Ερμηνεία άρθρ. 1860-1864 ΑΚ ("Κληρονομική αναξιότητα"), σε...

14

Transcript of Ερμηνεία άρθρ. 1860-1864 ΑΚ ("Κληρονομική αναξιότητα"), σε...

1376 Κουμουτζής

Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 1860-1864 ΑΚ ― Άρθρο 1860

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟΚληρονομική αναξιότητα

Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 1860-1864 ΑΚΒιβλιογραφία: Σταθόπουλος, Περί της δικαιολογικής βάσεως του θεσμού της κληρονομικής αναξιότητος και πρα-κτικών τινων συνεπειών αυτής, ΕΕΝ 1975, 821. ο ίδιος, ΕρμΑΚ 1860-1864. Χριστακάκου, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρ. 1860-1864.

Α. Δικαιολογία της ρύθμισης. Με τη ρύθμιση των άρθρ. 1860-1864 ΑΚ η διάπραξη ορισμένων παραπτωμάτων κατά του κληρονομουμένου και των πλησιέστερων συγγενών του συνεπάγεται τον αποκλεισμό από την κληρο-νομία (ή την κληροδοσία). Η βασική δικαιολογία έγκειται στο ότι δεν είναι ανεκτό να αντλεί ωφελήματα από την κληρονομία (ή την κληροδοσία) εκείνος ο οποίος επέδειξε αξιοκατάκριτη συμπεριφορά. κάτι τέτοιο αντιστρα-τεύεται αφενός την εικαζόμενη βούληση του κληρονομουμένου και αφετέρου το κοινό περί δικαίου αίσθημα (βλ. π.χ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ Εισαγ. 1860-1864 αρ. 3 και πιο αναλυτικά τον ίδιο, ΕΕΝ 1975, 821 επ. και Χριστακάκου, Εισαγ. άρθρ. 1860-1864 αρ. 1 επ.). Κουμουτζής

Β. Επικουρικός / Συμπληρωματικός χαρακτήρας της ρύθμισης. Ο κληρονομούμενος αντιμετωπίζει κατ’ αρχήν ο ίδιος τις προσβολές για τις οποίες πρόκειται, προβαίνοντας σε αποκλήρωση του πταίσαντος. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει πάντοτε. αιτίες ενδέχεται να είναι η απλή αδράνεια του κληρονομουμένου μετά το παράπτωμα ή το γεγονός ότι το παράπτωμα προκαλεί τον θάνατό του, ακολουθεί τον θάνατό του, χειραγωγεί τη βούλησή του. Οι περιπτώ-σεις αυτές λαμβάνονται υπόψη χάρη στη ρύθμιση της αναξιότητας. Επομένως, η ρύθμιση είναι επικουρική (βλ. Σταθόπουλο, ΕΕΝ 1975, 824. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 9. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 215. Σπυ-ριδάκη, Κληρονομικό, σ. 420) ή συμπληρωματική (βλ. Βουζίκα, Κληρονομικόν - Παραδόσεις Αã, σ. 93) έναντι της αποκλήρωσης. – Για τη συρροή αναξιότητας και αποκλήρωσης βλ. κυρίως Γεωργιάδη, Κληρονομι-κό, ¨ 41 αρ. 70.

1860 Λόγοι. Ανάξιος για να κληρονομήσει είναι: 1. εκείνος που από πρόθεση θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τον κληρονομούμενο, τα τέκνα, τους γονείς ή το σύζυγο του κληρονομουμένου. 2. εκείνος που

καταδικάστηκε για ψευδή καταμήνυση του κληρονομουμένου για κακούργημα. 3. εκείνος που από πρόθεση εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να ανακαλέσει διαθήκη. 4. εκείνος που με απάτη παρακίνησε ή παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη με απειλή ανάγκασε τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να αλλάξει διαθήκη. 5. εκείνος που αλλοίωσε ή εξαφάνισε τη διαθήκη του κληρονομουμένου.

Βιβλιογραφία: Κατσαντώνης, Η «εκ προθέσεως θανάτωσις» του κληρονομουμένου ως λόγος κληρονομικής αναξιό-τητος κατ’ άρθρ. 1860 περίπτ. 1 Α.Κ., σε Ξένιον Ζέπου ΙΙΙ (1973), σ. 147. Μαγκάκης, Ποινικό ∆ίκαιο. ∆ιάγραμμα Γενικού Μέρους3 (1984).

A. «Ανάξιος για να κληρονομήσει»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ο «ανάξιος για να κληρονομήσει» μπορεί να είναι τόσο φυσικό πρόσωπο όσο και νομικό πρόσωπο, στο μέτρο που αυτό έχει ευθύνη για τα κατ’ άρθρ. 1860 ΑΚ παρα-πτώματα των οργάνων του (βλ. άρθρ. 71 ΑΚ και πιο αναλυτικά Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 68. – Για μια ιδιαιτερότητα ως προς το ∆ημόσιο βλ. πιο κάτω άρθρ. 1862 αρ. 9).

B. Λόγοι αναξιότητας. Ι. Σχετική ενέργεια. Τελώντας κάποιο από τα παραπτώματα του άρθρ. 1860 ΑΚ, ο δράστης καθίσταται «ανάξιος για να κληρονομήσει» ακριβώς τον κληρονομούμενο τον οποίον αφορούν τα παραπτώματα του άρθρ. 1860 ΑΚ. παραμένει δηλαδή άξιος για να κληρονομήσει άλλον κληρονομούμενο (βλ. π.χ. Σταθό-πουλο, ΕρμΑΚ Εισαγ. 1860-1864 αρ. 1, 15).

ΙΙ. «Περιοριστική» απαρίθμηση; Υποστηρίζεται ότι στο άρθρ. 1860 ΑΚ γίνεται «περιοριστική» απαρίθμηση των λόγων αναξιότητας. γι’ αυτό απαγορεύεται η διάπλαση επιπλέον λόγων αναξιότητας με αναλογία (βλ. Μπαλή, Κληρο-νομικόν3, ¨ 177 σ. 277. Παπαντωνίου, Κληρονομικό4, σ. 105. ΟλΑΠ 170/1952 Θέμ. 1952, 388. ΑΠ 1142/1991 ΕΕΝ 1992, 692. ΠΠρΠειρ 3076/1998 Αρμ 1999, 376). Η άποψη αυτή αντικρούεται. Όταν η ratio legis (βλ. πιο πάνω Εισαγ. αρ. 1) ευσταθεί σε μη ρυθμισμένη περίπτωση, το κενό είναι αδιαμφισβήτητο (πρβλ. και την ανάπτυξη του Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 4 επ.). Το φαινόμενο παρουσιάζεται μάλιστα στο επίπεδο όλων των λόγων αναξιότητας και η αναλογική εφαρμογή είναι εκτεταμένη [βλ. πιο κάτω αρ. 5, 6, 9, 12 (αναλο-γική εφαρμογή του λόγου του αρ. 1). βλ. πιο κάτω αρ. 17 (αναλογική εφαρμογή του λόγου του αρ. 2). βλ. πιο κάτω αρ. 20 (αναλογική εφαρμογή του λόγου του αρ. 3). βλ. πιο κάτω αρ. 27, 28, 29, 30 (αναλογική εφαρμο-γή του λόγου του αρ. 4). βλ. πιο κάτω αρ. 28, 36, 37 (αναλογική εφαρμογή του λόγου του αρ. 5)].

ΙΙΙ. Aρ. 1: θανάτωση από πρόθεση ή απόπειρα θανάτωσης του κληρονομουμένου, των τέκνων, των γονέων, του συζύγου του. 1. Θανάτωση από πρόθεση. α. Μορφές ανθρωποκτονίας του ΠΚ. Ο αρ. 1 αναφέρεται στην ανθρωποκτονία του άρθρ. 299 ΠΚ, του άρθρ. 303 ΠΚ, όπως, άλλωστε, και του άρθρ. 300 ΠΚ, αφού και εδώ πρόκειται για θανάτωση από πρόθεση. Στην τελευταία περίπτωση, όμως, δεν είναι υποστηρίξιμο ότι η εικαζόμενη βούληση του ανιάτως πά-

1

2

1

2

3

4

SEAK 3.indd 244SEAK 3 i dd 244 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM

Άρθρο 1860

Κουμουτζής 1377

σχοντος κατευθύνεται στον αποκλεισμό εκείνου ο οποίος δεν κάνει άλλο από το να ικανοποιεί τη σταθερή και επαναλαμβανόμενη έκκληση που του απευθύνεται από τον πάσχοντα, παρακινούμενος από οίκτο για τον πάσχο-ντα. Γι’ αυτό ο αρ. 1 πρέπει να δεχθεί συστολή, έτσι ώστε η συγκεκριμένη ανθρωποκτονία να μη δημιουργεί λόγο αναξιότητας [πρβλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 11, 21 (μη εφαρμογή του αρ. 1 όταν ο συναινών βρί-σκεται στο στάδιο της επιθανάτιας αγωνίας). Λιτζερόπουλο, Κληρονομικόν, σ. 93 (μη εφαρμογή του άρ. 1 όταν η συναίνεση δίδεται με τον τύπο του άρθρ. 1861 ΑΚ). Βουζίκα, Κληρονομικόν - Παραδόσεις Αã, σ. 88 επ. και Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 7 (μη εφαρμογή του αρ. 1 όταν ο συναινών βρίσκεται στο στάδιο της επιθανάτιας αγωνίας, διαφορετικά, όταν η συναίνεση δίδεται με τον τύπο του άρθρ. 1861 ΑΚ). Υπέρ της ανεξαίρετης εφαρ-μογής του αρ. 1 οι Γεωργιάδης, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 21, 14 και Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 218].

β. Συμμετοχή με ηθική αυτουργία και συνέργεια. Ο νόμος χρησιμοποιεί το ρήμα «θανατώνει», προσανατολίζο-ντας στη φυσική αυτουργία ή τη συναυτουργία. Υποστηρίζεται ότι η αναξιότητα πλήττει και τον ηθικό αυτουργό ή τον συνεργό στην ανθρωποκτονία (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 18. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 16. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 2. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 221). Η άποψη αυτή ανταποκρίνεται τόσο στην εικαζόμενη βούληση του θανόντος όσο και στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, που συνηγορούν υπέρ της στέρησης της κληρονομίας από πρόσωπα με τέτοια συμμετοχή (με αναλογική εφαρμογή του αρ. 1).

γ. Συμμετοχή σε αυτοκτονία (άρθρ. 301 ΠΚ). Η πιο πάνω αναλογική εφαρμογή επεκτείνεται και στη συμμετο-χή την οποία το άρθρ. 301 ΠΚ τυποποιεί σε ξεχωριστό έγκλημα (βλ. έτσι στην ουσία τους Κατσαντώνη, Ξένιον Ζέπου, σ. 155. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 21. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 21. Ψούνη, Κληρονο-μικό Ι2, σ. 220). Μια επιφύλαξη, πάντως, θα μπορούσε να είναι ότι η εικαζόμενη βούληση του αυτόχειρα δεν τάσσεται υπέρ της αναξιότητας του δράστη μόνο και μόνο επειδή ο τελευταίος προκαλεί την απόφαση ή συν-δράμει στην τέλεση της αυτοκτονίας. σημαντικό είναι επιπλέον να μεθοδεύει την τέλεση της αυτοκτονίας με αισχρό κίνητρο, π.χ. για να απαλλαγεί από το θύμα και να συνάψει ή να συνεχίσει τη σχέση με τον σύζυγο ή τον σύντροφό του, για να κληρονομήσει ταχύτερα το θύμα...

δ. Ποινική καταδίκη. Η στοιχειοθέτηση του λόγου αναξιότητας δεν προϋποθέτει την καταδίκη του πταίσαντος (αντιπρβλ. πιο κάτω αρ. 16 επ.). Γενικότερα, η απόφαση που λαμβάνει το ποινικό δικαστήριο δεν είναι δεσμευ-τική για το πολιτικό δικαστήριο, το οποίο μπορεί να κρίνει διαφορετικά και να μην κηρύξει την αναξιότητα παρά την καταδίκη ή, αντίστροφα, να κηρύξει την αναξιότητα παρά την αθώωση. Πάντως, η πολιτική δίκη μπορεί να ανασταλεί μέχρις ότου περατωθεί η εκκρεμής ποινική δίκη (άρθρ. 250 ΚΠολ∆. βλ. για όλα τα πιο πάνω κυρί-ως Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 23).

