Εμποροβιομηχανικές εκθέσεις (1859-1903) Νεωτερικότητα,...

7
Εμποροβιομηχανικές εκθέσεις (1859-1903) Νεωτερικότητα, εκβιομηχάνιση και τα όρια του ελληνικού παραδείγματος Μανόλης Αρκολάκης Εισαγωγή Η διοργάνωση εμποροβιομηχανικών εκθέσεων ξεκινά την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά το σημείο καμπής θεωρείται η Διεθνής Έκθεση του Λονδίνου το 1851. Η μεγάλη επιτυχία της συνέβαλλε στη διοργάνωση παρόμοιων εκθέσεων σε ολόκληρο τον κόσμο, όπου βέβαια είχε ξεκινήσει η διαδικασία της εκβιομηχάνισης. Μέχρι το 1938, θεωρώντας ως κλείσιμο της περιόδου της εστίασης στην εκβιομηχάνιση και τις τεχνολογικές εφευρέσεις τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1937, 39 μεγάλες διεθνείς εκθέσεις διοργανώθηκαν στην Ευρώπη, την Αμερική και την Αυστραλία και δεκάδες ακόμη με εθνική και περιφερειακή εμβέλεια, καταδεικνύοντας την ωρίμανση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την παγκόσμια επέκτασή του μέσω της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού καθώς και τη διαμόρφωση μιας νέας συνείδησης συνδεδεμένης με ταχύρρυθμες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές που συνθέτουν τη διαδικασία της νεωτερικής εμπειρίας. Πρόκειται λοιπόν ουσιαστικά για την παράσταση του ιστορικού σχεδίου της νεωτερικότητας, ή αν θέλετε για τις διάφορες εκφάνσεις του νεωτερικού τρόπου ζωής. Υπό την επίδραση των διεθνών εκθέσεων, στη διάρκεια της πρώτης φάσης αυτής της περιόδου, μέχρι τη Διεθνή Έκθεση του Σαιντ Λιούις το 1904, διοργανώθηκαν στην Αθήνα τέσσερις εθνικές εμποροβιομηχανικές εκθέσεις με την ονομασία Ολύμπια (1859, 1870, 1875 και 1888) καθώς και η Διεθνής Έκθεση στο Ζάππειο το 1903. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι μια πρώτη πολύ εισαγωγική αναφορά τόσο στο διεθνές ιστορικό πλαίσιο όσο και στις πέντε ελληνικές εκθέσεις ώστε να καταδειχθεί η αναγκαιότητα της σχετικής έρευνας καθώς και η περαιτέρω εμβάθυνση που θα συμβάλλει στην εξέταση του νεωτερικού σχεδίου στην ελληνική περίπτωση. Ι Δυστυχώς, δεν μπορώ εδώ να επεκταθώ ούτε στα βασικά σημεία του θεωρητικού πλαισίου για την νεωτερικότητα πάνω στο οποίο θα στηριχθεί ολόκληρη η ερευνητική προσπάθεια, θα ήθελα απλώς να επισημάνω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η νεωτερικότητα εκλαμβάνεται ως τρόποι εμπειρίας της καθημερινής διαδικασίας στην περίοδο της ωρίμανσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και λιγότερο ως θεωρία εκσυγχρονισμού. Συμφωνώντας με τον Πήτερ Όσμπορν, η 1

Transcript of Εμποροβιομηχανικές εκθέσεις (1859-1903) Νεωτερικότητα,...

