Η ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ ΠΑ2 ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΗΣ...

11
1 Η Αναστήλωση του Πύργου ΠΑ.2 του Αρχαίου Τείχους της Νισύρου Άννα Ελ. Αποστόλου 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Για το σπουδαίο τείχος της πόλης, που ορθώνεται σε άριστη κατάσταση διατήρησης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι σχετικές αναφορές είναι σύντομες. Η πρώτη αναφορά έγινε από τον L. Ross (1843). Σύντομες αλλά και ουσιώδεις είναι οι αναφορές με λιγοστές φωτογραφίες από τους R. Dawkins και A Wace (1905-1906), τους G. E. Bean και J. M. Cook (1957) και προσφάτως από τους W. Hoepfner (1999), Ρ. Οικονομάκη (2001), Μ. Φιλήμονος (1986, 1993, 1999, 2001, 2003) και σε γενικότερες μελέτες τους. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει συστηματική ανασκαφική διερεύνηση της περιοχής εντός των τειχών και δεν διαθέτουμε στοιχεία για την πόλη που περικλείει το τείχος, τα ιερά και τις οικίες της, εκτός από λιγοστές ελληνιστικές κατασκευές κοντά στην περιοχή της πύλης. Η πρώτη σύγχρονη προσέγγιση στο μνημείο έγινε με την τοπογράφηση και αποτύπωσή του τείχους, (Νείλος Πιτσινός, Ελευθερία Βασιλειάδη, 1999). Ακολούθησε μια μελέτη αποκατάστασης της νοτιοδυτικής γωνίας του πύργου ΠΝ.5 και η πρόταση αντιστήριξης του ετοιμόρροπου τμήματος του μεσοπυργίου ΤΑ2 (Κ.Ζάμπας, Κ.Χατζηαντωνίου, 2001), η οποία αποτέλεσε την αρχή του έργου που ξεκίνησε το 2003 για την συνολική στερέωση, αναστήλωση και την ανάδειξη του τείχους και εκτελείται με αυτεπιστασία από την ΚΒΕ.Π.Κ.Α. του Υπουργείου Πολιτισμού. Μελέτες, έρευνες και δημοσιεύσεις για το αρχαίο τείχος έχουν πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του έργου (μελέτες: Ά.Αποστόλου, Κ.Ζάμπας, 2004,2005,2006, δημοσιεύσεις: Μ.Φιλήμονος, Ά.Αποστόλου, Αρ.Δ. 54, Χρονικά, 2001-2004). Μεταξύ άλλων επεμβάσεων, η πιο σημαντική και ολοκληρωμένη άφορά τον εν λόγω πύργο, ο οποίος, ενώ επρόκειτο για ένα εντελώς διαλυμένο μνημείο, έγινε προσπάθεια αναστήλωσης στην ακριβή αρχική μορφή του, και το πιο σημαντικό, με χρήση σχεδόν αποκλειστικά αυθεντικού υλικού. Οι υπολογιστικές μέθοδοι, τα εργαλεία τα όργανα μέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν στην προσπάθεια ακριβέστατης αποτύπωσης αποτέλεσαν τα απαραίτητα μέσα για την έρευνα και βασική προϋπόθεση της επιτυχούς εύρεσης της αρχικής θέσης των λίθων και της αναστήλωσης. Τα κριτήρια, οι μεθοδολογίες, η τεχνολογία και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ως επιλογές για την διαχείριση, τη διατήρηση και τον βαθμό επέμβασης στο μνημείο είναι συνυφασμένα με την υλική και ιστορική υπόστασή του, προϋποθέτουν την αναγνώριση, κατανόηση και αποτίμηση των αξιών του και αποσκοπούν μόνο στην αξιοποίηση του αρχαίου αυτού συστήματος δόμησης. 2. ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ Tο αρχαίο τείχος της Νισύρου αποτελεί ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα και εντυπωσιακά οχυρωματικά έργα της αρχαιότητας κυρίως λόγω της πολύ υψηλής κατασκευαστικής ποιότητας και της σπάνιας σκληρότητας και κοκκινόμαυρης απόχρωσης του υλικού δομής του, τον βασαλτικό ανδεσίτη, ηφαιστειογενούς προέλευσης (Εικ. 1). Το τείχος περικλείει την αρχαία πόλη, συνολικής έκτασης περί τα 130 στρέμματα. Η συνολική περίμετρος αυτής της έκτασης είναι σχεδόν 2 χιλιόμετρα, εκ των οποίων περίπου το ένα αντιστοιχεί στην ακτή. Υπολογίζεται ότι το προς τη στεριά μήκος του τείχους ήταν περί το 1 χιλιόμετρο επίσης. Το τείχος έχει δυο σκέλη: Το ανατολικό σώζεται σε μεγάλο ύψος (μέχρι 8,5 m) και σε μήκος περί τα 90 m και το τμήμα του νότιου με ύψος μέχρι 10,77 m σώζεται σε μήκος περί τα 190 m.

Transcript of Η ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ ΠΑ2 ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΗΣ...

