη για το δεύτερο

στο τεύχος 9/10 από κάποιον που υπογράφει Β.Δ. Και οι δύο κριτικές

μιλούν εγκωμιαστικά για τους συντελεστές των παραστάσεων.

Η τρίτη κριτική αφορά την παράσταση του θιάσου της Καλλιτεχνικής

Εταιρείας «Νεφέλες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Χαρατσάρη και την

υπογράφει ο Θανάσης Φωτιάδης με το γνωστό ψευδώνυμο Νικήτας

Βενιέρης. Πιο αυστηρός στα σχόλιά του ο Φωτιάδης αναγνωρίζει κάποια

θετικά στοιχεία αλλά καυτηριάζει έντονα τις σκηνοθετικές επιλογές του

Χαρατσάρη. Στο τέλος του κειμένου σχολιάζει τις επιλογές και εμμέσως

κάνει νύξη στους πραγματικού σκοπούς της Εταιρείας, λέγοντας πως «δεν

πιστεύουμε να ικανοποιείται – έστω και απλώς από τις εισπράξεις η

καλλιτεχνική φιλοδοξία του Προέδρου της Εταιρίας».111 Ανάλογη κριτική

διατύπωσε το περιοδικό από το πρώτο ήδη τεύχος εκφράζοντας ανησυχία

για το ρόλο του θιάσου στα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης.112

Οι εικαστικές κριτικές αφορούν απόψεις πάνω σε εκθέσεις ζωγραφικής

και γλυπτικής. Συντάκτης τους είναι ο Θανάσης Φωτιάδης,

χρησιμοποιώντας, ακόμη μια φορά, το ψευδώνυμο Νικήτας Βενιέρης. Μία

μόνο κριτική ανήκει σε αναγνώστη του περιοδικού και δημοσιεύεται στο

τεύχος 11/12. Κριτικές του Φωτιάδη συναντάμε στο τεύχος 4 για την

Χιουμοριστική Έκθεση του εικαστικού τμήματος του Ε.Ο.Π., στο τεύχος 5

για την έκθεση των αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου και άλλες δύο

κριτικές στο τεύχος 6/7 για δύο Καλλιτεχνικές Εκθέσεις, η πρώτη των

Γιάκου – Κασόλα – Γεωργιάδη – Τσιμένη και η δεύτερη των Βακαλό –

Λεφάκη – Παραλή – Ρέγκου. Το πέμπτο κείμενο που ανήκει στο φοιτητή

Μαρόπουλο, αποτελεί κριτική για δύο εκθέσεις ζωγραφικής, της

Καλλιτεχνικής Εταιρείας και του Ε.Ο.Π., που έγιναν το Σεπτέμβριο του

1944.

Ενώ τα πρώτα δύο κείμενα του Φωτιάδη είναι σύντομες και

λεπτομερειακές κριτικές πάνω στην ουσία των έργων, τα επόμενα δύο

111 Ξεκίνημα, τχ. 6/7, σ. 149 112 Βλέπε σχετικά τχ. 1, σ. 30

85

φιλοδοξούν να εντάξουν τα έργα στο αισθητικό πλαίσιο της εποχής.

Μάλιστα, η κριτική του για την ομάδα του Βακαλό ξεκινά με μια σύντομη

αναδρομή στα καλλιτεχνικά ρεύματα που χαρακτήρισαν την τέχνη από

τα τέλη του 19ου αιώνα. Με εμπεριστατωμένη άποψη και συγκεκριμένες

παρατηρήσεις πάνω στην τεχνοτροπία και τα χρώματα, στηλιτεύει την

ποιότητα της έκθεσης της πρώτης ομάδας ενώ εκθειάζει αυτή της

δεύτερης. Κατά το Φωτιάδη, ενοχλεί η ατυχής χρήση των συμβόλων στην

πρώτη έκθεση ενώ δικαιώνει τον παρατηρητή η σχέση τέχνης και ζωής

που έβλεπε στα έργα της δεύτερης έκθεσης. Την άποψη του Φωτιάδη

συμμερίζεται και ο Μαρόπουλος στη δική του κριτική στο τεύχος 11/12,

κάνοντας μια σύντομη εισαγωγή στο κείμενό του για το ρόλο της τέχνης.

86

Η στήλη της Φοιτήτριας

Ο λόγος της αυτόνομης ύπαρξης μιας ενότητας για τις αναγνώστριες

φοιτήτριες είναι η πρόθεση των συντακτών του περιοδικού να

πλησιάσουν το γυναικείο φύλο, με σκοπό να αφυπνίσουν και να

ενεργοποιήσουν τη δράση του. Η στήλη φιλοξενεί κείμενα νεαρών

φοιτητριών που απευθύνονται στις ομήλικές τους και θίγουν κατά βάση

θέματα σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Αν και η στήλη

είναι συνεπής στα πρώτα τέσσερα τεύχη, διακόπτεται και επανέρχεται με

ένα τελευταίο στην Πανηγυρική Έκδοση του Οκτωβρίου 1944.

Τα κείμενα είναι άτιτλα και δημοσιεύονται κάτω από τον τίτλο «Η

στήλη της Φοιτήτριας». Μόνο δύο έχουν τίτλο, αυτό της Πανηγυρικής

Έκδοσης («Λεύτερη Νέα») και το κείμενο του τρίτου τεύχους («Φοιτητές

και Φοιτήτριες). Βασικές συντάκτριες του περιοδικού είναι η Μίνα

Γεωργίου που υπογράφει δύο κείμενα στα τεύχη 1 και 2, ένα κείμενο η

Καίτη Μανιάτη στο τεύχος 3, η Αλίκη Στεφάνου το άρθρο στο τεύχος 4,

ενώ το τελευταίο η Φανή Δημαρά στην Πανηγυρική Έκδοση, όπως είπαμε.

Σχετικά με τα αληθινά ονόματα των γυναικών, η Αλεξάνδρα Μπουφέα

σημειώνει πως «το Φανή Δημαρά είναι ψευδώνυμο του Μ. Αναγνωστάκη,

ενώ κατά μαρτυρία του πλαστό είναι και το όνομα Καίτη Μανιάτη»,

καθώς «το κείμενό της είχαν γράψει από κοινού ο ίδιος και η Μίνα

Γεωργίου».113

Όσον αφορά το περιεχόμενο των κειμένων, η Μίνα Γεωργίου,

ανοίγοντας το πρώτο κείμενο στο πρώτο τεύχος αναφέρεται στην ισοτιμία

της γυναίκας μέσα στην εκπαίδευση και στην κοινωνία και για το λόγο

αυτό, επιβάλλεται η καλύτερη μόρφωση και κατάρτισή της, κάτι που

μπορεί να προσφέρει ο Ε.Ο.Π. παρακινώντας παράλληλα τις νέες για

συμμετοχή στις δράσεις του Ομίλου. Σε ευρύτερα πλαίσια τοποθετεί τη

γυναίκα στο δεύτερο κείμενό της, μιλώντας για την προσφορά της στα

κοινωνικά θέματα λέγοντας πως «είναι αναγκαία η συμμετοχή της

γυναίκας σ’ όλα τα κοινωνικά προβλήματα, η λύτρωσή της από κάθε

αρνητική αντίληψη και το ανέβασμά της σε πραγματικό συνειδητό

άτομο».114 Το κείμενο της Μανιάτη στο τρίτο τεύχος αναφέρεται στις

σχέσεις ανάμεσα στους φοιτητές και τις φοιτήτριες θίγοντας παράλληλα

το σεξουαλικό θέμα. Αναδεικνύει το πρόβλημα των χαλαρών δεσμών που

αναπτύσσονται ανάμεσα στα δύο φύλα, κάτι που ανατράπηκε λόγω του

πολέμου, αναγνωρίζοντας πως μέσα στα νέα δεδομένα υπάρχει μια κοινή

πορεία αγώνα και συμπαράστασης που διαμορφώνει νέες σχέσεις.

Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του άρθρου «το σεξουαλικό πρόβλημα δεν

θα λυθεί παρά μονάχα σε μια γενική λύση όλων των προβλημάτων της

113 Αλεξάνδρα Μπουφέα, ό.π., σ. 38 114 Ξεκίνημα, τχ. 2, σ. 17

87

πλατύτερης κοινωνίας»115, που από τη μια θέτει το θέμα των σχέσεων

μέσα στα γενικότερα κοινωνικά προβλήματα και παράλληλα το

περιεχόμενό της επιβεβαιώνει την μαρτυρία για συμμετοχή του

Αναγνωστάκη στη σύνταξη του κειμένου.

Το μοναδικό κείμενο της στήλης που μπορεί να χαρακτηριστεί μελέτη

είναι αυτό της Αλίκης Στεφάνου στο τέταρτο τεύχος, στο οποίο κάνει μια

μικρή αναδρομή στα σημαντικότερα επιτεύγματα της ελληνικής

διανόησης, της τέχνης και της ιστορίας, προσπαθώντας να προβάλλει το

μεγαλείο της ελληνικής φυλής, με αφορμή το σολωμικό στίχο «Κλείσε

μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθείς κάθε είδος μεγαλείο»,

ο οποίος «ανοίγει» το κείμενο.

Το τελευταίο κείμενο της Φανής Δημαρά (Μανόλη Αναγνωστάκη)

συνοψίζει όσα αναφέρθηκαν στα προηγούμενα τεύχη και με ενθουσιώδη

διάθεση καλεί τις νέες να αγωνιστούν για μια καλύτερη κοινωνία μετά

την απελευθέρωση της πατρίδας. Οι αρχές της ισότητας που αποτέλεσαν

θέμα στα προηγούμενα κείμενα της στήλης αποκτούν εδώ διάθεση

διακήρυξης και προβάλλει τους βασικούς στόχους της στήλης, δηλαδή την

ανάδειξη της ισοτιμίας της γυναίκας, που μπορεί και πρέπει να

συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες.

115 Ξεκίνημα, τχ. 3, σ. 19

88

Επικαιρότητα

Ένα σημαντικό μέρος του περιοδικού αποτελεί η μόνιμη στήλη «Μέσα

στο δεκαπενθήμερο» η οποία παρακολουθεί τα πολιτιστικά και

πνευματικά δρώμενα της πόλης. Ο κύριος όγκος της στήλης αφιερώνεται

στις δράσεις του Εκπολιτιστικού Ομίλου, ενώ υπάρχουν αναφορές και στο

έργο της ΦΕΛ (πρόκειται για τη Φοιτητική Επιτροπή Λέσχης), όπου

καταγράφονται οι προσπάθειες για εξασφάλιση σίτισης, υγειονομικής

περίθαλψης και ένδυσης στους φοιτητές. Η στήλη είναι τακτική και

ακολουθεί κάθε τεύχος του περιοδικού κάτω από τον τίτλο του

Δεκαπενθήμερου, αλλάζει ωστόσο στο πρώτο τεύχος του δεύτερου τόμου

και τιτλοφορείται «Κάθε μήνα», μιας και το περιοδικό πλέον γίνεται

μηνιαίο από δεκαπενθήμερο. Το μόνο τεύχος που δε φιλοξενεί τη στήλη

αυτή είναι η Πανηγυρική Έκδοση του Οκτωβρίου 1944.

