Η Ορθοδοξία και το Ισλάμ-Από τη Νεωτερικότητα στην...
Transcript of Η Ορθοδοξία και το Ισλάμ-Από τη Νεωτερικότητα στην...
© 2004, Ι Ε Ρ Α Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Σ Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Α Δ Ο Σ© 2004, « I N A I K Τ Ο Σ» Α Ν Ω Ν Υ Μ Ο Σ Ε Κ Δ Ο Τ Ι Κ Η Ε Τ Α Ι Ρ Ε Ι ΑΚαλλιδρομίου 64, 114 73 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.88.38.007, e-m ail: indiktos@ indiktos. gr Έξαδακτΰλου 5, 546 35 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΗΛ.: 2310.23.10.83, FAX.: 2310.26.23.99, www.indiktos.gr
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΙΣΛΑΜ ΚΑΙ ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΜΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
ΕΠΟΠΤΕΙΑ-ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΥΛΗΣ: Π α ν τ ε λ ή ς Κ α λ α ϊ τ ζ ι δ η ς - Ν ι κ ο ς Ν τ ο ν τ ο ς
Β' ΕΚΔΟΣΗ
Ι Ν Δ Ι Κ Τ Ο ΣΑ Θ Η Ν Α Ι 2 0 0 6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Παντελή ΚαλαϊτζιδηΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΣΗΣ: Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΑΑΜΑΠΟ ΤΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΕΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ................ 9
Μ ητροπολίτου Δημητριαδος Ιγνάτιου ΙΣΔΑΜ ΚΑΙ ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΑΙΣΜΟΣΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΠΑΕΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ................................................. 31
Ανδρεα Ανδριανοπουλου ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ, ΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΣΑΑΜ ........ 43
Μάριου Μ πεγζουΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΑΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΑΜ ΣΗΜΕΡΑ ....................................... 59
Tarek M itriΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ ........................ 65
Γιώργου Καραμπελια
ΕΑΑΑΔΑ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΤΟ ΤΕΑΟΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ .................................................... 81
Ν ικου Μ ουζελη ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ:Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥΣ Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ......................................................... 107
Δημητρη I. Μ πεκριδακη Η ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣΚΑΙ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ...................................................... 117
ΑΝΤΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ:Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΑΑΜ
ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΕΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Π α ν τ ε λ ή Κ α λ α ϊ τ ζ ι δ η
Συντονιστή του Χ ειμερινού Π ρογράμματος της Ακαδημίας Θ εολογικων Σ πουδών της I. Μ ητροπολεως Δ ημ ητριαδος,
Παρεδρου Επί Θ ητεία, του Π αιδαγωγικού Ινστιτούτού
Πληθαίνουν δλο καί περισσότερο οι πράξεις βίας καί οι φρικαλεότητες πού διαπράττονται στο όνομα τής θρησκείας, όπως καί
τά μέτρα καταπίεσης, χειραγώγησης, πολιτικού συντηρητισμού καί αύταρχισμού πού έχουν θρησκευτική προέλευση ή έμπνευση. ’Άν τά γεγονότα τής 11ης Σεπτεμβρίου 2001 σηματοδοτούν τήν κορύφωση τής ίσλαμικής τρομοκρατίας καί τή στράτευση τού πολιτικού Τσλάμ στή νέα μορφή ιερού πολέμου (jihad) εναντίον τής Δύσης, ώστε αύτό νά κατατάσσεται στο χώρο τού άκραίου θρησκευτικού φονταμεντα- λισμού, ή πρόσφατη σταυροφορικού τύπου επέμβαση τής ύπερδύνα- μης τού «άξονα τού καλού» στο ’ Ιράκ μάς υπενθυμίζει ότι δεν λείπει καί από τήν άλλη πλευρά, καί μάλιστα από τή λεγόμενη (αμερικανική) «χριστιανική δεξιά», ή διαπλοκή θρησκείας καί πολιτικής, ή ακριβέστερα, ή θρησκευτική επένδυση καί δικαιολόγηση (με επιχειρήματα καί αναλύσεις ενός άπίθανου θεολογικού πρωτογονισμού) μιας μαχητικής υπερσυντηρητικής πολιτικής ιδεολογίας1.
Έάν ό θρησκευτικός καί πολιτικός φονταμενταλισμός ορίζουν τή
1. Βλ. ενδεικτικά St. Bruce, The Rise and Fall of the New Christian Right: Conservative Protestant Politics in America, Oxford-New York, 1990‘ Irv. Kristol, Neoconservatism. The Autobiography of an Idea, Elephant Paperbacks, Chicago, 1995' M. Cromartie (ed.), Disciples and Democracy: Religious Conservatives and the Future of American Politics, Wm. B. Eerdmans Publ., 1995. Τή σχετική συζήτηση στον τόπο μας μεταφέρει καί συνοψίζει τό ενδιαφέρον αφιέρωμα τού περιοδικού Άρδην, τχ. 42, Ιούνιος 2003.
μία συνιστώσα των υπό συζήτηση προβλημάτων, ή παγκοσμιοποίησηορίζει την άλλη, ή καλύτερα το πλαίσιο καί τον ορίζοντα οπού όλα τούτα τα φαινόμενα καί γενόμενα εκδηλώνονται. Τα γεγονότα καί τα προβλήματα που συζητάει ή παρούσα εισαγωγή δεν λαμβάνουν χώρα σε κάποια απομονωμένη καί στεγανή περιοχή τού πλανήτη μας, αλλά σχεδόν δίπλα μας, έστω κι αν πρόκειται για τή Νέα Ύόρκη, τή Μέση, τήν Ε γγ ύ ς ή τήν ’'Απω ’Ανατολή. Στον παγκοσμιοποιημένο μας κόσμο, στο «παγκόσμιό μας χωριό», υπό τήν ισχυρότατη ώθηση οικονομικών, τεχνολογικών, πολιτιστικών αλλά καί κοινωνικοπολιτικών αλλαγών καί μετασχηματισμών, όλο καί περισσότερο ύπερβαίνονται ή σχετικοποιούνται τα σύνορα καί οι τοπικοί διαχωρισμοί, ολο καί περισσότερο υποχωρούν, με ο,τι αυτό συνεπάγεται για τά θέματα πού μάς απασχολούν, οι τοπικές καί έθνικές παραδόσεις προς όφελος τών οικουμενικών αξιών καί τού κοσμοπολιτισμού2. Αυτή ή απώλεια όμως τής «παράδοσης», τής θρησκευτικής καί έθνικής ταυτότητας, καθώς καί τών κλειστών παραδοσιακών κοινωνιών, καί ή συνακόλουθη αναδίπλωση όχι μόνο στο θρησκευτικό αλλά καί στο έθνικό φαντασιακό, θεωρήθηκε από πολλούς ως ή αιτία καί ή μήτρα, όχι τής γέννησης, αλλά τής άνόδου, τής διάδοσης καί τής θεματοποίησης (κατά τή δεκαετία τού I960) τού φονταμενταλισμού. "Οπως εύστοχα παρατηρεί ό ’Αντ. Γκίντενς «ή άνοδος τού φονταμενταλισμού αποτελεί τήν άπάν- τηση στίς έπιδράσεις τών δυνάμεων τής παγκοσμιοποίησης. [...] Ό φονταμενταλισμός είναι τό παιδί τής παγκοσμιοποίησης, στήν οποία αντιδρά αλλά καί τή χρησιμοποιεί. Σχεδόν παντού, οί φονταμενταλι- στικες ομάδες χρησιμοποιούν ευρέως τις νέες έπικοινωνιακές τεχνολογίες»3. ΓΤ αυτό καί πολύ εύστοχα οί Martin Ε. Marty καί R. Sc. Appleby, στήν αρχή τού μνημειώδους πεντάτομου έργου τους The
2. Γιά μιά πρώτη ενημέρωση στα σχετικά ζητήματα, βλ. ΟϊΡΛ. ΜΠΕΚ, Τί είναι ή παγκοσμιοποίηση;, μτφρ. Γ . Παυλόπουλος, Καστανιώτης, Αθήνα, 1999' Αν τ . ΓΚΙΝΤΕΝΣ, Ό κόσμος τών ραγδαίων αΚΚαγών. Πώς επιδρά ή παγκοσμιοποι- 'ηση^στη'·'ζωη'μαςΤ^τ(ρ^. Κ . Γεώρμας, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2001.3. Αν τ . Γ κ ίν τεν ς , δ.π., σσ. 91, 93.
Fundamentalist Project4 5, χαρακτηρίζουν τον κάθε μορφής φονταμεν- ταλί,σμο ώς «πολεμική μορφή πνευματικότητας», ενώ ό Γκίντενς ορίζει με τήν σειρά του τον φονταμενταλισμό ώς «μια παράδοση σε εμπόλεμη κατάσταση», ώς μια παράδοση «που ή υπεράσπισή της γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο —με αναφορά σε τελετουργικές αλήθειες— σέ έναν κόσμο ό όποιος παγκοσμιοποιεΐται καί άναζητά νόημα. Ό φονταμενταλισμός λοιπόν δεν έχει νά κάνει με τήν ουσία τών θρησκευτικών ή τών άλλων πίστεων. Τό κρίσιμο σημείο είναι ό τρόπος υπεράσπισης ή επιβεβαίωσης τής αλήθειας τών πίστεων»0.