1

Η Αναστήλωση του Πύργου ΠΑ.2 του Αρχαίου Τείχους της Νισύρου Άννα Ελ. Αποστόλου

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Για το σπουδαίο τείχος της πόλης, που ορθώνεται σε άριστη κατάσταση διατήρησης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι σχετικές αναφορές είναι σύντομες. Η πρώτη αναφορά έγινε από τον L. Ross (1843). Σύντομες αλλά και ουσιώδεις είναι οι αναφορές με λιγοστές φωτογραφίες από τους R. Dawkins και A Wace (1905-1906), τους G. E. Bean και J. M. Cook (1957) και προσφάτως από τους W. Hoepfner (1999), Ρ. Οικονομάκη (2001), Μ. Φιλήμονος (1986, 1993, 1999, 2001, 2003) και σε γενικότερες μελέτες τους. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει συστηματική ανασκαφική διερεύνηση της περιοχής εντός των τειχών και δεν διαθέτουμε στοιχεία για την πόλη που περικλείει το τείχος, τα ιερά και τις οικίες της, εκτός από λιγοστές ελληνιστικές κατασκευές κοντά στην περιοχή της πύλης. Η πρώτη σύγχρονη προσέγγιση στο μνημείο έγινε με την τοπογράφηση και αποτύπωσή του τείχους, (Νείλος Πιτσινός, Ελευθερία Βασιλειάδη, 1999). Ακολούθησε μια μελέτη αποκατάστασης της νοτιοδυτικής γωνίας του πύργου ΠΝ.5 και η πρόταση αντιστήριξης του ετοιμόρροπου τμήματος του μεσοπυργίου ΤΑ2 (Κ.Ζάμπας, Κ.Χατζηαντωνίου, 2001), η οποία αποτέλεσε την αρχή του έργου που ξεκίνησε το 2003 για την συνολική στερέωση, αναστήλωση και την ανάδειξη του τείχους και εκτελείται με αυτεπιστασία από την ΚΒ’ Ε.Π.Κ.Α. του Υπουργείου Πολιτισμού. Μελέτες, έρευνες και δημοσιεύσεις για το αρχαίο τείχος έχουν πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του έργου (μελέτες: Ά.Αποστόλου, Κ.Ζάμπας, 2004,2005,2006, δημοσιεύσεις: Μ.Φιλήμονος, Ά.Αποστόλου, Αρ.Δ. 54, Χρονικά, 2001-2004). Μεταξύ άλλων επεμβάσεων, η πιο σημαντική και ολοκληρωμένη άφορά τον εν λόγω πύργο, ο οποίος, ενώ επρόκειτο για ένα εντελώς διαλυμένο μνημείο, έγινε προσπάθεια αναστήλωσης στην ακριβή αρχική μορφή του, και το πιο σημαντικό, με χρήση σχεδόν αποκλειστικά αυθεντικού υλικού. Οι υπολογιστικές μέθοδοι, τα εργαλεία – τα όργανα μέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν στην προσπάθεια ακριβέστατης αποτύπωσης αποτέλεσαν τα απαραίτητα μέσα για την έρευνα και βασική προϋπόθεση της επιτυχούς εύρεσης της αρχικής θέσης των λίθων και της αναστήλωσης. Τα κριτήρια, οι μεθοδολογίες, η τεχνολογία και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ως επιλογές για την διαχείριση, τη διατήρηση και τον βαθμό επέμβασης στο μνημείο είναι συνυφασμένα με την υλική και ιστορική υπόστασή του, προϋποθέτουν την αναγνώριση, κατανόηση και αποτίμηση των αξιών του και αποσκοπούν μόνο στην αξιοποίηση του αρχαίου αυτού συστήματος δόμησης.

2. ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ Tο αρχαίο τείχος της Νισύρου αποτελεί ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα και εντυπωσιακά οχυρωματικά έργα της αρχαιότητας κυρίως λόγω της πολύ υψηλής κατασκευαστικής ποιότητας και της σπάνιας σκληρότητας και κοκκινόμαυρης απόχρωσης του υλικού δομής του, τον βασαλτικό ανδεσίτη, ηφαιστειογενούς προέλευσης (Εικ. 1). Το τείχος περικλείει την αρχαία πόλη, συνολικής έκτασης περί τα 130 στρέμματα. Η συνολική περίμετρος αυτής της έκτασης είναι σχεδόν 2 χιλιόμετρα, εκ των οποίων περίπου το ένα αντιστοιχεί στην ακτή. Υπολογίζεται ότι το προς τη στεριά μήκος του τείχους ήταν περί το 1 χιλιόμετρο επίσης. Το τείχος έχει δυο σκέλη: Το ανατολικό σώζεται σε μεγάλο ύψος (μέχρι 8,5 m) και σε μήκος περί τα 90 m και το τμήμα του νότιου με ύψος μέχρι 10,77 m σώζεται σε μήκος περί τα 190 m.

2

Εικ. 1. Γενική άποψη του αρχαίου τείχους από τα ανατολικά Στο νότιο σκέλος του τείχους σώζονται 6 σχεδόν τετράγωνοι πύργοι, συμπαγείς μέχρι την στάθμη του περιδρόμου, οι πλευρές των οποίων έχουν μήκη που κυμαίνονται από 5,9 έως 8,8 m. Τα μεταπύργια διαστήματα έχουν μήκη από 23,4 έως 35,7 m. Στο ανατολικό σκέλος του τείχους σώζονται δύο ακόμη πύργοι, από τους οποίος ο ένας αποτελεί το αντικείμενο της παρουσίασης. Στη συμβολή των δύο σκελών βρίσκεται ο γωνιακός πύργος. Στην περιοχή αυτή το τείχος είναι τεθλασμένο, και στο εγκάρσιο τμήμα του ακριβώς απέναντι από τον γωνιακό πύργο διαμορφώνεται με ιδιαίτερα στιβαρή και επιμελημένη κατασκευή η πύλη του τείχους με το μεγάλο υπέρθυρο. Στην εσωτερική παρειά του τείχους υπάρχουν λίθινες κλίμακες στερεώς συνδεδεμένες με αυτό μεταξύ των οποίων κάποιες σε άριστη κατάσταση διατήρησης. Το πάχος του τείχους κυμαίνεται από 3.65 m στο ανατολικό σκέλος μέχρι 2,0 m στο νότιο. Μεγαλύτερα πάχη, όπως στο νότιο σκέλος που φτάνει τα 4,25 m, οφείλονται σε παραμορφώσεις.

3. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ- ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ Η αρχαία πόλη άκμασε κυρίως τον 4ο αι πΧ, και στην εποχή αυτή ανήκει το μεγαλύτερο κεντρικό τμήμα του υφιστάμενου τείχους. Το σύστημα δόμησης διαφοροποιείται αρκετά στα διάφορα τμήματα: Στο ανατολικό σκέλος είναι τραπεζοειδές έως και πολυγωνικό ακανόνιστο, με βάση από αργούς λίθους. Στην περιοχή γύρω από την πύλη και στους πύργους του νότιου σκέλους είναι ορθογωνικό ακανόνιστο ή τραπεζοειδές με ανισοϋψείς στρώσεις. Το ακραίο προς δυσμάς τμήμα του νότιου σκέλους του τείχους, μέχρι την ακτή, είναι διαμορφωμένο ή με μεγάλους αργούς λίθους είτε με τα μέτωπα του βραχώδους πρανούς και του λατομείου και μόνο οι πύργου είναι .δομημένοι από λαξευτούς λίθους. Ωστόσο οχύρωση υπήρχε από την αρχαϊκή εποχή και πιθανώς κάποια τμήματα που σώζονται προς τα άκρα του τείχους ανήκουν στην εποχή αυτή. Ελληνιστικής εποχής κατασκευές εντοπίζονται ως ενίσχυση της οχύρωσης του τείχους μπροστά από τους κλασσικούς πύργους ΠΝ.4 (τμήμα τείχους) και ΠΝ.5 (πρόσθετος πύργος ενίσχυσης), αλλά και σε κατασκευές έσωθεν του τείχους. Μεταγενέστερες επεμβάσεις με χαρακτήρα πρόχειρης ανακατασκευής τμημάτων που είχαν καταρρεύσει με χρήση διάσπαρτων λίθων, ή συμπλήρωσης πάνω από την στρώση του αρχικού περιδρόμου του τείχους με μεγάλους αργούς λίθους χαρακτηρίστηκαν πολύ γενικά ως υστερορωμαικές.

3

4. Η ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΠΥΡΓΟΥ ΠΑ.2 ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΣΚΕΛΟΥΣ

4.1. ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ – ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Ο πύργος ΠΑ.2 ανήκει στο ανατολικό σκέλος και αποτελεί τον δεύτερο προς βορρά μετά τον γωνιακό πύργο ΠΝΑ σε απόσταση 40μ περίπου από αυτόν. Διαθέτει ελεύθερες τις τρεις πλευρές, ανατολική, νότια και βόρεια ενώ κατά την δυτική ενώνεται με τον εξωτερικό θώρακα του τείχους (τμήματα ΤΑ.1 και ΤΑ.2 προς νότο και προς βορρά αντιστοίχως). Η κάτοψη έχει σχήμα σχεδόν τετράγωνο με μήκη νότιου και βόρειου τοίχου περί τα 6.70μ ενώ το μήκος του ανατολικού τοίχου υπολογίζεται λίγο μεγαλύτερο, περί τα 6.90 – 7.00μ. Ο πύργος ήταν αρχικά συμπαγής μέχρι την στάθμη του περιδρόμου του τείχους όπως κυρίως καταδεικνύει η σημερινή του κατάσταση αλλά και η πλήρης έλλειψη ανοιγμάτων ή τοξοθυρίδων στους τοίχους. Το υλικό της επίχωσης αποτελείται από λατύπη και λιθοσώματα κυρίως πλακοειδούς μορφής για την ελαχιστοποίηση των πλευρικών ωθήσεων προς τους τοίχους και πηλόχωμα. Oι τοίχοι του έχουν πάχος 1,10 μ και μέγιστο ύψος 7.00 – 7.50μ. Εδράζονται σε τοιχοβάτη από αμφιπροέχοντες λίθους ακανόνιστου περιγράμματος, και σε θεμελίωση από μεγάλους αργούς λίθους. Το πάχος των τοίχων μειώνεται γραμμικά προς τα άνω, ώστε ο πύργος να παρουσιάζει εξωτερικά μείωση της τάξεως των 10-12 εκ. Οι τοίχοι του πύργου διαμορφώνονται από δύο παρειές. Η εσωτερική παρειά διαμορφώνει χτισμένο εσωτερικό ανεξάρτητο τοίχο από μικρούς αργούς λίθους που συνδέονταν μεταξύ τους με πηλόχωμα. Η εξωτερική είναι δομημένη εν ξηρώ, με το τραπεζοειδές ακανόνιστο σύστημα, αλλά διαθέτει αρκετές κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες που τον διαφοροποιούν από τα γειτνιάζοντα τμήματα τείχους αλλά και από αντίστοιχες κατασκευές με το ίδιο σύστημα δόμησης. ΟΙ στρώσεις ορίζονται από έντονα τεθλασμένες γραμμές και ενίοτε μεταβάλλουν το ύψος τους καθώς παρουσιάζονται πολύ συχνά οδοντώσεις με ύψος που κυμαίνεται από 1-2εκ. φτάνοντας τα 18 εκ. και μικρά λίθινα συμπληρώματα ορθογωνικής ή πολυγωνικής μορφής. Η ιδιαιτερότητα έγκειται σε ποικιλόσχημα λίθινα παρεμβλήματα (πολυγωνικά, τριγωνικά) και στην μεγάλη ποικιλία των υψών των οδοντώσεων (3-18εκ) και των μεγεθών των λίθων, τα μήκη των οποίων κυμαίνονται από 30 εκ. μέχρι και 2,50μ. Τα ύψη των στρώσεων κυμαίνονται από 34 εκ. και φτάνουν το μέγιστο ύψος των 80 εκ. Τέτοιες ακανονιστίες που δεν απαντώνται στα υπόλοιπα τμήματα του τείχους πιθανώς αποτελούν τεχνικές επινοήσεις για την αντιμετώπιση ειδικών προβλημάτων της κατασκευής, σε εξοικονόμηση υλικού και χρόνου, κάτι που συνίσταται στην χρησιμοποίηση όλων των λίθων με την μορφή που προέκυπτε κατά την κοπή τους στο λατομείο, ή και άλλες επινοήσεις, ανάλογα με το εκάστοτε κατασκευαστικό συνεργείο. Οι λίθοι συγκρατούνται στις θέσεις τους με δεσμό τριβής, χωρίς μεταλλικούς συνδέσμους. Μοχλοβόθρια εντοπίζονται κατά κανόνα στις άνω επιφάνειες των λίθων, οι οποίες αποκαλύφθηκαν αφού κατέπεσαν οι υπερκείμενες. ΟΙ επιφάνειες των εδρών είναι καλολαξευμένες με βελόνι, ενώ τα πρόσωπα παρουσιάζουν μεγάλη κύφωση. Σε κάθε στρώση δεν εντοπίζονται συστηματικά διάτονοι λίθοι αλλά πολύ σπάνια, κάτι που πιθανώς εξηγεί την πλήρη αποσύνδεση και κατάρρευση της εσωτερικής παρειάς. Η κατασκευή του περιδρόμου του τείχους στην περιοχή του πύργου είναι λιθόστρωτο από μεγάλους πλακοειδείς αργούς λίθους που καλύπτει το υλικό της γόμωσης. To λιθόστρωτο πληρεί την τελική επιφάνεια που ορίζει η ανώτερη διάτονη στρώση του πύργου που δένει την κατασκευή. Στην περιοχή που διερευνήθηκε γύρω από τον πύργο δεν εντοπίστηκαν στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ύπαρξη λίθινων τμημάτων πάνω

4

από την στάθμη του περιδρόμου, ως επάλξεις. Ωστόσο στους λίθους του περιδρόμου σώζονται ίχνη που υποδηλώνουν τέτοιες κατασκευές, και μάλιστα αξιοσημείωτα μικρού πλάτους και μήκους (25εκ πλάτος, έως 60 μήκος). Ο νότιος τοίχος του πύργου φέρει την κλασική επιγραφή ΔΑΜΟΣΙΟΝ ΤΟ ΧΩΡΙΟΝ ΠΕΝΤΕ ΠΟΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΙΧΕ(ΟΣ) που είναι χαραγμένη στην 6η και 7η από πάνω στρώση του και ορίζει το πλάτος της δημόσιας ζώνης έξω από την οχύρωση που όφειλε να παραμείνει ελεύθερη από κάθε χρήση για αμυντικούς λόγους (Φιλήμονος, 1993). Τα τελευταία δύο γράμματα της επιγραφής (ΟΣ) είναι χαραγμένα σε λίθο που έχει αποσπαστεί από τον πύργο. Το υλικό δόμησης του πύργου είναι ο κοκκινόμαυρος βασαλτικός ανδεσίτης και προέρχεται από το ίδιο λατομείο από όπου προήλθαν και οι λίθοι του τείχους.

4.2. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ, ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ, ΔΙΑΓΝΩΣΗ Ο πύργος ΠΑ2 ανήκει στην περιοχή του τείχους με τις λιγότερες παραμορφώσεις και ζημιές. Εντούτοις, έχει να καταδείξει την μεγαλύτερη κατάρρευση μετά από τον 3ο πύργο του νοτίου σκέλους. Από την εξωτερική παρειά των τοίχων σώζεται τμήμα του βόρειου τοίχου, το μισό περίπου τμήμα του νότιου, ενώ ο ανατολικός έχει καταρρεύσει σχεδόν εξ΄ολοκλήρου από τα θεμέλια, αφήνοντας in situ μόνο την ετοιμόρροπη βορειοανατολική γωνία (εικ. 2,3). Ο τοίχος κτισμένος από μικρούς αργούς λίθους που διαμόρφωνε την εσωτερική παρειά κατέρρευσε εντελώς, καθώς ήταν ασύνδετος με την εξωτερική. Η κατάσταση διατήρησης των σωζόμενων περιοχών του βόρειου και του νότιου τοίχου είναι σχετικώς καλή από άποψη δομής των συνεκτικών τμημάτων, εντοπίζονται όμως γεωμετρικές παραμορφώσεις όπως η προς τα έξω στροφή του νότιου κυρίως τοίχου κατά 15 περίπου εκ. η οποία προκλήθηκε από την ένταση την στιγμή της κατάρρευσης ή της δυναμικής (μηχανικής) καταπόνησης από σεισμό. Επίσης, παρουσιάζουν διάνοιξη κατακόρυφων αρμών και τοπικές μετακινήσεις λίθων της τελευταίας σωζόμενης στρώσης οι οποίοι έχουν υποστεί αποκλίσεις από την οριζόντιο και την κατακόρυφο καθώς συμπαρασύρθηκαν την στιγμή της κατάρρευσης.

