BONANNO M, Aravantinos V., Kalliga K., Pisani M. . Ειδώλια, στέφανοι, μικκύλα,...

32
Κοροπλαστική και μικροτεχνία στον αιγαιακό χώρο από τους γεωμετρικούς χρόνους έως και τη ρωμαϊκή περίοδο Διεθνες ςυνεΔριο στη μνήμη της Ηούς Ζερβουδάκη ΤΟΜΟΣ ΙI

Transcript of BONANNO M, Aravantinos V., Kalliga K., Pisani M. . Ειδώλια, στέφανοι, μικκύλα,...

Κο

ρο

πλ

ας

τιΚ

ΗΚ

αι

ΜιΚ

ρο

τε

χν

ιας

το

να

ιγα

ιαΚ

οχ

ωρ

οα

πο

το

υς

γεω

Με

τρ

ιΚο

χρ

ον

ου

ςε

ως

Κα

ιτ

Ηρ

ωΜ

αϊΚ

Ηπ

ερ

ιοΔ

ο

ISBN: 978-960-87174-4-2

Κ ο ρ ο π λ α σ τ ι κ ήκ α ι μ ι κ ρ ο τ ε χ ν ί αστον αιγαιακό χώρο

από τουςγεωμετρικούς χρόνους

έως και τηρ ωμαϊκή περίο δο

Διεθνες ςυνεΔριο

στη μνήμη τηςΗο ύ ς Ζ ερβ ο υ δ άκη

ΤΟΜΟΣ ΙI

II

exofyllo zervoudaki5II:Layout 1 7/11/14 2:53 PM Page 1

Ηώς Ζερβουδάκη, 1935-2008(Φωτογραφία Μ. Μιχαλάκη-Κόλλια, 1971)

ΔΙεθνεΣ ΣυνεΔρΙΟ

ΣΤη ΜνηΜη ΤηΣ ηΟυΣ ΖερβΟυΔΑΚη

ρόδος, 26-29 νοεμβρίου 2009

ΤΟΜΟΣ ΙI

υ π ο υ ρ Γ ε ι ο π ο λ ι τ ι Σ Μ ο υ Κ Α ι Α θ λ Η τ ι Σ Μ ο υ

τΑΜειο διΑχειριΣΗΣ πιΣτΩΣεΩν ΓιΑ τΗν εΚτελεΣΗ ΑρχΑιολοΓιΚΩν ερΓΩν

επιτροπΗ ΣτερεΩΣΗΣ - ΑνΑΣτΗλΩΣΗΣ ΜνΗΜειΩν ΑΚροπολΗΣ λινδου

Αθήνα 2014

επιμέλεια

Α γ γ ε λ ι κ ή Γ ι α ν ν ι κ ο υ ρ ή

περιεχοΜενΑ

Α. χΑτΖΗδΗΜΗτριου, νεότερα στοιχεία για το κοροπλαστικό εργαστήριο της Καρύστου 9

Μ. χιδιροΓλου, ειδώλια από την εύβοια στο εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.οι ομάδες των θεών και των ηθοποιών 29

Β. ΑρΑΒΑντινοΣ, Μ. ΒονΑννο-ΑρΑΒΑντινου, Κ. ΚΑλλιΓΑ, M. PiSANi, ειδώλια, στέφανοι,μικκύλα αγγεία και λύχνοι. πήλινα αναθήματα σε αγροτικό ιερό στον ορχομενό 45

Β. δ. ΓεΩρΓΑΚΑ, χειροποίητα ειδώλια αρχαϊκών χρόνων από την Ακρόπολητων Αθηνών και το ιερό της νύμφης στη νότια κλιτύ της Ακροπόλεως 69

Α. Ανδρεου, πήλινη κεφαλή γεροντικής μορφής από τις ανασκαφές ι. Μηλιάδηστη νότια κλιτύ. Ένα πορτρέτο φιλοσόφου; 81

Ζ. θεοδΩροπουλου-πολυχρονιΑδΗ, Αναθήματα από τα ιερά του Σουνίου:πήλινα πλακίδια από τους αποθέτες των ιερών της Αθηνάς και του ποσειδώνος 91

Κ. ΜπΑρΑΚAρΗ- ΓλEνΗ, Κοροπλαστική αρχαϊκών χρόνων από το Άργος 107

ε. ΣΑρρh, Σύνολο πήλινων ειδωλίων των ελληνιστικών χρόνων από το Άργος 125

Μ. τΣοyλΗ, Μνημειώδη έργα κοροπλαστικής και πήλινα αναθήματααπό ένα νέο ιερό της ρωμαϊκής Σπάρτης 141

ι. ε. πετροχειλοΣ, πήλινα ανάγλυφα αναθήματα από τα Κύθηρα. πρώτη παρουσίαση 163

A. λεΜπEΣΗ, ο θρήνος στην κρητική κοινωνία της 1ης χιλιετίας 169

λ. πΑπAΖοΓλου-ΜΑνιουδAΚΗ, Ζωόμορφα ρυτά και ειδώλια του τέλους τηςμυκηναϊκής εποχής και των αρχών της εποχής του Σιδήρου στο Αιγαίο και την Κύπρο 185

δ. ΚεχΑΓιΑΣ, πήλινα ειδώλια Σειρήνων από την περιοχή του Αιγαίου:μιξογενή πλάσματα εξ Ανατολής… 195

V. JEAMMET, Du vase à la figurine 207

Β. πΑτΣιΑδΑ, Σύνολο χρυσών κοσμημάτων και αργυρών αγγείωναπό τη νεκρόπολη της ρόδου 219

ο. ΚΑΚΑΒοΓιAννΗ, ειδώλια, κοσμήματα και άλλα μικρά αντικείμενα απότο οικ. πανάγου Β΄ στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης της ρόδου 237

Φ. ΖερΒΑΚΗ, Μαινάδες, Βάκχες, Kαρυάτιδες, Lacaenae Saltantes.χρυσά περίτμητα ελάσματα από την ελληνιστική νεκρόπολη της ρόδου 249

χ. ΦΑντΑουτΣAΚΗ, δείγμα οστεογλυπτικής με ανάγλυφες παραστάσειςτου κύκλου λατρείας της Ίσιδος από τη ροδιακή νεκρόπολη 267

ε. ΚΑνiνιΑ, Αρχαία χρυσά κοσμήματα από την τήλο 293

ε. τρΑΚοΣοποyλου-ΣΑλΑΚiδου, Xρυσά κοσμήματα από την Άκανθοτης Eποχής του Σιδήρου 315

E. ΣτΑΣινοπουλου-ΚΑΚΑρουΓΚΑ (†), οι νησιωτικοί σφραγιδόλιθοιτου εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου 335

ι. π. τουρΑτΣοΓλου, Ἐν παραλίᾳ Βάθειας... , 1901 353

Ει δ ώ λια , σ τ έ φ α ν οι , μ ι κ κ ύ λ α α γ γ εία κ α ι λύ χ ν οι .Πήλι ν α α ν αθ ήμ ατα σ ε α γρ ο τ ι κ ό ιερ ό σ τ ο ν Ορ χ ο μ ε ν ό *

Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

Γενικά εισαγωγικά

Ηανακοίνωση αυτή στοιχειοθετεί μια πρώτη, συνοπτική και κριτική, διαπραγμάτευση των πο-λυπληθών και σημαντικών πήλινων ευρημάτων μιας πρόσφατης ανασκαφής της Αρχαιολογι-

κής Υπηρεσίας (Θ΄ ΕΠΚΑ) σε χώρο αρχαίας λατρείας στην περιοχή του βοιωτικού Ορχομενού(εικ.1)1. Παράλληλα δηλώνει την πρόθεση και θεμελιώνει την προοπτική της μελλοντικής αναλυ-τικής και σφαιρικής δημοσίευσης του συνόλου των αναθημάτων και των λοιπών αρχαιολογικών δε-δομένων, που, από το προκαταρκτικό ακόμη στάδιο της μελέτης τους, αποτιμώνται ως άκρωςενδιαφέροντα.

Η ανασκαφή έλαβε χώρα σε αγρόκτημα ιδιοκτησίας Αναστ. ντόβα-Ζουρνή, στους νοτιοανα-τολικούς πρόποδες του όρους Ακοντίου, περίπου ενάμισυ χιλιόμετρο δυτικά του σημερινού Ορχο-μενού, στη κτηματική περιοχή Γύφτισσα, πάνω ακριβώς στον σημερινό και ίσως και αρχαίο δρόμο,που συνδέει την πόλη με τους οικισμούς Προσήλιο και Ακόντιο και στη συνέχεια με τη χαιρώνεια.

* Η παρούσα συμβολή αποτελεί ελάχιστη αλλά στοργικήπροσφορά μνήμης και τιμής στην αρχαιολόγο Ηώ Ζερ-βουδάκη, που ωφέλησε και παραδειγμάτισε όσους τη γνω-ρίσαμε από κοντά. Το δημοσιευόμενο εδώ κείμενο αποτελείκαρπό της συλλογικής μας προσπάθειας. Κρίναμε ότι στηνεπετειακή αυτή συνάντηση όφειλε να παρουσιαστεί εκ μέ-ρους μας ένα αξιόλογο και σπάνιο σύνολο αναθημάτων,ιδιαίτερα προσφιλών στις επιστημονικές ενασχολήσεις τηςαπούσας, επιφανούς συναδέλφου, έστω και σε προκαταρ-κτική και συνοπτική μορφή, έστω και αν ορισμένα από τασυμπεράσματά μας ενδέχεται να αλλάζουν, καθώς θα προ-χωρεί η μελέτη του πολυάριθμου και σπουδαίου αρχαι-ολογικού υλικού. Θερμότατες ευχαριστίες εκφράζονται,και με την ευκαιρία αυτή, στην Οργανωτική Επιτροπή τουΣυνεδρίου, ιδιαιτέρως στην εκλεκτή συνάδελφο ΑγγελικήΓιαννικουρή, για την ευγενική πρόσκληση και υποδοχήστη Ρόδο, καθώς και για την άψογη φιλοξενία της.

Η μελέτη του αρχαίου Ορχομενού στηρίζεται ακόμη καισήμερα στις παλαιές και βασικές δημοσιεύσεις: Schlie-mann 1881· De RiDDeR 1895· FRaSeR 1898· Bulle -Kunze 1907-1909. Υπάρχουν όμως και νεότερες επιτο-μές και προσθήκες ή επί μέρους συνθέσεις διαφορετικού,κατά περίπτωση, επιπέδου και αξίας: VlaD BoRelli 1963·lauFFeR - hennig 1974· RoeSch 1976· ΠΑΠΑχΑΤΖΗΣ

1981, 220-241· FoSSey 1988, 351-359· FittSchen 1997,394-396. χρήσιμα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία ευ-ρίσκονται και στις ακόλουθες πρόσφατες συνθέσεις ή μο-νογραφίες: ΚΟΥνΤΟΥΡΗ 2008· ΜanieRi 2009, 175-208.SaRRi 2010· ΜΟggi - oSanna 2010, 413-433· ΑΡΑβΑ-νΤινΟΣ 2010, σποράδην. Δυστυχώς μέχρι τούδε απου-σιάζει από τη διεθνή βιβλιογραφία μια ιστορική καιαρχαιολογική σύνθεση των παλαιών και των νέων δεδο-μένων για τον Ορχομενό.

Τα αρχαία κατάλοιπα εντοπίστηκαν ανάμεσα στους πρόποδες του όρους Ακοντίου και στην αρι-στερή όχθη του βοιωτικού Κηφισού, καθώς και στα υπερκείμενα φυσικά άνδηρα, μέσα σε κόγχεςτων βράχων. Είναι τα μόνα οικιστικά και ταφικά σημάδια στον χώρο, αυθεντικοί μάρτυρες της χρή-σης του ανά τους αιώνες. Σε παρωχημένες εποχές, με λιγότερο εντατική εκμετάλλευση των εδα-φικών και υδάτινων πόρων, τα άφθονα πηγαία και ποτάμια ύδατα της περιοχής συντηρούσανπλούσια υδροχαρή βλάστηση που πλαισίωνε το ποτάμι και τις πηγές του, δημιουργώντας ένα όντωςειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον, ανάμεσα στην κατάφυτη ακροποταμιά και τις πετρώδεις υπώρειεςτου βουνού. Η θέση της κοίτης του ποταμού ενδέχεται να άλλαξε με τον καιρό και στο σημείο αυτό,ενώ σταθερά παρέμειναν τα κράσπεδα των κλιτύων και οι αστείρευτες πηγές τους2. Σήμερα τοτοπίο παρουσιάζεται διαφορετικό από την αρχαιότητα, εξακολουθεί όμως να παραμένει ερημικό,όπως ήταν και στα αρχαϊκά χρόνια, όταν πρωτοϊδρύθηκε εκεί το αγροτικό ιερό, που έφεραν στο φωςοι πρόσφατες ανασκαφές.

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

2. Κοντά στο σημερινό δρόμο, 400 περίπου μέτρα πριν απότην ανασκαφή, σώζονται ακόμη αρχαίες κόγχες σκαλι-σμένες στον βράχο του όρους Ακοντίου. Σε μία μάλιστα εξαυτών εικονίζεται μικρή, εγχάρακτη γυναικεία μορφή λα-τρευτικού και αναθηματικού, προφανώς, χαρακτήρα.Ολόκληρη η νοτιοδυτική πλαγιά του βουνού παρουσιάζει

άφθονα, εκμεταλλεύσιμα και σήμερα, πηγαία ύδατα. Ανά-λογη είναι η εικόνα και στους βόρειους πρόποδες τουόρους, εγγύτατα στην πόλη, όπου και σήμερα αναβλύζουνοι «Πηγές των χαρίτων». Οι αστείρευτες αυτές πηγές τρο-φοδοτούν τον Μέλανα ποταμό, που ρέει προς την Κω-παΐδα και την Υλίκη.

Εικ. 1. Ορχομενός. Η πόλη, ο Κηφισός και η περιοχή της ανασκαφής του αγροτικού ιερού στις πλαγιές τουΑκοντίου (επεξ. σχεδ. G. Luglio).

