Repair and Reinforcement columns with traditional methods

45
Εις Μνήµην Γεώργιου Νικητόπουλου ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΟ Ι∆ΡΥΜΑ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ∆ΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΒΤΟΜΕΑΣ (∆ΟΜΟΣΤΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΥ) Μάθηµα: Επισκευές Ενισχύσεις Παραδοσιακών και Σύγχρονων Κατασκευών ΘΕΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΕΞΑΜΗΝΟΥ 1. Ενίσχυση κατασκευών οπλισµένου σκυροδέµατος µε ινοπλισµένα πολυµερή: υλικά, συστήµατα ενίσχυσης, προδιαγραφές, βασικές εφαρµογές. 2. Επισκευή και ενίσχυση υποστυλωµάτων µε παραδοσιακές µεθόδους. 3. Σεισµική ενίσχυση γεφυρών: µέθοδοι επισκευής και ενίσχυσης δοµικών στοιχείων γέφυρας. 4. Απαιτούµενα περιεχόµενα µελέτης επισκευής-ενίσχυσης µε βάση τον Κανονισµό Επεµβάσεων (ΚΑΝΕΠΕ). 5. Επισκευή και ενίσχυση ιστορικών κατασκευών: αναφορά σε παραδείγµατα από τη (διεθνή) βιβλιογραφία. Θέµα 2 ο : Επισκευή και Ενίσχυση υποστυλωµάτων µε παραδοσιακές µεθόδους Οµάδα Μελέτης: Νικητόπουλος Γεώργιος, Α.Μ.: 25734 Σταµατόπουλος Ιωάννης, Α.Μ.: 4464 ∆ιδάσκων: Στεφάνου Γεώργιος, Dr. Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π. Ακαδηµαϊκό έτος 2011-12

Transcript of Repair and Reinforcement columns with traditional methods

Εις Μνήµην † Γεώργιου Νικητόπουλου

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΟ Ι∆ΡΥΜΑ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ∆ΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ

Β’ ΤΟΜΕΑΣ (∆ΟΜΟΣΤΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΥ)

Μάθηµα: Επισκευές – Ενισχύσεις Παραδοσιακών και

Σύγχρονων Κατασκευών

ΘΕΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΕΞΑΜΗΝΟΥ 1. Ενίσχυση κατασκευών οπλισµένου σκυροδέµατος µε ινοπλισµένα πολυµερή: υλικά, συστήµατα ενίσχυσης, προδιαγραφές, βασικές εφαρµογές. 2. Επισκευή και ενίσχυση υποστυλωµάτων µε παραδοσιακές µεθόδους. 3. Σεισµική ενίσχυση γεφυρών: µέθοδοι επισκευής και ενίσχυσης δοµικών στοιχείων γέφυρας. 4. Απαιτούµενα περιεχόµενα µελέτης επισκευής-ενίσχυσης µε βάση τον Κανονισµό Επεµβάσεων (ΚΑΝΕΠΕ). 5. Επισκευή και ενίσχυση ιστορικών κατασκευών: αναφορά σε παραδείγµατα από τη (διεθνή) βιβλιογραφία.

Θέµα 2ο: Επισκευή και Ενίσχυση υποστυλωµάτων µε παραδοσιακές µεθόδους

Οµάδα Μελέτης: † Νικητόπουλος Γεώργιος, Α.Μ.: 25734 Σταµατόπουλος Ιωάννης, Α.Μ.: 4464

∆ιδάσκων: Στεφάνου Γεώργιος, Dr. Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.

Ακαδηµαϊκό έτος 2011-12

2

Πρόλογος

Αυτή η εργασία έχει ως στόχο την συνοπττική παρουσίαση των «µανδυών» οπλισµένου σκυροδέµατος ως τεχνική ενίσχυσης υποστυλωµάτων. Πρόκειται για την πλέον συνήθη ( παραδοσιακή) µέθοδο ενίσχυσης συγκριτικά µε άλλες µεθόδους όπως έχει προκύψει από σειρά ετών επισκευής & ενίσχυσης κατόπιν βλαβών από σεισµούς.

Η εργασία περιλαµβάνει αναφορές σχετικά µε τις κατηγορίες των βλαβών στα υποστυλώµατα, µια εκτίµηση της αποµένουσας φέρουσας ικανότητας τους,, τις µεθόδους ενίσχυσης τους γενικότερα ,ενώ για τους µανδύες Ο.Σ. αναφέρονται τα είδη τους, η διαδικασία κατασκευής τους και οι κατασκευαστικές διατάζεις.

Επίσης δίνεται ένα αριθµητικό παράδειγµα διαστασιολόγησης ενός µανδύα σε υφιστάµενο υποστύλωµα. που αποδεικνύει την αποτελεσµατικότητα της µεθόδου ενίσχυσης υποστυλωµάτων µε µανδύες Οπλισµένου Σκυροδέµατος.

Κάθε επισκευή ή ενίσχυση σε στοιχείο φέροντος οργανισµού από οπλισµένο σκυρόδεµα υπάγεται πλέον στον Ευρωκώδικα 8 (Τµήµα 3) και τον Κανονισµό Επεµβάσεων (ΚΑΝ.ΕΠΕ), Φ.Ε.Κ. 42/Β/ 20-01-2012.

Στόχος των εργασιών αυτών είναι η σύγκριση των πλέον εφαρµοσίµων, τεχνικών ενίσχυσης & επισκευής.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σε µια χώρα µε έντονη σεισµική δραστηριότητα όπως η Ελλάδα µας, η πλειονότητα των

κτιρίων είναι κατασκευές οπλισµένου σκυροδέµατος που κατασκευάστηκαν αρκετά πριν τη θέσπιση των σύγχρονων αντισεισµικών κανονισµών.

Οι κατασκευές είναι φυσικό να ακολουθούν τις γνώσεις αντισεισµικού σχεδιασµού της εποχής που σχεδιάστηκαν και ακόµη µερικές έχουν κατασκευαστεί εµπειρικά, χωρίς στατικούς υπολογισµούς.

Οι σεισµοί θέτουν σε ισχυρή δοκιµασία τις κατασκευές και προκαλούν βλάβες που αποκαλύπτουν τόσο τις υπολογιστικές όσο και τις κατασκευαστικές ατέλειες των κτιρίων.

Μια πολύ σηµαντική αιτία εµφάνισης βλαβών από σεισµό στις κατασκευές είναι η αδυναµία εκτίµησης των χαρακτηριστικών της αναµενόµενης σεισµικής καταπόνησης κατά τη φάση σχεδιασµού του έργου.

Εκτός όµως από το σεισµό, βλάβες µπορούν να προκληθούν και από κάποια δυσµενή φορτία ή από ισχυρούς ανέµους που δεν λήφθηκαν σοβαρά υπ' όψη κατά τη φάση του σχεδιασµού της κατασκευής.

Για να ληφθεί η απόφαση της επέµβασης στον πληγέντα φέροντα οργανισµό, αρχίζει να

συντάσσεται η µελέτη επισκευής µε γνώµονα το παρακάτω πλέγµα διαδικασιών : 1ο Στάδιο: Αποτίµηση υφισταµένου κτιρίου Αποτύπωση Φ.Ο. Καταγραφή βλαβών Εκτίµηση µηχανικών χαρακτηριστικών Στατικές και δυναµικές αναλύσεις Καταγραφή συµπερασµάτων - ευπαθειών 2ο Στάδιο: Οικονοµοτεχνική απόφαση (µε οικονοµικά και τεχνικά κριτήρια). Πιθανές αποφάσεις: Καµία επέµβαση Επισκευή του κτιρίου Επισκευή και Ενίσχυση του κτιρίου Κατεδάφιση του υφισταµένου και ανέγερση νέου κτιρίου

3

Προτάσεις ανασχεδιασµού Αύξηση δυσκαµψίας και αντοχής Αύξηση πλαστιµότητας Αύξηση δυσκαµψίας, αντοχής και πλαστιµότητας Μείωση σεισµικής δράσης (σεισµική µόνωση, τοποθέτηση αποσβεστήρων) 3ο Στάδιο: Αναλύσεις Απλοποιηµένη φασµατική ανάλυση (ισοδύναµη στατική) ∆υναµική ελαστική ανάλυση (µε φάσµατα ή χρονοϊστορίες) Στατική ανελαστική ανάλυση (pushover) ∆υναµική ανελαστική ανάλυση (µη γραµµική δυναµική ανάλυση) Σχεδιασµός τελικής πρότασης ∆ιαστασιολόγηση επισκευών / ενισχύσεων Σχέδια λεπτοµερειών

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΑΠΟΜΕΝΟΥΣΑΣ ΦΕΡΟΥΣΑΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

Οι τυπικοί βαθµοί βλάβης αλλά και ο χαρακτήρας τους συνδέονται άµεσα µε την αποµένουσα φέρουσα ικανότητα και τα περιθώρια ασφάλειας των βλαµµένων δοµικών στοιχείων. Για την εκτίµηση της αποµένουσας αντοχής Rres και δυσκαµψίας Kres σε στοιχεία µε βλάβες, σε σχέση µε τις αντίστοιχες τιµές Ro και Ko των ίδιων στοιχείων χωρίς βλάβες, χρησιµοποιούνται οι συντελεστές rR και rK που εκφράζουν τα µέτρα της εναποµένουσας αντοχής και της εναποµένουσας δυσκαµψίας αντιστοίχως. Οι συντελεστές αυτοί ορίζονται από τον Ευρωκώδικα 8 (EC-8) ως εξής:

rR = Rres/Ro & r k = Kres/Ko

Μία εκτίµηση του µέτρου αντοχής rR για υποστυλώµατα και τοιχώµατα, ανάλογα µε την κατάσταση της κατασκευής και τον βαθµό βλάβης του στοιχείου, παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα (πίνακας 2.8).

Ηλικία κατασκευής Βαθµός βλάβης

A B C D

Μικρή ηλικία (< 25 ετών) 0,95 0,75 0,45 0,15

Μεγάλη ηλικία (> 25 ετών) 0,85 0,65 0,35 0,00

Πίνακας 2.8 :

Τιµές του µέτρου της αποµένουσας αντοχής rR για υποστυλώµατα ανάλογα µε το βαθµό βλάβης.

Για µία ποιοτική εκτίµηση του βαθµού βλάβης του συνόλου µιας κατασκευής µπορεί να χρησιµοποιηθεί ένας γενικός δείκτης (rg) ο οποίος θα λαµβάνει υπόψη του τα µέτρα αποµένουσας αντοχής (rR) των κατακόρυφων φερόντων στοιχείων του φορέα. Στον ΕC 8 -PART

1.4 (1995) προτείνεται η παρακάτω σχέση:

4

οπού : i: είναι ο δείκτης που προσδιορίζει το κατακόρυφο φέρων στοιχείο του φορέα. rR είναι το µέτρο αποµένουσας αντοχής του στοιχείου (Πιν.1.1). VRo είναι η τέµνουσα σχεδιασµού που αναλαµβάνεται από το σκυρόδεµα.

Αν και η αντικατάσταση του VRo µε το VRd3 (=VWd+ Vcd) στην παραπάνω σχέση δίνει πιο πραγµατικά αποτελέσµατα, η σχέση χρησιµοποιεί το VRo επειδή ο προσδιορισµός του είναι πολύ ταχύς και µε λιγότερες αβεβαιότητες. Για την τελική αξιολόγηση της φέρουσας ικανότητας της κατασκευής, σε συνδυασµό µε τον καθορισµό προτεραιοτήτων για πιθανή επέµβαση, χρησιµοποιείται ένας τροποποιηµένος γενικός δείκτης βλάβης τί που δίνεται από την παρακάτω σχέση:

οπού: KR είναι ο συντελεστής που λαµβάνει υπόψη του την κανονικότητα του κτιρίου όπως

αυτή ορίζεται στον ΕC 8 - Ρart 1.2 (1994). Για κανονικά κτίρια λαµβάνεται KR = 1,0 ενώ για µη-κανονικά KR = 0,8

γl είναι ο συντελεστής σπουδαιότητας της κατασκευής όπως ορίζεται στον Ελληνικό Αντισεισµικό Κανονισµό.

Σύµφωνα µε τον ΕC 8 - Ρart 1.4 (1995) : Για τιµές rf > 0,80 η αντοχή του τιρίου θεωρείται επαρκής. Για τιµές 0,80 > rf >0,50 η αντοχή του κτιρίου θεωρείται µετρίως ανεπαρκής. Για τιµές rf < 0,50 το κτίριο θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια αντοχής.

