Societas Unius Personae (“SUP”), η νέα εταιρική μορφή;

13
1 SOCIETAS UNIUS PERSONAE (“SUP”), η νέα εταιρική μορφή? της Αντιγόνης Αλεξανδροπούλου Λέκτορα Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, Δ.Ν. (Μονάχου), LL.M., Δικηγόρου (ΔΣΠ) ________________ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στο πλαίσιο του προγράμματος «Ευρώπη 2020» 1 για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε το «Σχέδιο Δράσης 2012» για το εταιρικό δίκαιο και την εταιρική διακυβέρνηση 2 , στο οποίο προβλέπονται οι πρωτοβουλίες που σχεδιάζει να αναλάβει η Επιτροπή για τον εκσυγχρονισμό του ισχύοντος πλαισίου του εταιρικού δικαίου. Το Σχέδιο προβλέπει τρεις άξονες δράσης: Ενίσχυση της διαφάνειας, ενεργό συμμετοχή των μετόχων και στήριξη της ανάπτυξης των εταιριών και της ανταγωνιστικότητάς τους. Στον τελευταίο αυτό άξονα εντάσσεται και η δημιουργία «ευφυών» νομικών μορφών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις («ΜΜΕ»), που κατά την Επιτροπή θα μειώσει το κόστος ίδρυσης και λειτουργίας και θα διευκολύνει τη διασυνοριακή άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας με απλούς, ευέλικτους και ενιαίους κανόνες σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Β. Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή εξέδωσε στις 9 Απριλίου 2014 πρόταση Οδηγίας για τις μονοπρόσωπες εταιρίες 3 , η οποία καταργεί την προηγούμενη Οδηγία 2009/102/ΕΚ και εισάγει νέα μονοπρόσωπη εταιρική μορφή με την ενιαία σε όλα τα κράτη μέλη ονομασία Societas Unius Personae (“SUP”). H πρόταση Οδηγίας χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος προβλέπονται γενικές διατάξεις για τις μονοπρόσωπες εταιρίες και στο δεύτερο μέρος ειδικές διατάξεις που διέπουν την SUP. Πρόκειται, σύμφωνα με την Επιτροπή, για μία εθνική, και όχι υπερεθνική, εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία θα έχει κοινά σε όλα τα κράτη μέλη ορισμένα χαρακτηριστικά: έναν μοναδικό εταίρο, περιορισμένη ευθύνη του εταίρου μέχρι το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου, δυνατότητα η καταστατική και η πραγματική έδρα να βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη, ελάχιστο κεφάλαιο 1 ευρώ, δυνατότητα για online ίδρυση της εταιρίας με ομοιόμορφο τύπο καταστατικού, χωρίς τη φυσική παρουσία του ιδρυτή και χωρίς τη 1 Ανακοίνωση της Επιτροπής Ευρώπη 2020: Στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, COM(2010) 2020 τελικό. 2 http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52012DC0740&from=EN. 3 COM (2014) 212 final: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/DOC/?uri=CELEX:52014PC0212&from=EN

Transcript of Societas Unius Personae (“SUP”), η νέα εταιρική μορφή;

1

SOCIETAS UNIUS PERSONAE (“SUP”), η νέα εταιρική μορφή?

της Αντιγόνης Αλεξανδροπούλου

Λέκτορα Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, Δ.Ν. (Μονάχου), LL.M., Δικηγόρου (ΔΣΠ)

________________

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο πλαίσιο του προγράμματος «Ευρώπη 2020»1

για την ενίσχυση της

επιχειρηματικότητας στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε το «Σχέδιο Δράσης

2012» για το εταιρικό δίκαιο και την εταιρική διακυβέρνηση2, στο οποίο προβλέπονται οι

πρωτοβουλίες που σχεδιάζει να αναλάβει η Επιτροπή για τον εκσυγχρονισμό του ισχύοντος

πλαισίου του εταιρικού δικαίου. Το Σχέδιο προβλέπει τρεις άξονες δράσης: Ενίσχυση της

διαφάνειας, ενεργό συμμετοχή των μετόχων και στήριξη της ανάπτυξης των εταιριών και της

ανταγωνιστικότητάς τους. Στον τελευταίο αυτό άξονα εντάσσεται και η δημιουργία «ευφυών»

νομικών μορφών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις («ΜΜΕ»), που κατά την Επιτροπή θα

μειώσει το κόστος ίδρυσης και λειτουργίας και θα διευκολύνει τη διασυνοριακή άσκηση

επιχειρηματικής δραστηριότητας με απλούς, ευέλικτους και ενιαίους κανόνες σε ολόκληρη την

Ευρωπαϊκή Ένωση.

Β. Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ

Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή εξέδωσε στις 9 Απριλίου 2014 πρόταση Οδηγίας για τις

μονοπρόσωπες εταιρίες3, η οποία καταργεί την προηγούμενη Οδηγία 2009/102/ΕΚ και εισάγει

νέα μονοπρόσωπη εταιρική μορφή με την ενιαία σε όλα τα κράτη μέλη ονομασία Societas Unius

Personae (“SUP”). H πρόταση Οδηγίας χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος προβλέπονται

γενικές διατάξεις για τις μονοπρόσωπες εταιρίες και στο δεύτερο μέρος ειδικές διατάξεις που

διέπουν την SUP. Πρόκειται, σύμφωνα με την Επιτροπή, για μία εθνική, και όχι υπερεθνική,

εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία θα έχει κοινά σε όλα τα κράτη μέλη ορισμένα

χαρακτηριστικά: έναν μοναδικό εταίρο, περιορισμένη ευθύνη του εταίρου μέχρι το ύψος του

μετοχικού κεφαλαίου, δυνατότητα η καταστατική και η πραγματική έδρα να βρίσκονται σε

διαφορετικά κράτη μέλη, ελάχιστο κεφάλαιο 1 ευρώ, δυνατότητα για online ίδρυση της εταιρίας

με ομοιόμορφο τύπο καταστατικού, χωρίς τη φυσική παρουσία του ιδρυτή και χωρίς τη

1

Ανακοίνωση της Επιτροπής Ευρώπη 2020: Στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς

ανάπτυξη, COM(2010) 2020 τελικό. 2 http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52012DC0740&from=EN.

3 COM (2014) 212 final: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/DOC/?uri=CELEX:52014PC0212&from=EN

2

σύμπραξη συμβολαιογράφου ή δικηγόρου, διατάξεις για τη διατήρηση και τις μεταβολές του

κεφαλαίου, περιορισμούς στη διανομή μερίσματος.

Στην παρούσα μελέτη θα παρουσιαστούν συνοπτικά τα βασικά χαρακτηριστικά της SUP

και θα επιχειρηθεί μια πρώτη κριτική προσέγγιση ορισμένων διατάξεων που παρουσιάζουν

νομικό ενδιαφέρον.

Γ. ΕΛΕΓΧΟΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΒΑΣΗΣ

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η νομική βάση, στην οποία η Επιτροπή στήριξε την

αρμοδιότητά της για την έκδοση της πρότασης Οδηγίας. Όπως η ίδια η Επιτροπή αναφέρει στην

αιτιολογική έκθεση της πρότασης, η SUP αποτελεί εναλλακτική πρόταση –και έναν ελιγμό της

Επιτροπής- σε σχέση με την ευρωπαϊκή ιδιωτική εταιρία (societas privata europaea, «SPE»), την

οποία υπέβαλλε ως πρόταση Κανονισμού το έτος 2008, αλλά αναγκάστηκε τελικά να αποσύρει

το 20134 μετά τις αντιδράσεις ιδίως της Γερμανίας και της Σουηδίας

5.

Η πρόταση του κανονισμού για την SPE, που συνάντησε κυρίως αντιδράσεις σε θέματα

σχετικά με το μετοχικό κεφάλαιο, την έδρα και τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση

της επιχείρησης6, είχε τη βάση της στο αρ. 308 (πλέον 352) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της

Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο απαιτεί για την ψήφιση της νομοθετικής πρότασης

ομοφωνία των κρατών μελών στο Συμβούλιο. Αντιθέτως, για την εξεταζόμενη πρόταση Οδηγίας

η Επιτροπή στηρίζει την αρμοδιότητά της στο αρ. 50 ΣΛΕΕ. Το αρ. 50 ΣΛΕΕ προβλέπει την

ελευθερία εγκατάστασης και στο πλαίσιο αυτό έχει αποτελέσει τη νομική βάση για την

αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έκδοση οδηγιών στον τομέα του εταιρικού

δικαίου. Επιλέγοντας διαφορετική νομική βάση η Επιτροπή αποφεύγει την ανάγκη ομοφωνίας

στο Συμβούλιο, την οποία προϋποθέτει το αρ. 352 ΣΛΕΕ. Επιχείρημα για την επιλογή

διαφορετικής νομικής βάσης σε σχέση με την πρόταση για την SPE, είναι ότι η SUP, σε

αντίθεση με την SPE, δεν αποτελεί νέα υπερεθνική αλλά εθνική μορφή εταιρίας και ότι η

πρόταση συμβάλλει στη σταδιακή κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκατάστασης

όσον αφορά στους όρους δημιουργίας θυγατρικών στα εδάφη των κρατών μελών7.

4 Η απόσυρση της πρότασης SPE ανακοινώθηκε στο παράρτημα της ανακοίνωσης «Πρόγραμμα βελτίωσης της

καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (REFIT): Αποτελέσματα και επόμενα βήματα»,

COM(2013)685 της 2.10.2013. 5 Eupolitics 28.02.14 www.europolitics.info > Search = 352133

6 Drygala, EuZW, What’s SUP? Der Vorschlag der EU-Kommission zur Einfuehrung einer europaischen

Einpersonengesellschaft (Societas Unius Personae, SUP), 2014, 491. 7

Drygala, EuZW, What’s SUP? Der Vorschlag der EU-Kommission zur Einfuehrung einer europaischen

Einpersonengesellschaft (Societas Unius Personae, SUP), 2014, 491, 493.

3

Ήδη η επιλογή της νομικής βάσης του αρ. 50 έχει προκαλέσει την αντίδραση της

Αυστρίας 8 , η οποία θεωρεί, ότι η SUP αποτελεί υπερεθνική εταιρική μορφή, και ότι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει αρμοδιότητα με βάση το άρθρο 50 να εκδώσει πρόταση Οδηγίας.

Αντιθέτως η Επιτροπή θα έπρεπε, σύμφωνα με την άποψη αυτή, να προτείνει την έκδοση

Κανονισμού βάσει του άρθρο 352, για την οποία, όπως ήδη ελέχθη απαιτείται ομοφωνία των

κρατών μελών. Την άποψη αυτή στηρίζει στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής

Ένωσης (ΔΕΕ) της 2 Μαΐου 2006 (C-436/2003) σχετικά με την Ευρωπαϊκή Συνεταιριστική

Εταιρία, η οποία έκρινε ότι μόνη νομική βάση για τη δημιουργία νέας υπερεθνικής εταιρικής

μορφής μπορεί να αποτελέσει το άρθρο 308 ΣΛΕΕ (πλέον 352 ΣΛΕΕ). Κατά την άποψη αυτή η

SUP αποτελεί νέα υπερεθνική εταιρική μορφή, η δημιουργία της οποίας πρέπει να βασίζεται

κατά τη νομολογία του ΔΕΕ στο άρθρο 352 ΣΛΕΕ και όχι στο άρθρο 50, στο οποίο η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηρίζει την πρόταση Οδηγίας.

Δ. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ SUP

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν, εάν στη νομοθεσία τους θα εισάγουν την SUP ως

νέα εταιρική μορφή ή εάν θα αντικαταστήσουν με αυτήν κάποια ήδη υπάρχουσα εθνική εταιρική

μορφή (π.χ. μονοπρόσωπη ΕΠΕ). Όποια δυνατότητα και εάν επιλέξουν, η SUP θα πρέπει να έχει

σε όλα τα κράτη μέλη τα ακόλουθα κοινά χαρακτηριστικά:

Ι. Ίδρυση της εταιρίας

1. Επωνυμία

Η εταιρική επωνυμία θα πρέπει να ακολουθείται από τη σύντμηση «SUP» και καμία

άλλη εταιρική μορφή, ακόμη και εάν πρόκειται για μονοπρόσωπη εταιρία, δεν μπορεί να φέρει

τη συγκεκριμένη σύντμηση στην επωνυμία της (αρ. 7 παρ. 3).

2. Αριθμός ιδρυτών

H SUP μπορεί να ιδρυθεί από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (αρ. 8). Δεν προβλέπονται

περιορισμοί ως προς το ποιος μπορεί να είναι ιδρυτής της εταιρίας. Δεν απαιτείται επίσης να

υπάρχει κανένα στοιχείο διεθνικότητας ούτε να αποτελεί η ιδρυόμενη εταιρία θυγατρική άλλης

εταιρίας, παρά το γεγονός ότι η δημιουργία της SUP σύμφωνα με το προοίμιο της πρότασης

8 Αιτιολογημένη άποψη της Αυστριακής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων με ημερομηνία 27 Μαΐου 2014:

http://www.ipex.eu/IPEXL-WEB/scrutiny/COD20140120/atnat.do

4

Οδηγίας αναφέρει ότι αποβλέπει ιδίως στη διευκόλυνση ίδρυσης θυγατρικών εταιριών σε

διαφορετικό κράτος μέλος από εκείνο της μητρικής εταιρίας (βλ. προοίμιο της πρότασης

Οδηγίας αριθμ. 7). Έτσι για παράδειγμα περισσότερα φυσικά πρόσωπα θα μπορούν να

συστήνουν μία αστική εταιρία με νομική προσωπικότητα, η οποία θα είναι ο μοναδικός εταίρος

μίας SUP ή ένα φ.π. υπήκοος τρίτης χώρας θα μπορεί να είναι ιδρυτής μιας SUP. Και η ίδια

όμως η SUP θα μπορεί να είναι εταίρος –ακόμη και ο μοναδικός- άλλης εταιρίας (βλ. 2.2. της

αιτολογικής έκθεσης της πρότασης Οδηγίας). Ωστόσο, δεν θα μπορεί να αποκτά ούτε άμεσα

ούτε έμμεσα το δικό της μοναδικό μερίδιο (αρ. 15 παρ. 2).