II.
Τά ακραία πολιτικοθρησκευτικά κινήματα δμως, που επικράτησε νά χαρακτηρίζονται φονταμενταλιστικά, συνδέονται άρνητικά όχι μόνο με τήν παγκοσμιοποίηση αλλά καί με τή νεωτερικότητα. Μάλιστα ή αντίδραση στή νεωτερικότητα προηγείται αυτής έναντίον τής παγκοσμιοποίησης. Ό ’ίδιος ό φονταμενταλισμός έχει ώς αιτία γέννησής του τή νεωτερικότητα καί τήν έπανάσταση που αυτή έφερε σέ όλους τούς τομείς (σχέση θρησκείας καί πολιτικής, κοσμικού καί ιερού, αποδέσμευση τών κοινωνιών καί τού ατόμου από τήν θρησκευτική κηδεμονία καί έπιρροή, νέες ερμηνευτικές μέθοδοι προσέγγισης τών ιερών κειμένων, έπανεξέταση τής σχέσης πίστης καί έπιστήμης, ανατίμηση τής φύσης καί τού φυσικού κόσμου, κ.λπ.). Γ ι ’ αυτό καί ό φονταμενταλισμός είναι αδιανόητος έξω από τον ορίζοντα τής νεω- τερικότητας καί μόνο ώς αντίδραση σέ αυτήν μπορεί νά νοηθεί. Άπό τήν άποψη αυτή ό φονταμενταλισμός, πριν νά θεωρηθεί παιδί τής παγκοσμιοποίησης, θά πρέπει νά ιδωθεί ώς παιδί τής νεωτερικότη- τας, στήν οποία ριζικά άντιτίθεται, αλλά καί χωρίς τήν οποία δέν έχει λόγο ύπάρξεως. Καί ή χαρακτηριστικότερη όσο καί ριζοσπαστικότερη φονταμενταλιστική άντίδραση στή νεωτερικότητα θά πρέπει μάλλον νά θεωρείται τό φαινόμενο τής «έπιστροφής τού Θεού»,
4. Vol. 1 : Fundamentalisms Observed, University of Chicago Press, Chicago, 1991.5. A n t . Γ κ ίν τε ν ς , ο.π., σελ. 92.
τής «επιστροφής τής θρησκείας», τής δυναμικής δηλαδή επανεμφάνισης του θρησκευτικού παράγοντα στή δημόσια σφαίρα καί στο προσκήνιο τής ιστορίας καί τής πολιτικής.
Τά δραματικά γεγονότα τής 11ης Σεπτεμβρίου 2001 —πού στάθηκαν καί ή άφορμή γ ι’ αυτό τό βιβλίο— επιβεβαίωσαν, μεταξύ άλλων, μέ τον πιο επίσημο τρόπο αυτήν τήν «επιστροφή τού Θεού». Οι πάν- τες πλέον μιλούν γιά τή σημασία καί τή σπουδαιότητα τής θρησκείας. Οι «κοσμικοί» τρομάζουν από αυτήν τήν επιστροφή, ενώ οί θρησκευόμενοι θριαμβολογούν γιά τήν revanche χαί τή δικαίωσή τους. Τό φαινόμενο όμως αυτό δεν είναι καί τόσο καινούργιο. ’Ήδη από τά μέσα τής δεκαετίας τού ’70, άκραΐα θρησκευτικά κινήματα στον μουσουλμανικό, εβραϊκό καί δυτικό χριστιανικό κόσμο —τά οποία από πολλούς χαρακτηρίστηκαν φονταμενταλιστικά— έκαναν αισθητή τήν παρουσία τους στον χώρο τής πολιτικής καί κίνησαν δυναμικά γιά τήν έπανάκτηση τού κόσμου. Ή ανάδυση τών κινημάτων αυτών συνδέεται με τό τέλος τών ιδεολογιών καί τών εγκόσμιων οραμάτων γενικής ευτυχίας —ιδιαίτερα αυτών με τήν λανθάνουσα χιλιαστική καί έσχατολογική προέλευση καί αποστολή όπως ό Μαρξισμός—, καθώς καί μέ τήν άμφισβήτηση τού νοήματος καί τής έννοιας τής προόδου πού πρόσφερε τούς τελευταίους αίώνες ό πολιτισμός τής νεωτερικό- τητας. Σχετίζεται επιπλέον, ή ανάδυση αυτή, καί με τήν ανατροπή —υπέρ τού θρησκευτικού— τής ισορροπίας μεταξύ ιερού καί κοσμικού, θρησκευτικού καί πολιτικού, πού ή νεωτερικότητα καθιέρωσε, αλλά πού άπέτυχε νά καταστήσει αξιόπιστη καί αποδεκτή (κυρίως εκτός δυτικού κόσμου) έξαιτίας τής άδυναμίας τού δυτικού μοντέλου νά δώσει απαντήσεις καί λύσεις στά ποικίλα κοινωνικά, πολιτισμικά καί εθνικά προβλήματα. Θά πρέπει τέλος νά συνυπολογισθούν, ιδιαίτερα γιά τον ανεπτυγμένο κόσμο, καί οί γενικότερες αναστατώσεις, κρίσεις ταυτότητας καί άμφισβητήσεις πού προκάλεσε ή μετάβαση άπό τό μοντέρνο στο μεταμοντέρνο, άπό τον πολύπλοκο αλλά δομημένο κόσμο τής νεωτερικότητας στο everything goes τής χαοτικής καί πολύχρωμης μετανεωτερικότητας.
Τό φαινόμενο όμως τής «επιστροφής τού Θεού» ή τής «επιστροφής
τής θρησκείας» είχε ήδη μελετηθεί στή διεθνή βιβλιογραφία6 7, ενώ δπως έπισημάνθηκε, ή επιστροφή αυτή, στο βαθμό που αντιλαμβάνεται τή θρησκεία ώς στοιχείο τής εθνικής ή πολιτιστικής ταυτότητας, ώς μέρος τής ιστορικής μνήμης καί παράδοσης, δεν μπορεί νά σημαίνει καί επιστροφή ή έπανεύρεση τής πίστης, καθώς ή τελευταία εξακολουθεί νά παραμένει ένα προσωπικό άθλημα, ένας τρόπος ζωής που έχει ώς βασικό του γνώρισμα τήν υπακοή καί τήν εμπιστοσύνη στο θέλημα τού Θεού, τήν τήρηση τών εντολών Του καί τήν άνάλογη νοηματοδότηση τού βίου, τών πράξεων καί τών άξιών μας'. Ή παραπάνω εκδοχή τής θρησκείας άντίθετα, ή άκριβέστερα τά άκραΐα θρησκευτικά κινήματα που έμπνέονται άπό αυτήν τήν εκδοχή τής θρησκείας, φιλοδοξούν νά καταλάβουν τή θέση τών ιδεολογιών πού κατέρρευσαν, μεταβαλλόμενα όμως τά ίδια σε ιδεολογίες, καί μάλιστα άνταγωνιστικες προς τις κοσμικές πού έμπνέονται κυρίως άπό τή νεωτερικότητα. Ή χαρακτηριστικότερη, άλλά όχι ή μόνη, περίπτωση τέτοιας υποκατάστασης εντοπίζεται στο χώρο τού Ίσλάμ, όπου, άπό τά μέσα τής δεκαετίας τού 1970, ή άποτυχία τών οραμάτων τού άραβικού εθνικισμού καί σοσιαλισμού έδωσε τήν θέση της σε μιά μαχητική θρησκευτική άναβίωση καί στή δυναμική εμφάνιση τού πολιτικού Ίσλάμ, τό όποιο με βάση τή θρησκεία, ή στο όνομα τής θρησκείας, συγκρότησε εναλλακτική πολιτική πρόταση σε έπανα-
6. Βλ. αντί πολλών G. K ep el , La revanche de Dieu. Chrétiens, juifs et musulmans à la reconquête du monde, Seuil, Paris, 1991' ελληνική έκδοση: Ή επιστροφή του Θεού. Ίσλαμικά, χριστιανικά, εβραϊκά κινήματα στήν επανάκτηση του κόσμου, μτφρ. Γ . Φασουλάκη, Λιβάνης, Αθήνα, 1992. Άπό τήν ελληνική συνεισφορά στο υπό συζήτηση πρόβλημα βλ. μεταξύ άλλων Φ. ΤΕΡΖΑΚΗ, Άνορθολο- γισμός, φονταμενταλισμός και θρησκευτική άναβίωση: τά χρώματα τής σκακιερας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1998.7. Βλ. σχετικά Στ. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ, «Ό Θεός έπιστρέφει στήν Ευρώπη; Δοκίμιο για τή θρησκευτική δυνατότητα άθεης θρησκείας», Εισαγωγή στήν ελληνική έκδοση τοΰ βιβλίου τού ΖΑΝ Ν τα νιελ , Ό Θεός είναι φανατικός;, μτφρ. Α. Πανταζόπουλος, έκδ. Πόλις, Αθήνα, 1998, σσ. 13-49. Τό Γδιο κείμενο άναδη- μοσιεύεται καί στο βιβλίο τού Στ. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ, Ό Θεός στήν Πόλη. Δοκίμια γιά τή θρησκεία καί τήν πολιτική, Ε σ τία , Αθήνα, 2002, σσ. 11-47.
