"Όταν ο "κόσμος άνοιξε" τα "πράγματα" άλλαξαν:...

22
1 ΟΤΑΝ Ο «ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΟΙΞΕ» ΤΑ «ΠΡΑΓΜΑΤΑ» ΑΛΛΑΞΑΝ: ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΥΛΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (ΧΩΡΟΣ) ΣΤΗΝ ΚΑΡΠΑΘΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20 Ο ΑΙΩΝΑ Βασική αρχή της πολιτισμικής ανθρωπολογίας είναι ότι η κουλτούρα ενός τόπου, μιας κοινωνίας, παραμένει ζωντανή μέσα στο χρόνο εφόσον συνεχώς αλλάζει. Η διαδικασία της πολιτισμικής αλλαγής βασίζεται στην απόρριψη προϋπαρχόντων πολιτισμικών στοιχείων και στην υιοθέτηση νέων, που προέρχονται από άλλες κουλτούρες με τις οποίες τα μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας έρχονται σε επαφή μέσα από την καταλυτική επίδραση διαφόρων ιστορικών γεγονότων. Μία κουλτούρα στατική (που σταμάτησε να αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου) ανήκει στο ιστορικό παρελθόν και μετατρέπεται σε μουσειακό έκθεμα. Η Κάρπαθος αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα ζωντανής παραδοσιακής κοινωνίας η οποία, λόγω σκληρών συνθηκών φυσικής και κοινωνικής επιβίωσης πέρασε, κατά τη διάρκεια του 20 αι. μέσω της μετανάστευσης, διάφορες φάσεις έντονης πολιτισμικής αλλαγής, που επέφεραν μεγάλες ανατροπές στο τοπικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα είναι αποτυπωμένες στον υλικό της πολιτισμό συμπεριλαμβανομένου του δομημένου περιβάλλοντός της. Όπως κάθε άνθρωπος αγωνίζεται ενστικτωδώς για την βιολογική του επιβίωση, (δηλ. την εξασφάλιση τροφής, στέγης, και ασφαλούς διαβίωσης) έτσι και κάθε κοινότητα αγωνίζεται να εξασφαλίσει την κοινωνική της συνοχή και συνέχεια σε βάθος χρόνου. Η διαδικασία αυτή συνδέεται άμεσα με το πολιτισμικό ιδίωμα που διαμορφώνει η κάθε κοινωνία γενικά, και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι κοινότητες της Καρπάθου. Οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην μετανάστευση των Καρπαθίων όταν ο «κόσμος άνοιξε» τον 20 ο αιώνα ήταν εν συντομία οι εξής: - η γεωγραφική απομόνωση - η πολιτική ιστορία - η τοπική οικονομία - η κοινωνική διαστρωμάτωση και - το κληρονομικό σύστημα Η γεωγραφική απομόνωση της Καρπάθου, του δεύτερου σε μέγεθος νησιού των Δωδεκανήσων, που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ορεινό έδαφος με έντονες κλίσεις, σε συνδυασμό με απότομες και κρημνώδεις ακτές, έχει συντελέσει στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης τοπικής παράδοσης που αφορά την κοινωνική οργάνωση και το τοπικό σύστημα αξιών. «Τα πρώτα λιμενικά έργα κατασκευάστηκαν μετά το 1955, ενώ η μεγάλη ανάπτυξη, πληθυσμιακή και οικιστική της Καρπάθου, άρχισε μετά την Ιταλική κατοχή και ιδιαίτερα μετά την κατασκευή του τελωνείου και του επαρχείου το 1936. Οι περισσότεροι οικισμοί του νησιού έχουν ιδρυθεί στις πλαγιές της κεντρικής οροσειράς του νησιού, κυρίως για λόγους ασφάλειας έναντι των πειρατικών επιδρομών των παρελθόντων ετών αλλά

Transcript of "Όταν ο "κόσμος άνοιξε" τα "πράγματα" άλλαξαν:...

1

ΟΤΑΝ Ο «ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΟΙΞΕ» ΤΑ «ΠΡΑΓΜΑΤΑ» ΑΛΛΑΞΑΝ: ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΥΛΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (ΧΩΡΟΣ) ΣΤΗΝ ΚΑΡΠΑΘΟ

ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ

Βασική αρχή της πολιτισμικής ανθρωπολογίας είναι ότι η

κουλτούρα ενός τόπου, μιας κοινωνίας, παραμένει ζωντανή μέσα στο

χρόνο εφόσον συνεχώς αλλάζει. Η διαδικασία της πολιτισμικής αλλαγής βασίζεται στην απόρριψη προϋπαρχόντων πολιτισμικών στοιχείων και στην υιοθέτηση νέων, που προέρχονται από άλλες κουλτούρες με τις

οποίες τα μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας έρχονται σε επαφή μέσα από την καταλυτική επίδραση διαφόρων ιστορικών γεγονότων. Μία

κουλτούρα στατική (που σταμάτησε να αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου) ανήκει στο ιστορικό παρελθόν και μετατρέπεται σε μουσειακό έκθεμα.

Η Κάρπαθος αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα ζωντανής

παραδοσιακής κοινωνίας η οποία, λόγω σκληρών συνθηκών φυσικής και κοινωνικής επιβίωσης πέρασε, κατά τη διάρκεια του 20 αι. μέσω της

μετανάστευσης, διάφορες φάσεις έντονης πολιτισμικής αλλαγής, που επέφεραν μεγάλες ανατροπές στο τοπικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα είναι αποτυπωμένες στον υλικό της πολιτισμό συμπεριλαμβανομένου του

δομημένου περιβάλλοντός της. Όπως κάθε άνθρωπος αγωνίζεται ενστικτωδώς για την βιολογική

του επιβίωση, (δηλ. την εξασφάλιση τροφής, στέγης, και ασφαλούς

διαβίωσης) έτσι και κάθε κοινότητα αγωνίζεται να εξασφαλίσει την κοινωνική της συνοχή και συνέχεια σε βάθος χρόνου. Η διαδικασία

αυτή συνδέεται άμεσα με το πολιτισμικό ιδίωμα που διαμορφώνει η κάθε κοινωνία γενικά, και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι κοινότητες της Καρπάθου.

Οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην μετανάστευση των Καρπαθίων όταν ο «κόσμος άνοιξε» τον 20ο αιώνα ήταν εν συντομία οι

εξής: - η γεωγραφική απομόνωση - η πολιτική ιστορία

- η τοπική οικονομία - η κοινωνική διαστρωμάτωση και - το κληρονομικό σύστημα

Η γεωγραφική απομόνωση της Καρπάθου, του δεύτερου σε

μέγεθος νησιού των Δωδεκανήσων, που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ορεινό έδαφος με έντονες κλίσεις, σε συνδυασμό με απότομες και κρημνώδεις ακτές, έχει συντελέσει στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης

τοπικής παράδοσης που αφορά την κοινωνική οργάνωση και το τοπικό σύστημα αξιών.

«Τα πρώτα λιμενικά έργα κατασκευάστηκαν μετά το 1955, ενώ η μεγάλη ανάπτυξη, πληθυσμιακή και οικιστική της Καρπάθου, άρχισε μετά την Ιταλική κατοχή και ιδιαίτερα μετά την κατασκευή του τελωνείου και του επαρχείου το 1936. Οι περισσότεροι οικισμοί του νησιού έχουν ιδρυθεί στις πλαγιές της κεντρικής οροσειράς του νησιού, κυρίως για λόγους ασφάλειας έναντι των πειρατικών επιδρομών των παρελθόντων ετών αλλά

2

και γιατί βρίσκονται κοντά στις κατάλληλες για καλλιέργειες εκτάσεις» (ΥΧΟΠ ΕΠΑ 11/1983).

Ενώ τα περισσότερα χωριά της Καρπάθου βρίσκονται στα κεντρικά και νότια του νησιού, το μοναδικό απομακρυσμένο χωριό στα βόρεια

είναι η Όλυμπος, διατηρώντας εντονότερα πολλά τοπικά πολιτισμικά στοιχεία. Ο δρόμος που την ενώνει με τα υπόλοιπα χωριά της Καρπάθου ολοκληρώθηκε το 1979. Η Όλυμπος ηλεκτροδοτήθηκε το

1981 και απέκτησε τηλεφωνικό δίκτυο το 1983. Το χωροταξικό-ρυθμιστικό σχέδιο του ΥΧΟΠ (το τότε ΥΠΕΧΩΔΕ) που έγινε στις αρχές της δεκαετίες του 1980 για την Κάρπαθο, αρχικά δεν συμπεριέλαβε στη

μελέτη την κοινότητα της Ολύμπου «διότι λόγω του ορεινού και απόκρημνου εδάφους είναι πλήρως απομονωμένη από τα Πηγάδια» (ΥΧΟΠ

11/1983). Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε τον Οκτώβριο 1984 με νέα πρόταση του ΥΧΟΠ.

Η πολιτική ιστορία της Καρπάθου έπαιξε και αυτή ένα καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της τοπικής κουλτούρας και συνέβαλλε στην μετανάστευση των κατοίκων του νησιού. Τον 14ο αιώνα

το νησί κατέλαβαν οι Ενετοί, το1538 οι Τούρκοι, το 1912 οι Ιταλοί, και τελικά το1947 η Κάρπαθος ενώθηκε με την Ελλάδα. Εν τω μεταξύ μεσολάβησε ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος και η Γερμανική κατοχή που

ήταν για την Κάρπαθο μία εξαιρετικά δύσκολη περίοδος ανακατανομής πλούτου.

Η οικονομία της Καρπάθου μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα ήταν ανταλλακτική και όχι χρηματική. Η παραγωγή βασιζόταν στην κτηνοτροφία και την γεωργία. Μετά το1946, αφ’ ενός άρχισε η μείωση

του ντόπιου πληθυσμού λόγω μετανάστευσης, και αφ’ ετέρου, καθιερώθηκε σταδιακά η χρηματική οικονομία βασιζόμενη σε

μεταναστευτικά εμβάσματα και μικροεμπόριο (ΥΧΟΠ 10/1984). Η κοινωνική οργάνωση ήταν αυστηρά ιεραρχική. Διακριτικά

γνωρίσματα των μελών του ανώτατου κοινωνικού στρώματος ήταν η

κληρονομική γαιοκτησία, η καταγωγή από προνομιούχα «γενιά», και η σειρά γέννησης στην οικογένεια (πρωτοτόκια). Την τοπική άρχουσα τάξη

αποτελούσαν οι «κανακάρη(δ)ες» και οι «κανακαριές», οι οποίοι ήταν πρωτότοκοι, «γεννήσιμοι» (δηλ. από «γενιά») γόνοι οικογενειών που είχαν

στην κατοχή τους τα πιο εύφορα χωράφια, αμπελώνες, ελαιώνες, ζώα καθώς και όλα τα απαραίτητα γεωργικά εργαλεία. Η κοινωνική διαστρωμάτωση της καρπάθικης κοινωνίας ήταν εντελώς

προκαθορισμένη, διότι ο υλικός πλούτος και οι τίτλοι «γενιάς» παρέμεναν κληρονομικοί, οι τάξεις ήταν ενδογαμικές και η κοινωνική ανέλιξη ήταν

πρακτικά αδύνατη. Όπως είχε δηλωθεί και ρητά «οι έχοντες την γην έχουσι και τον λόγον», δηλαδή, η πολιτική εξουσία ανήκε αποκλειστικά στους κληρονομικούς γαιοκτήμονες που ήταν «γεννήσιμοι» πρωτότοκοι

άνδρες. Σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων σήμερα Ολυμπιτών, μέχρι περίπου την δεκαετία του1920 οι συνελεύσεις των κανακάρηδων

γίνονταν στο χώρο της Αγ. Τριάδας, δίνοντας έτσι μέσω της θρησκευτικότητας του χώρου και συμβολικό κύρος στο ρόλο τους.