2. Απόπειρα. Παρότι ο αρ. 1 αναφέρεται στον κληρονόμο που «αποπειράθηκε να θανατώσει», γεγονός είναι ότι η συνέπεια της αναξιότητας ούτε με την εικαζόμενη βούληση του κληρονομουμένου ούτε με το κοινό περί δι-καίου αίσθημα συνδέεται όταν χωρεί εκούσια υπαναχώρηση από την απόπειρα (άρθρ. 44 ΠΚ), εφόσον, πά-ντως, αυτή γίνεται από τύψεις συνείδησης και όχι από υπερβολικό φόβο, υπερβολική έλλειψη ψυχραιμίας ή απειρία του δράστη (για τις μορφές της εκούσιας υπαναχώρησης βλ. Μαγκάκη, σ. 393). Η συστολή του αρ. 1 επιβάλλεται ως προς τη συγκεκριμένη απόπειρα (πρβλ. Κατσαντώνη, Ξένιον Ζέπου, σ. 156 επ.. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 17, οι οποίοι δέχονται μη εφαρμογή του αρ. 1 όταν η απόπειρα δεν τιμωρείται).

3. Προπαρασκευαστικές πράξεις. Στο πεδίο του αρ. 1 δεν εμπίπτουν οι απλώς προπαρασκευαστικές πράξεις του εγκλήματος. Η θεωρία δεν ασκεί κριτική στη διαφορά μεταχείρισης σε σχέση με την απόπειρα (βλ. Σταθόπου-λο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 17. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 23. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 221), παρότι η βάση αναλογίας με την τελευταία είναι δεδομένη: ο κληρονόμος ο οποίος π.χ. κατέστρωσε το φονικό σχέδιο, προμηθεύθηκε το φονικό όπλο, αλλά δεν προχώρησε περαιτέρω είτε γιατί διαπίστωσε σοβαρά εξωτερικά εμπόδια, είτε γιατί διαπίστωσε δικό του έλλειμμα ικανότητας, είτε διότι το υποψήφιο θύμα πρόλαβε και αποβί-ωσε, αρμόζει να είναι ανάξιος ανεξάρτητα από το ότι δεν υπήρξε «αρχή εκτέλεσης».

4. Παράνομο. Ο αρ. 1 δεν απαιτεί παράνομο χαρακτήρα της πράξης (αντιπρβλ. πιο κάτω αρ. 21 και 31), επομέ-νως βρίσκει κανονικά εφαρμογή και όποτε συντρέχουν λόγοι που αίρουν τον παράνομο χαρακτήρα της πράξης, π.χ. άμυνα, κατάσταση ανάγκης, προσταγή, υπό τις προϋποθέσεις του ΠΚ. Το θέμα είναι ότι δεν μπορεί κανείς να πει ότι στις περιπτώσεις αυτές η εικαζόμενη βούληση του κληρονομουμένου και το κοινό περί δικαίου αί-σθημα υπαγορεύουν την αναξιότητα. Ο αρ. 1 ευθυγραμμίζεται με το συμπέρασμα αυτό με αντίστοιχη συστολή (η μη εφαρμογή του στην άμυνα, την κατάσταση ανάγκης, την προσταγή κ.λπ. είναι κοινός τόπος: βλ. Κατσα-ντώνη, Ξένιον Ζέπου, σ. 152. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 10. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 12, 13. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 7. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 218).

5. Πρόθεση. Στον αρ. 1 απαιτείται δόλος οποιουδήποτε είδους: άμεσος αã βαθμού, άμεσος βã βαθμού, ενδεχό-μενος (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 14. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 15, 22. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 7. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 219, 221). Ζήτημα ανακύπτει όταν ο δόλος δεν καλύπτει τη θανάτωση αλλά έγκλημα (όπως π.χ. σωματική βλάβη, βι-

ασμό, ληστεία) του οποίου περαιτέρω συνέπεια είναι η θανάτωση. Η περίπτωση αυτή βρίσκεται έξω από το

5

6

7

8

9

10

11

12

SEAK 3.indd 245SEAK 3 i dd 245 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM

Άρθρο 1860

1378 Κουμουτζής

γράμμα του αρ. 1. αναμφίβολο είναι, όμως, ότι αν ο δράστης διέφευγε την αναξιότητα, θα αγνοούνταν η εικα-ζόμενη βούληση του θανόντος και το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Το πρόβλημα λύνεται με αναλογία του αρ. 1 (την αναξιότητα προτάσσουν οι Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 22. Γεωργιάδης, Κληρονομικό, ̈ 41 αρ. 22. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 7, όλοι υπό τον όρο ότι ο δράστης έχει τουλάχιστον αμέλεια ως προς τη θανά-τωση. βλ. χωρίς τον όρο αυτόν Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 221 και στην υποσ. 26).Η αναξιότητα φαίνεται αδικαιολόγητη σε περιπτώσεις έλλειψης καταλογισμού, είτε διότι δεν υπάρχει ικανότη-

τα καταλογισμού είτε διότι υπάρχει λόγος άρσης του καταλογισμού. Στις περιπτώσεις αυτές υποστηρίζεται ορθά η μη εφαρμογή του αρ. 1 [βλ. σχετικά Κατσαντώνη, Ξένιον Ζέπου, σ. 152 επ.. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 13, 15. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 15. ΑΠ 1485/1992 Ελλ∆νη 1994, 407 επ. (ικανότητα καταλογι-σμού). ΑΠ 1142/1991 ΕΕΝ 1992, 692 (ικανότητα καταλογισμού)]. Τούτο απαιτεί συστολή του αρ. 1.

6. Θύματα. Ο κύκλος των προσώπων κατά των οποίων στρέφεται το έγκλημα που συνιστά τον λόγο αναξιότητας περιλαμβάνει τον κληρονομούμενο, τα τέκνα του, τους γονείς του, τον σύζυγό του (βλ. αρ. 1), τον σύντροφό του σε σύμφωνο συμβίωσης (βλ. άρθρ. 11 ¨ 3 του ν. 3719/2008). Οι πιο πάνω σχέσεις με τον κληρονομού-μενο, δηλαδή η συγγένεια, ο γάμος, το σύμφωνο συμβίωσης, μπορεί να διαλύονται αναδρομικά (αν π.χ. προσβληθεί η πατρότητα, αν ακυρωθεί ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης). Μια τέτοια εξέλιξη δεν συμπαρα-σύρει τον θεμελιωμένο λόγο αναξιότητας: γι’ αυτόν αρκεί ότι οι σχέσεις ήταν σε ισχύ κατά την τέλεση της πράξης (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 25. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 25. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 8. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 222 επ.).

7. Χρόνος τέλεσης. Το έγκλημα κατά των τέκνων, των γονέων, του συζύγου, του συντρόφου σε σύμφωνο συμβί-ωσης ενδέχεται να διαπραχθεί μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου. Ο λόγος αναξιότητας είναι δεδομένος και υπό τις συνθήκες αυτές, καθώς στον αρ. 1 δεν γίνεται διάκριση. Η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με τον νομοθετικό σκοπό (αντίθετα Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 19), εκτός ίσως από την περίπτωση στην οποία έχει παρέλθει και η ίδια η διετής αποσβεστική προθεσμία του άρθρ. 1862 ¨ 2 ΑΚ, οπότε το όψιμο έγκλημα δεν είναι σκόπιμο –από άποψη ασφάλειας δικαίου– να υπάγεται στο πραγματικό του αρ. 1. Θα πρέπει να απο-σπασθεί από εκεί με συστολή [βλ. στην ουσία Λιτζερόπουλο, Κληρονομικόν, σ. 93. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41, αρ. 19. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 10. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. (219-)220].

ΙV. Αρ. 2: καταδίκη για ψευδή καταμήνυση του κληρονομουμένου για κακούργημα. Αυτός ο λόγος αναξιότητας γεννιέται εφόσον: α) ο κληρονόμος τελεί σε βάρος του κληρονομουμένου το έγκλημα του άρθρ. 229 ΠΚ (με την υπαλ-λαγή της ¨ 1 ή της ¨ 2. πρβλ. Βουζίκα, Κληρονομικόν - Παραδόσεις Αã, σ. 90. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 224. βλ. όμως και Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 26, ο οποίος μάλλον περιορίζεται στην υπαλλαγή της ¨ 1). β) η αξιόποινη πράξη στην οποία αναφέρεται η καταμήνυση συνιστά κακούργημα (δεν αρκεί να συνιστά πταίσμα ή πλημμέλημα). γ) επακολουθεί καταδίκη για την καταμήνυση, όχι απαραίτητα εν ζωή αλλά και μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 19. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ̈ 41 αρ. 19. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 14. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 220).Ο λόγος αναξιότητας του αρ. 2 θεσπίζεται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εικαζόμενη βούληση του κλη-

ρονομουμένου του οποίου την τιμή πλήττει καίρια ο κληρονόμος. Η ίδια ratio επαληθεύεται και σε άλλες πε-ριπτώσεις, στις οποίες ο αρ. 2 παρέλειψε να αναφερθεί και επομένως πρέπει να εφαρμοσθεί με αναλογία. Στον πυρήνα της ομάδας αυτής φαίνεται να ανήκουν οι περιπτώσεις καταδίκης του κληρονόμου για ψευδορκία (άρθρ. 224 ΠΚ), για ψευδή ανώμοτη κατάθεση (άρθρ. 225 ¨¨ 1 και 2 εδ. αã ΠΚ), για παραπλάνηση σε ψευ-δορκία (άρθρ. 228 ΠΚ), αν με τις πράξεις αυτές υποστηρίζεται κατηγορία κατά του κληρονομουμένου για κακούργημα [βλ. υπέρ της αναξιότητας στην καταδίκη για ψευδομαρτυρία: Λιτζερόπουλο, Κληρονομικόν, σ. 94. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 30 (πρβλ. Παπαντωνίου, Κληρονομικό4, σ. 106. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 12) ή, ακόμα στενότερα, στην καταδίκη για ψευδομαρτυρία υπό τις προϋποθέσεις του άρθρ. 225 ¨ 2 εδ. αã ΠΚ: Βουζίκα, Κληρονομικόν - Παραδόσεις Αã, σ. 90. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 29].

V. Αρ. 3: παρακώλυση του κληρονομουμένου να συντάξει ή να ανακαλέσει διαθήκη. 1. Παρακώλυση. Παρακώλυση υπάρχει όταν ο κληρονομούμενος στερείται τη δυνατότητα να διατυπώσει δήλωση τελευταίας βούλησης, διότι π.χ. υπόκειται σε σωματική βία ή δέχεται απειλή (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 33). Εξάλλου, το ίδιο αποτέλεσμα επέρχεται και όταν η σχετική δήλωση τελευταίας βούλησης που ο κληρονο-

μούμενος επιχειρεί και ο ίδιος εκλαμβάνει ως ισχυρή είναι στην πραγματικότητα ανίσχυρη, στην πλανημένη δε εντύπωση τον οδηγεί ή τον αφήνει να βρίσκεται ο κληρονόμος. Στην πρώτη περίπτωση π.χ. ο κληρονόμος παραπείθει τον κληρονομούμενο ότι συντάσσει έγκυρα ιδιόγραφη διαθήκη αν τη δακτυλογραφήσει (βλ. άρθρ. 1721 ̈ 1 εδ. αã ΑΚ. Παπαντωνίου, Κληρονομικό4, σ. 107) ή ότι ανακαλεί έγκυρα ιδιόγραφη διαθήκη αν απλώς την αναλάβει από τον συμβολαιογράφο στον οποίον ήταν κατατεθειμένη για φύλαξη (βλ. άρθρ. 1767 εδ. βã ΑΚ). Στη δεύτερη περίπτωση ο κληρονόμος αποσιωπά το ελάττωμα το οποίο διαπιστώνει [πρβλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 36. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. (225-)226].