1. ΒΛΑΒΕΣ ΣΕ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΑ

Οι βλάβες στα υποστυλώµατα είναι από τις πιο συχνές και συγχρόνως οι σοβαρότερες αφού µπορεί να οδηγήσουν σε τµηµατική ή ακόµη και ολική κατάρρευση της.

Το σηµαντικότερο τµήµα µιας κατασκευής οπλισµένου σκυροδέµατος είναι τα υποστυλώµατα καθώς λόγω του ικανοτικού σχεδιασµού πρέπει να οδηγούµαστε πρώτα σε αστοχία των δοκών.

Είναι σίγουρα αναµφισβήτητη η συνδροµή των υποστυλωµάτων στην ασφάλεια και την οµαλή λειτουργία της κάθε κατασκευής. Ωστόσο, σε περίπτωση σεισµού, τα υποστυλώµατα αποτελούν τα περισσότερο επιπονούµενα στοιχεία µε αποτέλεσµα να υπόκεινται σε συχνές βλάβες.

Οι βλάβες αυτές επιβάλλεται να εξετασθούν διεξοδικά και να επισκευασθούν επιτυχώς, δεδοµένων των καταστρεπτικών συνεπειών που θα συνεπαγόταν η ενδεχόµενη αστοχία τους.

Οι βλάβες στα υποστυλώµατα κατατάσσονται συνήθως σε δυο κατηγορίες ανάλογα µε: α) τον τυπικό βαθµό βλάβης και β) το χαρακτήρα των βλαβών. Οι τυπικοί βαθµοί βλάβης σε υποστυλώµατα οπλισµένου σκυροδέµατος είναι σύµφωνα µε τα παρακάτω:

5

Α) σκαρίφηµα Σ1 του ΚΑΝ.ΕΠΕ. (ΦΕΚ/42/Β/20-12012)

Β) πίνακας Π1 του ΚΑΝ.ΕΠΕ. (ΦΕΚ/42/Β/20-12012)

α) Τυπικοί βαθµοί βλάβης υποστυλωµάτων Αναφέρονται σε µεµονωµένα δοµικά στοιχεία και συνδέονται µε τις αποµένουσες φέρουσες ικανότητες των συγκεκριµένων βλαφθέντων στοιχείων και όχι κατ’ επέκταση ολόκληρου του φέροντα οργανισµού.

6

Έτσι, βάσει των τυπικών βαθµών οι βλάβες διακρίνονται σε (σχήµα 1):

• Βλάβες βαθµού ΄΄Α΄΄. Είναι ελαφρές και εκδηλώνονται ως µεµονωµένες οριζόντιες ρωγµές µε πάχος µικρότερο από 2 χιλιοστά. Οι ρωγµές αυτές είναι καµπτικού χαρακτήρα γι’αυτό εµφανίζονται συχνά στην κορυφή ή τη βάση του υποστυλώµατος όπου παρουσιάζονται οι µέγιστες ροπές. Μπορούν ακόµη να οφείλονται σε δευτερεύοντες λόγους και κυρίως σε τοπικές αδυναµίες (διεύρυνση των αρµών διακοπής εργασίας, ανεπαρκείς αγκυρώσεις των οπλισµών, ελαφρές κρούσεις στην εν επαφή τοιχοπλήρωση, κ.λ.π.).

• Βλάβες βαθµού ΄΄Β΄΄. Και πάλι χαρακτηρίζονται ελαφρές µε την προϋπόθεση ότι δεν παρατηρούνται µετακινήσεις των κόµβων. Εδώ οι καµπτικές ρωγµές έχουν αυξηθεί τόσο σε αριθµό όσο και σε µέγεθος και οφείλονται σε υπέρβαση του ορίου διαρροής του χάλυβα σε εφελκυσµό. Στον ίδιο βαθµό βλάβης κατατάσσονται και οι µεµονωµένες λοξές ρωγµές ,διατµητικού χαρακτήρα , µε πλάτος µικρότερο από µισό χιλιοστό.

• Βλάβες βαθµού ΄΄Γ΄΄. Χαρακτηρίζονται σοβαρές. Παρατηρούνται έντονες χιαστί (λόγω αντιστροφής της σεισµικής δράσης) διατµητικές ρωγµές καθώς και τοπική αποδιοργάνωση του σκυροδέµατος λόγω θλίψης ή και διάτµησης µε αποτέλεσµα την εµφάνιση των διαµήκων ράβδων οπλισµού και των συνδετήρων . Οι παραµένουσες παραµορφώσεις είναι αρκετά µικρές. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι ρηγµατώσεις στους κόµβους.

• Βλάβες βαθµού ΄΄∆΄΄. Βαριές βλάβες. Στην περιοχή βλάβης παρατηρείται πλήρης αποδιοργάνωση του σκυροδέµατος που συχνά συνοδεύεται από αποτίναξη . Οι διαµήκεις ράβδοι οπλισµού έχουν λυγίσει ενώ έχει συµβεί διαρροή ή και θραύση των συνδετήρων. Τόσο οι οριζόντιες όσο και οι κατακόρυφες (κυρίως αυτές) µετακινήσεις είναι πλέον αρκετά µεγάλες. β) Χαρακτήρας βλαβών Αναφέρεται στην κατασκευή ως σύνολο και συνδέεται µε τη στατική επάρκεια ή ανεπάρκεια του φορέα και τη λήψη αποφάσεων για τα µέτρα «θεραπείας» που πρέπει να ακολουθηθούν.

• Βλάβες γενικού χαρακτήρα (καθολικές) θεωρούνται αυτές που εκτείνονται στο σύνολο σχεδόν των στοιχείων του οργανισµού.

• Βλάβες µερικού χαρακτήρα χαρακτηρίζονται αυτές που εκτείνονται σε ποσοστό 30% έως 70% του συνόλου των στοιχείων του οργανισµού.

• Βλάβες τοπικού χαρακτήρα θεωρούνται αυτές που εµφανίζονται σε µεµονωµένα στοιχεία του οργανισµού.

Καµπτικού χρακτήρα βλάβες Παρουσιάζονται συνήθως στην κορυφή και στη βάση των υποστυλωµάτων αφού σε αυτές τις περιοχές γενικά παρατηρούνται οι µεγαλύτερες καµπτικές εντάσεις. Στην περίπτωση µικρών αξονικών φορτίων η βλάβη έχει τη µορφή οριζόντιας καµπτικής ρωγµής από υπέρβαση του ορίου διαρροής του χάλυβα σε εφελκυσµό (γεγονός που µεταφράζεται σε ανεπάρκεια συνδετήρων στην περιοχή), ενώ το εύρος της ρωγµής είναι αποκαλυπτικό και του βαθµού της αστοχίας. Ίδιου χαρακτήρα βλάβη είναι δυνατό να εκδηλωθεί και µε αποφλοίωση του Εικόνα 2.5 : σκυροδέµατος στην περιοχή επικάλυψης των Καµπτική αστοχία υποστυλώµατος. ράβδων οπλισµού από υπέρβαση της θλιπτικής αντοχής του σκυροδέµατος εντός και εκτός του πυρήνα της διατοµής.

7

∆ιατµητικού χαρακτήρα βλάβες Παρατηρούνται στις περιοχές µε τη µεγαλύτερη διατµητική αδυναµία, όχι υποχρεωτικά στα άκρα του υποστυλώµατος αλλά συνήθων στη µέση. Πρόκειταιγια βλάβες ψαθυρής µορφής και συνεπώς εξ'ορισµούσοβαρές. Εκδηλώνονται µε λοξές ρωγµές οι οποίες λόγωτης αντιστροφής της φοράς της σεισµικής δράσης έχουνχιαστί µορφή. Συνήθως η χαµηλή ποιότητα σκυροδέµατος και η έλλειψη επαρκούς διατµητικού οπλισµού είναι εµφανείς παράγοντες αστοχίας σε τέτοιου είδους βλάβες. Εικόνα 2.6 :

∆ιατµητική αστοχία υποστυλώµατος.

Καµπτοδιατµτιτικού χαρακτήρα βλάβες

Στην περίπτωση µεγάλων αξονικών θλιπτικών φορτίων µε σύγχρονη δράση κάµψης και διάτµησης εκδηλώνεται η βλάβη µε εγκάρσια διόγκωση του σκυροδέµατος, διαρροή ή θραύση των συνδετήρων της περιοχής και πολλές φορές µε λυγισµό των διαµηκών ράβδων. Συνήθως το γεγονός οφείλεται σε ανεπάρκεια των διαστάσεων της διατοµής, έλλειψη περίσφιξης, χαµηλή ποιότητας σκυροδέµατος ή συνδυασµό των παραπάνω λόγων. Αυτός ο χαρακτήρας βλάβης πέρα απ'την ψαθυρότητα της αστοχίας και τη σηµαντική µείωση της ακαµψίας του υποστυλώµατος, συνεπάγεται αδυναµία µεταφοράς των κατακόρυφων φορτίων.

Εικόνα 2.7 :

Καµπτοδιατµητική αστοχία µε σύνθλιψη.

8

2. ΕΠΙΣΚΕΥΗ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ

΄΄Α & Β΄΄ : Απλή ρηγµάτωση ΡΗΤΙΝΕΝΕΣΕΙΣ & ΕΠΟΞΕΙ∆ΙΚΕΣ ΡΗΤΙΝΕΣ

Στην περίπτωση αυτή επισκευάζουµε µε συγκόλληση των ρωγµών µε χρήση εποξειδικής ρητίνης ή ρητινενέσεων. Συνιστώνται για την επανάκτηση της φέρουσας ικανότητας και της ακαµψίας ρηγµατωµένων φορέων, για την προστασία του οπλισµού από τη διάβρωση και για τη δηµιουργία ανθεκτικής σύνδεσης τµηµάτων σκυροδέµατος. Τα βασικά πλεονεκτήµατά τους είναι ότι: η πρόσφυση µε το σκυρόδεµα και το χάλυβα είναι υψηλή, παρουσιάζουν µικρή συστολή ξήρανσης και µικρό βαθµό ερπυσµού, επιτρέπουν την εισχώρηση σε όλο το βάθος της ρωγµής λόγω του χαµηλού ιξώδους τους, έχουν εξαιρετική ανθεκτικότητα σε περιβαλλοντικές προσβολές, διατηρούν τη συνάφεια µε την πάροδο του χρόνου και δεν επηρεάζουν τις διαστάσεις των στοιχείων προς εφαρµογή. Βασικό τους µειονέκτηµα είναι τα προβλήµατα που παρουσιάζει η ρητίνη (κακή συµπεριφορά σε υψηλές θερµοκρασίες και το υψηλό της κόστος). Να σηµειωθεί ότι απαιτείται η κατάλληλη επιλογή εποξειδικής ρητίνης για κάθε περίπτωση.

Σχήµα 4 : Τρόπος εφαρµοργής ρητινενέσεων Φωτ. 5 : Αποτέλεσµα ρητινένεσης (καζανάκια)

9

΄΄Γ΄΄ : Σηµαντική τοπική βλάβη-µερική αποδιοργάνωση του σκυροδέµατος του υποστυλώµατος. Στην περίπτωση αυτή επισκευάζουµε ως εξής: α.Υποστύλωση

Όταν ένα κτίριο υποστεί κατά τη διάρκεια ενός σεισµού σοβαρές βλάβες των φερόντων

στοιχείων του και κυρίως των κατακόρυφων (θραύση υποστυλωµάτων κλπ.) σε βαθµό που να γίνεται προβληµατική η ασφαλής λειτουργία του φέροντος οργανισµού του, το κτίριο πρέπει να υποστυλώνεται άµεσα.

Σε περιπτώσεις αµφιβολιών ως προς την ευστάθεια της κατασκευής έναντι οριζοντίων δυνάµεων, πρέπει να προβλέπεται και λοξή αντιστήριξη.