Δεδομένου ότι η επίπεδη καλλιεργήσιμη γη ήταν ελάχιστη υπήρχε ιεραρχία ακόμη και μεταξύ των γαιοκτημόνων κανακάρηδων.

3

«Πρωτοκανακάρης» και «πρωτοκανακαριά» ήταν εκείνος και εκείνη που είχε επίπεδο τετράπλευρο χωράφι στην Αυλώνα, μία γεωργική περιοχή

σε οροπέδιο με καλλιεργήσιμο έδαφος, κοντά στην Όλυμπο. Ο δε πρώτος μεταξύ των πρώτων ήταν εκείνος που το χωράφι του είχε και

«εμπασιά», δηλαδή πόρτα στον χαμηλό πέτρινο τοίχο που το περιέκλειε.

«Κόρη του πιο καλού καλά με τα καλά χωράφια Πούχεις γεμένα και λυτά εξήντα δυό κομμάτια».

Την μαντινάδα τραγούδησε προπολεμικά κάποιος Ολυμπίτης σε μία κανακαριά που είχε πολλά και διάφορα χωράφια: «δεμένα», δηλαδή

με τοίχο γύρω-γύρω, αλλά και «λυτά», δίχως τοίχο περιμετρικά. Μια άλλη συναρτημένη με τον χώρο κοινωνική διάκριση μεταξύ

γυναικών της τοπικής ελίτ αυτή τη φορά, ήταν ο τίτλος της «αρτυμένης»

κανακαριάς, εκείνης δηλαδή που εκτός από επίπεδο χωράφι είχε και ελαιώνα. Η πλειοψηφία πάντως των Ολυμπιτών καλλιεργούσε κυρίως

κριθάρι στις πεζούλες στις γύρω βουνοπλαγιές, αξιοποιώντας κάθε σπιθαμή καλλιεργήσιμου εδάφους στην περιοχή και μετατρέποντας τα γύρω εδάφη σε χωράφια «σπαρμένα με στάχυα, σαν τις στολισμένες κόρες», όπως χαρακτηριστικά τα παρομοίωσε μία ηλικιωμένη Ολυμπίτισσα.

Σε εβδομαδιαία βάση, σύσσωμο το χωριό (πλην δασκάλων, εμπόρων, και όσων ήσαν ασθενείς) μετακινιόταν από την Όλυμπο στην

Αυλώνα, όπου κάθε οικογένεια διατηρούσε ένα μικρό αγροτικό σπίτι τον «στάβλο», χτισμένο σύμφωνα με το τυπικό πρότυπο των καρπάθικων σπιτιών αλλά μικρότερο σε μέγεθος και πολύ λιτό σε διάκοσμο. Στην

Αυλώνα έμεναν και καλλιεργούσαν τα χωράφια από την Δευτέρα και μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Την Παρασκευή πρώτες επέστρεφαν στην

Όλυμπο οι γυναίκες, για να ζυμώσουν και να πλύνουν, και το Σάββατο ακολουθούσαν οι άντρες, οπότε άνοιγε και το καφενείο. Στην Αυλώνα δεν υπήρχαν σχολείο, εκκλησία, αλλά ούτε και καφενείο γεγονός που

αποδεικνύει ότι ο οικισμός αυτός αποτελούσε ένα είδος «εργοταξίου» όπου δεν υπήρχε περιθώριο για αναψυχή, κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσια, πανηγύρια κλπ), μόρφωση και θρησκευτική λατρεία.

Την Κυριακή παρακολουθούσαν τη λειτουργία στην Όλυμπο και αφού ολοκλήρωναν τις δραστηριότητες του Σαββατοκύριακου επέστρεφαν στην

Αυλώνα. Ο τίτλος τιμής που είχαν οι κανακάρηδες υποστηριζόταν πρακτικά

από την υπεροχή τους έναντι των μη προνομιούχων συγχωριανών τους

στον καθημερινό αγώνα για εξασφάλιση τροφής. Στο άγονο ορεινό περιβάλλον της Ολύμπου οι κανακάρηδες ήταν εκείνοι που σχεδόν κάθε χρόνο εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους, διότι παρήγαγαν μεγαλύτερη

ποσότητα κριθαριού, σταριού, λαδιού, φασολιών κλπ. Συμβολικά ο τίτλος τους απεικονίζονταν και στον τοπικό υλικό πολιτισμό, δηλαδή τα

διάφορα αντικείμενα που μεταβιβαζόταν κληρονομικά. Ενδεικτικά αναφέρω την φορεσιά: «βράκα» για τους άντρες και «μπέλλινο» καβάϊ για τις γυναίκες με τα ανάλογα κοσμήματα, τα λεγόμενα «ασήμια». Επίσης,

διέθεταν προσωπικές κληρονομικές θέσεις στην κεντρική εκκλησία του χωριού την Παναγία. Εκεί, ο κάθε κανακάρης καθόταν στο προσωπικό

4

του «στασίδι», ενώ η κάθε κανακαριά στεκόταν όρθια κατά τη διάρκεια της λειτουργίας επάνω στη δική της επιδαπέδια πλάκα, τη «μερέα». Οι

πρωτοκανακαριές κατείχαν «μερέες» στις πιο μπρος σειρές.

Σύμφωνα με το τοπικό εθιμικό κληρονομικό δίκαιο η μεταβίβαση της γονικής περιουσίας συνέπιπτε χρονικά με τη δημόσια αναγγελία του

γάμου του παιδιού και επικυρωνόταν με ένα λεπτομερές προικοσύμφωνο. Το σπίτι, ο στάβλος, χωράφια, ελαιώνες, αμπέλια, κλπ μεταβιβάζονταν μέσα σε κάθε οικογένεια ακολουθώντας δύο

διαφορετικές γραμμές καθορισμένες από το φύλο, τα πρωτοτόκια, και το όνομα του προκατόχου παππού/γιαγιάς. Έτσι διαχωρίζονται γυναικείες

και αντρικές προίκες που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά με εναλλαγή δύο ονομάτων: της γιαγιάς και της μητέρας, και του παππού και του πατέρα αντίστοιχα. Για παράδειγμα: από Μαρινία σε Θετεκούλα,

από Θετεκούλα σε Μαρινία, και ξανά εναλλάξ. Ενδεικτικά αναφέρω ένα απόσπασμα από ένα προικοσύμφωνο με ημερομηνία 2/12/1878 που υπογράφεται από τον πατέρα του γαμπρού και την μητέρα της νύφης:

«Τίμιος γάμος και η κοίτη αμίαντος…. Συνάπτομεν εις γάμου κοινωνίαν την …….. μετά του ……. εις ους αμφοτέρους εν πρώτοις προικίζομεν τας ευχάς μας, καθότι «ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων»…… : μύλο, μερέα, σπίτι, τέζερι, τηγάνι, στάβλο, αμπέλι, ελαιόφυτο, πλαούλι, συκιές, χωράφια, μελισσοθήκη, γρόσια, φοράδα, πρόβατα…κλπ. Ταύτα πάντα αμφότεροι προικίζουμεν μετά των ευχών μας και ευχόμεθα τούτοις όπως μεταδώσωσιν αυτά ες τα εξαυτών τεχθησόμενα τέκνα των…..Όλυμπος την 12 Φεβρουαρίου 1878. Οι προικίσαντες γονείς…… ».

Η ιδιοκτησία και χρήση του σπιτιού δεν αποτελούσε ισόβιο αλλά προσωρινό δικαίωμα του νόμιμου κατόχου του. Την ίδια εθιμική

αυστηρότητα με βάση την οποία τα υστερότοκα αδέλφια στερούνταν το σπίτι και την κτηματική περιουσία των γονιών, δοκίμαζαν και οι «προνομιούχοι» πρωτότοκοι αδελφοί τους, όταν έφτανε σε ηλικία γάμου

το πρώτο τους παιδί (αγόρι ή κορίτσι). Τότε, ο γονιός ιδιοκτήτης και χρήστης μέχρι τότε του σπιτιού και της γης, όφειλε να το προικοδοτήσει

στο πρωτότοκο παιδί του που παντρευόταν για να στεγάσει τη δική του νέα οικογένεια. Αν λάβει κανείς υπ΄ όψη του ότι η ηλικία γάμου ήταν για τα κορίτσια κοντά στα 15 και για τα αγόρια λίγο περισσότερο, ο

γονιός που είχε κι αυτός παντρευτεί σε ανάλογη ηλικία ήταν μεταξύ 30 και 35 χρονών. Παρόλ’ αυτά όφειλε να παραχωρήσει το σπίτι στο νέο ζευγάρι και να μετακομίσει μαζί με τα υπόλοιπα μικρότερα παιδιά του

στο λεγόμενο «γεροντομοίρι», που συνήθως ήταν ένα μικρό βοηθητικό κτίσμα στην αυλή, ο «κέλλος».

Ο περιορισμένος αριθμός περιουσιακών στοιχείων σε συνδυασμό

με τον μεγάλο αριθμό παιδιών σε κάθε οικογένεια συνετέλεσαν στην δημιουργία και αυστηρή τήρηση του συγκεκριμένου κληρονομικού συστήματος στην Κάρπαθο. Ελλείψει όμως σπιτιού, χωραφιών και ζώων

τα υστερότοκα παιδιά της κάθε οικογένειας στερούνταν την δυνατότητα του γάμου και της δημιουργίας δικής τους οικογένειας. Έτσι τα υστερότοκα κορίτσια έμεναν ανύπανδρα στο σπίτι βοηθούσαν την

οικογένεια και εργάζονταν στα χωράφια της πρωτότοκης αδελφής τους

5

(«τινάες» ανύπαντρες κουνιάδες, θείες), ενώ τα υστερότοκα αγόρια βρήκαν σταδιακά διέξοδο στην μετανάστευση.

Εκτός από την κτήση γης εξαιρετικά σημαντική ήταν και η κατοχή

ενός σπιτιού για την οικογένεια. Το σπίτι προσέφερε όχι μόνο ένα σημαντικό καταφύγιο από τα στοιχεία της φύσης αλλά επίσης, αποθηκευτικό χώρο για τα γεωργικά προϊόντα και χώρο ανάπτυξης

οικογενειακής και κοινωνικής ζωής. Οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης συνέβαλλαν στο γεγονός ότι η

έντονα ιεραρχημένη κοινωνική διαστρωμάτωση δεν αποτυπωνόταν στο χώρο όσον αφορά τα σπίτια στην Όλυμπο. Αυτό συνέβαινε διότι τα σπίτια προορίζονταν να στεγάσουν αυστηρά λειτουργικές ανάγκες των

κατοίκων και δεν έφεραν συμβολικές ιδιότητες προβολής της κοινωνικής τους θέσης. Ήταν όλα ίδια μεταξύ τους σε διαστάσεις, μορφή, λειτουργία, υλικά, διακόσμηση και τρόπο κατασκευής. Σε λίγες

περιπτώσεις το σπίτι των κανακάρηδων ήταν ελάχιστα μεγαλύτερο για λειτουργικούς λόγους, προκειμένου να μπορεί να αποθηκευτεί επαρκώς

η γεωργική παραγωγή τους, η οποία ήταν κάπως μεγαλύτερη από των υπολοίπων. Τα «κανακαρήστικα» σπίτια είχαν συνεπώς μεγαλύτερη «πάγκα» (ρεβίθια, κουκιά, φακές, σταφίδες, σύκα ξερά, όσπρια),

μεγαλύτερο άνοιγμα στο «ρείο» (σιτάρια, κριθάρια), και πολλά πιθάρια στον «αποκρίατο».