στατική κατεύθυνση, μέ σαφή δμως τα στοιχεία τού φονταμενταλι- σμοϋ, τού άντιδυτικισμού καί τής άρνησης τής νεωτερικότητας8.
Στο πεδίο άκριβώς τής ανεπίλυτης σχέσης ή ακόμη καί τής άρνησης τής νεωτερικότητας είναι πού συναντώνται, παρ’ όλες τις σημαντικές διαφορές τους, ή ’Ορθοδοξία με τό Ίσλάμ. Καί οί δύο βρίσκονται σήμερα ενώπιον τού διλήμματος «παγκοσμιοποίηση ή φονταμενταλι- σμός;», στήν ουσία δμως —καί πριν από τό δίλημμα αυτό— βρίσκονται νά μήν έχουν επιλύσει (για διαφορετικούς λόγους ή κάθε πλευρά) τό ζήτημα τής σχέσης τους με τή νεωτερικότητα. Ή ’ίδια διαδικασία χαρακτηρίζει δμως καί τή γέννηση καί εμφάνιση τού χριστιανικού φοντα- μενταλισμού στις Η.Π.Α. Ό τελευταίος υπήρξε άπότοκος τής συνάντησης καί εν συνεχεία τής αντιπαράθεσης των αυστηρών προτεσταντικών κύκλων τής ’Αμερικής με τήν άνερχόμενη, τις τελευταίες δεκαετίες τού 19ου αιώνα, δυτική νεωτερικότητα. Κ ι ενώ άφορμή γιά τήν άντιπαρά- θεση στάθηκε τό ζήτημα τής επιστημονικής αξίας καί αποδοχής τής κατά γράμμα ερμηνείας τής βιβλικής διήγησης τής Γενέσεως γιά τή δημιουργία τού κόσμου, στήν συνέχεια ή συντηρητική προτεσταντική πολεμική περιέλαβε τό σύνολο των κατακτήσεων τής νεωτερικότητας καί τού μοντερνισμού. Ή φονταμενταλιστική άναδίπλωση, «ή επιστροφή στά θεμέλια τής πίστεως καί τής παραδόσεως», ήταν πια μια ολοκληρωμένη συνεπής πρόταση προς εξαγωγή, πού δέν άργησε νά κερδίσει τούς όπου γης συντηρητικούς των θρησκειών στή συνάντησή τους με τή νεωτερικότητα, είτε γιά τον Ρωμαιοκαθολικισμό έπρόκειτο είτε για τή χριστιανική ’Ορθοδοξία, τον ’Ιουδαϊσμό ή καί τό Ίσλάμ.
Άν γιά τή σχέση τού Ίσλάμ μέ τή νεωτερικότητα μπορούμε προς τό παρόν, λόγω χώρου, νά άρκεστούμε σέ δσα ακροθιγώς άναφέρθη-
8. Γιά μιά θεώρηση τού πολιτικού Ίσλάμ μετά τά γεγονότα τής 11-09-2001, βλ. τήν πρόσφατη μελέτη των J. L. Esposito καί N. J. D e Long-Bas, «M odem Islam», στον τόμο: J. N eusner (ed.), God’s Rule. The Politics of World Religions, Georgetown University Press, Washington, 2003, σσ. 131-158. Γιά τήν ’Ορθοδοξία πρβλ. τή μελέτη τού Ρ. Vassiliadis, «Orthodox Christianity», στον ίδιο τόμο, σσ. 85-106.
καν παραπάνω, παραπέμποντας τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη σε κάποιες ειδικότερες μελέτες γιά μια διεξοδικότερη ανάλυση9, ας μάς έπι- τραπεΐ νά έπιμείνουμε λίγο περισσότερο πάνω στο θέμα ’Ορθοδοξία καί νεωτερικότητα. Είναι, νομίζουμε, καιρός ή ’Ορθοδοξία νά πάψει νά φοβάται τη νεωτερικότητα καί νά ανοίξει επιτέλους σοβαρό διάλογο μαζί της. Γιατί οφείλουμε νά ομολογήσουμε ότι ουσιαστικά, άπό ορθόδοξη σκοπιά, ή συνάντηση καί ό διάλογος με τή νεωτερικότητα δεν έλαβε ποτέ χώρα. "Οτι ή γόνιμη άναμέτρηση, καί γιατί όχι καί ή σύνθεση ’Ορθοδοξίας καί νεωτερικότητας, παραμένει ζητούμενο. Ή ’Ορθοδοξία μοιάζει νά αποφεύγει συστηματικά αυτή τή συνάντηση, ενώ ή νεωτερικότητα φαίνεται νά αγνοεί τήν ’Ορθοδοξία καί τήν βαθύτερη άλήθειά της10. Είναι θέμα προς συζήτηση βέβαια αν αυτή ή άμοιβαία άγνοια καί καχυποψία παραπέμπει σε ριζική άσυμβατότητα των δύο μεγεθών (’Ορθοδοξίας καί νεωτερικότητας) ή αν άντιθέτως οφείλεται σε ιστορικές συγκυρίες. Πράγματι, γιά ιστορικούς κυρίως λόγους, ό ορθόδοξος κόσμος δέν μετείχε οργανικά στο φαινόμενο τής νεωτερικό-
9. Abd. Lamchichi, Islam, islamisme et modernité, L’Harmattan, Paris, 1994' M. Berhil, Les jeunes en France entre Islam et modernité, Publibook, Paris, 2003' A. S. Ahmed, D. Hastings (ed.), Islam, Globalization and Postmodernity, Routledge, London-New York, 1994' B. Lewis, E. Pace, S. M agister, Το Ισλαμικο αίνιγμα: λαϊκοποίηση και νεωτερικότητα στον ισλαμικο κόσμο, ίμτφρΓΚΓΚάτσόύρος, Λεβιάθαν, Αθήνα, 1992' Κ . ΑΡΜΣΤΡΟΝΓΚ, Τσλάμ. Μια σύντομη Ιστορία, μτφρ. Φ. Τερζάκης, είσαγοιγήΧ. Μπαντάουη, ΙΙατάκής, Αθήνα, 2002, ιδίως σελ. 275 κ.έ.· τής ιδίας, cO έμπόλεμος Θεός. Τό χρονικό του φονταμενταλισμοΰ .στις μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, ΊΤρϊστϊάνϊσμός, Τσλάμ), μτφρ. Δ. Αρκά- δας, Δ. Ουλής, Έ λ . Παπαχρήστου, Φιλίστωρ, Αθήνα, 2002, ιδίως σσ. 175- 203' Τα ρικ Αλι, Ή σύγκρουση των φονταμενταλισμών. Σταυροφορίες, Τζιχάντ και νεωτερικότητα, μτφρ. Σ . Μιχαήλ, ’Άγρα, Αθήνα, 2003.10. Από τις ελάχιστες διαθέσιμες σχετικές μελέτες άπό ορθόδοξη σκοπιά μνημονεύουμε: J. Joubert, «Eglise et modernité», Le Messager orthodoxe, τχ. 130, 1999, σσ. 19-49- I. ΠΕΤΡΟΥ, «Παράδοση καί πολιτισμική προσαρμογή στή δεύτερη νεωτερικότητα», Σύναξη, τχ. 75, 2000, σσ. 25-35- Μ. ΜΠΕΓΖΟΥ, Άμφί- σημη Έκκοσμίκευση. Φιλοσοφική ανθρωπολογία της θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2002, ιδίως σσ. 74-10Γ Π . Β α ςιλ εια δη , Μετανεωτερικύ- τητα καί ’Εκκλησία. Ή πρόκληση της ’Ορθοδοξίας, Ακρίτας, Αθήνα, 2002.
τητας ούτε έζησε άπό μέσα τήν Αναγέννηση, τή Μεταρρύθμιση καί τήν Αντιμεταρρύθμιση, τούς θρησκευτικούς πολέμους καί το Διαφωτισμό, τή γαλλική καί τή βιομηχανική επανάσταση, τήν ανάδυση τού υποκειμένου καί τής ατομικότητας, τα δικαιώματα τού ανθρώπου καί τό ούδετερόθρησκο εθνικό κράτος. Γ ι ’ αυτό καί ό,τι χαρακτηρίστηκε ώς κεκτημένο τής νεωτερικότητας μοιάζει να παρέμεινε ουσιαστικά ξένο προς τήν ’Ορθοδοξία πού εξακολουθεί να έχει σοβαρές εκκρεμότητες με τή νεωτερικότητα, γεγονός πού γιά πολλούς ερμηνεύει τις σοβαρές δυσκολίες επικοινωνίας της μέ τον σύγχρονο κόσμο.