(2) (3) Εικ.2,3 Ο πύργος ΠΑ.2 από τα νοτιοανατολικά (1) στην αρχική του κατάσταση πριν από τις επεμβάσεις με τους πεσμένους κατά χώραν λίθους και κάτοψη (2).

5

Ο μεγάλος βαθμός κατάρρευσης δημιουργεί βασικό πρόβλημα στατικής ανεπάρκειας κυρίως στη ΒΑ γωνία, όπου υπάρχει άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης από σεισμό. Οι λίθοι της βορειοανατολικής γωνίας που έχουν διασωθεί βρίσκονται σε εξαιρετικά ασταθή κατάσταση, καθώς έχουν στραφεί και έχουν μείνει κρεμασμένοι προς τα έξω(εικ. 4,5). Το πρωταρχικό αίτιο για την κατάρρευση έιναι η επιφανειακή διάβρωση του σταθερού υποβάθρου θεμελίωσης από τα όμβρια ύδατα που διέρχονται έσωθεν του τείχους (εικ.4). Το αρχικά στερεό αυτό υπόβαθρο, το «κροκαλοπαγές κάστρου» ή αλλιώς ηφαιστειακή τόφος είναι υλικό που θεωρείται μεν πολύ συνεκτικό και η διάβρωσή του πολύ αργή, αλλά το οποίο συν τω χρόνω και με την διέλευση των υδάτων αποσαθρώνεται επιφανειακά (Βουγιουκαλάκης, 2003). Λόγω της έντονης κλίσης του εδάφους προς τα ανατολικά η αποσάθρωση ήταν εντονότερη με αποτέλεσμα την ολίσθηση των θεμελίων και την κατάρρευση του πύργου εκ των κάτωθεν. Στην διάγνωση αυτή οδηγεί και η θέση των πεσμένων λίθων θεμελίωσης πλησίον του ανατολικού τοίχου, αλλά κυρίως το σωζόμενο αλλοιωμένο, άλλοτε σταθερό υπόβαθρο θεμελίωσης του πύργου, το οποίο κατά την επιφάνειά του έχει πλέον την μορφή κιτρινωπού χώματος. Δευτερογενές αίτιο αποτελεί πιθανότατα η συνεχής σεισμική δραστηριότητα που είναι συνήθης για ένα νησί στου οποίου το κέντρο βρίσκεται ενεργό ηφαίστειο. Οι ίδιοι οι λίθοι δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες επιφανειακές φθορές, γεγονός που οφείλεται στην ανθεκτικότητα και σκληρότητα του υλικού δομής. Τα ίχνη λαξεύσεως και γειτνίασης λίθων διατηρούνται σε καλή κατάσταση στο σωζόμενο τμήμα με επιφανειακές μόνο αποφλοιώσεις των επιφανειών του προσώπου των λίθων. Στον βόρειο τοίχο εντοπίζεται έντονη η παρουσία του βιολογικού παράγοντα φθοράς (άλγη και λειχήνες). Τα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη που ανήκουν στον πύργο παρουσιάζει μεγαλύτερες φθορές αλλά κυρίως ζημιές που προκλήθηκαν κατά την κατάρρευση. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για απόθραυση ακμών ή γωνιών.

(4) (5) Εικ.4,5 Ο ανατολικός τοίχος με την ολίσθηση των λίθων θεμελίωσης πάνω στο διαβρωμένο υπόβαθρο (4) και ο βόρειος τοίχος (5) όπου διακρίνεται η ετοιμόρροπη ΒΑ γωνία.