Επιπρόσθετα τα κανακαρήστικα τα σπίτια συχνά τα παραχωρούσαν οι ιδιοκτήτες τους στους συγχωριανούς τους για να

κάνουν εκεί τα γλέντια και τους χορούς τους επειδή μπορούσαν να στεγάσουν περισσότερα άτομα. Το μεγαλύτερο σε μέγεθος σπίτι στην Όλυμπο, η «Κούφη», προσφερόταν από τους ιδιοκτήτες της στην

κοινότητα για συλλογικές κοινωνικές δραστηριότητες σε πανηγύρια και γάμους όταν οι καιρικές συνθήκες απαιτούσαν στεγασμένο χώρο.

Προϋπόθεση για να συμβεί αυτό ήταν νάναι παρών ο ιδιοκτήτης ή κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας και να καλέσει.

Όλα τα σπίτια στην Κάρπαθο είναι ορθογώνια σε κάτοψη, ισόγεια και μονόχωρα. Κατασκευάζονταν από χοντρούς φέροντες πέτρινους

τοίχους και στεγάζονταν με δώμα σε επίπεδη ξύλινη στέγη. Στο εσωτερικό του «μονόσπιτου» όπως λέγεται κατασκευαζόταν ένα υπερυψωμένο ξύλινο επίπεδο με μεγάλη λειτουργική αξία, ο «σουφάς». Επάνω στο «σουφά» κοιμόνταν όλα τα μέλη της οικογένειας με την εξής σταθερή διάταξη: ο πατέρας, η μητέρα και δίπλα της τα παιδιά με σειρά

ηλικίας ξεκινώντας από το πιο μικρό που ήταν δίπλα στη μητέρα για να το θηλάζει και να το φροντίζει και με τελευταίο και πιο απομακρυσμένο το μεγαλύτερο απ΄ όλα.

Το κάτω μέρος του σουφά ήταν αποθήκη όπου φυλάγονταν το λάδι, οι ελιές, το κριθάρι, το στάρι, το κρασί, τα φασόλια, ξερά φρούτα

και ότι άλλο προοριζόταν να θρέψει την οικογένεια. Εν τούτοις, η κατασκευή ενός νέου σπιτιού δεδομένου του

δύσβατου του εδάφους και της έλλειψης τεχνολογικών μέσων ήταν μία εξαιρετικά δύσκολη και επίπονη δουλειά. Το χτίσιμο ενός καινούργιου

6

σπιτιού στην Όλυμπο ήταν αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας. Η εξόρυξη, μεταφορά και λάξευση της πέτρας που ήταν το βασικό δομικό

υλικό γινόταν από τα μέλη της οικογένειας που θα της ανήκε το σπίτι, πάντα με τη συμμετοχή των συγχωριανών τους. Ήταν σκληρή δουλειά

αλλά και γλέντι μαζί. Μία ηλικιωμένη Ολυμπίτισα που το σπίτι της κτίστηκε το 1929

περιέγραψε τη διαδικασία αυτή ως εξής:

«Πήγαιναν στο Κορύφι, έβαζαν φουρνέλα στις φλέβες με άσπρη πέτρα, κι όπως αυτά έσκαγαν, οι πέτρες έπεφταν στον ποταμό. Δεν ήταν όλες κατάλληλες, είχε πολύ φύρα. Κάθε μέρα δούλευαν μεροκάματο 12 γυναίκες κυρίως και λίγοι άντρες. Οι γυναίκες κουβαλούσαν στον ώμο από τον ποταμό χώμα και τις πέτρες μία μία, ενώ οι άντρες τις πελεκούσαν και έφτιαχναν τα «καντούνια» (ακρογωνιαίοι λίθοι). Τις Κυριακές μάζευαν άντρες από τα καφενεία και βοηθούσαν. Καθημερινά ένα άτομο της οικογένειας μαγείρευε φαγητό για τους εργάτες σε μεγάλο καζάνι (3 γεύματα τη μέρα). Έφτιαχναν και λουκουμάδες κι ακολουθούσε γλέντι. Τη μεσαία, τα σανίδια του ταβανιού κλπ τα έφεραν όλοι μαζί (άντρες γυναίκες) από το Διαφάνι κουβαλητά στον ώμο. Άλλοι έφερναν από τις Φάσες ξυλεία που έφτανε εκεί από τη Μάκρη της Τουρκίας. Καθώς κουβαλούσαν την μεσαία, δύο ζευγάρια όργανα ήταν καθισμένα πάνω της και παίζανε.» Σ΄ ένα άλλο χωριό, το Μεσοχώρι, η Καλλιόπη Μοσχονά Σταματιάδη, είπε χαρακτηριστικά για το σπίτι της:

«Κτίστηκε το 1900 σε σχήμα γάμα (σπίτι-κέλλος-αυλή). Το 1906 έγινε το «χοχλάκι» στο δάπεδο του σπιτιού γιατί έως ότου μαζευτεί και πλουμιστεί το χοχλάκι πέρασαν 6 χρόνια. Από τα Καμινάκια το μαζεύαμε ενώ ο πατέρας μου δούλευε στην Μαδαγασκάρη, την Αβυσινία, και την Αμερική». Και συνέχισε με μία δική της μαντινάδα: «Ως το λαιμό εχώνομουν να φέρω το χοχλάκι Αλλά το σπίτι τόκαμα κάλιο από κονάκι».

Η συλλογική εργασία και η αλληλεξάρτηση συνέβαλαν στον αλληλοσεβασμό μεταξύ των κατοίκων. Εκτός του κτισίματος σπιτιού άλλες πρακτικές βασισμένες στη συλλογικότητα ήταν το εκ περιτροπής

πότισμα των περιβολιών και η εκ περιτροπής χρήση των ξυλόφουρνων που βρίσκονταν ένας σε κάθε γειτονιά.

Ο ιδιοκτήτης γης και σπιτιού είχε την υποχρέωση όχι μόνο να

δώσει την περιουσία του (ακίνητα και τα χρυσά νομίσματα) ως προίκα

στο παιδί του, αλλά επιπλέον, μέχρι τη στιγμή της προικοδοσίας του απαγορευόταν να πουλήσει ή να ρευστοποιήσει κάποιο περιουσιακό

στοιχείο. Ουσιαστικά, του επιτρεπόταν μόνο να τα διατηρήσει χρησιμοποιώντας τα και ει δυνατόν, να τα αυξήσει μέχρι να μεταβιβαστούν στην επόμενη γενιά. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία λέγονταν «σί(γ)ουρα» και αποτελούσαν ένα είδος υλικού πλούτου που

σκοπό είχε να σιγουρεύει την επιβίωση. Στην αντίθετη περίπτωση

κινδύνευε να χαρακτηριστεί «ξεπουλιάρης» ή «προυκοφάης» όροι άκρως

7

εξευτελιστικοί. Ο κοινωνικός έλεγχος που ασκούσαν κυρίως οι γυναίκες στα θέματα αυτά ήταν πολύ αυστηρός και τελικά πολύ αποτελεσματικός.

Το έθιμο αυτό αναφορικά με την γυναικεία προίκα περιέγραψε μία ηλικιωμένη γυναίκα από τις Μενετές ως εξής:

«Το σπίτι και τα υπάρχοντα σ’ αυτό είναι πάντα της γυναίκας. Ο άντρας δεν επιτρέπεται να τα πειράξει (χαλάσει ή πουλήσει). Ούτε η γυναίκα. Τα φυλάει , και τα αυξάνει για να τα μεταβιβάσει στην επόμενη γενιά. Όμως τα χρησιμοποιεί κανονικά όσο ζει. Δηλαδή, έως ότου παντρευτεί η πρωτοκόρη της. Καμιά 15αριά χρόνια δηλαδή. Μετά πάει στο γεροντομίρι. Έτσι θυμόμαστε πως στη ζωή είμαστε περαστικοί».

Η ίδια παντρεύτηκε με τον άντρα της το 1942, όταν εκείνη ήταν15 κι αυτός 22. Κανακάρηδες και οι δύο. Το προικοσύμφωνο του γάμου

τους υπέγραφαν η μάνα της και ο πατέρας του (οι προικίζοντες). Πρώτα η μητέρα της έδινε το σπίτι, 2 σεντόνια τοίχου μεταξωτά, 5 τεντζερέδια, 6 μαξιλαράκια παλαιά, 3 μαξιλάρια του καναπέ, μία εικόνα της Παναγίας,

6 σεντόνια, 4 μαξιλάρια ύπνου, 6 χράμια, 2 παλιά κεντήματα, μαντίλες για το σουφά, πιθάρια του σταριού, 1 βόδι, πιατικά, στρώματα, 1

καθρέφτη, τραπεζομάντιλα, 3 τραπέζια (το 1 στρογγυλό) και επιπλέον χωράφια (διευκρινίζει πιο έχει πηγάδι) γεροντομοίρι, αμπέλια, κλπ και τέλος την ευχή. Ακολουθούσε ο πατέρας του γαμπρού που έδινε:

χωράφια, ένα δαμάλι (βόδι) και ότι του έχει μείνει μετά το θάνατό του, και την ευχή. Υπέγραφαν: συμβολαιογράφος και 12 μάρτυρες. Το

προικοσύμφωνο ξεκαθάριζε ότι κάποιο στάβλο που έδινε η μάνα για προίκα θα τον έπαιρνε το ζευγάρι μετά το θάνατο των γονιών γιατί αυτοί θα ζούσαν εκεί μέσα (γεροντομοίρι).

«Τώρα όλα μου τα παιδιά είναι στον Καναδά, στην Αθήνα και στα Πηγάδια. Το καλοκαίρι παντρεύεται η εγγόνα μου πούχει τ΄ όνομά μου. Θα πάρει βέβαια το σπίτι κι όλα τα προικιά της ανήκουν. Όμως τα χωράφια όχι μόνο δεν θα τα καλλιεργήσει αλλά ούτε που είναι δεν ξέρει. Τι να κάνουμε. Αλλάξαν οι καιροί……». Για τις νεώτερες γενιές, που σήμερα ζουν σύμφωνα με τα πρότυπα της σύγχρονης Δυτικής κοινωνίας και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού όπου επικρατεί η αποθέωση του ατόμου, είναι πολύ δύσκολο να γίνει

κατανοητό αυτό που αποτελούσε αυτονόητο γεγονός για τους κατοίκους της Καρπάθου του προηγούμενου αιώνα, ότι δηλαδή ο κοινωνικός ρόλος προέχει του ατόμου: περιουσίες παραμένουν ατόφιες και αναλλοίωτες

μέσα στους αιώνες, περνώντας διαδοχικά από χέρι σε χέρι του ίδιου φύλου, της ίδιας οικογένειας, της ίδιας κοινωνικής τάξης, κι ενός

σταθερά εναλλασσόμενου ζεύγους ονομάτων. Η αυστηρή διατήρηση του υλικού πλούτου ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την αντίστοιχη διατήρηση των αξιών, εθίμων, θεσμών και κοινωνικών ρόλων. Ο παραβάτης

στιγματιζόταν κοινωνικά.