2. Αιτιώδης συνάφεια. Είναι σαφές ότι, για τη θεμελίωση του λόγου αναξιότητας του αρ. 3, το αποτέλεσμα της μη σύνταξης ή μη ανάκλησης διαθήκης απαιτείται να οφείλεται στο παράπτωμα του κληρονόμου (βλ. αναλυτικά

13

14

15

16

17

18

19

20

SEAK 3.indd 246SEAK 3 i dd 246 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM

Άρθρο 1860

Κουμουτζής 1379

Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 32, 34). Τούτο διότι αν ο κληρονομούμενος είχε από πριν οδηγηθεί στη μη δήλωση βούλησης από άλλη αιτία, τη δική του επιθυμία [βλ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 33 (μη σύ-νταξη). Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 226 (μη ανάκληση)] ή το παράπτωμα τρίτου, τότε το παράπτωμα του κλη-ρονόμου είναι αδύνατο να τον «εμπόδισε [...] να συντάξει ή να ανακαλέσει διαθήκη», αφού η διαδοχή δεν θα ρυθμιζόταν διαφορετικά. Από την άλλη πλευρά, η μομφή κατά του μετελθόντος π.χ. τη σωματική βία ή την απειλή δεν αναιρείται επειδή η σωματική βία ή η απειλή τυχαίνει να του είναι αχρείαστη. Στις περιπτώσεις αυτές ενδείκνυται επέκταση του λόγου αναξιότητας του αρ. 3 με αναλογία.

3. Παράνομο. Ανάξιος είναι «εκείνος που [...] εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να ανακα-λέσει διαθήκη». Η παρακώλυση της σύνταξης ή ανάκλησης διαθήκης είναι κατ’ αρχήν παράνομη, διότι συνιστά προσβολή της κατοχυρωμένης στα άρθρ. 5 ¨ 1 Σ και 1710 επ. ΑΚ ελευθερίας του διατιθέναι. ωστόσο, δεν είναι τελειωτικά παράνομη αν π.χ. γίνεται υπό συνθήκες άμυνας, κατάστασης ανάγκης, προσταγής, ή είναι συνέπεια «ενάσκησης δικαιώματος» (βλ. άρθρ. 20 ΠΚ), όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στην περίπτωση υπο-βολής αίτησης θέσης του κληρονομουμένου σε δικαστική συμπαράσταση (βλ. κυρίως Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 40-42. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 16).

4. Πρόθεση. Απαιτείται δόλος (έστω ενδεχόμενος) παρακώλυσης του κληρονομουμένου να καθορίσει τα της κληρονομικής του διαδοχής (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 14. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 15. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 219, 225). Αν λείπει ο καταλογισμός, τότε δεν συντρέχει ο λόγος αναξιότητας του αρ. 3 [: συστολή του αρ. 3 (πρβλ. πιο

πάνω αρ. 13)]. Βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 13, 15. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 15.

VI. Αρ. 4: με απάτη παρακίνηση ή με απειλή εξαναγκασμός του κληρονομουμένου να συντάξει ή να αλλάξει διαθήκη. 1. Συσχέ-τιση με άρθρ. 1782 ΑΚ. Οι συγκεκριμένες μορφές απάτης και απειλής συνιστούν αφενός λόγο αναξιότητας (άρθρ. 1860 αρ. 4 ΑΚ) και αφετέρου λόγο ακύρωσης της διαθήκης (άρθρ. 1782 ΑΚ). Οι ρυθμίσεις αυτές συνδέονται, πάντως, με διαφορετικές έννομες συνέπειες (βλ. βασικά Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 37): Πρώτον, ενώ και οι δύο συνεπάγονται για τον εξαπατήσαντα/απειλήσαντα αποκλεισμό από την κληρονομία του διαθέτη, η μεν ακύρωση ανατρέπει μόνο την επαγωγή που έχει έρεισμα στην προσβαλλόμενη διαθήκη, η δε κήρυξη της ανα-ξιότητας ανατρέπει και την επαγωγή που έχει έρεισμα σε άλλη διαθήκη ή τον νόμο. ∆εύτερον, με τη μεν κήρυ-ξη της αναξιότητας βλάπτεται μόνο ο ίδιος ο εξαπατήσας ή ο απειλήσας, με τη δε ακύρωση βλάπτονται και τρίτοι τετιμημένοι χάρη στην απάτη ή την απειλή. Επομένως, οι ρυθμίσεις αλληλοσυμπληρώνονται. Ο ενδιαφε-ρόμενος να αντλήσει το πλεονέκτημα της καθεμιάς μπορεί να επιδιώξει τη σωρευτική τους εφαρμογή, ασκώ-ντας –είτε διαδοχικά (βλ. Λιτζερόπουλο, Κληρονομικόν, σ. 100) είτε μονομιάς με ένα δικόγραφο (βλ. Σταθό-πουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 7)– τόσο την αγωγή για κήρυξη της αναξιότητας όσο και την αγωγή για ακύρωση.

2. Απάτη. Ο όρος «απάτη» έχει την ίδια έννοια όπως στα άρθρ. 1782 ¨ 2 ΑΚ και 147 εδ. αã ΑΚ (βλ. αναλυτικά Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 38. ΕφΑθ 2577/2003 αδημ.. ΠΠρΑθ 2782/1990 Ισοκράτης. επίσης πιο πάνω άρθρ. 1782).

3. Απειλή. Ο όρος «απειλή» έχει την ίδια έννοια όπως στα άρθρ. 1782 ¨ 1 ΑΚ και 150-151 ΑΚ (βλ. αναλυτικά Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ̈ 41 αρ. 40. ΑΠ 1133/2002 Ελλ∆νη 2004, 404. ΕφΑθ 2577/2003 αδημ.. επίσης πιο πάνω άρθρ. 1782).

4. Εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας, της απειρίας. Ο λόγος αναξιότητας του αρ. 4 συντρέχει, με αναλογία, όταν η τελευταία βούληση του διαθέτη δεν διαμορφώνεται ελεύθερα, διότι ο κληρονόμος εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την κουφότητα, την απειρία του (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 52. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 40. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 24. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 229. ΕφΑθ 2577/2003 αδημ.).

5. Vis absoluta. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο κληρονόμος ασκεί στον κληρονομούμενο απόλυτη σωματική βία, π.χ. τον υπνωτίζει και στη συνέχεια τον κατευθύνει σε σύνταξη ιδιόγραφης διαθήκης (βλ. κυρίως Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 40 και σημ. 60. επίσης Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 52, που εύστοχα επισημαίνει ότι η αναλογία εδώ θα μπορούσε να θεμελιωθεί και στον επόμενο αρ. 5, με το σκεπτικό ότι υποκείμενο της πράξης είναι ο κληρονόμος, ο οποίος χρησιμοποιεί ως όργανο τον κληρονομούμενο).

6. Σύνταξη / Αλλαγή διαθήκης. Ως «σύνταξη» νοείται η κατάρτιση μιας νέας διαθήκης. Ως «αλλαγή» νοείται η τρο-ποποίηση της υπάρχουσας διαθήκης, με αντικατάσταση, προσθήκη, εξάλειψη, διαγραφή περιεχομένου. Στις περιπτώσεις αυτές δεν ανήκει η ολική ανάκληση της διαθήκης με καταστροφή της [βλ. όμως γενικά για την ολική ανάκληση Βουζίκα, Κληρονομικόν - Παραδόσεις Αã, σ. 91. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 53. Γεωργι-άδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 36. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 25. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. (229-)230]. Την ατέλεια διορθώνει η αναλογική εφαρμογή του αρ. 4.

7. Αιτιώδης συνάφεια. Για τον λόγο αναξιότητας του αρ. 4 δεν αρκεί ο κληρονόμος να υπέπεσε στο παράπτωμα και ο κληρονομούμενος να διατύπωσε τη δήλωση τελευταίας βούλησης. χρειάζεται επιπλέον μεταξύ των πράξεων αυτών αιτιώδης συνάφεια, έτσι ώστε το παράπτωμα να «παρακίνησε» ή να «ανάγκασε» στη δήλωση τελευταίας βούλησης [βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 47, 53. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 38 (απάτη), 41

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

SEAK 3.indd 247SEAK 3 i dd 247 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM

Άρθρο 1860

1380 Κουμουτζής

(απειλή). Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 21. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 229]. Τούτο ενδέχεται να μη συμβαίνει, π.χ. διότι ο κληρονομούμενος είχε προαποφασίσει τη σύνταξη ή την ανάκληση της διαθήκης όταν ο κληρονόμος τον εξαπάτησε ή τον απείλησε. Υπό τους όρους αυτούς δεν υπήρξε επηρεασμός από την απάτη ή την απειλή. Η ρύθμιση αυτή είναι προβληματική. Ισχύουν και εδώ οι παρατηρήσεις που έγιναν πιο πάνω στον αρ. 20.

8. Παράνομο. Ο αρ. 4 δεν εφαρμόζεται όταν ο άδικος χαρακτήρας της απάτης ή της απειλής αίρεται για οποιονδή-ποτε λόγο [βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 10. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 12. Ψούνη, Κληρονο-μικό Ι2, σ. 218. – Το αποτέλεσμα αυτό στηρίζεται στη συστολή του νόμου ως προς τη συγκεκριμένη απάτη (πρβλ. πιο πάνω αρ. 10) και στο γράμμα του νόμου ως προς τη συγκεκριμένη απειλή, αφού εδώ ο κληρονο-μούμενος δεν εξαναγκάσθηκε «παράνομα» να συντάξει ή να αλλάξει τη διαθήκη του (πρβλ. πιο πάνω αρ. 21)].

9. Πρόθεση. Η αναξιότητα του αρ. 4 απαιτεί δόλο (έστω ενδεχόμενο) του δράστη. Το στοιχείο αυτό δεν μνημο-νεύεται ρητά, αλλά είναι εγγενές στην απάτη και την απειλή (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 56). Αν λείπει ο καταλογισμός, τότε δεν συντρέχει ο λόγος αναξιότητας του αρ. 4 [: συστολή του αρ. 4 (πρβλ. πιο

πάνω αρ. 13)]. Βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 13, 15. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 15.

VII. Αρ. 5: αλλοίωση ή εξαφάνιση της διαθήκης του κληρονομουμένου. 1. Αλλοίωση διαθήκης. «Αλλοίωση» συνιστά κάθε αντικατάσταση, προσθήκη, εξάλειψη, διαγραφή λέξεων, γραμμάτων, αριθμών, σημείων στίξης στο κείμενο της διαθήκης, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται το νόημα της διαθήκης (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 58. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 43. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 28. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 230. επίσης άρθρ. 216 ¨ 1 ΠΚ: «νόθευση» εγγράφου).

2. Εξαφάνιση διαθήκης. «Εξαφάνιση» συνιστά αφενός η απόκρυψη και αφετέρου η με οποιονδήποτε τρόπο (π.χ. σχίσιμο, κάψιμο, σβήσιμο) καταστροφή της διαθήκης [βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 58. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ̈ 41 αρ. 43. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 28. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 230. ΑΠ 1031/2003 ΧρΙ∆ 2003, 897. επίσης άρθρ. 222 ΠΚ: «υπεξαγωγή» εγγράφου. Ορθότερη, πάντως, φαίνεται η γνώμη ότι μόνο η ολική καταστροφή εμπίπτει στην «εξαφάνιση». η μερική καταστροφή εμπίπτει στην «αλλοίωση» (έτσι Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 58 και στην ίδια κατεύθυνση Φίλιος, Κληρονομικό. Γεν. Μέρος7, σ. 144)].

3. Κατάρτιση πλαστής διαθήκης. Με αναλογική εφαρμογή του αρ. 5, λόγος αναξιότητας θεωρείται και η κατάρτιση πλαστής διαθήκης του κληρονομουμένου (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 62. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 47. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 29. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 231. ΑΠ 1155/2011 ΧρΙ∆ 2012, 272. contra Φίλιος, Κληρονομικό. Γεν. Μέρος7, σ. 144).