Εμποροβιομηχανικές εκθέσεις (1859-1903)Νεωτερικότητα, εκβιομηχάνιση και τα όρια του ελληνικού

παραδείγματος

Μανόλης Αρκολάκης

Εισαγωγή Η διοργάνωση εµποροβιοµηχανικών εκθέσεων ξεκινά την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά

το σηµείο καµπής θεωρείται η Διεθνής Έκθεση του Λονδίνου το 1851. Η µεγάλη επιτυχία της

συνέβαλλε στη διοργάνωση παρόµοιων εκθέσεων σε ολόκληρο τον κόσµο, όπου βέβαια είχε

ξεκινήσει η διαδικασία της εκβιοµηχάνισης. Μέχρι το 1938, θεωρώντας ως κλείσιµο της περιόδου

της εστίασης στην εκβιοµηχάνιση και τις τεχνολογικές εφευρέσεις τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού

το 1937, 39 µεγάλες διεθνείς εκθέσεις διοργανώθηκαν στην Ευρώπη, την Αµερική και την

Αυστραλία και δεκάδες ακόµη µε εθνική και περιφερειακή εµβέλεια, καταδεικνύοντας την

ωρίµανση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την παγκόσµια επέκτασή του µέσω της

αποικιοκρατίας και του ιµπεριαλισµού καθώς και τη διαµόρφωση µιας νέας συνείδησης

συνδεδεµένης µε ταχύρρυθµες κοινωνικές, οικονοµικές, πολιτικές και πολιτισµικές αλλαγές που

συνθέτουν τη διαδικασία της νεωτερικής εµπειρίας. Πρόκειται λοιπόν ουσιαστικά για την

παράσταση του ιστορικού σχεδίου της νεωτερικότητας, ή αν θέλετε για τις διάφορες εκφάνσεις του

νεωτερικού τρόπου ζωής.

Υπό την επίδραση των διεθνών εκθέσεων, στη διάρκεια της πρώτης φάσης αυτής της περιόδου,

µέχρι τη Διεθνή Έκθεση του Σαιντ Λιούις το 1904, διοργανώθηκαν στην Αθήνα τέσσερις εθνικές

εµποροβιοµηχανικές εκθέσεις µε την ονοµασία Ολύµπια (1859, 1870, 1875 και 1888) καθώς και η

Διεθνής Έκθεση στο Ζάππειο το 1903. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι µια πρώτη πολύ

εισαγωγική αναφορά τόσο στο διεθνές ιστορικό πλαίσιο όσο και στις πέντε ελληνικές εκθέσεις

ώστε να καταδειχθεί η αναγκαιότητα της σχετικής έρευνας καθώς και η περαιτέρω εµβάθυνση που

θα συµβάλλει στην εξέταση του νεωτερικού σχεδίου στην ελληνική περίπτωση.

ΙΔυστυχώς, δεν µπορώ εδώ να επεκταθώ ούτε στα βασικά σηµεία του θεωρητικού πλαισίου για την

νεωτερικότητα πάνω στο οποίο θα στηριχθεί ολόκληρη η ερευνητική προσπάθεια, θα ήθελα απλώς

να επισηµάνω ότι στη συγκεκριµένη περίπτωση η νεωτερικότητα εκλαµβάνεται ως τρόποι

εµπειρίας της καθηµερινής διαδικασίας στην περίοδο της ωρίµανσης του καπιταλιστικού τρόπου

παραγωγής και λιγότερο ως θεωρία εκσυγχρονισµού. Συµφωνώντας µε τον Πήτερ Όσµπορν, η

�1

νεωτερικότητα αντιµετωπίζεται από τη µια πλευρά “ως µια κατηγορία της ιστορικής

περιοδολόγησης [και από την άλλη] ως διακριτή µορφή ή ποιότητα της κοινωνικής εµπειρίας”

δηλαδή γίνεται προσπάθεια να κατανοηθεί µέσω της διαλεκτικής µιας συγκεκριµένης

χρονοποίησης της ιστορίας. Ενώ λοιπόν εµφανίζεται ως σχέδιο, πρόκειται ουσιαστικά για τη µορφή

µιας ιστορικής συνείδησης που µεταµορφώνει τις συνθήκες της ίδιας της τής ύπαρξης,

επιτρέποντας έτσι την αποδοχή ενός πλήθους σχεδίων που µέσα στην ιστορική διαδικασία θα

συνυπάρξουν µε αντιθέσεις και ανταγωνισµούς. Με αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να

αντιµετωπίσουµε και την ελληνική περίπτωση µε το δικό της νεωτερικό σχέδιο που διαµορφώνεται

συγχρόνως µε µια συγκεκριµένη ιστορική συνείδηση.