Η ευρύτερη περιοχή βρισκόταν στην επικράτεια (χώραν) του Ορχομενού, πόλης αρχαιότατης τηςβόρειας βοιωτίας, σε επίκαιρη θέση για τις επικοινωνίες μεταξύ βορρά και νότου, για την καλ-λιέργεια των εύφορων παραλίμνιων εδαφών της Κωπαΐδας και για την πολύπλευρη και διαχρονικήεκμετάλλευση των υδατογενών προσόδων της τεράστιας τεναγώδους λεκάνης της3. Οι πολιτικοοι-κονομικές σχέσεις των Ορχομενίων με την ανατολική και δυτική Λοκρίδα, με τη Φωκίδα και, ακόμηβορειότερα, με τη Θεσσαλία ήταν ανέκαθεν στενές. Εξαιτίας μάλιστα των παραπάνω δεσμών, σχέ-σεων, επιδράσεων και συμμαχιών του, καθώς και της δυναμικής παρουσίας του στην πολιτικο-στρατιωτική σκηνή της βοιωτίας της πρώιμης ιστορικής περιόδου, ο Ορχομενός ήλθε από νωρίςσε αντιπαράθεση και ρήξη με την επίσης ισχυρή τότε βοιωτική πόλη, τη Θήβα. Στην αρχή οι σχέ-σεις των δύο αντίζηλων πόλεων έλαβαν τη μορφή ανταγωνισμού και διελκυστίνδας για τη διεκδί-κηση της διαχείρισης των παλαιών και ξακουστών βοιωτικών ιερών, που στην πλειονότητά τουςβρίσκονταν στην παραλίμνια και την παρελικώνια περιοχή και εκτός των άλλων γειτόνευαν μεταξύτους καθώς και με τη χώρα των Ορχομενίων4. Συνέπεια των παραπάνω ήταν και η άρνηση των τε-λευταίων να συμμετάσχουν στην ομοσπονδία των βοιωτικών πόλεων, το Κοινόν των βοιωτών, πουη ίδρυσή του, υπό την ηγεσία των Θηβαίων, τοποθετείται συνήθως και γενικώς στις τελευταίες δε-καετίες του 6ου αι. π.χ. Ο ακριβής χρόνος και τόπος των συγκρούσεων μεταξύ των δύο πόλεων σταπροϊστορικά και τα πρώιμα ιστορικά χρόνια λανθάνει. Αν όμως κρίνει κανείς από την επιμονή της,κατά πολύ μεταγενέστερης σε σχέση με τα αναφερόμενα συμβάντα, αρχαίας παράδοσης τα πρώταπολεμικά επεισόδια τοποθετούνται, γενικώς και ακαθόριστα, στην ΄Υστερη Εποχή του χαλκού, ενώτα κατοπινά χρονολογούνται κατά προσέγγιση στο διάστημα από το δεύτερο μισό του 8ου έως τοτέλος του 6ου αι. π.χ.5. Τα κύρια σημεία επαφής των δύο ισχυρών δυνάμεων της βοιωτίας βρί-σκονταν στις λοφώδεις περιοχές μεταξύ Αλιάρτου-Άσκρης και του όρους Σφιγγίου, προς τις μεθο-ρίους των Θεσπιών και των Θηβών αντιστοίχως, καθώς και προς το Ακραίφνιο και το όρος Πτώο,όπου υπήρχαν τα περίφημα ιερά του Απόλλωνος και του ήρωα Πτώου. Η μυθική γενεαλογία τουτελευταίου συνδεόταν μάλιστα με τη βασιλική δυναστεία του Ορχομενού. ιστορικά πάντως τεκμη-ριωμένες είναι οι δύο επανειλημμένες καταστροφές του Ορχομενού εκ μέρους των Θηβαίων. Ηπρώτη επισυνέβη το 364 π.χ., όταν ακόμη η Θήβα είχε την ηγεμονία της Ελλάδος, και η άλλη το346, αμέσως μετά τη λήξη του δεκαετούς, τρίτου ιερού Πολέμου των Θηβαίων, του Φιλίππου β΄και των συμμάχων τους κατά των Φωκέων, περιοίκων του δελφικού ιερού6.

Ο τρόπος του εντοπισμού του άγνωστου αγροτικού ιερού και των συστατικών στοιχείων του, αρ-χιτεκτονικών καταλοίπων και κινητών ευρημάτων, που προϋποθέτουν τη λατρεία περισσότερωνίσως της μίας θεοτήτων, ήταν αργός και σταδιακός. Kατά καιρούς παραδίδονταν στα μουσεία τηςΕφορείας πολλά και ποικίλα πήλινα αναθήματα, ως επί το πλείστον μικροσκοπικά αγγεία, κυρίως

ΕΙδώΛΙΑ, ΣΤέφΑΝΟΙ, ΜΙΚΚύΛΑ ΑΓΓΕίΑ ΚΑΙ ΛύχΝΟΙ.ΠήΛΙΝΑ ΑΝΑθήΜΑΤΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚό ΙΕΡό ΣΤΟΝ ΟΡχΟΜΕΝό ��

3. Για τη λίμνη Κωπαΐδα και για τα εγγειοβελτιωτικά έργατης διαχρονικά βλ. ενδεικτικά KalcyK - heinRich - Kna-uSS 1986· KnauSS 1995· ΑΡΑβΑνΤινΟΣ - ΚΟΥνΤΟΥΡΗ -ΦΑΠΠΑΣ 2006· ΚΟΥνΤΟΥΡΗ 2008· ΑΡΑβΑνΤινΟΣ 2010.

4. Για την πρώιμη αντιπαράθεση Θηβών και Ορχομενού βλ.συνοπτικά BucK 1979· aΡΑβΑνΤινΟΣ 2010.

5. Οι μαρτυρίες είναι συγκεχυμένες και πολύ μεταγενέστε-ρες, ώστε δύσκολα τεκμηριώνονται ιστορικά. Στον 6ο αι.π.χ. λέγεται ότι έλαβε χώρα η μεγάλη μάχη του Κερησ-

σού, όπου οι Ορχομένιοι πολέμησαν στο πλευρό των Θεσ-σαλών του Λαταμμύα, που ηττήθηκαν κατά κράτος απότη συμμαχία των λοιπών βοιωτών. βλ. συνοπτικά βucK

1979, σποράδην. Για τo Κοινό των βοιωτών πρβλ. laRSen

1968· Salmon 1978· βucK 1979· BucK 1994. Πρβλ.τέλος τη γενική και χρήσιμη θεώρηση του Α. SchachteR

(1996).6. ΠΑΠΑχΑΤΖΗΣ 1981· BucKleR 1989· BucKleR 2003.

κοτυλίσκες και σπανιότερα μικρές υδρίες και λύχνοι, καθώς και τμήματα ειδωλίων ανθρωπίνων μορ-φών και ζώων. Όλα τα παραπάνω, καθώς επίσης και μερικά τμήματα μικρών πήλινων στεφανιώνμε ανάγλυφα στάχυα και εμπίεστα άνθη, ήταν τα προφανή κατάλοιπα των πλούσιων σε αναθή-ματα αποθετών του ακόμη άγνωστου και αταύτιστου, αρχαίου, αγροτικού ιερού.

Ανάμεσα στα ευρήματα που κατά καιρούς περισυλλέγονταν, κατά ή μετά την άροση του αγρούή μετά από έντονη βροχόπτωση, υπήρχε και μία πυραμιδόσχημη, πήλινη αγνύθα, αφιερωμένη στημυθική Ωκεανίδα Ευρυνόμη, μητέρα των χαρίτων. Η λατρεία των τελευταίων στον Ορχομενό μαρ-τυρείται ως αρχαιότατη και πρωταρχικής σημασίας για την πόλη και τους κατοίκους της7. Το εύ-ρημα, όπως φαίνεται παρακάτω, συμβάλλει αποφασιστικά στην ταύτιση των θεοτήτων πουλατρεύονταν στο ιερό, που αποβαίνει αινιγματική, λόγω της σπανιότητας χαρακτηριστικών λα-τρευτικών συμβόλων καθώς και επιγραφικών τεκμηρίων. Αφιερώματα γενικώς, που πιστοποιούντην άσκηση λατρείας σε θεότητες σχετικές μάλιστα με τη φύση, την ευγονία και την ευφορία, είναιτα πήλινα και ως συνήθως μικρής υλικής αξίας, ομοιώματα κυρίως ανθρωπίνων μορφών ή ζώων, αγ-γείων και άλλων προσφορών. Τα ευρήματα αυτά, που βρέθηκαν εν αφθονία σε όλο τον ιερό χώροδιεσπαρμένα ή ακόμη και στην αρχική θέση της απόθεσής τους (in situ) θα μας απασχολήσουν ενσυντομία παρακάτω.

Ο πρώτος, τυχαίος εντοπισμός της θέσης έγινε το έτος 1957, όταν κατασκευάστηκε εκεί υδα-ταγωγός, που προσέκρουσε σε πυκνές αποθέσεις αναθημάτων και μερικώς τις κατέστρεψε, όπωςδείχνουν τα πολλά και πρόσφατα σπασίματα των πήλινων τεχνέργων καθώς και η ανεύρεση μετα-γενέστερου υλικού ανάμεσα στα αρχαία στρώματα. Από το ανομοιογενές αρχαίο υλικό, που παρα-δόθηκε τότε και έκτοτε κατά καιρούς στην Εφορεία, συγκροτήθηκε μια μικρή μεν αλλά λίαναντιπροσωπευτική ομάδα πήλινων αντικειμένων, που εκτίθενται σήμερα στη νέα έκθεση του Αρ-χαιολογικού Μουσείου της χαιρώνειας8.

Την πρόθεση της Εφορείας να προβεί στη διενέργεια συστηματικής έρευνας του χώρου απέ-τρεψαν επί μακρόν άλλες επείγουσες φροντίδες, κυρίως όμως οι πολλές σωστικές ανασκαφές σε οι-κόπεδα ιδιωτών και σε εργοτάξια δημοσίων έργων, που ακολούθησαν αντιστοίχως, με συνεχώςαυξανόμενους ρυθμούς, τον σεισμό του 1981 και συνόδευσαν την εκτέλεση πολλών και μεγάλωνέργων υποδομής στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Στήριξης (ΚΠΣ) για τη χώρα μας.Έτσι μόνο κατά το 1997 επιχειρήθηκε μια πρώτη, ολιγοήμερη δοκιμαστική έρευνα και περισυλλογήεπιφανειακών μικροευρημάτων9. Το υλικό ήταν όντως άφθονο και αξιόλογο αλλά, αν και κατά ταφαινόμενα προερχόταν από αποθέτες ιερού, μέχρι και πρότινος δεν κατέστη δυνατόν να συνδεθείμε τα ασφαλώς πλέον τεκμαιρόμενα, ως υποκείμενα στη θέση αυτή, οικοδομικά κατάλοιπα. Μεστόχο λοιπόν τον εντοπισμό των τελευταίων και την κατά το δυνατόν πληρέστερη περισυλλογήτων διάσπαρτων αρχαίων αναλήφθηκε η συστηματική ανασκαφική έρευνα του χώρου (2006-2009),που οδήγησε στην πλήρη αποκάλυψη μεγάλου μέρους του τεμένους ενός, κατά τα φαινόμενα, σπου-δαιότατου αγροτικού ιερού.

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

7. Για τη λατρεία των χαρίτων στον Ορχομενό βλ. SchwaR-zenBeRg 1966· SchachteR 1981· ΠΑΠΑχΑΤΖΗΣ 1981.ΗaRRiSon 1986. βλ. manieRi 2009 και ΜΟggi - oSanna

2010.8. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η προαναφερθείσα

ενεπίγραφη αγνύθα.

9. Οι τομές που διανοίχθηκαν, στα σημεία όπου η πυκνό-τητα της κεραμικής ήταν μεγάλη, έγιναν με την επίβλεψητης αρχαιολόγου Αν. Γκαδόλου, την οποία ευχαριστούμεγια την παραχώρηση της μελέτης και δημοσίευσης τωνανωτέρω ευρημάτων.

Οικοδομικά και ά λ λα αρχαία κατά λοιπα

Από τοπογραφική και χωροταξική άποψη, ο λατρευτικός χώρος ανήκε, όπως ήδη τονίστηκε, στηνεπικράτεια του Ορχομενού αλλά βρισκόταν έξω από την πόλη και σε αρκετή απόσταση από τααρχαία τείχη της (extra moenia), ανάμεσα στη βόρεια, αριστερή όχθη του Κηφισού και στα ριζάτης βραχώδους νοτιοανατολικής κλιτύος του όρους Ακοντίου10.

Στις τομές, που έγιναν στη στενή λωρίδα γης ανάμεσα στο βουνό και στο ποτάμι, βρέθηκε πάλιμέγα πλήθος αφιερωμάτων, με προεξάρχοντα βεβαίως τα μικροσκοπικά ομοιώματα πραγματικώνσκευών (κοτυλών, υδριών και λύχνων) και τα ειδώλια. Κάτω από αυτά εντοπίστηκαν και καθαρί-στηκαν αρκετοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, που είχαν ανοιχθεί παραβιάζοντας τον χώρο του ιερού καιτων λατρευτικών του αποθέσεων. Οι ταφές έλαβαν χώρα στην ύστερη ελληνιστική ή τη ρωμαϊκήπερίοδο και προφανώς ανήκαν σε κατοίκους του Ορχομενού, θύματα ίσως πολεμικών συγκρού-σεων ή επιδρομών. Σημειωτέον ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή αυτή ήταν ιδιαιτέρωςσυχνές και φονικές κατά τους ανήσυχους ελληνιστικούς και πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους. Οι ιστο-ρικοί της εποχής τονίζουν ότι ολόκληρη η βοιωτία είχε μετατραπεί τότε σε απέραντο πολεμικόπεδίο, όπου ο θάνατος θέριζε άπειρες ανθρώπινες ζωές.

Από το νεκροταφείο, που κάλυψε το κεντρικό τμήμα του ιερού μετά την εγκατάλειψή του, προ-ήλθαν δύο επιγραφές, που είχαν επαναχρησιμοποιηθεί ως υλικό στην κατασκευή τάφων. Η μίαείναι αναθηματική και συνδέεται στενά με το εξεταζόμενο ιερό, όπου είχε στηθεί όταν αυτό ακόμηλειτουργούσε. Η άλλη είναι επιτύμβια και ανήκε σε κοινό μνήμα (πολυάνδριον) πεσόντων στη μάχημεταξύ των Αιτωλών και των βοιωτών στη χαιρώνεια (245 π.χ.), που έληξε με την ήττα των τε-λευταίων. Το κείμενο της επιγραφής αναφέρει Ορχομένιους πεσόντες (μετηλλαχότες) στη μάχη11.

Οι ανασκαφικές τομές των ετών 2006-2008 καθώς και του τρέχοντος έτους (2009)12 επέτρεψαντη διακρίβωση της φυσιογνωμίας και της οικιστικής ιστορίας του ιερού με την αποκάλυψη μεγάλουμέρους των αρχιτεκτονικών και λειτουργικών καταλοίπων του, καθώς και πλήθους σημαντικών αφιε-ρωμάτων. Στα τελευταία συμπεριλαμβάνονται, όπως ήδη αναφέρθηκε, ειδώλια (θεών, ανθρώπων,ζώων και πουλιών) και ομοιώματα καρπών, ανθοστεφάνων, αγγείων, κέρνων και λυχναριών, πολύμικρών διαστάσεων.

Τελικά ήλθαν στο φώς τα λείψανα ενός κτιστού περιβόλου, στο νότιο τμήμα του οποίου σχημα-τίζεται στοά, καθώς και άλλα, προϋπάρχοντα μάλλον αυτού, οικοδομικά κατάλοιπα, με διαφορετικήκατασκευαστική τεχνική και προσανατολισμό (εικ. 2). Μερικά ανήκουν στο τμήμα του ιερού, που βρί-σκεται στο βραχώδες άνδηρο, σε ψηλότερο επίπεδο από το κύριο μέρος του. Μεγάλη συσσώρευσηαρχαιολογικού υλικού, αναθηματικού χαρακτήρα, παρατηρήθηκε σε όλο τον ενδιάμεσο χώρο.