Παρόλο που η παρούσα εργασία εξετάζει τη σχέση του περιοδικού με

το λογοτεχνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής που κυκλοφορεί, κρίθηκε

σκόπιμο να εξεταστεί και η ενότητα της επικαιρότητας, διότι μέσα σ’

αυτή, από τις ενημερώσεις για τις πολιτιστικές δράσεις της πόλης,

κατανοούμε την ολοκληρωμένη δράση του ΕΟΠ που γέννησε το

περιοδικό. Ειδικά για τις δράσεις του Ομίλου το Ξεκίνημα κάνει ξεχωριστή

αναφορά με τον τίτλο «Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ» παρουσιάζοντας τις

εκδηλώσεις κάθε τμήματος χωριστά. Χωριστή ενημέρωση κάνει και για

τις δράσεις της ΦΕΛ κάτω από τον τίτλο «Η κίνηση της ΦΕΛ». Το

υπόλοιπο υλικό της επικαιρότητας αφορά σε ενημερώσεις για τις

πολιτιστικές δράσεις άλλων φορέων της πόλης κάτω από τον τίτλο

«Εκπολιτιστική Ζωή» (μέχρι το τεύχος 6/7), σε θέματα φοιτητικά και

ευρύτερα της πόλης, ενώ σε κάποια τεύχη εντοπίζουμε σχόλια που

αφορούν θέματα λογοτεχνικά και αισθητικά.

Η κίνηση του ΕΟΠ

Σε κάθε τεύχος το περιοδικό φιλοδοξεί να ενημερώνει τους αναγνώστες

του για τις δραστηριότητες του Εκπολιτιστικού Ομίλου. Η ενημέρωση

γίνεται χωριστά για κάθε τμήμα του116, εκτός του εκδοτικού, αφού το

κύριο έργο του ήταν η έκδοση του Ξεκινήματος. Ο ενθουσιασμός και οι

παραινέσεις που επικρατούσαν στα πρώτα τεύχη προς τα μέλη των

τμημάτων για παρουσίαση έργου, παίρνουν πολλές φορές τη θέση τους σε

σκώμματα για καθυστέρηση. Είναι γνωστή εξάλλου, όπως είδαμε, η

ευθύνη που αισθανόταν κάθε μέλος της ΕΠΟΝ να παράγει έργο και να

προσφέρει προς την πολιτιστική ανάταση του τόπου. Παρ’ όλες τις

116 Να θυμίσουμε εδώ ξανά πως τα τμήματα του ΕΟΠ ήταν έξι: φιλολογικό, αθλητικό,

εικαστικό, μουσικό, θεατρικό, εκδοτικό

89

αντικειμενικές δυσκολίες ο ΕΟΠ κατάφερε να παρουσιάσει αξιόλογο έργο

στην πόλη και να αναδειχθεί σε κύριο πολιτιστικό φορέα.

Όσον αφορά το έργο των τμημάτων χωριστά, μέσα από την ανάγνωση

της επικαιρότητας, συμπεραίνουμε πως το φιλολογικό τμήμα έδωσε

διαλέξεις πάνω σε θέματα γλωσσικά και ιστορικά (πολλές από αυτές της

διαλέξεις δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό, όπως η μελέτη του Τσοπανάκη

για τη χρήση της δημοτικής στις επιστήμες), ενώ στα πλαίσια της

ενημέρωσης των φοιτητών πάνω σε θέματα υγείας, οργάνωσε διαλέξεις

σχετικά με το θέμα της φυματίωσης και της ελονοσίας, σε συνεργασία με

το Υγειονομικό Τμήμα της ΦΕΛ Η πιο σημαντική εκδήλωσή του ήταν το

φιλολογικό μνημόσυνο για τον Παλαμά στις 12 Μαρτίου 1944 στην

Εύξεινη Λέσχη.

Η σπουδαιότερη εκδήλωση για το θεατρικό τμήμα ήταν η παράσταση

του έργου του Μπόγρη «Τ’ αρραβωνιάσματα», σε σκηνοθεσία Μάνου

Κατράκη, η οποία έγινε σε συνεργασία με το Κρατικό Θέατρο και

παρουσιάστηκε τον Ιούλιο του 1944, μια παράσταση την οποία περίμεναν,

όπως φαίνεται, από καιρό.117 Παράλληλα ανέβασε το μονόπρακτο του

φοιτητή Π. Οικονομίδη «Φοιτητικές Γκίνιες» στις 21 Μαΐου 1944 και την

επιθεώρηση του Γ. Κατσαμπή «Ελεύθερος ουρανός».

Τρεις εκθέσεις ζωγραφικής και γλυπτικής μαζί με την Α’ Χιουμοριστική

Έκθεση από 26 Μαρτίου έως 2 Απριλίου 1944, στο Άσυλο του Παιδιού,

ήταν η προσφορά του εικαστικού τμήματος, ενώ το μουσικό κατάφερε να

οργανώσει τρεις χορωδίες και με την καθοδήγηση του μαέστρου

Χατζημιχάλη έδωσε πολλές συναυλίες σε φοιτητικές, κυρίως, γιορτές.

Όσο για το αθλητικό τμήμα, για το οποίο υπάρχει μια σχετική

δυσανεξία για την αδράνειά του118, κατάφερε να οργανώσει τους

ποδοσφαιρικούς αγώνες με τον «Άρη» και με την «Ένωση Θράκης».

Η κίνηση της ΦΕΛ

Κύριος στόχος της Επιτροπής της Φοιτητικής Λέσχης ήταν η φροντίδα

των φοιτητών, εξασφαλίζοντάς του τρόφιμα και ένδυση, ενώ μέσα από

ενέργειες σε συνεργασία με το υγειονομικό τμήμα προσπάθησε να

προσφέρει δωρεάν εξετάσεις και θεραπείες σε πάσχοντες από φυματίωση

φοιτητές. Ο λόγος για τον οποίο παρουσιάζεται η στήλη αυτή στην

117 Η ανυπομονησία είναι φανερή στο όγδοο τεύχος, όπου ο Νίκος Ζαχόπουλος, που

επιμελείται τη συγκεκριμένη στήλη, λέει χαρακτηριστικά: «Μέσα στο μήνα Ιούλη θα

δοθή πιθανά η παράσταση του γνωστού έργου του Μπόγρη ‘’Τ’ αρραβωνιάσματα’’. Το

κοινό περιμένει με ανυπομονησία να δη τους φοιτητές μας να του χαρίζουνε τη

λυτρωτική και εξυψωτική χαρά της δραματικής τέχνης». (τχ. 8, σ. 175) 118 Στο τεύχος 6/7 διαβάζουμε: «Μόνο το αθλητικό και το θεατρικό τμήμα δεν

παρουσιάσανε σ’ όλο αυτό το διάστημα τίποτε παρ’ όλες τις αισιόδοξες προσδοκίες και

ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες». (τχ. 6/7, σ. 148)

90

παρούσα εργασία περιγράφεται καλύτερα μέσα στις σελίδες του

Ξεκινήματος:

«Αταίριαστο θα φανή ίσως στην επιπόλαια εξέταση. Κι όμως απόλυτα

δικαιολογημένο και αναγκαίο θάναι πλάι στην υπόλοιπη έκφραση της

φοιτητικής εκπολιτιστικής ζωής μια σελίδα να την πιάνουν και τα

οικονομικά και επισιτιστικά ζητήματα των φοιτητών […]. Το περιοδικό

τούτο σαν εκφραστής της φοιτητικής ζωής, της λαχτάρας του

μορφωμένου νέου να φύγει απ’ το βούρκο της πνευματικής

αποτελμάτωσης όπου η ζοφερή εποχή τον σπρώχνει, θα είταν μια

σπουδαία παράλειψη να μην αναφέρνει τίποτα και για την οικονομική

κατάσταση και τις ανάγκες των φοιτητών. Γιατί καθώς είναι γνωστό τα

ζητήματα τούτα έχουνε σήμερα μια διαβολική επικαιρότητα και ιδιαίτερα

για τους περισσότερους φοιτητές».119

Ο αριθμός των φοιτητών που εξυπηρετούσε η Φοιτητική Λέσχη ήταν

περί τις 2000. Τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουνε είναι το

πρόβλημα του συσσιτίου και ο ρουχισμός, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται για

την ιατρική περίθαλψη των πασχόντων φοιτητών. Για το λόγο αυτό,

δημιουργείται το Ταμείο Απόρων Φοιτητών και το Υγειονομικό Τμήμα,

για τα οποία υπάρχει σε κάθε τεύχος ενημέρωση για τις κινήσεις τους. Οι

φορείς προς τους οποίους απευθύνονται είναι ο Ερυθρός Σταυρός, από

τον οποίο δέχονται και το μεγαλύτερο μέρος της στήριξης, οι έμποροι της

πόλης και ο Δ.Ε.Σ., από τους οποίους ζητούν κυρίως λάδι, ψωμί και ρούχα.

Ενίοτε οι διεκδικήσεις τους φτάνουν μέχρι και το Γενικό Διοικητή

Μακεδονίας και τον Υπουργό Παιδείας, στους οποίους θέτουν τα

προβλήματα και ζητούν στήριξη. Τα αποτελέσματα των προσπαθειών

τους ήταν να χορηγηθεί μια σημαντική ποσότητα τροφίμων και

παράλληλα να πετύχουν και την καθιέρωση του βραδινού συσσιτίου.

Οι ενέργειες του Υγειονομικού Τμήματος περιγράφονται μέχρι και το

τεύχος 6/7 μέσα στην ενότητα της ΦΕΛ Από το όγδοο τεύχος, ωστόσο,

αποκτά δική του στήλη, πιθανόν λόγω της επιδείνωσης του προβλήματος

της φυματίωσης και της αύξησης των κρουσμάτων. Δεν είναι τυχαίο

εξάλλου πως το τεύχος αυτό δημοσιεύει μελέτες για το θέμα της

φυματίωσης και της διατροφής. Όσον αφορά τις δράσεις του, το

Υγειονομικό Τμήμα προσπαθεί να πολεμήσει το θέμα της φυματίωσης με

ακτινοσκοπήσεις και διάφορες άλλες εξετάσεις φοιτητών και παράλληλα

να οργανώσει διαλέξεις πάνω σε θέματα υγιεινής.

Η ενημέρωση για τις κινήσεις της ΦΕΛ αποτελούσε ένα από τα

σημαντικότερα κομμάτια της επικαιρότητας, μια και αφορούσε σε θέματα

ζωτικής σημασίας. Εντύπωση κάνει πολλές φορές και ο παραστατικός

τρόπος με τον οποίο περιγράφονται οι συνθήκες, κάνοντας τη στήλη

119 Ξεκίνημα, τχ. 1, σ. 27

91

ξεχωριστή μέσα στο περιοδικό.120 Όπως παρατηρεί και η Αλεξάνδρα

Μπουφέα, «μέσα από τη στήλη αυτή […] περνά όλη η καθημερινή ζωή

του φοιτητικού μικρόκοσμου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τα χρόνια

της Κατοχής, όπου ο αγώνας είναι τριπλός, για επιβίωση, λευτεριά και

μόρφωση».121

Υπόλοιπη επικαιρότητα

Στην υπόλοιπη επικαιρότητα εντάσσουμε τα υπόλοιπα θέματα που

αναφέρονται μέσα στο περιοδικό. Αφορούν σε πολιτιστικές εκδηλώσεις

της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων της Βόρειας Ελλάδας, φοιτητικά

ζητήματα και το σχολιασμό πάνω σε θέματα λογοτεχνικά της εποχής,

θέματα που η συντακτική ομάδα εντοπίζει στα περιοδικά που

παραλαμβάνει. Ο σχολιασμός σχετίζεται με αναγνώσματα και τάσεις

από περιοδικά της Αθήνας.