Τό κρίσιμο λοιπόν ζήτημα που προβάλλει, ιδίως στο σημερινό περιβάλλον πού χαρακτηρίζεται από τήν αναζωπύρωση των έθνοτικών καί θρησκευτικών συγκρούσεων, τον πειρασμό τού φονταμενταλισμού καί τήν αναδίπλωση στήν παραδοσιοκρατία, αλλά παράλληλα καί από τήν παγκοσμιοποίηση των άξιων, τήν οίκουμενικότητα καί τή μετάβαση από τή νεωτερικότητα στή μετανεωτερικότητα, συνοψίζεται στο παρακάτω ερώτημα: Ή ’Ορθοδοξία σταμάτησε πριν τή νεωτερικότητα; ’Ή , γιά νά τό πούμε διαφορετικά: ή χριστιανική θεολογία λειτουργεί μόνο σέ παραδοσιακά ή παραδοσιοκρατικά περιβάλλοντα, δανειζόμενη τά σχήματα καί τις παραστάσεις τής άγροτικής κοινωνίας, μέ τήν οποία συνδέονται οι λειτουργικοί συμβολισμοί, τά ρητορικά υποδείγματα τού κηρύγματος, οι δομές τής εκκλησιαστικής διοικήσεως καί κυρίως οι παγιωμένες άντιλήψεις γιά τή σχέση κοσμικού καί ιερού, θρησκείας καί πολιτικής, ’Εκκλησίας καί κοινωνίας; ’Έ χ ε ι άποδεχτεΐή ’Ορθοδοξία τό κεκτημένο τής νεωτερικότητας καί τις συνέπειές του στο θρησκευτικό καί κοινωνικό πεδίο ή μήπως νοσταλγούμε οι ορθόδοξοι τά σχήματα οργάνωσης καί τις δομές τού ένδοξου παρελθόντος μας (ιδίως τού βυζαντινού); Μήπως άκόμη άναπολούμε —ακολουθώντας τήν είσαγόμενη λογική τού φον- ταμενταλισμού— τήν επιστροφή στήν προνεωτερικότητα, στο προ- μοντέρνο, άποστρεφόμενοι τις κατακτήσεις τής νεωτερικότητας καί εκλαμβάνοντας καί αυτήν άκόμη τή μετανεωτερικότητα ώς τήν revanche τής ’Εκκλησίας καί τής θρησκείας έναντι τής νεωτερικότητας, μιμούμενοι σέ αυτό τό σημείο τήν άντιμοντερνιστική άντί-
δράση τής γαλλικής καθολικής Εκκλησ ία ς, πριν ή τελευταία αποδεχτεί τήν καινούργια πραγματικότητα καί αποφασίσει να αντιμετωπίσει διαλεκτικά καί διαλογικά τή νεωτερικότητα;11
I I I .
Τό αποτέλεσμα πάντως από αυτήν τήν προβληματική ή εκκρεμή σχέση με τή νεωτερικότητα, καί για τήν ’Ορθοδοξία καί για τό Ίσλάμ, είναι ή καθήλωση σε προγενέστερα σχήματα, ή αδυναμία ουσιαστικής πνευματικής παρουσίας καί σοβαρού διαλόγου με τον σύγχρονο κόσμο, ή απώλεια τής θεολογικής τους αύτοσυνειδησίας μέ τή μετατροπή τους σε κινήματα πολιτικής, ταυτοτικής ή εθνικής αναβίωσης. ’Αδικείται έτσι ή γνήσια θεολογική καί θρησκευτική παράδοση καί εμπειρία καί τής ’Ορθοδοξίας καί τού Ίσλάμ, ενώ άναδεικνύεται καί επικρατεί στή δημοσιότητα ή πιο συντηρητική, ή πιο άναχρονιστική εικόνα καί για τις δύο αυτές μεγάλες πνευματικές παραδόσεις. Καί στις δύο όμως παραδόσεις υπήρξαν —καί υπάρχουν— ισχυρότατες αντιστάσεις έναντι τής νεωτερικότητας, γεγονός πού, σε συνδυασμό μέ τήν από αιώνων έπιβληθείσα οθωμανική κυριαρχία καθώς καί τήν επίδραση άλλων κοινωνικών παραγόντων, οδήγησε στήν καθυστερημένη εμφάνιση εθνικής συνείδησης καί στήν μεταγενέστερη —σε σχέση μέ τή Δ . Ευρώπη— υιοθέτηση τού εθνικού κράτους. Ή καθυστέρηση αυτή πρέπει επίσης να συνδεθεί καί μέ τήν ισχυρότατη συνείδηση οίκουμενικότητας πού καλλιέργησαν αντίστοιχα οί θρησκευτικές καί πνευματικές παραδόσεις τής ’Ορθοδοξίας καί τού Ίσλάμ, καθώς καί τα μεσαιωνικά καί μετα- μεσαιωνικά πολυεθνικά πολιτικά μορφώματα τόσο τής «χριστιανικής» Αυτοκρατορίας (Ρωμανία/«Βυζάντιο») όσο καί τών πρώτων χαλιφά-
11. Τα παραπάνω ερωτήματα άποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας, συζήτησης καί προβληματισμού στο χειμερινό πρόγραμμα τής Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών τής I. Μητροπόλεως Δημητριάδος, που μέ θέμα ’’Ορθοδοξία, καί Νεωτερικότητα πραγματοποιήθηκε κατά τό ακαδημαϊκό έτος 2001-2. Τά κείμενα των σχετικών εισηγήσεων πρόκειται νά κυκλοφορήσουν αρχές του 2004 από τις έκδόσεις Ίνδικτος, όπου καί παραπέμπουμε για πληρέστερη ενημέρωση καί διεξοδικότερες αναλύσεις.
των καί τής ’Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αργότερα. Καί ενώ τα εθνικά κράτη καί ή αρχή των εθνοτήτων είναι γέννημα του Διαφωτισμού καί τής νεωτερικότητας, στήν οποία τόσο ή ’Ορθοδοξία όσο καί τό Ίσλάμ άντιστάθηκαν σθεναρά, σήμερα καί ή μία καί ή άλλη πνευματική παράδοση, πλήν εξαιρέσεων, έχουν υιοθετήσει —ή κάθε μιά μέ τον τρόπο της— τον εθνικισμό καί την αρχή του εθνικού κράτους καί αντιστέκονται σθεναρά σε κάθε ιδέα παγκοσμιότητας καί οίκουμενικότητας. Καί για μεν τον κόσμο του Ίσλάμ ή αντίσταση στήν παγκοσμιοποίηση ταυτίζεται με την αντίσταση ενάντια στον δυτικό ιμπεριαλισμό πού έχει συντρίψει καί τραυματίσει ανεπανόρθωτα όχι μόνο τά εθνικά όνειρα των αραβικών λαών αλλά καί την ίδια τήν εθνική καί ανθρώπινη υπό- στάση τους και αξιοπρέπεια · στις οε κατα παραοοση οροοοοξες χώρες ή δικαιολογημένη ίσως —λόγω ιστορικών τραυμάτων καί εχθρικών εκ μέρους τής Δύσης επιλογών (Σταυροφορίες, πτώση τού Βυζαντίου, ούνιτικός προσηλυτισμός, μικρασιατική καταστροφή, καί πιο πρόσφατα διάλυση καί επίθεση εναντίον τής Γιουγκοσλαβίας, κ.λπ.)— άντιιμπε- ριαλιστική ρητορεία συνδυάστηκε στις μέρες μας με τον γνωστό από τον 19ο ήδη αιώνα θρησκευτικό εθνικισμό καί τήν καινοφανή θεολο- γικά καί εκκλησιαστικά ιδεολογία τού «νέου περιούσιου λαού τού Θεού», πού κατά περίπτωση είναι ελληνικός, ρωσικός, σλαβικός, κ.λπ., όπως 12
12. Βλ. σχετικά Κ . ΑΡΜΣΤΡΟΝΓΚ, Ίσλάμ. Μιά σύντομη Ιστορία, ιδίως σελ. 249 κ.έ.· TAPIE Αλι, Ή σύγκρουση των φονταμενταλισμών. Σταυροφορίες, Τζιχάντκαί νεωτερικότητα, σελ. 155 κ .έ.- Φ. ΤΕΡΖΑΚΗ, Άνορθολογισμός, φον- ταμενταλισμός καί θρησκευτική άναδίωση: τά χρώματα τής σκακιερας, σελ. 41 κ .έ.- Γ . Κ αρ ΑΜΠΕΛΙ ΑΣ, Ίσλάμ καί παγκοσμιοποίηση. Ή θανάσιμη διελκυστίνδα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, ’Αθήνα, 2001. Ό Γ . Καραμπελιάς μάλιστα, στήν εισαγωγή του στή συλλογική έκδοση Ή σύγκρουση 'Ανατολής-Δ ύσης καί ή πρόκληση Χάντιγκτον (μέ κείμενα των S. Huntington, W. McNeil, Θ. Στο- φορόπουλου, Κ . Ζουράρι, Χρ. Γιανναρά, τρίτη έκδοση συμπληρωμένη, ’Εναλλακτικές ’Εκδόσεις, ’Αθήνα, Σεπτέμβριος 2001), υποστηρίζει πώς ή ίσλαμική επίθεση στους δίδυμους πύργους τής Νέας Ίορκης —σέ συνδυασμό βέβαια μέ τά μαζικά κινήματα που αναπτύχθηκαν εντός τού δυτικού κόσμου μέ κορύφωση τή Γένοβα τον ’Ιούλιο τού 2001— συνιστά έμπρακτη αμφισβήτηση καί άνακοπή τής παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας.