ΕΙδώΛΙΑ, ΣΤέφΑΝΟΙ, ΜΙΚΚύΛΑ ΑΓΓΕίΑ ΚΑΙ ΛύχΝΟΙ.ΠήΛΙΝΑ ΑΝΑθήΜΑΤΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚό ΙΕΡό ΣΤΟΝ ΟΡχΟΜΕΝό ��

10. Εργασίες διευθέτησης της κοίτης του βοιωτικού Κηφισούέγιναν και κατά το έτος 1993. Με αφορμή τα έργα αυτά,στην περιοχή του χωριού Ακοντίου έλαβε χώρα ανασκαφήσυστάδων τάφων, χρονολογούμενων από τα γεωμετρικάέως τα κλασικά χρόνια, υπό τη διεύθυνση της αρχαιολό-γου ΕΛ. ΑνΔΡιΚΟΥ (ΑΔ 48, 1993, β1, 183-187).

11. Οι επιγραφές θα δημοσιευτούν, από τον συνυπογράφοντατο παρόν άρθρο β. Αραβαντινό και τον ι. Καλλιοντζή,στον υπό προετοιμασία τόμο: Μελέτες για την ιστορία καιαρχαιολογία της Β. Βοιωτίας, στη σειρά των δημοσιευμά-των της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Ευχαρι-

στούμε τους επιγραφικούς ι. Καλλιοντζή, Α. Ματθαίουκαι ν. Παπαζαρκάδα για τη βοήθειά τους στην πρώτη καισύντομη παρουσίασή τους εδώ.

12. Για τις ανασκαφικές περιόδους και τα αποτελέσματά τουςβλ. τις υπό εκτύπωση ανασκαφικές εκθέσεις της Κ. ΚΑΛ-ΛιΓΑ (ΑΔ 62-64, 2007-2009, β΄1). Η άψογη, επιστημο-νική και αισθητική, συντήρηση των πολυπληθών πήλινωνευρημάτων του ιερού χώρου οφείλεται στην έμπειρησυντηρήτρια του Μουσείου Θηβών ιωάννα Μωραΐτου,στην οποία εκφράζονται οι ευχαριστίες μας.

Τα ευρήματα ειδικότερα εντοπίστηκαν: 1) Ανάμεσα σε στρώματα στάχτης κοντά σε τετράγωνηκτιστή κατασκευή, που ορίζεται από λιθολόγημα και πηλό, ίσως εσχάραν· 2) στην τομή αμέσως βό-ρειά της· 3) ακόμη βορειότερα στο διάστημα ανάμεσα σε μία τεχνητή κυκλική κατασκευή, ίσως βό-θρον, που εν μέρει καλύφθηκε από το νεότερο αγωγό, και στον τοίχο 1, όπου τα αφιερώματα είχαναποτεθεί κατευθείαν πάνω στον βράχο· 4) κάτω από τις πεσμένες κεραμίδες της επιμήκους στοάς,όπου υπήρχε επίσης μεγάλος αριθμός ειδωλίων και μικρών αγγείων, ενώ πολλά άλλα αντικείμεναβρέθηκαν διάσπαρτα σε όλη την ανασκαμμένη έκταση του ιερού τεμένους. Από τις κατασκευές πουβρίσκονταν ψηλότερα, σε χαμηλό άνδηρο της πλαγιάς, αναφέρεται ένας περίκλειστος χώρος (οίκος),σκαλιστός εν μέρει στον βράχο, και ένας βόθρος, με το κάτω μέρος του σκαλισμένο επίσης στονσκληρό βράχο και το ανώτερο επενδυμένο με ξερολιθιά, που καταστράφηκε εν μέρει από τον νεό-τερο υδαταγωγό. Μια μικρή βιοτεχνική εγκατάσταση για την παραγωγή κεραμικών προϊόντων(αναθημάτων), που περιλαμβάνει τουλάχιστον έναν κλίβανον, με ελλειψοειδή θάλαμο καύσης πε-ριορισμένων διαστάσεων και με βραχύ προθάλαμο (praefurnium), έναν υπαίθριο χώρο όπτησης καιέναν αποθέτη πήλινων αντικειμένων, βρίσκεται αμέσως νότια του βόθρου. Κατάλοιπα τοίχων, δια-φόρων τεχνικών δομής και κατευθύνσεων, καθώς και ένα δάπεδο με υδραυλικό κονίαμα εντοπί-στηκαν σε δοκιμαστικές τομές στα ανατολικά της ανασκαφής, χωρίς όμως να καταστεί δυνατή ηπεραιτέρω διερεύνηση και χρονολόγησή τους.

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

Eικ. 2. Ορχομενός. Οικοδομικά κατάλοιπα στη θέση του αγροτικού ιερού (σχέδ. Κ. Μπαϊρακτάρη).ζ

Τα κινητά ευρήματα (αναθήματα) και η εξέλιξη του ιερού

Πυκνή συγκέντρωση πήλινων αναθημάτων παρατηρήθηκε κυρίως ανάμεσα στα στρώματα τέφραςτου πλούσιου αποθέτη κοντά στην εσχάρα, στις τομές αμέσως προς βορράν της, καθώς και στο διά-στημα ανάμεσα στο βόθρο και τους περιμετρικούς τοίχους του μικρού ιερού οίκου (Τοίχοι 1 και 2).Στο σημείο αυτό ένα μέρος των αναθημάτων κείτονταν κατευθείαν πάνω στον φυσικό βράχο. Με-γάλος επίσης αριθμός ειδωλίων και αγγείων βρέθηκε, όπως ήδη σημειώθηκε, κάτω από τις πεσμέ-νες κεραμίδες της στοάς, ενώ πολλά άλλα ήταν διασκορπισμένα σε όλη την ανασκαμμένη έκταση,που, πολύ αργότερα και πάντως μετά τη διακοπή της λειτουργίας του ιερού, χρησιμοποιήθηκε ωςνεκροταφείο.

Προς το παρόν δεν είναι δυνατόν να προταθεί μια ασφαλής χρονολόγηση των διαφόρων κατα-σκευών, εκτός από μια γενική και κατά προσέγγιση, που υπαγορεύεται κυρίως από τα ίδια τα επίμέρους ευρήματα. Ευτυχώς, παρά τις συνεχείς καλλιεργητικές επεμβάσεις και παραβιάσεις τωναποθέσεων των πήλινων αφιερωμάτων, το συγκρότημα, σε κάποιους τουλάχιστο τομείς του, απέ-δωσε μεγάλη συγκέντρωση προσφορών, ομοιογενών από τυπολογικής και χρονολογικής άποψης.Πρόκειται συλλήβδην για προσφορές αφιερωμάτων σε πρωτογενείς και δευτερογενείς αποθέσεις,που αντιστοιχούν στις κύριες φάσεις της ζωής του ιερού, που λειτούργησε χωρίς διακοπή από τηναρχαϊκή έως την ελληνιστική περίοδο.

Παρά το ότι, μόνο μετά την ολοκλήρωση της μελέτης των ευρημάτων, θα καταστεί δυνατόν ναπροταθεί η ακριβής χρονολόγηση των διαφόρων φάσεων λειτουργίας του ιερού, είναι από τώραδυνατόν να προσδιοριστεί χρονικά, σε γενικές γραμμές, η εξέλιξη, η συστηματική λειτουργία και ηπροσέλευση πιστών στο σπουδαιότατο, όπως θα καταδειχτεί, αγροτικό ιερό λατρείας γυναικείωνθεοτήτων του Ορχομενού.

Στην πρώτη φάση λειτουργίας του, που τοποθετείται χρονολογικά από τα μέσα του 7ου έως ταμέσα του 6ου αι. π.χ., οι λατρευτικές εκδηλώσεις ήταν υπαίθριες ή στεγάζονταν σε πρόχειρες κα-τασκευές, προφανώς από επιτόπια, φθαρτά υλικά (κλάδους, καλάμια, πηλό). Τα αφιερώματα, πουεντοπίζονται κατά κύριο λόγο στο κέντρο του ιερού χώρου, είναι συγκεντρωμένα μέσα σε παχύστρώμα χώματος, ανάμικτο με στρώματα τέφρας, που βρέθηκε κοντά σε έναν υποτυπώδη, τετρά-γωνο περίβολο, κτισμένο με πέτρες και στρώματα πηλού, που ερμηνεύεται ως εσχάρα13. Προϊόνταπηλοπλαστικής, ειδώλια και αγγεία, βρέθηκαν και στα πιο βαθιά επίπεδα των αποθέσεων, βόρειααυτής της κατασκευής, στο βορειοδυτικό περιθώριο της ανασκαφής, και κάτω από τον τοίχο στοβάθους της στοάς. Τα πιο παλιά αναθήματα είναι μερικά επιπεδόσχημα ή πλακοειδή ειδώλια, πουανήκουν στον λεγόμενο ανατολικοδαιδαλικό κύκλο14 ή προδίδουν τις επιδράσεις του, και κάποιαάλλα, για τα οποία τα πιο στενά τυπολογικά παράλληλα τα προσφέρει η σειρά των μαρμάρινων ατ-τικοϊωνικών κορών της Ακρόπολης των Αθηνών (530-500 π.χ.)15 καθώς και οι παραστάσεις γυ-

ΕΙδώΛΙΑ, ΣΤέφΑΝΟΙ, ΜΙΚΚύΛΑ ΑΓΓΕίΑ ΚΑΙ ΛύχΝΟΙ.ΠήΛΙΝΑ ΑΝΑθήΜΑΤΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚό ΙΕΡό ΣΤΟΝ ΟΡχΟΜΕΝό ��

13. Για την πρόσφατη ανακάλυψη δύο βωμών και μεγάληςεσχάρας προσφορών στο τέμενος της λατρείας του Ηρα-κλέους και των παίδων του στη Θήβα βλ. ΑΡΑβΑνΤινΟΣ

2005. Γενικά βλ. eKRoth 2002.14. Ανάλογους τύπους ειδωλίων βλ. σε DawKinS, πίν. XXXVi,

3· Böhm 1990, 161, tK 3, πίν. 25c.

15. Πρβ. Boehlau - ScheFolD 1942, 30, πίν. 6, 1, αρ. 37.Για την ιωνική ενδυμασία, τις πτυχές του ιματίου και τοντρόπο με τον οποίο το δεξί χέρι κρατάει την απόληξη τουχιτώνα, βλ. για παράδειγμα τις κόρες αρ. 680, 681, 682και 674-675. Πρβ. ΚaRaKaSi 2003, πίν. 248-255, 266-269.

ναικείων μορφών στην αρχαϊκή αγγειογρα-φία (εικ. 3,1-6)16. Στον ίδιο χρονολογικό ορί-ζοντα τοποθετούνται και οι χαρακτηριστικοί«πρωτο-παπάδες» καθώς και οι πτηνόμορφοι«παπάδες», εξολοκλήρου χειροποίητοι (εικ.3: 7-8)17.

Ανάμεσα στα μέσα του 6ου και τις πρώτεςδεκαετίες του 5ου αι. π.χ., η προσέλευση πι-στών στον ιερό χώρο αυξήθηκε αισθητά. Στιςαναθέσεις προϊόντων πηλοπλαστικής προ-έχουν τώρα ειδώλια σανιδόμορφα, που συν-δυάζουν τη μικτή τεχνική: δηλαδή πρόσωποαπό μήτρα και σώμα χειροποίητο (εικ. 4: 4-7)18. Συνοδεύονται και βαθμηδόν αντικαθί-στανται από ειδώλια γυναικών μέσου καιμικρού μεγέθους. Τα τελευταία, στην πλει-ονότητά τους καθιστά19, πλησιάζουν τα πιοαρχαία παραδείγματα του τύπου αυτού, γνω-στά από τους αποθέτες της Ακρόπολης τωνΑθηνών20, ή τον πιο γνωστό στη βοιωτίαανατολικής καταγωγής τύπο ειδωλίων, πουέχουν θρόνο με ερεισίνωτο χωρίς πτερύγιακαι την κεφαλή καλυμμένη και στεφανωμένη(εικ. 4: 1-3)21. Δε λείπουν επίσης ειδώλια κα-

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

16. Η αναφορά γίνεται στις γυναικείες μορφές, που απεικο-νίζονται σε κατατομή να φέρουν προς τα εμπρός και τιςδύο απολήξεις του ιματίου. Οι τελευταίες αποδίδονταιομοιοτρόπως από τους αγγειογράφους, που δημιουργούνανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο τέταρτο του 6ου αι.π.χ., όπως για παράδειγμα ο Λυδός (ΤιβΕΡιΟΣ 1976, 129,131, πίν. 2, 22), ή ο Ζωγράφος του Λούβρου F6 (CVAheidelberg universität 4, 54, πίν. 168.1-2, λήκυθος από τηΘήβα).

17. uRe 1934, 54-57, 59-60, πίν. Xiii-XiV· gRace 1939, 21-26, εικ. 14· ΗigginS 1954, 204-205, πίν. 100, αρ. 761-766· SchüRmann 1989, 27-28, πίν. 9:35-37· SchmiDt

1994, 36-37, σημ. 23, πίν. 7b· SzaBò 1994, 60-61, εικ.56-58· PiSani 2006, 278, 304-305, αρ. 26, πίν. 22a.

18. uRe 1934, 56-60, πίν. XiV· gRace 1939, 27-48· SchüR-mann 1989, 39-43, πίν. 10:39-41, πίν. 11: 42-43· SchmiDt

1994, 37, αρ. 24, πίν. 7c-d· SzaBò 1994,73-79, εικ. 77-81, 84-88· PiSani 2006, 278, 306-307, αρ. 28-29, εικ. 9,πίν. 22b.

19. Ανάμεσα στις ιστάμενες μορφές εμφανίζονται τύποι για

τους οποίους πρβλ. winteR 1903, 44: 8, 57: 1, 2, 5, 62:2· BlinKenBeRg 1931, 518, πίν. 97: 2146, 526, πίν. 99:2169-2174, 550-554, πίν. 105: 2274, 2284· golDman

1940, 470, αρ. 42, εικ. 163· higginS 1954, 62, πίν. 21:111-112, 114, 83. πίν. 36: 208-209.

20. Πρόκειται για τις λεγόμενες Αkropolis terrakotten (win-teR 1903, 48: 1-2,5, 52: 2· BlinKenBeRg 1931, 530, πίν.100, αρ. 2188· higginS 1954, 175-176, πίν. 85-86, αρ.655-662· leyenaaR PlaiSieR 1979, 12, πίν. 2, αρ. 7·SchmiDt 1994, 2, 24, πίν. 1a· PiSani 2006, 279, 309 -310, αρ. 38-39, πίν. 23e-f ). Ανάλογοι τύποι (winteR

1903, 48, 5· golDman 1940, 467, αρ. 22, εικ. 160, 2, αρ.30, εικ. 173· mollaRD BeSqueS 1954, 4, πίν. iii, B 7, 15,πίν. X, B 84· leyenaaR PlaiSieR 1979, 14, πίν. 2, αρ. 11).

21. Πρβλ. winteR 1903, 51: 2, 8· golDman 1942, 379, 411,i-c-3 και i-c-5, 10, i-d-1· higginS 1954, 64-66, πίν. 22-23, αρ. 121-124, 126, 129, 86, πίν. 38, αρ. 225-226, 218-219, πίν. 111, αρ. 817-819· leyenaaR PlaiSieR 1979, 14,πίν. 2, αρ. 12· SchüRmann 1989, 34-35, πίν. 14, αρ. 64,68· SchmiDt 1994, 25, πίν. 1c-d.