Τα πολιτιστικά θέματα παρουσιάζονται κάτω από τον τίτλο

«Εκπολιτιστική ζωή» που μένει μέχρι το τεύχος 6/7. Εδώ παρουσιάζονται

κυρίως οι εκδηλώσεις του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, της

Καλλιτεχνικής Εταιρείας, οι εκδηλώσεις του Λυκείου Ελληνίδων και του

ψυχαγωγικού τμήματος της ενορίας του Αγίου Μηνά. Παράλληλα,

φιλοδοξία του περιοδικού ήταν να ενημερώνει το αναγνωστικό κοινό και

για τις εκδηλώσεις σε άλλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, γι’ αυτό και

ζητά ανταποκρίσεις. Τα μόνα στοιχεία που συγκεντρώνονται είναι για

παραστάσεις στη Νάουσα και την Έδεσσα και την έκδοση ενός περιοδικού

(τη Νεανική Δράση) στο Βόλο.

Τα φοιτητικά ζητήματα ασχολούνται με το θέμα των συγγραμμάτων,

της πλήρωσης των κενών εδρών και της λειτουργίας του αναγνωστηρίου.

Ευρύτερα για την πόλη της Θεσσαλονίκης, ζητούν την επαναλειτουργία

της Δημοτικής Βιβλιοθήκης ήδη από το πρώτο τεύχος. Με αφορμή αυτό ο

καθηγητής Σιγάλας δημοσιεύει στα τεύχη 3 και 4 το άρθρο του για τη

λειτουργία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Παράλληλα, αναφέρονται στις

εκδηλώσεις της «Μέριμνας του Παιδιού» και του Λυκείου Ελληνίδων.

Ένα μικρό κομμάτι της επικαιρότητας αποτελεί και ο σχολιασμός

αναγνωσμάτων από περιοδικά της Αθήνας, μέσα από τον οποίο

εκφράζονται απόψεις για φιλολογικά και αισθητικά ζητήματα. Αν και οι

αισθητικές θεωρίες που έμμεσα αναπτύσσονται επαναλαμβάνονται, θα

ήταν ενδιαφέρον να δούμε πως τοποθετείται το περιοδικό απέναντι σε

λογοτέχνες και κριτικούς της εποχής και πως σχολιάζουν τις

λογοτεχνικές τάσεις.

120 Βλέπε χαρακτηριστικά τη σχετική στήλη στο τεύχος 3 σ. 22 121 Αλεξάνδρα Μπουφέα, ό.π., σ. 393

92

Στο όγδοο τεύχος συναντάμε κριτική σχετικά με την αύξηση της

αυτοβιογραφίας στα αθηναϊκά περιοδικά και με σκωπτικό τρόπο

σχολιάζονται οι Μ. Καλομοίρης, Γρηγόριος Ξενόπουλος και Κλέων

Παράσχος, αυτοβιογραφικά κείμενα των οποίων δημοσιεύει η Νέα Εστία,

και καταλήγει λέγοντας πως «την εποχή που τα περιοδικά θάπρεπε να

είναι εκφραστές της αγωνίας και της κοσμοϊστορικής αξίας της εποχής

μας, γεμίζουν τις σελίδες τους με αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες που δε

μας ενδιαφέρουν∙ τότε πώς θέλετε να ενδιαφερθεί ο κοσμάκης για τα

γράμματα και δη τα Νεοελληνικά;».122 Ο σχολιασμός τελειώνει με τη

διατύπωση μιας αμφιβολίας για την ποιητική αξία κάποιων στίχων του

Κώστα Ουράνη από το ποίημα «Άδεια Ζωή».

Πιο εκτενής είναι η στήλη με τα σχόλια στο τεύχος 9. Ο συντάκτης της

ξεκινά με το θέμα της «Αντιδικίας των τόνων» των καθηγητών του

Πανεπιστημίου της Αθήνας, λέγοντας πως πρόκειται για απλή

κατανάλωση χαρτιού, μιας και στη συνείδηση των περισσοτέρων το

δίλημμα, δημοτική ή καθαρεύουσα, είναι ήδη λυμένο. Στη συνέχεια

σχολιάζει την αντιδικία Γ. Βαλέτα – Τ. Άγρα σχετικά με τη θέση του

καλλιτέχνη απέναντι στα προβλήματα της εποχής του, υποστηρίζοντας

σθεναρά την άποψη του πρώτου που απαντάει στο άρθρο του Άγρα και

τοποθετείται υπέρ της κοινωνικής θέσης του καλλιτέχνη. Από τα σχόλια

δεν ξεφεύγει και η «συνομιλία» των Θεοτοκά – Β. Λαούρδα – Γ.

Ξενόπουλου, με αφορμή την κριτική του δεύτερου για το θεατρικό έργο

του πρώτου. Η συζήτηση περιπλέκεται, όταν ο Θεοτοκάς αποφασίζει να

γράψει μια μελέτη για το θέατρο και τον Παλαμά, στην οποία απαντά ο

Ξενόπουλος με δικό του άρθρο αμφισβητώντας την αξία της Τρισεύγενης.

Το σχόλιο του συντάκτη του Ξεκινήματος στοχεύει προς τον Γιώργο

Θεοτοκά, τον οποίο κατά βάση ειρωνεύεται για το γεγονός πως, όπως ο

ίδιος λέει, το περιβάλλον του δεν τον κατανοεί, κλείνοντας έτσι με τη

φράση: «καλότυχη λοιπόν στ’ αλήθεια η γενιά του 1970».123 Τα σχόλια του

τεύχους 9 που αφορούν σε αναγνώσματα περιοδικών της Αθήνας

κλείνουν με μια κριτική απέναντι στον Β. Λαούρδα, σχετικά με το άρθρο

του στα Φιλολογικά Χρονικά στο οποίο απορρίπτει σχεδόν εν γένει τη

σύγχρονη πεζογραφία και ποίηση, δίνοντας ως πρότυπα πεζογράφους και

ποιητές του Μεσοπολέμου. Ο σχολιαστής του περιοδικού, κατηγορεί τον

Β. Λαούρδα για μεροληπτική στάση και υποκειμενική κριτική.

Σχόλια συναντάμε και στο πρώτο τεύχος του δεύτερου τόμου, το οποίο,

ωστόσο, έχοντας περισσότερο την υπογραφή της επίσημης αριστεράς

γίνεται και πιο επιθετικό απέναντι σε λογοτέχνες που κράτησαν μια

στάση ουδέτερη στα χρόνια του πολέμου, πολιτικοποιώντας την

αντίδραση που θέλουν να εκφράσουν. Έτσι, ο σχολιαστής επιτίθεται

122 Ξεκίνημα, τχ. 8, σ. 170 123 Ξεκίνημα, τχ. 9/10, σ. 192

93

δριμύτατα προς τους Μελά, Μυριβήλη, Νικολαΐδη, Καμπάνη, Μωραϊτίνη,

για προδοσία και στήριξη του γερμανικού καθεστώτος, ενώ κατηγορεί

συλλήβδην όσους εκπροσώπους της λογοτεχνίας κράτησαν αδιάφορη

στάση, ζητώντας στο τέλος του κειμένου του την απομάκρυνσή τους από

τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Την ίδια δριμεία κριτική ασκεί και στον

Άγγελο Σικελιανό, κατηγορώντας τον για καταδότη και του επιτίθεται

για το ποίημα «Το μήνυμά της», στο οποίο ζητά τη συμφιλίωση,

τελειώνοντας το κείμενο με τη φράση: «Μα δεν υπάρχει ίχνος ντροπής επί

τέλους σ’ αυτόν τον κύριο;».124

Αλληλογραφία

Το τελευταίο μέρος της επικαιρότητας ανήκει στην αλληλογραφία, την

οποία αναλαμβάνει εξολοκλήρου ο Μανόλης Αναγνωστάκης.

Αλληλογραφία συναντάμε μέχρι και το τεύχος 11/12. Το περιεχόμενό της

αφορά σε απαντήσεις που δίνει η συντακτική ομάδα σε αναγνώστες οι

οποίοι θέλουν να δημοσιεύσουν κείμενά τους στο περιοδικό. Η

σοβαρότητα με την οποία οργανώθηκε η δημοσίευση των κειμένων

αυτών, φαίνεται τόσο από το περιεχόμενο των απαντήσεων που δίνονται

στις επιστολές, αλλά κυρίως από τις προϋποθέσεις που διατυπώνονται

στο πρώτο τεύχος: «Όσοι μας στέλνουνε συνεργασία, ας έχουνε υπ’ όψει

τους τα παρακάτω: α) Οι συνεργασίες νάναι γραμμένες ευανάγνωστα και

μόνο από τη μία όψη του χαρτιού. β) Τα διηγήματα να μην ξεπερνούν τις 3

σελίδες του περιοδικού (το πολύ δηλ. 7500 – 8000 γράμματα). γ) Επίσης οι

διάφορες μελέτες, εργασίες κριτικές, να μην είναι παραπάνω από 4

σελίδες. δ) Η δημοσίευσις των εγκρινομένων εξαρτάται από τη

χρονολογική σειρά που μας έρχονται οι συνεργασίες και κυρίως από το

χώρο του περιοδικού. ε) Μία μετάφραση πρέπει πάντα να συνοδεύεται και

από το πρωτότυπο».125 Οι όροι αυτοί αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα πως

η συντακτική ομάδα του Ξεκινήματος υπολόγιζε στις συνεργασίες και

ήθελε να προσφέρει ένα υλικό ποιοτικό στους αναγνώστες του.