καί μέ την φονταμενταλιστικής έμπνεύσεως ταύτιση εκκλησιαστικής καί εθνικής ταυτότητας. Ό συνδυασμός αυτός εκκλησιαστικού καί εθνικού, εκτός τού ότι ακυρώνει τήν οίκουμενικότητα τής ’Ορθοδοξίας είσάγοντας τον έθνοφυλετισμό εντός τής Εκκλησίας, οδηγείστήν υποκατάσταση τού πρώτου από τό δεύτερο καί δημιουργεί επιπλέον ένα εκρηκτικό μίγμα πού συνδαυλίζει τήν πυρά τού φονταμενταλισμού13. ’Αναπόσπαστο υλικό αυτού τού μίγματος είναι καί ή συνολική καί άνευόρων απόρριψη τής Δύσης πού στά μάτια πολλών ορθοδόξων —όπως καί μουσουλμάνων— παραμένει ή πηγή όλων των δεινών αλλά καί τό κρυφό αντικείμενο τού πόθου μας...14
13. Για τα θέματα αυτά ας μάς έπιτραπεί νά παραπέμψουμε στις μελέτες μας: « ’Ορθοδοξία καί νεοελληνική ταυτότητα. Κριτικές σημειώσεις από τη σκοπιά τής θεολογίας», ’Ίνδικτος, τχ. 17, 2003, σσ. 44-94' «Ό πειρασμός τού ’Ιούδα. Από τήν ιστορία τής θείας Οικονομίας στήν ιστορία τής εθνικής παλιγγενεσίας», Σύναξη, τχ. 79, 2001, σσ. 51-65' « ’Ορθόδοξος φονταμενταλισμός καί παραλλαγές τού έλλαδικού καί βαλκανικού μεγαλοϊδεατισμού», στο ειδικό ένθετο αφιέρωμα: Φονταμενταλισμός. Ό ιερός φασισμός, τής εφημερίδας ’Ελευθεροτυπία, 21-10-2000.14. Αυτή ή συνολική καί συλλήβδην απόρριψη τής Δύσης σέ συνδυασμό μέ άλλες θέσεις, όπως ή δίκην περιούσιου λαού μοναδικότητα καί υπεροχή τού αρχοντικού γένους των Ελλήνων, ή έμμονή στήν ελληνική ίδιοπροσωπία, ή υιοθέτηση τού παπαρρηγοπούλειου ιδεολογήματος περί αδιάσπαστης συνέχειας τού Ε λ λ η νισμού άπό τήν άρχαιότητα καί τό Βυζάντιο έως τήν νεώτερη Ελλάδα, ή άπό- δοση μυθικών διαστάσεων στήν, κατά τά άλλα, υπαρκτή τουρκική άπειλή, ή έξιδανίκευση καί νοσταλγία των πολιτικών, πολιτιστικών καί κοινωνικών συνθηκών τής Τουρκοκρατίας, ή κίνηση γιά τήν επιστροφή στήν αυθεντικότητα τής παραδόσεως, πού σέ πολλά σημεία θυμίζει έντονα τό κάλεσμα γιά «επιστροφή στά θεμέλια τής πίστεως», καθώς καί ή άρνηση τών κεκτημένων τής νεωτε- ρικότητας, οδήγησε κάποιους άναλυτές νά εντάξουν καί τό λεγόμενο νεορθόδοξο κίνημα στο ευρύτερο φονταμενταλιστικό ρεύμα καί νά τό συγκρίνουν μάλιστα μέ άνάλογα κινήματα τού ίσλαμικού καί έβραϊκού/σιωνιστικού φονταμενταλισμού. Σύμφωνα μέ τις άναλύσεις αυτές, στις παραπάνω θέσεις τών νεορθοδόξων θά πρέπει νά διακρίνουμε τήν επιρροή τού γερμανικού ρομαντισμού καί τών άπό- ψεών του περί έθνους, πού φαίνεται νά έφτασε στά καθ’ ημάς μέσω τής επιρροής πού άσκησαν οι ρώσοι θεολόγοι τής διασποράς. Βλ. σχετικά: Αλ. Η ρα- ΚΛΕΙΔΗΣ, Ή Ελλάδα και ό «εξ ανατολών κίνδυνος», έκδ. Πόλις, ’Αθήνα, 2001,
Καί ή ορθόδοξη καί ή μουσουλμανική παράδοση εντούτοις αντιπροσωπεύουν δύο ξεχωριστές περιπτώσεις έμπρακτης οίκουμενικότη- τας καί παγκοσμιότητας, με μαρτυρημένα από την ιστορία δείγματα συμβίωσης καί συνοίκησης με τον «άλλον» —αλλά καί με συχνό τον πειρασμό τής καταδίωξης τού διαφορετικού— πού μέχρι τουλάχιστον τά τέλη τού 18ου αιώνα ούτε εθνική συνείδηση είχαν διαμορφώσει στους κόλπους τους ούτε είχαν άκόμη ύποκύψει στον πειρασμό τού εθνικισμού. Σήμερα πού οί γενικότερες εξελίξεις κατατείνουν σέ υπέρβαση των εθνικών κρατών καί κατακερματισμών, ή άρνηση καί ή αντιστροφή τής παγκοσμιότητας καί οίκουμενικότητας σέ επιθετικό επαρχιωτισμό καί απομονωτισμό, σέ θρησκευτικό εθνικισμό καί φονταμενταλισμό, σέ ζηλωτισμό καί θρησκευτικό φανατισμό πού στρέφεται εναντίον τής διαφορετικότητας καί τής ετερότητας, φτωχαίνει θεολογικά καί πνευματικά καί τήν ’Ορθοδοξία καί τό Ίσλάμ, ενώ ξαναθέτει προς συζήτηση τό εξαιρετικά κρίσιμο θέμα τής σχέσης βίας καί μονοθεϊσμού15.
σσ. 81-126' Φ. ΤΕΡΖΑΚΗ, Άνορθολογισμός, φονταμενταλισμός και θρησκευτική αναβίωση: τα χρώματα της σκακιέρας, σσ. 59-68. Πρβλ. Μ. ΜΠΕΓΖΟΤ, Τό μέλλον τού παρελθόντος. Κριτική εισαγωγή στή θεολογία τής ’Ορθοδοξίας, Αρμός, Αθήνα, 1993' τού ίδιου, ’Ορθοδοξία ή μισαλλοδοξία;, Παρουσία, Αθήνα, 1996' P. D imitras, «L ’antioccidentalisme grec», Contacts, τχ. 128, 1984, σσ. 350-358' V. Makrides, «Aspects of Greek Orthodox Fundamentalism», Orthodoxes Forum., 5, 1991, σσ. 49-72' V. M akrides, «Le role de l’Orthodoxie dans la formation de l’antieuropeanisme et Fantioccidentalisme grecs», στον τόμο: G. V incent, J.-P. W illaime (dir.), Religions et transformations de l’Europe, Presses Universitaires de Strasbourg, 1993, σσ. 103-116. Ή παραπάνω κατηγορία, καί ως προς τή σύλληψη καί ώς προς τή διατύπωση, είναι βαρύτατη καί χρήζει περαιτέρω συζητήσεως καί διερευνήσεως.15. Γιά τή σχέση βίας καί μονοθεϊσμού, βλ. Ρ. ΣΒΑΡΤΣ, Βία και Μονοθεϊσμός. Ήκατάρα του Καιν, μτφρ. Φ. Τερζάκης, Φιλίστωρ, Αθήνα, 2000' Κ. ΑΡΜΣΤΡΟΝΓΚ, Ό εμπόλεμος Θεός, δ.π.' Στ. ΖΟΤΜΠΟΤΛΑΚΗΣ, « Ό Θεός επιστρέφει στήν Ευρώπη;», δ.π., ιδίως σσ. 27-30, 45 κ.έ.· ΑΡΧΙΜ. ΑθΗΝ. ΔίΚΑΙΑΚΟΥ, «Φανατισμός καί βία στις μονοθεϊστικές θρησκείες», Διάβαση, τχ. 37, 2002, σσ. 22- 27. Ό René Girard από τήν μεριά του στο έργο του Έθεώρουν τον σατανάν ώς αστραπήν, μτφρ. Εύγ. Γραμματικοπούλου, Εξάντας, Αθήνα, 2002, διαβάζει τά Ευαγγέλια ώς απάντηση στήν αρχαϊκή καί θρησκευτική βία.