Ο περιορισμός του αριθμού των ιδρυτών σε έναν μόνο αποτελεί σημαντική

διαφοροποίηση σε σχέση με την προηγούμενη πρόταση της Επιτροπής σχετικά με την SPE, κατά

την οποία επιτρεπόταν η ίδρυση της SPE από περισσότερα πρόσωπα. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιες

ακριβώς συναλλακτικές ανάγκες επιδιώκει η Επιτροπή να εξυπηρετήσει θέτοντας περιορισμό ως

προς τον αριθμό των ιδρυτών και εάν τελικά αποβαίνει προς όφελος των ΜΜΕ.

3. Έδρα της εταιρίας και εφαρμοστέο δίκαιο

Η έδρα και η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση της εταιρίας πρέπει να

βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αρ. 10). Η SUP και το καταστατικό της διέπονται

από το δίκαιο του κράτους μέλους που η εταιρία έχει την καταστατική της έδρα. Στο σημείο

αυτό εφαρμόζεται η θεωρεία της καταστατικής έδρας, ανεξάρτητα εάν η SUP έχει την

καταστατική της έδρα σε ένα κράτος μέλος και σε άλλο την πραγματική της έδρας, αρκεί

αμφότερα να είναι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4. Ελάχιστο κεφάλαιο και μοναδικό εταιρικό μερίδιο

Η SUP είναι εταιρία περιορισμένης ευθύνης και ο μοναδικός της εταίρος ευθύνεται μέχρι

του ποσού του εγγεγραμμένου μετοχικού κεφαλαίου (αρ. 7 παρ. 2). Ως ελάχιστο υποχρεωτικό

κεφάλαιο προβλέπεται το ποσό του 1 ευρώ ή, για όσα κράτη μέλη δεν ενήκουν στην ευρωζώνη,

της μιας μονάδας του εθνικού τους νομίσματος. Επιπλέον, προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη δεν

μπορούν να επιβάλουν στην εταιρία να διατηρεί υποχρεωτικά αποθεματικά9. Η ύπαρξη συνεπώς

και διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου, όπως τη γνωρίζουμε από τη δεύτερη εταιρική Οδηγία,

με την έννοια του αντισταθμιστικού μέτρου για την περιορισμένη ευθύνη των εταίρων και της

προστασίας των εταιρικών δανειστών, φαίνεται ότι ως προς την SUP εγκαταλείπεται. Είχε

εξάλλου δεχθεί πολλάκις κριτική ως μη επαρκές μέτρο για την προστασία των εταιρικών

δανειστών, και είχε εγκαταλειφθεί ήδη από πολλά κράτη μέλη για αρκετές εταιρικές μορφές

9 Το καταστατικό, ωστόσο, εφόσον ο εταίρος το επιθυμεί, μπορεί να κάνει σχετική πρόβλεψη (αρ. 16 παρ. 4).

5

περιορισμένης ευθύνης με εξαίρεση τις εταιρίες που προβλέπονται από τη 2η εταιρική Οδηγία

10.

Στην παρούσα πρόταση Οδηγίας προβλέπονται διατάξεις εναλλακτικού –ως προς το ελάχιστο

κεφάλαιο- τρόπου προστασίας των εταιρικών δανειστών, όπως περιορισμοί στη διανομή

μερίσματος προς το μοναδικό μέτοχο, το κριτήριο του υγιούς ισολογισμού και η δήλωση

φερεγγυότητας από το διοικητικό όργανο, απαγόρευση απόκτησης από την εταιρία του

μοναδικού εταιρικού της μεριδίου, υποχρεωτική δημοσίευση του μετοχικού κεφαλαίου στα

εμπορικά έγγραφα της εταιρίας.

Οι ιδρυτές μπορούν να ορίσουν το κεφάλαιο της εταιρίας σε ποσό υψηλότερο από το

ελάχιστο προβλεπόμενο και τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν ανώτατο κεφάλαιο στην

εταιρία (αρ. 16 παρ. 3). Συνεπώς δεν περιορίζεται η εταιρική μορφή της SUP σε μικρομεσαίες

επιχειρήσεις, όπως κατ΄αρχήν φαίνεται να είναι ο προορισμός της, σύμφωνα με την αιτιολογική

έκθεση, αλλά αντίθετα και μεγάλες επιχειρήσεις με πολύ υψηλό μετοχικό κεφάλαιο μπορούν να

εκμεταλλευτούν τη νέα εταιρική μορφή. Σε κάθε περίπτωση το μετοχικό κεφάλαιο πρέπει να

καλυφθεί πλήρως κατά την ίδρυση της εταιρίας (αρ. 16 παρ. 2) και να καταβληθεί εξ ολοκλήρου

κατά την στιγμή της εγγραφής της SUP στο μητρώο εταιριών (αρ. 17 παρ. 1). Το μετοχικό

κεφάλαιο, τόσο το καλυφθέν όσο και το καταβεβλημένο, πρέπει να αναγράφονται στα εμπορικά

έγγραφα π.χ. επιστολές της εταιρίας (αρ. 16 παρ. 5), ώστε να υπάρχει διαφάνεια προς τους

τρίτους.