Η σημασία της στήλης της αλληλογραφίας έγκειται στο ότι μέσα από

τις απαντήσεις που δίνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης εκφράζονται οι

ιδεολογικές απόψεις του περιοδικού. Η παρότρυνση για επαφή με την

πραγματικότητα, η θετική στάση απέναντι στη ζωή και θέματα

αισθητικά, όπως η τεχνική του στίχου, αποτελούν το υλικό που

απαρτίζουν τις απαντήσεις στις συνολικά 117 επιστολές αναγνωστών.126

124 Ξεκίνημα, τομ. Β’, τχ. 1, σ. 44 125 Ξεκίνημα, τχ. 1, σ. 32 126 Αν και ο Αναγνωστάκης φροντίζει στην αρχή κάθε απάντησης να αναγράφει το

όνομα του παραλήπτη της κριτικής του, ωστόσο, δεν γνωρίζουμε στην πραγματικότητα

αν τα ονόματα αυτά αποτελούν αληθινά πρόσωπα. Την άποψη αυτή υποστηρίζει ο

Γιώργος Ζεβελάκης στο άρθρο του «Από το Ξεκίνημα στο Εντευκτήριο», στο ένθετο της

94

Ενδεικτικά από τα κείμενα που εγκρίνονται για δημοσίευση αναφέρουμε

αυτά των Βάσως Σταματίου, Νίκου Αποστολίδη, Αντ. Ζαχαρόπουλου,

Γιάννη Πρωτάνθη, Αντρέα Σκιαδά. Το γεγονός πως ακόμη και στη στήλη

της αλληλογραφίας το περιοδικό μένει συνεπές στην ιδεολογία του και το

στόχο που ήθελε να πετύχει, τη μόρφωση και την ενημέρωση των

αναγνωστών και κυρίως των νέων, δείχνει εν γένει τη μεγάλη

αποφασιστικότητα των υπευθύνων να δημιουργήσουν ένα περιοδικό

αντάξιο της πνευματικής ζωής της Θεσσαλονίκης.

Ελευθεροτυπίας, «Βιβλιοθήκη», στο τεύχος της 24/01/2003, όπου στη σύντομη

παρουσίαση του Ξεκινήματος λέει χαρακτηριστικά: «Ο Αναγνωστάκης δίνει στο

Ξεκίνημα ένα μόνο ποίημά του («Απροσδιόριστη Χρονολογία»), αλλά υπογράφει πολλές

κριτικές και άρθρα και συντάσσει τη στήλη της αλληλογραφίας απαντώντας κυρίως σε

φανταστικούς αποστολείς, κάτι που θα επαναλάβει σαράντα χρόνια αργότερα στο

Θούριο σαν ‘’θείος Λένον’’». Η Αλεξάνδρα Μπουφέα, ωστόσο, δεν αναφέρει κάτι σχετικό

στο βιβλίο της.

95

Επίλογος

Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σημαίνει και την έναρξη μιας

νέας εποχής για τις κοινωνικές συνθήκες. Παράλληλα με την αλλαγή

στην κοινωνία, μέσα από τις κακουχίες και τις δυσκολίες της Κατοχής

γεννιέται μια τεράστια πολιτιστική και πνευματική κίνηση που

αποσκοπούσε σε μια πνευματική αντίσταση. Οι καρποί αυτής της

κίνησης, όμως, δεν εξαντλήθηκαν και με το τέλος του πολέμου∙ η

λογοτεχνία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς είναι μια πραγματικότητα,

μια λογοτεχνία που «εξέθρεψαν» κατά βάση τα λογοτεχνικά περιοδικά

της Κατοχής και κυρίως τα νεανικά.

Η θέση του Ξεκινήματος μέσα σ’ αυτά είναι περίοπτη, δεδομένου ότι η

οργάνωση και η επιμέλεια με την οποία εκδιδόταν από τους φοιτητές του

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δείχνουν ότι βασική επιδίωξη των

συντακτών του ήταν η έκδοση ενός εντύπου που να ανταποκρίνεται στις

πνευματικές αναζητήσεις της πόλης και να φιλοξενήσει κείμενα νέων,

που δεν έβρισκαν εκείνη την περίοδο έντυπο για να εκφράσουν τις

απόψεις τους. Η ευρύτητα στη θεματολογία και η συνέπεια στις

αισθητικές θεωρίες περί λογοτεχνίας και γλώσσας δείχνουν πως το

Ξεκίνημα ήταν όχι απλά μια νεανική απόπειρα για έκδοση περιοδικού

αλλά μια προσπάθεια με συγκεκριμένο στόχο και με μόνο γνώμονα την

πνευματική ανάταση της πόλης. Θα ήταν εύκολο να δικαιολογήσουμε την

έκδοσή του, από τη στιγμή που, ως όργανο του ΕΟΠ και κατ’ επέκταση

της ΕΠΟΝ, εντασσόταν μέσα στις υποχρεώσεις των μελών της, αλλά το

ίδιο το περιεχόμενο του περιοδικού, οι συνεργάτες του και η εξέλιξή τους

στο λογοτεχνικό στερέωμα αποδεικνύουν την αξία του. Δεν είναι τυχαίο

πως τρεις από τους κύριους συνεργάτες του διέπρεψαν στη μεταπολεμική

ποίηση, και δεν είναι άλλοι από τους Μανόλη Αναγνωστάκη, Πάνο

Θασίτη, Κλείτο Κύρου.

Το Ξεκίνημα αποτέλεσε για τη Θεσσαλονίκη ένα σημαντικό κομμάτι

στην εκδοτική της ιστορία. Παρόλο που η έκδοσή του σταμάτησε μετά το

τέλος του πολέμου, το Νοέμβριο του 1944 με μια σύντομη εκδοτική

ιστορία, τα 11 τεύχη του κατάφεραν να αφήσουν ένα σημαντικό στίγμα

στην πολιτιστική ιστορία και ζωή της πόλης.

96

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

97

Αποδελτίωση περιοδικού

Περιοδικό Ξεκίνημα

Τόμος Α΄

Τεύχος 1

(15 Φλεβάρη 1944)

Δ. Καββαδάς, Σαν πρόλογος (αρθ.), 1-2

Της Σύνταξης, Ξεκίνημα (αρθ.), 3-4

Γ. Παρθένης, Τα τραγούδι της χαράς (πμ), 5

Γιώργος Πέτρης, Ανάμεσα στην αγάπη και το θάνατο (πζ), 6-8

Της Σύνταξης, Στη μνήμη του Κωστή Παλαμά (αρθ. με αποσπάσματα από

τα ποιήματα Δουλευτής, Θεσσαλονίκη, Δεκατετράστιχα, Δωδεκάλογος του

Γύφτου, Αγάπη), 9-13

Δημήτρης Καρανίκας, Η σωφρονιστική προσπάθεια στην Ελλάδα μετά

την απελευθέρωση του 1821 (αρθ.), 14-17 ( )

Της Σύνταξης, Από τα αριστουργήματα του λαού μας : Λιανοτράγουδα :

«Ποινέματα της αγαπητικιάς», «Παλιές αγάπες», «Καϋμοί και βάσανα της

αγάπης», 18-19 [< «Εκλογαί», Ν. Γ. Πολίτης], 18-19

Θαν. Παπαδόπουλος, Επιστήμη, Γλώσσα και Ζωή (αρθ.), 20-21

Σταματίου Βάσω, Ο δρόμος της ζωής (πμ), 21

Η. Θρακιώτης, Ανοιξιάτικο (πμ), 22

Ιωάννης Αγγελακόπουλος, Ανοιξιάτικες απορίες (πμ), 22-23

Π. Θασίτης, Ετσι είναι πάντα (πμ), Στον Μ Α-ΚΙ (πμ), 23

Μίνα Γεωργίου, Στήλη της φοιτήτριας, (αρθ) 24

98

Μέσα στο δεκαπενθήμερο

Της Σύνταξης/ Θ.Π., Εκπαιδευτικά ζητήματα, Η δημοτική βιβλιοθήκη

(αρθ), 25-26

Της Σύνταξης, Το φοιτητικό αναγνωστήριο (αρθ), 26

Τασ. Παπαδόπουλος, Η κίνηση της ΦΕΛ (αρθ), 26-28

Γιάννης Τσαλουχίδης, Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ (αρθ)

Της Σύνταξης, Εκπολιτιστική ζωή (αρθ), 28-30

Μανόλης Αναγνωστάκης, Η κριτική του βιβλίου : Θανάση Φωτιάδη,

«Νοτιές», ποιήματα (αρθ) / Αλληλογραφία, 30-32

Τεύχος 2

(1 Μάρτη 1944)

Αντώνιος Σιγάλας, Η ευχή μας (αρθ), 1

Θανάσης Φωτιάδης, Ο καταρράχτης (πμ), 2

Νίκος Αποστολίδης, Τρικυμία (πζ), 3-5

Ν. Οικονόμου, Για σένα (πμ), 5

Δημήτρης Καρανίκας, Η σωφρονιστική προσπάθεια στην Ελλάδα μετά

την απελευθέρωση του 1821 (αρθ), 6-7 ( )

Από τα αριστουργήματα του λαού μας : «Η βασιλοπούλα και το πουλί»

(πμ), «Η βλαχούλα» (πμ) [< από τη συλλογή ελληνικών τραγουδιών του

Legrand], 8

Βίκτωρ Παραλίκας, Το αξίωμα της αιτιότητας και η αρχή της

αβεβαιότητας στη φυσική (αρθ), 9-15

Rainer Maria Rilke/ [Θαν. Παπαδόπουλος], Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή

(απόσπασμα από το πρώτο γράμμα) (πζ μτφ), 15-16

Αντ. Ζαχαρόπουλος, Βρυκόλακες (πμ), 16

Μίνα Γεωργίου, Στήλη της φοιτήτριας (αρθ), 17-18

99

Βάσω Σταματίου, Αγονες ώρες (πμ), 18

Μέσα στο δεκαπενθήμερο

[Ανυπόγραφο]/Της Σύνταξης, Λίγα λόγια (αρθ), 19 / Οι σελίδες του

περιοδικού μας (αρθ), 19 / Η Δημοτική Βιβλιοθήκη (αρθ), 19 / Μια έκκληση

(αρθ), 19-20

Γ. Τσαλουχίδης, Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ (αρθ), 20

Τ. Παπαδόπουλος, Η κίνηση της ΦΕΛ (αρθ), 21

Της Σύνταξης, Εκπολιτιστική ζωή (αρθ), 21-23

Μανόλης Αναγνωστάκης, Κριτική του βιβλίου: Τ. Αθανασιάδη,

«Θαλασσινοί προσκυνητές» (αρθ) / Αλληλογραφία, 23-24

Τεύχος 3

(20 Μάρτη 1944)

Γιώργος Παρθένης, Άνοιξη (πμ), 1

Η. Θρακιώτης, Ιστορία ενός θανάτου (πζ), 2-5

Αντώνης Νίκης, Νιότη (πμ), 6

Αντ.(ώνιος) Σιγάλας, Η δημοτική μας βιβλιοθήκη: οι αρχές των κοινοτικών

ή σχολικών βιβλιοθηκών στη Νεώτερη Ελλάδα (αρθ), 7-10 ( )

Δημήτρης Καρανίκας, Η σωφρονιστική προσπάθεια στην Ελλάδα μετά

την Απελευθέρωση του 1821 (αρθ), 11-12 ( )

Από τ’ αριστουργήματα του λαού μας: «Ο Μπουγιατζής» (πμ), 13

Θανάσης Φωτιάδης, Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης (αρθ), 14-17

Μανόλης Αναγνωστάκης, Απροσδιόριστη χρονολογία (πμ), 17

Καίτη Μανιάτη, Στήλη της φοιτήτριας: Φοιτητές και φοιτήτριες (αρθ), 18-

19

Νικόλας Νάρβας, Υμνος (πμ), Απαντοχή (πμ), 19

100

Μέσα στο δεκαπενθήμερο

Της Σύνταξης, Απ’ όσα μας γράφουν (αρθ)/Η γνώμη μας (αρθ), 20-21

Ν. Βασιλακάκης, Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ (αρθ)Οι χοροί των φοιτητών