Στη συνάφεια αυτή πρέπει επιπλέον νά έπισημανθεΐ δτι δσες φορές δ επίσημος εκκλησιαστικός λόγος καταφέρεται εναντίον τής παγκοσμιοποίησης καί καλεΐ σε αντίσταση, δεν επικαλείται ούτε προβάλλει θεολογικά επιχειρήματα ή κριτήρια αλλά πολιτιστικά καί εθνικά, που αφορούν στήν υπεράσπιση τής εθνικής άνεξαρτησίας, τής γλώσσας, τής ίδιοπροσωπίας καί τής ταυτότητας τοΰ Ελληνισμού. Αμελεί αντιθέτους νά έπισημάνει καί νά καταγγείλει τις αρνητικές συνέπειες τής παγκοσμιοποίησης στο οικονομικό καί κοινωνικό πεδίο, ιδίως για τά λαϊκά στρώματα, για τους φτωχούς καί τους άδυνάτους. Συμβαίνει εδώ μια πλήρης αντιστροφή των ευαγγελικών κριτηρίων: ή υπεράσπιση τών ενδεών καί τών αδυνάτων που για τό κήρυγμα τοΰ Χ ρ ίστου συνιστοΰσε απόλυτη προτεραιότητα, σέ τέτοιο μάλιστα βαθμό που στο πρόσωπό τους να εικονιζεται ο ιοιος ο ϋεος , υποχωρεί και τίθεται σέ δεύτερη μοίρα για χάρη τής υπεράσπισης τής κινδυνεύου- σας εθνικής καί πολιτιστικής ταυτότητας, γιά χάρη δηλαδή προτεραιοτήτων πού στά μάτια τοΰ Χριστοΰ ήταν ήσσονος σημασίας ή εμπόδιζαν καί αλλοίωναν τήν έλευση καί τό περιεχόμενο τής Βασιλείας τοΰ Θεοΰ, δπως τό έθνικοθρησκευτικό κίνημα τών Ζηλωτών στο οποίο μετείχε καί ό Ιούδας Ίσκαριώτης πού τελικά πρόδωσε τό Χριστό1'. Μια νηφάλια καί ισορροπημένη πάντως προσέγγιση τοΰ υπό συζήτηση θέματος μάς πρόσφερε ό Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Τιράνων καί πάσης Αλβανίας κ.κ. ’Αναστάσιος μέ τό εξαιρετικής σημασίας βιβλίο του Παγκοσμιότητα και ΌρΘοόοξία19,, όπου δχι μόνο αντιμετωπίζεται μέ θεολογικά καί βιβλικά κριτήρια ή πρόκληση τής παγκοσμιότητας καί οι κίνδυνοι από τήν παγκοσμιοποίηση, αλλά έπι- 16 17 18
16. Πρβλ. «αμήν λέγω ΰμίν, έφ’ όσον έποιήσατε ένί τούτων τών αδελφών μου τών ελάχιστων, έμοί έποιήσατε», Μτθ. 25, 40. Πρβλ. καί τον άφορισμό τοΰ Ν. Μπερδιάγιεφ: «τό νά αγωνίζομαι για τό ψωμί μου είναι πρόβλημα υλικό- τό νά αγωνίζομαι όμως για τό ψωμί τοΰ αδελφού μου είναι πρόβλημα πνευματικό».17. Εκτενέστερη ανάλυση γιά τήν τελευταία θέση που υποστηρίζουμε βλ. στο άρθρο μας «Ό πειρασμός τοΰ Ιούδα. Από τήν ιστορία τής θείας Οικονομίας στήν ιστορία τής εθνικής παλιγγενεσίας», ιδίως σσ. 51-58.18. Ακρίτας, Αθήνα, 2000.
πλέον, πράγμα έξόχως σημαντικό γιά το θέμα τούτου τού βιβλίου, άποτιμάται ιστορικά καί θεολογικά ο διάλογος τής ’Ορθοδοξίας μέ τδ Ίσλάμ καί έπιχειρείται ή θεολογική κατανόηση των άλλων θρησκειών19.
Πράγματι ή πρόκληση τής παγκοσμιοποίησης καί ή πραγματικότητα των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, με τήν όσμωση τών λαών, τών πολιτισμών καί τών θρησκειών, θέτουν επιτακτικά στήν Ε κ κ λ η σία καί τή θεολογία τό ζήτημα τής θρησκευτικής ετερότητας, τής σχέσης με τον «άλλον» που είκονίζει τον κατεξοχήν « ’'Αλλον». Ή εμφάνιση καί έδραίωση ποικίλων ετεροτήτων (εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών, ιδεολογικών, κοινωνικών, ήλικιακών, κ.λπ.) στή ζωή τών άνθρώπων καί τών κοινωνιών, οδήγησαν στήν άπώλεια τού όμο- γενοποιημένου κοινωνικού καί θρησκευτικού χώρου καί στή ριζική μεταμόρφωση τών κλειστών παραδοσιακών κοινωνιών. Ή οικονομική άνάπτυξη, ή επανάσταση τής πληροφορικής, οι ραγδαίες γεωπολιτικές μεταβολές καί οι συνακόλουθες πληθυσμιακές μετακινήσεις έπέ- φεραν ριζικές ανακατατάξεις καί αναμίξεις πληθυσμών καί πολιτισμών, καθιστώντας επείγον καί επίκαιρο τό αίτημα τής θρησκευτικής συνύπαρξης καί τού διαλόγου τών πολιτισμών, άλλα καί άναδεικνύοντας τον κίνδυνο τού θρησκευτικού συγκρητισμού, μέ πάντοτε ανοιχτή όμως τήν πρόκληση τού ευαγγελισμού καί τής ιεραποστολής. Καταγράφεται επίσης μία σαφής μετατόπιση άπό τά ομαδικά καί κοινωνικά στα ατομικά δικαιώματα πού ίδεολογικοποιεΐ τήν πολυδιάσπαση τού υποκειμένου. Σ τή λεγόμενη μάλιστα «ρευστή νεωτερικότητα», διαπιστώνεται μία μετάβαση άπό τήν συμπαγή καί ενιαία ταυτότητα, σε μία ποικιλία ταυτοτήτων. Οί σύγχρονες κοινωνίες απαιτούν να είναι «άνοιχτές κοινωνίες», όπου ή ετερότητα κάθε μορφής γίνεται άποδε- κτή εντός ενός βασικού δημοκρατικού θεσμικού πλαισίου ίσοπολιτείας καί ισοτιμίας. Ή απαίτηση κυριαρχίας καί προνομιακών ρόλων σε μιά τέτοια κοινωνία οδηγεί σε παρανοήσεις καί παρεξηγήσεις καί πολύ συχνά σέ άκαρπες καί άσκοπες συγκρούσεις.
19. Βλ. σσ. 137-168 καί 169-206 αντίστοιχα. Γιά τό διάλογο μέ τό Ίσλάμ βλ. επίσης Αλ . Κ αΡΙΩΤΟΓΛΟΤ, ’Ορθοδοξία και Ίσλάμ., Δόμος, ’Αθήνα, 1994.
Ή ’Ορθοδοξία καλείται λοιπόν σήμερα να επεξεργαστεί καί να διατυπώσει μία θεολογία τής ετερότητας καί τής ταυτότητας. Ή τελευταία, σε μια ευρύτερη πνευματολογική καί έσχατολογική προοπτική, περικλείει καί τήν ετερότητα, καθώς «ό άλλος γίνεται όντολογικό μέρος τής ταυτότητάς μας», καί «ή ετερότητα δεν αποτελε ί απειλή γιά τήν ενότητα, αλλά εκ των ών ούκ ανευ προϋπόθεσή τη ς» , στο βαθμό πού «ή ετερότητα είναι συστατική τής ενότητας, καί όχι επακόλουθό τ η ς »20. Ή φονταμενταλιστική αναδίπλωση καί ή παραδοσιαρχία, ή άρνηση τής νεωτερικότητας καί τής πραγματικότητας των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, ή απόρριψη τού διαλόγου καί τού «άλλου», ή ελληνοκεντρική καί εθνικιστική εκδοχή τού χριστιανικού κηρύγματος καί τού εκκλησιαστικού γεγονότος, είναι πειρασμοί πού καλείται διαρκώς να αποκρούει καί να ύπερβαί- νει ή ’Ορθοδοξία καί ή γρηγορούσα θεολογική αύτοσυνειδησία. ’Ανάλογους πειρασμούς καί καθηλώσεις καλείται βέβαια να αντιμετωπίσει καί ή φωτισμένη ίσλαμική θεολογία καί σκέψη, ή οποία είναι ακόμη λιγότερο εθισμένη, σέ σχέση με τήν ορθόδοξη, στήν αύτο- κριτική, τό διάλογο, τήν αποδοχή τής δημοκρατίας καί τής διαφο- ρετικότητας/έτερότητας, καθώς καί στα ανθρώπινα δικαιώματα21.
IV.
’Από τήν όρθόδοξη πάντως σκοπιά νομίζουμε πώς τό κλειδί γιά τήν απάντηση σέ όσα προηγήθηκαν βρίσκεται από τή μεριά τής έσχατολο-
20. Μητροπολίτου Περγάμου ΙΩΑΝΝΟΤ (Ζ ηζιΟΓΛΑ), «Κοινωνία καί ετερότητα», Σύναξη, τχ. 76, 2000, σσ. 10, 9. Άπό τις ελάχιστες ορθόδοξες συμβολές στήν προοπτική μιας θεολογίας τής ετερότητας βλ. Em . Clapsis, «The Orthodox Church in a Pluralistic World», στη συλλογή άρθρων του Orthodoxy in Conversation. Orthodox Ecumenical Engagements, WCC Publications-Holy Cross Orthodox Press, Geneva-Brookline, Massachusetts, 2000, σσ. 127-150' Tp . ΜΠΟΛΤΕΤ- ΣΟΤ, Ή θεολογία της πολυπολιτισμιχότητας στην Καινή Διαθήκη. Ή ευλογία τής ετερότητας, Αταλάντη, 2000.21. Ειδικά γιά τό τελευταίο θέμα, βλ. Χ ρ . Σ ελ α χ βα ρζι, Ίσλάμ καί ανθρώπινα δικαιώματα, μτφρ. Μ. Αντωνιάδου, Δορκάς, Αθήνα, 2002.