Περαιτέρω προβλέπεται ότι η εταιρία θα μπορεί να εκδώσει ένα εταιρικό μερίδιο (αρ. 15)

σε αντίθεση με ότι ίσχυε μέχρι σήμερα στις μονοπρόσωπες εταιρίες, όπου η εταιρία μπορεί να

είναι μονοπρόσωπη ακόμη και εάν έχει εκδώσει περισσότερες μετοχές, αρκεί το 100% των

μετοχών να ανήκει στο ίδιο πρόσωπο. Το εταιρικό μερίδιο στην SUP δεν μπορεί να διασπασθεί,

μπορεί ωστόσο, εφόσον το εθνικό δίκαιο το επιτρέπει, να αποκτήσουν επ’ αυτού συγκυριότητα

περισσότερα πρόσωπα. Έτσι, εάν π.χ. ο μοναδικός εταίρος αποβιώσει, μπορούν οι κληρονόμοι

του να αποκτήσουν κατά την κληρονομική τους μερίδα ποσοστό κυριότητας επί του μοναδικού

μεριδίου. Σε ό,τι αφορά την εταιρία οι συγκύριοι θα λογίζονται ως ένα πρόσωπο και θα πρέπει

να διορίζουν αντιπρόσωπο, ο οποίος θα ασκεί για λογαριασμό τους τα δικαιώματά τους στην

εταιρία. Θα πρέπει να ενημερώνουν άμεσα την εταιρία σχετικά με το διορισμό και τα στοιχεία

του αντιπροσώπου, διαφορετικά μέχρι να ενημερώσουν την εταιρία η άσκηση των δικαιωμάτων

τους θα αναστέλλεται. Οι συγκύριοι θα ευθύνονται έναντι της εταιρίας από κοινού και εις

ολόκληρον για τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει ο αντιπρόσωπός τους. Η ταυτότητα του

αντιπροσώπου θα πρέπει να καταχωρείται στο σχετικό μητρώο εταιριών.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφοροποίηση ως προς το είδος της εισφοράς, που μπορεί ο

εταίρος να εισφέρει κατά το ιδρυτικό στάδιο για την ανάληψη του εταιρικού μεριδίου, ανάλογα

με το εάν επιλέξει να εγγράψει την εταιρία ηλεκτρονικά ή όχι. Σε περίπτωση ηλεκτρονικής

10

Στο Ελληνικό δίκαιο υπάρχει ομοίως η τάση της μείωσης ή πλήρους κατάργησης του ελάχιστου κεφαλαίου στις

εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, με την κατάργησή του στις ΕΠΕ και ΙΚΕ και με τη μείωσή του στις Α.Ε. σε ποσό

μάλιστα κατώτερο και κατά παράβαση της 2ης Οδηγίας, όπως αυτή κωδικοποιήθηκε με την Οδηγία 2012/30/ΕΕ.

6

εγγραφής της εταιρίας η πρόταση Οδηγίας φαίνεται να αποκλείει τις εισφορές σε είδος και να

προβλέπει αποκλειστικά την εξόφληση των αναλαμβανόμενων μετοχών με την καταβολή

χρημάτων (αρ. 17 παρ. 2 εδ. α’ «Σε περίπτωση ηλεκτρονικής εγγραφής, το αντάλλαγμα

καταβάλλεται στον τραπεζικό λογαριασμό της SUP», σε αντιδιαστολή με το εδ. β’ που προβλέπει

ότι κατά την αύξηση ή μείωση του μετοχικού κεφαλαίου θα πρέπει να επιτρέπονται και οι

εισφορές σε είδος)11

. Αντίθετα, ως προς τη μη ηλεκτρονική εγγραφή της SUP στο μητρώο, η

πρόταση Οδηγίας δεν κάνει κάποια αναφορά για τις εισφορές σε είδος, και συνεπώς θα

ρυθμίζονται από την εθνική νομοθεσία. Η εθνική νομοθεσία θα μπορεί να προβλέπει κατά πόσο

στην περίπτωση της μη ηλεκτρονικής εγγραφής θα μπορεί ο εταίρος να αναλάβει το μοναδικό

εταιρικό μερίδιο έναντι εισφορας σε είδος και με ποιες προϋποθέσεις (εκτίμηση, είδος εισφοράς

π.χ. εάν είναι επιτρεπόμενη εισφορά η παροχή εργασίας κλπ.).

5. Καταστατικό – Τύπος

Η πρόταση Οδηγίας ορίζει, ότι θα πρέπει τα κράτη μέλη να προβλέψουν στη νομοθεσία

τους, ότι το καταστατικό της SUP θα πρέπει κατά την ίδρυση να περιλαμβάνει ως ελάχιστο

περιεχόμενο τα ζητήματα της σύστασης, των εταιρικών μεριδίων, του μετοχικού κεφαλαίου, της

οργάνωσης, των λογαριασμών και της διάλυσης μιας SUP (αρ. 11 παρ. 1 και 2). Με εκτελεστική

πράξη η Επιτροπή θα εκδόσει ενιαίο υπόδειγμα καταστατικού, στο οποίο οι ενδιαφερόμενοι θα

μπορούν να έχουν πρόσβαση με ηλεκτρονικά μέσα. Μετά την ίδρυσή της η εταιρία θα μπορεί να

τροποποιήσει το καταστατικό σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και να προσθέσει

επιπλέον στοιχεία, διατηρώντας, όμως το αρχικό ελάχιστο περιεχόμενο (αρ. 12). Το

τροποποιημένο καταστατικό θα πρέπει να καταχωρηθεί στο σχετικό μητρώο εταιριών. Από το

συνδυασμό των άρθρων 11 και 12 προκύπτει συνεπώς ότι το ενιαίο υπόδειγμα καταστατικού

που θα εκδώσει η Επιτροπή αποτελεί την υποχρεωτική μορφή που θα πρέπει να έχει το

καταστατικό μιας SUP κατά την ίδρυση, τουλάχιστον εάν η εγγραφή της στο μητρώο γίνει

ηλεκτρονικά. Προφανώς με τις διατάξεις αυτές η Επιτροπή επιδιώκει να δημιουργήσει ενιαία

διαδικασία ίδρυσης της SUP στα κράτη μέλη και να αποτρέψει τουλάχιστον κατά το ιδρυτικό

στάδιο τη δημιουργία επισπρόσθετων προϋποθέσεων από την εθνική νομοθεσία κάθε κράτους

μέλους. Αυτό που δεν είναι σαφές από το κείμενο της πρότασης είναι κατά πόσο μετά την

ίδρυση της SUP η εθνική νομοθεσία θα μπορεί να προβλέπει επιπλέον υποχρεωτικά στοιχεία για

το καταστατικό της εταιρίας ή εάν το εδ. α’ της παρ. 1 του αρ. 12 δίνει δικαίωμα μόνο στην SUP

κατ’ επιλογή της να προσθέσει επιπλέον στοιχεία στο καταστατικό της, εφόσον το κρίνει

σκόπιμο. Η πρώτη ερμηνεία θα οδηγούσε σε επιπλέον έξοδα και δαπάνη χρόνου για την εταιρία,

η οποία μετά την ίδρυσή της, θα βρεθεί ενδεχομένως εκ νέου στη θέση να πρέπει να

τροποποιήσει το καταστατικό της και να προβεί στις σχετικές δημοσιεύσεις.

11

Drygala, EuZW, What’s SUP? Der Vorschlag der EU-Kommission zur Einfuehrung einer europaischen

Einpersonengesellschaft (Societas Unius Personae, SUP), 2014, 491, 494.