Οι διεθνείς εµποροβιοµηχανικές εκθέσεις έγιναν οι κατ’ εξοχήν τόποι της νεωτερικότητας, ή όπως

λέει ο Βάλτερ Μπένγιαµιν, “οι διεθνείς εκθέσεις είναι τόποι προσκυνήµατος στο φετίχ του

εµπορεύµατος”. Βέβαια εδώ ο Μπένγιαµιν ενδιαφέρεται για τη διαµόρφωση της συνείδησης του

εργάτη από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τις εκφάνσεις του αλλά συγχρόνως µε την

οξυδέρκειά του τονίζει ότι οι δύο εκθέσεις στο Λονδίνο το 1851 και το 1862 αποτέλεσαν ιδανική

αφορµή για την αποστολή πολυµελούς αντιπροσωπείας Γάλλων εργατών και οι συναντήσεις

µεταξύ εργατών στη διάρκεια των εκθέσεων συνέβαλαν µε έµµεσο αλλά σηµαντικό τρόπο στην

ίδρυση της Α΄ Διεθνούς. Οι εκθέσεις λοιπόν έγιναν ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της

νεωτερικότητας, ένας από τους βασικούς τρόπους προβολής της µέσω µιας φαντασιακής ενότητας,

µιας µυθοπλασίας που απαιτούσε την ενσωµάτωση σε µια συγκεκριµένη καθηµερινότητα όπου το

κέρδος µέσω της κατανάλωσης συνδυάζεται θαυµάσια µε το εφήµερο και το ενδεχόµενο, και αυτό

επιτυγχάνεται µέσω της εναλλαγής τόπων αναπαράστασης και µορφών επιτέλεσης.

ΙΙΣύµφωνα µε το παραπάνω θεωρητικό πλαίσιο, για να κατανοήσουµε τις διαδικασίες που οδήγησαν

στη διοργάνωση των εµποροβιοµηχανικών εκθέσεων στην Ελλάδα, θα πρέπει να εξετάσουµε και

τις εσωτερικές διεργασίες στο νεοσύστατο νεοελληνικό κράτος και την επιρροή από το εξωτερικό.

Η ροµαντική αφήγηση για τη διαµόρφωση εθνικής συνείδησης σε άµεση αναφορά σε ένα ένδοξο

παρελθόν συµβαδίζει µε την οικοδόµηση ενός νεωτερικού κράτους εκ του µηδενός. Γι αυτό από τη

µία πλευρά έχουµε την πρόταση του Σούτσου το Δεκέµβριο του 1834 για αναβίωση αθλητικών

αγώνων µε πρότυπο τους αρχαίους Ολυµπιακούς Αγώνες και από την άλλη την πρόταση του

Κωλέττη τον Ιανουάριο του 1835 για την αναγκαιότητα εκβιοµηχάνισης της ελληνικής οικονοµίας,

πρόταση που υιοθέτησε η Αντιβασιλεία τον Μάρτιο του 1835. Σε αυτό το πνεύµα δηµοσιεύεται τον �2

Φεβρουάριο του 1837 το ΦΕΚ για τη σύσταση επιτροπής επί της εµψυχώσεως της εθνικής

βιοµηχανίας, σύµφωνα µε το νόµο ένα από τα καθήκοντά της είναι και η διοργάνωση εκθέσεων, η

οποία όµως παραµένει ουσιαστικά ανενεργή για πολλά χρόνια. Θα πρέπει όµως να επισηµανθεί ότι

µέλη αυτής της επιτροπής αναλαµβάνουν το 1850 να προετοιµάσουν την ελληνική συµµετοχή στη

Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου όπου θα γνωρίσουν τον Στέφανο Ξένο που αργότερα θα παίξει

καθοριστικό ρόλο στη διοργάνωση των Ολυµπίων. Όπως επίσης θα πρέπει να επισηµανθεί ότι

αµέσως µετά το τέλος της έκθεσης επενεργοποιείται η επιτροπή για την εµψύχωση της βιοµηχανίας

και ανανεώνεται µε µέλη που συµµετείχαν στην οργανωτική επιτροπή για την έκθεση στο Λονδίνο.

Υπό αυτή τη νέα σύσταση η επιτροπή θα έχει στη συνέχεια την ευθύνη για την ελληνική

συµµετοχή στη διεθνή έκθεση στο Παρίσι το 1855 και τη διοργάνωση των πρώτων Ολυµπίων.

Για την παρουσία της Ελλάδας στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου, το µόνο που θα ήθελα να πω εδώ

επιγραµµατικά είναι η δυσκολία κατάταξης και ενσωµάτωσης στο κυρίαρχο νεωτερικό σχέδιο. Από

τη µια πλευρά η ιδιοποίηση του αρχαιοελληνικού πνεύµατος ως συστατικό στοιχείο της Δυτικής

πολιτιστικής αφήγησης, όπως έγινε έκδηλο κυρίως µε τα γλυπτά στο αµερικανικό περίπτερο, και

από την άλλη το µικρό ελληνικό περίπτερο µε τους 36 εκθέτες βρέθηκε ουσιαστικά δίπλα στις

ασιατικές συµµετοχές, προσπαθώντας να διαρρήξει την κυρίαρχη οριενταλιστική προκατάληψη.

ΙΙΙΜετά από πολλές καθυστερήσεις και αναβολές, µέχρι και την τελευταία στιγµή, αφού η έναρξη

είχε προγραµµατιστεί για τις αρχές Οκτωβρίου του 1859, τα πρώτα Ολύµπια ξεκίνησαν πανηγυρικά

στις 18 του µήνα µε 947 εκθέτες από τα περισσότερα µέρη της χώρας, µε κυρίαρχη φυσικά την

παρουσία εκθετών από την Αθήνα και την Ερµούπολη. Δεν θα ήθελα εδώ να υπεισέλθω σε

λεπτοµέρειες για την πρώτη διοργάνωση αλλά να επισηµάνω µερικές µόνο πλευρές της. Ο

εκθεσιακός χώρος ήταν µια γυάλινη κατασκευή επί της οδού Πειραιώς στο ύψος του κτιρίου που

στέγαζε τότε το Πολυτεχνείο και το οποίο ενσωµατώθηκε στον εκθεσιακό χώρο. Εµφανέστατη

λοιπόν η επιρροή από το Κρύσταλ Πάλλας του Λονδίνου και οµολογηµένη από τον αρχιτέκτονα

και τους διοργανωτές. Ακόµη και το εσωτερικό του χώρου προσπάθησε να µιµηθεί σε µικρογραφία

το Κρύσταλ Πάλλας µε ένα συντριβάνι στο κέντρο και λουλούδια ολόγυρα. Όπως επίσης ο

τµηµατικός διαχωρισµός των εκθεµάτων βασίστηκε στον αντίστοιχο της έκθεσης του Λονδίνου. Η

διοργάνωση υπέφερε από τον πολύ άσχηµο καιρό, τα νερά της βροχής που κατέβαιναν από την

πλατεία Οµονοίας, τότε Λουδοβίκου έβρισκαν φράγµα τον εκθεσιακό χώρο, οι ιππικοί αγώνες

αναβλήθηκαν και όταν τελικά έγιναν ανέδειξαν όλα τα οργανωτικά προβλήµατα ενός άπειρου �3

κρατικού µηχανισµού που αδυνατούσε να διαχειριστεί τον αστικό χώρο και το πλήθος του σε