4. Παρέμβαση στο εξωτερικό πεδίο αναφοράς της διαθήκης. Η τελευταία βούληση του κληρονομουμένου προσβάλ-λεται και με επενέργεια στο εξωτερικό πεδίο αναφοράς της διαθήκης. Π.χ. ενώ η διάταξη του κληρονομουμέ-νου ορίζει: «αφήνω τα κοσμήματα που βρίσκονται στο κομοδίνο μου στον Χ και την υπόλοιπη περιουσία μου στον Ψ», ο τελευταίος αφαιρεί από τη θέση τους μέρος από τα κοσμήματα. Καθώς το σώμα της διαθήκης δια-τηρείται άθικτο, είναι αναντίρρητο ότι δεν διαπιστώνεται «αλλοίωση» (βλ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 44, 47). Από κει και πέρα, όμως, το ορθό είναι η ίδια έννομη συνέπεια να ισχύσει και εδώ με αναλογία.

5. Παράνομο. Ο αρ. 5 δεν εφαρμόζεται όταν ο άδικος χαρακτήρας της αλλοίωσης ή της εξαφάνισης της διαθήκης αίρε-ται για οποιονδήποτε λόγο [βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 10. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 12. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 218 –το αποτέλεσμα αυτό στηρίζεται στη συστολή του νόμου (πρβλ. πιο πάνω αρ. 10)].

6. Πρόθεση. Η αναξιότητα του αρ. 5 προϋποθέτει δόλο (έστω ενδεχόμενο) αλλοίωσης ή εξαφάνισης της διαθή-κης (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 14. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 45, 15. Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 31. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 219). Βέβαια, το πραγματικό του νόμου καταλαμβάνει και τις περι-πτώσεις αλλοίωσης ή εξαφάνισης της διαθήκης από αμέλεια. Εν προκειμένω, όμως, η εικαζόμενη βούληση του διαθέτη και το κοινό περί δικαίου αίσθημα δεν στρέφονται κατά του δράστη. Γι’ αυτό απαραίτητη κρίνεται η συστολή του νόμου.Αν λείπει ο καταλογισμός, τότε δεν συντρέχει ο λόγος αναξιότητας του αρ. 5 [: συστολή του αρ. 5 (πρβλ. πιο

πάνω αρ. 13)]. Βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 13, 15. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 15.

7. Χρόνος τέλεσης. Τα πιο πάνω στους αρ. 34 επ. παραπτώματα μπορεί να λαμβάνουν χώρα τόσο πριν από τον θάνατο όσο και μετά τον θάνατο του διαθέτη (βλ. π.χ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 18, 43).

VIΙI. Το κύρος της διαθήκης στους υπ’ αρ. 3, 4 και 5 λόγους αναξιότητας. Επικρατεί η άποψη ότι οι υπ’ αρ. 3, 4 και 5 λόγοι αναξιότητας δεν βρίσκουν εφαρμογή εφόσον η διαθήκη της οποίας η σύνταξη ή η ανάκληση εμποδίσθη-κε (στον λόγο υπ’ αρ. 3), η διαθήκη της οποίας η σύνταξη ή η ανάκληση πραγματοποιήθηκε μετά από απάτη, απειλή κ.λπ. (στον λόγο υπ’ αρ. 4), η διαθήκη που αλλοιώθηκε, εξαφανίσθηκε κ.λπ. (στον λόγο υπ’ αρ. 5), ήταν ή θα ήταν –ανάλογα– ούτως ή άλλως άκυρη, εξ αιτίας π.χ. έλλειψης ικανότητας δήλωσης τελευταίας βούλησης ή παράλειψης τήρησης του νόμιμου τύπου [βλ. Μπαλή, Κληρονομικόν3, ¨ 178 σ. 280. Σταθόπου-λο, ΕρμΑΚ 1860 αρ. 37 και 38 (για τον λόγο υπ’ αρ. 3), 54 και 55 (για τον λόγο υπ’ αρ. 4), 60 και 62 in fine (για τον λόγο υπ’ αρ. 5). τον ίδιο, EEN 1975, 826. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 35 (για τον λόγο υπ’

31

32

33

34

35

36

37

38

39

40

41

42

SEAK 3.indd 248SEAK 3 i dd 248 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM

Άρθρο 1861

Κουμουτζής 1381

αρ. 3), 42 (για τον λόγο υπ’ αρ. 4), 46 (για τον λόγο υπ’ αρ. 5). Χριστακάκου, άρθρ. 1860 αρ. 19 (για τον λόγο υπ’ αρ. 3), 26 (για τον λόγο υπ’ αρ. 4), 29 (για τον λόγο υπ’ αρ. 5). βλ. επίσης ΑΠ 1031/2003 ΧρΙ∆ 2003, 897 (για τον λόγο υπ’ αρ. 5). ΠΠρΑθ 7692/1980 ΑρχΝ 1991, 666 (για τον λόγο υπ’ αρ. 5)]. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν φαίνεται ορθή. Η ratio του θεσμού της αναξιότητας εντοπίζεται στο γεγονός ότι η εικαζόμενη βούληση του κληρονομουμένου και το κοινό περί δικαίου αίσθημα απαιτούν την αποκοπή του δράστη από την κληρονομία (βλ. πιο πάνω Εισαγ. αρ. 1). Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στις προκείμενες περιπτώσεις, αναφορικά με την κληρονομία από τυχόν άλλη έγκυρη διαθήκη ή/και από τον νόμο, που ενεργοποιείται σε όσο μέτρο η διαδοχή μένει αρρύθμιστη από άλλη έγκυρη διαθήκη (πρβλ. μέσα από άλλη προσέγγιση Βουζίκα, Κληρονο-μικόν - Παραδόσεις Αã, σ. 91, 92 in fine).

1861 Συγγνώμη. H αναξιότητα εκλείπει, αν ο κληρονομούμενος με δημόσιο έγγραφο ή με διαθήκη συγχώρησε τον ανάξιο.

Βιβλιογραφία: Παπαχρίστου, Η οιονεί δικαιοπραξία (1989), σ. 127 επ.. Σταθόπουλος, Τινά περί της συγγνώμης κατά το αστικόν δίκαιον, Ν∆ίκ. 1975, 257.

Α. Έννοια. Η παροχή συγγνώμης απαρτίζεται από δύο στοιχεία: Το ένα είναι η ανακοίνωση της διάθεσης και της απόφασης του συγχωρούντος ότι συμφιλιώνεται με τον δράστη [βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1861 αρ. 2 (και 8). τον ίδιο, Ν∆ίκ. 1975, 257]. Το άλλο είναι η δήλωση βούλησης του συγχωρούντος ότι απαλλάσσει τον δράστη από τις δυσμενείς συνέπειες που επικρέμονται σε βάρος του. Κατά την κρατούσα γνώμη το δεύτερο θεωρείται αδιάφορο (βλ. πιο κάτω αρ. 2). Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση αντιτίθεται στη δικαιολογητική βάση της όλης ρύθμισης, που θέτει στο επίκεντρο ακριβώς τη βούληση του κληρονομουμένου. Στο πλαίσιο αυτό, συγκεκρι-μένα, η μεν κατ’ άρθρ. 1860 ΑΚ γέννηση της αναξιότητας προβλέπεται για να ληφθεί υπόψη η σχετική τεκμαι-ρόμενη βούληση ο πταίσας να μην είναι κληρονόμος, η δε κατ’ άρθρ. 1861 ΑΚ άρση της αναξιότητας προβλέ-πεται για να ληφθεί υπόψη η σχετική πραγματική βούληση ο πταίσας να είναι κληρονόμος. Στην αλληλουχία αυτή, δηλαδή, η μία ρύθμιση εκτοπίζεται από την άλλη, καθώς η τεκμαιρόμενη βούληση εκτοπίζεται από την πραγματική (βλ. στο σημείο αυτό τον Βουζίκα, Κληρονομικόν - Παραδόσεις Αã, σ. 85).

Β. Νομική φύση. Στενά συναρτημένη με το θέμα αν η στόχευση του έννομου αποτελέσματος του άρθρ. 1861 ΑΚ («Η αναξιότητα εκλείπει...») περιέχεται ή δεν περιέχεται στον ορισμό της συγγνώμης είναι και η συζήτηση για τη νομική φύση της τελευταίας. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή το αποτέλεσμα επέρχεται διότι ο συγχωρών το επιδιώκει, επομένως η συγγνώμη χαρακτηρίζεται δικαιοπραξία (έτσι Παπαχρίστου, σ. 128 επ.). Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή το αποτέλεσμα επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο συγχωρών το επιδιώκει, επομένως η συγγνώμη χαρακτηρίζεται εν στενή εννοία πράξη δικαίου [έτσι Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ 1861 αρ. 3. ο ίδιος, Ν∆ίκ. 1975, 257 επ.. Χριστακάκου, άρθρ. 1861 αρ. 3. και Γεωργιάδης, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 72, ο οποίος κάνει λόγο ειδικότερα για οιονεί δικαιοπραξία (πρβλ. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 232)].Ακόμα, πάντως, και υπό τη δεύτερη εκδοχή, κρίνεται απαραίτητη η αναλογική εφαρμογή ορισμένων κανό-

νων για τις δικαιοπραξίες, προκειμένου να καλυφθούν κενά στη ρύθμιση της συγγνώμης. Έτσι, υποστηρίζεται ότι θα εφαρμοσθούν οι κανόνες για τη δικαιοπρακτική ικανότητα [βλ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 72. πρβλ. και την άποψη ότι ικανότητα παροχής συγγνώμης έχουν όσοι διαθέτουν ικανότητα σύνταξης διαθήκης ή τουλάχιστον ψυχική ωριμότητα τέτοια που να τους επιτρέπει να συνειδητοποιούν τη σημασία της πράξης (έτσι Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ 1861 αρ. 11. ο ίδιος, Ν∆ίκ. 1975, 264. Χριστακάκου, άρθρ. 1861 αρ. 8], οι κανόνες για τα ελαττώματα της βούλησης [βλ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 72. πρβλ. και την άποψη ότι η πλά-νη, η απάτη, η απειλή δεν είναι λόγοι ακυρωσίας αλλά ανυπαρξίας της συγγνώμης (έτσι Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ 1861 αρ. 11. ο ίδιος, Ν∆ίκ. 1975, 260, 263 επ.. Χριστακάκου, άρθρ. 1861 αρ. 8), οι κανόνες των άρθρ. 174 ΑΚ και 178 ΑΚ (βλ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 72).

Γ. Τύπος. Η συγγνώμη παρέχεται με δημόσιο έγγραφο ή διαθήκη (συστατικός τύπος). Γίνεται δεκτό ότι η συγ-γνώμη δεν χρειάζεται να εκφράζεται ρητά, αλλά αρκεί να προκύπτει σιωπηρά από το περιεχόμενο του δημόσι-ου εγγράφου ή της διαθήκης (Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ 1861 αρ. 10. Γεωργιάδης, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 74. Χριστακάκου, άρθρ. 1861 αρ. 7. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 232). Τούτο συμβαίνει π.χ. όταν ο κληρονομού-μενος τελεί εν γνώσει του παραπτώματος στο οποίο έχει υποπέσει ο ανάξιος και, παρ’ όλα αυτά, τον εγκαθιστά κληρονόμο (Γεωργιάδης, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 74. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 232), τον υιοθετεί ή τον αναγνωρίζει (Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 232).

Δ. Συγγνώμη πλήρης και μερική. Ανάλογα με την εμβέλειά της, η συγγνώμη διακρίνεται σε πλήρη και μερική. Στην πρώτη μορφή ο συγχωρών επιθυμεί πλήρη άρση της αναξιότητας, έτσι ώστε ο πταίσας να λάβει το σύνολο της κληρονομικής του μερίδας. Στη δεύτερη μορφή ο συγχωρών επιθυμεί μερική άρση της αναξιότητας, έτσι ώστε ο πταίσας να λάβει τμήμα της κληρονομικής του μερίδας: ορισμένο(/α) αντικείμενο(/α) ή/και ποσοστό από αυτή. Ένα ειδικό παράδειγμα μερικής σιωπηρής συγγνώμης με διαθήκη επισημαίνεται στη θεωρία (βλ. Βουζί-κα, Κληρονομικόν - Παραδόσεις Αã, σ. 86. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1861 αρ. 15. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 74. Χριστακάκου, άρθρ. 1861 αρ. 11 in fine. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 233 επ.): εδώ, ο πταίσας

1

2

3

4

5

SEAK 3.indd 249SEAK 3 i dd 249 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM

Άρθρο 1862

1382 Κουμουτζής

νόμιμος μεριδούχος εγκαθίσταται σε υπέλαττον της νόμιμης μοίρας (ως προς αυτό παύει να είναι ανάξιος), ενώ παραλείπεται για το ελλείπον της νόμιμης μοίρας (ως προς αυτό εξακολουθεί να είναι ανάξιος).