7

Το καταστατικό καταρτίζεται με ιδιωτικό έγγραφο, χωρίς την υποχρεωτική σύμπραξη

συμβολαιογράφου ή δικηγόρου. Συνεπώς η εθνική νομοθεσία κράτους μέλους δεν μπορεί να

καταστήσει το συμβολαιογραφικό τύπο ως το συστατικό τύπο για την έγκυρη κατάρτιση του

καταστικού ακόμη και εάν μεταβιβασθεί στην εταιρία ως εισφορά σε είδος αντικείμενο για τη

μεταβίβαση του οποίου απαιτείται ο συμβολαιογραφικός τύπος12

. Ανοικτό παραμένει το

ερώτημα, εάν η εθνική νομοθεσία θα μπορεί να διατηρήσει διατάξεις ή να προβλέψει διάταξη με

βάση την οποία η μεταβίβαση του εταιρικού μεριδίου θα πρέπει να γίνεται συμβολαιογραφικά13

.

6. Εγγραφή σε μητρώο

Η SUP εγγράφεται στο μητρώο του κράτους μέλους που έχει την καταστατική της έδρα

(αρ. 14 παρ. 1) και αποκτά με την εγγραφή της νομική προσωπικότητα (αρ. 14 παρ. 2).

α) Ηλεκτρονική εγγραφή

Δίδεται η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί η ίδρυση αποκλειστικά με ηλεκτρονικά μέσα

χωρίς να είναι υποχρεωτική η φυσική παρουσία του ιδρυτή της ενώπιον κάποιας αρχής του

κράτους μέλους εγγραφής (αρ. 14 παρ. 3) 14

. Η ρύθμιση αποβλέπει στο να διευκολύνει την

ίδρυση ιδίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην αλλοδαπή και την κατάργηση ανισοτήτων κατά

την ίδρυση μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών ιδρυτών (π.χ. μεγαλύτερο κόστος για τους

αλλοδαπούς). Η δυνατότητα αυτή αναμένεται να διευκολύνει ιδιαίτερα την ίδρυση των

συγκεκριμένων εταιριών, ήδη όμως έχει προκαλέσει αντιδράσεις εκ μέρους του Συμβουλίου των

Συμβολαιογράφων της Ευρώπης, οι οποίοι εκφράζουν την άποψη, ότι η μη σύμπραξη

συμβολαιογράφου κατά την κατάρτιση του καταστατικού και η μη φυσική παρουσία του ιδρυτή,

διευκολύνουν την εκμετάλλευση της εταιρικής αυτής μορφής για την επίτευξη παράνομων

σκοπών και καθιστούν τη διαπίστωση της πραγματικής ταυτότητας του ιδρυτή επισφαλή15

. Σε

κάθε περίπτωση ως προς το τελευταίο τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν στην εθνική τους

νομοθεσία επιπλέον προϋποθέσεις από αυτές της πρότασης για την επαλήθευση της ταυτότητας

του ιδρυτή, και κάθε άλλου προσώπου που πραγματοποιεί την εγγραφή για λογαριασμό του

ιδρυτή, και του αποδεκτού των εγγράφων και άλλων πληροφοριών που υποβάλλονται στον

φορέα εγγραφής (αρ. 14 παρ. 5).

12

Βλ. στο ελληνικό δίκαιο σχετικά με την ΙΚΕ, αρ. 49 παρ. 2 Ν. 4072/12: Βλ. Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, έκδ.

7η, 2012, σελ. 581.

13 Αρνητική απάντηση δίνει ο Drygala, EuZW, What’s SUP? Der Vorschlag der EU-Kommission zur Einfuehrung

einer europaischen Einpersonengesellschaft (Societas Unius Personae, SUP), 2014, 491, 494, ισχυριζόμενος ότι για

λόγους ισότητας δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτικός ο συμβολαιογραφικός τύπος για τη μεταβίβαση του εταιρικού

μεριδίου, όταν η ίδρυση της εταιρίας γίνεται με ιδιωτικό έγγραφο. 14

Με την Οδηγία 99/93 ΕΚ που ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο με το πδ 150/2001 η ηλεκτρονική υπογραφή

και το ηλεκτρονικό έγγραφο εξομοιώνονται νομικά από την άποψη των εννόμων συνεπειών με τη χειρόγραφη

υπογραφή και το παραδοσιακό έγγραφο του κοινού δικαίου, εφόσον πληρούνται ορισμένες τεχνικές προϋποθέσεις

που διασφαλίζουν τη γνησιότητα και αυθεντικότητα του ηλεκτρονικού εγγράφου. 15

Άποψη του Συμβουλίου των Συμβολαιογράφων της Ευρώπης: http://www.notaries-of-europe.eu/news/press-

releases/directive-sup-cp.

8

Η δυνατότητα ωστόσο της ίδρυσης μίας SUP αποκλειστικά με ηλεκτρονικά μέσα και

χωρίς τη φυσική παρουσία του ιδρυτή της δίνεται μόνο στις νεοϊδρυθείσες εταιρίες και όχι σε

εκείνες που προκύπτουν κατόπιν μετατροπής τους σε SUP από άλλη εταιρική μορφή (εν

προκειμένω ΕΠΕ) (αρ. 14 παρ. 3) δημιουργώντας μία ανεξήγητη νομική ανισότητα μεταξύ των

νέων SUP και εκείνων που προκύπτουν εκ μετατροπής.

Εκτός από το ενιαίο υπόδειγμα καταστατικού η πρόταση Οδηγίας προβλέπει και ενιαίο

υπόδειγμα εγγραφής στο μητρώο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να δέχονται, ότι δύο αυτά

υποδείγματα θα χρησιμοποιούνται για την ηλεκτρονική εγγραφή των SUP (αρ. 14 παρ. 4).

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εκδίδουν πιστοποιητικό εγγραφής εντός τριών εργάσιμων

ημερών για τις νεοσυσταθείσες SUP, ενώ για τις εκ μετατροπής δεν προβλέπει σχετική

προθεσμία με την αιτιολογία, ότι σε αυτές ενδέχεται λόγω της προηγούμενης ύπαρξής τους με

άλλη νομική μορφή οι σχέσεις να είναι πιο πολύπλοκες και να απαιτείται μεγαλύτερο χρονικό

διάστημα (βλ. αιτιολογική έκθεση κεφάλαιο 4). Η προθεσμία φαίνεται να είναι αρκετά σύντομη

ιδίως αν αναλογιστεί κανείς, ότι η πρόταση Οδηγίας αφορά κυρίως θυγατρικές εταιρίες

μητρικών με έδρα σε άλλο κράτος μέλος και συνεπώς το μητρώο που θα πρέπει να εκδώσει το

πιστοποιητικό θα πρέπει να εξετάσει έγγραφα που θα έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή και

ενδεχομένως να χρειαστεί και τη συνδρομή της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους

προκειμένου να διαπιστώσει την εγκυρότητα των εγγράφων. Αν και δεν αναφέρεται ρητά στην

πρόταση Οδηγίας θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η τριήμερη προθεσμία θα ξεκινά από την στιγμή

που ο φάκελος που έχει υποβληθεί είναι πλήρης.