εκδηλώσεις νεωτερικού χαρακτήρα. Αυτήν την εποχή δεν µπορούµε να µιλάµε παρά για στοιχειώδη

ανάπτυξη της βιοµηχανίας, όπως ακριβώς είχε παρουσιαστεί στην έκθεση του Υπουργού

Εσωτερικών Αναγνωστόπουλου το 1848 µε πέντε βασικά προϊόντα: µετάξη, µαλιά, βαµβάκι,

δέρµατα και βαφικές ύλες, µε την µετάξη να αποτελεί το κυρίαρχο βιοµηχανικό εξαγωγικό προϊόν.

Περισσότερη ίσως σηµασία είχε η επίδειξη γεωργικών µηχανηµάτων που έγινε µε την παρουσία

του βασιλικού ζεύγους, καταδεικνύοντας την αρχική τουλάχιστον διάθεση για εκµηχάνιση της

γεωργικής παραγωγής που αντέκρουσε όµως στις δοµικές αγκυλώσεις του πρωτογενούς τοµέα στην

Ελλάδα. Τέλος, να επισηµανθεί η δυσκολία του αθηναϊκού τύπου να παρακολουθήσει και να

αναδείξει το πρωτοφανές αυτό γεγονός, αφού δεν υπήρχε όχι τόσο η καθηµερινή προβολή αλλά

ούτε η στοιχειώδης παρουσίαση. Μόνο προς το τέλος της διοργάνωσης πληθαίνουν τα σχετικά

άρθρα µε την υπόσχεση της αναλυτικής παρουσίασης µετά τη λήξη της έκθεσης, µια υπόσχεση που

καµιά εφηµερίδα δεν κράτησε.

Αν και η αρχική ιδέα ήταν η τακτική διοργάνωση των εκθέσεων ανά τέσσερα χρόνια, τα επόµενα

Ολύµπια έλαβαν χώρα µόλις το 1870 και αφού είχε πεθάνει ο Ευαγγέλης Ζάππας, ο οποίος µε τη

διαθήκη του στηρίζει τη συνέχιση του θεσµού, και είχε ανασυγκροτηθεί η οργανωτική επιτροπή το

1863. Παρά τα προβλήµατα που εµφανίστηκαν στην εκτέλεση της διαθήκης λόγω παρέµβασης της

ρουµανικής κυβέρνησης, ο Κωνσταντίνος Ζάππας επιµένει στην καθιέρωση και τη µονιµοποίηση

των εκθέσεων, προγραµµατίζοντας και την ανέγερση µόνιµου εκθεσιακού χώρου. Σύµφωνα και µε

την εναρκτήρια οµιλία του αντιπροέδρου της επιτροπής Δηµήτρη Χρηστίδη, η έµφαση στη δεύτερη

έκθεση δίνεται στην προβολή και την αναγκαιότητα της βιοµηχανικής ανάπτυξης. Παράλληλα, υπό

την επίδραση της παρισινής έκθεσης του 1867 προβάλλονται ιδιαιτέρως οι ελευθέριες τέχνες και η

φωτογραφία. Ειδικά η παρουσία της τελευταίας γίνεται έντονη µε τη συµµετοχή αρκετών

φωτογράφων που επιδιώκουν να τονίσουν πλέον όχι µόνο την τεχνολογική πλευρά του µέσου αλλά

και τις καλλιτεχνικές δυνατότητες της φωτογραφικής απεικόνισης.