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, διάφοροι παράγοντες ήταν που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση ενός συνεχώς εντεινόμενου μεταναστευτικού ρεύματος από την Κάρπαθο σε άλλους τόπους και με

διάφορες μορφές από τα τέλη του 19ου και κυρίως κατά τον 20ο αιώνα.

8

Μέχρι το 1880 η Κάρπαθος ήταν μία αμιγής παραδοσιακή κλειστή κοινωνία και η μετανάστευση των ανδρών ήταν εποχιακή. Κάθε χρόνο

από τον Απρίλη έως τον Οκτώβρη, περίοδο κατά την οποία οι αγροτικές εργασίες ήταν σε ύφεση, άντρες μετανάστευαν στα γειτονικά νησιά του

Αιγαίου (Σύμη, Κάλυμνο, Χάλκη, Σάμο και Κάσο) προκειμένου να δουλέψουν ως μισθωτοί τεχνίτες κυρίως της λιθοδομής ή ανειδίκευτοι εργάτες. Και όπως λένε οι παλαιότεροι «το χτίσιμο της πέτρας που έκαναν οι Καρπάθιοι μαστόροι ήταν κέντημα».

Στο διάστημα 1880-1890 άνοιξε ο μεταναστευτικός δρόμος προς Τουρκία, Κρήτη, Ρόδο. Ενώ μετά το 1905 άρχισαν σταδιακά να πηγαίνουν Μαρόκο και γενικά στην Ανατολή όπου όμως υπέφεραν από

το κακό κλίμα και τις αρρώστιες («λυσαντερία»). Με την αυγή του 20ου αιώνα (1902-1909) άρχισε και η

μετανάστευση προς την Αμερική όπου οι Καρπάθιοι άντρες βρήκαν δουλειά σε ορυχεία («μίνα»), σιδηροδρόμους, και χαλυβουργία.

Στα χρόνια μεταξύ του 1920 και του 1947 η μεταναστευτική έξοδος εντάθηκε και οδήγησε στη λεγόμενη «αστική άνοιξη». Κατά τη διάρκεια της Ιταλοκρατίας παγιώθηκε μία νέα μορφή μετανάστευσης.

Ομάδες ανδρών από την Κάρπαθο μετανάστευαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε περιοχές της κυρίως Ελλάδας αλλά και σε χώρες της Αφρικής (Αίγυπτο ή «Μισίρι», Μαρόκο, Μαδαγασκάρη, Αιθιοπία), της

Ασίας (Τουρκία, Μέση Ανατολή, Περσία, Κίνα) και της Αμερικής (ΗΠΑ). Εκείνοι ήταν και οι πρώτοι Καρπάθιοι που έβαλαν παντελόνια. «Ο πατέρας μου με παντελόνι, εγώ με «ποτούρι» στο σχολείο» μου είπε γελώντας ένας Ολυμπίτης. Τα χωριά του νησιού κατοικούνταν κατά

πλειοψηφία από γυναίκες, παιδιά και γέροντες ενώ οι άντρες έλλειπαν πολλές φορές και για ολόκληρες δεκαετίες.

«Και πόσες κ’ αθερίζουσι, και πόσες περικαίου πόσες θωρού τη θάλασσα, και κάουτε και κλαίου».

Τότε ήταν που στην τάξη προυχόντων μπήκαν νεόπλουτοι έμποροι

και πολλοί μετανάστες οι λεγόμενοι «καζαντισμένοι», και αναλόγως τον

τόπο μετανάστευσής τους: «Αμερικάνοι», «Αθηναίοι» κλπ. «Φορούσαν φράγκικα και επικρατούσε ευρωπαϊκός αέρας. Τότε χαρακτήριζε τους μετανάστες αξιοπρέπεια και λεβεντιά και τοπικισμός. Ξόδεψαν λεφτά και χρυσό για τον τόπο τους.» Έτσι περιέγραψε τους μετανάστες της εποχής

εκείνης ένας σύγχρονός τους. Οι «επαγγελματίες» μετανάστες του μεσοπολέμου ήταν μισθωτοί

εργάτες, οι οποίοι όταν επέστρεφαν στην Κάρπαθο, γίνονταν φορείς μιας

νέας οικονομίας που είχε χρηματική βάση αντί για ανταλλακτική-αγροτική. Επειδή στην Όλυμπο πρόβαλαν αξιώσεις συμμετοχής στην πολιτική εξουσία του τόπου ήρθαν σε έντονη αντιπαράθεση με τα

συντηρητικά στοιχεία της παραδοσιακής τους κοινωνίας, δηλαδή τους γαιοκτήμονες με αποκορύφωμα μία μικρής έκτασης βίαιη συμπλοκή

που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 (Philippides 1973).

9

Οι κοινωνικο-οικονομικές ανακατατάξεις που προκάλεσε η μακρόχρονη μετανάστευση συνέβαλαν στο –και εκφράστηκαν από το-

μετασχηματισμό του υλικού πολιτισμού του τόπου εισάγοντας καινούρια πράγματα στην Κάρπαθο. Πριν επαναπατριστούν οι ξενιτεμένοι άνδρες

συνήθιζαν να επενδύουν μέρος των χρημάτων που είχαν αποταμιεύσει σε διάφορα αντικείμενα, τα οποία έστελναν ή έφερναν οι ίδιοι στην Κάρπαθο.

Με τα αντικείμενα αυτά οι μετανάστες αφ΄ ενός, ικανοποιούσαν χρηστικές και διακοσμητικές ανάγκες του σπιτιού τους και των μελών της οικογενείας τους, αφ΄ ετέρου όμως επεδείκνυαν δημοσίως την

«προκοπή» του. Όπως είπε ένας επαναπατρισμένος μετανάστης:

«Οι Ολυμπίτες ταξίδευαν στην Αβυσινία από πριν αυτή να γίνει Ιταλική. Τότε έφερναν όσοι επέστρεφαν στην Όλυμπο κάτι ρολόγια OMEGA από εκεί, φτιαγμένα στην Ελβετία με δίπλα γραμμένο το όνομα του τότε βασιλιά της Αβυσινίας MENELIK. Ήταν λοιπόν ιδιαίτερη τιμή και καμάρι τότε κοντά στο 1920 να φοράς ρολόι που να γράφει: OMEGA-MENELIΚ».

Σταδιακά άρχισαν να συρρέουν στο νησί «μαρουκινά» μαντήλια,

καρέκλες βιεννέζικες, υφάσματα χρυσοκέντητα, υφαντά εξωτικά,

καθρέφτες, λάμπες, καντήλια, ραπτομηχανές, φωνόγραφοι, πιάτα κλπ. Τα πιάτα που ακόμα σήμερα στολίζουν τα καρπάθικα σπίτια,

χρησιμοποιούνταν σε γλέντια γάμων και πολλά τα έσπασαν «μερακλωμένοι» μεθυσμένοι άντρες. Τα αντικείμενα αυτά τα μετέφεραν μέσα σε μεγάλα ξύλινα μπαούλα παρ’ όλες τις δύσκολες συνθήκες των

μεταφορικών μέσων εκείνης της εποχής. Μπροστά στο Λιμεναρχείο στα Πηγάδια όπου κατέφθαναν τα μπαούλα

των πρώτων μεταναστών, εξακολουθούν και σήμερα να καταφθάνουν τεράστια ξύλινα κουτιά με την ένδειξη «fragile» (εύθραυστο) που περιμένουν να εκτελωνιστούν, φέρνοντας χρηστικά και διακοσμητικά

αντικείμενα προοριζόμενα για τον εξοπλισμό του σπιτιού και την ενδυμασία των γυναικών.

Η λαογράφος Τατιάνα Γιανναρά που επισκέφθηκε την Όλυμπο το

1962, προσκλήθηκε για φαγητό στο σπίτι του Παυλίδη ο οποίος είχε μόλις γυρίσει από την Περσία. Κατάπληκτη βρέθηκε να κάθεται σε ένα

τραπέζι στρωμένο με λινά τραπεζομάντιλα κεντητά και ολόχρυσα μαχαιροπήρουνα πού είχε φέρει μαζί του ο νοικοκύρης από την Περσία.

Εκτός από το εσωτερικό των σπιτιών ποικιλοτρόπως

εμπλουτίστηκε και η γυναικεία φορεσιά και το σημαντικότερο στοιχείο της η «κολαϊνα», το επιστήθιο γυναικείο κόσμημα (κολιέ) αποτελούμενο

από χρυσά νομίσματα με τα οποίο οι κόρες εμφανίζονταν στις δημόσιες εκδηλώσεις και χορούς. Οι «κολαϊνες» και τα χρυσά σκουλαρίκια αποτελούνταν από εθνικά νομίσματα κάθε λογής: «μετζίτια», «μαχμουδιέδες», «πεντόλιρες», «τούμπλες», «κωνσταντινάτα», «λουϊντζια» (δηλαδή, λουδοβίκεια, χρυσά εικοσόφραγκα).

Παινεύοντας μία λιροφορτωμένη κόρη ο Γιώργος Νικήτας τραγούδησε:

«Εγγλέζική μου τράπεζα, και ρώσικο ταμείο

10

Κι εικόνα της Αγιά Σοφιάς, απ΄το Πατριαρχείο».

Ένας άλλος μερακλής, ο Μπαλάνος, τραγούδησε με χιούμορ σε κάποια κόρη με τεράστια κολαϊνα στις Πυλές.

«Δεν είδα κύρην άσπλαχνο ωσά τον εδικό σου Να θέλει με το μάλαμα να κόψει το λαιμό σου».

Και ο Μανώλης Πρεάρης τραγούδησε για μία άλλη κόρη στην Όλυμπο:

«Η μάνα σου ξεκίνησε μ’ απόφαση και γνώση Να πάει στην Αμερική να σε λιροφορτώσει.» Την παρακάτω μαντινάδα τραγούδησε ο Φίλιππος Νικολάου για μία νεαρή Ολυμπίτισσα με μεγάλη κολαϊνα:

«Τι να το κάν΄ η μάνα σου το βράδυ το λυχνάρι Απούχει μέσ’ το σπίτι της τ’ Αυγούστου το φεγγάρι.» Όμως, ο γυναικείος ανταγωνισμός έκανε μια Ολυμπίτισσα να

διαμαρτυρηθεί σε μία συντοπίτισσα της στην οποία τραγουδούσαν πολλές μαντινάδες για την κολαϊνα της:

«Και με τα παλιολόϊντζα και με τους τενεκάες Έρχεσαι Μυροφόρα μου και παίρνεις μαντινά(δ)ες.»

Όμως την εποχή της Γερμανικής κατοχής που ακολούθησε η

πείνα και η ανέχεια ανάγκασε πολλούς Καρπάθιους να πουλήσουν ότι πολύτιμο διέθεταν για να επιβιώσουν. Ο Νικολής Καστελλοριζιός που δούλεψε στις ΗΠΑ τραγούδησε:

«Όλα μας τα πουλήσαμε και τα χρυσαφικά μας και μείνασι με μια τιμή μονάχα τα παιδιά μας.»