β) Άδεια ή έγκριση

Στην παρ. 6 του αρ. 14 προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να θέτουν ως

προϋπόθεση για την εγγραφή μιας SUP την προσκόμιση καμίας άδειας ή έγκρισης. Προφανώς

εδώ η Επιτροπή εννοεί ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτήσουν την ίδρυση μίας SUP από

τη λήψη άδειας ή έγκρισης εκ του λόγου μόνο της εταιρικής μορφής της εταιρίας και διάφορο

είναι το ζήτημα της λήψης άδειας ή έγκρισης που η εταιρία θα πρέπει να λάβει λόγω του είδους

της δραστηριότητας που σκοπεύει να ασκήσει, για την οποία ενδέχεται να απαιτείται

προηγούμενη άδεια ή έγκριση ανεξάρτητα εταιρικής μορφής. Στο σημείο αυτό θα πρέπει ίσως το

λεκτικό της διάταξης να αποσαφηνισθεί.

ΙΙ. Οργάνωση της εταιρίας

Η πρόταση Οδηγίας περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τη λήψη αποφάσεων και τη

διοίκηση της SUP.

1. Λήψη αποφάσεων

9

Προβλέπεται αποκλειστική αρμοδιότητα του εταίρου για ορισμένα θέματα που ρητά

αναφέρονται στο αρ. 21 παρ. 2: έγκριση των ετήσιων λογαριασμών διανομή στον εταίρο,

αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, μείωση μετοχικού κεφαλαίου, διορισμός και παύση των

διοικητικών στελεχών, αποδοχές, κατά περίπτωση, των διοικητικών στελεχών και του

μοναδικού εταίρου, εάν αυτός είναι διοικητικό στέλεχος, αλλαγή της έδρας της εταιρείας,

διορισμός και παύση του ελεγκτή, κατά περίπτωση, μετατροπή της SUP σε εταιρία άλλης

μορφής, διάλυση της SUP, τροποποιήσεις του καταστατικού.

Η αρμοδιότητα αυτή του μετόχου δεν μεταβιβάζεται στο διοικητικό όργανο.

2. Διοίκηση

Η SUP διοικείται από ένα διοικητικό όργανο, το οποίο αποτελείται από ένα ή

περισσότερα μέλη (αρ. 22 παρ. 1). Ο αριθμός των μελών ορίζεται στο καταστατικό (αρ. 22 παρ.

2). Όπως προαναφέρθηκε ο μοναδικός εταίρος μπορεί να είναι μέλος του διοικητικού οργάνου

(αρ. 22 παρ. 4 εδ. γ’). Για τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν το δυαδικό σύστημα στη διοίκηση

ορισμένων εταιρικών μορφών, δεν αποκλείεται η ύπαρξη εποπτικού συμβουλίου σύμφωνα με

την εθνική νομοθεσία (αρ. 22 παρ. 3). Το διοικητικό όργανο ασκεί όλες τις εξουσίες διοίκησης

που δεν ασκούνται από το μοναδικό εταίρο ή το εποπτικό συμβούλιο, εφόσον υπάρχει. Στελέχη

του διοικητικού οργάνου μπορούν να είναι φυσικά πρόσωπα ή και νομικά πρόσωπα, εφόσον η

τελευταία δυνατότητα προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρ. 7 του άρθρου 22 σύμφωνα με την οποία πρόσωπο που δεν έχει

διοριστεί ως μέλος διοικητικού οργάνου αλλά του οποίου τα διοικητικά στελέχη ακολουθούν τις

εντολές ή οδηγίες λογίζεται ως διοικητικό στέλεχος, όσον αφορά όλα τα καθήκοντα και τις

ευθύνες των διοικητικών στελεχών. Στα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται εκείνα που απλώς

δίνουν συμβουλές βάσει της επαγγελματικής τους ιδιότητας π.χ. οικονομικοί ή νομικοί

σύμβουλοι. Εν προκειμένω για το χαρακτηρισμό προσώπου ως de facto διοικητικού οργάνου

κατ’ αρ. 22 παρ. 7 αποφασιστικής σημασίας είναι η εσωτερική σχέση του προσώπου αυτού με

τα διοικητικά στελέχη και όχι η εντύπωση που δίνει προς τα έξω, προς τους τρίτους. Ανοικτό

μένει το ερώτημα όμως ποια πρόσωπα επιδιώκει να καταλάβει η εν λόγω ρύθμιση, π.χ. εάν θα

καταλαμβάνεται το διοικητικό συμβούλιο μητρικής εταιρίας που επηρεάζει αποφασιστικά τις

αποφάσεις του διοικητικού οργάνου της SUP ή ακόμη και ο ίδιος ο μοναδικός εταίρος, όταν

ασκεί εν τοις πράγμασι τη διοίκηση της εταιρίας (βλ. και αρ. 23).

ΙΙΙ. Διατήρηση και μεταβολές του μετοχικού κεφαλαίου

1. Διανομή μερίσματος

10

Ως αντιστάθμισμα στην έλλειψη ελάχιστου κεφαλαίου η πρόταση Οδηγίας προβλέπει το

κριτήριο του υγιούς ισολογισμού και τη δήλωση φερεγγυότητας εκ μέρους του διοικητικού

οργάνου16

, θέτοντας περιορισμούς στη διανομή μερίσματος προς το μοναδικό μέτοχο.

Η SUP δεν διανέμει μέρισμα στο μοναδικό μέτοχο, εάν κατά την ημερομηνία

κλεισίματος του τελευταίου οικονομικού έτους το καθαρό ενεργητικό, όπως ορίζεται στους

ετήσιους λογαριασμούς της SUP, είναι, ή θα καθίστατο μετά την εν λόγω διανομή, χαμηλότερο

από το ποσό του μετοχικού κεφαλαίου, αυξημένου κατά τα αποθεματικά, η διανομή των οποίων

απαγορεύεται βάσει του καταστατικού της (αρ. 18 παρ. 2). Η καινοτομία που παρουσιάζει η

πρόταση σε σχέση με τη 2η εταιρική Οδηγία είναι ότι πριν από οποιαδήποτε διανομή προς τον

εταίρο, το διοικητικό όργανο της εταιρίας πρέπει να πιστοποιεί γραπτώς ότι, αφού διερεύνησε

πλήρως την κατάσταση και τις προοπτικές της SUP, διαμόρφωσε εύλογη γνώμη, ότι η SUP θα

είναι σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της, όταν καθίστανται απαιτητές, κατά τη συνήθη

πορεία των εργασιών εντός ενός έτους από την ημερομηνία της διανομής («δήλωση

φερεγγυότητας») (αρ. 18 παρ. 3 εδ. β’). Η δήλωση φερεγγυότητας αποτελεί μία επιπλέον

δεικλίδα ασφαλείας για τους δανειστές της εταιρίας καθώς το διοικητικό όργανο θα πρέπει να

πραγματοποιεί έλεγχο της φερεγγυότητας της εταιρίας πριν από οποιαδήποτε διανομή και θα

αναλαμβάνει προσωπική ευθύνη για οποιαδήποτε πλημμέλεια σχετικά (αρ. 18 παρ. 3 και 5).