Αν οι µεγάλες διεθνείς εκθέσεις της Ευρώπης εξυπηρετούν και την προβολή των ισχυρών

αποικιοκρατικών δυνάµεων της εποχής όπου η εκβιοµηχάνιση συµβαδίζει µε τη στερέωση του

έθνους κράτους έχοντας ως γνώµονα τον ορθολογισµό και το εµπορικό κέρδος, στην ελληνική

περίπτωση, οι εκθέσεις έρχονται να εξυπηρετήσουν ένα κράτος που παλεύει να αποκτήσει τα

αντίστοιχα χαρακτηριστικά, διαµορφώνοντας ακόµη µια εθνική συνείδηση που να συσπειρώνει τα

αστεϊκά και αγροτικά στρώµατα. Από τη µία πλευρά δίνεται έµφαση στην προβολή, όπως λέγεται,

�4

αντικειµένων που θα είναι χρήσιµα για την ηθική και υλική βελτίωση του λαού και από την άλλη η

αφήγηση της Μεγάλης Ιδέας κατέχει κεντρικό ρόλο στην ελληνική εκδοχή του νεωτερικού σχεδίου.

Τα Γ΄ Ολύµπια ανοίγουν τις πύλες τους τον Μάιο του 1875 και θεωρούνται η αρτιότερη

διοργάνωση µε έµφαση στην ανάπτυξη της γεωργίας. Ο εκθεσιακός χώρος καταλάµβανε 1.000 τ.µ.

για να φιλοξενήσει 1272 εκθέτες. Στο πρόγραµµα περιλαµβάνονταν καλλιτεχνικοί διαγωνισµοί και

απονοµή µεταλλίων, αν και θα πρέπει να επισηµανθεί η απουσία του βασιλικού ζεύγους από τις

εκδηλώσεις. Η ποικιλία των εκθεµάτων και η αντιπροσώπευση των περισσοτέρων περιοχών της

χώρας επιτεύχθηκε µε την καλύτερη λειτουργία του δικτύου της τοπικής αυτοδιοίκησης,

ακολουθώντας το αντίστοιχο παράδειγµα που εφαρµόστηκε στην Διεθνή Έκθεση της Βιέννης το

1873. Είναι φανερό ότι η ελληνική συµµετοχή στις µεγαλύτερες διεθνείς εκθέσεις προσέφερε

σηµαντική εµπειρία στην εκάστοτε διοργάνωση. Στα πρώτα Ολύµπια αξιοποιήθηκε η εµπειρία από

το Λονδίνο του 1851 και το Παρίσι του 1855, στα δεύτερα από το Παρίσι του 1867 και στα τρίτα,

όπως ειπώθηκε, από τη Βιέννη του 1873.

Τα Δ΄ Ολύµπια διοργανώνονται µε αρκετή καθυστέρηση το 1888, συµπίπτοντας µε την

ολοκλήρωση του Ζαππείου, έπειτα από πολλές διαµάχες και ανταγωνισµούς. Η διοργάνωση έχει

πλέον µεγεθυνθεί σε σηµαντικό βαθµό ενώ η πολιτιστική σηµασία αρχίζει να υπερισχύει σε σχέση

µε τη βιοµηχανική και τεχνολογική πλευρά της έκθεσης. Ο εκθεσιακός χώρος καταλαµβάνει 4.500

τ.µ. µε 1322 εκθέτες. Υπάρχει πλέον και τµήµα υφαντουργίας, ενώ εκτίθεται και ασθενοφόρο.

Ολόκληρος ο χώρος ηλεκτροφωτίζεται από τον Έντισον και το θέατρο Ολύµπια εντάσσεται

κατάλληλα στον εκθεσιακό χώρο. Το στοιχείο εντυπωσιασµού είναι έκδηλο, µέχρι και αερόστατο

εµφανίστηκε πάνω από το Θησείο, κάτι που διαπιστώνεται από τις πολλές περιγραφές στον

αθηναϊκό τύπο καθώς και τα εµπεριστατωµένα άρθρα µε αναµνήσεις για τις προηγούµενες

διοργανώσεις. Παρ’ όλα αυτά ο τρόπος και ο βαθµός πρόσληψης δεν είναι ίδιος ακόµη και µεταξύ

των πλέον συνειδητών εκφραστών του νεωτερικού σχεδίου. Για παράδειγµα, ο Εµµανουήλ Ροΐδης,

αν και ήταν µέλος της επιτροπής των βραβείων, δεν έγραψε απολύτως τίποτα, εκτός από µία και

µοναδική εκ παραδροµής αναφορά για την πρόοδο της ελληνικής γεωργίας και βιοµηχανίας, όπως

φαίνεται και από την έκθεση.