Εικ. 3. Ορχομενός. Επιπεδόσχημα ειδώλια γυναικών, αρ. 1-6, 7ος-6ος αι. π.Χ.. Ειδώλια «παπάδων», αρ. 7-8, 6ος αι. π.Χ.

12 3

4 5 6

78

θήμενων μορφών, με ένα περιστέρι κοντά στο στήθος, πιθανόν πελοποννησιακής επινόησης, γνω-στά όμως και από πολλές άλλες θέσεις (εικ. 4)22. Στην ίδια επίσης καλλιτεχνική παράδοση ανήκουνκαι ειδώλια ιστάμενων μορφών με διάφορα σύμβολα, όπως άνθη, πτηνά και ρόδια (εικ. 4: 8-10)23.

ΕΙδώΛΙΑ, ΣΤέφΑΝΟΙ, ΜΙΚΚύΛΑ ΑΓΓΕίΑ ΚΑΙ ΛύχΝΟΙ.ΠήΛΙΝΑ ΑΝΑθήΜΑΤΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚό ΙΕΡό ΣΤΟΝ ΟΡχΟΜΕΝό ��

22. DaViDSon 1952, 32, αρ. 118-120, πίν. 8, 118-119· PiSani

2006, 316, αρ. 54, πίν. 26a (με βιβλιογραφία).23. winteR 1903, 44:4, 53:4· BlinKenBeRg 1931, 518, πίν.

97, 2146-2151· Payne 1940, 219-220, πίν. 96, αρ. 102·mollaRD BeSqueS 1954, 25, πίν. XiX, B 150· higginS

1954, 246-247, πίν. 131, 904-905.

Εικ. 4. Ορχομενός. Ειδώλια αρχαϊκών χρόνων (6ος-aρχές 5ου αι. π.Χ.).Γυναικεία καθιστά ειδώλια, αρ. 1-3. Σανιδόμορφα ειδώλια και προτομέςμε πρόσωπο από μήτρα και σώμα χειροποίητο, αρ. 4-7. Γυναικείες μορφέςμε πτηνά και καρπούς, αρ. 8-10.

1 2 3

4 5 6 7

8 9 10

Από ποσοτική άποψη υπερέ-χουν οι γυναικείες προτομές (εικ.5). Αναφορικά με τις τελευταίες,μετά από επίμονη προσπάθειααναγνώρισης και συντήρησης, επι-βεβαιώθηκε ήδη, αν και σε πρώτοστάδιο, η παρουσία ενός μεγάλουαριθμού τύπων, πιο συγκεκριμέναπενήντα δύο. Μερικοί ήταν ελάχι-στα γνωστοί ή εντελώς άγνωστοιστη βοιωτική κοροπλαστική. Απο-καταστάθηκε έτσι μια εξελικτικήγραμμή, που αρχίζει από το τρίτοτέταρτο του 6ου και φθάνει έως καιτις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι.π.χ. Πρόκειται για μοντέλα, πουαναπαράγουν πρωτότυπα, που δη-μιουργήθηκαν στην Αττική24, σταπαραγωγικά ιωνικά εργαστήρια25 ήστην Πελοπόννησο26 ή ακόμη,κατά τη γνώμη του Fr. croissant,σε εργαστήρια της φωκικής Κίρ-ρας, πολύ δραστήρια στην παρα-γωγή αυτής της εικονογραφικής κατηγορίας (εικ. 5)27. Εντυπωσιάζει στα έργα αυτά όχι μόνο τοευρύτατο εικονογραφικό φάσμα τους αλλά και το υψηλό επίπεδο της ποιότητας και της τεχνικήςτους.

Στην τρίτη φάση του, που τοποθετείται στην κλασική περίοδο, δηλαδή από τα μέσα του 5ου έωςτο τρίτο τέταρτο του 4ου αι. π.χ., το ιερό έφτασε πιθανώς στο απόγειο της άνθησής του. Στη φάσηαυτή, που διατήρησε σε επίχωση και δεν κατέστρεψε τα προηγούμενα στρώματα, κτίστηκαν σεμικρά άνδηρα της κλιτύος, σε ψηλότερο επίπεδο από τον υπόλοιπο χώρο, μερικά ιερά παραπήγ-ματα (σκηναί), των οποίων τα θεμέλια, από λιθολόγημα διαφόρων μεγεθών, εδράζονται κατευθείανστον φυσικό βράχο.

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

24. winteR 1903, 237: 4, 238: 4· cRoiSSant 1983, 243-244,πίν. 97, 99, αρ. 155, πίν. 101, αρ. 156 (τύπος l3). ό.π.,269-271, πίν. 108, αρ. 161 (τύπος l8).

25. winteR 1903, 236:1, 237: 1· BlinKenBeRg 1931, 598-599, πίν. 116, αρ. 2470, 2476, 728, πίν. 147, αρ. 3120·higginS 1954, 61, πίν. 20, αρ. 108, 143, πίν. 70, αρ. 526·cRoiSSant 1983,161, πίν. 56-57, αρ. 96 (τύπος g3/a).

26. Payne 1940, 221-222, πίν. 96, αρ. 117a.27. De RiDDeR 1895, 172-173, αρ. 33 και 38, εικ. 8, 10· win-

teR 1903, 237: 3, 242: 8, 9, 243: 8, 245: 3, 247: 2· mol-

laRD-BeSqueS 1954, 96, πίν. lXViii, c78-c80· higginS

1954, 214, πίν. 110, αρ. 802· cRoiSSant 1983, 342-344,πίν. 133-136, αρ. 224-227 (τύπος R7)· ό.π. 353-354, πίν.138, αρ. 233-234 (τύπος t2)· ό.π. 355, πίν. 139-140, αρ.236 (τύπος t4/a)· ό.π. 358, πίν. 139, αρ. 240 (τύπος t5)·ό.π. 359-361, πίν. 141-142, αρ. 241-243 (τύπος u1)· ό.π.361-362, πίν. 143-144, αρ. 244-245 (τύπος u2)· ό.π.363-370, πίν. 141-144, (τύπος u4)· SzaBò 1994, 131, εικ.149· PiSani 2006, 279-280, 311, αρ. 44-45, εικ. 11, πίν.24· meRKeR 2000, 111, πίν. 21, c 254-255.

Εικ. 5. Ορχομενός. Γυναικείες αρχαϊκές προτομές διαφόρων εργαστη-ρίων και τυπολογιών.

Η αναζήτηση και προμήθεια αναθημάτων από τους πιστούς, ιδιαίτερα μικροσκοπικών αγγείων(κοτυλών, υδριών) και λύχνων (εικ. 6 και 7), αυξήθηκε κατακόρυφα, όπως προκύπτει από τις πο-σότητες που αυτά απαντούν, που ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες28. Φαίνεται ότι οι ανάγκες τωνεπισκεπτών καλύπτονταν, έστω και εν μέρει, από την επί τόπου παραγωγή τους, κάτι που επι-βεβαιώθηκε και ανασκαφικά με την εύρεση μικρού, κυκλικού κλιβάνου, του οποίου διατηρείταιμόνον ο θάλαμος καύσης και το βραχύ του στόμιο. Ο κλίβανος, που εντοπίστηκε και ίσως συλήθηκεκατά την τοποθέτηση του υδαταγωγού το 1957, φαίνεται ότι λειτούργησε αποκλειστικά για τιςανάγκες του ιερού και παρήγαγε μέγα μέρος των πήλινων αφιερωμάτων που βρέθηκαν στην ανα-σκαφή. Στα τοιχώματα του κλιβάνου παραμένουν ακόμη κολλημένα τεμάχια ψημένου και καμένουπηλού καθώς και όστρακα μικρών αγγείων, στοιχείο αποδεικτικό για το ψήσιμό τους στο εσωτερικότου. Στα ανατολικά της εγκατάστασης υπάρχουν λείψανα καύσης, που προδίδουν τη λειτουργίαενός υπαίθριου σημείου όπτησης, κοντά σε σωρούς από υλικά μιας απόθεσης υστεροκλασικών καιελληνιστικών υδριών29. Πολλά θραύσματα αγγείων και ειδωλίων ανάμικτων με στάχτη, είναι ορατάστην τομή του σκάμματος και το στρώμα τους συνεχίζεται δυτικά, κάτω από τον τομέα, που δεν έχειακόμη ερευνηθεί. Η συνέχιση της ανασκαφής στο σημείο αυτό θα διευκρινίσει τη σύνδεση τηςεγκατάστασης με το ιερό.

Μεγάλος είναι ο αριθμός των πήλινων αναθημάτων που προσγράφονται σε αυτή τη φάση λει-τουργίας του ιερού. Στο δεύτερο μισό του 5ου και στη μετάβαση προς τον 4ο αι. π.χ. χρονο-λογούνται μερικά ειδώλια ιστάμενων κυρίως πεπλοφόρων, που αντιπροσωπεύουν ιωνικούς,πελοποννησιακούς και βοιωτικούς τύπους30, καθώς και μερικά παραδείγματα κουροφόρων31. Ανά-μεσά τους υπάρχουν και αρκετά ειδώλια καθιστών στο έδαφος αγοριών, γνωστών ως «temple boys»,

ΕΙδώΛΙΑ, ΣΤέφΑΝΟΙ, ΜΙΚΚύΛΑ ΑΓΓΕίΑ ΚΑΙ ΛύχΝΟΙ.ΠήΛΙΝΑ ΑΝΑθήΜΑΤΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚό ΙΕΡό ΣΤΟΝ ΟΡχΟΜΕΝό ��

28. Πρβλ. golDman 1931, 262-263, εικ. 319, 1-2, 320, 3.29. Πρβλ. golDman 1931, 262, εικ. 319, 3-4.30. winteR 1903, 62: 3-4, 65: 5, 68: 7· higginS 1954, 82-83,

πίν. 36-37, αρ. 204-207, 210-213· SchüRmann 1989, 38-

39, πίν. 17, αρ. 81· PiSani 2008, 283, 331-332, αρ. 91-92, πίν. 30f-g, 333, αρ. 95, πίν. 31b.

31. higginS 1954, 110, πίν. 53, αρ. 344.

Εικ.6. Ορχομενός. Μικρογραφικές (μικκύλες) κοτύλες. Εικ. 7. Ορχομενός. Μικρογραφικά (μικκύλα) αγγεία και λύχνοι.

του φαλακρού, αττικοροδιακού τύπου32.Τα πιο αντιπροσωπευτικά αφιερώμα-τα της φάσης αυτής είναι τα ειδώλιατων υδριαφόρων, που εμφανίζονταιαραιά και στην προηγούμενη. Τα ει-δώλια αυτά αντιπροσωπεύονται απότριάντα δύο διαφορετικούς τύπους καικαλύπτουν το διάστημα από τις αρχέςτου 5ου έως τις τελευταίες δεκαετίεςτου 4ου αι. π.χ. (εικ. 8)33. Συνηθισμέ-να είναι επίσης και τα χοιρίδια34, μερικάαπό τα οποία μεγάλων διαστάσεων(εικ. 9), καθώς και οι ιστάμενες ανδρι-κές και γυναικείες μορφές διαφόρωντύπων, ως επί το πλείστον χωρίς σύμ-βολα, γεγονός που καθιστά δύσκολητην τυπολογική τους σύνδεση με προ-ϊόντα άλλων εργαστηρίων και γεωγρα-φικών περιοχών (εικ. 10)35.

Η κατασκευαστική ομοιογένεια,που προκύπτει από την εξέταση τουπηλού και από την ευρεία χρήση πα-ραγώγων και αντιγράφων καλουπιών,προδίδει και στηρίζει την επιτόπια πα-ραγωγή τους. Οπωσδήποτε πρόκειταιγια ένα σύνολο πηλοπλαστικών προ-ϊόντων, που ποιοτικά απέχει πολύ απότο επίπεδο των προηγούμενων φά-σεων. Τα ειδώλια τώρα είναι γενικώςμικρού μεγέθους και προέρχονται από μήτρες πολυδουλεμένες και απομακρυσμένες από την αρχικήτους, ώστε οι λεπτομέρειες συχνά να καταντούν δυσανάγνωστες. Όλα αποκαλύπτουν τέχνη βια-στική και χοντροκομμένη και γρήγορο ψήσιμο και μοιάζουν να απευθύνονται σε μια πελατεία πο-λυάριθμη μεν αλλά ελάχιστα απαιτητική.

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

32. higginS 1954, 93-94, πίν. 45, αρ. 257-259. Για την εικο-νογραφία, την τυπολογική και χρονολογική κατάταξη καιτην ερμηνεία τους βλ. haDziSteliou PRice 1969.

33. Για μερικές από αυτές βλ. winteR 1903, 64: 4, 83: 1, 156:4· mollaRD BeSqueS 1954, 82, πίν. lV, c4· SchüRmann

1989, 37-38, πίν. 16, αρ. 74-78· βΑΣιΛΟΠΟΥΛΟΥ 1994,844-845, πίν. 264· meRKeR 2000, 39, 88, πίν. 7, c 52.

34. Για τη χρονολόγησή τους στο πρώτο μισό ή τα μέσα του

5ου αι. π.χ. και για άλλα παραδείγματα της κατηγορίαςτους βλ. higginS 1954, 77, πίν. 33, αρ. 177-182· SchüR-mann 1989, 46-47, πίν. 22, αρ. 104· PiSani 2008, 340,αρ. 110, πίν. 32g.

35. Ανάμεσα στις ανδρικές μορφές πρβλ. έναν τύπο ανάλογο,αν και όχι παρόμοιο, στον higginS 1954, 124, πίν. 61,αρ. 424.

Εικ. 8. Ορχομενός. Υδριαφόροι διαφόρων τύπων. 5ος-4ος αι. π.Χ.

Εικ. 9. Ορχομενός. Πήλινα χοιρίδια.

Αξιοσημείωτη είναι και μια κατηγορία υδριαφό-ρων, που προδίδει προσαρμογή σε προηγούμενη τυ-πολογία36, με τον βραχίονα, που αρχικά εφαπτότανστο σώμα, να υψώνεται κρατώντας την υδρία. Διευ-κρινίζεται ότι οι αλλαγές σε μια κατηγορία ειδωλίων,με παγιωμένη ήδη εικονογραφική παράδοση, δενεξηγούνται μόνο από την ανάγκη των κοροπλαστώνγια ανανέωση της παραγωγής και των μοντέλων τουςαλλά φαίνεται ότι υπαγορεύτηκαν και από συγκεκρι-μένες λατρευτικές ανάγκες. Με τις τελευταίες, καθώςκαι με την πρόθεση να επιτευχθεί το καλύτερο επι-θυμητό αποτέλεσμα στην απεικόνιση των μορφών,σχετίζεται ίσως και η πρακτική της προσθήκης φο-ρητών, χειροποίητων χεριών, που συνήθως κρατούνχοιρίδια, γλυκίσματα, καρβέλια ή καρπούς (εικ. 11:1-2). Ο νεωτερισμός αυτός παρατηρείται σε ειδώλιαμεγαλυτέρων διαστάσεων, που προέρχονται από μή-τρες πιο καινούργιες και μάλλον καλής ποιότητας(εικ. 11: 3). Ανάμεσά τους ξεχωρίζει μια προτομή,μεγάλων σχετικά διαστάσεων, εξολοκλήρου χειρο-ποίητη, που βρέθηκε νότια του τοίχου του ιερούοίκου, της οποίας ατυχώς χάθηκε το πρόσωπο (εικ.11: 4). Καθώς ξεχωρίζει αισθητά από τα άλλα αφιε-ρώματα, εικάζεται ότι πιθανόν κατείχε μια ιδιαίτερηθέση στην αποδιδόμενη στον ιερό χώρο λατρεία.Ίσως να ήταν ομοίωμα της λατρευόμενης θεότητας.