Ωστόσο, η υποχρέωση δήλωσης φερεγγυότητας ως προϋπόθεση για τη διανομή μερίσματος,

ενδέχεται να αποδειχθεί στην πράξη μη λειτουργική. Η δήλωση φερεγγυότητας διαμορφώνει

πολύ μεγάλη την ευθύνη των μελών της διοίκησης έναντι των εταιρικών δανειστών σε

περίπτωση πτώχευσης της εταιρίας. Αν μέλη της διοίκησης δεν είναι οι ίδιοι οι εταίροι, τότε τα

μέλη της διοίκησης θα είναι μάλλον απρόθυμα να αναλάβουν μια ευθύνη τέτοιας έκτασης που

απειλεί την προσωπική τους περιουσία σε περίπτωση αφερεγγυότητας, ιδίως όταν κατά τα άλλα

στην SUP τον κυρίαρχο ρόλο τον έχει ο μοναδικός εταίρος ο οποίος π.χ. μπορεί να ανακαλεί

ελεύθερα τα μέλη της διοίκησης ή να αρνείται την αύξηση κεφαλαίου, που ζητούν τα μέλη της

διοίκησης.

Σύμφωνα με τα άρθρα 22 παρ. 1 και 4 εδ. γ’ ο μοναδικός εταίρος μπορεί να είναι

στέλεχος του διοικητικού οργάνου και το διοικητικό όργανο μπορεί να αποτελείται από ένα

μόνο στέλεχος, συνεπώς διοικητικό όργανο και μοναδικός μέτοχος να ταυτίζονται. Στην

περίπτωση αυτή ο μοναδικός μέτοχος θα έχει προσωπική ευθύνη τόσο υπό την ιδιότητά του ως

μετόχου, επειδή «αποφάσισε» την παράνομη διανομή (αρ. 18 παρ. 5 εδ. β’ και 21 παρ. 2 στοιχ.

β’) όσο και με την ιδιότητα του διοικητικού οργάνου, επειδή «πρότεινε» ή έδωσε «εντολή» για

την παράνομη διανομή (αρ. 18 παρ. 5 εδ. α’). Έτσι όμως περιορίζεται η σημασία της δήλωσης

φερεγγυότητας, αφού το πρόσωπο που υποτίθεται ότι ελέγχει και βεβαιώνει τη φερεγγυότητα

16

Σχετικά με τη σύγκριση μεταξύ των δύο κριτηρίων αξιολόγησης της οικονομικής κατάστασης της εταιρίας, του

υγιούς ισολογισμού και της φερεγγυότητας μιας εταιρίας βλ. European Business Organization Law Review (EBOR),

2006, τεύχος 7, Wolfgang Schoen, “Balance Sheet Tests or Solvency Tests – or Both?”, σελ. 181-198. EBOR, 2006,

τ. 7, Jonathan Rickford, “Legal Approaches to Restricting Distributions to Shareholders: Balance Sheet Tests and

Solvency Tests”, σελ. 135-179.

11

της εταιρίας είναι το ίδιο με εκείνο που προτείνει αποφασίζει και λαμβάνει το μέρισμα, και είναι

και το μόνο πρόσωπο που τελικά θα ευθύνεται προσωπικά.

Τα κράτη μέλη για την περίπτωση που ο μοναδικός εταίρος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει

από τις περιστάσεις ότι έλαβε μέρισμα κατά παράβαση του άρθρο 18 παρ. 2 και 3, θα πρέπει να

προβλέψουν στη νομοθεσία τους ως έννομη συνέπεια την υποχρέωση επιστροφής του ποσού

που έλαβε παρανόμως. Αν και δεν προκύπτει ρητά από το κείμενο της διάταξης μπορεί να

συναχθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν αυστηρότερες συνέπειες για το μοναδικό

μέτοχο όπως π.χ. υποχρέωση καταβολής εκτός από το ποσό του μερίσματος επιπλέον και των

νόμιμων τόκων, υποχρέωση αποκατάστασης οποιασδήποτε άλλης ζημίας η εταιρία υπέστη από

την απαγορευμένη διανομή ή να μην εξαρτήσουν την υποχρέωση επιστροφής του μερίσματος

από πταίσμα του μοναδικού εταίρου.

Ειδικά ως προς τις συμβάσεις μεταξύ του μοναδικού εταίρου και της εταιρίας παρατηρούνται τα

εξής: Ως απαγορευμένη διανομή το άρθρο 2 παρ. 3 προβλέπει κάθε οικονομικό όφελος που ο

μοναδικός εταίρος της αντλεί άμεσα ή έμμεσα από την SUP, συμπεριλαμβανομένης κάθε

μεταβίβασης χρημάτων ή περιουσιακών στοιχείων. Με την έννοια αυτή κάθε σύμβαση μεταξύ

του εταίρου και της εταιρίας, από την οποία ο εταίρος λαμβάνει στοιχεία του ενεργητικού της

εταιρίας, θα μπορούσε να αποτελεί έμμεση διανομή μερίσματος. Συνεπώς τίθεται το ζήτημα

κατά πόσο οι συμβάσεις αυτές θα πρέπει για να πραγματοποιηθούν να προηγείται δήλωση

φερεγγυότητας από το διοικητικό όργανο, ή εάν αυτό δεν θα είναι απαραίτητο για την

περίπτωση που συνάπτονται σε συνθήκες της αγοράς κατά τη συνήθη ροή των επιχειρηματικών

δραστηριοτήτων, οι οποίες δεν βλάπτουν τη μονοπρόσωπη εταιρία σύμφωνα με το αρ. 5.

2. Αύξηση και μείωση του μετοχικού κεφαλαίου

Η απόφαση για την αύξηση ή τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου αποτελεί

αποκλειστική αρμοδιότητα του μοναδικού εταίρου (αρ. 21 παρ. 2 εδ. γ’ και δ’). Η αύξηση του

μετοχικού κεφαλαίου σύμφωνα με το αρ. 17 παρ. 2 εδ. β’ μπορεί να γίνει τουλάχιστον σε

μετρητά ή/και σε είδος. Σύμφωνα με το άρ. 20 τα κράτη μέλη θα πρέπει να μην επιτρέπουν

μείωση μετοχικού κεφαλαίου που οδηγεί σε εν τοις πράγμασι απαγορευμένη διανομή

μερίσματος στο μοναδικό μέτοχο κατά την έννοια του αρ. 18 παρ. 2 και 3.