6

4.3. ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Η ιδέα για την αναστήλωση του μνημείου γεννήθηκε αυτομάτως από το πολύ μεγάλο ποσοστό των αρχιτεκτονικών μελών που έχουν διασωθεί στην θέση που βρέθηκαν μετά την κατάρρευση, αλλά και από τα προβλήματα ετοιμορροπίας που παρουσίαζε ο πύργος. Οι πεσμένοι λίθοι του πύργου παρέμειναν στην πλειονότητά τους σχεδόν ανέπαφοι κατά χώραν καθώς ήταν βαρύτατοι και δυσκατέργαστοι και δεν προσφέρονταν για αποκομιδή και άλλη χρήση. Μικρότερα αρχιτεκτονικά μέλη εντοπίζονται ακόμη και σε απόσταση 50 μ. θαμμένα ή χτισμένα σε αναλημματικούς τοίχους κυρίως ανατολικά του πύργου, όπου η κλίση του εδάφους είναι απότομη. Επιδίωξη της συνολικής επέμβασης αναστήλωσης ήταν η προσπάθεια διατήρησης αλλά και αποκατάστασης της ιστορικής εικόνας του μνημείου και η διάσωση και επανάληψη της αυθεντικής εν ξηρώ δομής του (συναρμογή και αλληλεμπλοκή μεγάλων λίθων), ως προϋπόθεση της δομικής του αποκατάστασης. Οι βασικές αρχές που εφαρμόστηκαν στο έργο της αναστήλωσης ήταν η «ελάχιστη δυνατή επέμβαση», η υπερίσχυση των αυθεντικών μορφών στο μνημείο και η «αναστρεψιμότητα» ώστε το μνημείο να μπορεί να επανέλθει στη μορφή της οικοδομικής φάσης του πριν από την επέμβαση. Οι βασικοί στόχοι και οι επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο έργο της αναστήλωσης ήταν συνοπτικά οι εξής: Η κατάταξη, κατηγοριοποίηση και απόδοση, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων στον πύργο του διάσπαρτου αρχιτεκτονικού υλικού και ο εντοπισμός της αρχικής θέσης των αρχιτεκτονικών μελών. Η στερέωση των λιθοδομών και η αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής συνέχειας του μνημείου επιχειρήθηκε με την αναστήλωση της εξωτερικής και την συμπλήρωση της εσωτερικής παρειάς στα τμήματα που είχαν καταρρεύσει (αναστηλώθηκαν 83 αρχαίοι λίθοι με 5 τεχνητούς), μετά από συγκόλληση θραυσμάτων στα διάσπαρτα μέλη. Η αποκατάσταση του σταθερού υποβάθρου θεμελίωσης του πύργου στον ανατολικό τοίχο όπου είχε αποσαθρωθεί πλήρως. Η αποκατάσταση έγινε με καθαρισμό σε βάθος της αποσαθρωμένης ηφαιστειακής τόφου και κατασκευή περιμετρικού δοκαριού υποθεμελίωσης από οπλισμένο σκυρόδεμα με φωλιές ενίσχυσης που εισχωρούν εγκάρσια προς τον ανατολικό τοίχο στην επίχωση του πύργου. Ακολουθεί η επανατοποθέτηση και στερέωση των ακανόνιστων αργών λίθων της θεμελίωσης πάνω στο νέο σταθερό υπόβαθρο. Για την στερέωση και μελλοντική προστασία του υποβάθρου θεμελίωσης διαμορφώθηκε διαμέσου τεχνητής επίχωσης επίπεδο σε πλάτος 4.00μ μπροστά από τον εκτεθειμένο ανατολικό τοίχο, με ενισχυμένο τοιχείο αντιστήριξης από διπλοκτισμένη ξηρολιθιά και αφανές συνδετικό τσιμέντο στο εσωτερικό. Η συνολική διαμόρφωση ακολουθεί την διαμόρφωση με αναβαθμούς και ξερολιθιές του περιβάλλοντος χώρου. Ο σεβασμός στα αυθεντικά τμήματα του μνημείου οδήγησε στην απόφαση διατήρησης κάποιων γεωμετρικών παραμορφώσεων που παρουσίαζαν τα σωζόμενα τμήματα του βόρειου και νότιου τοίχου. ώστε να αποφευχθεί η διατάραξη της αυθεντικής δομής τους. Η επιλογή αυτή είχε ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση της αρχικής δομικής κατασκευής και γεωμετρικής μορφής στο αναστηλωμένο τμήμα, εφόσον υπήρχε η δυνατότητα και για λόγους στατικής ενίσχυσης με όσο το δυνατόν μικρότερες παραμορφώσεις, διανοίξεις αρμών κλπ. Στα υφιστάμενα τμήματα οι παραμορφώσεις διατηρήθηκαν. Η τελική εικόνα, ενώ δεν αλλοιώνει την αρχική εικόνα του πύργου, ωστόσο αποτελεί σαφή διάκριση. του σωζόμενου από το αναστηλωμένο τμήμα.