Δεν λείπουν, στη φάση αυτή, και άλλα θέματα τηςαναθηματικής ειδωλοπλαστικής. Ανάμεσά τους οι πε-πλοφόροι, με πυξίδα, ταινία ή χωρίς σύμβολα, πιο συ-νεπείς στη βοιωτική παράδοση, καθώς και άλλαανάλογα θέματα με προσθήκες, π.χ. ερπετών37, οι

ΕΙδώΛΙΑ, ΣΤέφΑΝΟΙ, ΜΙΚΚύΛΑ ΑΓΓΕίΑ ΚΑΙ ΛύχΝΟΙ.ΠήΛΙΝΑ ΑΝΑθήΜΑΤΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚό ΙΕΡό ΣΤΟΝ ΟΡχΟΜΕΝό ��

36. Πρόκειται για τύπο που δημιουργήθηκε στην Αττική σταμέσα του 5ου αι. π.χ. και αποκαλείται από τον V. Poul-sen «First Standing attic type» (PoulSen 1937, 48-50,εικ. 26-27).

37. winteR 1903, 67: 1, 68: 4-5, 7, 69: 4· golDman - JoneS

1942, 410, ii- c- 10, πίν. Xii· mollaRD-BeSqueS 1954,94, πίν. lXVi, c 65· leyenaaR PlaiSieR 1979, 34, πίν.11, αρ. 55, 37-38, πίν. 12, αρ. 60.

Εικ. 10. Ορχομενός. Ειδώλια γυναικείων και αν-δρικών μορφών, πιθανόν επιτόπιας παραγωγής.5ος-4ος αι. π.Χ.

Εικ. 11. Ορχομενός. Χειροποίητοι βραχίονες μεπροσφορές (χοιρίδιο και πτηνό), για προσθήκη σεευμεγέθη ειδώλια, αρ. 1-2. Γυναικεία μορφή μεπρόσθετο βραχίονα, αρ. 3-4. Τμήματα μεγάλης,χειροποίητης προτομής γυναίκας.

4

1

2

3

mantle dancers (εικ. 12: 1-8)38, και οι έφηβοιμε μακρά χλαμύδα και πλούσια κόμμωση(εικ. 12: 9)39. Υπάρχουν επίσης μεμονωμέναειδώλια κάποιων γνωστών θεοτήτων, όπωςμια κεφαλή Αθηνάς και ένα ειδώλιο Αρτέ-μιδος40.

Στην κατηγορία των προσφορών, που πι-στοποιούνται συνήθως σε ιερούς χώρους μεμακρά παράδοση και ζωή, συμπεριλαμβά-νονται και μερικά άλλα αναθήματα. Πρόκει-ται κυρίως για ειδώλια (ζώδια) προσφιλώνστη θεότητα ζώων41, καθώς και για καρπούς,που σχετίζονται με μυθικές αφηγήσεις, όπωςγια παράδειγμα το ρόδι και το σταφύλι, πουταυτόχρονα όμως μπορεί να υπαινίσσονταικαι την κατανάλωσή τους σε τελετουργικάγεύματα κατά τη διάρκεια εορτών (εικ. 13).

o αριθμός των αγγείων της ανασκαφήςανέρχεται σε χιλιάδες. Ωστόσο το σχηματο-λόγιό τους είναι περιορισμένο και, στη συν-τριπτική πλειονότητά του, αντιστοιχεί σεμικρογραφικά (μικκύλα) αγγεία. Επικρατούναπό την αρχή οι κοτυλίσκες, με τυποποι-ημένη, γραπτή διακόσμηση που μιμείται αν-τίστοιχη των κορινθιακών και ακολουθούν οιυδρίσκες, οι κρατηρίσκοι και τα μικροσκο-πικά λυχνάρια (εικ. 6 και 7). Τα συγκεκρι-μένα αγγεία έχουν όντως μικρές διαστάσεις,

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

38. mollaRD-BeSqueS 1954, 92, πίν. lXV, c54-c56·leyenaaR PlaiSieR 1979, 40, πίν. 13, αρ. 64 (από τηβοιωτία, δεύτερο τέταρτο του 4ου αι. π.χ.).

39. SchüRmann 1989, 44, πίν. 20, αρ. 95 (με πλούσιαβιβλιογραφία).

40. higginS 1954, 238, πίν. 129, αρ. 889.41. Εκτός των χοιριδίων υπάρχουν και ομοιώματα εξα-

πλωμένων λεαινών (πρβλ. higginS 1954, 76, πίν. 32,αρ. 172, 96, πίν. 47, αρ. 273, 271, πίν. 138, αρ. 987·ΠΑΡΛΑΜΑ - ΣΤΑΜΠΟΛιΔΗΣ 2000, 127, αρ. 117), χε-λωνών (PiSani 2006, 336-337, αρ. 102, εικ. 27) καιπτηνών (mollaRD BeSqueS 1992, 77-78, πίν. 43b,D 4404). Για ένα αρχέτυπο κλασικής εποχής βλ.VieRneiSel-SchlöR 1997, 178, αρ. 602, πίν. 103, 2.

Εικ. 12 Ορχομενός. Πεπλοφόροι και χορεύτριες (mantle-dancers) με ή χωρίς σύμβολα, αρ. 1-8. Κεφαλή εφήβου μεπλούσια κόμμωση, αρ. 9, 4ος αι. π.Χ.

Εικ. 13 Ορχομενός. Ειδώλια ζώων και ομοιώματα καρπών.

καθώς το ύψος τους δεν ξεπερνά, κατά μέσοόρο, τα 2-3 εκ. και είναι τροχήλατα, αν καιπολλές λεπτομέρειες της βάσης και των λαβώναποδίδονται σχηματικά και με προχειρότητα.Εκτός των ανωτέρω τυπικών μικκύλων αγγείων,υπάρχει και η ομάδα των ημιμικκύλων, η οποίαπεριλαμβάνει κυρίως υδρίσκες. Το μεγεθόςτους κυμαίνεται στα 10-11 εκ. περίπου, αλλά ηκατασκευή τους είναι εφάμιλλη των αγγείωνκανονικού μεγέθους, ακόμη και στη διαμόρ-φωση των λεπτομερειών στις βάσεις και τιςλαβές.

Ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο μισότου 4ου αι. π.χ., οι υπεύθυνοι του ιερού προ-χώρησαν στη μνημειοποίησή του, με την κατα-σκευή τουλάχιστον μιας στοάς σε σχήμα Γ ή Π.Στη συνέχεια έγινε προσθήκη ενός δωματίου, στο ανατολικό μέρος της στοάς, με πρόσβαση απόμικρή είσοδο στα δυτικά του42. Σε αυτήν επίσης τη φάση καταγράφεται και η παρουσία στο ιερόμιας ομάδας ειδικών αναθημάτων που ενισχύουν την ιδιαιτερότητά του και βοηθούν την προσπά-θεια ορισμού της ασκούμενης λατρείας και της θεότητας ή των θεοτήτων, στις οποίες αυτή απευ-θυνόταν. Πρόκειται για την ανεύρεση εκατοντάδων πήλινων ανθοπλοχμών ή ανθοστεφάνων,διαφόρων διαστάσεων, από ράβδους πηλού, σε σχήμα απλού ή διπλού κύκλου ή πλεξούδας. Συχνάσχηματίζουν μονό ή διπλό κόμβο («ἡράκλειον ἅμμα»). Τα στεφάνια αυτά διακοσμούνται με στάχυα,με εμπίεστα άνθη και με ρόδακες διαφόρων τύπων (εικ. 14).

Η μεγαλύτερη συγκέντρωσή τους παρατηρήθηκε στα ψηλότερα μέρη του ιερού, εκεί όπου σχε-δόν αναφαίνεται στην επιφάνεια ο φυσικός βράχος. Η σπουδαιότητα του ευρήματος υπογραμμί-ζεται από τη σπανιότητά του σε άλλα γνωστά ιερά ή ακόμη σε χώρους με άλλη χρήση43. Η φροντίδαστη λεπτομέρεια σε μερικά από αυτά τα παραδείγματα ανακαλεί στη μνήμη αντίστοιχα τέχνεργααπό το περιβάλλον της τορευτικής (χρυσοχοΐας) των ελληνιστικών κυρίως χρόνων44. Πιο δύσκολη

ΕΙδώΛΙΑ, ΣΤέφΑΝΟΙ, ΜΙΚΚύΛΑ ΑΓΓΕίΑ ΚΑΙ ΛύχΝΟΙ.ΠήΛΙΝΑ ΑΝΑθήΜΑΤΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚό ΙΕΡό ΣΤΟΝ ΟΡχΟΜΕΝό ��

42. Ίσως πρόκειται για ανοικοδόμηση μετά από μια κατα-στροφή. Σημειωτέον ότι κατά τον 4ο αι. π.χ. επισυνέβη-σαν οι δύο καταστροφές του Ορχομενού από τουςΘηβαίους, η πρώτη το 364 π.χ. και η δεύτερη κατά τοτέλος του Τρίτου ιερού πολέμου (346 π.χ.). βλ. ενδει-κτικά βucKleR 1980· ΑΡΑβΑνΤινΟΣ 2010.

43. Ένα πήλινο «ἡράκλειον ἅμμα», ίσως μέρος από στεφάνι ήδιάδημα, ήλθε στο φως σε τάφο των ελληνιστικών νεκρο-ταφείων του Τάραντα (coliVicchi 2001, 73-74, αρ. 3.8).Ένα ανάλογο παράδειγμα είναι γνωστό από τους Επιζε-φύριους Λοκρούς (BaRRa BagnaSco 2009, 443, αρ. 583,πίν. cX) και δύο άλλα προέρχονται από τη Μύρινα καιφυλάσσονται στο Μουσείο του Λούβρου (mollaRD-Be-

SqueS 1972, 99, myrina 820, πίν. 125a). Τα τελευταία θε-ωρούνται επίσης διακοσμητικά στοιχεία περιδεραίου ήεπιθήματα (appliques).

44. Υπάρχουν πολλά διαδήματα ελληνιστικών χρόνων, που μι-μούνται στεφάνια και ανθοπλοχμούς, που δένονται στηνάνω επιφάνειά τους με κεντρικό «ἡράκλειον ἅμμα». Πρό-κειται για κόσμημα πολύ διαδεδομένο στους μακεδονικούςτάφους και στη νότια Ρωσία, όπως και στις αποικίες τουΕυξείνου: πρβ. Segall 1938, 31-37, πίν. 8-10, αρ. 28-29·amanDRy 1953, 120, εικ. 71, πίν. XXXi· hoFFmann -DaViDSon 1965, 51-54, εικ. 1-2, 4· ΔΕΣΠΟινΗ 1996, 215-218, αρ. 32-37, 40. Ένα χρυσό στεφάνι με «ἡράκλειονἅμμα», βλ. σε maSiello 1994, 309, εικ. 244.

Εικ. 14 Ορχομενός. Πήλινα στεφάνια διαφόρων μεγεθώνκαι τύπων με άνθη και «ηράκλεια άμματα».

όμως φαίνεται η ερμηνεία της χρήσης τους, καθώς η διάμετρος που αποκαθίσταται, μάλλον απο-κλείει την περίπτωση να στεφάνωναν τους πιστούς και να μην ήσαν απλά και μόνο οι απομιμήσειςπραγματικών ανθοστεφάνων. Πραγματικά ανθοστέφανα έφεραν οι λάτρεις στην κεφαλή κατά τιςεορταστικές τελετουργίες, ενώ τα πήλινα ήσαν αναθήματα, όπως και το σύνολο των πήλινων ευ-ρημάτων του ιερού.

Οι αρχαίες πηγές κάνουν λόγο για στεφάνια που κοσμούσαν λατρευτικά αγάλματα θεοτήτων.Είναι επίσης γνωστό ότι στις ιεροπραξίες για τη Δήμητρα και την Κόρη υπήρχαν στεφάνια από ταπροσφιλή τους φυτά, όπως ο ασφόδελος, ο νάρκισσος, ο υάκινθος και ο κρόκος, τα άνθη των οποίωνθυμίζει η διακόσμηση των πήλινων παραδειγμάτων του Ορχομενού.

Στεφάνια προσφέρονταν ως αναθήματα σε λατρείες που απαιτούσαν ιεροπραξίες σε ποτάμιακαι σε πηγές45 ή έστεφαν τα κεφάλια των ιερέων, των πιστών και ενίοτε και των προορισμένων γιατη θυσία ζώων46. Είναι άλλωστε γνωστή στην αρχαιότητα η στεφανηφορία, δηλαδή το στεφάνωμασε θρησκευτικές εορτές και τελετές. Σε ποιητικό απόσπασμα της Σαπφούς (213, 78β., 80P.), πουδιασώζει σε χωρίο του ο Αθήναιος (χV, 674e), η μεγάλη ποιήτρια καλεί μια νεάνιδα του θιάσου της,τη Δίκη, να θυσιάσει στις χάριτες φορώντας στεφάνια με άνθη στα μαλλιά, υπογραμμίζοντας ότι«…οι ευτυχείς χάριτες βλέπουν με εύνοια αυτήν, ενώ αποστρέφονται τις αστεφάνωτες»47.

Σημαντική, τέλος, για την πιστοποίηση ορισμένων απόψεων της λειτουργίας του ιερού χώρουείναι και η μαρτυρία της αναθηματικής επιγραφής που προαναφέρθηκε. Η επιγραφή είναι χαραγ-μένη σε στήλη με αετωματική επίστεψη και το κείμενό της σώζεται ακέραιο. Η στήλη, των αρχώντου 4ου αι. π.χ., επαναχρησιμοποιήθηκε σε τάφο του νεκροταφείου, που ιδρύθηκε στη θέση τουιερού, όταν αυτό πλέον δεν υφίστατο, ίσως κατά τον 1ο αι. π.χ.

Το βραχύ κείμενο της επιγραφής, που παρατίθεται εδώ, περιέχει την πιο πρώιμη στη βοιωτίαμαρτυρία περί φρατέρων ποιητών48:

κοινὰ ποειταδάωνφρατέρων

Το κείμενο φιλοξενεί τον τύπο ποειτάδας, παράγωγο του ποειτάς σε βοιωτική διάλεκτο. Σε επι-γραφή (ΙG Vii 3195), που προέρχεται από τον Ορχομενό και απαριθμεί νικητές ποιητικών καιμουσικών αγώνων στα χαριτήσια (1ος αι. μ.χ.), αναφέρεται: ποειτάς, Μήστωρ Μήστωρος Φωκαιεύς.Το επίθετο εξάλλου κοινά μπορεί να αναφέρεται σε κοινή οικία, περιουσία, θυσία, στην ίδια τηστήλη (θηλ. γένους) ή σε δείπνα, χρήματα (ουδ. γένους πληθ.) ή σε οτιδήποτε άλλο, κοινό μεταξύτων ίδιων των φρατέρων ποιητών.