(αρθ)/Το φιλολογικό μνημόσυνο του Κωστή Παλαμά (αρθ), 21-22

Τ.Π., Η κίνηση της ΦΕΛ: η ζωή της φοιτητικής λέσχης (αρθ), 22

Μανόλης Αναγνωστάκης, Κριτική του βιβλίου: Ηλία Κατσογιάννη,

«Αντιφεγγίσματα» (αρθ), 22-23

Της Σύνταξης, Ο τύπος / Νέα βιβλία / Αλληλογραφία, 23-24

Τεύχος 4

(15 Απρίλη 1944)

Θανάσης Φωτιάδης, Γεράσιμε Ναφτόπουλο (πμ), 81

Νικόλας Νάρβας, Οι καμέλιες (διήγημα) (πζ), 82-83

Γιάννης Ιμβριώτης, Το κωμικό (αρθ), 84-86

Μίνα Γεωργίου, Στον αδερφό μου (πμ), 87

Α. Βακαλόπουλος, Φιλελληνισμός και Φιλέλληνες (αρθ), 88-89

Από τ΄ αριστουργήματα του λαού μας, «Άνοιξε ο δικός μου ο μπαχτσές»

(πμ), 90

Αντώνιος Σιγάλας, Η δημοτική μας βιβλιοθήκη (αρθ), 91-94 ( )

Μίλτος Κύρου, Έλα κάποιο βράδυ (πμ), 94

Στήλη της φοιτήτριας: Αλίκη Στεφανίδου, άτιτλο (αρθ), 95-96

Μέσα στο δεκαπενθήμερο

Της Σύνταξης, Μια υποχρέωση (αρθ)/Απ’ την Αθήνα (αρθ)/Η επέτειος της

ίδρυσης της Ιατρικής μας Σχολής (αρθ), 97-98

Μ.Κ., Το θεατρικό τμήμα του ΕΟΠ (αρθ), 98

101

Της Σύνταξης, Εκπολιτιστική ζωή: η χορωδία του ραδιοφωνικού σταθμού

(αρθ)/Το καλλιτεχνικό και ψυχαγωγικό τμήμα του ΕΟΧ Αγίου Μηνά

(αρθ)/Μια παράσταση του προτύπου κουκλοθεάτρου (αρθ)/Διαλέξεις κλπ

(αρθ)/Εκπολιτιστική ζωή της επαρχίας (αρθ)/Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ

(αρθ), 99-100

Νικήτας Βενιέρης, Η Α΄ χιουμοριστική έκθεση του ΕΟΠ (αρθ), 101

Χ. Αυγερινός, Κριτική του θεάτρου: Κρατικό Θέατρο, Γκρεγκόριο και

Μαρία Μαρτινέθ Σιέρρα, «Το τραγούδι της κούνιας» (αρθ), 101-102

Μανόλης Αναγνωστάκης, Κριτική του βιβλίου: Νίκου Γκάτσου,

«Αμοργός» (αρθ), 102-104/Αλληλογραφία, 10

Τεύχος 5

(1 Μάη 1944)

Νίκος Αποστολίδης, Τελευταία επιφώνηση (πμ), 105-106

Γιώργος Βακαλό, Η σχολή της αυθόρμητης ζωγραφικής (Peintre Naifs)

(αρθ), 107-110

Φίλιππος Καρακώστας, Το πάθος μου (πζ), 111-112

Της Σύνταξης, Η έρευνά μας (αρθ), σ. 113

Στ. Φλόγας, Μπαλάντα του Δάσους (πμ), 114

Αριστ. Μάνεσης, Το πνευματικό δράμα της Μεσοπολεμικής Εποχής (αρθ),

115-118

Της Σύνταξης, Από τ’ αριστουργήματα του λαού μας, «Ήλιε μου κυρ Ήλιε

μου» (πμ), «Μανιάτικα μοιρολόγια» (πμ), 119 [Από τη Συλλογή

Σταυρούλας Π. Ραζέλου, 1870]

Γ. Σταμπολης, Τα υπερβραχέα κύματα στην καταπολέμηση των

κουνουπιών (αρθ), 120-122

Η. Θρακιώτης, Επιστροφή (πμ), 122

102

Μέσα στο δεκαπενθήμερο

Της Σύνταξης, Λίγες στιγμές με τον Υπουργό της Παιδείας κ. Λούβαρη

(αρθ)/Τιμητικές προσφορές (αρθ)/Ακόμα ένα γράμμα από την Αθήνα (αρθ),

123

Νίκος Ζαχόπουλος, Η κίνηση της ΦΕΛ (αρθ), 123-124

Της Σύνταξης, Εκπολιτιστική ζωή: Η γιορτή της ΦΕΛ (αρθ)/Η πασχαλινή

γιορτή του ΕΟΠ (αρθ)/Η έκθεση των αποφοίτων του ΠΣΠΟ (αρθ), 125-126

Νικήτας Βενιέρης, Η έκθεση των αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου

(αρθ), 127

Της Σύνταξης, Ο τύπος/ Νέα βιβλία/ Αλληλογραφία, 127-128

Τεύχος 6-7

( 1 και 15 Ιούνη 1944)

Σταύρος Βαβούρης, «Σοφίας Κρίματα» (πμ), 129

Αγ. Γ. Τσοπανάκης, Η επέκταση της δημοτικής στην επιστήμη και τα

σχετικά προβλήματα (αρθ), 130-135 ( )

Αντώνης Ζαχαρόπουλος, Ελεγείο (πμ), 135

Θ. Παπαγεωργίου, άτιτλο (απάντηση στην έρευνα που ξεκίνησε από το

προηγούμενο τεύχος) (αρθ), 136-138

Guillaume Apollinaire/[Μ. Αναγνωστάκης], 3 ποιήματα: Η Αναχώρηση

(πμ), Το μέλλον (πμ), Σκιά (πμ), 138-139

Ελένη Βακαλό, Η ψυχαγωγία και το παιδί (αρθ), 140-142

Γιάννης Πρωτάνθης, Γιατί; (πμ), 142

103

Μέσα στο δεκαπενθήμερο

Της Σύνταξης, Η τιμή του «Ξεκινήματος» (αρθ)/Ένα προοδευτικό Ίδρυμα

(αρθ), 143

Πολυζώης Πολυζωΐδης, Η έκθεση των αποφοίτων του ΠΣΠΘ (αρθ), 143-

144

Νίκος Ζαχόπουλος, Η κίνηση της ΦΕΛ (αρθ), 144-146

Της Σύνταξης, Εκπολιτιστική ζωή: Η έκθεση του Ασύλου (αρθ)/Το μουσικό

πρωινό του ΕΟΠ (αρθ)/Το παιδικό θέατρο (αρθ), 146-147/Ζωή και κίνηση του

ΕΟΠ (αρθ), 147-148

Νικήτας Βενιέρης, Αριστοφάνη «Νεφέλες»-Θίασος Καλλιτεχνικής

Εταιρίας (αρθ), 148-149/Δύο καλλιτεχνικές εκθέσεις: Α΄. Η έκθεση Γιάκου -

Κασόλα- Γεωργιάδη-Τσιμένη (αρθ), 149-150/Β΄. Έκθεση Βακαλό- Λεφάκη -

Παραλή - Ρέγκου (αρθ), 151-152/ Νέα βιβλία, 152/Αλληλογραφία, 152

Τεύχος 8

(15 Ιούλη 1944)

Κωστής Παλαμάς, από τα «Παράκαιρα» (πμ), 153

Όμηρος Γεωργιάδης, Η λαϊκή κατοικία (αρθ), 154-158

Κ. Αλεξανδρίδης, Βιταμίνες (Ζωαμίνες) (αρθ), 159-161

Κ. Κιτσίκης, Από τον εναρκτήριο λόγο του Πρύτανη του Ε.Μ. Πολυτεχνείου

κ. Ν. Κιτσίκη (αρθ), 161-163

Α. Παπάζογλου, Ελονοσία και φυματίωση (αρθ), 163-164 ( )

Αγ. Γ. Τσοπανάκης, Η επέκταση της δημοτικής στην επιστήμη και τα

σχετικά προβλήματα (αρθ), 164-169 ( )

Α.Σ. Μισίρογλου, Λησμονημένοι στίχοι: Σε μια τσιγγάνα (πμ), 169

Μέσα στο δεκαπενθήμερο

104

Της Σύνταξης, Τιμητικές προσφορές (αρθ), Σχόλια (αρθ), 170

Γιάννης Τσιάρας, Φοιτητές μας (αρθ), 170-171

Κλείτος Κύρου, Αγαπητό «Ξεκίνημα» (αρθ), 171-172

Της Σύνταξης, Το Λύκειο Ελληνίδων (αρθ), 172-173

Κ. Κοκοβίνης, Η κίνηση του Υγειον. Τμήματος (αρθ), 173-174

Της Σύνταξης/ Νίκος Ζαχόπουλος, Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ (αρθ), 174-

175/Η κίνηση της ΦΕΛ (αρθ), 175-176/Αλληλογραφία, 176

Τεύχος 9-10

(30 Ιούλη-30 Σεπτέμβρη 1944)

Ελένη Βακαλό, Τραγούδι της ώριμης μέρας (πμ), Βραδυνό (πμ), 177

Αντρέας Σκιαδάς, Αγάπη (πζ), 178-180

Αποστ. Βακαλόπουλος, Η ιστορική θεμελίωση της «Βαβυλωνίας» του Δ.Κ.

Βυζάντιου (αρθ), 181-182 ( )

Fedrico Garcia Lorca/[Κλείτος Κύρου], Ψυχή φεβγάτη (πμ), 183

Θ. Ξάνθος, Από το 1821 στη Μακεδονία (αρθ), 184-185

Της Σύνταξης, Λιανοτράγουδα (πμμ), 185 [Από τη «Σκύρο» της Ν.