Η χρηματική οικονομία, η τεχνολογική εξέλιξη, και η αναζήτηση

νέων τρόπων επίδειξης πλούτου επηρέασαν και τη μορφολογία των σπιτιών. Έτσι βρίσκουμε για πρώτη φορά στέγες με κεραμίδια και συμμετρικά μεγάλα ανοίγματα στις προσόψεις. Συχνά αυτά τα σπίτια

είναι διώροφα με μεσαία στο ισόγειο και ψαλίδια σιά στέγη στον όροφο. Ενώ αρχικά η έμφαση είχε δοθεί στα πλούσια διακοσμημένα εσωτερικά

των σπιτιών αργότερα η έμφαση μετατέθηκε στο εξωτερικό του σπιτιού με τραβηχτές κορνίζες, ζωγραφιστά ζωνάρια κλπ για να ξαναγυρίσει πρόσφατα στο εσωτερικό του σπιτιού, με την προσθήκη τεχνολογικού

εξοπλισμού. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τα

χρηματικά εμβάσματα των μεταναστών κτίστηκαν νέα σπίτια στην Κάρπαθο προοριζόμενα να δοθούν σε υστερότοκες κόρες. «Έπρεπε να προικίσουμε εγώ και ο άντρας μου 4 κομμάτια κόρες» όπως μου είπε μία

Όλυμπίτισα. Επίσης αγοράστηκαν διαμερίσματα, μαγαζιά ή και

11

ολόκληρες πολυκατοικίες σε αστικά κέντρα όπως η Ρόδος και ο Πειραιάς, ενώ πολλά παλιά σπίτια ανακαινίστηκαν και επεκτάθηκαν

στην Κάρπαθο.

Μία Ολυμπίτισσα περιέγραψε την βιογραφία του δικού της σπιτιού ως εξής: «Εγώ γεννήθηκα το 1918. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι «κανακαρήστικο», της μάνας μου, στην Έξω Καμάρα. Όταν παντρεύτηκε η μεγάλη μου η αδελφή το 1931, ήμουν 13 χρονών. Το σπίτι εκείνο της μάνας μου όπου ζούσαμε το πήρε τότε η αδελφή μου, οπότε η οικογένειά μας μετακόμισε στο σπίτι του πατέρα μου. Ήταν παλιό πέτρινο και η μεσαία του ήταν ραϊσμένη. Ο πατέρας μου το ξανάφτιαξε. Τη μεσαία την έβγαλαν και ο πατέρας μου παράγγειλε στην Αθήνα σιδερένια μεσαία. Όταν ήρθε στο Διαφάνι το καΐκι και την έφερε, μαζεύτηκαν πολλοί άντρες και την κουβάλησαν από το Διαφάνι στην Όλυμπο. Η μάνα μου έβαλε και σφάξανε ένα δαμάλι (μοσχαράκι) το έβρασε και ετοίμασε φαγητό στο σπίτι. Εν τω μεταξύ καθώς ερχόντουσαν, στα μισά της διαδρομής ετοίμασε και τους πήγε με άλλες γυναίκες γλυκίσματα, μεζέδες, λουκουμάδες κλπ. Όταν ήρθαν στο χωριό έφαγαν και το κυρίως γεύμα. Τα γύψινα και τις τοιχογραφίες τις έκανε ο Χατζηβασίλης. Οι τοιχογραφίες πήγαιναν περιμετρικά στον τοίχο κοντά στο ταβάνι στο εσωτερικό του σπιτιού. Πάνω από την πόρτα είχε μία «καρπούντζα» που ήταν λέει σαν αληθινή. Όμως τα έχουν σκεπάσει τώρα με σοβά. Η πάγκα ήταν πολύ μεγάλη. Περιμετρικά στο δωμάτιο υπήρχε ράφι. Πάνω από το σουφά είχε τρία ράφια.

Μετά παντρεύτηκα κι έζησα με τον άντρα μου πολλά χρόνια στην Αμερική. Όταν γυρίσαμε χαλάσαμε το δώμα. Διατηρήσαμε το ξύλινο ταβάνι και ρίξαμε τσιμεντένια ταράτσα. Ο άντρας μου γκρινιάζει για τη φασαρία. Εγώ όμως είμαι ευχαριστημένη. Βοηθάει στο κουβάλημα και η νέα μου συμπεθέρα.»

Τα σπίτια στα Πηγάδια, στο Μεσοχώρι αλλά και στα άλλα χωριά της Καρπάθου συχνά έχουν στην πρόσοψή τους μία μαρμάρινη ένθετη

πλάκα περίπου 0,20 χ 0,30 μ. με εγχάρακτα γράμματα που γράφει σε τρείς σειρές: «Οικία, Μηνά Τάδε, 1975» δημοσιοποιώντας και υπενθυμίζοντας έτσι τον άντρα-μετανάστη της οικογένειας που με την

εργασία και τα χρήματά του ανακαίνισε το σπίτι.

Μετά το 1947 άρχισε η ομαδική μετανάστευση κυρίως προς Πειραιά και δευτερευόντως Αμερική. Ενώ πρωτύτερα είναι ζήτημα αν 4-5 γυναίκες είχαν βγει από την Όλυμπο ακολουθώντας τους άντρες τους

στην ξενιτιά, κι ήταν οι «κοσμογυρισμένες», μετά το 1947 οι μετανάστες έφευγαν οικογενειακώς για πιο μόνιμη εγκατάσταση.

Στα μεταπολεμικά χρόνια τα διεθνή σύνορα άνοιξαν και το

μεταναστευτικό ρεύμα από τα Δωδεκάνησα, συμπεριλαμβανομένης της Καρπάθου, προς το εξωτερικό (ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία και, μετά το

1961, Γερμανία) έγινε μαζικότερο (Φιλιππίδης 1983) γεγονός που δικαιολογεί την έκφραση «ο κόσμος άνοιξε».

12

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μετανάστευσης των μεταπολεμικών χρόνων είναι: Πρώτον, οι άντρες δεν μεταναστεύουν

μόνοι τους αλλά συνοδεύονται από τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Δεύτερον, η εγκατάσταση των μεταναστών στο εξωτερικό παίρνει

μονιμότερη μορφή με αποτέλεσμα την ίδρυση καρπάθικων κοινοτήτων σε διάφορα αστικά κέντρα της Ελλάδας και του εξωτερικού. Τρίτον, οι μετανάστριες συχνά εργάζονται και αυτές. Οι Ολυμπίτισσες άρχισαν να

ξενιτεύονται στο εξωτερικό μαζί με τους άντρες τους, διευκολύνοντας έτσι την μετανάστευση περισσότερων Ολυμπιτών αντρών με τον εξής τρόπο: πηγαίνοντας πχ. στις ΗΠΑ, μία Ολυμπίτισσα μαζί με τον άντρα της,

έπαιρνε κι εκείνη την Αμερικάνικη υπηκοότητα. Έτσι αποκτούσε το δικαίωμα να καλέσει στις ΗΠΑ τους δικούς της αδελφούς: δηλ κι άλλους

άντρες Ολυμπίτες. Εκείνοι πηγαίνοντας έπαιρναν τη Αμερικάνικη υπηκοότητα και με τη σειρά τους καλούσαν τις δικές τους γυναίκες, και ούτω καθ’ εξής.

Εν τω μεταξύ στην Όλυμπο διεκδικώντας την εξουσία και την ανατροπή της ιεραρχίας των κανακάρηδων γαιοκτημόνων, οι πλούσιοι

μετανάστες προχώρησαν σε μία καίρια κίνηση με μεγάλη συμβολική σημασία: Γκρέμισαν το παλιό περίτεχνο πέτρινο καμπαναριό της εκκλησίας της Παναγίας που βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο της

Ολύμπου και το αντικατέστησαν με νέο από μπετόν. Επάνω του δε εντοίχισαν μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των δωρητών. Το καμπαναριό αυτό ακόμα στέκει στο ψηλότερο σημείο του χωριού για να

θυμίζει τη νέα τάξη πραγμάτων. Η επέμβαση αυτή στο δομημένο χώρο της Ολύμπου είχε τεράστια συμβολική σημασία λόγω της θέσης και του

χαρακτήρα του καμπαναριού: βρισκόταν στον ιστορικότερο χώρο του αρχαίου οχυρού πύργου, τον ιερότερο (η κεντρική εκκλησία της Παναγίας), και στο πιο ψηλό και περίβλεπτο σημείο του χωριού.

Όμως κατά γενική ομολογία «η ζωή στη Αμερική είναι πολύ σκληρή. Δουλειά και μονό δουλειά. Δεν ζεις τη ζωή σου δεν τη χαίρεσαι». Δεδομένου ότι αυτό ισχύει όχι μόνο γιά την Αμερική αλλά και γιά τους άλλους τόπους της ξενιτιάς, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και σήμερα, οι Καρπάθιοι της διασποράς έρχονται στα χωριά τους κάθε

καλοκαίρι, προσπαθώντας να ξεκουραστούν και παράλληλα να διατηρήσουν τους δεσμούς με τον τόπο τους, να ξανασυνδεθούν με τους συγχωριανούς τους και να αναβιώσουν τις παραδόσεις και τα έθιμά τους.

Σε έναν τέτοιο αυγουστιάτικο χορό Ολυμπίτες μερακλήδες, οι οποίοι είχαν ζήσει χρόνια στην ξενιτιά δουλεύοντας σκληρά,

τραγούδησαν τις εξής μαντινάδες για το Πλατύ (την κεντρική πλατεία του χωριού που αποτελεί το δημόσιο «χοροστάσι») και την ευρύτερη περιοχή της Ολύμπου:

«Να πιάνασι τα χέρια μου τα πλούτη του Ωνάση Και πάλι (δ)ε θε να σε ξεχνώ παλιό μου χοροστάσι».

«Προχθές εξαναπέρασα, ‘ πο τα παλιά μου μέρη Ούτε τσαμπάλιν ήκουσα, ούτε σφαχτό να κλαίει». «Προχτές εξαναπέρασα ΄πο του καλά τη μάντρα

13

Τσαμπάλι δεν ηκούετο, και τα βουνά ΄το μαύρα».

«Τούτες οι κορυφοκορφές καθέλου δεν αλλάξαν, Μόνο που φύγαν οι βοσκοί κι΄ οι μάντρες ερημάξαν». Η μεγάλη φυγή από την Κάρπαθο γενικά και την Όλυμπο ειδικότερα συνεχίστηκε το 1959-1960 με το «άνοιγμα» της Γερμανίας.

Οι επιπτώσεις της μακρόχρονης μετανάστευσης υπήρξαν σοβαρές για την καρπάθικη κουλτούρα σε κοινωνικό, οικονομικό, και πολιτικό επίπεδο.

Ο Κ. Κωνσταντάρος τραγούδησε για την «Κούφη»: «Σπίτι μου αρχοντόσπιτο, κλειστό κι ανεομένο (μουχλιασμένο) Εύχομαι μέχρι του καιρού, νάσαι κατοικημένο.» «Σπίτι απου νεθράφηκα, και μέσα γεννημένος, Οσά διαβάτης σε περνώ και κλαίω πικραμένος.»