γίας. Ή τελευταία εισάγει το στοιχείο τής προσμονής πού συνοδεύεται άπό τή διάσταση τού μέλλοντος καί την ανανεωτική αύρα τού Πνεύματος, τις τόσο καθοριστικές για τή ζωή καί τή θεολογία τής Ε κ κ λ η σίας αλλά καί τις τόσο έλλείπουσες σήμερα πού, με αφορμή τήν πρόκληση τής παγκοσμιοποίησης καί τής οίκουμενικότητας, πνέει καί πάλι ισχυρότατος στήν εκκλησιαστική ζωή καί τή θεολογία ό άνεμος τής παραδοσιοκρατίας καί τού φονταμενταλισμού. Ένώ λοιπόν ό φονταμεν- ταλισμός συνιστά φυγή στο παρελθόν τής προνεωτερικότητας καί αντιστροφή τής πορείας τής ιστορίας, ή εσχατολογία, ως ενεργός προσμονή τής ερχόμενης Βασιλείας τού Θεού, τού άναμενόμενου νέου κόσμου, εκβάλλει σε δυναμική στράτευση στο παρόν, σε κατάφαση καί άνοιγμα στο μέλλον τής Βασιλείας, όπου τοποθετείται τό πλήρωμα καί ή ταυτότητα τής Εκκλησίας. Με άλλα λόγια ή Εκκλησία δεν αντλεί τήν υπόστασή της άπό αύτό πού είναι, άλλα άπό αύτό πού θά γίνει στο μέλλον, στά ’Έσχατα, τά οποία μετά τήν Ανάσταση τού Χριστού καί τήν έλευση τού Αγίου Πνεύματος έχουν άρχίσει ήδη νά φωτίζουν καί νά επηρεάζουν το παρόν και την ιστορία . Π Βκκλησια συνεπώς είναι πορεία προς τά έσχατα καί όχι επιστροφή σε κάποια παράδοση, σε κάποια ιδεατή «χριστιανική» κοινωνία ή Αυτοκρατορία. Έάν ιστορικά κυρίως τραύματα αλλά καί ή λήθη τού εσχατολογικού δράματος τής Εκκλησίας οδήγησαν σε τάσεις επιστροφής στο παρελθόν, σε δράματα ρομαντικού ή δλοκληρωτικού τύπου καί φονταμενταλιστικής έμπνεύ- σεως, θά πρέπει νά γίνει κατανοητό ότι αύτό αποτελεί τον μόνιμο πειρασμό τής ’Ορθοδοξίας καί όχι τήν αληθινή της ταυτότητα, ή όποια έρχεται άπό τά έσχατα, άπό τό μέλλον τής Βασιλείας τού Θεού.
’Έ τσ ι, άπαραίτητος όρος για νά μπορέσει ή Εκκλησία νά μιλήσει στο σύγχρονο άνθρωπο —μένοντας όμως πιστή στον εαυτό της, για νά μπορέσει νά κηρύξει τό εύαγγέλιο τής Βασιλείας στον κόσμο τού σήμερα— καί όχι στον άμετάκλητα ξεπερασμένο κόσμο τού χθές, είναι ή 22
22. Βλ. σχετικά τον τόμο Π. Κ αλαΪΤΖΙΔΗΣ (έπιμ.), 5Εκκλησία καί Εσχατολογία, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, χειμερινό πρόγραμμα 2000-1, Καστα- νιώτης, Αθήνα, 2003.
αποφασιστική απόκρουση του φονταμενταλιστικού πειρασμού, ή υπέρβαση του έθνοκεντρικού λόγου, όπως και ή οριστική εγκατάλειψη κάθε ονείρου επιστροφής σε θεοκρατικά σχήματα53 ή σέ όποιαοήποτε άλλη άντιμοντερνιστική ρομαντική εκδοχή «χριστιανικής κοινωνίας». Ή θεοκρατία καί ό νεοεθνικισμός, πού δεν είναι τίποτα άλλο από έκκο- σμικευμένες μορφές εσχατολογίας, δεν μπορούν να αποτελούν άκόμη, υστέρα από τή θεολογική άναγέννηση πού γνώρισε ό τόπος μας μετά τή θεολογία τής γενιάς τού ’ 60, τό περιεχόμενο τού κηρύγματος καί τής άποστολής τής Εκκλησίας στον κόσμο. Τα παραπάνω είναι βέβαια αδιανόητα χωρίς τήν καθυστερημένη έστω αποδοχή των κεκτη- μένων καί των κατακτήσεων τής δυτικής νεωτερικότητας, τή σοβαρή θεολογική σπουδή καί τό διάλογο με τήν έπερχόμενη —ή τήν ήδη παρούσα σύμφωνα με άλλους— μετανεωτερικότητα23 24 25, καθώς καί με τήν πραγματικότητα τής πολυπολιτισμικής κοινωνίας20. Ή ταύτιση τής Εκκλησίας με τό Βυζάντιο καί τήν Τουρκοκρατία, με τις παραδοσιακές καί αγροτικές κοινωνίες, καί ή ιστορική εκκρεμότητα πού συντηρείται με τή νεωτερικότητα, αποτελούν μέγιστο ποιμαντικό αλλά καί θεολογικό πρόβλημα, πού καθιστά αδύνατη καί άτελέσφορη όποια- δήποτε άπόπειρα διαλόγου τής Εκκλησίας με τον σύγχρονο παγκο- σμιοποιημένο κόσμο, γιά τον πολύ άπλό λόγο ότι οι κοινωνίες στις οποίες άπευθύνεται ή τελευταία —άκόμη καί όταν παρουσιάζουν άμυν- τικά φαινόμενα φονταμενταλιστικού τύπου— είναι άκατανόητες έξω άπό τό πλαίσιο τής νεωτερικότητας. ’Άν κάτι πάντως οφείλουμε νά διδαχτούμε άπό τήν έσχατολογική άποστασιοποίηση είναι ότι ή Ε κ κ λ η σία δεν ταυτίζεται με καμιά εποχή τής ιστορίας, με καμιά κοινωνία,
23. Βλ. σχετικά Οτ. P lo g e r , Theocracy and Eschatology, transi. S. Rudman, Basil Blackwell, Oxford, 1968.24. Πρβλ. Π. Β α ς ιΛΕΙΑΔΗ, Μετανεωτερικότητα καί Εκκλησία. Ή πρόκληση της ’Ορθοδοξίας, ’Ακρίτας, ’Αθήνα, 2002.25. Πρβλ. σχετικά τό αφιέρωμα στήν πολυπολιτισμικότητα τού θεολογικού περιοδικού Κ α θ' 'Οδόν, τχ. 16, 2000. Μέ τό θέμα ’Ορθοδοξία καί ΙΙολυπολιτι- σμικότητα θά ασχοληθεί τό χειμερινό πρόγραμμα τής Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών στο Βόλο, γιά τό τρέχον ακαδημαϊκό έτος 2003-4.
μέ κανένα δεδομένο σχήμα, ενώ δ πυρήνας τής αλήθειας της δέν μπορεί να δεσμεύεται καί να εξαντλείται άπδ τα προγενέστερα παραδείγματα τής σχέσης κόσμου καί Εκκλησίας. Στή σχέση αυτή ή Ε κ κ λ η σία, «μικρά ζύμη [πού] όλον τό φύραμα ζυμοΐ» {Α'Κορ. 5 ,6 ) , μπολιάζει καί αγιάζει τήν κάθε εποχή καί τήν κάθε κοινωνία, έπεκτείνοντας έτσι τις συνέπειες τής Ενσάρκωσης μέσα στο χώρο καί τό χρόνο, καί μαρτυρώντας γιά τή συνεχή Πεντηκοστή πού ζεΐ ή Εκκλησία.
Υ.Ή ίσλαμική επίθεση στους δίδυμους πύργους στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 όξυνε στο έπακρο τα φαινόμενα καί τις τάσεις που προσπαθήσαμε συντομογραφικά καί σχηματικά ίσως νά αναλύσουμε στην παρούσα εισαγωγή μας, με κίνδυνο νά αδικήσουμε, παρά τήν πρόθεσή μας, έπιμέρους στοιχεία καί πραγματικότητες τόσο τής ’Ορθοδοξίας όσο καί τού Ίσλάμ. ’Οφείλουμε εδώ νά διευκρινίσουμε ότι λόγω χώρου, αναγκαστικά άναφερθήκαμε στον επίσημο λόγο καί στην κυρίαρχη πρακτική τής κάθε πνευματικής παράδοσης, έχοντας βεβαίως πάντα κατά νούν τις φωτεινές εξαιρέσεις πού διαφυλάσσουν τήν αυθεντικότητα τής πίστης καί τήν γνησιότητα τής πνευματικής ζωής. Δέν θίξαμε παρά ελάχιστα τήν οικονομική πλευρά τής παγκοσμιοποίησης καί τις ευρύτερες συνέπειές της, γιατί θεωρούμε πώς είμαστε, λόγω ειδίκευσης, αναρμόδιοι νά θέσουμε τέτοια ζητήματα. Γ ιά λόγους όμως επιστημονικής ακρίβειας, δεοντολογίας καί σφαιρικότερης προσέγγισης τού θέματος, ας μάς έπιτραπεΐ νά παραπέμψουμε τον αναγνώστη καί σέ μερικές από τις μελέτες εκείνες πού έκφράζουν τήν ριζική αμφισβήτηση
ν ο/ — f \ \ ~ ' 2 6καί άρνηση της παγκοσμιοποίησης — συχνά καί της παγκοσμιότητας . 26
26. Βλ. Κ. Β ε ρ γ ΟΠΟΓΛΟΤ, Παγκοσμιοποίηση. Ή μεγάλη χίμαιρα, Λιβάνης, Αθήνα, 1999' Γ . ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ, Στο κοϊλον της ιστορίας. 'Ελλάδα και παγκοσμιοποίηση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2002' Μπ. Μ παρμπ ε ρ , Ό κόσμος των Mac κόντρα στους Τζιχάντ. Ή παγκοσμιοποίηση καί ό φονταμεντιλισμός εχθροί της "ελευθερίας καί της δημοκρατίας, μτφρ. Α. Φιλιππάτος, Καστανιώτης, Αθήνα, 1998. Πρβλ. P. Q. H irst, Gr. Thompson, Globalization in Question: The International Economy and the Possibilities of Governance, Polity Press, Cambridge, 1996.