Η πρόταση Οδηγίας δεν προβλέπει περαιτέρω διατάξεις για την αύξηση ή μείωση του

μετοχικού κεφαλαίου. Δεδομένου ότι η εν λόγω εταιρική μορφή θα υπάρχει σε κάθε κράτος

μέλος με την ίδια ονομασία, σκόπιμο θα ήταν για την καλύτερη εναρμόνιση των νομοθεσιών, να

συμπεριληφθούν διατάξεις που να ρυθμίζουν περαιτέρω θέματα προστασίας των δανειστών,

όπως την εισφορά σε είδος (π.χ. εάν θα προβλέπεται εκτίμηση εισφοράς ή εάν η εκτίμηση της

εισφοράς θα πρέπει να πραγματοποιείται, όταν η αξία του αντικειμένου της εισφοράς ξεπερνά

ένα συγκεκριμένο ποσό, εάν επιτρέπεται η παροχή εργασίας ως εισφοράς σε είδος κλπ.), τη

διατήρηση του κεφαλαίου (π.χ. εάν σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την αύξηση του

12

μετοχικού κεφαλαίου είναι επιτρεπόμενη η απόκτηση από την εταιρία ορισμένου αντικειμένου

από το μοναδικό μέτοχό της, ποια είδη αύξησης ή μείωσης μετοχικού κεφαλαίου προβλέπονται

και εάν στην τελευταία περίπτωση θα πρέπει να δοθούν προηγουμένως εγγυήσεις στους

δανειστές).

IV. Μετατροπή

Η SUP μπορεί είτε να ιδρυθεί εξ αρχής ως SUP είτε να προκύψει κατόπιν μετατροπής

από μία εκ των εταιρικών μορφών που αναφέρεται στο παράρτημα Ι της πρότασης Οδηγίας (αρ.

9 παρ. 1). Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα δυνατότητα μετατροπής σε SUP προβλέπεται μόνο για την

εταιρία περιορισμένης ευθύνης, συνεπώς μία π.χ. ανώνυμη εταιρία ακόμη και μονοπρόσωπη, δεν

θα μπορεί να μετατραπεί σε SUP, και θα πρέπει πρώτα να μετατραπεί σε ΕΠΕ. Η SUP που θα

προκύπτει εκ μετατροπής θα διατηρεί τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ΕΠΕ χωρίς να

μεσολαβεί λύση και εκκαθάριση. Η μετατροπή θα επιτρέπεται μόνο, εάν πληρούνται σωρευτικά

οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) έχει ληφθεί σχετική απόφαση από τους μετόχους της εταιρίας ή

από το μοναδικό εταίρο, β) το καταστατικό της ΕΠΕ είναι σύμφωνο με το εφαρμοστέο εθνικό

δίκαιο και γ) το ενεργητικό της μετατρεπόμενης εταιρίας είναι τουλάχιστον ίσο με το άθροισμα

του εγγεγραμμένου κεφαλαίου και των μη διανεμητέων σύμφωνα με το καταστατικό

αποθεματικών. Η τελευταία προϋπόθεση αποβλέπει προφανώς στην αποτροπή της

καταστρατήγησης διατάξεων του νόμου ή όρων του καταστατικού της υπό μετατροπή εταιρίας

και στην προστασία των τρίτων που αντλούν συμφέροντα από την εταιρία (π.χ. δανειστών και

εργαζομένων της μετατρεπόμενης εταιρίας).

V. Συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση της εταιρίας

Ένας από τους βασικούς λόγους που η πρόταση κανονισμού για την SPE αποσύρθηκε

είναι η διάσταση απόψεων μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τη συμμετοχή των

εργαζομένων στη διοίκηση της εταιρίας (Mitbestimmung, Codetermination).

Στην παρούσα πρόταση Οδηγίας η Επιτροπή δεν έχει εισάγει κάποια ρύθμιση σχετικά με

το θέμα αυτό. Δεδομένου ότι σύμφωνα με το αρ. 7 παρ. 4 η SUP διέπεται από το εθνικό δίκαιο

του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγγεγραμμένη η SUP (δίκαιο της καταστατικής έδρας), η

υποχρεωτική ή μη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση ως εταιρικού δικαίου διάταξη θα

διέπεται από το δίκαιο αυτό. Σε κράτη όπως η Γερμανία, που προβλέπουν τη συμμετοχή των

εργαζομένων στην εταιρία ως υποχρεωτική, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις π.χ.

όταν οι εργαζόμενοι ξεπεράσουν έναν συγκεκριμένο αριθμό, θα τεθεί συνεπώς το ζήτημα κατά

πόσο μία SUP με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος μέλος, που δεν προβλέπει διατάξεις για τη

συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση, αλλά με πραγματική έδρα ή/και κύρια εγκατάσταση

στη Γερμανία, θα μπορεί να παρακάμψει τις εν λόγω διατάξεις του Γερμανικού δικαίου. Ήδη

13

έχει εκφραστεί η άποψη17

ότι η ελευθερία εγκατάστασης μπορεί να περιοριστεί για λόγους

προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εντάσσεται και η προστασία

των εργαζομένων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή οι διατάξεις για τη συμμετοχή των εργαζομένων

στη διοίκηση αποβλέπουν στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και της κοινωνικής

ειρήνης και συνεπώς νομίμως τα κράτη μέλη θα μπορούν να θέσουν διατάξεις στην εθνική

νομοθεσία τους, με τις οποίες να επιβάλουν με ορισμένες προϋποθέσεις τη διατήρηση των

σχετικών διατάξεων για τη συμμετοχή των εργαζομένων ακόμη και εάν εφαρμοστέο ως προς

την εταιρία είναι το δίκαιο άλλου κράτους μέλους.

Ε. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η πρόταση Οδηγίας για την SUP αποτελεί ριζοσπαστική πρόταση εκ μέρους της

Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σηματοδοτεί τη νέα τάση κατάργησης του ελάχιστου κεφαλαίου στις

εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, την άρση των γεωγραφικών φραγμών με την ενίσχυση της

ηλεκτρονικής εγγραφής των εταιριών, τη ρητή αναγνώριση της καταστατικής έδρας ως την

καθοριστική για το εφαρμοστέο δίκαιο στην εταιρία και την ενίσχυση του ανταγωνισμού των

εθνικών εταιρικών δικαίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναμένεται με ενδιαφέρον η

διαπίστωση της τύχης που θα έχει η παρούσα προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ιδίως

μετά την προηγούμενη εμπειρία σχετικά με την SPE.

17

Drygala, EuZW, What’s SUP? Der Vorschlag der EU-Kommission zur Einfuehrung einer europaischen Einpersonengesellschaft (Societas Unius Personae, SUP), 2014, 491, 492 επ.