Ε. Ανάκληση συγγνώμης. Κατά την κρατούσα άποψη η συγγνώμη δεν υπόκειται σε ανάκληση (Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ 1861 αρ. 13. ο ίδιος, Ν∆ίκ. 1975, 265. Γεωργιάδης, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 76. Χριστακάκου, άρθρ. 1861 αρ. 10. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 233). Τυχόν αλλαγή στάσης του κληρονομουμένου μετά τη συγγνώμη λαμβάνε-ται υπόψη εφόσον υφίσταται η ευχέρεια της αποκλήρωσης. Και είναι αλήθεια ότι η αποκλήρωση του μη μεριδού-χου είναι ελεύθερη, ενώ η αποκλήρωση του μεριδούχου θα πρέπει να θεμελιώνεται σε λόγο διαφορετικό από τον λόγο αναξιότητας. διότι αν οι λόγοι ταυτίζονται (βλ. κυρίως άρθρ. 1840 εδ. αã αρ. 1 ΑΚ και άρθρ. 1860 αρ. 1 ΑΚ), τότε με τη συγγνώμη καταργήθηκε και ο ένας (άρθρ. 1844 εδ. αã ΑΚ) και ο άλλος (άρθρ. 1861 ΑΚ) παράλ-ληλα, η κατάσταση αυτή δε είναι ανεπίδεκτη διόρθωσης (βλ. τους πιο πάνω συγγραφείς). Η θέση αυτή μπορεί να κατηγορηθεί ότι θυσιάζει την ελευθερία του διατιθέναι χωρίς σοβαρή αιτία. Η ανά-

κληση της συγγνώμης οδηγεί σε ανατροπή της προσωπικής κατάστασης, η οποία συμβαίνει όταν ο χαρακτηρι-σμός της «αναξιότητας», που στην αρχή είχε απαλειφθεί, στη συνέχεια επανακάμπτει. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι εδώ δεν σημειώνεται καμία ανατροπή στις κληρονομικές έννομες σχέσεις, καθώς οι τελευ-ταίες διαρθρώνονται το πρώτον μετά τον θάνατο. Υπό το πρίσμα αυτό δεν θίγονται κεκτημένα δικαιώματα και δεν κινδυνεύει η ασφάλεια των συναλλαγών.

ΣΤ. Ένσταση συγγνώμης. Ο ισχυρισμός για παροχή συγγνώμης αποτελεί ένσταση του καθ’ ου η αγωγή (βλ. Σταθό-πουλο, ΕρμΑΚ 1861 αρ. 14. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 77. Χριστακάκου, άρθρ. 1861 αρ. 12. Ψού-νη, Κληρονομικό Ι2, σ. 234) ή αντ-ένσταση του καθ’ ου η ένσταση για την κήρυξη της αναξιότητας (για την κή-ρυξη της αναξιότητας με αγωγή ή ένσταση βλ. πιο κάτω άρθρ. 1862 αρ. 3). Το βάρος της επίκλησης και από-δειξης της (αντ)ένστασης το φέρει ο καθ’ ου. Για το ορισμένο της (αντ)ένστασης θα πρέπει να γίνεται συγκεκρι-μένη αναφορά στο δημόσιο έγγραφο ή τη διαθήκη, καθώς και στο περιεχόμενό τους από το οποίο προκύπτει η παροχή συγγνώμης (βλ. κυρίως Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 77. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 234).

Ζ. Αναιρετικός έλεγχος. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία συγγνώμης υπόκει-ται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (βλ. κυρίως Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1861 αρ. 14. Χριστακάκου, άρθρ. 1861 αρ. 13. πρβλ. επίσης –ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία συγγνώμης στο δίκαιο του διαζυγίου– ΑΠ 164/1982 ΕΕΝ 1983, 106. ΑΠ 837/1981 ΕΕΝ 1982, 550).

Η. Η «παραίτηση του κληρονομουμένου από την προστασία της αναξιότητας». Συχνά γίνεται παραλληλισμός ανάμεσα στη συγγνώμη και στη λεγόμενη «παραίτηση του κληρονομουμένου από την προστασία της αναξιότητας». Στην κυ-ριολεξία, δεν υπάρχει νομικό δύνασθαι του κληρονομουμένου από το οποίο να νοείται «παραίτηση». εκείνο για το οποίο πρόκειται εδώ είναι η δήλωση βούλησης του κληρονομουμένου να μην εφαρμοσθεί το άρθρ. 1860 ΑΚ και η κληρονομία να περιέλθει στον ανάξιο (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1861 αρ. 15). Η δήλωση βούλησης αυτή διαφοροποιείται από τη συγγνώμη σε δύο σημεία: Το ένα είναι ότι δεν συνάπτεται και με ανακοίνωση συμφιλίωσης του κληρονομουμένου με τον ανάξιο. Το άλλο είναι ότι εξωτερικεύεται όχι μόνο με δημόσιο έγ-γραφο ή διαθήκη αλλά και με οποιοδήποτε ιδιωτικό έγγραφο ή και προφορικά. Προϋπόθεση του επιτρεπτού της, πάντως, πρέπει να γίνει δεκτό (πρβλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1861 αρ. 15) ότι αποτελεί η χρήση του τύπου που τάσσει το άρθρ. 1861 ΑΚ. και τούτο ακριβώς για να αποφευχθεί η καταστρατήγηση του σχετικού περιορι-σμού που θα λάμβανε χώρα αν ήταν διαθέσιμη «παραίτηση» με πιο χαλαρό τύπο ή χωρίς τύπο.

1862 Kήρυξη της αναξιότητας. H αναξιότητα κηρύσσεται με δικαστική απόφαση. τη σχετική αγωγή έχει δικαί-ωμα να εγείρει όποιος έχει έννομο συμφέρον από τον παραμερισμό του ανάξιου είτε μόνο αυτού του ίδιου

είτε και άλλου που καλείται ύστερα απ’ αυτόν.H αγωγή παραγράφεται δύο χρόνια μετά την επαγωγή της κληρονομίας στον ανάξιο. αν πρόκειται για ανάξιο καταπιστευ-ματοδόχο, η παραγραφή αρχίζει από την επαγωγή στον κληρονόμο.

Βιβλιογραφία: Καλαβρός, Τα υποκειμενικά όρια των ενεργειών των διαπλαστικών αποφάσεων και των παρεπο-μένων ενεργειών των δικαστικών αποφάσεων, ∆ 1983, 352. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη (1965). Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου, Το έννομο συμφέρον του ενάγοντος (1995).

Α. Κήρυξη με δικαστική απόφαση. «Η αναξιότητα κηρύσσεται με δικαστική απόφαση», η οποία θεωρείται διαπλαστι-κή (βλ. Βουζίκα, Κληρονομικόν - Παραδόσεις Αã, σ. 82. Παπαντωνίου, Κληρονομικό4, σ. 108. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 20. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 56. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 16. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 240. Φίλιο, Κληρονομικό. Γεν. Μέρος7, σ. 145). Σε εγγύτερη προσέγγιση, ωστόσο, γίνεται αντιληπτό ότι η απόφαση δεν επιφέρει καμία μεταβολή στην έννομη κατάσταση. Πρώτον, δεν είναι αλήθεια ότι η απόφαση αλλοιώνει το status εκείνου κατά του οποίου στρέφεται, με την έννοια ότι αυτός καθίσταται στο εξής «ανάξιος». αυτός είναι ήδη «ανάξιος» από τον χρόνο τέλεσης του παραπτώματος (βλ. άρθρ. 1860 ΑΚ). ∆εύτε-ρον, δεν είναι αλήθεια ότι η απόφαση ανατρέπει και επαναπροσδιορίζει την κληρονομική διαδοχή. Το αποτέ-λεσμα αυτό ακολουθεί την τελεσιδικία της απόφασης (βλ. άρθρ. 1863 ΑΚ) χωρίς να περιέχεται πουθενά μέσα

6

7

8

9

10

1

SEAK 3.indd 250SEAK 3 i dd 250 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM

Άρθρο 1862

Κουμουτζής 1383

στο διατακτικό της απόφασης, στο οποίο απλώς «η αναξιότητα κηρύσσεται». Το ακριβές είναι ότι πρόκειται για εξωτερική προσθήκη του ίδιου του νόμου, η οποία πιστώνεται στην απόφαση ως απλή «ενέργεια πραγματικού» (Tatbestandswirkung), ενέργεια «παρεπόμενη» (Nebenwirkung) ή «ανακλαστική» (Reflexwirkung), σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιείται στη δικονομική θεωρία (βλ. γενικότερα τον Καλαβρό, ∆ 1983, 360 επ., όπου αποσαφηνίζεται η αντιδιαστολή με τη «διαπλαστική ενέργεια» (Gestaltungswirkung)]. Υπό τους όρους αυτούς η απόφαση φαίνεται να είναι αναγνωριστική. Το γεγονός ότι οι συνέπειες της αναξιότητας δρομολογούνται με δικαστική απόφαση (διαπλαστική ή αναγνω-

ριστική, ανάλογα με το τι δέχεται κανείς) και όχι αυτόματα με τον θάνατο ή ύστερα από κάποια εξώδικη ενέρ-γεια εξηγείται ενόψει της ανάγκης για βεβαιότητα και δημοσιότητα της κληρονομικής διαδοχής (βλ. Σταθόπου-λο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 2. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 48. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 1. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 235).

Β. Αγωγή (ή ένσταση). Η κήρυξη αναξιότητας προκαλείται όχι μόνο με αγωγή (και ανταγωγή. βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 4 in fine. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 49. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 2. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 235) αλλά και με ένσταση. Το τελευταίο αμφισβητείται στο πλαίσιο της κρατούσας γνώμης ότι η απόφαση που εκδίδεται επιτελεί διάπλαση (βλ. πιο πάνω αρ. 1 στην αρχή). Υπέρ της διάπλασης κατ’ ένσταση οι: Λιτζερόπουλος, Κληρονομικόν, σ. 99. Βουζίκας, Κληρονομικόν - Παραδόσεις Αã, σ. 82. Παπαντωνίου, Κλη-ρονομικό4, σ. 108 επ.. Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 5. Γεωργιάδης, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 49. Χριστακά-κου, άρθρ. 1862 αρ. 4. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 235. Κατά της διάπλασης κατ’ ένσταση οι: Μπαλής, Κληρο-νομικόν3, ¨ 179 σ. 281 (πρβλ. όμως και ¨ 183 σ. 286). Φίλιος, Κληρονομικό. Γεν. Μέρος7, σ. 145. Απαραίτητα στοιχεία της αγωγής (ή της ένστασης) είναι αφενός η περιγραφή του λόγου της αναξιότητας και

αφετέρου η διατύπωση του αιτήματος κήρυξης της αναξιότητας (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 6. Γεωρ-γιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 50. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 5. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 237). Το άρθρ. 7 ¨ 3 του ν.δ. 1544/1942 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 21 του ν. 4055/2012) αναφέρει

συγκεκριμένες αγωγές (διαπλαστικές και αναγνωριστικές) που δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο. Ανάμεσα αυτές δεν περιλαμβάνεται και η αγωγή για κήρυξη της αναξιότητας. Συνάγεται έτσι e contrario ότι γι’ αυτή πρέπει να καταβληθεί δικαστικό ένσημο είτε θεωρηθεί διαπλαστική (βλ. όμως Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 4. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 50 σημ. 87. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 2. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 235 στην υποσ. 85) είτε θεωρηθεί αναγνωριστική. Το δικαστικό ένσημο θα υπολογισθεί με βάση την αξία της κληρονομικής μερίδας του ανάξιου.Υποστηρίζεται (βλ. Λιτζερόπουλο, Κληρονομικόν, σ. 99. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 7. Γεωργιάδη,

Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 50. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 236) ότι είναι δυνατή σώρευση αγωγής για κήρυξη της αναξιότητας (άρθρ. 1862 ΑΚ) και αγωγής περί κλήρου (άρθρ. 1871 ΑΚ), με αποτέλεσμα, αν γίνει δεκτή η πρώτη, να γίνει δεκτή και η δεύτερη. Προφανώς, εννοείται ότι η απόφαση επί της αγωγής περί κλήρου θα αρχίζει να ενεργεί από τότε που η απόφαση επί της αγωγής για κήρυξη της αναξιότητας θα καθίσταται τελεσί-δικη. ∆ιότι μόλις από αυτό το σημείο ο ενάγων αποκτά και ο εναγόμενος αποβάλλει την ιδιότητα του κληρονό-μου (βλ. πιο κάτω άρθρ. 1863 αρ. 1 και επ.), οπότε συντρέχουν ουσιώδη προαπαιτούμενα της αξίωσης περί κλήρου. Εδώ, όμως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η μεταβολή δεν λειτουργεί μονοσήμαντα, καθώς παράλληλα εξαλείφει ένα άλλο από τα ουσιώδη προαπαιτούμενα της αξίωσης περί κλήρου: τη νομή pro herede. Tο θέμα είναι ότι δεν νοείται πλέον ο εναγόμενος να ασκεί νομή pro herede, αμφισβητώντας (;) ότι επήλθε η έννομη συνέπεια του άρθρ. 1863 ΑΚ (βλ. και πιο κάτω άρθρ. 1863 αρ. 8). Αντίθετα, επιτυχής μπορεί να αποβαίνει η σώρευση αγωγής για κήρυξη της αναξιότητας και διεκδικητικής

αγωγής (άρθρ. 1094 ΑΚ).