Περδίκα]

Αγ. Γ. Τσοπανάκης, Η επέκταση της δημοτικής στην επιστήμη και τα

σχετικά προβλήματα (αρθ), 186-188 ( )

Α. Παπάζογλου, Ελονοσία και φυματίωση (αρθ.), 189-190 ( )

Π. Α. Μακρής, από τους «Στοχασμούς» (πμ), 190

Μέσα στο δεκαπενθήμερο

Της Σύνταξης, Σχόλια (αρθ), 191-192

Δ. Γεωργόπουλος, Ο αθλητισμός στην πόλη μας (αρθ), 192-194

Α., Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ (αρθ), 194-195

105

Νίκος Ζαχόπουλος, Η κίνηση της ΦΕΛ (αρθ), 195-196

Κ.Κ. (Κ. Κοκοβίνης), Η κίνηση του Υγειον. Τμήματος (αρθ), 196-197

Β.Γ., Μια αλησμόνητη παράσταση του ΕΟΠ: «Τ’ αρραβωνιάσματα» του

Μπόγρη (αρθ), 197-198

Μανόλης Αναγνωστάκης, Κριτική του βιβλίου: Γιάννη Τρίκκη, «Το βιβλίο

της ερωμένης» (αρθ), 198/Π. Παπαδάκης-Σ. Κούλης, «Πρώτοι στίχοι» (αρθ),

198-199

Νικήτας Βενιέρης, Ι. Βασιλείου, «Η λαϊκή κατοικία», Αθήνα, 1944 (αρθ),

199/Νέα βιβλία, 199/Αλληλογραφία, 199-200

Τεύχος 11-12

(1 και 15 Οχτώβρη 1944)

Τάκης Σινόπουλος, Ημέρα θαλασσινή (πμ), 201-202

Θανάσης Φωτιάδης, «Μονολιθικά» (απόσπασμα) (πμ), 202

Αλέκος Καζίδης, Η ανοικοδόμηση του υπαίθρου (αρθ), 203-206

Της Σύνταξης, Δημοτικά τραγούδια (πμμ), 206

Γ. Δημητρίου, Από τη συμβολή της Μακεδονίας στην Επανάσταση του 1821

(αρθ), 207

Της Σύνταξης, από τον «Επιτάφιο» του Περικλή, 208 [από τη μετάφραση

του Ι. Κακριδή]

Στεφ. Μακρίδης, Ο Παλαμάς για τους αρχαίους (αρθ), 209-210

Θ. Ξάνθος, Η εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (αρθ), 211-214

Γιάννης Βηλαράς, Γαλανή Σύνθεση (πμ), 214

Αποστ. Βακαλόπουλος, Η ιστορική θεμελίωση της «Βαβυλωνίας» του Δ.Κ.

Βυζάντιου (αρθ), 215-216 ( )

106

Μέσα στο δεκαπενθήμερο

Της Σύνταξης, Κλείνοντας τον πρώτο τόμο (αρθ), 217-218

Χ. Μαρόπουλος, Αντί κριτικής για δύο καλλιτεχνικές εκθέσεις (αρθ), 218-

219/Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ (αρθ), 219-220

Νίκος Ζαχόπουλος, Η κίνηση της ΦΕΛ (αρθ), 220-222

Δ. Παππάς, Η κίνηση του Υγειον. Τμήματος (αρθ), 222

Νικήτας Βενιέρης, Κριτική του βιβλίου: Άγγελου Προκοπίου, «Το

εικοσιένα στη λαϊκή ζωγραφική», Αθήνα, 1940 (αρθ), 223/Νέα βιβλία,

224/Αλληλογραφία, 224

Πανηγυρική Εκδοση

(Οχτώβρης 1944)

[Ανυπόγραφο], Γιορτή Λευτεριάς (αρθ), 1-3

Κωστής Παλαμάς, «Παράκαιρα» (απόσπασμα) (πμ), 3

Αντ. Σιγάλας/Δ. Καββαδάς/Γιώργος Τενεκίδης, Οι καθηγητές του

Πανεπιστημίου χαιρετάνε τη λευτερωμένη νεολαία (αρθ), 4-6

[Ανυπόγραφο], Δημοτικό ποίημα (πμ), 6

Θανάσης Φωτιάδης, Νικητήριο (πμ), 7

Γρηγόρης Φιδάς, Εφιάλτες (αθρ), 8-9

Πέτρος Θαλασσινός, Του έπους προβαίνουν…(πμ), 9

Φανή Δημαρά, Λεύτερη Νέα (αρθ), 10

Συμμαχική ποίηση

Walt Whitman, «Φύλλα της Χλόης» (απόσπασμα) (πμ), 11

Ρήγας Φεραίος, «Θούριος» (απόσπασμα) (πμ), 12-13

Ντέμιαν Μπέντυ [Demyan Bedny], Ολοταχώς! (πμ), 12-13

Miroslv Kraleza, Ο πόλεμος (πμ), 12-13

107

John Mc Crae, Στους κάμπους της Φλάντρας (πμ), 14

J. Masefield, Καθαγίαση (πμ), 14

[Ανυπόγραφο], Από τον κώδικα της λαϊκής αυτοδιοίκησης (αρθ), 15-18

[Ανυπόγραφο], Από τον «Επιτάφιο» του Περικλή, 18 [από τη μετάφραση

του Ι. Κακριδή]

Γ. Δημητρίου, Για ένα καινούργιο Πανεπιστήμιο (αρθ), 19-20

Σ. Λεοντιάδης, Για τον προοδευτικό εκπολιτισμό (αρθ, ελλιπές)

Σ. Μακρίδης, Το πρόσταγμα ενός ποιητή (αρθ, ελλιπές)

Τόμος Β΄

Τεύχος 1

(Νοέμβρης 1944)

Πάνος Δημητρίου, Για καινούργιους δρόμους (αρθ), 1-3

Γ. Κοτζιούλας, Καραϊσκάκηδες (πμ), 4-5

Γιάννης Ιμβριώτης, Τα ιδανικά της νεολαίας (αρθ), 6-13

Πάνος Θασίτης, Τίτο! Τίτο! (πμ), 14-15

Pearl Buck/[Κλείτος Κύρου], Ο καινούργιος δρόμος (πζ), 16-24

[Ανυπόγραφο], Τραγούδια του λαού μας (πμ), 25-30

Κ. Δ. Σωτηρίου, Το εκπαιδευτικό μας πρόβλημα (αρθ), 31-32

Jules Supervielle /[Αλέκος Φωκάς], Ποιήματα, 33

Πέτρος Κατάκαλος, Χρονικά της ιστορίας μας (αρθ), 34-35

Alan Seeger/[Κ.Κ.], Έχω ένα ραντεβού με το θάνατο (πμ), 35

Μ. Στεφανίδης, Προπαγάνδα και Τέχνη (αρθ), 36-37

Θανάσης Παπαδόπουλος, Για τον ΕΟΠ και τον αγώνα των φοιτητών

(αρθ), 38-40

Πανταζής Στοΐλης, Το τραγούδι των παληκαριών που πέθαναν (πμ), 41

108

Γ. Βαλέτας, Εκλαΐκευση (αρθ), 42-43

Κάθε μήνα

[Ανυπόγραφο], Σχόλια (αρθ), 44-45

[Ανυπόγραφο], Εκπολιτιστική ζωή (αρθ), 45-47

Θ.Φ., Τα ελαφρά θέατρα (αρθ), 47

[Ανυπόγραφο], Το θέατρο στην Αθήνα (αρθ), 47-48

[Ανυπόγραφο], Καινούργια βιβλία, 48

[Ανυπόγραφο], Περιοδικά-εφημερίδες, 48

109

Κατάλογος Ελλήνων συγγραφέων

Ο κατάλογος περιλαμβάνει τους Έλληνες συγγραφείς, τακτικούς και

έκτακτους, που συνεργάζονται με το περιοδικό. Δεν περιλαμβάνονται τα

άρθρα που φέρουν την υπογραφή της Σύνταξης και αυτό έγινε γιατί

υπάρχει αδυναμία ταύτισης του πραγματικού συγγραφέα του άρθρου.

Παρόλο που αρχισυντάκτης του περιοδικού είναι ο Μανόλης

Αναγνωστάκης, η Συντακτική Επιτροπή που διευθύνει το περιοδικό

παραμένει άγνωστη και σίγουρα δεν αντιπροσωπεύεται από ένα

πρόσωπο. Εξαιρείται ένα μόνο άρθρο με τίτλο Σύνταξης, της που

διαπιστώθηκε έπειτα από διασταύρωση στοιχείων ότι ανήκει στον

Γεώργιο Καφταντζή, ένα από τα ιδρυτικά μέλη του περιοδικού.

Όσον αφορά τους τακτικούς και έκτακτους συνεργάτες, οι μεν πρώτοι

σημειώνονται με χαρακτήρες έντονους ενώ οι δεύτεροι παρατίθενται με

απλούς. Αυτό έγινε ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει ποιοι είναι

οι πιο συχνά απαντώμενοι συγγραφείς στο περιοδικό και να διευκολύνει

τόσο την αναγνώριση των θεμάτων με τα οποία ασχολούνται όσο και τα

βασικά στελέχη του περιοδικού που κίνησαν και την διαδικασία

κυκλοφορίας τους. Ως τακτικοί θεωρήθηκαν οι συγγραφείς που

εμφανίζονται 3 και παραπάνω φορές στα τεύχη, που αντιστοιχεί σε ένα

ποσοστό του 30% επί του συνολικού αριθμού των τευχών. Επειδή στον

κατάλογο τα ονόματα παρατίθενται πρώτα ανάλογα με το πώς

απαντώνται μέσα στο περιοδικό και έπειτα στις αγκύλες σημειώνεται το

πραγματικό τους όνομα, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει και ονόματα

υπογραμμισμένα που ανήκουν στους τακτικούς συγγραφείς μεν αλλά δεν

δημοσίευσαν με το ίδιο όνομα ξανά. Αυτό έγινε για να φανεί το σύνολο

της παραγωγής των τακτικών συγγραφέων.

Στο τέλος της πρώτης ενότητας παρατίθενται οι αρχαίοι συγγραφείς

καθώς και τα τεύχη που περιλαμβάνουν δημοτικά τραγούδια ή ποίηση.

Σημ.: ΠΕ= Πανηγυρική έκδοση (τεύχος Οχτώβρη 1944)

110

Αλφαβητική κατάταξη των συνεργατών του περιοδικού

Α

Α., Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ (αρθ), 9-10, 194-195

Αγγελακόπουλος Ιωάννης, Ανοιξιάτικες απορίες (πμ), 1, 22-23

Αλεξανδρίδης Κ. Βιταμίνες (Ζωαμίνες) (αρθ), 8, 159-161

Αναγνωστάκης Μανόλης, Η κριτική του βιβλίου: Θανάση Φωτιάδη,

«Νοτιές»: ποιήματα (αρθ), 1, 30-32 / Η κριτική του βιβλίου: Τ. Αθανασιάδης,

«Θαλασσινοί προσκυνητές» (αρθ), 2, 23-24 / Απροσδιόριστη χρονολογία (πμ),

3, 17 / Η κριτική του βιβλίου: Ηλίας Κατσογιάννης, «Αντιφεγγίσματα» (αρθ),

3, 22-23 / Η κριτική του βιβλίου: Νίκος Γκάτσος, «Αμοργός» (αρθ), 4, 102-104

/ Guillame Apollinaire, 3 ποιήματα: Η Αναχώρηση, Το μέλλον, Σκιά (πμ, μτφ),

6-7, 138-139 / Η κριτική του βιβλίου: Γιάννης Τρίκκης, «Το βιβλίο της

ερωμένης» (αρθ), 9-10, 198 / Η κριτική του βιβλίου: Π. Παπαδάκης-Σ.