Ο µελετητής πρέπει να µελετήσει ιδιαίτερα τη µεταφορά στο έδαφος των φορτίων της προσωρινής υποστύλωσης στην περίπτωση που υπάρχει υπόγειο. Στην περίπτωση που απαιτείται να επισκευαστούν περισσότερα από ένα υποστυλώµατα, πρέπει η επισκευή-ενίσχυση (κυρίως όταν ο βαθµός βλάβης επιβάλλει την καθαίρεση) να γίνεται σταδιακά δηλ.:

• Κατάλληλη υποστύλωση όλων των βλαµµένων υποστυλωµάτων και • Επισκευή-ενίσχυση ενός υποστυλώµατος, και µετά τη σκλήρυνση, σταδιακή επισκευή-

ενίσχυση των υπολοίπων υποστυλωµάτων. β. Καθαίρεση αποδιοργανωµένου σκυροδέµατος. Η καθαίρεση του σκυροδέµατος γίνεται µε εργαλεία λιθοξόου στις γωνίες και περιµετρικά του υποστυλώµατος κατά 2-3 cm για την αποκάλυψη του κατακόρυφου οπλισµού από τον πυθµένα της δοκού οροφής έως το λαιµό του πεδίλου. ΠΕΤΕΠ: 14.01.02.01 και 14.01.02.02

10

γ. Εκτράχυνση της επιφάνειας του σκυροδέµατος. Πραγµατοποιείται η εκτράχυνση του παλιού σκυροδέµατος µε συρµατόβουρτσες ή αµµοβολή , σε βάθος 0,6 mm περίπου. Η εκτράχυνση είναι πολύ σηµαντική διότι είναι από τους κύριους παράγοντες που αυξάνουν τη συνοχή και το συντελεστή τριβής, δηλ. συντείνουν στη µεταφορά µεγαλύτερου ποσοστού φορτίου µέσω µηχανισµού τριβής στο µανδύα. ΠΕΤΕΠ: 14.01.01.02

δ. Καθαρισµός της επιφάνειας Καθαρίζουµε τις παλιές ράβδους οπλισµών από τη σκουριά µε συρµατόβουρτσες και στη συνέχεια γίνεται ένας επιµεληµένος καθαρισµός της επιφάνειας, χρησιµοποιώντας αέρα υπό πίεση, (ΠΕΤΕΠ: 14.01.01.02 ).

ε. Αποκάλυψη οπλισµών Οι ράβδοι οπλισµού που κατά τη βλάβη του δοµικού έργου φορτίστηκαν πέρα από το όριο διαρροής, δε χρειάζονται τίποτα εφόσον το δοµικό έργο µεταφέρει ακίνητα κυρίως φορτία, αρκεί να µην παρουσιάζουν περιστολές. Οι περιστολές πρέπει να επικαλύπτονται από πρόσθετες ράβδους.

11

στ. Τοποθέτηση του νέου οπλισµού µε παρεµβλήµατα σύνδεσης (καβίλιες) Αφού ολοκληρωθεί και η φάση του καθαρισµού ακολουθεί η τοποθέτηση του οπλισµού. Πολλές ατέλειες οφείλονται σε ανύπαρκτους (καβίλιες). Η διάρκεια ζωής των κατασκευών από οπλισµένο σκυρόδεµα εξαρτάται από την προφύλαξη του οπλισµού κατά της διάβρωσης, δηλ. ικανή επικάλυψη από µπετόν. ζ. Ηλεκτροσυγκόλληση νέου οπλισµού µε παλαιό Κατά τις επισκευές ή ενισχύσεις, χρειάζεται ενίοτε επανένωση των ράβδων ή προσθήκη νέων ράβδων µε ανθεκτική σύνδεση προς αυτές. Τεχνολογικά σωστή σύνδεση, είναι η ηλεκτροσυγκόλληση.

Από τα διάφορα είδη συγκολλήσεων µερικά µόνο µπορούν να µας χρησιµεύσουν, διότι τα υπόλοιπα είτε δεν έχουν δώσει καλά αποτελέσµατα είτε δεν επιτρέπονται είτε τέλος γιατί δε βρίσκουν εργοταξιακή εφαρµογή.

• Ηλεκτροσυγκόλληση µετάλλου µε βολταϊκό τόξο. • Θερµική συγκόλληση ( αλουµίνιο-ΑΤ). • Συγκόλληση Thermit.

η. Τοποθέτηση νέων συνδετήρων Νέοι πυκνοί συνδετήρες τοποθετούνται για τους νέους οπλισµούς. Οι συνδετήρες αυτοί εκτείνονται συνήθως καθ’ όλο το ύψος του υποστυλώµατος µέχρι την πλάκα. Επίσης µπορεί να χρειαστεί οπλισµός και στις γωνίες του πεδίλου. θ. Σκυροδέτηση του καθαιρεθέντος τµήµατος ΄΄∆΄΄ : Σηµαντική τοπική βλάβη-πλήρης αποδιοργάνωση του σκυροδέµατος του υποστυλώµατος. Στην περίπτωση αυτή επισκευάζουµε ως εξής: α. Υποστύλωση β. Πλήρης καθαίρεση του αποδιοργανωµένου τµήµατος του υποστυλώµατος τουλάχιστον σε ύψος 30 cm γ. Έλεγχος του διαµήκους οπλισµού, ενίσχυσή του εάν απαιτείται και προσθήκη πυκνών συνδετήρων δ. Τοποθέτηση ξυλοτύπου ε. ∆ιάστρωση έγχυτου σκυροδέµατος ή έτοιµου κονιάµατος σε σακιά. Οι διαδικασίες εφαρµογής των παραπάνω εργασιών έχουν ήδη προηγούµενα αναλυθεί και γι’ αυτό αναφέρονται µόνο επιγραµµατικά.

12

3. ΜΕΘΟ∆ΟΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ

Η ενίσχυση ενός υποστυλώµατος, αφορά την διαδικασία επέµβασης µε την οποία αυξάνεται η φέρουσα ικανότητα του ή γενικότερα βελτιώνεται η συµπεριφορά του.

Η ανάγκη για ενίσχυση υφιστάµενων υποστυλωµάτων από οπλισµένο σκυρόδεµα προκύπτει όταν τα στοιχεία καλούνται να παραλάβουν φορτία τα οποία υπερβαίνουν τη διαθέσιµη αντοχή τους. Τυπικό παράδειγµα ενίσχυσης υποστυλωµάτων αποτελεί η καθ’ ύψος προσθήκη ορόφων σε υπάρχουσα κατασκευή. Οι µεθόδοι ενίσχυσης υποστυλωµάτων διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Κριτήριο της διάκρισης αποτελεί το αν η ενίσχυση επιτυγχάνεται µε ή χωρίς αύξηση της διατοµής του στοιχείου. Οι τεχνικές ενίσχυσης που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία (Α) υλοποιούνται κυρίως µε την κατασκευή µανδύα γύρω από το αρχικό στοιχείο µε προσθήκη νέων στρώσεων σκυροδέµατος και πρόσθετου οπλισµού. Στην περίπτωση που επιθυµούµε την αύξηση της φέρουσας ικανότητας και πλαστιµότητας του υποστυλώµατος κατασκευάζεται µανδύας σκυροδέµατος µε έγχυτο ή εκτοξευόµενο σκυρόδεµα. Αντίθετα µε τις µεθόδους ενίσχυσης της δεύτερης κατηγορίας (Β) οι διαστάσεις της διατοµής παραµένουν ουσιαστικά αµετάβλητες και η ενίσχυση επιτυγχάνεται µε την ενεργό περίσφιγξη του στοιχείου. Αντί του µανδύα σκυροδέµατος µπορούν να τοποθετηθούν µεταλλικές κατασκευές περιµετρικά του υποστυλώµατος. 4.Α.1 ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΟΠΛΙΣΜΟΙ ΣΕ ΕΓΚΟΠΕΣ (ΠΟΕ)

Η τεχνική της χρήσης πρόσθετου οπλισµού σε επιφανειακές εγκοπές περιλαµβάνει τη διάνοιξη επιφανειακών εγκοπών επί της διαθέσιµης επικάλυψης σκυροδέµατος και την επικόλληση ράβδων οπλισµού µέσω ενός κατάλληλου συγκολλητικού υλικού(εποξειδική ρητίνη ή τσιµεντοειδές κονίαµα). Τα πλεονεκτήµατα της τεχνικής αυτής είναι ότι: εξασφαλίζονται καλύτερες συνθήκες συνάφειας για τους ΠΟΕ, είναι δυνατόν να αγκυρώνονται εύκολα σε γειτονικά µέλη (π.χ. κόµβους), πέραν της κρίσιµης διατοµής µέγιστης ροπής, είναι δυνατόν να προενταθούν σχετικά εύκολα, προφυλάσσονται έναντι φωτιάς, µηχανικής βλάβης ή τυχηµατικής σύγκρουσης, δεν επηρεάζουν την αισθητική της κατασκευής αφού ενσωµατώνονται στα ενισχυόµενα µέλη. Να σηµειωθεί ότι η χρήση των ΠΟΕ προϋποθέτει επαρκή επικάλυψη σκυροδέµατος για τη δηµιουργία των κατάλληλων εγκοπών.

Φωτ.: Εφαρµογή Πρόσθετων Οπλισµών Εγκοπών (Π.Ο.Ε.)

13

4.Α.3 ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ∆ΙΑΤΟΜΗΣ ΤΟΥΣ

Η τεχνική της αύξησης των διαστάσεων της διατοµής µε κατασκευή µανδύα από οπλισµένο σκυρόδεµα αποτελεί τη συνηθέστερη µέθοδο ενίσχυσης υφιστάµενων υποστυλωµάτων που εµφανίζουν ανεπάρκεια όσον αφορά στην αντοχή, τη δυσκαµψία και την πλαστιµότητά τους.

Τα κυριότερα πλεονεκτήµατα της συγκεκριµένης µεθόδου η κατασκευή µανδύα που περικλείει το υφιστάµενο στοιχείο έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση της λυγηρότητας, την αύξηση της δυσκαµψίας καθώς και του βαθµού πυροπροστασίας της διατοµής. ∆εδοµένου ότι η ενισχυµένη διατοµή είναι σε θέση να παραλάβει µόνο τα πρόσθετα φορτία που θα ασκηθούν σε αυτή, η τεχνική της αύξησης της διατοµής δεν αποτελεί λύση για την περίπτωση που το υποστύλωµα έχει ήδη υπερβεί τη φέρουσα ικανότητά του λόγω των υφιστάµενων φορτίων, εκτός αν της κατασκευής του µανδύα προηγηθεί αποφόρτιση του στοιχείου που πρόκειται να ενισχυθεί. Στο πάρακάτω Σκαρίφηµα φαίνεται η διάταξη του µανδύα υποστυλώµατος.

Ανάλογα µε το είδος του σκυροδέµατος που χρησιµοποιείται για την κατασκευή του µανδύα, τα πλέον διαδεδοµένα είδη µανδυών οπλισµένου σκυροδέµατος που κατασκευάζονται στην πράξη είναι τα ακόλουθα:

14

α. Μανδύες από έγχυτο σκυρόδεµα. Έγχυτο σκυρόδεµα χρησιµοποιείται όταν ο µανδύας που πρόκειται να κατασκευαστεί έχει πάχος µεγαλύτερο από 8 cm βάσει ΠΕΤΕΠ (14.02.09.01 & 14.02.09.02). Για τη σκυροδέτηση του µανδύα απαιτείται η χρήση ξυλοτύπου.

β. Μανδύες από εκτοξευόµενο σκυρόδεµα. Η κατασκευή µανδύα από εκτοξευόµενο σκυρόδεµα αποτελεί τη συνηθέστερη πρακτική για την περίπτωση που το συνολικό πάχος του µανδύα δεν υπερβαίνει τα 10 cm. Αν και δεν απαιτείται ξυλότυπος, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην εξασφάλιση της κατακόρυφης επιφάνειας του µανδύα. Για το σκοπό αυτό γίνεται συνήθως χρήση οδηγών. Πρέπει επίσης να τονιστεί, ότι η συστολή ξηράνσεως είναι µεγαλύτερη στη συγκεκριµένη κατηγορία µανδυών, οπότε έχει µεγαλή σηµασία η σωστή συντήρησή τους µε εφαρµογή όλων των σχετικών διατάξεων του Κανονισµού Τεχνολογίας Σκυροδέµατος, της ΠΕΤΕΠ 14.01.14.00. γ. Μανδύες από σκυροτσιµεντόπηγµα. Το κυριότερο πλεονέκτηµα αυτού του είδους των µανδυών είναι η εύκολη σκυροδέτηση ακόµα και παρουσία πυκνού διαµήκους και εγκάρσιου οπλισµού. Η διαδικασία εφαρµογής του σκυροτσιµεντοπήγµατος περιλαµβάνει την τοποθέτηση αδρανών σε καλούπια και στη συνέχεια την πλήρωση των µεταξύ τους κενών µε υγροποιηµένο τσιµέντο υπό πίεση. Τα αδρανή έχουν ελάχιστο µέγεθος κόκκων 10-15 mm. Με τη χρήση σκυροτσιµεντοπήγµατος µειώνεται σηµαντικά το πρόβληµα της συστολής ξηράνσεως, καθώς τα αδρανή, που βρίσκονται ήδη σε επαφή µεταξύ τους, περιορίζουν τη συστολή ξηράνσεως στο ελάχιστο. Η χρήση της συγκεκριµένης τεχνικής δεν είναι διαδεδοµένη λόγω έλλειψης εµπειρίας εκ µέρους των τεχνικών και υψηλού σχετικά κόστους. δ. Μανδύες από ειδικά σκυροδέµατα ή τσιµεντοκονιάµατα. Με τη χρησιµοποίηση ειδικών σκυροδεµάτων ή τσιµεντοκονιαµάτων είναι δυνατόν να υλοποιηθούν µανδύες εξαιρετικά µικρού πάχους. Το βασικό µειονέκτηµα που αποτελεί τροχοπέδη για τη διάδοση της είναι το αυξηµένο κόστος κατασκευής τους. Τα πλεονεκτήµατα των µανδυών είναι: Η αύξηση της καµπτικής και διατµητικής αντοχής, της δυσκαµψίας και της πλαστιµότητας. Η βελτίωση της αγκύρωσης και της συνέχειας του οπλισµού. Η αύξηση της ανθεκτικότητας, αφού αυξάνει το βαθµό πυροπροστασίας και προστατεύει τον οπλισµό από περαιτέρω διάβρωση των παλιών οπλισµών. Η καλή συµπεριφορά τους σε τυχηµατικές και επαναλαµβανόµενες φορτίσεις. Τα µειονεκτήµατα των µανδυών είναι: Η όχληση που προκαλείται στον χώρο των επισκευών λόγω του θορύβου και της σκόνης. Η αύξηση των διαστάσεων της διατοµής του υποστυλώµατος η οποία οδηγεί σε µείωση του ωφέλιµου χώρου και σε ασυµµετρία δυσκαµψίας στο κτίριο. Η διαπερατότητά τους από στοιχεία που προκαλούν οξείδωση. Η δυσκολία σκυροδέτησης στην κορυφή του υποστυλώµατος για το έγχυτο σκυρόδεµα και η δυσκολία σωστής παρασκευής και εφαρµογής του εκτοξευόµενου.