Ή τραχύτητα των φαινομένων καί οϊ ριζικές μεταβολές που φάνηκε πώς θά επιφέρουν στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις καί στον έπι- χειρούμενο διάλογο των θρησκειών καί των πολιτισμών, άπαιτοΰσαν έναν ελεύθερο δημόσιο διάλογο καί μία απροκατάληπτη συζήτηση. Τό άνά χεϊρας βιβλίο είναι καρπός αυτής τής δημόσιας έκδήλωσης- συζήτησης πού μέ θέμα Ίσλαμ καί φονταμενταλίσμός — Όρθοοοζία καί παγκοσμιοποίηση, διοργανώθηκε στο Βόλο, στις 12 Νοεμβρίου 2001, από την εφημερίδα Ή Θεσσαλία καί τήν ’Ακαδημία Θεολο- γικών Σπουδών, ή οποία λειτουργεί ώς ένα ανοιχτό εργαστήρι σκέψης καί διαλόγου για τή σχέση τής Ε κκλησίας μέ τη διανόηση καί τήν κοινωνία, δίχως αμυντικά αντανακλαστικά καί απολογητική διάθεση. Ή εκδήλωση αυτή ήταν ένταγμένη στις παράλληλες εκδηλώσεις τού χειμερινού προγράμματος τής ’Ακαδημίας, πού μετά τήν θεματική τού έτους 2000-1: 5Εκκλησία καί ’Εσχατολογία21, για τό ακαδημαϊκό έτος 2001-2 εξέτασε τό θέμα ’Ορθοδοξία καί Νεωτερι- κότητα27 28. Στο άρχικό σώμα τών εισηγήσεων προστέθηκε τό κείμενο
27. Ό ομώνυμος τόμος τών εισηγήσεων κυκλοφόρησε άπό τις εκδόσεις Κα- στανιώτη, Αθήνα, 2003.28. Ό ομώνυμος τόμος τών εισηγήσεων πρόκειται να κυκλοφορήσει αρχές τού 2004 από τις εκδόσεις ’Ίνδικτος. Στο μεταξύ ή Ακαδημία συνέχισε καί διεύρυνε τις δραστηριότητές της, διοργανώνοντας τήν επόμενη σειρά μαθημάτων (2002-3) μέ θέμα: Φύλο καί θρησκεία - Ή θέση της γυναίκας στην Ε κ κλη σία, άλλα καί άλλα σεμινάρια, συνέδρια καί ήμερίδες όπως: Εκκλησία καί "Αριστερά (κυκλοφορείσε βιβλίο τήν άνοιξη τού 2004 από τις εκδόσεις τής Εστίας), Θεολογία καί σύγχρονη ναοοομία (σε συνεργασία, μέ τό Drury University τών Η.Π.Α.), Θεολογία καί Λογοτεχνία (άπό κοινού μέ τό περιοδικό Νέα Εστία), Γυναίκες καί θρησκείες: τό πρόβλημα της βίας καί τοϋ ψονταμενταλισμοϋ (σε συνεργασία μέ τήν Σοσιαλιστική Όμάδα τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καί τό Σύνδεσμο ’Ορθοδόξων Γυναικών Ευρώπης), κ.ά. Στήν ’ίδια κατεύθυνση τού διαλόγου τής θεολογίας μέ τον κόσμο καί τά φλέγοντα καί ζωτικής σημασίας προβλήματα τής εποχής μας, τό χειμερινό πρόγραμμα τής ’Ακαδημίας για τό τρέ- χον άκαδημαϊκό έτος (200 3 -4 ) θά μελετήσ ει τό θέμα: ’Ορθοδοξία καί Πολυπολιτισμικότητα. Στή συνάφεια αυτή είναι σημαντικό νά άναφέρουμε άκόμη τή συνεργασία τής ’Ακαδημίας σέ διάφορες περιστάσεις μέ τό Γαλλικό Ίνστι-
του Tarek Mitri, πού παρουσιάστηκε κατά τή διάρκεια του προγράμματος ’Ορθοδοξία καί Ε τερότητα , το καλοκαίρι τού 2002, στο θερινό τμήμα τής Ακαδημίας. Τό βιβλίο αυτό τέλος συμπληρώνουν τα κείμενα των Γ . Καραμπελιά, Ν. Μουζέλη καί Δ. Μπεκριδάκη, πού ήρθαν νά καλύψουν έπιμέρους πτυχές τού θέματος αλλά καί νά προσφέρουν μεγαλύτερη πολυφωνία καί σφαιρικότητα στις προσεγγίσεις. Ή διατύπωση τού θέματος καί τού τίτλου δεν συνδέει τον φονταμενταλισμό αποκλειστικά με τό Τσλάμ ούτε την πρόκληση τής παγκοσμιοποίησης άποκλειστικά με την ’Ορθοδοξία. 'Όπως ήδη έπι- σημάνθηκε στο κείμενό μας, ό φονταμενταλισμός ώς στάση, νοοτροπία καί τοποθέτηση έναντι τής ιστορίας καί τής προόδου, ώς πειρασμός φυγής στο παρελθόν καί άρνησης τού παρόντος καί τού μέλλοντος, αφορά καί τήν ’Ορθοδοξία (όπως καί τον δυτικό χριστιανισμό άπό όπου καί προέρχεται), ενώ ή παγκοσμιοποίηση άπό τήν πλευρά της —μαζί με τήν καθυστερημένη άποδοχή τής νεωτερικό- τητας— αποτελεί τή σημαντικότερη καί πιο έπώδυνη πρόκληση τόσο γιά τήν ’Ορθοδοξία οσο καί για τό Ίσλάμ.
Τό βιβλίο αυτό οφείλει πολλά καί σέ πολλούς. ’Άς μάς έπιτραπεί όμως άπό τή θέση αυτή νά ευχαριστήσουμε ονομαστικά τήν εφημερίδα τού Βόλου Ή Θεσσαλία, καί ιδιαιτέρως τον διευθυντή της, τον άγαπητό φίλο Θανάση Σαμαρά, γιά τήν άψογη συνεργασία κατά τή διοργάνωση, τή διαρκή στήριξη τού έργου τής ’Ακαδημίας Θεολο- γικών Σπουδών, τήν ευαισθησία γιά τά σπουδαία καί ουσιώδη πού πάντα επιδεικνύουν, καθώς καί γιά τήν ικανότητά τους νά άντιλαμ- βάνονται τήν κρυμμένη πνευματική διάσταση τών πραγμάτων καί τών γεγονότων. Τον θεολόγο-συνεργάτη τής ’Ακαδημίας Νίκο Ντόν- το γιά τήν όλη συνεργασία στήν επιμέλεια τού βιβλίου καί ιδιαιτέρως γιά τή μετάφραση τού κειμένου τού Tarek Mitri. Τούς φίλους
τούτο Αθηνών, το Οικουμενικό Ινστιτούτο τού Bossey τής Γενεύης (Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών), τό Δημοτικό Κέντρο "Ιστορίας τού Δήμου Βόλου, τό θεολογικό περιοδικό Σύναξη, τό περιοδικό ’’Ανάλογων τής Τέρας Μη- τροπόλεως Κοζάνης, τις εκδόσεις Καστανιώτης, Αρμός καί ’Ίνδικτος.
καί συνεργάτες Γιώργο Σκαλτσά, Θανάση Παπαθανασίου, Ε λ έν η Ταμαρέση καί Κατερίνα Ζορμπά, γιά τή διαρκή προθυμία καί ετοιμότητα. Είναι περιττό νά τονίσουμε πώς οί απόψεις πού ή παρούσα εισαγωγή υιοθετεί ούτε σκοπεύουν νά προκαταλάβουν τις θέσεις τών συγγραφέων τού άνά χεΐρας βιβλίου ούτε διεκδικούν κάποια αντικειμενικότητα. Συνοψίζοντας τήν ευρύτερη προβληματική καί θεματολογία, δεν παύουν νά εκφράζουν τις θεολογικές καί πνευματικές ευαισθησίες τού γράφοντος, γιά τις όποιες, όπως καί γιά τά τυχόν λάθη καί παραλείψεις, αναλαμβάνει πλήρως τήν ευθύνη.