Τις δεκαετίες του ΄50 και ΄60 τα σπίτια στην Κάρπαθο απέκτησαν πιο πλούσια και πιο ετερόκλητη εσωτερική διακόσμηση. Η κοινωνική αυτή ανατροπή αποτυπώθηκε στο δημόσιο δομημένο χώρο. Τα υλικά

κατασκευής των σπιτιών άλλαξαν. Αντί λιθοδομής οι τοίχοι άρχισαν να χτίζονται με τούβλα και τσιμεντόλιθους παρ’ όλο που τα υλικά αυτά και

θερμομόνωση δεν παρείχαν και υγρασία παρουσίαζαν συχνά σε αντίθεση με την πέτρα. Επίσης το τσιμέντο γενικεύτηκε σαν κονίαμα και οι ταράτσες γίνονταν πλέον με μπετόν αντί για πηλό στο δώμα, που

απαιτούσε κάθε χρόνο συντήρηση. Ο μοντερνισμός, η οικονομία και η ευκολία συνέβαλαν σε αυτή τη γενικευμένη αλλαγή στα υλικά των

σπιτιών. Επίσης προστέθηκαν όροφοι, όπου αυτό ήταν εφικτό, και βοηθητικά κτίσματα (WC, κουζίνες, χωριστά υπνοδωμάτια γονιών, παιδιών). Τη δεκαετία του 1960 πρώτο χτιζόταν το Απέρι. Με

εμβάσματα από εξωτερικό έγιναν οι περίφημες «βίλλες». Ανάλογη εξέλιξη είχαν και τα άλλα χωριά της Καρπάθου. Οι

Μενετές γιά παράδειγμα, είναι ένα μικρό συγκεντρωμένο και

νοικοκυρεμένο χωριό. Αν και τα περισσότερα σπίτια του κατοικούνται μόνο το καλοκαίρι σαν παραθεριστικές κατοικίες των μεταναστών, εν

τούτοις είναι νοικοκυρεμένα, περιποιημένα, και καθαρά και συντηρούνται με τη βοήθεια των συγγενών που ζούν στο χωριό. Θυμίζουν πιο πολύ εξοχικά και αστικές βίλες παρά εγκαταλελειμμένα

πατρογονικά που μόνο σαν σύμβολα στέκουν. Έχουν ανακαινιστεί με καινούργια υλικά, (μάρμαρα, αλουμίνια, μωσαϊκά κλπ), πολλά είναι

διώροφα, έχουν προσθήκες, άλλα είναι ανακαινισμένα παλιά, και άλλα ολοκαίνουργα. Μέσα είναι γεμάτα κεντήματα, πλεκτά με βελονάκι, κοφτά, «μεταξωτά της γούφας» (αργαλειού) κλπ.

Το 1971 με δωρεές μεταναστών κτίστηκε στην Όλυμπο το «Μέγαρο» ένα ευρύχωρο μονόχωρο ορθογώνιο οικοδόμημα της κοινότητας για να

στεγάζει τους γάμους και τα γλέντια σε αντικατάσταση της «Κούφης». Παρόμοια κτίσματα έγιναν και σε άλλα χωριά της Καρπάθου.

Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε δύο βιογραφίες σπιτιών της Ολύμπου,

όπως μου τις διηγήθηκαν οι νοικοκυρές τους, όπου φαίνεται οι επίδραση

14

των κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών που προκάλεσε η μετανάστευση στον τόπο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα:

Το πρώτο σπίτι βρίσκεται στο Πλατύ, την πλατεία της Ολύμπου,

δίπλα στο ναό της Παναγίας και στη θέση του Πύργου, του αρχαίου οχυρού. Αν και είναι γυναικεία περιουσία, περνάει από Μαρίνα σε Μαρία και από Μαρία σε Μαρίνα, είναι γνωστό σαν το «σπίτι του Γιάννη Χαψή». Ο Γιάννης Χαψής ανήκε στην πρώτη ομάδα μεταναστών που πήγαν στην Αμερική στο μεσοπόλεμο. Παρ’ όλο που το σπίτι ανήκε στη

γυναίκα του Μαρία και ενώ ο ίδιος είχε κληρονομήσει άλλο δικό του ως κατοικία θέλησε να το ανακατασκευάσει για να το εκμεταλλευτεί νοικιάζοντάς, το διότι η μοναδική του θέση στο χωριό το έκανε

περιζήτητο. Είχε προβλέψει να το δώσει για καφενείο και γι αυτό το ισόγειο διαθέτει τζάκι και δεν έχει σουφά. Γκρέμισαν με φουρνέλα το

προϋπάρχον μονώροφο πέτρινο σπίτι για να σπάσουν το «σπήλιο» (βράχο) ώστε να γίνει δίπατο. Άρχισε να χτίζεται το 1935 και τελείωσε το1939 όπως αναφέρει και ένα γύψινο εντοιχισμένο στον όροφο με την

υπογραφή του σοβατζή και γυψαδόρου Βασίλη Χατζηβασίλη. Πέτρινοι τοίχοι σοβατισμένοι μέσα και έξω, ξύλινη οροφή (με μεσαία, δοκάρια,

σανίδια) και διακοσμημένο με γύψινα λιοντάρια, λουλούδια, και κορνίζες.

Ο ερχομός των Ιταλών όμως άλλαξε τα σχέδια του ιδιοκτήτη και το

σπίτι έγινε αρχηγείο των Ιταλών. Κατ’ εντολή των Ιταλών όλα τα σπίτια του χωριού βάφτηκαν με σκούρα ώχρα για παραλλαγή. Για το εσωτερικό του σπιτιού που έκαναν αρχηγείο τους οι Ιταλοί επέλεξαν το κόκκινο

χρώμα ενώ ο ιδιοκτήτης και ο σοβατζής ήθελαν άσπρους τοίχους και γαλανό ταβάνι συμβολικά για τα χρώματα της ελληνικής σημαίας. Σαν

από θαύμα όμως, τη μέρα το έβαφαν κόκκινο και το βράδυ γινόταν άσπρο. Αυτό συνέβη 3 φορές και τότε ο Ιταλός υπεύθυνος έξαλλος πήρε τα κλειδιά και πέρασε τη νύχτα μέσα στο σπίτι για να συλλάβει τον

σαμποτέρ. Όμως το βράδυ δεν ήρθε κανείς και το πρωί πάλι οι τοίχοι ήταν άσπροι. Έτσι οι Ιταλοί επέτρεψαν να έχει άσπρους τοίχους και

γαλάζιο ταβάνι ζωγραφισμένο με άσπρα αστέρια και φεγγάρι. Σύμφωνα με τον Χατζηβασίλη, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο να «ξάσπριζε» το βράδυ η κόκκινη μπογιά, κατά βάθος πίστευε αυτό που πίστευαν και

όλοι στο χωριό ότι δηλαδή, η Παναγία που ήταν δίπλα ακούγοντας τις προσευχές τους έκανε το θαύμα της. Μετά την ένωση της Καρπάθου με την Ελλάδα, το 1947, το σπίτι

νοικιάστηκε στην Ελληνική Χωροφυλακή. Οι νέοι ένοικοι όμως δεν το πρόσεχαν και άφησαν να καεί το πάτωμα του ορόφου με το μαγκάλι. Εν

τω μεταξύ το σπίτι είχε περάσει στη Μαρίνα, κόρη της Μαρίας, η οποία έμενε με τον άντρα της Μανώλη στο δικό του σπίτι. Ο Μανώλης λοιπόν, αποτυγχάνοντας να κάνει έξωση στη Χωροφυλακή, κατέφυγε στη

βασίλισσα Φρειδερίκη. Κι έτσι κατάφερε το 1961 να ξενοικιαστεί το σπίτι και από τότε να μείνει για οικογενειακή χρήση. Η οικογένεια το

παραχωρούσε όταν γινόταν χορός στο Πλατύ και το βράδυ έκανε κρύο για να μπαίνουν μέσα στο ισόγειο. Ο Μανώλης, μετανάστης και ο ίδιος ξενιτεύτηκε στη Γερμανία. Σε ένα από τα ταξίδια του στην Όλυμπο γύρω

στο 1968-69, και ενώ ήταν να ξαναφύγει έγινε ένα τέτοιο γλέντι που

15

κράτησε 4 μερόνυχτα. Το πρωί έβγαιναν στο Πλατύ και το βράδυ έμπαιναν μέσα στο σπίτι.

Το σπίτι ανακαινίστηκε με λεφτά από τη μετανάστευση στα τέλη της δεκαετίας του 60 (προστέθηκε WC, και βάφτηκε), και ξανά το 1988

όταν η νέα ιδιοκτήτρια του σπιτιού η Μαρία, κόρη της Μαρίνας, και ο άντρας της Γιώργος επέστρεψαν από την Αμερική. Η ανακαίνιση περιλάμβανε την προσθήκη κουζίνας και 2 δωματίων στο ισόγειο με

συμβατικά υλικά (τούβλο, μπετόν και ξύλο). Το δεύτερο σπίτι, ξεκίνησε με ένα μεγάλο έρωτα:

Ο Γιάννης Παυλίδης είχε πάει μετανάστης στο εξωτερικό. Γύρω στο 1910, επιστρέφοντας από το Κάιρο συνάντησε μία Κασιώτισσα. Τον

ρώτησε αν είναι παντρεμένος, εκείνος είπε όχι, και του είπε πως η πιο όμορφη κοπέλα στην Όλυμπο είναι μία κόρη που θα τη θυμάται κάθε φορά που θα «κάνει το σταυρό του», δηλαδή, η κόρη του «Ωργή του Θεού». Γύρισε αυτός στην Όλυμπο κι όποια όμορφη έβλεπε ρώταγε ποιανού είναι. Στην Αυλώνα κουβάλησε γραμμόφωνο (για πρώτη φορά

στο χωριό), για να μαζευτεί κόσμος να το δει, νάρθει κι η κοπέλα και να μπορέσει να τη συναντήσει. Όμως ο πατέρας της δεν την άφησε. Τελικά, σε ένα γάμο μπαίνοντας στο σπίτι είδε μία πανέμορφη κόρη να κάθεται

στο σουφά, ρώτησε ποιανού κόρη είναι, του είπαν πως είναι η Μαρούκλα του «Ωργή του Θεού», κι από κείνη τη στιγμή «ένα καρφί μπήκε στην καρδιά του».