15

α)

Σχήµα 3.5: Περιπτώσεις ανοιχτού µανδύα οπλισµένου σκυροδέµατος.

α) Νέοι συνδετήρες µε εξωτερική ράβδο ή λάµα και συγκόλληση, β) Νέοι συνδετήρες µε διαµπερές χάντρωµα ή τρύπα και συγκόλληση γ) Νέοι συνδετήρες συγκολληµένοι σε δύο γωνιακά και εξωτερική λάµα.

∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΜΑΝ∆ΥΩΝ Η σειρά συνήθως που απαιτείται για την κατασκευή µανδυών (κλειστών ή ανοιχτών) οπλισµένου σκυροδέµατος είναι η παρακάτω: 1) Στην αρχή αποφορτίζονται και υποστυλώνονται οι πλάκες και οι δοκοί που συντρέχουν στο προς ενίσχυση υποστύλωµα. 2) Έπειτα αποµακρύνεται το αποδιοργανωµένο σκυρόδεµα και αποκαθίσταται η συνέχεια του υποστυλώµατος επισκευάζοντας τις τυχόν προϋπάρχουσες τοπικές βλάβες (π.χ. λυγισµένες ράβδοι οπλισµού).

3) Αποκαλύπτονται οι οπλισµοί σε θέσεις που έχουν προεπιλεγεί για συγκόλληση µε νέους οπλισµούς (εφόσον προβλέπεται). 4) ∆ιανοίγονται και προετοιµάζονται οι κατάλληλες οπές στις θέσεις αγκύρωσης των νέων ράβδων οπλισµού και στις θέσεις που τυχόν προβλέπονται βλήτρα. 5) Εκτραχύνεται καλά η επιφάνεια του σκυροδέµατος µε επιµέλεια σε βάθος 6 mm µε κατάλληλο µηχανικό εξοπλισµό (π.χ. µε "µατσακόνι" όχι απλώς µε σφυρί και καλέµι), ή ακόµη καλύτερα µε υδροαµµοβολή, έτσι ώστε να αποµακρυνθεί η εξωτερική επιδερµική στρώση τσιµεντοπολτού και να αποκαλυφθούν τα αδρανή. 6) Καθαρίζεται επιµελώς η επιφάνεια του υποστυλώµατος χρησιµοποιώντας αέρα υπό πίεση. 7) Αγκυρώνονται στα άκρα τους οι διαµήκεις ράβδοι οπλισµού µε χηµική πάκτωση µε τη χρήση κόλλας (σχήµα 3.8.α).

γ) β)

Σχήµα 3.6: Αποφόρτιση

Σχήµα 3.7: Στάδια κατασκευής µανδύα σε

υποστύλωµα.

16

Για κατασκευαστική ευκολία είναι δυνατόν να µην αγκυρωθούν απευθείας οι διαµήκεις ράβδοι οπλισµού, αλλά να προηγηθεί η αγκύρωση µικρότερων τµηµάτων ράβδων οπλισµού επί των οποίων στην συνέχεια θα " µατιστούν" οι νέες ράβδοι.

Η παραπάνω διαδικασία µπορεί να εφαρµοστεί και µε την αγκύρωση των ράβδων οπλισµού στα στοιχεία θεµελίωσης. Στο Σχήµα 3.8.β παρουσιάζεται εξ' άλλου µία εναλλακτική διαδικασία που έχει προταθεί για την περίπτωση που η θεµελίωση είναι µε πέδιλα.

Προβλέπεται η συνέχεια του µανδύα γύρω από τον κώνο του πέδιλου σε µήκος τουλάχιστον ίσο προς το µισό του ύψους του, µε διάταξη πυκνών κλειστών συνδετήρων σ' αυτή τη περιοχή της τάξεως Φ12/100 mm, και απόληξη του µανδύα σε µία περιµετρική "φωλιά" που έχει δηµιουργηθεί στο πέδιλο. Εάν ο διαµήκης οπλισµός του µανδύα είναι αρκετός (π.χ. περισσότερος από 4 ράβδοι) είναι προτιµότερο να γίνει µια µικτή εφαρµογή των δύο παραπάνω διαδικασιών. Στην περίπτωση που απαιτείται συγχρόνως και ενίσχυση των στοιχείων θεµελίωσης, η τεχνική προσαρµόζεται έτσι ώστε το θέµα να αντιµετωπιστεί συνολικά (βλ. Ενισχύσεις Στοιχείων Θεµελίωσης). 8) Αγκυρώνονται τα µηχανικά ή χηµικά βλήτρα (εφόσον και όπου προβλέπονται). 9) Τοποθετούνται και ηλεκτροσυγκολλούνται τα χαλύβδινα παρεµβλήµατα σύνδεσης παλαιών και νέων οπλισµών (αναρτήρες), εφόσον προβλέπονται συγκολλήσεις. 10) Τοποθετούνται νέοι συνδετήρες.

(1) παλαιό υποστύλωµα (2) µανδύας (3) διαµήκεις οπλισµοί (4) νέοι συνδετήρες (5) διάτρηση και πάκτωση

των οπλισµών µε εποξειδική ρητίνη

( 1 ) νέοι συνδετήρες Φ 12/10 (2) διαµήκεις οπλισµοί (3) παλιό σκυρόδεµα (4) νέο σκυρόδεµα (5) φωλιές στο παλιό σκυρόδεµα (6) πύκνωση συνδετήρων

στην περιοχή εκτροπής διαµηκών ράβδων οπλισµού

Σχήµα 3.8: Αγκύρωση διαµηκών οπλισµών στα πέδιλα των υποστυλωµάτων.

11) Γίνεται ο τελικός καθαρισµός των επιφανειών µε αέρα και νερό υπό πίεση. 12) ∆ιαβρέχεται η επιφάνεια του παλαιού σκυροδέµατος τουλάχιστον 6 ώρες πριν την σκυροδέτηση του νέου σκυροδέµατος. Η διαβροχή πρέπει να γίνεται και στον ξυλότυπο (εφόσον υπάρχει) και στα αδρανή για την περίπτωση του σκυροτσιµεντοπήγµατος. 13) Σκυροδετείται ο µανδύας και ακολουθούν τα µέτρα συντήρησης σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στον Κανονισµό Τεχνολογίας Σκυροδέµατος και τις αντίστοιχες ΠΕΤΕΠ. ΕΙ∆ΙΚΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

Στο Σχήµα 4.19α φαίνεται µία τεχνική κατασκευής µανδύα κλειστού τύπου γύρω από µεµονωµένο εσωτερικό υποστύλωµα, ενώ στο Σχήµα 4.19β δίνεται η αντίστοιχη λεπτοµέρεια για περιµετρικό υποστύλωµα που βρίσκεται σε επαφή µε τοίχο πλήρωσης. Και στις δύο περιπτώσεις το συµβιβαστό των παραµορφώσεων µεταξύ παλαιού και νέου στοιχείου εξασφαλίζεται µε συνδυασµό ηλεκτροσυγκολλήσεων του νέου οπλισµού στον παλαιό ή/και χηµικώς πακτωµένων αγκυρίων (µηχανισµός δράσης βλήτρου). Στα δύο Σχήµατα 4.19α και 4.19β φαίνεται η χρήση βλήτρων. Για να εξασφαλιστεί η αποδοτικότητα της ενίσχυσης απαιτείται η εκτράχυνση της επιφάνειας του σκυροδέµατος, έτσι ώστε να αποµακρυνθεί η εξωτερική επιδερµική στρώση τσιµεντοπολτού και να αποκαλυφθούν τα αδρανή, και στη συνέχεια ο επιµελής καθαρισµός της εκτραχυνµένης επιφάνειας µε αέρα υπό πίεση. Όπως και στην περίπτωση των δοκών, για την εκτράχυνση, η οποία πρέπει να έχει βάθος περίπου 6 mm, πρέπει να χρησιµοποιηθεί κατάλληλος µηχανικός εξοπλισµός. Πρέπει ακόµα να σηµειωθεί ότι η επιφάνεια του παλαιού σκυροδέµατος πρέπει να διαβρέχεται πριν τη σκυροδέτηση του µανδύα. Μαζί µε το σκυρόδεµα συνιστάται να διαβρέχονται είτε ο ξυλότυπος στην περίπτωση που χρησιµοποιείται έγχυτο σκυρόδεµα είτε τα αδρανή στην περίπτωση µανδύα από σκυροτσιµεντόπηγµα. Όσον αφορά στην απόσταση µεταξύ των συνδετήρων καθώς και στην αγκύρωση των διαµήκων ράβδων του µανδύα ισχύουν οι διατάξεις του κανονισµού που αναφέρονται και στα νέα υποστυλώµατα από οπλισµένο σκυρόδεµα. Αν εξαιρέσουµε την περίπτωση που οι διαµήκεις ράβδοι του µανδύα τοποθετούνται µόνο στις τέσσερις κορυφές του, γενικά οι οπλισµοί των παρειών του θα διακόπτονται καθ’ ύψος από δοκούς που συντρέχουν στο ενισχυόµενο υποστύλωµα, ενώ θα πρέπει επίσης να διακόπτονται στις υπερκείµενες και υποκείµενες πλάκες. Στην περίπτωση που χρησιµοποιούνται περισσότερες από τέσσερις διαµήκεις ράβδοι, αυτές που βρίσκονται σε απάσταση µεγαλύτερη από 15 cm από τις κορυφές συνιστάται να στηρίζονται πλευρικά. Η στηρίξη µπορεί να παρέχεται από βλήτρα τα οποία στο ένα άκρο του καταλήγουν σε άγκιστρο, ενώ το άλλο αγκυρώνεται στο σώµα του υφιστάµενου υποστυλώµατος, όπως φαίνεται στο Σχήµα 4.19. Επίσης, στην περίπτωση που το υποστύλωµα του ανώτερου ορόφου είναι µικρότερων διαστάσεων από το υποστύλωµα που ενίσχυεται µε µανδύα, ο διαµήκης οπλισµός του µανδύα αγκυρώνεται στην άνω παρειά της πλάκας µε τον τρόπο που φαίνεται στο Σχήµα 4.20.

18

Σχήµα 4.20.: Λεπτοµέρεια αγκύρωσης

διαµήκους οπλισµού µανδύα

Στο Σχήµα 4.22α και 4.22β φαίνονται δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις µανδύα ανοικτού τύπου. Όπως και στην περίπτωση των δοκών, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στην αγκύρωση των συνδετήρων και στη συγκόλληση παλαιού και νέου οπλισµού.