Γ. Υποκείμενα της δίκης. Ι. Ενάγων (ή ενιστάμενος). Το αίτημα για κήρυξη της αναξιότητας το υποβάλλει «όποιος έχει έννομο συμφέρον από τον παραμερισμό του ανάξιου είτε μόνο αυτού του ίδιου είτε και άλλου που καλείται ύστερα απ’ αυτόν» [¨ 1. το έννομο συμφέρον εδώ επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία (βλ. Σινανιώτη, σ. 58, 130, 138. Τριανταφύλλου-Αλμπανίδου, σ. 184 στην υποσ. 197)]. Στην πρώτη περίπτωση το συμφέρον είναι άμεσο. δηλαδή, με την έκπτωση του ανάξιου ο αιτών αποκτά την κληρονομία. Στη δεύτερη περίπτωση το συμ-φέρον είναι έμμεσο. δηλαδή, με την έκπτωση του ανάξιου ο αιτών αποκτά πλησιέστερη θέση προς την κληρο-νομία. Έτσι, αιτών μπορεί να είναι π.χ. ο υποκατάστατος, ο ωφελούμενος από προσαύξηση, ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος όλων των τάξεων και βαθμών, ακόμα και το ∆ημόσιο. Το έννομο συμφέρον, όμως, συνίσταται επίσης σε διατήρηση έννομης θέσης που θα εκτοπιζόταν από το υπέρτερο δικαίωμα του ανάξιου. Από τη σκο-πιά αυτή π.χ. ο κληρονόμος ο οποίος βαρύνεται με το καταπίστευμα έχει συμφέρον από την έκπτωση του κα-ταπιστευματοδόχου, ο κληροδόχος του οποίου η εγκατάσταση θίγει τη νόμιμη μοίρα έχει συμφέρον από την έκπτωση του νόμιμου μεριδούχου (βλ. γενικά Σταθόπουλο, άρθρ. 1862 αρ. 12, 13. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 52, 53. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 13. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 236 επ.). Εξ ορισμού, κανείς δεν έχει έννομο συμφέρον για την κήρυξη της αναξιότητας του ∆ημοσίου ως κληρονό-

μου εξ αδιαθέτου (άρθρ. 1824 ΑΚ. βλ. Βουζίκα, Κληρονομικόν - Παραδόσεις Αã, σ. 81. Γεωργιάδη, Κληρο-νομικό, ¨ 41 αρ. 8 σημ. 9. Χριστακάκου, Εισαγ. άρθρ. 1860-1864 αρ. 10. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 216).Γίνεται δεκτό ότι δικαίωμα για κήρυξη της αναξιότητας δεν έχουν οι δανειστές ή οφειλέτες της κληρονομίας,

2

3

4

5

6

7

8

9

10

SEAK 3.indd 251SEAK 3 i dd 251 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM

Άρθρο 1862

1384 Κουμουτζής

οι ατομικοί δανειστές ή οφειλέτες του κληρονόμου ο οποίος θα αντικαταστήσει τον ανάξιο, οι συγγενείς ή ο σύζυγος του κληρονόμου ο οποίος θα αντικαταστήσει τον ανάξιο (βλ. βασικά Σταθόπουλο, άρθρ. 1862 αρ. 11, 12. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 53).Το δικαίωμα για κήρυξη της αναξιότητας εκλείπει αν η κλήση στην κληρονομία του δικαιούχου ή του ανάξι-

ου ματαιωθεί, π.χ. εξαιτίας αποποίησης της κληρονομίας (για την αποποίηση του δικαιούχου βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 31. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 64. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 10 / για την αποποίηση του ανάξιου βλ. κυρίως Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 64 και Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 248, οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι προϋπόθεση εδώ είναι να καλύπτονται όλοι οι λόγοι επαγωγής της κληρο-νομίας). Στις περιπτώσεις αυτές, αν διατυπωθεί στη συνέχεια ή έχει διατυπωθεί προηγουμένως αίτημα για κή-ρυξη της αναξιότητας, τούτο θα απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο.Το δικαίωμα για κήρυξη της αναξιότητας περιέρχεται στους κληρονόμους του δικαιούχου. θεωρείται, όμως,

ότι δεν ενδιαφέρει τρίτους, και με την έννοια αυτή δεν είναι εκχωρητό ούτε κατασχετό (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 23, 24. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 59. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 6).

ΙΙ. Καθ’ ου η αγωγή (ή καθ’ ου η ένσταση). Το αίτημα για κήρυξη της αναξιότητας στρέφεται εναντίον του ανάξιου ή των καθολικών διαδόχων του, όχι όμως κατά των ειδικών διαδόχων του, π.χ. του αγοραστή της κληρονομίας (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 19. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 54. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 15. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 237).

Δ. Δικαιοδοσία – Αρμοδιότητα – Διαδικασία. ∆ικαιοδοσία για την κήρυξη της αναξιότητας έχει μόνο το πολιτικό δικα-στήριο (όχι το ποινικό το οποίο δικάζει το έγκλημα του ανάξιου). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα καθορίζεται σύμφω-να με τις γενικές διατάξεις, με βάση την αξία της κληρονομικής μερίδας του ανάξιου. Η κατά τόπον αρμοδιό-τητα καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρ. 30 ¨ 1 ΚΠολ∆, με βάση τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του κληρονο-μουμένου κατά τη στιγμή του θανάτου του (βλ. για όλα τα πιο πάνω Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 10. Γεωρ-γιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 55. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 12. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 238). Εφαρμόζεται η τακτική διαδικασία. κήρυξη αναξιότητας με άλλου είδους διαδικασία, π.χ. για την έκδοση κλη-ρονομητηρίου, δεν είναι δυνατή (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 22. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 55, 49. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 4. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 236). Ακόμα και αν στην κληρονομική μερίδα του ανάξιου περιλαμβάνονται εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτου, η

αγωγή για την κήρυξη της αναξιότητας δεν εγγράφεται στα βιβλία των διεκδικήσεων και δεν καταχωρείται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου (Γεωργιάδης, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 55. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 238).

Ε. Γέννηση του δικαιώματος για κήρυξη της αναξιότητας. Το δικαίωμα για κήρυξη της αναξιότητας (του άμεσου κλη-ρονόμου ή του καταπιστευματοδόχου) δεν υφίσταται εν ζωή του κληρονομουμένου, αλλά γεννιέται μετά τον θάνατό του. Τούτο προκύπτει ήδη από την ¨ 2 του άρθρ. 1862 ΑΚ (βλ. πιο κάτω αρ. 17 και Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 26. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 51, 60).

ΣΤ. Προθεσμία άσκησης του δικαιώματος για κήρυξη της αναξιότητας. Το άρθρ. 1862 ¨ 2 ΑΚ τάσσει αποσβεστική προ-θεσμία μέσα στην οποία ασκείται το δικαίωμα για κήρυξη της αναξιότητας (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 34. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 66. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 8. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 238). Η προθεσμία είναι διετής και αρχίζει να τρέχει από τον θάνατο του κληρονομουμένου. Η ίδια αφετηρία ισχύει τόσο απέναντι στον ανάξιο άμεσο κληρονόμο (¨ 2 εδ. αã) όσο και απέναντι στον ανάξιο καταπιστευματο-δόχο (¨ 2 εδ. βã). Η αφετηρία της προθεσμίας δεν ικανοποιεί, πάντως, στις ακόλουθες περιπτώσεις: Πρώτον, όταν το παρά-

πτωμα που συνιστά τον λόγο της αναξιότητας (π.χ. η αλλοίωση ή η εξαφάνιση της διαθήκης) διαπράττεται μετά την επαγωγή. ∆εύτερον, όταν η επαγωγή είναι πλασματική, δηλαδή συντελείται αφότου εκπίπτει ο προπορευ-όμενος κληρονόμος λόγω αποποίησης (βλ. άρθρ. 1856 εδ. γã ΑΚ) ή κήρυξης αναξιότητας (βλ. άρθρ. 1863 εδ. γã ΑΚ). Τρίτον, όταν η επαγωγή είναι άδηλη, διότι στηρίζεται σε διαθήκη. Στις περιπτώσεις αυτές, αν η προθεσμία τρέχει από την επαγωγή, τότε κινδυνεύει να ελαττωθεί λιγότερο ή περισσότερο ή και να εξαντληθεί χωρίς να έχει προηγουμένως δοθεί περιθώριο ενέργειας στον ενδιαφερόμενο. Γι’ αυτό ορθό είναι η προθεσμία να τρέχει από τότε που ανακύπτει το εν λόγω περιθώριο, με τη διάπραξη του παραπτώματος, με την έκπτωση του προπορευομένου, με τη δημοσίευση της διαθήκης, αντίστοιχα (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 35. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 67. Χριστακάκου, άρθρ. 1862 αρ. 9. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 239. επίσης για τις δύο τελευταίες περιπτώσεις ΠΠρΜυτιλ 124/2006 Νόμος).

Ζ. Παραίτηση από το δικαίωμα για κήρυξη της αναξιότητας. Η (μονομερής ή συμβατική) παραίτηση από το δικαίωμα για κήρυξη της αναξιότητας είναι κατ’ αρχήν δυνατή. Έχει υποστηριχθεί (βλ. Μπαλή, Κληρονομικόν3, ¨ 180 σ. 283 επ.) ότι η παραίτηση αντιτίθεται εξ ορισμού στα χρηστά ήθη «καθό τείνουσα εις επιβράβευσιν του παρα-πτώματος». Η θέση αυτή είναι απόλυτη. Στην πραγματικότητα, βαρύτητα έχουν οι συγκεκριμένες κάθε φορά περιστάσεις, με βάση τις οποίες η παραίτηση ενδέχεται απλώς να κριθεί ανήθικη, π.χ. διότι συνιστά υπέρμετρο αυτοπεριορισμό ή γίνεται έναντι επιλήψιμου ανταλλάγματος (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 32. επίσης, με αποκλίνουσες εκτιμήσεις σχετικά με τη συχνότητα του φαινομένου, αφενός Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41

11

12

13

14

15

16

17

18

19

SEAK 3.indd 252SEAK 3 i dd 252 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM

Άρθρο 1863

Κουμουτζής 1385

αρ. 65 και Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 248: η ανηθικότητα είναι η εξαίρεση, αφετέρου Παπαντωνίου, Κληρο-νομικό4, σ. 110: η ανηθικότητα είναι ο κανόνας). Γενικότερα, μάλιστα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με ειλημμένη την απόφαση του μοναδικού δικαιούχου ή

των περισσότερων δικαιούχων να αφεθεί ως έχει η κληρονομική διαδοχή, ο ευκταίος τρόπος τερματισμού της αβεβαιότητας είναι η άμεση διάθεση του δικαιώματος με παραίτηση, παρά η απόσβεση του δικαιώματος με παρέλευση άπρακτης της διετίας του άρθρ. 1862 ¨ 2 ΑΚ.