Η Μαρούκλα ήταν τότε 11-12 χρονών. Τη ζήτησε σε γάμο. Ο

πατέρας αρνήθηκε γιατί ήταν μικρή. Την ζητούσε κι’ ο Γεράκης ο γιατρός. Αποφασίζει να τη σκοτώσει αν δε τη πάρει και ειδοποιεί καΐκι να τον περιμένει στις Φύσσες. Στέλνει με ανθρώπους του (φίλους του

που τους κερνούσε στο καφενείο) τελεσίγραφο στον πατέρα της: αν δεν του τη δώσει θα τη σκοτώσει. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο Γιάννης Παυλίδης πήγε με τους φίλους του να την κλέψει καθώς εκείνη πήγαινε

στη Μέσα Βρύση για νερό. Της πήραν τη στάμνα από τον ώμο. Αυτή φοβήθηκε και γι΄ αυτό της την έδωσε πίσω και την άφησε να φύγει

αποφασισμένος να την πάρει με το καλό. Ο πατέρας της την κλειδώνει στον κέλλο για να την προφυλάξει,

κι από την αγωνία του (αδιέξοδο) σκίζει το πουκάμισό και τη πλεκτή

μάλλινη φανέλα του με τα χέρια. Όμως όταν τη ρωτάει πιο γαμπρό θάθελε να παντρευτεί εκείνη αποκλείει τον Γεράκη, και παραδέχεται πως

ήθελε τον Παυλίδη «γιατί ήταν μερακλής και της τραγουδούσε». Τελικά ο πατέρας για να αποκλείσει και τον Γ. Παυλίδη του λέει: «Για να στη δώσω θέλω 60 λίρες «νυμφίκι» . Εκείνος πράγματι του φέρνει τα λεφτά που ζήτησε σε χαρτονομίσματα ή γραμμάτια. Ο γέρος επιμένει: «γράμματα δεν ξέρω να διαβάσω τα χαρτιά. Να μετρώ όμως ξέρω. Γι αυτό θέλω 60 λίρες χρυσές». Ήθελε να δει αν ο Γ. Παυλίδης σαν μετανάστης είχε κάνει προκοπή ή όχι. Εκείνος τότε του φέρνει 60 λίρες συν 20 ακόμα. Τι να

κάνει ο γέρος δέχτηκε. Μόλις απάντησε θετικά, ο Γ. Παυλίδη είχε έτοιμο τον παπά, κατέβηκαν στο σπίτι και τους πάντρεψε. Λίγες μέρες αργότερα έγινε γλέντι τρικούβερτο. Βέβαια είχαν μεγάλη διαφορά

ηλικίας. Αυτός θάταν περίπου 30, άρα 15-20 χρόνια.

16

Ο Γ. Παυλίδης γκρέμισε το παλιό σπίτι και τον κέλλο που ήταν απλό όπως όλα άλλωστε την εποχή εκείνη στην Όλυμπο και έχτισε

καινούργιο σπίτι με μεγάλο κήπο. Ξανά έφυγε στο εξωτερικό και γυρίζοντας έφερε λίρες χρυσές και πράγματα από όλο τον κόσμο και το

γέμισε. Καταρχάς, την ξυλεία του σπιτιού (μεσαία, δοκάρια κλπ) την έφερε με καΐκι από την Μάκρη της Τουρκίας, στις Φύσσες. Από κει τα σήκωσαν άντρες και τα έφεραν στους ώμους μέχρι την Όλυμπο, ενώ στη

μεσαία είχαν καβαλήσει 2 ζευγάρια όργανα (4 οργανοπαίκτες) που έπαιζαν συνεχώς ενώ την ανέβαζαν. Μεταξύ 1915 και 1920 ο Γιάννης Παυλίδης το γέμισε το σπίτι με πράγματα που έφερε ο ίδιος: από την

Κίνα 2 βάζα κινέζικα «που δεν τάχει άλλο σπίτι», μία στολισιά για τα τρέσια του σουφά, χρυσοκέντητα κινέζικα υφάσματα (2 κόκκινα, ένα

γαλανό) και πολλά άλλα. Από τη Σμύρνη έφερε βιενέζικες καρέκλες, λάμπα πετρελαίου, καντήλι και έναν μεγάλο καθρέφτη. Επίσης έφερε πολλά πιάτα και την πρώτη ποδοκίνητη ραπτομηχανή Σίγγερ, «με καπάκι σηκωτό-φουσκωτό» στην Όλυμπο. Μία νύχτα άντρες τραγούδησαν σε πατινάδα την εξής μαντινάδα

έξω από το σπίτι για την νοικοκυρά του:

«Με το φεγγάρι τη θωρώ, τη πόρτα κλει(δ)ωμένη Μέσα κοιμάτ΄ η πέρδικα, η χιλιοπλουμισμένη».

Το 1965 χάλασαν το δώμα και έφτιαξαν ταράτσα. Το μπετονένιο δοκάρι της ταράτσας έκοψε κάθετα τη μεσαία. Παρ΄ όλ΄ αυτά την άφησαν τη μεσαία, διακοσμητική πια, σε δύο κομμάτια διακοπτόμενη

από το δοκάρι. Σοβάτισαν τον αποκρέατο και τον μεγάλωσαν (έσπασαν λίγο βράχο). Έστρωσαν το πάτωμα με πλακάκια, τσιμεντένια

χρωματιστά. Σήμερα, τα πιάτα τα στολισμένα στο σουφά είναι όλα παλιά: βέλγικα (μπλε-άσπρα), Αγγλικά, Σουηδικά, Τούρκικα. Μόνο μία σειρά είναι Ιταλικά (κόκκινα-άσπρα) τα οποία επί Ιταλικής κατοχής τα

εισήγαγαν από Ιταλία και τα πουλούσαν οι έμποροι της Ολύμπου. Εκτός όμως από τα σπίτια ανακαινίστηκαν και στάβλοι στην

Αυλώνα. Μία ηλικιωμένη Ολυμπίτισσα περιέγραψε πως ανακαίνισαν σπίτια και στάβλο για να προικίσουν τις κόρες τους:

«Το στάβλο στην Αυλώνα τον επισκευάσαμε το1969 γιατί ήταν

«κατέλημα». Με τσιμέντο (50 κιλά το σακί), κουβαλητό με το μουλάρι. Το σπίτι μου κοντά στο σχολείο (της πρώτης μου κόρης τώρα) επίσης το επισκευάσαμε μόνοι μας (3 πλάκες ρίξαμε) με υλικά από Πηγάδια κα μετά κουβαλητά με το μουλάρι. Σήκωνα 50κιλα σακιά τσιμέντο να τα φορτώσω στο μουλάρι κι επειδή δεν έφτανα έβαζα κι ένα σακί για να πατάω. Το ίδιο φτιάξαμε και το σπίτι της Σοφίας (που ήταν μίας θείας μας). Και που τα φτιάξαμε τώρα μένουμε εδώ στη Ρόδο και τ’ αφήσαμε. Μου λέει ο άντρας μου: Με κείνα τα λεφτά και τον κόπο που ρίξαμε στην Όλυμπο τώρα θάχαμε πολυκατοικίες στη Ρόδο.....».

Το 1988, άνοιξε ένα fast food στα Πηγάδια, μία «υποδειγματική

επιχείρηση» σύμφωνα με τα αμερικάνικα πρότυπα. Όλα ήταν φερμένα από την Αμερική: πόρτες, παράθυρα, εξοπλισμός, maple syrup, pancakes, ακόμα και οι στολές των σερβιτόρων. Κάποιος άλλος

«Αμερικάνος» από το Απέρι είχε φέρει από την Αμερική εκτός από τον

17

εξοπλισμό του σπιτιού του και δομικά υλικά: ντουλάπια, πόρτες, είδη υγιεινής, αδυνατεί όμως στην Ελλάδα να βρει ανταλλακτικά (πχ να

βγάλει αντικλείδια) και αντιμετοπίζει πρακτικά προβλήματα λειτουργίας του σπιτιού.

Οι επαναπατριζόμενοι «Αμερικάνοι» οραματίζονται το χωριό τους στην Κάρπαθο σύμφωνα με το πρότυπο αφ’ ενός, του αμερικάνικου business όσον αφορά την επιχείρηση που ανοίγουν εδώ, και αφ’ ετέρου,

του αμερικάνικου προάστιου (suburbs) σαν τόπο ηρεμίας και ελεγχόμενης πρόσβασης. Αντίθετα οι μόνιμοι κάτοικοι της Καρπάθου θέλουν τον τουρισμό για τα έσοδα που συνεπάγεται. Η αντιπαράθεση

αυτή συχνά οδηγεί σε συγκρούσεις. Η ακίνητη περιουσία που μεταβιβάζεται στις μέρες μας σε ένα νέο

άτομο ανεξαρτήτως φύλου και σειράς γέννησης στην οικογένεια, περιλαμβάνει: σπίτι στην Κάρπαθο και διαμερίσματα στη Ρόδο τον Πειραιά ή τις ΗΠΑ. Βεβαίως το σπίτι στην Κάρπαθο δεν προορίζεται πια

για να στεγάσει το νεαρό ζευγάρι αλλά για να χρησιμοποιηθεί περιστασιακά στις καλοκαιρινές διακοπές του. Συνεπώς, η χρηστική του

αξία έχει υποχωρήσει σε σχέση με την συμβολική που έχει ενισχυθεί.

Σήμερα, όλοι σχεδόν οι Καρπάθιοι της διασποράς κατασκευάζουν

«σουφά» σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού τους στη Ν. Υόρκη, στον Πειραιά ή στη Ρόδο όπου ζουν και τον διακοσμούν όπως στην Κάρπαθο

αποτυπώνοντας έτσι την καρπάθικη ταυτότητα τους στο χώρο. Ενώ ο σουφάς είχε ξεκινήσει από καθαρά λειτουργικές ανάγκες σήμερα έχει συμβολικό χαρακτήρα (κυρίως εκτός Ολύμπου) και χρησιμοποιείται σαν

«σαλόνι». Μία ηλικιωμένη Ολυμπίτισσα, η Μαρούκλα, μένει μόνιμα στη

Όλυμπο. Την συνάντησα ενώ ξέραινε ροδάκινα, αγριάδια, σταφύλια και

σύκα γιά να τα στείλει μαζί με κουλούρια στα παιδιά της στη Αμερική, στη Ρόδο, στην Αθήνα. Παρόλη την προχωρημένη ηλικία της είναι σε

διαρκή κίνηση. Τρέχει όλη τη μέρα σε κήπους, αμπέλια, ροδακινιές, στο νεκροταφείο για να ανάβει τα καντήλια στους τάφους των γονιών και του άντρα της, ζυμώνει, ξαναστήνει το αργαλειό για να υφαίνει, ταξιδεύει

πότε πότε για να επισκεφθεί τα παιδιά της, και συντηρεί τα σπίτια των παιδιών της που λείπουν. «Άνοιξε τα παλαθύρια το πρωί, κλείσε τα παλαθύρια το βράδυ σε τόσα σπίτια περνάει η μέρα» όπως μου είπε. Παράλληλα, έφερε τσιμεντόλιθους και ετοιμάζεται να βγάλει άδεια για χτίσει όροφο στο παλαιότερο από τα σπίτια, να το μεγαλώσει.