Κούλης, «Πρώτοι στίχοι» (αρθ), 9-10, 198-199

Αποστολίδης Νίκος, Τρικυμία (πζ), 2, 3-5 / Τελευταία επιφώνηση (πμ), 5,

105-106

Αυγερινός Χ., Κριτική θεάτρου: Κρατικό Θέατρο, Γκρεγκόριο και Μαρία

Μαρτινέθ Σιέρρα, «Το Τραγούδι της κούνιας» (αρθ), 4, 101-102

Β

Βακαλό Γιώργος, Η σχολή της αυθόρμητης ζωγραφικής (Peintre Naifs) (αρθ),

5, 107-110

Βακαλό Ελένη, Η ψυχαγωγία και το παιδί (αρθ), 6-7, 140-142 / Τραγούδι της

ώριμης μέρας (πμ), Βραδυνό (πμ), 9-10, 177

Βακαλόπουλος Αποστ., Φιλελληνισμός και Φιλέλληνες (αρθ), 4, 88-89 / Η

ιστορική θεμελίωση της «Βαβυλωνίας» του Δ.Κ. Βυζάντιου (αρθ), 9-10, 181-

182 και 11-12, 215-216

111

Βασιλακάκης Ν., Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ (αρθ), 3, 21-22

Βαβούρης Σταύρος, Σοφίας κρίματα (πμ), 6-7, 129

Βαλέτας Γ.(ιώργος), Εκλαΐκευση (αρθ), Β΄1, 42-43

Βενιέρης Νικήτας (=Θανάσης Φωτιάδης), Η Α΄ χιουμοριστική έκθεση του

ΕΟΠ (αρθ), 4 ,101 / Η έκθεση των αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου

(αρθ), 5, 127 / Αριστοφάνη, «Νεφέλες»-Θίασος Καλλιτεχνικής Εταιρίας

(αρθ), 6-7, 148-149 / Δύο καλλιτεχνικές εκθέσεις: Α΄. Η έκθεση Γιάκου-

Κασόλα-Γεωργιάδη-Τσιμένη (αρθ), 6-7, 149-150, Β΄. Έκθεση Βακαλό-Λεφάκη-

Παραλή-Ρέγκου (αρθ), 6-7, 151-152 / Ι. Βασιλείου, «Η λαϊκή κατοικία»,

Αθήνα, 1944 (αρθ), 9-10, 199 / Άγγελου Προκοπίου, «Το εικοσιένα στη λαϊκή

ζωγραφική», Αθήνα, 1940 (αρθ), 11-12, 223

Βηλαράς Γιάννης (= Ιωαννίδης Γ.Β.), Γαλανή Σύνθεση (πμ), 11-12, 214

Γ

Γ.Β., Μια αλησμόνητη παράσταση του ΕΟΠ: «Τ’ αρραβωνιάσματα» του

Μπόγρη (αρθ), 9-10, 197-198

Γεωργιάδης Όμηρος, Η λαϊκή κατοικία (αρθ), 8, 154-158

Γεωργίου Μίνα, (άτιτλο) [στη μόνιμη Στήλη της Φοιτήτριας] (αρθ), 1, 24 /

(άτιτλο) [στη μόνιμη Στήλη της Φοιτήτριας] (αρθ), 2, 17-18 / Στον αδερφό

μου (πμ), 4, 87

Γεωργόπουλος Δ., Ο αθλητισμός στην πόλη μας (αρθ), 9-10, 192-194

Δ

Δημαρά Φανή (=Μανόλης Αναγνωστάκης), Λεύτερη Νέα (αρθ), ΠΕ, 10

Δημητρίου Γ., Από τη συμβολή της Μακεδονίας στην Επανάσταση του 1821

(αρθ), 11-12, 207 / Για ένα καινούργιο πανεπιστήμιο (αρθ), ΠΕ, 19-20

Δημητρίου Πάνος, Για καινούργιους δρόμους (αρθ), Β΄1, 1-3

112

Ζ

Ζαχαρόπουλος Αντ., Βρυκόλακες (πμ), 2, 16 / Ελεγείο (πμ), 6-7, 135

Ζαχόπουλος Νίκος, Η κίνηση της ΦΕΛ (αρθ), 6-7, 144-146 / Η κίνηση της

ΦΕΛ (αρθ), 8, 175-176 / Η κίνηση της ΦΕΛ (αρθ), 9-10, 195-196 / Η κίνηση της

ΦΕΛ (αρθ), 11-12, 219-220

Θ

Θαλασσινός Πέτρος, Του έπους προβαίνουν… (πμ), ΠΕ, 9

Θασίτης Πάνος, Έτσι είναι πάντα (πμ), Στον Μ Α-ΚΙ (πμ), 1, 23

Θρακιώτης Η. (=Γαργάλας Ηλίας), Ανοιξιάτικο (πμ), 1, 22 / Ιστορία ενός

θανάτου (πζ), 3, 2-5 / Επιστροφή (πμ), 5, 122

Ι

Ιμβριώτης Γιάννης, Το κωμικό (αρθ), 4, 84-86 / Τα ιδανικά της νεολαίας

(αρθ), Β΄,

6-13

Κ

Κ.Μ., Το θεατρικό τμήμα του ΕΟΠ (αρθ), 4, 98

Καββαδάς Δημ., Σαν πρόλογος (αρθ), 1, 1-2 / (λόγος προς) τη λευτερωμένη

νεολαία (αρθ), ΠΕ, 5

Καζίδης Αλέκος, Η ανοικοδόμηση του υπαίθρου (αρθ), 11-12, 203-206

Καρακώστας Φίλιππος, Το πάθος μου (πζ), 5, 111-112

Καρανίκας Δημήτρης, Η σωφρονιστική προσπάθεια στην Ελλάδα μετά

την απελευθέρωση του 1821 (αρθ), 1, 14-17 και 2, 6-7 και 3, 11-12

Κατάκαλος Πέτρος, Χρονικά της ιστορίας μας (αρθ), Β΄1, 34-35

Κιτσίκης Κ., (εναρκτήριος λόγος) (αρθ), 8, 161-163

Κοκκοβίνης Κ., Η κίνηση του Υγειον. Τμήματος (αρθ), 8, 173-174 και 9-10,

196-197

113

Κοτζιούλας Γ(ιώργος), Καραϊσκάκηδες (πμ), Β΄1, 4-5

Κύρου Κλείτος, Αγαπητό «Ξεκίνημα» (αρθ), 8, 171-172 / Federico Garcia

Lorca, «Ψυχή φεβγάτη» (πμ μτφ), 9-10, 183 / Pearl Buck, «Ο καινούργιος

δρόμος» (πζ μτφ), Β΄1, 16-24 / Alan Seeger, «Έχω ένα ραντεβού με το θάνατο»

(πμ μτφ), Β΄1, 35

Κύρου Μίλτος, Έλα κάποιο βράδυ (πμ), 4, 94

Λ

Λεοντιάδης Σ., Για τον προοδευτικό εκπολιτισμό (αρθ, λείπει μέρος του

άρθρου), ΠΕ

Μ

Μακρής Π.Α., Στοχασμοί (πμ, απόσπαμα), 9-10, 190

Μακρίδης Στεφ., Ο Παλαμάς για τους αρχαίους (αρθ), 11-12, 209-210 / Το

πρόσταγμα ενός ποιητή (αρθ, λείπει μέρος του άρθρου), ΠΕ

Μανιάτη Καίτη, (άτιτλο) [στη μόνιμη Στήλη της Φοιτήτριας] (αρθ), 3, 18-19

Μάνεσης Αριστ., Το πνευματικό δράμα της Μεσοπολεμικής Εποχής (αρθ),

5. 115-118

Μαρόπουλος Χ., Αντί κριτικής για δυο καλλιτεχνικές εκθέσεις (αρθ), 11-12,

218-219 / Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ (αρθ), 11-12, 210-220

Μισίρογλου Α.Σ., Λησμονημένοι στίχοι: Σε μια τσιγγάνα (πμ), 8, 169

Ν

Νάρβας Νικόλας (=Πάνος Θασίτης), Ύμνος (πμ), Απαντοχή (πμ), 3, 19 / Οι

καμέλιες (διήγημα) (πζ), 4, 82-83

Νίκης Αντώνης (=Δαμασκίνης Αντώνης), Νιότη (πμ), 3,6

114

Ξ

Ξάνθος Θ. (=Παπαδόπουλος Θανάσης), Από το 1821 στη Μακεδονία (αρθ),

9-10, 184-185

Ο

Οικονόμου Ν., Για σένα (πμ), 2, 5

Π

Παλαμάς Κωστής, Δουλευτής (πμ), Θεσσαλονίκη (πμ), Δεκατετράστιχα

(πμ), Δωδεκάλογος του Γύφτου (πμ), Αγάπη (πμ) [αποσπάσματα από την

ποίηση του Κωστή Παλαμά], 1, 10-13 / Παράκαιρα (πμ, απόσπασμα), 8, 153

/ Παράκαιρα (πμ, απόσπασμα), ΠΕ, 3

Παπαγεωργίου Θ., (άτιτλο) [απαντητικό άρθρο στην έρευνα που ξεκινά το

περιοδικό από το 5ο τεύχος], 6-7, 136-138

Παπαδόπουλος Θαν., Επιστήμη, γλώσσα και ζωή (αρθ), 1, 20-21 /

Εκπαιδευτικά ζητήματα (αρθ), Η Δημοτική Βιβλιοθήκη (αρθ) 1, 25-26 /

Rainer Maria Rilke, Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή (απόσπασμα από το πρώτο

γράμμα) (πζ μτφ), 2, 15-16 / Για τον ΕΠΟΝ και τον αγώνα των φοιτητών

(αρθ), Β΄1, 38-40

Παπαδόπουλος Τ., Η κίνηση της ΦΕΛ (αρθ), 1, 26-28 / Η κίνηση της ΦΕΛ

(αρθ), 2,21 / Η κίνηση της ΦΕΛ: η ζωή της Φοιτητικής Λέσχης (αρθ), 3, 22

(εδώ υπογράφει ως Τ.Π.)