1863 Συνέπειες. Άμα γίνει τελεσίδικη η απόφαση που κηρύσσει την αναξιότητα, η επαγωγή προς τον ανάξιο θε-ωρείται σαν να μην έχει γίνει. H κληρονομία επάγεται σ’ εκείνον που θα είχε σειρά να κληθεί, αν ο ανάξιος

δεν ζούσε κατά την επαγωγή. H επαγωγή θεωρείται ότι έγινε κατά το θάνατο του κληρονομουμένου.

Α. Έναρξη συνεπειών. Οι συνέπειες της αναξιότητας δεν αρχίζουν όσο η απόφαση του άρθρ. 1862 ΑΚ παραμένει απλώς οριστική. χρειάζεται επιπλέον αυτή να καταστεί απρόσβλητη με τα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου.

Β. Έκπτωση του ανάξιου. Η τελεσιδικία της απόφασης συνεπάγεται έκπτωση από το κληρονομικό δικαίωμα έναντι του συγκεκριμένου κληρονομουμένου (βλ. και πιο πάνω άρθρ. 1860 αρ. 2 για τη «σχετικότητα» των λόγων αναξιότητας). Με την έκπτωση ο ανάξιος χάνει οτιδήποτε είχε αποκτήσει χάρη σε διαδοχή εκ διαθήκης, εξ αδιαθέτου διαδοχή, αναγκαστική διαδοχή (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1863 αρ. 2. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 79. Χριστακάκου, άρθρ. 1863 αρ. 2. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 240 επ.). Για το ότι χάνει και το τυχόν εξαίρετο βλ. πιο κάτω άρθρ. 1864 αρ. 2.

Γ. Κλήση νέου κληρονόμου. Η νέα επαγωγή γίνεται «σ’ εκείνον που θα είχε σειρά να κληθεί, αν ο ανάξιος δεν ζούσε κατά την επαγωγή». Συνέπεια της ρύθμισης του εδ. βã είναι ότι όποιος «θα είχε σειρά να κληθεί» δεν απαιτείται να είναι εν ζωή κατά την τελεσιδικία της απόφασης με την οποία κηρύσσεται η αναξιότητα. αρκεί να ήταν εν ζωή ή τουλάχιστον να ήταν συνειλημμένος «κατά την επαγωγή». Το γεγονός ότι έχει στο μεταξύ αποβι-ώσει σημαίνει ότι αυτόματα χωρεί και περαιτέρω επαγωγή στους κληρονόμους του (βλ. Γεωργιάδη, Κληρονο-μικό, ¨ 41 αρ. 81. έτσι και Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ 1863 αρ. 7 και 8. Χριστακάκου, άρθρ. 1863 αρ. 5. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 244, οι οποίοι, πάντως, θεωρούν ότι πρόκειται για συνέπεια της ρύθμισης του εδ. γã). Ποιος «θα είχε σειρά να κληθεί» υποδεικνύεται από τους σχετικούς κατ’ ιδίαν κανόνες της εκ διαθήκης, της

εξ αδιαθέτου, της αναγκαστικής διαδοχής. Σε αυτούς γίνεται εν προκειμένω παραπομπή (Γεωργιάδης, Κληρο-νομικό, ¨ 41 αρ. 82. βλ. πιο αναλυτικά, με παραδείγματα, Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 242 επ.). Πάντως, αντιρ-ρήσεις έχουν εκφρασθεί από μερίδα της θεωρίας ειδικά για την εφαρμογή του άρθρ. 1791 ΑΚ, με το σκεπτικό ότι «σε περίπτωση αμφιβολίας» η εικαζόμενη βούληση του διαθέτη δεν είναι να ωφεληθούν οι κατιόντες του ανάξιου, αντίθετα με την παραδοχή του άρθρ. 1791 ΑΚ [βλ. Παπαντωνίου, Κληρονομικό4, σ. (111-)112 και Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 82]. Εξάλλου, τονίζεται ότι το πρόσωπο που «θα είχε σειρά να κληθεί» μπορεί να ταυτίζεται ή να μην ταυτίζεται με το πρόσωπο που κινεί τη διαδικασία για την κήρυξη της αναξιότητας (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 23, 1863 αρ. 5. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 83. Χριστακάκου, άρθρ. 1863 αρ. 4 και πιο πάνω άρθρ. 1862 αρ. 8 για το άμεσο και το έμμεσο έννομο συμφέρον).Η άσκηση της αίτησης για την κήρυξη της αναξιότητας δεν αποτελεί σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας από

τον αιτούντα (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1862 αρ. 9 και 31, 1863 αρ. 11. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 83. Χριστακάκου, άρθρ. 1863 αρ. 8. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 243 επ.).

Δ. Αναδρομική ενέργεια. Η πιο πάνω διπλή μεταβολή, δηλαδή η έκπτωση του ανάξιου (βλ. υπό Β) και η κλήση νέου κληρονόμου (βλ. υπό Γ), ανατρέχει κατά πλάσμα δικαίου στον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου (βλ. το πλάσμα του εδ. αã για την έκπτωση του ανάξιου και το πλάσμα του εδ. γã για την κλήση νέου κληρονό-μου). Για ορισμένες συνέπειες της αναδρομικής ενέργειας βλ. πιο κάτω στους αρ. 9 επ.

Ε. Αξιώσεις του νέου κληρονόμου. Αν, μετά την τελεσίδικη κήρυξη της αναξιότητας, ο ανάξιος ασκεί φυσική εξουσία στα κληρονομιαία και αρνείται να τα αποδώσει, ο νέος κληρονόμος προστατεύεται με αξιώσεις όπως αυτή του άρθρ. 987 ΑΚ (βλ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 79. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 245) ή αυτή του άρθρ. 1094 ΑΚ (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1863 αρ. 14), προτάσσοντας, ανάλογα, το δικαίωμα νομής (άρθρ. 983 ΑΚ) ή κυριότητας (άρθρ. 1710 ¨ 1 ΑΚ) που απέκτησε.Περαιτέρω βοήθεια δεν προσφέρει η αγωγή περί κλήρου (άρθρ. 1871 ΑΚ), αντίθετα απ’ ό,τι δέχεται η

κρατούσα άποψη (βλ. Λιτζερόπουλο, Κληρονομικόν, σ. 100. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1863 αρ. 14. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 85. Χριστακάκου, άρθρ. 1863 αρ. 10. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 245). Στο σημείο αυτό ο ενάγων πρέπει να στηριχθεί στον ισχυρισμό ότι ο ανάξιος αντιποιείται το κληρονομικό δικαίωμα, παρά το γεγονός ότι η δικαστική απόφαση ξεκαθάρισε με τρόπο επίσημο και κατηγορηματικό τη νομική πραγματικό-τητα, σύμφωνα με την οποία ο ανάξιος δεν μπορεί να είναι ούτε κληρονόμος εκ διαθήκης, ούτε κληρονόμος εξ αδιαθέτου, ούτε αναγκαστικός κληρονόμος (βλ. πιο πάνω αρ. 2). Τη «μάταιη» αυτή στάση ενδέχεται να τηρεί ένας μειωμένης αντίληψης ή ιδιόρρυθμος εναγόμενος. Το αναμενόμενο είναι, όμως, ότι ο εναγόμενος δεν θα παρουσιάζει τέτοιου είδους απόκλιση και ακριβώς σε αυτήν τη βάση θα αντικρούει πειστικά την παθητική του

20

1

2

3

4

5

6

7

8

SEAK 3.indd 253SEAK 3 i dd 253 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM

Άρθρο 1864

1386 Κουμουτζής

νομιμοποίηση –χωρίς να έχει σημασία αν θα προβάλλει περαιτέρω π.χ. ότι κατακρατά τα κληρονομιαία αυθαί-ρετα ή με κάποιον ειδικό τίτλο (βλ. και πιο πάνω άρθρ. 1862 αρ. 6).Ο ανάξιος ευθύνεται ex tunc για ωφελήματα και ζημίες των κληρονομιαίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο

νέος κληρονόμος ασκεί τις παρεπόμενες ως προς τη διεκδικητική αγωγή αξιώσεις του για ωφελήματα και ζημίες, ο ανάξιος θεωρείται κακόπιστος νομέας και υπέχει την ευθύνη του άρθρ. 1098 ΑΚ από την αρχική επαγωγή. και τούτο διότι από πριν τελούσε σε κακή πίστη, γνωρίζοντας το δικό του παράπτωμα. Η εικόνα αλ-λάζει, όμως, στις περιπτώσεις που το παράπτωμα, π.χ. η αλλοίωση ή η εξαφάνιση της διαθήκης, λαμβάνει χώρα μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου. Εδώ, η κακή πίστη αρχίζει και αυτή στον οικείο χρόνο (βλ. Στα-θόπουλο, ΕρμΑΚ 1863 αρ. 14. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 85 σημ. 129. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 246 και στην υποσ. 126).

ΣΤ. Δικαιοπραξίες του ανάξιου πριν από την τελεσίδικη κήρυξη της αναξιότητας. Με την τελεσίδικη κήρυξη της αναξιότη-τας ο ανάξιος φαίνεται να μην απέκτησε ποτέ δικαίωμα στα κληρονομιαία. Το γεγονός αυτό δεν έχει τον ίδιο αντίκτυπο στις σχετικές υποσχετικές και εκποιητικές δικαιοπραξίες που επιχείρησε: Οι υποσχετικές δικαιοπραξίες του ανάξιου παραμένουν έγκυρες. Από την άλλη πλευρά, πιθανή είναι η αδυ-

ναμία εκπλήρωσής τους αν η παροχή προϋποθέτει χρήση μέσων που πλέον εντάσσονται σε ξένη περιουσία (βλ. και Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1863 αρ. 17. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 247).Οι εκποιητικές δικαιοπραξίες του ανάξιου καθίστανται εξ αρχής άκυρες. Κατ’ εξαίρεση διασώζονται εφόσον

συντρέχουν οι όροι των άρθρ. 239 ̈ 2 εδ. αã ΑΚ, 1036 ΑΚ, 1963 ΑΚ (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1863 αρ. 16, 18. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 87. Χριστακάκου, άρθρ. 1863 αρ. 11. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 247).Ζήτημα ανακύπτει αν η ρύθμιση του άρθρ. 1859 ¨ 2 ΑΚ επιδέχεται αναλογική εφαρμογή εν προκειμένω,

έτσι ώστε, επιπλέον, να ευνοείται κάθε διάθεση του ανάξιου η οποία «δεν μπορούσε χωρίς ζημία της κληρο-νομίας να αναβληθεί». Η κρατούσα άποψη είναι αρνητική (βλ. Μπαλή, Κληρονομικόν3, ¨ 182 σ. 284, 285. Λιτζερόπουλο, Κληρονομικόν, σ. 100. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1863 αρ. 16. Παπαντωνίου, Κληρονομικό4, σ. 112. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 86. Χριστακάκου, Εισαγ. άρθρ. 1860-1864 αρ. 13 και άρθρ. 1863 αρ. 11. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 245, 246 επ.. Φίλιο, Κληρονομικό. Γεν. Μέρος7, σ. 147), αδικαιολόγητα, όμως, αν κανείς αναλογισθεί ότι η λύση αυτή προωθεί εξ ορισμού το συμφέρον του κυρίου της υπόθεσης (βλ. υπέρ της αναλογικής εφαρμογής τον Σπυριδάκη, Κληρονομικό, σ. 428).

Ζ. Χρέη της κληρονομίας. Με την τελεσίδικη κήρυξη της αναξιότητας ο ανάξιος παύει να ευθύνεται για τα χρέη της κληρονομίας. Εξακολουθεί, πάντως, να ευθύνεται για όσα χρέη δημιούργησε με την ιδιότητα του δικαιούχου της κληρονομίας (βλ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1863 αρ. 12. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 88. Χριστακά-κου, άρθρ. 1863 αρ. 9. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 246).