Τα προβλήµατα πάντως µε την οργανωτική επιτροπή συνεχίστηκαν και τα επόµενα χρόνια, σε

σχέση µε την οικονοµική διαχείριση και την αποτελεσµατική της λειτουργία. Το 1890 δηµοσιεύεται

σε ΦΕΚ ο ισολογισµός της έκθεσης και το 1892 βρίσκεται η διαθήκη του Κωνσταντίνου Ζάππα στο

�5

προσωπικό του αρχείο στο Βουκουρέστι. Στη συζήτηση στη Βουλή το 1893 για τον οικονοµικό

απολογισµό της έκθεσης έγιναν άµεσες καταγγελίες για διαφθορά και διασπάθιση των χρηµάτων

του κληροδοτήµατος Ζάππα, ενώ σηµειωτέον το 1891 είχαν διατεθεί στην οργανωτική επιτροπή

30.000 δρχ. µε πίστωση του δηµοσίου. Η εµπειρία πάντως της επιτροπής διαπιστώνεται από το

γεγονός ότι παραµένει υπεύθυνη για την ελληνική συµµετοχή σε εκθέσεις του εξωτερικού, ότι

διοργανώνει το 1895 τη Διαρκή Βιοτεχνική Έκθεση στο Ζάππειο και κυρίως ότι µέλη της

στελεχώνουν την οργανωτική επιτροπή για τους πρώτους Ολυµπιακούς Αγώνες του 1896.

Η Διεθνής Έκθεση του Ζαππείου το 1903 είναι περισσότερο γνωστή από καρτ-ποστάλ παρά από

ιστορικές αναφορές. Πρόβληµα υπάρχει ακόµη και στην ανεύρεση αρχειακού υλικού, αφού για

παράδειγµα στο αρχείο του Στέφανου Δραγούµη, υπεύθυνου του κληροδοτήµατος Ζάππα δεν

υπάρχει το παραµικρό στοιχείο, εν αντιθέσει µε τα Ολύµπια. Παρ’ όλα αυτά, η έκθεση του 1903

αποτελεί καµπή γιατί ακριβώς συµπίπτει µε το κλείσιµο της πρώτης φάσης της περιόδου των

εκθέσεων, φέροντας έντονα τα σηµάδια των αλλαγών που έχουν συντελεστεί και σε παγκόσµιο

αλλά και σε τοπικό επίπεδο σε σχέση µε τη διάρθρωση και τη δοµή των εµποροβιοµηχανικών

εκθέσεων. Η Διεθνής Έκθεση του Παρισιού το 1900 µε τη θεµατολογία και τον γιγαντισµό της

αποτελεί το παράδειγµα για να καταλάβουµε το πνεύµα µε το οποίο διοργανώθηκαν όλες οι

εκθέσεις στο γύρισµα του αιώνα. Γι’ αυτό, εκτός των άλλων, και θεωρείται από πολλούς ιστορικούς

η έκθεση που κλείνει την πρώτη φάση, κατά την γνώµη µου όµως η Διεθνής Έκθεση στο Σαιντ

Λιούις το 1904 εµπεριέχει µεν όλα τα χαρακτηριστικά της έκθεσης του 1900, δηλαδή τη

θεαµατικότητα και τον καταναλωτισµό, αλλά τα παρουσιάζει µε τον συγκεκριµένο τρόπο που

αναπτύσσονται η αµερικανική βιοµηχανία και κοινωνία και ο οποίος θα κυριαρχήσει τα επόµενα