Στην περίπτωση του εξωτερικού υποστυλώµατος σε επαφή µε τοιχώµατα οπλισµένου

σκυροδέµατος (Σχήµα 4.19β), ο µανδύας µπορεί να διαιρεθεί σε δύο τµήµατα, ένα σε κάθε πλευρά του τοιχώµατος. Προκειµένου να τοποθετηθούν οι συνδετήρες του µανδύα, είναι απαραίτητο να διανοιχθούν διαµπερείς οπές που διαπερνούν εγκάρσια το τοίχωµα. Για να περιοριστεί η διάµετρος των οπών εντός λογικών ορίων, συνιστάται η κάµψη των άκρων των συνδετήρων προκειµένου να αγκυρωθούν να γίνεται επιτόπου. Όταν ο µανδύας δεν µπορεί να περιβάλλει ολόκληρη τη διατοµή λόγω π.χ. µεσοτοιχίας ή αρµού (Σχήµα 4.21), επιλέγεται η λύση του ανοικτού µανδύα.

19

Σχήµα 4.21.: Κατασκευή ανοικτού µανδύα υποστυλώµατος στην περιοχή αντισεισµικού αρµού.

Πειραµατικοί έλεγχοι σε υποστυλώµατα που είχαν ενισχυθεί µε κλειστούς µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος έδειξαν ότι το ενισχυµένο στοιχείο συµπεριφέρεται σχεδόν πανοµοιότυπα µε το αντίστοιχο µονολιθικό όσον αφορά τόσο στη δυσκαµψία όσο και στην αντοχή του. Παρόλ’ αυτά, λόγω αβεβαιοτήτων που υπεισέρχονται στην ποιότητα κατασκευής του µανδύα και κατ’ επέκταση στο βαθµό συνεργασίας παλαιού και νέου σκυροδέµατος, συνιστάται, οι αντίστοιχοι συντελεστές µονολιθικότητας να λαµβάνουν τιµές kk = 0.70~1.00 και kr = 0.80~1.00.

Απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρµογή των παραπάνω συντελεστών, σε περίπτωση που το υποστύλωµα έχει υποστεί σηµαντικές βλάβες, είναι να έχει αποκατασταθεί η συνέχειά του µε συγκόλληση νέου οπλισµού, καθώς επίσης οι διαµήκεις ράβδοι του µανδύα να είναι καλά αγκυρωµένες στον υπάρχοντα φορέα και το εµβαδόν του µανδύα να είναι µικρότερο από το διπλάσιο του εµβαδού του αρχικού στοιχείου. Σε κάθε περίπτωση η διαστασιολόγηση του µανδύα µπορεί να γίνεται µε βάση τα δυσµενέστερα εντατικά µεγέθη που προκύπτουν από δύο αναλύσεις. Στην πρώτη ανάλυση λαµβάνεται υπόψη µόνο η διατοµή του µανδύα και αγνοείται πλήρως το υπάρχον στοιχείο είτε η δυσκαµψία των ενισχυµένων στοιχείων εκτιµάται µε χρήση kr = 0.70, ενώ στη δεύτερη ανάλυση θεωρείται πλήρως µονολιθική σύνδεση παλαιού και νέου στοιχείου οπότε λαµβάνεται kk = 1.00. Όσον αφορά στο ελάχιστο πάχος του µανδύα, πρέπει να είναι τουλάχιστον 5 cm για µανδύες εκτοξευόµενου σκυροδέµατος, 8~12 cm για µανδύες από έγχυτο σκυρόδεµα µε µία σειρά οπλισµών και 12 cm για µανδύες από έγχυτο σκυρόδεµα µε δύο σειρές οπλισµών. 4.Α.3 ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΝΕΩΝ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ

Ένα υποστύλωµα από οπλισµένο σκυρόδεµα µπορεί επίσης να ενισχυθεί µε την κατασκευή ενός νέου υποστυλώµατος.

Τα δύο υποστυλώµατα µπορούν είτε να είναι τελείως ανεξάρτητα είτε να συνδέονται µεταξύ τους µέσω βλήτρων ή άλλων µηχανικών µέσων. Η προσθήκη ενός νέου υποστυλώµατος έχει εξαιρετικά επωφελή αποτελέσµατα όταν το υφιστάµενο υποστύλωµα λαµβάνει το µεγαλύτερο µέρος του φορτίου του κυρίως από µία µόνο δοκό. Όπως και στη µέθοδο της κατασκευής µανδύα, το νέο υποστύλωµα θα παραλάβει µόνο τα µελλοντικά φορτία. ∆εν µπορεί να ανακουφίσει το στοιχείο από τα φορτία που ήδη φέρει, εκτός αν της κατασκευής του νέου υποστυλώµατος προηγηθεί αποφόρτιση του υφιστάµενου στοιχείου. Το νέο υποστύλωµα µπορεί να κατασκευαστεί είτε από δοµικό χάλυβα είτε από οπλισµένο σκυρόδεµα. Το σκυρόδεµα αποτελεί ίσως καλύτερη επιλογή όταν υπάρχουν αυξηµένες απαιτήσεις πυροπροστασίας, αν και το µεταλλικό υποστύλωµα καταλαµβάνει σαφώς λιγότερο χώρο. Μία ενδιάµεση λύση θα ήταν ένα σύµµικτο υποστύλωµα, στο οποίο η µεταλλική διατοµή εγκιβωτίζεται στο σκυρόδεµα. Όταν επιλέγεται η λύση του χάλυβα, προτιµώνται συνήθως σωληνοειδείς διατοµές για λόγους αισθητικής. Αντίστοιχα, για νέα υποστυλώµατα από οπλισµένο σκυρόδεµα, χρησιµοποιούνται κατά κανόνα ορθογωνικές διατοµές. Εναλλακτικά µπορεί να επιλεγεί η λύση της επέκτασης της υφιστάµενης διατοµής του στοιχείου προς τη µία ή και τις δύο πλευρές του.

20

Το κυριότερο µειονέκτηµα της προσθήκης γειτονικού υποστυλώµατος κοντά σε υπάρχον, είναι ο τρόπος θεµελίωσης του νέου στοιχείου. Συνήθως οι διαστάσεις του υπάρχοντος θεµελίου δεν επαρκούν για να θεµελιωθεί σε αυτό και το νέο υποστύλωµα, αλλά ενδεχοµένως να µην υπάρχει και επαρκής χώρος για την κατασκευή νέου θεµελίου. Για το λόγο αυτό, πριν την κατασκευή του πρόσθετου στοιχείου, απαιτείται η προσεκτική διερεύνηση των συνθηκών στο επίπεδο της θεµελίωσης. Προκειµένου να συνδεθεί το νέο υποστύλωµα µε το θεµέλιο του υπάρχοντος, οι διαµήκεις ράβδοι του µατίζονται σε βλήτρα, τα οποία αγκυρώνονται µέσα στο θεµέλιο. Σε περίπτωση που ο αριθµός των διαµήκων ράβδων είναι µεγάλος, είναι προτιµώτερο να χρησιµοποιηθεί µία πλάκα έδρασης στην οποία συγκολλούνται τα βλήτρα. Η πλάκα έδρασης συνδέεται αντίστοιχα µε το θεµέλιο µέσω αγκυρίων, όπως φαίνεται στο Σχήµα 4.25.

21

Για την ασφαλή µεταβίβαση φορτίων από την υπερκείµενη δοκό στο νέο υποστύλωµα, είτε αυτό είναι µεταλλικό είτε από σκυρόδεµα, το νέο στοιχείο κατασκευάζεται ελαφρώς κοντύτερο και το κενό µεταξύ της κάτω παρειάς της δοκού και της κεφαλής του υποστυλώµατος πληρώνεται εκ των υστέρων µε µη συρρικνούµενη κονία. Στην περίπτωση υποστυλώµατος από σκυρόδεµα, συνιστάται η πλήρωση του κενού να γίνεται το αργότερο δυνατόν, ώστε να έχει ολοκληρωθεί το µεγαλύτερο µέρος της διαδικασίας της συστολής ξηράνσεως. 4.Α.4 ΠΛΕΥΡΙΚΑ ΤΟΙΧΩΜΑΤΑ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ

Τα τοιχώµατα αυτά προστίθενται µε στόχο την αύξηση της πλαστιµότητας της κατασκευής, µε ταυτόχρονη µικρή αύξηση της αντοχής και της δυσκαµψίας της. Τοποθετούνται σε γωνιακά υποστυλώµατα σε δύο διευθύνσεις ή σε εσωτερικά υποστυλώµατα κατά µία διεύθυνση. Για την κατασκευή τους χρησιµοποιείται έγχυτο ή εκτοξευόµενο σκυρόδεµα, ή ακόµη και προκατασκευασµένα στοιχεία.

4.Α.5 ΕΠΙΣΚΕΥΗ & ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΙΧΩΜΑΤΩΝ

Για την επισκευή και ενίσχυση τοιχωµάτων από οπλισµένο σκυρόδεµα χρησιµοποιούνται µέθοδοι ανάλογες µε αυτές που εφαρµόζονται για τα υποστυλώµατα. Αξίζει να σηµειωθεί ότι λόγω της ιδιαίτερης σηµασίας που έχουν τα τοιχώµατα για την ανάληψη των σεισµικών δράσεων, οι επεµβάσεις που γίνονται σε αυτά πρέπει να είναι προϊόν ενδελεχούς µελέτης, στην οποία θα λαµβάνεται σαφώς υπόψη η επιρροή που θα έχουν στη συνολική συµπεριφορά της κατασκευής. 4.Α.5.1 ΕΠΙΣΚΕΥΗ ΤΟΙΧΩΜΑΤΩΝ

Στην περίπτωση που ένα τοίχωµα έχει υποστεί απλή ρηγµάτωση, οι ρωγµές συγκολλούνται κατά κανόνα µε χρήση εποξικής ρητίνης. Παρόλ’ αυτά ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όσον αφορά στην επισκευή τοιχωµάτων σε κτίρια που µελετήθηκαν σύµφωνα µε παλαιότερους κανονισµούς. Ο οπλισµός των τοιχωµάτων αυτών συνήθως δεν καλύπτει τις απαιτήσεις του ισχύοντος κανονισµού, γεγονός που οφείλεται στις µεθόδους ανάλυσης και σχεδιασµού που εφαρµόζονταν παλιότερα. Κατά συνέπεια η σφράγιση των ρωγµών µε ρητίνες τις περισσότερες φορές δεν είναι αρκετή και για το λόγο αυτό συνιστάται η περαιτέρω ενίσχυση των τοιχωµάτων είτε µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος είτε µε εφαρµογή εξωτερικής περίσφιγξης. Για σοβαρότερη βλάβη που εκδηλώνεται µε αποδιοργάνωση του σκυροδέµατος, γίνεται αρχικά αποκατάστασηίσης διατοµής, η οποία συνήθως συνοδεύεται από κατασκευή µανδύα. Τα βήµατα που ακολουθούνται είναι τα ακόλουθα: • Υποστύλωση των δοκών που συντρέχουν στο υπόψη τοίχωµα. • Καθαίρεση του αποδιοργανωµένου σκυροδέµατος. • Αντικατάσταση του αποδιοργανωµένου σκυροδέµατος όπου τούτο έχει καθαιρεθεί, µε έγχυτο ή εκτοξευόµενο σκυρόδεµα ή µε ειδικό κονίαµα. • Τοποθέτηση οπλισµού από κάθε πλευρά του τοιχώµατος µε τη µορφή δοµικού πλέγµατος ή εσχάρας.