«Οι κόρες μου θέλουν να πάω στην Αμερική. Εγώ δεν πάω. Πήγα κάποτε και τα πόδια μου πρήστηκαν από το καθισιό. Εδώ θέλω να πάω πχ στην Αυλώνα, παίρνω το δρόμο πάω. Τα ξέρω όλα τα μέρη εδώ. Εκεί, οι άνθρωποι δεν περπατούν. Η εγγονή μου ήρθε πέρυσι ούτε μέχρι το εκκλησάκι δεν μπορούσε να κατέβει. Όλο με το αυτοκίνητο. Ας ήξερα που να πάω και στην Αμερική, νάπερνα δρόμο με τα πόδια να πήγαινα. Δεν είδες, το χωριό μας απόμεινε έρημο. Πού κάποτε κάθε πόρτα ήταν ανοιχτή. Μείναμε οι γριές να κρατάμε τα σπίτια. Όλοι οι νέοι έφυγαν. Πήγαν στην Αμερική για δουλειά με σκοπό να γυρίσουν. Όμως τα παιδιά τους δεν γυρνάνε. Να, μία γυναίκα που έμενε εδώ πιο κάτω κλαίει και οδύρεται τώρα. Οι κόρες της μεγάλωσαν στην Αμερική πήγαν εκεί σχολείο

18

και τώρα ούτε να ακούσουν για Ελλάδα. Μετάνιωσε η γυναίκα που δεν τις έφερε όσο ήταν μικρές. Κάθεται τώρα στην Αμερική μόνο για τις κόρες της. Εγώ δεν πάω! Μέσα στο σπίτι όλη τη μέρα. Μου λένε να κλειδώνομαι με 3 πόρτες. Να φυλάγομαι! Δεν μπορώ εγώ έτσι!! Τότε ήταν κόπος να γίνουν τα σπίτια. Άμμο στην πλάτη από τον προφήτη Ηλία. Πέτρες να πάνε στο βουνό να τις κόψουν και να τις φέρουν στον ώμο μία μία άντρες και γυναίκες. Νάχεις 10-12 άτομα να σου δουλεύουν να τα περιποιέσαι. Να γίνει το σπίτι να μπεις μέσα. Και τώρα δεν το θέλουν τα εγγόνια. Δεν έρχονται. Που να το ήξερε ο πατέρας μου που έστειλε τόσα πολλά λεφτά τότε (έφτιαχνε γέφυρες στο Μαρόκο, σπουδαγμένος στη Γαλλία) για να χτιστούν αυτά τα δύο σπίτια το 1920, να έδινε πιο λίγα λεφτά, και νάχαμε τώρα διαμερίσματα στη Ρόδο. Αυτά εδώ δεν τα θέλει κανένας πια νέος.»

Από τη στιγμή που ο «κόσμος άνοιξε» όπως λένε οι ίδιοι οι

Καρπάθιοι ταξίδεψαν και έζησαν σε τόπους άγνωστους και εντελώς ξένους γι αυτούς, εκτέθηκαν στο «άλλο», το «διαφορετικό», και κατόπιν επέστρεψαν. Υιοθέτησαν νέα πολιτισμικά στοιχεία και τα ενσωμάτωσαν

επιλεκτικά στην τοπική τους παράδοση. Οι νέες ιδέες και καινούργια πράγματα που έφεραν μαζί τους, άλλαξαν την κοινωνία τους, τον χώρο

τους (σπίτια) και τα πράγματά τους (ρούχα κοσμήματα αντικείμενα). Ένα μόνο δεν άλλαξαν: την αγάπη τους για τον τόπο τους, την καρπάθική τους ταυτότητα και τη θέληση να την διατηρήσουν ζωντανή

μεταφέροντάς την στην επόμενη γενιά. Η μετανάστευση έφερε αλλαγή αλλά όχι αλλοτρίωση στην Καρπάθικη κουλτούρα, που ναι μεν αλλάζει αλλά αντιστέκεται σθεναρά στην αφανισμό, την ομοιογενοποίηση, τη

λήθη, και τη μουσειοποίηση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλεξάκης, Ε. Π.

1987 «Παρατηρήσεις σε μία μορφή γαμήλιας παροχής: το αντιπροίκι». Ελληνική Κοινωνία. Επετηρίς του Κέντρου

Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας Ακαδημίας Αθηνών 1: 129-141.

2001 Ταυτότητες και ετερότητες: Σύμβολα, συγγένεια, κοινότητα στην Ελλάδα – Βαλκάνια. Αθήνα: «Δωδώνη».

Appadurai, Arjun

1986 The Social Life of Things: Commodities in Cultural

Perspective. Cambridge: Cambridge University Press.

19

Ardener, Shirley ed.

1981 Women and Space. US: St. Martin’s Press.

Augé, M., 1995 Non-places. Introduction to an Anthropology of

Supermodernity. London: Verso.

Βρυχέα, Α.

2003 Κατοίκηση και Κατοικία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Caraveli, Anna

1985 Scattered in Foreign Lands: A greek Village in Baltimore. Maryland: Baltimore Museum of Art.

Chryssanthopoulou, V. 2003, “Gender, Work and Ethnic Ideology: Castellorizian

Greeks in Perth, Australia”, The Greek Review of Social Research. 110A΄ (Special Issue: Gender and International Migration: Focus on Greece), pp. 107-140.

Clifford, J.,

1992 “Travelling Cultures”, in L. Grossberg, C. Nelson, P. A.

Treichler, L. Baugham and J. MacGregor (eds.), Cultural Studies, New York: Routledge.

Connerton, P.,

1989 How Societies Remember, Cambridge University Press,

Cambridge.

Γεωργίου, Γεώργιος 1958 Kαρπαθιακά . Πειραιάς.

Hirschon , Renee 1981 “Essential Objects and the Sacred: Interior & Exterior

Space in an Urban Greek Locality”. Women & Space. S.

Ardener (ed). US: St. Martin’s Press.

2006 Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής: Η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Δεύτερη αγγλική

έκδοση, Heirs of the Greek Catastrophe: The Social Life of Asia Minor Refugees in Piraeus, Berghahn Books, New

York, Oxford 1998. Πρώτη έκδοση Clarendon Press, Oxford 1989.

2008 «Πέρα από την ύλη: ο συμβολικός κόσμος στον ελληνικό

20

οικιακό χώρο» στο Ανθρωπολογία και συμβολισμός στην Ελλάδα, Αλεξάκης Ε., Βραχιονίδου Μ., Οικονόμου Α.

(επιμ), Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Εθνολογίας.

Ζαρκιά, Κορνηλία 1992 «Η συμβολή της Ανθρωπολογίας του Χώρου», στο Εθνολογία

Τόμος 1, σσ. 75-84. Αθήνα.

Κασσώτης, Μανώλης

2007 Η Κάρπαθος στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αθήνα: Κέντρο

Καρπαθιακών Μελετών.

Koppytoff Igor 1986 “The Cultural Biography of Things: Commoditization as a

Process”, στο The Social Life of Things. Appadurai A. (ed).

Cambridge: Cambridge University Press.

Κόσνολας, Νικίας 1963-1964 “Λαογραφικά Ολύμπου Καρπάθου”. Λαογραφία, 21,

σσ 215-268.

Λειμώνα-Τρεμπέλα Ε.

1970 «Το Λαϊκό Καρπάθικο Σπίτι». Θεσσαλονίκη: Παράρτημα του

Δ΄ Τόμου (1969) της Επιστημονικής Επετηρίδος της Πολυτεχνικής Σχολής.

Miller, D. (ed.),

2001 Home Possessions: Material Culture behind Closed

Doors, Berg, New York. Μιχαϊλίδης-Νουάρος, Μ.

1934 «Λαογραφικά Σύμμεικτα Καρπάθου», Λαογραφία 21:215-68.

1940 Iστορία της Νήσου Καρπάθου. Αθήνα, Τόμος 1. 1949 Iστορία της Νήσου Καρπάθου. Αθήνα, Τόμος 4. 1951 Χρονικά της Νήσου Καρπάθου (Chronicle of Karpathos

Island). Pittsburg, PA: Pan-Karpathian Association of America.

Moore, Henrietta

1986 Space, Text & Gender. Cambridge: Cambridge University

Press. Μουτσόπουλος, Ν. Κ.

1978 «Κάρπαθος. Σημειώσεις Ιστορικής Τοπογραφίας και Αρχαιολογίας». Θεσσαλονίκη: Επιστημονική Επετηρίδα

της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θες/νίκης, Τόμος Ζ΄, 1975-1977, Τμήμα Αρχιτεκτόνων.

21

Μπεοπούλου, Ιωάννα 2006 «Όταν οι άντρες ταξιδεύουν: Χώροι συνάντησης και

διαχωρισμού των φύλων». Ταυτότητες και Φύλο στη Σύγχρονη Ελλάδα, Παπαταξιάρχης Ε.- Παραδέλλης Θ.

επιμ., Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Νιτσιάκος, Β.

2003 Χτίζοντας το χώρο και το χρόνο. Αθήνα: Οδυσσέας. Οικονομίδη (Γιανναρά), Τατιάνα

1966 «Η γυναικεία φορεσιά της Καρπάθου», Λαογραφία 24:254-267.

Philippides, Demetrios

1973 The Vernacular Design Setting of Elymbos: a Rural

Spatial System in Greece. Doctoral dissertation submitted at The University of Michigan. Michigan.

Skiada, Virginia 1991 Gender & Material Culture: The Social History of Wealth

in a Greek Insular Village . Ann-Arbor. Michigan: UMI.

1998 “The Social History of Things in Olymbos, Karpathos: a

Case Study of Culture Change”, Ethnography of European Traditional Cultures. Arts, Crafts, Techniques

of Heritage. Karpodini-Dimitriadi E. (ed). Athens: Institute of Cultural Studies of Europe and the Mediterranean.

Σκιαδά, Βιργινία 1992 “Πολιτισμική Αλλαγή & Υλικός Πολιτισμός: η Κοινωνική

Ιστορία της Kολαίνας στην Ολυμπο Καρπάθου”. Eθνολογία 1:85-116.

Tilley, C.,

1994 A Phenomenology of Landscape: Places, Paths and

Monuments, Berg, Oxford.

Τουντασάκη, Ειρήνη 1992 «Ο ρόλος της ναυτιλίας στις κοινωνικές μεταβολές ενός

αρβανίτικου χωριού της Άνδρου». Εθνολογία, 1: 59-74.

Τσενόγλου, Ελένη

1993 «Η «αθέατη» διάσταση του χώρου. Προσπάθεια

ανθρωπολογικής προσέγγισης ενός οικιστικού συστήματος: Καστελλόριζο Δωδεκανήσου». Εθνολογία, 2:59-90.

Vernier, Bernard 1977 Rapports de Parente et Rapports de Domination. Doctoral

22

dissertation submitted in University of Paris. 1984 “Putting Kin and Kinship to Good Use: the Circulation of

Goods, Labour an Names on Karpathos (Greece)”, Interest and Emotion, Medick H. & Sabean D. W. (eds).

Cambridge: Cambridge University Press.

2001 Η κοινωνική γένεση των αισθημάτων: πρωτότοκοι και

Υστερότοκοι στην Κάρπαθο. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Φιλιππίδης, Δημήτριος

1983 Κάρπαθος. Αθήνα: Μέλισσα.

Φραγκόπουλος, Ι. 1958 Η Δωδεκάνησος υπό Ιταλοκρατία. Αθήνα.

Χαλκιάς, Γεώργιος, 1980 Mούσα Ολύμπου Καρπάθου . Αθήνα.

Χρυσανθοπούλου, Β.

2006 «Ο τόπος της πατρίδας στο λόγο και στις εθιμικές

τελετουργίες των Καρπαθίων της Κάμπερρας Αυστραλίας», Ανακοίνωση στο Γ΄ Διεθνές Συνέδριο Καρπαθιακής Λαογραφίας, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καρπάθου,

Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου, Επαρχείο Καρπάθου, Κάρπαθος, 21-26.03.2006 (υπό δημοσίευση στα

Πρακτικά του Συνεδρίου).

2008 «Εορταστικές τελετουργίες, συμβολισμός και ταυτότητα

στις κοινότητες της ελληνικής διασποράς», στο Ανθρωπολογία και συμβολισμός στην Ελλάδα. Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Εθνολογίας.