Παπάζογλου Α., Ελονοσία και φυματίωση (αρθ), 8, 163-164 και 9-10, 189-190

Παππάς Δ., Η κίνηση του Υγειον. Τμήματος (αρθ), 11-12, 222

Παραλίκας Βίκτωρ, Το αξίωμα της αιτιότητας και η αρχή της αβεβαιότητας

στη φυσική (αρθ), 2, 9-15

Παρθένης Γιώργος (= Καφταντζής Γιώργος), Το τραγούδι της χαράς (πμ),

1, 5 / Άνοιξη (πμ), 3, 1

115

Πετρής Γιώργος (= Καφταντζής Γιώργος) , Ανάμεσα στην αγάπη και το

θάνατο (πζ), 1, 6-8

Πολυζωίδης Πολυζώης, Η έκθεση των αποφοίτων του ΠΣΠΘ (αρθ), 6-7,

143-144

Πρωτάνθης Γιάννης, Γιατί; (πμ), 6-7, 142

Σ

Σιγάλας Αντώνιος, Η ευχή μας (αρθ), 2, 1 / Η δημοτική μας βιβλιοθήκη: οι

αρχές των κοινοτικών ή σχολικών βιβλιοθηκών στη Νεώτερη Ελλάδα (αρθ),

3, 7-10 και 4, 91-94 / (λόγος προς) τη λευτερωμένη νεολαία (αρθ), ΠΕ, 6

Σινόπουλος Τάκης, Ημέρα θαλασσινή (πμ), 11-12, 201-202

Σκιαδάς Ανδρέας, Αγάπη (πζ), 9-10, 178-180

Σταματίου Βάσω, Ο δρόμος της ζωής (πμ), 1, 21 / Άγονες ώρες (πμ), 2, 18

Σταμπόλης Γ., Τα υπερβραχέα κύματα στην καταπολέμηση των

κουνουπιών (αρθ), 5, 120-122

Στεφανίδης Μ., Προπαγάνδα και Τέχνη (αρθ), Β΄1, 36-37

Στεφανίδου Αλίκη, (άτιτλο) [στη μόνιμη Στήλη της Φοιτήτριας] (αρθ), 4,

95-96

Στοΐλης Πανταζής, Το τραγούδι των παληκαριών που πέθαναν (πμ), Β΄1, 41

Σύνταξης, της (=Γιώργος Καφταντζής), Στη μνήμη του Κωστή Παλαμά

(αρθ), 1, 9-13

Σωτηρίου Δ.Κ., Το εκπαιδευτικό μας πρόβλημα (αρθ), Β΄1, 31-32

Τ

Τενεκίδης Γιώργος, (λόγος προς) τη λευτερωμένη νεολαία (αρθ), ΠΕ, 5-6

Τσαλουχίδης Γιάννης, Ζωή και κίνηση του ΕΟΠ (αρθ), 1, 28-30 / Ζωή και

κίνηση του ΕΟΠ (αρθ), 2, 20-21

Τσιάρας Γιάννης, Φοιτητές μας (αρθ), 170-171

116

Τσοπανάκης Αγ. Γ., Η επέκταση της δημοτικής στην επιστήμη και τα

σχετικά προβλήματα (αρθ), 6-7, 130-135 και 8, 164-169 και 9-10, 186-188

Φ

Φεραίος Ρήγας, Θούριος (πμ, απόσπασμα), ΠΕ, 12-13

Φιδάς Γρηγόρης, Εφιάλτες (αρθ), ΠΕ, 8-9

Φλόγας Στ., Μπαλάντα του Δάσους (πμ), 5, 114

Φωκάς Αλέκος (=Κύρου Κλείτος), Jules Superville: ποιήματα (πμ μτφ,

απόσπασμα), Β΄1, 33

Φωτιάδης Θανάσης, Ο καταρράχτης (πμ), 2, 2 / Ο ποιητής Οδυσσέας

Ελύτης (αρθ), 3, 14-17 / Γεράσιμε Ναφτόπουλο (πμ), 4, 81 / Μονολιθικά (πμ,

απόσπασμα), 11-12, 202 / Νικητήριο (πμ), ΠΕ, 7 / Τα ελαφρά θέατρα (αρθ),

Β΄1, 47

Θουκυδίδης, «Επιτάφιος» (αποσπάσματα), 11, 208 και ΠΕ, 18

Δημοτικά τραγούδια-δημοτική ποίηση, 1, 18-19 / 2, 8 / 3, 13 / 4, 90 / 5, 119 / 9-

10, 185/ 11-12, 206/ ΠΕ, 4/ Β΄1, 29-30

117

Κατάλογος ξένων συγγραφέων

Στους ξένους συγγραφείς περιλαμβάνονται οι μεταφραζόμενοι από

συνεργάτες του περιοδικού και όσων τα ποιήματα παρουσιάζονται στα

τεύχη. Το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφέων αυτών δε φέρνει υπογραφή

και μ’ αυτό εννοείται ότι συμβουλεύονται μια έκδοση των ποιημάτων που

έχει κυκλοφορήσει μέχρι την περίοδο εκείνη. Όπου ο μεταφραστής είναι

γνωστός, σημειώνεται μέσα σε αγκύλες. Το όνομα του συγγραφέα

καταχωρείται έτσι όπως είναι καθιερωμένος, ασχέτως εάν στο περιοδικό

μας δίνεται το όνομά του μεταγραφημένο στα ελληνικά (αυτό γίνεται

μόνο στην περίπτωση του Μπέντνυ Ντέμιαν, όπου πρώτα εμφανίζεται

στον κατάλογο με το όνομά του στο λατινικό αλφάβητο και μετά σε

παρένθεση έτσι όπως παρουσιάστηκε στο περιοδικό).

Apollinaire, Guillame, Η Αναχώρηση (πμ), Το μέλλον (πμ), Σκιά (πμ) [μτφ

Μανόλης Αναγνωστάκης], 6-7, 138-139

Buck, Pearl S., Ο καινούργιος δρόμος (πζ) [ μτφ Κλείτος Κύρου], Β΄1, 16-24

Crae, John Mac, Στους κάμπους της Φλάνδρας (πμ), ΠΕ, 14

Demyan, Bedny (Μπέντνυ Ντέμιαν), Ολοταχώς ! (πμ), ΠΕ, 12-13

Kraleza, Miroslv, Ο πόλεμος (πμ), ΠΕ, 12-13

Lorca, Frederico Garcia, Ψυχή Φεβγάτη (πμ) [μτφ Κλείτος Κύρου], 9-10, 183

Masefield J.(John Edward), Καθαγίαση (πμ), Πε, 14

Rilke, Rainer Maria, Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή (απόσπασμα από το πρώτο

γράμμα) [μτφ Θανάσης Παπαδόπουλος], 2, 15-16

Superville, Jules, Ποιήματα (πμ, απόσπασμα) [μτφ Αλέκος Φωκάς], ΠΕ, 33

Seeger, Alan, Έχω ένα ραντεβού με το θάνατο (πμ) [μτφ Κ.Κ. (=Κλείτος

Κύρου)], Β΄1, 35

Whitman, Walt, Φύλλα της Χλόης (πμ απόσπασμα), ΠΕ, 11

118

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλεξάνδρα Κ. Μπουφέα, Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής,

Σοκόλης, Αθήνα, 2006

Οντέτ Βαρών-Βασάρ, Ελληνικός νεανικός τύπος (1941-1945)

καταγραφή, τόμ. Α’ και Β’, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας,

Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα, 1987

Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η

πρόσληψή της στους δύστηνους καιρούς (1941-1944), τόμος Γ’,

Καστανιώτης, Αθήνα, 20031

Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία

1940-1950, Πόλις, [Αθήνα], [2005]

Γιώργος Καφταντζής, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στον καιρό

της κατοχής, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1998

Γιώργος Αναστασιάδης, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

αφηγείται την ιστορία του (1926-1973), University Studio Press,

Θεσσαλονίκη, 2003

Οντέτ Βαρών-Βασάρ, «Νεανικές αναζητήσεις στη Θεσσαλονίκη

της Κατοχής. Ο ΕΟΠ και το περιοδικό Ξεκίνημα», περ. Μνήμων,

τόμ. 23, 2001, σσ. 319-338

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της

Θεσσαλονίκης», περ. Διαβάζω, τχ. 128, 9/10/1983, σσ. 49-50

Αργυρίου Αλέξανδρος, «Σύντομες αναφορές σε περιοδικά της

Κατοχής», περ. Διαβάζω, τχ. 58, σ. 40-45

Θανάσης Φωτιάδης, «Η πνευματική αντίσταση στη

Θεσσαλονίκη», περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τομ. ΙΕ΄, τχ. 87-88,

Μάρτιος-Απρίλιος 1962, σσ. 434-442

Θανάσης Φωτιάδης, «Η πολιτιστική Αντίσταση στη Θεσσαλονίκη

(1941-1944)», περ. Διαβάζω, τεύχος 58, 1982, σ. 68-70

Αργυρίου Αλέξανδρος, «Η λογοτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης

τα τελευταία τριάντα χρόνια», περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τόμος

ΙΣΤ΄, αρ. 94-95, 1962, σσ. 390-415

Κ. Πορφύρης, «Η πνευματική αντίσταση με νόμιμα μέσα», περ.

Επιθεώρηση Τέχνης, τόμ. ΙΕ΄, τχ. 87-88, Μαρτ.-Απρ. 1962, σ. 336-

342

Κώστας Κουλουφάκος, «Η αντιστασιακή λογοτεχνία», περ.

Διαβάζω, τεύχος 58, σσ. 46-61

Γιώργος Βελουδής, «Η ελληνική λογοτεχνία στην Αντίσταση

(1940-1944)», στο Μονά-Ζυγά, Δέκα νεοελληνικά μελετήματα,

Γνώση, Αθήνα, 1992, σσ. 63-77

119

Γιώργος Βελουδής, «Η ελληνική λογοτεχνία στην Αντίσταση

(1936-1949)» στο Αναφορές, Φιλιππότης, Αθήνα, 1983, σσ. 82-101

Roger Milliex, «Οι διανοούμενοι της Ελλάδας στην υπηρεσία της

Αντίστασης», περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τόμ. ΙΕ’, τχ. 87-88,

Μάρτιος-Απρίλιος 1962, σσ. 416-433.

Δάλλας Γιάννης, «Η κοινωνική συνείδηση των ποιητών της

Θεσσαλονίκης», περ. Αντί, τχ. 324, σ. 33-40

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Εκδοτική και πνευματική ζωή 1941-

1944», περ. Διαβάζω, τεύχος 58, σσ. 22-28

Στεφάνου Λύντια, «Τα περιοδικά της μεταβατικής περιόδου», στο

Πρακτικά Έκτου Συμποσίου Ποίησης, Γνώση, Αθήνα, 1987

Ξ.Α. Κοκόλης, «Αντιστασιακή ποίηση: Πρόσωπο και Προσωπείο»,

περ. Αντί, τχ. 169, 1981, σσ. 37-41

Σόνια Ιλίνσκαγια, «Η Αντίσταση» στο Η μοίρα μιας γενιάς:

Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην

Ελλάδα, μεταφραστική επιμέλεια Μήτσος Αλεξανδρόπουλος,

Κέδρος, [Αθήνα], [1986], σσ. 15-39

Κώστα Στεργιόπουλου, Περιδιαβάζοντας, τόμος Γ’: Από τη

μεσοπολεμική στη μεταπολεμική πεζογραφία, Κέδρος, Αθήνα,

1994

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Πλάγια και ευθεία μετάβαση από τον

ιδιωτικό στον δημόσιο χώρο», στο Πρακτικά Έκτου Συμποσίου

Ποίησης, Γνώση, Αθήνα, 1987, σσ. 281-291

Vincenzo Rotolo, Τα κυριότερα γνωρίσματα της ελληνικής

αντιστασιακής ποίησης, στο Πρακτικά Έκτου Συμποσίου Ποίησης,

Γνώση, Αθήνα, 1987, σσ. 250-280

Δημ. Γρ. Τσάκωνα, Η Σχολή της Θεσσαλονίκης (Πεζογραφία –

Ποίηση – Δοκίμιο), Liquid Letter, χ.χ.έ.

Δ.Ν. Μαρωνίτης, Πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά:

Αλεξάνδρου – Αναγνωστάκης – Πατρίκιος, Κέδρος, Αθήνα, 1976

Σωτήρη Πατατζή, Ματωμένα Χρόνια. Χρονικά και διηγήματα της

Αντίστασης, Εστία, Αθήνα, [20066]

120