22

Συνιστάται συγκέντρωση του οπλισµού στα άκρα του τοιχώµατος. • Σύνδεση των δοµικών πλεγµάτων µε εγκάρσιους συνδέσµους Ø12 έναν ανά δύο τετραγωνικά µέτρα. • ∆ιάστρωση έγχυτου ή εκτοξευόµενου σκυροδέµατος ή έτοιµου ειδικού κονιάµατος για τη δηµιουργία διπλού µανδύα. Πειραµατικά αποτελέσµατα έχουν δείξει ότι τοιχώµατα που έχουν επισκευαστεί µε βάση την παραπάνω διαδικασία παρουσιάζουν την ίδια περίπου αντοχή µε το αρχικό στοιχείο, αν και η δυσκαµψία τους είναι κατά κανόνα ελαφρά µικρότερη. Για τη διαστασιολόγηση του επισκευασµένου τοιχώµατος και οι δύο διορθωτικοί συντελεστές µονολιθικότητας kk και kr µπορούν να λαµβάνονται ίσοι µε τη µονάδα. 4.5.Α.2 ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΙΧΩΜΑΤΩΝ

Όπως και στην περίπτωση των υποστυλωµάτων έτσι και τα τοιχώµατα µπορούν να ενισχυθούν είτε µε αύξηση της διατοµής τους µε κατασκευή µανδύα οπλισµένου σκυροδέµατος είτε µε επιβολή εξωτερικής περίσφιγξης. Σε κάθε περίπτωση η µέθοδος που επιλέγεται πρέπει να τροποποιείται κατάλληλα έτσι ώστε να λαµβάνεται υπόψη τόσο η ιδιαίτερη συµπεριφορά των τοιχωµάτων έναντι σεισµικής δράσης όσο και οι περιορισµοί που επιβάλλονται λόγω της γεωµετρίας τους. 4.5.2.1 ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΙΧΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ∆ΙΑΤΟΜΗΣ ΤΟΥΣ

Η µέθοδος της κατασκευής µανδύα από οπλισµένο σκυρόδεµα αποτελεί την πλέον συνηθισµένη και αποδοτική µέθοδο ενίσχυσης τοιχωµάτων. Σε αντίθεση µε τα υποστυλώµατα, για τα οποία επιλέγεται συνήθως η λύση του κλειστού µανδύα, κατά κανόνα οι µανδύες για την ενίσχυση των τοιχωµάτων δεν είναι κλειστοί. Αυτό οφείλεται κυρίως στη µεγάλη τιµή του λόγου του µήκους ως προς το πλάτος τους, ο οποίος είναι ίσος ή µεγαλύτερος του τέσσερα και µπορεί να πάρει πολύ µεγάλες τιµές. Για το λόγο αυτό κατά κανόνα η ενίσχυση του τοιχώµατος αφορά στην αύξηση του πάχους του µε κατασκευή µανδύα ανοικτού τύπου (Σχήµα 4.26α) που αποβλέπει κυρίως στην αύξηση της διατµητικής αντοχής του τοιχώµατος. Μία άλλη συνήθης πρακτική που εφαρµόζεται κυρίως για την καµπτική ενίσχυση των τοιχωµάτων είναι η κατασκευή δύο κρυφοϋποστυλωµάτων, όπως φαίνεται στο Σχήµα 4.26β. Στο Σχήµα 4.26γ παρουσιάζεται η κατασκευή κλειστού µανδύα που περιβάλλει ολόκληρο το υπάρχον τοίχωµα. Για τη διαστασιολόγηση των ενισχυµένων τοιχωµάτων µπορούν να χρησιµοποιούνται οι τιµές των συντελεστών µονιλιθικότητας που ισχύουν για την περίπτωση της ενίσχυσης υποστυλωµάτων µε κλειστούς µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος, δηλαδή kk = 0.70~1.00 και kr = 0.80~1.00. Προϋποθέσεις για την εφαρµογή των παραπάνω τιµών για τους συντελεστές kk και kr είναι η αποκατάσταση της διατοµής του βλαµµένου τοιχώµατος πριν την κατασκευή του µανδύα, η επαρκής αγκύρωση του νέου οπλισµού στο υπάρχον σκυρόδεµα και ο περιορισµός του εµβαδού του µανδύα έως το διπλάσιο του εµβαδού του αρχικού στοιχείου.

23

Γενικά συνιστάται να γίνονται δύο αναλύσεις θεωρώντας kk = 0.70 και kk = 1.00, αντίστοιχα. Η διαστασιολόγηση του ενισχυµένου τοιχώµατος πρέπει να γίνεται µε βάση τα δυσµενέστερα εντατικά µεγέθη που προκύπτουν από τις δύο αναλύσεις. Η ανάλυση για kk = 1.00, δηλαδή µε θεώρηση µονολιθικής σύνδεσης παλαιού και νέου σκυροδέµατος, δίνει δυσµενέστερη τιµή για την τέµνουσα σχεδιασµού. Η τιµή αυτή αν και είναι εξαιρετικά συντηρητική µπορεί να χρησιµοποιείται για το σχεδιασµό του µανδύα. Η ανάλυση για kk = 0.70 χρησιµοποιείται για τη διαστασιολόγηση των άλλων µελών του φορέα.

Η κατανοµή της τέµνουσας σχεδιασµού του ενισχυµένου τοιχώµατος στο παλαιό και το νέο στοιχείο γίνεται µε βάση την αποµένουσα δυσκαµψία του υπάρχοντος τοιχώµατος και τη δυσκαµψία του µανδύα, αντίστοιχα. Εάν στον προσδιορισµό της αποµένουσας δυσκαµψίας του παλαιού τοιχώµατος υπεισέρχεται µεγάλος βαθµός αβεβαιότητας, τότε η τέµνουσα που παραλαµβάνει ο µανδύας µπορεί να υπολογιστεί ως η διαφορά της αρχικής διατµητικής αντοχής του υφιστάµενου τοιχώµατος από τη συνολική τέµνουσα σχεδιασµού του ενισχυµένου στοιχείου. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επιµελής επισκευή τυχόν βλαβών που έχει υποστεί το τοίχωµα πριν την ενίσχυσή του µε το µανδύα.

Όσον αφορά στη διατµητική αντοχή του σύνθετου στοιχείου, αυτή µπορεί να υπολογίζεται συνεκτιµώντας τη συνεισφορά των συνδετήρων του υπάρχοντος τοιχώµατος, εφόσον αυτοί είναι

24

αγκυρωµένοι σύµφωνα µε τις διατάξεις του ισχύοντος κανονισµού οπλισµένου σκυροδέµατος για στοιχεία µε αυξηµένες απαιτήσεις πλαστιµότητας. Προκειµένου να εξασφαλιστεί η επάρκεια του ενισχυµένου στοιχείου έναντι τέµνουσας οι έλεγχοι που απαιτούνται είναι οι ακόλουθοι:

• Έλεγχος περιορισµού λοξής θλίψης σκυροδέµατος κορµού

VSd ≤ kr VRd2,µονολιθ. (4.5) όπου VRd2,µονολιθ. είναι η τέµνουσα αντοχής σχεδιασµού λόγω λοξής θλίψης κορµού της αντίστοιχης µονολιθικής διατοµής1.

• Έλεγχος οπλισµού τεµνουσών

VSd ≤ kr VRd3,µονολιθ. (4.6) όπου

VRd3,µονολιθ. = Vcd,µονολιθ. + Vwd,αρχ. + Vwd,µανδ. (4.7)

Στην εξίσωση (4.7) ο όρος Vcd,µονολιθ. αναφέρεται στην τέµνουσα που παραλαµβάνεται από το σκυρόδεµα της αντίστοιχης µονολιθικής διατοµής2, ενώ οι όροι Vwd,αρχ. και Vwd,µανδ. συµβολίζουν την τέµνουσα που παραλαµβάνεται από τους συνδετήρες του αρχικού στοιχείου και του µανδύα, αντίστοιχα3.

Όταν χρησιµοποιείται εκτοξευόµενο σκυρόδεµα για την κατασκευή του µανδύα, το πάχος του δεν πρέπει να είναι µικρότερο από 5 cm. Για µανδύα από έγχυτο σκυρόδεµα, το αντίστοιχο ελάχιστο πάχος είναι 8 cm. Επίσης γενικά συνιστάται η αντοχή του σκυροδέµατος του µανδύα να είναι µία κατηγορία µεγαλύτερη από αυτή του αρχικού στοιχείου. Για τη σύνδεση του µανδύα µε το υπάρχον τοίχωµα συνήθως χρησιµοποιούνται βλήτρα σχήµατος Γ. Σε αµφίπλευρους µανδύες (Σχήµα 4.26γ) ενδείκνυται τα βλήτρα να είναι διαµπερή εφόσον αυτό είναι εφικτό (ελάχιστος αριθµός 3Ø14/m2 ), ενώ σε µονόπλευρους µανδύες πρέπει να προτιµώνται δίτµητοι διατµητικοί σύνδεσµοι σχήµατος Π (Σχήµα 4.26α). 4.5.2.2 ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΙΧΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΠΕΡΙΣΦΙΓΞΗ

Αν και η εφαρµογή εξωτερικής περίσφιγξης σε τοιχώµατα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες κατασκευαστικές δυσκολίες, η χρήση της είναι πολύ λιγότερο διαδεδοµένη σε σύγκριση µε την περίπτωση των υποστυλωµάτων. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η αποδοτικότητα της περίσφιγξης µειώνεται σηµαντικά λόγω του έντονα ορθογωνικού σχήµατος των τοιχωµάτων.

Η µέθοδος επιβολής εξωτερικής περίσφιγξης που βρίσκει εφαρµογή στην περίπτωση των τοιχωµάτων λόγω των πλεονεκτηµάτων που παρουσιάζει είναι η τεχνική του µεταλλικού κλωβού. Τα κυριότερα από αυτά είναι η αυξηµένη ικανότητα παραλαβής τέµνουσας, αλλά και η χρησιµότητά της ως προσωρινής λύσης για την ανάληψη των κατακορύφων φορτίων σε περίπτωση τοιχωµάτων που έχουν υποστεί σηµαντικές βλάβες και ως εκ τούτου αδυνατούν να µεταφέρουν µε ασφάλεια τα αξονικά τους φορτία.

Στην περίπτωση που χρησιµοποιείται η τεχνική του µεταλλικού κλωβού για την επιβολή περίσφιγξης, αύξηση της απόδοσης µπορεί να επιτευχθεί µε χρήση διαµπερών συνδέσµων σχήµατος Π ή Ζ σε αποστάσεις της τάξης των 30 cm µεταξύ τους, οι οποίοι ηλεκτροσυγκολλούνται στα αντιδιαµετρικά ελάσµατα του κλωβού.

Σχήµα 10: Περίσφιγγξη µε Π

1 Όπως υπολογίζεται από τη σχέση (11.7) του ΕΚΩΣ 2000. 2 Όπως υπολογίζεται από τη σχέση (11.1) του ΕΚΩΣ 2000. 3 Για τον υπολογισµό των Vwd,αρχ. και Vwd,µανδ. µπορεί να χρησιµοποιηθεί η σχέση (11.11) του ΕΚΩΣ 2000.

25

Σχήµα 11: Περίσφιγγξη µε Π και Λάµες

4.Β.1 ΜΕΤΑΛΛΙΚΟΙ ΚΛΩΒΟΙ από µεταλλικά ελάσµατα µορφοσιδήρου.

Τα µεταλλικά ελάσµατα χρησιµοποιούνται για την αύξηση αντοχής σε κάµψη και τέµνουσα, µε περίσφιγξη, ο µεταλλικός κλωβός είναι ένας ικανοποιητικός τρόπος επιβολής της περίσφιγξης (ΠΕΤΕΠ 14.01.13.03). Υπάρχουν αρκετοί τρόποι εφαρµογής της ίδιας µεθόδου εκ των οποίων παραθέτουµε δύο: α) Με αυτό τον τρόπο τοποθετούνται εγκάρσιες µεταλλικές λάµες περιµετρικά του υποστυλώµατος ανά 15 cm περίπου, οι οποίες αγκυρώνονται µε βλήτρα τύπου Robor, στο κέντρο της κάθε παρειάς. Στη συνέχεια τοποθετούνται τέσσερα γωνιακά ελάσµατα , στις γωνίες του βλαµµένου υποστυλώµατος σε όλο του το ύψος, τα οποία συγκολλούνται πάνω στις λάµες.

.

Σχήµα 12: Περίσφιγγξη µε Π και Λάµες & Robor

β) Ο άλλος τρόπος συνίσταται από δύο Π στις δύο γωνίες του υποστυλώµατος και άλλα δύο που συγκολλούνται πάνω στα αρχικά Π για την περίσφιγξή τους, βλ. σχήµα 10.

26

Φωτ.: Εφαρµογή Μεταλλικού Κλωβού

Με βάση πειραµατικά αποτελέσµατα η διατοµή των γωνιακών πρέπει να είναι τουλάχιστον L50x5. Tο πάχος των οριζόντιων µεταλλικών ελασµάτων είναι συνήθως ίσο µε το πάχος των γωνιακών, ενώ το πλάτος τους κυµαίνεται µεταξύ 25 και 60 mm. Η απόσταση µεταξύ τους δεν πρέπει να υπερβαίνει τη µικρότερη τιµή από το ήµισυ της µικρότερης διάστασης της διατοµής και τα 15 cm. Τα κενά µεταξύ των γωνιακών και του σκυροδέµατος καλύπτονται µε ένα µη συρρικνούµενο κονίαµα ή εποξειδική κόλλα. Η τεχνική του µεταλλικού κλωβού ενδείκνυται ως προσωρινή λύση για άµεση ανάληψη κατακόρυφων φορτίων σε περιπτώσεις βλαβών υποστυλωµάτων που αδυνατούν να µεταφέρουν τα αξονικά τους φορτία. Επιπρόσθετα µπορεί να εφαρµοσθεί και εκτοξευόµενο σκυρόδεµα το οποίο θα αποτελεί σύµµεικτη διατοµή.