Η. Ιδιομορφία στην περίπτωση του ανάξιου καταπιστευματοδόχου. Η τελεσιδικία της κήρυξης της αναξιότητας του κα-ταπιστευματοδόχου ενδέχεται να επέρχεται μετά την επαγωγή ή πριν από την επαγωγή της κληρονομίας στον ίδιο. Στην πρώτη περίπτωση η επαγωγή ανατρέπεται και ο ανάξιος χάνει αναδρομικά το δικαίωμα στην κληρο-νομία. Στη δεύτερη περίπτωση η επαγωγή ματαιώνεται και ο ανάξιος χάνει αναδρομικά το δικαίωμα προσδοκί-ας στην κληρονομία. Σε κάθε περίπτωση ωφελείται ο βεβαρημένος κληρονόμος, εφόσον ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά (βλ. και πιο αναλυτικά Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1863 αρ. 23 επ.).

1864 Οι διατάξεις για την αναξιότητα εφαρμόζονται και ως προς το μεριδούχο, καθώς επίσης και ως προς τον κληροδόχο.

Α. Ανάξιος μεριδούχος. Από τη στιγμή που το άρθρ. 1860 ΑΚ αναφέρεται στον ανάξιο «για να κληρονομήσει», καλύπτει χωρίς διάκριση κάθε κληρονόμο: τον εκ διαθήκης, τον εξ αδιαθέτου, τον μεριδούχο. Γι’ αυτό είναι περιττή η πρόβλεψη ότι «[ο]ι διατάξεις για την αναξιότητα εφαρμόζονται και ως προς το μεριδούχο» (βλ. π.χ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ Εισαγ. 1860-1864 αρ. 24 και 1864 αρ. 1).

Β. Ανάξιος κληροδόχος. Απεναντίας, αναγκαία είναι η πρόβλεψη ότι «[ο]ι διατάξεις για την αναξιότητα εφαρμόζονται [...] και ως προς τον κληροδόχο», ο οποίος λαμβάνει αιτία θανάτου ωφέλεια χωρίς να «κληρονομήσει». Πιο αναλυτικά, με βάση το άρθρ. 1864 ΑΚ ανάξιος μπορεί να κηρυχθεί ο κληροδόχος per damnationem (άρθρ. 1995 ΑΚ) και ο κληροδόχος per vindicationem (άρθρ. 1996 ΑΚ), αυτός που είναι απλώς κληροδόχος και αυτός που είναι κληροδόχος και κληρονόμος συγχρόνως (εξαίρετο: άρθρ. 1969 ΑΚ. συζυγικό εξαίρετο: άρθρ. 1820 εδ. βã ΑΚ), ο άμεσος κληροδόχος και ο μετακληροδόχος (άρθρ. 2009 ΑΚ). Για τα πιο πάνω, καθώς και για περισσότερη ανάπτυξη του θέματος βλ. π.χ. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1864 αρ. 2 επ.

Γ. Ανάξιος ωφελούμενος από τρόπο. Η εφαρμογή των άρθρ. 1860 επ. ΑΚ επεκτείνεται με αναλογία δικαίου και στον ωφελούμενο από τρόπο (άρθρ. 1715 ΑΚ. έτσι Λιτζερόπουλος, Κληρονομικόν, σ. (86-)87. Γεωργιάδης, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 8. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 216, 250. Φίλιος, Κληρονομικό. Γεν. Μέρος7, σ. 142. Σπυριδάκης, Κληρονομικό, σ. 421. βλ. όμως Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1864 αρ. 9).

Δ. Ανάξιος ωφελούμενος από δωρεά αιτία θανάτου. Η εφαρμογή των άρθρ. 1860 επ. ΑΚ επεκτείνεται με αναλογία

9

10

11

12

13

14

15

1

2

3

4

SEAK 3.indd 254SEAK 3 i dd 254 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM

Άρθρο 1865

Μπεχλιβάνης 1387

δικαίου και στον ωφελούμενο από δωρεά αιτία θανάτου (βλ. Σπυριδάκη, Κληρονομικό, σ. 421). ∆ιαφορετική είναι η κρατούσα άποψη (βλ. Λιτζερόπουλο, Κληρονομικόν, σ. 87. Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ 1864 αρ. 7. Γεωργι-άδη, Κληρονομικό, ¨ 41 αρ. 8. Χριστακάκου, Εισαγ. άρθρ. 1860-1864 αρ. 10 και άρθρ. 1864 αρ. 8. Ψούνη, Κληρονομικό Ι2, σ. 216, 250), η οποία επισημαίνει ότι εδώ παρέχεται το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς με τα άρθρ. 505 ΑΚ και 506 ΑΚ (βλ. άρθρ. 2032 ΑΚ). Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή κρίνεται ανεπαρκής. Ο λόγος είναι ότι δεν αντιμετωπίζει παραπτώματα του δωρεοδόχου (όπως, ενδεικτικά, τη θανάτωση του συζύγου του δωρητή, την αλλοίωση της διαθήκης του δωρητή) στην περίπτωση που ο ίδιος ο δωρητής δεν είχε την ευκαιρία ανάκλησης του άρθρ. 505 ΑΚ, π.χ. διότι τα παραπτώματα συνέβησαν αφότου αυτός πέθανε. Σημαντικό είναι ότι ούτε ο κληρονόμος του θεμελιώνει λόγο ανάκλησης, αφού δεν πρόκειται για κάποιο από τα παραπτώματα του άρθρ. 506 ΑΚ. Παρ’ όλα αυτά, η ratio της αναξιότητας επιβεβαιώνεται υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες.

Κουμουτζής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟΣχολάζουσα κληρονομία

1865 Περιπτώσεις. Αν ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή δεν είναι βέβαιο αν αποδέχτηκε την κληρονομία, το δικαστήριο της κληρονομίας ύστερα από αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως

διορίζει κηδεμόνα της κληρονομίας. Σε κατεπείγουσες περιστάσεις ο εισαγγελέας πρωτοδικών διορίζει προσωρινό κη-δεμόνα. Αυτός οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση να προκαλέσει το διορισμό οριστικού κηδεμόνα από το δικαστήριο.

Βιβλιογραφία: Βαλαβάνη-Πολατίδου, Σχόλιο, Ελλ∆νη 1998, 808. Κουτσουράδης, Σχόλιο, Αρμ 1995, 71. ο ίδιος, Σχόλιο, Αρμ 1994, 1187. Μπρακατσούλας, Κληρονομικό ∆ικονομικό ∆ίκαιο (2007). Παπαδόπουλος, Αγωγές κληρονομικού δικαίου ΙΙ (1995).Μπεχλιβάνης

Α. Ο θεσμός της σχολάζουσας κληρονομίας. Ι. Γενικά. Η διαχείριση της κληρονομίας είναι ζήτημα που κανονικά αφορά στον κληρονόμο. Σύμφωνα δε με τον ΑΚ, αφενός δεν νοείται κληρονομία χωρίς κληρονόμο, αφού, ακόμη και αν ο κληρονομούμενος πέθανε αδιάθετος ή οι κληρονόμοι του αποποιήθηκαν, ως κληρονόμος καλείται υπο-χρεωτικά το δημόσιο (ΑΚ 1824) και, αφετέρου, η κληρονομία επάγεται στον κληρονόμο αυτοδικαίως με τον θάνατο του κληρονομουμένου (ΑΚ 1710 ¨ 1, 1846) (ώστε να μην μένει «απροσέλευστη» μέχρι την αποδοχή της, δηλ. χωρίς κληρονόμο, όπως συνέβαινε στο βρ. δίκαιο). Ωστόσο, ενώ υπάρχει πάντα κληρονόμος, αυτός μπορεί να είναι άγνωστος ή να μην είναι βέβαιο, αν αποδέχθηκε την κληρονομία. το γεγονός, εξάλλου, ότι στην έσχατη περίπτωση κληρονόμος είναι το δημόσιο, δεν προσφέρει διέξοδο, αφού πριν τη δικαστική βεβαίωση ότι δεν υπάρχει άλλος κληρονόμος, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί δικαίωμα από το δημόσιο ή κατά του δημοσίου (ΑΚ 1870). Σύμφωνα με τις ΑΚ 1865 επ., στις περιπτώσεις αυτές, όταν δηλ. ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή υπάρ-χει αβεβαιότητα ως προς την εκ μέρους του αποδοχή, η κληρονομία είναι «σχολάζουσα» και διορίζεται κηδεμό-νας, με σκοπό να καταστεί δυνατή τόσο η διατήρησή της (π.χ. υπέρ του οριστικού κληρονόμου) όσο και η εκ-προσώπησή της (π.χ. στο πλαίσιο λήψης καταναγκαστικών μέτρων από τους κληρονομικούς δανειστές), όπως επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον (βλ. Γεωργιάδη, Κληρ∆, ¨ 40 αρ. 3. Ψούνη, Κληρ∆ ΙΙ, σ. 354. ΕφΑθ 5514/2006 ΝοΒ 2007, 362). Πάντως, η κηδεμονία δεν παύει να αποτελεί προσωρινό μέτρο. Έτσι, σκοπός του θεσμού της σχολάζουσας κληρονομίας είναι, περαιτέρω, να αρθεί η αβεβαιότητα για το πρόσωπο του κληρονό-μου. για τον λόγο αυτό οι ΑΚ 1868-1870 προβλέπουν τη διαδικασία για την αναγνώριση του δημοσίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου μετά την πάροδο προθεσμίας «ανάλογης προς τις περιστάσεις».

ΙΙ. Νομοθετική ύλη εκτός ΑΚ. Εκτός από τις ΑΚ 1865 επ., ρύθμιση για τη σχολάζουσα κληρονομία περιέχει το β.δ. 18 Σεπτ./20 Οκτ. 1947 «Περί της διοικητικής εποπτείας επί των κηδεμόνων σχολαζουσών κληρονομιών, του τρόπου διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως αυτών και της αντιμισθίας των κηδεμόνων», το οποίο εκδόθηκε σε εκτέλεση της ΕισΝΑΚ 118 ¨ 3 και ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΚΠολ∆, στο μέτρο που οι ρυθμίσεις του συμβιβάζονται με τις ρυθμίσεις του ΚΠολ∆ (πρβλ. ΕισΝΚΠολ∆ 1 περ. στ).

Β. Η έννοια της σχολάζουσας κληρονομίας. Σύμφωνα με την ΑΚ 1865 εδ. α, η κληρονομία θεωρείται σχολάζουσα, όταν ο κληρονόμος είναι άγνωστος (βλ. αρ. 4 επ.) ή δεν είναι βέβαιο αν αποδέχθηκε (βλ. αρ. 10).

Ι. Άγνωστος κληρονόμος. 1. Διακρίσεις. Ο κληρονόμος μπορεί να είναι πραγματικά άγνωστος ή να θεωρείται («λογί-ζεται») άγνωστος. δηλ., σύμφωνα με διατύπωση που χρησιμοποιείται στη νομολογία (βλ. ΠΠρΑθ 9970/1997 Ελλ∆νη 1998, 677), η άγνοια για το πρόσωπο του κληρονόμου μπορεί να είναι πραγματική ή νομική. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα αν ο κληρονόμος είναι άγνωστος, κρίνεται από την άποψη του δικαστηρίου και όχι του κληρονόμου (βλ. ΑΠ 114/1965 ΝοΒ 1965, 945. ΕφΚρήτ 265/2004 Νόμος. ΜΠρΑθ 6179/1987 Ελλ∆νη 1987, 717. Παπαντωνίου, Κληρ∆, σ. 168. Γεωργιάδη, Κληρ∆, ¨ 40 αρ. 4. Παπαδόπουλο, Αγωγές ΙΙ, σ. 213. Βαλαβάνη-Πολατίδου, Ελλ∆νη 1998, 808. Παπαχρήστο, Κληρ∆, σ. 320). Αν η άγνοια (πραγματική ή νομική. βλ. αρ. 4) αφορά σε έναν από τους περισσότερους κληρονόμους, η κλη-

ρονομία είναι σχολάζουσα μόνο ως προς τη μερίδα του συγκεκριμένου κληρονόμου (βλ. ΠΠρΑθ 9970/1997

1

2

3

4

5

SEAK 3.indd 255SEAK 3 i dd 255 5/22/13 12:22:51 PM5/22/13 12 22 51 PM