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

45. Στράβων Vi, 2, 9� Παυσανίας Vii, 17, 6� waSeR 1909.ganzyniec 1922� BauS 1965.

46. Στεφάνια, πλεγμένα με ιερούς κλάδους, φοριούνταν εξάλ-λου στις πομπές ως σύμβολα σεβασμού και ικεσίας εκ μέ-ρους των πιστών προς τη θεότητα: Saglio 1877,1525-1256� FRanchi 1965, 302.

47. Page 1968, 111. Παραστάσεις χαρίτων και νυμφών, πουσυχνά δεν διαφοροποιούνται μεταξύ τους, στεφανωμένωνή με ανθοστέφανα στα χέρια τους, βλ. σε haRRiSon 1986(LIMC iii, 1, 191-203, iii, 2, 151-157).

48. Πρβ. τη σημ. 11. Πρόκειται ασφαλώς για τα μέλη μιαςθρησκευτικής φρατρίας (αδελφότητας) σε άμεση σχέσημε το ιερό. Οι φράτερες ήταν επιφορτισμένοι με την ορ-γάνωση θυσιών, δείπνων και άλλων εκδηλώσεων στο πε-ριβάλλον των ιερών κατά τη διάρκεια των εορτών. Ηφρατρία των ποιητών (ποειτάν, ποειταδάων) ίσως να υπο-δηλώνει και την εκτέλεση απαγγελιών ποιητικών έργων,ύμνων ή ασμάτων, κατά τη διάρκεια των εορταστικών εκ-δηλώσεων.

Οι πιο πρόσφατες προσφορές στο ιερότεκμηριώνουν τη λειτουργία του, αν καιπολύ περιορισμένη πλέον, ακόμη και στοδιάστημα μεταξύ του τελευταίου τετάρτουτου 4ου και των πρώτων ίσως δεκαετιώντου επόμενου αιώνα49. Αφιερώματα της πε-ριόδου αυτής είναι κυρίως κάποια γυναικείαειδώλια, μικρών ή μικρογραφικών διαστά-σεων, που παριστάνουν παιδίσκες ή νεαρέςγυναίκες, με διάφορα σύμβολα (εικ. 15).Συχνά κρατούν πτηνά και έχουν περίτεχνηκόμμωση του γνωστού ως Melonenfrisurτύπου, με τα μαλλιά μαζεμένα ψηλά στο κε-φάλι ή σε χαμηλό κότσο πάνω στον τράχηλοή τέλος με πλούσια αφέλεια στο μέτωπο50.

Κάποια στιγμή, στον 3ο αι. π.χ., το ιερόπαύει να υφίσταται ως χώρος λατρείας.Αγνοούμε την ακριβή χρονολογία αυτής τηςεξέλιξης και αν ακόμη αυτή οφείλεται σε φυ-σικά ή ανθρωπογενή αίτια. Οι πλημμύρεςήταν ομολογουμένως συχνές στο περιβάλ-λον του ιερού, όπως δείχνει και στρώμααποθέσεων ιλύος στα ανατολικά της ανα-σκαφής51. Πολύ αργότερα τα τοιχώματα τηςστοάς του ιερού χρησίμευσαν ως ταφικός περίβολος σε συστάδες ομοειδών κιβωτιόσχημων τάφων,σε σειρές στοιχημένες κάπως μεταξύ τους. ΄ισως να πρόκειται για τάφους θυμάτων εχθρικής επι-δρομής, συνηθισμένου, για την εποχή αυτή, φαινομένου. Άλλωστε στη μία από τις δύο επιγραφές,σε δεύτερη χρήση στους τάφους, υπάρχει κατάλογος Ορχομενίων μετηλλαχότων (τον βίον), με τη δι-

ΕΙδώΛΙΑ, ΣΤέφΑΝΟΙ, ΜΙΚΚύΛΑ ΑΓΓΕίΑ ΚΑΙ ΛύχΝΟΙ.ΠήΛΙΝΑ ΑΝΑθήΜΑΤΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚό ΙΕΡό ΣΤΟΝ ΟΡχΟΜΕΝό ��

49. Οι Ορχομένιοι δεν υπέστησαν τις συνέπειες της οργήςτων Μακεδόνων μετά τη μάχη της χαιρώνειας. Απεναν-τίας μάλιστα επωφελήθηκαν από την ήττα και τον μετέ-πειτα όλεθρο των Θηβών. Το 335 π.χ. έλαβαν και αυτοίμέρος των καλλιεργησίμων γαιών των Θηβαίων ως αντα-μοιβή των υπηρεσιών τους στην εκπόρθηση της πόληςαπό τους στρατιώτες του Μ. Αλεξάνδρου: BucKleR 2003·aΡΑβΑνΤινΟΣ 2010.

50. Για συγκρίσεις με εικονογραφικά και στυλιστικά ανάλογαβλ. winteR 1903, 55: 5, 74: 6-8, 75: 3, 76: 6, 77: 2· BRec-cia 1912, 135, πίν. lXXi, 199· BReitenStein 1941, 58-59, πίν. 67, αρ. 547· leyenaaR PlaiSieR 1979, 108-9, πίν.37, αρ. 217-218· metzgeR 1985, 38, 90, πίν. 28, αρ.1279-1285· thomPSon - thomPSon - RotRoFF 1987,378, πίν. 43, αρ. 15· SchüRmann 1989, 246, πίν. 153,

αρ. 928· FiScheR 1994, 40, 123, αρ. 33, πίν. 5· SchmiDt

1994, 222-223, πίν. 72, αρ. 395· mulleR 1996, 144-148,αρ. 200· BuRn - higginS 2001, 45, πίν. 8, αρ. 2042· me-KacheR 2003, 31, πίν. 8, αρ. 36· RumScheiD 2006, 436,αρ. 89, πίν. 36, 1-4.

51. Για τις πλημμύρες και την άνοδο της στάθμης των υδά-των της Κωπαΐδας στην αρχαιότητα εξαιτίας της δυσ-λειτουργίας ή της αχρήστευσης των αντιπλημμυρικώνφραγμάτων και των καταβοθρών, βλ. Παυσ. ιχ, 38, 6-79 (ΠΑΠΑχΑΤΖΗΣ 1981)· ΚnauSS 1990· KalcyK - hein-Rich - KnauSS 1986· KnauSS 1995· ΑΡΑβΑνΤινΟΣ -ΚΟΥνΤΟΥΡΗ - ΦΑΠΠΑΣ 2006· FaRinetti 2008. Για τασχετικά προβλήματα των πόλεων στην Κωπαΐδα κατά τηρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο πρβλ. FoSSey 1979, 549-591.

Εικ. 15. Ορχομενός. Ειδώλια ιστάμενων γυναικών. Ελλη-νιστικών χρόνων (4ος-3ος αι. π.Χ.).

ευκρίνιση ότι έπεσαν στη μάχη κατά των Αιτωλών. Πρόκειται προφανώς για τη μάχη του 245π.χ., που έγινε, όπως είναι γνωστό, στην κοιλάδα του Κηφισού, κοντά στη χαιρώνεια52. Τόσολοιπόν η ενσωμάτωση της επιγραφής όσο και οι τάφοι είναι νεότεροι της ημερομηνίας της εγκα-τάλειψης του ιερού και επί πλέον και της παραπάνω μάχης (terminus ante quem). Είναι μάλισταπιθανό το ιερό να καταστράφηκε τότε ή αργότερα από τους Αιτωλούς και έκτοτε να εγκαταλεί-φθηκε53. Η λατρεία πάντως πρέπει να μεταφέρθηκε πλησιέστερα προς την πόλη, καθώς ήταν αρ-χαιότατη και σημαντική.

Η λατρεία σ το ιερό: σ υμπεράσματα

Το ζήτημα της ταύτισης μίας ή περισσοτέρων θεοτήτων, ωςαποδεκτών της προσφερόμενης λατρείας στο αγροτικό ιερό τουΟρχομενού είναι εκ προοιμίου ακανθώδες, καθώς το συγκεκρι-μένο τέμενος και η θέση του δεν μαρτυρούνται ρητά στις αρ-χαίες πηγές. Η αφιέρωση μίας αγνύθας στη νύμφη Ευρυνόμη(Ευρυνόμα) (εικ. 16), κόρη του Ωκεανού και μητέρα των χαρί-των, δεν είναι από μόνη της ικανή να δώσει απάντηση στοζήτημα54. Τα στεφάνια και οι πήλινες απομιμήσεις τους προ-σιδιάζουν στη λατρεία των χαρίτων αλλά συνδέονται και μετην υπόσταση των Ελευσίνιων, Θεσμοφόρων θεοτήτων. Είναι,όμως, γνωστό ότι νύμφες και Ωκεανίδες συνόδευαν την Περ-σεφόνη στα παιγνίδια της στο μοιραίο ανθισμένο λιβάδι, όπουέπαιζε, πριν απαχθεί από τον βασιλέα του Άδη. Το σκηνικότου ιερού, τα νερά του ποταμού και των πηγών, το υφιστά-μενο ασφαλώς άλσος και οι παραπλεύρως υψούμενοι πολύ-πτυχοι και πολύχρωμοι φυσικοί βράχοι του Ακοντίου συνθέτουν

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

52. βλ. σημ. 11. Ο Πολύβιος (Ιστορ. 20, 4-5) και ο Πλούταρ-χος (Βίοι, Ἄρατος, 16,1) παραθέτουν πληροφορίες για τημάχη κατά την οποία οι Αιτωλοί νίκησαν τους βοιωτούςκαι επέβαλαν τη δεκαετή (245-235 π.χ.) συμμαχία ή επι-κυριαρχία τους, χωρίς εν τούτοις να προσαρτήσουν τηχώρα. Bλ. FlacelièRe 1937, 208· laRSen 1968, 206· tuR-neR 1994, 576. Ίσως το μνημείο των πεσόντων Ορχο-μενίων δεν απείχε πολύ από τον ιερό χώρο, ώστε ηενεπίγραφη στήλη του να κτιστεί σε τάφο του μεταγενέ-στερου, σε σχέση με το ιερό και τη μάχη, νεκροταφείου.

53. Ο Πολύβιος (Ιστορ. 4, 25, 2) αναφέρει τη λεηλασία τουναού της Αθηνάς ιτωνίας από τους Αιτωλούς κατά το διά-στημα 220-217 π.χ. Η επιδρομή αυτή δεν ήταν ασφαλώςη μόνη στην περιοχή. βλ. tuRneR 1994, 576.

54. Η σύνδεση των χαρίτων με τον Κηφισό είναι δεδομένη,καθώς ο μυθικός ιδρυτής της λατρείας τους, Ετεοκλής,αναφέρεται ως γιός του ποταμού (Παυσ. ιχ, 34, 9-10. 35,

1-6). Με βάση τα παραπάνω έχει υποτεθεί ότι το αρχαι-ότατο ιερό τους πρέπει να βρισκόταν κάπου κοντά στονΚηφισό. Την υπόθεση αυτή ενισχύουν τα νέα ανασκαφικάμας δεδομένα (Πρβλ. ΜΟggi - oSanna 2010, 428). Μεβάση όμως ορισμένες επιγραφές νικητών και αγωνοθετώνστα χαριτήσια, που χρονολογούνται στη ρωμαϊκή περί-οδο, το ιερό, τουλάχιστον αυτή την εποχή, τοποθετείταιστην πόλη, γενικώς κοντά στις πηγές του Μέλανα, ανάμε-σα στις σημερινές πηγές των χαρίτων, τη βυζαντινή εκ-κλησία της Παναγίας και το θέατρο της πόλης (FRaSeR

1898, 186-187· lauFFeR - hennig 1974, 315-316· Scha-chteR 1981, 140-144· ΠΑΠΑχΑΤΖΗΣ 1981, 237-239 καιτελευταία moggi - oSSana 2010, 425-429). Επιγραφικέςμαρτυρίες: SchachteR 1981, 140-144· BeRgmanS 1982·BucKleR 1984· amanDRy - SPyRoPouloS 1974, 225-228·manieRi 2009, 180-208.

Εικ. 16. Ορχομενός. Πυραμιδόσχημουφαντικό βάρος. Αφιέρωμα στην Ευ-ρυνόμη, μητέρα των Χαρίτων.

ένα ιδεώδες περιβάλλον για τη λατρεία των χαρίτων, γυναικείων θεοτήτων της φύσης, που η λα-τρεία τους έχει τόσα κοινά σημεία με τις εορτές για τη Δήμητρα και την Κόρη στον προφανώς σι-τοβριθή (πολύπυρον) Ορχομενό.

Οι μεταγενέστερες αρχαίες πηγές παραδίδουν ότι στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο η λα-τρεία των χαρίτων και οι προς τιμήν τους αγώνες τα χαριτήσια, γίνονταν στην πόλη, ίσως κοντάστο θέατρο και στη λεγόμενη Ακιδαλία πηγή, που τροφοδοτεί ακόμη και σήμερα με άφθονα νεράτον Μέλανα ποταμό55. Όπως ήδη αναφέρθηκε, χάριτες και χαριτήσια παραδίδονται φιλολογικάκαι επιγραφικά, σε στενή συνάφεια με τη λατρεία του Διονύσου και με τον αγώνα των Ομολωίων,ενώ αντίθετα δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες για ιερό και λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης στηνπόλη56.

Αν και στο σημερινό, προκαταρκτικό στάδιο της μελέτης είναι αδύνατο να επιμεριστεί με βε-βαιότητα η φύση και η σφαίρα της τελούμενης λατρείας στο αγροτικό ιερό του Ορχομενού, η προ-ηγηθείσα ανάλυση των κεραμικών και κοροπλαστικών αναθημάτων και των ανασκαφικώνσυνευρημάτων τους υπαγορεύει τις κατευθύνσεις της μελλοντικής έρευνας και υπαινίσσεται τα πο-ρίσματά της, χωρίς όμως και να τα προκαταλαμβάνει.

Όπως όμως συχνά συμβαίνει, και πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η λατρεία του Ηρακλέους καιτων τέκνων του στο αρχαιότατο τέμενός του έξωθεν των Ηλεκτρών Πυλών των Θηβών, τα ανα-θήματα των αρχαϊκών χρόνων περιλαμβάνουν προσφορές, μάλλον πολυσήμαντες και ποικίλες, ενώπερισσότερο εξειδικευμένα είναι τα αφιερώματα στο διάστημα μεταξύ των κλασικών και των πρώι-μων ελληνιστικών χρόνων. Από την άποψη αυτή στο ιερό του Ορχομενού εντυπωσιάζουν οι αριθ-μοί και η πυκνότητα των μικρογραφικών υδριών, απλών ή με δακτυλιόσχημο στήριγμα, και τωνυδριαφόρων, που απαντούν σε μεγάλους αριθμούς από τα μέσα του 5ου επί ένα σχεδόν αιώνα,καθώς και η ποσότητα των κέρνων και των μικκύλων αγγείων, μεταξύ των οποίων κοτύλες και λύ-χνοι, απλοί ή σύνθετοι, με τους μυκτήρες συχνά μαυρισμένους από τη χρήση.