27

4.Β.2 ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΜΕ ΜΟΡΦΟΣΙ∆ΗΡΟ Η διαδικασία προβλέπει την τοποθέτηση δύο διατοµών µορφής ( [ ) εκατέρωθεν του υποστυλώµατος

που πρέπει να σφηνωθούν στο δάπεδο και την οροφή. Το πλάτος των ράβδων του µορφοσίδηρου πρέπει να είναι µεγαλύτερο από την πλευρά της διατοµής του υποστυλώµατος µε την οποία έρχεται σε επαφή. Αυτό συµβαίνει για να υπάρχει αρκετός χώρος για την τοποθέτηση δύο µπουλονιών, που δηµιουργούν ισχυρή τριβή µεταξύ των σιδηρών ελασµάτων και του σκυροδέµατος.

Το σύνολο µπορεί να πληρωθεί µε µη συρρικνούµενο κονίαµα ή σκυροδετηθεί οπότε θα αποτελέσει µια σύµµεικτη διατοµή. Η ενίσχυση µε µορφοσίδηρο οδηγεί σε αύξηση της ακαµψίας του υποστυλώµατος οπότε πρέπει να ληφθεί υπόψη η επίπτωσή της στην αντισεισµική συµπεριφορά του όλου κτιρίου. 4.Β.3 ΜΕΤΑΛΛΙΚΟΙ ΜΑΝ∆ΥΕΣ

Η µέθοδος αυτή περιλαµβάνει τη συγκόλληση µεταλλικών πλακών (συνήθως δύο ελάσµατα διατοµής Π εκατέρωθεν του στύλου), γύρω από την υπάρχουσα κολώνα, µε εποξειδική ρητίνη. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν εγκιβωτισµό. Τα πλεονεκτήµατα της τεχνικής αυτής είναι: Η αποτροπή αποφλοίωσης της επικάλυψης του σκυροδέµατος, η ανάπτυξη πλευρικής στήριξης στον διαµήκη οπλισµό, η αύξηση της αντοχής και της πλαστιµότητας του σκυροδέµατος. Τα µειονεκτήµατα της τεχνικής είναι:

Η ευπάθεια του χάλυβα σε διαβρωτικό περιβάλλον, η δυσκολία στη σωστή πλήρωση του κενού µεταξύ σκυροδέµατος και µεταλλικών πλακών µε ρητίνη ή τσιµεντοκονίαµα.

28

Συνοψίζοντας παραθέτουµε τον παρακάτω πίνακα βλαβών – τρόπου αντιµετώπισης:

4.5. Επισκευή υποστυλωµάτων

ΒΛΑΒΕΣ –ΑΙΤΙΑ-ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΣΚΑΡΙΦΗΜΑ

4.5.1. Απλή ρηγµάτωση

Στην περίπτωση αυτή επισκευάζουµε µε συγκόλληση των ρωγµών, µε χρήση εποξειδικής ρητίνης (βλέπε 2.5). Ακολούθως, για τη διασφάλιση της αποκατάστασης της βλάβης τοποθετούνται στρώσεις σύνθετου υλικού περιµετρικά του υποστυλώµατος. Στην περίπτωση που επιθυµούµε την αύξηση της φέρουσας ικανότητας και πλαστιµότητας του υποστυλώµατος κατασκευάζεται µανδύας σκυροδέµατος µε έγχυτο ή εκτοξευόµενο σκυρόδεµα.

Αντί αυτού µπορούν να τοποθετηθούν στρώσεις σύνθετου υλικού περιµετρικά του υποστυλώµατος σύµφωνα µε τις συστάσεις της παρ. 2.10.

4.5.2. Σηµαντική τοπική βλάβη - µερική αποδιοργάνωση του σκυροδέµατος του

υποστυλώµατος

Στην περίπτωση αυτή επισκευάζουµε µε δύο τρόπους ως εξής: Τρόπος Α: ·Υποστύλωση ·Καθαίρεση του αποδιοργανωµένου σκυροδέµατος ·Αποκάλυψη οπλισµών ·Συγκόλληση νέου οπλισµού και πυκνών κλειστών συνδετήρων ·Τοποθέτηση δοµικού πλέγµατος ή και ενίσχυση µε ενσωµατωµένη µεταλλική κατασκευή από γωνιακά ελάσµατα και οριζόντια ελάσµατα. ·∆ιάστρωση σκυροδέµατος έγχυτου ή εκτοξευοµένου για τη δηµιουργία του µανδύα ή και ετοίµου κονιάµατος σε σακιά (βλέπε 3.2.2).

29

Τρόπος Β:

·Υποστύλωση. ·Καθαίρεση του αποδιοργανωµένου σκυροδέµατος. ·Αποκάλυψη οπλισµών. ·Συγκόλληση νέου οπλισµού και πυκνών κλειστών συνδετήρων. ·∆ιάστρωση έγχυτου σκυροδέµατος ή έτοιµου κονιάµατος σε σακιά. ·Τοποθέτηση σύνθετου υλικού (βλέπε 2.10).

4.5.3. Σηµαντική τοπική βλάβη - πλήρης αποδιοργάνωση του σκυροδέµατος του υποστυλώµατος

Στην περίπτωση αυτή επισκευάζουµε µε δύο τρόπους ως εξής: ·Υποστύλωση

·Πλήρης καθαίρεση του αποδιοργανωµένου τµήµατος του υποστυλώµατος τουλάχιστον σε ύψος 30 cm. ·Έλεγχος του διαµήκους οπλισµού, ενίσχυση του αν απαιτείται και προσθήκη πυκνών συνδετήρων ·Τοποθέτηση ξυλότυπου ·∆ιάστρωση έγχυτου σκυροδέµατος ή ετοίµου κονιάµατος σε σακιά ·Περαιτέρω ενίσχυση µε τοποθέτηση σύνθετου υλικού (βλέπε 2.10).

4.6. Επισκευή πεδίλων Όταν το κατώτερο υποστύλωµα

ενισχύεται µε µανδύα είναι σκόπιµο ο ίδιος µανδύας να περιβάλει και το πέδιλό

του.

30

Ο µανδύας πρέπει να καλύπτει

τουλάχιστο το µισό ύψος του πεδίλου

4.7. Επισκευή τοιχωµάτων από οπλισµένο σκυρόδεµα

4.7.1. Απλή ρηγµάτωση Στην περίπτωση αυτή οι ρωγµές συγκολλούνται µε χρήση εποξειδικής ρητίνης. Τα τοιχεία σε κτίρια που µελετήθηκαν µε παλαιότερους κανονισµούς έχουν µειωµένους οπλισµούς, το οποίο οφείλεται στις παραδοχές ανάλυσης που εφαρµόζονταν παλιότερα. Η σφράγιση λοιπόν των ρωγµών µε ρητίνες τις περισσότερες φορές δεν είναι αρκετή και για αυτό συνίσταται η ενίσχυση των τοιχείων µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος ή µε χρήση σύνθετων υλικών.

4.7.2. Αποδιοργάνωση του σκυροδέµατος Τρόπος Α: ·Υποστύλωση ·περιοχή επισκευής ·Καθαίρεση του αποδιοργανωµένου σκυροδέµατος, όσο είναι δυνατή. ·Αντικατάσταση του αποδιοργανωµένου σκυροδέµατος όπου τούτο έχει καθαιρεθεί, µε έγχυτο ή εκτοξευόµενο σκυρόδεµα ή µε έτοιµο κονίαµα σε σακιά. ·Τοποθέτηση, ως ελάχιστου οπλισµού από κάθε πλευρά του τοιχώµατος, δοµικού πλέγµατος 100x100x4,5. Συνίσταται συγκέντρωση του οπλισµού στα άκρα του τοιχώµατος. ·Σύνδεση των δοµικών πλεγµάτων µε εγκάρσιους συνδέσµους Φ12 έναν ανά δύο τετραγωνικά µέτρα. ·∆ιάστρωση έγχυτου ή εκτοξευόµενου σκυροδέµατος ή ετοίµου κονιάµατος σε σακιά για τη δηµιουργία του διπλού µανδύα.

31

Τρόπος Β: ·σύνθετο υλικό ·περιοχή επισκευής Υποστύλωση ·Καθαίρεση του αποδιοργανωµένου σκυροδέµατος, όσο είναι δυνατή ·Αντικατάσταση του αποδιοργανωµένου σκυροδέµατος όπου έχει καθαιρεθεί, µε έγχυτο σκυρόδεµα ή µε έτοιµο κονίαµα σε σακιά. ·Τοποθέτηση στρώσεων σύνθετου υλικού στις παρειές του τοιχείου.

4.8. Επισκευή κόµβων (επικουρικά)

Σε περίπτωση αποδιοργανώσεως του σκυροδέµατος στην περιοχή συνδέσεως δοκών – υποστυλωµάτων δεν συνιστάται η καθαίρεση αλλά ο εµποτισµός της περιοχής µε εποξειδική ρητίνη ή και µε εποξειδικό κονίαµα (τσιµεντοκονίαµα µε περιεκτικότητα 30% σε εποξειδική ρητίνη) (βλέπε 3.2.9) µετά την κατασκευή του διπλού µανδύα. Κάθε ρηγµάτωση κόµβου, έστω και µικρού ανοίγµατος ρωγµής, θα θεωρείται επικίνδυνη και θα αντιµετωπίζεται σαν σοβαρή βλάβη.

Τρόπος Α:

·Υποστύλωση που επεκτείνεται τουλάχιστο κατά έναν όροφο πάνω και έναν όροφο κάτω από τον κόµβο. ·Ενίσχυση του κόµβου µε εξωτερικούς συνδετήρες, χιαστί γύρω από τον κόµβο και οριζόντιους στα εκατέρωθεν του κόµβου υποστυλώµατα. ·Περιβολή των συνδετήρων και της περιοχής του κόµβου µε δοµικό πλέγµα. ·Κατασκευή τοπικού µανδύα µε έγχυτο ή εκτοξευόµενο σκυρόδεµα. ·Ο µανδύας του κόµβου θα ενώνεται µε τους µανδύες όλων των στοιχείων που συνέρχονται στον κόµβο ή θα καλύπτει µήκος του στοιχείου που δεν είναι βλαµµένο τουλάχιστο ενός µέτρου.

32

Τρόπος Β: ·Υποστύλωση που επεκτείνεται τουλάχιστο κατά έναν όροφο πάνω και έναν όροφο κάτω από τον κόµβο. ·Καθαίρεση της πλάκας γύρω από τον κόµβο για τη διέλευση µεταλλικών γωνιακών σκελών ενίσχυσης. ·Πλήρωση των ρωγµών µε εποξειδική ρητίνη ή αφαίρεση του αποδιοργανωµένου σκυροδέµατος και συµπλήρωση µε εποξειδικό ή µη συρρικνούµενο κονίαµα. ·∆ιάνοιξη διαµπερών οπών (π.χ. τέσσερις οπές Φ16) σε κάθε δοκό για τη διέλευση ράβδων περίσφιγξης. ·Εφαρµόζονται τέσσερα γωνιακά σκέλη (π.χ. 70x7) στις ακµές του υποστυλώµατος τα οποία προεξέχουν πάνω από την πλάκα και κάτω από τη δοκό (π.χ. 40cm). Εφαρµόζεται µε ειδική διάταξη (µέγγενη σε σχήµα Π) σταδιακά προένταση στις θέσεις άνω και κάτω του κόµβου όπου θα τοποθετηθούν τα συγκολλητά ελάσµατα (π.χ. 400x10). ·Στις οπές κάθε δοκού στερεώνονται µε πλήρωση µε λεπτόρρευστη εποξειδική ρητίνη τέσσερις οριζόντιες ράβδοι (π.χ. Φ14). Οι ράβδοι συγκολλούνται στα γωνιακά. ·Σκυροδετείται η πλάκα γύρω από τον κόµβο Σε περίπτωση αποδιοργανώσεως του σκυροδέµατος στην περιοχή συνδέσεως δοκών - υποστυλωµάτων δεν συνιστάται η καθαίρεση αλλά ο εµποτισµός της περιοχής µε εποξειδική ρητίνη ή και µε εποξειδικό κονίαµα (τσιµεντοκονίαµα µε περιεκτικότητα 30% σε εποξειδική ρητίνη) (βλέπε 3.2.9) µετά την κατασκευή του µανδύα. Ενίσχυση των κόµβων σε διάτµηση δίνεται να επιτευχθεί και µε χρήση µανδύα από σύνθετα υλικά.