7

Η αρχή της ελάχιστης δυνατής επέμβασης όπου εφαρμόστηκε κατά πρώτον ως η ελάχιστη δυνατή διατάραξη της αυθεντικής δομής του μνημείου. Η αποσυναρμολόγηση και ανάταξη περιορίστηκε στους μεμονωμένους λίθους των ανώτερων στρώσεων που είχαν μετακινηθεί και στην ετοιμόρροπη βορειοανατολική γωνία, συμπεριλαμβάνοντας το κατά χώραν τμήμα του βόρειου τοίχου που αποκολλήθηκε κατά την κατάρρευση παρουσιάζοντας συνεχείς διανοίξεις αρμών καθ’ όλο το ύψος του. Η στερέωση και ενίσχυση της δομής των τοίχων αλλά και της εσωτερικής επίχωσης του πύργου, με την αποκατάσταση της αρχικής λειτουργίας της κατασκευής διαμέσου της εξασφάλισης της συνέχειας των τοίχων και των δύο παρειών των τοίχων, όπως ακριβώς προβλεπόταν στην αρχική κατασκευή. Η στερέωση και συμπλοκή των λίθων μεταξύ τους έγινε κατά τον αρχαίο τρόπο, δηλαδή χωρίς την χρήση επιπλέον συνδέσμων, με το ίδιο βάρος των λίθων και την τέλεια κατά το δυνατόν συναρμογή μεταξύ τους, και ενίοτε όπου απαιτείται με παρεμβολή φύλλων μολύβδου. Το αναστηλωμένο τμήμα δεν ακολουθεί τα υφιστάμενα παραμορφωμένα τμήματα και επομένως δεν διατηρεί ανοικτούς αρμούς στη μάζα των τοίχων παρά μόνο ελάχιστους με μικρό εύρος. Ως εκ τούτου, δεν κρίθηκε απαραίτητη η επιπλέον σύνδεση των λίθων στις ανώτερες στρώσεις, εφόσον είναι δυνατή η ανάληψη των οριζόντιων δυνάμεων από το δεσμό τριβής μεταξύ των λίθων. Για την συγκόλληση των θραυσμένων τμημάτων των λίθων χρησιμοποιήθηκαν οπλισμοί τιτανίου και λευκό τσιμέντο. Για την σύνδεση των δύο παρειών αποκαταστάθηκε η εσωτερική ενισχυμένη με μεγαλύτερους αργούς λίθους και έγινε προσπάθεια αλληλεμπλοκής και στερέωσης με την εξωτερική παρειά απ’ ευθείας ή μέσω λίθινων σφηνωμάτων. Η συμπλήρωση της εσωτερικής επίχωσης του πύργου έγινε κατά στρώσεις με τοπικό χώμα και χτισμένους πλακοειδείς λίθους για την αποτροπή δημιουργίας πλευρικών ωθήσεων στους εξωτερικούς τοίχους. Η αποκατάσταση του υλικού της τελικής επίστρωσης του πύργου, σύμφωνα με το αυθεντικό. Χρησιμοποιήθηκε στρώση ελαφρόπετρας με ασβέστη και άμμο και τελική ρευστή στρώση όπου προστέθηκε εν ξηρώ μικρή ποσότητα λευκού τσιμέντου. Η στρώση αυτή τοποθετήθηκε πάνω από στεγανωτική μεμβράνη και γεωύφασμα για την αποτροπή διέλευσης του νερού στην επιχωση του πύργου που θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση των τοιχωμάτων. Η πολύ περιορισμένη χρήση νέου υλικού στην αναστήλωση. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως αυθεντικό υλικό με ελάχιστη συμπλήρωση από νέους λίθους (αναστηλώθηκαν 83 αρχαίοι λίθοι με 5 τεχνητούς). Οι τεχνητοί λίθοι κατασκευάστηκαν από το υλικό δομής του πύργου το οποίο λαξεύτηκε με τον αρχαίο τρόπο. Η διάκρισή τους από τους αυθεντικούς γίνεται με την έλλειψη πάτινας αλλά και με την διακριτική χάραξη της ημερομηνίας κατασκευής. Για τα συμπληρώματα θραυσμένων τμημάτων χρησιμοποιήθηκε χυτό υλικό με σύνθεση λευκού και μαύρου τσιμέντου, ασβέστη, χονδρόκοκκων αδρανών-παράγωγα από το υλικό δομής του πύργου και χρωστικών. Ο μεγάλος αριθμός των διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών, απασχόλησε ιδιαίτερα ως προς τις δυνατότητες της αναστηλωτικής πρακτικής και τη μεθοδολογία ταξινόμησης και ταυτοποίησης των διάσπαρτων μελών στην αρχική τους θέση. Απορρίφθηκε εξ΄ αρχής η ιδέα της αναστήλωσης λίθων σε ανώτερες στρώσεις διαμέσου μιας υποθετικής ανακατασκευής των ενδιάμεσων στρώσεων με πρόσχημα το διαθέσιμο αυθεντικό υλικό. Αυτό σήμαινε ότι η αναστήλωση των ταυτισμένων λίθων θα ακολουθούσε τον όγκο των υφιστάμενων λιθοδομών. Έτσι, η όποια αναστήλωση θα σταματούσε αναγκαστικά εκεί που θα άρχιζαν οι «σχεδόν βέβαιες» υποθέσεις. Η συμπλήρωση των σχεδίων αποκατάστασης είχε να αντιμετωπίσει την ίδια δυσκολία με εκείνη ενός σύνθετου παζλ, όπου όλα τα κομμάτια είναι ιδιαίτερα και μοναδικά, και όπου ελλείψει κάποιου κομματιού πιθανόν να ήταν αδύνατη οιαδήποτε περαιτέρω συμπλήρωση.

8

Εικ.6 Η πρόταση αναστήλωσης για τον ανατολικό τοίχο Η ταυτοποίηση των διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών απαιτούσε αποχωμάτωση και ανασκαφική διερεύνηση ευρείας κλίμακας και επιτεύχθηκε μετά από επίπονη και εξονυχιστική καταγραφή, αποτύπωση, και κυρίως επί τόπου διερεύνηση για την εύρεση του ενός και μοναδικού συνδυασμού τοποθέτησής τους στον πύργο κατά την αρχική μορφή. Τα βασικά κριτήρια εντοπισμού της αρχικής θέσης των λίθων στον πύργο ήταν οι μετρήσεις με ακρίβεια χιλιοστού των μηκών των δύο επιφανειών ώσεως και των δύο εδρών, της ακριβούς κλίσης τους και των χαρακτηριστικών λαξευμάτων που διαθέτουν, όπως μοχλοβόθρια και αναβαθμοί. Επιπλέον, καταγράφηκαν λεπτομερείς παρατηρήσεις που αφορούν ίχνη, ή διαφοροποιήσεις στην κατεργασία και στην κλίση των επιφανειών των εδρών. Τέλος, η ερμηνεία του τρόπου κατάρρευσης και η θέση των πεσμένων λίθων, αποτέλεσε σημαντικό μάρτυρα για την ταύτισή τους στον πύργο (εικ. 6-8).