Τα παραπάνω δεδομένα προσεγγίζουν τη λατρεία και το τελετουργικό των Θεσμοφόρων θεο-τήτων, Δήμητρος και Κόρης, και επί πλέον η παρουσία των ποταμίων και πηγαίων ναμάτων προ-σάδει προς τις καθαρτήριες τελετές που προηγούνταν της κυρίως εορτής57. Δύο επίσης θραύσματα,που αρχικά ανήκαν στην ίδια σύνθεση, διατηρούν τα κεφάλια και το σώμα δύο αλόγων σε καλπα-σμό (εικ. 17). Τα τελευταία ίσως σχετίζονται με το αρχικό και θεμελιώδες επεισόδιο του Ομηρικούύμνου στη Δήμητρα (στ. 15-20), δηλαδή την αρπαγή της Κόρης από τον Πλούτωνα, και μπορούννα συγκριθούν με αποσπασματικά επίσης άρματα από το Θεσμοφορεία της Πέλλας και της

ΕΙδώΛΙΑ, ΣΤέφΑΝΟΙ, ΜΙΚΚύΛΑ ΑΓΓΕίΑ ΚΑΙ ΛύχΝΟΙ.ΠήΛΙΝΑ ΑΝΑθήΜΑΤΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚό ΙΕΡό ΣΤΟΝ ΟΡχΟΜΕΝό ��

55. Οι χάριτες και την αρχαιότατη λατρεία τους στον Ορ-χομενό αναφέρονται σε: Πίνδ. Ολ. 14, 2-17, Πυθ. 12,27-30· ΄Εφορο FGr.Hist. 70F 152. Παυσ. 9, 34,1. 35,1-7. 38, 1. Ο Παυσανίας (9,34,1) αφηγείται ότι και στοιτώνιο, κοντά στην Κορώνεια, είχαν ανατεθεί αγάλματατων χαρίτων στην εποχή του. Για τις χάριτες στις αρ-χαίες πηγές και στη νεότερη βιβλιογραφία βλ. RE iii,2153 κ.ε. SchwaRzenBeRg 1966, καθώς και haRRiSon

1986, 191-203.

56. Εάν όντως είναι πλήρες το κείμενό του Παυσανία (ιχ,38,1). Πρβλ. σχετικά τις εύλογες αμφιβολίες του Scha-chteR 1981, 144. Για τα χαριτήσια, τα Ομολώια και τιςσχετικές επιγραφικές μαρτυρίες βλ. SchachteR 1981,140- 144· manieRi 2009, 175-208.

57. Για τη σημασία και τη χρήση του νερού στη λατρεία βλ.νincK 1960. Ενδιαφέρων και συναφής μάλιστα με τονπροηγούμενο είναι και ο ρόλος της υδρίας στην αρχαίαλατρεία, βλ. Diehl 1964.

Θάσου58. Εξάλλου, τα χοιρίδια, που βρέθηκαν σε μεγάλοαριθμό στον Ορχομενό, όπως και στα ιερά της Πέλλας,Θάσου, Κορίνθου και Θηβών, καθώς και οι προσφέρουσεςαυτά, πολύ συνηθισμένες στην Εύτρηση, Ελευσίνα και στασικελικά ιερά, οδηγούν στα ίδια προκαταρκτικά συμπερά-σματα και θυμίζουν το επεισόδιο με τον ήρωα χοιροβοσκό(συβώτη) Ευβουλέα, που χάθηκε μαζί με το κοπάδι του στοχάσμα γης, που άνοιξε κατά την αρπαγή της Περσεφόνηςαπό το θεό του Άδη. Από εκεί προέρχεται και η τελετή με-γάρισμα (ταφή ζωντανών ζώων), που αποτελεί και κύρια ιε-ροπραξία των Θεσμοφορίων. Με την τελευταία σχετίζεταιίσως και η ανεύρεση οστών μικρών ζώων μαζί με μεταλλικά αντικείμενα σε κυκλική κοιλότητα (νο-τίως του Τοίχου 1), της ανασκαφής μας.

Εκτός, όμως, από την αρχική τυπολογική ανάλυση των αφιερωμάτων, η ταύτιση του ιερού υπο-στηρίζεται και από τη θέση του. Το φυσικό περιβάλλον του ιερού, που ήδη περιγράψαμε, και κυ-ρίως η απλή, σχεδόν υπαίθρια, αρχιτεκτονική μορφή του, συνάδουν με την κατάταξή του σταγνωστά Θεσμοφορεία, τα πλέον δημοφιλή ιερά και χώρους τελετουργιών του ελληνικού κόσμου59.Πρόκειται για χώρους, όπου ο καθαυτό ναός μπορεί και να απουσιάζει. Υπάρχουν όμως τα μέγαρα,χάσματα και βραχώδεις θύλακες, περίβολοι ή λέσχαι, όπου τελούνταν οι θυσίες, ενώ ο βωμός συχνάαντικαθίσταται από πρόχειρες κατασκευές, όπως η εσχάρα, τα χαμηλά βάθρα, καθώς και οι λιθο-σωροί, που σπανίως και με δυσκολία αναγνωρίζονται στην ανασκαφή. Οι ιεροπραξίες γίνοντανσυχνά σε έναν περιφραγμένο, τετράπλευρο, μικρών διαστάσεων χώρο ή στο ύπαιθρο. Τυπικό όμωςγνώρισμα των ιερών αυτών, που υπάρχει και στον Ορχομενό, είναι ο καθαυτό τρόπος των αποθέ-σεων των προσφορών και ισχύει τουλάχιστον για την πρώτη φάση τους: χιλιάδες μικρογραφικά αγ-γεία (κοτυλίσκες υστεροκορινθιακού τύπου, αμφορίσκοι και υδρίσκες, λυχνίσκοι μονόμυξοι) καιεκατοντάδες ειδωλίων. Όλα είχαν ταφεί ή παραχωθεί τελετουργικά σε παχύ στρώμα χώματος, ήκάτω από στρώμα στάχτης μαζί με καμένα οστά ζώων, απομεινάρια πλήθους θυσιών.

Είναι γνωστό στην αρχαιολογική πρακτική, ότι τα αγροτικά ιερά της Δήμητρας παρουσιάζουνκαι αποκλίσεις μεταξύ τους, χάρη στο πλήθος των επικλήσεων (επιθέτων) της θεάς και της ακο-λουθίας της, δηλ. της θεϊκής τριάδος, της Κόρης και του νεαρού Τριπτόλεμου. Μαζί τους συνυ-πάρχουν νύμφες, Ωκεανίδες, η Άρτεμις και άλλες θεότητες. Ένδειξη μάλλον τοπικών λατρευτικώνεθίμων είναι, στην περίπτωσή μας, η μαζική και αρκετά παράξενη παρουσία ομοιωμάτων ανθο-πλοχμών (γιρλαντών, στεφανιών) από άνθη της περιοχής, που σχετίζονται με τον άνω και τον κάτωκόσμο: ανάμεσά τους νάρκισσοι, κρόκοι και τέλος ασφόδελοι, όπως στον ομηρικό «ἀσφοδελὸν λει-μώνα» (Οδ. Λ 539, Ω 13, Ομ. Ὕμν. εἰς Ἑρμῆν, 221, 344)60.

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

58. Για τη μορφή και τη χρονολόγησή τους βλ. επίσης BeRgeR

1982, 52, σημ. 109. Για την ερμηνεία τους βλ. mulleR

2005, 63-64, εικ. 1-2. Περισσότερα για τη Δήμητρα, τιςαρχαίες μαρτυρίες και τη λατρεία της βλ. σε BeSchi 1988,844-847. Υπενθυμίζεται η αναφορά από τον Παυσανία(ιχ, 24,2) σε έναν αρχαιότατο, μυθικό ίσως, οικισμό της

Κωπαΐδας, αταύτιστο σήμερα, με το όνομα Ελευσίνα.59 mulleR 2005� Di SteFano 2008· ΛΕβΕνΤΗ - ΜΗΤΣΟ-

ΠΟΥΛΟΥ 2010.60. Η έννοια στον Όμηρο (ό.π) είναι: «ο πλήρης ασφοδέλων

λειμών, όπου ησύχαζον αι σκιαί των ηρώων». Στον Ομη-ρικό Ὕμνον εἰς Ἑρμῆν: γενικώς «λειμὼν πλήρης ἀνθέων».

Εικ. 17. Ορχομενός. Τμήματα ίππων σεκαλπασμό. Ανήκαν αρχικά σε άρμα ίσωςτου Πλούτωνα (Άδη).

Άλλωστε, η ανεύρεση στην επικράτεια του Ορχομενού ενός αμάρτυρου και αρχαιότατου ιερούλατρείας των θεοτήτων της Φύσης, της ευφορίας των αγρών και της ευγονίας, δεν ξενίζει. Στη ρω-μαϊκή αυτοκρατορική περίοδο ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει το ιερό των χαρίτων αμέσωςμετά το ιερό του Διονύσου, που πρέπει να βρισκόταν κοντά στο θέατρο και την αγορά της πόλης.Το θέατρο, όλως περιέργως, αποσιωπάται στο κείμενό του, παρά τη μεγάλη σημασία του για τηνπόλη και σε συνάρτηση και με τις δύο λατρείες που προαναφέρθηκαν (Παυσ. 9, 38, 1), αν και προ-φανώς στις μέρες του ήταν σε λειτουργία. Δεν αναφέρεται επίσης η λατρεία της Δήμητρας στηνπόλη ούτε εκτός αυτής, αν και είναι γνωστή η προαιώνια και στενή, μυθολογική και ιστορική, σύν-δεση της βορειοβοιωτικής πόλης με την παραγωγή των δημητριακών και με τις θεότητες της καρ-ποφορίας61. Ασφαλώς η πολυτάραχη ιστορική πορεία του Ορχομενού επέδρασε στην τύχη και στιςοικοδομικές φάσεις του αγροτικού ιερού των γυναικείων θεοτήτων της φύσεως, της καρποφορίαςτης γης και της ευγονίας ανθρώπων και ζώων, δηλαδή των Θεσμοφόρων θεοτήτων, των χαρίτωνκαι ίσως και των νυμφών, στην ειδυλλιακή, απόμερη άκρη της κοιλάδας του βοιωτικού Κηφισού.Πλήθος ερμηνευτικά ζητήματα και ερωτήματα αναμένουν καίριες απαντήσεις. Μεταξύ άλλων λαν-θάνουν τα αίτια της τελικής καταστροφής του ιερού, της μεταφοράς της λατρείας του και της αμε-τάκλητης εγκατάλειψης του χώρου του, ώστε στην ύστερη ελληνιστική ή στη ρωμαϊκή περίοδο ναμετατραπεί σε νεκροταφείο. Πιστεύουμε ότι τα ερωτήματα αυτά θα απαντώνται παράλληλα με τημελέτη του υλικού και πάντως μετά την ολοκλήρωσή της.

β. ΑΡΑβΑνΤινΟΣ (α)Μ. βΟνΑννΟ-ΑΡΑβΑνΤινΟΥ (β)

Κ. ΚΑΛΛιΓΑ (α)m. PiSani (β)

α. Θ΄ ΕΠΚΑβ. università di Roma tor Vergata.

Dipartimento di Beni culturali, musica e Spettacolo

ΒιβλιογραφίαamanDRy, P. 1953. Collection Hélène Stathatos i. Le bijoux antiques, Strasbourg.amanDRy, P. - t. SPyRoPouloS 1974. monuments chorégiques d’orchomène de Béotie, BCH 98, 171-246.ΑΡΑβΑνΤινΟΣ, β. 2005. Ηρακλής και Ηρακλείδες στη Θήβα: μύθοι, λατρείες και ανασκαφικά δεδομένα, στο Πρακτικά

του Ε΄ Διεθνούς Συνεδρίου Βοιωτικών Μελετών, Θήβα 16-19 Σεπτεμβρίου 2005, Επετηρίς Εταιρείας βοιωτικών Με-λετών, Αθήνα, τόμ. 5, 1, 2011 (υπό εκτύπωση).

ΑΡΑβΑνΤινΟΣ, β. 2010. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών, Αθήνα.ΑΡΑβΑνΤινΟΣ, β. - Ε. ΚΟΥνΤΟΥΡΗ - ι. ΦΑΠΠΑΣ 2006. Το μυκηναϊκό αποστραγγιστικό σύστημα της Κωπαΐδας: νέα δε-

δομένα και πρώτες εκτιμήσεις, στο Πρακτικά του 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, Αθήνα, 17-21 Οκτωβρίου 2005, Αθήνα, 557-564.

BaRRa BagnaSco, m. 2009. Locri Epizephiri V. Terrecotte figurate dall’abitato, alessandria.BauS, K. 1965. Der Kranz in Antike und Christentum: eine religionsgeschichtliche Untersuchung mit besonderer Berücksich-

tigung Tertullians (theophaneia 2), Bonn.βΑΣιΛΟΠΟΥΛΟΥ, β. 1994. Άντρο Λειβηθρίδων του Ελικώνα (Αγία Τριάδα), AΔ 49, β΄ 1, 844-845.BeRgeR, e. (επιμ.) 1982. Antike Kunstwerke aus der Sammlung Ludwig ii. Terrakotten und Bronzen (Veröffentlichungen des

antikenmuseums Basel-Bd. 4/2), Basel.

ΕΙδώΛΙΑ, ΣΤέφΑΝΟΙ, ΜΙΚΚύΛΑ ΑΓΓΕίΑ ΚΑΙ ΛύχΝΟΙ.ΠήΛΙΝΑ ΑΝΑθήΜΑΤΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚό ΙΕΡό ΣΤΟΝ ΟΡχΟΜΕΝό ��

61. Ο μυθολογικός κύκλος του Ορχομενού έχει στη βάση τουτην παράδοση για τoν Αθάμαντα, την ινώ και τη σιτοδεία,που προκλήθηκε κάποτε στη χώρα. Εξάλλου, τα πρώιμα

νομίσματα των Ορχομενίων φέρουν ως έμβλημά τους (εμ-προσθότυπο) κόκκο κριθής. βλ. εικόνα του νομίσματος σεΑΡΑβΑνΤινΟΣ 2010, 155.