Συµπερασµατικά οι επεµβάσεις επισκευής & ενίσχυσης υποστυλωµάτων από οπλισµένο σκυρόδεµα µε τις ανωτέρω παραδοσιακές µεθόδους αποτελούν τις πλέον δοκιµασµένες λύσεις για περιπτώσεις βλαφθέντων στοιχείων από σεισµό.

33

Μεµονωµένο Υποστύλωµα

Σχ. 5..4: τρόπος αγκυρωσης βλήτρων

35

ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑ Επισκευής & Ενίσχυσης Κτηρίου

Περιγραφή Κτηρίου Το κτήριο ανήκει στον Ι. Μαριολόπουλο στη Μεταµόρφωση Αττικής. Πρόκειται για κτίριο διαστάσεων 16 m x 15 m περίπου, µε έναν υπόγειο και ένα υπέργειο όροφο, µε φέροντα οργανισµό από Ω/Σ. Το κτίριο κατασκευάστηκε σε δύο φάσεις: Η στάθµη υπογείου & ισογείου, µελετήθηκε & κατασκευάστηκε στη δεκαετία του ’60 Η στάθµη του Α΄ ορόφου µελετήθηκε & κατασκευάστηκε στη δεκαετία του ’80 και Οι στάθµες των Β’, Γ’ & ∆’ ορόφων µελετήθηκαν & κατασκευάστηκαν στη δεκαετία του 2010 Η διαχρονική εξέλιξη των ελληνικών αντισεισµικών κανονισµών: 1. Κανονισµός 1959 2. Πρόσθετες διατάξεις 1984 3. NΕΑΚ 1995 4. ΕΑΚ 2000 5. ΕΑΚ 2003 6. EC8 – KAN.ΕΠΕ

36

Ως προς τη χρήση του κτιρίου: Στο µεγαλύτερο µέρος του ισογείου στεγάζονταν Η/Μ εγκαταστάσεις κλωστοϋφαντουργίας, Στους χώρους του Α’ ορόφου στεγάζονταν επίσης Η/Μ εγκαταστάσεις και εργαστήρια συντηρητών, καθώς επίσης και αποθηκευτικοί χώροι. Στον Β΄ όροφο στεγάζονταν διοικητικές υπηρεσίες και εργαστήρια, ενώ Στον Γ’ & ∆’ όροφο κατοικίες. Ιστορικό Κτηρίου Στο σεισµό της Αθήνας στις 7/9/1999 το κτίριο παρουσίασε έντονες ρηγµατώσεις σε µη φέροντα στοιχεία κυρίως στο Β΄ όροφο. Επιπρόσθετα διαπιστώθηκαν οξειδώσεις σε σιδηροπλισµούς. Το 2007 η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ανέλαβε τη µελέτη αποτίµησης και ενίσχυσης του Φ.Ο. Η µελέτη βασίστηκε στη λεπτοµερή αποτύπωση του φορέα από την οποία προέκυψαν σχέδια ξυλοτύπων του κτιρίου όπως κατασκευάστηκε. Παράλληλα έγιναν εργαστηριακοί έλεγχοι στα δοµικά υλικά για τον προσδιορισµό των µηχανικών χαρακτηριστικών τους. ∆ιερεύνηση-τεκµηρίωση Φ.Ο. κτιρίου Για το κτίριο δε βρέθηκε πλήρης σειρά ξυλοτύπων. Η διερεύνηση του φέροντος οργανισµού περιλαµβάνει: 1. Αποτύπωση φορέα - αντιπαραβολή µε υφιστάµενα σχέδια. 2. Ποιοτικό έλεγχο υλικών α) χάλυβας µε οπτική αναγνώριση & Μαγνητοµετρία. β) σκυρόδεµα µε πυρηνοληψίες, κρουσιµετρήσεις (µε σφύρα Schmidt) και υπερηχοσκοπήσεις. Από την επιτόπιο έρευνα διαπιστώθηκε ότι η κατασκευή είναι σε µεγάλο βαθµό σύµφωνη µε τη µελέτη ως προς τις θέσεις και τις διαστάσεις των φερόντων στοιχείων. Όµως στο υπόγειο, ισόγειο και Α΄ όροφο έχουν γίνει εργασίες επισκευής υποστυλωµάτων χωρίς αυτές να έχουν συνέχεια είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. (∆ηλ. Υπάρχει υποστύλωµα που έχει ενισχυθεί στα 2/3 του ύψους στο υπόγειο, δεν έχει ενισχυθεί στο ισόγειο και έχει ενισχυθεί στον όροφο ή έχει ενισχυθεί στα 2/3 του ύψους στο υπόγειο, έχει ενισχυθεί στο ισόγειο σε όλο το ύψος και καθόλου στους υπερκείµενους ορόφους). Στο δάπεδο του ισογείου υπάρχει σηµαντικού πάχους γέµισµα για εγκιβωτισµό των αποχετεύσεων και δηµιουργία κλίσεων που έχει ως αποτέλεσµα πρόσθετα φορτία. Τέλος στο ισόγειο του κτιρίου υπάρχει έντονη οξείδωση σιδηροπλισµών (πλακών, δοκών, υποστυλωµάτων). Από τον ποιοτικό έλεγχο υλικών προέκυψε : 1.Στάθµες παταριού, υπογείου, ισογείου, Α΄ ορόφου Ποιότητα σκυροδέµατος : C 12/15 Χάλυβας οπλισµού : St I (S220) 2. Στάθµη B΄ ορόφου Ποιότητα σκυροδέµατος : C 16/20 Χάλυβας οπλισµού : St III (S400) Απαιτήσεις σεισµικής συµπεριφοράς Το υφιστάµενο κτίριο µελετήθηκε και κατασκευάστηκε σύµφωνα µε τον αντισεισµικό κανονισµό του 1959 που θεωρεί πολύ χαµηλή τη σεισµική επικινδυνότητα της Αθήνας. Αποτελεί απαίτηση του ιδιοκτήτη ο έλεγχος και ο ανασχεδιασµός του κτιρίου σύµφωνα µε τις διατάξεις του ΕC-8 & KANEPE 2012 σε συνδυασµό µε τον ΕΑΚ 2003. Σύµφωνα µε αυτές, το κτίριο βρίσκεται στη ζώνη σεισµικής επικινδυνότητας Ι και η κατηγορία εδάφους θεωρείται Γ. Για την αποτίµηση του υφισταµένου δοµήµατος ο συντελεστής σεισµικής συµπεριφοράς, q, λαµβάνεται ίσος µε 1.50, τιµή που αντιστοιχεί στην έλλειψη πλαστιµότητας που παρουσιάζει ο φορέας.

37

Αποτίµηση υφισταµένου δοµήµατος Στατικό προσοµοίωµα • Η ανάλυση γίνεται µε τη δυναµική φασµατική µέθοδο. • Ο φέρων οργανισµός του κτιρίου προσοµοιώνεται µε µοντέλο γραµµικών στοιχείων τοποθετηµένων στους κεντροβαρικούς άξονες των µελών. Χρησιµοποιούνται δυσκαµψίες ΕΑΚ 2003. • Οι πλάκες λαµβάνονται απαραµόρφωτες στο επίπεδο τους (διαφραγµατική λειτουργία). • Τέλος, το ραβδωτό προσοµοίωµα λαµβάνεται πλήρως πακτωµένο στη βάση του. Αποτελέσµατα Ανάλυσης • Σχεδόν το σύνολο των υποστυλωµάτων έχει µειωµένη φέρουσα ικανότητα, δηλαδή τα εντατικά µεγέθη που αναπτύσσονται απαιτούν περισσότερο οπλισµό από τον υφιστάµενο ή και αλλαγή διατοµής. Αυτό αφορά τόσο τη διαξονική κάµψη µε ορθή δύναµη (διαµήκης οπλισµός) όσο και τη διάτµηση (συνδετήρες). • Το κτήριο παρουσιάζει στροφική συµπεριφορά που το κατατάσσει στα µη κανονικά κτίρια. • Τέλος οι µετακινήσεις που παρουσιάζονται είναι σηµαντικές (η µέγιστη µετακίνηση, παρουσιάζεται στο Β΄ όροφο και είναι 6.3cm) γεγονός που αιτιολογεί τις βλάβες στην τοιχοποιία κατά το σεισµό της Αθήνας (1999). Σε αυτό συµβάλλει καθοριστικά η έλλειψη τοιχωµάτων. Συµπεράσµατα – Προτάσεις ενίσχυσης Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της ανάλυσης, η βέλτιστη εφικτή λύση για την ενίσχυση του κτιρίου είναι η προσθήκη νέων τοιχωµάτων σε κατάλληλες θέσεις και η τοποθέτηση µανδυών σκυροδέµατος σε όσα υποστυλώµατα ή δοκούς απαιτηθεί. Πρέπει να σηµειωθεί ότι η ύπαρξη ηλεκτροµηχανολογικού εξοπλισµού στο υπόγειο δυσχεραίνει σηµαντικά τις επεµβάσεις. Η προσθήκη των νέων τοιχωµάτων γίνεται µε στόχο να αναλάβουν το µεγαλύτερο µέρος της σεισµικής τέµνουσας ώστε το υπόλοιπο να µπορεί να αναληφθεί µε ασφάλεια από το υφιστάµενο δοµικό σύστηµα µε τις ελάχιστες δυνατές ενισχύσεις (µανδύες). Απαιτείται επίσης αποξήλωση του υπάρχοντος γεµίσµατος του δαπέδου του ισογείου για αποφόρτιση της πλάκας οροφής υπογείου. Παραδοχές ανάλυσης Σύµφωνα µε τις απαιτήσεις του ΕΑΚ 2003 το κτίριο βρίσκεται στη ζώνη σεισµικής επικινδυνότητας Ι και η κατηγορία εδάφους θεωρείται Γ. Η ανάλυση γίνεται µε τη δυναµική φασµατική µέθοδο µε συντελεστή σεισµικής συµπεριφοράς, q, ίσο µε 3.0 (συστήµατα τοιχωµάτων που λειτουργούν ως πρόβολοι). Μετά τη διαστασιολόγηση των ενισχύσεων θα γίνει ανελαστική στατική ανάλυση (pushover) για την εκτίµηση του πραγµατικά διατιθέµενου συντελεστή σεισµικής συµπεριφοράς. Αν βρεθεί απόκλιση θα ακολουθήσει νέα σειρά δυναµικών αναλύσεων µε το νέο συντελεστή σεισµικής συµπεριφοράς. Αποτελέσµατα Ανάλυσης Ο στατικός και αντισεισµικός έλεγχος του κτιρίου µετά την ενίσχυσή του έδειξε ότι: • Η τοποθέτηση των τοιχωµάτων βελτίωσε σηµαντικά τη δυναµική συµπεριφορά του κτιρίου. Μειώθηκε ο στρεπτικός χαρακτήρας της απόκρισης και το κτίριο χαρακτηρίζεται ως κανονικό, σύµφωνα µε τον ΕΑΚ. • Τα τοιχώµατα που τοποθετήθηκαν παραλαµβάνουν περίπου το 75% της σεισµικής τέµνουσας (nvx=0.78, nvy=0.74) και στις δύο διευθύνσεις, δηλ. το µεγαλύτερο µέρος της σεισµικής καταπόνησης παραλαµβάνεται από τα νέα στοιχεία. • Μειώθηκαν σηµαντικά οι µετακινήσεις κάτω από τα όρια αποφυγής βλαβών στην τοιχοποιία. Η µέγιστη µετακίνηση στο Β΄ όροφο έχει µειωθεί στα 0.8cm ενώ στην ίδια στάθµη πριν την τοποθέτηση τοιχωµάτων ήταν 6.3cm. • Ο συντελεστής συµπεριφοράς επαληθεύεται από τα διαγράµµατα της ανελαστικής στατικής ανάλυσης. Τέλος οι τιµές της µετακίνησης στόχου είναι πολύ µικρές σε σχέση µε το όριο διαρροής του κτιρίου, γεγονός που δείχνει επάρκεια του κτιρίου αλλά και υπερδιαστασιολόγηση των ενισχύσεων (που ήταν όµως αναγκαστική για λόγους συµµετρίας).

38

Σχέδια Ενισχύσεων

39

40

41

42

ALBUM ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ ΚΤΗΡΙΟΥ

Τοποθέτηση αγκυρίων (βλήτρα) στα µεµονωµένα πέδιλα

43

∆ιατρήσεις πλακών & ενίσχυση υποστυλωµάτων

44

.

Ενίσχυση υποστυλωµάτων & νέες πεδιλοδοκοί

45

Ενίσχυση υποστυλωµάτων