9

Εικ.7 Η πρόταση αναστήλωσης για τον νότιο τοίχο

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η αναστηλωτική επέμβαση στον πύργο συνέβαλλε σημαντικά στην ανάκτηση της αυθεντικής δομής του. Με την συμπλήρωση των τοίχων σε όλο το ύψος τους μέχρι και την στάθμη του περιδρόμου του τείχους, κατέστη δυνατή η πλήρης επανασύνδεση του ανατολικού τοίχου με τους δύο εγκάρσιους προς αυτόν, διαμέσου της εμπλοκής των γωνιόλιθων με αποτέλεσμα την στερέωσή τους και την αποτροπή από μελλοντικές παραμορφώσεις και καταρρεύσεις. Με την ολοκληρωμένη αναστήλωση του πύργου μέχρι την στάθμη του περιδρόμου, επιτεύχθηκε η επανασύνδεσή του με το τείχος, και η αποκατάσταση της αρχικής μορφής ολόκληρου αυτού του τμήματος της κλασσικής οχύρωσης, κάτι πολύ σημαντικό για τη ιστορικότητα και την διδακτικότητα του μνημείου. Το έργο, μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος στερέωσης, αποκατάστασης και ανάδειξης του αρχαίου τείχους, εκτελέστηκε με αυτεπιστασία από την ΚΒ’ Ε.Π.Κ.Α. του Υπουργείου Πολιτισμού. Η εκτεταμένη ανασκαφική διερεύνηση που προηγήθηκε της μελέτης έγινε υπό την επίβλεψη της αρχαιολόγου Χ.Κιάμου. Η μελέτη και η επίβλεψη της αναστήλωσης του κλασικού πύργου έγινε από την γράφουσα με σύμβουλο τον πολιτικό μηχανικό Δρ. Κ.Ζάμπα και με την συνεχή παρουσία και υποστήριξη της προϊσταμένης της ΚΒ’ Ε.Π.Κ.Α κ. Μ. Φιλήμονος.

10

Εικ.8 Ο πύργος ΠΑ.2 του ανατολικού σκέλους μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης

11

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ [1] L. Ross (1843). Reisen auf den griechischen Inseln II, s. 67-81, Stuttgart, [2] R. Dawkins, A Wace (1905-1906). Noteς from the Sporades, BSA No XII, p165-171, London,. [3] G. E. Bean, J. M. Cook, (1957). The Carian coast III, BSA No52, pp. 118-119, London. [4] W. Hoepfner (1999). Geschichte des Wohnens, s. 134-135, Stuttgart,. [5] Ρ. Οικονομάκης (2001). Νίσυρος. Ιστορία και Αρχιτεκτονική, σ. 65-67, Αθήνα [6] Μ. Φιλήμονος (1986). Νισυριακά Ι, ΑΔ Τ35, σ. 60-87, Αθήναι [7] Μ. Φιλήμονος (1993). Ανασκαφικές έρευνες στη Νίσυρο, Νισυριακά, τ.12, σ. 139-146, Αθήνα, [8] Μ. Φιλήμονος (1999). Νίσυρος – Αρχαίο τείχος, Αρχαιολογικό Δελτίο 54, Χρονικά (υπό δημοσίευση) [9] Μ. Φιλήμονος (2001). Και γένοιτο νήσος το βληθέν η Νίσυρος, Επτά Ημέρες Καθημερινή [10] Μ. Φιλήμονος (2003). Το τείχος της Νισύρου και οι Πύργοι της Περγούσας, Ανακοίνωση στο ΙΓ’ Πολιτιστικό

Συμπόσιο Δωδεκανήσου στους Λειψούς,. Υπό δημοσίευση στα «Δωδεκανησιακά Χρονικά». [11] M. Φιλήμονος - Aν. Δρελιώση- E. Φαρμακίδου (2001). Tοπογράφηση αρχαιολογικών μνημείων στη Nίσυρο,

στο Φαρμακονήσι και τη Nύμο, στο H Συμβολή του Yπουργείου Aιγαίου στην έρευνα και ανάδειξη του Πολιτισμού του Aρχιπελάγους, σ. 64, Aθήνα.

[12] Κ.Ζάμπας, Κ.Χατζηαντωνίου (2001). Μελέτη αποκατάστασης του πύργου ΠΝ5 , χρηματοδότηση Υπουργείου Αιγαίου.

[13] Α.Αποστόλου, Κ.Ζάμπας. (2004) Μελέτη στερέωσης του τμήματος ΤΑ.2 του ανατολικού σκέλους του τείχους [14] Α.Αποστόλου, σύμβουλος Κ.Ζάμπας (2005), Μελέτη αποκατάστασης του πύργου ΠΑ.2 του ανατολικού

σκέλους του αρχαίου τείχου,. [15] Α.Αποστόλου (2006). Μελέτη αναστήλωσης του μεσοπυργίου τμήματος ΤΑ.1 και του γωνιακού πύργου ΠΝΑ

του αρχαίου τείχους [16] M. Φιλήμονος, Μανδράκι, Αρχαίο τείχος, Ά. Αποστόλου, Μελέτες και αναστηλωτικές εργασίες.. Αρχαιολογικό

Δελτίο 56 (2001-2004), Χρονικά (υπό δημοσίευση) [17] Γ. Βουγιουκαλάκης, (2003). Πιθανά αίτια των παρατηρούμενων καταστροφών στο παλαιόκαστρο Νισύρου.

Πρόδρομη γεωλογική έκθεση, Αθήνα.