BeRgmanS, m. 1982. Contribution à l’étude des mousikoi agônes de Béotie (Janus gruterus monographieën vol. i), Brussels.BeSchi, l. 1988. LIMC, iV, 1, λ. Demeter, 844-892.BlinKenBeRg, c. 1931. Lindos: fouilles de l’acropole, 1902-14. Les Petits Objets, Berlin.Boehlau, J. - K. ScheFolD (επιμ.) 1942. Larisa am Hermos: die Ergebnisse der Ausgrabungen, 1902-1934, iii. Die Klein-

funde, Berlin.Böhm, S. 1990. Die “nackte Göttin”: zur Ikonographie und Deutung unbekleideter weiblicher Figuren in der frühgriechischen

Kunst, mainz am Rhein.BReccia, e. 1912. La necropoli di Sciabti. Catalogue général des antiquités égyptiennes du Musée d’Alexandrie, le caire.BReitenStein, n. 1941. Catalogue of Terracottas Cypriote, Greek, Etrusco-Italian and Roman (Danish national museum De-

partment of oriental and classical antiquities), copenhagen.BucK, R.J. 1979. A History of Boeotia, edmonton.BucK, R.J. Boiotia and the Boiotian League, 423-371 BC., edmonton.BucKleR, J. 1980. The Theban Hegemony, 371-362 BC., cambridge.BucKleR, J. 1984. the charitesia at Boiotian orchomenos, AJP 195, 49-53.BucKleR, J. 1989. Philipp II and the Sacred War, leiden.BucKleR, J. 2003. Aegean Greece in the Fourth Century BC., leiden - Boston.Bulle, h. - e. Kunze 1907-1909. Orchomenos i-iii, münchen.BuRn, l. - R.a. higginS 2001. Catalogue of Greek Terracottas in the British Museum, vol. iii. london.ciaRalDi, m. 1997-1998. Food offerings at the archaic/hellenistic Sanctuary of Demeter and Persephone at monte Pa-

palucio (oria, apulia, Southern italy), The Accordia research papers 7, 75-91.coliVicchi, F. 2001. Alabastra tardo-ellenistici e romani dalla necropoli di Taranto: materiali e contesti. Catalogo del Museo

Nazionale Archeologico di Taranto iii, 2, taranto.cRoiSSant FR. 1983. Les protomés féminines archaïques. Recherches sur les representations du visage dans la plastique grecque

de 580 a 480 av . J.-C., Paris.DaViDSon, g.R. 1952. Corinth Xii. The Minor Objects, Princeton.DawKinS, R.m. (επιμ.) 1929. The Sanctuary of Artemis Orthia at Sparta, Excavated and Described by Members of the British

School at Athens (Supplementary paper [Society for the Promotion of hellenic Studies] 5), london.De RiDDeR, a. 1895. Fouilles d’orchoméne, BCH 19, 137-224.ΔΕΣΠΟiνΗ, aιΚ. 1996. Eλληνική τέχνη. Aρχαία χρυσά κoσμήματα, Αθήνα.Diehl, e. 1964. Die Hydria. Formsgeschichte und Verwendung im Kult des Altertums, Μainz.Di SteFano, c.a. (επιμ.) 2008. Demetra, la divinità, i santuari, il culto e la leggenda, στο Atti del I Congresso Internazio-

nale, Enna, 1-4 luglio 2004), Pisa - Roma.ΕKRoth, g. 2002. The Sacrificial Rituals of Greek Hero-cults in the Archaic to the Early Hellenistic Periods (Kernos, Suppl.

12), liège.FaRinetti, e. 2008. Fluctuating landscapes. the case of the copais Basin in ancient Boeotia, ASAtene 86, iii,8, 115-138.FiScheR, J. 1994. Griechisch-römische Terrakotten aus Ägypten. Die Sammlungen Sieglin und Schreiber: Dresden, Leipzig,

Stuttgart, Tübingen (tübinger Studien zur archäologie und Kunstgeschichte, Band 14), tübingen.FittSchen, K. 1997. orchomenos, ΑΔ 52, β΄ 1, 394-396.Flaceli Re, R. 1937. Les Aitoliens à Delphes, Paris.FoSSey, J.m. 1979. the cities of the Kopaїs in the Roman Period, στο h. temPoRini - w. haaSe, Aufstieg und Nieder-

gang der römischen Welt, ii.7, 1, Berlin - new york, 549-591.FoSSey, J.m. 1988. Topography and Population of Ancient Boiotia, vol. i-ii, chicago.FRanchi, l. 1965. EAA Vi, 301-308, λ. Pompa.FRazeR, J.g. 1898. Pausanias’s Description of Greece, vol. V, london.ganzyniec, R. 1922. RE Xi, 2, 1588-1608, λ. Kranz.golDman, h. 1931. Excavations at Eutresis in Boeotia, cambridge, ma.golDman, h. 1940. the acropolis of halae, Hesperia 9, 381-504.golDman, h. - F. JoneS 1942. terracottas from the necropolis of halae, Hesperia 11, 365-421.gRace, F.R. 1939, Archaic Sculpture in Boeotia, cambridge, ma.haDziSteliou PRice, th. 1969. the type of the croaching child and the “temple boys”, BSA 64, 95-111.ΗaRRiSon, e.B. 1986. LIMC iii, 1-2, λ. charis/charites, 191-203.

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

higginS, R.a. 1954. Catalogue of Terracottas in the Department of Greek and Roman Antiquities, British Museum, vol. i, Greek,730-330, london.

hoFFmann, h. - P. F. DaViDSon 1965. Greek Gold: Jewelery from the Age of Alexander, mainz.KalcyK, h. - B. heinRich - J. KnauSS 1986. Die melioration des Kopaisbeckens in Böotien. untersuchungen zur älte-

sten Flussregulierung europas, AntW 17, 2, 15-38.KaRaKaSi, K. 2003. Archaic Korai, los angeles.KnauSS, J. 1995. technical and historical aspects of the unfinished ancient Drainage tunnel at the outmost northeast

corner of the Kopais-Basin, Eπετηρίς Βοιωτικών Μελετών 2, 1, 83-95.ΚΟΥνΤΟΥΡΗ, e. 2008. Ορχομενός-Κωπαΐδα, στο Α.Γ. βΛΑχΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Αρχαιολογία: Εύβοια και Στερεά Ελλάδα,

Αθήνα, 248-253.laRSen, J. 1968. The Greek Federal States, oxford.lauFFeR, S. - D.hennig 1974. RE, Suppl. XiV, 290-355, λ. Ορχομενός.leyenaaR-PlaiSieR, P.g. 1979. Les terres cuites grècques et romaines. Catalogue de la collection du Musée National des Anti-

quités à Leiden, leiden.ΛΕβΕνΤΗ, i. - χΡ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ (επιμ.) 2010. Ιερά και λατρείες της Δήμητρας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Πρακτικά Επι-

στημονικού Συμποσίου, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Βόλος,4-5 Ιουνίου 2005, βόλος.

manieRi, a. 2009. Agoni poetico-musicali nella Grecia antica: la Beozia, Testi e commenti (università di urbino. istituto difilologia classica 25. certamina musica graeca 1), Pisa - Roma.

maSiello, l. 1994. la necropoli ellenistica: le oreficerie, στο e. liPPoliS (επιμ.), Catalogo del Museo Nazionale Archeolo-gico di Taranto iii, 1. Taranto. La necropoli: aspetti e problemi della documentazione archeologica tra VII e I sec. a.C., ta-ranto, 301-323.

meKacheR, n. 2003. matrizengeformte hellenistische terrakotten, στο n. meKacheR - m. PalaczyK - e. Schönen-BeRgeR, et al., Eretria. Ausgrabungen und Forschungen, 12, gollion, 9-87.

meRKeR, g.S. 2000. Corinth XViii, iV. The Sanctuary of Demeter and Kore, Terracotta Figurines of the Classical, Hellenisticand Roman Periods, Princeton.

metzgeR, i.R. 1985. Das Thesmophorion von Eretria: Funde und Befunde eines Heiligtums. Eretria Vii, ausgrabungen undForschungen, Bern.

moggi, m. - m. oSanna (επιμ. και σχόλια) 2010. Pausania. Guida della Grecia. Libro IX, 413-433.mollaRD-BeSqueS, S. 1954. Catalogue raisonné des figurines et reliefs en terre-cuite grecs, étrusques et romains, i. 1. Époques

préhellénique, géométrique, archaïque et classique, Paris.mollaRD-BeSqueS, S. 1972. Musée National du Louvre. Catalogue raisonné des figurines et reliefs en terre cuite grecs, étrusques

et romains, iii. Epoques hellénistique et romaine. Grèce et Asie Mineure, Paris.mulleR, a. 1996. Les terres cuites votives du Thesmophorion: de l’atelier au sanctuaire. Études thasiennes XVii, 1-2, athènes

- Paris.mulleR, a. 2005. mythes et rites éleusiniens et pratiques votives, στο c. BoBaS - a. mulleR - D. mulliez (επιμ.), My-

thes et sociétés en Méditerranée Orientale entre le sacré et le profane, Actes du Colloque international organisé par les Uni-versités Kapodistrias d’Athénes et Charles-de- Gaulle-Lille 3, Delphes 19-21 octobre 2000, lille, 61-77

nincK, m. 1960. Die Bedeutung des Wassers im Kult und leben der Alten, Darmstadt.Page, D. (επιμ.) 1968. Lyrica Graeca Selecta, oxford.ΠΑΠΑχΑΤΖΗΣ, ν. 1981. Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις, Βιβλία IX-X (Βοιωτικά-Φωκικά), Αθήνα.ΠΑΡΛΑΜΑ Λ.. - n. ΣΤΑΜΠΟΛιΔΗΣ (επιμ.) 2000. Η πόλη κάτω από την πόλη. Aρχαιότητες από τις ανασκαφές του Μητροπο-

λιτικού Σιδηροδρόμου των Αθηνών, Αθήνα.Payne, h. 1940. Perachora. The Sanctuaries of Hera Akraia and Limenia: Excavations of the British School of Archaeology at

Athens, 1930-1933, oxford.PiSani, m. 2006. the collection of terracotta Figurines in the museum of the British School at athens, BSA 101, 269-

368.PoulSen, V.h. 1937. Der strenge Stil: Studien zu geschichte der griechischen Plastik 480-450, ActaArch 8, 1-148.RoeSch, P. 1976. λ. orchomenos, στο R. Stillwell - w.l. macDonalD - m. hollanD mcalliSteR (επιμ.), The

Princeton Encyclopedia of Classical Sites, Princeton, 654.RumScheiD, F. 2006. Die figürlichen Terrakotten von Priene. Fundkontexte, Ikonographie und Funktion in Wohnhäusern und

ΕΙδώΛΙΑ, ΣΤέφΑΝΟΙ, ΜΙΚΚύΛΑ ΑΓΓΕίΑ ΚΑΙ ΛύχΝΟΙ.ΠήΛΙΝΑ ΑΝΑθήΜΑΤΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚό ΙΕΡό ΣΤΟΝ ΟΡχΟΜΕΝό ��

Heiligtümern im Licht antiker Parallelbefunde (archäologische Forschungen 22), wiesbaden.Saglio, e. 1877. λ. corona, στο ch. DaRemBeRg - e. Saglio (επιμ.), Dictionnaire des antiquités grecques et romaines:

d'après les textes et les monuments, i, Paris, 1520-1537.Salmon, P. 1978. Étude sur la Confédération béotienne (447/6-386). Son organisation et son administration, Bruxelles.SaRRi, K. 2010. Orchomenos iV. Orchomenos in der mittleren Bronzezeit (Bayerische akademie der wissenschaften. Philo-

sophisch-historische Klasse. abhandlungen. neue Folge, 135), münchen.SchachteR, a. 1981. cults of Boeotia, i (BICS Suppl. 38.1), london, 140-144.SchachteR, a. 1996. costituzione e sviluppo dell’ethnos beotico, QUCC 52, 5-29.Schliemann, h. 1881 Orchomenos. Bericht über meine Ausgrabungen im böotischen Orchomenos, leipzig.SchmiDt, e. 1994. Martin-von-Wagner-Museum der Universität Würzburg. Katalog der antiken Terrakotten, 1. Die figürli-

chen Terrakotten, mainz.SchwaRzenBeRg, e. 1966. Die Grazien (Diss. münchen - Bonn).Segall, B. 1938. Katalog der Goldschmiede - Arbeiten. Benaki Museum, Αθήνα.SzaBò, m. 1994. Archaic Terracottas of Boeotia (Studia archaeologica 67), Roma.te Riele, g.J.m. 1976. charitésia, στο J.m. BRemeR - S.l. RaDt - c. J. RuiJgh, Miscellanea Tragica in honorem J.C. Ka-

merbeek, amsterdam, 285-291.tιβΕΡιΟΣ, Μ. 1976. Ο Λυδός και το έργο του. Συμβολή στην έρευνα της αττικής μελανόμορφης αγγειογραφίας, Αθήναι.thomPSon, h a. - D.B. thomPSon - S. RotRoFF 1987. Hellenistic Pottery and Terracottas, Princeton.tuRneR, l.a. 1994. the history, monuments and topography of ancient lebadeia in Boeotia, greece (Diss. ann arbor).uRe, P.n. 1934. Aryballoi and Figurines from Rhitsona in Boeotia, cambridge.VieRneiSel-SchlöRB, B. 1997. Die figürlichen Terrakotten,Spätmykenisch bis Späthellenistisch, Kerameikos 15, münchen.VlaD BoRRelli, l. 1963. λ. orchomenos di Beozia, EAA V, 711-712.waSeR, o. 1909. λ. Flußgötter, RE Vi.2, 2774-2815.winteR, F. 1903. Die Typen der figürlichen Terrakotten, i-ii, Berlin - Stuttgart.

SummaRy

teRRacotta VotiVe oFFeRingS in a RuRal SanctuaRy oF oRchomenoS, Boeotia

V. aravantinos, Μ. βonanno, K. Kalliga, m. Pisani

a recent excavation at orchomenos, between the River Kephisos and the rugged slope of mountakontio, brought to light the remains of an unknown rural sanctuary, as well as abundant terracottaobjects and evidence for continuity of cult from the archaic into the hellenistic period (7th-3rd c.Bc). From the votive offerings and the other excavation data, it is deduced that festivals were cele-brated in honour of female deities of nature, fertility and fecundity, very possibly of the graces(chares) in combination perhaps with the oceanids and nymphs, as well as with the thesmophoraigoddesses Demeter and Kore. according to many ancient textual testimonies, the cult of the graceswas the oldest and most popular in orchomenos, while the celebration of the thesmophoreia shouldbe considered certain in a city so rich in cereal production and stock-raising.

last, from the kind, the provenance and the alternation of the copious terracotta votive offerings(all kinds of figurines, miniature vases and lamps), the development of the rural sanctuary and its cultduring the archaic and especially the classical period can be traced. Study of these finds sheds lighton many new and unknown facets of the history of orchomenos, from the founding of the sanctu-ary until is abandonment or rather its transfer to another place in the city, perhaps near the theatre,where inter alia contests in music and poetry, known as the charitesia, were held in Roman times.

�� Β. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μ. ΒΟΝΑΝΝΟ-ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Κ. ΚΑΛΛΙΓΑ, M. PISANI

Κο

ρο

πλ

ας

τιΚ

ΗΚ

αι

ΜιΚ

ρο

τε

χν

ιας

το

να

ιγα

ιαΚ

οχ

ωρ

οα

πο

το

υς

γεω

Με

τρ

ιΚο

χρ

ον

ου

ςε

ως

Κα

ιτ

Ηρ

ωΜ

αϊΚ

Ηπ

ερ

ιοΔ

ο

ISBN: 978-960-87174-4-2

Κ ο ρ ο π λ α σ τ ι κ ήκ α ι μ ι κ ρ ο τ ε χ ν ί αστον αιγαιακό χώρο

από τουςγεωμετρικούς χρόνους

έως και τηρ ωμαϊκή περίο δο

Διεθνες ςυνεΔριο

στη μνήμη τηςΗο ύ ς Ζ ερβ ο υ δ άκη

ΤΟΜΟΣ ΙI

II

exofyllo zervoudaki5II:Layout 1 7/11/14 2:53 PM Page 1