χρόνια. Οι τρόποι όµως αναπαράστασης και ιδιοποίησης που εµφανίστηκαν στην ωριµότητά τους

στο Παρίσι επηρέασαν, αν όχι ποσοτικά, πάντως ποιοτικά τις υπόλοιπες εκθέσεις. Κάτι αντίστοιχο

συνέβη και µε την έκθεση του Ζαππείου. Δεν ήταν µόνο η µεγάλη ελληνική συµµετοχή στο Παρίσι

αλλά και η προβολή της έκθεσης του 1900 από τον αθηναϊκό τύπο µέχρι και η διοργάνωση

οµαδικών εκδροµών από τουριστικά γραφεία, φαινόµενο µάλλον πρωτοφανές για την εποχή.

Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί ως ενδεικτική περίπτωση ότι στην αίθουσα του Παρνασσού έγιναν

µε µεγάλη επιτυχία θεµατικές παρουσιάσεις της έκθεσης από πανεπιστηµιακούς καθηγητές. Η

έκθεση λοιπόν του Ζαππείου λίγα χρόνια µετά εµπεριέχει όλα αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά,

εστιάζοντας στον εντυπωσιασµό και την κατανάλωση, σε µια Αθήνα που λίγη σχέση έχει πια µε

εκείνη του 1859, έχοντας µεγαλώσει και µετατραπεί σε µια νεωτερική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα µε

�6

τις δικές της στοές και µεσοστρώµατα που ψωνίζουν από τα πρώτα πολυκαταστήµατα και

διασκεδάζουν µε την οπερέτα και τον κινηµατογράφο.

ΕπίλογοςΟ Ελευθέριος Σκιαδάς στο βιβλίο του για τους αθλητικούς αγώνες στα Ολύµπια υποστηρίζει ότι

υπάρχει πλούσιο αρχειακό υλικό, διάσπαρτο σε διάφορα αρχεία. Η έναρξη της προσωπικής µου

έρευνας, η οποία βρίσκεται ακόµη σε αρχικό στάδιο, ήδη επιβεβαίωσε ότι η συγκεκριµένη δήλωση

ισχύει σε σηµαντικό βαθµό. Τα προβλήµατα µε τα αρχεία στην Ελλάδα είναι βέβαια γνωστά και δεν

υπάρχει λόγος να επαναληφθούν εδώ. Θα ήθελα απλώς να επισηµάνω ότι η έρευνα έχει ξεκινήσει

µε την αποδελτίωση του αθηναϊκού τύπου της εποχής, ο οποίος περισσότερο παρουσιάζει την

υποδοχή και τις εντυπώσεις του κοινού από τις εκθέσεις. Για τις διεργασίες προετοιµασίας και

υλοποίησης των εκθέσεων, το αρχείο Στέφανου Δραγούµη στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη περιέχει

ενδιαφέρον αλλά αποσπασµατικό υλικό τόσο για τις ίδιες τις εκθέσεις όσο και για την ελληνική

συµµετοχή σε διάφορες διεθνείς εκθέσεις. Ο σηµαντικότερος όγκος του σχετικού υλικού βρίσκεται

στο αρχείο του υπουργείου Εσωτερικών στα ΓΑΚ, το µεγαλύτερο µέρος του οποίου βρίσκεται

ακόµη στη διαδικασία της ταξινόµησης. Αρκετά στοιχεία όµως υπάρχουν ακόµη στο ΕΛΙΑ και στο

αρχείο της Εθνικής Τράπεζας, ενώ είναι σίγουρο ότι η πορεία της έρευνας θα αναδείξει ακόµη

περισσότερο αρχειακό υλικό. Για παράδειγµα, στη συλλογή µεταλλίων Ταζεδάκη στο Αρχείο της

Τράπεζας της Ελλάδος υπάρχει ξεχωριστή ταξινόµηση για τα µετάλλια που δόθηκαν στη διάρκεια

των εκθέσεων.

�7